Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2017

Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου



Ένας άνθρωπος βάδιζε στο δάσος. Ήθελε να διαλέξει ένα καλό δέντρο, απ’ όπου θα έβγαζε δοκάρια για τη σκεπή του σπιτιού του. Εκεί είδε δύο δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα ήταν ίσιο, λείο και ψηλό, αλλά το εσωτερικό του, ο πυρήνας του, ήταν σάπιο. Το άλλο είχε ανώμαλη επιφάνεια κι ο κορμός του έδειχνε άσχημος. Το εσωτερικό του όμως ήταν γερό. Ο άνθρωπος αναστέναξε και είπε: «Σε τι μπορεί να μου χρησιμέψει το ψηλό και ίσιο αυτό δέντρο, αφού το μέσα του είναι σάπιο κι ακατάλληλο για δοκάρια; Το άλλο μοιάζει ανώμαλο, άσχημο, αλλά τουλάχιστο το μέσα του είναι γερό. Έτσι, αν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορώ να το διαμορφώσω και να το χρησιμοποιήσω για δοκάρια στο σπίτι μου». Και χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, διάλεξε το δέντρο εκείνο, το γερό. Το ίδιο θα κάνει κι ο Θεός για να ξεχωρίσει δύο ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο ναό Του. Δε θα διαλέξει εκείνον που φαίνεται επιφανειακά δίκαιος, αλλά τον άλλον, εκείνον που η καρδιά του είναι γεμάτη με την αληθινή δικαιοσύνη του Θεού.
Οι υπερήφανοι έχουν τα μάτια τους διαρκώς υψωμένα προς το Θεό. Οι καρδιές τους όμως είναι κολλημένες στη γη. Αυτοί δεν ευαρεστούν στο Θεό. Ευάρεστοι στο Θεό είναι οι ταπεινοί άνθρωποι, οι πράοι, που έχουν τα μάτια τους χαμηλωμένα στη γη, μα οι καρδιές τους είναι γεμάτες ουρανό. Ο Δημιουργός προτιμά τους ανθρώπους που ομολογούν στο Θεό τις αμαρτίες τους, όχι τα καλά τους έργα.
Ο Θεός είναι γιατρός. Πλησιάζει στο κρεβάτι όπου κείτεται ο καθένας μας και ρωτάει: «Που πονάς;» Ο άνθρωπος που αξιοποιεί την παρουσία του γιατρού κοντά του και του φανερώνει όλους τους πόνους και τις αδυναμίες του, είναι σοφός. Εκείνος που κρύβει τις αμαρτίες του και καυχιέται μπροστά στο γιατρό πως είναι υγιής, είναι ανόητος. Λες κι ο γιατρός επισκέπτεται τον άνθρωπο για να δει πόσο καλά είναι κι όχι από τι πάσχει. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος:
«Το ν’ αμαρτάνεις είναι κακό, όταν όμως το ομολογείς, μπορείς να λάβεις βοήθεια. Όταν όμως αμαρτάνεις και δεν το παραδέχεσαι, δεν υπάρχει ελπίδα να βοηθηθείς».
Γι’ αυτό ας γίνουμε σοφοί, συνετοί. Όταν στεκόμαστε για να προσευχηθούμε μπροστά στο Θεό, πρέπει να νιώθουμε πως βρισκόμαστε μπροστά στον πιο καλό και πιο ελεήμονα γιατρό. Εκείνος ρωτάει τον καθένα μας με αγάπη και μέριμνα: «Που πονάς;» Εμείς ας μην αμελήσουμε καθόλου να του αποκαλύψουμε την αρρώστια μας, να του φανερώσουμε τις πληγές και τις αμαρτίες μας.
***
Ο Κύριός μας Ιησούς μας μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Στο ευαγγέλιο διαβάζουμε πως ο Χριστός είπε την παραβολή αυτή «πρός τινας πεποιθότας εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς», προς εκείνους που είχαν την αλαζονική αυτοπεποίθηση πως είναι δίκαιοι και περιφρονούσαν τους άλλους. Μήπως κι εμείς συγκαταλεγόμαστε ανάμεσα σ’ εκείνους που ο Κύριος τους απηύθυνε την παραβολή αυτή;
Μην αντιδράς σ’ αυτά που σου λέω. Ομολόγησε καλύτερα την αρρώστια σου, ταπεινώσου γι’ αυτήν και πάρε το φάρμακο που σου δίνει ο πανεύσπλαχνος γιατρός. Σ’ ένα νοσοκομείο βρίσκονταν πολλοί άρρωστοι κρεβατωμένοι. Μερικοί είχαν πυρετό κι ανυπομονούσαν, περίμεναν με αγωνία πότε θά ‘ρθει ο γιατρός. Άλλοι έκοβαν βόλτες, γιατί νόμιζαν πως ήταν υγιείς και δεν είχαν ανάγκη το γιατρό. Ένα πρωινό ο γιατρός έκανε επίσκεψη στους αρρώστους. Μαζί του ήταν κι ένας φίλος του, που κρατούσε δώρα για να τους δώσει. Ο φίλος του γιατρού είδε εκείνους που υπόφεραν από πυρετό και τους λυπήθηκε.
– Θα γίνουν καλά; ρώτησε το γιατρό.
Εκείνος του ψιθύρισε στο αυτί:
– Αυτοί εδώ οι εμπύρετοι, ναι, μπορούν να γίνουν καλά. Το ίδιο κι οι άλλοι που κείτονται στα κρεβάτια τους. Αυτοί που κόβουν βόλτες όμως, όχι, δε γίνονται καλά. Αυτοί υποφέρουν από ανίατες αρρώστιες, έχει προχωρήσει η σήψη μέσα τους.
Ο φίλος του γιατρού έμεινε κατάπληκτος. Η έκπληξή του στρεφόταν προς δύο κατευθύνσεις: προς το μυστήριο που κρύβουν οι αρρώστιες και προς την οφθαλμαπάτη των ανθρώπων.
Φαντάσου τώρα πως είμαστε άρρωστοι στο νοσοκομείο του κόσμου. Η αρρώστια που έχει προσβάλει όλους μας έχει το ίδιο όνομα: αδικία. Η λέξη αυτή καλύπτει όλα τα πάθη, όλες τις επιθυμίες, όλες τις αμαρτίες και τις αδυναμίες που αγγίζουν την καρδιά, την ψυχή και το νου μας. Οι άρρωστοι χωρίζονται σε κατηγορίες. Μερικοί μόλις προσβλήθηκαν από την αρρώστια, άλλοι βρίσκονται σε προχωρημένη κατάσταση κι υπάρχουν κι αυτοί που βρίσκονται στο στάδιο της ανάρρωσης. Τα χαρακτηριστικά των ασθενειών αυτών στον εσωτερικό άνθρωπο όμως είναι τέτοια, ώστε μόνο όσοι θεραπεύτηκαν μπορούν να κατανοήσουν πόσο σοβαρή ήταν η ασθένεια από την οποία είχαν προσβληθείΟι πιο σοβαρά άρρωστοι είναι κι αυτοί που έχουν λιγότερη επίγνωση της κατάστασής τους. Στις σωματικές αρρώστιες ο άνθρωπος που υποφέρει από ψηλό πυρετό δεν ξέρει τίποτα για τον εαυτό του ή για την αρρώστια του. Ούτε ο τρελός καταλαβαίνει την τρέλα του.
Εκείνοι που αρχίζουν να διαπράττουν ανομίες, για λίγο καιρό ντρέπονται γι’ αυτές. Όταν το κακό όμως συνεχίζεται, ο άνθρωπος συνηθίζει στην αμαρτία, που του γίνεται έξη και σιγά σιγά οδηγείται σε παραλήρημα και μέθη, φτάνει σε τέτοια κατάσταση, ώστε η ψυχή του γίνεται αναίσθητη και δεν καταλαβαίνει την αρρώστια της.
Φαντάσου τώρα ένα γιατρό να πηγαίνει σε νοσοκομείο και να ρωτάει: «Τι έχετε; Από τι υποφέρετε;» Εκείνοι που η αρρώστια τους βρίσκεται στο πρώτο στάδιο ντρέπονται να παραδεχτούν πως είναι άρρωστοι κι απαντούν: «Τίποτα». Οι άλλοι που η αρρώστια τους βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο εκνευρίζονται με την ερώτηση κι όχι μόνο απαντούν «δεν έχουμε τίποτα», αλλ’ αρχίζουν και να καυχιούνται πως είναι υγιείς. Μόνο αυτοί που βρίσκονται στο στάδιο της θεραπείας αναστενάζουν κι απαντούν στο γιατρό: «Απ’ όλα υποφέρουμε. Λυπήσου μας και βοήθησέ μας».
Γράφει ο Τερτυλλιανός σε μια ομιλία του «Περί μετανοίας»: «Αν ντρέπεσαι να ομολογήσεις τις αμαρτίες σου, σκέψου τη φωτιά της κόλασης, που μόνο η εξομολόγηση μπορεί να σβήσει».
Αναλογίσου όλ’ αυτά λοιπόν, άκουσε την παραβολή του Χριστού και σκέψου πόσο αφορά και σένα. Αν κραυγάσεις με έκπληξη πως «η παραβολή αυτή δε με αφορά», σημαίνει πως έχεις προσβληθεί από την (πνευματική) ασθένεια που ονομάζεται ανομία ή αδικία. Αν διαμαρτυρηθείς και πεις πως «εγώ είμαι δίκαιος, η παραβολή αυτή αφορά τους αμαρτωλούς γύρω μου», σημαίνει πως η αρρώστια έχει προχωρήσει πολύ. Αν όμως χτυπήσεις το στήθος σου με μετάνοια και πεις «αλήθεια είναι. Είμαι άρρωστος, έχω ανάγκη από γιατρό», σημαίνει πως βρίσκεσαι σε καλό δρόμο για να θεραπευτείς. Τότε μη φοβασαι. Θα γίνεις καλά.
***
«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης». Δυο άνθρωποι, δυο αμαρτωλοί, ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Δυο άνθρωποι, δυο αμαρτωλοί, με τη διαφορά πως ο Φαρισαίος δεν έβλεπε τον εαυτό του σαν αμαρτωλό, ενώ ο τελώνης το παραδεχόταν. Ο Φαρισαίος ανήκε στην υψηλότερη κοινωνική τάξη της εποχής, ο τελώνης στην πιο περιφρονημένη.
«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο· Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης· νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά, για να προκαλεί εντύπωση, κι έλεγε τα εξής λόγια στην προσευχή του: Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ γιατί δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους που είναι άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ τηρώ κατά γράμμα το νόμο, νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα και δίνω ελεημοσύνη το ένα δέκατο απ’ όλα όσα κερδίζω.
Ο Φαρισαίος στάθηκε μπροστά ακριβώς από το ιερό. Ήταν συνήθεια των Φαρισαίων να κάθονται στην πρώτη θέση. Το ότι ο Φαρισαίος καθόταν στην πρώτη θέση, φαίνεται κι από το γεγονός πως ο τελώνης έστεκε «μακρόθεν». Η υπερηφάνεια του Φαρισαίου κι η σιγουριά του πως ήταν δίκαιος, δηλαδή πνευματικά υγιής, ήταν τέτοια, ώστε δεν απαίτησε την πρώτη θέση μόνο από τους ανθρώπους, για να τον βλέπουν όλοι, αλλά κι από το Θεό. Την απαιτούσε όχι μόνο όταν συμμετείχε σε γεύματα και σε συναθροίσεις, μα ακόμα και στο ναό, την ώρα της προσευχής. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να δείξει πόσο άρρωστος ήταν πνευματικά ο Φαρισαίος, πόσο η αρρώστια της αδικίας και της αλαζονείας τον είχαν διαφθείρει.
Γιατί λέει προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο; Γιατί δεν προσευχόταν δυνατά; Επειδή ο Θεός ακούει πιο προσεχτικά αυτά που η καρδιά λέει, όχι όσα προφέρουν τα χείλη. Αυτά που σκέφτεται κι αυτά που αισθάνεται ο άνθρωπος την ώρα που προσεύχεται έχουν περισσότερη σημασία για το Θεό από τα λόγια που προφέρει η γλώσσα. Η γλώσσα μπορεί να εξαπατήσει, η καρδιά όμως όχι. Αυτή φανερώνει καθαρά πώς είναι ο άνθρωπος μέσα του, αν είναι μαύρος ή άσπρος, αν είναι ειλικρινής ή υποκριτής.
Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων. Ένας αμαρτωλός άνθρωπος τολμά να το πει αυτό στην εκκλησία, μπροστά στο Θεό! Τι είναι η Εκκλησία; Δεν είναι ο χώρος όπου οι άρρωστοι συναντούν το γιατρό τους; Εκείνοι που είναι άρρωστοι πνευματικά, αμαρτωλοί, πηγαίνουν εκεί για να εξομολογηθούν την αρρώστια τους στο Θεό, το γιατρό. Ν’ αναζητήσουν τη θεραπεία τους από Εκείνον που είναι ο αληθινός γιατρός για όλες τις αρρώστιες, για όλα τα βάσανα των ανθρώπων, που είναι ο χορηγός όλων των αγαθών.
Στο νοσοκομείο δεν πηγαίνουν οι υγιείς, για να καυχηθούν στο γιατρό πόσο καλή υγεία έχουν. Ο Φαρισαίος αυτός όμως δεν πήγε στο ναό απόλυτα υγιής ψυχικά, για να κομπάσει για την υγεία του. Αυτός ήταν σοβαρά άρρωστος, υπόφερε από την αρρώστια της αδικίας και της αλαζονείας. Στον πυρετό της αρρώστιας του αυτής όμως δεν καταλάβαινε πόσο σοβαρά άρρωστος ήταν.
Κάποτε επισκέφτηκα ένα ψυχιατρείο. Ο γιατρός με οδήγησε μπροστά από ένα συρμάτινο πλέγμα, κατά μήκος του δωματίου του πιο σοβαρά άρρωστου από τους ασθενείς του. «Πώς αισθάνεσαι;», τον ρώτησα. Κι εκείνος μου απάντησε αμέσως: «Πώς νομίζεις ότι μπορώ να αισθάνομαι, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους τρελούς;».
Τι έλεγε ο Φαρισαίος; Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπωνΣτην πραγματικότητα δεν ευχαριστεί το Θεό επειδή αναγνωρίζει ότι σ’ Εκείνον οφείλεται το ότι δεν είναι σαν τους άλλους ανθρώπους. Όχι. Τα λόγια, Ο Θεός, ευχαριστώ σοι, δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα θαυμασμό, μια αυτοεγκωμιαστική προσέγγισή του στο Θεό, ώστε Εκείνος ν’ ακούσει την κομπορρημοσύνη του. Απ’ όλα όσα λέει, προκύπτει πως δεν ευχαριστεί το Θεό για τίποτα. Αντίθετα, βλασφημεί το Θεό, με το να βλασφημεί όλη την υπόλοιπη δημιουργία Του. Για τίποτα δεν ευχαριστεί το Θεό. Όσα λέει για τον εαυτό του τ’ αποδίδει σε δικές του ενέργειες, στα κατορθώματα που μόνος αυτός πέτυχε, χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Δε θα πει σε καμιά περίπτωση πως δεν είναι άρπαγας, άδικος, μοιχός ή τελώνης επειδή ο Θεός τον προφύλαξε από τις αμαρτίες και τα πάθη αυτά με τη δύναμη και το έλεός Του. Είναι αυτός που είναι, επειδή ο ίδιος αποτιμά έτσι τον εαυτό του, δηλαδή έναν άξιο άνθρωπο με εξαιρετικό χαρακτήρα, που δεν έχει το ταίρι του σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός ο εξαιρετικός χαρακτήρας κάνει προσπάθειες και θυσίες για να διατηρηθεί στο υψηλό αυτό επίπεδο, ψηλότερα απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους. Αυτό θέλει να πει όταν κομπάζει πως νηστεύει δυο φορές την εβδομάδα και δίνει το δέκατο απ’ όλα όσα κερδίζει.
Πόσο εύκολο τρόπο διάλεξε για να σωθεί ο Φαρισαίος! Ευκολότερο κι από τον πιο εύκολο τρόπο που οδηγεί στην καταστροφή! Απ’ όλες τις εντολές που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους, μέσω του Μωυσή, αυτός διάλεξε τις δυο ευκολότερες. Στην πραγματικότητα όμως δεν τηρεί καμιά. Ο Θεός δεν έδωσε τις δυο αυτές εντολές επειδή ο ίδιος είχε ανάγκη να νηστεύουν και να δίνουν το δέκατο της περιουσίας τους οι άνθρωποι. Αυτό είναι το μόνο που δε χρειάζεται ο Θεός. Δεν έδωσε τις εντολές αυτές στους ανθρώπους σαν αυτοσκοπό, αλλά – όπως και τις άλλες εντολές- για να καρποφορήσουν στην ταπείνωση, στην υπακοή στο Θεό, στην αγάπη για Εκείνον και για τον άνθρωπο.
Με λίγα λόγια, τις εντολές ο Θεός τις έδωσε για να διεγείρουν, να μαλακώσουν και να φωτίσουν τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Φαρισαίος τηρούσε τις εντολές χωρίς σκοπό. Νήστευε κι έδινε το δέκατο της περιουσίας του αλλά μισούσε τους άλλους, τους περιφρονούσε, στάθηκε με αλαζονεία μπροστά στο Θεό. Παρέμεινε ένα άκαρπο δέντρο. Ο καρπός δεν έγκειται στη νηστεία, αλλά στην καρδιά. Ο καρπός δεν προκύπτει από τη συγκεκριμένη εντολή αλλ’ από την καρδιά. Όλες οι εντολές κι όλοι οι νόμοι υπάρχουν για να βελτιώνουν την καρδιά. Να τη θερμαίνουν, να τη φωτίζουν, να την ποτίζουν, να την περιχαρακώνουν, να τη σπέρνουν, να την καλλιεργούν. Κι όλ’ αυτά μόνο και μόνο για να καρποφορήσει ο αγρός της καρδιάς, ν’ αναπτυχθεί και να ωριμάσει ο καρπός.
Όλα τα καλά έργα είναι μέσα, δεν είναι σκοπός· είναι η μέθοδος, όχι ο καρπός. Σκοπός είναι η καρδιά που φέρει τον καρπό.
Ο Φαρισαίος με την προσευχή του δεν πέτυχε τον επιδιωκόμενο σκοπό. Δεν αποκάλυψε το κάλλος της ψυχής του, αλλά την ασχήμια της. Δε φανέρωσε την υγεία του, αλλά την αρρώστια. Ο Χριστός θέλησε με την παραβολή αυτή να μας δείξει πως, όχι μόνο ο συγκεκριμένος Φαρισαίος, αλλά το σύνολο των Φαρισαίων εκείνη την εποχή ήθελε να εξουσιάζει τον ισραηλιτικό λαό. Θέλησε με την παραβολή Του ο Κύριος να μας δείξει πως η διεστραμένη ευσέβεια κι ο πλανεμένος φαρισαϊσμός ανήκουν και σε μας, σε όλες τις γενιές των χριστιανών μέχρι τις μέρες μας. Δεν υπάρχουν σήμερα ανάμεσά μας χριστιανοί που προσεύχονται στο Θεό με τον ίδιο τρόπο, όπως ο Φαρισαίος; Δεν είναι πολλοί αυτοί που αρχίζουν την προσευχή τους με κατηγορίες και μομφές κατά του πλησίον τους και τελειώνουν με αυτοεγκωμιασμούς; Δεν είναι πολλοί εκείνοι που στέκονται μπροστά στο Θεό ως δανειστές μπροστά στον οφειλέτη τους; Δε λένε πολλοί από μας, «Θεέ μου, εγώ νηστεύω, πηγαίνω στην εκκλησία, πληρώνω τους φόρους μου, κάνω δωρεές στην εκκλησία· δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους εγώ, σαν τους άρπαγες και τους συκοφάντες, σαν τους άπιστους και τους μοιχούς. Αυτοί με στενοχωρούν εμένα. Εσύ, τι κάνεις, Θεέ μου; Γιατί δεν τους αφανίζεις αυτούς, γιατί δεν επιβραβεύεις εμένα για όλ’ αυτά που κάνω για Σένα; Δε βλέπεις, Θεέ, πόσο αγνή είναι η καρδιά μου, πόσο υγιής είναι η ψυχή μου;».
Πρέπει να ξέρεις πως, όπως λέει ο όσιος Μάξιμος, «ο Θεός δεν μπορεί να σε εξαπατήσει, μα ούτε και συ Εκείνον. Όλοι κάνουν το σταυρό τους, μα δεν προσεύχονται όλοι». Ο Φαρισαίος είναι «Αβραάμ ως προς τη γενειάδα του, μα Χαμ ως προς τα έργα του».
Μ’ αυτόν τον τρόπο μιλάνε οι Φαρισαίοι. Κι ο Θεός τους ακούει και τους στέλνει πίσω κενούς, άδειους. Τους απαντά: «Δεν αναγνωρίζω την περιγραφή που κάνετε στον εαυτό σας». Στην τελική κρίση θα τους πει: «Ουκ οίδα υμάς». Δεν σας ξέρω. Ο Θεός δεν αναγνωρίζει τους φίλους Του από τα λόγια τους, αλλ’ από τις καρδιές τους. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν εκτιμά τη συκιά από τα φύλλα της, αλλ’ από τους καρπούς της.
***
Πώς θά ‘πρεπε να προσευχηθεί ένας αληθινός άνθρωπος της προσευχής; Ιδού, πώς: «Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ο τελώνης έστεκε μακριά από το θυσιαστήριο και δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλά χτυπούσε το στήθος του κι έλεγε: Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ελέησέ με τον αμαρτωλό.
Ο πραγματικός άνθρωπος της προσευχής δεν πηγαίνει μπροστά, στην πρώτη θέση μέσα στην εκκλησία. Τι ανάγκη έχει να το κάνει αυτό; Ο Θεός τον βλέπει και στο πίσω μέρος της εκκλησίας το ίδιο, όπως κι αν στεκόταν μπροστά. Ο αληθινός άνθρωπος της προσευχής βρίσκεται πάντα σε πραγματική μετάνοια. «Η μετάνοια του ανθρώπου είναι πανηγύρι για το Θεό», λέει ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Ο ταπεινός άνθρωπος στέκεται μακριά. Νιώθει τη μηδαμινότητά του ενώπιον του Θεού, γεμίζει με ταπείνωση μπροστά στη μεγαλοσύνη Του. Ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο «μείζων εν γεννητοίς γυναικών», ομολόγησε έμφοβος όταν τον πλησίασε ο Χριστός: «Ουκ ειμί ικανός κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού» (Μάρκ. α’ 7). Η αμαρτωλή γυναίκα έπλυνε τα πόδια του Χριστού με τα δάκρυά της. Ο αληθινός άνθρωπος της προσευχής είναι πολύ ταπεινός, νιώθει ευτυχής μόνο από το γεγονός ότι ο Θεός του επιτρέπει να πλησιάσει στα πόδια Του.
Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι. Γιατί; Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Τις ψυχικές αμαρτίες μπορείς να τις διαβάσεις στα μάτια. Δεν διαπιστώνεις κάθε μέρα πως, όταν ένας άνθρωπος αμαρτάνει, χαμηλώνει τα μάτια του μπροστά στους άλλους; Πώς θα μπορούσαν τα μάτια ενός αμαρτωλού να μη χαμηλώσουν ενώπιον του Θεού, του παντογνώστη; Κάθε αμαρτία που διαπράττεται μπροστά στους ανθρώπους, διαπράττεται κι ενώπιον του Θεού. Δεν υπάρχει αμαρτία στη γη που να παραμείνει απαρατήρητη από το Θεό. Ο αληθινός άνθρωπος της προσευχής το γνωρίζει αυτό και γι’ αυτό ταπεινώνεται βαθιά, στέκεται με ντροπή μπροστά στο Θεό. Γι’ αυτό και η παραβολή λέει, ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι.
Αλλά γιατί χτυπούσε το στήθος του; Για να δείξει μ’ αυτόν τον τρόπο πως το σώμα είναι το όργανο με το οποίο αμαρτάνει ο άνθρωπος. Οι σωματικές επιθυμίες οδηγούν τον άνθρωπο στις μεγαλύτερες αμαρτίες. Η λαιμαργία οδηγεί στη λαγνεία. Η λαγνεία οδηγεί στην οργή κι αυτή στο φόνο. Η σωματική ψύχωση χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό, τον εξασθενίζει και σκοτώνει τον θεϊκό ηρωισμό που ενυπάρχει στον άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος που ο τελώνης χτυπάει το σώμα του. Ξέρει καλά την αμαρτία του, την ταπείνωσή του και την ντροπή που πρέπει να νιώθει μπροστά στο Θεό.
Γιατί όμως χτυπάει κυρίως το στήθος του κι όχι το κεφάλι του ή τα χέρια του; Επειδή η καρδιά βρίσκεται στο στήθος. Κι η καρδιά είναι πηγή κάθε αμαρτίας και κάθε αρετής. Είπε ο ίδιος ο Κύριος: «το εκ του ανθρώπου εκπορευόμενον, εκείνο κοινοί τον άνθρωπον, έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη· πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εκπορεύεται και κοινοί τον άνθρωπον» (Μάρκ. ζ’ 20-23). Γι’ αυτό ο τελώνης χτυπούσε το στήθος του.
Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Θεέ μου, σπλαχνίσου κι ελέησέ με τον αμαρτωλό. Αυτά έλεγε ο τελώνης. Δεν απαριθμούσε ούτε τα καλά του έργα ούτε τα κακά. Ο Θεός τα γνωρίζει όλα. Κι ο Θεός δεν επιθυμεί την απαρίθμηση των αμαρτιών, αλλά την ταπείνωση και τη μετάνοια για όλ’ αυτά. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ.
Τα λόγια αυτά τα λένε όλα. Θεέ μου, Εσύ είσαι ο γιατρός κι εγώ ο άρρωστος. Μόνο Εσύ μπορείς να με θεραπεύσεις, σε Σένα μόνο ανήκω. Ο γιατρός είσαι Εσύ, θεραπεία είναι το έλεός Σου. Λέγοντας ο άρρωστος, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ, είναι σα να λέει με ειλικρινή μετάνοια: «Γιατρέ, δώσε τη θεραπεία σε μένα τον άρρωστο. Κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορεί να με θεραπεύσει παρά μόνο Εσύ, Θεέ μου. «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα» (Ψαλμ. ν’ 6). Από τους ανθρώπους δεν υπάρχει βοήθεια για μένα, όσο δίκαιοι κι αν είναι αυτοί. Μόνο Εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Τίποτ’ άλλο δεν μπορεί να με βοηθήσει. Ούτε η νηστεία μου, ούτε το δέκατο της περιουσίας μου που δίνω ούτε όλα τα καλά μου έργα. Μόνο το ελεός Σου μπορεί να γειάνει τις πληγές μου σαν φάρμακο σωστικό. Ο έπαινος των ανθρώπων δεν μπορεί να θεραπεύσει τα τραύματά μου, μάλλον τα χειροτερεύει. Εσύ μόνο γνωρίζεις την αρρώστια μου κι Εσύ έχεις και τη θεραπεία. Είναι άσκοπο για μένα να πάω οπουδήποτε αλλού ή να προσευχηθώ σε οποιονδήποτε άλλον. Αν Εσύ με απορρίψεις, ο κόσμος ολόκληρος δεν μπορεί να με συγκρατήσει από την καταστροφή. Εσύ, μόνο Εσύ, Κύριε, μπορείς, αν το θέλεις. Θεέ μου, συχώρεσέ με, σώσε με. Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ.
***
Τι λέει ο Κύριος τώρα, πώς απαντάει σ’ αυτού του είδους την προσευχή; «Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος» (Λουκ. ιη’ 14). Σε ποιον απευθύνει τα λόγια αυτά ο Κύριος; Σε όλους εμάς, που νομίζουμε πως είμαστε δίκαιοι. Ο τελώνης είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι του δικαιωμένος, όχι ο Φαρισαίος. Ο άνθρωπος που ομολογεί με ταπείνωση τις αμαρτίες του γυρίζει στο σπίτι του δικαιωμένος, όχι ο άδικος και αλαζόνας. Ο ταπεινός και μετανιωμένος άνθρωπος δικαιώνεται, όχι ο αυθάδης, ο ματαιόδοξος και υπερήφανος. Ο γιατρός ελεεί και θεραπεύει τον άρρωστο που ομολογεί την αρρώστια του κι αναζητά θεραπεία, ενώ στέλνει άδειο στο σπίτι του εκείνον που επισκέπτεται το γιατρό για να κομπάσει πως είναι υγιής.
Ο Κύριος τελειώνει τη θαυμάσια παραβολή Του με την εξής διδαχή: «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. ιη’14). Ποιος είναι ο υψών εαυτόν και ποιος ο ταπεινών; Κανένας δεν μπορεί να υψωθεί ούτε όσο το φάρδος μιας τρίχας, αν ο Θεός δεν τον σηκώσει. Εδώ όμως εννοεί εκείνον που νομίζει πως υψώνεται με το να σπεύδει να καταλάβει την πρώτη θέση, μπροστά σε Θεό και ανθρώπους· εκείνον που κομπάζει για τα καλά του έργα· εκείνον που υπερηφανεύεται ακόμα και μπροστά στο Θεό· αυτόν που ταπεινώνει και περιφρονεί τους άλλους, ώστε ο ίδιος να φαίνεται ανώτερος. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, εκείνοι που πιστεύουν πως υψώνονται, στην ουσία ταπεινώνονται. Όσο ανώτεροι φαντάζουν στα δικά τους τα μάτια ή και στα μάτια των άλλων, τόσο μικρότεροι φαίνονται στα μάτια του Θεού. Τέτοιους ανθρώπους θα τους ταπεινώσει ο Θεός. Κάποια μέρα θα τους κάνει να νιώσουν την ταπείνωση αυτή. «Ωσότου ο άνθρωπος αποκτήσει ταπείνωση, δε θα λάβει την ανταπόδοση των έργων του. Η ανταπόδοση δεν δίδεται για τα έργα αλλά για την ταπείνωση», λέει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος (Λόγος λδ’).
Ποιος είναι αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του; Όχι βέβαια εκείνος που προσπαθεί να φαίνεται ταπεινότερος, μα εκείνος που βλέπει την ταπεινότητά του επειδή είναι αμαρτωλός. Ο Θεός δεν απαιτεί άλλη ταπείνωση από μας, παρά μόνο την αίσθηση και την ομολογία της αμαρτωλότητάς μας. Ο άνθρωπος που αισθάνεται κι ομολογεί το βάθος όπου τον βύθισε η αμαρτία, είναι αδύνατο να βυθιστεί περισσότερο. Η αμαρτία μας τραβάει πάντα χαμηλά, στο βάθος της καταστροφής, πιο βαθιά απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Λέει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Ο ταπεινός άνθρωπος δεν πέφτει ποτέ. Πού μπορεί να πέσει, αφού βρίσκεται πιο χαμηλά απ’ όλους; Η ματαιότητα είναι μεγάλη αισχύνη, ενώ η ταπείνωση είναι ύψος μεγάλο, τιμή και αξία» (Ομιλ. 19).
Με λίγα λόγια: Εκείνος που ενεργεί όπως ο τελώνης, τιμάται. Ο πρώτος (ο Φαρισαίος) δεν μπορεί να θεραπευτεί, γιατί δε βλέπει πως είναι άρρωστος. Ο δεύτερος (ο τελώνης) είναι άρρωστος, αλλά βρίσκεται στο στάδιο της θεραπείας επειδή γνωρίζει την αρρώστια του, παρακολουθείται από το γιατρό και κάνει τη θεραπεία του. Ο πρώτος είναι σαν το λείο και ψηλό δέντρο που μέσα του όμως είναι σάπιο και γι’ αυτό άχρηστο στον οικοδεσπότη. Ο δεύτερος είναι σαν το δέντρο που έχει ανώμαλη επιφάνεια κι ο κορμός του είναι στραβός, μα ο οικοδεσπότης το κατεργάζεται, φτιάχνει δοκάρια και τα χρησιμοποιεί για το σπίτι του.
Ο Θεός να ελεήσει όλους τους αμαρτωλούς που μετανοούν, να θεραπεύσει από την αρρώστια της αμαρτίας όλους αυτούς που προσεύχονται με φόβο και δοξάζουν τον πανεύσπλαχνο Πατέρα, τον μονογενή Του Υιό και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Πηγή: «Καιρός Μετανοίας» Ομιλίες Β’, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επιμέλεια – Μετάφραση – Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης)
Συνιστούμε ανεπιφύλακτα στους επισκέπτες της ιστοσελίδος μας το εξαιρετικό βιβλίο με τις ομιλίες του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς:


Το  είδαμε εδώ


Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος: Κατά τον λαόν δίδει και ο Θεός τους άρχοντας

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
     Οι περισσότεροι χριστιανοί είναι κατ’ όνομα, κατ’ ουσίαν όμως είναι φιλάργυροι, υπερήφανοι και πράττουν παν ότι είναι εναντίον του νόμου του Θεού, είναι ασεβείς, άπιστοι, βλάσφημοι, ακόλαστοι, άδικοι, ψεύσται, κλέπται, πλεονέκται, και πράττουν παν ότι αρέσει εις τον διάβολον του οποίου έγιναν μαθηταί, οπαδοί και φίλοι. Κατά τον λαόν δίδει και ο Θεός τους άρχοντας. Και δώσω, λέγει ο Κύριος, τους άρχοντας κατά τας καρδίας αυτών.
     Ο Κύριος δια της δικαίας του οργής θα καθαρίση την Εκκλησίαν και την γην, μερικώς,   από την ακαθαρσίαν, η δε γενική κάθαρσις θα γίνη κατά την φοβεράν ημέραν της κρίσεως, κατά την οποίαν, ως μας βεβαιώνει ο Απόστολος. Παύλος « άπαντες παραστησώμεθα τω βήματι του Χριστού ίνα κομίσητε έκαστος τα δια του σώματος, προς α έπραξε είτε αγαθόν είτε κακόν». Και απελεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως και κόλασιν αιώνιον.
     Αληθώς, η εν γένει κατάστασις της κοινωνίας και της Εκκλησίας είναι αξιοθρήνητος. Αλλά δεν πρέπει να απελπιζώμεθα αλλά να έχωμεν θάρρος, υπομονήν, πίστιν και ελπίδα. Να μη προσέχωμεν εις τους πολλούς και αχρήστους, αλλά εις τους ολίγους και εκλεκτούς… Ας μη μας χωρίση δε τίποτε της αγάπης του Χριστού ούτε θλίψις ούτε στενοχωρία ούτε πείνα ούτε γυμνότης ούτε κίνδυνος ούτε θάνατος. Πρέπει δε να πιστεύωμεν ότι τα μυστήρια και δι’ αναξίων ιερέων και Σιμωνιακών και φαύλων τελούνται, ως λέγει και ο θείος Χρυσόστομος: «Ο Θεός δεν χειροτονεί πάντας, αλλά δια πάντων ενεργεί». Τα μυστήρια δεν τα τελούν οι Σιμωνιακοί, οι ανάξιοι και φαύλοι, αλλά το Πνεύμα το Άγιον δια τον αγιασμόν και την σωτηρίαν των πιστών.
(Πνευματικές συμβουλές και υποθήκες-Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου)

Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου

telonis_titlos
Κι άλλη μια σπουδαία παραβολή μας είπε ο Κύριος για να μας διδάξει πόσο θέλει ο Θεός την ταπείνωση και τη μετάνοια των ανθρώπων και πόσο αναπαύεται σε ανθρώπους ταπεινούς:
Farisaios kai telonisΔύο άνθρωποι ανέβηκαν στον Ναό, για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά στο μέσον του Ναού κι άρχισε να προσεύχεται ως εξής: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, και δίνω στον ναό το ένα δέκατο από τα εισοδήματά μου».
Αντίθετα ο Τελώνης στεκόταν πίσω, παράμερα, και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Σας βεβαιώνω ότι έφυγε για το σπίτι του συμφιλιωμένος με τον Θεό ο τελώνης. Αυτού την προσευχή άκουσε ο Θεός. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί.
Από την Κυριακή αυτή ανοίγει ο κύκλος του Τριωδίου. Η Εκκλησία μας με την παραβολή αυτή μας προετοιμάζει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καθώς μας θυμίζει ότι το πρώτο βήμα για τη σωτηρία μας είναι η ταπείνωση.

Γέροντας Αθανάσιος Μετεωρίτης: «Ὁ ὀρθολογισμός ὡς ἐσφαλμένη ὁδός θεογνωσίας»


Ομιλία του Γέροντα Αθανασίου του Μετεωρίτη στην ΓΕΧΑ Τρικάλων με θέμα:
«Ὁ ὀρθολογισμός ὡς ἐσφαλμένη ὁδός θεογνωσίας».


Ακούστε και κατεβάστε την ομιλία απόεδώ.

   το είδαμε  εδώ

«ΕΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΔΙΩΓΜΟΙΣ ΥΜΩΝ» (Β΄ ΘΕΣ. 1,4) ΘΑ ΓΙΝΗ ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ, ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΑΝΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ. ΑΠΟ ΤΟΥΣ 30.000 ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΖΗΤΗΜΑ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ 100 ΠΟΥ ΝΑ ΠΟΥΝ: «ΠΡΟΤΙΜΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΛΟΥΣΤΡΟΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΗΡΥΤΤΟΥΜΕ ΑΘΕΪΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΥΚΟΛΙΑ ΘΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΝΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ. ΘΑ ΤΑ ΔΗΤΕ ΑΥΤΑ

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«ΕΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΔΙΩΓΜΟΙΣ ΥΜΩΝ» (Β΄ ΘΕΣ. 1,4)


ΘΑ ΓΙΝΗ ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ, ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΑΝΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ. ΑΠΟ ΤΟΥΣ 30.000 ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΖΗΤΗΜΑ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ 100 ΠΟΥ ΝΑ ΠΟΥΝ: «ΠΡΟΤΙΜΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΛΟΥΣΤΡΟΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΗΡΥΤΤΟΥΜΕ ΑΘΕΪΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΥΚΟΛΙΑ ΘΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΝΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ. ΘΑ ΤΑ ΔΗΤΕ ΑΥΤΑ.



ΑΓΩΝΙΣΘ

Ἐκεῖ πᾶμε.

 Θὰ ἐπανέλθουμε στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Αὐτὸ θὰ γίνῃ ἢ μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀπ᾿ ἔξω μὲ ἐξωτερικὸ διωγμό. Ὅπως στὴ Ῥωσία ἦταν ἑκατομμύρια ψευτοχριστιανοί. Μετὰ ἦρθε τὸ μεγάλο κόσκινο καὶ κοσκινίστηκαν οἱ Χριστιανοί. Τώρα ὑπάρχουν λίγοι, ἀλλὰ πραγματικοὶ Χριστιανοί. Ζήτημα μέσα στὴ Μόσχα, ποὺ εἶνε 8 ἑκατομμύρια, νὰ ὑπάρχουν 100 – 200 Χριστιανοί. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔχουν μέσα τους δύναμι. Ὁ βίος τους, τὸ παράδειγμά τους, ἡ αὐτοθυσία τους τὸ δείχνει.
Ἐδῶ ἐμεῖς εἴμαστε ὅλοι χριστιανοὶ τοῦ γλυκοῦ νεροῦ. Ἂν πιστεύαμε στὸ Θεό, θὰ εἴχαμε ἐγκαταλείψει κάθε ἄλλη κοσμικὴ ἀσχολία. Τί νὰ τὰ κάνῃς τ᾿ ἄλλα· τὸ Εὐαγγέλιο ποιός ἐφαρμόζει.
Στὴ Θεσσαλονίκη ὅμως τότε ἦταν πραγματικοὶ Χριστιανοί. Καὶ ἀπόδειξις, ὅτι δὲν λυγίζανε στοὺς διωγμούς. Ἐκεῖνα τὰ πτωχαδάκια πάλευαν μ᾿ ὅλες τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, ποὺ ἦταν ἐχθρικές. Αὐτοὶ οἱ λίγοι Χριστιανοὶ ἐθεωροῦντο ἀμελητέοι, δὲν τοὺς ὑπολόγιζαν· καὶ ὅμως αὐτοὶ ἦρθαν σὲ ῥῆξι μὲ ὅλους τοὺς ἰσχυροὺς τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὑπέστησαν πολλοὺς διωγμούς.
Ἀλλὰ καὶ πάντοτε τὰ πτωχαδάκια διώκονται, καὶ μένουν κοντὰ στὸ Χριστό. Οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔχουν ἀξιώματα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πολεμοῦν τὸ Χριστό.
Θὰ γίνῃ διωγμός. Θὰ τὰ δῆτε ἐσεῖς ποὺ θὰ ζήσετε, ἐγὼ γέρος ἄνθρωπος εἶμαι. Θὰ γίνῃ διωγμός, καὶ θὰ δῆτε ὅλους τοὺς δασκαλάκους νὰ προσκυνᾶνε τὸ κόκκινο θηρίο. Τριάντα χιλιάδες εἶνε ὅλοι οἱ δάσκαλοι· ζήτημα νὰ μείνουν ἑκατὸ ποὺ νὰ ποῦν· Προτιμοῦμε νὰ γίνουμε λοῦστροι στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως, παρὰ νὰ κηρύττουμε ἀθεΐα. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, μὲ ὅση εὐκολία χειροκροτοῦσαν τὸν Παπαδόπουλο, μὲ ὅση εὐκολία χειροκροτοῦσαν τὸν Καραμανλῆ, μὲ τὴν ἴδια εὐκολία θὰ χειροκροτοῦνε καὶ τὸν ἀντίχριστο. Θὰ τὰ δῆτε αὐτά. Συμφέρον καὶ μόνο συμφέρον εἶνε σήμερα οἱ ἄνθρωποι, καὶ τίποτε περισσότερο. Τέτοιοι εἶνε καὶ οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ καθηγηταὶ καὶ οἱ ἀξιωματικοί, γιατί ὄχι καὶ οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες – δὲν κάνω καμμία διάκρισι.
Δὲν ἦρθε ἀκόμη ἡ ὥρα τοῦ ἀντιχρίστου· ὅταν θὰ ἔρθῃ, θὰ τὸ δοῦμε. Μιλάει παρακάτω ὁ ἀπόστολος γιὰ τὴν ὥρα τοῦ ἀντιχρίστου.

Διαμάντια ἄθραυστα εἶνε οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί. Στὴν Ἀμερικὴ κοπίασαν πάρα πολὺ γιὰ νὰ κόψουν ἕνα διαμάντι, νὰ τὸ χωρίσουν στὰ δύο. Δὲν σπάει εὔκολα τὸ διαμάντι. Σπάει τὸ σφυρὶ ποὺ τὸ κτυπᾷ, ἀλλὰ τὸ διαμάντι δὲν σπάει. Ἔτσι εἶνε καὶ ὁ ἀληθινὸς Χριστιανός. «Ἐν πᾶσι τοῖς διωγμοῖς». Ὄχι ν᾿ ἀντέξουμε σὲ ἕναν μόνο διωγμὸ ἢ σὲ δύο, ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς διωγμούς.
Ὑπέφεραν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης· ἦταν πραγματικοὶ ἥρωες. Μακάρι νὰ ἐπανέλθουμε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς Χριστιανούς. Νὰ ἔχουμε λίγους Χριστιανούς, ἀλλὰ ζωντανούς. Γιατί ν᾿ ἀσχολούμεθα μὲ ὅλους; Δὲν πά᾿ ν᾿ ἀνάβῃ αὐτὸς φωτιὲς(*) καὶ ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν πυρολατρία; Δὲν πά᾿ νά ᾿νε μασόνος καὶ ροταριανός; Δὲν θ᾿ ἀσχολούμεθα μ᾿ αὐτούς. Τώρα ἀσχολούμεθα ἀναγκαστικῶς μὲ ὅλους. Ἐὰν ὑποθέσουμε, ὅτι ξεκαθαρίζουν τὰ πράγματα καὶ μένουν ἐδῶ στὴν πόλι 200 μὲ 300 Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ποῦν «Θέλουμε νὰ ζήσουμε χριστιανικά», δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά. Οἱ ἄλλοι, ὅ,τι θέλουν ἂς κάνουν. Καὶ χαύρα καὶ τζαμὶ νὰ κτίσουν, δὲν θὰ ἔχουμε καμμιὰ εὐθύνη. Δὲ βλέπεις τὶς γιορτὲς ποῦ τὶς περνᾷ ὁ πρωθυπουργὸς τῆς χώρας ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι; Στὰ ρεβεγιόν, ὄχι στὴν ἐκκλησία!
Λίγοι, λοιπόν, ἦταν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ ζωντανοί. Ἔχει ἀξία ὄχι τὸ ποσὸν ἀλλὰ τὸ ποιόν. Πότε θ᾿ ἀποκτήσῃ ἡ Ἐκκλησία μας τέτοιους ζωντανοὺς Χριστιανούς;
Ἔτσι ἦταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ὑπέφεραν ἀπὸ διωγμούς, ἀλλὰ δὲν λύγιζαν. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἐπαινεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.


ΙΣΤ’ ΛΟΥΚΑ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΙΣΤ' ΛΟΥΚΑ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

Ομιλία εις την κατά τον Τελώνην και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
Το σύνολο του ανθρωπίνου γένους διαχωρίζεται σε δύο τάξεις, διά της παρουσιάσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου, την των ταπεινών και την των υπεροπτών. Το παράδειγμα του πρώτου δεικνύει ότι οφείλει ο άνθρωπος όχι μόνον ν’ απαρνηθεί την κακίαν, αλλά και να φθάσει στο σημείον ταπεινώσεως ώστε ν’ αυτοκατακριθεί.
  1. Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν’ αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, δια της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλ’ επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί δια της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίση δια της υπερηφανείας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένον ήδη. Αλλά κρατηθήτε, μη πτοηθήτε· διότι ο επιμελής είναι ευμηχανώτερος στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι’ αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο τον δυνάμενο τα πάντα και ενδυναμώνοντα από αγαθότητα όλους τους εραστάς της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστος από ποικίλα πονηρά μηχανήματα που παρασκευάζει ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρη όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγη εύκολα στον Θεό με την μετάνοια και την ταπείνωση.
  2. Δείγμα δε και διαρκής απόδειξις είναι τούτο. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να ειπούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρώνεται απλώς, αφού εκοινώνησε προς τους εναρέτως ζώντας με μόνο τον λόγο, κι αυτόν σύντομο, ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον αδέκαστο κριτή τον ίδιο, συγκαταλέγεται στο χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν ειναι λιγώτερα από αυτά τα λόγια.
  3. Γιατί δε η μεν ταπείνωσις ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι’ αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαγχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει, «ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη».
  4. Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει· «δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό· ο ένας φαρισαίος και ο άλλος τελώνης». Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το από την ταπείνωση κέρδος και την από την υπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σε δύο όλους τους προσερχομένους στο ναό, μάλλον δε τους ανερχομένους σ’ αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύσις της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από την γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός. Αλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί την ρομφαία κατά της πόλεως, ανέβηκε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε  στον Θεό θυσία και εσταμάτησε η φθορά. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του δι’ αυτής ιλασμού (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για την σωτηρία μας), εάν δε θέλης, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμόν όλου του κόσμου, καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.
  5. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι «προσήλθαν» στον ναό, αλλά «ανέβηκαν»  στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη συναναστροφής και συνομιλίας μεταξύ των, καθώς και όσοι προσφέρουν και αγοράζουν ψώνια· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν ψώνια, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον, λέγοντάς τους, «ο οίκος μου καλείται οίκος προσευχής, σεις όμως τον κατεστήσατε σπήλαιο ληστών», έτσι τους εξέβαλε και από τα λόγια τους αυτά, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.
  6. Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο. Διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς των ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλ’ ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι εδιδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του, «εταπεινώθηκα, και μ’ έσωσε ο Κύριος». Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, «γι’ αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε». Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν ράκος εμμηνορροούσης· διότι δεν άκουσε τον λέγοντα, «κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου», και «ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους», και «αλλοίμονο σ’ αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες».
  7. Δεν τους διεχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στο ναό του Θεού για να δοξάσει κι ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεσις των αμαρτημάτων, και μάλιστα για τους αμαρτάνοντας κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεσις των από εμάς ευσεβώς προσφερομένων στον Θεό δεν ονομάζεται  προσευχή αλλά ευχή· και τούτο το εδήλωσε εκείνος που είπε, «κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας», και αυτός που λέγει «καλύτερο είναι να μη κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις«.
  8. Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απροσέκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και δέηση η πίστις και η κατάνυξις μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό δε η απόγνωσις και η πώρωσις. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδκετη ευχαριστία για όσα έχομε ευεργετηθεί από τον Θεό η ταπείνωσις και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερουμένους, απαράδεκτη δε η έπαρσις γι’ αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με ιδική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκρισις εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι δε είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του. Διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση. Διότι, λέγει, αφού εστάθηκε καθ’ εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· «Θεέ, σ’ ευχαριστώ, που δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί».
  9. Η στάσις του Φαρισαίου δεν δηλώνει την δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ’ εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε «σ’ ευχαριστώ», δεν προσέθεσε, διότι από ευσπλαγχνία, σαν σε ασθενή ν’ αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού. Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού επιάσθηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με την μετάνοια. Γι’ αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανωτέρα πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με την βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε την δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζωμε.
  10. Ο Φαρισαίος όμως λέγει, «σ’ ευχαριστώ, Θεέ», όχι διότι έλαβα καμμιά βοήθεια από σένα, αλλά «διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι»· σαν να διέθετε αφ’ εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαξ, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν επρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, κι εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο εθεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· «δεν είμαι» λέγει, «όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης». Πόση μωρία, θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες , τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ’ εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και θα ελέγαμε οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και εστεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το εγνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το εγνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι  να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι·  αλλ’ αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ’ απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως δι’ όσα αδίκησε, εσύ δε θα καταδικασθείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικώς εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. «Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί».
  11. Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους  ανθρώπους, αλλ’ επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφ’ ενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στην ιδική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλ’ αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκωνται εμπρός των προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός, «νηστεύω δυο φορές το Σάββατο, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ». Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμποδίστως όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι  πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!
  12. Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν’ αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαξ των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, αν δε θέλεις και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία;Αν δε το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωσι και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ’ αυτόν που το έδωσε και σ’ αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για τους βλέποντας. Σάββατο δε ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι’ αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτειακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.
  13. Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Ο δε Τελώνης, στεκόμενος απόμακρα, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλ’ εκτυπούσε το στήθος του λέγοντας· Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωσις και η πίστις και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και την συντριβή της καρδίας αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστι, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωσι. Συνεδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα. Διότι, λέγει, «ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα». Δεν είπε ‘σταθείς’, όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «εστώς»δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, επρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνην την μονολόγιστη δέησι, που είναι το αποτελεσματικώτερο είδος προσευχής.
  14. «Στεκόμενος λοιπόν ο Τελώνης απόμακρα, λέγει, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό». Αυτή η στάσις ήταν συγχρόνως και στάσις και υπόκυψις, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλ’ ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκρισι και αυτομεμψία του· διότι εθεωρούσε τον εαυτό του ανάξιον και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού εστεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό δε δεν ετολμούσε ούτε ν’ ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την σφοδρά κατάνυξι και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιον τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό κι εζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Διότι επίστευσε στον λέγοντα, «επιστρέψετε προς εμένα και εγώ θα επιστρέψω προς σας», και στον προφήτη που διεβεβαίωσε, «είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και συ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου».
  15. Τί συνέβηκε λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβηκε αυτός δικαιωμένος», λέγει ο Κύριος, «και όχι εκείνος· διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι’ αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωσις ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη. Διότι η ταπείνωσις είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν’ ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προεφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας, «θ’ αρπαγούμε στα σύννεφα για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο». Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωσις, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονος προαιρέσεως.
  16. Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ’ έπειτα, εγκαταλείποντας την διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, εδικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, μη οικειοποιούμενος τα ανήκοντα σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς των, τι θα πάθουν;
  17. Αλλ’ ας αφήσωμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσωμε την δικαίωσι του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχωμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.
  18. Όταν λοιπόν και συ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ’ αυτούς που σε  καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και συ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξι δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς των αμαρτωλούς, και το λέγομε και το νομίζομε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνησις είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «ευχαριστώ τον Θεό μου που λαλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας» (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι περικάθαρμα όλων των ανθρώπων, για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα τελωνικά λόγια να συνυπάρχει και η μετάθεσις από τα κακά και η ψυχική διάθεσις, η κατάνυξις και η υπομονή εκείνου. Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δικαία και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους. Διότι μετά την αμαρτία του, όταν ήκουε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αντιδράσουν «αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ», λέγοντας ότι η συγχώρησις από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα εκείνου, αν και ο Δαβίδ επάλαιε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.
  19. Τότε μάλιστα, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έρριπτε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράσθηκε μια και δυο φορές, και έρριπτε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικώτερα από τους λίθους· αλλά, λέγει, προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί εβάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίπτοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα. Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συνεκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς· «αφήστε τον, για να ιδεί ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού».
  20. Αυτό το πράγμα και τότε μεν ετελέσθηκε και επραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι’ αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη. Διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πως δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δεικνύει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαρειά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δε λυτρώνεται και από τα τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς η θεία χρηστότης λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρεωστείται λόγω της υπομονής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε· «θα υπομείνω την παίδευση από τον Κύριο, διότι ημάρτησα σ’ αυτόν»».
  21. Είθε κι’ εμείς, παιδευόμενοι μ’ ευσπλαγχνία, αλλ’ όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μη καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος ν’ ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Ομιλία Β’, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»)

Περί Ησυχίας

Αββά Αμμωνά

Γνωρίζετε βέβαια αγαπητοί μου αδελφοί, ότι από τότε πού έγινε η παράβασις των πρωτοπλάστων, δεν μπορεί η ψυχή να γνωρίση, όπως πρέπει, τον Θεό, εάν δεν περιοριστή μακρυά από τους ανθρώπους και από κάθε περισπασμό. Διότι τότε θα δοκιμάση τον πόλεμο των εχθρών της.

Και αφού νικήση σε κάθε προσβολή των αντιπάλων, τότε το πνεύμα του Θεού θα κατοικήση μέσα της και όλος ο κόπος της θα μεταβληθή σε χαρά και αγαλλίασι. Βέβαια στον καιρό του πολέμου θα υπομείνη θλίψεις, στενοχώριες και άλλα πολυποίκιλα βάσανα. Αλλά ας μη φοβηθή. Δεν θά νικηθή, εφ’ όσον αγωνίζεται στην ησυχία.

Αυτός ήταν ο λόγος πού οι άγιοι πατέρες ζούσαν απομονωμένοι στην έρημο, όπως ο Ηλίας ο θεσβίτης, ο Ιωάννης ο βαπτιστής και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες. Μη νομίσετε ότι οι άγιοι κατόρθωσαν να εξαγιασθούν ζώντας μεταξύ των ανθρώπων. Επέτυχαν να κατοικήση μέσα τους η θεϊκή δύναμις, αφού προηγουμένως ασκήθηκαν πολύ στην ησυχία.

Και τότε, στολισμένους με τις αρετές, τους έστελνε ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους οικοδομήσουν και να τους θεραπεύσουν. Σαν ιατροί πού ήσαν, μπορούσαν να θεραπεύσουν τις ασθένειες των ανθρώπων. Για την ανάγκη αυτή ο Θεός τους αποσπούσε από την ησυχία και τους έστελνε στον κόσμο. Τότε όμως τους έστελνε, αφού θεράπευαν όλα τα δικά τους πάθη. Είναι αδύνατο να στείλη ο Θεός για την πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων μια ψυχή πού είναι ακόμη ασθενής.

Όσοι λοιπόν πηγαίνουν στον κόσμο πριν ολοκληρωθούν, πηγαίνουν με το θέλημα το δικό τους και όχι με το θέλημα του Θεού. Ο Θεός μάλιστα λέει γι’ αυτούς: «Εγώ μεν ουκ απέστελον αυτούς, αυτοί δέ αφ’ εαυτών έτρεχον» (πρβλ. Ιερεμ. κα’ 23). Γι’ αυτό δεν μπορούν ούτε τον εαυτό τους να προφυλάξουν ούτε άλλη ψυχή να οικοδομήσουν. Όσοι όμως στέλνονται από τον Θεό, δεν θέλουν βέβαια να χωρισθούν από την ησυχία, αφού γνωρίζουν ότι μ’ αυτήν απέκτησαν τις θεϊκές δυνάμεις.

Αναλαμβάνουν όμως την οικοδομή των ανθρώπων, για να μη παρακούσουν στον Δημιουργό. Σας φανέρωσα τους καρπούς της ησυχίας, τους οποίους αποδέχεται ο Θεός. Τώρα λοιπόν πού μάθατε την βοήθεια και την άξια της, προσπαθήστε να την οικειοποιηθείτε.

Οι περισσότεροι μοναχοί δεν την απέκτησαν. Έζησαν μέσα στον κόσμο και γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να νικήσουν τις τις επιθυμίες τους. Δεν θέλησαν να κοπιάσουν και ν’ αποφύγουν την κοσμική σύγχυσι, αλλά παρέμειναν μεταξύ των ανθρώπων δημιουργώντας περισπασμούς. Για τον λόγο αυτό δεν δοκίμασαν την γλυκύτητα του Θεού ούτε αξιώθηκαν να κατοικήση μέσα τους η θεϊκή δύναμις και να τους χαρίση την μακαριά απόλαυσι. Δεν κατοικεί μέσα τους η θεϊκή δύναμις, γιατί καταγίνονται με κοσμικές υποθέσεις και απασχολούνται με τα πάθη της ψυχής, με τους κοσμικούς επαίνους και τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου.

Ο Θεός μας γνώρισε τα μέλλοντα από τώρα. Παίρνετε δύναμι λοιπόν στους αγώνες σας. Διότι όσοι αποφεύγουν την ησυχία, δεν μπορούν να κυριαρχήσουν στις επιθυμίες τους ούτε να νικήσουν σε πνευματικές μάχες. Δεν έχουν μέσα τους την θεϊκή δύναμι, διότι αυτή δεν κατοικεί σε ψυχές υποδουλωμένες στα πάθη. Εσείς όμως αγωνισθήτε να νικήσετε τα πάθη και η χάρις του Θεού θα έλθη μόνη της μέσα σας.

το είδαμε εδώ

Ὕμνος στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο




Ὅταν ὁ χειμώνας συνάντησε τὴν ἄνοιξη

ὁ πρεσβύτης Συμεὼν εὐτύχησε:

Συνάντησε τὸν Ἕναν, τὸν πολυαναμενόμενο,

Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες προφήτευσαν,

Τὴν Κιβωτὸ ὅλων τῶν οὐρανίων θησαυρῶν,

Τὸν εἶδαν τὰ μάτια τοῦ Συμεών, ὡς βρέφος ἀρτιγέννητο.

Ὁ Συμεὼν τότε προφήτευσε καὶ εἶπε:

«Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα·

Ἰδοὺ Αὐτὸς κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν».

Ἔτσι μίλησε τὸ πνεῦμα-

ἡ προφητεία τοῦ δίκαιου πρεσβύτη ἐκπληρώθηκε:

Ὁ Ἰησοῦς ἔγινε τὸ μέτρο καὶ ὁ κανόνας,

ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς χαρᾶς,

ἀλλὰ καὶ σημεῖον ἀντιλεγόμενον: ὁ στόχος

ἀντιπαλοτήτων καὶ φιλονικιῶν.

Ἄλλον ἄνθρωπο ἀνιστᾶ καὶ ἄλλον ἀνατρέπει Ἐκεῖνος.

Τὸν Παράδεισο καὶ τὸν Ἅδη Ἐκεῖνος ἀνοίγει στοὺς ἀνθρώπους.

Ἄς ἐπιλέξει ὁ καθένας ὅ,τι λέει ἡ καρδιά του.

Στὸν Παράδεισο μὲ τὸν Χριστό!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μας.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2017

Μὲ θάρρος καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα

Μὲ θάρρος καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα
Καθημερινὰ ὅλοι μας ἀντιμετωπίζουμε πλῆθος προβλημάτων, κι αὐτὸ εἶναι μιὰ σκληρὴ πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμία ἀμφισ­βήτηση. Ἄλλα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ προβλήματα λύνονται εὔκολα καὶ προχω­ροῦμε μπροστά, ἄλλα μοιάζουν μὲ ὀ­γκόλιθους ποὺ φράζουν τὸν δρόμο μας καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ προχωρήσουμε. Ἀρκετὲς φορές, μόλις ξη­μερώνει ἡ καινούργια μέρα, προστίθενται νέα δυσεπίλυτα προβλήματα στὰ ἤδη ὑπάρχον­τα. Ἔτσι, δικαιολογημένα δημιουργεῖται κάποιος φόβος μέσα μας, καθὼς ὅλο καὶ περισσότερα σύννεφα σκεπάζουν τὸν ὁρίζον­τα τῆς οἰκογενείας μας, τῆς ἐργασίας μας, τῆς ἐπαγγελματικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν παιδιῶν μας κ.τ.λ. Μοιάζουμε συχνὰ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ ταξίδευαν στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδας καὶ τὸ πλοῖο τους βρισκόταν στὸ «μέσον τῆς θαλάσσης, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων» (βλ. Ματθ. ιδ΄ [14] 22-36). Ἡ ἐμφάνιση, ὅμως, τοῦ Κυρίου μας καὶ οἱ λόγοι Του· «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ΄ [14] 27), τοὺς ἀναπτέρωσε τὸ ἠθικό, καὶ σὲ λίγο ὁ ἄνεμος κόπασε, ἡ θαλασσοταραχὴ σταμάτησε καὶ ἔφθασαν ἀσφαλεῖς στὴν ἀκτή.
Μαζὶ μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς καθημερινὲς δυσκολίες ἔχουμε ἀκόμα νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς διάφορους πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ τῆς σωτηρίας μας. Πολλὲς φορὲς αὐτὸς σὰν λιον­τάρι βρυχᾶται καὶ ζητάει νὰ μᾶς κατα­πιεῖ (βλ. Α΄ Πέτρ. ε΄ 8). Τότε ὅμως ἀκούγεται ἡ φιλάνθρωπη φωνὴ τοῦ Κυρίου μας: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέων­ταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. θ΄ 2)· ἔχε θάρρος, παιδί μου· σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου.
Δὲν ἐπιτρέπεται στὸ Χριστιανὸ νὰ χάνει τὸ θάρρος του καὶ νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ συνεχεῖς φόβους, ἀνασφάλειες κι ἀπὸ τὴν ψυχοφθόρο ἀπόγνωση, ὅ,τι κι ἂν τοῦ συμβαίνει. Γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ περιφρουρεῖ τὸ πλάσμα Του καὶ τὸ ἀσφαλίζει ἀπὸ κάθε κίνδυνο. «Τὸ ἀπολωλὸς ζητήσω καὶ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέψω καὶ τὸ συντετριμμένον καταδήσω καὶ τὸ ἐκλεῖπον ἐνισχύσω καὶ τὸ ἰσχυρὸν φυλάξω καὶ βοσκήσω αὐ­τὰ μετὰ κρίματος», δηλαδή· τὸ χαμένο πρόβατό μου θὰ τὸ ἀναζητήσω, τὸ πε­ριπλανώμενο θὰ τὸ ξαναφέρω στὴ μάν­δρα, κι αὐτὸ ποὺ ἔχει ὑποστεῖ κάταγμα θὰ τὸ δέσω μὲ ἐπιδέσμους. Τὸ ἐξ­­ασθενημένο θὰ τὸ ἐνισχύσω. Τὸ ἰ­σχυ­ρὸ θὰ τὸ προφυλάξω, καὶ θὰ βοσκήσω ὅλα τὰ πρόβατα μὲ δικαιοσύνη (Ἰεζ. λδ΄ [34] 16). Τὰ πρόβατα, δηλαδὴ τοὺς ἀν­θρώ­πους.
Ἀλλὰ καὶ ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦ­λος ἔζησε δύσκολες ὧρες κατὰ τὸν χρόνο τῆς διακονίας του. Αἰσθανόταν ὅμως φανερὰ τὴν προστασία τοῦ Κυρίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Στὴν πρώτη μου ἀπολογία δὲν ἦλθε κανένας μαζί μου, ἀλλὰ ὅλοι μὲ ἐγκατέλειψαν… Ὅμως μοῦ παραστάθηκε καὶ μοῦ ἔδωσε δύναμη ὁ Κύ­ριος, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐκθέσω μὲ πληρότητα καὶ ἀξιοπιστία τὸ κήρυ­­γμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι οἱ ἐθνικοί… Ὁ Κύριος θὰ μὲ γλυτώσει καὶ στὸ μέλλον ἀπὸ κάθε ἐπιβουλὴ καὶ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν ὀργάνων του καὶ θὰ μὲ διαφυλάξει σῶο γιὰ τὴν ἐπουράνια Βασιλεία Του» (Β΄ Τιμ. δ΄ 16-18).
Πηγὴ θάρρους στὶς καθημερινὲς στενόχωρες καταστάσεις ποὺ ἀντιμετωπίζουμε εἶναι καὶ οἱ ἀδελφοί μας, οἱ συν­άνθρωποί μας, μὲ τοὺς ὁποίους συμβιώνουμε καὶ συνεργαζόμαστε καθημερινά. Γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανὸ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ξένος. Εἶναι ἀδελφός του, διότι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν κολυμβήθρα, ἀλλὰ καὶ διότι μετέχει στὰ ἴδια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς κι ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἀναγνώριζε τὸ πόσο Τοῦ εἶχαν συμπαρασταθεῖ οἱ μαθητές Του στὶς δύσκολες ὧρες τῆς ἐπίγειας δράσεώς Του. «Ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου» (Λουκ. κβ΄ [22] 28), τοὺς εἶπε· ἐσεῖς σ᾿ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ζωῆς μου μείνατε μαζί μου στὶς δοκιμασίες μου καὶ δὲν κλονιστήκατε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς ὧρες τῆς ἀγωνίας στὴ Γεθσημανῆ βλέπουμε νὰ ζητάει τὴ συμπαράσταση τῶν μαθητῶν Του λέγοντάς τους: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε» (Μάρκ. ιδ΄ [14] 34).
Κάτι ἀνάλογο παρατηροῦμε καὶ στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν ἔ­φτασε στὴ Ρώμη μετὰ τὸ περιπετειῶδες ταξίδι του, κατὰ τὸ ὁποῖο κινδύνευσε νὰ βρεθεῖ στὸν ὑγρὸ τάφο τῆς θάλασσας, «ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. κη΄ [28] 15)· πῆ­ρε θάρρος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Παρηγορήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μαζί τους.
Ἂς διώχνουμε, λοιπόν, ἀπὸ τὴ ζωή μας ὅλους τοὺς φόβους, ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχονται, γιατὶ μᾶς δηλητηριάζουν καὶ κάμπτουν τὸ ἀγωνιστικό μας φρόνημα. Ὡς συνειδητοὶ Χριστιανοὶ προχωρᾶμε μὲ ἐλπίδα καὶ θάρρος. Πάντοτε παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς συνανθρώπους μας, προπάντων ὅμως ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο Δημιουργό μας, τὸν Πάνσοφο Θεό μας, τὸν φιλόστοργο Πατέρα μας, ποὺ εἶναι πάντοτε δίπλα μας. 
Εἶναι μαζί μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...