Ο κύριος Δημήτριος Τσελεγγίδης, καθηγητής Θεολογίας στον τομέα Δογματικής του ΑΠΘ, στην εκπομπή* ¨Ορθοδοξία, Ελληνισμός και κακοδοξία¨, [δημοσιεύτηκε στις 13 Μαρ 2016] απαντά σε καίρια ερωτήματα γύρω από τον οικουμενισμό που ταλανίζουν το Ορθόδοξο ποίμνιο. Την εκπομπή επιμελείται και παρουσιάζει ο πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Καντάνης, εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Αγρινίου.
*Η εκπομπή, λόγω του μεγάλου όγκου της και για ευκολότερη κατανόηση, θα παρουσιαστεί τμηματικά σε μία σειρά αναρτήσεων. Η 1η απομαγνητοφώνηση ΕΔΩ, η 2η ΕΔΩ η 3η ΕΔΩ η 4η ΕΔΩ η 5η ΕΔΩ
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Το παράδειγμα που είπατε είναι σημαντικότατο. Όταν εγώ αμαρτήσω αλλοιώνομαι εγώ, όχι ο Θεός που πήρα στο βάπτισμα.
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Ακριβώς.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Άρα όταν κάποιοι κάνουν αυτά τα λάθη, αλλοιώνονται οι ίδιοι και όχι η Εκκλησία.
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Έτσι.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
Αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Να σας πάω λίγο πιο πέρα όμως γιατί πολύς κόσμος ανησυχεί. Βλέπουμε έντονα το τελευταίο διάστημα συμπροσευχές. Όχι απλά διάλογο. Πριν μερικά χρόνια στη Ραβέννα, να μην μπούμε σε ονόματα …
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Και νωρίτερα στην Ασίζη.
Ερώτηση π. Κωνσταντίνου Καντάνη:
… Αρχιεπίσκοπος Ορθόδοξος μετέδωσε Θεία Κοινωνία σε Παπικούς. Πάνε για ‘κοινό Ποτήριο’. Εδώ τώρα, υπάρχει πρόβλημα για την Εκκλησία;
Καθ. Δημήτριος Τσελεγγίδης:
Κοιτάξτε. Αυτά είναι μέσα σε έναν σχεδιασμό. Δεν ήταν τυχαίο αυτό, στη Ραβέννα ειδικότερα, ήταν μία πρόβα τζενεράλε θα λέγαμε, κατά πόσο οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι για μία τέτοια συνύπαρξη και συν-κοινωνία, δια-μυστηριακή δηλαδή σχέση. Έχει αποκαλυφθεί τελευταία ότι το 1965 -μόλις έληξε δηλαδή η Β’ Βατικανή- που υπεγράφη μία συμφωνία μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, εκεί δεν έγινε άρση των αναθεμάτων, λέγεται, αλλά έγινε άρση της ακοινωνησίας. Στο Λατινικό και Γαλλικό κείμενο υπάρχει αυτό το πράγμα που σημαίνει αυτήν την σκοπιμότητα.
Το πονηρό και θα έλεγα εξ’ απόψεως Αγιο-Πνευματικής βρωμερό της υποθέσεως, είναι ότι και ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός κατάλαβαν ότι εμείς οι Ορθόδοξοι σε τελευταία ανάλυση είμαστε αγύριστα κεφάλια κατ’ αυτούς. Δηλαδή,είναι έτσι η δομή της Εκκλησίας μας, όπως γνωρίζουμε Αγιο-Πνευματικά, που δεν καθορίζεται απολύτως από την ηγεσία, Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Εκκλησία είναι ο λαός του Θεού, το συναμφότερο, και ο κλήρος και ο λαός. Φυσικά υπάρχει διοίκηση την οποία δεν αμφισβητούμε. Πλην όμως, όλοι μας μέσα στην Εκκλησία έχουμε λάβει το Άγιο Πνεύμα εξίσου και αυτό έγινε με το Άγιο Χρίσμα, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε τα κριτήρια τα Αγιο-Πνευματικά, έχουμε αυτήν την λεγομένη δογματική συνείδηση να ανακρίνουμε και να κρίνουμε την ορθότητα ορισμένων πραγμάτων επειδή ήδη υπάρχει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, αν είναι ενεργό. Και εξ’ αντικειμένου, ως επιστήμονες, Το βλέπουμε διατυπωμένο, ερμηνευμένο μέσα στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, δηλαδή στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων κτλ.
Κατά συνέπεια καταλαβαίνουν οι ετερόδοξοι ότι εμείς … -αυτό το πλήρωμα που λέμε, δεν έχει σημασία λίγοι ή πολλοί, άλλωστε αυτά δεν αριθμούνται γιατί η Βασιλεία του Θεού όπως είπε και ο Χριστός δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως. Δεν ξέρεις τι γίνεται στην καρδιά του άλλου παρά μόνο αν έχεις πνευματική τηλεόραση που σημαίνει αν έχεις εσύ καθαριστεί και είσαι ενεργό σκεύος του Αγίου Πνεύματος, οπότε βλέπεις ακτίστως και το παρόν και το παρελθόν και το μέλλον. Αυτά τα γνωρίζουμε εμπειρικά μέσα από τους χαρισματούχους της Εκκλησίας μας- … κατά συνέπεια αντιλαμβάνονται [οι ετερόδοξοι] ότι αυτό το πράγμα με τους Ορθόδοξους δεν μπορεί να γίνει. Έτσι κάναν έναν ιστορικό συμβιβασμό και αντί να επιβάλουνε την αίρεσή τους έδειξαν μία, θα λέγαμε, γενναιοδωρία και λένε στην πράξη «κρατήστε αυτά που έχετε, δεν σας ζητούμε να τα αλλάξετε, όμως δεχτείτε την δια-κοινωνία την μυστηριακή.» Αυτό όμως είναι τελείως απηγορευμένο με κάθε σαφήνεια. Σημαίνει ότι αυτός που θα το κάνει, ΕΚΠΙΠΤΕΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Επειδή αυτό είναι αποτέλεσμα και της άλλης μεθόδου των συμπροσευχών, θα πω για τους αγαπητούς μου ακροατές, για να μην νομίζουν ότι αυτή είναι μία απλή έτσι διδασκαλία η οποία μπορεί να έχει και άλλη ανάγνωση, ότι ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
Ήδη ο 10ος Αποστολικός, ο οποίος λέει το εξής:
Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω.
Δηλαδή, όποιος κοινωνεί δια της προσευχής, της συμπροσευχής, με κάποιον ο οποίος είναι ακοινώνητος -ακοινώνητος σημαίνει μυστηριακά ακοινώνητος, δηλαδή που δεν ανήκει στην Εκκλησία- αυτός να αφορίζεται, έστω και αν αυτό γίνεται όχι σε ναό αλλά σ’ έναν ιδιωτικό χώρο, στο σπίτι του ας πούμε.
Και άλλοι Κανόνες στη συνέχεια, ο 45ος παραδείγματος χάριν, ορίζει:
Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω.
ότι ο Επίσκοπος, ή ο Πρεσβύτερος, ή ο Διάκονος που έχει συμπροσευχηθεί με αιρετικούς μόνο, να αφορίζεται· αν επέτρεψε όμως αυτούς ως κληρικούς να ενεργήσουν και κάτι τότε και να καθαιρείται.
Κατά συνέπεια έχουμε με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων πράγματα τα οποία δεν μπορούν να αναιρεθούν. Δεν μπορεί κάποιος να αποφασίσει, η ηγεσία της Εκκλησίας ή πρόσωπο ή θεσμός, κάτι αντίθετο από αυτό το πράγμα. Βλέπουμε όμως αυτό να γίνεται διότι δημιουργήθηκε μία παχυλή άγνοια, αδιαφορία για τη ζωή της Εκκλησίας, δηλαδή είμαστε φταίχτες όλοι εμείς οι οποίοι δεν διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτό το πράγμα.
Μέσα λοιπόν από τις συμπροσευχές, που ήταν το πρώτο βήμα, προχώρησαν δειλά και σ’ αυτό το οποίο για τους ετεροδόξους δεν είναι και κανένα μεγάλο άθλημα, έτσι κι αλλιώς ζούνε μέσα στην αίρεση. Σου λέει, εν τάξει κράτα κι εσύ αυτά που έχεις, δέξου όμως στην προκειμένη περίπτωση τον πάπα ως ηγέτη. Αυτό ένας Ορθόδοξος, απ’ ό,τι αντιλήφθηκα έτσι από συζητήσεις, δεν το αντιλαμβάνεται. Δεν μπορεί να κατανοήσει τον Παπισμό αν δεν τον έχει μελετήσει ως ειδικός και νομίζει ότι ο πάπας είναι όπως είναι ένας δικός μας Πατριάρχης. Ένας δικός μας Πατριάρχης μπορεί να εκπέσει της Αληθείας και μπορεί να κατακριθεί, δηλαδή να καθαιρεθεί, όπως έχουμε τον Νεστόριο κτλ. γιατί η διοίκηση της Εκκλησίας είναι συλλογική εν’ Αγίω Πνεύματι, συνερχομένης Οικουμενικής Συνόδου αποφαίνεται και περί αυτών των Επισκόπων. Αυτό είναι αδιανόητο στον χώρο του παπισμού. Ο πάπας είναι εκείνος που δίνει το ωμοφόριο, άρα ο πάπας μπορεί -σήμερα με ηλεκτρονικό τρόπο, γιατί γίνεται αυτό στην πράξη- να καθαιρεί, να καρατομεί δηλαδή Επισκόπους, και να εγκαθιδρύει άλλους.
Άρα αυτό το πράγμα είναι αυτοκτονικό και μόνο που να το σκέφτεται, αν το ξέρει, κανείς, πως μπορούμε εμείς να γίνουμε ένα με τους παπικούς, όντας οι Δυτικοί και παραμένοντας αυτό που είναι. Αυτό δεν γίνεται και δεν θα γίνει εις τους αιώνες διότι η Εκκλησία μας εγγυήθηκε ο Χριστός ότι θα παραμείνει εις τους αιώνες. Βεβαίως κάποια πρόσωπα, επιμέρους κοινότητες κτλ. μπορεί να το κάνουν, όπως άλλωστε σήμερα και ο Ρωμαιοκαθολικισμός και κατ’ επέκταση ο Προτεσταντισμός είναι μία αποκοπή. Δεν έχει σημασία ότι αυτοί ως μέλη της Εκκλησίας ήτανε πολλά αριθμητικά, αυτό δεν έχει σημασία στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία εκείνο που έχει σημασία είναι οι προδιαγραφές του είναι Της. Το αν είναι λίγα ή πολλά είναι πολύ σχετικό γιατί η αλήθεια στην Εκκλησία είναι πλειοψηφική επειδή ο Χριστός είπε ‘εγώ είμαι η αλήθεια’. Η αλήθεια δεν βρίσκεται στην πλειοψηφία, αυτό είναι ένα κοσμικό κατασκεύασμα που λέγεται Δημοκρατία, η ψήφος των πολλών κτλ. Εδώ υπάρχει μια απόλυτη ομοφωνία γιατί είναι η συμφωνία εν Αγίω Πνεύματι και η υποταγή μας στο θέλημα του Θεού.
Αυτό το πράγμα λοιπόν είναι μία πραγματικότητα η οποία θα παραμείνει ούτως ή άλλως. Αλλά έτσι για να μην έχουν κάποιο κόμπλεξ κάποιοι από τους πιστούς μας οι οποίοι νομίζουν ότι είμαστε λίγοι, πρώτον είπα ότι η αλήθεια είναι πλειοψηφική άρα και ένας να υπάρχει που έχει την αλήθεια, η αλήθεια από μόνη της είναι το πολύ γιατί είναι καθολικό, είναι το ακέραιο του πράγματος και είναι ο Χριστός. Αλλά στην πραγματικότητα, έτσι για να είμαστε ρεαλιστές, εμείς είμαστε οι περισσότεροι. Γιατί; Στην Εκκλησία ανήκει ο όλος Τριαδικός Θεός, τα δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια των Αγγέλων, τα εκατομμύρια τουλάχιστον όλων των Αγίων και δισεκατομμύρια μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η δοξασμένη πλευρά της Εκκλησίας και υπάρχουμε κι εμείς λίγοι ή πολλοί που σχετιζόμαστε οντολογικώς με την Εκκλησία. Άρα αν αυτό το συγκρίνουμε με τις αιρέσεις εμείς είμαστε η πλειοψηφία και αριθμητικά.
Έτσι λοιπόν, η σκοπιμότητα αυτή λειτουργεί μέσα στα πλαίσια τα ανθρώπινα και τα κοσμικά θεωρώντας ότι θα το πετύχει εκ του πονηρού και χωρίς να γνωστοποιείται φανερά, πράγμα το οποίο μέχρι σήμερα γινόταν στις Οικουμενικές Συνόδους και καθορίζονταν εκεί. Δεν θα υπάρξει. Μην υπάρχει τέτοιος φόβος. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βρεθούμε εκτός της Εκκλησίας έτσι χωρίς να το καταλάβουμε, γιατί είναι εν πάση γνώσει, εν πάση αισθήσει το ότι είμαστε μέσα στην Εκκλησία γιατί γευόμαστε.
Βέβαια για να υπάρξουμε εκεί, βασική αρχή την οποία υπαινιχθήκαμε κι άλλη φορά είναι η υπακοή στον Χριστό. Η υπακοή στον Χριστό, που είναι υπακοή και στον Θεό Πατέρα και στον Τριαδικό Θεό, γίνεται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο μέσα στην Εκκλησία. Και είπαμε αυτό είναι η τήρηση του θελήματος του Θεού, των εντολών, των προδιαγραφών. ΟΧΙ όπως νομίζει ο καθένας, όπως λέει ο κάθε Προτεστάντης: εγώ σήμερα νομίζω έτσι κι αύριο μπορώ να νομίζω αλλιώς, αλλά όπως καθορίστηκε μέσα από αυτήν την ερμηνεία των Οικουμενικών Συνόδων.
Κατά συνέπεια, εμείς όταν κάνουμε υπακοή, γιατί και αυτό είναι κάτι που έχει πολύ παρεξηγηθεί και το εκμεταλλεύονται σκοπίμως και κληρικοί κατωτέρων και ανωτέρων βαθμών -είναι μια παραπληροφόρηση- εμείς δεν καλούμαστε να κάνουμε υπακοή στον οποιονδήποτε έστω κι αν είναι αυτός Επίσκοπος. Όπως ερμηνεύει -προσέξτε αυτό είναι λεπτό και για να μην παρεξηγηθώ- όπως ερμηνεύει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο οποίος ήταν Επίσκοπος και Αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, λέει, ότι ο Απόστολος Παύλος λέει πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν αλλά διευκρινίζει και τους όρους. Όχι έτσι και ως έτυχε, αλλά ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν. Δηλαδή ουσιαστικά μας καλεί να κάνουμε υπακοή στον Χριστό, δηλαδή να ανακρίνουμε αυτά που μας λέει το όποιο πρόσωπο ή ο θεσμικός φορέας ο οποίος μας εισηγείται κάτι.
Εμείς κοιτάζουμε τον Χριστό με βάση τις προδιαγραφές που έχουμε, δηλαδή το ότι είμαστε βαπτισμένοι και μυρωμένοι, έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας και για να είμαστε ασφαλείς ότι δεν κάνουμε αυθαίρετη ερμηνεία και ανυπακοή ΤΑΣΣΟΜΑΣΤΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ. Δηλαδή αυτό που έκαναν οι Πατέρες, που λέει Έδοξε γάρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν. Έκαναν κάτι το οποίο είναι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ. Σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο -το λέω και ως καθηγητής της Δογματικής αυτό- βλέπουμε από τα πρακτικά ότι για κάθε αίρεση διαβάζονται τα πρακτικά όλων των προηγουμένων Συνόδων και οι Πατέρες στη νέα Σύνοδο αυτή, ας πούμε την 7η, λέγουν και καταδικάζουν όλους όσους καταδικάζουν οι προηγούμενες, επαινούν αυτά τα πράγματα, αποδέχονται αυτήν την διδασκαλία και λέγουν στη συνέχεια: ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι, ακολουθώντας λοιπόν αυτούς τους Πατέρες, λέγουμε κι εμείς διευκρινιστικά, έχοντας νου Χριστού και εν Αγίω Πνεύματι, λέμε κι εμείς αυτό το πράγμα.
Άρα έχουμε φερεγγυότητα όταν εμείς δεν ακούμε απλώς και υπακούμε εική και ως έτυχε, αλλά όταν φροντίζουμε να είμαστε επόμενοι τοις αγίοις πατράσι. Τότε μπορούμε και να ομιλούμε απλανώς γιατί ομιλούμε ταπεινώς. Και είπα ότι η συχνότητα του Θεού είναι η ταπείνωση και η αγάπη. Έχει αγάπη αυτό γιατί θέλουμε να κάνουμε το θέλημα του Θεού και έχει ταπείνωση γιατί δεν είναι το δικό μας θέλημα. Άρα υπακοή δεν κάνω σε κανέναν παρά μόνο στον Χριστό, όπως ο Χριστός μου είπε πώς είναι αυτή η οδός, συγκεκριμένα. Δεν είμαστε εμείς οι ερμηνείς της εκάστοτε καταστάσεως και αληθείας που μας προσφέρεται, δεν κάνουμε του κεφαλιού μας, δεν κάνουμε όμως και ό,τι άλλο μας λέγεται απ’ οπουδήποτε. Δεν είμαστε ανυπάκουοι αλλά είμαστε κατ’ εξοχήν υπακούοντες κατά το θέλημα του Χριστού που έλεγε ότι δεν θέλω να κάνω το δικό μου θέλημα αλλά του Πατρός.
Άρα ακολουθώντας τον Ιερό Χρυσόστομο στην προκειμένη περίπτωση -όπως αντιλαμβάνεστε είναι πολύ λεπτό- και στηριζόμενοι και σ’ αυτήν την δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας που εκφράστηκε διαχρονικά -γιατί όταν αναφέρομαι στις Οικουμενικές Συνόδους αναφέρομαι στο κορυφαίο αυτό γεγονός- ακολουθούμε πάντοτε τους Πατέρες και δεν μπαίνουμε μπροστά στους Πατέρες, ούτε πηγαίνουμε μαζί με τους Πατέρες, γιατί αυτό έχει υπερηφάνεια. Δεν είμαστε ίσοι με τους Πατέρες, πολύ δε περισσότερο δεν είμαστε μετά τους Πατέρες -την μεταπατερική θεολογία, ότι δηλαδή οι Πατέρες έχουν ημερομηνία λήξεως, έληξαν, σήμερα είναι λέει μία άλλη πραγματικότητα, και κάποιοι έχουν την αφέλεια, ανοησία, έπαρση, βλασφημία, να λένε ότι κι αυτοί είναι Πατέρες. Μα ποτέ οι Πατέρες δεν είπαν ότι ήταν Πατέρες αλλά η Εκκλησία τους ανεγνώρισε ως Πατέρες όταν ήτανε υπάκουοι στο θέλημα του Θεού όπως αποδείχθηκε μέσα στην Εκκλησία.
Άρα το πρόβλημα είναι λελυμένο και φυσικά οι όποιοι ηγέτες λένε αυτά τα πράγματα, το κάνουν δυνάμει του γεγονότος ότι το πλήρωμα εν πολλοίς, όπως φαίνεται στα πράγματα στατιστικά, είναι απληροφόρητο και νομίζει ότι έχει εκκλησιαστικό φρόνημα όταν υπακούει σ’ αυτούς τους ηγέτες που λένε πράγματα τα οποία είναι και αντι-ευαγγελικά και έρχονται σε φανερή αντίθεση με το Δόγμα.
Με αυτό δεν αποδομώ εγώ τη διοίκηση της Εκκλησίας η οποία είναι Αγιο-Πνευματική πράξη, αλλά θέτω την ευθύνη την προσωπική κάτω από την συλλογική συνείδηση της Εκκλησίας. Δεν λέω να λέει ο πιστός, εγώ δέχομαι αυτό μέχρι εκεί και απορρίπτω την ηγεσία, αλλά ανακρίνοντες και ζητώντας συνεχώς τι είναι το θέλημα του Θεού με κριτήρια εκκλησιαστικά στα οποία αναφέρθηκα κατά τον Ιερό Χρυσόστομο.
***
ΤΕΛΟΣ
απομαγνητοφώνηση (από 55:56 έως 01:11:39) Φαίη/Αβέρωφ