Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2011

Ιερόθεος Βλάχος, μητρ.: Η μεταμόρφωση του Χριστού




Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ έγινε λίγο προ του Πάθους Του, και συγκεκριμένα σαράντα ημέρες πριν πάθη και σταυρωθή. Άλλωστε, ο σκοπός της Μεταμορφώσεως ήταν να στηριχθούν οι Μαθητές στην πίστη ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και να μη κλονισθούν για όσα θα έβλεπαν τις ημέρες εκείνες. Στα τροπάρια της Εκκλησίας φαίνεται αυτή η αλήθεια. Σε ένα ψάλλουμε: "Πρό του τιμίου σταυρού σου και του πάθους, λαβών ούς προέκρινας των ιερών μαθητών προς το Θαβώριον Δέσποτα, ανήλθες όρος". Και στο Κοντάκιο της εορτής λέγεται: "...ίνα όταν σε ίδωσιν σταυρούμενον το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα".



Επομένως, κανονικά η Μεταμόρφωση του Χριστού έπρεπε να εορτάζεται τον μήνα Μάρτιο, ανάλογα με το πότε εορτάζεται κάθε χρόνο το Πάσχα. Επειδή, όμως, ο χρόνος αυτός συμπίπτει με την περίοδο της Τεσσαρακοστής και δεν θα μπορούσε να εορτασθή πανηγυρικά, γι’ αυτό η εορτή μεταφέρθηκε την 6η Αυγούστου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι τυχαία, αφού προηγείται σαράντα ημέρες από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), η οποία είναι σαν την Μ. Παρασκευή.

Τα γεγονότα της εορτής διασώζονται και από τους τρεις λεγομένους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, γιατί η Μεταμόρφωση αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού και περικλείει πολλά θεολογικά μηνύματα. (Ματθ. ιζ', 1-8, Μάρκ. θ', 2-8, Λουκ. θ', 28-36).


α'. Υπάρχουν πολλά γεγονότα μεταμορφώσεως

Η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός στην ζωή των Μαθητών, που έχει σχέση με την Πεντηκοστή, αφού πρόκειται για μεγάλη εμπειρία του Θεού. Βέβαια, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, από την άποψη ότι οι Μαθητές κατά την Μεταμόρφωση δεν ήταν ακόμη μέλη του θεωθέντος Σώματος του Χριστού, όπως έγιναν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα γεγονότα στην ζωή του Χριστού που συνιστούν μια μεταμόρφωση, αφού οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν μερικές ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Θα παρατεθούν δύο από αυτά τα γεγονότα.

Πρώτη ήταν η κλήση των δύο Μαθητών, στους οποίους ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Χριστό. Οι Μαθητές μόλις άκουσαν τον Τίμιο Πρόδρομο να λέγη: "ίδε ο αμνός του Θεού", τον ακολούθησαν. Και τότε "στραφείς ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας" τους ρώτησε τί ζητούν. Στην ερώτησή τους που μένει, τους κάλεσε να έλθουν κοντά Του. Και σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής: "ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην" (Ιω. α', 35-39). Το ότι ο Χριστός έστρεψε το πρόσωπό Του και τους είδε σημαίνει ότι αποκάλυψε την δόξα του προσώπου Του σε ένα μικρό βαθμό, πράγμα που τους παρακίνησε να θέλουν να μείνουν μαζί Του. Η οικία του Χριστού είναι το φώς, αφού ως Θεός "φώς οικών απρόσιτον", και το ότι έμειναν εκείνη την ημέρα στην οικία σημαίνει ότι οι Μαθητές έμειναν μια ολόκληρη μέρα στην θεωρία του ακτίστου Φωτός.

Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η κλήση των Μαθητών δεν ήταν μια απλή πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκαν επειδή είχαν μεγάλο ζήλο, αλλά ήταν καρπός θεωρίας και αποκαλύψεως. Και δείχνει, όπως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι σε αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό, Εκείνος δείχνει το πρόσωπό Του, την δόξα του προσώπου Του, γιατί αν δεν ακολουθήση κανείς δια της πράξεως τον Χριστό, δεν μπορεί να φθάση στην θεωρία, αφού ο "μή καθάρας εαυτόν, και δια της καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;".

Δεύτερη περίπτωση είναι η κλήση των Μαθητών μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Απόστολος Πέτρος. Τους συνάντησε ο Χριστός μετά την αποτυχημένη αλιεία και τους διέταξε να ρίξουν ξανά τα δίκτυα στην λίμνη. Όταν παρά πάσαν προσδοκία συνέλαβαν πολλά ψάρια, ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα πόδια του Χριστού και είπε: "έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε". Και δικαιολογεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: "Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον" (Λουκ. ε', 1-11). Η αίσθηση του Αποστόλου Πέτρου ότι ήταν αμαρτωλός ήταν καρπός και αποτέλεσμα του θάμβους, και της εκστάσεως στην οποία περιήλθε με το θαύμα. Πρόκειται για την εμπειρία της δόξης του Θεού, την αίσθηση της παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και της δικής του ακαθαρσίας, της αμαρτωλότητος. Αυτό το γεγονός αν συγκριθή με παράλληλα αποκαλυπτικά γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δείχνει ότι δεν είναι ένα θάμβος που προέρχεται από εξωτερικά γεγονότα, αλλά από αποκάλυψη της δόξης του Θεού.


β'. Τι σημαίνει μεταμόρφωση

Η λέξη μεταμόρφωση δηλώνει την αλλαγή της μορφής. Δηλαδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο Χριστός αποκάλυψε αυτό που κρυπτόταν, φανέρωσε την δόξα της θεότητος, με την οποία ήταν ενωμένη η ανθρώπινη φύση από την στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της Θεοτόκου. Ο Χριστός με την μεγάλη Του φιλανθρωπία κάλυπτε αυτό που είχε πάντοτε, ώστε να μη "καούν" οι Μαθητές, λόγω της ακαταλληλότητός τους, επειδή δεν είχαν ακόμη προετοιμασθή.

Ο Χριστός εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε, "ουχ ό ουκ ήν προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε, ούτε μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανέρωσε στους Μαθητάς Του αυτό που ήταν. Ουσιαστικά, όταν κάνουμε λόγο για Μεταμόρφωση εννοούμε ότι έδειξε την δόξα της θεότητός Του, που την κρατούσε αφανή στο φαινόμενο σώμα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να την αντικρύσουν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη ότι ο Χριστός δεν έδειξε ολόκληρη την θεότητα, αλλά μια μικρή ενέργειά της. Και αυτό το έκανε αφ’ ενός μεν για να πληροφορήση για το ποιά είναι η θεϊκή δόξα της Βασιλείας, αφ’ ετέρου δε από φιλανθρωπία, ώστε να μη χάσουν και την ζωή τους ακόμη, βλέποντας ολόκληρη την δόξα της θεότητος. Γι’ αυτό, το μυστήριο της Μεταμορφώσεως είναι και αποκάλυψη της Βασιλείας, αλλά και έκφραση της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.

Γίνεται λόγος στα λειτουργικά κείμενα ότι κατά την Μεταμόρφωση ο Χριστός θεούργησε την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Αυτό, όμως, λέγεται με μια ορισμένη έννοια και δεν σημαίνει ότι τότε μόνο θεουργήθηκε η ανθρώπινη φύση. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η ανθρώπινη φύση θεουργήθηκε, δηλαδή θεώθηκε, από την υποστατική ένωση και κοινωνία με τον Θεό Λόγο, που έγινε από την στιγμή της συλλήψεώς Του στην κοιλία της Θεοτόκου, την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε, η θεότητα θέωσε την ανθρώπινη φύση, ενώ η ανθρώπινη φύση θεώθηκε (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού φανερώθηκε στους Μαθητάς αυτή η θεουργηθείσα ανθρώπινη φύση από την πρόσληψή της από τον Θεό Λόγο. Προηγουμένως ήταν άγνωστη, τώρα έγινε φανερά. Με αυτήν την έννοια γίνεται λόγος σε μερικά τροπάρια για θεουργία της ανθρωπίνης φύσεως κατά την Μεταμόρφωση.

Αυτό ακριβώς το γεγονός μας οδηγεί στην άποψη ότι στο Θαβώρ δεν έχουμε μόνο Μεταμόρφωση, αποκάλυψη του Χριστού, αφού πραγματικά τότε έδειξε μερικές ακτίνες της θεότητός Του, αλλά και μεταμόρφωση των Μαθητών. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν την θεουργία της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ακριβώς γιατί μεταμορφώθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Οι Πατέρες κάνουν λόγο για εναλλαγή των Μαθητών. "Ενηλλάγησαν ουν και ούτω την εναλλαγήν είδον" (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εναλλαγή, Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά αυτό έγινε γνωστό, γιατί υπήρξε και εναλλαγή, μεταμόρφωση των Μαθητών.

Η μεταμόρφωση των Μαθητών έγινε σε όλη τους την ψυχοσωματική ύπαρξη. Οι Μαθητές δεν είδαν το θείο φως μόνο με τον νού τους, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με αυτές τις σωματικές αισθήσεις, οι οποίες όμως προηγουμένως δυναμώθηκαν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού και μεταμορφώθηκαν για να το δούν. Οι σωματικοί οφθαλμοί είναι τυφλοί ως προς το φως του Θεού, επειδή οι οφθαλμοί του ανθρώπου είναι κτιστοί και δεν μπορούν να δούν το άκτιστο Φώς. Γι’ αυτό και αλλοιώθηκαν από την ενέργεια του Θεού και αξιώθηκαν να δούν την δόξα του Θεού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).


γ'. Το όρος Θαβώρ και οι δύο ήλιοι

Για να δείξη ο Χριστός την δόξα της θεότητός Του ανέβηκε στο όρος Θαβώρ. Θα μπορούσε αυτό να γίνη και σε μια πεδιάδα, σε ένα απόμακρο μέρος. Γιατί όμως προτιμήθηκε το όρος;

Στην παλαιά εποχή συνηθιζόταν όλα τα μεγάλα γεγονότα να γίνωνται σε υψηλότερο μέρος, σε υψηλά και χαμηλά βουνά, όπως ακριβώς έκαναν και οι ειδωλολάτρες που πάνω στα βουνά τελούσαν τις θυσίες τους. Ο Χριστός δείχνει το μεγαλείο της δόξης Του επάνω στο όρος Θαβώρ, αφού η φανέρωση της θεουργίας της ανθρωπίνης φύσεως είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Έπειτα, όπως είπε ο Χριστός, ήλθε για να αναζητήση το πλανώμενο πρόβατο, το οποίο χάθηκε στα βουνά. Επομένως, ο Χριστός ανήλθε στο όρος για να δείξη ότι Αυτός βρήκε το πλανηθέν πρόβατο και το ελευθέρωσε από την αμαρτία και τον διάβολο, ότι αυτός είναι ο πραγματικός ποιμήν των ανθρώπων (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).

Η ανάβαση ακόμη στο όρος δείχνει ότι, όσοι θέλουν να δούν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, θα πρέπει να εξέλθουν από την χθαμαλότητα, να αφήσουν τα χαμηλά και να ανεβούν ψηλά, δηλαδή να καθαρισθούν από όλα τα γεώδη που τους κρατούν δεμένους στην γή.

Η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της ημέρας, οπότε οι Μαθητές είδαν δύο ηλίους τον αισθητό και τον νοητό. Σε ένα τροπάριό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: "Υπεκρύβη ακτίσι θεότητος αισθητός ήλιος ως εν όρει Θαβωρίω είδέ σε μεταμορφούμενον, Ιησού μου". Δηλαδή, ο αισθητός ήλιος κρύφτηκε και αφανίστηκε από τις ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Ίσως στην αρχή έβλεπαν δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο, όπως λέγουν οι άγιοι που έχουν τέτοιες εμπειρίες, αλλά όταν είδαν μεγαλύτερη ενέργεια της θεότητος, τότε χάθηκε τελείως ο αισθητός ήλιος. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι οι Μαθητές στο Θαβώρ έβλεπαν δύο ηλίους "ένα εν τω ουρανώ κατά το έθος, και ένα παρά το έθος".

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι στο όρος Θαβώρ, κατά τον καιρό της Μεταμορφώσεως του Χριστού έγινε μέγα και φοβερό θέαμα. Πρώτον, γιατί ανέτειλαν δύο ήλιοι, πράγμα το οποίο δεν γνώρισε ποτέ η κτίση. Δεν πρόκειται για τον ένα ήλιο που φαίνεται πριν την ανατολή του ηλίου, τον λεγόμενο παρήλιο, το είδωλο του ηλίου, και στην συνέχεια εμφανίζεται ο πραγματικός ήλιος, αλλά για δύο ηλίους, και μάλιστα κατά την μεσημβρία. Δεύτερον, είναι φοβερό θέαμα, γιατί ο ένας είναι αισθητός ήλιος και ανέτειλε από τους ουρανούς και ο άλλος νοητός, που ανέτειλε από την γή. Αυτός ο δεύτερος ήλιος ήταν ασυγκρίτως ανώτερος από τον αισθητό ήλιο, που ανέτειλε από τους ουρανούς. Και όπως με την ανατολή του αισθητού ηλίου εξαφανίζονται όλα τα αστέρια του ουρανού, έτσι και με την ανατολή του ηλίου της δικαιοσύνης εξαφανίστηκαν και οι ακτίνες του αισθητού ηλίου.

Βέβαια, την δόξα του νοητού ηλίου δεν είδαν όλοι οι άνθρωποι στην γη εκείνη την στιγμή, παρά μόνο οι τρεις Μαθητές και οι Προφήτες, που εμφανίστηκαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι τον αισθητό ήλιο που ανατέλλει τον βλέπουν όλοι όσοι κατοικούν στην γή, εκτός βέβαια, αν κανείς είναι τυφλός, ενώ τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης τον βλέπουν όσοι είναι κατάλληλοι και ετοιμασμένοι. Και αναλύοντας αυτήν την σκέψη του λέγει ότι τον αισθητό ήλιο, επειδή είναι άψυχος, άλογος και δεν έχει βούληση, τον βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, ενώ ο νοητός ήλιος δεν έχει μόνον φύση και φυσική λαμπρότητα και δόξα, αλλά και θέληση κατάλληλη, και γι’ αυτό εμφανίζεται σε όσους αυτός θέλει και εάν και όσο καιρό θέλει. Επομένως, το νοητό και άκτιστο φως το βλέπουν όσοι αξιώνονται από τον Θεό αυτής της εμπειρίας, αφού ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε όσους θέλει, και αυτή η αποκάλυψη είναι ανάλογη με την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που αξιώνονται της αποκαλυπτικής εμπειρίας.


δ'. Το φως του Χριστού είναι η δόξα της θεότητος

Τονίσαμε προηγουμένως ότι το φως αυτό που είδαν οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ δεν ήταν μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά το φως της θεότητος. Ακόμη, δεν ήταν μια κεκρυμμένη τρίτη φύση στον Χριστό, αλλά η θεότης που θεούργησε την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός, δηλαδή, είχε δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, ενωμένες στην υπόστασή Του ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν αυτήν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

Είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι κάθε ουσία έχει και την ενέργειά της. Εάν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, εάν η ουσία είναι κτιστή και η ενέργειά της είναι κτιστή. Επίσης, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, άλλο είναι η ουσία ή φύση, άλλο είναι η ενέργεια, άλλο είναι ο ενεργών, και άλλο είναι το ενέργημα, το αποτέλεσμα της ενεργείας. Η ενέργεια είναι η δόξα της ουσίας, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και ενέργεια. Εμείς οι άνθρωποι, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, δεν βλέπουμε, ούτε μετέχουμε της φύσεως του Θεού, αλλά της ενεργείας Του. Επομένως, οι Μαθητές στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση του Θεού, αλλά την ενέργειά Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

Το φως στο όρος Θαβώρ ήταν η δόξα της θεότητος. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η λέξη θεότητα δηλώνει την φύση του Θεού και την ενέργειά Του, ενώ η λέξη Θεός δηλώνει το πρόσωπο, την υπόσταση. Δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε θεότητα μόνο τον Πατέρα ή μόνο τον Υιό ή μόνο το Άγιον Πνεύμα. Μπορούμε να λέμε ο Θεός Πατήρ, ο Θεός Λόγος, το Θείον Πνεύμα, ποτέ όμως η θεότητα του Πατρός, σαν να είναι κάτι ξεχωριστό από την θεότητα του Υιού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.

Η λέξη θεότητα, επειδή δηλώνει την φύση, μπορεί να αποδοθή και στην ενέργεια, γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για "υπερκειμένη θεότητα", που δηλώνει την φύση, η ο-ποία είναι παντελώς αμέθεκτη, και "υφειμένη θεότητα", που δηλώνει την ενέργεια, που είναι μεθεκτή από τον άνθρωπο. Πάντως η θεότητα είναι μία και στις τρεις υποστάσεις (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Η λέξη θεότητα είναι πολυσήμαντη και δείχνει διάφορες θεολογικές αλήθειες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίνει μερικές ερμηνευτικές αναλύσεις που δηλώνουν την ετυμολογία και την προέλευση της λέξεως αυτής. Λέγεται θεότητα "από του θείν και φθάνον πανταχόθεν", και δηλώνει την απανταχού παρουσία του Θεού. Προέρχεται ακόμη η λέξη από το "αποθέοντα και διαφεύγοντα πανταχόθεν", και δηλώνει το μηδαμού είναι, κατά την ουσία και φύση. Λέγεται θεότητα, "από του αίθειν, τουτέστιν καίειν τε και αναλίσκειν πάσαν μοχθηρίαν" και δηλώνει την λαμπρότητα του Θεού, την ενέργειά Του, που κατακαίει κάθε αμαρτωλό. Η λέξη αυτή μπορεί να προέρχεται και από το θεάσθαι, και δηλώνει ότι ο Θεός βλέπει και γινώσκει τα πάντα και πριν από την γέννησή τους. Δηλώνει ακόμη το προνοείν του Θεού, γιατί συνδέεται με το "εφοράν και θεάσθαι". Επί πλέον λέγεται θεότητα από το θεοποιούν. Όλες αυτές οι ετυμολογικές ερμηνείες δείχνουν τις ποικίλες ενέργειες του Θεού, ήτοι την προνοητική, την φωτιστική και θεοποιό ενέργειά Του, καθώς επίσης δείχνουν και το αμέθεκτο του Θεού, όταν η θεότητα αποδίδεται στην ουσία ή φύση.

Η ολοκληρωμένη θεολογική φράση γύρω από το θέμα αυτό είναι ότι οι Μαθητές επάνω στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση, αλλά την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.


ε'. Η βασιλεία του Θεού

Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο θαβώριο όρος έγινε ύστερα από μια διακήρυξη του Χριστού. "Αμήν λέγω υμίν, εισί τινές των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει" (Μάρκ. θ', 1). Και αμέσως ο Ευαγγελιστής περιγράφει το γεγονός της Μεταμορφώσεως που συνέβη μετά από έξι ημέρες, αφού, όπως βλέπουμε στα Ευαγγέλια, δεν παρενεβλήθη κανένα άλλο γεγονός, ούτε διδασκαλία ούτε θαύμα. Αυτό σημαίνει ότι τις ημέρες αυτές που παρενεβλήθησαν μεταξύ του λόγου του Χριστού και της Μεταμορφώσεώς Του τις πέρασαν με σιωπή.

Λέγονται πολλά για το τί είναι η Βασιλεία του Θεού. Άλλοι ταυτίζουν την Βασιλεία του Θεού με μια εγκόσμια επικράτηση του θελήματος του Θεού, άλλοι με την μέλλουσα μακαριότητα των δικαίων. Όμως, η σύνδεση της Βασιλείας του Θεού με την Μεταμόρφωση του Χριστού δηλώνει ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η θέα της ακτίστου Χάριτος και δόξης του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, και βέβαια είναι η θέωση του ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό κάνει υπέροχες παρατηρήσεις ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ότι η Βασιλεία του Θεού συνδέεται στενά με τον βασιλέα, που είναι ο Θεός, ο Χριστός. Στον Χριστό ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση. Η δόξα της θεότητος θεούργησε και ελάμπρυνε την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, όπου βρισκόταν ο Χριστός εκεί υπήρχε και η Βασιλεία. Δεν νοείται βασιλεύς χωρίς βασιλεία, ούτε βασιλεία χωρίς βασιλέα. Έτσι, βασιλεία του Θεού χωρίς τον Βασιλέα Χριστό δεν μπορεί να νοηθή.

Ο Χριστός στον λόγο αυτόν συνδέει την βασιλεία με την όραση, "έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού". Πρόκειται για την όραση του ακτίστου φωτός. Το "εληλυθυίαν" δεν σημαίνει ότι η Βασιλεία έρχεται από κάπου αλλού, αλλά δηλώνει το "φανερούσθαι", αφού όπου είναι ο Χριστός εκεί υπάρχει η Βασιλεία, γιατί δεν πρόκειται για τοπική έλευση, αλλά για φανέρωση. Και αυτή η φανέρωση·αποκάλυψη γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει το "εν δυνάμει". Ο άνθρωπος είναι αδύνατος να δη την δόξα του Θεού, αν οι ψυχοσωματικές του αισθήσεις δεν δυναμωθούν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Η Εκκλησία και η θεία Ευχαριστία μπορούν να ονομασθούν Βασιλεία του Θεού, αν όσοι ζουν μέσα σε αυτήν φθάνουν στην θέα της ακτίστου δόξης του Θεού, που είναι η πραγματική Βασιλεία. Εάν ομιλούμε για την Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού και δεν τα συνδέουμε με την θεοπτία, την όραση του ακτίστου φωτός, τότε σφάλλουμε θεολογικά. Άλλωστε, τα μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν και οδηγούν τον άνθρωπο στην Βασιλεία του Θεού, ακριβώς γιατί συνδέονται πολύ στενά με την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού.


στ'. Ο Χριστός έδειξε το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου

Είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ έδειξε στους ανθρώπους το αρχέτυπο κάλλος της εικόνος τους. Δηλαδή, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Λόγου. Με αυτό φαίνεται η δόξα της εικόνος και η μεγάλη τιμή να είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού. Η καταγωγή μας δεν είναι χαμηλή, αλλά υψηλή, αφού ο δεδοξασμένος Χριστός είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας μας, αλλά και αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός μας.

Στην Αγία Γραφή επανειλημμένα λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, που ενηνθρώπησε για να διορθώση το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο, καίτοι ήταν άπειρος ακόμη, βρισκόταν στον φωτισμό του νοός, γιατί το κατ’ εικόνα του ήταν καθαρό και δεχόταν τις ακτίνες του θείου φωτός. Μετά την αμαρτία όμως σκοτίσθηκε, έχασε το καθ’ ομοίωση, χωρίς όμως να απωλέση καθ’ ολοκληρία το κατ’ εικόνα. Στην πατερική παράδοση λέγεται ότι το κατ’ εικόνα του Αδάμ αμαυρώθηκε, δηλαδή σκοτίστηκε, χωρίς να χαθή τελείως. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως επανέρχεται ο Αδάμ στην προηγούμενη δόξα, και μάλιστα ανέρχεται ακόμη υψηλότερα.

Έτσι, ο Χριστός στο Θαβώρ έδειξε ποιό ήταν το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου και σε ποιά κατάσταση βρισκόταν ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο πριν από την πτώση.

Βέβαια, αυτό λέγεται με συγκατάβαση, γιατί όπως διδάσκει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, η έλλαμψη του Μεταμορφωθέντος Χριστού ήταν θειοτέρα και λαμπροτέρα από την έλλαμψη που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο Θεός που δημιούργησε τον Αδάμ ήταν Θεός κατ’ ουσία, ενώ ο Αδάμ ήταν κατά μέθεξη και μετοχή θεός. Το φως του Θεού είναι κατά φύση, ενώ το φως που είχε ο Αδάμ ήταν κατά μετοχή και Χάρη. Δεύτερον, γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε καθ’ υπόσταση, ενώ ο Αδάμ είχε κοινωνία με την Χάρη του Θεού κατ’ ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στον Χριστό η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν υποστατικά, καθ’ υπόσταση, στον Αδάμ και στον κάθε θεούμενο η φύση του ενώνεται κατά Χάρη με τον Θεό και όχι καθ’ υπόσταση. Γιατί η καθ’ υπόσταση ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως έγινε μόνο στον Χριστό.

Για να γίνη αυτό αντιληπτό πρέπει να πούμε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως. Ο πρώτος είναι ο κατ’ ουσίαν, που συμβαίνει με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο δεύτερος τρόπος ενώσεως συνέβη στον Χριστό με την ενανθρώπηση και είναι ο καθ’ υπόσταση αφού ο Χριστός είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος, και ο τρίτος τρόπος ενώσεως είναι ο κατά Χάριν, και συμβαίνει με τους θεουμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ενώνονται με τον Θεό κατ’ ουσία, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε ενώνονται με τον Θεό καθ’ υπόσταση, γιατί ένας είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ενώνονται κατά μετοχή της Χάριτος. Γι’ αυτό οι άγιοι δεν λέγονται, έστω και κατά Χάριν, Θεάνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί, θεούμενοι.

Πάντως, ο μεταμορφωθείς Χριστός έδειξε την δόξα του αρχετύπου της δημιουργίας μας. Και όπως στους γλύπτες μεγαλύτερη αξία έχει το πρόπλασμα και έπειτα το αντίγραφό του, που μπορεί να το κάνη ο καθένας, έτσι και εδώ μεγαλύτερη αξία έχει το πρωτότυπο. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει, κατά συγκατάβαση, και την προέλευση του ανθρώπου, αλλά και τον σκοπό, το τέλος, στο οποίο πρέπει να κατατείνη.

ζ'. Άκτιστο και κτιστό φως

Το αισθητό φώς, καίτοι είναι κτιστό, είναι η μόνη πραγματικότητα από την γη που μπορεί να δείξη την δόξα και την λάμψη της θεότητος. Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φώς, γιατί έτσι ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβη την δόξα της θεότητος. Δεν υπάρχει καμμιά άλλη γήινη πραγματικότητα για να το δείξη.

Είναι γεγονός ότι ο Θεός είναι και λέγεται φώς, γιατί αφ’ ενός μεν είναι αποκάλυψη του ιδίου του Χριστού, που είπε: "εγώ ειμί το φως του κόσμου" (Ιω. η', 12), αφ’ ετέρου δέ, γιατί όσοι αξιώθηκαν να Τον δούν Τον είδαν ως φως λαμπρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι ο Ευαγγελιστής λέγει ότι το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, γιατί δεν υπάρχει καμμιά άλλη εικόνα για να παρουσιάση την λαμπρότητα του προσώπου του Χριστού εκείνη την στιγμή.

Η εικόνα του ηλίου δείχνει και μια άλλη θεολογική αλήθεια, όπως την παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Λέγει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του φωτός και του ηλίου. Ο Θεός, όπως γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας έκανε το φως και την τέταρτη ημέρα έκανε τον ήλιο και του έδωσε το φώς. Έτσι το φως ήταν πρωτόγονο, ενώ το φως στον δίσκο του ηλίου έγινε την τέταρτη ημέρα. Αυτό αναλογικά βλέπουμε και στον Χριστό. Το φως του Θεού ήταν και είναι άναρχο, δηλαδή δεν υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε αυτό το φώς. Αργότερα, όμως, κατά την ενανθρώπηση έλαμψε και το πρόσλημμα – η ανθρώπινη φύση που έλαβε όλο το πλήρωμα της θεότητος. Έτσι, ενώ ο Θεός ήταν πάντα φώς, κατά την ενανθρώπησή Του και το σώμα που προσέλαβε έγινε πηγή του ακτίστου Φωτός.

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ του φωτός της θεότητος και του φωτός του ηλίου, όση διαφορά υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας και θα έπρεπε να έχη τέλος, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχη τέλος. Το κτιστό ακόμη έχει τροπή και αλλοίωση. Όμως, το άκτιστο δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος καί, βέβαια, δεν έχει καμμιά τροπή, αλλοίωση. Γι’ αυτό πάντοτε με συγκατάβαση πρέπει να χρησιμοποιούμε αισθητές πραγματικότητες. Ο ιερός Ευαγγελιστής έγραψε: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Δεν έγινε το πρόσωπό του ήλιος, αλλά ως ήλιος.

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης σημειώνει την διαφορά μεταξύ της λάμψεως του αισθητού ηλίου και της ελλάμψεως του ηλίου της δικαιοσύνης. Το φως του αισθητού ηλίου, επειδή είναι χρονικό, έρχεται στους οφθαλμούς του ανθρώπου κατά καιρούς, δηλαδή ολίγον κατ’ ολίγον και όχι όλο μαζί, αθρόον. Έτσι, από τον όρθρο μεταβαίνει στην ανατολή, και από την ανατολή στην μεσημβρία και από εκεί στην δύση. Υπάρχει αλλαγή φωτοχυσίας και δίνεται κατά αναλόγους καιρούς. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Μαθητάς επάνω στο όρος Θαβώρ. Επειδή το φως της δικαιοσύνης είναι άκτιστο και υπέρχρονο δεν έλαμψε στους αποστόλους "από ολίγον ολίγον κατά πρόοδον και μετάβασιν, αλλά ευθύς και όλον ομού".

Το φως αυτό του Θεού ενεργεί κατά δύο τρόπους, ήτοι φωτιστικό και καυστικό, κατά τον βαθμό της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, το κάρβουνο έχει και το γεώδες και υλικό, επειδή γίνεται στάχτη, αλλά και το φωτιστικό και φλογερό. Γι’ αυτό σε άλλες περιπτώσεις κατακαίει και σε άλλες φωτίζει. Αυτό γίνεται και με το φως του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Ο Χριστός ομοιάζει με το αναμμένο κάρβουνο, αφού έχει την ανθρώπινη φύση, το υλικό, αλλά και το φως της θεότητος. Όμως δεν συμβαίνει ό,τι με το κάρβουνο, που δεν φωτίζει αυτούς που είναι μακριά και κατακαίει αυτούς που είναι κοντά, αλλά γίνεται κάτι άλλο διαφορετικό. Γίνεται φως γι’ αυτούς που είναι καθαροί ως προς την αμαρτία και φωτιά γι’ αυτούς που είναι ακάθαρτοι.

Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να δούμε την ωραιοτάτη παρατήρηση του Μ. Βασιλείου σχετικά με την ενανθρώπηση του Χριστού. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον πεπυρακτωμένο σίδηρο, λέγει ότι το πυρ έρχεται στον σίδηρο όχι μεταβατικώς, αλλά μεταδοτικώς. Αυτό σημαίνει ότι το πυρ δεν τρέχει προς τον σίδηρο, αλλά μένοντας στον τόπο του μεταδίδει σε αυτόν τις δικές του δυνάμεις και ενέργειες, ώστε αφ’ ενός μεν το πυρ δεν ελαττώνεται από την μετάδοση, αφ’ ετέρου δε γεμίζει ολόκληρο τον σίδηρο. Το ίδιο, κατ’ αναλογία, έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Θεός δεν εκινήθη από τον Εαυτό Του, δηλαδή, δεν μετέβη τοπικώς, αλλά συγκατέβη προς το ανθρώπινο γένος και εσκήνωσε μέσα μας, χωρίς να παύση να βρίσκεται στους ουρανούς. Στην ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου διατυπώνεται αυτό θαυμάσια: "Συγκατάβασις γαρ θεϊκή ου μετάβασις δε τοπική γέγονεν".


η'. Άκτιστο φώς, περιγραπτό στο σώμα του Χριστού, υπέρφωτος γνόφος

Ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος βεβαιώνει: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Πέρα από αυτά τα οποία τονίσαμε προηγουμένως πρέπει να επεκταθούμε λίγο ακόμη και να υπογραμμίσουμε μερικές θεολογικές αλήθειες, γύρω από την έλλαμψη του προσώπου του Χριστού.

Το φως του Θεού είναι προαιώνιο, άχρονο, αλλά στο Θαβώρ, κατά άκρα φιλανθρωπία του Θεού, περιγράφηκε στο ανθρώπινο σώμα, "ως εν δίσκω ηλιακώ". Παρά την έλλαμψη και την περιγραφή στο πρόσωπο του Χριστού, εν τούτοις "άσχετον ήν, και ασχέτως επλήρει το πάν, απερίγραπτον μένον και εν τω περιγράφεσθαι" (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, της Μεταμορφώσεώς Του, αλλά και της θεώσεως του ανθρώπου.

Για να μη γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ του κτιστού φωτός του ηλίου και του ακτίστου Φωτός της θεότητος, οι άγιοι Πατέρες πολλές φορές χρησιμοποιούν και τον όρο "υπέρφωτος γνόφος". Πραγματικά, ο Θεός είναι φώς, και έτσι τον είδαν οι άγιοι, αλλά για την υπερέχουσα φανότητα και για την μη συσχέτηση με άλλα κτιστά φώτα λέγεται υπέρφωτος γνόφος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την λεγομένη καταφατική και αποφατική θεολογία. Η πρώτη (καταφατική) θεολογία, που ονομάζει τον Θεό από τις ενέργειές Του και τα αποτελέσματα των ενεργειών Του, χαρακτηρίζει τον Θεό φως αληθινό, απρόσιτο και άκρατο. Η δεύτερη (αποφατική) θεολογία ονομάζει τον Θεό "υπέρ φώς", όπως ακριβώς τον χαρακτηρίζει και υπερώνυμο και υπερούσιο. Έτσι, λοιπόν, η ύπαρξη της αποφατικής θεολογίας δεν οδηγεί στον αγνωστικισμό, δεν καταλήγει σε ένα ανυπόστατο μυστικισμό, αλλά αποφεύγει τους κινδύνους της λογικοκρατίας και της αισθησιοκρατίας (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Αυτά σημαίνουν ότι το πρόσωπο του Κυρίου έλαμψε ως ο ήλιος, αλλά ταυτόχρονα έλαμψε και υπέρ ήλιον, που σημαίνει έλαμψε υπέρ λόγον και έννοια, κατά άρρητο τρόπο. Οι εκφράσεις των Πατέρων είναι δηλωτικές αυτής της πραγματικότητος. Κάνουν λόγο για το ότι οι Μαθητές και οι θεούμενοι δια μέσου των αιώνων βλέπουν αοράτως, ακούν ανηκούστως, μετέχουν αμεθέκτως, νοούν ανοήτως τον Θεό.

Επομένως, η έλλαμψη του Χριστού στο Θαβώρ, η αποκάλυψη της δόξης Του στους θεουμένους κάθε εποχής, δεν είναι ένα αισθητικό γεγονός, αλλά μυστήριο, είναι φανέρωση κατά άρρητο τρόπο της δόξης του Θεού.


θ΄. Η φανέρωση του Τριαδικού Θεού

Όπως την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού υπάρχει εμφάνιση και αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, έτσι και την στιγμή της Μεταμορφώσεώς Του πάνω στο Θαβώρ αποκαλύπτεται ο Τριαδικός Θεός. Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, έλαμψε ενώπιον των Μαθητών και φανέρωσε την δόξα της θεότητός Του. Ο Πατήρ επιβεβαίωσε ότι αυτός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός, και το Άγιον Πνεύμα ήταν η νεφέλη φωτεινή που επισκίασε τους Μαθητάς.

Ο Τριαδικός Θεός είναι φώς, αφού το φως είναι η λάμψη της θεότητος, η όραση της Χάριτος του Τριαδικού Θεού. Στα τροπάρια της Εκκλησίας ψάλλεται: "φώς ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα". Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, η φωνή του Πατρός ήταν πολύ δυνατή θεωρία φωτός, γι’ αυτό, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τότε ακριβώς δεν μπόρεσαν να αντέξουν οι Μαθητές και έπεσαν στην γή, και η νεφέλη, που ήταν η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ήταν φωτεινή. Όλα εκφράζουν την δόξα της θεότητος.

Στον μεγαλύτερο βαθμό θεοπτίας ακούστηκε η φωνή του Πατρός: "ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα" (Ματθ. ιζ', 5). Όταν αναλύσαμε την Βάπτιση του Χριστού, είδαμε εκεί τί σημαίνει αυτή η επιβεβαίωση του Πατρός. Εδώ πρέπει να παραθέσουμε την άποψη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι ο Πατήρ δείχνει την μεγάλη Του αγάπη προς τον κατά φύσιν Υιό Του, τον μονογενή. Η αγάπη του Πατρός είναι τριπλή, πρώτον, επειδή είναι Υιός και κάθε πατέρας αγαπά το παιδί του, δεύτερον, γιατί είναι αγαπητός και τρίτον, γιατί ευδόκησε σε αυτόν.

Η φωνή του Πατρός δείχνει ακόμη και ότι στο όρος Θαβώρ υπάρχει και όραση και ακοή. Στην πραγματικότητα, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, κατά την θεωρία του Θεού και την αποκάλυψή Του, όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου γίνονται μία αίσθηση, ενοποιούνται. Γι’ αυτό και η όραση είναι ακοή, και η ακοή είναι όραση, και η όραση και ακοή είναι γεύση και αίσθηση κλπ. Την ώρα της θεοπτίας ο άνθρωπος δεν είναι διεσπασμένος, αφού η διάσπαση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου. Όμως, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θεωρία του Θεού, βλέπει τον Θεό δια της θεώσεώς του.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη συνήθως η όραση είναι αξιοπιστοτέρα της ακοής. Πρώτα ακούει κανείς κάτι και στην συνέχεια προχωρεί και στην όρασή του. Εδώ, όμως, συνέβη το αντίθετο. Οι Μαθητές είδαν την δόξα του Θεού και στην συνέχεια ακολούθησε και η επιβεβαίωση δια της ακοής.

Εξηγώντας ο άγιος Νικόδημος αυτό το γεγονός, λέγει ότι εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Συνήθως στην Παλαιά Διαθήκη περισσότερο ενεργούσαν τα ενεργούμενα δια της ακοής, αφού οι Προφήτες φανέρωναν τα μέλλοντα δια της προρρήσεως και των προφητειών. Και συνήθως πρώτα άκουγαν για τον Θεό και στην συνέχεια έβλεπαν, όπως άλλωστε ομολογεί ο δίκαιος Ιώβ: "Ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ Σε" (Ιώβ, μβ', 5). Στην Καινή Διαθήκη, όμως, γίνεται το αντίθετο. Συνήθως προηγείται η όραση και ακολουθεί η ακοή. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί στην Παλαιά Διαθήκη κηρυττόταν η έλευση του Μεσσίου, όταν όμως ήλθε ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, τότε προηγείται η όραση, αφού τον έβλεπαν και ακολουθούσε η επιβεβαίωση.

Αυτό συμβαίνει στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Όταν βρισκόμαστε στο στάδιο της καθάρσεως, που ουσιαστικά υπενθυμίζει τον τρόπο ζωής που συνιστά ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε για τον Θεό. Όταν φθάνουμε όμως στον φωτισμό του νοός και την θέωση, με την μυστηριακή ζωή και την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε βλέπουμε τον Θεό.

Όλα αυτά πρέπει να λέγωνται συγκαταβατικά και μέσα στα πλαίσια ότι, όταν ο θεούμενος φθάνη στην θέωση, τότε ενοποιούνται όλες οι ψυχοσωματικές δυνάμεις.

Η φωνή του Πατρός εξέρχεται μέσα από την φωτεινή νεφέλη, πράγμα το οποίο δείχνει το ομοούσιο του Πατρός με το Άγιον Πνεύμα, και βεβαίως το ομοούσιο των τριών θείων υποστάσεων. Η εμφάνιση της φωτεινής νεφέλης συνδέεται ακόμη και με την αποκαλυπτική αλήθεια ότι ο Χριστός είναι Αυτός που καθοδηγούσε τον λαό του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη.

Στο βιβλίο της Εξόδου λέγεται ότι ο Θεός οδηγούσε τον Ισραηλιτικό λαό στην πορεία του από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας, φωτίζοντάς τον την νύκτα με το πυρ και σκεπάζοντάς τους την ημέρα με την νεφέλη, "ο δε Θεός ηγείτο αυτών ημέρας μεν εν στύλω νεφέλης, δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα, εν στύλω πυρός" (Εξ. ιγ', 21).

Επάνω στο Θαβώρ έχουμε και το φως και την νεφέλη. Φώς είναι ο Χριστός, αφού έλαμψε το πρόσωπό Του ως ο ήλιος, και νεφέλη είναι η παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτήν την αλήθεια δεν πρέπει κανείς να εννοήση ότι άλλο είναι το έργο του Υιού και άλλο το έργο του Παναγίου Πνεύματος, ότι η οικονομία του Υιού γίνεται ανεξάρτητα από την οικονομία του Αγίου Πνεύματος. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι η δημιουργία και η αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού.

Πάντως, εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι στο Θαβώρ έχουμε εμφάνιση και αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού. Η εκκλησιαστική και πνευματική ζωή είναι μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων, κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και μετέχουμε των ενεργειών του Τριαδικού Θεού.


ι'. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο Θαβώρ

Στο όρος Θαβώρ εκτός από τον Τριαδικό Θεό υπάρχουν πέντε πρόσωπα. Πλησίον του Χριστού είναι δύο εξέχοντα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, ο Προφήτης Μωϋσής και ο Προφήτης Ηλίας, καθώς και οι τρεις Μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι πρώτοι είναι εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης, και συγκεκριμένα του Νόμου (Μωϋσής) και των Προφητών (Ηλίας), και οι Απόστολοι είναι εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης.

Οι Μαθητές γνώριζαν ότι τα εμφανισθέντα πρόσωπα από την Παλαιά Διαθήκη ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας από δύο κυρίως αίτια.

Πρώτον, από την Χάρη του Θεού. Δηλαδή αναγνώρισαν τους θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή βρίσκονταν μέσα στο φως του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το φως του Θεού αποκαλύπτει όλα τα μέλλοντα, πολύ περισσότερο αποκαλύπτει τα παρόντα και ενεστώτα.

Δεύτερον, γνωρίστηκαν από τους Αποστόλους οι θεόπτες της Παλαιάς Διαθήκης, από την συζήτηση που είχαν με τον Χριστό. Ο ιερός Ευαγγελιστής γράφει: "καί ιδού ώφθησαν αυτοίς Μωϋσής και Ηλίας, μετ’ αυτού συλλαλούντες" (Ματθ. ιζ', 3). Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος μας παρουσιάζει και το περιεχόμενο της συζητήσεως: "Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωϋσής και Ηλίας, οί οφθέντες εν δόξη έλεγον περί την έξοδον αυτού ήν έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ" (Λουκ. θ', 30-31). Οι αποκαλυφθέντες, εκείνη την ώρα, άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης μιλούσαν για το Πάθος του Χριστού. Δεδομένου ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της προσευχής, αφού λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς "καί εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον..." (Λουκ. θ', 29), και ότι η συνομιλία των δύο ανδρών με τον Χριστό αναφερόταν στο Πάθος, εξάγεται ότι το γεγονός αυτό συνδέεται στενά με την προσευχή του Κυρίου στην Γεθσημανή, όταν ζητούσε να αποφύγη το πικρό ποτήριο του θανάτου.

Ο ιερός Θεοφύλακτος λέγει ότι οι Μαθητές κατάλαβαν τους Προφήτας αυτούς από τους λόγους που θα έλεγαν στον Χριστό, και οι οποίοι θα ήταν σχετικοί με εκείνα που προεφήτευσαν, όσο ζούσαν. Ίσως ο Μωϋσής θα έλεγε: "Σύ εί, ου προτύπωσα το πάθος εγώ, σφάξας τον αμνόν και το πάσχα τελέσας". Και ο Ηλίας θα έλεγε: "Σύ εί, ου την ανάστασιν προτύπωσα εν τω της χήρας Υιώ". Ο Μωϋσής μιλούσε για την προτύπωση του Πάθους του Χριστού, του χριστιανικού πάσχα, ενώ ο Ηλίας για την Ανάσταση του Χριστού.


ια'. Γιατί εμφανίσθηκαν οι δύο αυτοί Προφήτες

Είναι γνωστόν από την πατερική παράδοση ότι της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετέχουν όσοι βρίσκονται σε κατάσταση θεοπτίας, γιατί η αποκάλυψη του Θεού σε ακαθάρτους ανθρώπους είναι κόλαση και καταδίκη. Έτσι, και κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, εμφανίζεται ο Μωϋσής και ο Ηλίας, όχι μόνο γιατί είναι εκπρόσωποι του νόμου και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά γιατί και οι δύο υπήρξαν θεόπτες κατά την διάρκεια της ζωής τους.

Στο όρος Σινά ο Μωϋσής είδε την δόξα του ασάρκου Λόγου, ο οποίος του παρέδωσε τον Νόμο, την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και πριν από αυτό είδε την άλλη καταπληκτική θεωρία που δήλωνε την σάρκωση του Λόγου, δηλαδή την θεωρία της καταφλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου. Άλλοτε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του αποκαλυφθή και να φανερώση τον Εαυτό Του. Και όταν ο Θεός του ανήγγειλε ότι θα αποκαλυφθή του είπε να εισέλθη σε ένα βράχο (πέτρα), και καθώς πέρασε έκρυψε την οπή του βράχου, για να μη δη το πρόσωπό Του, αλλά τα οπίσθια. (Εξ. λγ', 12-23). Και αυτή η αποκάλυψη δηλώνει την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού.

Αλλά και ο Προφήτης Ηλίας αξιώθηκε να δη τον άσαρκο Λόγο, με την μορφή της λεπτής αύρας. Η αποκάλυψη του Θεού δεν έγινε με την μορφή του αέρος, του σεισμού και του πυρός, αλλά με την λεπτή φωνή αύρας. "Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος". Όταν άκουσε ο Προφήτης Ηλίας την φωνή της λεπτής αύρας, κάλυψε το πρόσωπό του με την μηλωτή, και αφού βγήκε από το σπήλαιο, στάθηκε κάτω από αυτό (Γ' Βασ. ιθ', 11-13). Και η θεοπτία αυτή είχε σχέση με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, γιατί με την ενανθρώπησή Του ο Θεός παρουσίασε την αγάπη και την φιλανθρωπία Του.

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ της θεοπτίας που είχαν οι δύο Προφήτες κατά την διάρκεια της ζωής τους, από την θεοπτία που είχαν στο όρος Θαβώρ. Τότε ήταν θεωρία του ασάρκου Λόγου, γι’ αυτό και εκρύβησαν στην πέτρα και το σπήλαιο, ενώ τώρα βλέπουν τον ενσαρκωμένο Λόγο. Τότε το Σινά καιγόταν έως τον ουρανό, υπήρχε δε σκοτάδι, γνόφος και θύελλα, και μεγάλη φωνή (Δευτ. δ', 11), που εκφράζουν την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στο Θαβώρ όλα ήταν λαμπρά και φωτεινά, εξαστράπτοντα από το απρόσιτο φως της θεότητος, δείγμα ότι ήταν ανώτερο το φως από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο ιερός Θεοφύλακτος παρουσιάζει πολύ εκφραστικά τους λόγους για τους οποίους εμφανίστηκαν οι θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης. Πρώτον, για να αποδειχθή ότι ο Χριστός είναι Κύριος του Νόμου και των Προφητών. Δεύτερον, για να φανή ότι κυριεύει ζώντων και νεκρών, αφού ο Μωϋσής ήταν νομοθέτης και πέθανε, ενώ ο Ηλίας ήταν Προφήτης και ακόμη ζούσε, αφού ηρπάγη με άρμα στον ουρανό. Τρίτον, για να φανή καλά ότι ο Χριστός όχι μόνο δεν ήταν αντίθετος με τον νόμο, αλλά ούτε αντίθεος, διαφορετικά οι μεγάλοι αυτοί θεόπτες άνδρες δεν θα ομιλούσαν μαζί Του. Τέταρτον, για να λύση την υποψία μερικών ότι Αυτός είναι ο Ηλίας που περίμεναν ή κάποιος άλλος Προφήτης. Και πέμπτον, για να διδάξη τους Μαθητάς Του να μιμηθούν τους μεγάλους αυτούς άνδρας, δηλαδή να είναι πραείς, όπως ο Μωϋσής, και ζηλωτές, άκαμπτοι και να κινδυνεύουν, όταν χρειασθή για την αλήθεια, όπως ο Προφήτης Ηλίας.

Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μωϋσής και Ηλίας στέκονταν με ευλάβεια και σεβασμό πλησίον του Χριστού. Ο ιερός Κοσμάς ο Μελωδός στον κανόνα της εορτής γράφει: "ιεροπρεπώς εστώτες Μωϋσής τε και Ηλίας εν όρει Θαβώρ, της θείας χαρακτήρα τρανώς υποστάσεως βλέποντες Χριστόν εν Πατρώα εξαστράψαντα δόξη ανέμελπον...". Οι Προφήτες έβλεπαν στο όρος Θαβώρ τον σεσαρκωμένο Λόγο του Θεού και μέσα στην θεωρία γνώρισαν ότι Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, που είχε τον χαρακτήρα της υποστάσεως του Πατρός, δηλαδή την δόξα του Θεού Πατρός. Γι’ αυτόν τον λόγο και στέκονταν ιεροπρεπώς και δουλικώς.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, ο Μωϋσής στην Παλαιά Διαθήκη στεκόταν ως αρχιερεύς μεταξύ του Ώρ και του Ααρών για να νικήση ο Ισραηλιτικός λαός, και ο Ηλίας ως αρχιερεύς του Θεού θανάτωσε στους ιερείς του Βάαλ και ολοκαύτωσε την θυσία. Αυτοί, λοιπόν, οι δύο αρχιερείς του Θεού στέκονται τώρα στο Θαβώρ ως ιερείς και δούλοι, έχοντες στο μέσον τον Μέγα αρχιερέα Χριστό, που ετοιμάζεται για την μεγάλη θυσία.

Αυτό το "ιεροπρεπώς" και "δουλικώς" υπενθυμίζει και την μεγάλη διαφορά που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Ο Χριστός ποιεί την θέωση, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αφού είναι κατά φύσιν Υιός του Θεού και θεοποιεί τους ανθρώπους, ενώ οι Προφήτες πάσχουν στην θέωση, δηλαδή γίνονται κατά χάριν και κατά μέθεξιν θεοί. Με άλλα λόγια ο Χριστός είναι αυτόφωτος ήλιος, ενώ αυτοί ετερόφωτα αστέρια.

Πρέπει να σημειώσουμε και μια άλλη λεπτομέρεια, που όμως δείχνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι "εν τω γενέσθαι την φωνήν (τού πατρός, Ούτος εστιν...) ευρέθη ο Ιησούς μόνος" (Λουκ. θ', 36). Δηλαδή, με την ακοή της φωνής εξαφανίσθηκαν οι δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και παρέμεινε μόνος ο Χριστός. Κατά τον ιερό Θεοφύλακτο, αυτό έγινε για να μη νομίση κανείς ότι η φωνή αυτή έγινε για τον Μωϋσή και τον Ηλία, αλλά μόνο για τον Χριστό. Δεν έπρεπε να γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ αυτών των προσώπων. Ο Χριστός είναι το κέντρο των ουρανίων και των επιγείων.


ιβ'. Οι τρεις Μαθητές στο Θαβώρ

Στο μεγάλο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού ήταν παρόντες μόνο οι τρεις Μαθητές, ήτοι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Τα τρία αυτά πρόσωπα παραλαμβάνονται από τον Χριστό και σε άλλες μεγάλες στιγμές, όπως κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και την προσευχή Του στην Γεθσημανή.

Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ως προσωποληψία. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Χριστό διαθέσεις ανθρώπινες και εμπαθή αισθήματα. Υπάρχει μια βαθύτατη θεολογική αιτιολογία. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού μπορεί να είναι Παράδεισος για τους καταλλήλους για την θεωρία αυτή και Κόλαση για τους ακαθάρτους ή τουλάχιστον για τους μη προετοιμασθέντας. Γι’ αυτό και πρέπει κανείς να βρίσκεται σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού θεοπτικά και όχι κολαστικά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι τρεις Μαθητές ήταν πιο κατάλληλοι για να δεχθούν αυτήν την αποκάλυψη του Θεού. Για τους άλλους έπρεπε να μείνη κρυφή και να αποκαλυφθή μετά την Ανάστασή Του.

Οι τρεις Μαθητές είχαν μερικά προσόντα που τους έκαναν καταλλήλους για την συμμετοχή τους στην θεωρία αυτή. Και οι τρεις υπερείχαν από τους άλλους Μαθητάς (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Και η υπεροχή τους φαίνεται στο ότι ο Πέτρος αγαπούσε πολύ (σφόδρα) τον Χριστό με την θερμότητα της πίστεως, ο Ιωάννης αγαπιόταν πολύ (σφόδρα) από τον Χριστό ένεκα της υπερβολής των αρετών, και ο Ιάκωβος από του ότι ήταν σφόδρα βαρύς στους Ιουδαίους, αφού και ο Ηρώδης τον εφόνευσε (Ζυγαβηνός).

Οι δύο τουλάχιστον από τους τρεις Μαθητές που παρευρέθησαν στο Θαβώρ την φοβερά εκείνη ώρα έδωσαν την μαρτυρία τους για το γεγονός. Ο Απόστολος Πέτρος γράφει σε επιστολή του: "ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος". Και αφού αναφέρεται στην φωνή του Πατρός γράφει: "καί ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω..." (Β' Πέτρ. α', 16-20). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην καθολική του επιστολή γράφει: "Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής, και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον ήτις ήν προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν" (Α' Ιω. α', 1-2). Πέρα από τα δύο αυτά χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλα τα κείμενα που συνέγραψαν οι θείοι Απόστολοι είναι απόδειξη της θείας εποψίας, είναι απαύγασμα της εμπειρίας που είχαν στο όρος Θαβώρ και στην Πεντηκοστή.

Οι τρεις Μαθητές βλέποντας τον Χριστό μεταμορφωθέντα, ενώ χαίρονταν και έλεγαν "καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία", στην συνέχεια, όταν τους επεσκίασε η φωτεινή νεφέλη και ακούστηκε η φωνή του πατρός, "έπεσον επί προσώπου αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα" (Ματθ. ιζ', 6). Οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και άγ. Γρηγόριος Παλαμάς) λέγουν ότι έπεσαν στην γη από την υπερβολή του φωτός. Άλλωστε, η φωνή του Πατρός ήταν θεωρία του Θεού, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από την προηγούμενη που είχαν οι Μαθητές. Φοβήθηκαν, λοιπόν, για την υπερέχουσα φανότητα.

Στα λειτουργικά κείμενα τα οποία αναφέρονται σε αυτό το γεγονός άλλοτε μεν λέγεται ότι οι Μαθητές αισθάνθηκαν φόβο και άλλοτε ότι αισθάνθηκαν χαρά. Αλλά, όπως εξηγούν οι Πατέρες, αυτός ο φόβος ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, αφού δεν ήταν δουλικός, αλλά υιικός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές.


ιγ'. Ο Χριστός, Κέντρο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης

Ήδη έχουμε τονίσει ότι οι δύο Προφήτες ήταν εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης και οι τρεις Απόστολοι ήταν εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης. Οπότε φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει τις αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου και προφητεύει την ενανθρώπησή Του, και η Καινή Διαθήκη περιγράφει την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Όχι μόνο την παρουσιάζει, αλλά δίνει την μαρτυρία ότι και οι άνθρωποι μπορούν να μεθέξουν της ενσαρκώσεως, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού.

Έτσι, το κεντρικό σημείο της Αγίας Γραφής είναι ο Χριστός, και μάλιστα ο ένδοξος Χριστός. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να στεκόμαστε σε μερικές ιστορίες και να εξαγάγουμε ηθικά συμπεράσματα, τα οποία, βέβαια, είναι απαραίτητα και αναγκαία, και να παραθεωρούμε το βασικό μήνυμα της Αγίας Γραφής. Και επειδή ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής, ο άσαρκος και σεσαρκωμένος Λόγος, και η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αλάνθαστα μόνο από την Εκκλησία και από εκείνους που ζουν μέσα στην θεοπτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Οι θεούμενοι, που είναι τα ζωντανά μέλη του Χριστού μπορούν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή.

Κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς" (Ματθ. ιζ', 2). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, λέγοντας: "καί μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών, οία γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι" (Μάρκ. θ', 2-3). Ενώ το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, τα ιμάτιά Του λαμπρύνθηκαν και φάνηκαν σαν το χιόνι. Ήταν τόσο λευκά, όσο δεν μπορεί κανείς βαφεύς να λευκάνη.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι τα λαμπρά ιμάτια είναι το γράμμα του λόγου του Θεού, το οποίο όμως φαίνεται λαμπρό σε αυτούς που βλέπουν εν πνεύματι τα του πνεύματος. Αντίθετα, οι άλλοι που είναι στοχαστές, δεν μπορούν να τα εξηγήσουν, αλλά ούτε και να τα καταλάβουν, ενώ τα εξηγούν οι θεόπτες. Αυτό σημαίνει ότι μόνο οι θεούμενοι μπορούν να καταλάβουν τον λόγο του Θεού και τον λόγο των θεουμένων.

Τα ίδια διδάσκει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Λέγει ότι το πνεύμα του νόμου είναι η ψυχή και το γράμμα του νόμου είναι το σώμα και τα ιμάτια. Χωρίς κανείς να περιφρονή τα ιμάτια και το σώμα, πρέπει να προχωρή στο πνεύμα, στην ψυχή.

Επομένως, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, όταν μελετούμε την Αγία Γραφή, ώστε αφ’ ενός μεν να μη περιφρονούμε τα ιμάτιά της, αφ’ ετέρου δε τα ιμάτια να μη γίνουν αφορμή να αγνοούμε το λαμπρό πρόσωπό της.


ιδ'. Το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο

Είναι σημαντικό να υπογραμμισθή ότι και το Σώμα του Χριστού στο όρος Θαβώρ, όπως και γενικά σε όλη την ζωή Του, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Πριν την ενανθρώπηση, πηγή της ακτίστου Χάριτος ήταν οι θείες υποστάσεις, τώρα πηγή γίνεται και η ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπο του Λόγου. Έτσι και το πρόσωπο του Χριστού "έλαμψεν ως ο ήλιος".

Οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν το σώμα που προσελήφθη από τον Χριστό και θεώθηκε ομόθεο, ακριβώς γιατί κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος. Ένα παράδειγμα κατ’ αναλογία είναι ο αισθητός ήλιος. Το φως υπήρχε από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, ενώ ο ήλιος έγινε πηγή του φωτός την τετάρτη ημέρα της δημιουργίας, όταν ενώθηκε με το φώς. Έτσι, το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "διά την πρόσληψιν την χρισθείσαν θεότητι και γενημένην όπερ το χρίσαν, και θαρρώ λέγειν ομόθεον". Αυτό λέγεται και σε συνοδικά και λειτουργικά κείμενα.

Παρά το ότι το σώμα είναι και λέγεται ομόθεο, παρά το ότι θεώθηκε, εν τούτοις δεν εξήλθε από τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως για να τραπή σε θεότητα. Αυτό το λέγουν οι Μονοφυσίτες, που ισχυρίζονται ότι η θεία φύση απερρόφησε την ανθρώπινη φύση. Όμως, αν και το σώμα θεώθηκε, εν τούτοις παρέμεινε άτρεπτο και δεν απέβαλε ούτε τα φυσικά ιδιώματά του, ούτε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη που ο Χριστός ανέλαβε εκουσίως. Έτσι, ο Χριστός και μετά την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, κράτησε το παθητό, το φθαρτό και το θνητό. Βέβαια, αυτά λέγονται για τον καιρό προ της Αναστάσεως, γιατί μετά την Ανάσταση ο Χριστός απέβαλε το φθαρτό και το θνητό, όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη. Γι’ αυτό το θέμα θα λεχθούν τα απαραίτητα όταν θα γίνη λόγος για την Ανάσταση του Χριστού.

Το ότι το σώμα του Χριστού κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος έχει συνέπειες συνταρακτικές στην εκκλησιαστική ζωή. Μπορούμε να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Με την θεία Κοινωνία ο άνθρωπος δεν λαμβάνει αφηρημένα την Χάρη του Θεού, αλλά το ομόθεο σώμα του Χριστού, που είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος. Βέβαια, αυτό λέγεται από την άποψη ότι δεν αγιάζεται κάθε Χριστιανός που κοινωνεί, αλλά μόνο εκείνος που έχει προετοιμασθή, όταν είναι μέλος, πραγματικό και ζωντανό, της Εκκλησίας, δηλαδή του Σώματος του Χριστού. Η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.


ιε'. Διαφορετική μετοχή στην δόξα του Θεού

Ερμηνεύοντας το γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως βλέπουμε την διαφορά στην μετοχή της δόξης του Θεού. Το σώμα που προσέλαβε ο Χριστός, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, γι’ αυτό το πρόσωπό του έλαμψε ως ο ήλιος. Τους Μαθητάς Του, και γενικά τους ανθρώπους, που είναι άξιοι να μεθέξουν της θεοποιού ενεργείας Του, τους θέωσε και τους θεώνει, οπότε μετέχουν κατά χάριν και ευδοκία της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τα ιμάτια λαμπρύνονται από την δόξα του Θεού. Αλλά και όλη η κτίση φαιδρύνεται. Ο ιερός Κοσμάς ο ποιητής σε ένα τροπάριο λέγει ότι το άδυτο φως του Θεού που φανερώθηκε στο Θαβώρ "τήν κτίσιν φαιδρύναν, τους ανθρώπους εθέωσε". Δηλαδή η κτίση λαμπρύνεται, φαιδρύνεται, αλλά μόνο οι άνθρωποι θεώνονται.

Αυτό φανερώνει ότι ολόκληρη η δημιουργία διαφοροτρόπως μετέχει στην δόξα του Θεού. Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για θέωση της κτίσεως, αλλά για αγιασμό της κτίσεως και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δεν μπορούμε να θέτουμε στην ίδια προοπτική την κτίση και τον άνθρωπο, αφού ο άνθρωπος είναι λογικός, ενώ η κτίση άλογη, και αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της κτίσεως και ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο.


ιστ'. Τί είναι η Εκκλησία και ποιός ο σκοπός της

Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει τί ακριβώς και ποιά είναι η Εκκλησία, αλλά και ποιός είναι ο σκοπός της. Στην Εκκλησία ανήκουν οι Προφήτες και οι Απόστολοι και εκείνοι που δέχονται την αποκαλυπτική τους θεολογία και αγωνίζονται να βρίσκωνται στην ίδια προοπτική. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί βαθμοί μεθέξεως, αλλά τουλάχιστον ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως.

Φαίνεται ακόμη και ποιός είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος σκοπός της Εκκλησίας. Και αυτός είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, που είναι η όραση του ακτίστου φωτός. Όλο το έργο των ποιμένων αποβλέπει σε αυτόν τον υψηλό στόχο. Η θέωση, λοιπόν, δεν αποτελεί πολυτέλεια για την χριστιανική ζωή, αλλά είναι η μυστική εντελέχεια και ο βαθύτερος σκοπός της. Τόσο τα μυστήρια όσο και η άσκηση αποβλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Όταν απομονωθούν από αυτήν, τότε ειδωλοποιούνται.

Το άκτιστο φως είναι βίωση της βασιλείας του Θεού, είναι το βρώμα των επουρανίων. Παράλληλα, όμως, είναι πρόγευση των μελλόντων αγαθών. Η Μεταμόρφωση δείχνει τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί θα είναι η μελλοντική κατάσταση. Ο Θεάνθρωπος θα βρίσκεται στο μέσον των θεουμένων, οι οποίοι θα ευφραίνωνται από την παρουσία και την δόξα του Θεού, κατά διαφόρους βαθμούς και κατά ποικίλη μέθεξη της ακτίστου Χάριτος. Θα εφαρμοστή κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ψαλμός του Δαυίδ: "Ο θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί" (Ψαλμ. πα', 1). Ο Χριστός, και γενικά ο Τριαδικός Θεός, θα είναι ο κατά φύσιν Θεός, και οι άγιοι θα είναι θεοί κατά μετοχή και κατά Χάρη. Επομένως, η μέλλουσα Βασιλεία, όπως και η παρουσία μας μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι μια συνάθροιση ευσεβών ανθρώπων, αλλά μια συναγωγή, ένας εκκλησιασμός κατά χάριν θεών, στην πραγματικότητα "θεουμένων εκ του κατά φύσιν όντος Θεού" (άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης).


ιζ'. Προσωπική μέθεξη της θεώσεως

Όπως όλες οι Δεσποτικές εορτές δεν είναι μόνον απόλυτα Χριστολογικές, αλλά ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές, το ίδιο ισχύει και με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Ο Χριστός με την Μεταμόρφωσή Του έδειξε την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και την δόξα όσων θα ενωθούν με Αυτόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, το γεγονός της Μεταμορφώσεως αποτελεί κεντρικό σημείο της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφού δείχνει ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου.

Για να φθάση όμως κανείς στην βίωση της δόξας της θεώσεώς του, στην μέθεξη, δηλαδή, της θεοποιού ενεργείας του Θεού, πρέπει να περάση από την κάθαρση της καρδιάς. Και αυτό γίνεται γιατί ο Χριστός φωτίζη τον άνθρωπο κατά την αναλογία της καθαρότητος της καρδιάς του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πη χαρακτηριστικά: "Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον". Συμβαίνει με το νοητό φως ό,τι και με το αισθητό φώς. Όπως το αισθητό φως φωτίζει τους υγιείς οφθαλμούς του σώματος, έτσι και το άκτιστο φως φωτίζει τον καθαρό νού και την λελαμπρυσμένη καρδία (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: "λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον". Και σε μια σχετική ευχή κατά την πρώτη ώρα αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: "Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον". Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει νόημα ζωής και ικανοποιεί όλα τα εσωτερικά προβλήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι ο Χριστός δεν φαίνεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, αλλά στους αρχαρίους φαίνεται με την μορφή του δούλου, ενώ σ’ εκείνους που ανεβαίνουν στο όρος της θεοπτίας φαίνεται "εν μορφή Θεού".

Οι τρεις Μαθητές επάνω στο Θαβώρ, μόλις είδαν την δόξα του προσώπου του Χριστού, ομολόγησαν: "Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία" (Ματθ. ιζ', 4). Ερμηνεύοντας αυτήν την επιθυμία των Μαθητών, ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι οι τρεις σκηνές είναι της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας. Της πρώτης σκηνής (πράξεως) τύπος ήταν ο Ηλίας ως ανδρείος και σώφρων, της δευτέρας (θεωρίας) ο Μωϋσής ως νομοθέτης και δικαιοδότης, της τρίτης σκηνής (θεολογίας) τύπος ήταν ο Δεσπότης Χριστός, επειδή ήταν τέλειος σε όλα.

Στην ερμηνευτική αυτήν ανάλυση φαίνονται οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, που συνιστούν την πνευματική ανάβαση του ανθρώπου στο όρος Θαβώρ, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Έτσι, δεν πρόκειται για μια τοπική ανάβαση, αλλά για μια τροπική εξέλιξη. Αν δούμε προσεκτικά όλη την εκκλησιαστική ζωή, και την σωτηριολογική διδασκαλία των αγίων Πατέρων θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται διαρκώς λόγος για τα τρία αυτά στάδια της πνευματικής ζωής, που συνιστούν διαφορετική μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τον άνθρωπο. Αν η πνευματική ζωή δεν έχη αυτήν την αναφορά και εξέλιξη, τότε ή ειδωλοποιείται ή ηθι-κοποιείται.

Η Μεταμόρφωση του Χριστού μας δείχνει τί ακριβώς είναι η ορθόδοξη θεολογία. Από την διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι η θεολογία δεν είναι στοχασμός και εγκεφαλικές γνώσεις, αλλά μέθεξη της θεοποιού ενεργείας, θεωρία του ακτίστου Φωτός καί, βεβαίως, θέωση του ανθρώπου. Όταν κάνουμε λόγο για θεολογία εννοούμε εμπειρία και θεοπτία.

Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού, αλλά και βασικό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αναλυθή με καλές, ηθικές σκέψεις και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας. Άλλωστε, ζούμε μέσα στην Εκκλησία και δεν επιδιώκουμε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί. Σε αυτό το ύψος μας καλεί η εκκλησιαστική ζωή και η ορθόδοξη θεολογία.

Η Μεταμόρφωση του Κυρίου

Έξι Αυγούστου σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί, και η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Προβάλλοντας  αυτό το γεγονός, επιθυμεί να αποκαλύψει στα μάτια των ανθρώπων την πραγματική δόξα του Χριστού. Δόξα, η οποία αποκαλύπτεται στα ανθρώπινα μέτρα και γίνεται γνωστή με την ανθρώπινη δυνατότητα. Άρα λοιπόν, η θεία Μεταμόρφωση στο Θαβώριο όρος ήταν μερική, γιατί απευθυνόταν στους ανθρώπους.
Γι’ αυτό ο ιερός υμνωδός στο απολυτίκιο της ημέρας τονίζει πως η δόξα του Χριστού στη Μεταμόρφωση έγινε στο μέτρο που θα μπορούσαν οι Μαθητές να κατανοήσουν. «Έδειξες», λέει ο υμνωδός, «τη δόξα Σου στους Μαθητές, καθώς μπορούσαν να την καταλάβουν». Όχι περισσότερο. Γιατί περισσότερο θα ήταν περιττό, αφού θα έμενε απροσέγγιστο και ακατανόητο. Στο Ευαγγέλιό του ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, περιγράφοντας το γεγονός της Μεταμορφώσεως, σημειώνει πως, «μεταμορφώθηκε μπροστά στους Μαθητές και έλαμψε το πρόσωπό Του σαν τον ήλιο, τα δε ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως».
Γίνεται αντιληπτό αγαπητοί μου αδελφοί, πως ο ιερός Ευαγγελιστής βρίσκεται μπροστά σε μια δυσκολία. Δυσκολία, η οποία προκύπτει από το γεγονός της αδυναμίας περιγραφής του γεγονότος. Η λάμψη του προσώπου του Χριστού και το λευκό χρώμα των ενδυμάτων Του είναι κάτι πολύ περισσότερο και πλουσιότερο από τη σχετική διήγηση. Είναι κάτι ανώτερο, κάτι παρά πάνω. Ο ιερός Ευαγγελιστής όμως χρησιμοποιεί αυτές τις ανθρώπινες εκφράσεις, γιατί ακριβώς ο ήλιος είναι το μόνο γνωστό άστρο με τόσο πολύ λαμπρό φωτισμό. Δεν υπάρχει άλλο δυνατότερο και λαμπρότερο.
Το ότι όμως ήταν κάτι πολύ ανώτερο και περισσότερο, γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι «οι Μαθητές έπεσαν με το πρόσωπο στο χώμα». Έπεσαν στο έδαφος οι Μαθητές μπροστά σε αυτή τη λάμψη και το φως. Όμως κάθε μέρα αντικρίζουμε το φως του ηλίου και δεν πέφτουμε στο έδαφος. Γι’  αυτό ο ιερός Δαμασκηνός σημειώνει με νόημα: «Εάν λοιπόν, γράφει, δεν ήταν εκείνο το φως κάτι το υπερβολικό, αλλά στα μέτρα του φωτός του ηλίου, οι Μαθητές δεν θα έπεφταν στο έδαφος».
Αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του γεγονότος της Μεταμορφώσεως και την αδυναμία περιγραφής του. Και αντιλαμβανόμαστε ότι και ως προς το μέτρο που έγινε και ως προς το μέτρο που κατανοείται, μένει ακόμη χώρος ανέγγιχτος και ακατανόητος δηλαδή χώρος που δεν μπορείς να τον αγγίξεις και να τον κατανοήσεις με ανθρώπινα και λογικά κριτήρια. Αλλά ο Χριστός ο,τι πράττει, ο,τι διδάσκει, δεν το κάνει για επίδειξη η εντυπωσιασμό των ανθρώπων.
Πολύ  περισσότερο δεν επιθυμεί να εκφοβήσει. Γιατί μια τέτοια ενέργειά του καθιστά τον άνθρωπο ανελεύθερο και εγκλωβισμένο μέσα στον φόβο και τη σύγχυση. Όμως, ούτε ο φόβος μπορεί να γεννήσει μια ολοκληρωμένη και ελεύθερη πίστη, ούτε η σύγχυση αποτελεί στέρεο έδαφος, που μπορεί να ευδοκιμήσει μια τέτοια κατάσταση. Άλλη πρέπει να είναι η προϋπόθεση, που αναδεικνύει τον πιστό άνθρωπο και γνώστη των θείων μυστηρίων αληθειών.
Και αυτή η προϋπόθεση είναι η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Μόνο έτσι ο άνθρωπος, δια της προσωπικής του ελευθερίας και του δικού του αγώνα, μέσα στη χάρη του Χριστού, γίνεται μύστης της πίστεως. Και μόνο τότε η πίστη μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε στέρεη βάση και μένει ακλόνητη και σταθερή. Κάθε άλλη πίστη που δημιουργείται από φόβο, έχει πρόσκαιρο χαρακτήρα και περιεχόμενο. Μόλις το γεγονός που προξένησε το φόβο εκλείψει, τότε η πίστη εξαφανίζεται. Εξαφανίζεται ως επιπόλαιο και χωρίς ηθικό υπόβαθρο γεγονός.
Γι’  αυτό, δεν έχει σημασία αν μπορούμε να κατανοήσουμε τα θεία γεγονότα και μάλιστα στην ολότητά τους. Δεν είναι αρνητικό το γεγονός πως πολλά από  αυτά μένουν μακριά από τις ανθρώπινες δυνατότητες και δεν αποκαλύφθηκαν όλα στον άνθρωπο. Γιατί εκείνο που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι πως ο Χριστός αποκάλυψε όλα όσα είναι αρκετά για τη δική μας σωτηρία. Δεν απέκρυψε τίποτε, δεν παρέλειψε όλα αυτά που θα μας βοηθήσουν και θα διευκολύνουν την πορεία μας για την Ουράνια Βασιλεία Του.
Αγαπητοί αδελφοί, η σημερινή εορτή της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, αποτελεί μια γλυκειά πρόγευση της δόξας και της μεγαλειότητάς Του. Το φως και η λάμψη της είναι προάγγελος του φωτός της αιωνιότητας. Είναι το γεγονός πως εμείς αξιωνόμαστε να γίνουμε μέτοχοι της δικής του λαμπρότητας. Μα πρωτίστως, εφ’  όσον ζούμε σε  αυτόν τον κόσμο, αποτελεί μια ουσιαστική και βασική επίκληση και προσευχή προς τον Χριστό, να λάμψει με το δικό Του φως όλη μας η ζωή και όλη μας η ύπαρξη.
Γι’  αυτό, μαζί με τον ιερό υμνωδό ας ψάλλουμε και εμείς σήμερα μεταξύ των άλλων, ζητώντας από τον Φωτοδότη Σωτήρα Χριστό «να λάμψει και σε εμάς τους αμαρτωλούς το φως Του το αιώνιο», έτσι ώστε να λάβουμε παρρησία να φωτισθούμε και φωτιζόμενοι να συμβιώσουμε αιώνια προς δόξα της τρισήλιας και μοναρχικωτάτης λαμπρότητός του. Διότι Σ’ Αυτόν πρέπει να ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον Άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και ζωοποιό Του Πνεύμα, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Λόγος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος


Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

Η μεγάλη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του Κυ­ρίου μας Ιησού Χριστού:
«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ' εμαυτού ου λα­λώ. ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πι­στεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί. ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14, 10-11).
Μεγάλα και αμέτρητα ήταν τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: με ένα μόνο λόγο του ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, του αρχισυναγώγου, τον γιο της χήρας της Ναΐν, ακόμα και τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν στον τάφο τέσσερεις ολόκληρες ημέρες. Με ένα λόγο του μόνο επιτίμησε τους ανέμους και τα κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ και έγινε απόλυτη γαλήνη. Με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς γυναίκες και παιδιά, και με τέσσερα ψωμιά τέσσερεις χιλιάδες.
Ας θυμηθούμε πως κάθε μέρα θεράπευε τους ασθενείς, γιατρεύοντας κάθε είδους ασθένεια, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. Πως ξαναέδινε την όραση στους τυφλούς και την ακοή στους κουφούς με ένα μόνο άγγιγμά του. Δεν φτάνουν αυτά;
Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους ανθρώπους οι οποίοι τον ζήλευαν, για τους ανθρώπους για τους οποίους ο μέγας προφήτης Ησαΐας είπε:
«Ακοή ακούσετε και ου συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς» (Ματθ. 13, 14-15).
Σε όλα αυτά, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τους βαρήκοους ανθρώπους και με τα συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το μέγα θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος Θαβώρ. Σ' αυτόν, που έλαμψε με ένα εκθαμβωτικό θείο φως, εμφανίστηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας και προσκύνησαν τον δημιουργό του νόμου. Με φόβο και τρόμο έβλεπαν το θαυμαστό αυτό θέαμα οι εκλεκτοί απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης. Και μετά από τη νεφέλη, που τους σκέπασε, ακούστηκε η φωνή του Θεού:
«Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).
Οι άγιοι απόστολοι κήρυξαν σ' όλο τον κόσμο, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι «αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα».
Ο κόσμος ολόκληρος, όταν το άκουσε, θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό και να προσκυνήσει τον Αληθινό Υιό του Θεού.
Θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την μεταμόρφωσή του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν πιστεύουν οι Εβραίοι ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας.
Όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ.
Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε:
«Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λκ. 12, 32).
Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού:
«Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8).
Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε:
«Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφάλας υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υ­μών» (Λκ. 21, 28).
Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι. Αμήν.

Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (+1682)



 

undefined
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο Τριχωνίδος το 1597. Νέος προσήλθε στο μοναστήρι της Παναγίας Βλοχού στο Αγρίνιο. Κατόπιν κατέφηγε στη μονή Τροβάτου Αγράφων, όπου συνδέθηκε μ’ ενάρετους Γέροντες και αύξησε τις γραμματικές του γνώσεις. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών εκάρη μοναχός και μετά δύο έτη χειροτονήθηκε διάκονος στη μονή Τατάρνης1.
Μέ τον Γέροντα του Αρσένιο επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ο Ευγένιος συνδέεται με τον σχολάζοντα επίσκοπο Χαραλάμπη, «εις άκρον αρετής εληλακότα», στη μονή Ξηροποτάμου. Ο Γέροντας του αναχωρεί για τα Ιεροσόλυμα και, όταν μαθαίνει ο Ευγένιος, μετά από πολύ καιρό, τον θάνατο του, επιστρέφει στη μονή Τροβάτου. Το Άγιον Όρος έμεινε νοσταλγικά στη μνήμη του. Κατόπιν επισκέπτεται την Αλεξάνδρεια, όπου τον χειροτονεί Ιερέα ο πα¬τριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις, το Σινά και τα Ιεροσόλυμα2.
Επιστρέφει στην πατρίδα του και παραμένει στις μονές Βραγγιανών, Βαρνάκοβας και Τατάρνης. Ωσ φιλομαθής παρακολουθεί μαθήματα στην Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο και Κωνσταντινούπολη από ονομαστούς δασκάλους. Ιδρύει σχολές και διδάσκει στην Άρτα, Μεσολόγγι, Αιτωλικό, Αγρίνιο, Καρπενήσι, μονή Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών. Αποκτά πολλούς και καλούς μαθητές, οι οποίοι με τη σειρά τους διαπρέπουν και ιδρύουν σχολές. Κτίζει ναούς, κηρύττει συνεχώς, γράφει πλήθος επιστολών, περί τις πεντακόσιες, ασχολείται με τη συγγραφή και την ύμνογραφία3.
Εκοιμήθη προσευχόμενος, αφού είχε προαισθανθεί το τέλος του, ώρα 12 της 5ης Αυγούστου 1682 στη μονή Βραγγιανών, περιστοιχισμένος από αγαπητούς του μαθητές. Βιογράφος του υπήρξε ο πιστός του μαθητής ιερομόναχος Αναστάσιος ο Γόρδιος (1703)4.
Η αναγνώριση του Ευγενίου ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1.7.1982. Πλήρη ασματική ακολουθία συνέταξε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης4.
Από το όλο έργο του οσίου Ευγενίου φανερώνεται ή μεγάλη του αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Ο ίδιος υπήρξε ακούραστος πνευματικός εργάτης σε δύσκολες ώρες του Γένους, φωτισμένος οδηγός και ενάρετος διδάσκαλος. Τη ρητορεία, τη μόρφωση, την απέραντη μνήμη, το θάρρος, τη θέληση και την εξαιρετική του βούληση τα έθεσε όλα για την ανόρθωση των υποδούλων αδελφών του. Στό Καρπενήσι υπάρχουν δύο παρεκκλήσια του.
Η μνήμη του τιμάται στις 5 Αυγούστου5.

1)Πάνου Ι. Βασιλείου, «Τατάρνας Μονή», ΘΗΕ, τ. 11, στ. 688-693.
2)Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου, Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός, Αθήναι 1983, σσ. 24-25.
3)Κ. Παρανίκα, Αι Σχολαί των Αγράφων κατά την ΙΖ'-ΙΗ' εκατονταετηρίδα και οι διδάσκαλοι αυτών Ευγένιος Ιωαννούλιος, Αναστάσιος Γόρδιος και Θεοφάνης ο εκ Φουρνά, Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός και Φιλολογικός Σύλλογος, Κωνσταντινούπολις 1896, σσ. 3-7. Ι. Θ. Κολιτσάρα, Ευγένιος ο Αιτωλός, Αθήναι 1960. Ι. Π. Βασιλείου), Ευγένιος Γιαννούλας ο Αιτωλός και οι σπουδαιότεροι μαθητές των Αγράφων, Αθήνα 1957. Του αυτού, Η εκκλησία Αγ. Τριάδα του Καρπενησίου, Αθήνα 1962. Ι. Γ. Παπαδοπούλου), Όσιος Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, 1597-1682, Αθήναι 1976. Π. Βλάχου, Ευγένιος ο Αιτωλός και το φερώνυμον ελληνομουσείον, Αθήναι 1976. Ειρηναίου αρχιμ., Αιτωλοακαρνάνες Άγιοι, Ναύπακτος 1988, σσ. 59-65. Οι Άγιοι μας, σσ. 83-99. Τα Νεόδρεπτα Κρίνα, σσ. 91-94. Ευρυτανικόν Λειμωνάριον, σ. 256. Κ. Δ. Βαστάκη πρωτοπρ., Ευρυτανικόν Αγιολόγιον, Αθήνα 2006, σσ. 56-60. Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου, Σύναξις. Ευγέ¬νιος ο Αιτωλός και η εποχή του (Πρακτικά 12-14.10.1984), Αθήναι 1986.Κ. 74 Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων: «Βίος του εν μακαρία τη λήξει γε¬νομένου σοφωτάτου τε και ιερολογιωτάτου εν ιερομονάχοις κυρ Ευγενίου Ιωαννουλίου του εξ Αιτωλίας...».
4)Βλ. όπου στη σημ. 598, σσ. 119-168.
5)Νέοι Άγιοι, σσ. 25-27. Αγιολόγιο Ορθοδοξίας, σα. 691-692. Μητρώον Αγιωνυμίας, σ. 125. Πανάγιον, σ. 167

Οι Άγιοι του Αγίου Όρους
Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου
Εκδόσεις Μυγδονία

Το Όρος Θαβώρ



   Το Όρος Θαβώρ σύμφωνα με την παράδωση είναι το Όρος όπου ο Χριστός , λίγο πριν το πάθος του , πήγε με τους Αποστόλους Πέτρο ,Ιάκωβο και Ιωάννη και μετεμορφώθη ενώποιον αυτών. 

    
 Η πέτρα πάνω στην οποία πάτησε ο Χριστός και μετεμορφώθη


    Το Ελληνορθόδοξο μοναστήρι που βρίσκεται σήμερα στο σημείο της Μεταμορφώσεως κατακλύζεται από πιστούς κατά την ημέρα της γιορτής , περιμένοντας την Αγία Νεφέλη.




                                    

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, «Περί της οδού

undefined

«Περί τής οδού»

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Συχνά τίθεται τό ερώτημα άν ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία ή Εκκλησία. Σέ αυτό τό ερώτημα δόθηκαν διάφορες απαντήσεις, οι περισσότερες τών οποίων κατατείνουν στό ότι ο Χριστιανισμός εκφράζεται περισσότερο ως Εκκλησία παρά ως θρησκεία. Σέ αυτό έχω καταλήξει στό βιβλίο μου «Θρησκεία καί Εκκλησία στήν κοινωνία».
Ο όρος θρησκεία χρησιμοποιείται από τόν Απόστολο Παύλο γιά νά χαρακτηρίση τήν αίρεση τού Ιουδαϊσμού (Πράξ. κστ', 4-5), καί τήν «θρησκεία τών αγγέλων», πού επαγγελλόταν ο γνωστικισμός (Κολ. β', 18-19). Κυρίως, όμως, η λέξη θρησκεία χρησιμοποιείται από τόν Αδελφόθεο Ιάκωβο πού κάνει λόγο γιά «θρήσκο», ο οποίος δέν χαλιναγωγεί τήν γλώσσα του, αλλά απατά τήν καρδία του καί γι’ αυτό η θρησκεία του είναι μάταιη. Καί στήν συνέχεια, κάνει λόγο γιά «θρησκεία καθαρά καί αμίαντον» από τόν Θεό καί Πατέρα πού σημαίνει «επισκέπτεσθαι ορφανούς καί χήρας εν τή θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από τού κόσμου» (Ιακ. α', 26-27). Ο Απόστολος Παύλος, όπως είναι γνωστόν, επιμένει κυρίως στόν όρο Εκκλησία, πού είναι τό Σώμα τού Χριστού (Κολ. Α', Τιμ. γ', 15. Α’ Κορ. ιβ', 12-30. Εφ. δ', 11-16 καί ε', 29-30 καί αλλού).
Σέ σχετικό κείμενό μου ανέλυσα ότι στήν Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνται καί άλλοι όροι γιά νά δηλώσουν τήν νέα ζωή πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός, όπως Ευαγγέλιο, Βασιλεία καί στρατεία. Βέβαια, όλοι αυτοί οι όροι είναι κτιστά ρήματα καί νοήματα πού θέλουν νά εκφράσουν, όσο είναι δυνατόν, τήν άκτιστη πραγματικότητα, τήν εμπειρία τής ακτίστου δόξης τού Θεού. Έτσι, άλλο είναι η θεία αποκάλυψη πού είναι μέθεξη τής ακτίστου πραγματικότητος, πού γίνεται χωρίς κτιστά ρήματα καί νοήματα, καί άλλο είναι η μεταφορά αυτής τής ακτίστου πραγματικότητος μέ κτιστά ρήματα καί νοήματα.
Ειδικότερα σήμερα θά αναφερθώ σέ έναν καινοδιαθηκικό όρο πού χαρακτηρίζει τήν νέα πραγματικότητα στόν κόσμο, πού δημιουργήθηκε μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού καί τήν Πεντηκοστή. Καί αυτός ο όρος είναι η «οδός».
1. «Τά περί τής οδού»
Στό βιβλίο τών «Πράξεων τών Αποστόλων» ο Χριστιανισμός χαρακτηρίζεται ως οδός καί οι Χριστιανοί ως βαδίζοντες αυτήν τήν οδόν. Γράφοντας γιά τόν Απόστολο Παύλο, πού απεστάλη ως Σαούλ στήν Δαμασκό γιά νά συλλάβη τούς Χριστιανούς, σημειώνει: «Ητήσατο παρ’ αυτού (παρά τού αρχιερέως) επιστολάς εις Δαμασκόν πρός τάς συναγωγάς, όπως εάν τινας εύρη τής οδού όντας, άνδρας τε καί γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ» (Πράξ. θ', 2). Δηλαδή, εδώ μέ τόν όρο «τής οδού όντας» εννοεί τούς Μαθητάς τού Χριστού, τούς Χριστιανούς. Σέ άλλο σημείο λέγεται: «Εγένετο δέ κατά τόν καιρόν εκείνον τάραχος ουκ ολίγος περί τής οδού» (Πράξ. ιθ', 23), δηλαδή περί τής νέας πίστεως. Στήν Έφεσο ο Απόστολος Παύλος, μετά τήν επιστροφή του στόν Χριστό, παρέμεινε τρείς μήνες καί πήγαινε στήν συναγωγή «διαλεγόμενος καί πείθων τά περί τής βασιλείας τού Θεού», αλλά μερικοί από τους Ιουδαίους «εσκληρύνοντο καί ηπείθουν κακολογούντες τήν οδόν ενώπιον τού πλήθους» (Πράξ. ιθ', 8-9), δηλαδή κακολογούσαν τήν οδό, τήν νέα πίστη πού έφερε ο Χριστός καί ζούσαν μέ αυτήν οι Μαθητές Του. Στήν απολογία του ο Απόστολος Παύλος πρός τούς Ιουδαίους, ενώπιον τού χιλιάρχου ονομάζει πάλι τόν Χριστιανισμό οδόν, όταν λέγη «ταύτην τήν οδόν εδίωξα μέχρι θανάτου, δεσμεύων καί παραδιδούς εις φυλακάς άνδρας τε καί γυναίκας» (Πράξ. κβ', 4). Ενώπιον τού Ρωμαίου ηγεμόνος Φήλικος, ο Απόστολος Παύλος απολογήθηκε γιά τήν νέα πίστη, τήν οποία οι Ιουδαίοι αποκαλούσαν αίρεση καί τήν χαρακτηρίζει οδόν. «Ομολογώ δέ τούτό σοι ότι κατά τήν οδόν ήν λέγουσιν αίρεσιν ούτω λατρεύω τώ πατρώω Θεώ» (Πράξ. κδ', 14). Μετά τήν απολογία του ο ηγεμόνας Φήλιξ ανέβαλε νά εκδώση απόφαση, γιατί γνώριζε καλύτερα τά τής νέας πίστεως-διδασκαλίας, γι’ αυτό γράφουν οι «Πράξεις τών Αποστόλων»: «Ακούσας δέ ταύτα ο Φήλιξ ανεβάλετο αυτούς, ακριβέστερον ειδώς τά περί τής οδού» (Πράξ. κδ', 22). Η νέα χριστιανική πίστη πολλές φορές ονομάσθηκε «οδός σωτηρίας» (Πράξ. ιστ', 17), «οδός τού Κυρίου» (Πράξ. ιη', 25), καί «οδός τού Θεού» (Πράξ. ιη', 26).
Υπάρχουν τρία χωρία στά οποία γίνεται λόγος γιά Χριστιανούς, (Πράξ. ια', 26. κστ', 28. Α’ Πετρ. δ', 16), αλλά δέν υπάρχει καμμία λέξη πού νά χαρακτηρίζη τήν νέα ζωή πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός ως Χριστιανισμό. Αντίθετα, υπάρχουν άλλοι όροι, μεταξύ τών οποίων η οδός, όπως είδαμε προηγουμένως.
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στήν εν Χριστώ ζωή του καί σέ όλες τίς αποκαλύψεις πού δέχθηκε καί τήν διδασκαλία του, κάνει λόγο γιά «τάς οδούς μου τάς εν Χριστώ» ( Α' Κορ. δ', 17). Στήν πρός Εβραίους επιστολή του, αναφερόμενος στήν «είσοδον τών αγίων εν τώ αίματι τού Ιησού», λέγει: «ήν ενεκαίνισεν ημίν οδόν πρόσφατον καί ζώσαν διά τού καταπετάσματος τουτ’ έστι τής σαρκός αυτού» (Εβρ. ι', 19-21).
Η νέα ζωή πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός χαρακτηρίσθηκε από τήν αρχή καί οδός, αφού πρόκειται γιά μιά πορεία μέθεξης τών αγαθών τής ενανθρωπήσεως τού Χριστού καί μυήσεως στήν Βασιλεία τού Θεού. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Χριστός είπε: «εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια καί η ζωή ουδείς έρχεται πρός τόν πατέρα ει μή δι’ εμού» (Ιω. ιδ', 6). Η κοινωνία μέ τόν Χριστό είναι πορεία στήν νέα οδό πού οδηγεί στόν Πατέρα. Ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας έχοντας υπ’ όψη του αυτόν τόν λόγο γράφει ότι «αυτός (ο Χριστός) μέν εστιν, ώ δυνάμεθα βαδίζειν, αυτός εστιν η οδός, καί πρός γε ότι τό κατάλυμα τής οδού καί τό πέρας».
Φαίνεται ότι στήν αρχαία Εκκλησία έκαναν πολύ λόγο γιά τήν οδό, τήν νέα πορεία πού έφερε ο Χριστός στούς ανθρώπους. Νά υπενθυμίσουμε τήν «Διδαχή τών Δώδεκα Αποστόλων» όπου γίνεται λόγος γιά τίς δύο οδούς. «Οδοί δύο εισί, μία τής ζωής καί μία τού θανάτου, διαφορά δέ μεταξύ τών δύο αυτών». Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική καί ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος χαρακτηρίζει τούς Χριστιανούς «συνόδους», δηλαδή συνοδοιπόρους, πού είναι ναοί τού Αγίου Πνεύματος. «Εστέ ούν καί σύνοδοι πάντες, θεοφόροι καί ναοφόροι, χριστοφόροι, αγιοφόροι». Ακόμη αποκαλεί τούς Χριστιανούς «θεοδρόμους», γιατί η όδός αυτή οδηγεί στόν Ουρανό.
Η οδός τήν οποία ακολουθούν οι Μαθητές τού Χριστού ξεκινά από τόν Προφήτη καί καταλήγει στόν Χριστό, δηλαδή από τήν Παλαιά Διαθήκη προχωρούν στήν Καινή Διαθήκη, από τήν ακρόαση τών Προφητών προχωρούν στήν μέθεξη τού σεσαρκωμένου Λόγου καί δι’ Αυτού ανέρχονται στόν ουρανό. Αυτή είναι η οδός πού οδηγεί στόν Χριστό, αφού από τήν ακρόαση τού Λόγου ή περί τού Λόγου, οδηγούμαστε στήν θεωρία τού Λόγου. Καί βέβαια, αυτό δέν σημαίνει τήν γνώση μόνον τού κατά σάρκα Χριστού, αλλά κυρίως τού κατά πνεύμα Χριστού, τού Χριστού τής αποκαλύψεως, τής φανερώσεως (πρβλ. Β', Κορ. ε', 16).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τής νέας οδού είναι η πρώτη κλήση τού Ανδρέου καί Ιωάννου στό αποστολικό αξίωμα, πού ήταν μαθητές τού Ιωάννου τού Προδρόμου καί εκλήθηκαν στό αποστολικό αξίωμα. Βρίσκονταν μαζί μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο, όταν τόν άκουσαν νά τούς υποδεικνύη τόν Χριστό: «ίδε ο αμνός τού Θεού», καί αμέσως Τόν ακολούθησαν. Τότε εστράφη ο Χριστός «καί θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς τί ζητείτε;» Καί όταν οι μαθητές ζήτησαν νά μάθουν πού μένει, Εκείνος τούς απάντησε: «έρχεσθε καί ίδετε». Καί ομολογεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πού ήταν ένας από αυτούς: «ήλθον ούν καί είδον πού μένει, καί παρ’ αυτώ έμειναν τήν ημέραν εκείνην» (Ιω. α’, 35-41).
Ερμηνεύοντας κανείς αυτό τό περιστατικό μπορεί νά δώση μιά εξωτερική ιστορική καί κοινωνική ερμηνεία, πού κάνει λόγο γιά μιά περιέργεια γιά τό πού μένει ο Χριστός, γιά τήν πρόσκληση καί τήν αποδοχή της, ως καί τήν διαμονή τους στήν οικία πού έμενε ο Χριστός. Όμως, στήν εκκλησιαστική παράδοση γίνεται λόγος γιά τό ότι πρόκειται γιά μιά οδό, από τήν κοινωνία μέ τόν Ιωάννη τόν Πρόδρομο στήν κοινωνία μέ τόν Χριστό, γιά τήν πορεία από τόν προφητικό λόγο στήν μέθεξη τού ακτίστου Λόγου, από τήν κάθαρση στήν θεωρία.
Ο ιερός Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας προσφέρει αυτήν τήν πνευματική ερμηνεία. Σύμφωνα μέ αυτήν ο Ανδρέας καί ο Ιωάννης «τού ατρόφου ήσαν μαθηταί», δηλαδή τού Ιωάννου τού Προδρόμου, καί αφού τόν άκουσαν νά ομιλή περί τού Χριστού, τόν ακολούθησαν καί Εκείνος έδειξε τήν δόξα τού προσώπου Του. «Πρός τούς ακολουθούντας αυτώ στρέφεται ο Ιησούς, καί δεικνύει αυτοίς τό εαυτού πρόσωπον». Πρόκειται γιά αποκάλυψη τού προσώπου τού Χριστού, πού γίνεται από τόν Ίδιον τόν Χριστό σέ αυτούς πού τόν ακολουθούν. Τό νά ακολουθή κανείς τόν Χριστό σημαίνει νά τηρή τόν λόγο Του, διά τής πρακτικής ζωής καί τότε φθάνει στόν φωτισμό τής γνώσεως. «Ει μή γάρ διά τής αγαθής πράξεως ακολουθήσης τώ Ιησού, ουκ άν φθάσης εις θεωρίαν τού προσώπου Κυρίου, ουδέ απελεύση πρός τήν κατανομήν αυτού, τουτέστιν, ου φθάσεις εις τόν τής θείας γνώσεως φωτισμόν». Αυτό είναι σημαντικό γιατί «οικία τού Χριστού τό φώς."Φώς γάρ, φησίν, οικών απρόσιτον"». Καί συμπεραίνει ο ιερός Θεοφύλακτος: «Ο γάρ τοι μή καθάρας εαυτόν, καί διά τής καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;».
Τό περιστατικό αυτό τής συναντήσεως τών δύο Μαθητών μέ τόν Χριστό δέν κινείται απλώς στήν επιφάνεια, δέν είναι ένα εξωτερικό-ιστορικό γεγονός, αλλά αποκάλυψη τού Ίδιου τού Χριστού στούς δύο Μαθητές. Πρόκειται γιά ένα περιστατικό μεταμορφώσεως τού Χριστού, μιά θαβώρεια εμπειρία.
Αυτή είναι η οδός πρός τήν ζωή. Πρώτα κανείς ακούει γιά τόν Χριστό από τούς Προφήτας, έπειτα ακολουθεί τόν Χριστό, δέχεται τήν φανέρωση τού προσώπου Του, καί οδηγείται στό Φώς, πού είναι η πραγματική οικία Του.
Τήν οδό ως τρόπο βιώσεως τής ζωής τού Χριστού μπορούμε νά τήν ερμηνεύσουμε μέ δύο επί μέρους έννοιες, ήτοι τήν «Βασιλεία τού Θεού» καί τήν «κοινωνία θεώσεως».
2. «Βασιλεία τού Θεού»
Πολλές φορές στήν Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος γιά τήν Βασιλεία τού Θεού καί μέ αυτόν τόν όρο χαρακτηρίζεται η μέθεξη τής ζωής τού Θεού. Ο Χριστός, στίς Παραβολές Του, έκανε επανειλημμένως λόγο γιά τήν Βασιλεία τού Θεού, τήν Βασιλεία τών Ουρανών. Μάλιστα καί στήν Κυριακή προσευχή παρακαλούμε τόν Πατέρα λέγοντας: «ελθέτω η Βασιλεία σου» (Ματθ. στ', 10).
Τά περί τής Βασιλείας τού Θεού καί τά περί τής οδού πρός τήν Βασιλεία τού Θεού ερμηνεύονται από έναν σημαντικό λόγο τού Χριστού πρός τούς Μαθητάς Του. «Αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες τών ώδε εστηκότων, οίτινες ου μή γεύσωνται θανάτου έως άν ίδωσι τήν βασιλείαν τού Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει» (Μάρκ. θ', 1). Τό ερώτημα πού τίθεται είναι σέ ποιά Βασιλεία αναφέρεται ο Χριστός, ποιά είναι αυτή η Βασιλεία καί πώς έρχεται εν δυνάμει, πρίν τήν γεύση τού θανάτου. Από τά επόμενα, στά οποία γίνεται λόγος γιά τήν Μεταμόρφωσή Του στό όρος Θαβώρ, φαίνεται καθαρά ότι η Βασιλεία τού Θεού αναφέρεται στό γεγονός τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού, στό οποίο παρευρέθηκαν τρείς Μαθητές, είναι η φανέρωση τού Χριστού στό Φώς, πού γίνεται μέ τό Άγιον Πνεύμα. Η όραση αυτού τού Φωτός είναι η μέθεξη τής Βασιλείας τού Θεού.
Είναι χαρακτηριστική στό σημείο αυτό η ερμηνεία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Ερμηνεύοντας τό χωρίο αυτό λέγει ότι «πανταχού εστιν ο τού παντός βασιλεύς καί πανταχού εστιν η βασιλεία αυτού». Οπότε, τό «έρχεσθαι τήν βασιλείαν τού Θεού» δέν σημαίνει ότι έρχεται «άλλοθεν αλλαχόσε», «αλλά τό φανερούσθαι ταύτην τή δυνάμει τού θείου Πνεύματος». Καί αυτή η δύναμη τού Αγίου Πνεύματος δέν έρχεται στούς τυχόντας, αλλά σέ εκείνους πού στέκονται μαζί μέ τόν Κύριο «τουτέστι τοίς εστηριγμένοις εν τή πίστει αυτού καί τοίς κατά Πέτρον καί Ιάκωβον καί Ιωάννην καί τούτους αναφερομένους υπό τού λόγου πρότερον εις όρος υψηλόν, δηλονότι τής φυσικής ημών ταπεινότητος υπεραναβιβαζομένοις». Σέ μιά τέτοια θεοπτία ο Θεός καταβαίνει «τής οικείας περιωπής» καί αυτός ανάγει ημάς «εκ τής κάτωθεν ταπεινώσεως, ίνα χωρισθή μετρίως γούν γεννητή φύσει καί όσον ασφαλές ο αχώρητος».
Είναι φανερό ότι η Βασιλεία τού Θεού δέν είναι μιά κτιστή πραγματικότητα, δέν είναι η σωματική παρουσία τού ανθρώπου σέ κάποιο μέρος, δέν είναι μιά τυπική καί μηχανική παρακολούθηση ενός γεγονότος, ακόμη καί η συμμετοχή μας στήν θεία Ευχαριστία, αλλά είναι η θέα τού ακτίστου Φωτός στήν υπόσταση τού Λόγου πού γίνεται από εκείνους πού βρίσκονται σέ μιά τέτοια πνευματική κατάσταση ώστε νά μεθέξουν τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού ως Παραδείσου. Αυτό γίνεται καί στήν θεία Ευχαριστία, αλλά μόνον από εκείνους πού έλαβαν τό Άγιον Πνεύμα καί ανέβηκαν στό όρος τής θεοπτίας, μαζί μέ τούς τρείς Αποστόλους, τόν Πέτρο, τόν Ιάκωβο καί τόν Ιωάννη.
3. «Κοινωνία θεώσεως»
Τόν όρο «κοινωνία θεώσεως» γιά τήν Εκκλησία τού Χριστού τόν συναντούμε στήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δείχνει πώς εννοείται ότι ένας άνθρωπος είναι μέλος τής Εκκλησίας τού Χριστού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφερόμενος σέ χωρίο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου γιά τούς τρείς σεισμούς, αναλύει τό θέμα αυτό. Λέγει ότι πρώτος σεισμός έγινε όταν θαυματουργούσε ο Θεός διά τού Μωϋσέως καί μέ αυτόν οι Εβραίοι μετατέθηκαν «από τής τών ειδώλων προσκυνήσεως επί τήν αμυδράν μέν, αληθή δέ θεογνωσίαν». Ο δεύτερος σεισμός έγινε «επί τού Υιού καί τού αγίου Πνεύματος», κατά τόν οποίο οι Ιουδαίοι μεταρρυθμίζονταν από τόν νόμο στό Ευαγγέλιο καί κάθε έθνος εκαλείτο «πρός τήν ευαγγελιζομένην κοινωνίαν τής θεώσεως». Καί ο τρίτος σεισμός έγινε όταν ο Χριστός βάδιζε μόνος διά τού σταυρού στήν αληθινή έρημο, δηλαδή τόν θάνατο καί τόν άδην καί φανερωνόταν στό μέσον τού λαού τών Ιουδαίων καί η γή σείσθηκε αισθητώς διά τής θεοσημίας εκ τών ουρανών.
Από τό παράθεμα αυτό τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά θά ήθελα νά κρατήσω τά τού δευτέρου σεισμού, όταν μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού κάθε έθνος εκαλείτο «πρός τήν ευαγγελιζομένην κοινωνίαν τής θεώσεως». Αυτή η φράση δείχνει ότι η ζωή μέσα στήν Εκκλησία δέν είναι μιά τυπική καί μηχανική διδασκαλία, αλλά είναι «κοινωνία θεώσεως», πού σημαίνει ότι οι Χριστιανοί, τά μέλη τής Εκκλησίας, βρίσκονται σέ πορεία θεώσεως, είναι θεούμενοι, μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς τής θεοποιού ζωής. Τά μυστήρια τής Εκκλησίας, η μετάνοια τού ανθρώπου, ο αγώνας γιά τήν μεταμόρφωση τού εσωτερικού του κόσμου κλπ γίνονται μέ τήν ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος. Στούς αναβαθμούς ψάλλουμε: «Αγίω Πνεύματι προσπηγάζει πάσα σοφία ένθεν χάρις Αποστόλοις καί τοίς άθλοις καταστέφονται Μάρτυρες καί Προφήται ορώσιν».
Κατά τήν διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, στόν Τριαδικό Θεό ο ενεργών είναι τό Πρόσωπο-Υπόσταση, τό ενεργητικό είναι η φύση, η ενέργεια είναι η ουσιώδης κίνηση τής φύσεως, πού είναι ενυπόστατη, καί τό ενέργημα είναι τό αποτέλεσμα τής ακτίστου ενεργείας. Έτσι, όταν η ενέργεια δημιουργή τήν κτίση λέγεται ουσιοποιός, όταν τήν ζωοποιή λέγεται ζωοποιός, όταν τήν συντηρή χαρακτηρίζεται προνοητική, όταν δίδη σοφία καί γνώση λέγεται σοφοποιός καί όταν θεώνη τόν άνθρωπο ονομάζεται θεοποιός ενέργεια. Μεταξύ τών ενεργειών τού Θεού είναι η καθαρτική, πού καθαρίζει τόν άνθρωπο από τά πάθη του, η φωτιστική πού φωτίζει τόν νού του καί η θεοποιός πού τόν θεώνει.
Τό ότι η Εκκλησία λέγεται «κοινωνία θεώσεως» δηλώνει ότι τά μέλη της συμμετέχουν, κατά διαφόρους βαθμούς, στήν άκτιστη ενέργεια τού Θεού. Καί μέ αυτό δέν εννοείται η ουσιοποιός, ζωοποιός καί σοφοποιός ενέργεια στήν οποία μετέχει όλη η κτίση, αλλά κυρίως η θεοποιός, πού συντελεί στήν πορεία πρός τήν θέωση καί αυτό σημαίνει ότι προηγείται η καθαρτική καί φωτιστική ενέργεια.
Γίνεται φανερό ότι, όταν κανείς δέχεται τά περί προσώπου – υποστάσεως στόν Θεό, όταν αποδέχεται τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας γιά τό μυστήριο τής αδιαιρέτου διαιρέσεως τής ακτίστου ουσίας καί ακτίστου ενεργείας στόν Θεό, καί ότι η ενέργεια τού Θεού είναι μεθεκτή, ενώ η ουσία Του είναι αμέθεκτη, αλλά συγχρόνως δέν αποδέχεται τά περί καθαρτικής, φωτιστικής καί θεοποιού ενεργείας τού Θεού, σημαίνει ότι έχει σοβαρή έλλειψη στήν θεολογία του καί κατ’ επέκταση στήν εκκλησιολογία του, δέν ανήκει στήν «κοινωνία τής θεώσεως».
Θά πρέπει νά αναφερθή ένα καταπληκτικό χωρίο τού Αποστόλου Παύλου, στό οποίο γίνεται λόγος γιά τό πώς οι Χριστιανοί αντιλαμβάνονται ότι έχουν τό Άγιον Πνεύμα καί κατά πόσον ανήκουν στόν Χριστό.
Στήν πρός Ρωμαίους επιστολή του γράφει ο Απόστολος Παύλος: «όσοι γάρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού. ου γάρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας» (Ρωμ. η', 14).
Αυτό σημαίνει ότι υιοί Θεού δέν είναι απλώς οι δημιουργημένοι από τόν Θεό, πού λέγονται κτίσματα, αλλά εκείνοι πού έλαβαν τήν δωρεά τού Αγίου Πνεύματος μέ τό Βάπτισμα καί τήν εν Χάριτι αναγέννησή τους καί όσοι άγονται, δηλαδή καθοδηγούνται από τό Άγιον Πνεύμα. Η μέθεξη τού Αγίου Πνεύματος δέν είναι μία στατική καί τυπική κατάσταση, αλλά μία δυναμική πορεία, μία οδός, πού ταυτίζεται μέ τό χάρισμα τής υιοθεσίας.
Στήν συνέχεια, γράφει ο Απόστολος: «εν ώ κράζομεν αββά ο πατήρ» (Ρωμ. η', 16). Η εν Πνεύματι υιοθεσία δέν είναι μία ιδεατή καί κληρονομική κατάσταση, αλλά πραγματική, πού αποδεικνύεται από τήν προσευχή στήν καρδιά καί μάλιστα τήν νοερή-καρδιακή προσευχή. Κράζομεν, λέγει ο Απόστολος Παύλος, καί αποκαλούμε τόν Θεό Πατέρα. Η αίσθηση τής πατρότητος αποδεικνύεται εμπειρικά, διά τής προσευχής. Οι αρχαίοι Χριστιανοί ένοιωθαν τόν Θεό ως Πατέρα καί προσεύχονταν σέ Αυτόν.
Αμέσως μετά ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στήν συνέργεια μεταξύ Θεού καί ανθρώπου, στό πώς μεταφράζεται καί βιώνεται αυτή η σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, όταν γράφη: «Αυτό τό Πνεύμα συμμαρτυρεί τώ πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η', 16). Πρόκειται γιά μιά συμμαρτυρία, αφού η ψυχή μας, τό πνεύμα μας, συμμαρτυρεί μέ τό Άγιον Πνεύμα ότι είμαστε τέκνα Θεού. Αυτή η συμμαρτυρία είναι η νοερά-καρδιακή προσευχή, όπως τήν συναντούμε στά μετέπειτα πατερικά κείμενα πού είναι ένδειξη καί φανέρωση τής θείας υιοθεσίας.
Τό σημαντικό είναι ότι, κατά τήν διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου, όσοι ζούν κατ’ αυτόν τόν πνευματικό τρόπο τήν υιοθεσία, αυτοί είναι πραγματικά μέλη τής Εκκλησίας τού Χριστού, γι’ αυτό γράφει: «υμείς δέ ουκ εστέ εν σαρκί, αλλά εν πνεύματι, είπερ Πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν» (Ρωμ. η', 8). Ο άνθρωπος πού δέν έχει τό Άγιον Πνεύμα μέσα στήν καρδιά του είναι σαρκικός καί γι’ αυτόν τόν λόγο «τό γάρ φρόνημα τής σαρκός θάνατος, τό δέ φρόνημα τού πνεύματος ζωή καί ειρήνη» (Ρωμ. η', 7). Ο σαρκικός άνθρωπος, πού δέν έχει τό Άγιον Πνεύμα, είναι νεκρός κατά Χάριν. Καί βεβαίως «ει δέ τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ εστιν αυτού» (Ρωμ. η', 9), δηλαδή δέν ανήκει στόν Χριστό καί δέν είναι πραγματικό μέλος Του καί τής Εκκλησίας Του, πού είναι τό Σώμα Του.
Από αυτήν τήν μικρή ανάλυση εξάγεται τό συμπέρασμα ότι η υιοθεσία τού Χριστιανού από τόν Χριστό φανερώνεται μέ τήν μέθεξη τού Αγίου Πνεύματος καί αυτή επιβεβαιώνεται μέ τήν νοερά-καρδιακή προσευχή. Αυτή η προσευχή είναι οι ύμνοι καί οι ωδές οι πνευματικές πού άδει κανείς στήν καρδιά (Εφ. ε', 19). Όσοι έχουν αυτήν τήν προσευχή καί τό πνεύμα τους συμμαρτυρεί στό πνεύμα τού Θεού ότι είναι τέκνα Θεού, δέν είναι σαρκικοί, αλλά πνευματικοί, δέν είναι νεκροί πνευματικά, αλλά έχουν ζωή, καί αυτοί ανήκουν στόν Χριστό.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στήν «Μυσταγωγία» του, κάνει λόγο γιά τρείς κινήσεις. Η πρώτη κίνηση είναι η είσοδος στόν Ναό, πού σημαίνει τήν επιστροφή τών απίστων από τήν άγνοια καί τήν πλάνη τους στήν επίγνωση τού Θεού, καθώς επίσης καί τήν μετατόπιση τών πιστών από τήν κακία καί τήν αγνωσία στήν αρετή καί τήν γνώση. Η δεύτερη κίνηση είναι μετά τήν αποχώρηση τών κατηχουμένων, πού γίνεται μετά τήν ανάγνωση τού ιερού Ευαγγελίου, καί επομένως δηλώνει τήν απομάκρυνση τών υλικών καί τήν είσοδο τών αξίων «εις τόν νοητόν κόσμον, ήτοι τόν νυμφώνα τού Χριστού», δηλαδή τήν βίωση τής εσχατολογικής πραγματικότητας ως παρούσας κατάστασης. Καί η τρίτη κίνηση είναι τής ψυχής από τήν περιπλάνησή της στά σχήματα καί τίς μορφές πού προκαλεί η προσενατένιση στά αισθητά, στήν «εν πνεύματι φυσικήν θεωρίαν» καί στήν «επί τήν γνώσιν τής εκφανούς αυτήν άγοντα θεολογίας, μετά τών πάντων διάβασιν καί τήν ίσην τοίς αγγέλοις κατά τό εφικτόν αυτή παρεχόμενον νόησιν».
Είναι φανερό ότι η «Μυσταγωγία», δηλαδή η θεία Ευχαριστία, δέν ερμηνεύεται μόνον ιστορικά, ως μετάβασή μας στόν Ναό, αλλά συγχρόνως καί εσχατολογικά, ως βίωση τών εσχάτων, καί επί πλέον ασκητικά-νηπτικά-ησυχαστικά. Κατά τόν άγιο Μάξιμο τόν Ομολογητή, συνδέονται στενότατα τά μυστήρια μέ τήν βίωση τής πρακτικής φιλοσοφίας, τής φυσικής θεωρίας καί τής μυστικής θεολογίας, όπως φαίνεται σέ όλα τά έργα του. Η οδός τού Θεού είναι η κάθοδος τού νοός στήν καρδιά, διά τής Χάριτος τού Θεού, καί στήν συνέχεια η ανάβασή του στόν Θεό καί η μέθεξη όλων τών αιωνίων αγαθών. Όποιος απορρίπτει τόν ησυχασμό μειώνει τήν εσχατολογική θεώρηση τού μυστηρίου τής θείας Ευχαριστίας, αλλά καί τήν οδό πρός τήν Βασιλεία τού Θεού.
Στίς ημέρες μας γίνεται ευρύτατος λόγος γιά τό άν ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία ή Εκκλησία. Βεβαίως, δέν είναι θρησκεία μέ τόν τρόπο πού αποδίδεται σέ άλλες θρησκείες, αφού είναι «θρησκεία καθαρά», αλλά είναι κυρίως καί πρό παντός Εκκλησία. Επειδή όμως είναι ενδεχόμενο καί ο όρος Εκκλησία νά ιδεολογοποιηθή καί νά εκκοσμικευθή, γι’ αυτό καί τήν Εκκλησία πρέπει νά τήν εννοούμε ως Σώμα Χριστού μέ τίς τρείς αυτές φράσεις πού ανέφερα προηγουμένως, ήτοι «οδός» πρός τήν ζωή, «Βασιλεία Θεού» καί «κοινωνία θεώσεως».
Πρόκειται γιά μιά διαρκή πορεία πρός τήν μέθεξη τής ακτίστου θεοποιού Χάριτος τού Θεού, μιά πορεία από τό κατ’ εικόνα στό καθ’ ομοίωση. Κατά τόν άγιο Μάξιμο αυτή η οδός είναι «αεικίνητος στάσις» καί «στάσιμος κίνησις». Δέν είναι μιά στατική κατάσταση καί ενέργεια, αλλά μιά διαρκής πορεία ανακαινίσεως καί αναγεννήσεως τού ανθρώπου. Τό άγιον Βάπτισμα καί τό άγιον Χρίσμα είναι αρχή τής οδού αυτής, η θεία Ευχαριστία είναι ο τόπος καί ο χώρος τής φανερώσεως τής Βασιλείας τού Θεού, αλλά χρειάζεται μιά διαρκής μετάνοια καί ανακαίνιση, πού γίνεται μέ τήν ενέργεια τού Θεού καί τήν δική μας συνέργεια, γιά τήν προσωπική μέθεξη τής Χάριτος τού Θεού, πού υπάρχει στήν Εκκλησία. Μέσα από αυτήν τήν προοπτική βλέπω καί τήν Εκκλησία τού Χριστού, καί τά μέλη της πού είναι μέλη τού Σώματος τού Χριστού. Οι Χριστιανοί είναι οι διαρκώς βαδίζοντες τήν οδό πρός τήν σωτηρία.
Αυτά είναι «τά περί τής οδού». Μακάριοι οι οδοιπόροι πρός τήν ζωή.–
Αναγεννητική πορεία
Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί γιά κάλυμμα στό πρόσωπο καί γιά ανακεκαλυμμένο πρόσωπο. Τό κάλυμμα στό πρόσωπο τών συγχρόνων ανθρώπων συνδέεται μέ τό κάλυμμα τής καρδίας, πράγμα πού σημαίνει ότι η άρση τού καλύμματος είναι η κάθαρση καί ο φωτισμός τής καρδίας, καί αυτό είναι η σφραγίδα τού αρραβώνα τού Αγίου Πνεύματος στήν καρδιά. Εδώ δίνεται μιά ερμηνεία τού τί είναι τό προσωπείο=κάλυμμα=μάσκα καί τί είναι τό πρόσωπο κατά τόν Απόστολο Παύλο. Πρόκειται γιά τήν διαφορά μεταξύ πωρώσεως τής καρδίας καί σφραγίδας τού Αγίου Πνεύματος στήν καρδιά. Τό πρόσωπο εδώ δέν ερμηνεύεται μέ φιλοσοφικούς όρους, μέ κοινωνικούς καί φιλοσοφικούς στοχασμούς, αλλά μέ τήν εμπειρία τού Αγίου Πνεύματος στήν καρδιά. Άν δέν υπάρχη τό Άγιον Πνεύμα στήν καρδιά, τότε υπάρχει τό κάλυμμα, τό προσωπείο.
Ο Απόστολος Παύλος μάς δίνει καί μιά άλλη εμπειρία τού ανακεκαλυμμένου προσώπου, αφού τό συνδέει μέ τόν κατοπτρισμό τής δόξης τού Θεού. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ' εικόνα Θεού, καί αυτό τό κατ' εικόνα είναι ο καθρέπτης διά τού οποίου βλέπει τό Φώς τού Θεού. Η όραση τού ακτίστου Φωτός γίνεται έσωθεν διά τής καρδίας. Αυτή η όραση είναι μεταμόρφωση τού ανθρώπου, πού δέν έχει τέλος, γιατί γίνεται «από δόξης εις δόξαν».
Σέ αυτήν τήν πνευματική κατάσταση λάμπει τό Φώς στήν καρδιά, ο άνθρωπος φθάνει στήν θέωση καί αποκτά τήν πραγματική θεολογία πού είναι η γνώση «τής δόξης τού Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β' Κορ. δ', 6). Έτσι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, όχι απλώς επειδή έχει ελευθερία καί λογική καί σκέπτεται ελεύθερα, αλλά γιατί ενεργοποιεί τήν λεγομένη υποστατική αρχή στήν καρδιά του. Τό πρόσωπο συνδέεται στενά μέ τήν χρίση καί σφραγίδα τού αρραβώνος τού Πνεύματος στήν καρδιά, μέ τήν αποβολή τού καλύμματος τών παθών από τήν καρδιά καί τήν διαρκή μεταμόρφωση από δόξης σέ δόξα, συνδέεται μέ τήν όραση τού Φωτός τού Θεού. Οπότε, πρόσωπο είναι η αναγεννητική πορεία από τόν αρραβώνα τού Πνεύματος στήν όραση τής δόξης τού Θεού.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου: Ησυχία καί θεοπτία στίς επιστολές τού Αποστόλου Παύλου) «Εκκλησιαστική Παρέμβαση»Ιούλιος 2011

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ: «Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό;»

Ένας άθεος καθηγητής της φιλοσοφίας συζητά με έναν φοιτητή του στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου, για την σχέση μεταξύ... επιστήμης και πίστης στον Θεό.


Καθηγητής: Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό;
Φοιτητής: Βεβαίως, κύριε.

Καθηγητής: Είναι καλός ο Θεός;
Φοιτητής: Φυσικά.

Καθηγητής: Είναι ο Θεός παντοδύναμος;
Φοιτητής: Ναι

Καθηγητής: Ο αδερφός μου πέθανε από καρκίνο παρότι παρακαλούσε τον Θεό να τον γιατρέψει και προσευχόταν σε Αυτόν. Οι περισσότεροι από εμάς θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν αυτούς που έχουν την ανάγκη τους. Πού είναι η καλοσύνη του Θεού λοιπόν;
Φοιτητής: ..

Καθηγητής: Δεν μπορείς να απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Ας ξαναρχίσουμε νεαρέ μου. Είναι καλός ο Θεός;
Φοιτητής: Ναι.

Καθηγητής: Είναι καλός ο διάβολος;
Φοιτητής: Όχι.

Καθηγητής: Ποιος δημιούργησε τον διάβολο;
Φοιτητής: ο.. .. Θεός..

Καθηγητής: Σωστά.. Πες μου παιδί μου, υπάρχει κακό σ' αυτόν τον κόσμο;
Φοιτητής: Ναι.

Καθηγητής: Το κακό βρίσκεται παντού, έτσι δεν είναι; Και ο Θεός έπλασε τα πάντα, σωστά;
Φοιτητής: Ναι.

Καθηγητής: Άρα λοιπόν ποιος δημιούργησε το κακό;
Φοιτητής: ...

Καθηγητής: Υπάρχουν αρρώστιες; Ανηθικότητα; Μίσος; Ασχήμια; Όλα αυτά τα τρομερά στοιχεία υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο, έτσι δεν είναι;
Φοιτητής: Μάλιστα.

Καθηγητής: Λοιπόν, ποιος τα δημιούργησε;
Φοιτητής.: ...

Καθηγητής: Η επιστήμη λέει ότι χρησιμοποιείς τις 5 αισθήσεις σου για να αναγνωρίζεις το περιβάλλον γύρω σου και να προσαρμόζεσαι σε αυτό. Πες μου παιδί μου, έχεις δει ποτέ τον Θεό;
Φοιτητής: Όχι, κύριε.

Καθηγητής: Έχεις ποτέ αγγίξει το Θεό; Έχεις ποτέ γευτεί το Θεό, μυρίσει το Θεό; Και τέλος πάντων, έχεις ποτέ αντιληφθεί με κάποια από τις αισθήσεις σου το Θεό;
Φοιτητής: ...Όχι, κύριε. Φοβάμαι πως όχι.

Καθηγητής: Και παρόλα αυτά πιστεύεις ακόμα σε Αυτόν;
Φοιτητής: Ναι.

Καθηγητής: Σύμφωνα με εμπειρικό, ελεγχόμενο και με δυνατότητα μελέτης των αποτελεσμάτων ενός φαινομένου πρωτόκολλο, η επιστήμη υποστηρίζει ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Τι έχεις να απαντήσεις σε αυτό, παιδί μου;
Φοιτητής: Τίποτα. Εγώ έχω μόνο την πίστη μου.
Καθηγητής: Ναι, η πίστη. Και αυτό είναι το πρόβλημα της επιστήμης.


Φοιτητής: Κύριε καθηγητά, υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε θερμότητα;
Καθηγητής: Ναι.

Φοιτητής: Και υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε κρύο;
Καθηγητής: Ναι.

Φοιτητής: Όχι, κύριε. Δεν υπάρχει. Μπορεί να έχεις μεγάλη θερμότητα, ακόμα περισσότερη θερμότητα, υπερθερμότητα, καύσωνα, λίγη θερμότητα ή καθόλου θερμότητα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται κρύο. Μπορεί να χτυπήσουμε 458 βαθμούς υπό το μηδέν, που σημαίνει καθόλου θερμότητα, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πιο κάτω από αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται «κρύο». «Κρύο» είναι μόνο μια λέξη, που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την απουσία θερμότητας. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε το κρύο. Η θερμότητα είναι ενέργεια. Το κρύο δεν είναι το αντίθετο της θερμότητας, κύριε, είναι απλά η απουσία της.

Στην αίθουσα επικρατεί σιγή...

Φοιτητής: Σκεφτείτε το σκοτάδι, καθηγητά. Υπάρχει κάτι που να ονομάζουμε σκοτάδι;
Καθηγητής: Ναι, τι είναι η νύχτα αν δεν υπάρχει σκοτάδι;

Φοιτητής: Κάνετε και πάλι λάθος, κύριε καθηγητά. Το «σκοτάδι» είναι η απουσία κάποιου άλλου παράγοντα. Μπορεί να έχεις λιγοστό φως, κανονικό φως, λαμπερό φως, εκτυφλωτικό φως.. Αλλά, όταν δεν έχεις φως, δεν έχεις τίποτα και αυτό το ονομάζουμε σκοτάδι, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα το σκοτάδι απλά δεν υπάρχει. Αν υπήρχε θα μπορούσες να κάνεις το σκοτάδι σκοτεινότερο.
Καθηγητής: Που θέλεις να καταλήξεις με όλα αυτά, νεαρέ μου;

Φοιτητής: Κύριε, θέλω να καταλήξω ότι η φιλοσοφική σας σκέψη είναι ελαττωματική...
Καθηγητής: Ελαττωματική!; Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;

Φοιτητής: Κύριε καθηγητά, σκέφτεστε μέσα στα όρια της δυαδικότητας. Υποστηρίζετε ότι υπάρχει η ζωή και μετά υπάρχει και ο θάνατος, ένας καλός Θεός και ένας κακός Θεός. Βλέπετε την έννοια του Θεού σαν κάτι τελικό, κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Κύριε καθηγητά, η επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε κάτι τόσο απλό όπως την σκέψη. Χρησιμοποιεί την ηλεκτρική και μαγνητική ενέργεια, αλλά δεν έχει δει ποτέ, πόσο μάλλον να καταλάβει απόλυτα, αυτήν την ενέργεια. Το να βλέπεις το θάνατο σαν το αντίθετο της ζωής είναι σαν να αγνοείς το γεγονός ότι ο θάνατος δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομος. Ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής: είναι απλά η απουσία της. Τώρα πείτε μου κάτι, κύριε καθηγητά. Διδάσκετε στους φοιτητές σας ότι εξελίχτηκαν από μια μαϊμού;
Καθηγητής: Εάν αναφέρεσαι στην φυσική εξελικτική πορεία, τότε ναι, και βέβαια.

Φοιτητής: Έχετε ποτέ παρακολουθήσει με τα μάτια σας την εξέλιξη;
Καθηγητής: ..

Φοιτητής: Εφόσον κανένας δεν παρακολούθησε ποτέ την διαδικασία εξέλιξης επιτόπου και κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι αυτή η διαδικασία δεν σταματά ποτέ, τότε διδάσκεται την προσωπική σας άποψη επί του θέματος. Τότε μήπως δεν είστε επιστήμονας, αλλά απλά ένας κήρυκας;
Καθηγητής: ..

Φοιτητής (προς την τάξη): Υπάρχει κάποιος στην τάξη που να έχει δει τον εγκέφαλο του κ.καθηγητή; Που να έχει ακούσει ή νιώσει ή ακουμπήσει ή μυρίσει τον εγκέφαλο του κ.καθηγητή; Κανένας...Άρα σύμφωνα με τους κανόνες του εμπειρικού, ελεγχόμενου και με δυνατότητα προβολής πρωτόκολλου, η επιστήμη μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχετε εγκέφαλο, κύριε. Και αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε, με όλο τον σεβασμό, πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτά που διδάσκετε, κύριε;
Καθηγητής: Μου φαίνεται ότι απλά θα πρέπει να στηριχτείς στην πίστη σου, παιδί μου.

Φοιτητής: Αυτό είναι, κύριε.. Ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού είναι η ΠΙΣΤΗ. Αυτή είναι που κινεί τα πράγματα και τα κρατάει ζωντανά..
*Το όνομα του νεαρού φοιτητή λένε πως ήταν ALBERT EINSTEIN (1879 - 1955).

Tα πηδάλια της ζωής (Μέγας Βασίλειος)

«Να κρατάς γερά τα πηδάλια της ζωής.
Να κυβερνάς τα μάτια σου, για να μην πέσει κάποτε πάνω σου ορμητικό το κύμα της επιθυμίας από τα μάτια.
Να κυβερνάς τη γλώσσα, την ακοή, για να μην δεχθείς κάτι το βλαβερό, για να μην πεις κάτι απ’ αυτά που απαγορεύονται.
Να μη σε αναποδογυρίσει η ζάλη απ’ το θυμό, να μη σε κατακλύσουν οι αιφνίδιοι φόβοι, ούτε να σε καταποντίσει βαριά λύπη.
Κύματα είναι τα πάθη.
Όταν κρατάς ψηλότερα τον εαυτό σου, θα είσαι καλός κυβερνήτης της ζωής.
Εάν δε το καθένα απ’ αυτά δεν τον διακυβερνάς με εμπιστοσύνη και σταθερότητα, με το να περιφέρεσαι, σαν κάποιο ανερμάτιστο πλοίο, απ’ αυτά που συμβαίνουν κάθε φορά, θα εξαφανιστείς στο πέλαγος της αμαρτίας»…
(Μ. Βασίλειος)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...