Πῶς ἐννοεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, καὶ πῶς πρέπει νὰ ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία, τὴ νόσο καὶ τὴ θεραπεία, ἂν καὶ ὄχι μὲ σχήματα καὶ ἔννοιες ἰδεοκρατικές, φυσιοκρατικὲς ἢ ψυχολογικο – χρηστικές; Στὴν προσπάθεια νὰ δώσουμε κάποια ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό, ἂς δανεισθοῦμε ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία τὶς ἀκόλουθες θεμελιώδεις ἀρχές:
1. Ἡ νόσος, ἡ κάθε μορφῆς νόσος, ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀρρώστια συνδέεται μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν εἶναι «φυσικό», συνεπῶς, νὰ ἀρρωσταίνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀφύσικο, «παρὰ φύσιν». Αὐτό, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θέση ποὺ ὀνομάσαμε φυσιοκρατικὴ ἢ ἰδεοκρατική: θεραπεία καὶ ἴαση στὴν περίπτωση αὐτὴ φαίνεται νὰ σημαίνουν συμμόρφωση πρὸς τὴ φύση. Ἐν τούτοις, ὁρισμένες διευκρινίσεις μᾶς φέρουν μακριὰ ἀπὸ κάθε φυσιοκρατικὴ ἀντίληψη. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου καθαυτή, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸ μηδέν, εἶναι τρεπτή, δηλαδὴ ρέπει πρὸς τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, καὶ συνεπῶς πρὸς τὴν ἀρρώστια. Ἀλλὰ ἡ ἴδια φύση μπορεῖ ἐπίσης νὰ ὑπερβεῖ τὴ ροπὴ αὐτή, ὄχι μὲ δυνάμεις ἐγγενεῖς σ’ αὐτήν, ἀλλὰ ἂν ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄφθαρτο καὶ αἰώνιο Θεό. Ἡ ὑπέρβαση αὐτὴ τῆς ἐγγενοῦς στὴν ἀνθρώπινη φύση τρεπτότητας καὶ φθορᾶς ἔχει δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο ὡς «λόγος», ὡς τελικὸς προορισμός, τοῦ ὁποίου ἡ πραγμάτωση ἀνατέθηκε στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου: ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὡς ἐλεύθερο πρόσωπο κλήθηκε νὰ κατευθύνει τὴ φύση εἴτε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, εἴτε πρὸς τὸ πέραν τοῦ ἑαυτοῦ της, τὸ Θεό. Ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο (τροπὴ τῆς φύσεως πρὸς τὸν ἑαυτό της), καὶ ἔτσι ἡ νόσος ἀπὸ δυνατότητα φυσική, ἔγινε πραγματικότητα φυσική. Δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ μὴ νοσεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση· ἡ νόσος ἔγινε φαινόμενο «φυσικό», ὄχι ὅμως γιατί αὐτὸ ἦταν ἀναπόφευκτο, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖ ὁδήγησε τὰ πράγματα ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς θέσεως γιὰ τὴ θεραπεία θὰ φανοῦν ἐλπίζουμε πιὸ κάτω.
2. Ὅπως ἡ ἁμαρτία ἔτσι καὶ ἡ νόσος ἔχουν πιὰ καταστεῖ γενικὴ καὶ παγκόσμια πραγματικότητα, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἄρει ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτὴν ὀφείλεται ἡ ἐμφάνιση καὶ ἑδραίωσή της. Καὶ τοῦτο γιατί μὲ τὸ θάνατο, ποὺ μπῆκε στὴν ὕπαρξη, καὶ ἀπὸ ἁπλὴ φυσικὴ δυνατότητα ἔγινε καὶ αὐτὸς φυσικὴ πραγματικότητα, κατατμήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση, καὶ δὲν φέρεται στὸ σύνολό της, στὴν καθολικότητά της, ἀπὸ κάθε πρόσωπο. Ἔτσι ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ σύνολό της: νοσοῦν καὶ πεθαίνουν, συνεπῶς, ὄχι μόνον οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι.
3. Ἡ τελικὴ καὶ ἀληθινὴ θεραπεία ὡς πλήρης ἐξάλειψη τῆς νόσου εἶναι ἀδύνατη καὶ ἀκατόρθωτη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ φθορὰ καὶ ἡ θνητότητα κληροδοτοῦνται βιολογικὰ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, καὶ μαζί τους ἡ νόσος. Γιὰ νὰ σπάσει αὐτὸς ὁ φαῦλος κύκλος, πιστεύουμε στὴ θεολογία, χρειάζεται ἔξωθεν ἐπέμβαση, μία ἐπέμβαση, ποὺ πραγματοποιεῖται γιὰ μᾶς στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἡ ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης μὲ τὴ θεία φύση, ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν κλήση καὶ τὸν προορισμὸ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, πραγματοποιεῖται χωρὶς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ γέννηση, ποὺ διαιωνίζει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, πράγμα ἀδύνατο γιὰ κάθε μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὰ ὑγιὴς ἄνθρωπος, ὄχι γιατί εἶναι καὶ Θεὸς —στὸ Θεὸ δὲν ἔχουν ἐφαρμογὴ οἱ ἔννοιες τοῦ ὑγιοῦς ἢ τοῦ ἀσθενοῦς— ἀλλὰ διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν κληρονομημένη φθαρτότητα καὶ διαρκῶς ἑνωμένη ἑκούσια καὶ ἐλεύθερα, χάρη στὴν ὑποστατικὴ —δηλαδὴ τὴν προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸ Θεό, ὑπερβαίνει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Καμιὰ θεραπεία, συνεπῶς, ὡς ἀληθινὴ καὶ ριζικὴ ἐξάλειψη τῆς νόσου δὲν εἶναι νοητὴ ἐκτὸς Χριστοῦ. Ἡ θεραπεία εἶναι δυνατὴ μόνο ὡς ἐνσωμάτωση στὸ Χριστό, τὸν μόνο ἀληθινὰ ὑγιῆ ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ ὅτι γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἔχει τόσο κεντρικὴ σημασία γιὰ τὴ θεραπεία, καὶ δὲν ἀρκεῖ ποτὲ ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ κανείς.
4. Παρὰ ταῦτα ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία παραμένει κλειδὶ γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τόσο τῆς ἔννοιας τῆς νόσου ὅσο καὶ τῆς θεραπείας. Ἀφοῦ ἡ νόσος πέρασε στὴν ὕπαρξη μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καὶ ἡ θεραπεία καὶ ἴαση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἴδια πύλη. Τὸ μυστικὸ αὐτὸ τὸ γνώριζαν πολὺ καλὰ οἱ ἀσκητικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γι’ αὐτὸ ἔδωσαν τόση βαρύτητα στὴν ἄσκηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ὡς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὰ πάθη. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἰδιαίτερα σημαντικὰ εἶναι ὅσα μᾶς προσφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος.
Θεραπευτικὰ ἀξιώματα τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Ἡ πεμπτουσία τῆς νοσηρότητας γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο βρίσκεται στὴ φιλαυτία. Ἡ φιλαυτία δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα πάθος: εἶναι ἡ γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν παθῶν: «θέλεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, ἀποτίναξε τὴ μητέρα τῶν παθῶν, τὴ φιλαυτία» (κεφ. ἀγαπ. II, I). Ὅπως ἀναλύει ὁ Φώτιος πιστὰ τὴ σκέψη τοῦ Μαξίμου (Βιβλιοθ. κώδ. 192 – Ρ. G. 103, 637 ἐξ. ), ἡ φιλαυτία, ποὺ ἀντικατέστησε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, γέννησε τὴν ἡδονή, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ ἡδονὴ ἦταν ἀνάμικτη μὲ τὴν ὀδύνη, ἐνεπλάκη ὁ ἄνθρωπος σὲ μία ἀτέρμονα καὶ ἀπέλπιδα προσπάθεια νὰ κρατήσει τὴν ἡδονὴ καὶ νὰ ἀποβάλει τὴν ὀδύνη. Ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη αὐτὴ προσπάθεια γεννήθηκε ὁ «ὄχλος τῶν παθῶν». Καὶ ἐπεξηγεῖ ὁ Φώτιος τὴ σκέψη τοῦ Μαξίμου: «Οἷον, εἰ μὲν τῆς ἐν φιλαυτίᾳ ἡδονῆς ἀποποιούμεθα, γεννῶμεν τὴν γαστριμαργίαν, τὴν ὑπερηφανίαν, τὴν φιλαργυρίαν, καὶ ὅσα τὸν τυχόντα τρόπον πορίζει ἡδονήν· εἰ δὲ τὴν ἐν φιλαυτίᾳ φεύγομεν ὀδύνην, γεννῶμεν: τὸν θυμόν, τὸν φθόνον, τὸ μῖσος, τὴν ἀπόγνωσιν καὶ ὅσα ἄλλα τῆς ἡδυνούσης ἐστέρηται διαθέσεως. Ἐκ δὲ τοῖς ἀμφοῖν μίξεως τίκτεται ἡ ὑπόκρισις, ἡ κολακεία, ὁ δόλος, καὶ ἁπλῶς ὅσα ἄλλα μοχθηρὰ εἴδη τῆς μικτῆς ἐστι πανουργίας ἐπινοήματα».
Μὲ ἄλλα λόγια ἂν ἀποποιηθοῦμε τὴν ἡδονή, διατηρώντας ὅμως τὴ φιλαυτία, προκαλοῦμε τὴ γαστριμαργία, τὴν ὑπερηφάνια, τὴ φιλαργυρία καὶ ὅλα ὅσα κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο παρέχουν ἡδονή, ἂν δὲ ἀποποιηθοῦμε καὶ ἀποφύγουμε τὴν ὀδύνη, πάλι διατηρώντας τὴ φιλαυτία, προξενοῦμε τὸ θυμό, τὸ φθόνο, τὸ μίσος, τὴν ἀπόγνωση καὶ ὅλα ὅσα ἐμπεριέχουν στέρηση τῆς ἡδονῆς. Ἂν πάλι ἀναμείξουμε καὶ τὰ δύο καὶ τὰ ἀποφύγουμε (δηλ. τόσο τὴν ἡδονὴ ὅσο καὶ τὴν ὀδύνη) —διατηρώντας πάντοτε τὴ φιλαυτία – πέφτουμε στὴν ὑποκρισία, τὴ κολακεία, τὸ δόλο κ. λπ. Τὰ συμπεράσματα εἶναι σημαντικά.
α. Ἡ θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πάλη ἀπ’ εὐθείας κατὰ τῶν συγκεκριμένων παθῶν. Ἀντίθετα, ὅπως εἴδαμε στὸ χωρίο, ποὺ μόλις διάβασα, ἐπειδὴ τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς ψυχικῆς ἀρρώστιας γεννᾶται ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς ἡδονῆς — σὲ συνδυασμὸ πάντοτε μὲ τὴ φιλαυτία— ὅσο περισσότερη στέρηση προκαλοῦμε τόσο πιὸ πολλὰ πάθη γεννοῦμε. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι γιὰ νὰ θεραπευθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη, πρέπει νὰ ἐπιτρέπουμε τὰ πάθη νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ λειτουργοῦν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐφ’ ὅσον χρόνο διαρκεῖ ἡ φιλαυτία, ἡ ἐκκοπὴ τῶν συγκεκριμένων παθῶν εἶναι ὄχι μόνο ἀνέφικτη, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπιτευχθεῖ, ἐπικίνδυνη, γιατί μὲ τὴ στέρηση τῆς ἡδονῆς, τὴν ὁποία συνεπάγεται, γεννᾶ ἄλλα πάθη. Ἔτσι συμβαίνει συχνὰ ὅσοι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ σαρκικὰ πάθη νὰ ἀναπτύσσουν τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας ἢ τῆς ὑπερηφανίας κ.λπ. Δὲν πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ θεραπεία ὅταν ἐξαλείφονται συγκεκριμένα πάθη. Ἡ μόνη θεραπεία βρίσκεται στὴν ἐξάλειψη τῆς φιλαυτίας, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων αὐτῶν τῶν παθῶν.
β. Ἐπειδὴ ἡ ὀδύνη ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ἡδονῆς στὴ μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐσφαλμένη ἀντίληψη περὶ ἀσθενείας, αὐτὴ ποὺ ὀνομάσαμε πιὸ πάνω χρηστικὴ – ἀναλγητικὴ προσέγγιση, καὶ ποὺ φαίνεται νὰ ἐπικρατεῖ στὴ σύγχρονη φιλοσοφία τῆς ἰατρικῆς. Ἡ ὀδύνη δὲν ἐξαλείφεται μὲ τὴν ἀπάλειψή της, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποδοχή της. Ἡ θεραπεία ἔρχεται μὲ τὴν πρόσκληση τῆς ὀδύνης καὶ τὴν ἐμπειρία της. Συμβαίνει βέβαια πολλὲς φορὲς ἡ ὀδύνη νὰ εἶναι δυσβάσταχτη, καὶ ἡ ἐμπειρία της ἐξοντωτική. Γι’ αὐτὸ κάθε θεραπευτικὴ ἀγωγὴ θὰ πρέπει νὰ προσαρμόζεται στὴν ἀνθεκτικότητα τοῦ ἀσθενοῦς (=οἰκονομία). Ἀλλὰ μὲ κανέναν τρόπο δὲν πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὸν ἀσθενῆ θεραπευθέντα, ἐπειδὴ ψυχολογικὰ «ἀναπαύεται» ἢ δὲν ὑποφέρει. Ἡ τραγικότητα τῆς ὑπάρξεως βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ καμία θεραπεία δὲν μπορεῖ νὰ παρακάμψει τὸ Σταυρό. Πολλὲς φορὲς ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἡδονὴ δὲν εἶναι μόνο σαρκικὴ ἀλλὰ καὶ ψυχολογική. Ἀποσπώντας τὴν ὀδύνη ἀπὸ τὴ θεραπεία προσφέρουμε τὴν ἡδονή, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ τὴν ἀληθινὴ θεραπεία.
γ. Ἡ σωστὴ θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη προϋποθέτει, κατὰ τὸν Μάξιμο, τρεῖς βασικὲς διακρίσεις. Τὶς περιγράφει στὸ ἑξῆς χωρίο ἀπὸ τὰ κεφάλαια περὶ ἀγάπης: «Οὐ πρὸς τὰ πράγματα ὁ νοῦς πολεμεῖ τοῦ θεοφιλοῦς, οὐδὲ πρὸς τὰ τούτων νοήματα, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη τὰ τοῖς νοήμασι συνεζευγμένα. Οἶον οὐ πρὸς τὴν γυναῖκα πολεμεῖ, οὐδὲ πρὸς τὸν λυπήσαντα, οὐδὲ πρὸς τὰς τούτων φαντασίας, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη, τὰ ταῖς φαντασίαις συνεζευγμένα (3,40). Ἅπας ὁ πόλεμος τοῦ μοναχοῦ πρὸς τοὺς δαίμονας, ἵνα τὰ πάθη τῶν νοημάτων χωρίσῃ. Ἄλλως γὰρ ἀπαθῶς τὰ πράγματα βλέπειν οὐ δύναται (3,41), Ἄλλο ἐστι πρᾶγμα καὶ ἄλλο νόημα καὶ ἄλλο πάθος. Καὶ πρᾶγμα μὲν ἐστίν, οἷον ἀνήρ, γυνή, χρυσὸς καὶ τὰ ἑξῆς. Νόημα δέ, οἷον, μνήμη ψιλὴ τινος τῶν προειρημένων. Πάθος δέ, οἶον, φιλία ἄλογος ἢ μῖσος ἄκριτόν τινος τῶν προειρημένων. Πρὸς οὖν τὸ πάθος ἐστὶ τοῦ μοναχοῦ ἡ μάχη (3,42)».
Θεωροῦμε τὶς διακρίσεις αὐτὲς τοῦ Μαξίμου ἄκρως σημαντικὲς γιὰ τὸ θέμα τῆς θεραπείας. Καὶ πρῶτον, σημαίνουν ὅτι ἀποτελεῖ λανθασμένη μέθοδο ἡ πάλη ἐναντίον τῶν ἀντικειμένων, τῶν ὄντων καθαυτά, ἐπειδὴ προκαλοῦν πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες. Τὸ νὰ λέγει αὐτὸ ἕνας μοναχός, ὅπως ὁ Μάξιμος, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπὸ τὰ «πράγματα» καὶ πῆρε τὶς ἀποστάσεις του ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ πράγματα δὲν ἀποτελεῖ λύση, οὔτε ἡ παραμονὴ στὰ πράγματα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅσους ζοῦν ὅταν κόσμο, ἀποτελεῖ αἰτία ἀσθένειας. Τὸ νὰ εἰσηγηθοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὸ διαζύγιο σὲ κάποιον, ποὺ ὑποφέρει ψυχικὰ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ συντρόφου του, δὲν ἀποτελεῖ θεραπεία του. Μπορεῖ τὸ διαζύγιο νὰ ἄρει πρὸς καιρὸ τὴν ὀδύνη τοῦ προσώπου αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα παραμένει στὸ ἀκέραιο. Ἔτσι πρέπει νὰ θεωρηθεῖ λανθασμένη καὶ ἡ τρέχουσα ἀντίληψη ὅτι ὁ μοναχὸς φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ νὰ «θεραπευθεῖ» ἀπὸ τὰ πάθη ἀποφεύγοντας τοὺς πειρασμούς. Ὁλόκληρη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση τονίζει ὅτι οἱ πειρασμοὶ γίνονται πιὸ δυνατοί, ὅταν φύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ «πράγματα» ποὺ τοὺς προκαλοῦν, γιατί μένουν τὰ «νοήματα» τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποία πειράζουν τὸν ἄνθρωπο.
Τὸ ἴδιο ὅμως ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ «νοήματα» τῶν πραγμάτων. Ἡ μνήμη καὶ ἡ ἀναπαράσταση τῶν ὄντων δὲν εἶναι αὐτὴ καθαυτὴν ἀπορριπτέα. Πολλοί, ἀντίθετα μὲ ὅσα γράφει ὁ Μάξιμος, μάχονται τὴν τέχνη, τὸν πολιτισμὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο συνεπάγεται λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας, γιὰ χάρη τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπὸ τὰ πάθη. Πρόκειται γιὰ μία Ὠριγενικὴ καὶ Εὐαγριανὴ πνευματικότητα, τὴν ὁποία ἀσφαλῶς ἔχει στὸ νοῦ του καὶ καταπολεμᾶ ὁ Μάξιμος, γιατί τέτοιες ἰδέες ἦσαν τότε —καί, φοβοῦμαι, ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι— διαδεδομένες μεταξὺ τῶν μοναχῶν. Οὔτε πρὸς τὰ πράγματα, οὔτε πρὸς τὰ νοήματά τους εἶναι ἡ πάλη τῶν μοναχῶν, τονίζει ὁ Μάξιμος, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάθη, ποὺ εἶναι «συνεζευγμένα» σ’ αὐτά. Μία σωστὴ θεραπεία ἐπιβάλλει αὐτὲς τὶς διακρίσεις. Ἀλλιῶς παράγονται πνευματικὰ ἐκτρώματα, ἄνθρωποι ψυχικὰ ἀσθενεῖς, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη θεραπείας περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον.
δ. Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ γίνει ὁ διαχωρισμὸς τοῦ πάθους ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὰ νοήματα: Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει ὁ Μάξιμος στὴν ἑπόμενη ἀμέσως παράγραφο τῶν ὅσων εἶπε πιὸ πάνω: τὸ ἐμπαθὲς νόημα εἶναι «λογισμὸς σύνθετος ἀπὸ πάθους καὶ νοήματος. Χωρίσωμεν τὸ πάθος ἀπὸ τοῦ νοήματος, καὶ ἀπομένει ὁ λογισμὸς ψιλός. Χωρίζομεν δὲ δι’ ἀγάπης πνευματικῆς καὶ ἐγκρατείας, ἐὰν θέλωμεν». Ὁ χωρισμὸς τοῦ πάθους ἀπὸ τὸ νόημα δὲν γίνεται παρὰ μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐγκράτεια (δηλ. τὴν αὐτοκυριαρχία) καὶ τὴν ἐλεύθερη θέληση. Τὰ στοιχεῖα ὅμως αὐτὰ χρειάζονται περισσότερη ἀνάλυση.
Ἡ ἀγάπη ὡς ἐλευθερία καὶ ἡ ἐλευθερία ὡς ἀγάπη
Τόσο ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης ὅσο καὶ ἐκείνη τῆς ἐλευθερίας, ἐνῶ ἀποτελοῦν κλειδιὰ γιὰ τὴ σωστὴ θεραπεία, ὑπόκεινται καὶ αὐτὲς στὴ δική τους παθολογία. Ἔτσι ἀγάπη μπορεῖ νὰ εἶναι στὴν οὐσία μία μορφὴ ναρκισσισμοῦ», δηλαδὴ ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ μας μέσα ἀπὸ τὴν μορφή, τὸν καθρέφτη τοῦ ἄλλου. Ὁ ναρκισσισμὸς θεωρεῖται νόσος, ἀλλὰ οἱ μορφὲς του εἶναι τόσο πολλὲς καὶ δυσδιάκριτες ὥστε νὰ μὴ ἀντιμετωπίζεται συνήθως στὴ ρίζα του. Στὴν πραγματικότητα κάθε ἐρωτικὴ ἀγάπη ἐμπεριέχει στοιχεῖα ναρκισσισμοῦ, αὐτοῦ ποὺ ὀνομάσαμε προηγουμένως στὴ γλώσσα τοῦ Μαξίμου «φιλαυτία». Τὸ «πάθος» τῆς ἐρωτικῆς ἀγάπης συνίσταται στὴν ἀπαίτηση τῆς ἀποκλειστικότητας ποὺ ἐμπεριέχει, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη νὰ οἰκοδομεῖται ἐπάνω σὲ δύο πρόσωπα, ὡσὰν νὰ μὴ ὑπῆρχαν ἄλλα ὄντα γύρω τους. Ὁ ἔρωτας εἶναι στὸ βάθος μία ἐγωκεντρικὴ μορφὴ ἀγάπης, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ πολλὲς παθολογικὲς καταστάσεις (ἐξάρτηση, ἄγχος ἀποχωρισμοῦ κ.λπ. ).
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ὡς ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν ἄλλο μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν πιὸ ὠμὴ μορφὴ φιλαυτίας, μία παθολογικὴ ἀνεξαρτησία ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ κατάθλιψη ἢ καὶ αὐτοκτονία, ὅταν διαπιστώνεται ὅτι οἱ ἄλλοι μᾶς εἶναι ἀπαραίτητοι, ἀλλὰ ὄχι ἐπιθυμητοί. Ἔτσι τὸ πρόβλημα δημιουργεῖται, μὲ ποιὸν τρόπο ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία μποροῦν ὄχι μόνο νὰ μᾶς ἀπελευθερώσουν ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκαθαρθοῦν τὰ ἴδια ἀπὸ τὴ δική τους παθολογία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ θεολογία θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει τὶς ἑξῆς θέσεις:
α. Τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀποκλειστικότητας στὴν ἀγάπη. «Ἐὰν τινὰς μὲν μισῇς τινὰς δὲ οὐδὲ ἀγάπης οὐδὲ μιςῇς, ἑτέρους δὲ ἀγαπᾶς, ἀλλὰ συμμέτρως, ἄλλους δὲ σφόδρα ἀγαπᾶς, ἐκ ταύτης τῆς ἀνισότητος γνῶθι ὅτι μακρὰν εἶ τῆς τελείας ἀγάπης, ἥτις ὑποτίθεται πάντα ἄνθρωπον ἐξ ἴσου ἀγαπῆσαι». Ἡ ἀποκλειστικότητα ἀναιρεῖ τὴν ἀγάπη γιατί ὑποκρύπτει κάποια μορφὴ φιλαυτίας. Ἀγαποῦμε τοὺς οἰκείους μας, τὰ παιδιά μας, τοὺς συγγενεῖς μας, τοὺς «ἐρωμένους» κ.λπ., περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί κάποια ἀνταπόκριση περιμένουμε ἀπ’ αὐτοὺς ἢ γιατί κάποια ἀνάγκη, ψυχολογικὴ ἢ βιολογική μᾶς δένει μαζί τους. Ἡ ἀγάπη τῶν οἰκείων ὑποκρύπτει τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας.
β. Τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. Καμιὰ μορφὴ ἀγάπης δὲν εἶναι πιὸ ἐλεύθερη ἀπὸ αὐτὴν καὶ καμιὰ μορφὴ ἐλευθερίας δὲν ταυτίζεται πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. «Εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστι; [. . . ] καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι» (Λουκ. 6, 32). Ἡ ἀγάπη ποὺ προσδοκᾶ ἀνταπόδοση εἶναι «ἁμαρτωλή», παθολογική. Ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν περιμένει ἀνταπόδοση, ἢ καλύτερα, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅσους μᾶς βλάπτουν, εἶναι ἀληθινὰ «χάρις», δηλαδὴ ἐλευθερία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐν Χριστῷ» «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν» καὶ ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς εἶναι ἡ μόνη ἐλεύθερη ἀγάπη.
Συμπερασματικά, μόνον ὅταν συμπίπτει ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ἐλευθερία ἔχουμε θεραπεία. Ἀγάπη χωρὶς ἐλευθερία καὶ ἐλευθερία χωρὶς ἀγάπη ἀποτελοῦν παθολογικὲς καταστάσεις, ποὺ χρειάζονται θεραπεία.
Ἀλλὰ πῶς μπορεῖ νὰ συμπέσουν αὐτὰ τὰ δύο στὴν πράξη; Εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφαίνεται κανεὶς γιὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει ἀλλὰ τί ἔχει νὰ πεῖ ἡ θεολογία γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ πρέπει;
Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο
Ἐρχόμαστε τώρα στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ὁμιλίας μας: μὲ ποιὸ τρόπο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πράξη;
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νὰ ἄρουμε μία παρεξήγηση, ποὺ ἐπικρατεῖ εὐρύτατα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θεραπεύει τόσο μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ὅσο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι. Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι σοβαρότατο. Ἀναζητοῦμε ὅλοι κατὰ κανόνα στὴν Ἐκκλησία τὰ μέσα τῆς σωτηρίας ἀλλὰ ἡ σωτηρία βρίσκεται στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἐνσωμάτωσης σ’ αὐτήν. Ἡ διαφορὰ εἶναι πελώρια καὶ ἔχει πρακτικὴ σημασία ὡς πρὸς τὴ θεραπεία.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει πνευματικοὺς καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ποὺ σωστότερα πρέπει νὰ λέγεται τῆς Μετανοίας. Πολλὴ ἔμφαση καὶ σημασία ἔχει ἀποδοθεῖ στὸ στοιχεῖο αὐτὸ ὡς πρὸς τὴ θεραπεία. Ἀναζητεῖται ὁ τέλειος πνευματικός, ἡ τέλεια μέθοδος ἐξομολογήσεως κ.λ.π., καὶ λησμονεῖται ὅτι ὁ πνευματικὸς δὲν θεραπεύει. Μπορεῖ νὰ εἶναι κουρασμένος τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως ἢ νὰ μὴν ἔχει τὶς κατάλληλες γνώσεις —πράγματα συνηθέστατα. Ἡ θεραπεία δὲν θὰ ἐπέλθει τὴν ὥρα τοῦ Μυστηρίου, ἁπλούστατα γιατί τὸ Μυστήριο ἔχει ὡς στόχο τὴν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μόνον ἐκεῖ, σιγὰ-σιγὰ καὶ μακροπρόθεσμα θὰ ἐπέλθει ἡ θεραπεία. Πῶς θὰ συμβεῖ αὐτό;
Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ θεραπευτήριο, γιατί προσφέρει τὴ δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἀτόμου σ’ ἐκείνη τοῦ προσώπου. Ποιὰ ἡ διαφορά; Καὶ πῶς συμβαίνει αὐτὸ στὴν Ἐκκλησία;
Τὸ ἄτομο ἀποτελεῖ ἔννοια ἀριθμητική, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσή του ἀπὸ τὰ ἄλλα ἄτομα· ποὺ εἶναι αὐτὸ γιατί δὲν εἶναι κάτι ἄλλο. Τὸ ἄτομο εἶναι στὸ βάθος ἔννοια ἀρνητική. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ ὡς ἄτομο, ψυχολογικὰ αὐτοπεριφράσσεται, «σχίζεται» ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πρόκειται γιὰ μία παθολογικὴ κατάσταση, ποὺ συνιστᾶ πλῆθος νοσηρῶν φαινομένων, καὶ ἴσως τὴν πηγὴ ὅλων τῶν ἀσθενειῶν, αὐτὸ ποὺ ὁ Μάξιμος ὀνομάζει «φιλαυτία». Τὸ ἄτομο δὲν συνιστᾶ μόνο ἠθικῆς ἤ ψυχολογικῆς φύσεως πρόβλημα, ἀλλὰ ἔχει ὀντολογικὲς διαστάσεις. Συνδέεται μὲ τὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν τροφοδότης καὶ ταυτόχρονα καταλύτης τοῦ ἄτομου: ὁ θάνατος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξαίρει τὴν ἀτομικότητα χωρίζοντάς την ὁριστικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους (ὁ καθένας πεθαίνει μόνον αὐτός), γιὰ νὰ τὴ διαλύσει τελικὰ στὴν ἀποσύνθεση καὶ τὴν ἀνυπαρξία. Ἡ ἀτομικότητα εἶναι φορέας νόσου ἢ νόσων, ἀκριβῶς γιατί στὸ βάθος της ὑποκρύπτεται ὁ φόβος τοῦ θανάτου, τοῦ ὀντολογικοῦ μηδενισμοῦ —ἂν ἐπιτρέπεται ἡ παράδοξη ὅσο καὶ ἀληθινὴ αὐτὴ ἀντίφαση. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὸ σῶμα. Ἄν, ὅπως ὁ Μάξιμος, συνδέουν τὴν φιλαυτία μὲ τὸ σῶμα, δὲν εἶναι γιατί τὸ σῶμα εἶναι κακό, ἀλλὰ γιατί ἐκφράζει κατ’ ἐξοχὴν τὸ ὀχυρό τῆς ἀτομικότητας, ἐκεῖ ποὺ φωλιάζει ἡ δυνατότητα τῆς ἀποκοπῆς μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ ἐκεῖ ποὺ τελικὰ στοχεύει καὶ ἐπιτυγχάνει ὁ θάνατος. Ἡ ἀτομικότητα εἶναι τὸ πρῶτο παθολογικὸ στάδιο, ποὺ περνάει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ἀνάγκη θεραπείας.
Τὸ δεύτερο στάδιο εἶναι ἐκεῖνο τῆς κοινωνίας. Γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀτομικότητα ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ περάσει στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἄλλους —μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἔστω καὶ ἀρνητική: νὰ θυμώσει, νὰ δείρει ἢ ἀκόμα καὶ νὰ σκοτώσει. Αὐτὸ ποὺ συνήθως λέγεται «ἐκτόνωση», ἀποτελεῖ μορφὴ ὑπερβάσεως τοῦ ἀτομισμοῦ, μορφὴ «θεραπείας» κατὰ τὴν ψυχιατρική. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου, πρόκειται ὅμως γιὰ μία μορφὴ σχέσεως καὶ κοινωνίας, ποὺ ἐμφανίζεται ὡς θεραπεία, χωρὶς νὰ εἶναι.
Τὸ ἐπίπεδο στὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται πέρα ἀπὸ αὐτήν, στὴν κατάσταση τοῦ προσώπου.
Τί εἶναι τὸ πρόσωπο;
Ἡ Ἐκκλησία δανείζεται τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴν πίστη της στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ πέρνωντάς την ἀπὸ τὴν Χριστολογία καὶ τὴν Πνευματολογία τὴν ἐφαρμόζει στὴν Ἐκκλησία. Στὴν Ἁγία Τριάδα τὸ πρόσωπο εἶναι ἔννοια θετική, σχέση καταφατική, καὶ ὄχι ἀρνητική. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς Τριάδος εἶναι διάφορα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὄχι γιατί ἀπομονώνονται καὶ ἀποσχίζονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ ἀντίθετα γιατί εἶναι ἀναπόσπαστα ἑνωμένα μεταξύ τους. Ἡ ἑνότητα, ὅσο πιὸ ἄρρηκτη εἶναι, τόσο πιὸ πολὺ γεννάει, παράγει ἑτερότητα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξασφαλίζει ὀντολογικὴ πληρότητα καὶ σταθερότητα, ἀπουσία θανάτου καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ὁ ἄλλος ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἐχθρός, ἀλλὰ ἡ βεβαίωση τῆς δικῆς μου ταυτότητας καὶ μοναδικότητας: τὸ Σὺ ποὺ μὲ κάνει νὰ εἶμαι Ἐγώ, καὶ χωρὶς τὸ ὁποῖο τὸ Ἐγὼ εἶναι ἀνύπαρκτο καὶ ἀδιανόητο.
Καὶ κάτι ἀκόμα. Στὴν Ἁγία Τριάδα ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα καὶ μοναδικότητα δὲν αἰτιολογεῖται ψυχολογικά, ἀλλὰ ὀντολογικά. Οἱ ἰδιότητες ποὺ διακρίνουν τὰ τρία πρόσωπα μεταξύ τους εἶναι μόνο ὀντολογικές: τὸ κάθε Ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, καὶ τίποτε παραπάνω. Τὸ πρόσωπο δὲν κρίνεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἁπλὴ κατάφαση τῆς ταυτότητάς του ὡς μοναδικοῦ καὶ ἀναντικατάστατου ὄντος. Δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο προσωπικότητα, δηλαδὴ συνισταμένη ἰδιοτήτων (ὕψους, κάλλους ἢ ἀσχήμιας, ἀρετῆς ἢ κακίας, εὐφυΐας ἢ βλακείας κ.λ.π.. Τὸ πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο ἀπὸ ἰδιότητες καὶ δὲν κρίνεται ἀπ’ αὐτές).
Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη περὶ προσώπου περνάει στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε «ἐν Χριστῷ» μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δὲν κρίνεται ἀπὸ τὶς ἰδιότητές του —αὐτὸ σημαίνει ἡ συγχώρηση, ποὺ παίρνει στὸ Βάπτισμα καὶ στὴ Μετάνοια— ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι. Ἡ συγχώρηση καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, ὡς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ταυτότητος, μὲς τὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεραπευτικῆς. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει ὄχι μὲ ὅσα λέγει, ἀλλὰ μὲ ὅ,τι εἶναι: κοινότητα ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ δὲν εἶναι συναίσθημα, ὥστε νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὸ ἐσωτερικὸ καὶ τὴ διάθεση τοῦ ἄτομου, ἀλλὰ σχέση, πράγμα ποὺ ἀπαιτεῖ συνύπαρξη καὶ ἀποδοχὴ σὲ μία κοινότητα συγκεκριμένη, κοινότητα ἀγάπης χωρὶς ἀποκλειστικότητα καὶ ὅρους. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει μὲ τὸ νὰ εἶναι μία τέτοια κοινότητα, στὴν ὁποία ἐντασσόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐθίζεται νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἀγαπᾶται ἐλεύθερα, ὅπου κατὰ τὰ λόγια του Ἁγίου Μαξίμου «ἡ τελεία ἀγάπη οὐ συνδιασχίζει τὴν μίαν τῶν ἀνθρώπων φύσιν . . . ἀλλ’ εἰς αὐτὴν ἀεὶ ἀποβλεπομένη πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ . . . Διὸ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν αὐτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ἐνδειξάμενος, ὑπὲρ τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος ἔπαθεν. . . » (κεφ. ἀγαπ. I, 72).
Τὸ πρακτικὸ καὶ ἀμείλικτο ἐρώτημα εἶναι ὅμως: εἶναι ἡ Ἐκκλησία κοινότητα ἀγάπης, χῶρος στὸν ὁποῖο περνάει κανεὶς ἀπὸ τὴ «φιλαυτία» στὴ «φιλαδελφία», ἀπὸ τὴν νόσο στὴν ἴαση; Στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική, μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο. Ἄλλως, εἶναι ἕνα φαρμακεῖο, ποὺ προμηθεύει τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀναλγητικά, χωρὶς νὰ τοὺς μεταμορφώνει ἀπὸ ἄτομα σὲ πρόσωπα. Γιατί τὰ πρόσωπα προϋποθέτουν σχέση, καὶ ἡ σχέση κοινότητα. Διαφορετικὰ παραμένουν ἄτομα μεμονωμένα μὲ τὴν «ψευδαίσθηση τῆς ἁγιότητας. Extra eccliasiam nulla salus— ὄχι γιατί ἐκεῖ ὑπάρχουν τὰ μέσα τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ γιατί ἐκεῖ λειτουργεῖ τὸ Τριαδικὸ μυστήριο τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν προσώπων.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπωλέσει τὴ συνείδηση τῆς κοινότητας, καὶ ἂν κάνει λόγο σήμερα γιὰ θεραπευτήριο μᾶλλον ἐννοεῖ πὼς εἶναι φαρμακεῖο. Παραμένει ὅμως ἀληθινὴ κιβωτὸς σωτηρίας, γιατί διατηρεῖ ἀνόθευτη ὄχι μόνο τὴν πίστη στὸν προσωπικὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν Χριστὸ τῆς καθολικῆς ἀγάπης, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ γιατί παραμένει ἡ γνήσια εὐχαριστιακὴ κοινότητα, στὴν ὁποία προσφέρονται οἱ ἀγαπητικὸς ἐκεῖνες σχέσεις, ποὺ μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπο μεταβάλλοντάς τον ἀπὸ ἄτομο σὲ πρόσωπο. Αὐτὴ τὴν πίστη καὶ αὐτὴ τὴ σύναξη καὶ κοινότητα πρέπει νὰ τὴ διατηρήσουμε γνήσια καὶ ἐνεργό, ἂν θέλουμε νὰ θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτήριο.
Ἀνατρέχοντας σὲ ὅσα προσπάθησα νὰ πῶ αἰσθάνομαι πὼς πρέπει νὰ ἐπισημάνω τὰ ἀκόλουθα.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία ἡ θεραπεία δὲν εἶναι ὑπόθεση ψυχολογικὴ ἢ ἠθική, ἀλλὰ ὀντολογική. Σκοπὸς τῆς θεραπείας δὲν εἶναι νὰ ἀνακουφίσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς νόσου, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναγεννήσει μεταφέροντάς τον ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φιλαυτίας, ὅπου γεννιοῦνται τὰ πάθη, στὸ χῶρο τῆς φιλαδελφίας, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ θεραπεία διὰ τῆς ἀγάπης. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν ἕνα χῶρο στὸν ἄλλον εἶναι ἐπώδυνο, γιατί προϋποθέτει τὸ Σταυρὸ ἢ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Μαξίμου τὴ βίωση τῆς ὀδύνης, ποὺ συνυπάρχει μὲ τὴν ἡδονή. Εἶναι ἕνα πέρασμα, ποὺ πρέπει νὰ καθοδηγεῖται μὲ προσοχὴ καὶ φιλανθρωπία, «ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῆ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον» (Ἑβρ. 12, 13).
Στὴν προσπάθεια αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία διαθέτουν ὄχι τόσο τεχνική, ἢ ἐξειδίκευση, ὅσο τὴν πίστη στὸν προσωπικὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ· τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴν χωρὶς ὅρια καὶ ἀποκλειστικότητα, καὶ τὴν Ἐκκλησία ὡς εὐχαριστιακὴ κοινότητα, ἡ ὁποία πραγματώνει τὴν ἀγάπη αὐτὴ ὡς προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ σχέση. Ὁ πόλεμος κατὰ τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία αὐτοσκοπό. Ἀποβλέπουν στὸ νὰ ἀναδυθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὸ ὄντως πρόσωπο, νὰ ἐπανενωθεῖ ἡ κατατεμαχισμένη φύση, καὶ νὰ ξαναβρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴ σωστὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό, μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὴν ὑλικὴ φύση. Ὑγεία γιὰ μᾶς εἶναι ἡ σωστὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς παράγοντες (τὸ Θεό, τοὺς ἄλλους καὶ τὴ φύση), ποὺ ἀποτελοῦν τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Ἀσθένεια εἶναι ἡ διαταραχὴ τῆς τριπλῆς αὐτῆς καὶ τρισδιάστατης σχέσεως. Ἴσως αὐτὸ νὰ διαφοροποιεῖ πολὺ τὴ θεολογία ἀπὸ τὴ ψυχιατρικὴ —ἴσως ὄχι, ἐσεῖς θὰ κρίνετε. Ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι βέβαιο εἶναι ὅτι τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καὶ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη πρέπει νὰ συμπέσουν στὴ βασικὴ αὐτὴ διαπίστωση, ἂν πρόκειται νὰ ἀναπτυχθεῖ ἕνας διάλογος μεταξύ τους.