Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 02, 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΜΑΤΘΑΙΟΥ H Βασιλεία του Θεού βρίσκεται ήσυχα εντός μας


Σκέψεις στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Γ΄Ματθαίου (Ματθ., στ’, 22-33)
Οι αρχαίοι λαοί είχαν μιαν εμπορική σχέση με τους θεούς τους. Μια σχέση “σου δίνω-μου δίνεις”. Για παράδειγμα, αν η θεά Δήμητρα, φύλαττε τη σοδειά του ικέτη της, τότε αυτός αφιέρωνε στο ναό της ένα μέρος της σοδειάς του. Ήρθε όμως ο Χριστός και κάθε τέτοια λατρεία καταργήθηκε μαζί κι ο κάθε εγωισμός στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό.
Ο Χριστός μας διδάσκει να λατρεύουμε τον Θεό εν Πνεύματι και Αληθεία. Κάθετι που αντιβαίνει τους νόμους του Πνεύματος, έρχεται να καταργήσει την Αλήθεια. Τότε η λατρεία του καθενός είναι μάταιη, ψεύτικη κι εγωιστική. Σαν τους αρχαίους κι εμείς συχνά ζητάμε απ’ τον Θεό ό, τι μας συμφέρει και ό, τι μας κάνει τη ζωή πιο εύκολη. Πολλοί από ‘μας δε, όταν συμβεί κάτι κακό αγανακτούμε προς τον Θεό και φωνάζουμε το “γιατί σ’ εμένα” ή και καταντάμε να ευχηθούμε το κακό του άλλου μολονότι δηλώνουμε χριστιανοί. Κι όταν ο εγωισμός φουσκώσει τα πανιά μας… υψώνουμε προς τον Θεό μπόι και τον χαρακτηρίζουμε ως “άδικο” κι “εγωϊστή”!
Μάλλον δεν έχουμε καταλάβει γιατί βρισκόμαστε στην Εκκλησία. Οι λόγοι που μας έφεραν στην Εκκλησία είναι ο προσωπικός δρόμος του καθένα, δρόμος συνάντησης Πρόσωπο με Πρόσωπο με τον ίδιο τον Χριστό. Ζούμε μες την Εκκλησία κι αγωνιζόμαστε να ζούμε την ζωή του ίδιου Χριστού. Πώς θα την ζήσουμε αν δεν αφεθούμε σ’ Αυτόν; Και πώς θα αφεθούμε αν δεν αποχωριστούμε το θέλημά μας; Εμείς μπορεί να θέλουμε το ένα και τ’ άλλο… μα ο Χριστός μας λέει ότι πρώτα πρέπει να ζητάμε τη Βασιλεία και τη Δικαιοσύνη του Θεού. Κι όλα τ’ άλλα -μαζί μ’ όλα τα άγχη μας; ; Αυτός θα μεριμνήσει.
Ή πιστεύουμε τελικά ή δεν πιστεύουμε…!
Εφόσον λοιπόν πιστεύουμε, ζητάμε πρώτα τη Βασιλεία και την Δικαιοσύνη του Θεού κι αγωνιζόμαστε για να έλθουν. Αγωνιζόμαστε δηλαδή να φανερώνουμε τον Χριστό παντού και χωρίς διακρίσεις. Πώς λοιπόν μπορούμε να παρακαλάμε τον Θεό για όλα αυτά αν δεν τα φανερώνουμε με τη σειρά μας κι εμείς στη ζωή μας; Αγάπαμε τους άλλους αδιάκριτα; Ας “τεστάρουμε” τον εαυτό μας…
Ζούμε στην εποχή της κατάθλιψης, απότοκη κι αυτή της φρικτής μοναξιάς των καιρών μας. Ξεχάσαμε να εμπιστευόμαστε τον Θεό, ξεχάσαμε την εμπιστοσύνη στον αδελφό μας. Άνθρωποι πια από παντού εχθρούς αναζητάνε. Οι στιγμές των χαμηλών ντεσιμπέλ στην τηλεόραση είναι σπάνιες. Όλοι χωρίζονται σε “στρατόπεδα” κι ό,τι ώρα και ν’ ανοίξει κανείς για παράδειγμα, την τηλεόραση, κάποιος τσακωμός θα λαβαίνει χώρα. Ο καθένας το δίκιο του αναζητά κι όμως ο Χριστός διδάσκει τη Δικαιοσύνη της σιωπής μας.
Κανείς πια δεν αγαπά τη σιωπή. Όμως στη σιωπή συναντιέται κανείς με τον εαυτό του κι έπειτα με τον ίδιο τον Θεό. Η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται ήσυχα εντός μας. Ο Χριστός δε μας αφήνει “χωρίς οδηγίες” στο ταξίδι προς την Βασιλεία Του. Η βασικότερη “οδηγία” έχει να κάνει σε σχέση με το χρήμα. Δε μπορούμε ν’ αγαπάμε ό, τι μας δένει με τη γη και να θέλουμε από την άλλη ν’ αποκαλούμε τους εαυτούς μας εργάτες του Ευαγγελίου και της έλευσης της Βασιλείας του Θεού!
Ας ζήσουμε λίγο με σιωπή μήπως και ακούσουμε τον ερχόμενο Χριστό. Όσες λιγότερες οι ανάγκες μας, άλλη τόσο κι η λευτεριά μας. Ας ζητήσουμε “πρώτα την Βασιλεία του Θεού και τη Δικαιοσύνη Του κι όλα τ’ άλλα θα μας προστεθούν” (Ματθ. στ’, 33)
Ιάσων Ιερομ. 
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως N.I.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΜΑΤΘΑΙΟΥ «Απελευθέρωση από το άγχος»

Ἀνάγκες ποικίλες πιέζουν τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Καὶ ἡ μέριμνα γιὰ τὸ αὔριο ἀποτελεῖ συνήθως τρόπο ζωῆς. Δὲν ταλαιπωρεῖ μόνο τοὺς οἰκονομικὰ ἀδύνατους∙ ταράζει καὶ τοὺς εὐκατάστατους. Αὐτοὶ δὲν ἀνησυχοῦν γιὰ τὸ καθηνερινό τους τραπέζι, ἀλλὰ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ ἄλλες ἀπαιτήσεις πού ἡ καταναλωτική κοινωνία ἀδιάκοπα πολλαπλασιάζει.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγχώδη μέριμνα ζητεῖ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μὴ μεριμνᾶτε», μὴν ἀνησυχεῖτε, μὴν ἀφήνετε νὰ σᾶς τυραννοῦν ἀγωνιώδεις σκέψεις, σπᾶστε τά δεσμά τῆς ἀνησυχίας μέ τήν ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό.
«Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα;» Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, δὲ θὰ μεριμνήσει καὶ τὴ συντήρησή του; Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται γιὰ ὅλα τὰ δημιουργήματα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ πιὸ ἀσήμαντα. Τά πουλιά πού πετοῦν ἐλεύθερα στόν οὐρανό τά κρινολούλουδα πού ντυμένα μέ χαρούμενα χρώματα λικνίζονται στήν αὐρα τού κάμπου.
Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ δὲ σημαίνει ἀδιαφορία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ βιοτικά. Τὸ «μὴ μεριμνᾶτε» τοῦ Χριστοῦ δὲ σημαίνει «μὴ ἐργάζεσθε». Ὁ Κύριος δὲ συνηγορεῖ σὲ μιὰ παθητικότητα ἀπέναντι στὴ ζωή. Δὲν περιφρονεῖ τὴ σοβαρὴ καὶ ἐπίπονη ἐργασία. Μὲ ἄλλη ἀφορμή, τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων, καταδικάζει τὴ ραθυμία. Ἐκεῖνο ποὺ θέλει νὰ χτυπήσει ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα, ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή.
Ὁ Κύριος δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι ἡ τροφὴ καὶ τὸ ἔνδυμα εἶναι ἀπαραίτητα. «Ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς χορηγηθοῦν», μᾶς λέει. Τονίζει ὅμως μιὰ θεμελιώδη προϋπόθεση: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.»
Συνιστᾶ μιὰ δυναμικὴ καὶ ὑπεύθυνη τοποθέτηση μέσα στὴ ζωή, τονίζοντας ὅτι πρὶν ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ «βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ», ἡ νέα πραγματιότητα ποὺ ἐγκαινίασε Ἐκεῖνος μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο Του, ἡ βασιλεία τῆς Ἀγάπης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ σκοπὸ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Σέ παλαιότερες ἐποχές στήν καθημερινή ἐποικοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἄκουγε κανεῖς τό ‘’ἔχει ὁ Θεός’’, αὐτό μαρτυρεῖ τήν ἐμπιστοσύνη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ζήτημα λοιπὸν εἶναι σὲ τί θὰ δώσουμε προτεραιότητα∙ ἂν θὰ προτάξουμε τὴν ἐφαρμογὴ τῆς δικαοσύνης Του. Τὰ ὑπόλοιπα θὰ ἔρθουν μόνα τους. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο τῆς μέριμνας.

Κυριακή Γ Ματθαίου-Θεός και Μαμωνάς,Δουλεία και Φιλία

Μια από τις πιο δύσκολα εφαρμόσιμες φράσεις της Καινής Διαθήκης είναι ο λόγος του Χριστού: «δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα» (Ματθ. 6, 24) . Συχνά αναρωτιόμαστε πόσο εύκολο είναι να υποδουλωθεί ο άνθρωπος στο χρήμα. Το χρήμα καλύπτει τις βασικές ανάγκες του ανθρώπου, αυτές που εξασφαλίζουν την επιβίωση στον κόσμο μας, αλλά και αυτό που ονομάζουμε ποιότητα ζωής. Αν κάποιος έχει χρήματα, μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, πιθανότατα και όλες. Τα πάντα, άλλωστε, αγοράζονται και πουλιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός προφανώς δεν εννοεί ο άνθρωπος να μην χρησιμοποιεί το χρήμα ή να επιλέξει να ζει εκτός του κόσμου. Ο Χριστός αναφέρεται στην δουλεία του ανθρώπου στο χρήμα. Και δουλεία σημαίνει την μετατροπή του χρήματος σε σκοπό για τον άνθρωπο, σε νόημα ζωής. Τότε ο άνθρωπος παύει να υφίσταται ως ελεύθερη προσωπικότητα. Μετατρέπεται σε ύπαρξη που παραδίδεται στις επιθυμίες που ικανοποιούνται δια του χρήματος. Υποκύπτει στην φιλοδοξία, στην φιλαυτία, στην φιληδονία. Δεν είναι ο πυρήνας της ύπαρξής του, ο αληθινός εαυτός του αυτό που τον απασχολεί. Δεν είναι ο υπαρξιακός του προβληματισμός σχετικά με το ποιος είναι, πού πορεύεται, με ποια κριτήρια θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να συνυπάρξει με τους πλησίον του, αλλά το πώς θα καταστήσει τον εαυτό του κέντρο του κόσμου. Και το χρήμα συμβάλλει σ’ αυτόν τον εγωκεντρισμό.
Ο Χριστός ταυτίζει την υποδούλωση στο χρήμα με την υποδούλωση στον διάβολο. Δεν είναι το χρήμα ο διάβολος, αλλά το χρήμα ως αυτοσκοπός που γίνεται υποταγή του ανθρώπου στο δαιμονικό πνεύμα. Και ο διάβολος έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του την συνεχή επιδίωξη να είναι ελεύθερος σε σχέση με το Θεό και να έχει ως κριτήριο της ύπαρξής του τον εαυτό του. Επιδιώκει το αυτόφωτον, την ίδια δόξα, απολαμβάνει την ηδονή να είναι κυρίαρχος του εαυτού του όντας μακριά από το Θεό. Και μεταφέρει αυτή την πνευματική του κατάσταση στον κόσμο και σε κάθε ύπαρξη που ο Θεός έχει δημιουργήσει, προκαλώντας έναν συνεχή πόλεμο σ’ αυτήν για να την υποτάξει σε μια ζωή μακριά από το Θεό. Ζωή όμως χωρίς Θεό δεν έχει νόημα, δεν αντέχεται.
Γι’ αυτό και ο Χριστός ξεκαθαρίζει στην επί του όρους ομιλία Του ότι δεν μπορεί κάποιος να υπακούει σε δύο κυρίους. Ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο ή θα στηριχτεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλο. Αυτό βέβαια, για τον άνθρωπο όχι μόνο της εποχής μας, αλλά και κάθε εποχής δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό ως στάση ζωής. Υπάρχει η αίσθηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αληθινά ελεύθερος όντας δούλος Θεού. Αληθινά ελεύθερος είναι εκείνος που δεν παραδέχεται κανέναν άλλον ως Θεό, παρά μόνο τον εαυτό του. Έτσι, ο άνθρωπος πέφτει στην παγίδα του διαβόλου. Θέλοντας να είναι ελεύθερος από το Θεό, γίνεται δούλος του εαυτού του και κατ’ επέκτασιν βιώνει την στάση ζωής του διαβόλου.
Γιατί όμως ενοχλείται ο άνθρωπος όταν ακούει ή του προτείνεται να είναι δούλος του Θεού;
Διότι ο άνθρωπος νομίζει ότι η δουλεία στο Θεό είναι όπως η δουλεία σε κάποιον άνθρωπο-δεσπότη και αφέντη. Ότι ο άνθρωπος δεν έχει δικαιώματα, αλλά άλλος ρυθμίζει τη ζωή του. Ότι δεν μπορεί να χαρεί. Ότι η ζωή του είναι γεμάτη απαγορεύσεις. Ότι θα πρέπει μόνο να εργάζεται, χωρίς να αναπαύεται και ότι η ακεραιότητα της ύπαρξής του πάντοτε θα είναι υπό αίρεσιν. Ακόμη κι όταν θα έχει τη δυνατότητα κάποιας μικροχαράς, και πάλι η ενοχή θα καραδοκεί ότι ο Θεός δεν είναι ευχαριστημένος μαζί του και ότι η αμαρτία είναι το μόνο που έχει ο άνθρωπος να επιδείξει έναντι του κυρίου του. Κι έτσι, ο άνθρωπος πείθεται ότι πρέπει να αποτινάξει την δουλεία του στο Θεό.
Όμως, για το Χριστό η δουλεία δεν είναι τέτοιου είδους. Το να είναι ο άνθρωπος δούλος Θεού σημαίνει στην ουσία να είναι φίλος με το Θεό. Δεν είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σταθεί κοντά στο Θεό, αλλά διαλέγει την οδό της εμπιστοσύνης και της αγάπης, όπως το παιδί προς τον πατέρα του. Δεν αρνείται ο Θεός τη χαρά στον άνθρωπο. Αντιθέτως, η συνεχής κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό είναι χαρά. Και η χαρά δεν εκφράζεται ούτε μπαίνει σε καλούπια συμπεριφοράς ή κανόνων, αλλά πηγάζει από το βάθος της ύπαρξης. Όπως το παιδί, όταν παίζει με τους γονείς του ή όταν μιλάει μαζί τους δεν τηρεί το savoir vivre, αλλά εκφράζεται με την άνεση της αγάπης, της σχέσης, της υιότητας, έτσι και ο άνθρωπος στη σχέση του με το Θεό εκφράζεται μέσα από την χαρά της εμπιστοσύνης, της αγάπης, της υιότητας. Αυτό είναι και το αληθινό νόημα της ζωής της Εκκλησίας. Ο συνεχής επαναπροσδιορισμός της σχέσης της υιότητας και της φιλίας με το Θεό.
Μια τέτοια σχέση δεν αφήνει περιθώρια δουλείας στον όποιο μαμωνά. Αν αγαπάμε το Θεό, τότε η σχέση μάς γεμίζει πληρότητα. Δεν μας χρειάζεται λοιπόν η αυτοθεοποίηση ή η μετατροπή της ύλης ως αυτοσκοπού για την όποια ευτυχία εν τω κόσμω. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τον αγώνα για τη ζωή μας και την ποιότητά μας, αλλά δεν είναι αυτός ο αγώνας το κλειδί για να έχει η ζωή μας νόημα. Είναι η βάση για να μεταδώσουμε και στους άλλους από όσα ο Θεός επιτρέπει να έχουμε. Γι’ αυτό και δεν υποδουλωνόμαστε, αλλά μοιραζόμαστε, το περίσσευμα ή το υστέρημά μας, χωρίς αυτό και πάλι να σημαίνει ότι καλλιεργούμε την ανευθυνότητα στη ζωή των άλλων. Έτοιμοι να προσφέρουμε, αρνητικοί στο να καθιστούμε το κατέχειν νόημα της ζωής μας.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης, η οποία ήρθε ως αποτέλεσμα της θεοποίησης των αγαθών και του εαυτού μας και της περιθωριοποίησης του Θεού, ο ευαγγελικός λόγος αποτελεί ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων μας. Θα ξαναγίνουμε φίλοι του Θεού, θα Τον εμπιστευτούμε και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, για να εξέλθουμε από την κρίση ή θα παραμείνουμε δούλοι του Μαμωνά, είτε αυτός έχει να κάνει με το χρήμα είτε με το διάβολο είτε με τον εγωκεντρισμό μας και θα αποτύχουμε γιατί δεν θα υπάρξει συλλογική αλλαγή; Ο λόγος του Χριστού δεν εξαιρεί κανέναν. Από τον πιο σπουδαίο μέχρι τον πιο ταπεινό. Από τους ταγούς μέχρι αυτούς που μοιάζουν ανώνυμοι. Καιρός του ποιήσαι.

ΠΗΓΗ

Κυριακή Γ’ Ματθαίου – Η πρόνοια του Θεού Τι θησαυρίζουμε

Η πρόνοια του Θεού

Τι θησαυρίζουμε

Το λυχνάρι που δίνει φως στο σώμα, είπε o Κύριος, είναι το µάτι· και το λυχνάρι που φωτίζει την ψυχή είναι ο νους. Εάν λοιπόν το µάτι µας είναι υγιές, όλο το σώμα µας θα είναι γεμάτο φως. Εάν όμως το µάτι µας είναι τυφλό, όλο το σώμα µας θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν επομένως ο νους µας σκοτισθεί από την προσκόλληση στον πλούτο, σε πόσο σκοτάδι θα βυθισθεί ή ψυχή µας;
Και συνέχισε ο Κύριος λέγοντας: Κανείς δεν μπορεί να είναι συγχρόνως δούλος σε δυο κυρίους. Ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο· ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα καταφρονήσει τον άλλο. Διότι δεν μπορείτε να είστε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του πλούτου. Ή θα μισήσετε τον πλούτο για να αγαπήσετε τον Θεό, ή θα προσκολληθείτε στον πλούτο και θα καταφρονήσετε τον Θεό.
Γιατί όμως ο Κύριος μας ζητεί να διαλέξουμε ένα από τα δύο: ή τον Θεό και το θέλημά του, ή τον πλούτο και τις συνέπειές του; Δεν μπορεί κανείς να αγαπά και τον πλούτο και τον Θεό; Όχι! Διότι όποιος έχει προσκόλληση στον πλούτο δεν μπορεί να αγαπήσει αληθινά τον Θεό και τον ουρανό. Διότι ο πλούτος, όταν κυριεύσει τον άνθρωπο, υποδουλώνει τις ψυχές και δεν τις αφήνει να στραφούν προς τα ουράνια αγαθά. Τα πλούτη, οι ανέσεις σκλαβώνουν τον άνθρωπο.
Στα λόγια του Κυρίου μάλιστα ο πλούτος προσωποποιείται ως ανταγωνιστής και ως εχθρός του Θεού. Διότι ο άνθρωπος με τα πολλά χρήματα έχει την αίσθηση της δυνάμεως. Και αγοράζει διαρκώς υλικά αγαθά και αποξενώνεται από τα πνευματικά. Όποιος σκλαβώθηκε στο χρήμα, δεν μπορεί να είναι γνήσιος δούλος Ιησού Χριστού, ο Οποίος ζητά από μας αποκλειστική αφοσίωση. Και η καθημερινή πραγματικότητα αυτό αποδεικνύει. Σε εποχές και σε περιοχές που οι άνθρωποι ζουν μέσα στις ανέσεις, στην πολυτέλεια και την καλοπέραση, πολύ εύκολα ξεχνούν τον Θεό και το θέλημά του. Αντίθετα όταν έλθουν καιροί δύσκολοι, καιροί στερήσεων και πείνας, οι άνθρωποι συνέρχονται, μετανοούν, συναισθάνονται τη μικρότητά τους και την ανάγκη του Θεού. Επιπλέον η προσκόλληση στο χρήμα καλλιεργεί μέσα μας την πλεονεξία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον λόγο του Θεού ως ειδωλολατρία. Το βλέπει κανείς και στις μέρες μας ότι κι εμείς οι πιστοί επηρεαζόμαστε συχνά από το κλίμα αυτό της πλεονεξίας. Θέλουμε διαρκώς να αγοράζουμε, να αποκτούμε περισσότερα, έπιπλα, σκεύη, αυτοκίνητα, σπίτια. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε γινόμαστε ειδωλολάτρες. Δηλαδή κινδυνεύουμε να χάσουμε τον Θεό και την ψυχή μας.

Έχουμε πατέρα

Μη φροντίζετε, συνεχίζει ο Κύριος, με αγωνία και στενοχώρια για τη ζωή σας, τι θα φάτε και τι θα πιείτε και τι θα φορέσετε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφή, και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός που σας έδωσε αυτά τα ανώτερα, θα σας δώσει και τα κατώτερα.
Κοιτάξτε τα πουλιά που πέφτουν στον αέρα. Ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε μαζεύουν τροφές σε αποθήκες. Κι όμως ο επουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Εσείς δεν αξίζετε πολύ περισσότερο από αυτά; Άλλωστε, ποιος από σας μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχυ; Κανένας. Άλλα και για το ντύσιμό σας γιατί αγωνιάτε; Παρατηρήστε τα αγριολούλουδα, που φυτρώνουν μόνα τους στους αγρούς κι όμως ούτε ο σοφός Σολομών με όλη τη βασιλική του μεγαλοπρέπεια δεν ντύθηκε με ένδυμα τόσο ωραίο, όπως ένα από τα αγριολούλουδα αυτά. Κι αν ο Θεός ντύνει µε τόση μεγαλοπρέπεια τα αγριόχορτα, που σήμερα υπάρχουν και αύριο ρίχνονται στη φωτιά, δεν θα φροντίσει πολύ περισσότερο για σας, ολιγόπιστοι; Μην κυριευθείτε λοιπόν από αγωνιώδη φροντίδα λέγοντας, τι θα φάμε, τι θα πιούμε και τι θα ντυθούμε; Διότι για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται τη ζωή τους στον Θεό. Άλλωστε ο Πατέρας σας γνωρίζει τι έχετε ανάγκη και θα σας το δώσει. Γι’ αυτό πάνω από όλα να ζητάτε τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού. Και τότε θα σας δοθούν και όλα το επίγεια.
Τι µας λέει λοιπόν ο Κύριος; Ότι το άγχος, που στις μέρες µας έχει καταντήσει αληθινή μάστιγα, θεραπεύεται όταν εμπιστευθούμε τη ζωή µας στο χέρια του Θεού. Δεν λέει βέβαια ο Κύριος να μην εργαζόμαστε ή να µη νοιαζόμαστε για τα καθημερινά µας προβλήματα. Αλλά λέει να μην αγωνιούμε αρρωστημένα γι’ αυτά. Θα εργαστούμε βέβαια, θα κουραστούμε, αλλά χωρίς υπερβολές. Όχι εξοντωτικές διπλές και τριπλές εργασίες µόνο και µόνο για να έχουμε πολλές ανέσεις και τελικά γινόμαστε νευρικοί και τρέχουμε στους γιατρούς να µας ηρεμήσουν και να µας θεραπεύσουν. Θα φροντίζουμε εμείς για τα απαραίτητα µε σύνεση, εργατικότητα και υπομονή. Και θα φροντίζει πολύ περισσότερο για µας ο ίδιος ο Θεός. Θα µας δώσει τα αγαθά που χρειαζόμαστε εκεί που δεν το περιμένουμε. Ιδιαιτέρως θα φροντίσει για τους αδικημένους, τους φτωχούς, τους πεινασμένους, αλλά και για εκείνες τις πολύτεκνες οικογένειες που κάποιες στιγμές βρίσκονται σε οικονομικά αδιέξοδα και μεγάλες στερήσεις και προβλήματα που φαίνονται άλυτα. Δεν µας εγκαταλείπει ο Θεός. Αυτός που τρέφει τα πουλιά και ντύνει τα λουλούδια, πολύ περισσότερο θα φροντίσει για µας. Με µία όμως προϋπόθεση. Να ζητούμε εμείς πάνω απ’ όλα τα πνευματικά αγαθά της Βασιλείας του.

Κυριακή Γ' Ματθαίου

Ματθ. 6, 22-33  



Την περασμένη Κυριακή είδαμε ότι ο Χριστός περιμένει από όλους μας να Τον ακολουθήσουμε, εγκαταλείποντας ει δυνατόν τα πάντα, ακόμα και τους ίδιους μας τους συγγενείς, αν είναι απαραίτητο. Και ίσως κανείς αναρωτηθεί “μα πώς θα ζήσουμε, αν αφήσουμε τα πάντα;” την απάντηση μας τη δίνει σήμερα ο ίδιος ο Κύριός μας, μέσα από το απόσπασμα της επί του Όρους Ομιλίας Του που μας μεταφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα μάτια του ανθρώπου, μας λέει, είναι ο λύχνος δηλαδή το φως του σώματός του. Επομένως, αν τα μάτια του είναι φωτεινά, όλο το σώμα του είναι φωτεινό. Αντίθετα, αν τα μάτια είναι σκοτεινά, όλο το σώμα είναι σκοτεινό. Αληθινά, αναρωτιέται, αν το φως του σώματός μας είναι σκοτάδι, τότε το σκοτάδι πώς μοιάζει; Με τα λόγια αυτά θέλει να μας τονίσει ότι αν όντως ενδιαφερόμαστε να φωτίσουμε την ύπαρξη και τη ζωή μας, θα πρέπει να αφήσουμε πίσω οτιδήποτε αντιστρατεύεται στο θέλημα του Θεού, ότι οφείλουμε να μεριμνήσουμε για τον πνευματικό μας κόσμο και να μη φορτώνουμε τη ζωή μας με μέριμνες περιττές και ανούσιες. Και για να το καταστήσει πιο σαφές, συνεχίζει λέγοντας ότι δεν μπορεί να δουλεύει κανείς σε δύο κυρίους, στον Θεό και στον μαμμωνά. Ή τον ένα θα αγαπήσει και τον άλλο θα μισήσει, ή θα υπακούσει στις επιταγές του ενός και θα καταφρονήσει τον άλλο. Με τον όρο “μαμμωνά” υπονοεί ο Κύριος τόσο τον ίδιο το διάβολο και τα έργα του σκότους, όσο και τις βιοτικές μέριμνες, οι οποίες αποσπούν την προσοχή μας από τη μελέτη και εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Γι αυτό σας λέω, συνεχίζει, μη μεριμνάτε και μην απασχολείτε την ψυχή σας με το τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, ούτε το σώμα σας, με το τι θα ντυθείτε. Στα αλήθεια, η ψυχή δεν είναι παραπάνω από την τροφή και το σώμα από την ενδυμασία; κοιτάξτε τα πουλιά, δεν σπέρνουν, δεν θερίζουν, δεν αποθηκεύουν σε αποθήκες, και ο Πατέρας σας ο επουράνιος τα τρέφει. Δε νομίζετε ότι διαφέρετε τόσο πολύ από αυτά, ώστε ο Θεός να σας σκέφτεται ακόμα περισσότερο; ποιος μπορεί, όσο κι αν μεριμνήσει, να προσθέσει μια πιθαμή στο ύψος του; Και για την ενδυμασία σας τι αγωνιάτε; πάρτε μάθημα από τα κρίνα του αγρού, που δεν υφαίνουν ούτε γνέθουν, κι όμως είναι ντυμένα πιο λαμπρά κι από τον Σολομώντα. Αν επομένως ο Θεός ντύνει τόσο όμορφα τα αγριόχορτα, που σήμερα είναι και αύριο, σαν ξεραθούν, καίγονται στον κλίβανο, πόσο περισσότερο δεν θα ενδιαφερθεί για σας, ολιγόπιστοι; Μην μεριμνάτε λοιπόν, λέγοντας τι θα φάμε; ή τι θα πιούμε;ή τι θα ντυθούμε; διότι ο Πατέρας σας ο επουράνιος γνωρίζει τις ανάγκες σας. Αλλά να επιζητείτε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν. Ο Χριστός χρησιμοποιεί το παράδειγμα των άγριων πουλιών και λουλουδιών, που είναι εφήμερα κι όμως επιβιώνουν με την πρόνοια του Θεού, για να καταδείξει ότι ο άνθρωπος, που ως έλλογο ον έχει μεγαλύτερη αξία και σημασία, δεν μπορεί παρά να ελκύει και το ενδιαφέρον και την πρόνοια του Θεού. Γι αυτό και αποκαλεί ολιγόπιστους όλους εκείνους που θέτουν ως προτεραιότητα στη ζωή τους την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών. Η υπέρμετρη ενασχόληση με την εξασφάλιση της καθημερινής τροφής, με τα ενδύματα και με τα υλικά αγαθά, περιέχει τον κίνδυνο της εγκατάλειψης ή της περιφρόνησης του Θεού, σύμφωνα με τα όσα μας είπε ο Χριστός στην πρώτη συνάφεια της σημερινής περικοπής. Δείχνει έλλειμμα πίστεως, έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο. Αν ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή στον κόσμο, με σκοπό να θεραπεύσει και να αναστήσει τον έσω άνθρωπο, θα αφήσει άραγε κανέναν να χαθεί από έλλειψη των στοιχειωδών αγαθών; Κι όμως, στην καθημερινότητά μας λησμονούμε αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Θεωρούμε τους εαυτούς μας πιστούς χριστιανούς, και παρόλα αυτά αναλώνουμε όλο το χρόνο μας στο κυνήγι των υλικών αγαθών, στην ικανοποίηση των βιοτικών μας αναγκών και μόνο. Οι συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής και οι συγκυρίες των τελευταίων ετών επιτείνουν αυτή τη μονοσήμαντη αγωνία μας και μας απορροφούν κάθε ικμάδα σωματική και ψυχική. Και όσο εξαρτάμε την ευτυχία μας από τα υλικά και τα γήινα, τόσο οι δυσκολίες της ζωής μάς οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη απελπισία και απόγνωση. “Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού”. Αυτή είναι η απάντηση του Χριστού, αυτή είναι η μόνη προοπτική για να ξεφύγουμε από τα απελπιστικά δεσμά του μαμμωνά, στον οποίο έχει υποδουλωθεί η ύπαρξή μας. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος από κάθε ανθρώπινη κρίση, ιδιαίτερα σήμερα. Όσο κι αν αγωνιζόμαστε χωρίς Θεό, η ζωή μας και οι κοινωνίες μας θα σκοτεινιάζουν. Ας στραφούμε, επομένως, στην αναζήτηση του Θεού, ας Τον εμπιστευτούμε, και θα φροντίσει Εκείνος για τα υπόλοιπα. 




--- Πηγή: Απλά και Ορθόδοξα: http://xerouveim.blogspot.gr/2010/06/13-6-2010.html

Κυριακή Γ’ Ματθαίου: Η αγωνιώδης μέριμνα



κεφ. 6, στχ. 26-33

Ο τελευταίος στίχος του χερουβικού ύμνου, που ψάλλεται πριν την μεγάλη είσοδο, προτρέπει τους πιστούς να απωθήσουν «πᾶσα τήν βιοτικήν μέριμναν» για να υποδεχτούν «τόν βασιλέα τῶν ὅλων».
Με τον ύμνο αυτό η Εκκλησία εξαγγέλλει μυσταγωγικά το κύριο αίτημα του σημερινού ευαγγελίου και μας καλεί να συγκρίνουμε τις ανάγκες του βίου μας με τις ανώτερες αξίες της ψυχής. Το αίτημα διατυπώνεται με συνοπτικό τρόπο στην εντολή «μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καί τί πίετε μηδέ τό σῶμα ὑμῶν τί ἐνδύσησθε …». Πρόκειται για ένα αίτημα που φωτογραφίζει την εποχή μας. Ποτέ άλλοτε οι μέριμνες του βίου δεν απορρόφησαν τόσο πολύ τον άνθρωπο όσο σήμερα. Προβλέποντας τις συνέπειες, μιας τέτοιας αγωνιώδους μέριμνας, η παραπάνω εντολή απευθύνεται σήμερα σε μας και μάς καλεί να δώσουμε μαρτυρία εγκράτειας και αυτοθυσίας για να πείσουμε τους άλλους με τη στάση μας να δοξάζουνε μαζί μας «τόν πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Όμως, υπάρχουν και οι «κρίνοντες» ότι η εντολή αυτή δεσμεύει και την χρήση των υλικών αγαθών και την ελευθερία. Ίσως αυτοί αγνοούν ότι η Εκκλησία όχι μόνον απελευθερώνει τον άνθρωπο, αλλά επιτρέπει και ευλογεί την χρήση των αγαθών, όπως φαίνεται μέσα από την λατρεία και τις ευχές που γι’ αυτό τον σκοπό έχει καθιερώσει.
Η έκρηξη του καταναλωτισμού, που σημαίνει απόρριψη στην πράξη της εντολής του Θεού, είναι σήμερα η πιο σοβαρή απειλή για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η αντιμετώπισή της με όπλο τη συγκεκριμένη εντολή θα συμβάλει στην διάσωση του φυσικού κόσμου από μια επικείμενη καταστροφή και θα λυτρώσει τον άνθρωπο από τον κίνδυνο του πνευματικού θανάτου που προκαλούν οι αυξανόμενες βιοτικές μέριμνες της υπερκατανάλωσης και τα αλόγιστα ψυχοσωματικά πάθη. Δεν πρέπει, βέβαια, να μας διαφεύγει ότι πίσω από το αμόκ της υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης και τον μύθο της ευμάρειας κρύβονται τα άνομα συμφέροντα μιας ολιγαρχίας που σε λίγο θα ελέγχει πλήρως την παγκόσμια κοινωνία και οικονομία.
Παρά ταύτα, με την προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου που κάνουν τα ΜΜΕ, είναι αλήθεια, ότι κάθε άνθρωπος, όχι μόνο χριστιανός, επιθυμεί κατά βάθος να υπακούσει στην εντολή του Χριστού και να την εφαρμόσει στην ζωή του. Δηλ. πιστεύουμε πως κάθε λογικός άνθρωπος θα αποδεχόταν τον δραστικό περιορισμό της υπερκατανάλωσης, όπου έχει παγιδευτεί και ικανοποιεί ανάγκες που τον υποδουλώνουν αντί να τον ελευθερώνουν.
Ποιος αγνοεί ότι περιορίζοντας την απληστία βάζει φραγμό σε άλλες κατώτερες επιθυμίες και ορμές ; Ποιος δεν αναγνωρίζει πως αν η αυτοσυγκράτηση και ο περιορισμός των πρόσθετων αναγκών γινόταν άσκηση, θα αναχαιτίζονταν το ακάθεκτο ρεύμα, το θράσος των πολυεθνικών εταιριών και ο κίνδυνος αφανισμού του ανθρώπου στο πέλαγος της υλοφροσύνης του ; Σε μια τέτοια επιβαλλόμενη αντίσταση κριτήριο σταθερό πρέπει να είναι η αξιολογική ρήση : «οὐχί ἡ ψυχή ἐπιθυμεῖ πλεῖον ἐστί τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος ;»
Το πιο σημαντικό δεν είναι η καταπολέμηση της υλοφροσύνης, αλλά η απελευθέρωση της ψυχής από την δουλεία των παθών. Και, όπως βεβαιώνει ο Ιησούς Χριστός, αυτό θα συμβεί, όταν οι επιθυμίες και οι αναζητήσεις αυτού του κόσμου καθώς και τα επίγεια αγαθά κάθε είδους εκτιμηθούν σωστά και πάρουν την θέση που τους ανήκει, όταν δηλ. η αξία του Θεού αναγνωριστεί και βιωθεί ως πρώτο και κύριο μέλημα της ζωής μας (Ματθ. 6,33 Λουκ. 12,31)

Ἡ Παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21,33-42) Anthony Bloom



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἀπὸ εὐχάριστα ἀναγνώσματα, εἶναι, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τρομαχτικό: εἶναι ἡ ἱστορία τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος ποὺ γίνονται προδότες. Καὶ πράγματι τούτη ἡ παραβολὴ ἀντικατοπτρίζει ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο ὅλων τῶν κειμένων ποὺ προηγήθηκαν, μᾶς μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴν τρομερὴ, μὲ ὅλη τὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἀγνωμοσύνη τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὸν Θεό. Ἀπέναντι στὴν ἀγάπη Του, τὰ θαύματα Του, σὲ ὅλα ὅσα ἔκανε γιὰ ἐμᾶς, παραμένουμε ἀσυγκίνητοι καὶ ἐγωκεντρικοί· σκεφτόμαστε τὸν ἑαυτό μας, δὲν σκεφτόμαστε τὸν πλησίον μας, ἀκόμα λιγότερο σκεφτόμαστε τὸν Θεό· ἀχαριστία, ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἐγωκεντρισμός, συγκέντρωση σὲ αὐτὸ ποὺ θέλουμε, ποὺ μᾶς γοητεύει, σ’ ὅ,τι μᾶς φαίνεται ἀπαραίτητο.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἕναν ὄμορφο, ὑπέροχο κόσμο, τὸν περιέβαλλε μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν πρόνοια Του, προετοίμασε τὰ πάντα ὥστε νὰ γίνουν τόπος τῆς Βασιλείας Του, τοῦ Βασιλείου τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, τῆς χαρᾶς. Ἀλλὰ γνωρίζουμε τὶ κάναμε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο· φτιάξαμε ἕναν κόσμο ὅπου οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται νὰ ζήσουν, ὅπου ὑπάρχει αἱματοχυσία, ὅπου διαπράττονται ἀπάνθρωπες, σκληρὲς πράξεις ὄχι μόνο σὲ σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλὰ σὲ ἐπίπεδο οἰκογενειακό, ἐνοριακό, καὶ μεταξὺ τῶν πιὸ κοντινῶν φίλων. 

Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ὁ Κύριος ἔστελνε τοὺς ἀπεσταλμένους Του: πατριάρχες, προφῆτες, ἀγγέλους, κήρυκες, τὸν Πρόδρομο καὶ στὸ τέλος ἦλθε ὁ ἴδιος νὰ μᾶς θυμίσει ὅτι ὁ κόσμος πλάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅπως στὴν παραβολὴ ὁδήγησαν τὸν υἱὸ ἕξω ἀπὸ τὸν ἀμπελώνα καὶ τὸν σκότωσαν, ἔτσι τὸ ἀνθρώπινο γένος φέρθηκε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν μιλῶ γιὰ «ἀνθρωπότητα», δὲν ἀναφέρομαι στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ σ’ ἐμᾶς, ἐπειδὴ ὁ Κύριος μᾶς ἐμπιστεύτηκε τὴν ζωὴ γιὰ νὰ τὴν κάνουμε θρίαμβο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἁρμονίας, τῆς πίστης καὶ τῆς χαρᾶς, καὶ δὲν τὸ κάνουμε ἐπειδὴ σκεφτόμαστε τοὺς ἑαυτοὺς μας. Σὲ ἀνταπόδοση ὅσων ἔκανε γιὰ μᾶς, ποὺ μᾶς δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του, ποὺ μᾶς πρόσφερε ὅλη Του τὴν ἀγάπη καὶ στὸ τέλος τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του, μόλις καὶ μετὰ βίας προφέρουμε ἕνα «Εὐχαριστῶ» καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ξεχνᾶμε. 

Στραφῆτε πίσω σὲ ὅ,τι ἀκούσατε στὴ διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, σὲ ὅ,τι εἴδατε τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, σὲ ὅ,τι εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὶς μετέπειτα ἑβδομάδες, τοὺς ἁγίους τῆς Ρωσίας, τοὺς ἁγίους αὐτῶν τῶν νησιῶν, ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς. Μελετῆστε τα ὅλα αὐτὰ καὶ ἀναρωτηθῆτε: «Εἶμαι ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀπωθεῖ μακρυὰ τὸν Χριστὸ κάθε φορὰ ποὺ ἔρχεται στὴν ζωή μου; Δὲν Τοῦ λέω: Βγὲς ἀπὸ τὸν δρόμο μου, βγὲς ἀπὸ τὴν ζωή μου – θέλω νὰ εἶμαι ὁ Θεὸς, ὁ ἀφέντης, θέλω νὰ διαχειρίζομαι τὰ πάντα.» Ἔτσι μιλάει ὁ καθένας μας, ἴσως ὄχι μὲ τέτοια ἀγένεια, τόσο βλάσφημα, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ κούφιες λέξεις. 

Πρέπει νὰ συνέλθουμε. Ἔχω πεῖ τόσες φορὲς ὅτι σωζόμαστε ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, ἀλλὰ ὰπὸ τὴν ἀνταπόκριση μας σ’ αὐτὴν. Ἄν ἐπιθυμία μας εἶναι ἁπλῶς νὰ καρπωθοῦμε τοὺς καρποὺς τοῦ Σταυροῦ, τῆς σταύρωσης, τῶν ἡμερῶν τοῦ πάθους, καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουμε κάτι στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν προσφέρουμε κάτι στὸν πλησίον μας γιὰ τὸν ὁποῖο πέθανε ὁ Θεός, παρὰ μόνο μιὰ στιγμιαία σκέψη, εἴμαστε ἐχθρικοὶ πρὸς κάθε τι ποὺ ἔκανε γιὰ μᾶς.

Ἄς πάρουμε θέση ἐνώπιον αὐτῆς τῆς προειδοποίησης, τῆς ὑπενθύμισης τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἄς σκεφτοῦμε: «ποῦ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη μου, εὐγνωμοσύνη ὄχι μόνο στὰ λόγια, ἀλλὰ στὴν πράξη;» Ἄς κρίνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ ἄς ξεκινήσουμε μιὰ νέα ζωή. Εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ εἴμαστε ἡ χαρά Του, καὶ στήριγμα, σωτηρία καὶ χαρὰ πρὸς τὸν πλησίον μας. Ἄς ξεκινήσουμε σήμερα νὰ φέρουμε καρποὺς ἀπ’ ὅ,τι μόλις μάθαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα ὰπὸ τὴν ζωή τοῦ Χριστοῦ. 
Ἀμήν. 

Παραβολὴ ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος(Ματθ.21,33-46)

Παραβολὴ τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῶν κακῶν οἰκοδόμων.

Ματθ. 21, 33-46. Μάρκ. 12, 1 -12. Λουκ. 20, 9—19.



Εἰς τὴν προηγουμένην παραβολὴν τῶν δύο υἱῶν ὁ Κύριος ἐτόνισε τὴν ἀδιαφορίαν τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀρχόντων διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ θείου θελήματος. Εἰς τὰς παραβολάς ὅμως ταύτας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῶν κακῶν οἰκοδόμων ὁ Κύριος ζωγραφίζει τὰς μεγάλας εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ Ἰουδαϊκὸν ἔθνος, τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τούτου, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι χριστοκτονίας καὶ τὴν παραδειγματικὴν τιμωρίαν του ὡς καὶ τὴν κλῆσιν τῶν ἐθνῶν. Ἂς ἴδωμεν.

Πρῶτον. Αἱ θεῖαι εὐεργεσίαι. «Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγων τὴν παραβολὴν ταύτην. Ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα» καὶ πρὸς προφύλαξίν του ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῷα «φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε» κατεσκεύασε γύρω τοῖχον ἤ φράκτην. Πλὴν τοῦ φραγμοῦ τούτου «ὤρυξε ἐν αὐτῷ ληνὸν» ἔσκαψε καὶ ἄνοιξε ἐντός τῆς ἀμπέλου ληνὸν διὰ τὴν ἔκθλιψιν τῶν σταφυλῶν. Ἐπίσης πρὸς προφύλαξιν τοῦ ἀμπελῶνος «ᾠκοδόμηοε» ἔκτισε «πύργον» ὅθεν οἱ φύλακες τοῦ ἀμπελῶνος τούτου ἐφύλασσον τὸν ἀμπελῶνα. Τὸν ἀμπελῶνα τοῦτον «ἐξέδοτο γεωργοῖς» τὸν ἐνοικίασεν εἰς γεωργοὺς «καὶ ἀπεδήμηοε χρόνους ἱκανοὺς» καὶ ἀπεμακρύνθη διὰ πολὺ χρονικὸν διάστημα.

Ἐδῶ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ Θεός. Ἀμπελών κατὰ τὸν Ἡσαΐαν 5, 1 εἶναι ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός. Φραγμὸς τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ὁ Ἑβραϊκὸς Νόμος, ὁ ὁποῖος προφυλάσσει τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τοὺς Ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρας. Ληνὸς εἶναι τὸ θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐθυσιάζοντο οἱ καρποὶ τῆς ἀμπέλου τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, φόβος Θεοῦ, μετάνοια καὶ ἄλλαι ἀρεταί ὡς θυσία εὐώδης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πύργος δὲ ἦτο ὁ Ναὸς ὑψούμενος ὑπεράνω τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν λόφον Μωριά. Γεωργοί, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνοικίασε τὸ ἀμπέλι Του ὁ Θεὸς ἐπὶ ἀποδόσει λογαριασμοῦ, εἶναι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ καλλιεργήσωσι τὸν λαὸν θρησκευτικῶς. Ἀποδημία τοῦ οἰκοδεσπότου εἶναι ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ νὰ καρποφορήσωσιν οἱ Ἰσραηλῖται, ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸ πᾶν δὶ’ αὐτούς. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ μετὰ τὴν χορήγησιν τοῦ Νόμου διὰ τοῦ Μωϋσέως ἀφῆκε νὰ ἐπιδράσῃ ἡ δωρεὰ αὕτη εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἰδοὺ αἱ εὐεργεσίαι τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους.

Δεύτερον. Ἡ Ἰουδαϊκὴ ἀχαριστία. «Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν» ὅταν ἐπλησίασεν ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς «ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν» ἵνα λάβωσι «τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες» συλλαβόντες «οἱ γεωργοί τούς δούλους αὐτοῦ, ὅν μὲν ἔδειραν» ἄλλον μὲν ἔδειραν «ὅν δὲ ἀπέκτειναν» ἄλλον ἐφόνευσαν «ὅν δὲ ἐλιθοβόλησαν» ἄλλον δὲ ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ὁ οἰκοδεσπότης «καὶ πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων» περισσοτέρους τῶν πρώτων «καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως» ἔκαμον καὶ εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια. Ὁ Λουκᾶς λέγει : «Προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. Οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἑξαπέστειλον κενόν. Καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον». Δάρσιμον, ὕβριν, ἐπιστροφὴν μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τέλος τραυματισμόν, ἰδοὺ τί ἔδωκαν εἰς αὐτούς. Ἡ ἀποστολὴ τῶν δούλων πρὸς συγκομιδὴν τῶν καρπῶν εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῶν προφητῶν, ἵνα συλλέξωσι συγκομιδὴν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν ἀρετῶν. Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι ἄλλους μὲν προφήτας ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ, ἄλλους ἔδειραν, ἄλλους ἐφόνευσαν δὶ’ ἄλλου τρόπου.

Ὁ οἰκοδεσπότης «ὕστερον ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν» ἐρχόμενον «εἶπον ἐν ἑαυτοῖς» εἶπον μεταξὺ των : «Οὗτός ἐστιν» αὐτὸς εἶναι «ὁ κληρονόμος˙ δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν» ἐλᾶτε νὰ τὸν φονεύσωμεν «καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν» συλλαβόντες αὐτὸν «ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν» ἐφόνευσαν αὐτόν. Ὁ υἱὸς οὗτος εἶναι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσαν «οἱ γεωργοὶ» οἱ Ἑβραῖοι ἀρχηγοί. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται κληρονόμος, διότι εἶναι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Κατάσχεσις τῆς κληρονομίας ὑπὸ τῶν γεωργῶν εἶναι ἡ ἄρνησις τῆς μεσσιανικότητος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν Ἑβραίων καὶ ἡ ἰδιοποίησις τῆς κυριότητος ἐπὶ τῶν τοῦ ναοῦ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν. Ὁ φόνος ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος εἶναι ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ ἔξω τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ἡ ἀχαριστία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους πρὸς τὸν Θεόν. Ἔρχεται καὶ ἡ τιμωρία.

Τρίτον. Ἡ Τιμωρία. Αὕτη εἶναι διπλῆ. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων καὶ κλῆσις ἐθνῶν. Ἀπόρριψις Ἰουδαίων. Ὁ Κύριος ἐρωτᾷ τοὺς ἀκροατάς. «Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;» τί θὰ κάμῃ εἰς τοὺς γεωργοὺς ἐκείνους; «λέγουσιν αὐτῷ˙ κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτοὺς» ἐπειδὴ ἦσαν κακοὶ διὰ σκληροῦ τρόπου θὰ καταστρέψῃ αὐτούς˙ «καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς» καὶ τὸ ἀμπέλι θὰ ἐνοικιάσῃ εἰς ἄλλους γεωργοὺς «οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν». Ἔλευσις τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ κατὰ τὸ 70 μ.Χ. καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐνοικίασις τοῦ ἀμπελῶνος εἰς ἄλλους γεωργοὺς εἶναι ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν εἰς τὴν πίστιν. Ἀπόδοσις τῶν καρπῶν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν σημαίνει, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἐξ ἐθνῶν θὰ καρποφορήσωσι τὰς ἀρετάς. Ὁ Κύριος ἐγκρίνει τὴν γνώμην τῶν ἀκροατῶν Του καὶ λέγει: «Ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργούς τούτους» ναί, θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς «καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις» καὶ θὰ ἐνοικίασῃ τὸ ἀμπέλι του εἰς ἄλλους. Οἱ ἀκροαταὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν τόνον τῆς φωνῆς Του ἀντελήφθησαν, ὅτι ὁμιλεῖ περὶ καταδίκης των καὶ εἶπαν «μὴ γένοιτο!»

Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας αὐτοῖς» παρατηρήσας αὐτοὺς καὶ ἐπιβεβαιῶν τὴν καταδίκην, τὴν ὁποίαν δὲν ἐπεθύμουν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ κακοὶ γεωργοί, ἀναφέρει τὴν παραβολὴν τῶν κακῶν οἰκοδόμων, ὅπου ἀναφέρεται ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν. «Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς» ψαλμ. ριζ «λίθον, ὅν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας;». Κατὰ τὴν προφητείαν ταύτην οἱ οἰκοδόμοι μιᾶς οἰκίας, οἱ ἄρχοντες δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἀπέρριψαν λίθον τινὰ ὡς ἄχρηστον, τὸν Ἰησοῦν. Ὁ λίθος, ὁ Χριστός, ὅμως οὗτος ἔγινε «κεφαλὴ γωνίας» θεμέλιος λίθος καὶ ἀγκωνάρι συνδέον δύο τοίχους ἤτοι Ἰσραηλίτας καὶ Ἐθνικοὺς εἰς ἕν οἰκοδόμημα, τὴν ἐκκλησίαν Του. «Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;» Ἡ τοποθέτησις τοῦ λίθου τούτου τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλόπετρας, ἐπὶ τῆς ὁποίας ᾠκοδομήθη ἡ ἐκκλησία, ἦτο θέλημα Θεοῦ καὶ προὐξένησε ἡ ἵδρυσίς της τὸν θαυμασμὸν τοῦ κόσμου!

Συνδέων ὁ Κύριος τὰς δύο αὐτάς παραβολάς τῶν κακῶν γεωργῶν καὶ κακῶν οἰκοδόμων λέγει ῥητῶς : «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό σᾶς, θὰ παύσετε νὰ εἶσθε περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ σεῖς «καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς». Ἔθνος εἰς τὸ ὁποῖον θὰ δοθῇ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ Ἔθνη, οἱ εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν καὶ θὰ γίνουν χριστιανοί. Τέλος ὁ Κύριος ἀναφερόμενος εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἀκρογωνιαίου λίθου τούτου, εἰς τὸν ἑαυτόν Του, λέγει: «πᾶς ὁ πεσών ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται». Έκεῖνος ὁ ὁποῖος θά θελήσῃ νά συγκρουσθῇ μετά τοῦ Ίησοῦ, θά συντριβῇ. «Ἐφ’ ὅν δ’ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν». Ἐκεῖνον ὅμως, ἐναντίον τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιτεθῇ ὁ Χριστὸς «λικμήσει αὐτόν», θὰ τὸν συντρίψῃ τόσον πολύ, ὥστε θὰ τὸν λιχνίσῃ εἰς τὸν ἄνεμον. Ὁ Χριστὸς ἀμυνόμενος, ὅταν πολεμῆται, ἐπιτιθέμενος, ὅταν πρόκειται νὰ τιμωρήσῃ, θὰ εἶναι πάντοτε θριαμβευτής!

Ἑπομένως ἡ καταστροφὴ τῆς Χριστοκτόνου Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι τρομερά, διότι «λικμήσει» αὐτήν, θὰ τὴν λιχνίσῃ. « Ἀκούσαντες δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν» ἐνόησαν «ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει. Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ» ἤθελον νὰ Τὸν συλλάβωσιν ἀμέσως, διότι τὸ μῖσος των ἐκορυφώθη, ἀλλὰ «ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ ὡς προφήτην Αὐτὸν εἶχον. Καὶ ἀφέντες Αὐτὸν ἀπῆλθον». Ἰδοὺ ἡ προφητεία τῆς τιμωρίας.


Θέμα: Ἀδικία—Δικαιοσύνη.

Πολλάκις εὑρέθημεν εἰς τὴν θέσιν νὰ ἐξάρωμεν τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ ὅμως τὰ λόγια Του εἶναι ὄχι μόνον θαυμαστά, ἀλλὰ καὶ τρομακτικά, διότι προφητεύουν τὴν τύχην τῶν Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται, διότι ἠδίκησαν. Τὴν τιμωρίαν ταύτην μαρτυρεῖ ἡ δισχιλιετὴς ἱστορία των.

Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ταύτην καὶ τὰ ἐκ ταύτης ὠφέλιμα.

Α. Ἡ δισχιλιετὴς τραγικὴ ἱστορία τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν ὁ Κάϊν ἐφόνευσε τὸν Ἄβελ διαπράξας τὸν πρῶτον φόνον κατὰ τοῦ πρώτου κατὰ χρονολογικὴν σειρὰν δικαίου, τοῦ Ἄβελ, ὁ Θεὸς ἐτιμώρησε τὸν φονέα μὲ δύο πράγματα : νὰ ζήσῃ ἐπ’ ἀρκετὸν καιρὸν καὶ «στένων καὶ τρέμων» νὰ εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς. Ἂν τὸ ἀποδώσωμεν εἰς τὴν σημερινήν μας γλῶσσαν, αὐτὸ σημαίνει «νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται». Κἄτι παρόμοιον κατηράσθη ὁ Θεὸς καὶ τοὺς Ἰουδαίους, οἵτινες ἐφόνευσαν τὸν πρῶτον κατ’ἀξίαν Δίκαιον Ἰησοῦν, διότι ὁ μὲν Κύριος λέγει, ὅπως εἴδομεν, «κακοὺς κακῶς ἀπολέσῃ» τοὺς Χριστοκτόνους Ἑβραίους, καὶ «λικμήσει», θὰ λιχνίσῃ αὐτούς, εἰς ὅλον τὸν κόσμον θὰ διασπείρῃ, ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος προφητεύει τὴν ὕπαρξιν των μέχρις ὅτου ὡς ἔθνος, ὁμαδικῶς ἐπιστρέψουν εἰς Χριστὸν «καὶ πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται». Ρωμ. 11, 26. Ἡ Ἱστορία μαρτυρεῖ ταῦτα περιτράνως.

Καὶ 1) Ὅταν ὁ Χριστὸς ὀλίγας ἡμέρας πρὸ τοῦ πάθους Του ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν Του εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ εἶχεν ἔναντι τὸν λαμπρὸν Ναὸν τοῦ Σολομῶντος, οἱ θαυμάζοντες μαθηταὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ : «ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί». Ὁ δὲ Κύριος ἀπαντᾷ.˙ «Οὐ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον». Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἔνιψε τὰ χέρια του ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ ἔλεγε «τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ὑμᾶς», οἱ Ἰουδαῖοι ἐφώναζον: «Τὸ αἷμα Αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». Μετὰ 40 περίπου χρόνια ἡ Ἱερουσαλὴμ ἐπολιορκεῖτο ὑπὸ τῶν Ρωμαίων. 1.200.000 ἦσαν οἱ ἐντός τῆς πόλεως. Πάντες οὗτοι πλὴν 100.000 περίπου οἱ ὁποῖοι ἐξηνδραποδίσθησαν, οἱ λοιποὶ ἀπέθανον ἐκ πείνης, μαχαίρας ἐχθρικῆς καὶ φιλίας. Μία μάλιστα Ἑβραία, Μαριὰμ ὀνόματι, κατὰ τὸν καιρὸν τῆς πολιορκίας λόγῳ πείνης ἔψησε τὸν ὑπομάστιον υἱόν της καὶ τὸ ἥμισυ προσφέρει εἰς τοὺς Ρωμαίους στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι εἰσέβαλον εἰς τὴν πόλιν, λέγουσα: «Μὴ γίνεσθε μαλθακώτεροι μητρός˙ δεῦτε ἀριστήσωμεν». Ὁ Κύριος δὲν εἶπε «οὐαὶ ταῖς θηλαζούσαις ταῖς ἡμέραις ἐκείναις»;

2) Μετὰ 300 περίπου χρόνια μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ἠθέλησε νὰ διαψεύσῃ τὴν προφητείαν τοῦ Κυρίου περὶ καταστροφῆς τοῦ ναοῦ τῶν Ἑβραίων καὶ δημοσίᾳ δαπάνῃ ἐπιχειρεῖ ν’ ἀνοικοδόμησῃ τὸν Ναὸν τοῦτον. Ἀλλὰ διὰ νυκτὸς σεισμὸς γενόμενος «ἀνέβρασε τοὺς λίθους τῶν παλαιῶν θεμελίων του Ναοῦ καὶ πάντας διέσπειρε. Πῦρ δὲ ἐξ οὐρανοῦ κατασκῆψαν τὰ τῶν οἰκοδόμων ἐργαλεῖα διέφθειρε, πριόνας κ.λ.π.».

3) Μετὰ ταῦτα ὑφίστανται οἱ Ἑβραῖοι πολλοὺς διωγμούς. Κατὰ τὸν IB αἰώνα ἔγινε τόση σφαγὴ τῶν Ἑβραίων, ὥστε τὸ αἷμα των ἔρρευσεν ἀφθόνως ἀπὸ τῆς Ἱσπανίας μέχρι τῆς Γερμανίας. Τὰ βασανιστήριά των διαρκοῦν καὶ σήμερον. Τὸ Γκέττο τῆς Βαρσοβίας, ἔνθα εὑρίσκονται οἱ περισσότεροι Ἑβραῖοι, κατεστράφη ὑπὸ γερμανικῶν ἀεροπλάνων καθέτου ἐφορμήσεως Stukas. Ὅταν τὸ 1940 ἔγινεν ἡ προσάρτησις τῆς Αὐστρίας εἰς τὴν Γερμανίαν, οἱ ἐκεῖ Ἰουδαῖοι ἐξεδιώχθησαν, εἰσήχθησαν ἐντὸς πλοίου καὶ ἀφέθησαν εἰς τὸν ποταμὸν τὸν Δούναβιν νὰ φύγουν ἐκ τῆς Αὐστρίας. Ἔπλευσαν τὸν ποταμὸν καὶ φθάνουν εἰς τὸ Βιδίνιον, πόλιν κειμένην ἐν τοῖς παραμεθορίοις Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Σερβίας. Οἱ ἐν τῷ πλοίῳ Ἑβραῖοι ἀπετάθησαν εἰς ἕν ἕκαστον ἐξ αὐτῶν τῶν κρατῶν, ἵνα ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτοὺς καὶ ἐξέλθωσιν. Οὐδεμία χώρα ἐπέτρεψε, διότι ἐφοβοῦντο τὸν Χίτλερ. Ἠγκυροβόλησαν καὶ ἔμειναν ἐκεῖ ἐπ’ ἀρκετὸν χρόνον. Ἐθεώρησαν τὸ πλοῖον ὡς νησίδα !

Ἀλλὰ καὶ κἄτι τὸ ὁποῖον διαρκεῖ ἐπὶ αἰῶνας. Οἱ ἐν Ἱερουσαλὴμ Ἑβραῖοι μεταβαίνουσιν ἑκάστην Παρασκευὴν εἰς ἕν τῶν νομιζομένων ὑπολειμμάτων τειχῶν τοῦ Σολομῶντος καὶ κτυπῶντες τὰς κεφαλάς των μέχρι αἵματος λέγουν : «Καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ». Τὸ ἀξιοσημείωτον δὲ εἶναι κἄτι ἄλλο. Θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς Παλαιστίνην, νὰ ἱδρύσουν κράτος, ἔχουν τὴν μεγαλυτέραν οἰκονομικὴν ἰσχὺν τοῦ κόσμου, ὑπεστηρίχθησαν πρὸς τοῦτο ὑφ’ ὅλων, ἰδίως ὑπὸ τῆς Ἀγγλίας (καὶ ἡ Ἑλλὰς ὑπέγραψε) καὶ ὑπὸ τῆς κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, ἀλλὰ δὲν δύνανται. Ἐκ τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον 15.000.000 Ἰουδαίων μόνον 200.000 κατώρθωσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν, διότι 700.000 Ἄραβες ἀντέστησαν. Τὸ ἔθνος τοῦτο τῶν Ἑβραίων οὔτε ἀφομοιοῦται μετὰ τῶν ἄλλων Ἐθνῶν, οὔτε ἐξαφανίζεται, οὔτε κράτος δύναται νὰ ἱδρύσῃ, παρ’ ὅλον τὸν πόθον του καὶ τὴν οἰκονομικὴν ἀντοχὴν καὶ τὴν ὑποστήριξιν, τὴν ὁποίαν ἔλαβε. Τί σημαίνουν αὐτά; Κατάρα! Νὰ ζῇ καὶ νὰ τίζεται, διότι ἠδίκησεν. Ὥστε δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι καὶ σήμερον ἀδικεῖται, διότι ἠδίκησε !

Β. Πόσα διδάγματα: Ἀδικοῦμεν ; θὰ ἀδικηθῶμεν. Ὅταν ἁμαρτήσῃς καὶ τιμωρηθῇς δὶ’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠμάρτησες, ἐξοφλεῖς ἕνα χρέος σου. Ὁσονδήποτε βαρεῖα καὶ ἂν εἶναι ἡ τιμωρία διὰ τὴν ἁμαρτίαν σου ἐλαφρώνεται τὸ βάρος τῆς τιμωρίας, ὅταν συναισθάνεσαι, ὅτι δικαίως πάσχεις. Ἠμάρτησες σαρκικῶς, ἐπῆρες ἀρρώστεια καὶ ὑποφέρεις. Τὸ βάρος τῆς νόσου ἐλαφρώνεται μὲ τὴν συναίσθησιν, ὅτι πταίεις καὶ δικαίως πάσχεις. Ὅταν ὅμως ἀδικῆσαι, τιμωρῆσαι δηλαδὴ χωρὶς νὰ πταίῃς, ὅσον ἐλαχίστη καὶ ἂν εἶναι ἡ ἄδικος τιμωρία σου, γίνεσαι ἀνάστατος ἀπὸ τὸν πόνον τῆς ἀδικίας.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν θέλων νὰ τιμωρήσῃ μερικοὺς ἀνθρώπους πολύ, διότι ἠδίκησαν, δὲν τοὺς τιμωρεῖ ἐκεῖ ὅπου πταίουν καὶ ὅταν πταίουν, ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου δὲν πταίουν, διότι τότε θὰ πονέσουν. Τοῦτο δὲν εἶναι ἀδικία ἀλλὰ δικαιοσύνη, διότι ὁ ἀδικῶν θὰ τιμωρηθῇ δικαίως, ὅταν καὶ αὐτὸς ἀδικηθῇ. Τότε θὰ πονέσῃ, ὅσον ἐπόνεσε καὶ ὁ ἄλλος, τὸν ὁποῖον ἠδίκησε. Ἠδίκησας κἄποιον εἰς τὴν κρίσιν σου κατακρίνων καὶ συκοφαντῶν αὐτόν.Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ ἀπὸ κἄποιον ἄλλον ἀδικοσυκοφαντούμενος. Ἠδίκησας τὸ κορίτσι ἑνὸς ἄλλου καταστρέφων αὐτὸ σωματικῶς ἤ ἠθικῶς. Θὰ ἀδικηθῇς καὶ σὺ εὑρίσκων τὸ ἴδιον κακὸν εἰς τὸ σπίτι σου. Ἔκλεψες κάποιον. Κάποιος ἄλλος θὰ σὲ κλέψῃ. Πικρὸν εἶναι νὰ ἀδικῆταί τις. Πόσον δίκαιον ὅμως εἶναι τοῦτο, ὅταν ἀδικῆται, διότι ἠδίκησε!

Ἑπομένως ὅταν ἀδικούμεθα, καλὸν εἶναι νὰ σκεπτώμεθα, μήπως καὶ ἡμεῖς ἠδικήσαμεν. Ὅταν συλλάβωμεν τὸν ἑαυτὸν μας ἀδικήσαντα κἄποιον ἄλλον, ἂς σκεφθῶμεν, ὅτι ὅπως πονοῦμεν ἡμεῖς, ὅταν ἀδικούμεθα, ἔτσι ἐπόνεσε καὶ αὐτός, ὅταν ἀπὸ ἡμᾶς ἠδικήθη. Ἐπειδὴ ἐκάμαμε νὰ πονέσῃ αὐτός, πονοῦμεν καὶ ἡμεῖς. Ἔτσι μόνον θὰ ἀνακουφίσῃς τὸν πόνον σου, ὅταν ἀδικῆσαι, ἐὰν σκεφθῇς καὶ σὺ τὰς ἀδικίας σου. Ἐὰν ὅμως εὕρῃς ὅτι οὐδένα ἠδίκησες—πρᾶγμα σπανιώτατον—δέν πρέπει νὰ στενοχωρῆσαι, διότι ἀδικῆσαι, ἀλλὰ νὰ δοξάζῃς τὸν Θεόν, διότι «πάσχεις ἀδίκως». Ὅταν πρόκειται νὰ ἀδικήσῃς διὰ τῶν λόγων σου καὶ τῶν ἔργων σου τοὺς ἄλλους, σκέψου, ὅτι θὰ ἀδικηθῇς. Ὁ ἐνθουσιασμός σου τὸν ὁποῖον ἔχεις, ὅταν ἀδικῇς, θὰ μεταβληθῇ εἰς πίκραν σου, ὅταν θὰ ἀδικῆσαι. Ἂς προσέχωμεν νὰ μὴ ἀδικῶμεν, ἵνα μὴ ἀδικηθῶμεν!

Συναξαριστής της 2ας Σεπετεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Μάμας

 


Γεννήθηκε στὴ Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας τὸ 260 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς χριστιανούς, τὸ Θεόδοτο καὶ τὴν Ρουφίνα, ὅταν αὐτοὶ ἦταν μέσα στὴ φυλακή, ὅπου πέθαναν προσευχόμενοι. Ὁ Μάμας, βρέφος ἀκόμα, ἔμεινε ὀρφανός. Ὅμως, μία πλούσια χριστιανὴ γυναῖκα, ἡ Ἀμμία, τὸν υἱοθέτησε καὶ τὸν ἀνέθρεψε μὲ στοργὴ μητρικὴ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπειδὴ δὲ ὀνόμαζε τὴν θετή του μητέρα συνεχῶς μάμα, δηλ. μαμά, ὀνομάστηκε Μάμας.

Ὅταν ἔγινε 15 χρονῶν, πιάστηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρες, διότι χωρὶς φόβο, δημόσια, ὁμολογοῦσε τὸ Χριστό. Τότε τὸν χτύπησαν ἀλύπητα. Κρέμασαν στὸ λαιμό του μολυβένιο βαρίδιο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ὅμως μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ σώθηκε. Ἔπειτα τὸν ξανασυνέλαβαν καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἀναμμένο καμίνι καὶ μετὰ τροφὴ στὰ θηρία. Ἀλλὰ ἐπειδὴ καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ σώθηκε θαυματουργικά, διαπέρασαν τὴν κοιλιά του μὲ τρίαινα. Καὶ ἔτσι μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα ἀναχώρησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή.

Μᾶς θυμίζει δὲ τὰ λόγια του Κυρίου, ποὺ εἶπε: «ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστὶν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Ὅποιος, δηλαδή, ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ παιδάκι αὐτό, αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 


Ἀπὸ παιδὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν σπάνια ἐγκράτειά του καὶ γιὰ τὸν ἀπὸ φυσικοῦ ἔρωτα πρὸς τὴν νηστεία, πρᾶγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν προσωνυμία τοῦ Νηστευτῆ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὅταν ἔγινε ἔφηβος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χαράκτη.

Ἡ καρδιά του ὅμως, ἦταν δοσμένη στὰ θεῖα καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα θρησκευτικὰ βιβλία, πλουτίζοντας ἔτσι τὶς γνώσεις του. Τὰ πλεονεκτήματά του αὐτά, ἐκτίμησε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Γ´ καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ἀνέπτυξε ἰδιαίτερα τὴν ἐλεημοσύνη, βοηθώντας πλῆθος φτωχῶν καὶ ἄλλων ἀπόρων. Ἀργότερα ἔγινε πρσβύτερος, καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Εὐτυχίου, μὲ κοινὴ ὑπόδειξη ἀρχόντων καὶ λαοῦ, ἐκλέχτηκε διάδοχός του ὁ Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς σὰν Ἰωάννης Δ´ (12-4-582 ἐπὶ βασιλέως Μαυρικίου).

Τὸ πόσο ἔλαμψε καὶ σὰν Πατριάρχης ὁ Ἰωάννης, ἔχουμε πολὺ εὔγλωττες μαρτυρίες: ὁ ἐπίσκοπος Σενιλλίας Ἰσίδωρος τὸν παριστάνει σὰν ἅγιο καὶ ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος τὸν ἀποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στὸν Ἰωάννη ἐπίσης, Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 587, τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο «οἰκουμενικός». Σχετικά με τὶς ἐκκλησιαστικὲς ποινὲς ὁ Ἰωάννης θέσπισε σοφὸ κανονικό, ποὺ βρίσκεται στὸ Πηδάλιο. Πέθανε 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 595 καὶ τὸ λείψανό του τάφηκε στὸ ναὸ τῶν Ἅγιων Ἀποστόλων.

 

 
Ὁ Ἅγιος Διομήδης

Μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε σπαθιζόμενος.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός

Θανατώθηκε ἀφοῦ τὸν χτύπησαν μὲ ξύλο στὸ κεφάλι καὶ ἔτσι ἔνδοξα μαρτύρησε.

 

 
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος (ἢ Θεόδοτος ἢ Θεόδωρος)

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 

 
Ὁ Ἅγιος Εὐτυχιανὸς

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔψησαν ζωντανὸ πάνω σὲ σχάρα.

 

 
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος

Μαρτύρησε διὰ ἀπαγχονισμοῦ.

 

 
Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης

Μαρτύρησε διὰ πυρός.

 

 
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος

Μαρτύρησε διὰ σταυρικοῦ θανάτου.

 
Ὁ Ἅγιος Φιλάδελφος

Οἱ Συναξαριστὲς γιὰ τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρίου του ἀναφέρουν: «λίθῳ τὸν τράχηλον βαρυνθεὶς τελειοῦται».

 

 
Ὁ Ἅγιος Μελάνιππος

Μαρτύρησε διὰ πυρός.

 

 
Ἡ Ἁγία Παρθαγάπη

Μαρτύρησε διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.

 

 
Οἱ Δίκαιοι ἱερεῖς Ἐλεάζαρ καὶ Φινεές

Ἦταν ἱερεῖς τῶν Ἑβραίων. Ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦταν τρίτος γιὸς τοῦ Ἀαρών, ὁ δὲ Φινεὲς ἦταν γιὸς μὲν τοῦ Ἐλεάζαρ, ἐγγονὸς δὲ τοῦ Ἀαρών. Καὶ ὁ μὲν Ἐλεάζαρ ἦταν ἐπιτηρητὴς τῆς Σκηνῆς (τοῦ Μαρτυρίου) (Ἀριθμ. δ´, 16).

Ὁ δὲ Φινεές, γιὰ τὸ ζῆλο ποὺ ἔδειξε θανατώνοντας τὸν Ζαμβρὶ καὶ τὴν Χασβὶ τὴν Μαδιανίτιδα, διότι ἀναίσχυντα ἐκπορνεύονταν προσβάλλοντας τὸν Μωϋσῆ καὶ τὴν συναγωγὴ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἔλαβε τὴν διαθήκη αἰωνίου Ἱεροσύνης (Ἀριθμ. κε´, 11-13).

 

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀμμών (ἢ Ἀμμοῦν)

Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ ἐργάζονταν μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς πίστης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Παροιμιώδης δὲ ἦταν καὶ ἡ φιλανθρωπία τους, μὲ τὴν ὁποία εὐεργετοῦσαν καὶ χριστιανοὺς καὶ εἰδωλολάτρες. Τὸ τελευταῖο ὅμως αὐτό, συντελοῦσε πολὺ στὴ μεταβολὴ τῶν εἰδωλολατρῶν πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ ἔπαρχος Βάβδος, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν δράση αὐτὴ τοῦ Ἀειθαλᾶ καὶ τοῦ Ἀμμών, διέταξε τὴν σύλληψή τους. Καί, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τοὺς θανάτωσαν μὲ χτυπήματα σκληρότατα, μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν.
 

Μην ξεχνάς ότι τη ζωή δεν την καθορίζεις εσύ κι εγώ, αλλά μόνον ο Θεός!




Μην ξεχνάς ότι τη ζωή δεν την καθορίζεις εσύ κι εγώ, αλλά μόνον ο Θεός! Εμείς δεν μπορούμε να προσθέσουμε χρόνια σε κάποιον, ούτε να τον αναγκάσουμε να φύγει πιο γρήγορα για τους ουρανούς, όσο κι αν πάσχει από υγεία ψυχική και σωματική. Είναι 
φοβερά τραγικό να "σταυρώνεται" κανείς στο κρεββάτι του πόνου, αλλά αυτό δεν είναι δική μας υπόθεση, ούτε στα δικά μας χέρια,...αλλά σ' Εκείνου! Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι προσευχή, ..."Κύριε, γεννηθήτω ως Συ θέλεις, γεννηθήτω το θέλημα Σου".

ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ 

πηγή 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...