Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2011

Ἡ μεγάλη περιπέτεια στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας


 
Ματθαία Ὄσβαλντ (Μοναχή)

________________________________________

Ἡ ἱστορία διηγεῖται, πῶς μία ρωμαιοκαθολικὴ Μοναχὴ ἀνακάλυψε τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
________________________________________

Παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία

Γεννήθηκα τὸ 1961 ἀπὸ προτεστάντες γονεῖς σὲ μία πόλη τῆς νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σὲ ἕνα προάστιο, τὸ ὁποῖο ἦταν παλαιότερα ἕνα αὐτόνομο χωριὸ καὶ ἀργότερα ἐνσωματώθηκε σὲ δῆμο. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολικὴ οἰκογένεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι ἦταν προτεστάντες. Στὸ δημοτικὸ ἡ κόρη αὐτῆς τῆς οἰκογένειας, τὴν ὁποία ἐγὼ συμπαθοῦσα πάρα πολύ, ἦταν συμμαθήτριά μου. Θυμᾶμαι πολὺ καλὰ ὅτι μοῦ ἦταν αὐστηρὰ ἀπαγορευμένο νὰ τὴν ἐπισκέπτομαι, διότι μοῦ ἔλεγαν πὼς ἂν τὸ μάθαινε κανεὶς θὰ ἦταν ντροπὴ γιὰ τὴν οἰκογένειά μας. Τὰ ἑπόμενα χρόνια ὑπῆρξε μεγαλύτερη ἀνοχὴ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό. Ἂν καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων ἦταν προτεστάντες, αὐξήθηκε μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ "καθολικὸς" πληθυσμὸς καὶ δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες στὴν πόλη.

Οἱ γονεῖς μου πίστευαν στὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν πράξη αὐτὴ τους τὴν πίστη, δηλαδὴ δὲν πηγαίναμε ποτὲ τὶς Κυριακὲς στὴν ἐκκλησία, δὲν προσευχόμασταν-τουλάχιστον ὄχι ὅλοι μαζὶ οὔτε καν πρὶν ἀπὸ τὰ γεύματα-καὶ τὸ θέμα «Θεὸς» ἦταν ἀνύπαρκτο στὸ σπίτι μας

________________________________________

Ἡ ἱστορία διηγεῖται, πῶς μία ρωμαιοκαθολικὴ Μοναχὴ ἀνακάλυψε τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
________________________________________

Παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία

Γεννήθηκα τὸ 1961 ἀπὸ προτεστάντες γονεῖς σὲ μία πόλη τῆς νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σὲ ἕνα προάστιο, τὸ ὁποῖο ἦταν παλαιότερα ἕνα αὐτόνομο χωριὸ καὶ ἀργότερα ἐνσωματώθηκε σὲ δῆμο. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολικὴ οἰκογένεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι ἦταν προτεστάντες. Στὸ δημοτικὸ ἡ κόρη αὐτῆς τῆς οἰκογένειας, τὴν ὁποία ἐγὼ συμπαθοῦσα πάρα πολύ, ἦταν συμμαθήτριά μου. Θυμᾶμαι πολὺ καλὰ ὅτι μοῦ ἦταν αὐστηρὰ ἀπαγορευμένο νὰ τὴν ἐπισκέπτομαι, διότι μοῦ ἔλεγαν πὼς ἂν τὸ μάθαινε κανεὶς θὰ ἦταν ντροπὴ γιὰ τὴν οἰκογένειά μας. Τὰ ἑπόμενα χρόνια ὑπῆρξε μεγαλύτερη ἀνοχὴ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό. Ἂν καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων ἦταν προτεστάντες, αὐξήθηκε μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ "καθολικὸς" πληθυσμὸς καὶ δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες στὴν πόλη.

Οἱ γονεῖς μου πίστευαν στὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν πράξη αὐτὴ τους τὴν πίστη, δηλαδὴ δὲν πηγαίναμε ποτὲ τὶς Κυριακὲς στὴν ἐκκλησία, δὲν προσευχόμασταν-τουλάχιστον ὄχι ὅλοι μαζὶ οὔτε καν πρὶν ἀπὸ τὰ γεύματα-καὶ τὸ θέμα «Θεὸς» ἦταν ἀνύπαρκτο στὸ σπίτι μας

________________________________________

Ἡ ἱστορία διηγεῖται, πῶς μία ρωμαιοκαθολικὴ Μοναχὴ ἀνακάλυψε τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
________________________________________

Παιδικὴ ἡλικία καὶ ἐφηβεία

Γεννήθηκα τὸ 1961 ἀπὸ προτεστάντες γονεῖς σὲ μία πόλη τῆς νότιας Γερμανίας. Ζούσαμε σὲ ἕνα προάστιο, τὸ ὁποῖο ἦταν παλαιότερα ἕνα αὐτόνομο χωριὸ καὶ ἀργότερα ἐνσωματώθηκε σὲ δῆμο. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο μία ρωμαιοκαθολικὴ οἰκογένεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι κάτοικοι ἦταν προτεστάντες. Στὸ δημοτικὸ ἡ κόρη αὐτῆς τῆς οἰκογένειας, τὴν ὁποία ἐγὼ συμπαθοῦσα πάρα πολύ, ἦταν συμμαθήτριά μου. Θυμᾶμαι πολὺ καλὰ ὅτι μοῦ ἦταν αὐστηρὰ ἀπαγορευμένο νὰ τὴν ἐπισκέπτομαι, διότι μοῦ ἔλεγαν πὼς ἂν τὸ μάθαινε κανεὶς θὰ ἦταν ντροπὴ γιὰ τὴν οἰκογένειά μας. Τὰ ἑπόμενα χρόνια ὑπῆρξε μεγαλύτερη ἀνοχὴ ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτό. Ἂν καὶ ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων ἦταν προτεστάντες, αὐξήθηκε μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ "καθολικὸς" πληθυσμὸς καὶ δημιουργήθηκαν περισσότερες ρωμαιοκαθολικὲς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες στὴν πόλη.

Οἱ γονεῖς μου πίστευαν στὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔκαναν πράξη αὐτὴ τους τὴν πίστη, δηλαδὴ δὲν πηγαίναμε ποτὲ τὶς Κυριακὲς στὴν ἐκκλησία, δὲν προσευχόμασταν-τουλάχιστον ὄχι ὅλοι μαζὶ οὔτε καν πρὶν ἀπὸ τὰ γεύματα-καὶ τὸ θέμα «Θεὸς» ἦταν ἀνύπαρκτο στὸ σπίτι μας
Ὅμως στὸ σπίτι τῶν παππούδων μας ἔμενε μία μεγάλη, εὐαγγελικὴ ἀδελφὴ διακόνισσα, ἡ ὁποία ἦταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ἦταν σὰν ἕνα φῶς γιὰ μένα. Κάθε φορὰ ποὺ ἐπισκεπτόμουν τοὺς παπποῦδες μου, ἐκμεταλλευόμουν τὴν εὐκαιρία νὰ «ἐξαφανιστῶ» καὶ νὰ ἐπισκεφτῶ αὐτὴ τὴν ἀδελφή. Μοῦ διηγεῖτο συνεχῶς γιὰ τὸν Ἰησοῦ, γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, πῶς τὴν εἶχε βοηθήσει ἐπανειλημμένως καὶ ποικιλοτρόπως, γιὰ τὸν παράδεισο, τὸν οὐρανό, τοὺς ἀγγέλους καὶ προσευχόταν μαζί μου. Ὁ χρόνος μαζί της κυλοῦσε πολὺ γρήγορα! Ἤμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορὰ ποὺ ἄκουγα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Μὰ ποῦ εἶσαι πάλι; Ἔλα γρήγορα»! Οἱ παπποῦδες δὲν ἔβλεπαν μὲ καλὸ μάτι τὸ γεγονὸς ὅτι περνοῦσα τόσο πολὺ χρόνο μὲ αὐτὴ τὴν «εὐλαβῆ θεία».

Ἕνα βράδυ, ὅταν ἤμουν τεσσάρων ἢ πέντε ἐτῶν, ἤμουν ξαπλωμένη στὸ κρεβάτι μου καὶ σκεφτόμουν πόσο φρικτὰ κουραστικὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι γιὰ τὸν πατέρα Θεὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ξεκουραστεῖ ποτέ. Πάντα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγρυπνᾶ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ προσέχει νὰ μὴν τοὺς συμβεῖ κανένα κακό. Ἐγὼ Τοῦ πρότεινα ὅλες τὶς πιθανὲς λύσεις, ὅπως π.χ. τὸ νὰ ἐναλλάσσεται μὲ τὸν Υἱό Του ἢ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Στὸ τέλος Τοῦ εἶπα ὅτι ἤθελα τόσο πολὺ νὰ Τὸν βοηθήσω καὶ ὅτι δὲ θὰ μὲ πείραζε καθόλου ποὺ καὶ ποὺ νὰ μένω τὶς νύχτες ξάγρυπνη, ἀλλὰ αὐτὸ πάλι δὲ θὰ βοηθοῦσε τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὴ μία ἦταν πολὺ παιδικὸ ὅλο αὐτὸ τὸ σκεπτικό μου, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως τὸ ἐννοοῦσα πραγματικὰ καὶ ποτὲ δὲν τὸ ξέχασα, ἂν καὶ τὰ ἑπόμενα χρόνια τὸ λησμόνησα. Μετὰ ἄρχισαν τὰ σχολικά μου χρόνια. Ἤμουν ἀπασχολημένη μὲ ἄλλα πράγματα.

Ναὶ μὲν δὲν ἀμφέβαλλα ποτὲ γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶχε καμία σημασία γιὰ μένα καὶ τὴ ζωή μου. Ἦταν σὰν δύο ξεχωριστὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶχαν καμία σχέση τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ὅλη ἡ ἐφηβεία μου ἦταν ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι πάντα ἤθελα νὰ εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι (κάτι ποὺ ποτέ μου δὲν κατάφερα, ἀφοῦ ἤμουν πάντα στὸ περιθώριο, πράγμα ποὺ πρέπει νὰ ὀφείλεται ἐν μέρει καὶ στὴν ἄχαρη ἐξωτερική μου ἐμφάνιση). Δοκίμασα ὅλα ὅσα ἔκαναν καὶ οἱ ἄλλοι, τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ρὸκ μουσικὴ κλπ. Τότε ἤμουν σὲ μία ὁμάδα, ἀλλὰ τὸν περισσότερο χρόνο καθόμουν μόνη σὲ μία γωνιά. Ἔτσι ποτὲ δὲν ἐνσωματώθηκα, παρόλο ποὺ προσπάθησα πολύ.


Συνεπαρμένη ἀπὸ θεῖο ἔρωτα

Ὅταν ἤμουν δεκαεπτὰ ἐτῶν ἔγινε μία σημαντικὴ ἀλλαγὴ στὴ ζωή μου. Πάντα εἶχα μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴ μουσική, ἔπαιζα κάποια ὄργανα καὶ ἤθελα ἀργότερα νὰ σπουδάσω μουσική.

Κάποιος ἔδωσε στὴ μαμά μου δύο εἰσιτήρια γιὰ μία συναυλία. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸ "Κατὰ Ματθαῖον Πάθη" τοῦ Joh. Seb. Bach, ποὺ εἶναι τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου. Ἡ συναυλία θὰ λάμβανε χώρα τὴ Μεγάλη Παρασκευή.

Οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν κάποια ἰδιαίτερη θεία λειτουργία τὴ Μεγάλη ἑβδομάδα, γι’ αὐτὸ συχνὰ πραγματοποιοῦνται οἱ λεγόμενες «θρησκευτικὲς συναυλίες» τὶς ὁποῖες παρακολουθεῖ κανεὶς γιὰ περισυλλογὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἠρεμία. Ἡ συναυλία διήρκησε τρεισήμισι ὧρες. Βασικὰ δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω τί συνέβη μέσα μου. Τὸ ἅγιο εὐαγγέλιο σὲ συνδυασμὸ μὲ αὐτὴ τὴ συναρπαστικὴ μουσικὴ μὲ ἄγγιξε βαθύτατα καὶ συγκλόνισε τὴν καρδιά μου (Κάτι παρόμοιο διάβασα-παρεμπιπτόντως-στὴ βιογραφία τοῦ πατέρα Σεραφεὶμ Ρόουζ). Ἤμουν συνεπαρμένη καὶ ἐντυπωσιασμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπέκυψε γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας στὸ Σταυρό. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἔγινε ἀκριβῶς ἐκείνη τὴ στιγμὴ πραγματικότητα γιὰ ἐμένα καὶ μὲ γέμιζε ὁλοκληρωτικά. Δὲν ξέρω γιὰ πόση ὥρα καθόμουν μόνη στὴν ἐκκλησία καὶ ἔκλαιγα. Ἤξερα μόνο ἕνα πράγμα, ὅτι ἤθελα νὰ γίνω μία ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ἦταν ξεκάθαρο στὴν καρδιά μου. Ἀργότερα ἀναρωτιόμουν συχνὰ γιὰ ποιὸ λόγο εἶπα «Θέλω νὰ γίνω μία ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη» καὶ ὄχι «Θέλω νὰ δώσω μία ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη». Δὲν τὸ καταλάβαινα, ἀλλὰ φαινόταν νὰ ἔχει κάποια σημασία. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ μέρα ἄλλαξε ἡ ζωή μου. Τὴν ἑπόμενη μέρα ἀγόρασα μία Βίβλο. Κρέμασα ἕνα σταυρὸ στὸ δωμάτιό μου καί, ἀντὶ νὰ πηγαίνω τὰ βράδια στὰ καπηλειά, διάβαζα τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ προσευχόμουν. Μετὰ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ σπουδάσω ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Σκεφτόμουν πώς, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μὲ ἄγγιξε τόσο μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ μοῦ χάρισε ἕνα ταλέντο, τότε θέλω νὰ βοηθήσω νὰ μπορέσουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἀποκτήσουν παρόμοια ἐμπειρία.

Ἔγινα μέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς χορωδίας τῆς πόλης μας καὶ ἄρχισα νὰ παρακολουθῶ ἕνα τμῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ μαθήματα ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου. Ἔτσι ἄλλαξε καὶ τὸ φιλικό μου περιβάλλον. Τὰ ἑπόμενα τρία χρόνια τὰ ἀφιέρωσα τελείως στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, στὶς νέες γνωριμίες, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ παράλληλα καὶ στὸ σχολεῖο.


Προτεσταντισμὸς ἢ ρωμαιοκαθολικὴ "ἐκκλησία"

Μία φίλη ἔπαιζε προσωρινὰ ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο σὲ μία "καθολικὴ" ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα τῆς πόλης μας. Κάποιο Σάββατο βράδυ συνεννοηθήκαμε νὰ τὴν περιμένω ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ βγοῦμε μαζί. Κατὰ λάθος πῆγα μία ὥρα νωρίτερα καὶ ἔτσι ἀποφάσισα νὰ πάω μαζί της στὸν ἐξώστη καὶ νὰ παρακολουθήσω τὴ θεία λειτουργία «ἀφ' ὑψηλοῦ», ἀντὶ νὰ περιμένω ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία ποὺ γνώρισα στὴν εὐαγγελικὴ ἐκκλησία. Ἦταν κάπως πιὸ ὑπερβατικὰ καὶ μοῦ ἔκανε καλὴ ἐντύπωση. Ἀπὸ τότε δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω καὶ ἤθελα νὰ ἀνακαλύψω τί ἦταν αὐτὸ τὸ διαφορετικὸ ποὺ μὲ συγκίνησε. Γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἐπισκεπτόμουν τὰ βράδια τοῦ Σαββάτου τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ παρακολουθοῦσα τὴν ἀπογευματινὴ ἀκολουθία τῶν καθολικῶν, ἐνῶ τὰ πρωινά της Κυριακῆς παρακολουθοῦσα τὴ θεία λειτουργία τῆς εὐαγγελικῆς ἐκκλησίας. Τὸ πρῶτο μὲ ἕλκυε ὅλο καὶ περισσότερο. Στὴν εὐαγγελικὴ "ἐκκλησία" μοῦ ἔλειπε ἡ ὑπερβατικότητα, φαινόταν σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα ἀνθρώπινο σχῆμα, ὅπου τοὺς ἀνθρώπους τοὺς συνδέει ἕνα κοινὸ ἐνδιαφέρον, δηλαδὴ ὁ Θεός. Στὴ ρωμαιοκαθολικὴ "ἐκκλησία" ἔνιωθα κάτι σὰν μία ὑπέρβαση. Τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔνωνε κάτι τὸ ὁποῖο τοὺς ὑπερβαίνει καὶ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι συμβαίνει σὲ ἕνα σύλλογο ἢ σὲ μία κοινότητα μὲ κοινὰ ἐνδιαφέροντα.

Ἰδιαιτέρως μοῦ ἄρεσε ἡ θεία Εὐχαριστία σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν μετάληψη τῆς εὐαγγελικῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν εἶχε ἰδιαίτερη σημασία γιὰ ἐμένα. Μιλοῦσα συχνὰ μὲ τὸν ἱερέα τῆς κοινότητας ὁ ὁποῖος διακατεχόταν ἀπὸ σύγχρονες ἀπόψεις. Ὡς προτεστάντισσα εἶχα φυσικὰ σοβαρὰ προβλήματα μὲ τὸν παπισμό! Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἱερέα αὐτὸ δὲν ἦταν πρόβλημα. Ἢ καλύτερα νὰ πῶ ὅτι ἦταν πρόβλημα, ἀλλὰ τὸ εἶχε λύσει μὲ τὸν τρόπο του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δηλαδὴ ποὺ τὸ εἶχε ἀκούσει καὶ στὶς διαλέξεις ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τοῦ πανεπιστημίου. (Τὰ ἑπόμενα χρόνια ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητή του ἡ ἄδεια διδασκαλίας στὴ Ρώμη). Ὁ καθηγητὴς ἔλεγε: «Ὁ πάπας εἶναι στὴ Ρώμη καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ. Τί γνωρίζει γιὰ ἐμᾶς; Ἂς ἀσχοληθεῖ ἐκεῖνος μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης κι ἐμεῖς ἐδῶ μὲ τὴ δική μας». (Αὐτὴ ἡ ἄποψη φυσικὰ κάθε ἄλλο παρὰ ρωμαιοκαθολικὴ ἦταν καὶ ἄρχισε νὰ διαδίδεται ὅλο καὶ περισσότερο τὴ δεκαετία τοῦ `80.)

Αὐτὸ ποὺ τελικὰ μὲ ὤθησε στὸ νὰ γίνω ρωμαιοκαθολικὴ ἦταν ἡ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ὑπέρβασης καὶ προπάντων ἡ εὐχαριστία, δηλ. ἡ πίστη ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας μεταβάλλονται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος πράγματι σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ ὅλο αὐτὸ ἦταν μία πραγματικότητα καὶ ὄχι κάτι τὸ συμβολικό. Ἕνας ἄλλος λόγος ἦταν ἡ λειτουργία , διότι στὴν εὐαγγελικὴ "ἐκκλησία" δὲν ὑπῆρχε λειτουργία ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια. Ἡ θεία λειτουργία ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ τὸ ἀνάγνωσμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἕνα μεγάλο κήρυγμα καὶ πολλὰ τραγούδια καὶ περίπου μία φορὰ τὸ μήνα ἀπὸ τὴ λεγόμενη «θεία κοινωνία» ἀμέσως μετὰ τὴ λειτουργία. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1982 ἔγινα λοιπὸν ρωμαιοκαθολική. Ἀναλογιζόμενη σήμερα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε ὅλο αὐτὸ κουνάω τὸ κεφάλι μου, γιατί ἤμουν τυφλή. Εἴχαμε ἀποφασίσει νὰ γιορτάσουμε μὲ μία "λειτουργία" στὸ σπίτι (Hausmesse), μέσα σὲ οἰκογενειακὴ ἀτμόσφαιρα. Ἡ γιορτὴ δὲν ἔλαβε χώρα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ στὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἱερέα. Μποροῦσα νὰ ἐπιλέξω ἡ ἴδια τὸ ἀνάγνωσμα τοῦ εὐαγγελίου καί, ἀντὶ γιὰ ἕνα κήρυγμα, ἀνταλλάξαμε ὅλοι μαζὶ κηρύγματα-σύμφωνα μὲ τὰ ἐδάφια τοῦ εὐαγγελίου ποὺ εἴχαμε ἐπιλέξει-ἐνῶ καθόμασταν στὸν καναπέ. Αὐτὸ ὀνομαζόταν λειτουργία τοῦ λόγου. Γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς εὐχαριστίας καθόμασταν ὅλοι μαζὶ γύρω ἀπὸ τὴν τραπεζαρία ἡ ὁποία χρησίμευε ὡς Ἁγία Τράπεζα. Ναὶ μὲν ἔπρεπε νὰ πῶ μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους τὸ σύμβολο τῆς πίστεως, ἀλλὰ κανεὶς δὲ μοῦ ζήτησε νὰ ὁμολογήσω τὸ ἑξῆς: «Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ ὅλα ὅσα πιστεύει, διδάσκει καὶ διακηρύττει ἡ ἁγία καθολικὴ ἐκκλησία ». (Αὐτὸ τὸ ἀντιλήφθηκα μετὰ ἀπὸ 24 χρόνια, ὅταν κάποιος μοῦ εἶπε «Δὲν μπορεῖς νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν ἐκκλησία μας ἔτσι ἁπλά, ἀφοῦ ἔκανες αὐτὴν τὴν ὁμολογία»).

Ἔτσι λοιπὸν ἔγινα ρωμαιοκαθολική. Καὶ τώρα; Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ παίζει σημαντικὸ ρόλο στὴν εὐαγγελικὴ ἐκκλησία, στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία ὅμως εἶναι δευτερεύουσα. Ἐπιπλέον ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἐδῶ δὲ μοῦ φαινόταν καὶ πολὺ ἑλκυστική. Δημιουργήθηκε μὲ ταχεῖς διαδικασίες μετὰ τὴ Β` σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ὅταν ἐπιτράπηκε ἡ τέλεση τῆς λειτουργίας στὴν ἑκάστοτε γλώσσα τῆς χώρας, καὶ δὲν εἶχε καμία παράδοση. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ σκεφτόμουν πὼς ἔπρεπε κάπως νὰ δραστηριοποιηθῶ σὲ μία κοινότητα καί, ἐπειδὴ ὡς γυναίκα δὲν μποροῦσα νὰ γίνω ἱερέας, ἀποφάσισα νὰ σπουδάσω θεολογία, γιὰ νὰ γίνω ἱεροκήρυκας. Συνέχιζα νὰ μελετῶ πολὺ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα μὲ ἄγγιζαν βαθύτατα οἱ ὀνομαζόμενες παραβολές. Μὲ ἄγγιζε κάθε φορὰ ποὺ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς στὸν πλούσιο νεανία: «Ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.»(Ματθ.ιθ.21).Σὲ κάποιον ἄλλον εἶπε: «Ἀκολούθει μοι καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς »(Ματθ.η.22) ἢ «Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετος ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»(Λουκ. θ. 62). Μὲ ἄγγιζε καὶ μὲ πονοῦσε. Ἤθελα νὰ κάνω τὴν πίστη μου ἐπάγγελμα καὶ τὸ βασικότερο πράγμα στὴ ζωή μου. Ἀλλὰ μὲ ποιὸν τρόπο; Μήπως ἔπρεπε νὰ φύγω ἀπὸ τὸ σπίτι μου χωρὶς μία δραχμή, χωρὶς δεύτερο πανωφόρι, χωρὶς τίποτα καὶ ἁπλὰ νὰ ἀναχωρήσω, ἔτσι ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἀλλὰ πρὸς τὰ ποῦ;


Στὴν ἀναζήτηση γιὰ τὸ δικό μου μοναστήρι

Πρὶν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῶν βασικῶν σπουδῶν μου ἔπρεπε πρῶτα νὰ παρακολουθήσω γιὰ ἕνα χρόνο κάποια μαθήματα γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς λατινικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς Βίβλου. Αὐτὸ τὸ διάστημα συνέβη πάλι ἕνα γεγονός, πού μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσω. Καθὼς ξεφύλλιζα μία μέρα ἕνα περιοδικὸ στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς ἑνὸς γιατροῦ, ἔπεσα πάνω σὲ ἕνα ἄρθρο γιὰ ἕνα μοναστήρι τῶν Βενεδικτίνων. Αὐτὸ μὲ ἐνδιέφερε! Ἴσως νὰ ἦταν αὐτὴ ἡ ἀπάντηση γιὰ τὴν ὑπαρξιακή μου ἀπορία. Ἤμουν πεπεισμένη ὅτι ὑπῆρχαν μοναστήρια μόνο στὸ μεσαίωνα. Ὅπως εἶπα, ἔμενα σὲ μία εὐαγγελικὴ περιοχή, στὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν μοναστήρια. Τὴν ἑπόμενη μέρα πῆρα ἀμέσως τηλέφωνο, γιὰ νὰ ρωτήσω, μήπως μποροῦσα κάποια στιγμὴ νὰ τοὺς ἐπισκεφτῶ. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετικὴ καὶ ἐπὶ ἑβδομάδες χαιρόμουν γιὰ τὶς ἐρχόμενες διακοπὲς ποὺ θὰ περνοῦσα ἐκεῖ. Ἤμουν βαθύτατα ἐντυπωσιασμένη μὲ τὴν ἡσυχία, τὶς ἀκολουθίες ὡρῶν-κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἀδελφὲς συγκεντρώνονταν κάθε τρεῖς ὧρες στὴν ἐκκλησία-, μὲ τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία, τοὺς ἴδιους καθημερινοὺς ρυθμούς, κατὰ τοὺς ὁποίους μποροῦσε νὰ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή. Παρ' ὅλο ποὺ ὅλα αὐτά μοῦ ἄρεσαν, κάτι μοῦ ἔλειπε καὶ ἐκεῖ.

Ἔμαθα ὅτι ὑπῆρχαν διάφορα τάγματα, μὲ διαφορετικοὺς κανονισμοὺς καὶ διαφορετικὸ πνεῦμα. Γνώρισα τὶς Φραγκισκανὲς μοναχές, τὸ κάρμελ καὶ μερικὰ ἄλλα. Παντοῦ μοῦ ἄρεσε κάτι, ἀλλὰ πάντα κάτι μοῦ ἔλειπε, ὅμως τί; (Τὴν ἀπάντηση σὲ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση θὰ τὴν ἔπαιρνα πολλὰ χρόνια ἀργότερα). Πάντως εἶχα ξεκαθαρίσει πλέον μέσα μου ὅτι σὲ κάθε περίπτωση ἤθελα νὰ ἀφιερώσω τὴ ζωή μου στὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνω μοναχή. Στὴν προσευχή μου ρωτοῦσα τὸ Θεὸ συνεχῶς ποῦ μὲ ἤθελε, σὲ ποιὸ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ τάγματα καὶ τὶς κοινότητες. Κατὰ τὴν ἀναζήτησή μου ἦλθα σὲ ἐπαφὴ καὶ μὲ τὴ λεγόμενη χαρισματικὴ κοινότητα.

Ὅμως ἔνιωθα λίγο ἄβολα μὲ ὅλα αὐτά. Ὅλοι ἔψελναν σὲ «γλῶσσες», κάποιοι μιλοῦσαν προφητικά, ὅλα ἦταν τελείως συναισθηματικὰ καὶ γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἐνίωθα ξένη. Αὐτὸ δὲν μποροῦσα βέβαια νὰ τὸ ἐκδηλώσω, διότι αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι δὲν ἤμουν φωτισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὅτι κρατοῦσα τὴν καρδιά μου κλειστή.

Ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἔκανα μία ἐπίσκεψη σὲ μία ἀπὸ τὶς καινούργιες πνευματικὲς κοινότητες. Ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ `80 καὶ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἄγαμους ἄνδρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ μία μεγάλη περίοδο δοκιμῆς (Noviziat) ἔπαιρναν ὅρκο καὶ ὑπόσχονταν ἀκτημοσύνη, παρθενία καὶ ὑπακοή. Στὰ μέλη συμπεριλαμβάνονταν ὅμως καὶ οἰκογένειες μὲ παιδιά. Τὰ ζευγάρια ὑπόσχονταν ἀκτημοσύνη καὶ συζυγικὴ ἁγνότητα. Ἂν τὸ δεῖ κανεὶς ἐπιφανειακὰ τίποτα δὲ μὲ συγκίνησε ἐκεῖ κατὰ τὴν πρώτη μου ἐπίσκεψη, μᾶλλον τὸ ἀντίθετο θὰ ἔλεγα. Κάποιος ἐπισκέπτης ρώτησε στὰ πλαίσια μιᾶς συνομιλίας ποιοὶ ἦταν οἱ ὅροι γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν κοινότητα, ὁπότε ἀπάντησε ὁ ἱδρυτὴς καὶ ὑπεύθυνός τῆς κοινότητας τὸ ἑξῆς: «Ὅροι; Ἕνας καὶ μοναδικὸς ὑπάρχει. Ὅποιος θέλει νὰ μπεῖ ἐδῶ μέσα, πρέπει νὰ ἐγκαταλείψει καθετὶ ἐγκόσμιο»! Αὐτὸ ἦταν! Ὅταν ἐπέστρεψα τὸ βράδυ στὸ σπίτι μου δὲ γνώριζα περισσότερα ἀπὸ πρίν. Μόνο ἐκείνη ἡ μία πρόταση δὲν μποροῦσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μυαλό μου.

Ἐκεῖνο τὸ καλοκαίρι μὲ προσκάλεσε ἕνας καλὸς φίλος στὴ Γαλλία, σὲ μία μεγάλη συνάντηση μὲ διάφορες νέες καθολικὲς πνευματικὲς κοινότητες. Ἡ ποικιλία, οἱ ψαλμοί, οἱ ἰσραηλινοὶ παραδοσιακοὶ χοροί, ἡ ἀκολουθία τῶν ὡρῶν, ἡ εὐχαριστιακὴ λατρεία στὴν ἡσυχία. Αὐτὰ μὲ ἄγγιζαν καὶ πίστεψα ὅτι ἐπιτέλους εἶχα φτάσει στὸν προορισμό μου. Ἤθελα νὰ μπῶ σὲ αὐτὴ τὴν κοινότητα καὶ νὰ γίνω μοναχή. Ἐπέστρεψα στὴ Γερμανία, ἔδωσα τὸ φθινόπωρο τελικὲς ἐξετάσεις γιὰ τὰ θεολογικὰ μαθήματα ποὺ παρακολούθησα καὶ ἀγόρασα ἕνα εἰσιτήριο γιὰ τὴ Γαλλία μὲ τὰ τελευταία 300 μάρκα πού μου εἶχε δώσει ἕνας φίλος μου, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ξαναγυρίσω ποτέ. Ὁ ἄνθρωπος κάνει σχέδια καὶ ὁ Θεὸς ὁρίζει. Μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομάδες ἔμαθα ὅτι ὅλα τὰ σπίτια τῆς κοινότητας θὰ παρέμειναν κλειστὰ γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες. Τί φρίκη! Καὶ τώρα; Καθόλου χρήματα, καμία προοπτική, τί κάνω; Δόξα τῷ Θεῷ ἔγινε τελευταία στιγμὴ μία ἀλλαγή. Ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς κοινότητας πρόσφερε γιὰ τὸ διάστημα τῶν Χριστουγέννων ἕνα πρόγραμμα πνευματικῶν ἀσκήσεων καὶ παρέμεινε ἀνοιχτό. Μόλις ποὺ ἔφταναν τὰ χρήματά μου γιὰ αὐτὸ τὸ πράγμα. Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα βρισκόμουν πάλι στὴν ἴδια κατάσταση. Ὅμως μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπίσης συμμετεῖχε στὸ πρόγραμμα τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων, μὲ προσκάλεσε νὰ κάνουμε μαζὶ μία προσκυνηματικὴ ἐκδρομή. Ἀμέσως μετά μοῦ ἔδωσε λίγα χρήματα καὶ μοῦ πλήρωσε τὸ εἰσιτήριο τοῦ τρένου γιὰ τὸ λεγόμενο Mutterhaus (τὸ κυρίως μοναστήρι) σὲ ἕνα ἄλλο μέρος τῆς Γαλλίας. Ἐκεῖ πέρασα ἄλλη μία ἑβδομάδα καὶ ἤμουν ὅλο προσμονὴ νὰ μπορέσω ἐπιτέλους νὰ μιλήσω μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας καὶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτήν. Ἔμεινα ἐκεῖ γιὰ μία ἑβδομάδα, ἀλλὰ στὸ τέλος αὐτῆς δὲν ἦταν καὶ τόσο ξεκάθαρο σὲ ἐκεῖνον ὅτι ὁ Θεὸς μὲ προόριζε γιὰ ἐκείνη τὴν κοινότητα. Στὴ διάρκεια ἑνὸς ἑσπερινοῦ προσευχήθηκε γιὰ ἐμένα καὶ ἀφοῦ μὲ ἀκούμπησε μὲ τὰ χέρια του μοῦ φανέρωσε τὴν ἐντολὴ ποὺ δέχτηκε: «Οἱ δικοί μου δρόμοι δὲν εἶναι καὶ δικοί σου. Θὰ σοῦ δείξω ἕναν ἄλλο δρόμο τὸν ὁποῖο τώρα δὲν μπορεῖς ἀκόμη νὰ καταλάβεις. Ἀλλὰ ἀπαιτῶ ἀπὸ ἐσένα ἀπόλυτη διαθεσιμότητα».

Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια λοιπὸν ἐκδιώχτηκα γιὰ ἄλλη μία φορά. Καὶ τώρα πρὸς τὰ ποῦ; Ἤμουν πραγματικὰ ἀπογοητευμένη. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει μία ἐξήγηση γιὰ αὐτὰ τὰ λόγια ἢ μία προοπτική. Μὰ ἤθελα μόνο ἕνα πράγμα: Νὰ ἀκολουθήσω τὸν Ἰησοῦ Χριστό, νὰ τοῦ ἀφιερώσω τὴ ζωή μου. Ἦταν φρικτό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευσή μου, μοῦ δημιουργήθηκε καὶ μία ἐσωτερικὴ ἀμφισβήτηση, ὅτι δηλ. ὁ Θεὸς εἴτε δὲ μὲ ἤθελε εἴτε ἐγὼ ἤμουν τόσο χαζή, ὥστε νὰ μὴν μπορῶ νὰ βρῶ τὴ θέση μου, ἢ καλύτερα τὴ θέση στὴν ὁποία Ἐκεῖνος μὲ προόριζε. Πάλι μὲ λυπήθηκε κάποιος καὶ μοῦ ἔδωσε τὰ χρήματα γιὰ τὴν ἐπιστροφή μου στὸ σπίτι. Εἶχα φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ξαναγυρίσω ποτὲ καὶ τώρα, λίγες ἑβδομάδες ἀργότερα, βρισκόμουν πάλι ἐντελῶς ἀπροειδοποίητα μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν γονιῶν μου (πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἶχα κάνει γιὰ μία ἑβδομάδα μία ἐνδιάμεση στάση σὲ ἕνα μοναστήρι στὴ Γαλλία, γιὰ νὰ σιωπήσω καὶ νὰ ἠρεμήσει ἡ ψυχή μου. Τὸ πρῶτο τὸ κατάφερα, τὸ δεύτερο ὄχι). Οἱ γονεῖς μου φυσικὰ χάρηκαν ποὺ ξαναγύρισα, ὅμως ἐγὼ ἤμουν τελείως ἀποπροσανατολισμένη. Τὶς ἑπόμενες δύο ἑβδομάδες τὶς πέρασα ζώντας σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὴν ἀφάνεια καὶ προσευχόμενη στὸ δωμάτιό μου. Ταυτόχρονα ἀντηχοῦσε μέσα μου συνεχῶς ἐκείνη ἡ πρόταση: Ὅποιος θέλει νὰ μπεῖ ἐδῶ πρέπει νὰ ἐγκαταλείψει καθετὶ ἐγκόσμιο. Γινόταν μία μάχη μέσα μου. Ἀπὸ τὴ μία δὲ μὲ προσέλκυε τίποτα ἐκεῖ, ἡ ἀκτημοσύνη, οἱ περίεργες γενειοφόρες μορφὲς μὲ τὰ παλιὰ ράσα, καθόλου ρεῦμα, καθόλου τρεχούμενο νερό, πρωτόγονη τουαλέτα, κανένα ἰδιωτικὸ χῶρο καὶ πολλὰ ἄλλα. Ὅμως ἐκείνη ἡ πρόταση δὲ μὲ ἄφηνε πιὰ σὲ ἡσυχία. Ὅλο αὐτὸ ἦταν βασικὰ αὐτὸ ποὺ ἤθελα, αὐτὸ ποὺ ἔψαχνα μέσα μου ἀπὸ τότε ποὺ προσηλυτίστηκα, αὐτὴ ἡ πλήρης ἀφιέρωση στὸ Χριστό, χωρὶς νὰ ψάχνει κανεὶς τίποτα πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἐγκαταλείψει καθετὶ ἐγκόσμιο. Λοιπόν, ἤθελα νὰ τὸ διακινδυνεύσω. Ἦταν Παρασκευὴ ἀπόγευμα, ἀποφάσισα ἀμέσως νὰ τηλεφωνήσω καὶ νὰ ρωτήσω ἂν μποροῦσα νὰ πάω γιὰ τὸ Σαββατοκύριακο. Ἂν ἡ ἀπάντηση ἦταν ἀρνητική, τότε θὰ ἔκλεινα αὐτὸ τὸ κεφάλαιο καὶ δὲ θὰ τὸ ξανανοιγα ποτὲ (κρυφὰ μέσα μου τὸ ἤλπιζα αὐτὸ κατὰ κάποιο τρόπο). Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Ἐντάξει λοιπόν. Τὴν ἑπόμενη μέρα πῆγα ἐκεῖ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν διαφορετικά. Τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα δὲ μὲ ἀπωθοῦσαν πιὰ τόσο πολὺ καὶ εἶχα μία μεγάλη συζήτηση μὲ τὸν ἱδρυτὴ ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἐσωτερική μου ἀναζήτηση καὶ τοὺς περασμένους μῆνες. Μοῦ πρότεινε νὰ παραμείνω στὴν κοινότητα γιὰ τέσσερις μῆνες, μέχρι τὶς 15 Αὐγούστου, γιὰ νὰ μπορέσω μὲ ἠρεμία καὶ προσευχὴ νὰ ρωτήσω τὸ Θεὸ γιὰ τὸν προορισμό μου.

Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἐκεῖ βρῆκα τὴ θέση μου. Πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα ἀγαποῦσα τὴν ἡσυχία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή, ἀλλὰ μάθαινα νὰ ἀγαπῶ ὅλο καὶ περισσότερο καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἀνταλλάξω μὲ μία ἄνετη ζωή. Ἐδῶ ἔμαθα τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ ἀπὸ μία ἐντελῶς διαφορετικὴ πλευρά. Ἂν καὶ εἶχα γίνει καθολικὴ σὲ ἕνα δῆμο, ὁ ὁποῖος διακατεχόταν ἀπὸ ἀκραῖο μοντερνισμό, τώρα βρισκόμουν σὲ μία κοινότητα, ὅπου τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πάπα καὶ τὴν ὑπακοὴ σὲ αὐτὸν τὴν ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖα γράμματα. Ἀκολουθοῦσε κανεὶς μὲ ζῆλο καὶ κατευθυνόταν σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἔλεγε καὶ ἔπραττε ἐκεῖνος. Αὐτό μοῦ φαινόταν ἀρκετὰ δύσκολο καὶ ἔνιωθα πάντα σὰν μία ἀνυπότακτη, ποὺ συμμετεῖχε σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ ζόρι. Χρειάστηκαν πολλὰ χρόνια μέχρι νὰ ἀλλάξει αὐτὴ ἡ τοποθέτησή μου στὸ θέμα αὐτό.

Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἄρχισε γιὰ μένα ἡ περίοδος δοκιμασίας (Noviziat). Ἕνα χρόνο μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἔδωσα τὶς πρῶτες ὑποσχέσεις γιὰ τρία χρόνια. Μετὰ ἀκολούθησαν καὶ οἱ ὀνομαζόμενες προσωρινὲς ὑποσχέσεις (γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα) καὶ οἱ ὑποσχέσεις ἀφιερώσεως γιὰ ὅλη μου τὴ ζωή. Ὡστόσο βρισκόμουν σὲ μεγάλη ψυχικὴ κρίση καὶ ἤμουν ἀμφιταλαντευόμενη, γεμάτη ἀβεβαιότητα. Σκέφτηκα ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐσωτερικὲς ἀμφιβολίες, κακὲς σκέψεις καὶ συναισθήματα ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψει κανεὶς καὶ ἔτσι ἔκρυψα ἐσωτερικὰ ὅλο αὐτὸ τὸ «ψυχικὸ χάος» καὶ ἔδωσα τὶς ὑποσχέσεις. Ἡ ἀνεμοθύελλα κόπασε κάπως, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ ἠρεμήσω πραγματικά. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ συμπτωματικὸ γιὰ τὴν πορεία μου. Ὅπως ἤδη ἀνέφερα, μὲ ἕλκυαν στὰ διάφορα τάγματα καὶ στὶς κοινότητες πολλὰ πράγματα, ὅμως πάντα κάτι, τὸ ὁποῖο ἐκείνη τὴ χρονικὴ στιγμὴ δὲν μποροῦσα νὰ ὀνομάσω, μοῦ ἔλειπε. Σὲ αὐτὴν τὴν κοινότητα ἦταν ὅλα πιὸ ἐκλεπτυσμένα, ναὶ μὲν δὲ μοῦ ἔλειπε τίποτε πιά, ἀλλὰ τὴν πραγματικὴ ἐσωτερικὴ ἠρεμία δὲν τὴ βρῆκα οὔτε ἐδῶ καὶ δὲν ἐνίωθα ὅτι ἔφτασα στὸν προορισμό μου. Ἐκείνους τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴν ἀκαθόριστη νοσταλγία ποὺ ἔβγαιναν συνεχῶς ἀπὸ μέσα μου, ἐγὼ πίστευα ὅτι ἔπρεπε νὰ πολεμήσω μὲ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ ὅτι εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιτρέψω σὲ καμία περίπτωση τέτοιους λογισμοὺς καὶ συναισθήματα. Σκεφτόμουν ὅτι τὴν πραγματικὴ εἰρήνη καὶ τὸ συναίσθημα μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ πετύχει μόνο στὸν τελικὸ προορισμό του, δηλαδὴ νὰ τὰ βιώσει μόνο στὸν οὐρανό. Ἐπίσης σκεφτόμουν ὅτι ὁ καθένας σὲ αὐτὴν τὴ ζωὴ εἶναι καθ’ ὁδὸν καὶ ὅτι στὴν ἐπίγεια ζωὴ μένει πάντα μία ἐσωτερικὴ ἀνησυχία καὶ μία σιωπηρὴ θλίψη.

Δὲ μοῦ πέρασε ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ὅτι θὰ ἐγκατέλειπα ποτὲ αὐτὴν τὴν κοινότητα. Μὲ ἐξαίρεση κάποιες κρίσεις, τὶς ὁποῖες ὅμως ὁ καθένας ποὺ ἀκολουθεῖ αὐτὸ τὸ δρόμο σίγουρα θὰ βιώνει, ἤμουν χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη ἐκεῖ. Ἀγαποῦσα τὸν πνευματικό μου, τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας καὶ τὶς ἀδελφές. Ἐπίσης τὶς διάφορες διακονίες πού μου ἀνέθεταν τὶς ἔκανα εὐχαρίστως. Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ: Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν τοὺς ἀπεχθάνομαι. Ἐκτιμῶ τὴν καλὴ θέλησή τους, τὸ ζῆλο, τὴν προθυμία γιὰ τὴν πλήρη ἀφιέρωσή τους. Ἐκεῖ ἔμαθα πολλὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποία ἀκόμη καὶ σήμερα τοὺς εἶμαι εὐγνώμων. Παρ` ὅλα αὐτὰ ἐγκατέλειψα τὴν κοινότητα μετὰ ἀπὸ 21 χρόνια. Γιατί;

Ἐνῶ στὴν ἀρχὴ διακατεχόμουν ἀπὸ μοντερνισμό, οἱ ἐξελίξεις στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία μὲ ἔβαλαν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου σὲ ὅλο καὶ περισσότερες σκέψεις: ὅλες οἱ πιθανὲς θεωρίες, τὰ νέα θεολογικὰ ρεύματα, τὰ ὁποῖα ὑποστήριζαν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ὁδηγεῖ ὅλο καὶ βαθύτερα στὴν ἀλήθεια, οἱ πολλὲς ἀποχωρήσεις ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἡ ἔλλειψη ἱερέων καὶ ἡ ἔλλειψη νέων μοναχῶν. Ἐπειδὴ οἱ ἔφηβοι δὲν πήγαιναν πιὰ στὴν ἐκκλησία, προσπαθοῦσαν νὰ τὸ ἀποτρέψουν μὲ τὸ νὰ πειραματίζονται μὲ διάφορους τρόπους γιὰ νὰ τοὺς ξανακερδίσουν: Ρὸκ μουσικὴ στὴ λειτουργία, ντίσκο, μεσολάβηση μέσω SMS, λειτουργίες ὅπου οἱ ἔφηβοι πήγαιναν μὲ Skateboard καὶ πατίνια στὴν ἐκκλησία καὶ ἄλλα παρόμοια. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς καθετὶ ἱερὸ πουλιόταν καὶ προσαρμοζόταν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸ παρουσιάσουν στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν πιὸ ἑλκυστικὸ τρόπο. Ἔπεφτα σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερο δίλημμα. Ἀπὸ τὴ μία γινόμουν ὅλο καὶ πιὸ συντηρητική, διότι ἤμουν πεπεισμένη πὼς ὁτιδήποτε ἱερὸ ὀφείλει κανεὶς νὰ τὸ διατηρήσει ἱερό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ κοινότητά μας ἦταν οἰκουμενική.

Ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὸν πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β`, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ προσεύχεται μαζὶ μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν διαφόρων θρησκειῶν, γράφτηκε καὶ στὴ δική μας κοινότητα ὁ διάλογος μὲ τὶς θρησκεῖες μὲ κεφαλαῖα γράμματα. Ἤμασταν ἀνοιχτοὶ σὲ ἄλλα θρησκεύματα, σὲ ἄλλες θρησκεῖες καὶ πνευματικὰ ρεύματα -φυσικὰ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τοὺς προσηλυτίσουμε στὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία. Ἕνας τρόπος ἔκφρασης αὐτῶν ἦταν ἡ μουσική. Γιὰ παράδειγμα διαλογιζόμασταν μὲ εἰδικοὺς ψαλμοὺς ποὺ ἔμοιαζαν μὲ τὸ ἰνδουιστικὸ μάντρα (ἰνδουιστικὴ προσευχή), μόνο ποὺ λέγαμε π.χ. τὸ ὄνομα «Jeschuah» γιὰ νὰ ἔρθουμε σὲ ἐσωτερικὴ συγκέντρωση καὶ ἠρεμία. Κατὰ τὴν ὥρα τῶν προσευχῶν μας ἐνσωματώσαμε ὅμως καὶ ὀρθόδοξα στοιχεῖα, ἔτσι ψέλναμε π.χ. τὸ Σάββατο βράδυ ἀποσπάσματα τοῦ ὀρθόδοξου ἑσπερινοῦ σὲ γερμανικὴ γλώσσα μὲ ρωσικὲς μελωδίες καὶ ἄλλους ὀρθόδοξους ψαλμούς.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια καθήκοντά μου στὴν κοινότητα ἦταν ἡ λειτουργία.


Ἡ συνάντηση μὲ τὴν ὀρθοδοξία - ὁ δρόμος γιὰ τὸ σπίτι

Τὸ 2005 ἡ κοινότητα γιόρτασε τὰ 25 χρόνια τῆς ὕπαρξής της. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴ ἐπιτρεπόταν σὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς κοινότητας, ποὺ δὲν εἶχαν πάει ἀκόμη στὰ Ἱεροσόλυμα, νὰ κάνουν μία προσκυνηματικὴ ἐκδρομή. Φτάσαμε στὰ Ἱεροσόλυμα τρεῖς ἑβδομάδες πρὶν ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο Πάσχα. Μιὰ ποὺ ὁ διάλογος ἀποτελοῦσε ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο στὴν κοινότητά μας, συμμετείχαμε καὶ σὲ λειτουργίες διάφορων θρησκευμάτων. Πήγαμε στὴν ἀρμένικη ἐκκλησία, στοὺς κόπτες, στοὺς Φραγκισκανούς, στὶς ρωσο-ὀρθόδοξες ἀδελφὲς στὸ μοναστήρι τῆς Μαγδαληνῆς στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ στὴν ἑλληνορθόδοξη λειτουργία στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ποικιλία τῶν θρησκευμάτων στὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν ἐντυπωσιακὴ καὶ παντοῦ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀνακαλύψει κάτι.

Τὴν πρώτη ἑλληνορθόδοξη λειτουργία τὴ βίωσα τὸ Πάσχα στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ ἦταν τὸ καθοριστικὸ βίωμα. Μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ περιγράψω τί ἀκριβῶς βίωσα ἐκεῖ. Νόμιζα ὅτι ἤμουν στὸν οὐρανὸ ἢ ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶχε κατέβει κάτω στὴ γῆ. Τότε δὲ γνώριζα ἀκόμη τί εἶναι τὸ Χερουβικόν, ὅμως ὅταν τὸ ἄκουσα γιὰ πρώτη φορά, ἐνίωσα μία τόσο βαθιὰ αὐτοσυγκέντρωση καὶ σκέφτηκα πὼς αὐτὴ τὴ στιγμὴ οἱ ἄγγελοι ψέλνουν μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους (ἀργότερα ἔμαθα ὅτι τὸ ἴδιο ἐνίωσαν καὶ οἱ δύο πρεσβευτὲς τοῦ Ρώσου τσάρου, ὅταν βίωσαν γιὰ πρώτη φορὰ τὴ λειτουργία στὴν Κωνσταντινούπολη). Τὸ βαθύτερο βίωμα ἦταν μία ἐσωτερικὴ γνώση, μία βεβαιότητα: ΤΩΡΑ ΕΦΤΑΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ! Αὐτὴ σὰν νὰ ἦταν ἡ ἀπάντηση στὴν ἐσωτερική μου ἀνησυχία. Αὐτὸ ἦταν πού μοῦ ἔλειπε ἀκόμη. Ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἦταν ἕνα ἐσωτερικὸ βίωμα. Τότε δὲ γνώριζα ἀκόμη πολλὰ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ἐκκλησίας, τὸ Filioque, τὸ σχίσμα κλπ.

Αὐτὴ τὴ χρονικὴ στιγμὴ δὲν μποροῦσα καὶ δὲν ἤθελα ἀκόμη νὰ ἔρθω σὲ ρήξη μὲ τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητάς μας. Πρῶτα ἤθελα νὰ γνωρίσω τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία πιὸ βαθιά. Αὐτὸ ἀρχικὰ θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ μόνο στὴ λειτουργία. Ποιὰ θὰ ἦταν ὅμως ἡ συνέχεια; Μετὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ ἔπρεπε ὅλοι νὰ ἀναχωρήσουμε. Καὶ μετά...

Δόξα τῷ Θεῷ ὅρισε τὸ δρόμο μου ἡ θεία πρόνοια!

Ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, τὸ δικό μου καθῆκον ἦταν ἡ λειτουργία. Ἔτσι στὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πῆρα ἀπὸ τὸν ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας τὴν ἐντολὴ νὰ παραμείνω, μαζὶ μὲ μία ἄλλη ἀδελφή, γιὰ ἕνα χρόνο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ μελετήσουμε τὶς διάφορες λειτουργίες. Ἔπρεπε νὰ κινηθῶ ὅπως οἱ μέλισσες καὶ νὰ μαζέψω τὸ μέλι, δήλ. ἔπρεπε κάθε Κυριακὴ νὰ ἐπισκέπτομαι μία διαφορετικὴ λειτουργία, νὰ μαθαίνω ψαλμούς, νὰ γράφω νότες καὶ νὰ βλέπω τί ἀπὸ αὐτὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐνσωματώσουμε στὴ δική μας λειτουργία. Ἦταν ἕνα καθῆκον γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἔτσι ἐπισκεπτόμουν ἐναλλὰξ τοὺς Ἀρμένιους, τὶς ρωσο-ὀρθόδοξες ἀδελφὲς στὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ τὴν ἑλληνορθόδοξη λειτουργία στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ἔπρεπε μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα νὰ τελοῦμε τὴ θεία λειτουργία σύμφωνα μὲ τὸ ὀρθόδοξο τυπικὸ καὶ μὲ τὴ συνοδεία ἑνὸς καθολικοῦ ἱερέα, μὲ σκοπὸ νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴν ἑνότητα.

Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ κύκλου τῶν λειτουργιῶν περίμενα πάντα τὴν ἑπόμενη ἑλληνικὴ λειτουργία. Δόξα τῷ Θεῷ ἦταν ἐκεῖνο τὸ χρονικὸ διάστημα ἕνας νεαρὸς ὀρθόδοξος διάκονος φρουρὸς στὸ Γολγοθά, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε πολὺ καλὰ ἀγγλικὰ καὶ ἦταν πολὺ ἀνοιχτός. Μποροῦσα νὰ τοῦ κάνω ἐρωτήσεις σχετικὰ μὲ τὴ λειτουργία, νὰ μάθω μερικοὺς ψαλμοὺς καὶ νὰ ἀνταλλάξουμε ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὶς διαφορὲς τῆς ὀρθόδοξης καὶ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας. Πραγματικά τοῦ χρωστάω πάρα πάρα πολλά! Ἀπαντοῦσε σὲ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις μου μὲ ἀτέλειωτη ὑπομονὴ καὶ προπάντων δὲν μὲ ἐπηρέασε ποτέ, πράγμα ποὺ ἦταν πολὺ σημαντικὸ γιὰ ἐμένα. Διότι ἀργότερα, στὴν ἀντιπαράθεση μὲ τὴ «δική» μου κοινότητα, μοῦ ἔλεγαν συνεχῶς ὅτι μὲ ἐπηρέασαν οἱ ὀρθόδοξοι. Συνέβη ὅμως τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο! Ἀπὸ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ πλευρὰ πιέστηκα, προσπαθοῦσαν διαρκῶς νὰ μὲ πείσουν ὅτι ἐδῶ ἦταν ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας, ὅτι δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ παραμελήσει τὴν ὑπεροχὴ τοῦ πάπα κλπ. Ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πλευρὰ ἔπαιρνα μόνο ἀπαντήσεις στὶς ἐρωτήσεις μου καὶ πληροφορίες. Φυσικὰ ὅλοι ὁμολογοῦσαν ὅτι ἦταν πεπεισμένοι πὼς ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ποτὲ κανεὶς δὲ μὲ πίεσε νὰ γίνω ὀρθόδοξη!

Ἔτσι πέρασαν οἱ τρεῖς πρῶτοι μῆνες μὲ τὶς λειτουργίες, τὴ μελέτη καὶ τὶς ἀνταλλαγὲς ἀπόψεων. Ἦταν μία ὄμορφη, ἐντατικὴ ἀλλὰ καὶ πολὺ δύσκολη περίοδος γιὰ μένα, διότι δὲν ἔπρεπε νὰ φανερώσω ὅτι μέσα μου μεγάλωνε ὅλο καὶ περισσότερο ἡ ἕλξη πρὸς τὴν ὀρθοδοξία, διαφορετικὰ σίγουρα θὰ ἀπαιτοῦσαν νὰ ἐπιστρέψω ἄμεσα στὴ Γερμανία! Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς μῆνες παρουσιάστηκε καὶ ἕνα ἄλλο πρόβλημα. Οἱ βίζες μας εἶχαν λήξει καὶ ἔπρεπε εἴτε νὰ τὶς ἀνανεώσουμε εἴτε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ Γερμανία καὶ νὰ ξαναέρθουμε. Τὸ τελευταῖο τὸ φοβόμουν πολύ, διότι ἤμουν σίγουρη ὅτι ὁ πνευματικός μου θὰ ἀντιλαμβανόταν ἀμέσως ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλὰ μὲ μένα. Ἕνας γνωστὸς ὀρθόδοξος ἱερέας μὲ συμβούλεψε νὰ ἀπευθυνθῶ σὲ ἕναν ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, μήπως μποροῦσε ἐκεῖνος νὰ μὲ βοηθήσει στὴν ὑπόθεση μὲ τὴ βίζα. Πῆγα καὶ τὸν βρῆκα, τοῦ ἐξήγησα τὰ πάντα, τοῦ διηγήθηκα ἐπίσης καὶ γιὰ τὸ βίωμά μου σὲ ἐκείνη τὴ λειτουργία στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τὸ Πάσχα καὶ ὅτι ἀναρωτιόμουν ὅλο καὶ περισσότερο μήπως ἔπρεπε νὰ γίνω ὀρθόδοξη. Ἐὰν ὅμως ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψω στὴ Γερμανία, τότε αὐτὸ θὰ σήμαινε «τὸ τέλος» γιὰ μένα.

Ὁ ἐπίσκοπος μοῦ ἔδωσε τὴ σοφὴ συμβουλὴ νὰ ὁμολογήσω τὴν ἀλήθεια στὸν πνευματικό μου καὶ ἱδρυτὴ τῆς κοινότητας καὶ νὰ παρακαλέσω νὰ ἀπαλλαγῶ γιὰ ἕνα ἔτος ἀπὸ τὴν κοινότητα μὲ σκοπὸ νὰ διαβάζω, νὰ μελετῶ, νὰ ἐπισκέπτομαι τὴ λειτουργία, νὰ γνωρίσω τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ βάθος τῆς ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὅμως καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ λάθη, ὥστε νὰ μπορέσω μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔτος νὰ πάρω μιὰ ὥριμη ἀπόφαση. Μοῦ ἄρεσε αὐτὴ ἡ συμβουλὴ καὶ ἔτσι ἔγραψα ἕνα γράμμα στὸν πνευματικό μου γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσω γιὰ αὐτὴ τὴν ἀπαλλαγή. Τοῦ ἔγραψα ξεκάθαρα ὅτι δὲν ἤθελα νὰ πάρω τὴν ἀπόφαση ἀπὸ μία πρώτη ἐντύπωση ἀγάπης καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἀλλὰ ὅτι χρειαζόμουν τὸ χρόνο γιὰ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἐξέταση. Αὐτὸ τὸ αἴτημά μου ἀπορρίφθηκε μὲ ἄκρα ἀποφασιστικότητα.

«...Τὸ νὰ τίθεται τὸ θέμα τῆς μεταστροφῆς μου μετὰ ἀπὸ μία τετράμηνη παραμονή, ὑποδεικνύει περισσότερο τὴν ἐλλιπῆ σταθερότητα καθολικῶν πεποιθήσεων παρὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ καθολικῆς ἀπόψεως δὲ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἀντιπροσωπεύει περισσότερο τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν καθολικὴ ἐκκλησία. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό μοῦ τόνισαν ὅτι στάλθηκα μὲ μία ἀποστολὴ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ γιὰ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ λόγο δὲ θὰ μποροῦσα νὰ ἀπαλλαγῶ, γιὰ νὰ ἐξετάσω ἕνα δικό μου θέμα.


Παρακάτω ἕνα ἀκόμη ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπαντητική μου ἐπιστολή:


«...Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ἐπιστρέψω! Πρόκειται γιὰ ἕνα θέμα συνείδησης τὸ ὁποῖο πρέπει καὶ θέλω νὰ θέσω ἐνώπιον ὅλων. Τὶς μέρες ποὺ πέρασαν διάβασα τὸ γράμμα σου πραγματικὰ πολλὲς φορὲς καὶ τὸ μελέτησα προσευχόμενη καὶ αὐτὸ πού μοῦ ἔγινε ἀκόμη πιὸ ξεκάθαρο εἶναι ὅτι «βρίσκομαι ἤδη στὴν ἄλλη πλευρά». Αὐτὴν τὴν περίοδο δὲν ὑπάρχει πιὰ ἐπιστροφὴ γιὰ μένα. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἔχω ἤδη ἀποφασίσει νὰ ἀλλαξοπιστήσω».


Σὲ μία ἄλλη ἀπαντητικὴ ἐπιστολή μου δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ ἐπιστρέψω ἄμεσα στὴ Γερμανία γιὰ νὰ ξεκαθαρίσω τὴν κατάσταση ἐπιτόπου. Αὐτὸ βασικὰ δὲν τὸ ἤθελα, γιατί φοβόμουν τὴ δική μου ἀδυναμία, μήπως καὶ ἐπηρεαζόμουν πάλι καὶ ἔκανα πίσω. Δυστυχῶς δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ ἀνανεωθεῖ ἡ βίζα καὶ παράλληλα μὲ αὐτὸ ἔμαθα ὅτι ὁ πνευματικός μου εἶχε κλείσει ἤδη μία θέση, γιὰ νὰ ἔρθει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ μιλήσει μαζί μου, σὲ περίπτωση ποὺ δὲ θὰ πήγαινα στὴ Γερμανία.

Ἔτσι ἐπέστρεψα, λοιπόν, στὴ Γερμανία στὴ «δική μου» κοινότητα καὶ ἔκανα περισσότερες συζητήσεις μὲ τὸν πνευματικό μου. Σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς συζητήσεις μοῦ ὑπέδειξε ὅτι ἔπρεπε, ὡς καθολική, νὰ ἐξετάσω τὴν ἀπορία μου γιὰ τὸ ἂν ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι «δὲ θὰ μποροῦσα νὰ βρίσκομαι ἤδη στὴν ἄλλη πλευρά, δηλαδὴ νὰ εἶμαι ἤδη ὀρθόδοξη» καὶ νὰ ἐξετάσω ἀπὸ ἐκεῖ ἐὰν ἡ καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀληθινή. Αὐτὸ θὰ ἦταν παράνομο. Ὡς καθολικὴ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξετάσω ἀπὸ τὴν καθολικὴ πλευρά. Αὐτὸ μὲ ἔπεισε κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ διαβεβαίωση τοῦ πνευματικοῦ μου ὅτι μὲ τὴ λήξη τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἀποστολῆς μου θὰ μποροῦσα νὰ ἐξετάσω τὸ θέμα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἔτσι ἐπέστρεψα στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του. Ὡστόσο ὁμολογῶ ὅτι ἤδη μία ὥρα ἀργότερα στεκόμουν μὲ κλάματα καὶ ἐπαναλάμβανα συνεχῶς τὸ ἑξῆς: «Τώρα ἔχασα τὰ πάντα»! Ὁ πνευματικός μου, μοῦ ἐπιβεβαίωνε συνεχῶς ὅτι δὲν εἶχα χάσει τίποτε, ὅτι θὰ μποροῦσα νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ θέμα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσε, ἀλλὰ ὄχι τώρα. Μιὰ ποὺ εἶχα ἐπιστρέψει στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση, μὲ ἔστειλαν μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες ξανὰ πίσω στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ συνεχίσω τὴν ἀποστολή μου μέχρι τὴν Πεντηκοστή. Τὶς πρῶτες τρεῖς ἑβδομάδες πῆγαν ὅλα καλά, ἤμουν ἀποφασισμένη νὰ ἐκπληρώσω τὴν ἀποστολή μου καὶ προπάντων νὰ ἐξετάσω τὸ θέμα τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας ὡς καθολικὴ -ἀργότερα. Ὅμως ἡ καρδιά μου δὲν μποροῦσε νὰ γυρίσει πίσω! Μεταφορικὰ ἔνιωθα σὰν ἔγκυος, τὸ παιδὶ ἤθελε νὰ γεννηθεῖ -καὶ ἐγὼ ἔπρεπε αὐτὸ νὰ τὸ παραμερίσω ἐντελῶς. Αὐτὸ γιὰ μένα ἐμοίαζε ἀπὸ θρησκευτικῆς ἀπόψεως μὲ ἔκτρωση! Ἂν εἶχα τουλάχιστον τὴν ἄδεια νὰ μπορῶ νὰ διαβάζω ἢ νὰ ἀνταλλάσσω ἀπόψεις. Ὅμως ὅλα αὐτά μοῦ τὰ ἀρνήθηκαν, τὸ μόνο πού μοῦ ἐπιτρεπόταν ἦταν μία φορὰ τὸ μήνα νὰ παρακολουθῶ τὴ λειτουργία. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἑβδομάδες εἶχα γίνει μέσα μου ἐντελῶς ράκος. Καθόμουν κλαμένη στὸν Ἅγιο Γολγοθὰ καὶ δὲν ἤξερα πιὰ τί ἔπρεπε νὰ κάνω. Ἕνας ὀρθόδοξος μοναχός μοῦ εἶπε κάποτε: «Just follow the voice of your heart» ( = «ἁπλὰ ἀκολούθησε τὴ φωνὴ τῆς καρδιά σου»). Βασικὰ ἡ καρδιά μου ἦταν ἤδη ὀρθόδοξη.

Τὰ Χριστούγεννα ἔπρεπε πάλι νὰ ἐπιστρέψω ἐξαιτίας τῆς βίζας στὴ Γερμανία. Βρισκόμουν πάλι μπροστὰ στὸ ἴδιο πρόβλημα. Ἡ καρδιά μου ἦταν ἤδη «στὴν ἄλλη πλευρά», ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἤθελα νὰ φανερώσω τὰ συναισθήματά μου, διότι διαφορετικὰ δὲ θὰ ὑπῆρχε ἐπιστροφὴ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὡστόσο σὲ μία συζήτηση ποὺ εἶχα μὲ τὸν πνευματικό μου, τοῦ εἶπα ὅτι ἀνυπομονῶ νὰ ἐξετάσω ἐπιτέλους τὸ θέμα τῆς μεταστροφῆς μου. Ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ ὁμολόγησε ὅτι πίστευε βασικά, πὼς αὐτὸ τὸ θέμα δὲ θὰ ἦταν πιὰ ἐπίκαιρο γιὰ μένα καὶ ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θὰ ἦταν περιττό. Μετὰ ἀνακοίνωσε ἐπίσημα σὲ ὅλη τὴν κοινότητα ὅτι σκόπευα ἀκόμη νὰ ἐξετάσω αὐτὸ τὸ θέμα. Ἐπέστρεψα λοιπὸν στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἦταν μιὰ φρικτὴ περίοδος γιὰ μένα! Μέσα μου ἔνιωθα ἕνα ράκος καὶ ἤμουν σὲ δίλημμα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μοῦ ἔλεγε ἡ καρδιὰ καὶ ἡ συνείδησή μου ὅτι ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας βρίσκεται στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ ὅτι ἐκείνη εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἐκκλησία. Δὲν ἦταν μόνο ἐκεῖνο τὸ πρῶτο βίωμα. Ἐδῶ ὅ,τι ἦταν ἱερό, τὸ διατηροῦσαν ἀκόμη ἱερό, ἡ λειτουργία ἦταν κατευθυνόμενη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ δὲν πουλιόταν στοὺς ἀνθρώπους οὔτε τοὺς τὴν παρουσίαζαν μὲ ἑλκυστικὸ τρόπο, ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια, ἔτσι ὅπως μᾶς τὴ δίδαξαν οἱ πατέρες μας. Ἡ πίστη διατηρούταν, ἔτσι ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ πατέρες καὶ ὅπως κατατέθηκε στὶς ἑπτὰ πρῶτες συνόδους. Ὄχι συνεχῶς νέες θεολογικὲς θεωρίες καὶ λειτουργικὰ πειράματα. Ἐδῶ βρισκόταν ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ μία καὶ γνήσια ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα μεγάλωνε ὅλο καὶ περισσότερο μέσα μου, μετὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς συζητήσεις μὲ τὸ διάκονο καὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους μοναχοὺς καὶ μέσα ἀπὸ τὴν παρακολούθηση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐνίωθα δεσμευμένη μὲ τὴν ὑπακοή, δηλαδὴ νὰ μὴν ἐξετάσω τώρα αὐτὸ τὸ θέμα (τὸ ὁποῖο δὲν ὑφίστατο πλέον ὡς θέμα) καὶ νὰ μὴν ἀνταλλάξω ἀπόψεις μὲ κανέναν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Πρὸς τὰ ποῦ νὰ στρέψω λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη;!

Ὁ Θεός μοῦ ἔστειλε καὶ πάλι ἕναν βοηθό. Ἦταν ἕνας φίλος, ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος καὶ διάκονος, τοῦ ὁποίου τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὀρθοδοξία ἐγὼ γνώριζα. Ὅταν τοῦ φανέρωσα τὴν ἐσωτερική μου διαμάχη ἀνάμεσα στὴ συνείδηση καὶ τὴν πνευματικὴ ὑπακοή, μοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα τὸ νὰ βρίσκεται ἡ προσωπικὴ συνείδηση πάνω ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὰ θέματα τῆς πίστης καὶ τῆς ἐκκλησίας». Αὐτὸ ἦταν σὰν μία λύτρωση γιὰ μένα! Ἡ ἀπόφασή μου εἶχε ληφθεῖ. Τὴν ἑπόμενη μέρα πῆγα καὶ βρῆκα τὸν Πατριάρχη, τοῦ διηγήθηκα τὴν ἱστορία μου καὶ τοῦ φανέρωσα τὴν ἐπιθυμία μου νὰ γίνω ὀρθόδοξη. Πῆρε τὸ σκοπό μου στὰ σοβαρὰ καὶ μὲ παρέπεμψε σὲ ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος θὰ μοῦ ἔκανε κατήχηση. Αὐτὸ συνέβη μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς νηστείας, δηλ. περίπου ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἄφιξή μου στὰ Ἱεροσόλυμα.

Σὲ ἕνα ἑπόμενο γράμμα μου ἀνακοίνωσα τὴν ἀπόφασή μου στὸν πνευματικό μου καὶ στὴν κοινότητα. Φυσικὰ δὲν τὴν ἀποδέχτηκαν. Ὁ πνευματικός μου ἀπαίτησε νὰ ἐπιστρέψω ἄμεσα στὴν τέλεια ὑπακοὴ -μιὰ ποὺ δὲ θὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα θέμα συνείδησης-, νὰ μὴν ἐπιχειρήσω περαιτέρω βήματα καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ διακόψω ἀμέσως κάθε ἐπαφὴ καὶ κατήχηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πλευρά, μέχρι νὰ ἔρθει ὁ ἴδιος στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὡστόσο αὐτὴ τὴ φορὰ εἶχα πάρει τὴν ἀπόφασή μου, ποὺ ἦταν ὁριστικὴ καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὴν ἐπανεξετάσω. Ἔγραψα ἕνα τελευταῖο γράμμα στὸν πνευματικό μου καὶ ἐγκατέλειψα τὴν κοινότητα λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξή του. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχα διάθεση νὰ ἔρθω σὲ ἕναν ἀκόμη διαξιφισμὸ μὲ τὸν πνευματικό μου οὔτε ἔβλεπα καὶ κάποια προοπτικὴ σὲ αὐτό: Ἡ κοινότητα ἤθελε νὰ ὑπηρετεῖ τὴν οἰκουμένη -ἐγὼ δὲν ἔβλεπα καμία προοπτικὴ γιὰ τὴν ἕνωση τῶν λεγομένων «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Η ΝΑ ΠΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΗ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ "ΕΚΚΛΗΣΙΑ" ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Ὅλα τὰ ἄλλα ἀποτελοῦν ἕνα τεχνητό, ἀνθρώπινο σχῆμα. Πόσο λυτρωτικὸ εἶναι νὰ συμμετέχει κανεὶς σὲ μία ὀρθόδοξη λειτουργία καὶ νὰ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀμετάβλητη καὶ ὄχι ὅπως στὴν καθολικὴ λειτουργία, νὰ πρέπει νὰ φοβᾶται μὲ ποιὸ πράγμα θὰ βρίσκεται πάλι ἀντιμέτωπος αὐτὴ τὴ φορά. Μερικὲς φορὲς σκέφτομαι ὅτι πολλοὶ ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι δὲ γνωρίζουν κἄν πόσος πνευματικὸς πλοῦτος καὶ τί θησαυρὸς τοὺς ἔχει δοθεῖ, πόσο εὐγνώμονες θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε γιὰ αὐτὸ στὸ Θεὸ καὶ πόσο ὑπεύθυνοι πρέπει νὰ νιώθουμε στὸ νὰ τὸν διαφυλάξουμε!

Ἐγκατέλειψα λοιπὸν τὴν κοινότητα. Καὶ τώρα; Οὔτε χρήματα οὔτε σπίτι. Ποῦ νὰ πάω; Ἦταν καταπληκτικὸ τὸ πόση βοήθεια ἔλαβα, τόσο ἀπὸ πνευματικῆς ὅσο καὶ ἀπὸ οἰκονομικῆς ἀπόψεως. Μιὰ ποὺ ἡ βίζα μου εἶχε λήξει γιὰ ἄλλη μία φορά, μοῦ πρότειναν νὰ πάω γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες σὲ ἕνα μεγάλο μοναστήρι στὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ γνωρίσω ἀπὸ κοντὰ τὴ μοναστικὴ ζωὴ καὶ μετὰ νὰ ἐπιστρέψω πάλι. Ὅταν ἐπέστρεψα μιὰ ἑβδομάδα μετὰ τὸ Πάσχα δὲν εἶχε βρεθεῖ δυστυχῶς ἀκόμη ἕνα σπίτι γιὰ μένα στὰ Ἱεροσόλυμα. Μοῦ δόθηκε μία εὐκαιρία στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεράσιμου στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἐκεῖ ὅμως δὲν ἤθελα νὰ πάω σὲ καμία περίπτωση! Ἤθελα νὰ παραμείνω στὰ Ἱεροσόλυμα, τώρα ποὺ ἐπιτέλους ἤμουν ἐλεύθερη καὶ μποροῦσα νὰ ἀνταλλάξω ἀπόψεις μὲ ὅποιον ἤθελα! Εὐτυχῶς τελικὰ συμφώνησα, ἀλλὰ ὅμως μόνο γιὰ μία ἑβδομάδα, μέχρι νὰ μοῦ ἔβρισκαν σπίτι στὰ Ἱεροσόλυμα. Μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα μοῦ ἄρεσε ἐκεῖ στὴν ἔρημο τόσο πολύ, ποὺ παρακάλεσα νὰ μείνω ἄλλη μία ἑβδομάδα. Μοῦ τὸ ἐνέκριναν. Μετὰ τὴν ἀποχώρησή μου ἀπὸ τὴν κοινότητα ὑπέφερα τὶς νύχτες ἀπὸ φρικτοὺς ἐφιάλτες. Στὰ ὄνειρά μου βρισκόμουν πάντα ἀντιμέτωπη μὲ τὴν κοινότητα. Μὲ προειδοποίησαν γιὰ τὸ τί θὰ πάθαινα, ἐὰν ἐγκατέλειπα τὴν κοινότητα καὶ "ἀλλαξοπιστοῦσα". Αὐτὰ τὰ λόγια μὲ παρακολουθοῦσαν σὰν σκοτεινὲς προφητεῖες συνήθως τὶς νύχτες, ἔτσι ὥστε νὰ ξυπνάω μούσκεμα στὸν ἱδρώτα καὶ μὲ κλάματα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ σφαγὴ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεράσιμου ὑπῆρξε γιὰ μένα ὁ πρῶτος τόπος, στὸν ὁποῖο ἡ ψυχή μου βρῆκε ἠρεμία καὶ εἰρήνη. Μετὰ ἀπὸ ἄλλη μία ἑβδομάδα, μὲ βαριὰ καρδιὰ ἔκανα τὴ σκέψη νὰ ἐγκαταλείψω πάλι αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἔτσι παρακάλεσα νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ μείνω ἄλλη μία ἑβδομάδα. Πάνω σὲ αὐτὸ ὁ Γέροντας Χρυσόστομος, ὁ ἡγούμενος, μοῦ εἶπε ὅτι μποροῦσα νὰ μείνω ὅσο ἤθελα. Ἐγκάρδια ἐπιθυμία μου καὶ παράκλησή μου ἦταν νὰ βαπτιστῶ καὶ ὁ Γέροντας Χρυσόστομος δέχτηκε αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία μου μὲ εὐχαρίστηση. Τὴν παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰούδα τοῦ Θαδδαίου μὲ βάφτισε καὶ μοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ματθαία, κατὰ τὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (βασικὰ ἤθελε νὰ μὲ βαφτίσει στὸ ὄνομα Μαριάμ, ἀλλὰ λίγο πρὶν τὴ βάπτιση, ἄκουσε μέσα του ξεκάθαρα μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «ὄχι Μαριάμ, Ματθαία». Μετὰ τὴ βάφτιση μὲ ρώτησε ὁ Γέροντας, ἐὰν εἶχε κάποια σημασία γιὰ μένα ὁ Ἅγιος Ματθαῖος καὶ ἐγὼ τοῦ διηγήθηκα γιὰ τὸ βίωμά μου ἐκείνη τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ὅταν ἄκουσα τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιο καὶ εἶπα ὅτι θέλω νὰ γίνω μία ἀπάντηση στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Τὴ νύχτα τὴν πέρασα προσευχόμενη στὴν ἐκκλησία καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας, ἔλαβα τὴ Μοναχικὴ Κουρὰ ἀπὸ τὸν Γέροντα. Αὐτὲς οἱ δύο μέρες ἦταν οἱ πιὸ εὐτυχισμένες μέρες τῆς ζωῆς μου. «Ἐπιτέλους ἔφτασες στὸ σπίτι σου».

Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἔγινε ἡ πατρίδα μου. Καὶ στὸ ἑξῆς, ναὶ μὲν διατελῶ τὸ διακόνημά μου στὸ Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ ἐπιστρέφω ἐδῶ κάθε Σαββατοκύριακο.

Ἐν τῷ μεταξὺ πέρασαν τρία χρόνια καὶ ὅπως τότε ἔτσι καὶ τώρα, εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ κάθε μέρα, ποὺ μὲ ὁδήγησε στὴν Ἐκκλησία Του καὶ μοῦ χάρισε τὴν εὐλογία τῆς Βαπτίσεως.

Γιατί τόσο ἀντιμεταφυσικὸ μένος;

 
Γιανναρᾶς Χρῆστος



Ἀπὸ ἀγανάκτηση (ὁμολογημένη) γιὰ τὴ δίχως ἀντίλογο προπαγάνδα τῆς «προοδευτικῆς» δημοσιογραφίας, θὰ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ ἕνα ἐρώτημα:

Ἂς ὑποθέσουμε μία ταινία διάρκειας ἑνὸς λεπτοῦ ποὺ θὰ φιλοδοξοῦσε νὰ παρουσιάσει τὸ Μουσεῖο τοῦ Λούβρου, τὴν ἱστορία του, τὴ σημασία του γιὰ τὸν πολιτισμό. Καὶ δώδεκα δευτερόλεπτα, τὸ ἕνα πέμπτο τῆς ταινίας, νὰ εἶχαν διατεθεῖ γιὰ νὰ προβάλουν τὸν μανιακό, ποὺ πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια στὸ Λοῦβρο «μαχαίρωσε» τὴν Τζιοκόντα. Θὰ καταριόμασταν σὰν «σκοταδιστὲς» καὶ ὑπέρμαχους τῆς «λογοκρισίας» ὅσους διαμαρτύρονταν γιὰ τὴν ὑπερβολὴ (ἢ τὴ σκοπιμότητα) τῆς ἔμφασης στὸν βανδαλισμό;

Θὰ ἤμουν εἰλικρινὰ εὐγνώμων σὲ ὅποιον μὲ βοηθοῦσε νὰ καταλάβω, γιατί στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα θεωρεῖται «προοδευτικὸς» καὶ ἐξασφαλίζει καριέρα ὅποιος κατασυκοφαντεῖ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου του καὶ τοῦ λαοῦ του. Θέλουμε νὰ παρουσιάσουμε στὸ διεθνὲς κοινὸ τὴ σχέση τοῦ λαοῦ μας μὲ τὸν Παρθενώνα σὲ μία μονόλεπτη καταγραφὴ ἱστορίας εἴκοσι πέντε αἰώνων. Καὶ ἀφιερώνουμε τὸ ἕνα πέμπτο τῆς παρουσίασης στὴν πικάντικη ἐξαίρεση: σὲ κάποιους κάποτε φανατικοὺς βάνδαλους τοῦ κοινωνικοῦ περιθωρίου (ποὺ ὑπάρχουν πάντοτε σὲ κάθε ἐπὶ γῆς κοινωνία). Καταλογίζοντας τὸ σύμπτωμα στὴ σύνολη μεταφυσικὴ παράδοση τοῦ λαοῦ τῶν Ἑλλήνων.

Γιὰ τοὺς «προοδευτικοὺς» δημοσιογράφους, οἱ ρασοφορεμένοι βάνδαλοι, ποὺ στὴ μονόλεπτη ταινία καταστρέφουν μὲ σφυριὰ τὰ μεγαλουργήματα τῆς γλυπτικῆς τέχνης στὸν Παρθενώνα, δὲν εἶναι περιθωριακοὶ ψυχοπαθεῖς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ θεσμικὴ ἔκφανση τῆς μεταφυσικῆς παράδοσης τῶν Ἑλλήνων. Καὶ τὸν θεσμὸ θέλουν νὰ τὸν βλέπουν ὅπως τοὺς τὸν μάθανε στὰ ἰδεολογικὰ ποιμνιοστάσια: Ὄχι στὴν καταγωγικὴ ἑλληνική του διαμόρφωση, ἀλλὰ σὰν τὴν ἐκτρωματική του ἀλλοτρίωση σὲ ἐξουσιαστικὸ μόρφωμα, ὅπως τὸ κράτος τοῦ Βατικανοῦ στὴ Δύση.

Ἀσφαλῶς καὶ οἱ «δεσποτάδες» τῆς ἑλλαδικῆς παρακμῆς σήμερα συνεισφέρουν ἐνεργὰ σὲ αὐτὴ τὴν ἐκτρωματική, ἐξουσιαστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία – δικαιώνουν τὴ συμπλεγματικὴ ἐμπάθεια ποὺ θέλει πεισματικὰ νὰ ἀγνοεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς ὡς λαϊκὸ σῶμα. Ἀλλὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ εἶναι ὁ πολιτισμός, ὡς ἱστορικὴ σάρκα τῆς μεταφυσικῆς παράδοσης τῶν Ἑλλήνων, τὴ γέννησε τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τοῦ λαοῦ, ὄχι οἱ παρακμιακοὶ ρασοφόροι τοῦ σήμερα οὔτε κάποιες ἐξαιρέσεις ψυχανώμαλων πρὶν ἀπὸ δεκαέξι αἰῶνες!

Ὁ λαός, ποὺ συγκροτεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, συνέχισε μὲ τὸν Ρωμανὸ καὶ τὴν Κασσιανὴ τὴν ποίηση τῆς Σαπφοῦς καὶ τοῦ Πινδάρου (κατέγραψε τὴ συνέχεια ὁ C. Trypanis στὴν ἀνθολογία του: The Greek Verse, στὰ Penguin Books). Συνέχισε ὁ λαὸς τὴν τραγωδικὴ δραματουργία στὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρευτικὴ «λειτουργία», τὴν πάλη τῆς γλυπτικῆς καὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς γιὰ θέα τοῦ «ὄντως ὑπαρκτοῦ» τὴ μετέθεσε στὴ ζωγραφικὴ τῶν Εἰκόνων τοῦ Σινᾶ, τῆς Μονῆς τῆς Χώρας, τοῦ Πανσέληνου, στὴν ἀρχιτεκτονική τῆς Ἅγια-Σοφιᾶς. Ἡ ὀργανικὴ συνέχεια τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου ἐκφράστηκε δυναμικὰ στὸ ἔργο τοῦ Ἀθανάσιου Ἀλεξανδρείας, τῶν Καππαδοκῶν, τοῦ Μαξίμου, τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ἡ ἡρακλείτεια ταύτιση τοῦ κοινωνεῖν - ἀληθεύειν, ὁ πλατωνικὸς ἔρως ὡς ὁδὸς γνώσης, ἡ ἀριστοτελικὴ λογικὴ μέθοδος καὶ τὸ κριτήριο κοινωνικῆς ἐπαλήθευσης τῆς γνώσης θεμελιώνουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπαίτηση συνεποῦς ἐμπειρισμοῦ στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή. Καὶ ὁδηγοῦν σὲ ρήξη (Σχίσμα) μὲ τὴ μεταρωμαϊκὴ Δύση τῶν ἐπήλυδων βαρβαρικῶν φύλων, παγιδευμένων στὸν πρωτογονισμὸ τῆς ἀνάγκης γιὰ αὐθεντίες, δόγματα - θωράκιση τοῦ ἐγὼ μὲ βεβαιότητες.

Ὅταν ξέρει κανεὶς ὅτι ἐπὶ χίλια χρόνια, στὸ χλευαστικὰ ὀνομαζόμενο ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς «Βυζάντιο», τὰ παιδιὰ ξεκινοῦσαν ἀνάγνωση καὶ γραφὴ μὲ ἀλφαβητάρι τὸν Ὅμηρο, τότε τὰ δώδεκα δευτερόλεπτα ἐμφατικῆς προβολῆς τῶν ψυχανώμαλων τοῦ περιθωρίου στὴ μονόλεπτη ταινία γιὰ τὸν Παρθενώνα εἶναι τουλάχιστον ἀνεξήγητη μεροληψία ποὺ μοιάζει μὲ κακόβουλη προπαγάνδα. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὸ ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν ἑλλαδικῶν ἐπισκόπτων ἦταν διαφορετικό, ἡ συμπλεγματικὴ ἐμπάθεια τῆς μονόλεπτης γιὰ τὸν Παρθενώνα ταινία, θὰ εἶχε συναντήσει μόνο χαμόγελα συγκατάβασης. Ὄχι ἀπαιτήσεις νὰ ἐπιβάλλεται μὲ τὸν χωροφύλακα ὁ σεβασμὸς στὴν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία»!

Μέσα στὰ πέντε τελευταῖα χρόνια εἴχαμε οἱ Ἕλληνες δύο ἀπανωτὲς εὐκαιρίες (ποὺ δὲν θὰ ξανάρθουν) νὰ δηλώσουμε, μπροστὰ στὸ σύνολο σχεδὸν πληθυσμὸ τοῦ πλανήτη, τὴν πολιτιστική μας ταυτότητα – ἐνεργὸ ἑτερότητα πρότασης πολιτισμοῦ ποὺ νὰ ἐνδιαφέρει πανανθρώπινα: Εἴχαμε τὶς τελετὲς ἔναρξης καὶ λήξης τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τοῦ 2004 καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ καινούργιου Μουσείου τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ σκέφτομαι: Πῶς θὰ ἔκριναν τὴν ἀνταπόκρισή μας στὶς μοναδκὲς αὐτὲς εὐκαιρίες μαρτυρίας κάποιοι δάσκαλοί μας ἀπὸ ἕνα χθὲς ὄχι πολὺ μακρινό; Ὁ Τσαρούχης, ὁ Ἐλύτης, ὁ Πικιώνης, ὁ Ἐγγονόπουλος, ὁ Παπαλουκᾶς, ὁ Κόντογλου, ὁ Ζάχος, ὁ Κεφαλληνός, ὁ Σεφέρης, ὁ Τατάκης, ὁ Θεοτοκᾶς, ὁ Γκάτσος, πῶς θὰ ἀντιδροῦσαν στὸ ἀρχιτεκτόνημα τοῦ Τσουμί, στὴν ταινία τοῦ Κώστα Γαβρᾶ, πῶς θὰ ἔκριναν τὴν ἰδιοφυῆ ἐντυπωσιοθηρία, σκηνογραφικὴ καὶ σκηνοθετική, τοῦ Δημήτρη Παπαϊωάννου; Θὰ κατάπιναν βουβὰ τὴν παραίτηση ἀπὸ κάθε ἑτερότητα, τὴν εἰκόνα μιᾶς Ἑλλάδας μὲ ἐπιδόσεις μόνο μεταπρατισμοῦ, μόνο ἐπαρχιώτικης μειονεξίας;

Δὲν ἔχει νόημα νὰ ἐμπλέκουμε τίμια ὀνόματα τοῦ χθὲς σὲ διχογνωμίες τοῦ σήμερα. Ἀλλὰ κάποια ὀνόματα ὑπογραμμίζουν ἀποκαλυπτικὰ τὸ κενό, τὴν ὀρφάνια μας σήμερα ἀπὸ μπροστάρηδες μαχητικῆς εὐθυκρισίας, εὔτολμης ἀνιδιοτέλειας. Μοιάζει δίχως ἀντίλογο σήμερα ἡ ἀναιδέσατη ταύτιση τῆς «προόδου» μὲ τὸν ἀφελληνισμό, μὲ τὴν κατασυκοφάντηση τῆς Ἱστορίας, μὲ τὸν χλευασμὸ τοῦ «ἱεροῦ». Ἀκόμα καὶ ὅρους ὑγειονομικῆς προστασίας γιὰ τὴ μετοχή μας στὸ Δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας θέλουν νὰ μᾶς ἐπιβάλουν οἱ «προοδευτικοί» μας δημοσιογράφοι – μὲ τὴν ἴδια φασιστικὴ λογικὴ θὰ ἀστυνομεύουν σὲ λίγο καὶ τὴν ὑγιεινή τοῦ ἔρωτα ἐπιβάλλοντας ὁπωσδήποτε τὸ προφυλακτικό. Δὲν ἔχει φραγμοὺς ἡ συμπλεγματικὴ ἐμπάθεια.

Θὰ ἄξιζε, πάντως, νὰ τεθεῖ ἡ ἀπορία, μὲ ἀφορμὴ καὶ τὴν «τσόντα» τῶν δώδεκα δευτερολέπτων: Γιατί τόσο ἀντιμεταφυσικὸ μένος στὴν ἑλλαδικὴ δημοσιογραφία σήμερα; Γιατί καὶ ἐφημερίδες παρήγορης σοβαρότητας καὶ ἀξιοπρέπειας, ποὺ ἀπευθύνονται, κατὰ τεκμήριο, σὲ κοινὸ μὲ αἴσθηση τοῦ «ἱεροῦ», κατακλύζονται ἀπὸ κείμενα συμπλεγματικῆς ἀντιμεταφυσικῆς μονομανίας;

Ὁ πάντοτε ἀνοιχτὸς ἀναζητητής, ὁ τίμιος ἀγνωστικιστής, ἔχει σέβας τοῦ «ἱεροῦ». Ὁ φανατικὸς τῶν ἀντιμεταφυσικῶν βεβαιοτήτων (ὅπως καὶ ὁ θρησκόληπτος) ἔχει πρόβλημα. Πρόβλημα βασανιστικῆς ἀνασφάλειας. Δὲν στομώνει κανεὶς τὶς γονιμότερες μέσα του ἀναζητήσεις, ἁπλῶς γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ κάποιους ἀνυποψίαστους ρασοφόρους τοῦ χθὲς ἢ τοῦ σήμερα. Ὅμως, γιατί μιὰ κοινωνία νὰ «παιδαγωγεῖται», μονότροπα μὲ ψυχολογικὲς ἀνασφάλειες;

Σημειώνουν και ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΝ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ



«Είμαι από πάνω σου και σε παρακολουθώ – λέει ό παμπόνηρος και μισόκαλος. Προσέχω τα μάτια σου, τη γλώσσα σου, τα έργα σου. Έχω μια πενάρα και καταγράφω λεπτομερώς την ημέρα, την ώραν, το δευτερόλεπτο, τα άτομα, , τον τόπον. Ότι καταγράψω, θα σου τα φανερώσω αν δεν προφθάσεις να τα σβήσεις» ( Εννοεί, με το μέγα μυστήριο της εξομολογήσεως.)
Πόσοι δεν γνωρίζουν την άγρυπνο παρακολούθηση του διαβόλου! Παραμονεύει από ώραν εις ώραν να εύρη ευκαιρία να κερδίσει έδαφος. Ό φόβος και ό τρόμος πρέπει να κατέχουν την ζωήν μας δια να σωθώμεν. «Μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φίλιπ. 2, 12).Η εξομολόγηση πρέπει να είναι ζώσα και ενεργός, δια να εξαλείφει πάσα αμαρτία της ψυχής μας.


ΒΛΑΣΦΗΜΕ1 ό διάβολος εντός του Ιερού Ναού;
Όσον και αν τον βλασφημούμε εμείς, δεν μας υπολογίζει και δεν μας λαμβάνει υπ’ όψιν. Όταν εσείς τον βλασφημείτε, τότε λυπείτε και τότε πονεί διά τας πληγάς, που του ανοίγετε».
Απαθής παραμένει ό Κύριος μας και Θεός μας, όταν ό διάβολος βλάσφημη το άγιον και υπερύμνητον Όνομα Του. Όπως κατά τον ίδιον τρόπον απαθής παραμένει και ή Πανάχραντος Παναγία μας και οί άγιοι άγγελοι και οί άγιοι της Εκκλησίας μας. Η λύπη και ό πόνος προξενείτε εις τον Θεόν και εις την Παναγίαν μας μόνον, όταν ημείς βλασφημούμε το ΥΠΕΡ ΠΑΝ ΟΝΟΜΑ του Θεού μας και των αγίων της Εκκλησίας μας.
-Πουθενά δεν βρίσκεται τόσο κοντά Παράδεισος και κόλαση, όσο στην Εκκλησία·.
Καθώς λέγει μία πιστή ψυχή, ή αγιότητα, ή χαρά και ή ουρανιά καθαριότητα. Και δίπλα ή φοβερή αιχμαλωσία του ανθρώπου στην αμαρτία, στη μανία της κόλασης».
Ή ιδία πιστή ψυχή λέγει: όσο ιερότερος ό χώρος, τόσο μεγαλύτερα τα βάσανα των δαιμόνων, αλλά και τόσο πιο βαθιά ή κάθαρση τους».
Ό διάβολος συνεργεί στην ΜΕΤΑΝΟΙΑ;
«Με τα δικά μας κτυπήματα έρχεσθε σεις εις την αγκάλη Του. Αν δεν είμεθα εμείς, ποίος από σας θα ήρχετο εις την Εκκλησία Του;».
Άθελα του ό παγκάκιστος συνεργεί εις μετάνοιαν. Πλήθος ασθενών παραδέχονται μετά δακρύων, ότι ή δοκιμασία, που παρεχώρησεν ό Θεός να υποστούν, εγένετο αιτία μετανοίας. Δια αυτής γνωρίσαμεν και αγαπήσαμε τον Θεον, ομολογούν.
-Εν θλίψει εμνήσθημέν Σου Κύριε». « Εν ήμερα θλίψεώς μου τον Θεόν εξεζήτησα, ταίς χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού, και ουκ ηπατήθην». (Ψαλμ. 76, 3».
ΑΞΙΩΣΕΙΣ του διαβόλου
Ομιλώντας το δαιμόνιο προς τον Θεόν δια τον αμαρτωλό λέγει:
«Βλέπεις πόσον αγαπά εσένα και πόσον αγαπά εμένα; Άρα δεν είναι με το δικό σου μέρος, αλλά με το δικό μου. Τα έργα του είναι έργα μου. Ουδεμία σχέση έχουν με το ιδικό Σου θεϊκό θέλημα.
Οι αυθάδεις αυτές αξιώσεις του διαβόλου έναντι του Θεού είναι αποτέλεσμα των δικών μας πράξεων. Ό διάβολος είναι ό κατήγορος μας προς τον Θεόν.
Από τον Θεόν ό διάβολος απαιτεί να του παραχωρήσει άδεια καταλήψεως του ανθρώπου, διότι τα έργα μας δεν είναι του Θεού, αλλά του διαβόλου. Κύριε σώσον ημάς.
«Κύριε μη, απόρριψης ημάς από του προσώπου Σου..,». (Ψαλμ. 50, 13).
Ο λειτουργός του Θεού και οι ΜΑΓΟΙ.
—«Δι αυτούς, — λέγει το πονηρό δαιμόνιον — που τους Έχω εγώ και κάνουν τα μαγικά μου, να προσεύχεσαι πάντοτε και ουδέποτε να τους καταράσαι. Διότι αν για σας Εκείνη (εννοεί την Παναγία μας) κλαίει μίαν φοράν, δια τους μάγους κλαίει δύο φοράς, διότι γνωρίζει που θα πάνε».
Το θλιβερό κατάντημα των μάγων δεν δύναται ανθρώπινος νους να το συλλαβή. Σύμβουλοι στο παρόντα κόσμον και σύμμαχοι και όργανα των μάγων είναι οι δαίμονες με ανταλλαγή την αιώνιο και αθάνατο ψυχήν του καθ’ ενός, που μεταχειρίζεται την μαγεία. Πόσον, αλήθεια, πόσον πρέπει ό κάθε πιστός να προσεύχεται για αυτούς τους δυστυχείς ανθρώπους.
Όταν ό κύριος προσηύχετο δια τους σταυρωτάς Του έδωκε παράδειγμα προς μίμησιν εις ημάς. Όπως εκείνοι δεν γνώριζαν Τι έπρατταν και οι μάγοι «ουκ οίδασι Τι ποιούσι».
Οι απειλές του διαβόλου κατά του πολεμούντος αυτόν
«Τα έβαλες εναντίον ολοκλήρου της κολάσεως. Αλλά και εμείς δεν μένομεν ήσυχοι. Όπως μας καίγεις εδώ εις την γην καθημερινώς, έτσι σου καίομαι και εμείς το όνομά σου εις την κόλασιν».
Ο πολεμών τον διάβολο πρέπει να γνωρίζει, ότι απέναντι του υπάρχει ό διάβολος, εχθρός αόρατος, που έχει μόνον ένα σκοπό: Να εμβάλλει φόβον.
Κύριε δώσε μας την χάριν Σου, «ίνα ό φοβερός φοβηθεί και φυγή και ό φοβίζων και απειλών ημάς φοβούμενος φανή.»
Ή μυστηριώδης «ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ» Θεού και διαβόλου
- «Όπως και όσα αν σου περιγράψω – ομολογεί το πνεύμα το ακάθαρτων -είναι αδύνατον να συλλαβής Τι υποφέρομε εμείς οι δαίμονες, όταν αυτή ή φωτιά συναντηθεί με μας μέσα του». (Εννοεί ό πονηρός διάβολος στον ασθενή και οχλούμενον υπό των ακαθάρτων πνευμάτων).
Αν ανάψουν όλα τα πετρέλαια της οικουμένης και όλα τα πετρέλαια της Αραβίας, δεν φθάνουν την φωτιά, που μας κατακαίγει όταν κοινωνεί αυτός…», (εννοεί ό δαίμονας το δαιμονισμένο άτομο).
Η μυστηριώδης «ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ» του Θεού μετά του διαβόλου μέσα εις τον ασθενή είναι μέγα πρόβλημα. Ποία σχέσης φωτός και σκότους; Θεού και Βελίαρ; Και όμως! Παραδόξως ό Πανάγαθος Θεός, εις τα περιστατικά αυτά, εκδηλώνει την άμετρων ιδιότητα της ΥΠΟΜΟΝΗΣ απέναντι του δαίμονος. Όπως όταν ό άνθρωπος διαπράττει το μεγαλύτερον έγκλημα της αμαρτίας. Και τότε εφαρμόζε­ται δια τον αμαρτωλό άνθρωπον ή Μακροθυμία του Θεού. Διότι αποσκοπεί ό Θεός εις την σωτηρίαν του ανθρώπου και όχι στην απώλειά του.
Στην περίπτωσιν του δαιμονισμένου ανθρώπου, οποιοσδήποτε και αν είναι, αναμένει την μετάνοιάν του. Και όταν ή μετάνοια είναι ειλικρινής, τότε εξαφανίζεται ό διάβολος.
Εάν ό Θεός εξεδίωκε αυτομάτως με την μετάδοση της Θείας Κοινωνίας τον διάβολο, έκαστος θα αμάρτανε ασυστόλως και θα διελογίζετο:
»Και αν έλθει ό διάβολος μέσα μου, εγώ θα κοινωνήσω και αμέσως θα φύγει!…».
Κατ’ αυτόν τον τρόπον όμως ουδείς δαιμονισμένος θα υπήρχε και θα υπερεπερίσσευεν ή αμαρτία. Ό φόβος της καταλήψεως υπό του διαβόλου είναι ένας λόγος αποφυγής της αμαρτίας.
http://oparadeisos.wordpress.com


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/08/blog-post_396.html#ixzz1U3vxz2vU

ΕΔΩ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΑ ΣΥΝΑΝΤΑΣ ΑΓΓΕΛΟ ΠΑΡΑ ΑΝΘΡΩΠΟ


undefined
Του Γιώργου Θεοχάρη

Στην έρημο του Αγίου Όρους πιο εύκολα συναντάς άγγελο παρά άνθρωπο. Είναι τόσο σκληρός ο τόπος που δεν αντέχουν οι άνθρωποι και τόσο άυλος που τον ζηλεύουν οι άγγελοι. Αυτοί εδώ πλεονάζουν.΄΄,μου είπε στο πλοιάριο ένα γεροντάκι που χαμηλόφωνα έλεγε μία ευχή με τον κομποσχοίνι του. Με έκπληξη τον κοίταξα και μέσα μου γεννήθηκαν διάφορες σκέψεις.. Μόλις είχαμε ξεκινήσει το ταξίδι μας από την Ουρανούπολη της Χαλκιδικής για το Άγιο Όρος. Ένα ταξίδι διαφορετικό από τα άλλα, μία περιήγηση σε έναν διαφορετικο κόσμο..


Το πλοίο έφτασε στη Δάφνη,το λιμανάκι του Αγίου Όρους και.....
από εκεί επιβιβάστηκα στο καραβάκι ΄΄Αγία ΄Αννα΄΄, με προορισμό τα Κατουνάκια, τα Καρούλια, την Μικρά Αγία Άννη και τα Καυσοκαλύβια.Αυτή είναι η περιοχή της Ερήμου που ξεκινάει από τη Μονή της Μεγίστης Λαύρας μέχρι τη Μονή του Αγίου Παύλου.Σε λιγότερο από μισή ώρα αποβιβάστηκα στον αρσανά των Καρουλίων,έτσι λέγεται κάθε λιμανάκι των Μονών και σκητών στην Αθωνική Πολιτεία.(Δείτε φωτογραφίες και ένα αξιόλογο βιντάκι για το ΄΄Περιβόλι της Παναγίας μας΄΄.
Οι απότομες ψηλές και βραχώδεις κορυφές και οι βουνίσιες μυρωδιές,πράγματι εντυπωσιάζουν και τον πιο …δύσκολο επισκέπτη . Η φύση άδολη και αθώα. Το μάτι χορταίνει ποικιλίες ,το αυτί απολαμβάνει τις εναλλαγές της ησυχίας με τις μελωδίες, η μύτη λαίμαργα ρουφά τις ευωδίες .Οι άνθρωποι εδώ μοιάζουν διαφορετικοί, ζούν σε λιτά κελιά, καλύβια, και σπηλιές. Ο χρόνος εδώ φαίνεται να έχει ..σταματήσει. Οι Ερημίτες μετακινούνται με μουλάρια μέσα από τα αυτοσχέδια μονοπάτια που σε ορισμένα σημεία καλύπτονται από βελανιδιές και καστανιές και οι περισσότεροι ζουν με ξηρά τροφή.




Πρόσωπα αμίλητα, δείχνουν να έχουν γίνει ένα με τη μοναδικότητα της φύσης και του ευλογημένου τόπου. Το αδιαλείπτως προσεύχεσθε για αυτούς είναι τρόπος ζωής. Και δίπλα ακριβώς η θάλασσα. Βαθύτατα νερά ,σπάνιοι χρωματισμοί, βραχώδεις απάτητες ακτές. Στις γραφικές στροφές των μονοπατιών ,στην ησυχία και ταπείνωση τους φαίνεται να κρύβεται η χάρις του Θεού. Την συναντάς ως ασκητική συντυχία, ως καινούργια σκέψη, ως πρωτόγνωρο βίωμα ,ως ανεξήγητη ευωδία ως ανέλπιστο θαύμα.
Δείτε ένα βίντεο που μας έστειλαν απο orthodoxia-ellhnismos.gr


http://www.agioritikovima.gr


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/08/blog-post_04.html#ixzz1U3vOKbaU

Είδηση-σοκ και Αίσχος. Πουλάνε την τρίτη παλαιότερη εκκλησία του κόσμου!



Φτιάχτηκε 1.227 χρόνια προ ΓΑΠ
Και ενώ λεφτά για τζαμιά υπάρχουν πάρα πολλά, η εκκλησία των Αρχαγγέλων, που είναι 1.227 ετώνκαι βρίσκεται στα Μουδανιά της Προύσας της Τουρκίας, αναζητά νέο ιδιοκτήτη έναντι 400.000 δολ ή αλλιώς 280.000 ευρώ, τη στιγμή που στην Αθήνα θα δοθούν 1.500.000 ευρώ για την ανέγερση τεμένους. 


Η εκκλησία αυτή κατασκευάστηκε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο ΙV, μεταξύ 780-797 μ.Χ, και πριν από 10 χρόνια, την αγόρασε ο Τούρκος επιχειρηματίας, κ. Μετέ Γιαλτσίν, ο οποίος θέλησε να κάνει αναπαλαίωση, αλλά οι αρχές δεν του το επέτρεψαν. Ο λόγος απλός… Δεν δίδεται άδεια αναπαλαίωσης στα ιστορικά μνημεία και αυτή είναι η τρίτη παλαιότερη εκκλησία του κόσμου! Έτσι, λοιπόν, ο επιχειρηματίας θέλει τώρα να την πουλήσει…
Λέγεται, μάλιστα, ότι έγινε πρόταση στον Οικουμενικό Πατριάρχη, κ.κ. Βαρθολομαίο, που την επισκέπτεται κάθε χρόνο, να την αγοράσει το Πατριαρχείο, αλλά η πρόταση δεν έγινε δεκτή, γιατί δεν διαθέτουν χρήματα...
Στο θέμα αναφέρεται η τουρκική εφημερίδα Turkiye, στην πρώτη σελίδα της, με τίτλο «Εκκλησία προς πώληση από τον ιδιοκτήτη της»…
Τώρα, πως, ούτε η επίσημη εκκλησία, ούτε η πολιτεία, (που να μην σώσουν) δεν μπορούν να βρουν χρήματα για να περισώσουν ένα τόσο σημαντικής αξίας ιστορικό μνημείο του πολιτισμού και της ελληνικής μας ταυτότητας, είναι τουλάχιστον ντροπή…
Loutraki One με πηγή από prionokordela.gr


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/08/blog-post_368.html#ixzz1U3u7H8vB

ΚΑΝΟΥΝ ΤΟΥΜΠΕΣ ΣΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ ή ΣΙΩΠΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ!!!

ΚΑΝΟΥΝ ΤΟΥΜΠΕΣ ΣΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ ή ΣΙΩΠΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ!!!

  • ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΔΕΙΛΟΙ;

  • ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΜΕ «ΚΟΥΣΟΥΡΙΑ» ΙΕΡΕΙΣ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΡΙΑΡΧΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ;

  • ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ, ΠΑΡΑΔΙΔΟΥΝ ΤΑ ΟΧΥΡΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΞΕΡΟΚΟΜΑΤΟ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ;

  • ΠΩΣ ΜΠΗΚΕ ΤΟΣΟ ΣΑΒΟΥΡΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;

  • Ο επίσκοπος Φλωρίνης π. Αυγουστίνος Καντιώτης στις 3—5—1964, μιλώντας για τις σκοτεινές δυνάμεις που προχώρησαν και μέσα στην Εκκλησία έλεγε·

-Eκκλ. αγωνες π. A.«…. Επολέμησα την μασονία που έχει θρονιάσει και μέσα στα πατριαρχεία…»

«Δυστυχώς και  μέσα στην Εκκλησία μπήκε η μασονία. Διαβάστε παλαιότερες «ΣΠΙΘΕΣ» και θα το δείτε. Εγώ κατήγγειλα επίσημα με στοιχεία ότι και επίσκοποι και μητροπολίται και πατριάρχαι είναι μασόνοι… Για να γίνεις δεσπότης ή πρέπει να περάσεις από τα σκαλοπάτια της μασονίας ή άμα δεν περάσεις, -γιατί δεν είναι όλοι οι δεσποτάδες μασόνοι-, όμως είναι γεγονός ότι υπάρχουν τέτοιοι ύποπτοι στην Εκκλησία. Δεν ανακοινώνουν τα ονόματά τους όσο ζουν, άμα πεθάνουν τότε τους φανερώνουν. Εμείς όμως τους ξέρουμε και τους παρακολουθούμε.

Για να γίνεις δεσπότης σήμερα ή πρέπει να κάνεις τούμπα μέσα στην στοά των μασόνων και να προσκυνήσεις τον διάβολο· Τι διαβολο-δεσπότης θα γίνεις; Ή θα επιτρέψει η μασονία να γίνεις εάν δεν την πολεμάς και έχεις ευγένεια απέναντί της. Γι’ αυτό βλέπεις όλοι αυτοί που είναι υποψήφιοι δεσποτάδες σιωπούν, κανείς τους δεν μιλά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ξέρουν πολύ καλά ότι θα τους φάει το φίδι.

Μωρέ χίλιες φορές διάκονος, χίλιες φορές καλόγερος και να φωνάζω μέρα νύκτα ότι είστε σατανάδες, παρά να με δώστε μήτρες και μπαστούνες. Και αν με κάνετε δεσπότη, τί θα γίνει; Σας τα χαρίζω όλα βρε διαβόλοι.

Ο Δουλγέρης που ήταν ένας φωστήρας, ένας ήλιος, -δεν υπήρχε πιο μορφωμένος και πιο ικανός και πιο δυνατός και δραστήριος ιεροκήρυκας-, και όμως δεν έγινε επίσκοπος. Εψηφίστηκε κάτω στην Κύπρο επίσκοπος. Μαζευτήκαν όλοι οι μασόνοι και είπαν· Ο Δουλγέρης επίσκοπος; Μας έφαγε. Αν γίνει αυτός δεσπότης θα μας σβήσει. Είπαν όχι οι μασόνοι και δεν τον έκαναν επίσκοπο· πέθανε ιερομόναχος… Υπό διωγμό.

Και μέσα στην Εκκλησία η μασονία…»

  • Τα λόγια αυτά του αγωνιστού ιεράρχου, που τα είπε πριν από 50 χρόνια είναι η απάντηση στα ερωτήματα που θέσαμε.
  • Λίγοι σήμερα ανώτεροι κληρικοί αναλογίζονται την αναξιότητά τους και την ευθύνη του επισκοπικού αξιώματος. Αυτοί οι λίγοι μοιάζουν με τους άγιους πατέρες της Εκκλησίας που έφευγαν εις τας ερήμους για να μη γίνουν επίσκοποι. Εκεί τους έβρισκε ο λαός και τους ανέβαζε στα επισκοπικά αξιώματα και  ήταν θεόκλητοι και δημόκλητοι.
  • Σήμερα σπάνια είναι αυτά τα παραδείγματα, γι’ αυτό δεν έχουμε αγίους επισκόπους. Καταλαμβάνουν τα επισκοπικά αξιώματα κάποιοι ντενεκέδες, επιπόλαιοι και φιλόδοξοι, χωρις πνευματικότητα και αγιότητα, που ούτε για κλητήρες στις μητροπόλεις τους δεν κάνουν. Ο Γέροντας ζωγραφίζει θαυμάσια τον τρόπο της ανόδου τους στην εκκλησιαστική ιεραρχία.
Ας προσευχηθούμε, ο Θεός να αναδείξει και πάλι αγίους και γενναίους ιεράρχας και να απαλλάξει την Εκκλησία του από τους ασεβείς, φιλόδοξους και άπιστους.
Ο επίσκοπος Φλωρίνης όταν έλεγε τα παραπάνω λόγια ήταν ιεροκήρυκας υπό διωγμό και είχε γίνει για τον έλεγχο που εξασκούσε στους κακούς επισκόπους το φουτ μπωλ στα πόδια τους.
H Iερά Σύνοδος με την υποκίνησι κακών επισκόπων απαγορεύσε το κήρυγμά του, καθ’ άπασαν την Eλλάδαν, στις 1-4-1965. Σύσσωμος τότε ο Eλληνικός τύπος έβαλε κατά της αποφάσεως αυτής και συμπαραστάθηκε στόν διωκόμενο ιεροκήρυκα. Ένα μεγάλο μέρος τών βουλευτών της συμπολιτεύσεως και αντιπολιτεύσεως έκανε επερωτήσεις στη βουλή και έστειλε τηλεγραφήματα στην Iερά Σύνοδο. O Eλληνικός λαός ξεσηκώθηκε γιά την άδικη απόφασι, και  η Iερά Σύνοδος ανακάλεσε λίγες ημέρες αργότερα, στις  20-4-1965 την απαγόρευση, (βλ. «AΠΟΛΟΓIΑ του ιεροκήρυκος Aρχιμ. Aυγουστίνου N. Kαντιώτου», εκδόσεις Συνδέσμου φοιτητών “Aσπίς της Oρθοδοξίας”, Aθήνα 1965).
Ο ήλιος ανέτειλε από την δύσι!
Πόσες πιθανότητες υπήρχαν για να γίνει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης επίσκοπος; Το λέει ο ίδιος· «Αν ο ήλιος ανατείλει από την δύση, τότε και εγώ θα γίνω επίσκοπος». Και όμως ανέτειλε ο ήλιος από την δύση και το θαύμα έγινε!
O διωκόμενος ιεροκήρυκας ο πρό ολίγου απειλούμενος με καθαίρεσι· εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο επίσκοπος Φλωρίνης! Eκείνοι που τόν κατεδίωκαν υπέγραψαν την προαγωγή του! Ο αγώνας του επισκόπου πλέον Aυγουστίνου, γίνεται σκληρότερος. Tό σύνθημα του «Δεν θα θυσιάσω τις αρχές μου χάριν τού θρόνου, αλλά χίλιους θρόνους θα θυσιάσω γιά τόν Xριστό και την αλήθεια», γίνεται πράξι.
Ας μη απογοητευώμεθα λοιπόν για την σαβούρα που μπαίνει στην Εκκλησία. Φταίμε εμείς και τ’ αμαρτήματά μας. Αν μετανοήσουμε και αν παρακαλέσουμε τον Θεό και θα δούμε νέα θαύματα. Θα δούμε και πάλι αγίους ιεράρχας στην Εκκλησία.

Ωδή πρός την Υπεραγία Θεοτόκο (Αγίου Νεκταρίου)

 

undefined


Ανυμνών μεγαλύνω Σε άχραντε
την το γένος ημών μεγαλύνασαν.
Δυσωπών δυσωπώ Σε Πανύμνητε,
την αεί τον υιόν δυσωπήσασαν.
—————————————
Ευλογών μακαρίζω Σε, Δέσποινα,
ην πιστών γενεαί μακαρίζουσιν.
Αναμέλπω την χάριν σου, Άνασσα,
ην αγγέλων χοροί μεγαλύνουσιν.
————————————–
Αδιάφθορε νύμφη ανύμφευτε,
ικετεύω, τον νουν μου χαρίτωσον.
Απειρόγαμε κόρη ακήρατε,
δυσωπώ Σε τας κόρας μου φώτισον.
—————————————–
Θεομήτορ Μαρία θεόνυμφε,
τας οδούς μου κατεύθυνον, δέομαι.
Μητροπάρθενε, Δέσποινα άσπιλε,
κινδυνεύοντα Συ διαφύλαττε.
———————————–
Σωτηρίας ημών το κεφάλαιον,
σωτηρίαν εμοί συ απέργασαι.
Ευδοκίας ημών το προοίμιον,
ευλογίαν καμοί θείαν δώρησαι.
—————————————-
Η το φως το ανέσπερον τέξασα,
σκοτισθέντα τον νουν φωταγώγησον.
Η τα σκότη πλανών διαλύσασα,
βηματίζειν ορθώς παιδαγώγησον.
———————————————
Η του κόσμου προστάτις Παντάνασσα,
πειρασμών και κινδύνων με λύτρωσαι.
Η την χάριν τω κόσμω κυήσασα,
την χαράν μοι αΐδιον δώρησαι.
———————————————
Μυστηρίου φρικτού η φανέρωσις,
μετανοίας μοι πύλας διάνοιξον.
Αμαρτίας βροτών η αναίρεσις,
σωτηρίας υιόν με ανάδειξον.
———————————————
Η Χριστόν εν ωλέναις βαστάσασα,
Ευμενή τον κριτήν μοι απέργασαι
Η ως βρέφος τον Πλάστην θηλάσασα
Τον Δεσπότην των όλων ιλέωσαι.
————————————————-
Θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε,
την ψυχήν μου πτωχεύσασαν πλούτισον.
Φωτοφόρε λυχνία ολόφωτε,
σκοτισθέντα τον νουν μου καταύγασον.
—————————————————–
Των καμνόντων ισχύς θεονύμφευτε,
την καμνούσαν ψυχήν μου ενίσχυσον.
Ιατρέ ασθενούντων Πανύμνητε,
ασθενούντα δεινώς με θεράπευσον.
—————————————————
Η καλλίρρους πηγή η θεόρρυτος,
η αέναος Συ και ακένωτος,
την ψυχήν μου διψώσαν κατάρδευσον,
και κατάρρυτον χώραν ανάδειξον.
———————————————–
Ευδοκίας Θεού το προοίμιον,
λυτρωθήναι αγνή με ευδόκησον.
Των πλεόντων καλόν ορμητήριον,
εκ του κλύδωνος Συ με διάσωσον.
——————————————————
Η τροφή η του μάννα διάδοχος,
την ψυχήν μου λιμώττουσαν έκθρεψον.
Η τρυφής της Αγίας διάκονος,
τρυφής θείας καμέ καταξίωσον.
——————————————–
Φωτοφόρε νεφέλη αείφωτε,
ψυχήν, φρένας και όμματα φώτισον.
Πανακήρατε νύμφη ανύμφευτε,
τους θερμούς υμνητάς Σου ελέησον.
——————————————————
Η τον άρτον τον ζώντα βαστάσασα
νεκρωθέντα Παρθένε με ζώωσον.
Η τον στάχυν τον θείον βλαστήσασα,
θανατούμενόν με νεοποίησον.
—————————————————-
Ουρανίας χαράς η ανέγερσις,
χαρμονής την καρδίαν μου πλήρωσον.
Βασιλείας του Άδου καθαίρεσις,
την ψυχήν και τον νουν μου χαρίτωσον.

Χαριτόβρυτε Μήτηρ Πανύμνητε,
των δεινών και κινδύνων διάσωσον.
Αειπάρθενε νύμφη ανύμφευτε,
διαφύλαξόν με πολεμούμενον.
—————————————————
Παρθενίας στερρόν αμυντήριον,
την ψυχήν μου αγνήν διατήρησον.
Παναγία, Θεού οικητήριον,
κινδυνεύοντα Συ διαφύλαξον.
———————————————————-
Πανακήρατε κόρη πανάχραντε,
της ψυχής μου τα πάθη θεράπευσον.
Παναγία Παρθένε Πανάρετε,
της ψυχής μου τον τάραχον κόπασον.
——————————————————–
Η πολύχοος γη η ανήροτος,
εκ πασών γενεών η θεόλεκτος,
την ψυχήν μου αγνή, αροτρίασον,
και σταχύων κομώσαν ανάδειξον.
————————————————–
Παναγία Παρθένε βοήθησον
εις την Σην προστασίαν κατέφυγον.
Παναγία μου Δέσποιν’ επάκουσον,
εις την Σην παρρησίαν επήλπισα.
——————————————————–
Αθεμίτοις Πανάμωμε πταίσμασι,
της ψυχής μου το κάλλος ημαύρωσα,
πλην ευδόκησον πλύναι τοις δάκρυσι
ην αφρόνως ο τάλας ηχρείωσα.
—————————————————————
Τον Υιόν και Θεόν Σου ικέτευσον,
και κριτήν ευμενή μοι απέργασαι.
Σαις πρεσβείαις ικέτην οικείωσον,
και δεινής καταδίκης με λύτρωσαι

Η ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΗ ΑΓΙΟΤΗΤΑ

Του Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννου (Ζηζιούλα)

…Έτσι η Θ. Ευχαριστία
είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων», είναι το αποκορύφωμα του αγιασμού, όχι μόνο γιατί αυτή προσφέρει στον άνθρωπο την τελειότερη και πληρέστερη ένωση (σωματική και πνευματική) με τον μόνον άγιο, αλλά και διότι αποτελεί τον πιο τέλειο εικονισμό της Βασιλείας του Θεού
Η λέξη «άγιος» ή «αγιότητα» παραπέμπει σε κάτι εντελώς άσχετο και ξένο προς την εποχή μας, προς τον πολιτισμό και τις αναζητήσεις του συγχρόνου ανθρώπου. Ποιος από τους γονείς της εποχής μας φιλοδοξεί να κάνει τα παιδιά του «άγιους»; Ποιο από τα σχολεία μας και τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργούν την αγιότητα ή την προβάλουν ως όραμα και πρότυπο; Ο «επιτυχημένος» άνθρωπος της εποχής μας, το ιδανικό της σύγχρονης παιδείας και του πολιτισμού μας, δεν είναι καν ο «καλός κι αγαθός» των κλασσικών χρόνων. Είναι εκείνος που εξασφαλίζει χρήματα, ανέσεις και κοινωνική προβολή – αυτό θέλουν οι γονείς από τα παιδιά τους, σ’ αυτό κυρίως αποβλέπουν τα εκπαιδευτικά μας συστήματα, αυτό καλλιεργούν τα μέσα επικοινωνίας, αυτό ονειρεύεται η πλειονότητα των νέων μας.
Πράγματι, σε μια κοινωνία, η οποία βιώνει ως το σοβαρότερο πρόβλημα της την ανεργία, και κυριαρχείται από το άγχος πως να αυξήσει το κατά κεφαλήν εισόδημα, το να γίνεται λόγος για άγιους και αγιότητα αποτελεί πρόκληση, αν όχι πρόσκληση σε γέλωτα και χλευασμό. Ούτως, η αγιότητα αποτελεί ένα «λησμονημένο όραμα».
Λησμονημένο γιατί κάποτε υπήρχε, γιατί αυτό ενέπνεε τον πολιτισμό μας, διότι οι άνθρωποίμας άλλοτε ζούσαν με τους αγίους και αντλούσαν από αυτούς το μέτρο του πολιτισμού τους, αυτοί ήταν οι ήρωες, οι μεγάλοι πρωταθλητές, οι «διάσημοι ποδοσφαιριστές» και «σταρ» των χρόνων τους. Τώρα έχουν μείνει μόνο τα ονόματα των αγίων μας, και αυτά «κουτσουρεμένα» και αλλοιωμένα επί το ξενικώτερον, ενώ οι άνθρωποι προτιμούν πλέον να γιορτάζουν, όχι τις μνήμες των αγίων τους, μα τα δικά τους προσωπικά γενέθλια. Σε μια τέτοια εποχή τι να πει κανείς για την αγιότητα; Ο λόγος του θα πέσει στο κενό.
Μα, από το άλλο μέρος, πως να μη μιλήσει κανείς για κάτι τόσο κεντρικό και θεμελιώδες για τη ζωή του χριστιανού; Γιατί η πίστη μας χωρίς τους αγίους παύει να υφίσταται. Διότι, αν λησμονήσουμε την αγιότητα, δεν απομένει από την Εκκλησία παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο, η «εκκοσμίκευσή της» είναι πλέον αναπόφευκτη.
Αλλά η αγιότητα δεν είναι μόνο «λησμονημένη» στις μέρες μας, είναι όταν και όπως γίνεται λόγος γι’ αυτήν, και παρεξηγημένη. Τι σημαίνει αγιότητα, όταν τη δει κανείς ως εικονισμό της Βασιλείας τού Θεού, ως βίωμα και πρόγευση των εσχάτων;
Η ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΗ ΑΓΙΟΤΗΤΑ
Αν ρωτήσει κανείς τυχαία τους ανθρώπους στον δρόμο τι αποτελεί κατά τη γνώμη τους «αγιότητα», η απάντηση που θα λάβει κατά κανόνα είναι περίπου η εξής: άγιος είναι εκείνος που δεν κάνει αμαρτίες, που τηρεί τον νόμο του Θεού, είναι ηθικός από κάθε άποψη, με μια φράση: «δεν αμαρτάνει». Σε ορισμένες περιπτώσεις στην έννοια της αγιότητας προστίθεται ένα στοιχείο και με χροιά μυστικισμού, σύμφωνα με την όποια άγιος είναι εκείνος που έχει εσωτερικά βιώματα, επικοινωνεί με το «θείον», περιέρχεται σε έκσταση και βλέπει πράγματα που δεν τα βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι, με λίγα λόγια ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί υπερφυσικές πράξεις.
Έτσι η έννοια της αγιότητας φαίνεται να συνδέεται στη σκέψη των ανθρώπων με κριτήρια ηθικολογικά και ψυχολογικά. Όσο πιο ενάρετος είναι κανείς, τόσο πιο άγιος είναι. Και όσο πιο χαρισματικός είναι κάποιος και επιδεικνύει ικανότητες που δεν τις έχουν συνήθως οι άνθρωποι (όπως να διαβάζει τη σκέψη μας, να προβλέπει το μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερο μας κάνει να τον θεωρούμε «άγιο». Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα: όταν διαπιστώσουμε κάποιο ελάττωμα στον χαρακτήρα ή τη συμπεριφορά κάποιου (ότι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τον διαγράφουμε από τους «αγίους». Ή αν δεν εκδηλώσει υπερφυσικές ικανότητες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μας ξενίζει και η σκέψη ακόμη ότι θα μπορούσε κάποιος να είναι άγιος.
Η κοινή και διαδεδομένη αυτή αντίληψη για την αγιότητα δημιουργεί ορισμένα βασικά ερωτηματικά, όταν τη θέσουμε στο φως του Ευαγγελίου, της πίστεως και της παραδόσεώς μας. Ας αναφέρουμε μερικά από αυτά:
1. Αν η αγιότητα συνίσταται κυρίως στην τήρηση των ηθικών άρχων, τότε γιατί ο Φαρισαίος κατακρίθηκε από τον Κύριο, ενώ δικαιώθηκε ο Τελώνης στη γνωστή σε όλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε να αποκαλούμε τον Φαρισαίο «υποκριτή», αλλά στην πραγματικότητα δεν έλεγε ψέματα, όταν ισχυριζόταν ότι τηρούσε πιστά τον Νόμο, ότι έδινε το 1/10 της περιουσίας του στους πτωχούς και ότι τίποτε από όσα του ζητούσε ο Θεός ως πιστός Ιουδαίος δεν παρέλειπε να εφαρμόσει. Όπως επίσης δεν έλεγε ψέματα όταν χαρακτήριζε τον τελώνη αμαρτωλό – ο τελώνης τον εαυτό του – γιατί πράγματι ο τελώνης ήταν άδικος και παραβάτης των ηθικών κανόνων.
2. Παρόμοιο ερώτημα προκύπτει και από τη χρήση του όρου «άγιος» από τον Απόστολο Παύλο στις επιστολές του. Απευθυνόμενος στους χριστιανούς της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, της Γαλατίας κ.λπ., ο Παύλος τους καλεί «αγίους». Στη συνέχεια όμως των επιστολών αυτών κατονομάζει μύρια όσα ηθικά ελαττώματα των χριστιανών αυτών, τα οποία και επικρίνει δριμύτατα. Στην προς Γαλάτας μάλιστα επιστολή φαίνεται ότι η ηθική κατάσταση των εκεί «αγίων» ήταν τόσο απογοητευτική, ώστε να αναγκάζεται ο Παύλος να τους γράψει: «ει γαρ αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθείτε»! Πως συμβαίνει να καλούνται οι πρώτοι χριστιανοί «άγιοι», όταν είναι βέβαιο ότι η καθημερινή τους ζωή δεν ήταν σύμφωνη με τις επιταγές της ίδιας της πίστεως τους; Θα διανοείτο άραγε κανείς στις μέρες μας να καλούσε «άγιον» έναν από τους χριστιανούς;
3. Αν η αγιότητα συνδέεται με υπερφυσικά χαρίσματα, τότε θα μπορούσε να την αναζητήσει και να τη βρει κανείς και έξω από την Εκκλησία. Είναι γνωστό ότι και τα πονηρά πνεύματα ενεργούν υπερφυσικές πράξεις. Οι άγιοι δεν είναι μάντεις και φακίρηδες, ούτε κρίνεται η αγιότητα τους από τέτοια «χαρίσματα». Υπάρχουν άγιοι της Εκκλησίας μας για τους οποίους δεν αναφέρονται θαύματα, ενώ υπήρξαν θαυματοποιοί, οι οποίοι ποτέ δεν αναγνωρίστηκαν ως άγιοι. Είναι, σχετικά, πολύ ενδιαφέροντα όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α’ επιστολή του προς τους Κορινθίους, οι οποίοι, όπως πολλοί σήμερα, εντυπωσιάζονταν από υπερφυσικές ενέργειες: «και εάν έχω πίστιν ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί». Το να διατάξεις ένα βουνό να μετακινηθεί, είχε πει ο Κύριος ότι είναι δυνατόν, αν έχεις πίστη «ως κόκκον σινάπεως». Δεν είναι όμως από μόνο του δείγμα αγιότητας, δεν είναι τίποτα «ουδέν», αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση της αγάπης, κάτι δηλαδή που οποιοσδήποτε άνθρωπος χωρίς θαυματουργικές ικανότητες μπορεί να έχει. Θαυματουργία και αγιότητα δεν ταυτίζονται, ούτε συνυπάρχουν κατ’ ανάγκη.
4. Παρόμοια ερωτηματικά δημιουργούνται από τη σύνδεση της αγιότητας με ασυνήθεις και «μυστικές» ψυχολογικές εμπειρίες. Πολλοί ανατρέχουν σήμερα στις ανατολικές θρησκείες για να συναντήσουν εξαϋλωμένους «γκουρού», ανθρώπους εξαίρετης αυτοπειθαρχίας, ασκήσεως και προσευχής. Η Εκκλησία μας δεν τους θεωρεί αυτούς αγίους, όσο βαθιές και υπερφυσικές και αν είναι οι εμπειρίες τους, και όσο σπουδαία και αν είναι η αρετή τους.
Έτσι τελικά τίθεται το ερώτημα: υπάρχουν άγιοι εκτός της Εκκλησίας; Αν η λέξη «άγιος» σημαίνει αυτό που γενικά ο κόσμος νομίζει και που περιγράφουμε πιο πάνω (δηλαδή ηθικός βίος, υπερφυσικά χαρίσματα και υπερφυσικές εμπειρίες), τότε πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν άγιοι και εκτός της Εκκλησίας (Ίσως μάλιστα συχνότερα εκτός παρά εντός). Αν πάλι θελήσουμε να πούμε ότι η αγιότητα είναι δυνατή μόνο στην Εκκλησία, τότε πρέπει να αναζητήσουμε το νόημα της αγιότητας πέρα από τα κριτήρια που αναφέρουμε πιο πάνω, πέρα δηλαδή από την ηθική τελειότητα και τις υπερφυσικές δυνάμεις και εμπειρίες.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς αντιλαμβάνεται ή Εκκλησία μας την αγιότητα.
mhmouaptou_1.jpg
Η ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Ο όρος «άγιος» έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Η ρίζα της λέξεως στην ελληνική γλώσσα είναι το αγ-, από το οποίο παράγονται μια σειρά από όρους, όπως το αγνός, το άγος κ.λπ. Τη βαθύτερη σημασία της ρίζας αυτής την κρατάει το ρήμα άζεσθαι, που σημαίνει το δέος σε μια απόκρυφη και φοβερή δύναμη (Αισχύλου, Ευμ. 384 κ. έ.), το σέβας προς τον φορέα της Δύναμης (Ομήρου, Οδύσ. 9,200 κ. έ.) κ.λπ. Έτσι στον αρχαίο ελληνισμό η αγιότητα συνδέεται με τη δύναμη, με αυτό που ο Otto αποκαλεί mysterium fascinosum et tremendum – αυτό που προκαλεί ταυτόχρονα έλξη και φόβο.
Στην Παλαιά Διαθήκη η σημιτική λέξη, που μεταφράζεται από τους Εβδομήκοντα με το «άγιος» είναι το godes, που συγγενεύει με την ασσυριακή kuddushu, και που δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρώ (εξ ου και η σύνδεση με την καθαρότητα και αγνότητα). Τα άγια πράγματα είναι αυτά που τα ξεχωρίζει κανείς από τα υπόλοιπα – κυρίως στη λατρεία – και τα αφιερώνει στον Θεό.
Έτσι η Αγία Γραφή προχωρεί πέρα από την ψυχολογική σημασία που συναντούμε στους αρχαίους Έλληνες (το δέος, τον φόβο, τον σεβασμό προς μια ανώτερη δύναμη) και συνδέει την έννοια του «αγίου» με την απόλυτη ετερότητα, το απολύτως Άλλο, πράγμα που τελικά οδηγεί την Αγία Γραφή στην ταύτιση του «αγίου» με τον ίδιο τον Θεό, στην απόλυτη υπερβατικότητα σε σχέση με τον κόσμο. Άγιος είναι μόνο ό Θεός, και απ’ Αυτόν και μόνο και τη σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Για να δηλωθεί μάλιστα με έμφαση η πίστη αυτή στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας, ο προφήτης της αγιότητας του Θεού) καλεί τον Θεό τρεις φορές άγιο: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, που σημαίνει στη μορφή του εβραϊσμού, της τριπλής επαναλήψεως, απείρως άγιος (πρβ. το 777 και το αντίθετο του 666, για το οποίο τόσος λόγος και τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).
Συνεπώς για την Αγία Γραφή η αγιότητα ταυτίζεται με τον Θεό και όχι με τον άνθρωπο ή τα ιερά πράγματα, όπως στον αρχαίο Ελληνισμό, γίνεται πρόσωπο, και μάλιστα στους Πατέρες της Εκκλησίας ταυτίζεται με την Αγία Τριάδα, με την οποία οι Πατέρες ταυτίζονται και το τρεις φορές άγιος τού Προφήτη Ησαΐα. Η αγιότητα, συνεπώς, για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική, και δεν εξαρτάται από τα ηθικά επιτεύγματα του άνθρωπου, όσο σπουδαία και αν είναι αυτά, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού, από τον βαθμό της προσωπικής σχέσεως μας με τον προσωπικό Θεό. (Για τον λόγο αυτό και η Θεοτόκος ονομάζεται «Παναγία» ή και «Υπεραγία» – όχι για τις αρετές Της, αλλά γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, ενώθηκε προσωπικά με τον άγιο Θεό δίνοντας σάρκα και αίμα στον Υιό του Θεού).
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι για την Εκκλησία ατομικό κτήμα κανενός, όσο «άγιος» κι αν είναι κανείς στη ζωή του, αλλά θέμα σχέσεως προσωπικής με τον Θεό. Ο Θεός κατά την ελεύθερη βούληση Του αγιάζει όποιον Εκείνος θέλει, χωρίς να εξαρτάται ο αγιασμός από κάτι άλλο, παρά μόνο από την ελεύθερη θέληση του αγιασμένου. Όπως τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι άνθρωποι δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητα μας, αφού μπορούν να αποδειχθούν σκύβαλο χωρίς καμιά αξία.
Αυτή η ταύτιση της αγιότητας με τον ίδιο τον Θεό, στη χριστιανική πίστη οδηγεί στη σύνδεσή της με την ίδια τη δόξα του Θεού. Αγιότητα σημαίνει πλέον το να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως πρώτο αίτημα της Κυριακάτικης προσευχής δεν είναι άλλο από το «αγιασθήτω το όνομά Σου». Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η προσευχή αυτή είναι εσχατολογική, δηλαδή αναφέρεται στην τελική κατάσταση του κόσμου, είναι σαφές ότι αυτό που ζητούμε στο «Πάτερ ημών» είναι να δοξασθεί ο Θεός από όλο τον κόσμο, να έλθει η στιγμή που όλος ο κόσμος θα πει μαζί με τα Χερουβείμ αυτό που είδε και άκουσε ο Ησαΐας στο όραμά του: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου1 ωσαννά εν τοις υψίστοις».
Οι άγιοι δεν επιζητούν τη δική τους δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Ο Θεός δοξάζει τους αγίους, όχι με τη δική τους δόξα, αλλά με την ίδια Του τη δόξα. Οι άγιοι αγιάζονται και δοξάζονται όχι με μια αγιότητα και μια δόξα που πηγάζει από μέσα τους, αλλά με την αγιότητα και τη δόξα του ίδιου του Θεού (πρβ. βυζαντινή αγιογραφία – χρήση φωτός απ’ έξω προς τα έσω κ.λπ.). Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θέωση των αγίων.
Όπως αποσαφηνίστηκε κατά τις ησυχαστικές έριδες του 14ου αιώνα, σε αντίθεση προς τη δυτική θεολογία, η οποία έκανε λόγο για «κτιστή» χάρη, δηλαδή χάρη και δόξα που ανήκει στην ίδια τη φύση των ανθρώπων δοσμένη από τον Θεό κατά τη δημιουργία, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως την ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι άλλοι ησυχαστές των χρόνων εκείνων, αντιλαμβάνεται το φως που βλέπουν οι άγιοι και τη δόξα που τους περιβάλλει ως «άκτιστες» ενέργειες του Θεού, δηλαδή ως το φως και τη δόξα αυτού του ίδιου τού Θεού. Ο πραγματικός άγιος, είναι εκείνος που δεν επιζητεί με κανένα τρόπο τη δική του δόξα, αλλά μόνο τη δόξα του Θεού. Όταν επιζητεί κανείς τη δική του δόξα, χάνει την αγιότητά του, γιατί σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει άλλος άγιος εκτός από τον Θεό. Αγιότητα σημαίνει μετοχή και κοινωνία στην αγιότητα του Θεού – αυτό σημαίνει άλλωστε θέωση. Κάθε αγιότητα που στηρίζεται στις αρετές μας, στην ηθική μας, στα προσόντα μας, στην άσκησή μας κ.λπ. είναι δαιμονική, και δεν έχει καμιά σχέση με την αγιότητα της Εκκλησίας μας. Από τις παρατηρήσεις αυτές γίνεται φανερό γιατί η κατ’ εξοχήν πηγή της αγιότητας βρίσκεται στη Θεία Ευχαριστία. Ας αναλύσουμε κάπως τη θέση αυτή.
Είπαμε ότι δεν υπάρχει άλλη αγιότητα από εκείνη του Θεού, και ότι οι άγιοι δεν διαθέτουν δική τους αγιότητα, αλλά μετέχουν στην αγιότητα του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι στην Εκκλησία δεν έχουμε άγιους, παρά μόνον με την έννοια των ηγιασμένων.
Όταν τον 4ο αιώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, το κύριο επιχείρημα του αγίου Αθανασίου, για να αποδείξει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός και όχι κτίσμα, ήταν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν αγιάζεται, αλλά μόνον αγιάζει. Αν αγιαζόταν, θα ήταν κτίσμα, διότι τα κτίσματα, και συνεπώς και οι άνθρωποι, δεν αγιάζουν, αλλά αγιάζονται. Ο Χριστός στην αρχιερατική προσευχή Του, που διασώζεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και την ακούμε στο πρώτο από τα «δώδεκα Ευαγγέλια» της Μ. Πέμπτης, λέγει τη βαρυσήμαντη φράση προς τον Πατέρα: «υπέρ αυτών (των μαθητών και των ανθρώπων, κατ’ επέκταση) εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Τα λόγια αυτά λέγονται λίγο πριν από το Πάθος και σε σχέση με τον Μυστικό Δείπνο, έχουν δε ευχαριστιακό νόημα: ο Χριστός με τη θυσία Του αγιάζει ο ίδιος (ως Θεός) τον εαυτό Του (ως άνθρωπος) για ν’ αγιασθούμε εμείς κοινωνώντας το σώμα και το αίμα Του. Με τη συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία αγιαζόμεθα, δηλαδή γινόμαστε άγιοι κοινωνώντας με τον έναν και μόνον άγιο, τον Χριστό.
Ίσως δεν υπάρχει πιο αποκαλυπτικό σημείο της ζωής του χριστιανού του τι είναι αγιότητα, από την εκφώνηση του ιερέως, όταν υψώνει το Τίμιο Σώμα λίγο πριν από τη Θ. Κοινωνία: «τα άγια τοις αγίοις», δηλαδή το Σώμα του Χριστού και το Αίμα Του είναι άγια και προσφέρονται στους «άγιους», τα μέλη της Εκκλησίας προς κοινωνίαν. Η απάντηση του λαού στην εκφώνηση αυτή είναι συγκλονιστική, και συνοψίζει όσα είπαμε πιο πάνω: «εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ένας είναι μόνον άγιος, ο Χριστός – εμείς είμαστε αμαρτωλοί – και η αγιότητά Του, στην οποία καλούμεθα να συμμετάσχουμε και εμείς οι αμαρτωλοί, δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο από τη δόξα τού Θεού (εις δόξαν Θεού Πατρός). Την ώρα εκείνη η Εκκλησία βιώνει την αγιότητα στο αποκορύφωμά της. Με την ομολογία «εις άγιος», κάθε αρετή μας και κάθε αξία μας εκμηδενίζονται μπροστά στην αγιότητα του μόνου άγιου. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να προσερχώμεθα στη Θ. Κοινωνία χωρίς προπαρασκευή και αγώνα για την άξια προσέλευσή μας. Σημαίνει όμως ότι όσο και αν προετοιμαστούμε, δεν γινόμαστε άγιοι προτού κοινωνήσουμε. Η αγιότητα δεν προηγείται της ευχαριστιακής κοινωνίας, αλλ’ έπεται. Αν είμαστε άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τι η Θ. Κοινωνία; Μόνον η μετοχή στην αγιότητα του Θεού μας αγιάζει, και αυτό είναι που μας προσφέρει η Θ. Κοινωνία. Από την παρατήρηση αυτή πηγάζει μια σειρά από αλήθειες που έχουν σχέση με το θέμα μας.
Η πρώτη είναι ότι κατανοούμε με τον τρόπο αυτό γιατί, όπως αναφέραμε στην αρχή της ομιλίας μας, στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη της Εκκλησίας καλούνται «άγιοι», παρά το ότι δεν χαρακτηρίζονται από ηθική τελειότητα. Εφ’ όσον αγιότητα για τους ανθρώπους σημαίνει μετοχή στην αγιότητα του Θεού, όπως αυτή προσφέρεται από τον Χριστό, ο Οποίος υπέρ ημών αγιάζει εαυτόν με τη θυσία Του, όλα τα μέλη της Εκκλησίας, που μετέχουν στον αγιασμό αυτό μπορούν να καλούνται «άγιοι».
Με την ίδια «λογική», στη γλώσσα της Εκκλησίας ήδη από τους πρώτους αιώνες και τα στοιχεία της Ευχαριστίας έλαβαν το όνομα «τα άγια» (πρβ. τα άγια τοις αγίοις»), παρά το ότι από τη φύση τους δεν είναι άγια. Και με την ίδια αιτιολογία η Εκκλησία πολύ νωρίς επίσης απένειμε τον τίτλο «άγιος» στους επισκόπους. Πολλοί σκανδαλίζονται σήμερα όταν λέμε «ο άγιος δείνα» (ένας δημοσιογράφος που είχε ως κύριο έργο του να προβάλλει σκάνδαλα επισκόπων, είχε καθιερώσει τη γραφή ο άγιος – εντός εισαγωγικών – δείνα. Πλήρης άγνοια της σημασίας του όρου άγιος). Ο επίσκοπος καλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι για τις αρετές του, αλλά γιατί εικονίζει στη Θ. Ευχαριστία τον μόνον άγιο, ως εικών του Χριστού και ως καθήμενος εις τόπον και τύπον Θεού, κατά τον άγιο Ιγνάτιο. Η θέση του επισκόπου στη Θ. Ευχαριστία είναι εκείνη που δικαιολογεί τον τίτλο «άγιος». Ο Ορθόδοξος λαός, πριν υποστεί τη διάβρωση του ευσεβισμού, δεν είχε καμία δυσκολία να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του εικονισμού, και βλέπει τον ίδιο τον Χριστό στο πρόσωπο εκείνου, που τον εικονίζει μέσα στη Θ. Λειτουργία, δηλαδή στον επίσκοπο.
Έτσι η Θ. Ευχαριστία είναι η κατ’ εξοχήν «κοινωνία αγίων». Σ’ αυτήν αποβλέπει η άσκηση των οσίων, η οποία δεν είναι ποτέ σκοπός, αλλά μέσο προς τον σκοπό, που είναι η ευχαριστιακή κοινωνία. Το σημείο αυτό λησμονείται και παραβλέπεται από πολλούς σύγχρονους θεολόγους, ακόμα και Ορθοδόξους, οι οποίοι, ιδιαίτερα στις μέρες μας, τείνουν να ταυτίσουν την αγιότητα με την άσκηση.
Η περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας όμως είναι εύγλωττη. Επί σαράντα χρόνια ασκήθηκε σκληρά για να καθαρθεί από τα πάθη, αλλά όταν κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων από τον άγιο, τότε ετελεύτησε τον βίο έχοντας αγιασθεί. Ο σκοπός της ασκήσεώς της ήταν η ευχαριστιακή κοινωνία. Θα ήταν αγία η οσία Μαρία, αν είχε καθαρθεί από τα πάθη αλλά δεν είχε κοινωνήσει; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική<!--[if !supportFootnotes]-->[1].
Αλλά η Θ. Ευχαριστία είναι το αποκορύφωμα του αγιασμού, όχι μόνο γιατί αυτή προσφέρει στον άνθρωπο την τελειότερη και πληρέστερη ένωση (σωματική και πνευματική) με τον μόνον άγιο, αλλά και διότι αποτελεί τον πιο τέλειο εικονισμό της Βασιλείας τού Θεού, δηλαδή της καταστάσεως εκείνης, στην οποία θα αγιάζεται και θα δοξάζεται από όλη την κτίση αιώνια και αδιάκοπα ο «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ».
Από το βιβλίο «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα», εκδ. Ακρίτας.
ΠΗΓΗ: περιοδικό ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, αρ. φύλλου 187 – Νοέμβριος 2007 – σελ: 2-7

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...