Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2016

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΑΡ ΕΓΓΥΣ Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΕΊΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΤΟΙΜΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΣ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΩΜΙΟΥΣ. Η ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΩΜΙΟΙ ΕΊΝΑΙ ΕΤΟΙΜΗ ΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΝ;

Εις το όνομα της Αγίας Τριάδος

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΑΡ ΕΓΓΥΣ

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΕΊΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΤΟΙΜΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΣ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΩΜΙΟΥΣ. Η ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΩΜΙΟΙ ΕΊΝΑΙ ΕΤΟΙΜΗ ΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΝ;


-       Έκτακτο δελτίο ειδήσεων από τον ουρανό. Ο Άγιος Παΐσιος σας δίνω το γραπτό.

-       Διάνοια, χέρι, αμαρτωλού, η χάρις μου οδηγεί. Ο Κύριος επιτρέπει την δωρεά αυτή.

-       Η Υπερμάχω Στρατηγός σταυρώνει το χαρτί. Η Παναγιά των Βλαχερνών όλους σας ευλογεί.

-       Η Παναγιά η Δέσποινα ευρίσκεται στην Πόλη. Το άγιο μαφόριο της στολίζουν οι αγγέλοι.

-       Η ουράνια πορεία έφτασε εις την Πόλη. Εκεί την υποδέχτηκαν οι δώδεκα Αποστόλοι.

-       Η Πόλις της Θεομήτορος είναι ετοιμασμένη. Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ την έχουν μυρωμένη.

-       Να βλέπατε τι γίνεται τώρα στην άγια Πόλη. Τα δάκρυα θα έπνιγαν την αμαρτία όλη.

-       Λάμπει η Αγιά Σοφιά. Αστράφτει ο ουρανός. Ο Κύριος ετοιμάζεται να πει «ευλογητός».

-       Ο Άγιος Κωνσταντίνος κι η Άγια Ελένη, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό σ’ όλη την Οικουμένη.

-       Υψώθηκε ο Τίμιος Σταυρός πάνω απ’ την άγια πόλη. Η λάμψη του ευλόγησε την οικουμένη όλη.

-       Μέγα σημάδι θα φανεί πάνω στον ουρανό. Βροντή του Αρχαγγέλου θα ‘ναι αρχή πυρός.

-       Στην πόλη την επτάλοφο και την Μ. Ασία, σε λίγο θ’ ακουστεί: «Ευλογημένη η Βασιλεία».

-       Το ελληνικό γένος περνά την Ερυθρά. Μια ανάσα είναι να κλείσουν του Αιγαίου τα νερά.

-       Εκεί θε να θαφτεί η Τούρκικη γενιά. Τα κόλλυβα τα έχουν οι Τούρκοι στα πλευρά.

-       Το ελληνικό το γένος μια ανάσα, μια πνοή, την Ερυθρά περνάει. Έφτασε η στιγμή.

-       Οι τελευταίοι καθαροί του ελληνικού του γένους, πατάνε τη Μικρασία. Πατάνε τα παράλια του ελληνικού πια έθνους.

-       Θα έρθουνε στην πόλη μόνο οι καθαροί. Ο Κύριος εσταύρωσε την ποίμνη του αυτή.

-       Ο τουρκικός ο Φαραώ τρέχει για να προλάβει. Τα κόλλυβα τα έχουν σφικτά εις το ζωνάρι.

-       Θα κλείσει η Ερυθρά. Θα κλείσει το Αιγαίο. Εκεί θε να θαφτεί, το τουρκικό το γένος.

-       Μόλις κι ο τελευταίος Έλληνας πατήσει Μικρασία, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ θ’ αστράψει η ρομφαία.

-       Το σύνθημα θα δώσει στον κόκκινο στρατό, να σβήσει απ’ το χάρτη, το μισοφέγγαρο.

-       Σημαίες με μισοφέγγαρο όταν εμφανιστούν, την Υπερμάχω Στρατηγό μπροστά τους θα την δουν.

-       Την κάλπικη την λάμψη του αυτό ευθύς θα χάσει. Το αίμα των μαρτύρων βοά μπροστά στον Πλάστη.

-       Ο Ε’ ο Γρηγόριος σταυροειδώς θ’ αγγίξει του Αιγαίου τα νερά. Κι αυτό ευθύς θα κλείσει.

-       Εκεί θε να πνιγεί ο Τούρκος Φαραώ. Των σφαγιασθέντων το αίμα, βοά στον ουρανό.

-       Η Ελλάδα θα ανθίσει. Θα λάμψει ο Σταυρός. Το μύρο που θα απλωθεί θα είναι ο Χριστός.

-       Παντού θα απλωθεί η ευωδία του Πλάστη. Οι άγγελοι θα ψέλνουνε το «Δόξα εν υψίστοις».

-       Δεν θα υπάρχει σπιθαμή στη γη να μην σπαρεί. Ο λόγος του Κριτή παντού θα αντηχεί.

-       Η Αγιά Σοφιά στολίστηκε. Είναι ετοιμασμένη. Οι ασώματοι, κι Αρχάγγελοι την έχουν μυρωμένη.

-       Να λέτε τους χαιρετισμούς πολλές φορές τη μέρα. Το κάθε «Χαίρε» Ρόδο στην Παναγιά Μητέρα.

-       Το κάθε «χαίρε» που υμνεί την Άγια Παναγία. Κρίνο που άγγελοι στολίζουν την Άγια Σοφία.

-       Τα «χαίρε» που υμνείτε την Άγια Παναγία, ως λούλουδα τα έχει στην Άνω Βασιλεία.

-       Αυτά τα «χαίρε» άνθη δίνει στον Κύριο της. Μ’ αυτά τα «χαίρε» δάκρυα προσφέρει στον Υιό της.

-       Μ’ αυτά τα «χαίρε» η Δέσποινα με μάτια δακρυσμένα, τον Κύριο παρακαλεί. Υιός της και Ποιμένα.

-       «Υιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, Υιέ μου και πατέρα Δέξου τα δάκρυά μου, ακόμα μια ημέρα».

-       Τέκνο μου και βλαστάρι μου, Υιέ μονάκριβέ μου. Ανθέ της παρθενίας μου. Καρπέ μου και Θεέ μου.

-       Δέξου τις ικεσίες μου ακόμα μια ημέρα. Πάρε τα δάκρυά μου απ’ την Αγνή Μητέρα.

-       Υιέ μου εσύ εσταυρώθηκες για όλα τα παιδιά σου. Το γένος το ανθρώπινο είμαι εγώ. Μπροστά σου.

-       Τη σάρκα την ανθρώπινη δέχτηκες να φορέσεις, και απ’ το αγνό το σώμα μου στον κόσμο να κατέλθης.

-       Το αίμα σου ως Θεάνθρωπος μέσα σε με κυλούσε. Στα σπλάχνα της ψυχής μου εσύ κυοφορούσες.

-       Σκάλα απ’ τον ουρανό εδιάλεξες εμένα. Ιωακείμ και Άννας παιδούλα θυγατέρα.

-       Με αγάπη σε μεγάλωσα κι ας ήξερα μια μέρα πως την καρδιά μου δίκοπη θα τη διαβεί ρομφαία.

-       Σε είδα πάνω στο σταυρό με χέρια ματωμένα. Είδα απ’ την πλευρά σου πως έτρεχε το αίμα.

-       Είδα απ’ την ψυχή σου το δάκρυ να κυλάει. Και το ληστή εκ δεξιών, να σε παρακαλάει.

-       Το «Μνήσθητί μου Κύριε» είπε σε Σε Υιέ μου. Και αμέσως στον Παράδεισο τον έβαλες Θεέ μου.

-       Και εγώ ανεβαίνω στο σταυρό μ’ εκείνο το ληστή. Για όλο τον κόσμο «Μνήσθητι» σου λέω Λυτρωτή.

-       Όσοι επικαλούνται με πίστη τα’ όνομά μου. Μαζί μου είναι στο σταυρό. τους έχω αγκαλιά μου.

-       Όσοι επικαλούνται το Άγιο όνομά μου, γι’ αυτούς εγώ εγγυήτρια μπαίνω Άγιε Δέσποτά μου.

-       Όσοι μου λεν τα «χαίρεται» και με επικαλούνται, αυτοί το έλεος δι’ εμού, από εσέ αιτούνται.
-       Κοίταξε: στους χαιρετισμούς, οι εκκλησιές γεμίζουν τα «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε» όταν μου λεν δακρύζουν.

-       Ακόμα κι πιο αμαρτωλοί φωνάζουν τ’ όνομά μου. Σε κάθε δυσκολία τους. Κύριε και Βασιλιά μου.

-       Η Ελλάδα είναι γεμάτη ναούς στο όνομά μου. Το περιβόλι μου είναι εδώ, και τα αγνά παιδιά μου.

-       Κάθε φορά που λένε Μητέρα Παναγιά μου, η δέηση έρχεται σε σένα Κύριε και Βασιλιά μου.

-       Δέξου την ικεσία μου προτού τη σταύρωσή σου. Και δώσε πάλι έλεος με την Ανάστασή σου.

-       «Μητέρα μου, Παρθένα μου, του κόσμου αγνό λουλούδι. Των Χερουβείμ και Σεραφείμ αγγελικό τραγούδι.

-       Ο κόσμος δεν μετανοεί. Βρίζουν το όνομά μου. Βρίζουν το Άγιο Πνεύμα, κι εσένα Παναγιά μου.

-       Η αμαρτία πέρασε αυτή και των Σοδόμων το έλεος πολλές φορές έδωσα των ανόμων.

-       Τη σάρκα όταν ντύθηκα, φόρεσα τη γαλήνη. Τη θεϊκή ταπείνωση, την ελεημοσύνη.

-       Τη σάρκα αυτή μολύνανε με αρσενοκοιτία. Με αμαρτία ακόρεστη. Πορνεία και μοιχεία.

-       Μολύνανε το βάπτισμα το άγιο που επήραν. Στα ζώα ομοιώθηκαν. Πιο κάτω απ’ αυτά επήγαν.

-       Πίστη πια δεν υπάρχει. Μονάχα στα χαρτιά. Εψύγησε η αγάπη. Θα έρθουν τα δεινά.

-       Μα υπάρχουνε κεράκια που είναι αναμμένα. Τις νύκτες κάνουν δέηση με μάτια δακρυσμένα.

-       Αυτά τα λίγα τα κεριά λαμπάδα αναμμένη, στα πόδια τα δικά μου, θυμίαμα ανεβαίνει.

-       Σαν άλλος Αβραάμ Μητέρα μ’ ικετεύεις. Αν είναι έστω δέκα, το έλεος γυρεύεις.

-       Για τη δική σου χάρη, θα δω και θα μετρήσω, τα αναμμένα τα κεριά και θα υπολογίσω.

-       Τότε θα δω Μανούλα μου αν έλεος θα δώσω κι αυτή για το σταυρό, Κρίνο πάλι σου δώσω».


-       Ο Κύριος ζητάει απ’ όλους προσευχή, ταπείνωση νηστεία, αυτή για ν’ ακουστεί.

-       Η σφαίρα όλη καίγεται. Κρέμεται σε κλωστή. Λίγος αέρας φτάνει αυτή για να κοπεί.

-       Εψύχησε η αγάπη. Πλήθυνε η αμαρτία. Ασέλγεια εκτρώσεις και αρσενοκοιτία.

-       Που είναι η αγάπη Χριστιανοί; Που είναι η θυσία; Που είναι η καθαρή καρδιά; Που είναι η αγρυπνία;


-       Διαβάζετε Ευαγγέλιο μα είστε μακριά. Τα χείλη υμνούν τον Κύριο και όχι η καρδιά.

-       Οι ιερείς φροντίζουνε τραπέζια για φτωχούς. Μα οι ψυχές ακάθαρτες. Σκοτάδι έχει παντού.

-       Η ψυχή είναι που φωνάζει. «Επείνασα, εδίψασα» κι όχι το σώμα το φθαρτό που πάνω του εμοίχευσα.

-       Κρατήστε το σταυρό στο χέρι σας σφιχτά. Η ελπίδα πια που έμεινε είναι η Παναγιά.

-       Στεφάνι ετοιμάζει ο Κύριος για τη μικρή Ελλάδα. Μετά την καταιγίδα θα ‘ρθεί θεία λιακάδα.

-       Μα η καταιγίδα έρχεται. Θα είναι δυνατή. Αυτή θα καθαρίσει βαθειά όλη τη γη.

-       Θα ‘ρθει φωνή απ’ το Θεό. Σαν κεραυνός θα πέσει. Ίχνος της ασελγείας στη γη δεν θα αφήσει.

-       Ιησούς Χριστός εσταύρωσε την ποίμνη τη δική του. Αυτή θα φυλαχτεί σαν κόρη οφθαλμού του.

-       Εσταύρωσε ο Χριστός τους νέους Αποστόλους. Μανδύα τους εφόρεσε τον ίδιο τον δικό του.
-       Τον ίδιο που εφόραγε στα άγια τα πάθη. Την χάρη του τους έδωσε ανάσταση για να ‘ρθει.

-       Μαζί τους θα βαδίζει στα πέρατα της γης. Όταν σπαρεί ο λόγος, του Λόγου και Κριτή.

-       Έρχεται καταιγίδα. Έρχεται βρυχηθμός. Θ’ ανοίξει η γη κι ο ουρανός. Εγγύς είναι ο καιρός

-       Να ‘ναι η ευχή του Ιησού στα χείλη στην καρδιά σας. Το όνομα του Ιησού να ‘ναι στη διάνοιά σας.

-       Να γίνετε αξίως ο καθένας σας, ένα με τον ΈΝΑ. Τηρείτε σεις το λόγο του.
-       «Ο τρώγων μου τη σάρκα και πίνων μου το αίμα»

-       Τότε θ’ αναγνωρίσει το πλάσμα το δικό του. Εικόνα και καθ’ ομοίωση σαν δει τον άνθρωπό του.

-       Είναι μεγάλη συμφορά αυτή που θα συμβεί. Εξομολογηθείτε. Να είστε καθαροί.

-       Η πόλη η Επτάλοφος μ’ αίμα θα πλημμυρίσει. Η Αγιά Σοφιά στολίστηκε. Σημαία ανεμίζει.

-       Σημαία γαλάζια ελληνική με σήμα το σταυρό πλέκουν τώρα οι αγγέλοι με θείο θυμιατό.

-       Ο Άγιος Παΐσιος σας δίνω τη γραφή. Χαίρε θα ‘ρθεί και πάλι η Άνοιξη στη γη.

-       Θ’ ανθίσουν τα λουλούδια. Θα λάμψει ο σταυρός. Θα έρθει η Ανάσταση. Το λέει ο Χριστός.

-       Σας δίνω την ευχή μου απ’ την Αγιά Σοφία.

-       «Ευλογητός» θα πει σε λίγο ο Μεσσίας.

-       Χαίρε στη γη θ’ ανθίσει ξανά η Ορθοδοξία. «Τω τη Υπερμάχω» θα ψαλεί ξανά στην Παναγία.

-       Χαίρετε Χριστιανοί. Χαίρετε κι αγαλιάσθε. Σταυρό όταν κρατείτε. Τίποτα μη φοβάστε.
πηγή

Όταν τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της ''Θείας Ευχαριστίας''.


 Η προς μητρός μάμμη μου, αρχόντισσα κτηματίας στη Λοκρίδα, κάθε φθινόπωρο μετά τη συγκομιδή, άνοιγε το μυστικό προσωπικό της σεντούκι, έβγαζε το νυφικό της και το σιδέρωνε. Ήταν αυτό που κατ’ επιθυμίαν της θα την κάλυπτε και νεκρή. Μέσα στο σεντούκι είχε και δύο μικρά μπουκαλάκια. Το ένα με λάδι, το άλλο με κρασί. Τα άδειαζε στο νεροχύτη και τα γέμιζε με προϊόντα της νέας σοδειάς. Ήταν οι μέλλουσες χοές της. Οι προσφορές κατά την ώρα της ταφής.

 Αυτή η ίδια μακάρια γριούλα μας είχε μάθει να μην πετάμε τη φέτα, το ψωμί με λάδι ή με ζάχαρη που μας έδινε, όταν βγαίναμε στο δρόμο για παιχνίδι. Έπρεπε, όταν χορταίναμε και δεν θέλαμε άλλο, να ανεβαίνουμε με προσοχή στη μάντρα ή στα κεραμίδια της αποθήκης και να αφήνουμε το κομμάτι το ψωμί για να το φάνε τα πετεινά του ουρανού. Πριν το ακουμπήσουμε στη μάντρα έπρεπε να το ασπαστούμε.

 Αυτές οι μικρές τελετές ευσέβειας με ακολουθούν έως σήμερα και με παρηγορούν μέσα στο χαώδη κόσμο, τον σκόρπιο, τον ανερμάτιστο που ζούμε.
Αυτές οι δύο συνταρακτικές στη σοφία τους και στην απλότητά τους τελετές ερμηνεύουν το ήθος μιας άλλης γενιάς, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πρότυπα βίου στον απορφανεμένο κόσμο μας.

Ο κόσμος που ζούμε προσβάλλει τη δημιουργία, καταστρατηγεί τους βασικούς νόμους της ζωής και της φύσης και συνεχώς παρεμβαίνει ανατρέποντας την ισορροπία.
Κι αυτό γιατί έχει καταληφθεί από το δαίμονα της αδηφαγίας, της λαιμαργίας. Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος ηδονής, χωρίς αγάπη. Ένας κόσμος λαγνείας, χωρίς έρωτα. Ένας κόσμος που εξαντλεί την ευφυΐα του για να φτιάνει μηχανές σπατάλης.
Έλειψε το λειτουργικό ήθος, η εκκλησιαστική ενοριακή αγαπητική σχέση, η μέθεξη, η συγγνώμη και η μετάνοια.

Δεν υπάρχει ευχαριστία.

Όταν ασπαζόμαστε το κομμάτι του ψωμιού και το αφήναμε στα πουλιά, αυτό κάναμε∙ τελούσαμε μέσα στην καθημερινότητα το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Τιμούσαμε τον δημιουργό μέσα στα αγαθά που μας δώρισε.
Αισθανόμαστε πως η ύλη είναι δώρο ζωής και την ευλαβούμαστε.

Ο κόσμος σήμερα φοβάται το θάνατο. Τρέχει, ιδρώνει, διαγκωνίζεται, αλληλοϋπονομεύεται, σκοτώνει γιατί φοβάται το θάνατο. Θανατώνοντας τον άλλο, έστω και ψυχικά ή συμβολικά, έχει την ψευδαίσθηση ότι ξεφεύγει από το μοιραίο. Αισθάνεται το θάνατο ως τείχος, ως εμπόδιο αξεπέραστο. Θαρρεί πως ο θάνατος είναι το τέρμα.
Δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα του μηδενός, γιατί νομίζει πως η ζωή οδηγείται στο μηδέν και παλεύει να αποφύγει την εκμηδένιση.

Η μακάρια γριούλα ήξερε την αλήθεια. Είχε συμβιβαστεί με το θάνατο, γιατί πίστευε στην ανάσταση.Ετοιμαζόταν για την αποδημία γιορτάζοντας και προσέφερε ως θυσία αινέσεως την προκοπή του οίκου της.

Όταν ο κόσμος δεν σέβεται τη δημιουργία και τη σπαταλά, όταν δεν αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει για τη φύση που μας δωρήθηκε, όταν φοβάται το θάνατο και τον αποφεύγει λερώνοντας τη ζωή, εξαγοράζοντάς τη με φθηνά μέσα, η ανθρωπότητα ακυρώνει το λόγο υπάρξεώς της.

Ζούμε σε μιαν εποχή ματαιώσεων, ακυρώσεων, προδοσιών, συνωμοσιών, αχαριστίας και φόβου θανάτου.
Δεν υπάρχει λοιπόν ελπίδα;
Όταν περισσεύει τόση απελπισία, τόσος υπαρξιακός πανικός, τόσος καταναλωτικός θάνατος, φαίνεται να απέλιπε η ελπίδα.
Αλλά δεν είναι αλήθεια. Η ελπίδα δεν είναι ούτε ο ορθολογισμός της αλαζονικής επιστήμης, ούτε τα κηρύγματα των ηθικολόγων, ούτε τα συστήματα της φιλοζοφίας.

Η ελπίδα είναι το ήθος της γριούλας μάμμης μου. Είναι η ορθόδοξη ευσέβεια, η αδογμάτιστη, η απέριττη, η ταπεινή, τα μικρά θαύματα της καθημερινότητας, τα τρυφερά αγγίγματα της ανοχής, οι ώρες της αγάπης, της πλησμονής, της ευχαριστίας.

Και ξέρουμε ότι υπάρχουν τέτοιες ανθρώπινες στιγμές όπου επικρατεί η χάρις και η χαρά, όπου ο θάνατος αποτάσσεται και μας πλημμυρίζει το χαροποιό πένθος. Όταν τιμάμε τη δημιουργία και προσδοκώμεν την άλλη ζωή ως αυτονόητο δώρο και έρωτα επιστροφής, ως νοσταλγία παραδείσου.

Άσωτοι είμαστε, πλάνητες και φυγάδες θεόθεν, η ατραπός της επιστροφής στο αιώνιο είναι εδώ στην άκρη της ματιάς μας. Εκζητούντες τον Κύριον ουκ έλαττωθησόμεθα παντός αγαθού.


Κώστας Γεωργουσόπουλος
(Ελλάδα και Πολιτισμός, Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, 1995)


ΟΙ ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ





῾Ο ἅγιος πάπας Λέων ἔγειρε κι ἀγκάλιασε κάθιδρος τόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Καί σήμερα, ὅπως ἐπί σαράντα μέρες τώρα ἔκανε, εἶχε ξεκινήσει ἀξημέρωτα τήν προσευχή του μέ τό μοναδικό αἴτημα πού διακατεῖχε τήν καρδιά του: τήν πληφορία ἀπό τόν μεγάλο ἀπόστολο τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν του.

 ῎Ενιωθε ὅτι βρισκόταν στό δεῖλι τῆς ζωῆς του. Τά χρόνια εἶχαν προχωρήσει καί τά σημάδια τους πάνω του εἶχαν ἀρχίσει νά γίνονται ἐμφανῆ. ᾽Αλλά δέν ἦταν μόνον τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τό γῆρας πού τόν εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Περισσότερο ἀπό ὅλα ἔνιωθε ὅτι καταβαλλόταν ἀπό τίς μέριμνες τῆς ἐπισκοπικῆς του θέσης. ῎Ω, ἡ Ρώμη ἦταν μεγάλη πόλη καί πολύ δύσκολο νά διαποιμανθεῖ.

Κι ἦταν καί τά προβλήματα μέ τούς ῾λύκους᾽ τῆς ᾽Εκκλησίας, τούς αἱρετικούς.  ῾Η ᾽Εκκλησία μόλις εἶχε ξεπεράσει τόν κίνδυνο τοῦ αἱρεσιάρχη Νεστόριου, δυστυχῶς ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνσταντινούπολης, γιατί διεῖδε ὅτι τά λεγόμενά του ἦταν βλασφημίες πού ἀλλοίωναν τήν πίστη καί γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Παναγία Μητέρα Του. ῾Η Σύνοδος πού συγκλήθηκε, ἡ Γ´ Οἰκουμενική, καταδίκασε καί καθαίρεσε τόν βλάσφημο Νεστόριο καί διατύπωσε τήν ἀλήθεια: ὁ Κύριος εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ Παναγία εἶναι ὄχι ῾Χριστοτόκος᾽ ἀλλά ῾Θεοτόκος᾽.

Νά, ὅμως, πού τά προβλήματα δέν τελείωσαν. Στόν ἀντίποδα τοῦ  Νεστόριου, ἀλλά μέ τίς ἴδιες τελικῶς προϋποθέσεις βρέθηκε ὁ Εὐτυχής. Καλός κληρικός τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ᾽Αλεξάνδρειας, εἶδε κι αὐτός τό ἀδιέξοδο τῶν θέσεων τοῦ Νεστορίου, ἀλλά ἔφτασε στό ἄλλο ἄκρο: νά παρουσιάσει τόν Κύριο μόνον ὡς Θεό. Ἡ ἴδια βλασφημία κι ἐδῶ μέ ἐκείνην τοῦ Νεστορίου: ἡ διαγραφή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί πῶς νά πεῖ κανείς ὅτι σώζεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κατά τόν Εὐτυχή ὁ ἄνθρωπος ἀπορροφᾶται ἀπό τόν Θεό, ὅπως ἀπορροφήθηκε κι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν θεότητά Του;

῾Ο Λέων βρέθηκε στό ἐπίκεντρο τῶν συζητήσεων καί τῶν ταραχῶν πού προκαλοῦσαν οἱ τελευταῖες αἱρετικές θέσεις τοῦ Εὐτυχῆ. Πολλοί ἀπευθύνθηκαν σ᾽ αὐτόν νά καταδείξει τήν αἵρεση, νά φανερώσει τήν ἀλήθεια. Κι ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίθηκε. Καταλάβαινε ὅτι ἔχει εὐθύνη ἔναντι ὅλης τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι. Κι ὁ νέος κίνδυνος ἦταν ἐξίσου μεγάλος μέ τόν προηγούμενο. Ζήτησε τήν βοήθεια καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ κι ἔγραψε γράμμα στόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινούπολης, τόν Φλαβιανό, ἄνθρωπο πράγματι τοῦ Θεοῦ, μέ μεγάλη εὐαισθησία στά θέματα τῆς πίστης καί ὀξυμμένα κριτήρια ὀρθοδοξίας. ῎Εδειξε μέ ἐπάρκεια καί τό ἀδιέξοδο τῶν ἤδη καταδικασμένων θέσεων τοῦ Νεστορίου, ἀλλά πολύ περισσότερο καί τοῦ Εὐτυχῆ.

῾Η σύνταξη τοῦ γράμματος κυριολεκτικά τόν συνέτριψε. ῎Εβλεπε ὅτι ὄντως ἀπαντοῦσε μέ βάση τήν ὀρθόδοξη πίστη στίς αὐθαιρεσίες καί τά φληναφήματα τοῦ Εὐτυχῆ. ᾽Αλλά ἡ εὐθύνη γι᾽ αὐτά πού ἔγραφε τόν ἔκανε ἐπιφυλακτικό. ῎Ηθελε νά εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὄχι μόνο ἀπό πλευρᾶς περιεχομένου ἀλλά καί μορφῆς. Οἱ ἐχθροί καιροφυλακτοῦσαν νά πιαστοῦν κατά τήν προσφιλή συνήθειά τους ἀπό τίς λέξεις. ῎Ετσι δέν ἔκαναν ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἀνά τούς αἰῶνες αἱρετικοί; ῎Εμεναν στό γράμμα κι ἀδυνατοῦσαν νά διεισδύσουν λίγο στό ῾ἀπόθετον κάλλος᾽ πού ἔλεγε ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στήν κρυμμένη ὀμορφιά πέρα ἀπό τίς λέξεις. ᾽Αλλ᾽ αὐτό προϋπέθετε βίωμα σωστό πού δυστυχῶς δέν τό ἔβλεπες στούς αἱρετικούς. Δίσταζε λοιπόν ὁ πάπας, ὁ Λέων, ὁ πρόεδρος τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν Ρωμαίων.

Δέν δίστασε ὅμως γιά τήν ἀπόφαση πού πῆρε. ᾽Αναγάλλιασε ὅταν τό σκέφτηκε καί τό ἔθεσε ἀμέσως σέ ἐφαρμογή. Θά ἀπευθυνόταν στόν προκάτοχό του, τόν ἀπόστολο Πέτρο. Οἱ ἅγιοί μας δέν εἶναι ζωντανοί; Δέν μᾶς ἀκοῦνε καί δέν συμμετέχουν στόν πόνο καί στίς ἀγωνίες μας; Λοιπόν, νά ἡ εὐκαιρία! Πῆρε τό γράμμα ὁ πάπας, πῆρε μαζί του καί τόν διάκονό του, ἔδωσε ἐξηγήσεις γιά τό ποῦ θά βρίσκεται, κι ἐγκαταστάθηκε στόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ναί, ὁ ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος δέν θά ἔφευγε ἀπό ἐκεῖ, ἄν ὁ ἀπόστολος δέν ἔδειχνε μέ τρόπο ἄμεσο καί φανερό ὅτι δέν ἔχει πέσει ἔξω κάπου στά γραφόμενα τῆς ἐπιστολῆς του. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ πάλευσε καί ἀγωνιοῦσε. Δέν μπορεῖ. ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος θά ἔστελνε κάποιο μήνυμα.

Τήν ἐπιστολή τήν τοποθέτησε πάνω στόν τάφο τοῦ πρώτου τῶν ἀποστόλων, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀποδύθηκε στόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. ῞Ολη μέρα καί ὅλη νύκτα δέν ἔπαψε νά δέεται καί νά παρακαλεῖ: ῾῞Αγιε ἀπόστολε, σύ ὁ ἴδιος στόν ὁποῖο ὁ Κύριος καί Θεός καί Σωτήρας μας ᾽Ιησοῦς Χριστός ἔχει ἐμπιστευτεῖ τήν ᾽Εκκλησία καί τόν θρόνο, διόρθωσε ἀπό τήν ἐπιστολή ὅ,τι παράλειψα σάν ἄνθρωπος᾽. Γονάτιζε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ Λέων, ἔχυνε πύρινα δάκρυα, παρακαλοῦσε. Κι ὅταν ἀποκαμωμένος δέν μποροῦσε νά σταθεῖ καθόλου στά πόδια του, ἔπεφτε κεῖ μπροστά στόν τάφο καί λίγο ξεκουραζόταν γιά νά συνεχίσει τά ἴδια λόγια τῆς προσευχῆς ἀργότερα.

Μαζί του ἀγωνιζόταν καί ὁ διάκος του. Δέν μποροῦσε βεβαίως ὁ νέος αὐτός ἄνθρωπος νά διεισδύσει στά μύχια τῆς καρδιᾶς τοῦ ἐπισκόπου του καί νά νιώσει τήν ἀγωνία του γιά τήν φανέρωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Δάκρυζε ὅμως γιατί ἔβλεπε τόν γέροντα αὐτόν νά δέεται στόν Κύριο καί τόν ἀπόστολό Του μέ τέτοιον συγκλονιστικό τρόπο. Καί κατέγραφε τήν στάση τοῦ ἁγίου μέσα του καί ἔβλεπε ὁρατά μπροστά του τό τί σημαίνει ἁγιότητα. Τόν εἶχε ζήσει βεβαίως τόν ἅγιο πάπα ὁ διάκος, τόν ἔβλεπε πῶς λειτουργεῖ, μέ τί ταπείνωση καί ἀγάπη  συμπεριφέρεται στούς κληρικούς καί τούς πιστούς καί παρακαλοῦσε τόν Θεό λίγο νά τοῦ μοιάσει. ᾽Αλλά αὐτό πού συνέβαινε τώρα στόν τάφο τοῦ ἀποστόλου ἦταν κάτι ἄλλο. Τήν ἤδη μεγάλη κορμοστασιά τοῦ πάπα Λέοντα τήν ἔβλεπε θεόρατη, σχεδόν νά ἀγγίζει τόν οὐρανό. Γι᾽ αὐτό καί τά δικά του δάκρυα δέν σταματοῦσαν, γιατί δέν σταματοῦσαν καί τά δάκρυα τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου.

Σαράντα μέρες πέρασαν μέ τόν ἴδιο τρόπο. Εἶχε λιώσει ὁ Λέων ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Κι ὅταν γιά πολλοστή φορά τά χείλη του συνέχιζαν νά λένε ῾ὅ,τι παράλειψα στήν ἐπιστολή σάν ἄνθρωπος διόρθωσε σύ ὁ ἴδιος᾽, κι ἔνιωσε ὅτι δέν ἀντέχει ἄλλο, τότε φῶς ἔλαμψε ἀπό τόν τάφο, ἄρρητη εὐωδία ξεχύθηκε καί πλημμύρισε τόν τόπο καί εἶδε τόν ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἐκεῖ μπροστά του μέσα σέ θεϊκό φῶς, νά τόν βλέπει γεμάτος ἀγάπη καί μέ μιά ἀπόκοσμη φωνή νά τοῦ λέει: ῾Διάβασα καί διόρθωσα᾽. Τό ἀποκαμωμένο του κορμί γέμισε δύναμη. ῾Η ψυχή του ἔνιωσε νά πλημμυρίζει ἀπέραντη εὐτυχία κι ὁ νοῦς του σάν νά ἄνοιξε ἐντελῶς κι εἶδε πλήρως τήν ἀλήθεια. ῎Επεσε νά προσκυνήσει μά ὁ ἀπόστολος δέν τόν ἄφησε. Τοῦ εἶπε κι ἄλλα γιά τόν Κύριο, τοῦ ἀποκάλυψε κινδύνους καί διωγμούς πού ἡ ᾽Εκκλησία ἔπρεπε ἀκόμη νά περάσει, τοῦ εἶπε ἀκόμη καί γιά τόν ἴδιο. Κι ἐκεῖ πού ἡ καρδιά του κόντευε νά σπάσει ἀπό τό μέγεθος τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ τό ὅραμα χάθηκε. ῾Απαλά τό φῶς σβήστηκε κι ἀπόμεινε μόνος αὐτός μπροστά καί πάλι στόν τάφο, ὅπως σαράντα μέρες τώρα.

Σηκώθηκε καί φώναξε τόν διάκονο πού βρισκόταν ἐκείνη τήν ὥρα ἔξω. ᾽Εκεῖνος σάν κάτι νά κατάλαβε βλέποντας τήν λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου πάπα. Δέν τόλμησε νά ρωτήσει. ῾Ο Λέων μέ ἁπλότητα τοῦ εἶπε τί συνέβη. Ἡ ἀποστολή τους ἐκεῖ ἔλαβε τέλος. ῾Ο πάπας προσκύνησε καί μέ τρεμάμενα χέρια ἔσκυψε καί πῆρε τήν ἐπιστολή. Τήν ἄνοιξε καί - ὤ τοῦ θαύματος! – τήν βρῆκε διορθωμένη ἀπό τό χέρι τοῦ ἀποστόλου. Ὁ ἀπόστολος κράτησε τόν λόγο του. ῾Ο Κύριος μίλησε. Ἡ ἐπιστολή θά ἀποτελοῦσε τήν βάση γιά τήν ἀπάντηση τῆς ᾽Εκκλησίας πιά ἀπέναντι στόν αἱρεσιάρχη Εὐτυχή. Ὁ ἅγιος Λέων καί ὁ διάκος πῆραν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Αὐτά σκεφτόταν ὁ ἅγιος Λέων, ὅταν ἔγειρε καί κάθιδρος ἀγκάλιασε τόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Γιά δεύτερη φορά μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀφότου εἶχε πάρει τήν πληροφορία ἀπό τόν ἅγιο Πέτρο σχετικά μέ τό θέμα τῆς αἵρεσης τοῦ μονοφυσιτισμοῦ εἶχε θελήσει νά ἐπαναλάβει τό ἐγχείρημα. Αὐτήν τήν φορά ὅμως ὄχι γιά κάποιο ἐπεῖγον θέμα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά γιά τόν ἴδιο  καί τά χρωστούμενά του στόν Κύριο. Τά χρόνια ἔγερναν στήν πλάτη του κι ἤθελε νά ᾽ναι βέβαιος ὅτι ἡ ψυχή του θά᾽ ναι ἀπόλυτα καθαρή στήν κρίση πού τόν περίμενε. ῎Εβλεπε ὅτι ἡ συνείδησή του δέν τόν βάραινε γιά κάτι ἰδιαίτερο, ἀλλά ἄλλο ἡ συνείδησή του κι ἄλλο ὁ ἴδιος ὁ Κριτής. Καί νά λοιπόν πού βρέθηκε στόν τάφο τοῦ ἀγαπημένου του ἀποστόλου. ῞Οπως τήν πρώτη φορά, ἔτσι καί τώρα ἀποδύθηκε στόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. Τό αἴτημά του βγαλμένο ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του ἦταν γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.

 ῾Κύριε᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε μέ δάκρυα στά μάτια, ῾στεῖλε τόν μαθητή σου νά μέ πληροφορήσει ἄν συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες μου. Νιώθω ὅτι δέν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή μετανοίας. ῞Οσο περνάει ὁ καιρός τόσο νιώθω καί μεγαλύτερο τό βάρος τῶν ἀνομημάτων μου. Σύ βέβαια, Κύριε, λόγω τῆς ἄπειρης ἀγάπης Σου ἀπέναντι στά πλάσματά Σου, ἤδη μᾶς ἔχεις συγχωρήσει. Τό αἷμα Σου πάνω στόν Σταυρό σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας. ᾽Αλλά τό πρόβλημα, Κύριε, εἶμαι ἐγώ. Δέν ξέρω ἄν σωστά σέ προσεγγίζω. Δέν ξέρω ἄν πράγματι ζῶ μετανοημένα. Συγκρίνω τόν ἑαυτό μου μέ τούς ἁγίους μαθητές Σου καί τούς ἄλλους φίλους Σου καί βλέπω τά τεράστια ἐλλείμματα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Κύριε, δέν θέλω νά Σέ χάσω. Δέν ἀντέχω νά βρίσκομαι μακριά Σου. Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Κύριε, συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μου᾽.

Σαράντα μέρες καί πάλι πέρασαν μέσα στήν ὀδύνη καί τήν ἄσκηση τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς. Κι ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ὁ οὐρανός φαινόταν κλειστός. Καμμία ἀπάντηση. Καμμία πληροφορία. Δέν ἔχανε ὅμως τίς ἐλπίδες του ὁ ἅγιος πάπας. Τοῦ ᾽δινε μεγάλο θάρρος καί τό γεγονός ὅτι καί τήν πρώτη φορά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα δόθηκε ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ μέ τόν ἅγιο ἀπόστολο. ᾽Εκεῖ εἶχε προσανατολιστεῖ καί πάλι ὁ Λέων. Καί δέν ἔπεσε ἔξω. ῞Οταν ἡ ἀγωνία του καί ἡ ἔντασή του ἔφτασαν σέ σημεῖο πού δέν ἄντεχε ἄλλο, τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα, τοῦ φανερώθηκε καί πάλι ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Τά σημάδια τῆς παρουσίας του τά ἴδια: ἔντονο φῶς καί εὐωδία ἐξαίσια. Γεμᾶτος στοργή καί εἰρήνη ὁ ἀπόστολος γιά τόν ἀγαπημένο του φίλο καί διάδοχο τοῦ θρόνου του τοῦ μίλησε ἔτσι, ὥστε τά λόγια του ἔπεσαν σάν βάλσαμο στήν πληγωμένη του καρδιά.

῾Προσευχήθηκα γιά σένα κι ὁ Κύριος μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι σοῦ συγχωρήθηκαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ἐκτός ἀπό τίς χειροτονίες πού ἔκανες.  Οἱ χειροτονίες σου θά ᾽ναι ἐκεῖνες γιά τίς ὁποῖες θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος, ἄν εἴτε καλά εἴτε κάπως ἀλλιῶς χειροτόνησες ὅσους χειροτόνησες᾽.

῾Ο ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του. Τώρα ἤξερε ὅτι μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του τά δάκρυα τῆς μετανοίας του δέν θά εἶχαν τελειωμό. ᾽Αφέθηκε ὁλοκληρωτικά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. 


(᾽Από  τό  ῾Λειμωνάριον᾽  τοῦ ᾽Ι. Μόσχου)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ Ο κομπασμός της Αθήνας


Spartiates


Ένας δημαγωγός ρήτορας της αρχαίας Αθήνας καυχιόταν ότι τρεις φορές οι Αθηναίοι αναχαίτισαν τους Σπαρτιάτες στις όχθες του Κηφισού και τους εξανάγκασαν σε υποχώρηση.
Όταν άκουσε τον κομπασμό αυτό ο σπαρτιάτης Ανταλκίδας παρατήρησε:
«Είναι πράγματι μοναδικό το κατόρθωμά τους να μας αναχαιτίσουν τρεις φορές στις όχθες του Κηφισού στην αυλή τους. Ενώ εμείς ούτε μία φορά δεν επιτύχαμε κάτι τέτοιο, αφού οι Αθηναίοι δεν κατόρθωσαν να φθάσουν μέχρι τις όχθες του Εύρωτα, στη Σπάρτη, ούτε μία φορά.»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...