Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαΐου 26, 2011

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 120 Παρ.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

 

Ήρθε η ώρα της Ελλάδας να αποδείξει ότι θριάμβευσε η δημοκρατία και η πρώτη συντακτική βουλή ψήφισε το Σύνταγμα της Ελλάδας. Ήταν τότε το 1975 όταν με ανακούφιση πολλοί αυτοεξόριστοι και άλλοι διωκόμενοι εντός της επικράτειας, έβλεπαν ότι έρχεται η σειρά της πολιτικής ομαλοποίησης. Νωπές οι μνήμες από την επταετία και όπως γίνεται κατανοητό, κάτι έπρεπε να σοφιστεί ο νομοθέτης για να λάβει τα μέτρα της η πολιτεία σε περίπτωση που κάποιος αντιφρονών προσπαθούσε να ανατρέψει εκ νέου τη δημοκρατία. Ανάμεσα στις διατάξεις του ανωτάτου νόμου της χώρας συμπεριλήφθηκε και η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 120 του συντάγματος.. ΄΄ Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.΄΄


Αν και ενάντια σε εθνικιστικές αντιλήψεις και αποστροφή των νέων της εποχής σε ιδεώδη όπως της έννοιας της πατρίδας, ενσωματώθηκε ο όρος ΄΄πατριωτισμός΄΄ στο κείμενο. Πολλοί θα σκεφτείτε ότι γίνεται αναφορά σε μία αυθαίρετη έννοια που κατά καιρούς έχει παρεξηγηθεί, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο όρος προκαλεί την οιονεί γέννηση πολιτών-πολεμιστών που μέσω της ανάγκης ορθής τηρήσεως του συντάγματος γίνονται αυτόματα δέκτες υποχρεώσεων και δικαιωμάτων όπως ακολουθεί.
Το δικαίωμα και η υποχρέωση, που απορρέουν κατά την πίστη των πολιτών στο πολίτευμα, καταλήγουν στην ΄΄αντίσταση΄΄ από τους ίδιους σε βάρος εκείνου που οδηγεί το πολιτικό σκηνικό σε άλλη κατεύθυνση. Η ΄΄αντίσταση΄΄, μάλιστα, μπορεί νόμιμα να λάβει χώρα με.. ΄΄οποιοδήποτε μέσο΄΄. Η έννοια ΄΄οποιοδήποτε΄΄ επομένως συμπεριλαμβάνει την εξέγερση, την απειλή ή τη χρήση όπλων, την άρνηση εκτέλεσης εντολών και ο,τιδήποτε θεωρητικά οδηγεί σε πράξη βίας, καθώς δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός.
Το ζενίθ της ερμηνείας του συγκεκριμένου άρθρου έρχεται στο τέλος της παραγράφου 4, όπου αναφέρεται ότι η προαναφερθείσα αντίσταση στρέφεται εναντίον ΄΄οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία΄΄ . Οποιοσδήποτε μπορεί να είστε εσείς, εγώ, ο στρατός, οι πολιτικοί και όποιος μπορείτε να φανταστείτε. Η κατάλυση του συντάγματος με τη βία είναι απλά μια αδιέξοδη ερμηνεία, καθώς η ίδια η έννοια της βίας ανάλογα με τα συμφέροντα που εξυπηρετούνται περιστρέφεται γύρω από διάφορες δράσεις και σκοπούς.
Από τα διεθνή γεγονότα γνωρίζουμε πως βία είναι η κατάρρευση των δίδυμων πύργων, αλλά όχι ο βομβαρδισμός του νοσοκομείου της Βαγδάτης από αεροπορικές επιδρομές των συμμάχων μας. Στα εσωτερικά της χώρας μας και κυρίως από τους εκλεγμένους ηγέτες υπάρχει περίπτωση να θεωρηθεί ως ΄΄βία΄΄ οποιαδήποτε πράξη, η οποία έχει θεσμοθετηθεί μέσω των βουλευτικών εδράνων , καίτοι εναντιώνεται στον ανώτατο νόμο του κράτους;
Εδώ ακριβώς έρχεται το μεγάλο ερώτημα… Αν δεν υπάρχει κάποια σχετική άσκηση ποινικής δίωξης ή ερμηνεία αντισυνταγματικότητας από τη δικαιοσύνη για την κατάλυση του συντάγματος με πράξη δικαίου, τι μπορεί να κάνει ο μέσος πολίτης που κατά το άρθρο 120 π.4 έχει την υποχρέωση να αντισταθεί με κάθε μέσο. Ποιος διασφαλίζει ότι δεν υπάρχει κάποιου είδους διαφθορά πίσω από μια ενδεχόμενη απραξία όλων των φορέων που έπρεπε εκείνοι πρώτοι να αντιδράσουν σε τέτοια περίπτωση;
Μεταβαίνουμε νοερά σε ένα σενάριο, όπου 500 άτομα εξεγείρονται σε βάρος κάποιας κυβέρνησης που με νομιμοφανή τρόπο( συνθήκη παραχώρησης και με διάλογο στη Βουλή) προκάλεσε συνταγματική επιπλοκή ως προς την εφαρμογή του. Άμεσα θα κατηγορηθούν ως προδότες και αντικαθεστωτικοί και επιπλέον θα διωχθούν για παράβαση του άρθρου 134 του ποινικού κώδικα , δηλαδή εσχάτη προδοσία.
Επικίνδυνο; Θέτει το ίδιο το πολίτευμα σε αδιέξοδο; Κάποιοι θα μιλάτε για ένα φαύλο κύκλο ή για μία τάση αυτοκαταστροφής της δημοκρατίας. Όπως και αν προσπαθήσει κάποιος να το εξηγήσει, καταλήγει σε συμπέρασμα που πιο πολύ αποτελεί ένα σύγχρονο ανέκδοτο. Έγινε τόση πάλη και ένα είδος εμφύλιας σύρραξης με σκοπό να δημιουργηθεί μία πολιτική σκηνή, η οποία μέσω νομίμων οδών δύναται να διαγράψει όσα εκείνη θέσπισε και να επανέλθει στην πρότερη αυτής κατάσταση.
Κλείνοντας ας διατυπωθεί ένα αφελές και παράλληλα τραγικό ερώτημα… Είναι τέτοια η δομή του συντάγματος που επιτρέπει σε όποιο κόμμα ή πρωθυπουργό να το καταλύσει και παράλληλα να μην είναι δέκτης αντιδράσεων από κρατικούς φορείς ή πολίτες;

Ο Άγιος Αυγουστίνος Επίσκοπος Καντερβουρίας

Όταν ο πάπας άγιος Γρηγόριος Α’ ο Διάλογος [12 Μάρτ.] αποφάσισε να βάλει σέ εφαρμογή το σχέδιο που μελετούσε από καιρό, της αποστολής ιεραποστόλων στους Αγγλοσάξονες της Μεγάλης Βρετανίας, επέλεξε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, τον άγιο Αυγουστίνο, οικονόμο τότε της Μονής Αγίου Ανδρέα που είχε ιδρύσει ο ίδιος στο όρος Κοέλιο, για να κατευθύνει μία ομάδα άπό σαράντα ιεραποστόλους μοναχούς (596). Οί νέοι αυτοί απόστολοι…ξεκίνησαν δια ξηράς και μετέβησαν πρώτα στην Προβηγκία, στην Μονή του Λερίνου, κέντρο της ασκητικής παράδοσης, ή οποία είχε παραληφθεί από την Ανατολή και το οποίο τον προηγούμενο αιώνα είχε υποδεχθεί επίσης τον άγιο Πατρίκιο πού ξεκινούσε για την Ιρλανδία [17 Μαρτ.]. Μαθαίνοντας όμως εκεί για τά άγρια έθιμα τών Αγγλοσαξόνων τους κατέλαβε ο φόβος και όλιγοψύχησαν, έλαβαν δε την απόφαση να ανακρούσουν πρύμναν και έστειλαν τον Αυγουστίνο στην Ρώμη για να πληροφο¬ρήσει σχετικά τον πάπα. Αυτός επέστρεψε μετά από λίγο κομίζοντας τις ένθερμες παροτρύνσεις του αγίου Γρηγορίου να ολοκληρώσουν το έργο πού είχαν αναλάβει με την βοήθεια του Θεού, καθώς καί συστατικές επιστολές απευθυνόμενες στον αρχιεπίσκοπο Αρελάτης καί στους Φράγκους ηγεμόνες. Πήραν πάλι τον δρόμο καί πέρασαν τον χειμώνα στο Παρίσι, εν συνεχεία δέ διέσχισαν την Μάγχη καί προσορμίσθηκαν στην νήσο Θάνετ, ανατολικά του βασιλείου του Κέντ, πού προσέφερε το πιο πρόσφορο έδαφος γιά ευαγγελισμό, επειδή ο βασιλιάς του, άγιος Έθελβέρτος [24 Φεβρ.], ο οποίος ασκούσε τά πρωτεία επί τών άγγλοσαξωνικών βασιλείων του νότου, είχε παντρευθεί μία χριστιανή, την Βέρθα, θυγατέρα του βασιλιά τών Παρισίων. Ό Αυγουστίνος έστειλε αμέσως απεσταλμένο του στον ηγεμόνα, γιά να του αναγγείλει ότι είχε έλθει να του φέρει το Ευαγγέλιο καί την επαγγελία μιας αιώνιας βασιλείας μετά του αληθινού Θεού. Λίγες ήμερες αργότερα, ο Έθελβέρτος ήλθε στο νησί καί ζήτησε από τους μοναχούς να του εκθέσουν την διδασκαλία τους. Εντυπωσιασμένος, τους έδωσε την άδεια να κηρύσσουν στο βασίλειο του καί τους προσέφερε διαμονή στην πρωτεύουσα του, Καντερβουρία.
Οί Ρωμαίοι μοναχοί εισήλθαν εν πομπή στην πόλη, με τον σταυρό καί την εικόνα του Χριστού επικεφαλής, ψάλλοντας τις Λιτανείες, κατά τό εθος πού είχε θεσπίσει στην Ρώμη Ό άγιος Γρηγόριος και εγκαταστάθηκαν σε μία εκκλησία κτισμένη πρίν τις βαρβαρικές εισβολές, στην οποία συνήθιζε να προσεύχεται ή βασίλισσα. Όργάνωσαν έκεί την μοναχική τους ζωή, μιμούμενοι τέλεια τον αδελφικό βίο των Αποστόλων και των πρώτων χριστιανών και άρχισαν να κηρύττουν με τόσο καλά αποτελέσματα, ώστε λίγο αργότερα ο βασιλιάς Έθελβέρτος ζήτησε να λάβει το άγιο Βάπτισμα καλώντας τον λαό του να πράξει το ίδιο. Έτσι, τά Χριστούγεννα του έτους 597, δύο χιλιάδες Αγγλοσάξονες έγιναν χριστιανοί.
Ή νεαρή Εκκλησία αναπτύχθηκε γρήγορα κάτω από την συνετή αυθεντία του αγίου Αυγουστίνου —ο όποιος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από τον άγιο Βιργίλιο Αρελάτης [5 Μαρτ.]— και την βοήθεια του βασιλιά. το 601, έστειλε δύο μαθητές στην Ρώμη γιά να αναφέρουν στον άγιο Γρηγόριο τους πρώτους καρπούς της ιεραποστολής και να ζητήσουν την γνώμη του επί ποιμαντικών ζητημάτων πού προσιδίαζαν στην απομακρυσμένη εκείνη περιοχή. Μαζί με τις απαντήσεις του, εμπλεες σοφίας και διακρίσεως, ο πάπας έστειλε και μία δεύτερη δμάδα δώδεκα ιεραποστόλων πού ήσαν κομιστές του πάλλων -σημείο δικαιοδοσίας του Αυγουστίνου επί όλης της αγγλικής Εκκλησίας— καθώς και ιερών σκευών και λειψάνων. Κατάρτισε επίσης γι αυτούς ένα σχέδιο εκκλησιαστικής οργάνωσης των τοπικών Εκκλησιών. Έτσι το Λονδίνο και ή Υόρκη επρόκειτο να γίνουν μητροπόλεις επικεφαλής δώδεκα επισκοπών πού θά διατελούσαν ύπό μητροπολίτη. Έν τω μεταξύ, ο Αυγουστίνος είχε αναλάβει την οικοδόμηση ενός καθεδρικού ναού στην Καντερβουρία και λίγο πιό εξω από την πόλη ενός μοναστηριού αφιερωμένου στους άγιους Πέτρο και Παύλο (σήμερα Αββαείο του Αγίου Αυγουστίνου), ο ναός της όποιας έν συνεχεία θά φιλοξενούσε τους τάφους των επισκόπων Καντερβουρίας και των βασιλέων του Κέντ.
Όταν έφθασε ο καιρός να επεκταθεί ή ιεραποστολή και στά άλλα ειδωλολατρικά βασίλεια, ο άγιος Αυγουστίνος κάλεσε τους Κέλτες επισκόπους και θεολόγους της Ούαλλίας σέ σύσκεψη, κατά την διάρκεια της οποίας τους πρότεινε να εγκαταλείψουν τις επιμέρους ιδιαιτερότητες πού τους χώριζαν9, προκειμένου να αναληφθεί από κοινού ο εύαγγελισμός τών Αγγλοσαξόνων. Οί Κέλτες θεολόγοι εξέφρασαν τον μεγάλο θαυμασμό τους, όταν εκείνος θεράπευσε ενώπιον τους έναν τυφλό, άλλα ζήτησαν να συμβουλευθούν τον λαό τους πριν απαντήσουν στην πρόταση του. Κατά την δεύτερη συναντηση τους, επτά επίσκοποι, προερχόμενοι από την μεγάλη Μονή Μπάνγκορ, προσήλθαν, αφού συμβουλεύθηκαν έναν ερημίτη, ο όποιος τους συνέστησε να μήν αποδεχθούν τις προτάσεις του Ρωμαίου επισκόπου, παρά μόνο άν έδειχνε την ταπεινοφροσύνη του με τό να σηκωθεί από την θέση του, όταν αυτοί θά έφθαναν. Καθώς ό άγιος Αυγουστίνος βρισκόταν ήδη καθισμένος ό’ταν παρουσιάσθηκαν μπροστά του, εκείνοι συμπέραναν αμέσως ότι ήθελε να τους συμπεριφερθεί αυταρχικά. Έτσι αρνήθηκαν κατηγορηματικά να εγκαταλείψουν τα λειτουργικά έθη τους καί κυρίως να τον αναγνωρίσουν ώς αρχιεπίσκοπο τους, πράγμα πού θά σήμαινε γι’ αυτούς την υποταγή τους στο αγγλοσαξονικό βασίλειο του Κέντ. Ό Αυγουστίνος τους αποκρίθηκε, ότι εφόσον αρνούνταν την ειρήνη των αδελφών τους, θα υφίσταντο τον πόλεμο τών εχθρών τους. Καί πράγματι, οί Άγγλοι κατατρόπωσαν λίγο αργότερα τον βρετονικό στρατό στο Τσέστερ.
Στρεφόμενος, τότε, στους ίδιους τους μαθητές του, ό άγιος Αυγουστίνος χειροτόνησε επίσκοπο τον Μέλλιτο, με σκοπό να κηρύξει στην περιοχή τών Σαξόνων της Ανατολής έχοντας επισκοπική έδρα τό Λονδίνο καί τον Ιούστο επίσκοπο Ρότσεστερ, στο Κέντ, δυτικά της Καντερβουρίας. Αφού συμπληρώθηκε ό ελάχιστος αριθμός τών τριών επισκόπων πού ήταν απαραίτητος γιά τις κανονικές χειροτονίες καί την λειτουργία τών τοπικών συνόδων, ή ιεραποστολή μπορούσε εφεξής να εξαπλωθεί καί στά άλλα βασίλεια. Έτσι, έχοντας βάλει τους σπόρους της νέας Εκκλησίας της Αγγλίας, ό άγιος Αυγουστίνος έκοιμήθη έν ειρήνη στις 26 Μαΐου 604.
Μετά τον θάνατο του άγιου Έθελβέρτου τό 616, ο Μέλλιτος καί ο Ιούστος υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αγγλία. Μόνο τό 633, ό Παυλίνος, αρχιεπίσκοπος Υόρκης, εισήλθε στο Κέντ καί ξανάρχισε τό έργο του ευαγγελισμού. Καί άπό τό 672, ό άγιος Θεόδωρος Καντερβουρίας [19 Σεπτ.] προσέδωσε στην αγγλοσαξονική Εκκλησία το οριστικό οργανωτικό της σχήμα.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος

Ο γέρων Πορφύριος «με μια παρέα χίπηδες».

Ο Γέροντας Πορφύριος διηγήθηκε κάποτε: «Μιά φορά με επισκέφθηκε ένας χίπης. Ήταν ντυμένος με κάτι πολύχρωμα, παράξενα ρούχα, φορούσε χαϊμαλιά και κοσμήματα και ζητούσε να με δει. Οι μοναχές ανησύχησαν, ήρθαν και με ρώτησαν και είπα, ας περάσει. Μόλις κάθισε απέναντι μου, είδα την ψυχή του. Είχε καλή ψυχή, αλλά πληγωμένη και γι’ αυτό επαναστατημένη.
Του μίλησα με αγάπη κι εκείνος συγκινήθηκε. Γέροντα, μου λέει, κανείς μέχρι σήμερα δεν μου μίλησε έτσι. Είπα το όνομά του κι εκείνος παραξενεύθηκε, πώς το γνώριζα. Έ, του λέω, ο Θεός φανέρωσε και τ’ όνομα σου και ότι ταξίδεψες μέχρι την Ινδία και γνώρισες εκεί τους γκουρού και τους ακολούθησες. «Απόρησε πιο πολύ. Του είπα κι άλλα πράγματα για τον εαυτό του, κι έφυγε ευχαριστημένος. Την άλλη εβδομάδα, νά σου και καταφθάνει ο ίδιος με μια παρέα χίπηδες.
Μπήκαν όλοι μαζί στο κελί μου και κάθισαν γύρω μου. Ήταν μαζί τους και μια κοπέλα. Τους συμπάθησα πολύ. Ήταν καλές ψυχές, αλλά πληγωμένες. Δεν τους μίλησα για το Χριστό, γιατί είδα ότι δεν ήταν έτοιμοι ν’ ακούσουν. Τους μίλησα στη γλώσσα τους, για πράγματα που τους ενδιέφεραν. Όταν τελειώσαμε και σηκώθηκαν να φύγουν, μου είπαν: Γέροντα, θέλουμε μιά χάρη: να μας επιτρέψεις να σου φιλήσουμε τα πόδια. «Εγώ ντράπηκα, αλλά τι να κάνω, τους άφησα. Μετά μου έδωσαν δώρο μιά κουβέρτα. Θα φωνάξω να τη φέρουν, να την δεις. Είναι πολύ ωραία. «Έπειτα από καιρό με επισκέφθηκε η κοπέλα, η χίπισσα, μόνη της. Την έλεγαν Μαρία.
Είδα ότι η Μαρία ήταν πιό προχωρημένη στην ψυχή από τους φίλους της και της πρωτομίλησα για το Χριστό. Δέχτηκε τα λόγια μου. Ήρθε κι άλλες φορές, έχει πάρει καλό δρόμο. Είπε μάλιστα η Μαρία στους φίλους της: «Βρέ παλιόπαιδα, δεν φαντάσθηκα ποτέ, οτι θά γνώριζα το Χριστό, μέσα από μιά χίπικη παρέα».
Μου έκανε εντύπωση το περιστατικό. Το διορατικό και ποιμαντικό χάρισμα του Γέροντα συνεργάσθηκαν για να ελκύσουν, με την αληθινή αγάπη, τα παραστρα­τημένα, αλλά αξιοσυμπάθητα αυτά παιδιά, που ίσως κάποιοι πιετιστές θα τα αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση. Τα παιδιά αυτά ζήτησαν από τό Γέροντα κάτι, που μ’ έκανε να ντραπώ για τον εαυτό μου: Να φιλήσουν τα πόδια του• κι ήταν η πρώτη τους επίσκεψη! «Εγώ τόσα χρόνια πηγαινοερχόμουν και δεν είχα την ταπείνωση να διανοηθώ κάτι τέτοιο. Τα παιδιά, σαν την αμαρτωλή, που έπλυνε τα πόδια του Χριστού με το μύρο και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, φίλησαν τα πόδια του Γέ­ροντα και του χάρισαν και μια κουβέρτα. ο Γέροντας χαιρόταν το δώρο τους σαν παιδί, όχι βέβαια για την υλική αξία του, αλλά για ό,τι πνευματικό συμβόλιζε.
Θαύμασα τους απίθανους δρόμους που ακολουθεί η θεία χάρη, για να σώσει ψυχές.
Από την ημέρα εκείνη φιλούσα κι εγώ τα πόδια του Γέροντα, όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, χωρίς να τον ερωτώ.

Η συζυγική Αγάπη.

 

«Εσείς οι δύο να είστε αγαπημένοι»
Ακούμε πολλές φορές μητέρες και πατέρες να διερωτώνται, ν’ απορούν … και να παραπονούνται » Τα παιδιά μας δεν μας υπακούνε! Εμείς τα συμβουλεύουμε, τα νουθετούμε και αυτά μας αγνοούν… Συνήθως κάνουν τα αντίθετα απο εκείνα που τους συμβουλεύουμε… Τί φταίει;»
Πολλές φορές εκείνο που φταίει είναι … η απουσία της αγάπης.
Μα υπάρχει πατέρας ή μητέρα που να μήν αγαπάνε το παιδί τους;
Αυτό το ερώτημα πρέπει όλοι οι γονείς να το υποβάλουν στον εαυτό τους και κανείς να μη θεωρεί ως αυτονόητη την καταφατική απάντηση.
Η μεγάλη παρανόηση που υπάρχει σ’ αυτό το ζήτημα, είναι οτι οι γονείς βιώνουν την αγάπη τους πρός το παιδί τους … ανεξάρτητα απο την αγάπη που πρέπει να έχουν μεταξύ τους.
Σε μιά περίπτωση, ένας μαθητής είχε μια πάρα πολύ αλλόκοτη και ατίθαση συμπεριφορά στο σχολείο. Εκείνο που έκανε εντύπωση στους καθηγητές ήταν οτι τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα έδειχναν πολύ ενδιαφέρον και αγάπη για το άτακτο παιδί τους! Ένας εκπαιδευτικός ανέλαβε να ερευνήση την περίπτωση σε βάθος. Διεπίστωσε οτι η ρίζα του προβλήματος ήταν η επικοινωνία των γονέων μεταξύ τους. Ο πατέρας αγαπούσε το παιδί του. Η μητέρα αγαπούσε το παιδί της. Όμως πατέρας και μητέρα δεν ήσαν αγαπημένοι μεταξύ τους … Και αυτό είχε σοβαρότατο αρνητικό αντίκτυπο στον ψυχισμό και τη συμπεριφορά του παιδιού.
Ακόμη και στην σωματική υγεία του παιδιού έχει αρνητικό αντίκτυπο η κακή σχέση μεταξύ των συζύγων. Κάποτε επισκέφθησαν τον γέροντα Πορφύριο δύο γονείς αναστατωμένοι, διότι το παιδί τους παρουσίαζε ένα σοβαρό πρόβλημα στους πνεύμονες, αλλά οι γιατροί δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν την αιτία του.
Ο γέροντας έκανε μια διάγνωση που τους αιφνιδίασε. «Το πρόβλημα» τους είπε, «βρίσκεται στη σχέση σας: όσο εσείς πεισμώνετε, μένετε ανυποχώρητοι στο θέλημά σας, τσακώνεσθε και ψυχραίνεσθε μεταξύ σας, το παιδί θα παρουσιάζει αυτό το πρόβλημα. Αν ταπεινωθείτε και βρείτε την παλιά σας αγάπη, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τον αλληλοσεβασμό, το παιδί θα βρεί την υγεία του.»
Αν υπήρχε τρόπος να εκφράσουν αυτό που νιώθουν στο βάθος της ψυχής τους τα παιδιά και οι έφηβοι, θα έλεγαν : «Αγαπητοί μας γονείς• δέν αρκεί να μας δείχνει ο καθένας ξεχωριστά την αγάπη του. Εμείς κυρίως θέλουμε να βλέπουμε και να νιώθουμε οτι μεταξύ σας εσείς οι δύο, ο πατέρας μου και η μητέρα μου, είστε αγαπημένοι..»
Είναι αλήθεια οτι είναι κάποτε δύσκολος ο αγώνας για να διατηρηθεί η συζυγική αγάπη. Δύο είναι, ίσως, οι μεγάλες δυνάμεις που διατηρούν αυτή την αγάπη: η υποχωρητικότητα και η συγχωρητικότητα. Όταν αυτά τα δύο δεν υπάρχουν στη σχέση των συζύγων, αρχίζει να μειώνεται και η μεταξύ τους αγάπη.
Ένας πατέρας που από τη μιά λέει ότι αγαπά το παιδί του και απο την άλλη δεν συγχωρεί τη γυναίκα του για κάποιο σφάλμα της, είναι υποκριτής.
Ομοίως, δεν έχει πραγματική αγάπη για το παιδί της, η μητέρα που απο τη μιά θυσιάζεται γι’ αυτό, απο την άλλη όμως δεν έμαθε να υποχωρεί και να θυσιάζει το θέλημα της και το εγώ της, για χάρη της συζυγικής αρμονίας και αγάπης.
Να προσευχηθούμε όλοι μας, ώστε ο Μεγάλος Διδάσκαλος της Αγάπης, Κύριος μας, να δίνει αγάπη στους γονείς προς τα παιδιά, και στα παιδιά προς τους γονείς, αλλά κυρίως να δίνει αγάπη μεταξύ των συζύγων, διότι, ίσως αυτή η τελευταία αγάπη, να είναι το θεμέλιο των άλλων δύο .. Αμήν.
π. Τέλλος Σ. Παπαδόπουλος

ΑΠΑΘΕΙΑ



 ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
          Κάποιος ασκητής είχε ζήσει πενήντα χρόνια στην έρημο χωρίς να τρώγει ψωμί και να βάλει κρασί στο στόμα του κι’ έλεγε πως είχε νεκρώσει εντελώς τα πάθη της σαρκός καθώς και τη φιλαργυρία και την κενοδοξία.
          Σαν τα’ άκουσε ο Αββάς Αβραάμ, πήγε μια μέρα να βεβαιωθεί.
Είπες τέτοιο λόγο, αδελφέ, τον ρώτησε.
Ναι, αποκρίθηκε με πεποίθηση εκείνος.
Ας υποθέσουμε, του είπε τότε ο Γέροντας, πως, μπαίνοντας ξαφνικά στο κελλί σου, βρίσκεις μια γυναίκα στο στρώμα σου. Έχεις την δύναμη να σκεφθείς πως δεν είναι γυναίκα;
Όχι βέβαια, αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Ερημίτης. Μα αγωνίζομαι να διώξω την κακή επιθυμία.
Βλέπεις πως ζη ακόμη μέσα σου το πάθος; Δεν έχει νεκρωθεί, μόνο που το έχεις περιορίσει. Ας πούμε τώρα πως στο δρόμο που πηγαίνεις, βλέπεις λιθάρια και όστρακα κι’ ανάμεσα τους χρυσάφι. Είσαι σε θέση να το περιφρονήσεις σαν εκείνα;
Όχι, αποκρίθηκε πάλι ο Ερημίτης. Αντιστέκομαι μόνο στο λογισμό μου και δεν το εγγίζω.
Να που κι’ η φιλαργυρία ζη ακόμη μέσα σου, αλλά κι’ αυτή είναι δεμένη.
Υπόθεσε τώρα πως δύο άνθρωποι έρχονται να σε επισκεφτούν και ξέρεις, πως ο ένας σ’ επαινεί διαρκώς, ενώ ο άλλος σε κακολογεί. Μπορείς να έχεις και τους δύο το ίδιο;
-Καθόλου, είπε πάλι με ειλικρίνεια ο Ασκητής. Θα προσπαθήσω όμως να φερθώ με καλοσύνη και σ’ εκείνον που με κακολογεί.
-Τότε, αδελφέ μου, τον συμβούλεψε ο Αββάς, πάψε να νομίζεις και να λες πως έφτασες σε απάθεια. Ζουν μέσα σου τα πάθη, γι’ αυτό χρειάζεσαι αγώνα ως το τέλος της ζωής σου.

Γονείς, Μην προκαλείτε το φθόνο στις καρδιές των παιδιών


Επισκόπου Αικατερινμπούργκ Ειρηναίου 

Αυτό συμβαίνει συχνά όταν οι γονείς έχουν ιδιαίτερες συμπάθειες μεταξύ των παιδιών τους. Για τους χριστιανούς γονείς αυτό είναι απαράδεκτο. Αυτοί έχουν υποχρέωση να αγαπούν όλα τα παιδιά τους εξ ίσου και να τα αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί διαφορετικά αυτοί οι ίδιοι θα προκαλέσουν τον φθόνο στις καρδιές των παιδιών που θεωρούν τον εαυτό τους αδικημένο.
Στην τροφή, στα ρούχα, στα δώρα, κανένα παιδί δεν πρέπει να προτιμάται ιδιαιτέρως, αλλά όλα τα παιδιά να απολαμβάνουν εξ ίσου τα αγαθά αυτά.
Κοινά μέτρα πρέπει να υπάρχουν επίσης στον έπαινο και στην επίπληξη, στην αμοιβή και στην τιμωρία: ας μην συγχωρούμε στο μικρό παιδί εκείνο για το οποίο τιμωρούμε τα μεγαλύτερα αδέλφια.Πόσο θλιβερά επακόλουθα μπορούν να προκληθούν από την άνιση μεταχείριση των παιδιών, το βλέπουμε στην περίπτωση των αδελφών του Ιωσήφ. Η ιδιαίτερη αγάπη του πατέρα τους προς αυτόν, τόσο σκλήρυνε την καρδιά τους, ώστε στην αρχή αποφάσισαν να τον σκοτώσουν, μετά δε τον πούλησαν σαν δούλο.

Patras Greek Revolution....αλλά Μαδρίτη!



Πλήθος κόσμου κατέκλυσε την κεντρική πλατεία της Πάτρας, την Πλατεία Γεωργίου!
Άτομα όλων των ηλικιών συγκεντρώθηκαν ειρηνικά κυρίως από προσκλήσεις μέσω facebook για να διαδηλώσουν ενάντια στο πολιτικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όπως αναφέρουν οι νεαροί διοργανωτές:"Ας αρχίσουμε την ειρηνικη επανάσταση στην πόλη μας. Έξω από κόμματα, χωρίς φασαρίες, χωρίς κουκούλες, χωρίς βία, στα χνάρια των Ισπανών αδελφών μας!
patrasevents.gr


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/05/patras-greek-revolution.html#ixzz1NP8OyEYX

Ο Θεός δεν νοιάζεται για τον τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιάς και αγνότητα ψυχής.(Αγ. Ι.Χρυσοστόμου)

 



 
Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρίζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ’ αυτιά τους δεν ακούνε. Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός; “Γονάτισα”, λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω. Με το στόμα έλεγες την προσευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτήματα, συναντούσες τους φίλους σου. Γιατί ο διάβολος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τότε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας. Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε· πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περνούν από το νου μας. Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπίτι μας ή οπουδήποτε αλλού.
Κάθε φορά, λοιπόν, που, καθώς προσευχόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι ο νους μας έχει φύγει από το Θεό κι έχει στραφεί σε βιοτικά πράγματα, ας τον φέρνουμε πίσω, αναγκάζοντάς τον να μένει σταθερά και προσεκτικά προσκολλημένος στα νοήματα της προσευχής. Ας επαναλαμβάνουμε, μάλιστα, την προσευχή από την αρχή. Κι αν παθαίνουμε πάλι και πάλι το ίδιο, ας την επαναλαμβάνουμε και για τρίτη και για τέταρτη φορά. Ας μη σταματάμε, πριν πούμε ολόκληρη την προσευχή, από την αρχή ως το τέλος, με άγρυπνη διάνοια και αδιατάρακτο λογισμό. Και όταν ο διάβολος αντιληφθεί ότι δεν καταθέτουμε τα όπλα, θα σταματήσει πια κι αυτός να μας πολεμάει.
Όταν παρουσιαζόμαστε για οποιοδήποτε ζήτημά μας σ’ έναν επίγειο άρχοντα, είμαστε τόσο προσεκτικοί και αυτοσυγκεντρωμένοι, ώστε δεν βλέπουμε ούτε εκείνους που βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στο νου μας δεν υπάρχουν παρά ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο βρισκόμαστε, και το θέμα, για το οποίο θέλουμε να του μιλήσουμε. Το ίδιο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να κάνουμε, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον ύψιστο Θεό, εμμένοντας σταθερά στην προσευχή μας και μην περιφέροντας το νου εδώ κι εκεί; Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε. Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι; Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ’ έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;
Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι’ άλλη μια φορά: Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου. Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου. Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας, μας αγαπά και καλύτερα απ’ όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.
Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι μεγάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν’ αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άνθρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. Γιατί, ύστερα από μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, αποκτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ’ ανθρώπινα πάθη.
Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολερότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προσευχής, κάνοντάς το ν’ ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προσευχή μας. Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυγκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση; Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό; Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;
Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του τη σκέψη, τότε να ικετεύει το Θεό έμπονα. Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά. Η ανταπόκριση του Κυρίου στην προσευχή δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων, αλλ’ από τη νήψη του νου και της καρδιάς. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς απ’ όσα λέει η Γραφή για τη στείρα Άννα, τη μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. «Κύριε», έταξε η Άννα, «αν σκύψεις πάνω από τη θλίψη της δούλης σου και με θυμηθείς και μου δώσεις παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ’ εσένα για όλη του τη ζωή» (Α’ Βασ. 1:11). Είναι πολλά τα λόγια αυτά; Όχι. Και όμως, επειδή με νήψη και προσοχή έκανε αυτή τη μικρή προσευχή, κατόρθωσε όσα ηθέλησε: Και την ανάπηρη φύση της διόρθωσε και την κλεισμένη μήτρα της άνοιξε και από την περιφρόνηση των ομοεθνών της λυτρώθηκε και από την άγονη γη θέρισε σιτάρι πλούσιο.
Όποιος προσεύχεται, λοιπόν, ας μη λέει περίσσια λόγια. Και ο Χριστός και ο Παύλος, άλλωστε, μας σύστησαν να προσευχόμαστε συχνά, αλλά με συντομία και μικρά διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας την προσευχή, είναι δυνατό να χάσεις την προσοχή. Κι έτσι δίνεις την ευκαιρία στο διάβολο να σε πλησιάσει και να σου υποβάλει τους δικούς του λογισμούς. Αν, όμως, οι προσευχές σου είναι σύντομες και συχνές, τότε θα μπορείς εύκολα να τις κάνεις με προσοχή και νήψη, καλύπτοντας μ’ αυτές όλο τον διαθέσιμο χρόνο σου.
Θέλεις κι εσύ να μάθεις άγρυπνη προσευχή και προσοχή του νου και διαρκή παραμονή κοντά στο Θεό; Πήγαινε στην Άννα και μάθε τι έκανε εκείνη. Σηκώθηκαν, λέει, όλοι από το τραπέζι. Ωστόσο, η Άννα δεν πήγε ούτε να κοιμηθεί ούτε ν’ αναπαυθεί. Έτρεξε στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να προσευχηθεί. Απ’ αυτό συμπεραίνω πως, ακόμα κι όταν έτρωγε, δεν παραφόρτωνε το στομάχι της. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να προσευχηθεί, και μάλιστα με τόσα δάκρυα. Αν εμείς, όταν είμαστε νηστικοί, με δυσκολία κατορθώνουμε να προσευχηθούμε, ενώ ύστερα από τα συμπόσια ποτέ δεν προσευχόμαστε, πολύ περισσότερο εκείνη, μια γυναίκα, δεν θα προσευχόταν μ’ αυτόν τον τρόπο μετά το συμπόσιο, αν είχε καλοφάει.
Ας ντραπούμε εμείς, οι άνδρες, που παρακαλάμε για τη βασιλεία των ουρανών και συνάμα χασμουριόμαστε, ας ντραπούμε, λέω, εκείνη τη γυναίκα, που παρακαλούσε κι έκλαιγε. Δες την ευλάβειά της κι από τούτο: «Μιλούσε από την καρδιά της· τα χείλη της μόλις που κινιόνταν και η φωνή της δεν ακουγόταν καθόλου». Έτσι παρουσιάζεται μπροστά στο Θεό όποιος θέλει να κατορθώσει κάτι: όχι με κινήσεις και φωνές, ούτε όμως και βαριεστημένος ή νυσταγμένος και αποχαυνωμένος.
Μήπως, όμως, δεν μπορούσε ο Θεός να δώσει παιδί στην Άννα και δίχως προσευχή; Μήπως δεν γνώριζε την επιθυμία της και πριν Του το ζητήσει; Ναι, αλλ’ αν της έδινε το παιδί πριν το ζητήσει με την προσευχή, δεν θα φαινόταν η προθυμία της, δεν θα φανερωνόταν η αρετή της, δεν θα έπαιρνε τόση αμοιβή.
Ας δούμε τώρα και τη φιλοσοφία της γυναίκας. Άκου τι είπε στον αρχιερέα Ηλί, που την πέρασε για μεθυσμένη: «Όχι, κύριέ μου, δεν είμαι μεθυσμένη. Μια γυναίκα καταπικραμένη είμαι, που ξεχύνω τον πόνο της ψυχής μου μπροστά στον Κύριο. Μη θεωρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχήθηκα ως τώρα, ήταν από τον πολύ μου πόνο». Αυτό είναι γνώρισμα πραγματικά συντριμμένης καρδιάς: Το να μην οργίζεται και να μην αγανακτεί εναντίον εκείνων που την αδικούν ή την προσβάλλουν, αλλά με πραότητα και σεμνότητα ν’ απολογείται. Αλήθεια, τίποτα δεν κάνει την ψυχή τόσο φιλόσοφη, όσο η θλίψη.
Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι η Άννα κι έτρεξε να προσευχηθεί. Ας τ’ ακούσουν όσοι από μας ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό προσεύχονται. Ας τ’ ακούσουν και ας παραδειγματιστούν. Όλοι μας, τόσο πριν όσο και μετά τα γεύματα, οφείλουμε να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε το Θεό. Όποιος είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό, ούτε θα παραφάει ούτε θα μεθύσει ποτέ. Έχοντας ως χαλινάρι του λογισμού του την αναμονή της προσευχής, θα γευθεί απ’ όλα με μέτρο και θα έχει πολλή ευλογία και στο σώμα και στην ψυχή. Με προσευχή, κοντολογίς, ας αρχίζει και ας τελειώνει κάθε γεύμα μας.
Παράλληλα, ας μην παραλείπουμε να συμμετέχουμε στο πασχάλιο δείπνο της ευχαριστιακής συνάξεως, που γίνεται τακτικά στο ναό, αλλά και σε κάθε εκκλησιαστική ακολουθία, αν είναι δυνατόν. “Μα έχω τόσες φροντίδες και ασχολίες!”, θα μου πεις. Γι’ αυτό ακριβώς έλα στο ναό, για να ελκύσεις με την εδώ παρουσία σου την εύνοια του Θεού, κι έτσι να φύγεις ασφαλισμένος· για να Τον έχεις βοηθό στις υποθέσεις σου, κι έτσι να γίνεις ακατανίκητος από τους δαίμονες και τους μοχθηρούς ανθρώπους. Γιατί, συμμετέχοντας στη θεία λειτουργία και στην κοινή λατρεία, θα ενισχυθείς από τον παντοδύναμο Θεό, θα πάρεις τα δικά Του όπλα, κι έτσι ούτε ο διάβολος ούτε οι άνθρωποι θα μπορέσουν να σε βλάψουν.
Και μη μου πεις, ότι, καθώς είσαι συνέχεια απασχολημένος με τα προβλήματα της ζωής, δεν μπορείς να τρέχεις κάθε τόσο στην εκκλησία ούτε να προσεύχεσαι όλη μέρα. Στην εκκλησία, έστω, δεν μπορείς να πηγαίνεις. Όπου κι αν βρίσκεσαι, όμως, μπορείς να στήσεις το θυσιαστήριό σου. Ούτε ο τόπος ούτε η ώρα σε εμποδίζουν. Κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κλάψεις, κι αν δεν υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, η προσευχή σου θα είναι τέλεια, εφόσον θα έχεις διάνοια θερμή. Εσύ που βαδίζεις στο δρόμο, εσύ που βρίσκεσαι στην αγορά, εσύ που ταξιδεύεις στη θάλασσα, εσύ που κάθεσαι στο εργαστήριό σου, εσύ που μαγειρεύεις στο σπίτι σου, εσύ που καλλιεργείς το χωράφι σου κι εσύ που σε κάποιαν άλλη εργασία καταγίνεσαι, όταν δεν μπορείτε να έρθετε στην εκκλησία, κάντε, εκεί που είστε, προσευχή εκτενή και προσεκτική. Ο Θεός δεν νοιάζεται για τον τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιάς και αγνότητα ψυχής. Να, και ο απόστολος Παύλος προσευχήθηκε όχι σε ναό όρθιος ή γονατιστός, αλλά μέσα σε φυλακή πεσμένος ανάσκελα, καθώς τα πόδια του ήταν σφιγμένα στην ξυλοπέδη. Επειδή, όμως, προσευχήθηκε με θέρμη, αν και πεσμένος, και τη φυλακή έσεισε και τα θεμέλια σάλεψε και το δεσμοφύλακα τράβηξε στην αληθινή πίστη μαζί με όλη την οικογένειά του .
Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θεραπεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του. Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να μεταβάλει τη θεϊκή απόφαση. Ο ληστής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών. Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη  και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους, όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.
“Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;”, θα με ρωτήσεις. Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησέ με, Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». “Ελέησέ με, Κύριε!”, θα παρακαλάς κι εσύ. “Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο”. Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας. Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται. “Ελέησέ με!”. Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.
Και όταν βρίσκεσαι έξω από την εκκλησία, φώναζε μυστικά: “Ελέησέ με!”. Φώναζε με τη σκέψη σου, χωρίς να κινείς τα χείλη σου. Γιατί ο Θεός μας ακούει και όταν σωπαίνουμε. Δεν απαιτείται τόσο τόπος, όσο τρόπος προσευχής. Και στο λουτρό αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όπου κι αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όλη η κτίση είναι ναός του Θεού. Εσύ ο ίδιος είσαι ναός του Θεού, και ψάχνεις τόπο για να προσευχηθείς;
Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά. Οι Αιγύπτιοι έρχονταν από πίσω. Και ο Μωυσής βρισκόταν στη μέση. Ζητούσε από το Θεό βοήθεια, χωρίς να λέει ούτε λέξη· τόση ήταν η αμηχανία του. Και μολονότι δεν ακουγόταν η φωνή του, ο Κύριος του είπε: «Τί μου φωνάζεις;». Τον άκουγε, λοιπόν, αν και δεν μιλούσε. Έτσι κι εσύ, όταν σου έρχεται πειρασμός, να ζητάς καταφύγιο στο Θεό, να καλείς μυστικά σε βοήθεια τον Κύριό σου. Αυτός είναι πάντα κοντά σου, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να Τον αναζητήσεις σε ορισμένο τόπο, όπως κάνεις με τους ανθρώπους. «Θα φωνάξεις στο Θεό, κι Εκείνος θα σ’ ακούσει», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας. «Εσύ ακόμα θα προσεύχεσαι, κι Εκείνος θα σου απαντήσει: “Να, εδώ είμαι, δίπλα σου!”». Αν αγωνίζεσαι να διατηρείς την καρδιά σου καθαρή από την κακία, ο Κύριος σ’ ακούει πάντα και παντού.
Με όλα αυτά, βέβαια, δεν θέλω να υποτιμήσω την προσευχή που γίνεται από τους χριστιανούς στο ναό. Όχι. Γιατί είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των αδελφών στην εκκλησία. Θέλεις να μάθεις πόση; Άκου: Κάποτε ο απόστολος Πέτρος ήταν φυλακισμένος και αλυσοδεμένος. Μα «η Εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι’ αυτόν». Και η προσευχή του εκκλησιάσματος τον ελευθέρωσε θαυματουργικά από τη φυλακή κι από τις αλυσίδες. Τί, λοιπόν, είναι δυνατότερο από την προσευχή, που έσωσε το στύλο και τον πύργο της Εκκλησίας;
Και όσο για τους κατηχουμένους, βέβαια, δεν επιτρέπεται να προσεύχονται μαζί με τους πιστούς στο ναό, γιατί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μεγάλη παρρησία. Όσο για μας, όμως, μας έχει δοθεί η παραγγελία να προσευχόμαστε για την οικουμένη και για την Εκκλησία, που έχει απλωθεί ως τα πέρατα της γης. Συνειδητοποιείτε πόσο υψηλό και τιμητικό για τη μικρότητά μας είναι το να προσερχόμαστε εδώ και να παρακαλάμε το Θεό για τόσο λαό; Το να παρακαλάει ένας για τους πολλούς, είναι πολύ τολμηρό και χρειάζεται μεγάλη παρρησία. Γιατί, αν εγώ ο ίδιος δεν τολμώ να παρακαλέσω για τον εαυτό μου, πολύ περισσότερο για τους άλλους· αυτό μόνο οι δίκαιοι μπορούν να το κάνουν, όχι ένας αμαρτωλός σαν κι εμένα. Όταν, όμως, συγκεντρωμένοι όλοι μαζί κάνουν δέηση για έναν, το πράγμα δεν φαίνεται άπρεπο.
Είναι, βέβαια, δυνατόν, όπως είπα πριν, να προσευχόμαστε και στο σπίτι μας και σε κάθε τόπο, όχι πάντως όπως προσευχόμαστε στην εκκλησία, όπου κοινή ικεσία κλήρου και λαού απευθύνεται στο Θεό. Δεν εισακούεσαι τόσο από τον Κύριο, όταν Τον παρακαλάς μόνος, όσο όταν βρίσκεσαι μαζί με τους αδελφούς σου. Γιατί στην κοινή προσευχή υπάρχουν περισσότερα: η ομόνοια και ο δεσμός της αγάπης και οι ευχές των ιερέων. Οι ιερείς γι’ αυτό ακριβώς βρίσκονται εδώ, για να ενισχύσουν με τις ισχυρές ευχές τους τις αδύναμες προσευχές του λαού, βοηθώντας τες ν’ ανέβουν στον ουρανό. Να, λοιπόν, πως κατόρθωσε να βγάλει από τη φυλακή τον απόστολο Πέτρο η προσευχή της Εκκλησίας. Η απόσταση ενός τόπου, βλέπεις, δεν εμποδίζει την ενέργεια της προσευχής, όπως άλλωστε δεν μειώνει και τη δύναμη της αγάπης. Όσο η βαθειά αγάπη συνδέει ακατάλυτα, άλλο τόσο και η ζωντανή προσευχή ωφελεί υπερβολικά ανθρώπους που βρίσκονται μακριά.
Ο Μωυσής δεν βρισκόταν σωματικά στο πεδίο της μάχης, όταν οι Ισραηλίτες πολεμούσαν με τους Αμαληκίτες, ωστόσο συνέβαλε στη νίκη πολύ περισσότερο από τους πολεμιστές, υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλώντας το Θεό για το έθνος του. Έτσι έσωσε έναν ολόκληρο λαό. Υπάρχει κατόρθωμα μεγαλύτερο απ’ αυτό, από την ωφέλεια δηλαδή των συνανθρώπων και αδελφών μας; Όχι. Κι αν νηστεύεις κι αν κοιμάσαι καταγής κι αν κλαις σ’ όλη σου τη ζωή, τίποτε το μεγάλο δεν κατορθώνεις, εφόσον δεν ωφελείς κανέναν άλλο. Να, κι από τον Μωυσή έγιναν πολλά θαύματα και σημεία. Κανένα απ’ αυτά, όμως, δεν τον έκανε τόσο μεγάλο, όσο η ικετευτική κραυγή του προς τον Κύριο για τη συγχώρηση των Ισραηλιτών, που είχαν πέσει στο βαρύ αμάρτημα της ειδωλολατρίας: «Αν θέλεις, συγχώρησε την αμαρτία τους· αν πάλι όχι, τότε εξαφάνισε κι έμενα!».
Και ο βασιλιάς Δαβίδ, όταν, για μια του αμαρτία, ο Θεός παραχώρησε να πέσει θανατικό στους Ισραηλίτες, έδειξε την ίδια διαγωγή. «Εγώ είμαι εκείνος που αμάρτησε», είπε. «Εγώ, ο ποιμένας, έκανα το κακό. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου».
Του αποστόλου Παύλου η φιλαδελφία, όμως, ήταν  η πιο μεγάλη και πιο θαυμαστή: Ευχόταν ακόμα και να χωριστεί από το Χριστό, αν έτσι θα πήγαιναν κοντά σ’ Εκείνον οι ομοεθνείς αδελφοί του. Ο Μωυσής ζητούσε να εξαφανιστεί κι αυτός μαζί με τους άλλους· ο Παύλος δεν ζητούσε να χαθεί μαζί τους, αλλά, για τη σωτηρία τους, να χάσει μόνο αυτός την ασύλληπτη δόξα του παραδείσου!
Οι προσευχές τέτοιων αγίων, βέβαια, φέρνουν αγαθά αποτελέσματα, όταν κι εμείς οι ίδιοι βοηθάμε. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ούτε κι εκείνων η βοήθεια ωφελεί. Σε τί ωφέλησε, λ.χ., η προσευχή του Ιερεμία τους Ιουδαίους; Τρεις φορές παρακάλεσε ο προφήτης το Θεό και τρεις φορές άκουσε: «Μην προσεύχεσαι πια για το λαό αυτό και μη μου ζητάς να τους ελεήσω, γιατί δεν θα σε ακούσω!» (Τερ. 7:16). Σε τί ωφέλησε τον Σαούλ ο Σαμουήλ, που προσευχόταν και πενθούσε γι’ αυτόν ως την τελευταία μέρα, και σε τί ωφέλησε τους Ισραηλίτες; «Ποτέ δεν θα κάνω το αμάρτημα να διακόψω την προσευχή μου για τη σωτηρία σας», τους είπε. Και όμως, όλοι χάθηκαν. Γιατί; Το εξηγεί ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιερεμία: «Αν ακόμα και ο Μωυσής και ο Σαμουήλ σταθούν μπροστά μου και προσευχηθούν γι’ αυτούς, δεν θα τους λυπηθώ, γιατί έχει αυξηθεί υπερβολικά η κακία τους».
Ώστε, λοιπόν, σε τίποτα δεν ωφελούν οι προσευχές; Ωφελούν και πολύ μάλιστα, αλλά, όπως είπα, όταν κι εμείς βοηθάμε, θυμηθείτε τον εκατόνταρχο Κορνήλιο, που αξιώθηκε να γνωρίσει την αληθινή πίστη, επειδή «έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν αδιάλειπτα στο Θεό». Θυμηθείτε και τη δίκαιη Ταβιθά, που «έκανε πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες» και, όταν πέθανε, αναστήθηκε με την προσευχή του αποστόλου Πέτρου. Αλλά και στα χρόνια του βασιλιά Εζεκία, ο Θεός έσωσε την Ιερουσαλήμ από τους Ασσυρίους. Γιατί; Επειδή ο Εζεκίας ήταν δίκαιος και προσευχήθηκε θερμά για την πόλη και το λαό του. «Εγώ θα υπερασπίσω τούτη την πόλη», είπε ο Κύριος στον καλό βασιλιά. Κι έτσι ακριβώς έκανε.
Όλα αυτά τα παραδείγματα, και πολλά άλλα πα­ρόμοια, που βρίσκουμε μέσα στις Γραφές, τί μας δείχνουν; Ότι οι προσευχές των αγίων για μας, αλλά και οι δικές μας προσευχές, εισακούονται από το Θεό, όταν είμαστε δίκαιοι, ενάρετοι, ελεήμονες, φιλάνθρωποι. Όταν, απεναντίας, και με τα χέρια και με τα πόδια και με τη γλώσσα και με το νου και με την καρδιά διαπράττουμε την αμαρτία, παραβαίνοντας τον θείο νόμο, πώς τολμάμε ν’ απευθυνόμαστε στον Κύριο, ζητώντας Του βοήθεια ή ευεργεσία; Και πώς τολμάμε να ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων;
Πριν υψώσουμε, λοιπόν, ικετευτικά τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας. Άλλωστε, επειδή με τα χέρια εκτελούμε πολλές πονηρές πράξεις, γι’ αυτό ακριβώς έχει καθιερωθεί να τα υψώνουμε, όταν προσευχόμαστε, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν για την προσευχή, να τα εμποδίζει από την κακία και να τ’ απομακρύνει από την αμαρτία. Έτσι θα θυμάσαι, δηλαδή, όταν πρόκειται ν’ αρπάξεις κάτι ή να χτυπήσεις κάποιον, ότι αυτά τα χέρια θα τα υψώσεις στο Θεό ως συνηγόρους σου και ότι μ’ αυτά θα Του προσφέρεις την πνευματική θυσία της προσευχής. Γι’ αυτό μην τα μολύνεις, μην τα ντροπιάζεις, μην τα κάνεις ανάξια εμφανίσεως στο Θεό, με την τέλεση οποιασδήποτε ανομίας. Καθάριζέ τα με την ελεημοσύνη, με τη φιλανθρωπία, με την καλοσύνη, κι έτσι καθαρά ύψωνέ τα σε προσευχή. Αν δεν προσεύχεσαι ποτέ με χέρια λασπωμένα, πολύ περισσότερο μην το κάνεις με χέρια λερωμένα από την αμαρτία. Γιατί κακό δεν είναι το να υψώνεις χέρια άπλυτα προς τον Κύριο· το να υψώνεις, όμως, χέρια καταμολυσμένα από αναρίθμητα αμαρτήματα, αυτό είναι φοβερό και προκαλεί την οργή του Θεού.
Αλλά μόνο έτσι παροργίζουμε τον Πατέρα μας; Με πόσους τρόπους, αλήθεια, αμαρτάνουμε, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της λατρείας! Αναπολόγητοι θα είμαστε, αν ο Θεός λογαριάσει τους αισχρούς λογισμούς που έχουμε στο νου μας, τις πονηρές επιθυμίες που έχουμε στην καρδιά μας, τις κατακρίσεις που ξεστομίζουμε καθημερινά για τον πλησίον μας, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες, τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες, τις κακότητες και τις αδικίες μας. Λύπη μας προξενεί η προκοπή των άλλων, ακόμα και των φίλων μας. Ευχαρίστηση δοκιμάζουμε, όταν ο συνάνθρωπός μας υποφέρει, θεωρώντας τη συμφορά εκείνου ως παρηγοριά για τη δική μας δυστυχία. Ασύνετα ζητάμε από το Θεό πράγματα φθαρτά κι ανώφελα, πράγματα που Εκείνος πρόσταξε να τα περιφρονούμε. Αθεόφοβα καταριόμαστε τους αδελφούς μας, ενώ έχουμε εντολή να δίνουμε ευχές και στους εχθρούς μας.
Τί κάνεις, άνθρωπε μου; Ζητάς από το Θεό να σε σπλαχνιστεί, κι εσύ καταριέσαι τον άλλο; Μη γελιέσαι. Αν δεν συγχωρήσεις, δεν θα συγχωρηθείς. Το ξέρεις.
Και όμως, όχι μόνο δεν συγχωρείς, αλλά παρακαλάς και το Θεό να μη συγχωρήσει! Αν, όμως, δεν συγχωρείται εκείνος που δεν συγχωρεί, πώς θα συγχωρηθεί εκείνος, που και τον Κύριο παρακαλάει να μη συγχωρήσει; Αν είναι κακό να έχεις εχθρούς, σκέψου πόσο χειρότερο είναι να τους κατηγορείς και να τους καταριέσαι. Εσύ πρέπει να δώσεις λόγο για το ότι έχεις εχθρούς, και κατηγορείς εκείνους; Πώς θα σου δώσει άφεση ο Θεός, όταν Του ζητάς να βλάψει άλλους, την ώρα που Τον παρακαλείς για τα δικά σου αμαρτήματα κι έχεις ανάγκη από μεγάλο έλεος; Όταν μάλιστα, προσεύχεσαι για τον εαυτό σου, γυρίζεις τη ματιά σου δεξιά κι αριστερά, χασμουριέσαι και φέρνεις στο νου σου χίλιους δυο λογισμούς. Όταν, όμως, προσεύχεσαι εναντίον των εχθρών σου, το κάνεις με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και διαύγεια σκέψεως. Γνωρίζει, βλέπεις, ο διάβολος πως, όταν ζητάμε το κακό των άλλων, στρέφουμε το ξίφος εναντίον μας, γι’ αυτό τότε δεν διασπά την προσοχή μας και δεν τραβάει το νου μας εδώ κι εκεί.
Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, “Τιμώρησε τον εχθρό μου”, έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό. Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πώς μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.
Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέ­τυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δικές σου αμαρτίες.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακάθαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Άνθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου. Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντολή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διάβολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλογίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου;
“Μα αδικήθηκα”, λες, “και είμαι πικραμένος”. Τότε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ. Ο συνάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι’ αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του.
Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύχουμε τη βασιλεία των ουρανών.

Μιά επιστολή του Ιερομονάχου π.Σεραφείμ Ρόουζ σε ένα πνευματικό αναζητητή.

 

Ὁ π. Σεραφείμ ἔγραψε τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀπευθυνόταν σέ ἕναν νεαρό πού δέν εἶχε συναντήσει ποτέ, ἀλλά γιά τόν ὁποῖο εἶχε ἀκούσει ὅτι ἐνδιαφερόταν γιά τά ἔργα τοῦ  Γάλλου μεταφυσικοῦ συγγραφέα Rene Guenon. O  Guenon ἦταν αὐτός πού πρῶτος δίδαξε τόν πατέρα Σεραφείμ, τότε Εὐγένιο Rose, τήν ἀναγκαιότητα τῆς Oρθοδοξίας καί τῆς παράδοσης. Αὐτή ἡ κατανόηση τόν ἔκανε νά ἐκτιμήσει τήν Κινέζικη παράδοση, μέ τήν ἔντονη αἴσθηση ὀρθοδοξίας πού αὐτή μεταδίδει, καί τόν Gi-ming Shien ὡς αὐθεντικό φορέα αὐτῆς τῆς παράδοσης. Καί τελικά τόν ὁδήγησε νά ἀσπασθεῖ τήν παραδοσιακή ἔκφραση τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Χριστοῦ στήν Ὀρθοδοξία. Μέ μιά ἀσυνήθιστη καμπή ἰδεῶν, ὁ π. Σεραφείμ δείχνει σέ αὐτή τήν ἐπιστολή πῶς αὐτή ἡ ἀτραπός πρός τήν παράδοση καί τήν Oρθοδοξία τοῦ ἐπέτρεψε νά βρεῖ τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία τελικά δέν εἶναι καθόλου παράδοση.
Αναγνωρίζει τήν ταυτότητά του ὡς Δυτικός καί πιστοποιεῖ τίς Χριστιανικές ρίζες της  Δύσης, καί μετά ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ἀτραπός τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι εἰδικά δυτική ἤ πολιτισμικά εξαρτημένη.
Σέ αὐτή τήν ἐπιστολή θά φανεῖ πῶς ὁ π. Σεραφείμ δέν πέφτει οὔτε στόν «φονταμενταλισμό» οὔτε στόν «συγκρητισμό».
Ὁ ρησκευτικός φονταμενταλισμός (τό νά πιστεύει κανείς ὅτι ὅλες οἱ παραδόσεις ἐκτός ἀπό τή δική του εἶναι λάθος) ἱκανοποιεῖ διανοητικά τά στενά μυαλά, ἐνῶ
ὁ θρησκευτικός συγκρητισμός (τό νά πιστεύει κανείς ὅτι ὅλες οἱ παραδόσεις εἶναι ἴδιες) ἱκανοποιεῖ τά ἀνοιχτά μυαλά. Ἀποφεύγοντας τά δύο αὐτά ἄκρα, ὁ π. Σεραφείμ ἀκολούθησε μιά ἀτραπό πού δέν ἱκανοποιεῖ διανοητικά κανένα μυαλό, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἀτραπός τῆς Ἀλήθειας.
Ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραψε, «Ὅταν ἔγινα Χριστιανός σταύρωσα θεληματικά τό μυαλό μου, καί ὅλοι οἱ σταυροί πού σήκωσα ἦταν γιά μένα μόνο πηγές χαρᾶς. Δέν ἔχασα τίποτε, καί κέρδισα τά πάντα.»
————————————————————————


ΑΓΑΠΗΤΕ ΚEN,
Ἡ Σολομωνία (Rhonda), μοῦ ἔδειξε τήν ἐπιστολή πού τῆς ἔγραψες πρόσφατα, καί διαβάζοντάς την ἔνιωσα σέ σένα ἕνα σπινθήρα πνεύματος, πρός τόν ὁποῖο ἕνας λόγος ἀπό μένα μπορεῖ νά μήν είναι  μάταιος.
Παρεμπιπτόντως, ὁ Rene Guenon ἦταν ἡ κύρια ἐπίδραση στή διαμόρφωση τοῦ διανοητικοῦ μου προφίλ (πολύ μακριά ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανισμό). Διάβασα καί μελέτησα ἐμβριθῶς ὅσα βιβλία του μποροῦσα νά βρῶ. Χάρη στή δική του ἐπιρροή μελέτησα τήν ἀρχαία κινεζική γλώσσα καί ἀποφάσισα νά κάνω γιά τήν Κινεζική πνευματική παράδοση ὅ,τι εἶχε κάνει γιά τόν Ἰνδουϊσμό.
Εἶχα μάλιστα τήν τύχη νά συναντήσω ἕναν αὐθεντικό ἀντιπρόσωπο τῆς κινεζικῆς παράδοσης (τόν Gi-ming-Shien) καί κατάλαβα πολύ καλά τί ἐννοεῖ ὁ Guenon ὅταν κάνει λόγο γιά τή διαφορά ἀνάμεσα σέ τέτοιους αὐθεντικούς δασκάλους καί τούς ἁπλούς «καθηγητές» πού διδάσκουν στά πανεπιστήμια.
Ὁ Rene Guenon μοῦ ἔμαθε νά ἀναζητῶ καί νά ἀγαπῶ τήν ἀλήθεια πάνω ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο, καί νά μήν βρίσκω ἱκανοποίηση σέ τίποτε ἄλλο. Αὐτό ἦταν πού τελικά μέ ἔφερε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἴσως θά σέ βοηθοῦσε νά γνωρίσεις κάτι ἀπό τήν ἐμπειρία μου.
Ἐπί χρόνια στίς μελέτες μου ἤμουν ἱκανοποιημένος μέ τό νά βρίσκομαι «πάνω ἀπό ὅλες τίς παραδόσεις» ἀλλά κατά κάποιο τρόπο πιστός σέ αὐτές. Ἐμβάθυνα περισσότερο στήν κινέζικη παράδοση ἐπειδή κανείς ἄλλος στή Δύση δέν εἶχε παρουσιάσει αὐτή τήν παράδοση ἀπό μιά «ἐκ τῶν ἔνδον» ἄποψη. Ὅταν ἐπισκέφθηκα μιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό ἔκανα μόνο γιά νά δῶ μιά ἄλλη «παράδοση» – ξέροντας ὅτι ὁ Guenon (ἤ ἕνας ἀπό τούς μαθητές του) εἶχε περιγράψει τήν Ὀρθοδοξία ὡς τήν πιo αὐθεντική ἀπό τίς Χριστιανικές παραδόσεις.
Ὡστόσο, ὅταν μπῆκα σέ μιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά πρώτη φορά (μιά Ρώσικη Ἐκκλησία στό San Francisco), κάτι ἔγινε σέ μένα, κάτι πού δέν εἶχα βιώσει σέ κανένα βουδιστικό ἤ ἄλλης ἀνατολικῆς θρησκείας ναό.
Κάτι στήν καρδιά μου μοῦ ἔλεγε ὅτι αὐτό ἦταν τό «σπίτι», ὅτι ὅλη ἡ ἀναζήτησή μου εἶχε τελειώσει. Δέν ἤξερα τί πραγματικά σήμαινε αὐτό, γιατί ἡ λειτουργία ἦταν πολύ παράξενη γιά μένα, καί σέ μιά ξένη γλώσσα.
Ἄρχισα νά παρευρίσκομαι σέ Ὀρθόδοξες λειτουργίες πιό συχνά, καί σιγά-σιγά μάθαινα τή γλώσσα καί τίς συνήθειες, ἀλλά διατηροῦσα ἀκόμη ὅλες τίς βασικές Γκενονιανές ἰδέες μου γιά ὅλες τίς αὐθεντικές πνευματικές παραδόσεις.
Ὡστόσο, μέ τήν ἐπαφή μου μέ τήν Ὀρθοδοξία καί τούς Ὀρθόδοξους ἀνθρώπους, μιά καινούργια ἰδέα ἄρχισε νά μπαίνει στό ἀντιληπτικό μου πεδίο: ὅτι ἡ ἀλήθεια δέν ἦταν ἁπλά μιά ἰδέα πού κανείς ἀναζητᾶ καί γνωρίζει διανοητικά, ἀλλά ἦταν κάτι προσωπικό – μάλιστα ἦταν ἕνα πρόσωπο – πού κανείς τό ἀναζητᾶ καί τό ἀγαπᾶ μέ τήν καρδιά. Ἔτσι λοιπόν συνάντησα τόν Χριστό. Εἶμαι τώρα εὐγνώμων πού ἡ προσέγγισή μου στήν Ὀρθοδοξία πῆρε πολλά χρόνια καί δέν ἦταν κάποιου εἴδους συναισθηματική ἔξαρση – αὐτό ἦταν καί πάλι ἡ ἐπιρροή τοῦ Guenon – καί μέ βοήθησε νά μπῶ πιό βαθιά στήν Ὀροθοδοξία χωρίς τά σκαμπανεβάσματα πού κάποιοι προσήλυτοι ἀντιμετωπίζουν ὅταν δέν εἶναι πολύ ἕτοιμοι γιά κάτι τόσο βαθύ ὅσο ἡ Ὀρθοδοξία. Ἡ εἴσοδός μου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνέβη τήν ἴδια ἀκριβῶς ἐποχή πού ἄφησα τόν ἀκαδημαϊκό κόσμο καί παραιτήθηκα ἀπό τήν ἀπόπειρα νά μεταφέρω τήν κινέζικη παράδοση στόν Δυτικό κόσμο. Ὁ Κινέζος δάσκαλός μου εἶχε φύγει ἀπό τό San Francisco μόλις λίγο πρίν – ἦταν ἡ μόνη μου πραγματική ἐπαφή μέ τήν κινεζική παράδοση – καί κατά Γκενονιανό τρόπο εἶχε
ἐξαφανιστεῖ ἐντελῶς, χωρίς νά ἀφήσει διεύθυνση. Τόν θυμᾶμαι μέ ἀγάπη, ἀλλά ἀφότου ἔγινα Ὀρθόδοξος εἶδα πόσο περιορισμένη ἦταν ἡ διδασκαλία του. Ἡ Κινέζικη πνευματική παράδοση, ἔλεγε, θά ἐξαφανιζόταν ἄν ὁ κομμουνισμός ἐπικρατοῦσε στήν Κίνα – τόσο εὔθραυστη ἦταν αὐτή ἡ παράδοση. Ἀλλά ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός πού εἶχα βρεῖ θά ἐπιβίωνε σέ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες καί θά ἄντεχε μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου – γιατί δέν μεταβιβάζεται ἁπλῶς ἀπό γενεά σέ γενεά, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλες τίς παραδόσεις, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι κάτι πού δίνεται ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο.
Κοιτώντας τώρα πρός τά πίσω θεωρῶ τόν Rene Guenon ὡς τόν πρῶτο πραγματικό δάσκαλό μου στήν Ἀλήθεια, καί προσεύχομαι μόνο νά πάρεις ἀπό αὐτόν ὅ,τι εἶναι καλό καί νά μήν ἀφήσεις τούς περιορισμούς του νά σέ ἀλυσοδέσουν. Ἀκόμη καί ἀπό ψυχολογική ἄποψη, ἡ «Σοφία τῆς Ἀνατολῆς» δέν εἶναι γιά μᾶς πού εἴμαστε γέννημα-θρέμμα Δυτικοί. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός εἶναι ξεκάθαρα ἡ παράδοση πού μᾶς ἔχει δοθεῖ  καί αὐτό μποροῦμε νά τό δοῦμε ξεκάθαρα στή Δυτική Εὐρώπη τῶν πρώτων δέκα αἰώνων, πρίν ἡ Ρώμη ἀποσχισθεῖ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Ἀλλά συμβαίνει ἐπίσης ἡ Ὀρθοδοξία νά μήν εἶναι ἁπλά μιά «παράδοση» ὅπως ὁποιαδήποτε ἄλλη, μιά «μεταβίβαση» τῆς πνευματικῆς σοφίας ἀπό τό παρελθόν. Εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐδῶ καί τώρα – καί μᾶς δίνει ἄμεση ἐπαφή μέ τόν Θεό, τέτοια πού καμιά ἄλλη παράδοση δέν μπορεῖ νά δώσει.
Ὑπάρχουν πολλές ἀλήθειες στίς ἄλλες παραδόσεις, τόσο αὐτές πού μεταβιβάζονται ἀπό ἕνα παρελθόν κατά τό ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ἦταν πιό κοντά στόν Θεό, ὅσο καί αὐτές πού ἀνακαλύπτονται ἀπό χαρισματικούς ἀνθρώπους μέσα στούς θησαυρούς τοῦ νοῦ. Ἀλλά ἡ πλήρης Ἀλήθεια βρίσκεται μόνο στόν Χριστιανισμό, ὅπου ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν Ἑαυτό Του στήν ἀνθρωπότητα. Θά ἀναφέρω μόνο ἕνα παράδειγμα: ὑπάρχουν διδασκαλίες γιά τήν πνευματική παραπλάνηση σέ ἄλλες παραδόσεις, ἀλλά ὄχι τόσο ἐκλεπτυσμένες ὅσο αὐτές πού δίδαξαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἅγιοι Πατέρες. Καί τό πιό σημαντικό, αὐτές οἱ παραπλανήσεις ἀπό τόν πονηρό καί ἀπό τήν ἐκπεσμένη φύση μας εἶναι τόσο διαδεδομένες καί τόσο ἔντονες, πού κανένας δέν θά μποροῦσε νά ξεφύγει ἀπό αὐτές ἄν ὁ Θεός τῆς ἀγάπης πού ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Χριστιανισμό δέν ἦταν προσιτός σέ μᾶς ὥστε νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό αὐτές. Παρομοίως: ἡ Ἱνδουϊστική παράδοση διδάσκει πολλά ἀληθινά πράγματα γιά τό τέλος τῆς Kali Yuga.
Ἀλλά κάποιος πού κατέχει αὐτές τίς ἀλήθειες μόνο διανοητικά θά εἶναι ἀβοήθητος στό νά ἀντισταθεῖ στούς πειρασμούς τῶν καιρῶν, καί πολλοί πού ἀναγνωρίζουν τόν Ἀντίχριστο (Chakravarti) ὅταν ἔρθει θά τόν λατρεύσουν παρ΄ ὅλ΄ αὐτά. Μόνο ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ πού δίνεται στήν καρδιά θά μπορέσει νά τοῦ ἀντισταθεῖ.
Προσεύχομαι γιά σένα στόν Θεό νά ἀνοίξει τήν καρδιά σου, καί ἐσύ ὁ ἴδιος νά κάνεις ὅ,τι μπορεῖς γιά νά Τόν συναντήσεις. Θά βρεῖς ἐκεῖ εὐτυχία πού οὔτε πού εἶχες ὀνειρευτεῖ πρίν ὅτι εἶναι ποτέ δυνατή. Ἡ καρδιά σου θά συναντήσει τήν κεφαλή σου ἀναγνωρίζοντας τόν ἀληθινό Θεό, καί καμιά πραγματική ἀλήθεια πού ἔχεις ποτέ γνωρίσει δέν θά χαθεῖ. Ὁ Θεός νά δώσει!
Μπορεῖς ἐλεύθερα νά μοῦ γράψεις ὁτιδήποτε ἔχεις στό μυαλό σου ἤ στήν καρδιά σου
Μέ ἀγάπη,
π. Σεραφείμ__

Η πορεία του πατρός Σεραφείμ Ρόουζ πρός την Ορθοδοξία

 



Ο ιερομόναχος πατήρ σεραφείμ Ρόουζ, κατά κόσμον Ευγένιος, γεννήθηκε σε μια τυπική μεσαία αμερικάνικη οικογένεια στο σαν Ντιέγκο της Αμερικής, το 1934. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, άρχισε να ψάχνει την «αλήθεια», όπως έλεγε ο ίδιος και καθώς δεν την έβρισκε στην κοινωνία στην οποία ζούσε, άρχισε να επαναστατεί. Ο ίδιος είχε προ πολλού απορρίψει τον χριστιανισμό της Αμερικής, έτσι όπως τον βίωναν οι άνθρωποι γύρω του, θεωρώντας τον κοσμικό, αδύναμο και ψεύτικο. Πίστευε ότι αυτός ο Χριστιανισμός είχε βάλει τον Θεό σ’ ένα καλούπι. Στράφηκε λοιπόν στα άθεα έργα του Νίτσε που επηρέασαν βαθύτατα την ψυχή του. Όπως ήταν φυσικό όταν η ψυχή πελαγοδρομεί μέσα στην αθεΐα, έπεσε σε πλήρη απόγνωση και σε μια κατάσταση που ο ίδιος περιγράφει αργότερα ως «ζωντανή κόλαση». Ένιωθε ότι δεν μπορούσε με τίποτα να ενταχθεί στον σύγχρονο κόσμο που ζούσε, ότι κανείς δεν τον καταλάβαινε, ούτε καν η οικογένεια του. Ένιωθε ότι γεννήθηκε σε λάθος μέρος, σε λάθος χρόνο. Του άρεσε να περπατά κάτω από τα’ αστέρια, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τον συναρπάσει, αφού σε τίποτα δεν πίστευε. Τον πόνο που του άφηνε το κενό πάλευε να τον πνίξει μέσα στο ποτό. Πονούσε και μεθούσε. Ο πόνος του προερχόταν από την αίσθηση ότι ο θεός τον κυνηγούσε ασταμάτητα, γι’ αυτό μεθούσε και Του φώναζε, πολλές φορές με θυμό, να τον αφήσει ήσυχο. Κάποτε μεθυσμένος στάθηκε πάνω στην κορυφή ενός βουνού, σήκωσε τη γροθιά του στον ουρανό, καταράστηκε τον Θεό και Τον προκάλεσε να τον στείλει στην κόλαση. Πίστευε ότι από την κατάσταση της αδιαφορίας που βρισκόταν ήταν προτιμότερη η κόλαση, αφού τότε θα ήταν σίγουρος ότι ο Θεός υπήρχε και δεν θα βασανιζόταν από τις ατέλειωτες αμφιβολίες του. Έστω και για τη στιγμή που τα χέρια του Θεού θα τον τοποθετούσαν στην κόλαση, ένιωθε ότι ακόμα και γι’ αυτή τη στιγμή μπορούσε να κολαστεί. Αργότερα, στις δεκαετίες του 50 και 60, ο Ευγένιος άρχισε να μελετά τον Βουδισμό και έγινε οπαδός του. Παράλληλα έμαθε την κινέζικη γλώσσα άπταιστα με σκοπό να μελετήσει αρχαία ανατολικά κείμενα στην πρωτότυπη γλώσσα τους, ελπίζοντας ότι θα βρει την αλήθεια μέσα σε αυτά. Ωστόσο δεν τη βρήκε ούτε στον βουδισμό, αλλά ανακάλυψε ότι ο βουδισμός τον βύθισε σε μεγαλύτερο κενό. Συνέχισε ν’ αναζητά την αλήθεια που πάντα του διέφευγε. Αναζητώντας τη βρέθηκε ανάμεσα στις αρχαίες θρησκείες και παραδόσεις και σε άλλους δρόμους αδιέξοδους.


Κάποτε επισκέφθηκε μια ορθόδοξη εκκλησία. Γράφει αργότερα γι’ αυτή την εμπειρία: «Όταν επισκέφθηκα μια ορθόδοξη εκκλησία για πρώτη φορά, μου συνέβη κάτι που σε κανένα βουδιστικό ή άλλο ανατολικό ναό δεν είχα νοιώσει. Κάτι μέσα στην καρδιά μου μου είπε ότι γύρισα σπίτι. Η έρευνα μου για την αλήθεια είχε τελειώσει.
Με αυτή την αποκάλυψη της ορθοδοξίας και με την συναναστροφή μου με ορθοδόξους, μια καινούργια σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό μου: ότι η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα, αλλά είναι πολύ συγκεκριμένη και αξίζει ν’ αγαπιέται με όλη μας την καρδιά και με όλο μας το είναι. Έτσι, γνώρισα τον Χριστό». Πριν ανακαλύψει ο Ευγένιος την αλήθεια υπέφερε από την ατέλειωτη έλλειψή της. Τώρα που την βρήκε υπέφερε για χάρη της. Αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του ζώντας γι’ αυτή την Αλήθεια και μάλιστα σκοτώνοντας τον εαυτό του για να την παραδώσει σε άλλους. Μαζί μ’ ένα νεαρό Ρώσο που ονομαζόταν Γκλέμπ συγκρότησαν μια αδελφότητα που την ονόμασαν «ο Άγιος γερμανός της Αλάσκα». Ζούσαν πλέον μαζί αφιερωμένοι στην ιεραποστολή της Ορθόδοξης αλήθειας. Για πνευματικό τους διάλεξαν τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς,

που με την βοήθειά, τις προσευχές και τις ευλογίες του, συγκρότησαν την ιεραποστολική αδελφότητα. Ο άγιος Ιωάννης ο Μαξίμοβιτς είχε ήδη προφητέψει από το 1967 περίπου, λίγο πριν την κοίμησή του, ότι σε λίγα χρόνια στην Καλιφόρνια θα γινόταν ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι.
Ο Ευγένιος λοιπόν και ο Γκλέμπ άνοιξαν ένα βιβλιοπωλείο στα πλαίσια της ιεραποστολής τους, ενώ νυχθημερόν μετέφραζαν θρησκευτικά κείμενα Πατέρων και άλλα, που ποτέ δεν είχαν μεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα και παράλληλα τα τύπωναν μ’ ένα χειροκίνητο παλιό τυπογραφικό μηχάνημα, το οποίο αγόρασαν, για να έχουν έτσι την δυνατότητα να διαδώσουν την Ορθοδοξία στην περιοχή τους και ακόμα παραπέρα. 


Επειδή όμως γρήγορα ο κόσμος και η πόλη τους κούρασε, και επειδή οι ψυχές τους λαχταρούσαν να ανέβουν ακόμα υψηλότερα, όσο γίνεται πιο κοντά στο Θεό, εγκαταλείπουν την πόλη και μεταφέρουν το τυπογραφείο τους σ’ ένα ερημικό μέρος της βόρειας Καλιφόρνιας, στο οποίο δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από τη φύση που έφτιαξε ο Θεός. Εκεί, χωρίς νερό τρεχούμενο, χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο, άρχισαν να ζουν σαν ασκητές παλαιών χρόνων, με μόνιμους συντρόφους τις αρκούδες, τις νυχτερίδες, τα φίδια και τα άλλα ερπετά της ερημιάς εκείνης. Και έφτασε η ώρα για τους δυο φίλους να ενωθούν για πάντα με το θεό και ν’ αφιερωθούν εξ’ ολοκλήρου σ’ Εκείνον, όπως ήταν άλλωστε και ο πόθος της καρδιάς τους. Ήταν το 1970, όταν οι δυο φίλοι έγιναν μοναχοί και ο Ευγένιος έλαβε το όνομα Σεραφείμ, από τον γνωστό άγιο της Ρωσίας άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και ο Γκλέμπ έλαβε το όνομα Γερμανός, από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκα. 


Οι δυο μοναχοί, μέσα στην έρημο μακριά από τον θόρυβο του κόσμου, έγιναν μια ψυχή, θυσιάζοντας τον εαυτό τους και μεταφράζοντας συνεχώς ορθόδοξα κείμενα, Πατέρες, κηρύγματα, διδαχές για να υπάρχουν όσο το δυνατόν διαθέσιμα αγγλικά κείμενα για να μοιράζουν στον κόσμο και να κερδίζουν ψυχές. Έτσι λοιπόν, εκπληρώνεται η προφητεία του Αγίου Ιωάννου του Μαξίμοβιτς, αφού ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι ιδρύεται από εδώ και μπρος στην Καλιφόρνια. Κάτω από το φως των κεριών, στο μικρό κελί του ο πατήρ Σεραφείμ έγραφε πολλά βιβλία για την πνευματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και μετέφραζε πατερικά κείμενα για την πνευματική ζωή στην αγγλική γλώσσα. Αυτά τα χρόνια, στις κομμουνιστικές χώρες, τα γραπτά του για τον πόνο και την ψυχή μετά τον θάνατο είχαν ανυπολόγιστη επίδραση σε εκατομμύρια ψυχές. Τα γραπτά του κρυφά μεταφέρθηκαν και μοιράστηκαν από ανθρώπους με πίστη στην κομμουνιστική Ρωσία και αλλού, με κίνδυνο της ζωής τους, αφού όποιον συνελάμβαναν να μοιράζει ορθόδοξα έντυπα, βιβλία ή φυλλάδια μπορούσαν άνετα και να τον εκτελέσουν. Το μήνυμα του π. Σεραφείμ για τον πόνο και τους διωγμούς χάρη της πίστης μας στο Χριστό, συγκίνησε βαθύτατα τον λαό που σταυρωνόταν από το αθεϊστικό καθεστώς. Μέχρι και σήμερα στη Ρωσία τα έργα του π. Σεραφείμ είναι πασίγνωστα και απολαμβάνουν μεγάλη εκτίμηση. Το 1982 ο π. Σεραφείμ μιλά σ’ ένα πανεπιστήμιο για τα σημεία των καιρών. Ένας φοιτητής που τον παρακολουθεί καθηλωμένος από τα λόγια του και που ο ίδιος θα γίνει αργότερα μοναχός στο μοναστήρι του π. Σεραφείμ, γράφει: «Αυτό που με εντυπωσίασε πιο πολύ στον π. Σεραφείμ ήταν το γεγονός ότι ήταν άνθρωπος που θυσίαζε ολόκληρο τον εαυτό του για τον Θεό. Δεν ήταν ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που αποζητούσε χρήματα, ούτε ένας θρησκευτικός ηγέτης που επιζητούσε δύναμη και δόξα. Ήταν ένας απλός μοναχός που ποθούσε απάνω απ’ όλα την αλήθεια. Πιστεύω ότι αυτός θα μπορούσε και να πεθάνει για την αλήθεια, για την οποία ήδη φαινόταν ότι είχε αρχίσει να πεθαίνει».


Εν τω μεταξύ ο π. Σεραφείμ γίνεται ιερέας και ένα πολύ σπουδαίο έργο που χαρακτηρίζει τη ζωή του είναι οι αναρίθμητες βαπτίσεις που κάνει. Ένας σύγχρονος απόστολος, που εκπλήρωσε το « πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Με τις μεταφράσεις του και τις εκδόσεις του μαθήτευσε το έθνος των Αμερικανών στην ορθοδοξία. Και με τις βαπτίσεις του έσωσε χιλιάδες ψυχές που οδηγήθηκαν στην αλήθεια χάρη σ’ αυτόν. 


 Ότι είναι ο π. Κοσμάς Γρηγοριάτης για την Αφρική, είναι ο π. Σεραφείμ για την Αμερική. Το όνομά του, το έργο του, η δράση του εξαπλώθηκε όμως και πέρα από την Αμερική. Ακόμη και στη χώρα μας έχουν τα τελευταία χρόνια μεταφραστεί λίγα από τα έργα του. Αρκούσαν λίγα χρόνια επίγειας ζωής για ν’ αναδείξουν στον ουρανό ένα μεγάλο άγιο που ο χρόνος και ο Θεός θα δικαιώσουν. Και μιλάμε για λίγα χρόνια επίγειας ζωής γιατί, ενώ ο π. Σεραφείμ έγραφες, μετέφραζε και βάπτιζε, τελείως ξαφνικά αρρώστησε βαριά, έως θανάτου. Ήταν καλοκαίρι του 1982 και μαζί με την ανυπόφορη ζέστη, είχε να αντιμετωπίσει και φρικτούς πόνους. Τα υπέμεινε όμως όλα, χωρίς να γογγύζει καθόλου. 


Παρ’ όλο που πονούσε τόσο πολύ, δεχόταν τους προσκυνητές που έφταναν στον μοναστήρι, στο κελί του, για να τους δώσει συμβουλές, για να τους απαλύνει τον πόνο τους, για να προσφέρει μέχρι τελευταία στιγμή τον εαυτό του για την αγάπη του αδελφού, για την αγάπη του Θεού του. Έπ’ ουδενί δεν ήθελε ν’ αφήσει το μοναστηράκι του και το ασκητικό κελί του για να παρηγορηθεί έστω λίγο μέσα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου. Όταν όμως έπεσε λιπόθυμος μέσα σε φρικτούς πόνους, οι πατέρες τον πήγαν στο νοσοκομείο, ενώ εκείνος ψιθύριζε συνεχώς «δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός». Οι γιατροί στο νοσοκομείο απλώς διαπίστωσαν ότι η αρρώστια του ήταν σπάνια και ανίατη και είχε ήδη προκαλέσει γάγγραινα στο παχύ έντερο. Μάλιστα οι γιατροί εξέφρασαν την απορία τους πως δεν ούρλιαζε από τους πόνους και πώς άντεχε χωρίς νάρκωση. Τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο, χωρίς όμως να έχουν και πολλές ελπίδες. Πραγματικά στην εγχείρηση διαπίστωσαν ότι είχαν πειραχτεί και άλλα ζωτικά όργανα, με αποτέλεσμα παρόλο που του αφαίρεσαν ένα κομμάτι του παχέως εντέρου, να μη δίνουν περισσότερο από 2% πιθανότητες ν’ αναρρώσει. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία και κόσμος άρχισε να συρρέει ελπίζοντας όλοι σ’ ένα θαύμα. Ένιωθαν ότι έχαναν τον πατέρα του, το στήριγμά τους, την ελπίδα τους. Από εκείνον έμαθαν για το Χριστό, από τα χέρια του βαπτίστηκαν και από τα χέρια του λάμβαναν τακτικά το σωτήριο φάρμακο της Θείας Ευχαριστίας. Δεν το χωρούσε ο νους τους ότι θα τον έχαναν. Καθημερινά βέβαια ήταν κοντά του οι πατέρες από το μοναστήρι του και ειδικά ο π. Γερμανός που μαζί ήταν μια ψυχή σε δυο σώματα. Καθώς το τέλος πλησίαζε, ο π. Γερμανός γι’ άλλη μια φορά, όπως τακτικά έκανε, τον εξομολόγησε και πάλι, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν τέλεσε το ευχέλαιο. Όταν του έτεινε το Ευαγγέλιο για να προσκυνήσει και ενώ ο π. Σεραφείμ βρισκόταν πλέον σε κωματώδη κατάσταση- ω του θαύματος!- ανασηκώθηκε και αφού προσκύνησε το Ευαγγέλιο το οποίο με τόσο ζήλο και πίστη υπηρέτησε και διέδωσε, εξουθενωμένος, έπεσε πάλι στην ίδια κωματώδη κατάσταση. Όταν ήρθε το τέλος, ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Πάντα έλεγε ότι πρέπει να υποφέρουμε πόνους και μαρτύρια γιατί ο πόνος καθαρίζει την ψυχή και την φέρνει πιο κοντά στο Θεό. Το τέλος του ήταν ένα μαρτύριο. Όπως κι ο Χριστός μας υπέφερε τόσα πολλά για τη σωτηρία μας, έτσι και ο π. Σεραφείμ για την Αγάπη Του και την Αλήθεια Του, υπέφερε έως τέλους τους πόνους της αρρώστιας του που τον έφερε στην αγκαλιά του Νυμφίου του Χριστού για ν’ απολαύσει πλέον στην άλλη ζωή, στα ουράνια σκηνώματα του Παραδείσου, όσα ονειρεύτηκε από παιδί η αγνή ψυχή του. Αν και ήταν Αύγουστος και η θερμοκρασία ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και παρόλο που το σκήνωμά του για τρεις ημέρες εκτέθηκε σε προσκύνημα, ωστόσο όχι μόνο δεν μύρισε, αλλά ευωδίαζε. 


Στο πρόσωπό του το τόσο ταλαιπωρημένο και χαραγμένο πριν από τους πόνους, απλώθηκε ένα μειδίαμα, αμέσως μόλις παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Ουράνιου Νυμφίου του. Είδε πλέον με τα μάτια του, με την ίδια του την ψυχή, την Αλήθεια, για την οποία τόσο πάλεψε, τόσο αναζήτησε και τόσο θυσιάστηκε.
Ας έχουμε όλοι την ευχή του.
ΠΗΓΕΣ.ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ -Ο.Ο.Δ.Ε

Η συνάντηση του π.Σεραφείμ Ρόουζ με τον νεοφανή Άγιο Ιωάννη τον Μαξίμοβιοτς

Η


<…..Ό Ευγένιος ένιωσε αμέσως την αλλαγή. Όταν πήγαινε στις Ακολουθίες στον καθεδρικό ναό, έβλεπε το νέο επίσκοπο να συμμετέχει με όλη την καρδιά του- μερικές φορές μάλιστα, αφιέρωνε Λειτουργίες σε σχετικά άγνωστους άγιους, ειδικά δυτικοευρωπαίους. Υπήρχε κάτι απόκοσμο σ’ αυτόν τον μικροσκοπικό σκυφτό άνδρα, ό όποιος σύμφωνα με τα κοσμικά κριτήρια δεν έμοιαζε τόσο «αξιοσέβαστος».
Τα μαλλιά του αρχιεπισκόπου Ιωάννη ήταν ακατάστατα, το κάτω χείλος του προεξείχε και είχε μια αισθητή δυσκολία στην άρθρωση πού καθιστούσε τον λόγο του σχεδόν ακατάληπτο για τούς ακροατές του. Μερικές φορές μάλιστα κυκλοφορούσε ξυπόλητος, γεγονός για το όποιο δεχόταν δριμεία κριτική. Αντί της λαμπερής και διακοσμημένης με πολύτιμους λίθους μίτρας πού έφεραν άλλοι επίσκοποι, εκείνος φορούσε ένα καπέλο «πτυσσόμενο» και στολισμένο με εικόνες κεντημένες απόκοσμο τα ορφανά του. Το ύφος του ήταν μερικές φορές αυστηρό, αλλά συχνά έβλεπες να λάμπει στα μάτια του ένα παιχνίδισμα χαράς, ιδίως όταν βρισκόταν κοντά σε παιδιά. Παρά το πρόβλημα ομιλίας του, είχε απίστευτη επικοινωνία με τα παιδιά, τα όποια τού ήταν απολύτως αφοσιωμένα. Υπήρξαν περιστάσεις πού οι κληρικοί ένιωθαν άβολα βλέποντάς τον στην μέση τής ακολουθίας, να σκύβει και να παίζει με κάποιο μικρό παιδί (ποτέ όμως μέσα στον ιερό).
Ό Ευγένιος, σχολιάζοντας μετά απόκοσμο χρόνια τις φαινομενικά παράξενες κινήσεις τού αρχιεπισκόπου, έγραφε: «Αν και δεν τις καταλάβαινα, διέβλεπα σ’ αυτές κάτι βαθύτερο- και μού δίδαξαν να μην είμαι ικανοποιημένος μόνο με την τέλεση τού τυπικού μέρους των ακολουθιών… ».’ Τέτοιες κινήσεις είχαν σχέση μ’ αυτό πού είναι γνωστό στην ορθόδοξη Παράδοση ως «διά Χριστού σαλότητα»: ή αποκήρυξη τής «σοφίας τού κόσμου τούτου» προς χάριν τής σοφίας τού Θεού.
Ό αρχιεπίσκοπος Ιωάννης έκρυβε πολλά περισσότερα χαρίσματα απόκοσμο’ όσα φανέρωνε το παράξενο παρουσιαστικό του. Ό Ευγένιος και ό Γκλέμπ άκουσαν απόκοσμο το ποίμνιο του ιστορίες που άφηναν να φανεί καλύτερα ή αφανής εν Θεώ ζωή του Οι ιστορίες αυτές έμοιαζαν σαν να έβγαιναν κατευθείαν μέσα απόκοσμο τις Πράξεις των Αποστόλων κι όμως συνέβαιναν τώρα στους εσχάτους καιρούς. Ό αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ήταν ένας αυστηρός ασκητής, πάντα άγρυπνος και γρηγορών ενώπιον του Θεού και αδιάλειπτα προσευχόμενος. Έτρωγε μια φορά το εικοσιτετράωρο – τα μεσάνυχτα – και ποτέ δεν ξάπλωνε σε κρεβάτι. Τις νύχτες τις περνούσε συνήθως προσευχόμενος και όταν απόκαμε εξουθενωμένος, έκλεβε λίγες ώρες ύπνου πριν το χάραμα καθισμένος στην καρέκλα ή κουλουριασμένος στον πάτωμα στην γωνία του δωματίου, κάτω απόκοσμο το εικονοστάσι. Με το πού ξυπνούσε, έριχνε κρύο νερό στον πρόσωπο του και άρχιζε την Θεία Λειτουργία την όποια τελούσε ανελλιπώς κάθε μέρα χωρίς ποτέ να απουσιάζει. Το γεγονός ότι ήταν θαυματουργός ήταν ευρύτερα γνωστό.
Οπουδήποτε κι ανελλιπώς είχε πάει – Κίνα, Φιλιππίνες, Ευρώπη, Αφρική και Αμερική – αμέτρητες θεραπείες πραγματοποιήθηκαν μέσα απόκοσμο τις προσευχές του. Έσωσε πολλούς ανθρώπους απόκοσμο επικείμενο κίνδυνο, χάρις στην πληροφορία πού του αποκάλυψε ό Θεός. Ορισμένες φορές είχε εμφανιστεί σε ανθρώπους πού τον είχαν ανάγκη όταν, σύμφωνα με τούς φυσικούς νόμους, ήταν αδύνατο να βρεθεί κοντά τους εκείνες τις στιγμές. Επίσης τον είχαν δει στον ιερό να αιωρείται πάνω απόκοσμο’ το έδαφος στην διάρκεια της προσευχής, περιβαλλόμενος απόκοσμο ουράνιο φως.
Όπως σημείωσε αργότερα ό Ευγένιος, τέτοια θαύματα δεν ήταν απόκοσμο μόνα τους άξια προσοχής: «Όλα αυτά μπορούν εύκολα να τα μιμηθούν απατεώνες θαυματοποιοί… Στην περίπτωση του αρχιεπισκόπου Ιωάννη, όσοι πίστεψαν μέσα από εκείνον συγκινήθηκαν όχι κυρίως από τα θαύματά του, όσο από κάτι σ’ αυτόν πού μιλούσε στις καρδιές τους».
Ό Ευγένιος άκουσε ιστορίες για τη βαθύτατη συμπόνια του αρχιεπισκόπου: πώς είχε πάει στις πιο επικίνδυνες περιοχές της Σαγκάης για να σώσει παραμελημένα παιδιά από οίκους ανοχής και άλλα εγκαταλελειμμένα σε κάδους σκουπιδιών- για περιπτώσεις συναισθηματικά τραυματισμένων παιδιών πού κλείστηκαν στον εαυτό τους αφότου έγιναν αυτόπτες μάρτυρες βιαιοπραγιών, πολέμων, επαναστάσεων κι όμως άνθιζαν με μια μόνο λέξη από τα χείλη του- για τις επισκέψεις πού έκανε πάντα σε αρρώστους στα νοσοκομεία μετά από’ τις όποιες, πιστοί και άπιστοι θεραπεύονταν με τη χάρη πού ανέβλυζε από’ αυτόν για περιπτώσεις σκληρόκαρδων εγκληματιών πού ξαφνικά και ανεξήγητα ξεσπούσαν σε λυγμούς, μόλις τον έβλεπαν να τούς επισκέπτεται έναν προς έναν στη φυλακή, ανέβλυζε και δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους όπου κι ανέβλυζε ήταν συνήθιζε πάντα να κάνει βόλτες όλη τη νύχτα, σταματώντας μπροστά στα δωμάτια των ανθρώπων για να τούς ευλογήσει και να προσευχηθεί γι’ αυτούς, ενώ εκείνοι συνέχιζαν τον ύπνο τους δίχως να τον αντιλαμβάνονται.
Όπως στην παραβολή του Χριστού για τον άνθρωπο πού ρίχνει σπόρους στη γη και αργότερα βλέπει να βλασταίνουν φυτά και να μεγαλώνουν με τρόπο πού και ό ίδιος δεν ξέρει («και ό σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οιδεν αυτός» Κατά Μάρκον 4:27), έτσι οι γενναίες πράξεις αγάπης και ελέους τού αρχιεπισκόπου Ιωάννη συνέχισαν να φέρνουν αναπάντεχες ευλογίες του Θεού στις ζωές των ανθρώπων. Έναν από’ τα παιδιά πού είχε σώσει ό αρχιεπίσκοπος από τις παραδομένες στην εγκληματικότητα τρωγλοσυνοικίες της Σαγκάης, ό Βλαδίμηρος Τένκεβιτς, ήταν τον πρόσωπο πού χρόνια αργότερα έγινε αφορμή να συναντηθούν ό Ευγένιος με τον Γκλέμπ.0);">
ΒΙΒΛ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΤΟΜΟΣ Α

Τι ώρα είναι; Ώρα να φύγουν!

Λαέ πεινάς γιατί τους προσκυνάς;

Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ! 50,000 ΚΟΣΜΟΣ ΒΡΟΝΤΟΦΩΝΑΖΕΙ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ! Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΔΟΝΕΙ ΤΗΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ!ΤΟΥΣ ΠΗΡΑΜΕ ΤΗΝ “ΠΟΛΥΔΙΑΦΗΜΙΣΜΕΝΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ”!

‘Η ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΝΗΚΕΙ, ΤΗΝ ΔΑΝΕΙΣΤΗΚΑΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ”!

“ΑΝΤΕ Γ**** ΠΑΓΚΑΛΕ!!!”

“ΑΛΗΤΕΣ – ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ” Το σύνθημα που επίσης δονεί την ατμόσφαιρα. Ελληνικές σημαίες, νοικοκύρηδες, Ελληνίδες περήφανες και Έλληνες… Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ!

“Ο ΛΑΟΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΣΤΟ ΓΟΥΔΗ”

“ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΙΑ Η **** ΤΟΥ ΤΣΟΛΙΑ”!

Τι ώρα είναι; Ώρα να φύγουν!
Από το "press-gr"
Με πανό που γράφει το σύνθημα στα ισπανικά και τα ελληνικά «Είμαστε ξύπνιοι. Τι ώρα είναι; Ώρα να φύγουν!» γίνεται στην πλατεία Συντάγματος η κινητοποίηση τύπου Ισπανίας και στην Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 10.000 άτομα. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κατά των μέτρων λιτότητας οργανώνονται, μέσω...Facebook, στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Ναύπλιο, τα Γιάννενα, την Αρτα, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, την Ζάκυνθο, την Κομοτηνή και άλλες πόλεις.
«Η λέξη Αγανακτισμένοι δεν θέλει με τίποτα να υποκινήσει ή να υποδείξει τον τρόπο. Απεναντίας, δηλώσαμε από την αρχή ότι θέλουμε να βρεθούμε ειρηνικά και αυθόρμητα. Χωρίς σχέδιο και πλάνο. Μόνο να δηλώσουμε την ειρηνική διαμαρτυρία μας»
γράφουν οι διαχειριστές της ομάδας «Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα».


ο λαός απαιτεί οι κουφάλες στο Γουδί...
Ακολουθεί φωτορεπορτάζ, από... το "apneagr"













Ξέρετε ποια έλειπε από την σημερινή συγκέντρωση... δείτε ποια εδώ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...