Χάσε την ψυχή σου!...
...Ή σώσε την
Βάζουμε αυτό τον τίτλο και παραθέτουμε την εισήγηση του θεολόγου Θεόδ. Ρηγινιώτη σε εκδήλωση με θέμα "Η σωτηρία κατά το Ισλάμ και το Χριστιανισμό: μια σύγκριση", Αθήνα 16 Ιανουαρίου 2010. Λεπτομέρειες για την εκδήλωση, σχόλια για την ισλαμική σωτηριολογία αλλά και link για το βίντεο με τις δύο εισηγήσεις (ισλαμική και χριστιανική) εδώ.
Ο Χριστός είπε κάποτε ότι το καλό και το κακό δέντρο ξεχωρίζουν από τους καρπούς (Ματθ. 12, 33). Ο πιο σίγουρος τρόπος λοιπόν, για να βρούμε την αληθινή θρησκεία, κατά τη γνώμη μου, είναι να δούμε τι είδους άνθρωπο διαμορφώνει.
Και δεν εννοώ «καλό» ή «κακό» άνθρωπο (γιατί παντού υπάρχουν άνθρωποι που ερμηνεύουν την πίστη τους έτσι, ώστε να γίνουν είτε καλοί είτε κακοί), αλλά αν σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο και τον μεταμορφώνει σε αυτό, για το οποίο τον έχει προσκαλέσει ο Θεός: σε πλάσμα όμοιο με το Θεό, δηλαδή άγιο.
Διευκρινίζω ότι, μιλώντας για χριστιανισμό, εννοώ τον αρχαίο χριστιανισμό των πρώτων χιλίων χρόνων και κατόπιν τον ορθόδοξο, που είναι η ιστορική συνέχεια του αρχαίου. Δεν αναφέρομαι σε καθολικούς, προτεστάντες και λοιπές αιρέσεις.
Ομολογώ ότι προβληματίστηκα πολύ για το πώς θα αναπτύξω ολοκληρωμένα το θέμα μου μέσα σε μισή ώρα.
Μπορώ, Θεού θέλοντος, να παρουσιάσω το θέμα μέσα σε 10 δευτερόλεπτα. Η παρουσίαση είναι:
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, διά της Θεοτόκου και όλων των αγίων, ελέησόν με τον αμαρτωλό.
Να η σωτηρία του ανθρώπου στο χριστιανισμό, την παρουσίασα.
Ασφαλώς όμως χρειάζεται μια πιο επιστημονική παρουσίαση, δηλαδή πιο σύνθετη και χρονοβόρα. Κατ’ ανάγκην θα έχει κενά, λόγω χρόνου. Μπορείτε μετά να με ρωτήσετε.
Α. Η ανάγκη σωτηρίας και ο Σωτήρας
Ο Θεός είναι Τριαδικός, επειδή είναι αγάπη. Από αγάπη ο Πατέρας γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, η αγάπη ενώνει τα Τρία Πρόσωπα της Θεότητας και τα κάνει Ένα Θεό.
Από αγάπη ο Θεός δημιούργησε τους αγγέλους και τους ανθρώπους. Όχι για να Τον δοξάζουν, αλλά για να λάβουν τη θεία χάρη, να ενωθούν με αυτόν και να απολαμβάνουν την ένωση αυτή στην αιωνιότητα.
Ο ενωμένος με το Θεό δεν ενώνεται με τη θεία ουσία, αλλά με την άκτιστη θεία χάρη (την αγαθή ενέργεια του Θεού) και γίνεται θεϊκό ον, δηλαδή άγιος. Αυτό είναι που ονομάζουμε «ομοίωση με το Θεό» – όχι «ισότητα» με Αυτόν.
Με το προπατορικό αμάρτημα οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από το Θεό και ύψωσαν διαχωριστικό τείχος όχι μόνο ανάμεσα σε άνθρωπο και Θεό, αλλά και μεταξύ τους, με τη φύση και με τον εαυτό τους. Το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι το φάγωμα ενός καρπού, όπως αλληγορικά λέγεται στη Βίβλο, αλλά η εγκατάλειψη του Θεού και η προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει θεός από μόνος του, προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ο Θεός δεν τιμώρησε τους πρωτοπλάστους. Το διαχωριστικό τείχος (η απώλεια του παραδείσου) ήταν η συνέπεια της απομάκρυνσης από το Θεό. Το κακό εισέβαλε μέσα τους και στην ανθρώπινη ιστορία. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα συνέχισε να ζει πίσω από αυτό το τείχος, παρόλο που δεν βαρυνόταν με ευθύνη για το προπατορικό αμάρτημα.
Ο Χριστός ήρθε για να ενώσει ξανά θεότητα και ανθρωπότητα, γκρεμίζοντας το τείχος. Ο Ίδιος είναι και Θεός και άνθρωπος, επομένως γίνεται η γέφυρα επανένωσης των δύο χωρισμένων μερών. Έτσι ο Θεός επιλέγει τον πιο ταιριαστό στην αγάπη Του τρόπο για να θεραπεύσει την πάσχουσα ανθρώπινη φύση.
Ο Ίδιος ο Χριστός είπε:
- «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού» («Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού», Ιω. 14, 6).
- «Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Όποιος με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής» («Εγώ ειμί το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής», Ιω. 8, 12).
- «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει. Και κάθε ένας που πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;» («Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται. και πας ο πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;», Ιω. 11, 25-26).
Τούτο φανερώνει ότι η αποστολή Του στον κόσμο ήταν η αποκάλυψη του εαυτού Του και η πρόσκληση προς τους ανθρώπους να ενωθούν με Αυτόν: «Ελάτε προς εμένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι και εγώ θα σας ξεκουράσω» («Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς», Ματθ. 11, 28). «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…» (Ματθ. 26, 26).
Αυτή η ένωση συνεπάγεται ένωση με το Θεό: «Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά μόνο μέσω εμού» (Ιω. 14, 6), «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα» («Εγώ και ο Πατήρ έν εσμέν», Ιω. 10, 30), «Όποιος είδε εμένα, είδε τον Πατέρα» («Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα», Ιω. 14, 8-9), «Μείνετε μέσα μου κι εγώ μέσα σας… γιατί χωρίς εμένα δε μπορείτε να κάνετε τίποτα» («Μείνετε εν εμοί καγώ εν ημίν… ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», Ιω. 14, 4-5) κ.λ.π.
Η ένωση αυτή του κάθε ανθρώπου με το Χριστό θα αποφέρει και την ένωση αγάπης όλων των ανθρώπων μεταξύ τους (όσων φυσικά το θέλουν). Θα είναι η εκπλήρωση της επιθυμίας που εκφράζει ο Ιησούς προς το Θεό Πατέρα Του, το βράδυ πριν σταυρωθεί: «για να είναι όλοι ένα, όπως και εμείς, [Πατέρα], είμαστε ένα. Εγώ μέσα τους και εσύ μέσα μου, για να είναι τελειοποιημένοι σε ένα» («ίνα ώσιν εν, καθώς και υμείς εν εσμέν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν», Ιω. 17, 22-23).
Ο Χριστός ήρθε να γιατρέψει τον άνθρωπο από την αμαρτία, που τον οδηγεί στον πόνο και στο θάνατο. Η εικόνα παριστάνει αυτή τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας, με αφορμή την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. |
Β. Το πρώτο βήμα: το βάπτισμα
Το πρώτο βήμα για την ένωση με το Χριστό είναι το βάπτισμα.
«Εάν κάποιος δεν γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος, δε μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού» (Iω. 3, 5: «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού»). «Πηγαίνετε να διδάξετε όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» (Ματθ. 28, 19-20: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…»).
Το βάπτισμα έχει δύο μέρη: συμβολικό και πραγματικό. Το συμβολικό είναι η κατάδυση στο νερό: συμβολίζει τον (πραγματικό) θάνατο του παλαιού εαυτού μας, την ταφή του (γι’ αυτό βουτάμε ολόκληροι στο νερό) και τη γέννηση του καινούργιου εαυτού μας, που αναδύεται μέσα από τα νερά, όπως το μωρό γεννιέται μέσα από τα «νερά» της μήτρας. Γι’ αυτό και η κατάδυση γίνεται τρεις φορές, συμβολίζοντας την ανάσταση του Χριστού μετά από τρεις ημέρες θανάτου.
Αυτός είναι και ο λόγος που το βάπτισμα εξαλείφει τις προηγούμενες αμαρτίες του ανθρώπου: επειδή ο παλιός εαυτός του πεθαίνει και γεννιέται ένας νέος εαυτός, που, ως νεογέννητος, είναι ακόμη αναμάρτητος.
Το πραγματικό μέρος του βαπτίσματος είναι οι προσευχές που απευθύνουν οι χριστιανοί, μέσω του ιερέα, προς το Θεό, για την αναμόρφωση και αναγέννηση εν Χριστώ του αδελφού μας που βαπτίζεται. Γι’ αυτό και δεν έχει σημασία αν ο βαπτιζόμενος είναι νήπιο, αφού το βάπτισμα είναι μια πράξη αναγέννησης (πραγματικής) και δεν έχει σχέση με μελέτη και κατανόηση της πίστης, η οποία μπορεί να γίνει και μετά. Βέβαια, δεν υπάρχει κανόνας που να επιβάλλει να βαφτίζουμε τα παιδιά μας μωρά, αλλά οι χριστιανοί θέλουμε να φέρουμε αυτή τη μέγιστη θεία χάρη στα παιδιά μας, γι’ αυτό και τα βαφτίζουμε. Μετά, όταν μεγαλώσουν, αν, ο μη γένοιτο, δε θέλουν πια αυτή τη χάρη, ας την απορρίψουν κι ας τραβήξουν όποιο δρόμο νομίζουν καλύτερο.
Όπως με τη φυσική μας γέννηση είμαστε απόγονοι του παλαιού Αδάμ, έτσι με την πνευματική μας γέννηση (το βάπτισμά μας) γινόμαστε απόγονοι του νέου Αδάμ (του Ιησού). Αυτό εννοούμε, λέγοντας ότι με το βάπτισμα απαλλασσόμαστε από το προπατορικό αμάρτημα. Δεν πρόκειται για αθώωση από κάποια ενοχή, αλλά για ένταξη στην πνευματική γενεαλογία του νέου Αδάμ, στην οποία ο άνθρωπος έχει ξανά τη δυνατότητα ένωσης με το Θεό και ομοίωσης με Αυτόν – δηλαδή αγιότητας.
Το πρώτο βήμα έγινε, βαπτιστήκαμε. Όμως η σωτηρία δεν είναι κάτι μαγικό, να συμβαίνει μέσω μιας τελετής. Το πραγματοποιείς με τον τρόπο ζωής σου.
Και, επειδή ο Θεός είναι αγάπη, η ένωση αυτή γίνεται με την αγάπη. Αγάπα το Θεό, αγάπα τον πλησίον, και τότε θα υπάρξει η ένωση με Αυτόν.
Γ. Η αγάπη
Τι είναι η αγάπη;
Δεν είναι το συναίσθημα αγάπη (με το οποίο δε μπορείς να αγαπάς τον εχθρό σου, όπως ζήτησε ο Χριστός) αλλά η διεύρυνση της πνευματικής καρδιάς (της «νοερής καρδιάς» όπως λέμε οι χριστιανοί), εντός της οποίας περιλαμβάνονται εκείνοι που αγαπάς. Εκεί συναντάς και το Θεό. Εκεί έρχεται η θεία χάρη και σε αγιάζει ψυχικά και σωματικά. Εκεί εισβάλλει και το κακό, όταν δεν αγαπάς, δηλαδή όταν η αγάπη σου στρέφεται προς τον εαυτό σου ή προς το χρήμα, την εξουσία, τις ηδονές κ.τ.λ. κι όχι προς το Θεό και το συνάνθρωπο.
Για να μπορέσω λοιπόν να αγαπήσω το Θεό και το συνάνθρωπο (όποιος κι αν είναι), πρέπει η νοερή καρδιά μου να είναι καθαρή από αυτά που με εμποδίζουν να αγαπήσω. Δηλαδή από τα «πάθη», αυτά που μου προκαλούν ψυχική εξάρτηση: τον εγωισμό, τη φιλοχρηματία, τη φιληδονία κ.τ.λ.
Όλη η ζωή και η ασκητική προσπάθεια του χριστιανού (το ότι νηστεύει, προσεύχεται, πηγαίνει στην εκκλησία, εξομολογείται, μεταλαβαίνει Σώμα και Αίμα Χριστού κ.τ.λ. [δες εδώ]) αποσκοπεί σ’ αυτό: όχι να πείσει το Θεό ότι Τον πιστεύει και Τον υπακούει, για να «εξασφαλίσει» τον παράδεισο ως ανταμοιβή, αλλά να προσελκύσει μέσα του τη θεία χάρη (την αγαθή ενέργεια του Θεού), που θα τον βοηθήσει να διευρύνει τη νοερή καρδιά του και να περιλάβει σ’ αυτήν όσο το δυνατόν περισσότερους – χωρίς τη βοήθεια του Θεού είναι ακατόρθωτο αυτό το έργο, γιατί, εκτός από τα πάθη που έχω μέσα μου και τους ανθρώπους που θα με πληγώνουν, καραδοκεί και ο εχθρός (δηλ. ο διάβολος).
Στην τέλεια διεύρυνση, η καρδιά περιλαμβάνει όλο το ανθρώπινο γένος, όλων των εποχών, και όλα τα πλάσματα του κόσμου, ακόμη και τα όρνια, τα θηρία και τα ερπετά, ακόμη και το διάβολο. Γι’ αυτό οι άγιοι προσεύχονται και για το διάβολο, ώστε, αν είναι δυνατόν, να μετανοήσει και να σωθεί.
Από τα αναρίθμητα παραδείγματα, που μπορώ να φέρω, ανθρώπων που αγάπησαν με τέλεια αγάπη (και αγίασαν), θα αναφέρω για λόγους χρόνου μόνο ένα: οι Ρώσοι ορθόδοξοι άγιοι πρίγκηπες Μπόρις και Γκλεμπ, το 1015, παραδόθηκαν στον αδερφό τους Σβιατοπόλκο ξέροντας ότι θα θανατωθούν, για να μη θυσιάσουν τη ζωή των στρατιωτών τους βάζοντάς τους να πολεμήσουν για χάρη τους.
Οι άγιοι Μπόρις και Γκλεμπ |
Σημειωτέον ότι τους χριστιανούς που σκοτώνονται στον πόλεμο, ακόμη κι αν είναι αμυντικός ή απελευθερωτικός, δεν τους θεωρούμε μάρτυρες και δεν τους τιμάμε ως αγίους, αλλά προσευχόμαστε ΥΠΕΡ της σωτηρίας τους, διότι (αφού πέθαναν σκοτώνοντας ανθρώπους) η σωτηρία τους δεν είναι σίγουρη. Ως μάρτυρες τιμάμε μόνο εκείνους που σκοτώθηκαν για τη χριστιανική τους πίστη χωρίς να πολεμήσουν και χωρίς να αφαιρέσουν τη ζωή των εχθρών τους ["Nεκρός": περί χριστιανισμού+πολέμου δες εδώ].
Αντίθετα, το Ισλάμ (όπως το βλέπουμε εμείς) πιστεύει ότι επιτρέπεται να επιβάλεις το «θέλημα του Αλλάχ» με πόλεμο, και αυτό έκανε από την αρχή, ακόμη και από την εποχή του Μωάμεθ.
Στην οικογένειά σας, στη γειτονιά σας, στο χωριό σας, μπορεί να υπάρχει κάποιος ή κάποια που πονάει όταν πονάνε οι άλλοι και χαίρεται όταν χαίρονται οι άλλοι (αυτός είναι ο ορισμός της αγάπης κατά τον απόστολο Παύλο, προς Ρωμαίους, 12, 15), και που συγχωρεί εκείνους που του έχουν κάνει κακό. Αυτός ο άνθρωπος, σε όποια θρησκεία κι αν ανήκει, κάνει πράξη την εντολή του Χριστού («αγαπάτε αλλήλους») και, ως χριστιανός, είμαι βέβαιος ότι ο Θεός (ο Θεάνθρωπος Χριστός) θα τον σώσει.
Αντίθετα, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι εγώ θα σωθώ, κι ας είμαι χριστιανός, γιατί δεν αγαπώ πολύ. Ο μέσος άνθρωπος αγαπάει μέτρια, συνήθως υπό όρους, δε φτάνει σ’ αυτό το μέγιστο βαθμό αγάπης. Αυτός έχει ελπίδα σωτηρίας, όχι επειδή «είναι άξιος» να σωθεί, αλλά επειδή ο Θεός είναι ταπεινός και καλός και θέλει να σώσει όλους τους ανθρώπους. Έτσι, ο μέσος άνθρωπος ελπίζει στην αγάπη και το έλεος του Θεού. Πρέπει να προσεύχεται λέγοντας «Κύριε, ελέησέ με και σώσε με εξαιτίας της αγάπης που μου έχεις, αν και δεν το αξίζω», κι όχι να είναι εγωιστής και να νομίζει πως έχει τη σωτηρία στην τσέπη του.
Όμως εκείνοι, που φτάνουν την αγάπη τους στην τελειότητα, δεν «σώζονται» απλώς, αλλά μεταμορφώνονται, γίνονται όμοιοι με το Θεό, δηλαδή άγιοι.
Τι τους μεταμορφώνει; Η θεία χάρη, που μπαίνει μέσα στην πνευματική καρδιά τους, καθώς γίνονται αγνοί και ταπεινοί. Ο Θεός, που είναι εντελώς αγνός, ταπεινός και φωτεινός, μπαίνει μέσα στον άνθρωπο τόσο περισσότερο, όσο εκείνος γίνεται αγνός, ταπεινός και φωτεινός.
Δ. Τα τρία στάδια
Καθώς ο χριστιανός προοδεύει στην αγάπη και πλησιάζει προς το Θεό, η πνευματική του πρόοδος περνάει από τρία βασικά στάδια:
Το πρώτο στάδιο είναι η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη – ο άνθρωπος τότε τους αγαπά όλους, και τους εχθρούς του, και προσεύχεται με αγάπη, αγωνία και πόνο ψυχής γι’ αυτούς.
Το δεύτερο στάδιο είναι ο φωτισμός του νου (από το Άγιο Πνεύμα). Σ’ αυτό το στάδιο ο άνθρωπος νιώθει ξεκάθαρα το Άγιο Πνεύμα να ενεργεί μέσα του. Οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, που ερμηνεύουν αυθεντικά την αγία Γραφή και διαμορφώνουν τη θεολογία μας, έχουν φτάσει τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο. Εμείς, που απλά «σπουδάζουμε θεολογία», είμαστε μόνο μαθητές των αγίων Πατέρων και Μητέρων, όχι δάσκαλοι του χριστιανισμού. Άγιοι δάσκαλοι του χριστιανισμού είναι άνθρωποι κάθε μορφωτικού επιπέδου, φύλου και κοινωνικής τάξης, όχι μόνο ιερείς ή επίσκοποι, αλλά και μοναχοί και λαϊκοί (και άντρες και γυναίκες, όπως είπα), και υπάρχουν σε όλες τις εποχές, και στη δική μας.
Το τρίτο στάδιο είναι η θέωση. Ο άγιος πλέον βλέπει τον Τριαδικό Θεό (ως Φως), σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού «όποιον τηρεί τις εντολές μου… θα τον αγαπήσω και θα του εμφανίσω τον εαυτό μου» (Ιω. 14, 21 – «θα τον αγαπήσω»: όχι ότι αλλιώς δεν τον αγαπάει, υπονοείται ότι αυτός ο άνθρωπος επιτρέπει στην αγάπη του Θεού να ενεργήσει μέσα του). Τότε δε χρειάζεται λόγια προσευχής (αρκεί η «νοερά προσευχή», που λειτουργεί συνεχώς μέσα στην καρδιά του). Νιώθει τη χαρά και τον πόνο κάθε ανθρώπου, ανάλογα με τις πληροφορίες που του παραχωρεί ο Θεός. Κάνει θαύματα. «Είναι θεός σε όλα εκτός από τη θεϊκή ουσία» (άγ. Ισαάκ ο Σύρος), παραμένοντας άνθρωπος. Τότε η θεία χάρη του προκαλεί ανέκφραστη χαρά, που δεν είναι «ιδέα του», αλλά πρόγευση του μελλοντικού πλήρους παραδείσου.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος εντός του θείου Φωτός (ο ποιητής που κολυμπούσε στο θεϊκό Φως) |
Σε κάθε γενιά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν φτάσει στο φωτισμό και τη θέωση. Οι πιο πολλοί ίσως δε γίνονται ποτέ γνωστοί. Και στη δική μας: Πορφύριος, Παΐσιος, Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Κλεόπας Ελίε και πολλοί άλλοι είναι οι άγιοι της δικής μας γενιάς ["Νεκρός": δες γι' αυτούς εδώ & εδώ]. Ας αναφέρω και το μεγάλο ορθόδοξο διδάσκαλο των ημερών μας (έναν από τους πολλούς) Εφραίμ Φιλοθεΐτη, που ζει στην Αριζόνα.
Τα θαύματα δεν αρκούν. Όλα τα θαύματα μπορεί να τα αναπαραστήσει ένας απατεώνας ή να τα αντιγράψει με πραγματική υπερφυσική δύναμη ο εχθρός (δηλ. ο διάβολος). Γι’ αυτό και τα θαύματα που υποτίθεται ότι έκανε ο Μωάμεθ π.χ., για μας τους χριστιανούς δε αποδεικνύουν τίποτε. Και τα θαύματα που μπορεί να κάνει ένας ορθόδοξος χριστιανός επίσης μόνο μετά από προσεχτική εξέταση γίνονται αποδεκτά. Και αν ακόμη εγώ αρχίσω να έχω οράματα με το Χριστό ή την Παναγία, πάλι μπορεί να πλανιέμαι, να είναι της φαντασίας μου ή παγίδα του εχθρού, που θα θέλει να με πείσει ότι είμαι άγιος για να σταματήσω τον αγώνα μου.
Τα θαύματα και τα οράματα δεν είναι το ζητούμενο. Δεν τα επιθυμούμε. Όποιος τα επιθυμεί, διατρέχει μεγάλο κίνδυνο – και μπορεί η επιθυμία αυτή να φωλιάζει στο βάθος της καρδιάς του και να μην την αντιλαμβάνεται ούτε ο ίδιος.
Γι’ αυτό, από την αρχή του χριστιανισμού (υπάρχουν αναφορές ήδη στην Καινή Διαθήκη), έχει αναπτυχθεί μια τεράστια προσπάθεια αποφυγής της πλάνης και ξεκαθαρίσματος των αληθινών εμπειριών θείας χάριτος από τις ψεύτικες. Είναι η μεγάλη επιστήμη της «διάκρισης των πνευμάτων», διδάσκαλοι της οποίας είναι οι άγιοι, οι οποίοι: έχουν ζήσει καταστάσεις ανοιχτής επίθεσης του εχθρού, καταστάσεις ψεύτικων βιωμάτων, δήθεν θεϊκών, έχουν ζήσει και πραγματικές επισκέψεις της θείας χάρης και έτσι η πείρα τους (αλλά κυρίως η μέγιστη ταπείνωσή τους) τους επιτρέπει να τα ξεχωρίζουν, τελικά, «διά της γεύσεως» (άγ. Σιλουανός).
Η παρουσία των αγίων στον κόσμο, σε συνδυασμό με τη διάκριση των πνευμάτων, αποτελεί τη μέγιστη απόδειξη ότι ο χριστιανισμός είναι αληθινός.
Ο ενδιαφερόμενος για λεπτομέρειες και περιπτώσεις πλάνης και διάκρισης των πνευμάτων, ας ανατρέξει (στο διαδίκτυο) στα άρθρα «Νευροθεολογία» και «Ιστορίες πλάνης». Και στο βιβλίο «Γεροντικό ονείρων και οραμάτων», ιερά μονή αγ. Νικοδήμου, Πεντάλοφος Γουμενίσσης.
Ε. Η άρνηση του Θεού – επίγεια πρόγευση της κόλασης
Όταν ο άνθρωπος αρνηθεί το Θεό, δηλαδή αντί να ανοιχτεί με αγάπη στο Θεό και το συνάνθρωπο, στρέψει την αγάπη του προς τον εαυτό του ή προς άλλη κατεύθυνση: στο χρήμα, την εξουσία, τις ηδονές κ.τ.λ. (αυτή η κατάσταση ονομάζεται «αμαρτία», δηλ. «σφάλμα»), τότε ο Θεός δεν τον τιμωρεί, όμως το τείχος που έχει υψώσει γύρω από τον εαυτό του τον απομονώνει. Αυτή η απομόνωση τον οδηγεί στην καταστροφή, στην αποκτήνωση, τον κάνει έρμαιο των παθών του, αλλά και του εχθρού (του διαβόλου). Είναι η επίγεια πρόγευση της κόλασης, την οποία γνωρίζει ενώ ακόμη ζει.
Ο Θεός τον περιμένει με αγάπη και όσο ζει ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψει στο Θεό. Θα γίνει δεκτός με χαρά, όπως ο άσωτος υιός, στην πασίγνωστη ιστορία που διηγήθηκε ο Χριστός (κατά Λουκάν, κεφ. 15). Ο Θεός δεν επιρρίπτει ενοχή στον άνθρωπο, αρκεί να επιστρέψει για να τον πάρει στην αγκαλιά Του. Ας επιστρέψει για να επιβιώσει. Δεν πειράζει. Ο Θεός αυτό θέλει, να επιβιώσεις (ενν. να σωθείς, να Του δώσεις την ευκαιρία να σε βάλει στον παράδεισο). Ο Θεός είναι αγάπη. Και αγαπάει εσένα πιο πολύ απ’ ό,τι αγαπάει τον εαυτό Του.
Στην ιστορία αυτή, ο μεγάλος αδελφός του ασώτου υιού αρνείται να μπει στο σπίτι του πατέρα τους, επειδή αγανακτεί για τη θερμή υποδοχή που έγινε στον αδελφό του. Έτσι, μένει έξω. Έξω από το σπίτι του πατέρα όμως (το οποίο συμβολίζει τον παράδεισο), πολύ απλά, είναι η κόλαση.
Έτσι ο Χριστός αποκαλύπτει πώς κάποιος οδηγείται στην κόλαση (μόνος του, όχι από το Θεό) και γιατί εκεί υφίσταται τόση οδύνη: όχι γιατί «τον τιμωρεί ο Θεός», αλλά γιατί ο Θεός είναι Φως και Ζωή και μακριά Του υπάρχει μόνο σκοτάδι, μοναξιά και πόνος.
Στ. Μετά θάνατον: η «μέση κατάσταση»
Για τη μετά θάνατον κατάσταση ξέρουμε αρκετά: από τη διδασκαλία του Χριστού, από τις πληροφορίες που έλαβαν διάφοροι άγιοι εξαιτίας της αγάπης και ενότητάς τους με το Θεό και με τις ψυχές των νεκρών, αλλά και από πληροφορίες που έδωσαν ψυχές νεκρών, εμφανιζόμενες σε όνειρα ή οράματα. Αυτά (τα όνειρα και τα οράματα), για να αποφύγουμε την πλάνη, τα αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη και τα αξιολογούμε υπό το φως της διδασκαλίας του Χριστού και της εμπειρίας των αγίων. Όμως πρέπει να πούμε ότι δεν έρχονται σε αντίθεση με τα προηγούμενα.
Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος πεθάνει, άγγελος μεταφέρει την ψυχή του στον πνευματικό κόσμο των ψυχών, αυτόν που ονομάζουμε συμβατικά «ουρανό», έχοντας κρατήσει αυτή την ονομασία από την αρχαία χριστιανική παράδοση. Στο δρόμο προς τον ουρανό η ψυχή δέχεται επίθεση πονηρών πνευμάτων, που προσπαθούν να την αρπάξουν προβάλλοντας τις αμαρτίες της. Αν η αγάπη της ξεπερνά τον εγωισμό της, ο άγγελος μπορεί να την υπερασπιστεί και να την οδηγήσει προς το Θεό, αν όμως όχι, οι δαίμονες την αποσπούν και την οδηγούν στο δικό τους σκοτεινό κόσμο.
Ανάλογα η ψυχή «τοποθετείται» στη λεγόμενη «μέση κατάσταση των ψυχών», που διαρκεί από την ημέρα του σωματικού θανάτου μέχρι τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, κατά την οποία θα γίνει η ανάσταση όλων των ανθρώπων. Στη μέση κατάσταση ο άνθρωπος βιώνει μια πρόγευση του παραδείσου ή πρόγευση της κόλασης. Ο πλήρης παράδεισος και η πλήρης κόλαση θα υπάρξουν μετά την ανάσταση.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο για τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων περί θανάτου και αθανασίας (βλ. εδώ) |
Ο Χριστός και οι άγιοι δεν δίνουν λεπτομέρειες για τη μέση κατάσταση. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είδαν σε όνειρα ή οράματα τη μέση κατάσταση, και αυτές τις μαρτυρίες πρέπει να τις λάβουμε υπόψιν, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι καμία απ’ αυτές δεν είναι «επίσημο» κείμενο της Εκκλησίας. Οι πιο πολλές μαρτυρίες περιγράφουν την κόλαση ως ένα σκοτεινό τόπο, όπου οι ψυχές βασανίζονται με γήινα βασανιστήρια, και τον παράδεισο ως ένα γαλήνιο κήπο, όπου οι ψυχές ζουν ειρηνικά, με αγάπη και συντροφικότητα που ξεπερνάει τα γήινα μέτρα.
Τις περιγραφές αυτές θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε ανθρωπομορφικά. Οι ψυχές δεν έχουν σώμα, ώστε να υφίστανται βασανιστήρια, να καίγονται στη φωτιά ή να χρειάζονται φως για να βλέπουν.
Έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τις αναφορές του Χριστού στη «γέενα του πυρός», στο «πυρ το αιώνιον», το «σκότος το εξώτερον», το «ακοίμητο σκουλήκι» κ.τ.λ., που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε για την κόλαση, αλλά και στη «λίμνη του πυρός», όπου κατά την Αποκάλυψη θα ριχτούν στο τέλος ο διάβολος, ο αντίχριστος και όσοι τους έχουν ακολουθήσει.
Κατά τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού, όπως οι άγιοι Ισαάκ ο Σύρος, Ιωάννης Δαμασκηνός, Γρηγόριος ο Σιναΐτης, Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά., από κάθε εποχή, το «πυρ της κολάσεως» είναι το ίδιο το Φως του Θεού, που το αποστρέφεται με οδύνη ως πυρ εκείνος που το βλέπει μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού. Η αγάπη του Θεού κυριαρχεί και στην κόλαση, όπως στον παράδεισο, όμως η κόλαση είναι η κατάσταση εκείνων που δε θέλουν αυτή την αγάπη και που η συνύπαρξή τους με το Θεό τούς προκαλεί οδύνη, όχι χαρά. Το σκότος είναι το περιεχόμενο της αμαρτωλής ψυχής, ενώ το ακοίμητο σκουλήκι –λέει κάποιος άγιος– είναι ο Ίδιος ο Χριστός, που παρομοιάζει τον εαυτό Του με σκουλήκι, επειδή είναι το πιο ευαίσθητο από όλα τα πλάσματα: πεθαίνει και με το πιο απαλό άγγιγμα. Έτσι κι ο Χριστός, ο Θεός, είναι το πιο ευαίσθητο από όλα τα όντα: πονάει και με την παραμικρή αμαρτωλή σκέψη που θα κάνει ένα από τα δημιουργήματά Του.
Γι’ αυτό και στην Αγία Γραφή φαίνεται ότι δίκαιοι και άδικοι το ίδιο θα βρεθούν μέσα στο πυρ του Θεού (π.χ. στον Ησαΐα, κεφ. 33, στην Α΄ προς Κορινθίους, κεφ. 3, κ.λ.π.). Ο ποταμός του φωτός, που ρέει από το Θρόνο του Θεού ΚΑΙ του Χριστού, στην Αποκάλυψη, κεφ. 22, είναι ο ίδιος με τον ποταμό του πυρός που ρέει από τον ίδιο Θρόνο κατά το Δανιήλ, κεφ. 7.
"Η Εκκλησία δεν στέλνει κανένα στον παράδεισο ή στην κόλαση, αλλά προετοιμάζει τους πιστούς για την δοξασμένη εικόνα του Χριστού την οποία θα έχουν όλοι οι άνθρωποι. Ο Θεός αγαπά τον κολασμένο τόσο, όσο και τους αγίους. Θέλει την θεραπεία όλων, αλλά όλοι δεν δέχονται την θεραπεία, που Αυτός προσφέρει" (π. Ι. Ρωμανίδης). Από το θρόνο του Χριστού ρέει ποταμός Φωτός, που γίνεται πυρ ή φως ανάλογα με τη δεκτικότητα των ανθρώπων (από εδώ) |
Στο όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου, 4ος αι. μ.Χ., που είναι γραμμένο στο Γεροντικό (ένα βιβλίο της βυζαντινής εποχής που παραθέτει τις ιστορίες των αγίων της ερήμου), η ψυχή που βρισκόταν στην κόλαση πληροφορεί τον άγιο ότι: «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» (είπαμε τι είναι η φωτιά). «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».
Να λοιπόν η απομόνωση, φυσική κατάληξη για τους ανθρώπους που αποστράφηκαν το Θεό και τον πλησίον και ουσιαστικά απομόνωσαν τον εαυτό τους όταν ζούσαν στη Γη.
Αν όμως η κόλαση είναι η απόλυτη μοναξιά, είναι λογικό ότι ο παράδεισος είναι η απόλυτη σχέση μεταξύ των πλασμάτων: ανθρώπων, αγαθών αγγέλων και του Τριαδικού Θεού. Αυτό γίνεται φανερό από τη διαρκή παρουσία των αγίων, αλλά και πολλών «μικρών αγίων» (απλών ανθρώπων που σώθηκαν και πήγαν στον παράδεισο), που εμφανίζονται μετά το θάνατό τους στους ζωντανούς. Η ιστορία της χριστιανικής ζωής είναι μια διαρκής συνύπαρξη ζωντανών και κοιμηθέντων, δεν υπάρχουν νεκροί. Οι άγιοι μάλιστα, με τη μεγάλη θαυματουργική δύναμη που λαμβάνουν από το Θεό, μετά θάνατον εμφανίζονται ολοζώντανοι και θαυματουργούν όχι μόνο στους χριστιανούς (σε αναρίθμητες περιπτώσεις), αλλά και στους μουσουλμάνους, οι οποίοι τους πιστεύουν και μερικοί βρίσκουν και το θάρρος να γίνουν χριστιανοί (εννοώ ορθόδοξοι). Βλ. σχετικά άρθρα στο διαδίκτυο: «Χριστιανικά θαύματα σε μουσουλμάνους» και «Μουσουλμάνοι που αγίασαν ως χριστιανοί» (αγίασαν, κατά κανόνα, επειδή οι άλλοι μουσουλμάνοι τους θανάτωσαν, με επίσημες δίκες, ως εξωμότες). Ο πρόσφατος άγιος Ευγένιος Ροντιόνωφ θανατώθηκε από Τσετσένους μουσουλμάνους το 1996 (23 Μαΐου), μετά από τρίμηνη αιχμαλωσία και βασανιστήρια για να ασπαστεί το Ισλάμ. Μετά το σφαγιασμό του καταγράφονται πολλές εμφανίσεις του.
Ο σύγχρονος μάρτυρας (ένας απ' τους πολλούς) άγιος Ευγένιος Ροντιόνωφ |
Σε μια «επίσημη» προσευχή της Εκκλησίας (λέγεται «Ευχαριστία μετά τη θεία Μετάληψη») υπάρχει μια σπουδαία περιγραφή της παραδείσιας χαράς. Ο άνθρωπος παρακαλεί το Χριστό: αξίωσέ με να σταθώ από δεξιά Σου (η συμβολική θέση των σωζομένων) «όπου υπάρχει ο ασταμάτητος ήχος εκείνων που γιορτάζουν, η ανέκφραστη ευφροσύνη εκείνων που Σε αγαπούν και η απέραντη ηδονή εκείνων που βλέπουν την ομορφιά του προσώπου Σου, που ξεπερνά κάθε περιγραφή».
Αυτή λοιπόν είναι η απόλαυση του παραδείσου. Για να μη νομιστεί ότι ο «ήχος εκείνων που γιορτάζουν» αναφέρεται σε τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα, διευκρινίζω ότι πρόκειται για την ασταμάτητη υμνολόγηση του Θεού, που πραγματοποιείται από τους αγγέλους (βλ. τρισάγιο ύμνο των σεραφείμ, Ησαΐας, κεφ. 6) και από τους ανθρώπους στον παράδεισο, όπως φαίνεται από την Αποκάλυψη, αρχή κεφ. 15, κ.α.
Το ίδιο, όταν ο Χριστός παρομοιάζει τον παράδεισο με γαμήλιο γλέντι, μιλάει παραβολικά, δεν αξιώνει κυριολεκτική ερμηνεία των παραβολών Του, ούτε και ποτέ στο χριστιανισμό αυτές οι εικόνες εξελήφθησαν κυριολεκτικά. Στην παραβολή του πλούσιου και του Λάζαρου, Λουκ. κεφ. 16, ο παράδεισος είναι η αγκαλιά του Αβραάμ: άλλη μια πνευματική περιγραφή της παραδείσιας απόλαυσης.
Η περιγραφή του παραδείσου στο Ισλάμ ως τόπου με φαγοπότια και σεξουαλικές απολαύσεις, κατάλληλο κίνητρο για να προσηλυτιστούν οι φυλές της ερήμου, δε μπορεί να είναι αληθινή. Στα δικά μας μάτια φαίνεται όχι μόνο χονδροειδώς υλιστική, αλλά και βλάσφημη για το μεγαλείο και την πνευματικότητα του Θεού. Για να μην πω και ότι οι χριστιανοί ξέρουμε ότι εκείνος που δελεάζει τους ανθρώπους με υποσχέσεις σεξουαλικών απολαύσεων δεν είναι ο Θεός, αλλά ο εχθρός!...
Ζ. Η τελική ανάσταση
Η μέση κατάσταση θα τελειώσει με την ανάσταση όλων των ανθρώπων κατά την επιστροφή του Θεανθρώπου Χριστού στη Γη, που την ονομάζουμε «δευτέρα παρουσία Του», ενώ η Αγία Γραφή την ονομάζει «ημέρα του Κυρίου», «ημέρα του Χριστού», «εσχάτη ημέρα» κ.λ.π.
Ο Χριστός ο Ίδιος, σύμφωνα με τη διδασκαλία Του, θα αναστήσει τους νεκρούς, όλων των λαών, όλων των εποχών (π.χ. Ιω. 5, 21-29). Στην περίφημη παραβολή της τελικής κρίσης, Ματθ. κεφ. 25, όλα τα έθνη θα συναχθούν ενώπιον του Υιού του ανθρώπου (δηλ. του Χριστού), ο Οποίος θα διαχωρίσει «τα πρόβατα από των ερίφων» με βάση τη συμπεριφορά καθενός απέναντι στο συνάνθρωπο. Η συμπεριφορά αυτή ισοδυναμεί με συμπεριφορά προς τον Ίδιο το Χριστό, γιατί ο Χριστός ταυτίζει τον εαυτό Του με τον κάθε άνθρωπο. Έτσι, θα πει: «αφού ταΐσατε, ποτίσατε, ντύσατε, φιλοξενήσατε κ.τ.λ. έναν από τους ελάχιστους αδελφούς μου, σε μένα το κάνατε» και, αντίστοιχα, «αφού δεν το κάνατε σε έναν… σε μένα δεν το κάνατε». Έτσι θα πάνε οι μεν σε «ζωή αιώνια» και οι δε «σε κόλαση αιώνια».
Η εικόνα αυτή της δίκης, που επαναλαμβάνεται στο Δανιήλ, 7, Αποκάλυψις 20, ίσως και αλλού, φαίνεται ανθρωπομορφική. Στην πραγματικότητα, κατά τους αγίους του χριστιανισμού (π.χ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ), «ο Χριστός κρίνει τον κόσμο» σημαίνει πως ο Ίδιος, που είναι η ενσάρκωση της τέλειας αγάπης, αποτελεί το μέγα κριτήριο για τη σωτηρία μας: στο βαθμό που πλησιάσαμε τη δική Του τέλεια αγάπη, ανοιχτήκαμε και προς το Θεό, γίναμε δεκτικοί της θείας χάριτος, μεταμορφωθήκαμε σε φωτεινά ή, αντίθετα, σκοτεινά όντα – δηλαδή γίναμε κατάλληλοι για να ζήσουμε την εμπειρία της θέας του Θεού ως φωτός ή πυρός.
Γι’ αυτό και κάθε άνθρωπος θα βιώσει σε διαφορετικό βαθμό τη χαρά του θείου φωτός ή την οδύνη του θείου πυρός, ανάλογα με την εν Χριστώ μεταμόρφωση της ψυχής του.
Ακόμη και αυτό όμως είναι ένας συλλογισμός ανθρωπομορφικός. Η πραγματικότητα της τελικής κρίσης, της αιώνιας ημέρας της βασιλείας του Θεού, του αιώνιου παραδείσου και της αιώνιας κόλασης, ξεφεύγει από την ανθρώπινη κατανόηση και ξεπερνά κάθε φαντασία.
Το σίγουρο είναι ότι ο Θεός θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν. Κανένα δεν καταδικάζει στην κόλαση. Η κόλαση είναι η καταδίκη που έδωσα ο ίδιος στον εαυτό μου. Και πρώτιστα είναι η κατάσταση που ζει ο διάβολος, στην οποία όμως προσκολλάται ο άνθρωπος που αρνήθηκε την αγάπη.
Ας σημειώσουμε πως στην παραβολή της τελικής κρίσης ο Χριστός δεν κρίνει τους ανθρώπους αν πίστεψαν ή αν τέλεσαν λατρευτικές πράξεις, ούτε καν αν αγάπησαν το Θεό, αλλά μόνο αν αγάπησαν ή περιφρόνησαν το συνάνθρωπο.
Πολλοί χριστιανοί φυσικά δεν θα σωθούν, λόγω της κακίας και του εγωισμού τους, ενώ θα σωθούν (διά του Χριστού) άνθρωποι από όλες τις θρησκείες, λόγω της ταπεινής αγάπης τους. Όμως οι μη χριστιανοί (στις θρησκείες και τις αιρέσεις) αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια, ικανά να τους στερήσουν τη σωτηρία τους.
Βασικά εμπόδια:
- Ο άνθρωπος σώζεται με το να ενωθεί στο παγκόσμιο σώμα του Χριστού, μέσω του βαπτίσματος, και να ανοιχτεί με αγάπη προς Αυτόν. Πώς θα τα κάνει αυτά, αν δεν Τον πιστεύει ως Θεό αλλά ανήκει σε διάφορες θρησκείες;
- Πάρα πολλές φορές είναι φανερό (κι άλλες τόσες καλυμμένο) ότι οι πιστοί των θρησκειών λατρεύουν πονηρά πνεύματα αντί για τον αληθινό Θεό, πράγμα που συσσωρεύει μέσα τους αρνητική ενέργεια εμποδίζοντας τη λεπτή, φωτεινή και ταπεινή θεία χάρη να μπει στην καρδιά τους και να τους σώσει.
- Κατά κανόνα οι θρησκείες παρερμηνεύουν ή και απορρίπτουν εντελώς τη διδασκαλία περί αγάπης, την αντικαθιστούν με την απάθεια, τη συμπάθεια κ.τ.λ., ή και το μίσος προς τους εχθρούς (προσέξτε, αδελφοί μου!), υψώνοντας ένα ακόμη τείχος που διαχωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό και τον πλησίον, αφού η ένωσή τους συντελείται διά της αγάπης.
Γι’ αυτό και οι χριστιανοί επιθυμούμε τον ευαγγελισμό τους και την είσοδό τους στο χριστιανισμό (φυσικά με ΕΙΡΗΝΙΚΟ τρόπο), όχι «για να δοξαστεί το όνομα του Θεού» (όπως διακηρύσσει ο ισλαμικός Αλλάχ – διακήρυξη εγωιστική και ανάξια του Θεού, κατ’ εμάς), αλλά για να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια και να μπορέσουν να ενωθούν με το Θεό και να σωθούν! Η σωτηρία τους είναι αυτό που ενδιαφέρει το Θεό, που τόσο τους αγαπά, κι όχι «η δόξα του ονόματός Του».
Η Αποκάλυψη, στα δύο τελευταία κεφάλαια (21-22), δίνει μια εκπληκτική περιγραφή του αιώνιου παραδείσου, στην ανέσπερη ημέρα, μετά τη δευτέρα παρουσία. Μια λαμπερή πόλη, στολισμένη «σα νύφη», που κατεβαίνει από τον ουρανό στη Γη. Τα τείχη της έχουν δώδεκα πολύτιμους λίθους, ένα για κάθε απόστολο του Χριστού, μέσα της ρέει ο ποταμός του φωτός και φυτρώνει το δέντρο της ζωής, που καρπίζει δώδεκα φορές το χρόνο.
Κανένα κακό δε μπαίνει μέσα σ’ αυτήν (επομένως θα υπάρχει το κακό, αλλά αδύναμο και έξω από τον παράδεισο – και έξω είναι η κόλαση, όπως είδαμε στην παραβολή του ασώτου)
Η πόλη αυτή δεν έχει ήλιο, ούτε φεγγάρι, γιατί ήλιος και φεγγάρι της είναι ο Θεός και ο Χριστός.
Δεν έχει ναό, γιατί ναός της είναι ο Θεός και ο Χριστός.
Επομένως θα βρίσκεται μέσα στο Θεό. Εκεί θα υπάρχει η ενότητα των πάντων και η ανέκφραστη ευφροσύνη της θέας του προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Εύχομαι να συναντηθούμε όλοι μας εκεί. Αμήν.