Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας





Ὁ Ἅγιος ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντὶν τοῦ Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στὶς 14/27 Ἀπριλίου 1877 μ.Χ. στὸ Κέρτς τῆς χερσονήσου τῆς Κριμαίας. Τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο μεγάλωσε ἦταν ἰδιόμορφο καθὼς ὁ πατέρας τοῦ ἦταν Ρωμαιοκαθολικὸς ἐνῶ ἡ μητέρα του, ἂν καὶ ὀρθόδοξη, περιοριζόταν σὲ καλὲς πράξεις χωρὶς νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ νωρὶς μετακομίζουν στὸ Κίεβο.

Στὸ Κίεβο ὁ Βαλεντὶν ἀποφασίζει νὰ σπουδάσει Ἰατρική. Παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ τὸ 1903 μ.Χ. καὶ παρακολουθεῖ μαθήματα ὀφθαλμολογίας.

Τὸ 1904 μ.Χ., μὲ τὸ ξέσπασμα τοῦ Ρωσο - Ἰαπωνικοῦ πολέμου, βρέθηκε στὴν Ἄπω Ἀνατολή, ὅπου ἐργάστηκε ὡς χειρουργὸς μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ μὲ τὴν Ἄννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τὴ μέλλουσα σύζυγό του, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἐργάζεται σὲ διάφορα ἐπαρχιακὰ νοσοκομεῖα. Οἱ ἐπιτυχίες τοῦ εἶναι τόσες πολλὲς ποὺ ἡ φήμη τοῦ ἐξαπλώνεται γρήγορα καὶ ἀσθενεῖς καταφθάνουν ἀπὸ παντοῦ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ μελετᾶ σχετικὰ μὲ τὴν τοπικὴ ἀναισθησία καὶ συντάσσει ἐπιστημονικὰ ἄρθρα. Διαπρέπει στὶς ἐγχειρήσεις τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἀποφασίζει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ θεραπεία τῶν πυογόνων λοιμώξεων.

Τὸ 1917 μ.Χ. ὁ Βαλεντὶν ἐκλέγεται καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Τασκένδης. Ἡ ρωσικὴ ἐπανάσταση εἶχε ἤδη ἀρχίσει καὶ ἡ ἐκκλησία βρέθηκε στὸ στόχαστρο τῶν Μπολσεβίκων. Ἡ κατάσταση εἶχε ξεφύγει ἀπὸ κάθε ἔλεγχο. Τότε ὁ Βαλεντὶν συνελήφθη γιὰ πρώτη φορά. Αἰτία ἦταν ἡ συκοφαντία ἑνὸς νοσοκόμου. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀλήθεια καὶ ὁ γιατρὸς ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἡ περιπέτεια αὐτὴ ὅμως, παρὰ τὸ αἴσιο τέλος της, ἀναστάτωσε τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἤδη ἀπὸ φυματίωση, καὶ ἡ ὑγεία τῆς ἐπιδεινώθηκε σὲ βαθμὸ ποὺ λίγες ἡμέρες ἀργότερα ὑπέκυψε. Μετὰ τὸν θάνατό της ὁ γιατρὸς ἐμπιστεύτηκε τὰ παιδιά του στὴ Σοφία Σεργκέγεβνα, μία πιστὴ νοσοκόμα, ἡ ὁποία τοὺς στάθηκε σὰν δεύτερη μητέρα γιὰ πολλὰ χρόνια.

Ὁ Βαλεντὶν ἦταν πολὺ πιστὸς καὶ αὐτὸ ἦταν ἔκδηλο στὸν τρόπο ποὺ ἐργαζόταν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ δημιουργηθοῦν οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος. Στὸ μεταξὺ στοὺς διωγμοὺς προστίθεται καὶ ἡ πληγὴ τῆς «ζώσης ἐκκλησίας» ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ ὑπηρετήσει τὰ συμφέροντα τοῦ κράτους διαιρώντας τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς πιστούς, καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη.

Σ' αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῶν δοκιμασιῶν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὁ γιατρὸς συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν κατηγορήθηκε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Τασκένδης καὶ Τουρκεστᾶν Ἰννοκέντιος ἀπὸ τοὺς σχισματικούς, ὁ γιατρὸς ὑπερασπίστηκε μὲ σθένος τὴν κανονικὴ τάξη. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν παρρησία τοῦ Βαλεντίν, τοῦ προτείνει νὰ γίνει ἱερέας. Πράγματι, ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο ἔγινε στὶς 26 Ἰανουαρίου 1921 μ.Χ. καὶ μία ἑβδομάδα ἀργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1923 μ.Χ. ἡ «ζῶσα ἐκκλησία» κάνει τὴν ἐπίθεσή της καὶ ἐκτοπίζει τὸν ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο. Ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Τασκένδης, ὄντας στὸ ἔλεος τῶν σχισματικῶν, ἐκλέγουν στὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου τὸν π. Βαλεντὶν Βόινο - Γιασενέτσκι. Ἡ κουρά του σὲ μοναχὸ ἔγινε κρυφὰ στὸ σπίτι τοῦ ἱερέα - καθηγητῆ. Καταλληλότερο ὄνομα γιὰ τὸ νέο ἐπίσκοπο κρίθηκε ἐκεῖνο τοῦ ἀποστόλου, εὐαγγελιστῆ, ἁγιογράφου καὶ ἰατροῦ Λουκᾶ. Στὴ συνέχεια, ταξίδεψε ὡς Πεντζικὲντ γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητο καὶ πολὺ σύντομα ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε γιὰ προδοσία καὶ φυλακίστηκε. Στὴ φυλακὴ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ὁλοκληρώσει καὶ τὸ σύγγραμμά του: «Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων», τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἐκδόθηκε γιὰ πολλὰ χρόνια, παρόλη τὴ σημασία του γιὰ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ἐπειδὴ ὁ συγγραφέας ἐπέμεινε νὰ γραφεῖ στὸ ἐξώφυλλο τὸ ἀρχιερατικό του ἀξίωμα.

Στὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας τοῦ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς «ζώσης ἐκκλησίας» κατέλαβαν τὶς ἐκκλησίες, μὰ ὁ λαός, πιστὸς στὶς συμβουλὲς τοῦ ποιμένα του, ἀπεῖχε ἀπὸ τοὺς ναούς. Λόγω τῆς μεγάλης του ἐπιρροῆς οἱ ὑπεύθυνοί της G.P.U. («Κρατικὴ Πολιτικὴ Διεύθυνση») ἀποφάσισαν νὰ ἀπομακρύνουν τὸν ἐπίσκοπο Λουκᾶ ἀπὸ τὴν Τασκένδη. Τὴν ὥρα τῆς ἀποχώρησής του πλῆθος κόσμου στάθηκε στὶς γραμμὲς τοῦ τρένου προκειμένου νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀναχώρηση. Ὁ κόσμος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς ἀστυνομικὲς δυνάμεις καὶ ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς πῆρε τὸν μακρὺ καὶ βασανιστικὸ δρόμο τῆς ἐξορίας.

Φυλακίζεται κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ διαπιστώνει τὰ πρῶτα συμπτώματα καρδιακῆς ἀνεπάρκειας ποὺ θὰ τὸν συνοδεύσει σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Παρόλες τὶς κακουχίες, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἐπισκόπου ἀπέναντι σὲ ὅλους τους κρατουμένους προκαλοῦσε τὸ σεβασμὸ ἀκόμη καὶ τῶν πιὸ ἀρνητικῶν.

 


Ἐνῶ οἱ γιατροὶ βεβαίωναν πὼς ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του δὲν τὸ ἐπιτρέπει, ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς ἀναχώρησε ἐξόριστος γιὰ τὴ Σιβηρία. Τὸ καθεστὼς τὸν ἐγκαθιστᾶ στὴν πόλη Γενισέισκ, γιὰ νὰ τὸν στείλει ἀργότερα ἀκόμη 2000 χλμ μακρύτερα στὴν πόλη Τουρουχάνσκ. Καὶ στὸ νέο τόπο τῆς ἐξορίας δὲν ἀρνήθηκε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του σὲ ὅσους τὶς χρειάζονταν, παρόλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες. Ὁ λαὸς τοῦ Τουρουχὰνσκ τὸν περιέβαλλε μὲ πολὺ ἀγάπη καὶ σεβασμό. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τοὺς ἀθέους ποὺ σχεδίασαν νέα ἐξορία γιὰ τὸν ἐπίσκοπο - γιατρό, αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν ἔστειλαν πέρα ἀπὸ τὸν ἀρκτικὸ κύκλο, στὸ χωριὸ Πλάχινο, ὅπου κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο ὁ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει. Ἡ ὑγεία τοῦ ἐπισκόπου εἶχε ἐπιδεινωθεῖ καὶ μία τέτοια ἐξορία ἦταν πολὺ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴ ζωή του. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διωκτῶν του. Ἐκεῖ, στὸ Πλάχινο, ὑπέφερε τὰ πάνδεινα, τόσο λόγω τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ὅσο καὶ λόγω τὶς ἀντιμετώπισης ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Εὐτυχῶς, δύο μῆνες ἀργότερα, μὲ αἰτία τὸ θάνατο ἑνὸς ἀγρότη οἱ κάτοικοι τοῦ Τουρουχὰνσκ ξεσηκώθηκαν καὶ ἀπαίτησαν τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἐπισκόπου. Οἱ ἀρχὲς δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ ὑποχωρήσουν. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς, ποὺ ἀπὸ ὅραμα εἶχε εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὸ πέρας τῆς δοκιμασίας του, ἐπέστρεψε στὸ Τουρουχὰνσκ καὶ συνέχισε ἀπερίσπαστος τὶς ἀσχολίες του γιὰ ὀκτὼ ἀκόμη μῆνες, μέχρι, δηλαδή, τὸ τέλος τῆς ἐξορίας του.

Παρόλες τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισε, δὲν ξέχασε ποτὲ τὰ παιδιά του καὶ ἐπικοινωνοῦσε μαζί τους ὅσο πιὸ συχνὰ μποροῦσε.

Στὸ Κρασνογιὰρσκ παρουσιάζεται στὴ G.P.U. γιὰ ἀνάκριση. Ἐκεῖ ὁ βοηθὸς τοῦ διοικητῆ ἀνακοίνωσε στὸν ἐπίσκοπο πὼς μποροῦσε νὰ πάει ὅπου ἤθελε, ἦταν ἐλεύθερος. Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ ἐπίσκοπος ξεκίνησε γιὰ τὴν Τασκένδη. Δυστυχῶς ἐκεῖ ἀντιμετωπίζει τὶς συκοφαντίες ἀκόμη καὶ συνεργατῶν του, γεγονὸς ποὺ τὸν ὁδήγησε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ ἐπισκόπου.

Στὴν Τασκένδη συνεχίζει τὶς φιλανθρωπίες του, μὰ οἱ ἀντίπαλοί του δὲν ἔπαψαν νὰ ψάχνουν εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸν διώξουν.

Ἡ ἀφορμὴ δὲν ἄργησε νὰ βρεθεῖ καὶ ὁ ἐπίσκοπος βρέθηκε πάλι ὑπόλογος ἀπέναντι στὰ κομματικὰ στελέχη. Ὁ σκοπὸς αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἱερό του ἀξίωμα. Μετὰ ἀπὸ ἐξαντλητικὲς ἀνακρίσεις καὶ ἀπεργίες πείνας καὶ ἀφοῦ πέρασε ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὴ φυλακή, ὁ ἐπίσκοπος, ἐξορίστηκε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ στὴ Βόρεια Ρωσία. Οἱ δραστηριότητές του ἐκεῖ ἐνόχλησαν ὄχι μόνο τὶς ἀρχὲς ἀλλὰ καὶ τοὺς κατοίκους. Σύντομα ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὸ Λένινγκραντ.

Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του πέρασε μία μακρὰ περίοδο δοκιμασιῶν καὶ περιπλανήσεων. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Κόμματος πιέζουν τὸν ἐπίσκοπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερωσύνη. Στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς πνευματικῆς δοκιμασίας ἀρχίζει νὰ χάνει τὴν ὅραση ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μάτι λόγω ἀποκόλλησης τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς χιτώνα. Ἐπίσης, τὰ «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων» ἐκδίδονται χωρὶς νὰ ἀναγραφεῖ τὸ ἀξίωμά του. Ἐν καιρῶ ἐπανακτᾶ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη, ποὺ εἶχε στερηθεῖ, καὶ περνᾶ δύο χρόνια ἠρεμίας καὶ εἰρήνης κοντὰ στὰ παιδιά του.

Ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς ἦταν 60 ἐτῶν, ὅταν συνελήφθη γιὰ τέταρτη φορά. Ἀπὸ τὸ φάκελλο ποὺ διατηροῦσαν στὴν Ἀσφάλεια, μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τὶς δραστηριότητές του. Ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς του δὲν ἔπαιρνε ποτὲ χρήματα, ἔδινε καὶ τὸ μισθό του σὲ ἀγαθοεργίες, δηλαδὴ βοηθοῦσε ὅσους φτωχούς, ἄπορους καὶ ἐξόριστους ἀνθρώπους τύχαινε νὰ γνωρίζει. Οἱ φιλανθρωπικὲς ἐνέργειές του ἐνόχλησαν καὶ πάλι τὸ καθεστὼς ποὺ τὸν συνέλαβε ἐκ νέου καὶ τὸν ὁδήγησε στὴ Σιβηρία.

Ὅταν στὶς 21 Ἰουνίου 1941 μ.Χ. τὰ χιτλερικὰ στρατεύματα μπαίνουν στὴ Ρωσία, ὁ ἐπίσκοπος - γιατρός, ἂν καὶ ἐξόριστος, προσφέρεται ἐθελοντικὰ νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴ θεραπεία τῶν τραυματιῶν. Τὰ Κόμμα ἀναγνωρίζει τὴν ἀξία του ὡς γιατροῦ καὶ τὸν διορίζει ἀρχίατρο τοῦ στρατιωτικοῦ νοσοκομείου καὶ σύμβουλο ὅλων τῶν νοσοκομείων τῆς περιοχῆς. Παρόλα αὐτὰ οἱ συνθῆκες εἶναι οἰκτρὲς ἐνῶ παράλληλα δὲν τοῦ ἀναγνωρίζουν κανένα πολιτικὸ δικαίωμα.

Τὴν Ἄνοιξη τοῦ 1942 μ.Χ. ἀλλάζει ἡ στάση τῆς πολιτείας ἀπέναντι στὸν ἴδιο, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία. Σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας ἀνοίγουν ἐκκλησίες καὶ ὁ λαὸς βρίσκει καταφύγιο στοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν παραφροσύνη τοῦ πολέμου. Γιὰ νὰ καλυφθοῦν οἱ ὑπάρχουσες ἀνάγκες ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς προάγεται σὲ ἀρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.

Οἱ Γερμανοὶ ὑποχωροῦν καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στὸ Ταμπώφ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ 150 στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὸν διευκολύνει τὸν μεταθέτει στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ταμπὼφ καὶ Μιτσούρινσκ.

Τὸ 1946 μ.Χ. ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς βραβεύθηκε μὲ τὸ βραβεῖο Στάλιν γιὰ τὴν ἡρωικὴ ἐργασία του στὸν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσφορά του στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη.

Στὰ 70 τοῦ χρόνια γίνεται ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Ἐκεῖ τὸ ἔργο τοῦ εἶναι δύσκολο. Ἡ φτώχεια ἔχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ποὺ ἀναγκάζεται νὰ ταΐζει καθημερινά, στὸ σπίτι του, τοὺς ἄπορούς της περιοχῆς. Στρέφει τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, καθὼς τὸν ἀποκλείουν ἀπὸ κάθε ἐπιστημονικὸ συνέδριο. Κάνει ὑπεράνθρωπες προσπάθειες γιὰ νὰ ἀνοίξουν ἐκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεῖ νὰ πατάξει τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν ἱερέων τονίζοντας πὼς πρέπει οἱ ἴδιοι νὰ ἀποτελοῦν παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς πιστούς. Παράλληλα ἐξασκεῖ τὸ ἔργο τοῦ ἰατροῦ προσφέροντας ἀναργύρως τὶς ὑπηρεσίες του στὸν πάσχοντα ἄνθρωπο. Ἀκολουθώντας τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Θεανθρώπου ὅλη του τὴ ζωὴ «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος».

Μὲ τὴ βελτίωση στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας - Κράτους ὁ ἀρχιεπίσκοπος βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἀσχολία, δηλαδὴ τὸ κήρυγμα. «Θεωρῶ βασικὸ ἀρχιερατικό μου καθῆκον νὰ κηρύττω παντοῦ καὶ πάντα τὸ Χριστό». Σημειώνει ὁ ἴδιος. Ἀπὸ τὰ κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τὰ ὁποία ἀποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), καὶ ἔχουν χαρακτηριστεῖ «ἐξαιρετικὸ φαινόμενο στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ θεολογία».

Τὴν Ἄνοιξη τοῦ 1952 ἐπιδεινώνεται ἡ ὅρασή του, ἐνῶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1956 τυφλώνεται ὁριστικά.

Τὸ 1953 μ.Χ. τὸν Στάλιν διαδέχεται ὁ Νικήτας Κρουτσώφ, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κορυφώνονται τὸ 1959 μ.Χ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μεριμνᾶ γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ προσπαθεῖ νὰ τοῦ δώσει κουράγιο.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γράφει στὸ μεγαλύτερο γιὸ τὸ Μιχαήλ: «Εἶναι ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο νὰ διευθύνει κανεὶς τὶς ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκκλησίες κλείνουν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, δὲν ὑπάρχουν ἱερεῖς καὶ ὁ ἀριθμὸς τοῦ ὅλο καὶ ἐλαττώνεται...Κατὰ τόπους ἡ ἀντίδραση φτάνει μέχρι ἐξεγέρσεως κατὰ τῆς ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας μου. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ ὑποφέρω στὰ ὀγδόντα μου χρόνια. Ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου, συνεχίζω τὸ δύσκολο ἔργο μου».

Ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Λουκᾶ ἦταν ἔκδηλη. Ἀκόμα καὶ ἀλλόθρησκοι ἡ ἄπιστοι τὸν ἔβλεπαν μὲ σεβασμό.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι ἤδη 84 ἐτῶν. Διαισθάνεται πὼς τὸ τέλος τοῦ πλησιάζει. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1960 μ.Χ. λειτουργεῖ γιὰ τελευταία φορὰ καὶ γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἀπομένει, περιορίζεται στὸ νὰ κηρύττει. Τελικὰ τὴν Κυριακὴ 11 Ἰουνίου 1961 μ.Χ., ἡμέρα ποὺ γιορτάζουν οἱ Ἅγιοι Πάντες τῆς Ἁγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ὁ ἀρχιεπίσκοπος - γιατρὸς Λουκᾶς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρὰ τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Κομματικῶν, ἡ κηδεία τοῦ ἀρχιεπισκόπου μετατράπηκε σὲ λαϊκὴ ἐπανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οἱ δρόμοι πλημμύρησαν ἀπὸ γυναικοῦλες μὲ ἄσπρα μαντίλια στὰ κεφάλια. Προχώρησαν σιγὰ - σιγὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ σορὸ τοῦ Δεσπότη. Ἀκόμη καὶ οἱ γερόντισσες δὲν πήγαιναν πίσω. Τρεῖς σειρὲς τεντωμένων χεριῶν λὲς καὶ ὁδηγοῦσαν τὸ αὐτοκίνητο. Ὁ δρόμος μέχρι καὶ τὸ κοιμητήριο ἦταν στρωμένος μὲ τριαντάφυλλα. Καὶ μέχρι τὴν πόρτα τοῦ κοιμητηρίου ἀκουγόταν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μὲ τὰ ἄσπρα μαντίλια, ὁ ὕμνος: «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἠμᾶς». Ὅ,τι καὶ νὰ ἔλεγαν σὲ αὐτὸ τὸ πλῆθος, ὅσο κι' ἂν προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς κάνουν νὰ σιωπήσουν, ἡ ἀπάντηση ἦταν μία, κηδεύουμε τὸν ἀρχιεπίσκοπό μας».

Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1995 μ.Χ. ἀνακηρύχτηκε ἅγιος ἀπὸ τὴν Οὐκρανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Στὶς 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. ἔγινε μὲ ἐπισημότητα ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ποὺ τέθηκαν γιὰ λαϊκὸ προσκύνημα στὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου, ἀφιερωμένο στὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων. Τὰ λείψανά του ἐξέπεμπαν μίαν ἄρρητη εὐωδία, ἐνῶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρεῖς μέρες ἀργότερα, στὶς 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τὰ λείψανά του μεταφέρθηκαν στὸν Ι. Ναὸ Ἄγ. Τριάδος. Ἡ μνήμη τοῦ ὁρίστηκε νὰ τιμᾶται στὶς 11 Ἰουνίου ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς του.

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅταν ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἦταν στὸ Γενισέισκ ἐπιχείρησε μία πρωτοποριακὴ καὶ δυσκολοτατη ἐπέμβαση. Τοῦ ἔφεραν ἕνα νέο ἄνδρα μὲ βαριὰ νεφρικὴ ἀνεπάρκεια σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση. Ὁ ἐπίσκοπος γιατρός, μὴν ἔχοντας ἄλλη λύση, ἀποφάσισε νὰ κάνει μία «ἡρωικὴ» ἐπέμβαση κι ἐπεχείρησε μεταμόσχευση νεφροῦ ἀπὸ μοσχάρι στὸ νεαρὸ ἀσθενῆ, παρὰ τὰ πενιχρὰ μέσα ποὺ διέθετε. Ὁ γιατρὸς ποὺ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, χαρακτηρίζει ἐπιτυχημένη τὴν ἐπέμβαση, δίχως ἄλλες λεπτομέρειες γιὰ τὸ πόσο ἔζησε ὁ ἀσθενής, τὰ μετεγχειρητικὰ προβλήματα κ.λπ. Παρόλο ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἐγχείρηση μεταμόσχευσης, δὲν ἔγινε εὐρύτερα γνωστή, προφανῶς γιὰ πολιτικοὺς λόγους. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προβληθεῖ ἕνας «ἐχθρός του λαοῦ»! Γι’ αὐτὸ ἐπίσημα ὡς πρώτη τέτοια ἐγχείρηση θεωρεῖται τοῦ καθηγητῆ Ι. Ι. Βορόνη τὸ 1934 (μία δεκαετία μετά), ὅταν ἔκανε μεταμόσχευση νεφροῦ χοίρου σὲ μία γυναίκα μὲ οὐραιμία.

 


Ἀπολυτίκιον Νέον ἅγιόν του Παρακλήτου, σὲ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ Χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τὲ καὶ θλίψεων Νόσους μὲν ὡς ἰατρὸς ἐθεράπευσας, καὶ τὰς ψυχᾶς ὡς ποιμὴν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καὶ μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰατρὸν καὶ ποιμένα, Λουκᾶ τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Ἀρχιερέα λαμπρόν, τὸν βαστάσαντα Χριστοῦ τὰ θεία στίγματα, τὰς ἐξορίας, τὰ δεινά, ἐγκλεισμοὺς ἐν φυλακαῖς, τὰς θλίψεις καὶ τὰ ὀνείδη, τὸν ἒπ ἐσχάτων φανέντα, ἐν Ρωσία νέον Ἅγιον.

Κοντάκιον Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτὶ βαθεία, διωγμοῦ, μακάριε, διο καὶ θάλπος νοητόν, τὸ ἐκ Θεοῦ σὺ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τὴ Ὑπερμάχω.
Συμφερουπόλεως Λουκᾶν τὸν ἀρχιποίμενα, καὶ ἰατρὸν τὸν ἐπιστήμονα τὸν ἄριστον, οἱ φιλάγιοι ὑμνήσωμεν ἐγκαρδίως, ἐν Ρωσία γὰρ βιώσας ὥσπερ ἄγγελος, ὠμολόγησε Χριστοῦ τὸ θεῖον ὄνομα. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ ἀοίδιμε.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις τῆς Ρωσίας νέος βλαστός, καὶ τῶν θεραπευομένων ὁ προστάτης καὶ βοηθός, χαίροις Ἐκκλησίας Χριστοῦ ὁ Ἱεράρχης, Λουκᾶ ποιμὴν θεοφρον, ἀξιοτίμητε.

Συναξαριστής της 11ης Ιουνίου

Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας 



Ὁ Ἅγιος ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντὶν τοῦ Φέλιξ Βόινο - Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στὶς 14/27 Ἀπριλίου 1877 μ.Χ. στὸ Κέρτς τῆς χερσονήσου τῆς Κριμαίας. Τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο μεγάλωσε ἦταν ἰδιόμορφο καθὼς ὁ πατέρας τοῦ ἦταν Ρωμαιοκαθολικὸς ἐνῶ ἡ μητέρα του, ἂν καὶ ὀρθόδοξη, περιοριζόταν σὲ καλὲς πράξεις χωρὶς νὰ συμμετέχει ἐνεργὰ στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ νωρὶς μετακομίζουν στὸ Κίεβο.

Στὸ Κίεβο ὁ Βαλεντὶν ἀποφασίζει νὰ σπουδάσει Ἰατρική. Παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ τὸ 1903 μ.Χ. καὶ παρακολουθεῖ μαθήματα ὀφθαλμολογίας.

Τὸ 1904 μ.Χ., μὲ τὸ ξέσπασμα τοῦ Ρωσο - Ἰαπωνικοῦ πολέμου, βρέθηκε στὴν Ἄπω Ἀνατολή, ὅπου ἐργάστηκε ὡς χειρουργὸς μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ μὲ τὴν Ἄννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τὴ μέλλουσα σύζυγό του, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἐργάζεται σὲ διάφορα ἐπαρχιακὰ νοσοκομεῖα. Οἱ ἐπιτυχίες τοῦ εἶναι τόσες πολλὲς ποὺ ἡ φήμη τοῦ ἐξαπλώνεται γρήγορα καὶ ἀσθενεῖς καταφθάνουν ἀπὸ παντοῦ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ μελετᾶ σχετικὰ μὲ τὴν τοπικὴ ἀναισθησία καὶ συντάσσει ἐπιστημονικὰ ἄρθρα. Διαπρέπει στὶς ἐγχειρήσεις τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἀποφασίζει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ θεραπεία τῶν πυογόνων λοιμώξεων.

Τὸ 1917 μ.Χ. ὁ Βαλεντὶν ἐκλέγεται καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Τασκένδης. Ἡ ρωσικὴ ἐπανάσταση εἶχε ἤδη ἀρχίσει καὶ ἡ ἐκκλησία βρέθηκε στὸ στόχαστρο τῶν Μπολσεβίκων. Ἡ κατάσταση εἶχε ξεφύγει ἀπὸ κάθε ἔλεγχο. Τότε ὁ Βαλεντὶν συνελήφθη γιὰ πρώτη φορά. Αἰτία ἦταν ἡ συκοφαντία ἑνὸς νοσοκόμου. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀλήθεια καὶ ὁ γιατρὸς ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἡ περιπέτεια αὐτὴ ὅμως, παρὰ τὸ αἴσιο τέλος της, ἀναστάτωσε τὴν Ἄννα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἤδη ἀπὸ φυματίωση, καὶ ἡ ὑγεία τῆς ἐπιδεινώθηκε σὲ βαθμὸ ποὺ λίγες ἡμέρες ἀργότερα ὑπέκυψε. Μετὰ τὸν θάνατό της ὁ γιατρὸς ἐμπιστεύτηκε τὰ παιδιά του στὴ Σοφία Σεργκέγεβνα, μία πιστὴ νοσοκόμα, ἡ ὁποία τοὺς στάθηκε σὰν δεύτερη μητέρα γιὰ πολλὰ χρόνια.

Ὁ Βαλεντὶν ἦταν πολὺ πιστὸς καὶ αὐτὸ ἦταν ἔκδηλο στὸν τρόπο ποὺ ἐργαζόταν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ δημιουργηθοῦν οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος. Στὸ μεταξὺ στοὺς διωγμοὺς προστίθεται καὶ ἡ πληγὴ τῆς «ζώσης ἐκκλησίας» ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ ὑπηρετήσει τὰ συμφέροντα τοῦ κράτους διαιρώντας τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς πιστούς, καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη.

Σ' αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τῶν δοκιμασιῶν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὁ γιατρὸς συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν κατηγορήθηκε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Τασκένδης καὶ Τουρκεστᾶν Ἰννοκέντιος ἀπὸ τοὺς σχισματικούς, ὁ γιατρὸς ὑπερασπίστηκε μὲ σθένος τὴν κανονικὴ τάξη. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴν παρρησία τοῦ Βαλεντίν, τοῦ προτείνει νὰ γίνει ἱερέας. Πράγματι, ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο ἔγινε στὶς 26 Ἰανουαρίου 1921 μ.Χ. καὶ μία ἑβδομάδα ἀργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1923 μ.Χ. ἡ «ζῶσα ἐκκλησία» κάνει τὴν ἐπίθεσή της καὶ ἐκτοπίζει τὸν ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο. Ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς Τασκένδης, ὄντας στὸ ἔλεος τῶν σχισματικῶν, ἐκλέγουν στὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου τὸν π. Βαλεντὶν Βόινο - Γιασενέτσκι. Ἡ κουρά του σὲ μοναχὸ ἔγινε κρυφὰ στὸ σπίτι τοῦ ἱερέα - καθηγητῆ. Καταλληλότερο ὄνομα γιὰ τὸ νέο ἐπίσκοπο κρίθηκε ἐκεῖνο τοῦ ἀποστόλου, εὐαγγελιστῆ, ἁγιογράφου καὶ ἰατροῦ Λουκᾶ. Στὴ συνέχεια, ταξίδεψε ὡς Πεντζικὲντ γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητο καὶ πολὺ σύντομα ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε γιὰ προδοσία καὶ φυλακίστηκε. Στὴ φυλακὴ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ὁλοκληρώσει καὶ τὸ σύγγραμμά του: «Δοκίμια γιὰ τὴν χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων», τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἐκδόθηκε γιὰ πολλὰ χρόνια, παρόλη τὴ σημασία του γιὰ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ἐπειδὴ ὁ συγγραφέας ἐπέμεινε νὰ γραφεῖ στὸ ἐξώφυλλο τὸ ἀρχιερατικό του ἀξίωμα.

Στὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας τοῦ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς «ζώσης ἐκκλησίας» κατέλαβαν τὶς ἐκκλησίες, μὰ ὁ λαός, πιστὸς στὶς συμβουλὲς τοῦ ποιμένα του, ἀπεῖχε ἀπὸ τοὺς ναούς. Λόγω τῆς μεγάλης του ἐπιρροῆς οἱ ὑπεύθυνοί της G.P.U. («Κρατικὴ Πολιτικὴ Διεύθυνση») ἀποφάσισαν νὰ ἀπομακρύνουν τὸν ἐπίσκοπο Λουκᾶ ἀπὸ τὴν Τασκένδη. Τὴν ὥρα τῆς ἀποχώρησής του πλῆθος κόσμου στάθηκε στὶς γραμμὲς τοῦ τρένου προκειμένου νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀναχώρηση. Ὁ κόσμος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς ἀστυνομικὲς δυνάμεις καὶ ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς πῆρε τὸν μακρὺ καὶ βασανιστικὸ δρόμο τῆς ἐξορίας.

Φυλακίζεται κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ διαπιστώνει τὰ πρῶτα συμπτώματα καρδιακῆς ἀνεπάρκειας ποὺ θὰ τὸν συνοδεύσει σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Παρόλες τὶς κακουχίες, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἐπισκόπου ἀπέναντι σὲ ὅλους τους κρατουμένους προκαλοῦσε τὸ σεβασμὸ ἀκόμη καὶ τῶν πιὸ ἀρνητικῶν.

 


Ἐνῶ οἱ γιατροὶ βεβαίωναν πὼς ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του δὲν τὸ ἐπιτρέπει, ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς ἀναχώρησε ἐξόριστος γιὰ τὴ Σιβηρία. Τὸ καθεστὼς τὸν ἐγκαθιστᾶ στὴν πόλη Γενισέισκ, γιὰ νὰ τὸν στείλει ἀργότερα ἀκόμη 2000 χλμ μακρύτερα στὴν πόλη Τουρουχάνσκ. Καὶ στὸ νέο τόπο τῆς ἐξορίας δὲν ἀρνήθηκε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του σὲ ὅσους τὶς χρειάζονταν, παρόλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες. Ὁ λαὸς τοῦ Τουρουχὰνσκ τὸν περιέβαλλε μὲ πολὺ ἀγάπη καὶ σεβασμό. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τοὺς ἀθέους ποὺ σχεδίασαν νέα ἐξορία γιὰ τὸν ἐπίσκοπο - γιατρό, αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν ἔστειλαν πέρα ἀπὸ τὸν ἀρκτικὸ κύκλο, στὸ χωριὸ Πλάχινο, ὅπου κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο ὁ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει. Ἡ ὑγεία τοῦ ἐπισκόπου εἶχε ἐπιδεινωθεῖ καὶ μία τέτοια ἐξορία ἦταν πολὺ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴ ζωή του. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ σκοπὸς τῶν διωκτῶν του. Ἐκεῖ, στὸ Πλάχινο, ὑπέφερε τὰ πάνδεινα, τόσο λόγω τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ὅσο καὶ λόγω τὶς ἀντιμετώπισης ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Εὐτυχῶς, δύο μῆνες ἀργότερα, μὲ αἰτία τὸ θάνατο ἑνὸς ἀγρότη οἱ κάτοικοι τοῦ Τουρουχὰνσκ ξεσηκώθηκαν καὶ ἀπαίτησαν τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἐπισκόπου. Οἱ ἀρχὲς δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ ὑποχωρήσουν. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς, ποὺ ἀπὸ ὅραμα εἶχε εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὸ πέρας τῆς δοκιμασίας του, ἐπέστρεψε στὸ Τουρουχὰνσκ καὶ συνέχισε ἀπερίσπαστος τὶς ἀσχολίες του γιὰ ὀκτὼ ἀκόμη μῆνες, μέχρι, δηλαδή, τὸ τέλος τῆς ἐξορίας του.

Παρόλες τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισε, δὲν ξέχασε ποτὲ τὰ παιδιά του καὶ ἐπικοινωνοῦσε μαζί τους ὅσο πιὸ συχνὰ μποροῦσε.

Στὸ Κρασνογιὰρσκ παρουσιάζεται στὴ G.P.U. γιὰ ἀνάκριση. Ἐκεῖ ὁ βοηθὸς τοῦ διοικητῆ ἀνακοίνωσε στὸν ἐπίσκοπο πὼς μποροῦσε νὰ πάει ὅπου ἤθελε, ἦταν ἐλεύθερος. Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ ἐπίσκοπος ξεκίνησε γιὰ τὴν Τασκένδη. Δυστυχῶς ἐκεῖ ἀντιμετωπίζει τὶς συκοφαντίες ἀκόμη καὶ συνεργατῶν του, γεγονὸς ποὺ τὸν ὁδήγησε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ ἐπισκόπου.

Στὴν Τασκένδη συνεχίζει τὶς φιλανθρωπίες του, μὰ οἱ ἀντίπαλοί του δὲν ἔπαψαν νὰ ψάχνουν εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸν διώξουν.

Ἡ ἀφορμὴ δὲν ἄργησε νὰ βρεθεῖ καὶ ὁ ἐπίσκοπος βρέθηκε πάλι ὑπόλογος ἀπέναντι στὰ κομματικὰ στελέχη. Ὁ σκοπὸς αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἱερό του ἀξίωμα. Μετὰ ἀπὸ ἐξαντλητικὲς ἀνακρίσεις καὶ ἀπεργίες πείνας καὶ ἀφοῦ πέρασε ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὴ φυλακή, ὁ ἐπίσκοπος, ἐξορίστηκε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ στὴ Βόρεια Ρωσία. Οἱ δραστηριότητές του ἐκεῖ ἐνόχλησαν ὄχι μόνο τὶς ἀρχὲς ἀλλὰ καὶ τοὺς κατοίκους. Σύντομα ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὸ Λένινγκραντ.

Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του πέρασε μία μακρὰ περίοδο δοκιμασιῶν καὶ περιπλανήσεων. Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Κόμματος πιέζουν τὸν ἐπίσκοπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἱερωσύνη. Στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς πνευματικῆς δοκιμασίας ἀρχίζει νὰ χάνει τὴν ὅραση ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μάτι λόγω ἀποκόλλησης τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς χιτώνα. Ἐπίσης, τὰ «Δοκίμια γιὰ τὴ χειρουργικὴ τῶν πυογόνων λοιμώξεων» ἐκδίδονται χωρὶς νὰ ἀναγραφεῖ τὸ ἀξίωμά του. Ἐν καιρῶ ἐπανακτᾶ τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη, ποὺ εἶχε στερηθεῖ, καὶ περνᾶ δύο χρόνια ἠρεμίας καὶ εἰρήνης κοντὰ στὰ παιδιά του.

Ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς ἦταν 60 ἐτῶν, ὅταν συνελήφθη γιὰ τέταρτη φορά. Ἀπὸ τὸ φάκελλο ποὺ διατηροῦσαν στὴν Ἀσφάλεια, μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τὶς δραστηριότητές του. Ἐνῶ ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς του δὲν ἔπαιρνε ποτὲ χρήματα, ἔδινε καὶ τὸ μισθό του σὲ ἀγαθοεργίες, δηλαδὴ βοηθοῦσε ὅσους φτωχούς, ἄπορους καὶ ἐξόριστους ἀνθρώπους τύχαινε νὰ γνωρίζει. Οἱ φιλανθρωπικὲς ἐνέργειές του ἐνόχλησαν καὶ πάλι τὸ καθεστὼς ποὺ τὸν συνέλαβε ἐκ νέου καὶ τὸν ὁδήγησε στὴ Σιβηρία.

Ὅταν στὶς 21 Ἰουνίου 1941 μ.Χ. τὰ χιτλερικὰ στρατεύματα μπαίνουν στὴ Ρωσία, ὁ ἐπίσκοπος - γιατρός, ἂν καὶ ἐξόριστος, προσφέρεται ἐθελοντικὰ νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴ θεραπεία τῶν τραυματιῶν. Τὰ Κόμμα ἀναγνωρίζει τὴν ἀξία του ὡς γιατροῦ καὶ τὸν διορίζει ἀρχίατρο τοῦ στρατιωτικοῦ νοσοκομείου καὶ σύμβουλο ὅλων τῶν νοσοκομείων τῆς περιοχῆς. Παρόλα αὐτὰ οἱ συνθῆκες εἶναι οἰκτρὲς ἐνῶ παράλληλα δὲν τοῦ ἀναγνωρίζουν κανένα πολιτικὸ δικαίωμα.

Τὴν Ἄνοιξη τοῦ 1942 μ.Χ. ἀλλάζει ἡ στάση τῆς πολιτείας ἀπέναντι στὸν ἴδιο, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία. Σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας ἀνοίγουν ἐκκλησίες καὶ ὁ λαὸς βρίσκει καταφύγιο στοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν παραφροσύνη τοῦ πολέμου. Γιὰ νὰ καλυφθοῦν οἱ ὑπάρχουσες ἀνάγκες ὁ ἐπίσκοπος Λουκᾶς προάγεται σὲ ἀρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.

Οἱ Γερμανοὶ ὑποχωροῦν καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στὸ Ταμπώφ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ 150 στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὸν διευκολύνει τὸν μεταθέτει στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ταμπὼφ καὶ Μιτσούρινσκ.

Τὸ 1946 μ.Χ. ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς βραβεύθηκε μὲ τὸ βραβεῖο Στάλιν γιὰ τὴν ἡρωικὴ ἐργασία του στὸν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσφορά του στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη.

Στὰ 70 τοῦ χρόνια γίνεται ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Ἐκεῖ τὸ ἔργο τοῦ εἶναι δύσκολο. Ἡ φτώχεια ἔχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ποὺ ἀναγκάζεται νὰ ταΐζει καθημερινά, στὸ σπίτι του, τοὺς ἄπορούς της περιοχῆς. Στρέφει τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, καθὼς τὸν ἀποκλείουν ἀπὸ κάθε ἐπιστημονικὸ συνέδριο. Κάνει ὑπεράνθρωπες προσπάθειες γιὰ νὰ ἀνοίξουν ἐκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεῖ νὰ πατάξει τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν ἱερέων τονίζοντας πὼς πρέπει οἱ ἴδιοι νὰ ἀποτελοῦν παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ τοὺς πιστούς. Παράλληλα ἐξασκεῖ τὸ ἔργο τοῦ ἰατροῦ προσφέροντας ἀναργύρως τὶς ὑπηρεσίες του στὸν πάσχοντα ἄνθρωπο. Ἀκολουθώντας τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Θεανθρώπου ὅλη του τὴ ζωὴ «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος».

Μὲ τὴ βελτίωση στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας - Κράτους ὁ ἀρχιεπίσκοπος βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἀσχολία, δηλαδὴ τὸ κήρυγμα. «Θεωρῶ βασικὸ ἀρχιερατικό μου καθῆκον νὰ κηρύττω παντοῦ καὶ πάντα τὸ Χριστό». Σημειώνει ὁ ἴδιος. Ἀπὸ τὰ κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τὰ ὁποία ἀποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), καὶ ἔχουν χαρακτηριστεῖ «ἐξαιρετικὸ φαινόμενο στὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ θεολογία».

Τὴν Ἄνοιξη τοῦ 1952 ἐπιδεινώνεται ἡ ὅρασή του, ἐνῶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1956 τυφλώνεται ὁριστικά.

Τὸ 1953 μ.Χ. τὸν Στάλιν διαδέχεται ὁ Νικήτας Κρουτσώφ, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κορυφώνονται τὸ 1959 μ.Χ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μεριμνᾶ γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ προσπαθεῖ νὰ τοῦ δώσει κουράγιο.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γράφει στὸ μεγαλύτερο γιὸ τὸ Μιχαήλ: «Εἶναι ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο νὰ διευθύνει κανεὶς τὶς ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκκλησίες κλείνουν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, δὲν ὑπάρχουν ἱερεῖς καὶ ὁ ἀριθμὸς τοῦ ὅλο καὶ ἐλαττώνεται...Κατὰ τόπους ἡ ἀντίδραση φτάνει μέχρι ἐξεγέρσεως κατὰ τῆς ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας μου. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ ὑποφέρω στὰ ὀγδόντα μου χρόνια. Ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου, συνεχίζω τὸ δύσκολο ἔργο μου».

Ἡ ἀγάπη τοῦ κόσμου πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Λουκᾶ ἦταν ἔκδηλη. Ἀκόμα καὶ ἀλλόθρησκοι ἡ ἄπιστοι τὸν ἔβλεπαν μὲ σεβασμό.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι ἤδη 84 ἐτῶν. Διαισθάνεται πὼς τὸ τέλος τοῦ πλησιάζει. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1960 μ.Χ. λειτουργεῖ γιὰ τελευταία φορὰ καὶ γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἀπομένει, περιορίζεται στὸ νὰ κηρύττει. Τελικὰ τὴν Κυριακὴ 11 Ἰουνίου 1961 μ.Χ., ἡμέρα ποὺ γιορτάζουν οἱ Ἅγιοι Πάντες τῆς Ἁγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ὁ ἀρχιεπίσκοπος - γιατρὸς Λουκᾶς Βόινο - Γιασενέτσκι. Παρὰ τὴν ἔντονη ἀντίδραση τῶν Κομματικῶν, ἡ κηδεία τοῦ ἀρχιεπισκόπου μετατράπηκε σὲ λαϊκὴ ἐπανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οἱ δρόμοι πλημμύρησαν ἀπὸ γυναικοῦλες μὲ ἄσπρα μαντίλια στὰ κεφάλια. Προχώρησαν σιγὰ - σιγὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ σορὸ τοῦ Δεσπότη. Ἀκόμη καὶ οἱ γερόντισσες δὲν πήγαιναν πίσω. Τρεῖς σειρὲς τεντωμένων χεριῶν λὲς καὶ ὁδηγοῦσαν τὸ αὐτοκίνητο. Ὁ δρόμος μέχρι καὶ τὸ κοιμητήριο ἦταν στρωμένος μὲ τριαντάφυλλα. Καὶ μέχρι τὴν πόρτα τοῦ κοιμητηρίου ἀκουγόταν πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μὲ τὰ ἄσπρα μαντίλια, ὁ ὕμνος: «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἠμᾶς». Ὅ,τι καὶ νὰ ἔλεγαν σὲ αὐτὸ τὸ πλῆθος, ὅσο κι' ἂν προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς κάνουν νὰ σιωπήσουν, ἡ ἀπάντηση ἦταν μία, κηδεύουμε τὸν ἀρχιεπίσκοπό μας».

Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1995 μ.Χ. ἀνακηρύχτηκε ἅγιος ἀπὸ τὴν Οὐκρανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Στὶς 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. ἔγινε μὲ ἐπισημότητα ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ποὺ τέθηκαν γιὰ λαϊκὸ προσκύνημα στὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου, ἀφιερωμένο στὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων. Τὰ λείψανά του ἐξέπεμπαν μίαν ἄρρητη εὐωδία, ἐνῶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρεῖς μέρες ἀργότερα, στὶς 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τὰ λείψανά του μεταφέρθηκαν στὸν Ι. Ναὸ Ἄγ. Τριάδος. Ἡ μνήμη τοῦ ὁρίστηκε νὰ τιμᾶται στὶς 11 Ἰουνίου ἐπέτειο τῆς κοιμήσεώς του.

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅταν ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἦταν στὸ Γενισέισκ ἐπιχείρησε μία πρωτοποριακὴ καὶ δυσκολοτατη ἐπέμβαση. Τοῦ ἔφεραν ἕνα νέο ἄνδρα μὲ βαριὰ νεφρικὴ ἀνεπάρκεια σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση. Ὁ ἐπίσκοπος γιατρός, μὴν ἔχοντας ἄλλη λύση, ἀποφάσισε νὰ κάνει μία «ἡρωικὴ» ἐπέμβαση κι ἐπεχείρησε μεταμόσχευση νεφροῦ ἀπὸ μοσχάρι στὸ νεαρὸ ἀσθενῆ, παρὰ τὰ πενιχρὰ μέσα ποὺ διέθετε. Ὁ γιατρὸς ποὺ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, χαρακτηρίζει ἐπιτυχημένη τὴν ἐπέμβαση, δίχως ἄλλες λεπτομέρειες γιὰ τὸ πόσο ἔζησε ὁ ἀσθενής, τὰ μετεγχειρητικὰ προβλήματα κ.λπ. Παρόλο ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἐγχείρηση μεταμόσχευσης, δὲν ἔγινε εὐρύτερα γνωστή, προφανῶς γιὰ πολιτικοὺς λόγους. Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προβληθεῖ ἕνας «ἐχθρός του λαοῦ»! Γι’ αὐτὸ ἐπίσημα ὡς πρώτη τέτοια ἐγχείρηση θεωρεῖται τοῦ καθηγητῆ Ι. Ι. Βορόνη τὸ 1934 (μία δεκαετία μετά), ὅταν ἔκανε μεταμόσχευση νεφροῦ χοίρου σὲ μία γυναίκα μὲ οὐραιμία.

 


Ἀπολυτίκιον Νέον ἅγιόν του Παρακλήτου, σὲ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ Χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τὲ καὶ θλίψεων Νόσους μὲν ὡς ἰατρὸς ἐθεράπευσας, καὶ τὰς ψυχᾶς ὡς ποιμὴν καθοδήγησας πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καὶ μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰατρὸν καὶ ποιμένα, Λουκᾶ τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Ἀρχιερέα λαμπρόν, τὸν βαστάσαντα Χριστοῦ τὰ θεία στίγματα, τὰς ἐξορίας, τὰ δεινά, ἐγκλεισμοὺς ἐν φυλακαῖς, τὰς θλίψεις καὶ τὰ ὀνείδη, τὸν ἒπ ἐσχάτων φανέντα, ἐν Ρωσία νέον Ἅγιον.

Κοντάκιον Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτὶ βαθεία, διωγμοῦ, μακάριε, διο καὶ θάλπος νοητόν, τὸ ἐκ Θεοῦ σὺ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ'. Τὴ Ὑπερμάχω.
Συμφερουπόλεως Λουκᾶν τὸν ἀρχιποίμενα, καὶ ἰατρὸν τὸν ἐπιστήμονα τὸν ἄριστον, οἱ φιλάγιοι ὑμνήσωμεν ἐγκαρδίως, ἐν Ρωσία γὰρ βιώσας ὥσπερ ἄγγελος, ὠμολόγησε Χριστοῦ τὸ θεῖον ὄνομα. Διο κράζομεν, χαίροις πάτερ ἀοίδιμε.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις τῆς Ρωσίας νέος βλαστός, καὶ τῶν θεραπευομένων ὁ προστάτης καὶ βοηθός, χαίροις Ἐκκλησίας Χριστοῦ ὁ Ἱεράρχης, Λουκᾶ ποιμὴν θεοφρον, ἀξιοτίμητε.


------------------------------------------------------------------------------

Οἱ Ἅγιοι Βαρθολομαῖος καὶ Βαρνάβας

 


Ὁ Βαρθολομαῖος ἦταν ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀπόστολους τοῦ Κυρίου καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Ἰνδούς. Ἀλλὰ στὴν Οὐρβανούπολη οἱ εἰδωλολάτρες τὸν σταύρωσαν, καὶ ἔτσι ἔνδοξα τελείωσε τὴν ζωή του μὲ τὸ μαρτύριο.

Ὁ Βαρνάβας ἦταν Ἰουδαῖος Λευΐτης, ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀλλὰ στὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλήμ. Βασικὸς συνεργάτης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ Βαρνάβας, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ, στὴ Ῥώμη, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ στὴ γενέτειρά του Κύπρο.
 Ἐκεῖ λιθοβολήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔκαψαν.

 


Ὁ Βαρνάβας ὑπῆρξε μεγάλη καὶ ἔνδοξη ἐκκλησιαστικὴ φυσιογνωμία, ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὴν φλογερή του πίστη καὶ γιὰ τὴν ἱκανότητά του στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου.

Καὶ οἱ δυὸ Ἀπόστολοι συνέβαλαν κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο στὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Κυρίου, ὅτι «εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ πρώτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον». Δηλαδή, πρέπει σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο σχέδιο νὰ κηρυχθεῖ προηγουμένως τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ εἶναι τὸ κήρυγμα αὐτὸ ἔλεγχος γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲ θὰ πιστέψουν.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεία ὄργανα, τοῦ Παρακλήτου, καὶ ἐκφάντορες, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεδείχθητε θεόπται Ἀπόστολοι, Βαρθολομαῖε τῶν Δώδεκα σύσκηνε, καὶ Βαρνάβα ὡς υἱὸς παρακλήσεως. Ἀλλὰ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὤφθης μέγας ἤλιος τῇ οἰκουμένῃ, διδαγμάτων λάμψεσι, καὶ θαυμασίων φοβερῶν, φωταγωγῶν τοὺς τιμώντάς σε, Βαρθολομαῖε Κυρίου Ἀπόστολε.

ΜεγαλυνάριονΧαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς οἰκονομίας, τοῦ Σωτῆρος οἱ λειτουργοὶ, σὺν Βαρθολομαίῳ, Βαρνάβας ὁ θεόφρων, πνευματικαὶ κινύραι, τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν.


------------------------------------------------------------------------------
 
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ « Ἀδειν»
δηλαδὴ ἡ παράδοση ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τοῦ ὕμνου «Ἄξιον Ἐστίν»

 


Ἡ παράδοση αὐτὴ τοῦ γνωστοῦ ὕμνου « Ἄξιον Ἐστίν» ἔγινε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο σὲ κάποιο κελλὶ τῆς Μονῆς Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ποὺ ἐπονομάζεται « Ἄξιον Ἐστίν», ἡ δὲ τοποθεσία ὀνομάζεται « Ἄδειν».

Ὁ δὲ Ἄγγελος, ποὺ παρέδωσε τὸν ὕμνο αὐτὸ σὲ κάποιο μοναχό, ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ.

Τὸ παρακάτω ἱστορικὸ γράφηκε ὡς ὑπόμνημα ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Σεραφεὶμ τὸν Θυηπόλο τὸ 1548 (ἀπὸ κτίσεως κόσμου 7056) ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ διέσωσε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.


Κατὰ τὴ Σκήτη τοῦ Πρωτάτου, ποὺ βρίσκεται στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους – στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ κατιόντος χειμάρρου τοῦ Λιβαδογένη, κάτω ἀπὸ τὴ ρωσικὴ Σκήτη τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα - ἐκεῖ κοντὰ στὴν τοποθεσία τῆς Ι. Μονῆς Παντοκράτορος, εἶναι ἕνας λάκκος (χαράδρα) μεγάλος ποὺ ἔχει διάφορα Κελλιά.

Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ Κελλιὰ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, κατοικοῦσε ἕνας ἐνάρετος Ἱερομόναχος γέροντας μὲ τὸν ὑποτακτικό του. Ἐπειδὴ δὲν συνηθίζονταν νὰ γίνεται ἡ καθιερωμένη ἀγρυπνία κάθε Κυριακὴ στὴν παραπάνω Σκήτη τοῦ Πρωτάτου, κατὰ τὸ ἑσπέρας ἑνὸς Σαββάτου θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ πάει στὴν ἀγρυπνία λέγει στὸν ὑποτακτικὸ :

- Ἐγὼ Τέκνο μου θὰ πάω νὰ ἀκούσω τὴν ἀγρυπνία ὡς συνήθως. Ἐσὺ μεῖνε στὸ κελὶ καὶ ἀνάγνωσε τὴν ἀκολουθία σου. Καὶ ἔτσι ἔφυγε.

Ἀφοῦ ἦρθε τὸ βράδυ, ἀκούει ὁ ὑποτακτικὸς νὰ χτυπάει κάποιος τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ. Πῆγε, τὴν ἄνοιξε καὶ βλέπει κάποιον ξένο καὶ ἄγνωστο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ παρακάλεσε, μπῆκε καὶ ἔμεινε ἐκείνη τὴ βραδιὰ στὸ κελλί.

Τὴν ὥρα τοῦ ὄρθρου σηκώθηκαν καὶ ἔψαλλαν καὶ οἱ δύο τὴν ἀκολουθία. Ὅταν ὅμως ἦλθαν στὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, ὁ ὑποτακτικὸς ἔψαλλε ἕως τέλους τὸ συνηθισμένο καὶ παλαιὸ ὕμνο τοῦ Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ, ἐνῷ ὁ ξένος μοναχὸς στάθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ περισσὴ εὐλάβεια καὶ φόβο κάνοντας ἄλλη ἀρχὴ τοῦ ὕμνου τὸν ἔψαλλε μελιρρύτως ὡς ἑξῆς: « Ἄξιον ἐστὶν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον, καὶ παναμώμητον, καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Μετὰ ἐπισύναψε καὶ τὴν Τιμιωτέραν μέχρι τέλους.


Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ ὑποτακτικὸς ἐνθουσιάστηκε ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὸ νέο ὕμνο ἀφετέρου γιὰ τὴν κατὰ κάποιο τρόπο Ἀγγελοειδῆ φωνὴ καὶ οὐράνιο μελῳδία ποὺ ἄκουσε καὶ λέει πρὸς τὸν ξένο μοναχό:

- Ἐμεῖς μόνο τὴν Τιμιωτέρα ψάλλουμε. Τὸ Ἄξιον Ἐστίν, δὲν τὸ ἔχουμε ἀκούσει ποτέ, οὔτε ἐμεῖς ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ πρωτύτεροι ἀπό μᾶς. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, κάνε ἀγάπη καὶ γράψε σὲ μένα τὸν ὕμνο αὐτὸ γιὰ νὰ τὸν ψάλλω καὶ ἐγὼ στὴν Θεοτόκο.

- Φέρε μου μελάνι καὶ χαρτὶ γιὰ νὰ γράψω τὸν ὕμνο, τοῦ εἶπε ὁ ξένος μοναχός.

- Δὲν ἔχω οὔτε μελάνι, οὔτε χαρτὶ ,εἶπε ὁ ὑποτακτικός. Τότε ὁ ξένος μοναχὸς εἶπε:

- Φέρε μου μία πλάκα .

Ὁ ὑποτακτικὸς πῆγε τότε καὶ ἔφερε (μάλιστα λέγεται ὅτι ἡ πλάκα αὐτὴ ἦταν ἀπὸ τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ κάτι ποὺ εἶναι πολὺ πιθανόν). Τὴν πῆρε λοιπὸν ὁ ξένος, καὶ ἔγραψε πάνω σ’ αὐτὴν μὲ τὸ δάκτυλό του τὸν παραπάνω ὕμνο, τὸ Ἄξιον Ἐστίν. Κι ὦ τοῦ θαύματος!!! Τὰ γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιὰ πάνω στὴν σκληρὴ πλάκα σὰν νὰ γράφηκαν σὲ μαλακὸ πηλό.

Καὶ ποιὸς νὰ περιγράψει τὴν ἔκπληξη τοῦ ὑποτακτικοῦ ποὺ βρέθηκε μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο γεγονός, ὁ ὁποῖος δίκαια στάθηκε ἐμβρόντητος καὶ παράλαβε τὴν πλάκα ἀπὸ τὸν ξένο. Μετὰ εἶπε ὁ ξένος στὸν ὑποτακτικό:

- Ἀπὸ σήμερα καὶ στὸ ἑξῆς ἔτσι νὰ ψάλλετε αὐτὸ τὸν ὕμνο καὶ ἐσεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν Κυρία ἡμῶν Θεοτόκο. Καὶ μετὰ ἐξαφανίστηκε. Ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἀγγελικὸ αὐτὸ ὕμνο στὴν ἀνθρωπότητα.

Ὁ ὑποτακτικὸς μοναχὸς δοκιμάζοντας ἔκπληξη στὴν ἔκπληξη καὶ χαρὰ στὴν χαρά, προσκύνησε τὸν τόπο ὅπου στάθηκε ὁ Ἄγγελος καὶ ξεφώνησε: «Νῦν εἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν Ἄγγελο Αὐτοῦ» καὶ ἀτενίζοντας τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου «Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περί σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ, Δέσποινά μου Μαρία».

Ἀφοῦ ἐπέστρεψε καὶ ὁ Γέροντας ἀπὸ τὴν Ἀγρυπνία στὸ κελλί, ἄρχισε ὁ ὑποτακτικὸς νὰ τοῦ διηγεῖται τὰ συμβαίνοντα καὶ νὰ τοῦ ψάλλει τὸ Ἄξιον Ἐστίν, ὅπως τοῦ παρήγγειλε ὁ Ἄγγελος καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔδειξε καὶ τὴν πλάκα μὲ τὰ ἀγγελοχάρακτα γράμματα. Ὁ Γέροντας ἀκούγοντας καὶ βλέποντας ὅλα αὐτά, ἔμεινε ἐκστατικὸς ἀπέναντι στὸ θαῦμα αὐτό.

Πῆραν καὶ οἱ δύο τὴν ἀγγελοχάρακτη πλάκα καὶ πῆγαν στὸ Πρωτᾶτο. Τὴν ἔδειξαν στὸν Πρῶτο ἀλλὰ καὶ στοὺς Γέροντες τῆς Κοινῆς Σύναξης καὶ τοὺς διηγήθηκαν ὅλα τὰ γενόμενα. Αὐτοὶ δόξασαν τὸ Θεὸ καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Κυρία Θεοτόκο γιὰ τὸ ἐξαίσιο αὐτὸ Θαῦμα. Ἀμέσως ἔστειλαν τὴν πλάκα στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν Αὐτοκράτορα ἀφοῦ τοὺς ἔγραψαν καὶ γράμματα ποὺ ἐξιστοροῦσαν ὅλη τὴν ὑπόθεση τοῦ γεγονότος.

Ἀπὸ τότε καὶ μετὰ ὁ Ἀγγελικὸς αὐτὸς ὕμνος διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη καὶ ψάλλεται στὴ Θεομήτορα ἀπὸ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους.

Ἡ δὲ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ποὺ βρισκόταν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Κελλίου στὸ ὁποῖο ἔγινε αὐτὸ τὸ Θαῦμα, μὲ κοινὴ ἀπόφαση τῶν Πατέρων ἀποφασίσθηκε νὰ μεταφερθεῖ στὸ Ι. Βῆμα τοῦ Πρωτάτου. Ἔτσι ἀφοῦ συνήχθησαν πολλοὶ Πατέρες, ἔκαναν μία μεγαλειώδη λιτανεία (κρατώντας κεριά, προσφέροντας θυμιάματα, καὶ θείους ὕμνους) ὅπως ἅρμοζε στὴν περίπτωση καὶ ἀφοῦ πῆγαν στὸ κελλὶ ὅπου εἶχε λάβει χώρα τὸ Θαῦμα προσκύνησαν τὴν ἐν λόγῳ Ἱερὰ Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος. Στὴ συνέχεια τὴν λιτάνευσαν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου. Ὅταν ἔφθασαν στὸν Ναὸ τὴν ἀπέθεσαν στὸν κυρίως Ἱερὸ Ναὸ καὶ στὴ συνέχεια τέλεσαν ἀγρυπνίας εἰς δόξα καὶ τιμὴ τῆς Θεομήτορος καὶ τοῦ Ὑπηρέτη Αὐτῆς Μεγίστου Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Μετὰ ἀφοῦ τὴν ἔλαβαν σὰν τίμιο ἁγίασμα, χρυσοπορφύρωτο κιβωτὸ καὶ τιμαλφέστατο θησαυρό, μὲ τὴν δέουσα τιμὴ καὶ εὐλάβεια τὴν εἰσήγαγαν στὸ Ι. Βῆμα σύμφωνα μὲ τὴν προσυμφωνηθεῖσα ἀπόφαση καὶ τὴν ἐνθρόνισαν στὸ Ἱερὸ σύνθρονο τοῦ Ἁγίου Βήματος πίσω ἀπὸ τὴν Ἅγια Τράπεζα, ὅπου βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα, σὰν σὲ θρόνο βασιλικό.

Ἀπὸ τότε ἡ Ἱερὰ αὐτὴ Εἰκόνα πῆρε τὴν ὀνομασία τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου «Ἄξιον Ἐστίν», ἂν καὶ ἀρχικὰ εἶχε ἄλλη ὀνομασία, ἐπειδὴ μπροστὰ στὴν εἰκόνα αὐτὴ ψάλθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ὁ ὕμνος αὐτός. Τὸ κελλὶ πῆρε τὴν ἐπωνυμία «Ἄξιόν Ἐστι» ἐνῷ ὁ λάκκος ( ἡ τοποθεσία) ποὺ βρίσκεται τὸ κελλὶ ὀνομάζεται ἀπὸ ὅλους μέχρι σήμερα «Ἄδειν» (δηλαδή, ψάλλειν), ἐπειδὴ ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ψάλθηκε ὁ ἀγγελικὸς καὶ Θεομητροπρεπὴς αὐτὸς ὕμνος.

Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι παλαιὸ καὶ ἔγινε τὸ 980 μ.Χ. (6488 ἔτη ἀπὸ κτίσεως κόσμου) ἐπὶ τῆς Βασιλείας Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου τῶν αὐταδέλφων ποὺ ὀνομαζόντουσαν καὶ Πορφυρογέννητοι, υἱῶν τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ νέου καὶ ἐπὶ πατριαρχίας Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργου.

Τὸ ὅτι ὁ Ἄγγελος ποὺ φάνηκε ὡς ξένος μοναχὸς ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, μαρτυρεῖ καὶ τὸ βιβλίο τοῦ μηναίου κατὰ τὴν ἑνδεκάτη Ἰουνίου ὡς ἑξῆς: «Τῆ αὐτῆ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν».

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατέρων ἀθροίσθητε, πᾶσα τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ, τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται διό ὡς Θεοτόκον ἀεὶ ταύτην δοξάζομεν


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος μαζὶ μὲ ἄλλους τέσσερις

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὁ θαυματουργὸς ὁ ἐν Λεμεσῷ

 


O Ὅσιος Βαρνάβας ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ Βάσα. Σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις τῶν κατοίκων τῆς Βάσας καὶ τὴν ἀκολουθία του, ἀσκήτεψε σὲ μία σπηλιὰ ποὺ βρίσκεται στὰ δυτικά του χωριοῦ καὶ στὴ ρίζα ἑνὸς πέτρινου γκρεμοῦ ἀπὸ ἄσπρα ὑδατώδη πετρώματα.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα Βάσεων πόλις, θείαν λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγᾶς τῶν ἰάσεων, καὶ διασῴζουσαν πᾶν τᾶς ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας, πάτερ, ἐκ πίστεως Βαρνάβα ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης Τσί-Σοὺνκ (Κινέζος) καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες: Τατιανὴ ἡ Πρεσβυτέρα του, Ἡσαΐας καὶ Ἰωάννης οἱ γιοί του, Μαρία ἡ νύφη του καὶ ἄλλοι 222 Κινέζοι Μάρτυρες

 


Στὴ δύση τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ., στὴ Κίνα, ἀναπτύσσετε τὸ κίνημα τῶν Μπόξερ ποὺ ἀποτελούταν ἀπὸ ξενόφοβους συντηρητικοὺς ἀριστοκράτες ποὺ ἐναντιώνονταν σὲ ὁτιδήποτε νέο καὶ ἐκσυγχρονιστικό. Οἱ Μπόξερ, ἔπνιγαν στὸ αἷμα κάθε ἀντίδραση καὶ ζητοῦσαν τὴν ἔξωση ὅλων τῶν ξένων ποὺ ζοῦσαν στὴν Κίνα, στοὺς ὁποίους κατὰ τὴν γνώμη τοὺς ὀφειλόταν κάθε κακὸ ποὺ συνέβη σ' αὐτή.

Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὴν πρώτη καὶ κύρια θέση στὸ διωγμὸ ποὺ ἐπέβαλαν οἱ Μπόξερ. Στὶς 11 Ἰουνίου τοῦ 1900 μ.Χ., στὸ Πεκίνο, μία πομπὴ μὲ Μπόξερ, ξεκίνησε μὲ ἀναμμένους δαυλούς, ὑψώνοντας στὰ χέρια τὰ εἴδωλα τῶν πατροπαράδοτων θεῶν τῆς κινέζικης φυλῆς καὶ κρατώντας θυμιατήρια γιὰ νὰ τοὺς θυμιάσουν οἱ χριστιανοί, ἀρνούμενοι τὴν «ξενόφερτη» πίστη τους. Ἡ πίεση ἦταν ἀφόρητη καὶ τὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν φρικτά. Πολλοὶ δυστυχῶς κάμφθηκαν καὶ ἔκαιγαν θυμίαμα γιὰ νὰ σώσουν τὴ ζωή τους. Ἄλλοι ὅμως ὁμολογοῦσαν θαρραλέα τὴν πίστη τους στὸ Χριστό.

Ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Μητροφάνης Τσὶ-Σούνγκ, ὁ πρῶτος Κινέζος ὀρθόδοξος ἱερέας ποὺ εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἰαπωνίας. Στὴν ἀρχή, οἱ Μπόξερ ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν βάναυσα μὲ γροθιὲς στὸ στῆθος. Ἔσφαξαν μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ τὴν πρεσβυτέρα τοῦ Τατιανὴ καὶ τὸν 23χρονο γιὸ τῆς Ἠσαΐα, ἐνῶ ἔκοψαν τὴ μύτη, τὰ αὐτιὰ καὶ τὰ δάκτυλα τῶν ποδιῶν τοῦ μικρότερου γιοῦ του, Ἰωάννη. Τέλος ἐκτέλεσαν καὶ τὸν Ἅγιο Μητροφάνη.

Λίγο ἀργότερα, ἔφτασε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ ἡ νύφη τοῦ Μητροφάνη, Μαρία, μνηστὴ τοῦ μάρτυρα πιὰ Ἠσαΐα, 19 ἐτῶν, ἐπιθυμώντας νὰ πεθάνει μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ μνηστήρα της. Οἱ Μπόξερ, ἀφοῦ τὴν βασάνισαν τὴν σκότωσαν καὶ αὐτή.

Ἀπὸ τοὺς περίπου χίλιούς της ἐνορίας τοῦ Πεκίνου, οἱ τριακόσιοι χάθηκαν στὰ αἱματηρὰ γεγονότα τῆς 11ης Ἰουνίου 1900 μ.Χ., ἐκ τῶν ὁποίων 222 ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν ἁγίων της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο "Συναξάριον Ὀρθοδόξων Κινέζων Μαρτύρων", τοῦ Γεωργίου Ε. Πιπεράκη, Ἀθῆναι 1997.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α' Χορὸς ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὧν τῆς δόξης, θυσίαν λογικὴν καὶ τὸ ἄμωμον θύμα, ἀθλήσεως στάδιον, σεαυτὸν προσενήνοχας σὺν ποιμνίω σου, πάτερ Τσὶ-Σοὺνγκ ἐν Πεκίνω, ὅθεν πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνούντων τὴν παντιμον μνήμην σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος β'.
Καὶ τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος τὴν πράξη εὖρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν• δὶ' ἰ πίστει ἐνήθλησας ἐν Πεκίνω, μέχρις αἵματος, ἱερομάρτυς Τσὶ-Σούνγκ. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.

Μεγαλυνάριον 
Ἦχος γ'
Χαίροις τοῦ Πεκίνου ἱερουργὸς σὺν τῷ σῶ ποιμνίω, μαρτυρήσας πανευκλεῶς, δυσσεβοὺς τυράννου, τὰς μηχανᾶς συνθλίψας, δυνάμει τοῦ Κυρίου, πάτερ Μητρόφανες.

Ένας Άγγελος σε Θεία Λειτουργία

Ένας Άγγελος σε Θεία Λειτουργία

Κάποιος ιερεύς, σε μία αγρυπνία, και ενώ είχε αρχίσει την Προσκομιδή, δυσκολευόταν, τρόπον τινά, με μόνο το φως ενός κεριού να διαβάζει τα ονόματα.
Ξαφνικά, διαπίστωσε ότι το φως του κεριού, πού ήταν παραπλεύρως, όλως περιέργως, έγένετο πιο δυνατό! Και τότε αναρωτήθηκε:
-Πώς είναι δυνατόν; Πώς φέγγει περισσότερο τώρα το κερί;
Κι όπως γύρισε το κεφάλι του, βλέπει να στέκεται μπροστά του στα τρία τέσσερα μέτρα με πολύ σεβασμό και ευλάβεια ένας Άγγελος.
Στην αρχή απολιθώθηκε, μαρμάρωσε στη θέση του και έκανε αρκετή ώρα να συνέλθει. Αλλά ή παρουσία του Αγγέλου, του γλύκανε την ψυχή κατά τέτοιον τρόπον, ώστε ή κατάνυξης μέσα του να αυξηθεί πολύ, να απόκτηση ή ψυχή του πολύ μεγάλη γλυκύτητα, μία, τρόπον τινά, ένωση με την παρουσία του αγίου Αγγέλου. Και παρόντος του αγίου Αγγέλου, τελείωσε την ιερά Πρόθεσι, είπε το «Ευλογημένη ή βασιλεία…» και άρχισε τη Θεία Λειτουργία.
Ο Άγγελος ήταν πάντοτε παρών, μέχρι πού τελείωσε και την Κατάλυση.
Ο ιερεύς δεν μπορούσε να συγκράτηση την συγκίνηση του, την κατάνυξη και το δέος, πού τον είχε καταλάβει μπροστά σ’ αυτήν την παρουσία, διότι ήταν ένα γεγονός, πού του συνέβαινε πρώτη φορά στη ζωή του. Άλλωστε, αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν, δεν ξέρω! πιθανόν να κάνω λάθος, μια-δύο φορές στη ζωή ενός ευλαβούς και ταπεινού ιερέως.
Ασφαλώς όμως θα υπάρχουν κι άλλοι άγιοι ευλαβέστατοι και χαριτωμένοι κληρικοί παντός βαθμού, πού έχουν θεϊκές αποκαλύψεις κάπως πιο συχνά! Ό Θεός γνωρίζει…
Ο παππούλης, παρέμεινε στη θέση του. Δεν ξεντύθηκε, κάθισε σε μια καρέκλα μέσα στο ιερό Βήμα και συνεχώς έκλαιγε. Έκλαιγε και δεν μπορούσε να συνέλθη από την κατάνυξη, το δέος και την συντριβή πού ένιωθε.
Έτσι παρέμεινε για ώρα πολλή απολαμβάνοντας με συγκίνηση και ταπείνωση όσα βίωσε στη Θεία Λειτουργία με την παρουσία του άγιου Αγγέλου.
Ό διακριτικός και άγιος Γέροντας του με διαβεβαίωσε για την αλήθεια του γεγονότος.
Από τότε ή πίστης του ιερέως αυτού έγινε βράχος ακλόνητος, αυτός δε με πολύ δέος στην καρδιά λειτουργούσε πλέον τα πανάχραντα Μυστήρια.

Εορτή των Αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα

Εορτή των Αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα

Γιορτάζουμε σήμερα 11 Ιουνίου, ημέρα μνήμης των Αγίων Αποστόλων Βαρθολομαίου και Βαρνάβα.
Ο Βαρθολομαίος ήταν από τους δώδεκα Απόστολους του Κυρίου και κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς στους οποίους και παρέδωσε το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο. Αλλά στην Ουρβανούπολη οι ειδωλολάτρες τον σταύρωσαν, και έτσι ένδοξα τελείωσε τη ζωή του με το μαρτύριο.
Ο Βαρνάβας (ο και Iωσής ονομαζόμενος) ήταν Ιουδαίος Λευίτης, από την Κύπρο και στα χρόνια των Αποστόλων κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ.
Βασικός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου ο Βαρνάβας, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χρίστου στην Ιερουσαλήμ, στη Ρώμη, στην Αλεξάνδρεια και στη γενέτειρά του Κύπρο.
Εκεί λιθοβολήθηκε από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες, και στη συνέχεια τον έκαψαν (Σαλαμίνα, Κύπρος).Τα άγια λείψανα του, συνέλεξε ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος, και τα τοποθέτησε μέσα σε σπήλαιο.
Παλαιά παράδοση αναφέρει ότι ο Βαρνάβας ενταφιάσθηκε με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, το οποίο και είχε αντιγράψει με τα χέρια του και το οποίο προσπάθησε να κάνει γνωστό «πάσει τη κτίσει».
Ο Βαρνάβας υπήρξε μεγάλη και ένδοξη εκκλησιαστική φυσιογνωμία, που διακρίθηκε για τη φλογερή του πίστη και για την ικανότητα του στο κήρυγμα του θείου λόγου.
Και οι δυο Απόστολοι συνέβαλαν κατά τον καλύτερο τρόπο στην εκπλήρωση της προφητείας του Κυρίου, ότι «εις πάντα τά έθνη δεί πρώτον κηρυχθήναι τό ευαγγέλιον» (Μάρκ., ιγ'10).
Δηλαδή, πρέπει σε όλα τα έθνη, σύμφωνα με το θείο σχέδιο να κηρυχθεί προηγουμένως το Ευαγγέλιο, για να είναι το κήρυγμα αυτό έλεγχος για εκείνους που δε θα πιστέψουν.
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεία όργανα, τού Παρακλήτου, καί εκφάντορες, τού Θεού Λόγου, ανεδείχθητε θεόπται Απόστολοι, Βαρθολομαίε τών Δώδεκα σύσκηνε, καί Βαρνάβα ως υιός παρακλήσεως. Αλλά αιτήσασθε, Χριστόν τόν Θεόν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ημίν τό μέγα έλεος.

Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω «άδειν»: η παράδοση από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ του ύμνου «Άξιον Εστίν»

+ ήσας Γαβριήλ πριν το Xαίρε τη Kόρη,
άδεις δε και νυν, άξιόν σε υμνέειν.
H Σύναξις αύτη και εορτή του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ηκολούθησεν εν τω Aγίω όρει του άθω, εις ένα κελλίον του Mοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζόμενον «άξιόν εστιν», εν τόπω καλουμένω άδειν. Ηκολούθησε δε, διά το εξής ρηθησόμενον θαύμα. Kατά την Σκήτιν του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Kαρεάς, εκεί πλησίον εν τη τοποθεσία της Iεράς Mονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Eις ένα λοιπόν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι τιμώμενον της Kυρίας Θεοτόκου της Kοιμήσεως, εκατοίκει ένας Iερομόναχος γέρων και ενάρετος, μετά άλλου υποτακτικού. Eπειδή δε ήτον συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Kυριακήν εις την ρηθείσαν Σκήτιν του Πρωτάτου, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλωντας να υπάγη ο προρρηθείς γέρωντας εις την αγρυπνίαν, λέγει τω μαθητή αυτού.
Tέκνον, εγώ μεν, υπάγω διά να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες. Συ δε, μείνον εις το κελλίον, και ως δύνασαι ανάγνωθι την Aκολουθίαν σου. Kαι ούτως απήλθεν. Aφ’ ου δε η εσπέρα επέρασεν, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου. O δε αδελφός έδραμε και την άνοιξε, και βλέπει ότι ήτον ξένος Mοναχός, αγνώριστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών, έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην. Eν τη ώρα δε του όρθρου αναστάντες, έψαλλον και οι δύω την Aκολουθίαν. όταν δε ήλθον εις την Tιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Mοναχός, έψαλε μόνον «Tην τιμιωτέραν των Xερουβίμ» και καθεξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Aγίου Kοσμά του ποιητού. O δε ξένος εκείνος Mοναχός, κάμνωντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλεν ούτως· «άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Mητέρα του Θεού ημών». Eίτα εσύναψεν ομού και την Tιμιωτέραν άχρι τέλους.
Aκούσας δε τούτο ο εντόπιος Mοναχός, εθαύμασε, και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον. Hμείς μόνον ψάλλομεν «Tην τιμιωτέραν», το δε «άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι προτίτεροι από ημάς. Aλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην, και γράψον και εις εμένα τον ύμνον αυτόν, διά να τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. O δε αποκριθείς, φέρε μοι, του είπε, μελάνι και χαρτί, διά να τον γράψω. Kαι ο εντόπιος, δεν έχω, του λέγει, ούτε μελάνι, ούτε χαρτί. O δε φαινόμενος ξένος, φέρε μου, του είπε, μίαν πλάκα. O δε Mοναχός δραμών, εύρε πλάκα, και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «άξιόν εστι». Kαι ω του θαύματος! τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληράν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις κηρί απαλώτατον.
Eίτα λέγει τω αδελφώ. Aπό του νυν και εις το εξής, ούτω να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Oρθόδοξοι. Kαι ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος. ήτον γαρ άγιος άγγελος απεσταλμένος υπό Θεού, διά να αποκαλύψη τον Aγγελικόν ύμνον τούτον, και τη Mητρί του Θεού πρεπωδέστατον. Mάλλον δε, ήτον ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, ως δηλούται τούτο διά του ανωτέρω γεγραμμένου εν τοις Mηναίοις, κατά την παρούσαν ημέραν, ήτοι του «η Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω άδειν». Oι γαρ τότε Πατέρες ετέλουν Σύναξιν και εορτήν και Λειτουργίαν κάθε χρόνον εν τω ρηθέντι κελλίω του «άδειν», εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες τον Aρχάγγελον Γαβριήλ, όστις, καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Eυαγγελιστής, έτζι υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.
     Aφ’ ου δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο γέρωντας, και εμβήκεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλλη το «άξιόν εστι», καθώς ο άγγελος αυτώ επαρήγγειλε, και ακολούθως δείχνει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα, με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. O δε ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός διά το τοιούτον θαυμάσιον. Kαι λοιπόν λαβόντες και οι δύω την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, επήγαν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν είς τε τον Πρώτον του Aγίου όρους, και εις τους λοιπούς Γέροντας της κοινής Συνάξεως, εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα. Oι δε δοξάσαντες τον Θεόν ομοφώνως, και ευχαριστήσαντες την Kυρίαν ημών Θεοτόκον διά το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Kωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς διά γραμμάτων, άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου τερατουργήματος.
Aπό τότε δε και ύστερον, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος, διεδόθη εις όλην την οικουμένην, διά να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους Oρθοδόξους, έως και από αυτά τα παιδάρια. H δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκομένη εις την Eκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους Πατέρας του Aγίου όρους εις την μεγαλοπρεπή Eκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται έως της σήμερον, ενθρονιασμένη επάνω του ιερού συνθρόνου εντός του Aγίου Bήματος. Eπειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης, εψάλθη πρώτον υπό του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Tο δε κελλίον εκείνο, έλαβε την επωνυμίαν να ονομάζεται, άξιόν εστι. Kαι ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως της σήμερον, άδειν, ο εστι ψάλλειν, διά το να εψάλθη πρώτον εις αυτόν, ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος. Το ότι το Συναξάριον τούτο, έγραψεν ο Πρώτος του Aγίου όρους Σεραφείμ ονομαζόμενος, προ χρόνων ήδη 256. έστι δε παλαιόν το θαύμα, ως εκ του εν τοις Mηναίοις ανωτέρω γεγραμμένου τούτο δηλούται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Απολυτίκιον. ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Πατέρων αθροίσθητε, πασά του άθω πληθύς, πιστώς εορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, και φαιδρώς αλαλάζοντες, πάντες εν ευφροσύνη, του Θεού γαρ η Μήτηρ, νυν παρά του Αγγέλου, παραδόξως υμνείται διό ως Θεοτόκον αεί ταύτην δοξάζομεν.

H θαυμαστή ιστορία ενός αντιγράφου της εικόνας «Άξιον Εστίν»
Με την ευκαιρία του φετεινού εορτασμού της θαυματουργής εικόνας του Πρωτάτου «Άξιον Εστίιν», αναφέρουμε τη θαυμαστή ιστορία ενός αντιγράφου της, που υπήρχε στη Μικρά Ασία και μεταφέρθηκε μετά την καταστροφή από τους πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Στα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως του  1821, λίγο πριν τη μεγάλη καταστροφή της Χίου, το νησί λεηλατήθηκε από τους Τούρκους που ερήμωσαν τα πλούσια μοναστήρια του. Προσπα­θώντας να γλυτώσουν δυο Έλληνες συνάντησαν ένα Τούρκο, που τους πρόσφερε μια εικόνα, λέγοντας: «Πάρετε αυτή τη Μεριέμ» (οι Τούρκοι αποκαλούν την Παναγία Μεριέμ, δηλαδή Μαρία). Φοβισμένοι οι Έλληνες έμειναν διστακτικοί, για να ακούσουν άπ τον Τούρκο: «Προσπάθησα μ΄ένα τσεκούρι να κομματιάσω την εικόνα, για να βάλω τα σανίδια στη φωτιά. Το τσεκούρι έπεσε πολλές φορές πάνω στην εικόνα, αλλά η εικόνα δεν έπαθε τίπο­τε. Κοίταξα καλά την εικόνα και είδα το εικονιζόμενο πρόσωπο να μου χαμογελά. Κατάλαβα ότι η πίστη σας είναι μεγάλη και ότι η εικόνα αυτή δεν πρέπει να καταστραφεί. Πάρετε την εικόνα και να την βάλετε στην εκκλησία σας». Συγκινημένοι οί έλληνες σταυροκοπήθηκαν, ασπάσθηκαν την εικόνα της ελεούσης, την έκρυψαν σ’ ένα σακκί και ξεκίνησαν για την πατρίδα τους, το Ρεϊζδερέ Μικράς Ασίας.
Η εικόνα τοποθετήθηκε στον ναό της μονής του Αγίου Νικο­λάου, όπου «γρήγορα έγινε η παρηγοριά των δυστυχισμένων, ο γιατρός των ασθενών και η σκέπη των κατατρεγμένων». από τότε, «ο γιατρός και τα φάρμακα για τους Ρεϊζδερινούς ήταν η Ελεούσα. Κάθε μεγάλη ανάγκη τους εύρισκε γονατισμένους μπροστά στην εικόνα Της να ζητούν βάλσαμο για τον πόνο τους και δύναμη για τις συμφορές τους… η πίστη η βαθειά και η απέ­ραντη στη δύναμη Της, έδωσε υγεία σε πολλούς». Σύντομα η φήμη της θαυματουργής εικόνας ξεπέρασε τα όρια του Ρεϊζδερέ και «από  παντού έτρεχαν να ζητήσουν το έλεος και την προστα­σία της». Το μοναστήρι και η εικόνα είχαν γεμίσει από πλούσια αφιερώματα και «χιλιάδες πιστών συνέρρεαν κάθε χρόνο στις 11 Ιουνίου, ημέρα εορτής», για να τιμήσουν τη μνήμη Της. Τότε γίνο­νταν πολλά θαύματα σε άρρωστους. Μεταξύ των πολλών θαυ­μάτων μεταφέρουμε ένα:
«Κάποια γυναίκα άρρωστη, που είχε ακούσει για τα θαύματα της Ελεούσας, παρακάλεσε την Παναγία να γίνει καλά και να προσφέρει αφιέρωμα τα βραχιόλια της. Πράγματι έγινε καλά. Η μεγάλη απόσταση όμως τού τόπου της από το Ρεϊζδερέ και η δυσκολία μετακινήσεως την εποχή εκείνη την εμπόδισαν να πραγ­ματοποιήσει την υπόσχεση της. Δεν έπαυε όμως να σκέπτεται την υποχρέωση της απέναντι της Παναγίας. Με μεγάλη κατάπληξη όμως είδε κάποια μέρα ότι τα βραχιόλια της έλειπαν. Υπέθεσε ότι της τα έκλεψαν. Αποφάσισε όμως να πάει στο μοναστήρι και ν’ αναπληρώσει με χρήματα την αξία των άφιερωθέντων. όταν έφθασε, ανέφερε το γεγονός στην ηγουμένη και εκείνη την οδήγη­σε μπροστά στην εικόνα να δει δύο βραχιόλια, που, κατά μυστη­ριώδη τρόπο, είχαν βρεθεί πριν από μερικές μέρες μαζί με τ’ άλλα αφιερώματα.
Μ’ έκπληξη είδε ότι ήταν τα δικά της. η Παναγία είχε εκπληρώσει την επιθυμία της πιστής γυναίκας».Οι, πιστοί κάτοικοι του Ρεϊζδερέ δεν αποχωρίσθηκαν την «Παναγία τους», ούτε στο πρώτο διωγμό του 1914, όπου πήγαν στη Χίο και επέστρεψαν, ούτε στον φοβερό τού 1922. Μέσα στη σφαγή έκρυψαν την εικόνα στο φούρνο ενός Μπαρούμα, ο όποιος, με κίνδυνο της ζωής του, την έσωσε. Ο Μπαρούμας έγινε κατόπιν μοναχός στο Άγιον Όρος, όπου και έκοιμήθη. Η εικόνα υστέρα από πολλές περιπέτειες έφθασε στη Χίο και κατόπιν στη Λήμνο. Μεταφέροντας το πλοίο την εικόνα, με κατεύθυνση την Κρήτη, πέρασε από τα παράλια του Αγίου όρους. Μαθαίνοντας οι μοναχοί για την εικόνα, εξήλθαν προς προϋπάντηση και θέλη­σαν να την κρατήσουν, αλλά η μεγάλη ευλάβεια των Ρεϊζδεριανών την ήθελε κοντά τους, στην Ιεράπετρα της Κρήτης.
Έγινε κι εδώ παρηγοριά και σκέπη των προσφύγων αλλά σύντομα και των ντόπιων κατοίκων. «Λατρεύτηκε με θέρμη καί πάθος». Αγαπήθηκε απ΄όλους τους κατοίκους της Ιεράπετρας. Όλοι όσοι την παρακάλεσαν, δέχθηκαν πλούσια τη χάρη της. Πολλά θαύματα έκανε». Η αγάπη των πιστών έκτισε προς τιμήν της Ελεούσας περικαλλή ναό.  Η ιστορία της εικόνας αυτής είναι ένα ακόμη τεκμήριο της ευσέβειας τού μικρασιατικού λαού, της χάριτος των αγίων εικόνων και της παρουσίας της Θεοτόκου στις ανάγκες των τέκνων της.    

«Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, ΤΩΡΑ ΘΑ ΜΑΣ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙ ΠΑΛΙ Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ



«Γιατί θα μου πείτε καλά, αφού είμεθα τέτοιοι πώς φτάσαμε σ΄ αυτά τα χάλια και εγίναμεν μικροί και εγίναμεν ελάχιστοι και εγίναμεν ευτελείς ; Ναι, πράγματι είναι έτσι. Αλλά να, δεν τα καταφέραμεν, τόσον εμείς, όσον και λίγο παραπάνω οι πρόγονοί μας, αμέλησαν. Και βλέπετε ; ……… Ο παλαιός Ισραήλ, όταν έμεναν κοντά στον Θεόν ακόμα, όταν τους ανείχετο και έκαναν και κείνοι λάθη σαν εμάς, τους επαίδευσεν επτάκις. Και εβδομήντα χρόνια ήσαν αιχμάλωτοι. Και μετά τους επανέφερε. Εμείς, ο νέος Ισραήλ, φταίξαμε.Και παιδευθήκαμε εβδομηκοντάκις επτά. Κανόνας ειν΄ αυτός. Ελειτούργησεν ο Πνευματικός Νόμος. Ο Πνευματικός Νόμος είναι ο κώδικας της Θείας Δικαιοσύνης, δι΄ ου ο πανσθενουργός Θεός Λόγος διοικεί το Σύμπαν και ειδικά τον λαό του. Λοιπόν, τώρα, να είστε βέβαιοι ότι κατά τις συγκρίσεις κατά προσέγγισιν και ταις γνώμαις των Πατέρων μας και την Αποκάλυψη, ετελείωσεν ο Κανόνας, η παιδεία, για ταις αμαρτίαις μας και τώρα θα μας επισκεφθεί πάλιν η φιλανθρωπία Του, να μας βάλει στην τροχιάν που μας ανήκει. Και άρα πάλι η πρώτη θέσις μας είναι πάλιν η Ιεραποστολή. Κατεπλανημένα έθνη τα οποία σήμερα χάθηκαν και χάνονται, περιμένουν με …. και φωνήν και οδύνην και ζητούν προσανατολισμόν και φως. Από πού θα βγει ; Σ΄ αυτήν την χώραν, σ΄ αυτήν την φυλήν κάθεται η αλήθεια. Και πρέπει από δω πάλιν να βγει. Για κοιτάξετε μήπως ήλθεν η ώρα της Ιεραποστολής. Εγώ πιστεύω, ότι αν και είμεθα καταβαλλόμενοι, δεν είμεθα απολλύμενοι. Μόνον την πέτρωσιν του Κυρίου Ιησού περιφέρουμεν εν τω σώματι ημών και τελειώσαμεν τον κανόνα μας τώρα και πάλι θα μας επαναφέρει η παναγάπη του εις την γραμμήν που μας ανήκει, να συνεχίσωμεν την πατερικήν μας παράδοσιν, να γίνομε ξανά φως και αγάπην εις την σεσηπυίαν κοινωνικήν διαστροφή……........».

Απόσπασμα ομιλίας του την 6η Αυγούστου του 2007 – Β΄ μέρος (συνέχεια εκ του προηγουμένου).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ




Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας”.


Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές, αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας, που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: ῾Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού᾽(῾Σοφίαν την θύραθεν επιγιγνώσκων καλώς, ηθέλησας, άγιε, την ιεράν του Χριστού γνωρίσαι αλήθειαν᾽) (κάθισμα όρθρου). ῾Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού᾽(῾Εξεχύθη, θεόφρον, η ιατρική σου χάρις επί πάσαν την Ρωσίαν, και γέγονας ιατρός των νοσούντων, άμα δε και χρηματίσας Αρχιερεύς εννομώτατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, και άλλων πόλεων, ώφθης ποιμενάρχης άριστος των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού᾽) (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ διακρίνει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. ῾Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα᾽(῾Υψώθης εν γη υπό ανθρώπων, αλλ᾽ έμεινας άτυφος, Λουκά, ζηλώσας τα ακίνητα και τω Θεώ απέδωκας τα σα αξιοτίμητα, άγιε Πάτερ, χαρίσματα᾽) (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος.  ῾Λουκάν τον νέον άγιον…τον ένδοξον Ανάργυρον…ανευφημήσωμεν πάντες᾽(εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. ῾Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε᾽(῾Την πτωχείαν ως σύζυγον ειληφώς εν τω βίω σου, πλήθη του σου λαού τοις θείοις σου ρήμασι και τροφαίς οντως έθρεψας, ως σιτοδότης μέγας, σαρκός και του Πνεύματος, εν τη Ρωσία πάση, Λουκά αξιάγαστε᾽) (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. ῾Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας᾽(῾Η εδραία σου πίστις και ένστασις τας των τυραννούντων ανοίας διέσεισε, σχισματικών τον χειμάρρουν εξήρανε και της Εκκλησίας τα πλήθη εθάρρυνε᾽) (λιτή). ῾Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας᾽(῾Ολομέτωπον εδέχθης όντως πόλεμον και την εχθρότητα εκ των αθέων ανδρών, θυτών ψευδαδέλφων τε, και των οικείων σου, αλλ᾽ εχώρησας περιχαρής εις σκάμματα της καλής ομολογίας᾽) (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου ῾περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη᾽(῾οδόν Χριστού την επίπονον, στενήν και τεθλιμμένην διώδευσας᾽) (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. ῾Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά᾽(῾Εικόνα την θείαν της μητρός του Κυρίου έθηκας προ οφθαλμών σου, πανεύφημε, λαμβάνων δύναμιν εξ αυτής και θάρσος εν ταις εγχειρίσεσι, Λουκά᾽) (στιχηρό εσπερινού). ῾Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών᾽(῾Η εικών της Θεοτόκου ως πηγή αγιάσματος, θάρσους και ελπίδος εν τω χειρουργείω εκρέματο, εξ ης ελάμβανες, Πάτερ, θείαν δύναμιν και τα τραύματα των ασθενών εθεράπευες᾽) (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο π. Ιωήλ υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: ῾Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου᾽(῾Χριστόν αγαπήσας παιδιόθεν, προείλες την έγγαμον ζωήν, Λουκά σεβασμιώτατε, και γέγονας το πρότυπον του γάμου, πάτερ, άριστον, τη καθαρά πολιτεία σου᾽) (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας θεωρείται στην Ελλάδα το κέντρο αναφοράς στον άγιο. Ο ηγούμενός της π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή έχει τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών εκεί. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά. ῾Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ᾽(῾Η του Σαγματά Μονή επαγάλλεται, Λουκά επίσκοπε, ως γαρ δώρον πάντιμον των σων λειψάνων σχούσα μερίσματα πανηγυρίζει σήμερον την θείαν μνήμην σου, και γεραίρει τα σα πολυάριθμα εν Ρωσία και ώδε ιάματα᾽) (ωδή θ´κ.α.). 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...