Πηγή: «Φωνή της Ορθοδοξίας» Επίσημη έκδοση της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Τεύχη 325 - 326, Αύγουστος 2007.
|
Μέρος Α'
1. Προσημείωση
Μετά από την όλως απροσδόκητη, επί ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ 16ου, κλιμάκωση των προκλήσεων του Βατικανού, έναντι των λοιπών Χριστιανών (ιδιαιτέρως δε, όπως θα δούμε αργότερα, των Ορθοδόξων!), καθίσταται ηλίου φαεινότερον ότι, δυστυχώς, εισερχόμεθα σε περίοδο πλήρους αβεβαιότητος, για να μην πούμε περιέργου «συσκοτισμού».
Το μεσαιωνικό θράσος του «Παπισμού», που όλοι είχαμε πιστεύσει ότι είχε περάσει ανεπιστρεπτί - παρά τον άκρως επεισοδιακό δογματισμό του «αλαθήτου» στην Α' εν Βατικανώ Σύνοδο (1870) - επανέρχεται αιφνιδίως, τελείως ασύμβατο μάλιστα με την βαθύτερη καλλιέργεια προσώπων, και τις ειλικρινείς «καθαρτήριες» προσπάθειες που παρουσίασε ό Δυτικός χριστιανικός κόσμος εν γένει, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες.
Έτσι, μετά την «Οικουμενική Κίνηση» αφ' ενός, ως γενικώτερο ρεύμα ανανήψεως και ανασυγκροτήσεως, αφ' ετέρου δε την δια της Β' Βατικανής Συνόδου επισήμως εκφρασθείσα απόφαση της Ρωμαϊκής εκκλησίας για ουσιαστικό καθαρμό «θεσμών», «λειτουργημάτων» και «προσώπων», επί τη βάσει των γνησίων «Πηγών» της Α' κοινής Χριστιανικής Χιλιετίας, δίδεται τώρα η ακόμη πιο αλγεινή εντύπωση ότι πάντα ταύτα όχι απλώς αμφισβητούνται, αλλά ακόμη και χλευάζονται.
Πρέπει λοιπόν να το πούμε απερίφραστα, ότι φαίνεται να έχει επικρατήσει πλήρως η γραμμή των σκληροπυρηνικών Καρδιναλίων της Ρωμαϊκής Κουρίας, η οποία καθιστά πλέον τον «Παπισμόν» - όχι ως «Πρωτείον ενός Επισκόπου», αλλά ως «ιδεολογίαν» αφορήτου ολοκληρωτισμού - το όντως «ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ», πρωτίστως για «επανένωση» των διηρημένων Χριστιανών, εξ ίσου δε και για απλώς ειρηνική «ενότητα» μεταξύ των. Πόσο μάλλον με τους μη Χριστιανούς ή και «αθέους».
Αυτός είναι ό λόγος που υποχρεούμαστε σήμερα να προβούμε σε κάποιες σύντομες, και όσο γίνεται πιο εκλαϊκευμένες παρατηρήσεις (χάριν κυρίως των απλούστερων Χριστιανών Ανατολής και Δύσεως), σχετικά με την παρουσιασθείσα όλως πρόσφατη αναβίωση του Παπικού Πρωτείου και Αλαθήτου, κάτω δε από τις πιο απροσδόκητες συνθήκες, και εις βάρος ολοκλήρου του Χριστιανισμού.
Αυτές, οι παρατηρήσεις μας εδώ, καθίστανται ακόμη πιο επείγουσες για να προληφθούν ενδεχομένως μείζονα δεινά, μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά και στις επιβαλλόμενες δημιουργικές σχέσεις των με τον υπόλοιπο, προ τεραστίων αδιεξόδων ευρισκόμενο κόσμο, για τον όποιον ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται ακόμη ότι «διατηρεί» αναλλοίωτη την μόνην εξ Αποκαλύψεως λυτρωτική για όλους αλήθεια.
2. Σύντομη ανασκόπηση της Ιστορικής εξελίξεως του Παπισμού εν τη Εκκλησία
Όσοι συνέβη να ασχοληθούν σοβαρά, δηλ. χωρίς προκαταλήψεις, με την Εκκλησιαστική Ιστορία, διεπίστωσαν ασφαλώς, άλλοτε με έκπληξη, όμως τις πιο πολλές φορές με δικαιολογημένη αγανάκτηση, ένα σχεδόν απίστευτο γεγονός: Πριν ακόμη σταματήσουν θεσμικώς (312-313 μ.Χ.) οι φοβεροί Διωγμοί κατά των Χριστιανών, από μέρους των ειδωλολατρών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, οι Επίσκοποί των (που θεωρήθηκαν οι άμεσοι Διάδοχοι των Αποστόλων), είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν μια νοσηρή και ασύμβατη, με τη διδασκαλία του Χριστού, «φιλοδοξία».
Ένας αρχικά συγκρατημένος ανταγωνισμός μεταξύ των, για «Πρωτεία», «Πρεσβεία» και «Προεδρείες», εξελίχθηκε πολύ σύντομα σε σχεδόν «αδελφοκτόνο» πόλεμο, όταν ό Χριστιανισμός έγινε στην αρχή «νόμιμη», (και εν συνεχεία «επίσημη» θρησκεία του Κράτους), επί Μ. Κωνσταντίνου.
Φιλαρχία λοιπόν και Φιλοπρωτία υπήρξε η ακόρεστη δίψα των Επισκόπων που οι «Καθέδρες» τους σε μεγάλες Πόλεις, απέκτησαν κοσμική αίγλη και δόξα. Πρώτη, και για αρκετό διάστημα ασυναγώνιστη, η Αρχαία Ρώμη.
Όπως ο εκάστοτε ειδωλολάτρης Ρωμαίος Αυτοκράτορας ονομαζόταν «Augustus» (=«σεβαστός», προσωνυμία για θεούς!), η δε Αρχαία Ρώμη χαρακτηριζόταν «Roma aeterna» (=«αιώνια πόλη»!), έτσι και ο Επίσκοπος Ρώμης δεν άργησε να διεκδικεί σταδιακά, για την τοπική Εκκλησία του πρώτα, αργότερα δε και για το πρόσωπό του, ανάλογους ανευλαβείς τίτλους, εις τον υπερθετικό μάλιστα βαθμό.
Το «Vicarius Christi» (=«Αντιπρόσωπος του Χριστού»), ήταν θα λέγαμε περίπου η μετάφραση, σε χριστιανική γλώσσα, του «Pontifex Maximus» (=«Ύψιστος Γεφυροποιος»).
Κανένα ίσως άλλο ζήτημα δεν απασχόλησε τόσο έντονα και εξακολουθητικά τις Συνόδους της Αρχαίας Εκκλησίας (Τοπικές η Οικουμενικές), κατά την κοινή Α' Χιλιετία, όσο η «Σειρά», δηλ. τα «Πρεσβεία» μεταξύ των Επισκοπικών Θρόνων, ιδίως δε του «Ρώμης» και του «Νέας Ρώμης» (Κωνσταντινουπόλεως), έως ότου διαμορφώθηκε η γνωστή Πενταρχία των Πατριαρχών (Ρώμης, Κ/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων).
Πρέπει πάντως να ομολογηθεί ότι το εν λόγω πρόβλημα, δεν είναι τόσο απλό όσο εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται. Δεν προέκυψε μόνον από την πρακτική ανάγκη του να προεδρεύει ο «Πρώτος μεταξύ Ίσων» («Primus inter pares»), κατά το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος. Μεσολάβησαν και δύσκολες, Ιστορικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η «πρακτικώτερη λύση» υπήρξε μέγας πειρασμός, μπροστά στον οποίο το τίμημα για «ηθική δεοντολογία» φάνηκε όχι μόνο βαρύ, αλλά εξουθενωτικό.
Αν πάντως γινόταν σεβαστός ό 34ος Κανών, ο τόσο αρχαίος σχετικώς, και τόσο κατά το πνεύμα «Αποστολικός» (αν και δεν ανάγεται στους Αποστολικούς Χρόνους!), είναι βέβαιον ότι πολλά δεινά θα είχε αποφύγει ό Ιστορικός Χριστιανισμός, στο σύνολό του. Αλλά τόσα δεινά, ίσως δε και περισσότερα, θα είχαν γλυτώσει και οι μη Χριστιανικοί πληθυσμοί που υπέστησαν επί αιώνες και μέχρι σήμερα, την αποικιοκρατική σκληρότητα, και την κατακτητική εκμετάλλευση από τους δήθεν Χριστιανούς Ηγεμόνες της Δύσεως, συνοδευόμενους και επικουρούμενους προγραμματικά από, εξίσου ολικών βλέψεων και συμφερόντων, δήθεν Ιεραποστόλους (βλέπε τους σημερινούς λαούς του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου»!).
Το επιγραμματικό Κείμενο του 34ου Αποστ. Κανόνος πρέπει να παραθέσουμε αυτούσιο εδώ, για να γίνει σαφέστατη σε όλους η ασύλληπτη «αναγέννηση του κόσμου», που θα είχε εξασφαλισθεί με την πάροδο των αιώνων, αν εφαρμοζόταν στοιχειωδώς ό χρυσός αυτός Κανών από τους θεωρούμενους «πνευματικούς» Πατέρες και Ποιμενάρχες του Χριστιανισμού.
Ιδού το συγκλονιστικό κείμενο:
«Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης· εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ' αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου, εν Αγίω Πνευματι· ο Πατήρ, και ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα».
(Γ. Α. Ράλλη - Μ.Ποτλή «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ», β' τομ., σ. 45)
Ήδη από την πρώτη ματιά ο προσεκτικός αναγνώστης του ως άνω κειμένου, διαπιστώνει που βρίσκεται το κατ' εξοχήν θεολογικό του βάρος. Η «αμοιβαιότητα» τιμής και εμπιστοσύνης που θεσμοθετείται ως απαράβατος «όρος ειρήνης» εν τη Εκκλησία, εξασφαλίζει και ένα πολύ υψηλότερο αγαθό. Πρόκειται για την αληθινή δοξολογία του Τριαδικού Θεού, η οποία μόνο με την «ομόνοια» μεταξύ των Επισκόπων επιτυγχάνεται.
Μέρος: Β΄
Μετά από την μυσταγωγική θέα του «αρχέγονου Μυστηρίου της Εκκλησίας», όπως το περιγράφει με θαυμαστή θεολογική συνέπεια ο 34ος Αποστ. Κανών, θα ήτο θλιβερή οπισθοδρόμηση και ματαιολογία το να ασχοληθούμε εδώ με τα προ πολλού καταδικασθέντα, από τους αντικειμενικούς Ιστορικούς και Θεολόγους, περί «ψευδοκλημεντίων» η «ψευδοϊσιδωρίων» δωρεών, κείμενα κ.α.
Τέτοιες και παρόμοιες μεθοδεύσεις η στρεψόδικες ερμηνείες διέθετε κατά καιρούς η Ρώμη όχι ολίγες, προκειμένου να «στηρίξει» το «Πρωτείο» του Αποστ. Πέτρου αρχικά, στη συνέχεια δε και του Επισκόπου Ρώμης, ως θεωρουμένου μόνουΔιαδόχου του Πέτρου.
Διεξοδική και συστηματική αναίρεση των εν προκειμένω τολμηθέντων από τους εκάστοτε Παπιστάς της Δύσεως, είχαμε καταθέσει εις την Διδακτορική Διατριβή μας («ΠΕΡΙ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τ’ ΟΡΘΟΔΟΞΩ ΘΕΟΛΟΓΙ», Αθήναι 1965), της οποίας η μετάφραση εις την Αγγλικήν εκτυπούται, συν Θεώ, εντός ολίγου. Ως εκ τούτου, θα αρκεσθούμε να θέσουμε συνοπτικώς, και απ’ ευθείας εις τον σημερινό Πάπα Βενέδικτο 16ο, μονάχα κάποιες θεμελιώδεις ερωτήσεις.
Τις ερωτήσεις αυτές –παρά το υψηλό του αξίωμα δίκαιο θα ήταν να τις απαντήσει ο ίδιος, διότι τον αφορούν άμεσα. Άλλωστε εις τον Διάλογο μεταξύ Χριστιανών, και δη Επισκόπων, δεν επιτρέπονται υπεκφυγές, παρά μόνον το «ναι» και το «ου», καθώς ο Χριστός παραγγέλλει.
Φρονούμεν δε ότι είναι δίκαιο να απαντήσει αυτοπροσώπως ο Βενέδικτος 16ος τις ερωτήσεις που θα θέσουμε παρακάτω, για δύο κυρίως λόγους:
Ερώτηση πρώτη: Δύναται να αρνηθεί ο διαπρέψας ως Θεολόγος Joseph Ratzinger, το ότι το λειτούργημα του «Πρώτου» εν τη Εκκλησία -ανεξαρτήτως εάν αναφέρεται εις τον Απόστ. Πέτρον, η άλλον εκ του ιερού Συλλόγου των «Δώδεκα», αλλά και εις τους Διαδόχους τούτων Επισκόπους- υπήρξεν εξ αρχής χαρακτήρος απολύτως «σωτηριολογικού», με τις ανάλογες εκ τούτου διοικητικές προεκτάσεις επί του όλου εκκλησιαστικού βίου της κατά τόπους «στρατευομένης» Εκκλησίας;
Ερώτηση δευτέρα: Είναι δυνατόν ο «σωτηριολογικός» χαρακτήρ του λειτουργήματος του «Πρώτου» εν γένει, να «δεσμεύεται», και μάλιστα να «προδικάζεται» από συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και πόλη;
Εάν οι συνεχώς αλλοιούμενοι και εις φθοράν ή λήθην υποκείμενοι ιστορικοί και γεωγραφικοί όροι είχαν τόσο αποφασιστική σημασία για την ΣΩΤΗΡΙΑ, δεν θα είχεν εξ αρχής επικρατήσει εις τον παγκόσμιο Χριστιανισμό το Πρωτείο των Ιεροσολύμων, όπου εξετυλίχθη ιστορικογεωγραφικώς ολόκληρο το σωτηριώδες δράμα της θείας Οικονομίας, με κεντρικό άξονα τον Θεάνθρωπο;
Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς θα έπρεπε να εκλάβουμε τις ριζικά περί του αντιθέτου δηλώσεις του Χριστού προς την Σαμαρείτιδα παρά το φρέαρ του Ιακώβ; Τι σημαίνουν εκείνα τα κεραυνοβόλα μηνύματα: «Ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις» (Ιωάν. 4, 21);
Ερώτηση τρίτη: Από πότε ήτο δυνατόν και με ποια θεολογικά επιχειρήματα, να «διαφοροποιηθεί» η Ρώμη τόσο ριζικά από την κοινή περί «Αποστολικής Διαδοχής» (successio Apostolica) διδασκαλία της Χριστιανικής Εκκλησίας, Ανατολής και Δύσεως, ώστε να βαρύνει τόσο η του Επισκόπου Ρώμης διαδοχή; Είναι ποτέ δυνατόν να ισχυρισθούμε σοβαρώς, ότι ο κατά τόπους εγκαθιστάμενος Επίσκοπος διαδέχεται ένα και μόνον συγκεκριμένον Απόστολο (π.χ. ο Ρώμης τον Πέτρον, ο Αλεξανδρείας τον Μάρκον, ο Νέας Ρώμης τον Ανδρέαν και άλλοι άλλους);
Εάν αυτή ήτο η έννοια της «Αποστολικής Διαδοχής», δεν θα ήτο επόμενον ο αριθμός των Επισκόπων της όλης Εκκλησίας να μη υπερβαίνει ποτέ τους «Δώδεκα»; Και δεν θα έπρεπε τότε, κατά συνέπειαν, να ομιλεί ειδικώς η Ρώμη δια «successio Petrina», και όχι ως επιμένει, εις το περιληπτικώτερο «Apostolica»;
Επειδή, αντιθέτως, η ορθή περί διαδοχής κοινή πεποίθηση και διδαχή Γραφής και Παραδόσεως είναι, ότι «πάντες οι Επίσκοποι» διαδέχονται ολόκληρον τον «εσχατολογικής» σημασίας Σύλλογο των «Δώδεκα», δια τούτο εις την έννοια της Αποστολικής Διαδοχής κατ’ ουσίαν η Εκκλησία περιέλαβε πάντοτε όχι μόνον τους Επισκόπους, αλλά και τουςΠρεσβυτέρους, ως ελάχιστα από εκείνους διαφέροντας εις την «σωτηριολογικήν» αποστολή της Εκκλησίας.
Ερώτηση τετάρτη: Μπορεί να δηλώσει υπεύθυνα ως Θεολόγος ο σημερινός Πάπας, ότι οι Επίσκοποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, «διοριζόμενοι», ως γνωστόν, απ’ ευθείας από τον Επίσκοπο Ρώμης, μη «εκλεγόμενοι» δε από την Σύνοδο της Τοπικής των Εκκλησίας, δύνανται να θεωρηθούν ισόκυροι με τους «εκλεγομένους» υπό Κανονικής Συνόδου Επισκόπους των Ορθοδόξων;
Ενθυμείται άραγε ο Άγιος πατήρ ότι, ως ο από Ορθοδόξου πλευράς Συμπρόεδρος επί 20ετίαν του Επισήμου Θεολογικού Διαλόγου, είχα διαμαρτυρηθεί προσωπικώς εις αυτόν, για το ότι ακόμη δεν αποκατέστησε το Βατικανόν τους Επισκόπους του γενικώς εις το ιερώτατον αξίωμά τους, όπως ακριβώς το εγνώρισε η αδιαίρετος Εκκλησία, και δικαίως το απαιτούμε οι Ορθόδοξοι δια να θεωρήσουμε έγκυρη την «εκλογή» των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων; Δεν αποτελεί επομένως υψίστην «επιείκειαν» και «ανοχήν» εκ μέρους των Ορθοδόξων Επισκόπων, το ότι ακόμη -επισήμως διαλεγόμενοι με τους Ρωμ/ κούς Επισκόπους- τους δεχόμεθα σιωπηρώς ως «ομολόγους» ημών;
Ερώτηση πέμπτη: Εάν η μη αποδοχή εκ μέρους των Ορθοδόξων του «πρωτείου» και «αλαθήτου» του Επισκόπου Ρώμης αποτελεί, κατά τον Πάπα Βενέδικτον 16ον, ατέλειαν (deficit) της Ορθοδοξίας, που δεν επιτρέπει να θεωρηθεί από την Ρώμην ως πλήρης Εκκλησία, τότε τι νόημα είχε η αξιωματική κοινή περί του Επισήμου Θεολογικού Διαλόγου δήλωση, ότι ο εν λόγω Διάλογος διεξάγεται «επί ίσοις όροις»;
Ερώτηση έκτη: Αγνοεί ο Πάπας ότι ο χαρακτηρισμός της στρατευομένης Εκκλησίας ως «τέλειας Κοινωνίας» (societas perfecta), που είχε επικρατήσει δια τους Ρωμ/κούς υπό την επίδραση του ι. Αυγουστίνου (civitas Dei), αντικαταστάθηκεδικαίως και ορθότατα εις τα επίσημα κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου από τον όρο «Λαός του Θεού» (populus Dei), για να εκφράσει, ως προσκυνηματική πορεία (peregrinatio), τον δυναμικό και εξελικτικό χαρακτήρα όλων των τάξεων (Κληρικοί, Μοναχοί, λαϊκοί) των πιστών, εις τον παρόντα κόσμο; Ουδείς εκ των Θεολόγων που έχουν ασχοληθεί με την Β΄ Βατικανή Σύνοδο αγνοεί, ότι και ο Δογματολόγος Καθηγητής Joseph Ratzinger δεν είχε συμβάλει ολίγον εις την σύνταξη των εν λόγω αναγεννητικών κειμένων.
Πώς λοιπόν σήμερον ο αυτός Δογματολόγος, ως Πάπας πλέον, επανέρχεται κηρύττοντας δια της πλαγίας οδού την καταδικασθείσα θεωρία της τελειολαγνίας (societas perfecta), η οποία, έστω και αθελήτως, συναγωνίζεται τις πλέον κοσμικές μορφές Ναρκισσισμού εις την σύγχρονη Παγκοσμιοποίηση;
Ερώτηση εβδόμη: Ολοκληρώνοντας, με τον συμβολικό αριθμό επτά (7), τα ερωτήματα που γεννά η σημερινή «απομόνωση» του Πάπα Βενέδικτου 16ου (τόσον από τον βαθύτερο εαυτό του, όσον και από τους ειλικρινέστερους φίλους και θαυμαστάς που είχε κερδίσει με την γαληνιαία και σεμνή πάντοτε παρουσία του), θα θέλαμε να γνωρίζαμε τι θέση παίρνει τούτη την εποχή οθεολογών Πάπας απέναντι σε δύο από τα πλέον γνωστά μελετήματά του, τα οποία και έδειχναν τους πιο ανοιχτούς ορίζοντες, τους οποίους εκπροσωπούσε για πολλές 10ετίες το όνομα Ratzinger.
Πρόκειται για τις εξής ενθουσιώδεις και ενθουσιαστικές μελέτες:
α) «Η επίδραση που είχε η διαμάχη περί τα Επαιτικά Τάγματα κατά τον Μεσαίωνα, εις την ανάπτυξη του Παγκοσμίου Πρωτείου του Πάπα» (Μόναχον, 1957).
Εκεί ομολογείται, παρά την επικαλούμενη πνευματικότητα του ασκητικού Bonaventura, ότι τεχνητά ήσαν τα μέσα για την επιτυχία του καθαρά στρατηγικού στόχου της Ρώμης.
β) Εις το βιβλίο «Χριστιανική Αδελφοσύνη», που αρχικά δόθηκε ως διάλεξη στην Βιέννη το 1958 και λίγο αργότερα βγήκε, ως το πρώτο βιβλίο του νεαρού Καθηγητού Ratzinger, το οποίο μεταφράστηκε μάλιστα και στην Ελληνική, με ειδικό Πρόλογο του Συγγραφέα, τονιζόταν ότι, εν αντιθέσει με τις διάφορες σύγχρονες ομαδοποιήσεις που αποτελούν «κλειστές Κοινωνίες», δηλ. clubs «αποκλειστικότητας», η Χριστιανική Αδελφοσύνη μένει «ανοιχτή» για να περιλάβει όλους.
Σήμερα, ατυχώς, ακούγεται πια ως τραγική ειρωνεία το εγκώμιο που έπλεξε η Αρχιεπισκοπή Freiburg με την ευκαιρία επανεκδόσεως του βιβλίου, ιδιαιτέρως δε ο ισχυρισμός, ότι «υπ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα δρα ακόμη και επιθυμεί να γίνει κατανοητός ο σημερινός Πάπας»!
Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά ουδέν συνηγορεί περί τούτου.__
|