Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Ἡ τάξις τῶν δακρύων




Σὲ προηγούμενο γραπτό μας, ἐξετάζοντας τὴν ἀξία ποὺ ἔχει ἡ θλίψη στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἀναφερθήκαμε καὶ στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ τὴν προκαλοῦν, καὶ στὰ δάκρυα ποὺ συχνὰ τὴν συνοδεύουν. Ἔτσι εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε, στὰ σύντομα, καὶ τὴν θετικὴ -τὴν εὐεργετικὴ θάπρεπε νὰ ποῦμε- ὄψη κάποιων δεδομένων τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ κατὰ τὴν τρέχουσα λογικὴ θεωροῦνται, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀρνητικὰ καὶ ἀπευκταῖα.

Ἐνῶ ὅμως εἴπαμε τὰ ἀπαραίτητα γιὰ θλίψη καὶ πειρασμούς, εἴχαμε ἐπιφυλαχθεῖ νὰ μιλήσουμε ἐδῶ διεξοδικά, σὲ ἰδιαίτερο ἄρθρο, γιὰ τὰ δάκρυα. Κι' αὐτό, ὄχι μόνο γιατί ὑπάρχει μία τεράστια ποικιλία δακρύων, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, ἀλλὰ πρὸ πάντων γιατί τὰ δάκρυα τοποθετοῦνται ἀπὸ τοὺς «νηπτικοὺς Πατέρας» τῆς ἐρήμου στὴν κορυφὴ τῶν «ἀγαθῶν» τοῦ παρόντος κόσμου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι, στὴν κατανυκτικότερη στιγμὴ τῆς προσευχῆς των, δὲν ζήτησαν ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ μήτε σοφία, μήτε καρτερία καὶ θάρρος, μήτε ἀκόμη καὶ ἁγιότητα. Κορυφαῖο αἴτημά τους ἦταν πάντα, στερεοτύπως, τὸ «δάκρυά μοι δὸς ὁ Θεός, δάκρυα μετανοίας». Αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς βάλει σὲ σκέψεις βαθύτερες, καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ μελετήσουμε δύο κυρίως ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὰ δάκρυα. Πρῶτον, τὴν φύση καὶ προέλευση τῶν δακρύων, τὴν ἀξία τους γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.

Εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα συνδέονται βαθιά, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται στὰ δάκρυα. Ἡ σχέση τους εἶναι πολὺ πιὸ οὐσιαστική. Τὸ δεύτερο ἐξαρτᾶται τελείως ἀπὸ τὸ πρῶτο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀξία τῶν δακρύων ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τί εἴδους εἶναι. Ἔτσι πρέπει νὰ βάλουμε καὶ τὰ δάκρυα σὲ μία σειρά, Νὰ τὰ διακρίνουμε σὲ κατηγορίες καὶ νὰ τὰ ἱεραρχήσουμε ἀνάλογα. Μιλοῦμε γιὰ «τάξη δακρύων», ὅπως θὰ λέγαμε σύστημα δακρύων. Ἔτσι ἄλλωστε δὲν μιλοῦμε γιὰ συστήματα καὶ τάξεις ἀγγέλων, ἀνθρώπων, ὑδάτων κ.α.;

Τὸ κυριότερο στοιχεῖο τῶν δακρύων δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὸ ὑγρὸ ποὺ ἀναβλύζει κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὰ μάτια. Αὐτὸ σ' ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀσφαλῶς ἔχει τὴν ἴδια χημικὴ σύνθεση. Ὅμως, ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία ποὺ τὸ προκάλεσε σὲ κάθε περίπτωση, ἔχουμε καὶ ἄλλη ποιότητα καὶ κατηγορία δακρύων. Κυριότερες εἶναι ἴσως οἱ ἀκόλουθες:

Δάκρυα μετανοίας / Δάκρυα φόβου Θεοῦ / Δάκρυα κατανύξεως


***

Δάκρυα συγκινήσεως / Δάκρυα χαρᾶς / Δάκρυα πόνου καὶ τρόμου / Δάκρυα ἀγανακτήσεως


***

Δάκρυα ὑποκρισίας

Ὅταν οἱ Πατέρες καὶ μεγάλοι ἀσκητὲς μιλοῦν γιὰ δάκρυα, ἐννοοῦν πάντα τὰ δάκρυα τῆς πρώτης τριάδας. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ θαῦμα καὶ βίωμα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πιὸ ὁλοκληρωτικὴ καὶ βίαιη πράξη του. Ριζικὸ ξήλωμα ὅλων τῶν στοιχείων τῆς προηγούμενης ζωῆς.

Ἔτσι, ποὺ τίποτα νὰ μὴ μένει ὄρθιον κατὰ κόσμον. Κυριολεκτικὰ «τὰ πάνω κάτω». Νὰ τὰ νιώσεις ὅλα νὰ γυρνᾶνε πίσω. Ὅλα νὰ ἀμφισβητοῦνται. Νὰ ἀνατρέπονται. Νὰ ματαιώνονται. Νὰ μηδενίζονται διὰ παντός. Αὐτὸ θὰ πεῖ «μετάνοια». Εἶναι δυνατὸν μία τέτοια ἀνασκολόπιση ψυχῆς καὶ πνεύματος νὰ μὴ φέρει δάκρυα, νὰ μὴ προξενήσει πόνο;

Ρίζα λοιπὸν τῶν δακρύων, πρωταρχικὴ καὶ ἀκένωτη πηγὴ των, ἡ μετάνοια. Ἀπ' αὐτὴν γεννιέται πρῶτος καὶ κύριος καρπὸς ὁ «φόβος» τοῦ Θεοῦ. Ἕνας φόβος ποὺ ἀπὸ τὴ Γραφὴ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀρχὴ σοφίας» (Ψαλμ. 110, 10.) Ὅσο ὁ ἄνθρωπος «σοφίζεται» ἐν φόβῳ Θεοῦ, τόσο βαθύτερα βλέπει καὶ νιώθει τὰ θαύματα μέσα καὶ γύρω του. Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι θαῦμα, ἂν κάποιος δὲν τὸ θαύμασε σ' ὅλο του τὸ βάθος. Θαύμασμα λοιπὸν εἶναι τὸ θαῦμα.

Γι' αὐτὸ καὶ μόνο ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ θαυμάζει καὶ νὰ ἀνακαλύπτει συνεχῶς, διὰ βίου, ὅλο καὶ βαθύτερες πτυχὲς τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Νὰ λοιπὸν ἀκόμη μία καινούργια ἔννοια τοῦ βιβλικοῦ λόγου «ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα» (Ἐκκλησιαστὴς 1, 18), ποὺ εἶναι ἡ πιὸ μυστικὴ ἐξίσωση στὴν ἀνθρώπινη ζωή.

Εἶναι φυσικό, ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια βαθειὰ κατάδυση στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, νὰ αἰσθάνεται ὁ πιστὸς ὅλο καὶ περισσότερο προνομιοῦχος μεταξὺ τῶν ἄλλων κτισμάτων. Εἶναι προνόμιο ἀνυπέρβλητο τὸ νὰ μετέχεις στὸ βαθύτερο ρυθμὸ τοῦ κόσμου, ἀνακαλύπτοντας ἀπὸ πρῶτο χέρι τὴν ἄμετρή τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία. Μόνη ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου σ' αὐτὴ τὴ «μύηση», ποὺ κορυφώνεται στὴν «μέθεξη», γιὰ νὰ καταλήξει στὴ «θέωση», ἂν ὁ Θεὸς «εὐδοκήσει», εἶναι τὰ δάκρυα. Δάκρυα κατανύξεως, συντριβῆς καὶ εὐγνωμοσύνης, ποὺ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς γίνονται «δάκρυα παρακλητικά», καθὼς λυτρώνουν ἀπ' ὅλες τὶς κατὰ κόσμον ἀβεβαιότητες καὶ «ἀμφι-βολίες».

Σ' ἕνα τέτοιο ἀκριβῶς συσχετισμὸ φόβου Θεοῦ καὶ δακρύων μετανοίας, ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει: «δὲν ἔχω καρδίαν θλιβομένην πρὸς ἀναζήτησίν σου, δὲν ἔχω μετάνοιαν, δὲν ἔχω κατάνυξιν, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δὲν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν δύναται ν' ἀτενίση πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δὲν δύναται νὰ θερμανθῆ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρὸς σὲ ἀγάπης. Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου• διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῆ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ» (Λόγος β', Περὶ ἀπαρνήσεως κόσμου κλπ.)

Καὶ μόνο μία φράση ἂν ἀπομονώσουμε καὶ ὑπογραμμίσουμε ἀπὸ τὸ κατανυκτικότατο αὐτὸ χωρίο, ἔχουμε πλήρη τὴν ἀξία ποὺ ὁ Ἅγιος ἀναγνωρίζει στὰ δάκρυα, ὅταν παρατηρεῖ ὅτι αὐτὰ καὶ μόνον εἶναι «τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα».

Ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἀναφέρονται λοιπόν, ὅπως εἶναι φανερό, μόνο στὰ κατὰ Θεὸν δάκρυα. Αὐτὰ εἶναι ποὺ οἱ Πατέρες ὀνόμασαν ὕψιστο «ἀγαθό» τοῦ παρόντος κόσμου. Γιατί εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια, νὰ ὁδηγοῦν κατ' εὐθείαν μόνο στὸν ἴδιο τὸ Θεό, κατὰ τὴ χάρη Του. Ἔτσι συμπίπτει ἀπολύτως ὁ χαρακτήρας μὲ τὴν ἀξία τῶν δακρύων.

Ἡ δεύτερη ὁμάδα τῶν δακρύων εἶναι καὶ ἀξιολογικὰ δεύτερη. Γιατί περιορίζεται, κατ’ ἀρχήν, στὶς ἀξίες τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ τὶς θρηνεῖ ἢ τὶς πανηγυρίζει ἀναλόγως. Πρόκειται γιὰ τὴν τετράδα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν προηγηθεῖσα τριάδα. Εἶναι δάκρυα πόνου καὶ τρόμου ἢ χαρᾶς ἀφ' ἑνός, ἀγανακτήσεως ἤ συγκινήσεως ἀφ' ἑτέρου. Κι' αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν παύουν νάχουν κάποια ἀξία, ἐφ' ὅσον εἶναι δάκρυα εἰλικρινείας, δηλαδὴ αὐθόρμητα. Μποροῦν μάλιστα, καλλιεργώντας καὶ ἐξευγενίζοντας τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὁδηγήσουν κάποια στιγμὴ στὴν μετάνοια, δηλαδὴ στὸν Θεό. Ὁπότε εἰσερχόμαστε «διὰ τῆς πλαγίας» στὴν μυστικὴ διαδικασία τῶν κατὰ Θεὸν δακρύων, ὅπως ἤδη τὴν περιγράψαμε. Γι' αὐτὸ μποροῦσε ἀκόμη κι ἕνας ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ὅπως ἦταν ὁ Βίκτωρ Οὐγκώ, νὰ δηλώνει πὼς «δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὸν Θεό, παρὰ μόνο μὲ μάτια δακρυσμένα».

Κατακλείοντας αὐτὴ τὴ σύντομη ἀναφορὰ στὴν τάξη τῶν δακρύων, πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι ἂν ὑπάρχουν κάποια δάκρυα ποὺ εἶναι τελείως μάταια καὶ δὲν μποροῦν νάχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ τὴν μοίρα τῆς ψυχῆς, εἶναι τὰ δάκρυα τῆς ὑποκρισίας. Αὐτά, ὡς δάκρυα σκοπιμότητος, μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμα μονάχα στοὺς ἠθοποιούς, ἐπαγγελματικά. Κι ἀκόμη πιὸ πολὺ στοὺς κροκόδειλους, ποὺ γίνονται μέσον νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν τροφή τους.

Τρίτη, Αυγούστου 04, 2015

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν

Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας   Στυλιανός 
 



Τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶναι μία περίοδος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφει τά μάτια μὲ βαθειὰ κατάνυξη πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, σημαίνουν οἱ καμπάνες τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν πᾶνε νὰ ψάλλουν τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα.

Ἀνάλογη κατάνυξη ἔχει βέβαια καὶ ἡ περίοδος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ ἐνῶ στοὺς Χαιρετισμοὺς κυριαρχεῖ ὁ ὑμνολογικὸς τόνος, ἡ θριαμβικὴ δοξολόγηση τῶν ἀπείρων χαρίτων τῆς «Μητρὸς τοῦ Θεοῦ γενομένης», στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα τοῦ Δεκαπενταύγουστου κυρίαρχος τόνος εἶναι τὸ πένθος καὶ ἡ ὀδύνη τῆς βαρυαλγούσης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ ποὺ ζητᾷ παράκληση καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴν Παναγία.

Ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει πιστὸς ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε μὲ συντριβὴ τοὺς σπαραχτικοὺς στίχους τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν «νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή». Ὅμως ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ὀδύνη ἀπογνώσεως, ποὺ συνήθως ὁδήγει στὴν ἀπιστία καὶ στὴν ἀποστασία. Ἡ ὀδύνη τοῦ κατὰ Θεὸν δεινοπαθοῦντος ἀνθρώπου εἶναι ὀδύνη ἐπιγνώσεως, καὶ γίνεται καθαρμὸς καὶ ἀναβαθμός. Γιατί, ἐνῷ τὸν θλίβει καὶ τὸν πληγώνει, δὲν τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄλλα τὸν ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αὐτὸ ἡ ὀδύνη κορυφώνεται μὲν ἀλλὰ καὶ συγχρόνως καταπαύει στὴν ἀκόλουθη μορφὴ ἱκεσίας: «Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος».

Ἀκούοντας κανεὶς ἐπιπόλαια τὶς στροφὲς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι κάποιος ἀνώνυμος ὑμνογράφος διατραγῳδεῖ κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς δεινοπαθήματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Γιατί πράγματι δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν ἔζησε κατ' ἐπανάληψη, «τῶν παθῶν του τὸν τάραχον» ἤ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ποτὲ «πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς».

Διαβάζοντας ὅμως προσεκτικότερα καὶ ἐμβαθύνοντας περισσότερο σ' αὐτὰ τὰ ἱερὰ στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ περιγραφὴ καὶ ἐξιστόρηση τῶν ἐν γένει περιπετειῶν τοῦ ἀνθρώπου στὸν καθημερινὸ ἀγώνα τῆς τελειώσεώς του. Πρόκειται γιὰ σπαρακτικὲς κραυγὲς «ἐκ τοῦ φυσικοῦ», γιὰ ὀδύνη καὶ πόνο ποὺ μᾶς ἔρχεται «ἀπὸ πρῶτο χέρι».

Ἑπομένως ἔχομε νὰ κάνωμε μὲ τελείως προσωπικὸ δρᾶμα ποὺ βιώθηκε ἀπὸ πρόσωπο ἱστορικὸ καὶ ἐπώνυμο κάτω ἀπὸ συνθῆκες πραγματικὲς καὶ συγκεκριμένες. Πόσοι ἄραγε ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστούς μας ποὺ ψάλλουν κάθε τόσο τὴν παράκληση γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο αὐτό;

Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος νὰ εἶναι κάποια εὐαίσθητη γυναικεία ὕπαρξη σάν τὴν Κασσιανή ἤ κάποιος ὑπέργηρος Μοναχός τῆς ἐρήμου. Κι ὅμως μήτε τὸ ἕνα μήτε τὸ ἄλλο. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ δακρύβρεκτου ὑμνολογικοῦ κειμένου ἦταν ἕνας ἄνδρας στὴν πλήρη ἀκμή του, καὶ μάλιστα ἐστεμμένος.

Ἦταν ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας, Θεόδωρος Β' ὁ Λάσκαρις (1222-1258), ποὺ λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του ἔκαρη Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους του, ἦταν ἰδιαίτερα λεπτὸς καὶ εὐγενικὸς ἄνθρωπος, εἶχε δὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσει σπουδαία μόρφωση γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἔζησε ὅμως σὲ πολὺ δύσκολους καιρούς. Οἱ Φράγκοι εἶχαν πάρει τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Βούλγαροι καὶ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καταλλήλως, οἱ δὲ Μουσουλμάνοι στὴν Μικρὰ Ἀσία ἦταν μία ἄμεση καὶ μόνιμη ἀπειλή.

Ἔχοντας φύση καλλιτεχνικὴ ὁ τραγικὸς αὐτὸς Αὐτοκράτορας, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ τέτοιες σκληρὲς εὐθύνες χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του. Γι' αὐτὸ πέθανε σὲ ἡλικία μόλις 36 ἐτῶν.

Ἡ ζωὴ του χαρακτηριζόταν ἀπὸ πολλὲς ἀντινομίες, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια πρωτοφανεῖς μήτε στὰ Βυζαντινὰ Ἀνάκτορα μήτε στὴν ἐν γένει ἀνώτερη γύρω τους κοινωνία. Ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς στάθηκε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ὅτι δηλ. οἱ ἀντινομίες τοῦ βίου δὲν ἔκλεισαν ποτὲ στὸ πρόσωπο τὴν θέα πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν σωτηρία, ἐφ' ὅσον ὑπῆρχε ἡ μετάνοια.

Ἔκαναν καὶ τότε φρικαλέα κάποτε ἐγκλήματα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα μετὰ μὲ ποταμοὺς εἰλικρινῶν δακρύων ἐξαγνίζονταν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς Μεσαίωνας, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικότατο σημεῖο διαφέρει ἀπὸ τοὺς νεωτέρους χρόνους. Οἱ νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν — ἀπὸ ἀνθρωπισμὸ ὅπως ἰσχυρίζονται — νὰ διαμορφώσουν ἕνα πολίτη νομοταγῆ καὶ ἔντιμο, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς βαθύτερες πεποιθήσεις του, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματική του ἀγρύπνια. Ἔτσι, αὐτὸς ὁ πολίτης μπορεῖ μὲν ν' ἀποφεύγει προσεκτικότερα σήμερα τὸ ἄμεσο καὶ πρωτογενὲς ἔγκλημα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς συνανθρώπους — πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς τὸν ἀναδεικνύει δικονομικὰ τουλάχιστον δικαιότερο ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ τοῦ Μεσαίωνα — ὅμως ὁ πολίτης αὐτὸς τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ναρκισσευόμενος γιὰ τὴν «αὐτόνομη» καὶ αὐτονομημένη ἠθική του, δὲν ἔχει ποτὲ γνωρίσει τὴν συντριβὴ καὶ τὴν κάθαρση, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπιφέρουν τὰ μετὰ τὴν ἁμαρτία δάκρυα.

Καὶ ἐρωτᾶται: Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ πολῖτες μὲ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: Ἐμεῖς γνωρίζομε δτὶ ὁ Χριστὸς διεκήρυξε: «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. 2,17)' ποὺ σημαίνει ὅτι τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν κατοικοῦν οἱ ἄψογοι νάρκισσοι ποὺ δὲν ἐράγισαν ποτὲ μπροστὰ στὰ ἀνεξερεύνητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἄλλα οἱ διὰ τῆς μετανοίας ἀναγεννημένοι ἄνθρωποι.

Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες γνωρίζοντας καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, ἐνῷ περιγράφει τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἦταν «παντοίως τῇ λύπῃ τρωθείς καὶ τιτρωσκόμενος», δὲν ἀπογοητεύεται ἀλλὰ πιστεύει καὶ ἀγρυπνεῖ. Πιστεύει καὶ ἐλπίζει ὅτι μ’ ὅλες τὶς συμφορὲς του ὁ Θεὸς ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία του: «Οἴμοι, ὅτι οὐκ ἐμοί γέγονεν οὐδὲν ἄλλο εἴποιμι ἤ ὅτι πάντως κάθαρσις ψυχικὴ καὶ ταπείνωσις σαρκική, ἵνα σώσῃ ὁ πλάστης τὸ συναμφότερον».

Τοῦ μακαριστοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Β' τοῦ Λασκάρεως, ποὺ μᾶς ἐδίδαξε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, αἰωνία ἡ μνήμη!

Κυριακή, Δεκεμβρίου 15, 2013

Η τάξις των δακρύων



Σε προηγούμενο γραπτό μας, εξετάζοντας την αξία που έχει η θλίψη στην ανθρώπινη ζωή, αναφερθήκαμε και στους ποικίλους πειρασμούς που την προκαλούν, και στα δάκρυα που συχνά την συνοδεύουν. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να δούμε, στα σύντομα, και την θετική -την ευεργετική θάπρεπε να πούμε- όψη κάποιων δεδομένων του παρόντος κόσμου, που κατά την τρέχουσα λογική θεωρούνται, εκ πρώτης όψεως, αρνητικά και απευκταία.
Ενώ όμως είπαμε τα απαραίτητα για θλίψη και πειρασμούς, είχαμε επιφυλαχθεί να μιλήσουμε εδώ διεξοδικά, σε ιδιαίτερο άρθρο, για τα δάκρυα. Κι' αυτό, όχι μόνο γιατί υπάρχει μια τεράστια ποικιλία δακρύων, όπως θα δούμε πιο κάτω, αλλά προ πάντων γιατί τα δάκρυα τοποθετούνται από τους «νηπτικούς Πατέρας» της ερήμου στην κορυφή των «αγαθών» του παρόντος κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι, στην κατανυκτικότερη στιγμή της προσευχής των, δεν ζήτησαν ποτέ από τον Θεό μήτε σοφία, μήτε καρτερία και θάρρος, μήτε ακόμη και αγιότητα. Κορυφαίο αίτημά τους ήταν πάντα, στερεοτύπως, το «δάκρυά μοι δος ο Θεός, δάκρυα μετανοίας». Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να μας βάλει σε σκέψεις βαθύτερες, και να μας οδηγήσει να μελετήσουμε δύο κυρίως ερωτήματα σχετικά με τα δάκρυα. Πρώτον, την φύση και προέλευση των δακρύων, την αξία τους για την πνευματική ζωή.
Είναι προφανές ότι τα δύο αυτά ερωτήματα συνδέονται βαθιά, όχι μόνο από το γεγονός ότι και τα δύο αναφέρονται στα δάκρυα. Η σχέση τους είναι πολύ πιο ουσιαστική. Τό δεύτερο εξαρτάται τελείως από το πρώτο. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των δακρύων εξαρτάται από το τι είδους είναι. Έτσι πρέπει να βάλουμε και τα δάκρυα σε μια σειρά, Να τα διακρίνουμε σε κατηγορίες και να τα ιεραρχήσουμε ανάλογα. Μιλούμε για «τάξη δακρύων», όπως θα λέγαμε σύστημα δακρύων. Έτσι άλλωστε δεν μιλούμε για συστήματα και τάξεις αγγέλων, ανθρώπων, υδάτων κ.ά.;
Το κυριότερο στοιχείο των δακρύων δεν είναι οπωσδήποτε το υγρό που αναβλύζει κάποια στιγμή από τα μάτια. Αυτό σ' όλες τις περιπτώσεις ασφαλώς έχει την ίδια χημική σύνθεση. Όμως, ανάλογα με την αιτία που το προκάλεσε σε κάθε περίπτωση, έχουμε και άλλη ποιότητα και κατηγορία δακρύων. Κυριότερες είναι ίσως οι ακόλουθες:
Δάκρυα μετανοίας / Δάκρυα φόβου Θεού / Δάκρυα κατανύξεως
***
Δάκρυα συγκινήσεως / Δάκρυα χαράς / Δάκρυα πόνου και τρόμου / Δάκρυα αγανακτήσεως


***
Δάκρυα υποκρισίας

Όταν οι Πατέρες και μεγάλοι ασκητές μιλούν για δάκρυα, εννοούν πάντα τα δάκρυα της πρώτης τριάδας. Η μετάνοια είναι το πιο συγκλονιστικό θαύμα και βίωμα στη ζωή του ανθρώπου. Η πιο ολοκληρωτική και βίαιη πράξη του. Ριζικό ξήλωμα όλων των στοιχείων της προηγούμενης ζωής.

Έτσι, που τίποτα να μη μένει όρθιον κατά κόσμον. Κυριολεκτικά «τα πάνω κάτω». Να τα νιώσεις όλα να γυρνάνε πίσω. Όλα να αμφισβητούνται. Να ανατρέπονται. Να ματαιώνονται. Να μηδενίζονται διά παντός. Αυτό θα πει «μετάνοια». Είναι δυνατόν μια τέτοια ανασκολόπιση ψυχής και πνεύματος να μη φέρει δάκρυα, να μη προξενήσει πόνο;

Ρίζα λοιπόν των δακρύων, πρωταρχική και ακένωτη πηγή των, η μετάνοια. Απ' αυτήν γεννιέται πρώτος και κύριος καρπός ο «φόβος» του Θεού. Ένας φόβος που από τη Γραφή χαρακτηρίζεται ως «αρχή σοφίας» (Ψαλμ. 110, 10. Όσο ο άνθρωπος «σοφίζεται» εν φόβω Θεού, τόσο βαθύτερα βλέπει και νιώθει τα θαύματα μέσα και γύρω του. Τό θαύμα δεν είναι θαύμα, αν κάποιος δεν το θαύμασε σ' όλο του το βάθος. Θαύμασμα λοιπόν είναι το θαύμα.

Γι' αυτό και μόνο έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο. Για να θαυμάζει και να ανακαλύπτει συνεχώς, διά βίου, όλο και βαθύτερες πτυχές της αλήθειας, δηλαδή της αγάπης του Θεού. Να λοιπόν ακόμη μια καινούργια έννοια του βιβλικού λόγου «ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα» (Εκκλησιαστής 1, 18), που είναι η πιο μυστική εξίσωση στην ανθρώπινη ζωή.

Είναι φυσικό, ύστερα από μια τέτοια βαθειά κατάδυση στα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, να αισθάνεται ο πιστός όλο και περισσότερο προνομιούχος μεταξύ των άλλων κτισμάτων. Είναι προνόμιο ανυπέρβλητο το να μετέχεις στο βαθύτερο ρυθμό του κόσμου, ανακαλύπτοντας από πρώτο χέρι την άμετρη του Θεού φιλανθρωπία. Μόνη απάντηση του ανθρώπου σ' αυτή τη «μύηση», που κορυφώνεται στην «μέθεξη», για να καταλήξει στη «θέωση», αν ο Θεός «ευδοκήσει»,είναι τα δάκρυα. Δάκρυα κατανύξεως, συντριβής και ευγνωμοσύνης, που γι' αυτό ακριβώς γίνονται «δάκρυα παρακλητικά», καθώς λυτρώνουν απ' όλες τις κατά κόσμον αβεβαιότητες και «αμφι-βολίες».

Σ' ένα τέτοιο ακριβώς συσχετισμό φόβου Θεού και δακρύων μετανοίας, ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει: «δεν έχω καρδίαν θλιβομένην προς αναζήτησίν σου, δεν έχω μετάνοιαν, δεν έχω κατάνυξιν, ουδέ δάκρυα, τα οποία επαναφέρουσι τα τέκνα εις την ιδίαν αυτών πατρίδα. Δεν έχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· εσκοτίσθη ο νους μου από την ματαιότητα του κόσμου, και δεν δύναται ν' ατενίση προς σε μετά πόνου· εψυχράνθη η καρδία μου από το πλήθος των πειρασμών, και δεν δύναται να θερμανθή διά των δακρύων της προς σε αγάπης. Αλλά συ, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ο θησαυρός των αγαθών, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν και καρδίαν επίπονον, ίνα ολοψύχως εξέλθω εις αναζήτησίν σου· διότι άνευ σου θέλω αποξενωθή από παντός αγαθού» (Λόγος β', Περί απαρνήσεως κόσμου κλπ.)

Και μόνο μια φράση αν απομονώσουμε και υπογραμμίσουμε από το κατανυκτικότατο αυτό χωρίο, έχουμε πλήρη την αξία που ο Άγιος αναγνωρίζει στα δάκρυα, όταν παρατηρεί ότι αυτά και μόνον είναι «τα οποία επαναφέρουσι τα τέκνα εις την ιδίαν αυτών πατρίδα».

Όλα τα πιο πάνω αναφέρονται λοιπόν, όπως είναι φανερό, μόνο στα κατά Θεόν δάκρυα. Αυτά είναι που οι Πατέρες ονόμασαν ύψιστο «αγαθό» του παρόντος κόσμου. Γιατί είναι φυσικό, αφού αναβλύζουν από το φόβο του Θεού και την μετάνοια, να οδηγούν κατ' ευθείαν μόνο στον ίδιο το Θεό, κατά τη χάρη Του. Έτσι συμπίπτει απολύτως ο χαρακτήρας με την αξία των δακρύων.

Η δεύτερη ομάδα των δακρύων είναι και αξιολογικά δεύτερη. Γιατί περιορίζεται, κατ αρχήν, στις αξίες του παρόντος κόσμου, που τις θρηνεί ή τις πανηγυρίζει αναλόγως. Πρόκειται για την τετράδα που ακολουθεί την προηγηθείσα τριάδα. Είναι δάκρυα πόνου και τρόμου ή χαράς αφ' ενός, αγανακτήσεως η συγκινήσεως αφ' ετέρου. Κι' αυτά τα δάκρυα δεν παύουν νάχουν κάποια αξία, εφ' όσον είναι δάκρυα ειλικρινείας, δηλαδή αυθόρμητα. Μπορούν μάλιστα, καλλιεργώντας και εξευγενίζοντας τον άνθρωπο, να τον οδηγήσουν κάποια στιγμή στην μετάνοια, δηλαδή στον Θεό. Οπότε εισερχόμαστε «διά της πλαγίας» στην μυστική διαδικασία των κατά Θεόν δακρύων, όπως ήδη την περιγράψαμε. Γι'αυτό μπορούσε ακόμη κι ένας άνθρωπος του κόσμου, όπως ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ, να δηλώνει πως «δεν μπορεί κανείς να δει τον Θεό, παρά μόνο με μάτια δακρυσμένα».

Κατακλείοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στην τάξη των δακρύων, πρέπει να πούμε, ότι αν υπάρχουν κάποια δάκρυα που είναι τελείως μάταια και δεν μπορούν νάχουν καμμιά σχέση με την καλλιέργεια και την μοίρα της ψυχής, είναι τα δάκρυα της υποκρισίας. Αυτά, ως δάκρυα σκοπιμότητος, μπορεί να είναι χρήσιμα μονάχα στους ηθοποιούς, επαγγελματικά. Κι ακόμη πιο πολύ στους κροκόδειλους, που γίνονται μέσον να εξασφαλίσουν την τροφή τους. 
 
  Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας
 Εκδόσεις Αρμός, Μαυροκορδάτου 7, 106 78 Αθήνα

Πέμπτη, Αυγούστου 01, 2013

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν - Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός


 



Τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶναι μία περίοδος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφει τά μάτια μὲ βαθειὰ κατάνυξη πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, σημαίνουν οἱ καμπάνες τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν πᾶνε νὰ ψάλλουν τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα.

Ἀνάλογη κατάνυξη ἔχει βέβαια καὶ ἡ περίοδος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ ἐνῶ στοὺς Χαιρετισμοὺς κυριαρχεῖ ὁ ὑμνολογικὸς τόνος, ἡ θριαμβικὴ δοξολόγηση τῶν ἀπείρων χαρίτων τῆς «Μητρὸς τοῦ Θεοῦ γενομένης», στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα τοῦ Δεκαπενταύγουστου κυρίαρχος τόνος εἶναι τὸ πένθος καὶ ἡ ὀδύνη τῆς βαρυαλγούσης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ ποὺ ζητᾷ παράκληση καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴν Παναγία.

Ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει πιστὸς ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε μὲ συντριβὴ τοὺς σπαραχτικοὺς στίχους τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν «νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή». Ὅμως ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ὀδύνη ἀπογνώσεως, ποὺ συνήθως ὁδήγει στὴν ἀπιστία καὶ στὴν ἀποστασία. Ἡ ὀδύνη τοῦ κατὰ Θεὸν δεινοπαθοῦντος ἀνθρώπου εἶναι ὀδύνη ἐπιγνώσεως, καὶ γίνεται καθαρμὸς καὶ ἀναβαθμός. Γιατί, ἐνῷ τὸν θλίβει καὶ τὸν πληγώνει, δὲν τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄλλα τὸν ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αὐτὸ ἡ ὀδύνη κορυφώνεται μὲν ἀλλὰ καὶ συγχρόνως καταπαύει στὴν ἀκόλουθη μορφὴ ἱκεσίας: «Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος».

Ἀκούοντας κανεὶς ἐπιπόλαια τὶς στροφὲς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι κάποιος ἀνώνυμος ὑμνογράφος διατραγῳδεῖ κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς δεινοπαθήματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Γιατί πράγματι δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν ἔζησε κατ' ἐπανάληψη, «τῶν παθῶν του τὸν τάραχον» ἤ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ποτὲ «πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς».

Διαβάζοντας ὅμως προσεκτικότερα καὶ ἐμβαθύνοντας περισσότερο σ' αὐτὰ τὰ ἱερὰ στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ περιγραφὴ καὶ ἐξιστόρηση τῶν ἐν γένει περιπετειῶν τοῦ ἀνθρώπου στὸν καθημερινὸ ἀγώνα τῆς τελειώσεώς του. Πρόκειται γιὰ σπαρακτικὲς κραυγὲς «ἐκ τοῦ φυσικοῦ», γιὰ ὀδύνη καὶ πόνο ποὺ μᾶς ἔρχεται «ἀπὸ πρῶτο χέρι».

Ἑπομένως ἔχομε νὰ κάνωμε μὲ τελείως προσωπικὸ δρᾶμα ποὺ βιώθηκε ἀπὸ πρόσωπο ἱστορικὸ καὶ ἐπώνυμο κάτω ἀπὸ συνθῆκες πραγματικὲς καὶ συγκεκριμένες. Πόσοι ἄραγε ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστούς μας ποὺ ψάλλουν κάθε τόσο τὴν παράκληση γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο αὐτό;

Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος νὰ εἶναι κάποια εὐαίσθητη γυναικεία ὕπαρξη σάν τὴν Κασσιανή ἤ κάποιος ὑπέργηρος Μοναχός τῆς ἐρήμου. Κι ὅμως μήτε τὸ ἕνα μήτε τὸ ἄλλο. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ δακρύβρεκτου ὑμνολογικοῦ κειμένου ἦταν ἕνας ἄνδρας στὴν πλήρη ἀκμή του, καὶ μάλιστα ἐστεμμένος.

Ἦταν ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας, Θεόδωρος Β' ὁ Λάσκαρις (1222-1258), ποὺ λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του ἔκαρη Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους του, ἦταν ἰδιαίτερα λεπτὸς καὶ εὐγενικὸς ἄνθρωπος, εἶχε δὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσει σπουδαία μόρφωση γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἔζησε ὅμως σὲ πολὺ δύσκολους καιρούς. Οἱ Φράγκοι εἶχαν πάρει τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Βούλγαροι καὶ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καταλλήλως, οἱ δὲ Μουσουλμάνοι στὴν Μικρὰ Ἀσία ἦταν μία ἄμεση καὶ μόνιμη ἀπειλή.

Ἔχοντας φύση καλλιτεχνικὴ ὁ τραγικὸς αὐτὸς Αὐτοκράτορας, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ τέτοιες σκληρὲς εὐθύνες χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του. Γι' αὐτὸ πέθανε σὲ ἡλικία μόλις 36 ἐτῶν.

Ἡ ζωὴ του χαρακτηριζόταν ἀπὸ πολλὲς ἀντινομίες, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια πρωτοφανεῖς μήτε στὰ Βυζαντινὰ Ἀνάκτορα μήτε στὴν ἐν γένει ἀνώτερη γύρω τους κοινωνία. Ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς στάθηκε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ὅτι δηλ. οἱ ἀντινομίες τοῦ βίου δὲν ἔκλεισαν ποτὲ στὸ πρόσωπο τὴν θέα πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν σωτηρία, ἐφ' ὅσον ὑπῆρχε ἡ μετάνοια.

Ἔκαναν καὶ τότε φρικαλέα κάποτε ἐγκλήματα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα μετὰ μὲ ποταμοὺς εἰλικρινῶν δακρύων ἐξαγνίζονταν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς Μεσαίωνας, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικότατο σημεῖο διαφέρει ἀπὸ τοὺς νεωτέρους χρόνους. Οἱ νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν — ἀπὸ ἀνθρωπισμὸ ὅπως ἰσχυρίζονται — νὰ διαμορφώσουν ἕνα πολίτη νομοταγῆ καὶ ἔντιμο, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς βαθύτερες πεποιθήσεις του, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματική του ἀγρύπνια. Ἔτσι, αὐτὸς ὁ πολίτης μπορεῖ μὲν ν' ἀποφεύγει προσεκτικότερα σήμερα τὸ ἄμεσο καὶ πρωτογενὲς ἔγκλημα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς συνανθρώπους — πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς τὸν ἀναδεικνύει δικονομικὰ τουλάχιστον δικαιότερο ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ τοῦ Μεσαίωνα — ὅμως ὁ πολίτης αὐτὸς τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ναρκισσευόμενος γιὰ τὴν «αὐτόνομη» καὶ αὐτονομημένη ἠθική του, δὲν ἔχει ποτὲ γνωρίσει τὴν συντριβὴ καὶ τὴν κάθαρση, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπιφέρουν τὰ μετὰ τὴν ἁμαρτία δάκρυα.

Καὶ ἐρωτᾶται: Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ πολῖτες μὲ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: Ἐμεῖς γνωρίζομε δτὶ ὁ Χριστὸς διεκήρυξε: «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. 2,17)' ποὺ σημαίνει ὅτι τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν κατοικοῦν οἱ ἄψογοι νάρκισσοι ποὺ δὲν ἐράγισαν ποτὲ μπροστὰ στὰ ἀνεξερεύνητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἄλλα οἱ διὰ τῆς μετανοίας ἀναγεννημένοι ἄνθρωποι.

Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες γνωρίζοντας καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, ἐνῷ περιγράφει τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἦταν «παντοίως τῇ λύπῃ τρωθείς καὶ τιτρωσκόμενος», δὲν ἀπογοητεύεται ἀλλὰ πιστεύει καὶ ἀγρυπνεῖ. Πιστεύει καὶ ἐλπίζει ὅτι μ’ ὅλες τὶς συμφορὲς του ὁ Θεὸς ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία του: «Οἴμοι, ὅτι οὐκ ἐμοί γέγονεν οὐδὲν ἄλλο εἴποιμι ἤ ὅτι πάντως κάθαρσις ψυχικὴ καὶ ταπείνωσις σαρκική, ἵνα σώσῃ ὁ πλάστης τὸ συναμφότερον».

Τοῦ μακαριστοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Β' τοῦ Λασκάρεως, ποὺ μᾶς ἐδίδαξε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, αἰωνία ἡ μνήμη!
πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 31, 2013

«Παπισμός» - Το ανυπέρβλητο εμπόδιο της Χριστιανικής ενότητας Υπό Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού



Πηγή: «Φωνή της Ορθοδοξίας» Επίσημη έκδοση της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Τεύχη 325 - 326, Αύγουστος 2007.

 Μέρος Α'
1. Προσημείωση
Μετά από την όλως απροσδόκητη, επί ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ 16ου, κλιμάκωση των προκλήσεων του Βατικανού, έναντι των λοιπών Χριστιανών (ιδιαιτέρως δε, όπως θα δούμε αργότερα, των Ορθοδόξων!), καθίσταται ηλίου φαεινότερον ότι, δυστυχώς, εισερχόμεθα σε περίοδο πλήρους αβεβαιότητος, για να μην πούμε περιέργου «συσκοτισμού».
Το μεσαιωνικό θράσος του «Παπισμού», που όλοι είχαμε πιστεύσει ότι είχε περάσει ανεπιστρεπτί - παρά τον άκρως επεισοδιακό δογματισμό του «αλαθήτου» στην Α' εν Βατικανώ Σύνοδο (1870) - επανέρχεται αιφνιδίως, τελείως ασύμβατο μάλιστα με την βαθύτερη καλλιέργεια προσώπων, και τις ειλικρινείς «καθαρτήριες» προσπάθειες που παρουσίασε ό Δυτικός χριστιανικός κόσμος εν γένει, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες.
Έτσι, μετά την «Οικουμενική Κίνηση» αφ' ενός, ως γενικώτερο ρεύμα ανανήψεως και ανασυγκροτήσεως, αφ' ετέρου δε την δια της Β' Βατικανής Συνόδου επισήμως εκφρασθείσα απόφαση της Ρωμαϊκής εκκλησίας για ουσιαστικό καθαρμό «θεσμών», «λειτουργημάτων» και «προσώπων», επί τη βάσει των γνησίων «Πηγών» της Α' κοινής Χριστιανικής Χιλιετίας, δίδεται τώρα η ακόμη πιο αλγεινή εντύπωση ότι πάντα ταύτα όχι απλώς αμφισβητούνται, αλλά ακόμη και χλευάζονται.
Πρέπει λοιπόν να το πούμε απερίφραστα, ότι φαίνεται να έχει επικρατήσει πλήρως η γραμμή των σκληροπυρηνικών Καρδιναλίων της Ρωμαϊκής Κουρίας, η οποία καθιστά πλέον τον «Παπισμόν» - όχι ως «Πρωτείον ενός Επισκόπου», αλλά ως «ιδεολογίαν» αφορήτου ολοκληρωτισμού - το όντως «ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ», πρωτίστως για «επανένωση» των διηρημένων Χριστιανών, εξ ίσου δε και για απλώς ειρηνική «ενότητα» μεταξύ των.  Πόσο μάλλον με τους μη Χριστιανούς ή και «αθέους».
Αυτός είναι ό λόγος που υποχρεούμαστε σήμερα να προβούμε σε κάποιες σύντομες, και όσο γίνεται πιο εκλαϊκευμένες παρατηρήσεις (χάριν κυρίως των απλούστερων Χριστιανών Ανατολής και Δύσεως), σχετικά με την παρουσιασθείσα όλως πρόσφατη αναβίωση του Παπικού Πρωτείου και Αλαθήτου, κάτω δε από τις πιο απροσδόκητες συνθήκες, και εις βάρος ολοκλήρου του Χριστιανισμού.
Αυτές, οι παρατηρήσεις μας εδώ, καθίστανται ακόμη πιο επείγουσες για να προληφθούν ενδεχομένως μείζονα δεινά, μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά και στις επιβαλλόμενες δημιουργικές σχέσεις των με τον υπόλοιπο, προ τεραστίων αδιεξόδων ευρισκόμενο κόσμο, για τον όποιον ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται ακόμη ότι «διατηρεί» αναλλοίωτη την μόνην εξ Αποκαλύψεως λυτρωτική για όλους αλήθεια.

2.  Σύντομη ανασκόπηση της Ιστορικής εξελίξεως του Παπισμού εν τη Εκκλησία
Όσοι συνέβη να ασχοληθούν σοβαρά, δηλ. χωρίς προκαταλήψεις, με την Εκκλησιαστική Ιστορία, διεπίστωσαν ασφαλώς, άλλοτε με έκπληξη, όμως τις πιο πολλές φορές με δικαιολογημένη αγανάκτηση, ένα σχεδόν απίστευτο γεγονός: Πριν ακόμη σταματήσουν θεσμικώς (312-313 μ.Χ.) οι φοβεροί Διωγμοί κατά των Χριστιανών, από μέρους των ειδωλολατρών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, οι Επίσκοποί των (που θεωρήθηκαν οι άμεσοι Διάδοχοι των Αποστόλων), είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν μια νοσηρή και ασύμβατη, με τη διδα­σκαλία του Χριστού, «φιλοδοξία».
Ένας αρχικά συγκρατημένος ανταγωνισμός μεταξύ των, για «Πρωτεία», «Πρεσβεία» και «Προεδρείες», εξελίχθηκε πολύ σύντομα σε σχεδόν «αδελφοκτόνο» πόλεμο, όταν ό Χριστιανισμός έγινε στην αρχή «νόμιμη», (και εν συνεχεία «επίσημη» θρησκεία του Κράτους), επί Μ. Κωνσταντίνου.
Φιλαρχία λοιπόν και Φιλοπρωτία υπήρξε η ακόρεστη δίψα των Επισκόπων που οι «Καθέδρες» τους σε μεγάλες Πόλεις, απέκτησαν κοσμική αίγλη και δόξα. Πρώτη, και για αρκετό διάστημα ασυναγώνιστη, η Αρχαία Ρώμη.
Όπως ο εκάστοτε ειδωλολάτρης Ρωμαίος Αυτοκράτορας ονομαζόταν «Augustus» (=«σεβαστός», προσωνυμία για θεούς!), η δε Αρχαία Ρώμη χαρακτηριζόταν «Roma aeterna» (=«αιώνια πόλη»!), έτσι και ο Επίσκοπος Ρώμης δεν άργησε να διεκδικεί σταδιακά, για την τοπική Εκκλησία του πρώτα, αργότερα δε και για το πρόσωπό του, ανάλογους ανευλαβείς τίτλους, εις τον υπερθετικό μάλιστα βαθμό.
Το «Vicarius Christi» (=«Αντιπρόσωπος του Χριστού»), ήταν θα λέγαμε περίπου η μετάφραση, σε χριστιανική γλώσσα, του «Pontifex Maximus» (=«Ύψιστος Γεφυροποιος»).
Κανένα ίσως άλλο ζήτημα δεν απασχόλησε τόσο έντονα και εξακολουθητικά τις Συνόδους της Αρχαίας Εκκλησίας (Τοπικές η Οικουμενικές), κατά την κοινή Α' Χιλιετία, όσο η «Σειρά», δηλ. τα «Πρεσβεία» μεταξύ των Επισκοπικών Θρόνων, ιδίως δε του «Ρώμης» και  του «Νέας Ρώμης» (Κωνσταντινουπόλεως), έως ότου διαμορφώθηκε η γνωστή Πενταρχία των Πατριαρχών (Ρώμης, Κ/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων).
Πρέπει πάντως να ομολογηθεί ότι το εν λόγω πρό­βλημα, δεν είναι τόσο απλό όσο εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται. Δεν προέκυψε μόνον από την πρα­κτική ανάγκη του να προεδρεύει ο «Πρώτος μεταξύ Ίσων» («Primus inter pares»), κατά το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος. Μεσολάβησαν και δύσκολες, Ιστορικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η «πρακτικώτερη λύση» υπήρξε μέγας πειρασμός, μπροστά στον οποίο το τίμημα για «ηθική δεοντολογία» φάνηκε όχι μόνο βαρύ, αλλά εξουθενωτικό.
Αν πάντως γινόταν σεβαστός ό 34ος Κανών, ο τόσο αρχαίος σχετικώς, και τόσο κατά το πνεύμα «Αποστολικός» (αν και δεν ανάγεται στους Αποστολικούς Χρόνους!), είναι βέβαιον ότι πολλά δεινά θα είχε αποφύγει ό Ιστορικός Χριστιανισμός, στο σύνολό του. Αλλά τόσα δεινά, ίσως δε και περισσότερα, θα είχαν γλυτώσει και οι μη Χριστιανικοί πληθυσμοί που υπέστησαν επί αιώνες και μέχρι σήμερα, την αποικιοκρατική σκληρότητα, και την κατακτητική εκμετάλλευση από τους δήθεν Χριστιανούς Ηγεμόνες της Δύσεως, συνοδευόμενους και επικουρούμενους προγραμματικά από, εξίσου ολικών βλέψεων και συμφερόντων, δήθεν Ιεραποστόλους (βλέπε τους σημερινούς λαούς του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου»!).
Το επιγραμματικό Κείμενο του 34ου Αποστ. Κανόνος πρέπει να παραθέσουμε αυτούσιο εδώ, για να γίνει σαφέστατη σε όλους η ασύλληπτη «αναγέννηση του κόσμου», που θα είχε εξασφαλισθεί με την πάροδο των αιώνων, αν εφαρμοζόταν στοιχειωδώς ό χρυσός αυτός Κανών από τους θεωρούμενους «πνευματικούς» Πατέρες και Ποιμενάρχες του Χριστιανισμού.
Ιδού το συγκλονιστικό κείμενο:
«Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης· εκείνα δε μόνα πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ' αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου, εν Αγίω Πνευματι· ο Πατήρ, και ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα».
(Γ. Α. Ράλλη - Μ.Ποτλή «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ», β' τομ., σ. 45)
Ήδη από την πρώτη ματιά ο προσεκτικός αναγνώστης του ως άνω κειμένου, διαπιστώνει που βρίσκεται το κατ' εξοχήν θεολογικό του βάρος. Η «αμοιβαιότητα» τιμής και εμπιστοσύνης που θεσμοθετείται ως απαράβατος «όρος ειρήνης» εν τη Εκκλησία, εξασφαλίζει και ένα πολύ υψηλότερο αγαθό. Πρόκειται για την αληθινή δοξολογία του Τριαδικού Θεού, η οποία μόνο με την «ομόνοια» μεταξύ των Επισκόπων επιτυγχάνεται.

Μέρος: Β΄
Μετά από την μυσταγωγική θέα του «αρχέγονου Μυστηρίου της Εκκλησίας», όπως το περιγράφει με θαυμαστή θεολογική συνέπεια ο 34ος Αποστ. Κανών, θα ήτο θλιβερή οπισθοδρόμηση και ματαιολογία το να ασχοληθούμε εδώ με τα προ πολλού καταδικασθέντα, από τους αντικειμενικούς Ιστορικούς και Θεολόγους, περί «ψευδοκλημεντίων» η «ψευδοϊσιδωρίων» δωρεών, κείμενα κ.α.
Τέτοιες και παρόμοιες μεθοδεύσεις η στρεψόδικες ερμηνείες διέθετε κατά καιρούς η Ρώμη όχι ολίγες, προκειμένου να «στηρίξει» το «Πρωτείο» του Αποστ. Πέτρου αρχικά, στη συνέχεια δε και του Επισκόπου Ρώμης, ως θεωρουμένου μόνουΔιαδόχου του Πέτρου.
Διεξοδική και συστηματική αναίρεση των εν προκειμένω τολμηθέντων από τους εκάστοτε Παπιστάς της Δύσεως, είχαμε καταθέσει εις την Διδακτορική Διατριβή μας («ΠΕΡΙ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τ’  ΟΡΘΟΔΟΞΩ ΘΕΟΛΟΓΙ», Αθήναι 1965), της οποίας η μετάφραση εις την Αγγλικήν εκτυπούται, συν Θεώ, εντός ολίγου. Ως εκ τούτου, θα αρκεσθούμε να θέσουμε συνοπτικώς, και απ’ ευθείας εις τον σημερινό Πάπα Βενέδικτο 16ο, μονάχα κάποιες θεμελιώδεις ερωτήσεις.
Τις ερωτήσεις αυτές –παρά το υψηλό του αξίωμα δίκαιο θα ήταν να τις απαντήσει ο ίδιος, διότι τον αφορούν άμεσα. Άλλωστε εις τον Διάλογο μεταξύ Χριστιανών, και δη Επισκόπων, δεν επιτρέπονται υπεκφυγές, παρά μόνον το «ναι» και το «ου», καθώς ο Χριστός παραγγέλλει.
Φρονούμεν δε ότι είναι δίκαιο να απαντήσει αυτοπροσώπως ο Βενέδικτος 16ος τις ερωτήσεις που θα θέσουμε παρακάτω, για δύο κυρίως λόγους:
  • Πρώτον, διότι έχουν άμεση σχέση με ολόκληρο τον Χριστιανισμό, ως ενιαίο σώμα στην παγκόσμια Ιστορία.
  • Δεύτερον, διότι, όπως είναι γνωστό, με πλείστα από τα παλαιότερα δικά του συγγράμματα, είχε συμβάλει τα μέγιστα ο σημερινός Πάπας, ως Καθηγητής Ratzinger, εις την επιδιωχθείσα «αναγέννηση» και τον «καθαρμό» της Δυτικής Εκκλησίας, δια της Β΄ Βατικανής Συνόδου.

Ερώτηση πρώτη: Δύναται να αρνηθεί ο διαπρέψας ως Θεολόγος Joseph Ratzinger, το ότι το λειτούργημα του «Πρώτου» εν τη Εκκλησία -ανεξαρτήτως εάν αναφέρεται εις τον Απόστ. Πέτρον, η άλλον εκ του ιερού Συλλόγου των «Δώδεκα», αλλά και εις τους Διαδόχους τούτων Επισκόπους- υπήρξεν εξ αρχής χαρακτήρος απολύτως «σωτηριολογικού», με τις ανάλογες εκ τούτου διοικητικές προεκτάσεις επί του όλου εκκλησιαστικού βίου της κατά τόπους «στρατευομένης» Εκκλησίας;
Ερώτηση δευτέρα: Είναι δυνατόν ο «σωτηριολογικός» χαρακτήρ του λειτουργήματος του «Πρώτου» εν γένει, να «δεσμεύεται», και μάλιστα να «προδικάζεται» από συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και πόλη;
Εάν οι συνεχώς αλλοιούμενοι και εις φθοράν ή λήθην υποκείμενοι ιστορικοί και γεωγραφικοί όροι είχαν τόσο αποφασιστική σημασία για την ΣΩΤΗΡΙΑ, δεν θα είχεν εξ αρχής επικρατήσει εις τον παγκόσμιο Χριστιανισμό το Πρωτείο των Ιεροσολύμων, όπου εξετυλίχθη ιστορικογεωγραφικώς ολόκληρο το σωτηριώδες δράμα της θείας Οικονομίας, με κεντρικό άξονα τον Θεάνθρωπο;
Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, πώς θα έπρεπε να εκλάβουμε τις ριζικά περί του αντιθέτου δηλώσεις του Χριστού προς την Σαμαρείτιδα παρά το φρέαρ του Ιακώβ; Τι σημαίνουν εκείνα τα κεραυνοβόλα μηνύματα: «Ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις» (Ιωάν. 4, 21);
Ερώτηση τρίτη: Από πότε ήτο δυνατόν και με ποια θεολογικά επιχειρήματα, να «διαφοροποιηθεί» η Ρώμη τόσο ριζικά από την κοινή περί «Αποστολικής Διαδοχής» (successio Apostolica) διδασκαλία της Χριστιανικής Εκκλησίας, Ανατολής και Δύσεως, ώστε να βαρύνει τόσο η του Επισκόπου Ρώμης διαδοχή; Είναι ποτέ δυνατόν να ισχυρισθούμε σοβαρώς, ότι ο κατά τόπους εγκαθιστάμενος Επίσκοπος διαδέχεται ένα και μόνον συγκεκριμένον Απόστολο (π.χ. ο Ρώμης τον Πέτρον, ο Αλεξανδρείας τον Μάρκον, ο Νέας Ρώμης τον Ανδρέαν και άλλοι άλλους);
Εάν αυτή ήτο η έννοια της «Αποστολικής Διαδοχής», δεν θα ήτο επόμενον ο αριθμός των Επισκόπων της όλης Εκκλησίας να μη υπερβαίνει ποτέ τους «Δώδεκα»; Και δεν θα έπρεπε τότε, κατά συνέπειαν, να ομιλεί ειδικώς η Ρώμη δια «successio Petrina», και όχι ως επιμένει, εις το περιληπτικώτερο «Apostolica»;
Επειδή, αντιθέτως, η ορθή περί διαδοχής κοινή πεποίθηση και διδαχή Γραφής και Παραδόσεως είναι, ότι «πάντες οι Επίσκοποι» διαδέχονται ολόκληρον τον «εσχατολογικής» σημασίας Σύλλογο των «Δώδεκα», δια τούτο εις την έννοια της Αποστολικής Διαδοχής κατ’ ουσίαν η Εκκλησία περιέλαβε πάντοτε όχι μόνον τους Επισκόπους, αλλά και τουςΠρεσβυτέρους, ως ελάχιστα από εκείνους διαφέροντας εις την «σωτηριολογικήν» αποστολή της Εκκλησίας.
Ερώτηση τετάρτη: Μπορεί να δηλώσει υπεύθυνα ως Θεολόγος ο σημερινός Πάπας, ότι οι Επίσκοποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, «διοριζόμενοι», ως γνωστόν, απ’ ευθείας από τον Επίσκοπο Ρώμης, μη «εκλεγόμενοι» δε από την Σύνοδο της Τοπικής των Εκκλησίας, δύνανται να θεωρηθούν ισόκυροι με τους «εκλεγομένους» υπό Κανονικής Συνόδου Επισκόπους των Ορθοδόξων;
Ενθυμείται άραγε ο Άγιος πατήρ ότι, ως ο από Ορθοδόξου πλευράς Συμπρόεδρος επί 20ετίαν του Επισήμου Θεολογικού Διαλόγου, είχα διαμαρτυρηθεί προσωπικώς εις αυτόν, για το ότι ακόμη δεν αποκατέστησε το Βατικανόν τους Επισκόπους του γενικώς εις το ιερώτατον αξίωμά τους, όπως ακριβώς το εγνώρισε η αδιαίρετος Εκκλησία, και δικαίως το απαιτούμε οι Ορθόδοξοι δια να θεωρήσουμε έγκυρη την «εκλογή» των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων; Δεν αποτελεί επομένως υψίστην «επιείκειαν» και «ανοχήν» εκ μέρους των Ορθοδόξων Επισκόπων, το ότι ακόμη -επισήμως διαλεγόμενοι με τους Ρωμ/ κούς Επισκόπους- τους δεχόμεθα σιωπηρώς ως «ομολόγους» ημών;
Ερώτηση πέμπτη: Εάν η μη αποδοχή εκ μέρους των Ορθοδόξων του «πρωτείου» και «αλαθήτου» του Επισκόπου Ρώμης αποτελεί, κατά τον Πάπα Βενέδικτον 16ον, ατέλειαν (deficit) της Ορθοδοξίας, που δεν επιτρέπει να θεωρηθεί από την Ρώμην ως πλήρης Εκκλησία, τότε τι νόημα είχε η αξιωματική κοινή περί του Επισήμου Θεολογικού Διαλόγου δήλωση, ότι ο εν λόγω Διάλογος διεξάγεται «επί ίσοις όροις»;
Ερώτηση έκτη: Αγνοεί ο Πάπας ότι ο χαρακτηρισμός της στρατευομένης Εκκλησίας ως «τέλειας Κοινωνίας» (societas perfecta), που είχε επικρατήσει δια τους Ρωμ/κούς υπό την επίδραση του ι. Αυγουστίνου (civitas Dei), αντικαταστάθηκεδικαίως και ορθότατα εις τα επίσημα κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου από τον όρο «Λαός του Θεού» (populus Dei), για να εκφράσει, ως προσκυνηματική πορεία (peregrinatio), τον δυναμικό και εξελικτικό χαρακτήρα όλων των τάξεων (Κληρικοί, Μοναχοί, λαϊκοί) των πιστών, εις τον παρόντα κόσμο; Ουδείς εκ των Θεολόγων που έχουν ασχοληθεί με την Β΄ Βατικανή Σύνοδο αγνοεί, ότι και ο Δογματολόγος Καθηγητής Joseph Ratzinger δεν είχε συμβάλει ολίγον εις την σύνταξη των εν λόγω αναγεννητικών κειμένων.
Πώς λοιπόν σήμερον ο αυτός Δογματολόγος, ως Πάπας πλέον, επανέρχεται κηρύττοντας δια της πλαγίας οδού την καταδικασθείσα θεωρία της τελειολαγνίας (societas perfecta), η οποία, έστω και αθελήτως, συναγωνίζεται τις πλέον κοσμικές μορφές Ναρκισσισμού εις την σύγχρονη Παγκοσμιοποίηση;
Ερώτηση εβδόμη: Ολοκληρώνοντας, με τον συμβολικό αριθμό επτά (7), τα ερωτήματα που γεννά η σημερινή «απομόνωση» του Πάπα Βενέδικτου 16ου (τόσον από τον βαθύτερο εαυτό του, όσον και από τους ειλικρινέστερους φίλους και θαυμαστάς που είχε κερδίσει με την γαληνιαία και σεμνή πάντοτε παρουσία του), θα θέλαμε να γνωρίζαμε τι θέση παίρνει τούτη την εποχή οθεολογών Πάπας απέναντι σε δύο από τα πλέον γνωστά μελετήματά του, τα οποία και έδειχναν τους πιο ανοιχτούς ορίζοντες, τους οποίους εκπροσωπούσε για πολλές 10ετίες το όνομα Ratzinger.
Πρόκειται για τις εξής ενθουσιώδεις και ενθουσιαστικές μελέτες:
α) «Η επίδραση που είχε η διαμάχη περί τα Επαιτικά Τάγματα κατά τον Μεσαίωνα, εις την ανάπτυξη του Παγκοσμίου Πρωτείου του Πάπα» (Μόναχον, 1957).
Εκεί ομολογείται, παρά την επικαλούμενη πνευματικότητα του ασκητικού Bonaventura, ότι τεχνητά ήσαν τα μέσα για την επιτυχία του καθαρά στρατηγικού στόχου της Ρώμης.
β) Εις το βιβλίο «Χριστιανική Αδελφοσύνη», που αρχικά δόθηκε ως διάλεξη στην Βιέννη το 1958 και λίγο αργότερα βγήκε, ως το πρώτο βιβλίο του νεαρού Καθηγητού Ratzinger, το οποίο μεταφράστηκε μάλιστα και στην Ελληνική, με ειδικό Πρόλογο του Συγγραφέα, τονιζόταν ότι, εν αντιθέσει με τις διάφορες σύγχρονες ομαδοποιήσεις που αποτελούν «κλειστές Κοινωνίες», δηλ. clubs «αποκλειστικότητας», η Χριστιανική Αδελφοσύνη μένει «ανοιχτή» για να περιλάβει όλους.
Σήμερα, ατυχώς, ακούγεται πια ως τραγική ειρωνεία το εγκώμιο που έπλεξε η Αρχιεπισκοπή Freiburg με την ευκαιρία επανεκδόσεως του βιβλίου, ιδιαιτέρως δε ο ισχυρισμός, ότι «υπ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα δρα ακόμη και επιθυμεί να γίνει κατανοητός ο σημερινός Πάπας»!
Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά ουδέν συνηγορεί περί τούτου.__
πηγή

Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2012

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν -Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός



 



Τὸ Δεκαπενταύγουστο εἶναι μία περίοδος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ στρέφει τά μάτια μὲ βαθειὰ κατάνυξη πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, σημαίνουν οἱ καμπάνες τὴν ὥρα τοῦ δειλινοῦ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν πᾶνε νὰ ψάλλουν τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα.

Ἀνάλογη κατάνυξη ἔχει βέβαια καὶ ἡ περίοδος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ ἐνῶ στοὺς Χαιρετισμοὺς κυριαρχεῖ ὁ ὑμνολογικὸς τόνος, ἡ θριαμβικὴ δοξολόγηση τῶν ἀπείρων χαρίτων τῆς «Μητρὸς τοῦ Θεοῦ γενομένης», στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα τοῦ Δεκαπενταύγουστου κυρίαρχος τόνος εἶναι τὸ πένθος καὶ ἡ ὀδύνη τῆς βαρυαλγούσης ψυχῆς τοῦ πιστοῦ ποὺ ζητᾷ παράκληση καὶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴν Παναγία.

Ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει πιστὸς ποὺ νὰ μὴν ἄκουσε μὲ συντριβὴ τοὺς σπαραχτικοὺς στίχους τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν «νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή». Ὅμως ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ὀδύνη ἀπογνώσεως, ποὺ συνήθως ὁδήγει στὴν ἀπιστία καὶ στὴν ἀποστασία. Ἡ ὀδύνη τοῦ κατὰ Θεὸν δεινοπαθοῦντος ἀνθρώπου εἶναι ὀδύνη ἐπιγνώσεως, καὶ γίνεται καθαρμὸς καὶ ἀναβαθμός. Γιατί, ἐνῷ τὸν θλίβει καὶ τὸν πληγώνει, δὲν τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄλλα τὸν ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερη θεογνωσία. Γι’ αὐτὸ ἡ ὀδύνη κορυφώνεται μὲν ἀλλὰ καὶ συγχρόνως καταπαύει στὴν ἀκόλουθη μορφὴ ἱκεσίας: «Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενείᾳ, πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος».

Ἀκούοντας κανεὶς ἐπιπόλαια τὶς στροφὲς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι κάποιος ἀνώνυμος ὑμνογράφος διατραγῳδεῖ κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς δεινοπαθήματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Γιατί πράγματι δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν ἔζησε κατ' ἐπανάληψη, «τῶν παθῶν του τὸν τάραχον» ἤ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ποτὲ «πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς».

Διαβάζοντας ὅμως προσεκτικότερα καὶ ἐμβαθύνοντας περισσότερο σ' αὐτὰ τὰ ἱερὰ στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ περιγραφὴ καὶ ἐξιστόρηση τῶν ἐν γένει περιπετειῶν τοῦ ἀνθρώπου στὸν καθημερινὸ ἀγώνα τῆς τελειώσεώς του. Πρόκειται γιὰ σπαρακτικὲς κραυγὲς «ἐκ τοῦ φυσικοῦ», γιὰ ὀδύνη καὶ πόνο ποὺ μᾶς ἔρχεται «ἀπὸ πρῶτο χέρι».

Ἑπομένως ἔχομε νὰ κάνωμε μὲ τελείως προσωπικὸ δρᾶμα ποὺ βιώθηκε ἀπὸ πρόσωπο ἱστορικὸ καὶ ἐπώνυμο κάτω ἀπὸ συνθῆκες πραγματικὲς καὶ συγκεκριμένες. Πόσοι ἄραγε ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστούς μας ποὺ ψάλλουν κάθε τόσο τὴν παράκληση γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο αὐτό;

Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος νὰ εἶναι κάποια εὐαίσθητη γυναικεία ὕπαρξη σάν τὴν Κασσιανή ἤ κάποιος ὑπέργηρος Μοναχός τῆς ἐρήμου. Κι ὅμως μήτε τὸ ἕνα μήτε τὸ ἄλλο. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ δακρύβρεκτου ὑμνολογικοῦ κειμένου ἦταν ἕνας ἄνδρας στὴν πλήρη ἀκμή του, καὶ μάλιστα ἐστεμμένος.

Ἦταν ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας, Θεόδωρος Β' ὁ Λάσκαρις (1222-1258), ποὺ λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του ἔκαρη Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους του, ἦταν ἰδιαίτερα λεπτὸς καὶ εὐγενικὸς ἄνθρωπος, εἶχε δὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσει σπουδαία μόρφωση γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἔζησε ὅμως σὲ πολὺ δύσκολους καιρούς. Οἱ Φράγκοι εἶχαν πάρει τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Βούλγαροι καὶ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καταλλήλως, οἱ δὲ Μουσουλμάνοι στὴν Μικρὰ Ἀσία ἦταν μία ἄμεση καὶ μόνιμη ἀπειλή.

Ἔχοντας φύση καλλιτεχνικὴ ὁ τραγικὸς αὐτὸς Αὐτοκράτορας, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ τέτοιες σκληρὲς εὐθύνες χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του. Γι' αὐτὸ πέθανε σὲ ἡλικία μόλις 36 ἐτῶν.

Ἡ ζωὴ του χαρακτηριζόταν ἀπὸ πολλὲς ἀντινομίες, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια πρωτοφανεῖς μήτε στὰ Βυζαντινὰ Ἀνάκτορα μήτε στὴν ἐν γένει ἀνώτερη γύρω τους κοινωνία. Ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς στάθηκε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ὅτι δηλ. οἱ ἀντινομίες τοῦ βίου δὲν ἔκλεισαν ποτὲ στὸ πρόσωπο τὴν θέα πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν σωτηρία, ἐφ' ὅσον ὑπῆρχε ἡ μετάνοια.

Ἔκαναν καὶ τότε φρικαλέα κάποτε ἐγκλήματα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα μετὰ μὲ ποταμοὺς εἰλικρινῶν δακρύων ἐξαγνίζονταν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς Μεσαίωνας, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση σ' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικότατο σημεῖο διαφέρει ἀπὸ τοὺς νεωτέρους χρόνους. Οἱ νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν — ἀπὸ ἀνθρωπισμὸ ὅπως ἰσχυρίζονται — νὰ διαμορφώσουν ἕνα πολίτη νομοταγῆ καὶ ἔντιμο, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς βαθύτερες πεποιθήσεις του, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματική του ἀγρύπνια. Ἔτσι, αὐτὸς ὁ πολίτης μπορεῖ μὲν ν' ἀποφεύγει προσεκτικότερα σήμερα τὸ ἄμεσο καὶ πρωτογενὲς ἔγκλημα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς συνανθρώπους — πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς τὸν ἀναδεικνύει δικονομικὰ τουλάχιστον δικαιότερο ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ τοῦ Μεσαίωνα — ὅμως ὁ πολίτης αὐτὸς τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ναρκισσευόμενος γιὰ τὴν «αὐτόνομη» καὶ αὐτονομημένη ἠθική του, δὲν ἔχει ποτὲ γνωρίσει τὴν συντριβὴ καὶ τὴν κάθαρση, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπιφέρουν τὰ μετὰ τὴν ἁμαρτία δάκρυα.

Καὶ ἐρωτᾶται: Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ πολῖτες μὲ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: Ἐμεῖς γνωρίζομε δτὶ ὁ Χριστὸς διεκήρυξε: «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. 2,17)' ποὺ σημαίνει ὅτι τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν κατοικοῦν οἱ ἄψογοι νάρκισσοι ποὺ δὲν ἐράγισαν ποτὲ μπροστὰ στὰ ἀνεξερεύνητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἄλλα οἱ διὰ τῆς μετανοίας ἀναγεννημένοι ἄνθρωποι.

Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες γνωρίζοντας καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, ἐνῷ περιγράφει τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἦταν «παντοίως τῇ λύπῃ τρωθείς καὶ τιτρωσκόμενος», δὲν ἀπογοητεύεται ἀλλὰ πιστεύει καὶ ἀγρυπνεῖ. Πιστεύει καὶ ἐλπίζει ὅτι μ’ ὅλες τὶς συμφορὲς του ὁ Θεὸς ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία του: «Οἴμοι, ὅτι οὐκ ἐμοί γέγονεν οὐδὲν ἄλλο εἴποιμι ἤ ὅτι πάντως κάθαρσις ψυχικὴ καὶ ταπείνωσις σαρκική, ἵνα σώσῃ ὁ πλάστης τὸ συναμφότερον».

Τοῦ μακαριστοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Β' τοῦ Λασκάρεως, ποὺ μᾶς ἐδίδαξε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, αἰωνία ἡ μνήμη!

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2012

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟ



Αδελφοί Συλλειτουργοί και
 «τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας»,
Ιδού και πάλιν ενώπιόν μας η ευλογημένη 

Πασχάλιος ευφροσύνη, η οποία, ως η κορύφωση 
του Εκκλησιαστικού μας Έτους, έρχεται –
 μετά τους καθαρισμούς του ιερού
 Τριωδίου και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής – 
να επιβραβεύσει
 το πένθος και τους θρήνους
 της Μεγάλης Εβδομάδος,
 διά του αναστασίμου παιάνος
 «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»!

Η σταθερά επανάληψις της εν προκειμένω

 παραδοσιακής
 δραματουργίας, αποτελεί κάθε χρόνο την μεγάλη έκπληξη
 γιά ολόκληρο τον λαό του Θεού, Κληρικούς και Λαϊκούς
 αδιακρίτως, ο οποίος, φαιδρυνόμενος, σπεύδει να ομολογήσει
 ότι, όντως

«Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται»!

Και η συνέχεια, όμως, του Πασχαλίου Κανόνος 
είναι εξόχως εύγλωττη για τα αισθήματα όχι μονάχα του
 Ιερού Υμνογράφου, αλλά εξίσου 
και γιά την κατάνυξη των πιστών:

«...Πάσχα καινόν, άγιον, Πάσχα μυστικόν,
Πάσχα πανσεβάσμιον,
Πάσχα Χριστός ο λυτρωτής,
Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα των πιστών.
Πάσχα τας πύλας ημίν του παραδείσου ανοίξαν,
Πάσχα πάντας αγιάζον πιστούς
».


Πάντως η βιβλική λέξη «Πάσχα»,  που όπως γνωρίζομε 
σημαίνει «πέρασμα» (από μια
 κατάσταση σε μια άλλη) δεν θα μπορούσε να εκφράσει το
 μυστήριο της σωτηρίας 
ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, αν δεν εταύτιζε  
ο Πασχάλιος Κανόνας της Υμνολογίας
 μας τον ίδιον τον θυσιασθέντα Θεάνθρωπον Χριστόν 
με την λέξη «Πάσχα»!

Με άλλα λόγια, το Πάσχα δεν είναι χρόνος μήτε τρόπος Εορτής. 

Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας 
Θεός, ο θανών και αναστάς υπέρ πάντων ανθρώπων, 
ονομάζεται «Πάσχα»:
 «Πάσχα Χριστός ο λυτρωτής»!

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος διά τον οποίον ο Απ. Παύλος επισημαίνει

 προς όλους τους 
πιστούς την άμεση σχέση που έχει το βάπτισμα μας με τον θάνατον
 και την Ανάσταση 
του Χριστού:

Συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον,

 ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός 
εκ νεκρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς
 εν καινότητι ζωής
 περίπατήσωμεν»  (Ρωμ. 6.4)

Όταν όμως ο Απ. Παύλος μας καλεί  
«να περιπατήσωμεν εν καινότητι ζωής»
 δεν υποδεικνύει
 απλώς μιά ευλαβέστερη ζωή μετά το βάπτισμα. Η διά του βαπτίσματος 
καινή ζωή, που
 οπωσδήποτε προϋποθέτει τον θάνατο της προηγούμενης ζωής εν φιλαυτία, 
είναι εξ ολοκλήρου
 «ζωή εν Χριστώ». Γι΄αυτό και μας χαρίζεται, «διά της δόξης του Πατρός»
οπότε και μετέχομε 
της Αναστάσεως του Χριστού, γενόμενοι «συγκληρονόμοι» της βασιλείας Του.

Εις τον υπέρ πάντων ανθρώπων, παθόντα και αναστάντα Κύριον της
 ζωής και της αθανασίας,
 πάσα τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας.

Αμήν!

ΠΑΣΧΑ 2012

Διάπυρος ευχέτης εν Χριστώ Αναστάντι

Ο Αυστραλίας  Σ Τ Υ Λ Ι Α Ν Ο Σ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...