Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουλίου 26, 2014

ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΦΟΥΝ ΑΓΙΟΥΣ

ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Οι γενιές που θρέφουν αγίους
Μα εκείνο που ομόρφαινε τα βράδια τα νησιά μας ήταν οί λεγόμενες βεγγέρες. Οι νύχτες στο σκοτεινό χωρίο το χειμώνα ήταν ατέλειωτες και οι λάμπες με το 5 νούμερο γυαλί λίγο φέγγανε στο εσωτερικό του σπιτιού. Κι αυτές ήταν πάντα χαμηλωμένες, να μην κάψουν πολύ πετρέλαιο. Οικονομία παντού. Στο νερό, στα ξύλα, στο φαγητό, στα ρούχα. Πιο παλιά μήτε λάμπες δεν υπήρχαν. Ό βενετσιάνικος λύχνος έφεγγε στη μάννα να εργοχειρήση. Εκεί, μπροστά στη βενετσιάνικη λουσέρνα, όπως την έλεγαν, συναγμένοι παππούδες, γονείς και παιδιά, διάβαζαν τα συναξάρια των Αγίων, αφηγούνταν θαύματα, θαλασσινές περιπέτειες, τυραγνίες του γένους μας, πειρατικές επιδρομές στο νησί μας, όπως τίς άκουσαν από τους παλιούς.
Κι ήταν όλα μυσταγωγία για μας τα παιδιά. Από μικρός άκουγα το βίο του άγιου Ιωάννου του Καλυβίτου, τους πειρασμούς του Μεγάλου Αντωνίου, τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Έτσι το πρωί, αν ζητούσα κάτι άλλο, έκτος από το παρατιθέμενο, για φαγητό, ή γιαγιά: -Δεν άκουσες, παιδί μου, πόσα υπέφερε ή αγία για την αγάπη του Χριστού, κι εμείς λίγη νηστεία δε θα κρατήσουμε; Κι έτσι όχι μόνο νηστεύαμε, αλλά ποθούσαμε τη νηστεία. Μ” αυτό τον τρόπο οί απέραντες νύχτες του χειμώνα γινότανε οί ωραιότερες ώρες της ζωής. Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση μνημονεύω όλους αυτούς που συγκροτούσανε αυτή την πνευματική πανδαισία και τους θυμάμαι έναν – έναν και τα ονόματα και τίς φυσιογνωμίες τους, αν και πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
Ίσως επεκτείνω το κείμενο πέραν του δέοντος, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου χρεώστη απέναντι στις ταπεινές αυτές ψυχές, που πολλές φορές διηγούνταν κάποια διήγηση ως κομμάτι αναπόσπαστο από τον εαυτό τους. Σαν να είναι ή ίδια ή ζωή τους. Άλλωστε όλα αυτά τα θαυμάσια παραμένουν ακατάγραφα και με την πάροδο του χρόνου και τη σημερινή ψυχρότητα και αδιαφορία, σίγουρα θα λησμονηθούνε από τους επιγόνους.
Ή γριά Στυλιανή, που “χε υπό τη φροντίδα της το δισυπόστατο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, διακρινόταν για την ευλάβεια της, τη σοβαρότητα και τη σεμνότητα του ήθους της. Είχε ζήσει για χρόνια στην ξενιτιά, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω της, μήτε ή κόμμωση, μήτε ή ενδυμασία• παλιακιά γυναίκα και στην εμφάνιση και στους τρόπους. Πολλά χρόνια χήρα, μύριζε λιβάνι και κερί. Στις βεγγέρες είχε το δικό της λόγο, που δεν τον άκουσε, αλλά τον έζησε.
Διηγείτο λοιπόν: Την εποχή που ή ελονοσία μάστιζε τον κόσμο, βγήκα μια φεγγαρόλουστη νύχτα προς νερού μου. Βλέπω μπρος στα χαλάσματα του σπιτιού μας γέροντα με ψάθινο σκουφάκι να μαζεύει σκουπίδια και κάθε άχρηστο και βρώμικο πράγμα. Τον πλησίασα και σεβαστικά τον ρώτησα: «-Τι κάνεις αυτού, Γέροντα;». Και μου αποκρίθηκε: «-Καθαρίζω τον τόπο, γιατί όλοι θα απολεστείτε από τη βρομισιά. Πες στον πρόεδρο, στα στάσιμα νερά να φυτέψει ευκαλύπτους, να καθαρίση το χωριό και να ρίξει παντού άφθονο ασβέστη». «-Ποιος είσαι συ, που τόσο πολύ μας αγαπάς, που και τη νύχτα εργάζεσαι για τη ζωή μας»; «-Είμαι αυτός που φροντίζεις και κάθε απόβραδο μου ανάβεις το καντήλι. Γείτονας σαν είμαι και δε με γνωρίζεις;». Κι έγινε άφαντος. Πράγματι ή κυρά Στυλιανή είπε στον πρόεδρο ότι της συνέστησε ό Άγιος Σπυρίδων. Πολλοί από τους ευκαλύπτους υπάρχουν και σήμερα εις μαρτύριο του θαύματος του Αγίου.
Ή οσιότατη Γερόντισσα Παρθενία Άνδρομανάκου κατέθετε την πνευματική της παρηγοριά: Όταν μόναζα στη Μονή του Χριστού ένα μεγάλο πρόβλημα με απασχολούσε. Δεν ήθελα να προχωρήσω, χωρίς να λάβω πληροφορία. Πήγα στον τάφο του οσίου Αρσενίου• άφησα την- καρδιά μου να ξεχειλίσει και τα μάτια μου να λούσουνε την πλάκα του τάφου του. Στο τέλος της δέησης μου πρόσθεσα, όπως πάντοτε: «-Δι” ευχών του οσίου πατρός ημών Αρσενίου». Ευθύς άκουσα φωνή από τον τάφο: «-Αμήν, Παρθενία μου».
Και συνεχίζει ή Γερόντισσα: Ηκουσα πως στο Αγιον Όρος στις αγρυπνίες κουνούν τους πολυελέους και τα καντήλια, για να έρθει χαρά και από το ουρανό. Στο δικό μας ταπεινό ησυχαστήριο δεν τα σείουμε εμείς, αλλά ό όσιος Φιλόθεος ό Αθωνίτης. Ψαλλάμε αγρυπνία στη γιορτή του οσίου με την αδελφή μου Αναστασία μοναχή, τη χήρα Γαρυφαλιώ Τριπολιτσιώτη και τον ανιψιό μου Μανόλη. Τα πάντα τα είχαμε κλειδωμένα, γιατί ό τόπος είναι έρημος. «Έβαλα στο νου -μου να ψάλουμε και λίγους στίχους από τα Ανοιξαντάρια, όπως τα έμαθα από τη μακαρίτισσα μεγάλη Γερόντισσα Παρθενία Μάνδηλα. Ευθύς ως άρχισα, είδα το καντήλι του οσίου να κινητοί ρυθμικά μέχρι το τέλος της αγρυπνίας. Λέγω στους άλλους: «-Βλέπετε ό όσιος χαίρεται με την αγρυπνία μας, δέχεται τη δέηση μας». Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ελέησαν ημάς.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Κανείς δεν περνούσε μπροστά από Εκκλησία, χωρίς να σταυροκοπηθεί.
Είδα ανθρώπους, μπορώ να πω αχρήστους, το πρωί που περιδιάβαιναν τις Εκκλησιές, για να φτάσουν στη δουλειά τους, να κάνουν συνέχεια το σταυρό τους. Ήτανε το χωριό μικρό μοναστήρι, που στοιχιζότανε, όχι μόνο στις γιορτές αλλά και στην καθημερινή ζωή, στου μεγάλου Μοναστηριού την ακρίβεια. Έφερε μια κόρη τη μάννα της τη Μ. Παρασκευή να προσκύνηση το Σταυρό. Κι άρχισε ή γιαγιά να ζήτα να προσκύνηση όλες τις εικόνες. Νευρικά ή κόρη της προσπάθησε να την αποτρέψει κι ή γριά μάννα της απάντησε, με λόγια που ποτέ δε θα ξεχάσω: -Εγώ, παιδί μου, που ήρθα στην Εκκλησία σήμερα, δεν είμαι ούτε παπάς να λειτουργήσω, ούτε ψάλτης να ψάλω. Κεριά θ” ανάψω και τις εικόνες θα καταφιλήσω. Ή ζωή του νησιώτη μπορεί να ήταν περιπετειώδης, ριψοκίνδυνη με τα καράβια, τα ταξίδια και τους άπειρους κινδύνους της θάλασσας, αλλ” ήταν θεοφοβούμενος και μπορούσε να λέει το «Ήμαρτον, αλλ” ουκ απέστην από σου, Κύριε». Μου έλεγε ένας σύγχρονος νησιώτης: -Ό πατέρας μου ήτανε πολύ καλός, αλλά είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, ήταν πολύ θεοφοβούμενος.
Είχαμε ανθρώπους που διάβαζαν τρία Καθίσματα του Ψαλτηρίου την ημέρα, όπως στα Μοναστήρια, και άλλους να δανείζουν βιβλία μεταξύ τους, όπως οί Βίοι των Αγίων, ή Αμαρτωλών Σωτηρία, ή Αποστολική Σαγήνη. Και για την Αγία Επιστολή και τον Αγαθάγγελο λόγος να μη γίνεται.
Ό νησιώτης ήταν βιαστής μεγάλος. Αυτό τον βοηθούσε να κρατά αξιοπρέπεια και να μην απλώνει εύκολα το χέρι να λαβή. Είδα ενενηκοντούτης, πριν βγει ή αγροτική σύνταξη, να σκάβει το αμπέλι του καθισμένος σε σκαμνί. -Τι κάνεις εκεί, μπάρμπα; -Προσπαθώ να καλλιεργήσω τον αμπελώνα μου, γιατί δεν έχω άλλον πόρο εκτός από το κρασί. Είδα μοναχό πέρα από τα ενενήντα να βάζει βία στη διακονία του Μοναστηρίου κι θαύμασα τον άνθρωπο που έχει βία διηνεκή, κατά τον όσιο Ιωάννη το Σιναΐτη.
Τα ήθη ήταν αυστηρά. Το ξεγλίστρημα δύσκολο, γιατί υπήρχαν φύλακες άγρυπνοι. Ή Εκκλησία ανυποχώρητη στα χοντρά λάθη. Ενθυμούμαι, κάποτε κοιμήθηκε ο πατέρας μιας γυναίκας, που εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη και τα παιδιά της και συζούσε παράνομα. Όταν πήγαμε με τον παπα να σηκώσουμε το νεκρό, ό παπάς ζήτησε να βγει έξω από το σπίτι ή μοιχαλίδα, για να εισέλθει ό Σταυρός, τον όποιο κρατούσα και εξήλθε χωρίς άλλη κουβέντα. Της επέτρεψε ν” ακολουθήσει την εκφορά από μακριά κι όχι κοντά στο φέρετρο, όπως συνηθιζόταν, και της απαγόρεψε να είσέλθη στο ναό την ώρα της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Στα εννιάμερα έφερε να διαβαστούνε κόλλυβα του πατέρα της. Ήταν ώρα Εσπερινού, παραμονή Θεοφανίων, και δεν έμπαινε στην Εκκλησία παρά το δριμύ ψύχος. Όταν τέλειωσε, βγήκα έξω και της λέγω: -Δεν κρυώνεις να μπεις μέσα; -Δεν κάνει, παιδί μου, πάρε τα κόλλυβα και δός τα στον παπα να τα διάβαση. Αχ, αυτή ή ελαστικότητα της Εκκλησίας σήμερα, καθόλου δεν βοήθα τον κόσμο.
Διαζύγια ένα-δύο άκουσα στα παιδικά μου χρόνια. Τώρα οί περισσότεροι γάμοι δε χρονίζουν. Υπήρχαν οικογένειες που ήταν Εκκλησιές, πιο αυστηρές από τα Μοναστήρια. Κατ” αρχήν σέβονταν τον εαυτό τους. Κανείς δεν περιφερόταν ημίγυμνος, δεν προκαλούσε ό ένας τον άλλον. Δεν επιτρέπεται να κοιμόμαστε ξέσκεποι, γιατί διώχνουμε το φύλακα άγγελο, έλεγε ή μάννα.
Τραγούδια δεν ακούγονταν. Κι αν κάποια κόρη τραγουδούσε την αγάπη της, το έκανε σεμνά κι όχι με ξετσιπωσιά. Άκουσα κόρη να τραγουδά τον εραστή της, την ώρα που σαλπάριζε το καράβι, και νόμιζα πως ψάλλει χερουβικό. Ήταν μια προσευχή και μια ευχή να γυρίσει με της Παναγιάς την προστασία.
Τα μεσημέρια, που νανούριζαν τα μωρά, ακούγονταν από τα ανοιχτά παράθυρα, συνήθως το καλοκαίρια, τα τραγούδια της κούνιας, που ήταν σαν τροπάρια Αγίων.
Ήταν σαν αγγελικός χορός, γιατί ή μάννα ή, ή μάμμη τραγουδούσε το μικρό της με όλον το πόθο της ψυχής της. Δεν έλειπαν από τα τραγούδια τα ονόματα της Παναγίας και του Χριστού μας.
Έκαναν οικογενειακά γλέντια τις καλές ήμερες, αλλά χωρίς να χάνουν την ιδιότητα του άνθρωπου και του ορθοδόξου χριστιανού. Σήμερα τα παιδιά κοιμούνται και παίζουνε με τα μπουζούκια. Καμιά μάννα δεν τραγουδά αιγαιοπελαγίτικους σκοπούς. Κι αν τραγουδήσει, θα πει της εποχής τα άνοστα κι έξαλλα τραγούδια. Για αυτό καλά θα κάνη να σιωπά.
Οί νηστείες τηρούνταν απ” όλους. Εξαίρεση αποτελούσαν αυτοί που δε νήστευαν. Τώρα σπανίζουν αυτοί που νηστεύουν. Και το τριήμερο της Μ. Τεσσαρακοστής ήταν γνωστό στους ευλαβείς νησιώτες. Έπαιρναν ψωμί για τη δουλειά και το γύριζαν άθικτο. -Τι το θες, χριστιανέ μου, του έλεγε ή γυναίκα, και το παίρνεις; -Για το λογισμό, απαντούσε ό σύζυγος. Όλη ή Μ. Τεσσαρακοστή περνούσε με αλαδία. Για την Κυριακή έβαζαν από το Σάββατο το βράδυ ρεβίθια στο φούρνο, για να έχουν ξεγνοιασιά από το φαγητό την Κυριακή στην Εκκλησία.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ – ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ
Χρόνια κλώθω στη σκέψη μου, σαν τη νοικοκυρά που γνέθει το μαλλί στην ηλακάτη, αυτό που διάβασα κάποτε σ” ένα βιβλίο, γραμμένο από ένα κρυστάλλινο μυαλό, που δεν ήταν θεολόγος, άλλ” άνθρωπος που αγαπούσε του τόπου μας τις ομορφιές. Κάθε Μονή είναι το μεγάλο Μοναστήρι, όπου όλα είναι απόλυτα, όλα γίνονται με ακρίβεια, χωρίς οικονομίες και παρεκκλίσεις. Είναι ό παράδεισος, που καλλιεργεί τις αρετές ως τη μοναδική του επιδίωξη. Είναι το ιερό βήμα του τόπου που στέκεται. Είναι ή κατάπαυση των ανθρώπων. Εκεί κανείς σαββατίζει από τα του κόσμου βάσανα και προσμένει την ογδόη ήμερα. Το σπίτι, ή οικογένεια, είναι το μικρό μοναστήρι, που με μία ελάχιστη διαφορά προσπαθεί να βιώνει τη ζωή του μεγάλου Μοναστηρίου. Νηστεύει, προσεύχεται, λειτουργείται, εργάζεται όπως το μεγάλο Μοναστήρι. Στην καθημερινή του ζωή αυτό έχει πρότυπο και προσπαθεί να του μοιάσει. Εκεί καθρεπτίζεται, οσάκις θέλει να καμάρωση την ομορφιά του.
Ό πατέρας είναι ό Γέροντας του σπιτιού, που όλοι τον υπακούνε, και ή μάννα οικονόμησα του σπιτιού, που όλοι τη σέβονται και την αγαπάνε. Δε χάνεται ή πατρότητα κ” ή αρρενωπή αγάπη του πατέρα μέσα στα χάδια, τις τρυφερότητες και συμπάθειες της μάνας. Ό πατέρας δεν καταντάει κουβαλητής μόνο του σπιτιού, γιατί ή οικογένεια δε στοιχίζετε στου γείτονα τα ξενικά φερσίματα (δεν ακούς, έτσι κάνει κι ό γείτονας) αλλά στην αγία παράδοση του Μοναστηριού, σε δοκιμασμένο τρόπο ζωής. Κ” έλεγε κείνο το κρυστάλλινο μυαλό: Όλες οί προσπάθειες των πνευματικών ανθρώπων πρέπει να αποβλέπουνε στη συντόμευση της απόστασης μεταξύ Μονής και οικογένειας, στη γεφύρωση τον χάσματος, ώστε οι λαϊκοί και οί μοναχοί να ζούνε πολύ κοντά και μάλιστα χωρίς να προσπαθούνε να κάνουν οπαδούς, ούτε οί μοναχοί, ούτε οί πνευματικοί ταγοί, αλλά συμπόρευση στη βασιλεία των ουρανών.
Αυτό το γεφύρωμα, την παράλληλη πορεία, την έζησα πέρα για πέρα στα παιδικά μου χρόνια. Γι” αυτό και όταν εισήλθα στο Μοναστήρι, δε δυσκολεύτηκα καθόλου, ούτε να υπακούω, ούτε να αγρυπνώ, ούτε να νηστεύω, ούτε να διακονώ. Είδα το Μοναστήρι ως φυσική απόληξη των παιδικών μου χρόνων. Μου φάνηκαν από την αρχή όλα όμορφα και πανεύκολα. Ήταν ασέβεια να παρακούσω τον πατέρα, όπως οί μοναχοί το Γέροντα στο Μοναστήρι. Και ήταν αγνωμοσύνη μεγάλη να μη σεβαστώ τη μάννα που θυσιαζόταν για όλους.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ – ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Αν ό ιερέας συναντούσε κάποιες λειτουργικές ή ποιμαντικές δυσκολίες, με πολλή εμπιστοσύνη αποτεινότανε στο Μοναστήρι. Όταν κοιμήθηκε κάποιος που τον κατηγορούσανε μασόνο, ό παπάς αποτάθηκε στο Μοναστήρι, αν πρέπει να κάνη κηδεία δεν το αποφάσιζε μόνος του. Και σε βεβαρημένες περιπτώσεις εξομολογήσεων τους παρέπεμπαν στο Μοναστήρι• δεν έπαιρναν ευθύνη. Άλλωστε στη συνείδηση των Παριανών κατ” εξοχήν πνευματικός είναι ό ηγούμενος ή ό παπάς του Μοναστηρίου.
Ή εκκλησιαστική ζωή στο χωριό ήταν πιστό αντίγραφο του Μοναστηρίου. Ό Όρθρος κι ό Εσπερινός τηρούνταν απαρασάλευτα. Αν στην ώρα δε χτυπούσε ή καμπάνα, όλοι ρωτούσαν: -Λείπει ό παπάς; είναι άρρωστος; γιατί δε χτύπησε Εσπερινό; Ό Εφημέριος του χωρίου ήτανε πάντα ό παπάς μας, ό δικός μας παπάς, οποίος κι αν ήτανε. Έτσι ή αγαπητική διάθεση για τον παπά εξαφάνιζε την ιεροκατηγορία. Αν κάποιος έλεγε κάτι κακό κατά του παπά, άκουγε την επιτιμητική απάντηση: -Εκεί που στέκεται ό παπάς, εμείς δεν μπορούμε να σταθούμε.
Σ” όλες τις ακολουθίες, τις καθημερινές λειτουργίες και τις προηγιασμένες έψελναν γυναίκες, που αν και ήταν απαίδευτες, διάβαζαν κι έψαλλαν σωστά, και μάλιστα διατηρούσαν το πομπώδες ύφος της Ανατολής, που ή φωνή τους γέμιζε τους θόλους των Εκκλησιών. Από τα βαθιά χαράματα, παρά τις υποχρεώσεις τους, βρίσκονταν στις Εκκλησίες, σαν τις Μυροφόρες στον τάφο του Χριστού. Και τα παιδιά δεν απουσιάζαμε από το χορό τους. Από αυτές έμαθα και να ψάλλω και να διαβάζω και να γονατίζω και να προσκυνώ και να σταυροκοπιέμαι, πότε να στέκομαι όρθιος και πότε να κάθομαι. Ήξεραν πότε πρέπει να κάμουν σταυρό και ήταν πάντα το χέρι έτοιμο να σταυροσημειωθούνε. Κουπί το χέρι για σταυρό στην ακολουθία. Το άκουσμα Χριστός, Παναγία, όνομα αγίου, είχε σταυρό. Και καθετί που πράττανε, δεν το έκαναν γιατί άπλα έτσι το παρέλαβαν, έτσι το είδαν στους παλιούς, αλλά είχανε βαθιά επίγνωση των τελουμένων στο χώρο της Εκκλησίας.
Είπα κάποτε σε γιαγιά: -Γιατί ανάβετε στο Ευαγγέλιο κεριά και κάνετε θόρυβο, που ενοχλεί τον Επίτροπο; Οί γιαγιάδες από την είσοδο τους στην Εκκλησία άναβαν και κρατούσαν δύο κεριά• ένα ν” ανάψουν στο Εωθινό κι ένα στο Ευαγγέλιο της Λειτουργίας. -Παιδί μου, ό επίτροπος τα κάνει από αγνοία, κι ενώ διαμαρτύρεται για τα δικά μας κεριά, εκείνος συγχρόνως ανάβει λαμπάδα στην Ωραία Πύλη, για να διάβαση ό παπάς το Ευαγγέλιο. Τα παλιά τα χρόνια, όταν ό ετοιμοθάνατος έγραφε τη διαθήκη στα παιδιά του, που συνήθως γινότανε νύχτα, γιατί τότε βρίσκονταν όλοι, οι παρευρισκόμενοι βαστούσαν κεριά αναμμένα. Και το Ευαγγέλιο είναι ή Διαθήκη του Θεού στον κόσμο. Πως επιγράφεται το Ευαγγέλιο; Καινή Διαθήκη. Οσάκις διαβάζεται, μη βλέπεις τον παπά που το απαγγέλλει, ό ίδιος ό Θεός μας το παραδίδει και γι” αυτό ανάβουνε κεριά οί πιστοί. Ας μας αφήσουν να κρατάμε τις παλιές παραδόσεις, για να τις βρείτε κι εσείς.
Ή παράδοση της Εκκλησίας, είτε γραπτή είτε προφορική, είναι αγία και σωτήριος. Ποιος παλιός πιστός, όταν άκουγε στη θ. Λειτουργία το «Ευλογημένη ή Βασιλεία», δεν ψιθύριζε: Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος, κι όταν άκουγε, «Πρόσχομεν, τα αγία τοις αγίοις», δεν έλεγε καθ” εαυτόν: Εις βοήθειαν πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών; και στη συγχωρητική ευχή των Κολλύβων «Ό Θεός των πνευμάτων», στη φράση «ο Θεός συγχώρησαν», όλοι μαζί οί πιστοί επαναλάμβαναν: ό Θεός συγχώρησαν. Τώρα τους μοιράζεις κόλλυβα και αντί Θεός σχωρέσ” τους, σου λέγει: Ευχαριστώ!
Ποιος μεταλάμβανε, χωρίς να συνδιαλλαγή με τον αδελφό του; Είτε έφταιγε Είτε όχι, ή μετάνοια γινότανε βαθιά. Ποια γιαγιά δε στεκότανε σεβίζουσα στον Εξάψαλμο και στον Προοιμιακό και δε μετάνιζε στην «Τιμιωτέρα»; Τώρα μήτε όρθιοι στέκονται. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει καθίσματα, αλλά στασίδια, λίγο ν” ανακούφισης τη μέση σου. Ή όρθία στάση ήταν πάντα ή στάση της προσευχής.
Κι ό χαιρετισμός μεταξύ των ανθρώπων πόση χαρά είχε! «Αν δε χαιρετούσες, δεν καλημέριζες τον πλησίον σου και τον αδελφό σου, ήτανε λόγος αποχής από τη θεία Κοινωνία! Κι εκείνος ό πασχαλιάτικος χαιρετισμός, Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!, πόσο μεγαλείο είχε! Οι βαρύτονες φωνές του γεωργού και του ψαρά έκαναν τα βουνά και τις θάλασσες ν” αντιλαλούν το Χριστός ανέστη! και το Αληθώς ανέστη! Και αυτό σαράντα μέρες διαλαλείτο από τους πιστούς. Και τώρα, μια μέρα και μόλις ακούγεται. Λες, Χριστός ανέστη! και παίρνεις την ελεεινή απάντηση, Χρόνια πολλά. Άραγε θα γυρίσουνε τα χρόνια και θα έρθουν οί καιροί της χαράς και της αγάπης; Κι ό ασπασμός όλων των ανδρών στην προσκύνηση του Ευαγγελίου την ημέρα του Πάσχα ήταν κάτι ξεχωριστό και μια ζεστασιά μεταξύ των ανθρώπων. Τώρα νεκρική παγωνιά. Ντουβάρια σηκώσαμε μεταξύ μας. Μήτε χαιρετιόμαστε, μήτε ασπαζόμαστε.
Γνώριζαν στην Απόλυση να κατεβαίνουν από τα στασίδια. Ήταν ώρα αρχοντιάς. Έπρεπε να αφανιστεί κάθε λογισμός αντιπαλότητας και να έρθει ό ένας κοντά στον άλλο και όλοι μαζί κοντά στον παπα, για να αποχαιρετιστούνε με τον παπά, μεταξύ τους, και με τους Αγίους. Ήτανε ή ώρα της μεγάλης ευχής, της μεγάλης αίτησης, το μεγάλο παρακάλιο του παπα, όλοι οί Άγιοι να δεηθούνε, να μας ελεήσει ο Θεός. Πόσο φτωχή είναι αυτή ή ευχή της Απολύσεως, όταν μνημονεύονται ελάχιστοι Άγιοι! —Μνημόνευε, έλεγαν οί παλιοί παπάδες, όλους τους Άγιους, από τους πρώτους μέχρι τους νεωτέρους, για να αποδεικνύεται πως το Πνεύμα το Άγιο υπάρχει πάντα στην Εκκλησία και αναδεικνύει Οσίους και Μάρτυρες. Κανένας δεν έστρεφε προς την πόρτα, αν δεν άκουγε το «Δι” ευχών». Άκουσα γυναίκα να παρατηρεί το σύζυγο της, που έφυγε πριν το «Δι” ευχών» από τη Λειτουργία με τα εξής λόγια: -Έφυγες προ του «Δι” ευχών» σαν τον Ιούδα, που έφυγε πριν τελείωση το μυστικό τραπέζι και μπήκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, για να παραδώσει το Χριστό. Ιούδας λοιπόν ό αποχωρών προ της Απολύσεως.
Μια εικόνα ακόμα, που διατηρώ πολύ ζωντανή στη θύμηση μου, είναι ό τρόπος που εκκλησιάζονταν ορισμένες άπλες ψυχές. Ούτε στους μοναχούς δε συνάντησα τόση αληθινή παρουσία στη λατρεία. Αυτοί οί ευλογημένοι, παρά το γήρας τους, έστεκαν στηριγμένοι στο ροζιάρικο ραβδί τους μπροστά στο σολέα, σα να ήτανε πρώτη φορά που άκουγαν θεία Λειτουργία. Με ανοιχτό το στόμα κι ορθάνοιχτα μάτια, καρφωμένα κυριολεκτικά στο θυσιαστήριο, παρακολουθούσαν τα τελούμενα. Τα ηλιοκαμένα και θαλασσοδαρμένα τους πρόσωπα έλαμπαν από χαρά. Όταν κάποιος παπάς στο χωριό λειτουργούσε πολύ πρωί και σχεδόν κάθε μέρα, και δινόταν έτσι ή δυνατότητα στον εργαζόμενο να παρακολούθηση τη θεία Λειτουργία, άκουσα αγρότη, μόλις κάθισε στο γαιδουράκι του, να μονολογεί τα έξης σταυροσημειούμενος: -Δόξα τω Θεώ, άκουσα και σήμερα του Αγίου Σάββα τη” Λειτουργία. Μεγάλο πράγμα να λειτουργείσαι κάθε μέρα. Γίνεσαι και συ Άγιο Βήμα, Ιερό θυσιαστήριο. Κύριε, μη μου το στερήσεις.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ – ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Το απόγευμα ή καμπάνα του “Εσπερινού ήταν για όλους σημείο – κλείσιμο της ημέρας. Ό ζευγολάτης σταματούσε τα βόδια και με το ένα χέρι βαστούσε την όχδερη και με το άλλο σταυροκοπιότανε κοιτάζοντας προς το χωριό. Και ήξερε πόσες σφύρες χωράφι έχει να κάνει ακόμα έως ότου νυχτώσει. Και ο βοσκός ξεσαλάγιασε τα ζωντανά του για να πλησιάζει στο χωριό. Η μάνα με τη μαμή που αυτή την ώρα συνήθως εργοχειρούσαν όταν άκουγαν διπλοκάμπανο έλεγαν: -Απόψε έχει είσοδο ό Άγιος, είναι σχόλη αύριο, και μάζευαν το εργόχειρο. Χρειάστηκε να έρθω στο Άγιο Όρος, για να καταλάβω την κουβέντα της γιαγιάς μου, έχει είσοδο ό άγιος. Και ή μέρα έκλεινε πάντα με προσευχή μπροστά στις άπειρες εικόνες του σπιτιού. Το προσκυνητάρι της οικογενείας ήταν στο δωμάτιο των γονιών. Ούτε στο χώλ, ούτε στην κουζίνα. Εκεί άναβε το καντήλι και κάπνιζε το λιβανιστήρι. Κάθε κόρη, για να παντρευτεί, έπρεπε μαζί με όλα τα αλλά να έχει προικιό καντήλι, μπρούτζινο λιβανιστήρι, σφραγίδα για τα πρόσφορα και εικόνες. Ό γαμπρός γινότανε δεκτός στο σπίτι με την εικόνα του. Κι ή πεθερά παρέδιδε στη νύφη την εικόνα με λειτουργική ευλάβεια, όπως την παρέλαβε και κείνη. -Αύτη ή εικόνα, νύφη, θέλει ευλάβεια• θα την πηγαίνεις στη γιορτή της στην Εκκλησιά, θα λειτουργείται, και θα την γιορτάζεις πάντοτε με αρτοκλασία. Το θέλει ή εικόνα, ό Άγιος. Μην το αμελήσεις, θα πάθεις κακό. Πίσω απ” αυτό το οικογενειακό εικόνισμα γράφονταν οί γεννήσεις των παιδιών. Τα περισσότερα μάλιστα σπίτια, επειδή το χωριό είχε πολλές Εκκλησιές, κληρονομούσανε ν” ανάβουν κι από ένα καντήλι. Αν πήγαινε άλλος να βάλει λάδι στο καντήλι, έπρεπε να πάρει αδεία από το δικαιούχο. Και αυτό ήταν μια άτυπη αλλά σεβαστή από όλους παράδοση. Έτσι κάθε σούρουπο, που φαινόταν ό αποσπερίτης, το χωριό γινότανε μοναστήρι. Κάθε νοικοκυρά με το ροΐ στο χέρι πήγαινε στην Εκκλησιά, ν” ανάψει το καντήλι. και ήταν το θέαμα εξαίσιο• ή μάννα με τις τρύπιες παντούφλες, την φθαρμένη ζακέτα και τη χιλιομπαλωμένη ποδιά, μαντηλωμένη, για να φυλαχθή από το βραδινό ψύχος, να βαστά λάδι από το υστέρημα της, για να το προσφέρει στον άγιο. Οι Εκκλησιές ήταν όλες ανοιχτές, τα καντήλια αναμμένα και το θυμιατό στο σολέα του ιερού ανέδιδε την εύωδία του μοσχοθυμιάματος κάθε βράδυ, κάθε μέρα. Τι άλλο θέλει να δη ή ψυχή, για να τραφεί πνευματικά;
Και όλες εκείνες οί αγίες εικόνες ήταν χάρμα οφθαλμών. Κρητικής τεχνοτροπίας, Ιστορημένες στα βασανισμένα χρόνια της σκληρής σκλαβιάς. Μ” ένα απλό κοίταγμα διασταυρώνονταν τα μάτια με του Χριστού, της Παναγίας και των Άγίων. Σου απορροφούσαν όλη την προσοχή. Δε χόρταινες να τις βλέπεις ήτανε το θωρεί να δεις. Ό μπάρμπα-Γιώργης ό Χατζής μου έλεγε: -Τι νά δω-»~ πότε θα “ρθω στο Μοναστήρι του πάππου σου, να σταθώ στην εικόνα του θεολόγου, να με κοιτάξει, να τον κοιτάξω. Χάζευε ό νους σου στου Θεού τα πράγματα. Χαρά ήθελες; Τη λάβαινες. Παρηγοριά; Ακόμα περισσότερη. Έτσι οι άνθρωποι που έβλεπαν τις αγίες αυτές εικόνες είχαν ειρήνη κι ομορφιά, που φαινότανε στο πρόσωπο τους, κι ας ήταν ηλιοκαμένοι και θαλασσοδαρμένοι και ταλαιπωρημένοι.
Γινόταν έργο ή ευχή «Σημειωθήτω έφ” ημάς, Κύριε, το φως του προσώπου σου». Ρώτησα μία γερόντισσα, πως πήγε ή επέμβαση στα μάτια της, και μου απάντησε: -Το ένα μόνο μου χάρισε φως, για να βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων και να δοξάζω το Θεό. Εμείς δύσκολα μπορούμε να κάνουμε σήμερα μια τέτοια ομολογία. Τώρα οι άνθρωποι βλέπουνε τέρατα στις τηλεοράσεις και αγρίεψαν, έγιναν θηριοπρόσωποι. Δεν ελπίζουν πια στους αγίους• το είναι τους είναι αφημένο στα χρήματα και στους τάχατες μεγάλους.
Μεγαλώνοντας μέσα σ” αυτό το κλίμα, με πολλή προθυμία βοηθούσαμε τους καταπονημένους γονείς μας. Προσπαθούσαμε, όσο πιο πολλά μπορούσαμε να κάνουμε, για να τους ανακουφίσουμε από τους καμάτους της αγροτικής και ποιμενικής ζωής. Προσέχαμε την απροθυμία και την αντιλογία. Ό Γέροντας Φιλόθεος πολλές φορές με διαβεβαίωσε, πως αυτά τα δύο σταυρώνουν τους γονείς και τους οργίζουν Τα παιδιά μεγαλώναμε μέσα στις Εκκλησίες , κάτω από τα καμπαναριά. Να στολίσουμε στα πανηγύρια την Εκκλησία που γιορτάζει, να ψάλουμε, να διαβάσουμε, να κοινωνήσουμε. Τα παιγνίδια μας ήταν στις αυλές του Κυρίου, κάτω από τα καμπαναριά των Εκκλησιών. Τόση ήταν ή επίδραση της εκκλησιαστικής ζωής στις παιδικές μας ψυχές, που μετά από κάθε λειτουργία και τελετή, στους δικούς μας χώρους, αντί για παιγνίδια, κάναμε λειτουργίες και λιτανείες με όλους τους Ιερατικούς βαθμούς, κι όλες τις αντίστοιχες λεπτομέρειες. Αντί για αλλά δώρα, προτιμούσαμε επιτραχήλια και ράσα. Οι βαπτίσεις στη θάλασσα χειμώνα-καλοκαίρι ήταν μέσα στο πρόγραμμα.
Στις λειτουργικές μας ανάγκες πρώτος αρωγός ήταν ό Γέροντας Φιλόθεος. Θυμιατά, λιβάνια, κεριά και εικόνες από κείνων προμηθευόμασταν. Θυμάμαι ένας μικρός παπάς είπε στην παπαδιά, να της κάνη αγιασμό και ή παπαδιά του απάντησε: -Μας έκανε ό παπάς μου. Τότε ό μικρός: -Ναι, αλλά ό παπάς σου πήρε χρήματα, εγώ δε θέλω χρήματα κι όλη ή χάρη θα είναι σ” αυτό το αγιασμένο νερό. Όλα βέβαια τα παιγνίδια μας γινότανε κάτω από το άγρυπνο μάτι της μάνας.
Όλη ή ζωή του νησιώτη γύρω από την Εκκλησία εξελισσόταν. Γι” αυτό έτρωγε ψωμί και κρεμμύδι, για να χτίση Εκκλησίες και καμπαναριά. Και δεν έκτιζε τις Εκκλησίες ό νησιώτης για να εξάλειψη τις εγκληματικές του πράξεις, κατά το «μία αμαρτία – Εκκλησία». Το κτίσιμο των εκκλησιών δεν ήταν μόνο επιτίμιο πνευματικό. Ήταν και ευλάβεια στο Θεό, ευχαριστία στον Άγιο για τις θαυματουργίες του, ή ήτανε και θεία υπόδειξη και αποκάλυψη.
Πηγή: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΠΙΘΑ - ΒΕΓΓΕΡΕΣ, ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ, ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ,  pigizois.net
πηγή  το είδαμε εδώ

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱέ Δαβίδ».
Μετά τη θαυμαστή ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, καθώς ο Κύριος πορευόταν στην οικία του στην Καπερναούμ, δύο τυφλοί τον ακολούθησαν κράζοντας: «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱέ Δαβίδ». Ο Κύριος δείχνει κατ’ αρχήν να αδιαφορεί γι’ αυτούς. Μόλις εισήλθε στην οικία που διέμενε, εισήλθαν και οι δύο τυφλοί ζητώντας επίμονα να τους θεραπεύσει. Τότε μόνο ο Κύριος τους θεράπευσε.
Οι ικετήριες κραυγές των δύο τυφλών προς τον Ιησού Χριστό, έρχονται να μάς συγκλονίσουν και να μάς τονώσουν.
Οι δύο τυφλοί ζούσαν μέσα στο απέραντο σκοτάδι. Οι ημέρες τους δύσκολες, μαρτυρικές. Ο πόνος πολύς. Η θλίψη βαρειά. Κανείς δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Απελπισμένοι από όλους και όλα, ακολουθούν τον Κύριο, κραυγάζοντας: «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱέ Δαβίδ».
Μήπως και οι δικές μας ημέρες, πολλές φορές, δεν είναι δύσκολες; Μήπως σαν πρόσωπα, σαν οικογένεια, σαν έθνος, σαν σύνολο δεν περνάμε θλίψεις και στεναχώριες; Αρρώστιες και δοκιμασίες, οικονομικές κρίσεις και θάνατοι ταράζουν καθημερινά το είναι μας. Ο καθένας μας καλείται να σηκώσει ένα ελαφρότερο ή βαρύτερο σταυρό, μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα της ζωής του.
Μπροστά σε μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα, πολλοί ζητούν μόνοι να βρουν κάποια λύση. Και αγνοούν τον κύριο του ουρανού και της γης. Επαναπαύονται στις δικές τους δυνάμεις, στη σύγχρονη επιστήμη και παραμερίζουν τον ουράνιο Πατέρα. 
Γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ ο Κύριος. Σαν να μη γεννήθηκε ποτέ ο Χριστός. Σα να μην δίδαξε, να μην σταυρώθηκε, να μην αναστήθηκε ποτέ. 
Κι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί μέσα στην κοινωνία μας. Ίσως αρκετοί από εμάς να ανήκουμε σ’ αυτούς. Το βάρος το ρίχνουμε στις προσπάθειές μας και παραμερίζουμε την επίκληση της θείας βοήθειας. Έτσι, συχνά, η ψυχή μας ταράζεται. Μάς κυριεύει αγωνία και ανησυχία. Λείπει η ακράδαντη πίστη στον Θεό. Λείπει η εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του.
Για να υπερνικήσουμε μια τέτοια κατάσταση, θα πρέπει, πρώτα, να ριζώσει μέσα μας η πεποίθηση ότι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός». Αυτό σημαίνει να πλησιάσουμε τον Κύριο, να τον γνωρίσουμε, να συνδεθούμε μαζί του, μάλιστα την περίοδο των θλίψεων και των δοκιμασιών. Να πιστέψουμε ότι όλα τα θέματά μας θα λυθούν δια του Ιησού Χριστού. Όποια κι αν είναι αυτά, ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά, εθνικά.
Βέβαια η πίστη αυτή δεν θα μας δημιουργήσει μια παθητική και μοιρολατρική στάση. Αντίθετα η πίστη αυτή θα μάς δίδει την δύναμη να χρησιμοποιούμε από τη μια όλα τα ανθρώπινα στοιχεία, κι από την άλλη να εμπιστευόμαστε απόλυτα τον Θεό.
Και συγχρόνως, να μιμούμαστε τους δύο τυφλούς στην κραυγή, οι οποίοι έκραζαν και παρακαλούσαν τον Κύριο λέγοντες «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱέ Δαβίδ». Με δυνατή φωνή να επικαλούμαστε την χάρη του ουρανού. Όχι στον τόνο της φωνής, αλλά στην πίστη. Η κραυγή μας να είναι κραυγή της καρδιάς. Κάθε φορά που θα ζητούμε τη λύση για όποια θέματα μάς απασχολούν η δέησή μας προς τον Κύριο να είναι πύρινη.
Αυτή τη θερμή πίστη των δύο τυφλών βράβευσε ο Κύριος, όταν «ἣψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατά τήν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καί ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαμλοί». Και τη δική μας πίστη βραβεύει ο Κύριος όταν την βρει θερμή, δυνατή και πύρινη. Τη βραβεύει όχι μόνο με τα εξωτερικά και υλικά δώρα της αγάπης του. Βραβείο είναι η ειρήνη και η γαλήνη, που μάς χαρίζει ο Κύριος. Και ίσως, συχνά, το δεύτερο είναι πολύ πιο πολύτιμο από το πρώτο.
Αρκετά έχουμε συλλογισθεί και προσπαθήσει να λύσουμε τα θέματα που μάς απασχολούν μόνοι μας. Αρκετά εμπιστευθήκαμε τις δικές μας ανθρώπινες δυνάμεις. Έφτασε η ώρα, ποτέ δεν είναι αργά, να παραμερίσουμε κάθε ενδοιασμό και ολιγοπιστία και να αναθέσουμε τα πάντα στον Κύριο μας. Ότι μάς απασχολεί να το αναθέσουμε στον Κύριο. Κι όλα αυτά να τα αναφέρουμε με θερμή καρδιά και θερμή προσευχή.
Ο Κύριος στο Ευαγγέλιο τόνισε ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Δηλαδή τίποτε το οποίο παράγει καρπούς που μπορούν να περάσουν στην αιωνιότητα. Θεμέλιο της σωτηρίας μας είναι η ταπείνωση. Μόνοι μας μόνο αμαρτίες μπορούμε να κάνουμε. Όλες οι θλίψεις και οι συμφορές μας θα βρουν τέλος, όταν καταλάβουμε την αλήθεια ότι τίποτε το αγαθό δεν πηγάζει από μας, αλλά από τον μόνο αληθινό Θεό, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αμήν.

Συνετοί καί ἁπλοί (Ἁγίου Παντελεήμονος) - π. Γρηγόριος Μουσουρούλης


Ζ´Κυριακή Ἐπιστολῶν (Ἁγίου Παντελεήμονος)
Λόγος εἰς τόν Ἀπόστολον
Συνετοί καί ἁπλοί
« Δώῃ γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι» (Β´Τιμ. β´7)
˜˜˜˜˜˜˜˜

« Δώῃ γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι»
****
        Ὁ Τιμόθεος εἶχε ἐπιφορτισθεῖ ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο μέ τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὄφειλε νά εἶναι στολισμένος μέ ὅλες τίς χριστιανικές ἀρετές. Ὄχι μόνο διότι τά μάτια τῶν χριστιανῶν ἦταν στραμμένα στόν ποιμένα τους, ἀλλά καί διότι ὡς έπίσκοπος εἶχε νά ἀντιμετωπίσει πληθώρα προβλημάτων, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά λύσει κατά τόν πλέον κατάλληλο τρόπο. Σ᾽αὐτή του τήν ἀποστολή ἔπρεπε νά πρυτανεύει ἡ ἀρετή τῆς συνέσεως, τῆς φρονιμάδας. Ἡ θέση του ἀπαιτοῦσε ἐνέργειες καί συμπεριφορές πολύ προσεγμένες, ὥστε οἱ ἄνθρωποι οἱ εἰλικρινεῖς καί τίμιοι νά οἰκοδομοῦνται εἰς Χριστόν, ἀλλά καί οἱ ἰδιοτελεῖς καί πονηροί νά ἀποκαλύπτονται καί νά μπαίνουν στή θέση τους.
        Ἡ ἴδια ἀρετή πρέπει νά κοσμεῖ καί κάθε χριστιανό. Αὐτήν εἶχαν ἀνάγκη οἱ Μάρτυρες, Ὅπως ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Παντελεήμων τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα, αὐτήν ἔχουμε ἀνάγκη καί ἐμεῖς πού ζοῦμε σ᾽ἕνα κόσμο ἐν πολλοῖς κίβδηλων ἀνθρώπων. Σ᾽ἕνα κόσμο πλάνης καί ἀπάτης. Νά δοῦμε λοιπόν ποῦ χρειάζεται ἡ σύνεση καί πῶς θά τήν ἀποκτήσουμε.

****
« Δώῃ γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι»
        Εἴπαμε ὅτι ὁ χριστιανός ὀφείλει νά κοσμεῖται ἀπό κάθε ἀρετή. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἀρκετό. Ὀφείλει νά εἶναι ἐφοδιασμένος μέ τόν φωτισμό καί τήν Χάρη πού πηγάζει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ρυθμιστής καί συντονιστής τῶν ἀρετῶν. Ἔχει ἀνάγκη σύνεσης ὁ πιστός, ὥστε νά μπορεῖ νά διακρίνει τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα. Ἀλλοιῶς καθίσταται θαυμάσιο ὑλικό γιά παγίδευση. Ἡ ἔλλειψη σύνεσης, ἡ ἔλλειψη φρονιμάδας, καθιστᾶ τόν ἄν-θρωπο εὐάλωτο στά χέρια ἀνθρώπων ἀσυνεί-δητων καί πλάνων. Ἀδελφοί μου, τά πράγματα μᾶς ἀναγκάζουν νά ὁμολογήσουμε, χωρίς διάθεση κατάκρισης καί ναρκισσισμοῦ, ὅτι σήμερα ἰδιαίτερα εἴμαστε περιστοιχισμένοι ἀπό ἀνθρώπους κίβδηλους καί πλάνους.  Ὅλους  αὐτούς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τούς ἀντιματωπίσουμε. Καί νά τούς ἀντιμετωπίσουμε μέ γενναιότητα καί ἀποτελεσματικότητα.
Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα πέφτουν θύματα τέτοιων καταστάσεων ἀπό τά ἁπλούστερα μέχρι τά οὐσιαστικότερα τῆς ζωῆς. Παγιδεύονται μέ τήν ὑπόσχεση εὔκολου πλουτισμοῦ. Παγιδεύον-ται ἀπό τό διαδίκτυο μέ πολλούς καί διαφόρους τρόπους καί βρίσκονται στό χάος τῆς ἀβύσσου χωρίς νά τό καταλάβουν.
Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἔχει τό χάρισμα τοῦ χαρωποῦ ἀνθρώπου. Ὁ χαρούμενος ἄνθρωπος μέ τό εἰλικρινές  μειδίαμά του, μέ τόν θερμό καί αἰσιόδοξο λόγο του δημιουργεῖ κλίμα  φιλικό καί ἐνθαρρύνει. Ἄν ὅμως δέν διακρίνεται ἀπό τήν ἀρετή τῆς δυνέσεως, τῆς διακρίσεως, τότε καί ὁ ἴδιος κινδυνεύει καί τούς ἄλλους βάζει σέ πειρασμό. Διότι ἀπό τά μικρά ἔρχονται τά μεγάλα. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος εἶναι μέσα μας ὁλοζώντανος καί δέν ξέρουμε πότε μπορεῖ νά «χτυπήσει». Συμμαχώντας μάλιστα μέ τόν θανάσιμο ἐχθρό μας τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εὐκαίρως ἀκέρως ρίχνει τά πεπυρωμένα βέλη του ἐναντίον μας μπορεῖ νά μᾶς καταστρέψει.
Σύνεση μᾶς χρειάζεται ὥστε νά μή παρασυ-ρόμαστε  καί νά μή ἐξαπατώμεθα ἀπό αὐτό πού κάμνει ἐντύπωση, οὔτε νά συγκινούμεθα ἀπό στιγμιαίους ἐνθουσιασμούς. Οὔτε πάλι νά ἐκθέ-τουμε τόν ἑαυτό μας σέ κίνδυνο, χωρίς λόγο καί μέ ἐπιπολαιότητα. Τόν θησαυρό τῆς ψυχῆς μας ὀφείλουμε νά τόν προφυλάσσουμε, ὅπως θά προφυλάσσαμε τό πιό πολύτιμο μαργαριτάρι.
Εἶναι ἀρετή τό νά μή διαστάζει κανείς νά ὑποδεικνύει τά λάθη στόν φίλο του, ἔστω καί ἄν τόν πικραίνει. Ἄν ὅμως ἡ ὑπόδειξη γίνεται σέ ὥρα πού ὁ ἄλλος δοκιμάζεται καί θλίβεται, ἤ ἄν γίνεται μέ τρόπο πού τόν ἐξουθενώνει. Τότε εἶναι φανερό ὅτι δέν πρόκειται γιά ἀρετή ἀλλά γιά ἔλλειψη κρίσης, σύνεσης καί στοργῆς. Πόσες τέτοιες ἀκρισίες δέν τίναξαν καί δέν τινάσσουν στόν ἀέρα φιλίες εἰλικρινεῖς καί μακροχρόνιες, συνεργασίες καρποφόρες. Πόσες τέτοιες παρεμ-βάσεις ἄκριτες καί ἀσύνετες δέν ἀναστάτωσαν καί ἀναστατώνουν ἤ καί διαλύουν οἰκογένειες. Πόσες φορές ἡ ἔλλειψη σύνεσης καί ἡ ἄκαιρη ἐπέμβαση τῶν γονέων δέν ἔκαμαν τά παιδιά πάνω στήν ἀντίδρασή τους νά τά πετάξουν ὅλα· ἀκόμη καί νά ἀποστραφοῦν τήν πίστη καί νά μείνουν μακριά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας;
Σύνεση καί διάκριση ἀπαιτεῖται στό νά ἐκμεταλλευόμαστε τίς περιστάσεις, πού μᾶς προσφέρονται καθημερινά στή ζωή. Ὀφείλουμε δέ νά παραδεχθοῦμε ὅτι καθημερινά μᾶς προσφέρεται πλῆθος εὐκαιριῶν. Κάθε μία ἀπ᾽αὐτές εἶναι ἀνάγκη νά τίς ἀξιοποιοῦμε γιά τό καλό Γιά τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Γιά τήν οἰκοδομή τή δική μας καί τοῦ πλησίον μας. Νά τίς ἀξιοποιοῦμε ἔτσι ὥστενά προοδεύουμε στήν ἀρετή. Κάθε εὐκαιρία εἶναι ἀνάγκη νά τήν χρησιμοποιοῦμε ἔτσι ὥστε νά δοξάζεται καί νά μεγαλύνεται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχολιάζοντας σέ μιά ὁμιλία του στόν Ἅγιο Δημήτριο τόν λόγο τοῦ Κυρίου «γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» λέγει τά ἑξῆς: «Τό φίδι φυλάει μέν ἄγρυπνα τόν ἑαυτό του, ἀλλά καί ἐπιβουλεύεται τά ἄλλα ζῶα· ἔχει ἱκανότητα προφυλάξεως, ἀλλά καί δύναμη κακοποιό. Τό δέ περιστέρι εἶναι ἄδολο, ἀλλά ἀφύλαχτο.
Παραγγέλλει λοιπόν ὁ Κύριος στούς ἰδικούς του νά μή εἶναι οὔτε κακοποιοί ὅπως τά φίδια, οὔτε ἀφύλαχτοι ὅπως τά περιστέρια. Ἀλλά νά συνδυάζουν συνετά τήν ἄγρυπνη προφύλαξή τους μέ τήν φρόνιμη ἀκακία καί ἁπλότητα καί νά εἶναι ἄγρυπνοι μέν καί σταθεροί στήν διατήρηση τῆς εὐσέβειας καί ἀρετῆς τους, νά φέρονται ὅμως μέ πολλή ἀκακία σ᾽αὐτούς πού τούς κάμνουν  κακό. Αὐτός λοιπόν πού σέ καιρό πειρασμῶν συνδυάζει τήν σύνεση καί προφυλακτικότητα τοῦ φιδιοῦ μέ τήν ἀκακία καί ἁπλότητα τοῦ περιστεριοῦ, κάμνει τόν ἑαυτό του ἄτρωτο ἀπό τήν βλάβη τοῦ φιδιοῦ, δηλαδή τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου.
        ******
        Ἄν θέλουμε νά περάσουμε τώρα στήν θετική ὄψη τοῦ πράγματος καί νά ἰδοῦμε τήν «σύνεση τήν πνευματική»  σέ ὅλη τήν πληρότητά της, πού αὐτή εἶναι ἡ τελειιότης, θά στρέψουμε τό βλέμμα στό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ἔχει ὅλη τήν ἀρετή στόν τέλειο βαθμό. Γνωρίζει ὄμως νά ἐκδηλώνει τήν κάθε ἀρετή, ὅποτε πρέπει, ὅπου πρέπει, ὅσο πρέπει καί ὅπως πρέπει.
        Ὁ Κύριος εἶναι  πλήρης αὐταπαρνήσεως. Εἶναι Ἐκεῖνος πού δέν ἔχει ποῦ νά κλίνει τήν κεφαλή, πού συνεχῶς ὁδοιπορεῖ καί ἀγρυπνεῖ καί διάγει ζωή τῆς πτωχείας. Ἐν τούτοις ὅμως ἔφαγε τό πλούσιο γεῦμα στόν γάμο τῆς Κανᾶ, ἀλλά καί δέν ἐδίστασε νά προσφέρει τήν ἐπιτρεπόμενη ψυχαγωγία στούς καλεσμένους τοῦ γάμου, νά τούς δωρήσει μέ τό πρῶτο του θαῦμα «τόν καλόν οἶνον» (Ἰω. β´10).
        Ἔδειχνε στούς μαθητές του τήν στοργή καί τήν ἀγάπη του. Τούς προσφωνοῦσε φίλους, ἀδελφούς του καί «τεκνία» του, παιδάκια του (Ματθ. κη´10, Ἰω. ιγ´33). Ὅταν ὄμως τούς ἔβλεπε νά σφάλουν, παρ᾽ὅλο ὅτι ἡ ἀγάπη του ἔμενε ἀμείωτη, αὐτή ἡ ὕψιστη ἀγάπη χρησιμοποιοῦσε  καί γλώσσα αὐστηρή, τούς ἀποκαλοῦσε ἀσύνετους καί ὀλιγόπιστους Αὐτόν τόν Πέτρο, τόν κορυφαῖο του μαθητή, σέ δεδομένη στιγμή τόν ἐμαστίγωσε μέ τόν φοβερό λόγο «ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ»· ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων» (Μάρκ η´33).
****
« Δώῃ γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι»

Ἀδελφοί μου, ἡ σύνεση εἶναι γνώρισμα ὡριμότητος καί ὐπ᾽αὐτή τήν ἔννοια ὀφείλει νά εἶναι προσόν τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Συνεπῶς καί δικό μας προσόν καί γνώρισμα. Ἐάν ὅμως ἡ συνείδηση μᾶς καταμαρτυρεῖ ὅτι ἀπό τίς ἐνέργειες καί τίς πράξεις μας λείπει ἡ σοφία καί ἡ σύνεση. Τότε μέ ταπείνωση ψυχῆς νά καταφεύγουμε στόν Πατέρα τῶν φώτων καί μέ πίστη βαθιά καί ἀταλάντευτη νά τοῦ ζητοῦμε χάρη καί φωτισμό, ὥστε σοφοί, διακριτικοί καί συνετοί νά φερόμαστε σέ κάθε περίσταση μέ τόν τρόπο σωστό τρόπο, γιά νά συντελοῦμε ἔτσι καί ἐμεῖς στήν δόξα ἐκείνου ὁ ὁποῖος καθιστᾶ συνετούς ἀκόμη καί ἐμᾶς τούς νηπίους (Ψαλμ. 118, 130). Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἀκολουθώντας πιστά τά ἴχνη τοῦ Κυρίου μᾶς δείχνει τόν δρόμο. Μέ τίς πρεσβεῖες του ἄς μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος αὐτή τήν φρονιμάδα, τήν σύνεση καί τήν διάκριση. Γιά νά τό κάνει ὅμως πρέπει καί νά τοῦ τό ζητᾶμε, διότι σύμφωνα μέ τήν εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ Κύριος εἶναι ὁ «διδούς αἰτοῦντι σοφίαν καί σύνεσιν».   
Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης

Καθεδρικός Ἱ.Ν.Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου

Η θαυμαστή εύρεση της εικόνας της Αγίας Παρασκευής στο Ιεροχώρι Καστοριάς

Η αγία Παρασκευή, σύμφωνα με το Συναξάρι της, γεννήθηκε το 117 μ. Χ. στη Ρώμη από Έλληνες γονείς. Όταν έγινε 20 ετών αναχώρησε από την πατρίδα της, ήλθε στη Μακεδονία, κήρυξε τον Χριστιανισμό, ασκήτεψε σε διάφορα μέρη, θαυματούργησε και μαρτύρησε για την πίστη της σε κάποια άγνωστή μας μικρή πόλη, που ήταν κοντά στη Θεσσαλονίκη. 
Ο λαμπρός ναός της Αγίας Παρασκευής
στην Ιεροπηγή (19ος αιών).

Ορισμένοι ερευνητές υποθέτουν, ότι η εν λόγω πόλη του μαρτυρίου της αγίας Παρασκευής βρισκόταν στην περιοχή της Καστοριάς. Την άποψή τους αυτήν τη στηρίζουν στο γεγονός, ότι οι κάτοικοι της Ορεστίδας τιμούν ιδιαίτερα, απ’ τα παλαιά χρόνια, την αγία Παρασκευή, κι έχουν πολλούς ιερούς ναούς αφιερωμένους στο σεπτό όνομά της.
Ο αρχαιότερος και σημαντικότερος απ’ τους αναφερόμενους ναούς της αγίας Παρασκευής βρίσκεται στο χωριό Ιεροπηγή Καστοριάς.
Η Ιεροπηγή, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1060 μ. στις νότιες καταπτώσεις του Τρικλαρίου όρους (παλ. Μάλι -Μάδι), σε απόσταση 25 χλμ. από τη πόλη της Καστοριάς και μόλις 4 χλμ. από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα.
Το σημερινό χωριό χτίστηκε στα ερείπια του παλιού οικισμού "Κοστενέτσι". Το "Κοστενέτσι" μετονομάστηκε το 1930 σε Ιεροπηγή, εξαιτίας της πηγής που υπάρχει στο ιερό του ναού της Αγίας Παρασκευής. 
Ο ναός της Αγίας Παρασκευής χτίστηκε το 1867, όπου σύμφωνα με την παράδοση στο σημείο εκείνο είχε βρεθεί από ένα βοσκό η εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Ο ναός αποτελεί μοναδικό έργο πετρόκτιστης Βασιλικής Μακεδονικής αρχιτεκτονικής.
Ο βοσκός ευρίσκει την εικόνα της αγίας Παρασκευής στην Ιεροπηγή.

Η θαυματουργή εικόνα της αγίας Παρασκευής που βρήκε ο βοσκός

Κάτω απ’ το δάπεδο αυτού του ναού υπάρχει το κελί, όπου, κατά την παράδοση, ασκήτεψε για ένα διάστημα η εν λόγω Αγία. Υπάρχει επίσης η αγιασματική πηγή, στην οποία βρέθηκε πριν πολλά χρόνια η θαυματουργή εικόνα της, που φυλάσσεται σήμερα εντός του υπόψη ναού.
Το 1776 από το Κοστενέτσι πέρασε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, απόδειξη το ενυπόγραφο ασημένιο μυροδοχείο στο Ναό της Αγίας Παρασκευής και ο βράχος από όπου ο Άγιος έκανε το κήρυγμά του.
πηγή  το είδαμε εδώ

Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου - Στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος



ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ τοῦ Ἁγίου: Β΄ Τιμ. β΄ 1-10
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ. Θ΄27-35
ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
1. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας Χάριτος
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ συμπίπτει μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, τοῦ ἰαματικοῦ καὶ θαυματουργοῦ. Πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου ἀναγινώσκεται ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴ Β΄ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἀρχίζει μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους: «Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυ­ναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Παιδί μου Τιμόθεε, νὰ ἐνδυναμώνεσαι μὲ τὴ χάρη ποὺ δίνει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ ὅποιον εἶναι ἑνωμένος μαζί Του. 
Τὴ θεόπνευστη αὐτὴ προτροπὴ ἀκολούθησε κι ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἀπὸ μικρὸ παιδί. Ὁ Παντολέων – αὐτὸ ἦταν ἀρχικὰ τὸ ὄνομά του – ­γνώρισε τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα του κι ἀπὸ τὸν ἱερέα τῆς Νικομηδείας ἅγιο Ἑρμόλαο. Σπούδασε ἰατρικὴ μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, ἀλλὰ παράλληλα ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὸν γέροντα ἱερέα Ἑρμόλαο, ὁ ὁποῖος τὸν καθοδηγοῦσε στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἔτσι, ἔμαθε νὰ συνδυάζει τὴν ἐπιστήμη μὲ τὴν πίστη. Γνώρισε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις. 

Γι᾽ αὐτὸ κατὰ τὴν ἐξάσκηση τῆς ἐπιστήμης του πάντοτε ζητοῦσε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ Παντολέων θεράπευε πλῆθος ἀνθρώπων. Ἐπιπλέον φρόντιζε ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς τῶν ἀσθενῶν του καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσε πολλὲς ψυχὲς στὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία.
Πόσα θαύματα πράγματι ἐπιτελεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ! Πάνω ἀπὸ τοὺς γιατροὺς εἶναι ὁ μέγας Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του γίνονται ἀναρίθμητα θαύματα, ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ δύσκολες καὶ ἀνίατες ἀσθένειες. Ἀρκεῖ σὲ κάθε περίπτωση νὰ ζητοῦμε ταπεινὰ καὶ μὲ πίστη τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου.
2. «Στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ»
Παρὰ τὶς συνεχεῖς ἐπιτυχίες του, ὁ νεα­ρὸς ἰατρὸς Παντολέων συμπεριφερόταν πρὸς ὅλους ἁπλὰ καὶ ταπεινά. Δὲν θαμ­πώθηκε ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ τὶς τιμὲς ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ λαμπρὴ σταδιοδρομία του, καὶ μάλιστα δὲν δεχόταν ποτὲ χρήματα. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἁπλὸ στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ. «Στρατιώτην Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἀποκαλεῖ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν μαθητή του Τιμόθεο: «σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ», τοῦ γράφει. 
Τί ὡραῖος τίτλος!... «Στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ»! Καὶ τί ἐξαιρετικὴ τιμὴ νὰ ὑπηρετοῦμε ὄχι ἕναν ἐπίγειο ἄρχοντα, ἀλλὰ τὸν Βασιλέα Χριστό!... Ὡστόσο ἡ τιμὴ συνεπάγεται καὶ εὐθύνη. Ὁ στρατιώτης ὀφείλει νὰ ἐκτελέσει τὴν ἀποστολή του μὲ γενναιότητα καὶ αὐταπάρνηση. Μὲ ὑπακοή, πειθαρχία καὶ συνεργασία μὲ τοὺς ἄλλους συναδέλφους του. Ἀντιστοίχως κι ἐμεῖς, ὡς χριστιανοί, καλούμαστε νὰ ὑπομένουμε κάθε κακοπάθεια σὰν καλοὶ στρατιῶτες καὶ νὰ βλέπουμε τοὺς ἄλλους γύρω μας ὄχι μὲ καχυποψία ἢ ζήλεια ἀλλὰ μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση. Μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι ὅλοι εἴ­­μαστε συστρατιῶτες ποὺ καλούμαστε νὰ ἐργαστοῦμε γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν πασχόντων ἀδελφῶν μας, γιὰ τὴν πνευματι­κὴ οἰκοδομή μας καὶ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.
3. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν φυλακίζεται
Ἁλυσοδεμένος ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ἀπὸ τὴ φυλακὴ στὸν Τιμόθεο: «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέ­­δε­­ται». Ἂς εἶμαι ἐγὼ δεμένος, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν περιορίζεται. Καὶ πράγματι, οἱ θεόπνευστες ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψε στὰ χρόνια τῆς αἰχμαλωσίας του, μεταδίδουν πνοὴ ζωῆς καὶ ἐλευθερίας. 
Στὴ φυλακὴ ὁδηγήθηκε κι ὁ ­Παντολέων ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ γιὰ νὰ φιμώσουν τὴ φωνή του. Ἀλλ᾽ ἐπέτυχαν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Διότι, ἂν καὶ ἦταν φυλακισμένος ὁ νεαρὸς ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, κατόρθωσε μὲ τὶς ­θεοφώτιστες διδαχὲς καὶ τὸ ὁλοφώτεινο παράδειγμά του νὰ μεταστρέψει πολλοὺς εἰδωλολάτρες καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὅ­­σοι ἔβλεπαν τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ μακροθυμία του στὶς φοβερὲς ἐκεῖνες ὧρες τοῦ μαρτυρίου, στέκονταν ­ἀπέναντί του μὲ δέ­ος καὶ θαυμασμό. Κι ὅταν οἱ ­αἱμοσταγεῖς εἰδωλολάτρες ἔδωσαν ­τελικὰ ἐντολὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, γιὰ νὰ ἀνακόψουν τὴν τεράστια ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσε γύ­ρω του, ἀκούστηκε τότε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ ποὺ ἐπικύρωσε τὸ ἔργο τοῦ Παν­τολέοντος δίνοντας του τὸ νέο ὄνομα ­«Παν­τελεήμων» καὶ τὴ χάρη νὰ συνεχίζει καὶ μετὰ θάνατον νὰ θαυματουργεῖ.
2.000 χρόνια τώρα ἡ Ἐκκλησία ­διώκεται. Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀντιμε­τω­πί­ζει ἀμφισβητήσεις, σατανικὲς ­συκο­­φαντίες, ὕ­­­­­­πουλες ἢ καὶ κατὰ μέτωπον ἐ­­­πιθέ­σεις. Ὡστόσο, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σταματήσει τὴ διάδοσή του. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ­κρύ­βει μέσα του δύναμη μυστική. Μεταδίδει πνεῦμα καὶ ζωὴ στὶς καρδιὲς τῶν ­ἀν­θρώπων. Ἀναγεννᾶ τὶς ψυχὲς καὶ ἐπιτελεῖ θαυμαστὲς μεταβολές. Ἂς παρακαλοῦμε λοιπὸν τὸν ἅγιο ­Παντελεήμο­να, ποὺ βοή­θησε τόσους ἀνθρώπους νὰ βροῦν τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, νὰ πρεσβεύει καὶ γιὰ τὴ δική μας πνευματικὴ ἀναγέννηση ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ ­σωτηρία πολλῶν ψυχῶν πρὸς δόξαν Θεοῦ.
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ

Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου - «τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων, κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν»




Ἀπόστολος: Β´ Τίμ. β´ 1-10
Εὐαγγέλιον: Ματθ. θ´ 27-35
Ἦχος: πλ. β´.— Ἑωθινόν: Ζ´
«τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων, κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν»
Στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περιγράφονται τὰ θαύματα τῆς θεραπείας δύο τυφλῶν καὶ ἑνὸς κωφοῦ δαιμονιζομένου. Τὰ θαύματα αὐτὰ τοῦ Κυρίου ἔρχονται σὲ συνέχεια τῆς ἀναστάσεως τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου καὶ τῆς θεραπείας τῆς αἱμορροούσης.
Ἡ φήμη τοῦ Κυρίου ὡς θαυματουργοῦ εἶχε διαδοθεῖ. Ὅταν οἱ δύο τυφλοὶ ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς περνοῦσε ἀπὸ τὰ μέρη τους καὶ πιστεύσαντες ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός), Τὸν ἀκολουθοῦν κράζοντες, «ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυίδ». Μὲ μεγάλη πίστη καὶ ἐπιμονή, ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὶς μεγαλόφωνες κραυγές τους, οἱ δύο τυφλοὶ παρακαλοῦν γιὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴν θεραπεία τους. Χαρακτηριστικὸ τῆς πίστεώς τους στὸν Χριστὸ εἶναι ὅτι Τὸν ἀποκαλοῦν "υἱὲ Δαυίδ", μία ἔκφραση ποὺ δηλώνει τὴν μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅτι πολλοί, ἰδίως μετὰ τὰ πολλά Του θαύματα, εἶχαν ἀρχίσει νὰ πιστεύουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας.

Ὁ Κύριος ἐρωτᾶ τοὺς δύο τυφλοὺς ἂν πιστεύουν ὅτι μπορεῖ νὰ τοὺς θεραπεύσει. Ὁ Κύριος γνωρίζει τὴν πίστη τους, «ἐρωτᾶ δὲ ὅμως, ἵνα φανερωθῆ καὶ τούτων ἡ πίστις καὶ ἑλκυσθῶσι διά τούτων καὶ ἕτεροι» (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός).
Ὁ Χριστὸς ἄγγιξε τοὺς ὀφθαλμούς τους καὶ τοὺς χάρισε τὴν ὅρασή τους, λέγων ὅτι ἡ θεραπεία τους ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς πίστεώς τους. Γιὰ ἄλλη μία φορά ὁ Κύριος θέτει ὡς προϋπόθεση γιὰ τὸ θαῦμα τὴν προσωπικὴ πίστη τοῦ αἰτοῦντος τὴν θεραπεία, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ὀλιγόπιστο πατέρα, ὅταν ὁ Κύριος τοῦ εἶπε ὅτι «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. θ´ 23).
Ἀξίζει ἐπίσης νὰ παρατηρήσουμε τὴν προειδοποίηση τοῦ Χριστοῦ στοὺς θεραπευθέντες τυφλοὺς νὰ μὴ γνωστοποιήσουν τὸ θαῦμα ποὺ τοὺς ἔγινε. Ὁ Κύριος δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ προκαλέσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν ἐντυπωσιασμὸ κάποιου θαύματος, ἀλλὰ θέλει μία πιὸ βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὴ πίστη ἐκ μέρους μας. Ἐπίσης, ἐντολὴ καὶ θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ εὐεργεσία νὰ παραμένει ἀφανὴς καὶ κρυφή, ὥστε πραγματικῶς νὰ τὴν τιμήσει ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ νὰ μᾶς τὴν ἀνταποδώσει (Ματθ. στ´ 4). Οἱ δύο πρώην τυφλοὶ ὅμως ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Εὐεργέτη τους, παρήκουσαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ γνωστοποίησαν τὸ θαῦμα παντοῦ.
Σὲ συνέχεια τῆς θεραπείας τῶν δύο τυφλῶν, ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε ἕνα κωφὸ δαιμονιζόμενο. Γιὰ ἄλλη μία φορά τὰ πλήθη ἐθαύμασαν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο, ἡ κακοπιστία καὶ ὁ φθόνος τῶν Φαρισαίων ἐξεδηλώθη πάλι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὰ ὀφθαλμοφανῆ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ προσπαθοῦν νὰ τὰ διαστρέψουν καὶ νὰ τὰ δυσφημίσουν, λέγοντες ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια ὄχι μὲ τὴν θεϊκή Του δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἄρχοντος τῶν δαιμόνων. Λησμονοῦν ὅμως ὅτι ὁ δαίμων δὲν κάνει καλό, δὲν εὐεργετεῖ, δὲν θεραπεύει, ἀλλὰ ἀντιθέτως βλάπτει ὅσους τὸν τιμοῦν (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος). Ἐνῶ ὁ Κύριος διαρκῶς εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς διδάσκει τὴν ἀρετὴ καὶ πῶς νὰ πλησιάσουν τὸν Θεὸ (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός).
Πάντοτε ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ νὰ διαστρέψει καὶ νὰ συκοφαντήσει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἄνθρωποι κακόπιστοι, στενόκαρδοι καὶ μικρόψυχοι, ποὺ δὲν στέργουν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀνιδιοτελῆ προσφορὰ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ὅμως δυστυχῶς, ποὺ παρατηρεῖται στὴν ὀρθολογιστικὴ ἐποχή μας, εἶναι τὸ ἔλλειμμα πίστεως, ποὺ ἐμφανίζεται στὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἴσως διότι οἱ πολλοὶ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἔχουν τὴν ζωντανὴ πίστη ποὺ προσελκύει τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργοποιεῖ τὸ θαῦμα. «Οὐ πάντων ἡ πίστις» (Β´ Θεσ. γ´ 2), μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἐμεῖς ὡς χριστιανοὶ γνωρίζουμε ὅτι ἡ πίστη εἶναι καρπὸς καὶ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλωστε, ὅλη μας ἡ ζωή ἐν Χριστῷ ἀποτελεῖ ἕνα διαρκὲς θαῦμα, μία συνεχὴς ἐπιβεβαίωση τῆς πίστεώς μας. Εἶναι μία βιωματικὴ κατάσταση ποὺ ζοῦμε καὶ κινούμεθα ἐν αὐτῇ.
Ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος

Ορθόδοξος Τύπος, 18/07/2014 

Τὸ σαράκι. Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου. (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

Τὸ σαράκι
«Οἰ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμόνων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια»
 Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. θ΄ 27-35)

 (†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Εἶναι ἔκθαμβος ὅλος ὁ κόσμος, ἀγαπητὲ μου ἀναγνῶστα, ἀπὸ τὰ νέα θαύματα, ποὺ εἶδε νὰ γίνωνται σήμερον ὑπὸ τοῦ Κυρίου. Δύο τυφλοί, ποὺ χρόνια ζοῦσαν στὸ πικρὸ σκοτάδι, ἐθεραπεύθησαν, μόλις ὁ Χριστὸς ἤγγισε μὲ τὰ ἅγια χέρια Του τὰ κλεισμένα μάται των.
Ἕνας, ἔπειτα, δαιμονιζόμενος καὶ κωφός, ποὺ ἐταλαιπωρεῖτο χρόνια ἀπὸ τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ ἔσυρε στὸν δρόμο τὸ ἐρειπωμένο σαρκίον του, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν τυραννίαν τοῦ διαβόλου, θεραπεύεται καὶ ὁμιλεῖ, δοξάζων τὸν Θεόν.
Συγκίνησις, λοιπόν, καὶ θαυμασμὸς καὶ ἀγαλλίασις. Τί κρῖμα ὅμως!  Ὁ φθόνος καὶ ἡ ψυχικὴ κακότης μολύνουν τὴν ἀτμόσφαιραν αὐτὴν τῆς χαρᾶς.  Σὰν φίδια, μὲ τὸ δηλητήριο στὸ στόμα, στέκονται σὲ μιὰ γωνιὰ οἱ Φαρισαῖοι.  Δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν τὶς ἐπιτυχίες του Κυρίου.  Ὁ φθόνος κατατρώγει τὴν ψυχήν των.  Καὶ χύνουν μὲ σατανικότητα τὸ δηλητήριον τῆς κακίας των.  Προσπαθοῦν νὰ ἀποδώσουν τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἐπιδράσεις καὶ ἐνέργειες διαβολικές. Διὰ νὰ ἐλαττώσουν τὴν ἐντύπωσιν καὶ τὸν θαυμασμὸν τοῦ κόσμου....
Ταλαίπωροι! Ἡ ἀλήθεια δὲν κρύβεται. Λάμπει.  Καὶ ἐπιβάλλεται. Ὁ φθόνος σας δὲν θὰ κατορθώσῃ νὰ ἀλλοιώσῃ τὴν πραγματικότητα. Ματαίως ἀγωνίζεσθε.
Ὁ φθόνος! Νὰ μιὰ σοβαρὴ ψυχικὴ πληγή, ποὺ ταλαιπωρεῖ καὶ βασανίζει τὴν ἐποχήν μας.
Ἀξιζει νὰ μᾶς ἀπασχολήσῃ εἰς τὸ σημερινὸν κήρυγμα τὸ θέμα αὐτό. Πολλαὶ εἶναι αἱ ἐκδηλώσεις τοῦ φθονεροῦ.  Θὰ ἐπισημάνωμεν ὅμως τὰς σοβαρωτέρας.
1.Πικραίνεται ὅταν οἱ ἄλλοι εὐδοκιμοῦν

Ὅλοι μας ἀγωνίζόμεθα εἰς τὴν ζωήν. Ὁ ἕνας διὰ νὰ σπουδάσῃ. Ὁ ἄλλος διὰ νὰ ἀναπτύξῃ κολύτερα τὴν ἐργασίαν του. Ὁ τρίτος διὰ νὰ βελτιώσῃ τὰς ἐγκαταστάσεις του. Ὁ τέταρτος διὰ νὰ κτίσῃ ἕνα σπιτάκι,  ὁ ἄλλος διὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν κόρη του.
Ὁ πέμπτος διὰ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τὸ κοινὸν καλὸν μὲ ἔργα πολιτισμοῦ καὶ χριστιανικῆ πνοῆς. Ὅλοι μας ἔχομεν κάποιους πόθους στὴ ζωή μας. Καὶ ὅλοι μας θέλομε νὰ μᾶς παραστέκουν οἱ ἄλλοι μὲ καλωσύνην.  Νὰ χαίρουν εἰς τὴν ἐπιτυχίαν μας.
 Νὰ συνεργοῦν διὰ τὴν εὐτυχίαν μας. Ἀλλὰ δὲν συμβαίνει, δυστυχῶς αὐτό.  Μόλις ὁ Α ἰδῇ ὅτι ὁ Β ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνῃ, νὰ ἐπιτυγχάνῃ, νὰ τακτοποιῇ τὰ οἰκογενειακά του, νὰ παντρεύῃ τὴν θυγατέρα του μὲ καλὸ πρόσωπο, νὰ ἀποκτᾷ ὄνομα καὶ φήμην, ἀρχίζει μέσα του τὸ σαράκι τοῦ φθόνου. Τὸν στενοχωρεῖ ἡ χαρὰ τοῦ ἄλλου. Τὸν πικραίνει τὸ ἀνέβασμα τοῦ γείτονος, τοῦ συναδέλφου, τοῦ συνεργάτου.  Χολώνεται διότι οἱ ἄλλοι ἔχουν περισσότερα χαρίσματα ἀπὸ αὐτόν, περισσότερες ἱκανότητες, μεγαλυτέραν δυναμικότητα.
Γιατὶ, φίλε μου, σὲ πικραίνει αὐτό; Σοῦ παίρνει τίποτε ἀπὸ τὴν εὐτυχίαν σου ὁ ἄλλος; Σοῦ κάνει κάτι κακό;  Γιατὶ δὲν μᾶς ἱκανοποιεῖ ἡ πρόοδος τοῦ πλησίον; Προτιμοῦμε, δηλαδή, νὰ ἀκοῦμε κλάματα στοῦ γείτονος τὸ σπίτι καὶ ὄχι τὸ γέλιο καὶ τὴν χαρά;
Γιατὶ δὲν ἔχομεν τὴν δύναμιν νὰ ἀναγνωρίζωμεν τὰ καλὰ τοῦ ἄλλου; Γιατὶ δὲν παραδεχόμεθα τὶς ἱκανότητές του; Ὁ Θεὸς τοῦ τὶς ἔδωσε. Χαλάλι του!
Γιατὶ θέλομε νὰ ὁμοιάζωμεν τὸν διάβολον, ποὺ ἐφθόνησε τὴν εὐτυχίαν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καὶ τοὺς ὡδήγησε στὴν καταστροφή;
Ἄς προκόψῃ ὁ ἄλλος. Ἀδελφός μας εἶναι.  Χαρὰ μας ἄς εἶναι ἡ εὐτυχία του. Ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ καὶ σὲ μᾶς ἀργότερα χαρὲς καὶ εὐλογίες.  Δὲν χάνομεν τίποτε, ὅταν ὁ ἄλλος παίρνῃ. Τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξάντλητα.
Γιατὶ, λοιπὸν, νὰ πικραίνεται ὁ ἄνθρωπος, νὰ πρασινίζῃ ἀπὸ τὸ κακὸ του, νὰ ποτίζῃ τὴν ζωή του μὲ φαρμάκι; Συμβαίνει καὶ ἐδῶ ἐκεῖνο, ποὺ σημειώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ διὰ τοὺς μακρὰν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους, τοὺς «.... πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ... κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου...» (Ρωμ. α΄29).
Ἀλλὰ τὸ κακὸν προχωρεῖ. Ὁ φθονερὸς ἐν συνεχείᾳ:
2. Ἀντιδρᾶ συστηματικά.

Ἠμπορεῖ νὰ μὴ τὸ δείχνῃ φανερά. Ἀλλὰ ἀρχίζει τὶς μηχανογραφίες, τὶς ἐνέδρες. Προσπαθεῖ νὰ μειώσῃ τὴν καλὴν ἐντύπωσιν, ποὺ ἐδημιουργήθη διὰ τὸν φθονούμενον.  Δημιουργεῖ ἐμπόδια εἰς τὸ ἔργον του.  Δὲν ἔχει, βέβαια, τὸ θάρρος καὶ τὸ σθένος νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν ἄλλον στῆθος μὲ στῆθος, φανερά.  Καταλαβαίνει ὅτι θὰ νικηθῇ.
Κάνει, λοιπὸν, ὕπουλα τὴν δουλειά του.  Στὸ σκοτάδι.  Μὲ δόλον καὶ ἀτιμίαν.  Μεγαλοπειεῖ ὡρισμένα γεγονότα, ποὺ διαφορετικὰ θὰ περνοῦσαν ἀπαρατήρητα.  Προκαλεῖ ὁ ἴδιος συζητήσεις, γιὰ νὰ βρῇ εὐκαιρίαν νὰ πετάξῃ τὸ δηλητήριον. Ἐργάζεται κρυφίως, διὰ νὰ ματαιώσῃ σχέδια, ποὺ καταλαβαίνει, ὅτι θὰ τιμήσουν περισσότερον τὸν φθονούμενον.  Κάνει τὸν φίλο, καὶ «πισώπλατα» βυθίζει τὸ δολοφονικὸ μαχαίρι.  Δὲν διστάζει νὰ φθάσῃ καὶ μέχρι συκοφαντίας, προκειμένου νὰ «καρφώσῃ» τὸν ἄλλον.
Ἔτσι θὰ καραδοκήσῃ, πάντα βέβαια ἀθέατα, νὰ χτυπήσῃ καὶ τὴν ὑπόληψίν του ἀκόμη.  Θὰ διασύρῃ τὴν τιμήν, τὸ οἰκογενειακὸν ὄνομα, τὴν ἠθικὴν ἀκεραιότητά του. Ἡ πικρόχολος ψυχή του δημιουργεῖ ἱστορίες μὲ ἀνύπαρκτα πράγματα.
 Ἡ φαντασία του συνθέτει ὁλόκληρα μυθιστορήματα, μὲ σκηνὲς καὶ γεγονότα τελείως ἀνυπόστατα, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ ἐξευτελίσῃ τὸν φθονούμενον, νὰ τοῦ πάρῃ τὴν θέσι, νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸ «πόστο» ποὺ κατέχει, νὰ τὸν ἰδῇ ταπεινούμενον καὶ συντριβόμενον.
Ὁ,τι δηλ. συνέβαινε καὶ μὲ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν τὸν Κύριον.  Καὶ στὸ σημερινὸν Εὐαγγέλιον αὐτὸ βλέπομεν.  Συκοφαντοῦν καὶ ἀντιδροῦν πεισμόνως καὶ κακοβούλως.  Καὶ μέχρι σήμερα τὸ ἴδιο γίνεται.
 Ὁ φθονερὸς σπέρνει ἔντεχνα νάρκες στὸ δρόμο του μισουμένου. Ἡ χαρὰ του εἶναι νὰ βλέπῃ ἐρείπια καὶ συντρίμματα.  Καὶ ὅταν, παρὰ τὸν ἀγῶνά του αὐτὸν, ἀντιλαμβάνεται, ὅτι δὲν ἐπιτυγχάνει τὴν συντριβὴν τοῦ ἄλλου, τὸτε προχωρεῖ καὶ πιὸ πέρα:
3.Κηρύσσει ἐξοντωτικὸν πόλεμον.

Παίζει πλεόν τότε ὁ φθονερὸς τὸ παιχνιδι του στ’ ἀνοιχτά. Ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς καὶ μὲ μανίαν θηρίου ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ ἄλλου, χρησιμοποιῶν θεμιτὰ καὶ ἀθέμιτα μέσα, ἐχθροὺς καὶ φίλους, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν πλήρη ἐξουθένωσίν του.
 Εἶναι ἡ ἴδια τακτική, τὴν ὁποίαν ἠκολούθησαν διὰ τὸν Κύριον οἱ Φαρισαῖοι. Ἤρχισαν ἀπὸ τὸ σαράκι τοῦ φθόνου, ποὺ κρύπτεται μέσα στὴν ψυχή, ἐπροχώρησαν στὴν μυστικὴ ἀντίδρασι, στὴν συκοφαντία, καὶ τέλος ἔφθασαν στὴ φανερὴ καταδίωξί Του, ποὺ κατέληξε στὸ μαρτύριον τοῦ Γολγοθᾶ.
Καὶ ἐμφανίζεται τοῦτο τὸ παράξενον καὶ τραγικόν.
Εἰς τὰς στιγμὰς ἀτυχήματος, ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ λυποῦνται καὶ νὰ συμπονοῦν τὸν πάσχοντα· εἶναι, βλέπετε, τόσον φυσικὸν νὰ κλαίῃ κανεὶς μὲ τοὺς κλαίοντες!  Καὶ ὅμως! Ὁ φθονερὸς πανηγυρίζει καὶ ἀγάλλεται! Ἐκδηλώνει, μάλιστα, φανερὰ αὐτὴν του τὴν χαράν. Σκοπός του νὰ κάμῃ βαθύτερον τὸ τραῦμα τοῦ ἄλλου. Εὐχὴ του νὰ χορέψῃ σύντομα ἐπάνω στὸ μνῆμά του.
Ποῦ φθάνει, ἀδελφέ μου, τὸ πάθος τοῦ φθόνου!  Χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ θηρίον γίνεται ὁ ἄνθρωπος.  Χειρότερος!....
4.Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα.

Πιθανόν, βέβαια, νὰ νικήσῃ σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις ὁ φθονερός.  Καὶ νὰ ἀδικηθῇ ὁ ἀθῷος.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις, ποὺ γίνεται αὐτό.  Χάνει τὴν θέσιν του ὁ φθονούμενος ἀδίκως.  Παραμερίζεται.  Ταπεινώνεται.  Γίνεται πτωχός. Ἀρρωσταίνει ἀπὸ τὸ μαράζι του. Ἡ νίκη τοῦ φθονεροῦ φαίνεται πλήρης.
Καὶ ὅμως ἡ πραγματικότης εἶναι ἄλλη.  Πρῶτα-πρῶτα, θὰ πρέπει νὰ σημειωθῇ, ὅτι δὲν ἐπιτυγχάνει πάντα ὁ φθονερός.  Συχνά, πολὺ συχνά, ἀναλαμβάνει τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ ἀδικουμένου ὁ Θεός.  Καὶ ἐξευτελίζεται ὁ φθονερός.
Καὶ ταπεινώνεται ἰσοβίως.  Καὶ λάμπει ἡ ἀλήθεια.  Καὶ δικαιώνεται ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ τιμιότης.  Καὶ ἀνεβαίνει ἀκόμη περισσότερο ὁ καλός, ὁ ἀδικημένος. Ἄπειρα τέτοια παραδείγματα. Ἀλλὰ ἄς πάρωμεν πρὸς στιγμὴν τὴν ἄλλην πλευράν.
 Ὁ φθονερὸς φαίνεται ὅτι ἐνίκησεν. Ὁ πολεμούμενος ἀθῷος ἐταπεινώθη.  Καὶ ὅμως τὸ ἀρχαῖον ρητὸν «μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε», ἔχει καὶ εἰς τὰς ἡμέρας μας τὴν ἐφαρμογήν του. Τὸ σύνηθες εἶναι νὰ μὴ διαρκῇ πολὺ αὐτὴ ἡ νίκη.
Ἐπιτρέπει πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς καὶ μερικὲς τέτοιες ἐπιτυχίες.  Διὰ νὰ δοκιμάσῃ τὸν ἀθῶον.  Νὰ τὸν κάμῃ καλύτερον.  Νὰ τὸν προφυλάξῃ ἴσως ἀπὸ ἄλλα, ποὺ θὰ ἐδημιουρογῦσαν μεγαλύτερον φθορά.  Δὲν ἀργεῖ ὅμως νὰ κάμῃ τὰς ἀποκαλύψεις Του, νὰ ἀποδώσῃ «ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ».
Καὶ μὲ τρόπους, ποὺ γνωρίζει ἡ σοφία Του ἡ ἄπειρος καὶ ἡ ἀγάπη Του ἡ ἀπέραντος, ἀμείβει καὶ ἀποκαθιστᾷ τὸ δίκαιον.  Πανηγυρικά.  Εἰς ὄνειδος τοῦ κακοῦ, εἰς δόξαν τοῦ ἐναρέτου: «Δίκαιος Κύριος καὶ δικαιοσύνης ἠγάπησεν».
Καὶ ὁ φθονερός; Ἀπὸ τοῦ ὕψους του πίπτει εἰς τὸ βάραθρον.  Ταπεινωμένος, φαρμακωμένος βλέπει τὴν δικαίωσιν τοῦ ἄλλου καὶ μαραζώνει.  Διότι ἄς μὴ λησμονῶμεν, ὅτι ὁ φθόνος εἶναι φίδι δηλητηριῶδες, ποὺ κατατρώγει πρῶτα τὰ σπλάχνα του φθονεροῦ.  Τοῦ κλέβει τὴν ἡσυχία.  Τοῦ ἀφαιρεῖ τὴν χαρά. Τοῦ ματαιώνει διαρκῶς τὴν εὐτυχία.
Ψυχὴ, ποὺ φθονεῖς, τὶ ἐκατάλαβες μὲ τὸ νὰ κρύβῃς μέσα σου αὐτὸ τὸ συχαμερὸ ἑρπετὸ, τὸ φθόνο!  Τί ἐκατάλαβες; Ἔκρυψες τὸν ἥλιο ἀπὸ τὴν ζωήν σου καὶ περιπατοῦσες στὰ σκοτεινά. Ἔσπασες τὴν βρύση καὶ ἡ ψυχή σου διψοῦσε φοβερά.
Ἔκαμες κακὸ στοὺς ἄλλους καὶ ἐπλήθυνες ἔτσι τὰ καρφιὰ ποὺ σ’ ἐκάρφωσαν στὸ σταυρὸ τῆς καταδίκης σου.  Δὲν ἦταν καλύτερα νὰ χαίρεσαι καὶ σύ στὴν χαρὰ τῶν ἄλλων; Δὲν ἦταν προτιμότερο νὰ πίνῃς ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς εὐτυχίας τῶν ἄλλων καὶ σύ; Δὲν ἀκοῦμε τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ; «Ἀποθέμενοι», λέγει, «πᾶσαν κακίαν... καὶ φθόνους καὶ πάσας καταλαλιάς...» (Α΄ Πέτρου β΄ 1).
Ἀδελφέ μου! Ἀγάπα. Ἀγάπα ἁπλόχερα, χωρὶς κρατούμενα, χωρὶς ἰδιοτέλειαν, χωρὶς φραγμούς.  Χτύπα τὸ ἀπαίσιον ἐρπετὸ τοῦ φθόνου στὸ κεφάλι.  Σκότωσέ το. Πέταξέ το μακρυά.
Ἄς δώσωμεν ὅλοι τὸ χέρια. Ἄς τὰ δέσῃ αἰώνια ἡ χρυσῆ ἁλυσίδα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ὡραιότερη δύναμις, ἡ δυνατώτερη ὀμορφιά.
Εἶναι ἐμορφιὰ καὶ δύναμις, διότι τὴν ἔφερε στὸν κόσμον ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ!
Ἀγαπητοί μου,
Ἦταν κάποτε ἕνας βασιλιᾶς.  Σοφὸς καὶ ἐνάρετος. Ἐπληροφορήθη μίαν ἡμέραν, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς αὐλικοὺς του ἐφθονοῦσε τρομερὰ κάποιον ἄλλον, ὁ ὁποῖος ἔχαιρε τῆς βασιλικῆς ἐκτιμήσεως. Ὁ βασιλιᾶς ἠθέλησε νὰ ἐξακριβώσῃ μέχρι ποίου σημείου ἔφθανεν ὁ φθόνος τοῦ αὐλικοῦ του. Τὸν καλεῖ, λοιπὸν, μίαν ἡμέραν εἰς τὸ γραφεῖον του·
-Θέλω, τοῦ λέγει, νὰ σοῦ χαρίσω κάτι. Ὅ,τι θέλεις. Ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως ὅτι θὰ προσφέρω εἰς τὸν τάδε –καὶ ὠνόμασε τὸν αὐλικὸν ποὺ ἐφθονουσε- τὰ διπλάσια. Σκέψου ἀπόψε καὶ ἔρχεσαι αὔριον τὸ πρωΐ νὰ δώσῃς τὴν ἀπάντησιν.
Ὁ αὐλικὸς ἔφυγεν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Τὸ βράδυ ἀδύνατον νὰ κοιμηθῇ.  Τί νὰ ζήτήσῃ; Ἀξιώματα, σπίτια, τιμητικὰς διακρίσεις; Θὰ ἐδίδοντο εἰς τὸν ἄλλον διπλάσια.  Καὶ ἡ σκέψις αὐτὴν τὸν ἔκαιε. Αἴφνης πετάχτηκε χαρούμενος ἀπὸ τὸ κρεββάτι του.
-Τό βρῆκα, εἶπε.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν παρουσιάσθη εἰς τὸν βασιλέα.
-Λοιπὸν, σκέφθηκες; Τί ἀπεφάσισες νὰ ζητήσῃς; Τοῦ εἶπε.
-Νὰ μοῦ βγάλετε, Μεγαλειότατε, τὸ ἕνα μάτι. Ἔτσι θὰ ἔβαζε τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δύο.
Ὁ βασιλιᾶς ἔμεινεν ἄναυδος... Δὲν ἐφαντάζετο τόσην κακινα εἰς τὸν φθονερόν..
Χρειάζεται, ἆρα γε, νὰ σχολιασθῆ τὸ γεγονός;

Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.79-84)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία 
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...