Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Απριλίου 11, 2016

Τα μυστικά της εξομολόγησης

 Λεοντίου Μοναχού Διονυσιάτου


«Προσεύχομαι, και την πρώτη σκέψη που έρχεται στην καρδιά μου τη δέχομαι ως λόγο Θεού, και αυτή λέω. Είναι ο Θεός που ξέρει τη ζωή σου και το μυστήριο της καρδιάς σου.
Εγώ είμαι μόνο ένας πνευματικός». (1,71) Αγιος Σεραφείμ του Σαρώφ.

Η εξομολόγηση είναι μυστήριο. Αυτό σημαίνει ότι η άφεση των αμαρτιών δεν εξαρτάται από την (άγνωστη στον εξομολογούμενο) αμαρτωλότητα του ιερέως που τελεί το μυστήριο. Όμως εξαρτάται κατά ένα μέρος και από το πρόσωπο του εξομολόγου, εφόσον δι’ αυτού δίνεται η συγχώρηση, κατά το: «άν τινων αφείτε τας αμαρτίες, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατείτε, κεκράτηνται». (Ιω. Κ 23).

Όταν προσερχόμαστε στο μυστήριο αυτό, πρέπει να θέλομε να βελτιώσουμε πνευματικά τον εαυτό μας. 
Στην ερώτηση ποια είναι η ουσία του μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολόγησης, ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως απαντάει:
«α. Η συναίσθηση του μετανοούντος σαν παραβάτη των θείων εντολών, και 
β. Η διάθεση για επιστροφή προς τον Θεό και τήρηση των θείων εντολών». (2,186). 
Χρειάζεται, όμως, υποβοήθηση ο μετανοών, συνήθως, για να μπορέσει να διακρίνει στα προβλήματά του την συμφέρουσα (πνευματικά) λύση. Από αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να βρει ένα καλό πνευματικό οδηγό, όχι απλά ένα εξομολόγο. Και όπως κάποιος ψάχνει για ένα καλό γιατρό για το σώμα του, έτσι πρέπει να αναζητάει και ένα καλό πνευματικό για την ψυχή του. Υπάρχει μάλιστα 
μαρτυρία από ζωντανή εμφάνιση σε νέους του γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη μετά την κοίμησή του, που τους τόνισε ακριβώς αυτή την ανάγκη.

Ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994) μιλούσε για το θέμα αυτό με τον ίδιο τρόπο: 
«Σήμερα το πιο απαραίτητο είναι να βρουν οι άνθρωποι έναν πνευματικό, να εξομολογούνται, να του έχουν εμπιστοσύνη και να τον συμβουλεύονται. Αν έχουν πνευματικό και βάλουν ένα πρόγραμμα με προσευχή και λίγη μελέτη, εκκλησιάζονται, κοινωνούν, τότε δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν σ‘ αυτήν την ζωή. Η ψυχή πρέπει να παρακολουθείται από τον πνευματικό, για να μη λαθέψει τον δρόμο της. Μπορεί να βοηθάει στον αγώνα λ.χ. και η πνευματική μελέτη, αλλά, αν κανείς δεν έχει πνευματικό οδηγό, μπορεί να δίνη δικές του ερμηνείες σ’ αυτά που διαβάζει, και να πλανηθεί.
Βλέπεις, και όταν κάποιος πάει κάπου με το αυτοκίνητό του και δεν γνωρίζει καλά τον δρόμο, μπορεί να συμβουλεύεται τον χάρτη, αλλά σταματάει κιόλας και ρωτάει, για να μην πάρει λάθος δρόμο…
Τον πνευματικό οδηγό φυσικά κανείς θα τον διαλέξει. Δεν θα εμπιστευτεί στον οποιονδήποτε την ψυχή του. Όπως για την υγεία του σώματος ψάχνει να βρει καλό γιατρό, έτσι και για την υγεία της ψυχής του θα ψάξει να βρει κάποιον καλό πνευματικό και θα πηγαίνει σ‘ αυτόν, τον γιατρό της ψυχής, τακτικά». (3).

Αν από τους εξομολόγους λίγοι είναι και πνευματικοί καθοδηγητές, αυτό κατά ένα μέρος οφείλεται και στους πιστούς, που δεν το επιζητούν. 
Ο Ιερομόναχος Ραφαήλ Νόϊκα, πνευματικό τέκνο του γέροντος Σωφρονίου του Αγιορείτη (+1993), αναφέρει ένα περιστατικό:
 «Ένας νέος έκανε στον άγιο Σιλουανό αυτή την τραγική ερώτηση: Γιατί σήμερα είναι τόσο λίγοι οι καλοί πνευματικοί; Και ο άγιος Σιλουανός έδωσε μια απάντηση ίσως ακατανόητη… «Δεν υπάρχουν καλοί πνευματικοί επειδή δεν υπάρχουν καλοί υποτακτικοί». 
Ένα άλλο περιστατικό είναι με τον γέροντα Σωφρόνιο. Έκανε μια αναφορά ο γέροντας στον προφήτη Ιεζεκιήλ, που λέει κάπου: Αν ο προφήτης του Θεού βρεθεί ψευδής είναι επειδή Εγώ, ο Κύριος και Θεός, παραπλάνησα τον προφήτη (Ιεζ. 14,9).
Δηλ. Εγώ, ο Κύριος και Θεός, παραπλανώ τον προφήτη μου τον μέγα, τον δίκαιο, τον αληθινό, και θα πει ψέματα. Γιατί; Επειδή ο λαός Μου έχει υποκριτική καρδιά. 
Κάποια μέρα, όταν άρχισα να καταλαβαίνω αυτό το μυστήριο, πήγα στον γέροντα Σωφρόνιο και του είπα: “’Αρα λοιπόν πάτερ, στο μυστήριο της εξομολόγησης, όσον αφορά τον πνευματικό πατέρα και το πνευματικό τέκνο, είναι ο γιος που γεννάει τον πατέρα!” ’Αρχισε να γελάει ο γ. Σωφρόνιος και είπε: «Έτσι είναι. Ο γιος γεννάει τον πατέρα του»! … Μάθετε στα πνευματικά σας τέκνα αυτή τη μέθοδο: Μην έρχεσθε σε εμένα αν δεν προσευχηθείτε πρώτα στον Θεό». (1,72-73)

Γράφεται στον βίο του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ (+1833) ένα περιστατικό, από τα πολλά, που φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε ο άγιος: 
«…Ο π. Αντώνιος που γνώριζε και σεβόταν από πολλών ετών τον όσιο Σεραφείμ, τόλμησε να του πει: «Πατερούλη, η ψυχή του ανθρώπου είναι μπροστά σας ανοικτή σαν σε καθρέπτη. Εμπρός στα μάτια μου, ενώ ακόμη δεν είχατε ακούσει τις πνευματικές ανάγκες και τις ταλαιπωρίες αυτού του προσκυνητή, του τα είπατε ήδη όλα εκ των προτέρων. Τώρα βλέπω ότι ο νούς σας είναι τόσο καθαρός, ώστε τίποτα δεν μένει κρυφό σ’ αυτόν από την καρδιά του πλησίον».
Τότε ο όσιος Σεραφείμ έβαλε στο στόμα του π. Αντωνίου την δεξιά του παλάμη, σαν να ήθελε να τον αποστομώσει, και είπε: «Δεν μιλάς όπως πρέπει χαρά μου. Η καρδιά του ανθρώπου είναι ανοικτή μόνο στον Κύριο και ο Θεός είναι ο μόνος καρδιογνώστης, η δε καρδία του ανθρώπου είναι βαθεία» (Ψαλμ. 63,7). Ο π. Αντώνιος ξαναρώτησε: «Πως εσείς πατερούλη, ενώ ούτε μία λέξη δεν ερωτήσατε τον (συνομιλητή) έμπορο, του είπατε όλα όσα του ήσαν αναγκαία»;
Ο όσιος απάντησε ταπεινά: «Αυτός ήλθε σε μένα όπως όλοι οι άλλοι, όπως και εσύ, επειδή με θεωρούσε δούλο του Θεού. Εγώ ο ταπεινός Σεραφείμ επίσης θεωρώ τον εαυτό μου ως αμαρτωλό δούλο του Θεού και ότι μου ορίζει ο Κύριος, αυτό και παραδίδω ως ωφέλιμο σ’ εκείνον που έχει ανάγκη.
Την πρώτη σκέψη που εμφανίζεται στην ψυχή μου την θεωρώ ως υπόδειξη του Θεού, χωρίς να γνωρίζω τι υπάρχει στην ψυχή του συνομιλητή μου, αλλά μόνο πιστεύοντας ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Όπως το σίδερο στον σιδηρουργό έτσι και εγώ έχω παραδώσει το θέλημά μου και ολόκληρο τον εαυτό μου στον Κύριο. Ότι είναι αρεστό σε Εκείνον, αυτό και πράττω. Δεν έχω δικό μου θέλημα, αλλά ότι είναι ευάρεστο στον Θεό αυτό και μεταδίδω».(4)
Ο άγιος Σεραφείμ μιλούσε σαν τέλειος Χριστιανός, και γι’αυτό δεν έκανε λάθη.
«Σε μια συζήτησή του με τον πατέρα Στρατόνικο, (λέει ο π. Ραφαήλ) ένα ασκητή του Καυκάσου, ο άγιος Σιλουανός έκανε μια ρητορική ερώτηση: Πάτερ πως μιλούν οι τέλειοι; Ο π. Στρατόνικος δεν ήξερε τι να απαντήσει και ο άγιος Σιλουανός αποκρίθηκε: Οι τέλειοι δεν λένε τίποτε αφ’ εαυτού τους, λένε μόνο ότι τους δίνει το Πνεύμα». (1,67)


Επομένως, σε σχέση με τα προηγούμενα, είναι απαραίτητο να υπάρχει εν Χριστώ ενότητα πνεύματος εξομολόγου και εξομολογουμένου, και να μην γίνεται μεταξύ τους φλύαρη συζήτηση ώστε να γίνεται αντιληπτός ο λόγος του Κυρίου για την ψυχή, που είναι ο πρώτος λόγος του πνευματικού. Ο Θεός γνωρίζει τι τάλαντα έχει δώσει σε κάθε ψυχή, και σε ποια πάθη είναι επιρρεπής, γι’ αυτό οι συμβουλές μπορεί να διαφέρουν αρκετά από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έτσι η σωτηρία δεν είναι κάποια συγκεκριμένη συνταγή, είναι όπως λέει ο π. Ραφαήλ, «λόγος μυστικός, λόγος θεϊκός, για κάθε ψυχή που έχει γεννηθεί στον κόσμο. Και για κάθε ψυχή ένας άλλος λόγος». Και συνεχίζει ο π. Ραφαήλ:
«Θυμάστε το περιστατικό από το Γεροντικό: Έρχεται ένας μοναχός στον τάδε αββά και ζητάει ένα λόγο σωτηρίας, και ο αββάς του λέει: “Μείνε στο κελλί σου, τρώγε πίνε κοιμήσου, μόνο μη βγεις από το κελλί”.
 Σε κάποιον άλλο με την ίδια αναζήτηση: “Να νηστεύεις μέχρι την ενάτη ώρα”. Μπορεί να βγαίνει από το κελλί (κάνοντας επισκέψεις), μπορεί να μπαίνει, να κάνει ότι θέλει, αλλά να κρατήσει τη νηστεία. 
Σε κάποιον άλλο είπε κάτι για τους λογισμούς και σε κάποιον κάτι άλλο. Και όπως έλεγε ο π. Σωφρόνιος, εδώ δεν μιλάμε για θεολογία, δεν πρόκειται για ένα δόγμα γραμμένο σε ένα βιβλίο.
Πρόκειται για μια πνευματική στρατηγική, όπου ο πνευματικός, καθώς το πνεύμα τού γεννά λόγο στην καρδιά, καταλαβαίνει ότι η στρατηγική γι’ αυτόν τον άνθρωπο είναι: “Ενίσχυσε τον στρατό σου στο τάδε μέτωπο”. Αν σε εκείνο το σημείο νικήσεις, στα υπόλοιπα θα σου είναι σχετικά εύκολο. Η σωτηρία σου είναι ήδη εξασφαλισμένη. Αν όμως όλα τα άλλα τα σημεία τα ενισχύσεις, ενώ εκεί που υπάρχει μία τρύπα στο τείχος την αφήσεις ακάλυπτη, από εκεί εισβάλουν τα στρατεύματα του εχθρού, και δεν έκανες τίποτε για την σωτηρία σου. Λοιπόν είναι απαραίτητο να εισέλθουμε στο έργο του Θεού, να αναζητούμε τον θεϊκό λόγο, για να βρούμε που είναι αυτή η τρύπα απ’ όπου μπορούν να εισβάλουν οι εχθροί στην πόλη της ψυχής». (1,68).
Στον στρατό τα μηνύματα του αρχηγείου πρέπει να φτάσουν στους πολεμιστές προφυλαγμένα από τον εχθρό, ώστε αυτός να μην μάθει τις κινήσεις που θα γίνουν για την εξουδετέρωσή του. Έτσι υπάρχει το στρατιωτικό απόρρητο, που τηρείται με πολλή φροντίδα με την βοήθεια ειδικών υπηρεσιών, την εφαρμογή κρυπτογράφησης και άλλων συστημάτων ασφαλείας. 

Και εμείς για να ωφελούμαστε τα μέγιστα από το μυστήριο της Εξομολόγησης, πρέπει να κρατάμε τα μυστικά του, όπως μας εξηγεί ο π. Ραφαήλ Νόϊκα:
«Προσέξτε μία ακόμη σημαντική λεπτομέρεια: το απόρρητο της εξομολόγησης. Ξέρουμε ότι οι ιερείς πρέπει να κρατάνε μυστική την εξομολόγηση, αλλά μη νομίζετε ότι αυτό γίνεται μόνο για να προστατέψουμε την ψυχή που έρχεται σ’ εμάς από τον πόνο και την ντροπή και για να την ενθαρρύνουμε να μας ανοίγεται χωρίς φόβο. Δεν είναι μόνο αυτό: είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο. Στο μυστήριο της πνευματικής πατρότητας, όπως όλοι νομίζω γνωρίζετε, και ιδιαίτερα στην εξομολόγηση, δεν μπορεί να εισχωρήσει ο διάβολος. Ο διάβολος, όμως, που είναι όχι μόνο κακός, αλλά και πονηρός, ξέρει πώς να μπερδεύει τα πράγματα για να μαντεύει. Όσες, όμως, λιγότερες πληροφορίες έχει, τόσο περισσότερο χρόνο κερδίζουμε εμείς για να δουλεύουμε πάνω στην ψυχή που έρχεται σ’ εμάς, ώστε να στερεωθεί.
Θα ήθελα να προσθέσω ότι στην τσαρική Ρωσία υπήρχε νόμος, η μαρτυρία του ιερέα στα δικαστήρια να μην έχει καμία αξία. Αν και υπήρχε και τότε διωγμός κατά της Εκκλησίας, ιδιαίτερα από τον Μεγάλο Πέτρο και μετά, σε αυτό όμως το γεγονός υπήρχε πραγματικά κάτι το θαυμαστό, διότι μέσω αυτού του νόμου προστατευόταν το μυστήριο της εξομολόγησης: ο ιερέας να μην έχει το δικαίωμα να καταθέσει ως μάρτυρας ούτε υπέρ ούτε κατά, επειδή δεν αποτελούν αυτά τον σκοπό της ιεροσύνης, αλλά σκοπός μας είναι να κρατήσουμε το απόρρητο της εξομολόγησης. Και δεν αρκεί μόνο ο ιερέας να κρατάει απόρρητη την εξομολόγηση, γιατί δεν πρόκειται απλώς για μια επαγγελματική ηθική, όπως στην ιατρική, είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, αλλά πρέπει και ο εξομολογούμενος να κρατάει μυστική την εξομολόγηση, γιατί αλλιώς το μυστήριο και πάλι σχεδόν ακυρώνεται.
Διότι αν αυτός αρχίσει να λέει: «Α, ο πνευματικός μού είπε αυτό και αυτό», τότε φαίνεται ότι, ως πνευματικός, τον έναν τον γλυκαίνεις και τον άλλον τον μαστιγώνεις για την ίδια αμαρτία. Σύμφωνα όμως με τη σοφία σου, ως πνευματικός, ξέρεις τι ακριβώς θα σώσει τον έναν και τι τον άλλον. Έχει δικαίωμα ο πνευματικός -μιλάμε πάλι για τη δύναμη να μπορείς να δώσεις ζωή- να έχει την ελευθερία να δώσει στον έναν γλυκό και στον άλλον πικρό δηλ. μαστίγωμα, γνωρίζοντας ότι ο ένας θα σωθεί με το γλυκό και ο άλλος με το μαστίγωμα. Αν όμως οι εξομολογούμενοι αρχίσουν να μιλούν μεταξύ τους, τότε σίγουρα θα σκανδαλιστούν.
Στον αββά Ποιμένα συνέβη ένας παρόμοιος πειρασμός, όμως εκείνος διέθετε πολύ περισσότερη σοφία και ήταν ικανός να τον ξεπεράσει. 
Ο γέροντας του είπε: «άφησε τα πάθη να εισέλθουν και πολέμησε μαζί τους», ενώ σε κάποιον άλλον είπε: «Μην αφήσεις καθόλου να εισέλθουν τα πάθη, αλλά ευθύς ξέκοψέ τα». 
Ακούγοντας αυτό ο νεαρός Ποιμήν, γύρισε πίσω στον αββά και τον ρώτησε: «Αββά, εγώ σου εμπιστεύθηκα τους λογισμούς μου. Και να, αλλιώς μίλησες σ’ εμένα και αλλιώς στον άλλο». Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Ποιμήν, παιδί μου, δεν μου είπες να σου μιλήσω όπως θα μιλούσα στον εαυτό μου; Σου μίλησα λοιπόν όπως θα μιλούσα στον εαυτό μου. Σου είπα τι κάνω εγώ»!
Ο π. Σωφρόνιος σχολίαζε το παραπάνω περιστατικό ως εξής: Ο άλλος μοναχός ήταν, σαν να λέμε, χονδρο-καλόγερος “της σειράς” (άνθρωπος της σειράς δεν υπάρχει, ο καθένας είναι διαφορετικός, όμως υπάρχει σε αυτό και μία αλήθεια), δεν είχε υψηλό επίπεδο πνευματικότητας. Αν θα άφηνε τους λογισμούς να μπαίνουν στην καρδιά του, τότε η καρδιά του θα μολυνόταν, και είναι άγνωστο ποιος τελικά θα νικούσε ή, οπωσδήποτε, θα αδυνάτιζε πάρα πολύ από αυτούς τους λογισμούς. Ο Ποιμήν όμως ήταν τόσο πολύ γεμάτος από χάρη στη νεότητά του, ώστε, έλεγε ο π. Σωφρόνιος, ο γέροντάς του είδε ότι πάντοτε η χάρη θα νικούσε στην καρδιά του.
Αυτός, όμως, όντας γεμάτος από χάρη, αν δεν άφηνε τους λογισμούς να μπαίνουν στην καρδιά του, δεν θα γνώριζε τόσα πολλά στοιχεία, και εδώ μιλάμε για ανθρώπινα στοιχεία, για ανθρώπινη πείρα, τα οποία στη συνέχεια θα του ήταν πολύ χρήσιμα για την καθοδήγηση των ψυχών. Ο Ποιμήν θα ήξερε πλέον όχι μόνο την οδό της χάριτος, αλλά και την πονηρία των κακών λογισμών, επειδή θα είχε παλέψει με αυτούς στην καρδιά του. Και έγινε, όντως, ποιμένας, όπως του προφήτεψε κάποιος: «Ποιμήν, το όνομά σου θα γίνει ξακουστό σε όλη την Αίγυπτο». Βλέπετε, δεν ήταν μόνο μέγας πνευματικά, αλλά ο γέροντας τον εξόπλιζε και με ανθρώπινα όπλα, που τα έχουμε και αυτά ανάγκη.

Οι παραπομπές σε συγγράμματα, από τα οποία λήφθηκαν τα παραπάνω και μπορούν οι αναγνώστες να μάθουν περισσότερα, γίνονται μέσω δύο αριθμών. Ο πρώτος αναφέρεται στην προέλευση του κειμένου και ο δεύτερος στην σελίδα. Προέλευση:
1. Η καλλιέργεια του πνεύματος, Ιερομονάχου Ραφαήλ Νόϊκα (πνευματικού τέκνου του γέρ. Σωφρονίου),   έκδοση "Το περιβόλι της Παναγίας", 2013.
2. Ορθόδοξη Ιερά Κατήχηση του Αγίου Νεκταρίου, 2001.
3. Από το βιβλίο: "Γέροντος Παϊσίου Λόγοι", Τόμος Γ΄.
4. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, "Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ, βίος".
5. Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Έσσεξ 1995. 
το είδαμε εδώ

Ο ύμνος του Ιουστινιανού "Ο μονογενής Υιός και λόγος του Θεού..."


 Ένας από τους πιο γνωστούς εκκλησιαστικούς ύμνους είναι αυτός τον οποίο ψάλλουμε σχεδόν στην αρχή της θείας λειτουργίας. Είναι ο ύμνος που αρχίζει με την φράση «ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού». 

 Σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας είναι γραμμένος από τον μεγάλο αυτοκράτορα και άγιο της εκκλησίας μας τον μέγα Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός κυβέρνησε την αυτοκρατία από το 527 μέχρι το 565 μ.Χ. 
 Έζησε σε μια ταραχώδη περίοδο από πλευράς δογματικών αντιθέσεων και η σύνθεση του ύμνου αυτού ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τόσο τα πιστεύω του αυτοκράτορα όσο και την προσπάθεια της εκκλησιαστικής πολιτικής του. Από πλευράς φιλολογικής είναι εξαίρετος. Αποτελεί μια πάρα πολύ μεγάλη πρόταση και μάλιστα έχει το χαρακτηριστικό ότι το ρήμα αυτής της μεγάλης προτάσεως βρίσκεται στο τέλος της. Το νόημά του είναι πάρα πολύ πλούσιο. Ο λόγος είναι δυνατός, οι λέξεις είναι προσεγμένες, πραγματικά είναι ένας ύμνος με μεγάλη κομψότητα και χάρη.

Κάνοντας μια θεολογική προσέγγιση θα λέγαμε ότι αποτελεί μια σύντομη, ακριβή και ξεκάθαρη περίληψη όλης της πίστεώς μας σχετικά με το πρόσωπο του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μ’ αυτόν ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι ο μονογενής Υιός του Θεού, ότι είναι αθάνατος, ότι, χωρίς να υποστεί καμμία τροπή στην θεότητά του, έγινε άνθρωπος για να μας σώσει. Επίσης ομολογούμε ότι η Παναγία μας είναι και Θεοτόκος και αειπάρθενος, ότι με το σταυρικό Του θάνατο ο Κύριος κατάργησε τον θάνατο και ότι είναι ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, δηλαδή είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.

 Ο ύμνος αυτός μπήκε στη λατρεία της Εκκλησίας από την εποχή του Ιουστινιανού. Ψάλλεται όπως είπαμε σε κάθε λειτουργία και είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους χριστιανούς. Θεωρείται ότι είναι η απάντηση, για την ακρίβεια η ορθόδοξη απάντηση, του Ιουστινιανού στις κατηγορίες που είχαν εκτοξεύσει εναντίον του οι αντίπαλοί του, ότι είχε αποκλίνει προς τον μονοφυσιτισμό. Το τροπάριο αυτό εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τα δογματικά πορίσματα των τριών οικουμενικών συνόδων που είχαν συγκληθεί μέχρι τότε, δηλαδή της συνόδου της Νίκαιας, της Κωσταντινουπόλεως και της Χαλκηδόνος.

 Η εκκλησία τον έχει τοποθετήσει στην συγκεκριμένη θέση για κάποιο σπουδαίο λόγο. Ο ύμνος αυτός συνοψίζει με πάρα πολύ ωραίο τρόπο όλα αυτά τα οποία έπρεπε να έχουν διδαχθεί και να ξέρουν όσοι προετοιμάζονται για να δεχτούν το Άγιο Βάπτισμα, δηλαδή οι κατηχούμενοι. Λίγο μετά τον ύμνο αυτό τελειώνει η λειτουργία των κατηχουμένων, και πριν αυτοί αποχωρήσουν από την εκκλησιαστική συγκέντρωση, προσφέρουν στο Θεό έναν ύμνο ο οποίος συγκεντρώνει όλο το περιεχόμενο της πίστεως που έχουν αποδεχτεί σαν κατηχούμενοι. Κάτι παρόμοιο θα γίνει και στη συνέχεια της λατρευτικής συνάξεως.

 Το επόμενο τμήμα είναι η Λειτουργία των πιστών. Το κύριο χαρακτηριστικό του τμήματος αυτού είναι η Θεία Κοινωνία· για να κοινωνήσουν όμως οι πιστοί πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί ως προς την γνώση της πίστεως και να ομολογούν όλοι την ίδια πίστη. Για το λόγο αυτό πριν από τη Θεία Κοινωνία απαγγέλλεται από όλους τους βαπτισμένους πλέον πιστούς το σύμβολο της πίστεως.
Η  μορφή του Ιουστινιανού στα ψηφιδωτά του ναού του Αγίου Βιταλίου, στη Ραβέννα

Εκείνο το οποίο δημιουργεί μεγάλη εντύπωση στον σημερινό χριστιανό είναι η καταπληκτική γνώση των θεμάτων της πίστεως την οποία είχε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Είναι γνωστό ότι ο αυτοκράτορας αναμείχθηκε ενεργά στα θέματα τα δογματικά οποία βασάνιζαν την εποχή του και πάντοτε είχε επιτυχημένες παρεμβάσεις. Γενικότερα ήταν ένας από τους ενδοξότερους αυτοκράτορες όχι μόνο της βυζαντινής ιστορίας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Έχει να δείξει έργο νομοθετικό, εκκλησιαστικό – ιεραποστολικό (εκκλησίες όπως η Αγία Σοφία, ιεραποστολές σε τρεις ηπείρους κ.ά.), στρατιωτικό- αμυντικό, οργανωτικό, πολιτιστικό, φιλανθρωπικό (με ξενώνες, νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα). Το έργο του για την αναδιοργάνωση του κράτος και για τη δημιουργία υποδομών με σκοπό την άμυνα η εξυπηρέτηση του λαού ήταν τεράστιο (κάστρα, υδραγωγεία, δεξαμενές, λουτρά, δρόμους, γέφυρες και άλλα).

Ο ίδιος σαν άνθρωπος εργαζόταν σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο. Κοιμόταν ελάχιστα. Αναφέρεται ότι κοιμόταν περίπου τέσσερις ώρες. Για το λόγο αυτό έχει πάρει την προσωνυμία ακοίμητος.

 Ένα άλλο σπάνιο προτέρημα του σπουδαίου αυτού αυτοκράτορα ήταν ότι κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του ένα επιτελείο εκλεκτών συνεργατών. Μεταξύ αυτών ήταν ο σπουδαίος νομοθέτης Τριβωνιανός και οι εξαίρετοι συνεργάτες του Θεόφιλος και Δωρόθεος. Γνωστοί επίσης είναι οι αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας Ανθέμιος και Ισίδωρος οι οποίοι βοήθησαν και στα κατασκευαστικά έργα της αυτοκρατορίας. Λογοθέτης των Οικονομικών είχε ορισθεί ο Ιωάννης ο Καππαδόκης. Από τους καλύτερους συνεργάτες του Ιουστινιανού ήταν οι ένδοξοι στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής. Μάλιστα τον στρατηγό Βελισάριο ακολουθούσε στις εκστρατείες ο ιστορικός Προκόπιος ο οποίος κατέγραφε τα ιστορικά γεγονότα. Το φιλανθρωπικό επίσης έργο του αυτοκράτορα, όπως αναφέραμε και παραπάνω, ήταν τεράστιο σε έκταση.

 Η εκκλησία μας τιμώντας την προσφορά του και στην κοινωνία με το κοινωνικοπολιτιστικό έργο του, αλλά και στην εκκλησία με την συμβολή του στα δογματικά θέματα και στην εν γένει οργάνωση της εκκλησίας και την φιλανθρωπία τον ανακήρυξε άγιο (γιορτάζει στις 14 Νοεμβρίου).

Αναφέροντας όλα τα παραπάνω δεν μπορούμε παρά να κάνουμε μια σύγκριση μεταξύ των ανώτατων αρχόντων της εποχής μας και του αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
Δυστυχώς οι σημερινοί άρχοντες δεν έχουν καμία ουσιαστική σχέση με την εκκλησία. Δεν γνωρίζουν την πίστη της εκκλησίας. Δεν ζουν την πίστη της εκκλησίας. Δεν αγωνίζονται για τα θέματα της εκκλησίας. Αντίθετα μάλιστα διαρκώς βάζουν προσκόμματα στο έργο της εκκλησίας και δυστυχώς τα δεινά τα οποία υπάρχουν στην εκκλησία, πάρα πολλές φορές, έχουν το ξεκίνημα τους στους ανώτατους άρχοντες ή έστω στο σιγοντάρισμα που κάνουν οι ανώτατοι άρχοντες στην κακοδιοίκηση των εκκλησιαστικών αρχόντων.

Ας προσευχόμαστε πάντοτε να δίνει ο Θεός άρχοντες στην πατρίδα μας ανθρώπους οι οποίοι να γνωρίζουν, να ζουν τη ζωή της εκκλησίας και να αγωνίζονται για την αύξηση της βασιλείας του θεού και της εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

Η θαυμαστή οπτασία του Αγ.Σεραφείμ του Σαρώφ

Έπειτα, με ανέκφραστη χαρά ό Άγιος μίλησε στον Αδελφό Ιωάννη για την θαυμάσια οπτασία του.
«Άκου! Θα σού πω κάτι για τον πτωχό Σεραφείμ! 
Κάποτε»,— ίσως σκεφθεί κανείς ότι αυτό συνέβη την περίοδο τού εγκλεισμού του— «ενώ διάβαζα στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο τούς λόγους τού Σωτηρος, Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισίν (14:2), εγώ, πτωχό πλάσμα καθώς είμαι, κόλλησα την σκέψη μου σε αυτές και επιθύμησα να δω εκείνες τις ουράνιες κατοικίες. 
Πέντε ημέρες και νύχτες πέρασα σε αγρυπνία και προσευχή, ζητώντας από τον Κύριο την χάρη εκείνου τού οράματος. Και πράγματι ό Κύριος, στον μεγάλο Του έλεος, δεν μού στέρησε την παρηγοριά κατά την πίστη μου διότι μού έδειξε εκείνες τις αιώνιες κατοικίες στις όποιες εγώ, ό πτωχός επίγειος προσκυνητής, αρπάχτηκα για μια στιγμή (είτε με τον σώμα είτε έξω από τον σώμα, δεν γνωρίζω) και είδα τον ανέκφραστο ουράνιο κάλλος και εκείνους πού κατοικούν εκεί:
Τον Μεγάλο Πρόδρομο και Βαπτιστή τού Κυρίου Ιωάννη, τούς Αποστόλους, τούς Αγίους Ιεράρχες, τούς Μάρτυρες και τούς Αγίους Πατέρες μας—Αντώνιο τον Μέγα, Παύλο τον θηβαΐτη, Άγιο Σάββα, Ονούφριο τον Μέγα, Μάρκο της Θράκης και όλους τούς Αγίους να λάμπουν με ανείπωτη δόξα και χαρά, τα όποια οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν άνθρωπου ουκ ανέβη (Ήσ. 64:4 Α ' Κορ. 2:9), αλλά τα όποια ό Θεός ητοίμασεν τοις αγαπώσιν αυτόν».
  «Με τα λόγια αυτά», γράφει ό Τύχωνωφ, «ό π. Σεραφείμ έμεινε σιωπηλός. Την ίδια στιγμή έγειρε κάπως μπροστά, τον κεφάλι του (με τα μάτια κλειστά) έκλινε προς τα κάτω, και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού του χεριού ήρεμα (ρυθμικά) και ήπια χάιδευε τον μέρος όπου βρισκόταν ή καρδιά του. Τον πρόσωπο του σταδιακά άλλαζε και αποκάλυπτε ένα θαυμάσιο φως, και τέλος έγινε τόσο φωτεινό ώστε ήταν αδύνατον να τον κοιτάξει κανείς. Τον στόμα του και η όλη του εμφάνιση εξέφραζε τέτοια χαρά και τέτοια ουράνια έκσταση, ώστε εκείνην την στιγμή θα μπορούσε πραγματικά να ονομασθεί επίγειος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Στην διάρκεια τής σιωπής του, πού ήταν βυθισμένη μέσα στον μυστήριο, φαινόταν να ενατενίζει κάτι με τρυφερό αίσθημα και να ακούει κάτι με θαυμασμό. Αλλά τί ακριβώς ήταν εκείνο πού γοήτευε και έθελγε την ψυχή του δικαίου, ό Θεός μόνον γνωρίζει.

«Έπειτα από μία μάλλον μακρά σιωπή, ό π. Σεραφείμ μίλησε και πάλι. Αναστενάζοντας από τον βάθος τής καρδιάς του, μου είπε με αίσθημα ανέκφραστης χαράς:
« Αχ! Αν ήξερες μόνον τί χαρά, τί γλυκύτητα περιμένει την δικαία ψυχή στον ουρανό, θα αποφάσιζες να υποφέρεις με ευγνωμοσύνη σε αυτήν την πρόσκαιρη ζωή κάθε είδους λύπη, διωγμό και συκοφαντία. Και ακόμη και αν τον ίδιο μας τον κελί ήταν γεμάτο από σκουλήκια, και αν ακόμη τα σκουλήκια αυτά έτρωγαν τις σάρκες μας σε όλη την διάρκεια αυτής της πρόσκαιρης ζωής μας, πρέπει να συγκατατεθούμε σε αυτό με την μεγαλύτερη νοσταλγία, έτσι ώστε να μην χάσουμε εκείνην την ουράνια χαρά πού ό Θεός έχει ετοιμάσει για όσους Τον αγαπούν. 
Δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός εκείνες, εκεί όλα είναι ανείπωτη γλυκύτητα και χαρά εκείνες οι δίκαιοι θα λάμπουν όπως ό ήλιος. Αλλά εάν εκείνη ή ουράνια δόξα και χαρά δεν μπόρεσε να περιγραφεί ούτε ακόμη και από τον ίδιο τον αγαπημένο μας Πατέρα Απόστολο Παύλο, ποιά άλλη ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να περιγράψει την ομορφιά τής ουράνιας πολιτείας, όπου κατοικούν οι ψυχές των δικαίων;
«Όσο για εσένα, χαρά μου», συνέχισε ό Γέροντας, για χάρη μιας τέτοιας μελλοντικής ευτυχίας, εσύ και οι αδελφοί σου πρέπει να αποκτήσετε αγνότητα και να περιφρουρήσετε την παρθενία σας, διότι ό παρθένος ό οποίος φυλάγει την παρθενία του για χάρη τής είναι νύμφη του Χριστού. Ό Χριστός είναι ο Νυμφίος της, ό οποίος την οδηγεί στον ουράνιο παλάτι Του. Αλλά ή ψυχή πού παραμένει στην αμαρτία είναι σαν την αργόσχολη χήρα ή οποία με την επιθυμία της ζώσα τέθνηκε (Α ' Τιμ. 5:6, I 5)»

Τον ίδιο έλεγε και στην κα. Ά. Ρ. Έρόπκιν, θυμίζοντας της τις άγιες γυναίκες Μάρτυρες, την ομορφιά της Αγίας Φεβρωνίας και πολλών άλλων πού λάμπουν με ανείπωτη δόξα.
«Αχ, χαρά μου!», αναφωνούσε τότε, «υπάρχει τέτοια μακαριότητα εκεί πού είναι αδύνατον να περιγραφεί».
«Τον πρόσωπο του», έγραφε αργότερα εκείνη, «ήταν εκπληκτικό. Τον φως της χάριτος έλαμπε μέσα από τον δέρμα του, ενώ στα μάτια του υπήρχε ταυτόχρονα μία έκφραση ειρήνης και ένα ιδιαίτερο είδος πνευματικής έκστασης». Ακόμη και κατά την διάρκεια της περιγραφής των οραμάτων του «είναι πιθανόν να βρισκόταν έξω από τον ορατό κόσμο—στις ουράνιες κατοικίες».
Αυτήν ή θαυμαστή και υπερφυσικό έκσταση ήταν μόνον ή αποκορύφωση των έλλάμψεων ή των φωτισμών του. Αλλά σε έναν μικρότερο βαθμό, δοκίμαζε αυτήν την ανύψωση του πνεύματος στον Θεό όχι απλώς συχνά, αλλά σχεδόν συνεχώς.


Από το βιβλίο του Αρχιμ. Λάζαρου Μούρ, Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, Πνευματική Βιογραφία του Αρχιμ. Λάζαρου Μούρ, Κεφάλ. 6-Ο Εγκλεισμός Μετάφραση του Εκδοτικού Οίκου μας (Εκδόσεις Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ)/πηγή/ αντιγραφή

Γύρω ἀπό τόν Κύριο ὑπῆρχαν ἑπτά εἶδη κακούργων

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς 

Ο καλός Σαμαρείτης, πού έσωσε την ανθρωπότητα από τις πληγές, πού της είχαν προξενήσει οι ληστές, έπεσε ο ίδιος στα χέρια τους. Γύρω από τον Κύριο υπήρχαν επτά είδη κακούργων. Το πρώτο είδος αντιπροσωπεύει ο Σατανάς, το δεύτερο οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραηλινού λαού, το τρίτο ο Ιούδας, το τέταρτο ο Πιλάτος, το πέμπτο ο Βαραββάς, το έκτο ο αμετανόητος ληστής πού συσταυρώθηκε μαζί Του και το έβδομο ο ληστής πού μετάνιωσε. Ας σταματήσουμε για λίγο κι ας ατενίσουμε τη συντροφιά αυτή των κακούργων. Ανάμεσα τους στέκεται ό Υιός του Θεού, σταυρωμένος, πληγωμένος κι αιμόφυρτος.

Το πρώτο είδος είναι ο σατανάς. Είναι εκείνος πού θέλει να κάνει το μεγαλύτερο κακό στο ανθρώπινο γένος. Είναι ο πατήρ του ψεύδους, ο κακούργος των κακούργων. 0ι πειρασμοί πού χρησιμοποιεί για να πειράξει τούς ανθρώπους και να τούς κάνει κακό είναι δύο ειδών: τους πειράζει με τις ανέσεις και με τα βάσανα. Στην αρχή πείραξε τον Κύριο στο Όρος των Πειρασμών με την υπόσχεση ανέσεων, με δύναμη και πλούτο- τώρα, στο τέλος, τον πειράζει με τα βάσανα, με το πάθος. Όταν κατατροπώθηκε στον πρώτο πειρασμό, άφησε τον Κύριο, έφυγε μακριά Του. Δεν τον εγκατέλειψε τελείως όμως, αλλά προς καιρόν. Όπως αναφέρει το ευαγγέλιο, «ο διάβολος απέστη απ’ αυτού άχρι καιρού» (Λουκ. δ'13).

Ο καιρός αυτός πέρασε και τώρα ξαναπαρουσιάζεται. Αυτή τη φορά δέ χρειάζεται να εμφανιστεί φανερά, ανοιχτά. Τώρα δουλεύει με ανθρώπους. Χρησιμοποιεί τούς υιούς του σκότους που, τυφλωμένοι από την εκτυφλωτική λάμψη του Χριστού, παραδίδονται στα χέρια του Σατανά. Κι αυτός τούς χρησιμοποιεί σαν όπλο εναντίον του Κυρίου Χριστού. Είναι κοντά τους όμως, είναι δίπλα σέ κάθε γλώσσα πού βλασφημεί το Χριστό, σέ κάθε στόμα πού φτύνει το πάντιμο πρόσωπό Του, σέ κάθε χέρι πού τον μαστιγώνει και του βάζει το αγκάθινο στεφάνι, σέ κάθε καρδιά πού φλέγεται από φθόνο και μίσος εναντίον Του.

Το δεύτερο είδος είναι μια ομάδα κακούργων, είναι οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και πνευματικοί άρχοντες. Είναι οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι κι οι ιερείς, με το βασιλιά Ηρώδη επικεφαλής. Ο φθόνος κι ο φόβος τούς έσπρωξε να εγκληματήσουν στον Κύριο. Τούς κατέτρωγε ο φθόνος γιατί ο Κύριος ήταν ισχυρότερος, σοφότερος και καλλίτερος απ’ αυτούς. Είχαν φόβο για τη θέση τους, για την εξουσία, για τη δόξα και τον πλούτο, σε περίπτωση πού οι άνθρωποι θα τάσσονταν με το Χριστό. Γι’ αυτό και κραύγαζαν, «θεωρείτε ότι ουκ ωφελείτε ουδέν; ίδε ο κόσμος όπίσω αυτού άπήλθεν» (Ιωάν. ιβ'19). Ήταν από το φόβο, την αδυναμία και το φθόνο τους.

Ποιό ήταν το χειρότερο από τα κακουργήματά τους ενάντια στον Κύριο; Το ότι τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν χωρίς νόμιμη δίκη και καταδίκη. Αναφέρεται στο ευαγγέλιο: «Τότε συνήχθησαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού εις την αυλήν του αρχιερέως του λεγομένου Καϊάφα, και συνεβουλεύσαντο ίνα τον Ιησού δόλω κρατήσωσι και αποκτείνωσιν» (Ματθ. κστ'3-4). Δεν συζητούν μεταξύ τους τί κατηγορίες να του προσάψουν και πώς θα τον σύρουν στο δικαστήριο, αλλ’ ίνα τον Ιησού δόλω κρατήσωσι και αποκτείνωσιν. Το μόνο πού τους ένδιαφέρει είναι να τον συλλάβουν με δόλιο τρόπο και να τον θανατώσουν. Όταν ο νομοταγής Νικόδημος τούς συμβουλεύει πώς στον Κύριο πρέπει πρώτα να δοθεί ακρόαση στο δικαστήριο, για να του γνωρίσουν σέ τί τον κατηγορούν, απορρίπτουν την εισήγησή του με δυσαρέσκεια και ειρωνικά χαμόγελα (βλ. Ίωάν. ζ'50-52).

Τρίτος κακούργος ήταν ο Ιούδας, ο φαινομενικός απόστολος αλλά στην ουσία επαίσχυντος προδότης. Ο Σατανάς συμμετείχε στην άδικη αιματοχυσία του Χριστού από μίσος για το Θεό και τον άνθρωπο. Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες του Ισραήλ συμμετείχαν από φθόνο και φόβο. Ο Ιούδας συνδέεται με τη συντροφιά του Σατανά και των πρεσβυτέρων του λαού από απληστία. Το έγκλημά του συνίσταται στο ότι πρόδωσε το Διδάσκαλο και Ευεργέτη Του για τριάντα αργύρια. Αργότερα αναγνώρισε ο ίδιος το λάθος του στους ίδιους πρεσβυτέρους, πού τον είχαν δωροδοκήσει για την πράξη της προδοσίας: «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον... και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησεν, και απελθών απήγξατο» (Ματθ. κζ'4-5). Ο οικτρός θάνατός του μαρτυρεί το τραγικό σφάλμα του. Όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων γι’ αυτόν, «και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος, και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού» (Πράξ. α'18). Κι αφού κρεμάστηκε έπεσε κάτω, άνοιξε η κοιλιά του και τα σπλάχνα του χύθηκαν έξω.

Τέταρτος κακούργος ήταν ο Πιλάτος, εκπρόσωπος του Καίσαρα στην Ιερουσαλήμ,πού κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούσε τον άθεο ειδωλολατρικό κόσμο στην καταδίκη του Υιού του Θεού. Ο Πιλάτος περιφρονεί τους Ιουδαίους κι οι Ιουδαίοι περιφρονούν τον ίδιο. Στην αρχή δεν έχει καμιά διάθεση ν’ αναμιχτεί στην καταδίκη του Χριστού: «Λάβετε αυτόν υμείς και κατά τον νόμον υμών κρίνατε αυτόν» (Ίωάν. ιη' 31), είπε στους κατήγορους του Χριστού. Αργότερα παίρνει θέση υπέρ του Χριστού και, μετά από μια μορφή δίκης, λέει στους Ιουδαίους: «Εγώ ούδεμίαν αιτίαν ευρίσκω κατ’ αυτού» ( Ιωάν. ιη'38) Τελικά, υποχωρώντας σέ απειλές όπως, «εάν τούτον απόλυσης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος» (ιθ'12), ο Πιλάτος «επέκρινε γενέσθαι το αίτημα αυτών» (Λουκ. κγ'24) και δίνει διαταγή να μαστιγωθεί και να σταυρωθεί ο Χριστός.
Το έγκλημα του Πιλάτου συνίσταται στο ότι μπορούσε να προστατέψει τον Δίκαιο και δεν το έκανε. Ο ίδιος είπε στον Κύριο: «Ουκ οιδας ότι εξουσίαν έχω σταυρώσαι σε και εξουσίαν έχω απολύσαί σε;» (Ίωάν. ιθ'10). Με τη δήλωσή του αυτή ο Πιλάτος παίρνει αιώνια πάνω του την ευθύνη για το θάνατο του Χριστού. Τί είναι εκείνο πού σπρώχνει τον Πιλάτο να κάνει το έγκλημα αυτό και τί είναι αυτό πού τον κατατάσσει κι αυτόν στη χορεία των άλλων κακούργων; Είναι η μικρόνοια κι ο φόβος του. Η μικρόνοια για την προστασία του δίκαιου, καθώς κι ο φόβος για τη θέση του και για την εύνοια του Καίσαρα.

Πέμπτος κακούργος είναι ο Βαραββάς. Εκείνη την εποχή ήταν στη φυλακή «διά στάσιν τινά... και φόνον» (Λουκ. κγ'19). Είχε κατηγορηθεί για ανατρεπτικές ενέργειες και για φόνο και ήταν υπόδικος στον Ιουδαϊκό και τον Ρωμαϊκό νόμο, με προβλεπόμενη ποινή το θάνατο. Προσωπικά δεν είχε αμαρτήσει με κανένα τρόπο ενάντια στο Χριστό. Εκείνοι πού αμαρτάνουν είναι οι Ιουδαίοι, αυτοί πού τον βάζουν πάνω από το Χριστό, πού τον προτιμούν αντί γι’ Αυτόν. Ο Πιλάτος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το Βαραββά σαν μέσο για να σώσει το Χριστό από τη θανατική καταδίκη. Οι Ιουδαίοι όμως χρησιμοποιούν το Χριστό για να σώσουν το Βαραββά. Ο Πιλάτος έθεσε στους Ιουδαίους το δίλημμα να διαλέξουν το Χριστό ή το Βαραββά, στην ουσία δηλαδή, το Θεό ή έναν εγκληματία; Αλλά «όμοιος ομοίω αεί πελάζει». Έτσι οι κακούργοι διάλεξαν τον κακούργο.

Ο έκτος κακούργος, όπως κι ο έβδομος, είναι εκείνοι πού συσταυρώθηκαν με το Χριστό, ο ένας στ’ αριστερά κι ο άλλος στα δεξιά Του στο Γολγοθά. Ο προφήτης Ησαΐας το είχε προφητέψει αυτό: «Και μετά άνομων ελογίσθη» (Ήσ. νγ'12). Ο ένας απ’ αυτούς, αν και βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου, βλασφημεί, ο άλλος όμως προσεύχεται.
Εδώ έχουμε δύο ανθρώπους με την ίδια τύχη: κι οι δύο τους είναι καρφωμένοι στο σταυρό, κι οι δύο τους πρόκειται να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο και δεν περιμένουν τίποτα πια απ’ αυτόν. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Εδώ είναι η απάντηση σ’ όλους αυτούς πού λένε: Βάλε τούς ανθρώπους στις ίδιες υλικές συνθήκες, δώσε σ’ όλους την ίδια τιμή και τα ίδια υπάρχοντα, κι όλοι τους θα έχουν το ίδιο πνεύμα.


 Ο ένας εγκληματίας, πού σέ λίγο δέ θα ανασαίνει, εμπαίζει τον Υιό του Θεού: «Ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς» (Λουκ. κγ'39).Ο άλλος όμως ικετεύει τον Κύριο:«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. κγ'42). Ο πόνος της σταύρωσης σκοτώνει τον ένα σωματικά και ψυχικά. Του άλλου όμως σκοτώνει μόνο το σώμα, η ψυχή του σώζεται. Ο σταυρός του Χριστού στον έναν είναι σκάνδαλο, στον άλλον σωτηρία.

Αυτά είναι τα επτά είδη των κακούργων γύρω από το Χριστό. Κύριε, βοήθησε μας να παρατηρήσουμε τη δική μας ζωή προτού καταδικάσουμε τούς κακούργους αυτούς πού κάρφωσαν τον Θεό της αγάπης στο σταυρό. 
’Άς διερωτηθούμε: μήπως ανήκουμε κι εμείς στην ομάδα αυτή;
Άς ήμασταν τουλάχιστο σαν τον έβδομο απ’ αυτούς, εκείνον πού μετάνιωσε πάνω στο σταυρό και μέσα στους φοβερούς πόνους του αναζήτησε και βρήκε τη σωτηρία από τις αμαρτίες του.

Από το βιβλίο ''Καιρός Μετανοίας''Αγ.Νικολάου Βελιμίροβιτς(Εκδ.Πέτρου Μπότση)

Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ «ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΑΣ» καὶ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ!

Ἀπάντηση στὸν καθηγητὴ Γ. Δημακόπουλο (ΗΠΑ) 
γιὰ τὸ ἄρθρο: «Καινοτομίες μὲ πρόσχημα τὴν Παράδοση: 
Ἀντὶ-οἰκουμενικὲς προσπάθειες
μὲ σκοπὸ νὰ ἐκτροχιαστεῖ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»

Πρωτπ. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ι. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com

ΕΙΣ. ΣΧ: Ἡ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι εὐαίσθητη καὶ ΑΚΡΙΒΗΣ. Ὁ Ὀρθόδοξος Λαός, ποὺ δὲν ἔχει διαβρωθεῖ ἀπὸ τὰ μινιμαλιστικὰ πανουργεύματα τῶν τεχνοκρατῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀντιδρᾶ στὴν ἀπονομὴ πλήρους ἐκκλησιολογικοῦ τίτλου στὶς διάφορες ἄλλες «ἐκκλησίες». Ἤδη γίνεται πολλὴ συζήτηση. Τὸ πράγμα εἶναι ἁπλό, ἂν ἐπικρατήσει ἡ νηφαλιότης καὶ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ (βλ. σχετ. κατωτέρω Εἰσήγ. Μητρ. Μεσσηνίας) γιὰ ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ τῶν Ὀρθοδόξων στὶς λεγόμενες «ἐκκλησίες» (ρωμαιοκαθολικούς-παπικούς, μυριάδες προτεστάντες, κ.λπ.). Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ἡ πόλωση μόνον κακὸ θὰ προξενήσει…
.             Εἶναι ὅμως ΝΤΡΟΠΗ γιὰ ἐκπροσώπους τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας νὰ προσάπτουν ὑποτιμητικοὺς χαρακτηρισμούς -οὔτε λίγο, οὔτε πολὺδολιοφθορέων (=
 προσπάθειες μὲ σκοπὸ νὰ ἐκτροχιαστεῖ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος– στὸ μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, ποὺ ὁμολογεῖ πὼς πιστεύει εἰς ΜΙΑΝ Ἐκκλησίαν. Ὡς πιθανὴ ἱκανοποιητικὴ ἐξήγηση γιὰ μιὰ τέτοια σπουδὴ μπορεῖ δυστυχῶς νὰ φαντασθεῖ κάποιος μόνον τὸ «λιβάνισμα»!

       Πάτρα 8 . 4 . 2016

.         Δημοσιεύθηκε ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Γ. Δημακόπουλου (Ν. Ὑόρκη-ΗΠΑ) στὸ ὁποῖο ἐγκαλεῖ ὅσους ἀσκοῦν κριτικὴ στὸ προσυνοδικὸ κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸ λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο» (τῆς Ε´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως, Σαμπεζὺ 2015) γιὰ «ἁπλουστευτικὴ προσέγγιση τῆς πλούσιας κανονικῆς παράδοσης, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νὰ δικαιολογήσει ποικίλες ἁπλοϊκὲς ἰδεολογικὲς κατασκευές». Ὡς παραδείγματα παρουσιάζει τὴν κριτικὴ τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Πειραιῶς Σεραφεὶμ καὶ Ναυπάκτου Ἱεροθέου.

Πιὸ συγκεκριμένα:

α) Μέμφεται τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιῶς Σεραφεὶμ γιὰ τὴν κριτική του στὴν υἱοθέτηση ἐκ μέρους τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου τῆς λέξεως «Ἐκκλησία» γιὰ τὶς αἱρετικὲς Χριστιανικὲς Κοινότητες. Σημειώνει δὲ μὲ περισσὴ ἔμφαση: «Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς δὲν προσήγαγε καμία πατερικὴ μαρτυρία προκειμένου νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀντίρρησή του στὴ χρήση τοῦ ὄρου αὐτοῦ. Ὅμως οὔτε θὰ μποροῦσε, καθὼς ἦταν σύνηθες στοὺς Πατέρες νὰ ἀποδίδουν τὸν ὄρο “ἐκκλησία” καὶ σὲ κοινότητες ποὺ θεωροῦνταν ὡς αἱρετικές». Γιὰ τὴν τεκμηρίωση τοῦ ἰσχυρισμοῦ του παραπέμπει σὲ … τηλεοπτικὴ ἐκπομπὴ μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο «Coffee with Sr. Vassa»!

1. Κύριε ἐλέησον! Ἕνας καθηγητὴς τοῦ Fordham προκειμένου νὰ τεκμηριώσει τὶς θεολογικές του ἀπόψεις νὰ παραπέμπει ἀντὶ γιὰ βιβλιογραφία στὸ «Coffee with …»! Ἡ σημειολογία τῆς ὑπόθεσης εἶναι τραγικὴ γιὰ τὸν ἀρθρογράφο: στὴν Ἑλλάδα ἡ φράση «κουβέντες καφενείου» κάθε ἄλλο παρὰ κολακευτικὴ εἶναι γιὰ ἕνα ἐπιστήμονα καὶ μάλιστα θεολόγο. Καὶ γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ σημειολογία καὶ νὰ ἔρθουμε στὴν οὐσία τῆς παραπομπῆς τοῦ καθηγητοῦ Δημακόπουλου: οὔτε ἡ ἀδελφὴ Βάσσα στὴν ἐκπομπή της παραπέμπει σὲ συγκεκριμένα πατερικὰ κείμενα γιὰ νὰ τεκμηριώσει τὶς ἀπόψεις της. Τὸ ὅτι στὴ βιβλιοθήκη πίσω της ὑπάρχει τὸ κλασικὸ ἔργο τοῦ G.W.H. Lampe, «A Patristic Greece Lexicon», τὸ ὁποῖο ἡ Sister Vassa κάποια στιγμὴ (στὸ 0:51) δείχνει μὲ τὸ χέρι της, δὲν προσδίδει τὴν παραμικρὴ ἐγκυρότητα καὶ τεκμηρίωση στοὺς ἰσχυρισμούς της… (youtube.com/watch?v=V5x3IEi1C7w) Βέβαια ἡ παρουσιάστρια μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ γιὰ τὸν χαλαρὸ τρόπο προσέγγισης τοῦ ζητήματος. Ἄλλωστε σὲ «coffee with Sr. Vassa» προσκαλεῖ τοὺς τηλεθεατὲς τῆς ἐκπομπῆς της. Δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο ὅμως γιὰ ἀρθρογράφο ποὺ ὑπογράφει ὡς καθηγητὴς τοῦ Fordham…

2. Ἀσφαλῶς θὰ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν ἠθελημένες παρερμηνεῖες: ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι πολυσήμαντος καὶ χρησιμοποιεῖται πολλαπλῶς στὴν καθημερινὴ ἐπικοινωνία (δηλώνοντας τὴν ἁπλὴ συνάθροιση λαοῦ ἢ ἀκόμα καὶ ἀκραῖες κοινότητες: Ἐκκλησία Μορμόνων, Σαϊεντολογίας κ.ο.κ). Ὅμως σὲ συνοδικά, ἐκκλησιολογικὰ κείμενα τέτοιου ὑψηλοῦ ἐπιπέδου,ὅπως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, μὲ τὸν ὅρο «Ἐκκλησία» εἶναι αὐτονόητο ὅτι προσδιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο! Ἂν ἡ Σύνοδος ἤθελε νὰ δώσει κάποια ἄλλη σημασία, ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ἔχει ὁ ὅρος «ἐκκλησία», ὀφείλει νὰ τὸ διευκρινίσει μὲ τὴν ἀπαραίτητη σαφήνεια. Τέτοια διευκρίνιση ὅμως δὲν ὑπάρχει στὸ προσυνοδικὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ.

3. Ἀπορῶ πῶς διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ κ. καθηγητὴ ὅτι ὑπάρχουν ὄχι μόνο πατερικές, ἀλλὰ καὶ συνοδικὲς ἀποφάσεις, καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀρνοῦνται κατηγορηματικὰ στὶς αἱρέσεις τὴν προσωνυμία «Ἐκκλησία» (μὲ τὴ θεολογικὴ-ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια). Οἱ τρεῖς Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (Δ´, ϛ´, Ζ´) ποὺ ἐπικύρωσαν τὸν Κανόνα τῆς Τοπικῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος (255 μ.Χ.) ὑπὸ τὸν Ἅγ. Κυπριανὸ δέχθηκαν ὅτι στὴν αἵρεση δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία (μὲ τὴν αὐστηρὴ θεολογικὴ-ἐκκλησιολογικὴ σημασία): «Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν… ἁγιᾶσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν», διότι «ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία,… ἐστὶ μία», γι’ αὐτὸ ὁ αἱρετικὸς «ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, … ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης»! Νομίζω ὅτι καὶ μόνο ὁ ἐπικυρωμένος ἀπὸ τρεῖς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Κανόνας τῆς Καρχηδόνος (τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ) εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ ἀποκλείσει τὴ χρήση τοῦ ὄρου «Ἐκκλησία» γιὰ τὶς αἱρέσεις σὲ ἐπίσημο συνοδικὸ κείμενο!

4. Τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Δημακόπουλου παρουσιάζει ὅσους ἀσκοῦν κριτικὴ στὴ χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» γιὰ τὶς Χριστιανικὲς Κοινότητες, περίπου ὡς διαβιοῦντες στὸ περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (γράφει: «βάζουν ἐμπόδια στὴν πορεία τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης», «αὐτοαποκαλουμένοι “παραδοσιακοί”», «ἁπλουστευτικὴ προσέγγιση…νὰ δικαιολογήσει ποικίλες ἁπλοϊκὲς ἰδεολογικὲς κατασκευές», «ψευδαίσθηση τῆς ὀρθόδοξης καθαρότητας»).
.               Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο “βολεύεται” νὰ μνημονεύσει μόνο δύο Ἕλληνες Ἐπισκόπους καὶ νὰ ἀποφύγει νὰ ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν ὄχι μόνο πολλοὶ ἄλλοι Ἐπίσκοποι ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ποὺ διαφωνοῦν μὲ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία» γιὰ τὶς αἱρέσεις στὸ προσυνοδικὸ κείμενο, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ Σύνοδοι Πατριαρχείων καὶ Ἐκκλησιῶν ἔχουν ἐκφράσει σοβαρότατες ἐπιφυλάξεις καὶ πάντως δὲν ἔχουν υἱοθετήσει τὴν καινοτόμο ὁρολογία τοῦ κειμένου. Ὡς γνωστὸν τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας ἤδη ἔχει ἀπορρίψει τὸ κείμενο (βλ. ἐπιστολὴ τοῦ Μητροπολίτου Γκόρι καὶ Ἀτένι Ἀνδρέου, amen.gr/article/o-mitropolitis-gori-kai-ateni-andreas-apada-ston-mprotopresvytero-georgio-tsetsi), ἐξαιρετικὰ ἀποκαλυπτικὴ τῶν «παρασκηνίων» τῆς Ε´ ΠΠΔ, Σαμπεζὺ 2015), ἐνῶ οἱ Σύνοδοι τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λόγῳ τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων πολλῶν Ἱεραρχῶν παρέπεμψαν τὸ θέμα σὲ προσεχῆ Σύνοδο μετὰ τὸ Πάσχα γιὰ τὴ λήψη σχετικῶν ἀποφάσεων ἐπὶ τῶν κειμένων. Ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἐνέκρινε ἤδη πρόταση γιὰ τροποποίηση τῶν προσυνοδικῶν κειμένων (romfea.gr/ekklisia-kyprou/7462-apofaseis-ektaktis-sunodou-tis-ekklisias-tis-kuprou). Ἄξια προσοχῆς εἶναι καὶ ἡ ἀπὸ 24.7.2015 ἐπιστολὴ τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς ἴδιας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου (impantokratoros.gr/C909497D.el.aspx).
.               Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε ὀνόματα Ἐπισκόπων ποὺ δημοσίως ἔχουν ἀρθρογραφήσει ἀσκώντας αὐστηρὴ κριτικὴ στὸ προσυνοδικὸ κείμενο: Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος (Κύπρος), Ἠλείας Γερμανὸς (στὴν ἐπίσημη εἰσήγησή του ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), Ν. Σμύρνης Συμεὼν (Ἑλλάδα), Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας (Ἑλλάδα), Γλυφάδας Παῦλος (Ἑλλάδα), Κυθήρων Σεραφεὶμ (Ἑλλάδα), Λόβετς Γαβριὴλ (Βουλγαρία), Μπάντσεν καὶ Βικάριος τῆς Ἐπαρχίας τοῦ Τσέρνοβιτς Λογγίνος (Οὐκρανία), Γκόρι καὶ Ἀτένι Ἀνδρέας (Πατριαρχεῖο Γεωργίας).
.              Καὶ ἐπειδὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο οἱ Ἱεράρχες, στὶς ἀντιδράσεις τῶν Ἐπισκόπων θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε τὸ Ἅγιον Ὄρος, τοὺς ἐγκρίτους καθηγητὲς Θεολογικῶν Σχολῶν, π. Γ. Μεταλληνὸ (Ὁμότιμος), π. Θεοδ. Ζήση (Ὁμότιμος), κ. Δημ. Τσελεγγίδη καὶ μεγάλο μέρος τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ ποὺ ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ὀρθοδοξίας (βλ. Ἡμερίδα στὸν Πειραιὰ τὴν 23.3.2016)
.             Ἀκόμα καὶ ὁ ἐκ τῶν συντακτῶν τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Ε´ ΠΠΔ στὸ Σαμπεζὺ 2015) σὲ ὑπόμνημά του στὴν Ι. Σύνοδο ἀναγνωρίζει ὅτι «ὄντως ἡ παροῦσα ἔκφρασις (“μετὰ διαφόρων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν” § 6) δημιουργεῖ καὶ ἐν ταυτῷ τὴν δυνατότητα ἀναπτύξεως μίας δικαιολογημένης ἀντιρρήσεως» καὶ προτείνει λόγῳ τῆς πληθώρας τῶν ἀντιδράσεων ἀντὶ γιὰ τὸν ὄρο «Ἐκκλησία» νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἡ λέξη «Κοινότητες» γιὰ τὶς αἱρέσεις: «εἶναι δυνατὸν νὰ υἱοθετηθεῖ ὡς διορθωτικὴ πρότασις, ἐπὶ τῆς ἀνωτέρω ἐκφράσεως τοῦ κειμένου, ἡ “ἄλλων ἢ λοιπῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καὶ Κοινοτήτων”»!

β) Ὁ κ. Δημακόπουλος ἐπικρίνει τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἰερόθεο, διότι σὲ ὑπόμνημά του στὴν Ἱ. Σύνοδο «ζητάει τὴν τροποποίηση τοῦ κειμένου, προκειμένου νὰ καταστεῖ σαφὲς ὅτι οἱ προσήλυτοι στὴν Ὀρθοδοξία ποὺ δὲν βαπτίστηκαν ἀρχικὰ “μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση σύμφωνα μὲ τὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παραδοση” θὰ πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται». Ἐπειδὴ τὴν ἄποψή του αὐτὴ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου τὴν τεκμηριώνει στοὺς ἴδιους τοὺς Ἱ. Κανόνες, τοὺς ὁποίους ἐπικαλεῖται τὸ προσυνοδικὸ κείμενο τῆς Ε´ ΠΠΔ (Β-7 καὶ ϛ-95), ὁ κ. Δημακόπουλος προβαίνει σὲ αὐθαίρετους καὶ ἀναπόδεικτους συλλογισμοὺς διαστρεβλώνοντας πλήρως τόσο τὸ κείμενο τῶν ἰ. Κανόνων ὅσο καὶ τὴν ἐξ αὐτῶν πράξη τῆς Ἐκκλησίας. [Εἶχε ὁ ὁλοκληρωθεῖ τὸ παρόν ὅταν δημοσιεύθηκε τὸ πολὺ ἐνδιαφέρον ἄρθρο τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἰεροθέου μὲ τίτλο «Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756»(romfea.gr/katigories/10-apopseis/7499-i-sunodos-ton-trion-patriarxon-tou-etous-1756), μὲ τὸ ὁποῖο ἐμμέσως πλὴν σαφῶς ἀπαντᾶ στὸν κ. Δημακόπουλο].

Ἂς δοῦμε ὅμως τί λένε οἱ ἱεροὶ κανόνες:

.            Οἱ κανόνες Β-7 καὶ ϛ-95 εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς. Στοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Ὀρθοδοξία ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τὴν ἀκρίβεια (βάπτισμα) ἢ τὴν οἰκονομία (λίβελος καὶ χρίσμα). Ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη ἐφαρμόζεται ὑπὸ προϋποθέσεις σὲ περιπτώσεις πρώην Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν, Νεστοριανῶν, Μονοφυσιτῶν κ.ἄ., ἐνῶ ἡ ἀκρίβεια τοῦ (ἀνα)βαπτισμοῦ σὲ Εὐνομιανούς, Σαβελλιανούς, Μοντανιστές, Μανιχαίους, Μαρκιωνιστὲς κ.ἄ.
.           Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ ἀναφορὰ καὶ τῶν δύο κανόνων (Β-7 καὶ ϛ-95) στοὺς Εὐνομιανούς, στοὺς ὁποίους δὲν παραχωρεῖται ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη, ἀλλὰ (ἀνα)βαπτίζονται. Οἱ Εὐνομιανοὶ ἦσαν ἀρειανόφρονες. Ἐν τούτοις, ἐνῶ στοὺς Ἀρειανοὺς ἡ Ἐκκλησία προσφέρει τὴν οἰκονομία, στοὺς ὁμοδόξους τους Εὐνομιανοὺς τὴν ἀρνεῖται! Γιατί; Οἱ κανόνες εἶναι κατηγορηματικοὶ καὶ σαφεῖς στὴν αἰτιολόγηση τῆς ἄρνησης: διότι οἱ Εὐνομιανοὶ ἦσαν «οἱ εἰς μίαν κατάδυσινβαπτιζόμενοι», σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἄλλους Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι ἐβαπτίζοντο σύμφωνα μὲ τὸν Ὀρθόδοξο τύπο τῆς τριπλῆς κατάδυσης καὶ ἀνάδυσης καὶ στοὺς ὁποίους χορηγεῖται ἡ οἰκονομία.
.             Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες ἡ Ἐκκλησία δὲν παρέχει οἰκονομία στοὺς Σαβελλιανούς, οἱ ὁποῖοι δὲν βάπτιζαν στὸ Ὄνομα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἀλλὰ συνέχεαν τὰ Θεῖα Πρόσωπα ἤ, ὅπως σημειώνουν οἱ κανόνες: «Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας».
.         Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μὲ τοὺς Ἱ. Κανόνες ἔθεσε δύο βασικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ χορήγηση τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως στοὺς «προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ»: α) ἡ βαπτισματικὴ τελετὴ στὴν αἵρεση νὰ ἔχει γίνει μὲ ἐπίκληση στὸ ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος καὶ β) νὰ ἔχει τηρηθεῖ ὁ ὀρθόδοξος βαπτισματικὸς τύπος τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίζει καὶ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος καὶ τὴν προεκτείνει καὶ στοὺς Λατίνους. Μὲ συνέπεια πρὸς τοὺς ἀνωτέρω Ἱ. Κανόνες εἰσηγεῖται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ ἡ κατ’ οἰκονομία πράξη στοὺς Λατίνους ποὺ θέλουν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν Ὀρθοδοξία, διότι δὲν ἔχει τηρηθεῖ στὸ βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο ἐντάχθηκαν στὴν αἵρεση ὁ κανονικὸς ἀποστολικὸς καὶ πατερικὸς τύπος τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεωνἜτσι οἱ Λατίνοι, ὅπως οἱ Εὐνομιανοί, ποὺ δὲν τηροῦσαν τὸν ὀρθὸ βαπτιστικὸ τύπο, πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται..             Μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ δὲν συμφωνεῖ ὁ καθηγητὴς Δημακόπουλος. Στὸ ἄρθρο του ἐγκαλεῖ τὸν Ἅγιο Ναυπάκτου ὅτι «ἔχει υἱοθετήσει μία ἀναμφισβήτητα “καινοτόμο” ἀνάγνωση τῶν κανόνων καὶ τῆς ἱστορίας προκειμένου νὰ στηρίξει τὴν θέση του ἐνάντια στὸ βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων»:
α) Ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἄρνηση χορήγησης οἰκονομίας στοὺς Εὐνομιανοὺς δὲν ὀφείλεται στὴ μὴ τήρηση τοῦ ὀρθοῦ βαπτιστικοῦ τύπου ἀλλὰ στὴν διαφορετικὴ διδασκαλία τους περὶ Ἁγ. Τριάδος ποὺ εἶχε ἀντίκτυπο στὸν τρόπο βαπτίσεως μὲ μία κατάδυση. Πρὸς ἀπόδειξη τῶν ἀπόψεών του ἐπικαλεῖται τοὺς «βυζαντινοὺς κανονολόγους», γράφοντας: «Πράγματι, κανένας βυζαντινὸς κανονολόγος δὲν ἑρμήνευσε ποτὲ τὸ λάθος τῶν Εὐνομιανῶν ὡς ἕνα λάθος ποὺ ἀφορᾶ πρωτίστως στὸ τελετουργικό. Τὸ λάθος τους ἀφοροῦσε τὴν ἀπόρριψη τῆς Ἁγίας Τριάδας».
.             Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν κ. Δημακόπουλο οἱ ἰσχυρισμοί του εἶναι παντελῶς ἀνυπόστατοι:

i) Οἱ κανόνες γιὰ τοὺς Εὐνομιανοὺς εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς: «Εὐνομιανοὺς μέντοι, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους». Ἀναφέρονται μόνο στὸ λανθασμένο τελετουργικὸ καὶ ὄχι στὴ διδασκαλία τους, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ κ. Δημακόπουλος. Ἀντίθετα γιὰ τοὺς Σαβελλιανοὺς οἱ κανόνες παραπέμπουν στὴ αἱρετικὴ διδασκαλία τους περὶ τῆς Ἁγ. Τριάδος: «Σαβελλιανούς, τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας».

ii) Ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀρθρογράφου ὅτι «κανένας βυζαντινὸς κανονολόγος δὲν ἑρμήνευσε ποτὲ τὸ λάθος τῶν Εὐνομιανῶν ὡς ἕνα λάθος ποὺ ἀφορᾶ πρωτίστως στὸ τελετουργικό. Τὸ λάθος τους ἀφοροῦσε τὴν ἀπόρριψη τῆς Ἁγίας Τριάδας», καταδεικνύει, ἂν μή τι ἄλλο, ὅτι δὲν ἔχει στὴ διάθεσή του, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν διάβασε, τὰ κείμενά τους. Οἱ περίφημοι τρεῖς «βυζαντινοὶ κανονολόγοι» Ζωναρᾶς, Βαλσαμὼν καὶ Ἀριστινὸς εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαροι καὶ ἐνισχύουν τὴν ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ἐνῶ ἀποδομοῦν πλήρως τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ κ. Δημακόπουλου.
.           Καὶ οἱ τρεῖς ἑρμηνευτές, ἀντίθετα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀρθρογράφου, δὲν ἀσχολοῦνται καθόλου, δὲν κάνουν καμμία ἀναφορὰ στὶς θεολογικὲς διδασκαλίες τῶν Εὐνομιανῶν, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ μὴ τήρηση τοῦ βαπτισματικοῦ τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων «κατὰ τὸν τύπον τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας»:
α) Ζωναρᾶς (12ος αἰ.): «Ἀπολλιναρισταί. Οὐκ ἀναβαπτίζονται οὖν οὗτοι, ὅτι περὶ τὸ ἅγιον βάπτισμα κατ’ οὐδὲν ἡμῖν διαφέρονται, ἀλλ’ ἐπισης τοις ὀρθοδόξοις βαπτίζονται … [τοὺς δὲ Εὐνομιανούς…] τούτους τοίνυν, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας αἱρετικοὺς βαπτίζεσθαι οἱ ἱεροὶ Πατέρες ἐθέσπισαν· ἢ γὰρ οὐκ ἔτυχον τοῦ θείου βαπτίσματος, ἤ τυχόντες οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ κατὰ τὸν τύπον τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας αὐτοῦ ἔτυχον. διὸ καὶ ὡς μηδὲ τὴν ἀρχὴν βαπτισθέντας αὐτοὺς λογίζονται».
β) Βαλσαμών (12ος αἰ.):  «Τοὺς δὲ ἀναβαπτίζεσθαι ὀφείλοντας εἶπεν εἶναι, Εὐνομιανούς, τοὺς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους …Σημείωσαι δὲ ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι πάντες οἱ βαπτιζόμενοι εἰς μίαν κατάδυσινπάλιν βαπτίζονται».
γ) Ἀριστινὸς (12ος αἰ.): «Οἱ καταδύσει μιᾷ βαπτιζόμενοι Εὐνομιανοὶ … ὡς Ἕλληνες δεχέσθωσαν. Οὗτοι καὶ βαπτίζονται, καὶ χρίονται, ὅτι ὡς Ἕλληνες δεχέσθωσαν».
.             Ὁ Βαλσαμὼν εἶναι κατηγορηματικὸς καὶ γιὰ τὴ σημερινὴ πράξη μὲ τοὺς Λατίνους: «Σημείωσαι δὲ ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι πάντες οἱ βαπτιζόμενοι εἰς μίαν κατάδυσιν, πάλιν βαπτίζονται».
.             Τὴν ἴδια ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση ἀκολουθεῖ καὶ ὁ μεγάλος κανονολόγος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (18ος αἰ.) στὸ Πηδάλιο: «Τούτους δὲ πάντας οὕτω δεχόμεθα μὴ ἀναβαπτίζοντες, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Ζωναρᾶ κατ’ οὐδὲν ἡμῖν διαφέρονται, ἀλλ’ ἐπίσης τοῖς ὀρθοδόξοις βαπτίζονται. Τοὺς δὲ Ἀρειανοὺς καὶ Μακεδονιανοὺς αἱρετικοὺς φανερῶς ὄντας, ἐδέχθη χωρὶς ἀναβαπτισμοῦ ὁ Κανὼν οἰκονομικῶς, κατὰ α΄ μὲν λόγον διὰ τὸ πολὺ πλῆθος ὅπου ἦτο τότε τῶν τοιούτων αἱρετικῶν. Κατὰ β΄ δὲ λόγον, καὶ διατὶ ἐπίσης ἡμῖν ἐβαπτίζοντο. Τοὺς δὲ Εὐνομιανοὺς ὅμως, οἵτινες εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτίζονται … ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα, ἤτοι ὡς πάντι ἀβαπτίστους»(Πηδάλιον, ερμηνεία στον Β-7.). Ἐπίσης στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἀποστ-46 ὁ Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης σημειώνει: «Ἐκεῖνοι μὲν οἱ αἱρετικοί, τῶν ὁποίων ἐδέχθησαν τὸ βάπτισμα, ἐφύλαττον ἀπαράλλακτον καὶ τὸ εἶδος καὶ τὴν ὕλην τοῦ βαπτίσματος τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ ἐβαπτίζοντο κατὰ τὸν τύπον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ αἱρετικοί, τῶν ὁποίων τὸ βάπτισμα δὲν ἐδέχθησαν, ἐπαραχάραξαν τὴν τελετὴν τοῦ βαπτίσματος καὶ διέφθειραν, ἢ τὸν τρόπον τοῦ εἴδους, ταυτὸν εἰπεῖν τῶν ἐπικλήσεων, ἢ τὴν χρῆσιν τῆς ὕλης, ταυτὸν εἰπεῖν τῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων … διατὶ οὒν οἱ ἰσοδύναμοι ὄντες κατὰ τὰς αἱρέσεις, δὲν ἀπεδέχθησαν καὶ ἰσοδυνάμως ἀπὸ τὴν σύνοδον; Φανερὸν εἶναι ὅτι οἱ μὲν Ἀρειανοὶ καὶ Μακεδονιανοὶ ἐβαπτίζοντο ἀπαραλλάκτως, ὡς καὶ οἱ ὀρθόδοξοι, εἰς τρεῖς ἀναδύσεις καὶ καταδύσεις, καὶ εἰς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς ἁγίας Τριάδος, χωρὶς νὰ παραχαράζουν οὔτε τὸ εἶδος τῶν ἐπικλήσεων, οὔτε τὴν ὕλην τοῦ ὕδατος … Οἱ δὲ Εὐνομιανοὶ παραχαράξαντες τὸν τρόπον τῆς ὕλης τοῦ βαπτίσματος, εἰς μίαν μόνην κατάδυσιν ἐβαπτίζοντο. ὡς αὐτὰ τὰ λόγια ἐπὶ λέξεως ἔχει τοῦ κανόνος» (Πηδάλιον, ἑρμηνεία στὸν Ἀποστ-46, σημ. 1.).
.            Παρόμοια προσέγγιση μὲ τὸν Ἄγ. Νικόδημο καὶ τοὺς βυζαντινοὺς κανονολόγους ἔχουμε καὶ ἀπὸ τοὺς λοιποὺς Κολλυβάδες Ἁγίους Πατέρες καὶ σημαντικοὺς μεταβυζαντινοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς (Ἅγ. Ἀθανάσιο Πάριο, Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, Εὐστράτιο Ἀργέντη, Εὐγένιο Βούλγαρη, Χριστόφορο Αἰτωλό, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο, τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Ε´, Σωφρόνιο Β´, Προκόπιο, Καλλίνικο Ε´ καὶ Γερμανό), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας τοῦ 1620, τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1722 μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Ἀθανασίου Δ´ καὶ Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου, καθὼς καὶ τὴ Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ 1878 (Ἀναλυτικότερα βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, «Ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα», Ἑρμηνεία και ἐφαρμογή τοῦ Ζ´ κανόνος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες καὶ τὸν Κων/νο Οἰκονόμο, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 1996, Ἑλ. Γιαννακοπούλου, «Ὁ ἀναβαπτισμός τῶν αἰρετικῶν 1453-1756», Σταθμοί ἔρευνας καὶ πράξης, ἱστορικοκανονική θεώρηση, Ἀθήνα 2009).
.               Στὸ αὐτὸ πνεῦμα ἡ Σύνοδος τῶν τριῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1755/6, (Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Ἀλεξανδρείας Ματθαῖος καὶ Ἱερουσολύμων Παρθένιος), στὸν περίφημο ὅρο της ἀποφαίνεται: «τῇ τε δευτέρᾳ καὶ πενθέκτῃ ἁγίαις οἰκουμενικαῖς συνόδοις, διαταττομέναις τοὺς μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις, καὶ καταδύσεις, καὶ ἐν ἑκάστῆ τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων ὑποστάσεων ἐπιβοῶντας, ἀλλ’ ἄλλως πως βαπτιζομένους, ὡς ἀβαπτίστους προσδέχεσθαι, τῇ ὀρθοδοξίᾳ προσιόντας».

β) Ἐπίσης, στερεῖται θεολογικοῦ-κανονικοῦ ἐρείσματος καὶ ὁ ἄλλος ἰσχυρισμὸς τοῦ κ. Δημακόπουλου ὅτι «κανένας βυζαντινὸς κανονολόγος ἢ ἀντιρρητικὸς θεολόγος δὲν θεώρησε ποτὲ τὰ λάθη τῆς λατινικῆς θεολογίας, ὅπως τὸ filioque, ἦταν τόσο σημαντικά, ὥστε νὰ ἀπαιτοῦν ἀναβαπτισμό. Οὔτε ὁ Βαλσαμών, οὔτε ὁ Χωματιανός… οὔτε κἂν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν διατύπωσε ποτὲ τὴν ἄποψη ὅτι οἱ Λατίνοι θὰ πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται». Βέβαια οἱ Κανόνες ἀναφέρονται καὶ συνεκτιμοῦν καὶ τὴν πίστη τῶν αἱρετικῶν (μιλοῦν γιὰ «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας»). Ὅμως ἡ πίστη τῆς αἵρεσης ἢ ἡ ἐγγύτητά της πρὸς τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχε γιὰ τὶς Συνόδους πρωταρχικὴ σημασία στὴν ἐφαρμογὴ τῆς οἰκονομίας. Ἡ Ἐκκλησία ἐφαρμόζει τὴν οἰκονομία στὶς σοβαρὲς ἀντιτριαδικὲς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανῶν (εἰδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ) καὶ τῶν Πνευματομάχων μὲ τὶς αὐστηρὲς καταδίκες καὶ ἀναθεματισμοὺς ἀπὸ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὴν ἴδια οἰκονομία ἐφαρμόζει καὶ στοὺς «Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαιδεκατίτας», μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπῆρχαν θεολογικὲς διαφορὲς στὰ βασικὰ δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλὰ μόνο σὲ θέματα ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ λατρείας (πχ. οἱ Τεσσαρακαιδεκατίτες ἑόρταζαν τὸ Πάσχα στὶς 14 τοῦ Νισσάν, οἱ Καθαροὶ δὲν ἀποδέχονταν τὸ β΄ γάμο καὶ τὴ μετάνοια στοὺς πεπτωκότες). Ἀντίθετα, ἐνῶ στοὺς Ἀρειανοὺς ἐφαρμοζόταν ἡ οἰκονομία, στοὺς ὁμοπίστους μὲ αὐτοὺς Εὐνομιανοὺς τηροῦνταν ἡ ἀκρίβεια (βάπτισμα), διότι αὐτοὶ βάπτιζαν μὲ μία μόνο κατάδυση! Ὅπως εἴπαμε, τοὺς Καθαρούς, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν Ζωναρᾶ, «οὐ περὶ τὴν πίστιν ἐσφάλλοντο, ἀλλ’ εἰς μισαδελφίαν, καὶ ἄρνησιν μετανοίας τοῖς παραπεπτωκόσι καὶ ἐπιστρέφουσι», τοὺς δέχονταν μὲ λίβελο καὶ χρίσμα, ἐνῶ τοὺς καταδικασμένους ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους Νεστοριανούς, Εὐτυχιανιστὰς καὶ Σεβηριανοὺς καὶ «τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων» μόνο μὲ λίβελο, χωρὶς χρίσμα.
.         Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἀπαιτοῦσε μόνο: ἡ βάπτιση στὴν αἱρετικὴ Κοινότητα νὰ εἶχε γίνει στὸ ὄνομα τῆς Ἄγ. Τριάδος καὶ νὰ εἶχε τηρηθεῖ ὁ ὀρθὸς βαπτισματικὸς τύπος. Ἐπειδὴ τὶς δύο αὐτὲς προϋποθέσεις, ἀρχικά, τὶς πληροῦσε ἡ Ρώμη (δὲν εἶχε γενικευθεῖ τὸ ράντισμα), ἀνεξάρτητα μὲ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες ποὺ εἶχε ἀποδεχθεῖ (πολὺ λιγότερες ἀπὸ ὅσες αἱρέσεις διδάσκει σήμερα ἐπισήμως), γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ «οὔτε ὁ Βαλσαμών, οὔτε ὁ Χωματιανός… οὔτε κὰν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν διατύπωσε ποτὲ τὴν ἄποψη ὅτι οἱ Λατίνοι θὰ πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται», ἀλλὰ γίνονταν δεκτοὶ μὲ τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη, ἀφοῦ πληροῦσαν – τότε – τὶς κανονικὲς προϋποθέσεις (βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, «Ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα», Ἑρμηνεία και ἐφαρμογή τοῦ Ζ´ κανόνος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες καὶ τὸν Κων/νο Οἰκονόμο, ἐκδ. «Τῆνος», Ἀθήνα 1996, σελ. 75-95)
.          Τὰ πράγματα ὅμως ἄλλαξαν μὲ τὴν ἐν Τριδέντῳ Σύνοδο (1545-1563), στὴν ὁποία θεσμοθετήθηκε ἐπίσημα ὡς Κανόνας γιὰ ὁλόκληρη τὴν παπικὴ Δύση τὸ διὰ ραντισμοῦ ἢ ἐπιχύσεως βάπτισμα. Ἀπὸ τότε δημιουργήθηκε σοβαρὸ θέμα στὸ ἂν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ στοὺς Λατίνους ἡ οἰκονομία, ἀφοῦ ἔπαψαν νὰ πληροῦν τὴν κανονικὴ προϋπόθεση τοῦ ὀρθοῦ βαπτιστικοῦ τύπου: οὔτε τὴ μία κατάδυση τῶν Εὐνομιανῶν δὲν κάνουν….             Τὸ ζήτημα λύθηκε μὲ τὴν κοινὴ Πατριαρχικὴ ἀπόφαση, τὸν περίφημο Ὅρο τῆς Συνόδου τοῦ 1755/6 τῶν τριῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε´, Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καὶ Ἱεροσολύμων Παρθενίου, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἐκ τῆς λατινικῆς αἱρέσεως γίνονται κατ’ ἀκρίβεια δεκτοὶ μὲ βάπτισμα, διότι δὲν πληροῦν τὶς προϋποθέσεις τῶν Β-7 καὶ ϛ-95. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ εἶναι ἐν ἰσχύει, διότι δὲν ἔχει ἀρθεῖ μέχρι σήμερα.(romfea.gr/katigories/10-apopseis/7499-i-sunodos-ton-trion-patriarxon-tou-etous-1756).           Ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1755/6 δὲν ἄρεσε καθόλου στοὺς πανίσχυρους στὴν Ὑψηλὴ Πύλη Λατίνους (Ἰησουίτες καὶ πρεσβευτὲς τῶν δυτικῶν Δυνάμεων, ἰδιαιτέρως τῆς Γαλλίας) οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὸν Μητρ. Αἴνου Γερμανό, «πολλὰ καὶ ποικίλα ἀπειλοῦντες παρέπεισαν τινὰς τῶν ἀρχιερέων, τῶν εὐγενῶν καὶ προκρίτων τοῦ ἡμετέρου Γένους, ἵνα ἐξωθήσωσι τοῦ θρόνου τὸν Κύριλλον» (Ἑλ. Γιαννακοπούλου, Ὁ ἀναβαπτισμός τῶν αἰρετικῶν 1453-1756, Σταθμοί ἔρευνας καὶ πράξης, ἱστορικοκανονική θεώρηση, Ἀθήνα 2009σ. 73-83). Ἔτσι ὁρισμένοι Μητροπολίτες, κατὰ τὸν Runciman, «βρέθηκαν νὰ ἔχουν γίνει σύμμαχοι μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους τῶν καθολικῶν δυνάμεων» καὶ νὰ συμπράξουν στὴν ἐκθρόνιση τοῦ Κυρίλλου πρὸς μεγάλη θλίψη τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὶς μεθοδεύσεις αὐτὲς τῶν Λατίνων καὶ τῶν λατινοφρόνων στὴν ἐκθρόνιση τοῦ Κυρίλλου Ε´ σιωπᾶ ὁ κ. καθηγητής…
.             Συμπερασματικά: μελετώντας μὲ προσοχὴ καὶ σεβασμὸ τὴν κανονικὴ παράδοση καθίσταται ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔδινε καὶ δίνει πολὺ μεγάλη σημασία στὴν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ βαπτιστικοῦ τύπου τῶν τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία, στοὺς ἴδιους τοὺς κανόνες ποὺ θεσμοθετοῦν τὴν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν, ὁρίζει ρητὰ ὅτι δὲν μπορεῖ αὐτὴ τὴν οἰκονομία νὰ τὴν ἐφαρμόσει στοὺς «εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μποροῦμε ἐμεῖς ἐλαφρᾷ τῇ καρδία νὰ θεσμοθετήσουμε ἀντίθετα, καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε στοὺς Λατίνους οἱ ὁποῖοι δὲν τηροῦν οὔτε τὴ μία κατάδυση;
.           Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παρουσιάζεται ἀπὸ ὁρισμένους ὡς τὸ πλέον σημαντικὸ γεγονὸς στὴ νεότερη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Βέβαια, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς, τόσο ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου ὅσο καὶ ἡ προετοιμασία της δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν ὀνομασία της (Εἶναι φοβερὸ νὰ ἀκούγεται ἀπὸ χείλη Προκαθημένου ὅτι «ἡ Πανορθόδοξη ὅπως ἐξελίχθηκε δὲν ἔχει καμία οὐσία καὶ γίνεται μόνο γιὰ τὸ prestige τοῦ … [ἀναφέρει συγκεκριμένο ὄνομα πρωθιεράρχου]»! Καταδεικνύει, δυστυχῶς, τὴν ἀπόλυτη ἔκπτωση τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ εὐθύνη τῶν ὑπευθύνων γιὰ τὸ κατάντημα αὐτὸ εἶναι τεράστια!). Εἶναι βαθύτατα λυπηρὸ ὅτι ἐπαληθεύεται γιὰ τὴν ἐπὶ 90 χρόνια προετοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο ἡ θυμόσοφος ἀρχαία ρήση «ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν», διότι δυστυχῶς ἡ ὠδὶς αὐτὴ θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ὄνειδος γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας…
.           Τὸ κρισιμότερο ζήτημα ἔγκειται στὸ ἂν θὰ ἀναδειχθεῖ πραγματικὰ ἑπομένη ταῖς Ἁγίαις καὶ Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις καὶ διατρανώσει τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστιν». Δυστυχῶς τὰ μέχρι τώρα δεδομένα ἔχουν δικαιολογημένα θορυβήσει πολλοὺς πιστούς, ἀκόμα καὶ σὲ ὑψηλὸ θεσμικὸ ἐπίπεδο. Οἱ πρωτεργάτες τῆς Πανορθοδόξου θέλησαν –καὶ ἐν πολλοῖς τὸ πέτυχαν– νὰ κρατήσουν τὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ (κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς) μακριὰ ἀπὸ τὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου. Στὸν ἐναπομείναντα ἐλάχιστο χρόνο ὁ κάθε πιστός, ἀναλόγως τῆς θέσεως, τῆς διακονίας καὶ τῶν χαρισμάτων του, ὀφείλει μὲ τὸ αἴσθημα εὐθύνης ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ, νὰ καταθέτει τὴ δική του Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Κυρίως, ὅμως, ἐπιβάλλεται νὰ εὐχόμαστε καὶ νὰ προσευχόμαστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ φωτίσει καὶ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς Ἐπισκόπους μας νὰ σταθοῦν ἀντάξιοι τῆς ἐπισκοπικῆς τους διακονίας ἐν Συνόδῳ, ὥστε ἐν ἱερᾷ καυχήσει νὰ διασαλπίσουν «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» καί, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», νὰ ὀρθοτομήσουν τὸν λόγον τῆς Χριστοῦ Ἀληθείας. Τότε καὶ μόνο τότε ἡ Πανορθόδοξη Σύνοδος θὰ ἀναδειχθεῖ ἀντάξια τοῦ ὀνόματός της. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση τὰ τραύματα ποὺ θὰ ἐπιφέρει στὸ Ἄχραντο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι πολυώδυνα… Μὴ γένοιτο!

το  είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...