Γεννήθηκε στήν Θεσσαλονίκη γύρω στό 1756. Ἦταν παιδί φτωχό. Ἀλλά ὄμορφο καί ρωμαλέο. Καί ὁ τοῦρκος ἀγᾶς, ἀπό τόν ὁποῖο γύρεψε δουλιά, γιά νά ἐπιβιώσει, τόν ἔπεισε νά ἀλλαξοπιστήσει. Γιά νά χαρεῖ τά νειᾱτα του! Γιά νά χορτάσει τήν ζωή!
Καί ἄλλαξοπίστησε. Ἔγινε μουσουλμάνος. Γιά νά «χορτάσει»!
Καί ἄλλαξοπίστησε. Ἔγινε μουσουλμάνος. Γιά νά «χορτάσει»!
* * *
Ὅμως. Γρήγορα κατάλαβε ὅτι κάτι δέν πήγαινε καλά. Διαπίστωνε, ὅτι χριστιανός, φτωχός, πεινασμένος καί «στερημένος», ἦταν πιό εὐτυχισμένος (=εἶχε πιό πολλή χαρά μέσα του), ἀπό ὅ,τι τοῦρκος καλοζωϊσμένος και χορτᾶτος.
Καί ἄρχισε νά ψάχνει καί νά ψάχνεται νά ἰδεῖ:
-Ἔκαμα καλά;
Καί ὅσο ἔψαχνε, τόσο δύσκολα τά εὕρισκε. Καί μουσουλμᾶνος πιά, ξεκίνησε νά πάει στούς «ἁγίους τόπους», στήν Μέκκα, γιά νά ἰδεῖ ἀπό κοντά τήν χάρη τοῦ Ἰσλάμ· γιά νά ξεκαθαρίσει τούς λογισμούς του. Ἀλλά τί παράξενο! Μέσα στό τζαμί, στήν Μέκκα, στόν ἁγιώτερο τόπο προσευχῆς γιά τούς μουσουλμάνους, ὁ Ἀλέξανδρος τό συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε κάμει τό πιό φρικτό λάθος πού μπορεῖ νά κάμει ἄνθρωπος: ὅτι εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, τόν μόνο ἀληθινό Θεό, γιά ἕνα τίποτε!
Καί στέναξε βαθειά:
-Τί ἔπαθα!... Τί ἔπαθα!...
Καί ἀρχίζει μιά κυριολεκτικά θλιβερή περιήγηση! Ὁ νεαρός Ἀλέξανδρος γίνεται δερβίσης (=καλόγερος) καί γυρίζει ὅλο τόν κόσμο τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, γιά νά ἰδεῖ, ἄν μπορεῖ νά συνεχίσει νά ᾿ναι μουσουλμᾶνος!....
Καί ὅσο περνᾶνε οἱ ἡμέρες καί ἡ ἀναζήτηση, τόσο στενάζει!....
-Τί ἔκαμα!...Τί ἔπαθα!...
Κάθε ἡμέρα κουβεντιάζει μέ τούς Τούρκους «ὁμοπίστους» του, γιά τήν πίστη, γιά τήν ἀγάπη, γιά τήν καλωσύνη. Καί κάθε ἡμέρα συναισθάνεται πιό βαθειά τό λάθος του καί στενάζει πιό πικρά:
-Τί ἔκαμα!...Τί ἔπαθα!...
Δέκα ὀχτώ (18) ὁλόκληρα χρόνια!
* * *
Καί τελικά, δέν ἀντέχει πιά, καί τήν Τρίτη τῆς ἑβδομάδας πρό τῆς Πεντηκοστῆς τό 1794, στήν Σμύρνη, πάει στόν κατῆ, στόν τοῦρκο ἀρχιδικαστή. Τοῦ πετάει στά πόδια του τό φέσι τοῦ δερβίση καί βάζει στό κεφάλι του σκουφί χριστιανικό.
Τά ἔχασε ὁ κατῆς. Καί ἐρωτάει:
-Τί κάνεις ρέ; Δερβίσης σύ, κάνεις τέτοια πράγματα; Εἶσαι καλά; Ἤ τά ἔχασες τά μυαλά σου;
Ἀπάντησε:
-Τί λές, κατῆ μου! Τότε πού ἔγινα Τοῦρκος τά εἶχα χάσει. Τώρα τά βρῆκα!.. Τώρα εἶμαι καλά πιά!... Γύρισα τόν κόσμο ὅλο ψάχνοντας! Καί μέσα στό τζαμί σας στήν Μέκκα, κατάλαβα καλά, ὅτι ὅλα ὅσα λέει ἡ θρησκεία σας εἶναι ψέμα, λάθος, βλασφημίες.
Τοῦ εἶπε ὁ κατῆς:
-Λυπήσου τήν ζωή σου. Τό ξέρεις, ἡ τιμωρία εἶναι μία: θάνατος! Καταλαβαίνεις, τί πᾶς νά κάμεις; Ἡ ζωή εἶναι χαρά!...
Ἀπάντησε πάλι ὁ Ἀλέξανδρος:
-Γιά μένα, κατῆ μου, ἡ χαρά εἶναι μία: νά πεθάνω γιά τόν Χριστό!
Τό εἶπε. Καί ἔκαμε μέ βαθειά εὐλάβεια τόν Σταυρό του!
Καί ὁ κατῆς κατάλαβε καί τόν καταδίκασε σέ θάνατο.
Οἱ χοτζάδες ἀνέλαβαν τότε νά τόν νουθετήσουν. Καί ὁ δήμιος τοῦ ἔδειχνε τό μαχαίρι, μέ τό ὁποῖο θά τοῦ ἔκοβαν τό κεφάλι, γιά νά τόν φοβίσει. Ἀλλά τίποτε!
Τό πρόσωπο τοῦ νεομάρτυρα ἔλαμπε ἀπό χαρά.
* * *
Μαζεύτηκε κόσμος πολύς νά ἰδεῖ τόν θάνατο τοῦ μάρτυρα: Τοῦρκοι, Ρωμιοί, Ἀρμένηδες, Φράγκοι.
Ἦρθε καί ἡ γραπτή διαταγή τοῦ κατῆ στόν δήμιο.
Ὁ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ πῆρε ἐντολή νά γονατίσει. Καί γονάτισε. Καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Πέρασε μιά ὁλόκληρη ὥρα. Ὁ δήμιος ἔπαιζε μέ τό μαχαίρι του. Γιά νά τόν κάμει νά δειλιάσει. Ἀλλά δέν ἐδειλίασε. Καί ἔτσι κάποια στιγμή τοῦ ἔκοψε τό κεφάλι (26 Μαΐου 1794, στήν Σμύρνη).
Ἐχάρησαν οἱ ἄγγελοι
Εὐφράνθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμιοί.
Ντροπιάστηκαν οἱ μουσουλμάνοι.
Καί ἕνας Φράγκος, πού τά παρακολούθησε ὅλα, τό διακήρυξε:
-Ποτέ στήν ζωή μου δέν εἶδα ἄνθρωπο μέ τέτοια πίστη· μέ τόσο βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή· μέ τόση λεβεντιά πνευματική.
* * *
Ἅγιε νεομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Ἀλέξανδρε, σέ χρειαζόμαστε τόσο σήμερα!
Πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.
+ὁ ΝΜ.