Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2017

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Λόγος εις την Παραβολή του Ασώτου
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
«... Πατέρα μου, αμάρτησα... Πάρε με ως ένα
δούλον σου...! Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω
σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα
να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που 
επέστρεψε;...                                        
Ο Κύριος Ιησούς».
Παρ’ ότι εκκλησιαστικώς-λατρευτικώς η Παραβολή του Ασώτου πέρασε, όμως ως περιεχόμενο και διδαχή η Παραβολή αυτή, όχι μόνο είναι πάντοτε επίκαιρη, αλλά είναι αναπόσπαστη από την προσωπικήν εμπειρία των αμαρτωλών και αγίων. Γι’ αυτόκαι χάριν των εν Χριστώ αδελφών μετέφρασα την ερμηνείαν της από τον χρυσούν Άγιον, τον Χρυσόστομον.
Ως γνωστόν Παραβολή είναι μία πλασματική ιστορία χάριν διδαχής. Και προκειμένου περί της Παραβολής του Ασώτου, έχει λεχθεί, ότι ήταν αρκετή αυτή, για να θεωρηθή ως Θεός αυτός που την έπλασε. Πράγματι, στην Παρα­βολήν, ως κεντρική ιδέα, αποκαλύπτεται η άπειρη αγάπη και ευσπλαγχνία του Θεού στα πλάσματά Του. Και για να καταφανεί η σε απίστευτον βαθμόν αγάπη του Θεού-Πατρός, πλάθει και τον πρεσβύτερον υιόν, που εκπροσωπεί τον μέσον τύπον του δικαίου, εκφραζομένου με την λογικήν, με το μέτρον και το δίκαιον. Δύναται δε να υποστηρι­χθεί, ότι και καλός χριστιανός δεν ήτο, αφού δεν εσκέπτετο το «ουδέν δύνασθε ποιείν άνευ εμού» και το Αποστολικόν: «Τί έχεις ω άνθρωπε, ο ουκ έλαβες; Και ει έλαβες, τί καυχάσαι ως μην λαβών;».
Με άλλα λόγια, εάν ο χριστιανός δεν υπερβεί την λογικήν του, το μέτρον και το δίκαιόν του, δεν μπορεί να λογίζεται ως χριστιανός. Κύριος ο Θεός να μας σκεπάζει από την απάνθρωπη και αφιλάδελφη συμπεριφορά του πρεσβύτερου υιού, φρονούντος ότι ήταν δίκαιος, ενώ ήταν δούλος της εγωπαθείας του και κατεβασανίζετο από τον φθόνον έναντι του ελεηθέντος αδελφού του:
Θεόκλητος Μοναχός
Διονυσιάτης
* * *

«Πάντοτε μεν, αδελφοί, οφείλουμε να διακηρύττουμε τη φιλανθρωπία του Θεού (δι’ αυτής, λοιπόν, ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν) μάλιστα σ’ αυτόν τον καιρόν των Νηστειών οφείλουμε να κάμνομεν, χάριν της κοινής ωφελείας....
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλαν­θρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του. Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε. Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.
Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) "απεδήμησεν εις χώραν μακράν". Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιου­σίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.
Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.
Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών. Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.
Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το "αμάρτησα" και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.
Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας.Πατέρα, αμάρτησα στον ουρα­νόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.
Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιοςείδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ "Λαός μου", λέγει, "σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;" Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.
Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).
Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν1.
Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευ­ματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.
Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον "εις άφεσιν αμαρτιών", μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λό­γω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: "Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέ­θη δόλος εν τω στόματι Αυτού". Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.
Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον "τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους". Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: "Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος". Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά."Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός". Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.
Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει."εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα"; Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον.
Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για ναευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά "περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος". Όταν δε ο υιός Σου αυτόςήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλάαμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.
Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, "Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου". Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: "Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόνκαι ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου".
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέραςδικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστή­ριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευ­ρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. "Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν".
Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν.Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου. Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέη­σον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Α­νάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χρι­στός. "Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν".
Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θαδεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. "Ο Κύριος εγ­γύς, μηδέν μεριμνάτε". Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν. Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν»2.
1.   Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το Πανάγιον Σώμα του Χριστού, εδίδετο στις παλάμες, η μία υπό την άλλην, όπως συνέβαινεν στους αποστολικούς χρόνους, μέχρι την εποχήν του Χρυσοστόμου. Αργότερα εδίδετο - ελαμβάνετο μέσα σε μικρά πολύτιμα σκεύη. Αργότερα καθιερώθη η αγία λαβίδα.
2.   Ο άγιος Πατήρ, αναφερόμενος στον μολυσμόν της οράσεως του Ασώτου, ονομάζει τα θεάματα, θέατρα, ιπποδρομίες και θηριομαχίες. Φυσικά τώρα είναι άλλα αίτια που μολύνουν την ψυ­χήν, όπως η Τηλεόραση, η οποία, κατά τον χαρακτηρισμόν του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που την είδε προορατικώς, είναι αυτός ο σατανάς και τα κέρατά του ευρίσκονται στα κεραμμύδια!
“Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου”
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Μνήμες θανάτων


Το τηλεφώνημα έρχεται από το μοναστήρι ‘το προς πρωί πρωί’, πάνω στο ξύρισμα. Η αδελφή Άννα εκοιμήθη. Αναμενόμενο, μια και τα προβλήματα της προχωρημένης ηλικίας (92 ετών) είχαν φθάσει σε κρίσιμο σημείο. Είχαμε συνεργασθεί παλιά, πριν προχωρήσει στη μοναστική ζωή, όταν ήταν έφορος στη Χριστιανική Φοιτητική Ένωση (στο Β΄ τμήμα) κι εγώ είχα τη θέση του γραμματέα (στο Α΄ τμήμα): άνθρωπος ‘πράος και ησύχιος’, πάντα προσηνής, ευγενική και ανοικτή σε γόνιμο διάλογο. Πριν λίγες μέρες την είχα δει τελευταία φορά για κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα, που παροδικά ξεπεράσθηκε, για να επανέλθει. Θα πρέπει να την αποχαιρετίσω και ιατρικά. Έτσι κάνω μια γρήγορη επίσκεψη στη μονή, όπου τελείται η πρωινή Θεία Λειτουργία, για να συμπληρώσω το απαραίτητο πιστοποιητικό, την τυπική ‘άδεια εξόδου’ από τον παρόντα κόσμο με τη γραφειοκρατία του. Η συνέχεια αργότερα.
     Το πρωινό περιλαμβάνει και προγραμματισμένη οδοντιατρική εργασία. Μια και πρόκειται για κάτι εξειδικευμένο, βρίσκομαι σε νέο ιατρείο. «Δείτε σύμπτωση», μου λέει η οδοντίατρος, «ακριβώς σαν σήμερα πέθανε ο πατέρας μου, που τον βλέπατε στην κλινική: μας είχατε πάρει τότε στο γραφείο και μας είπατε ότι δεν θα πήγαινε πολύ». Έχουν περάσει μερικά χρόνια, δεν θυμόμουν τη συνάντηση αυτή. Τέτοιες αναδρομές στο παρελθόν έχουν μια γεύση χαρμολύπης: τα γεγονότα μπορεί να ήταν δύσκολα, αλλά όταν η αναφορά τους από τους οικείους γίνεται με τρόπο αγαπητικό, αφήνει μια αίσθηση ικανοποίησης, όχι εγωιστικής, αλλά καθαρά ανθρώπινης.
     Η εργασία τελειώνει, ευτυχώς με καλό αποτέλεσμα, και πηγαίνω στην κλινική. Δεν έχω προγραμματισμένη εργασία, αλλά μου ζητούν να δω έναν ασθενή. Το όνομα δεν μου είναι άγνωστο. Κι εδώ υπάρχει μια κόρη: πριν ένα χρόνο νοσήλευα τη μητέρα της (ήδη μακαρίτισσα) με καρκίνο στον πνεύμονα, τώρα έχει τον πατέρα της με την ίδια αρρώστια. Μυρίζει καπνό, και της το λέω. «Το είχα κόψει και το ξανάρχισα», μου λέει με κάποια ντροπή. Πόσο μπορεί κανείς να κρατάει τον ‘δήμιο’ της οικογένειας στα χέρια του;
     Επάνοδος στο μοναστήρι για την ιδιαίτερη εξόδιο ακολουθία εις μοναχούς. Κόσμος αρκετός, η ατμόσφαιρα κατανυκτική, η συμπροσευχή γύρω από τον τάφο υποβλητική, βοηθάει και ο καθαρός ουρανός και η μαλακή μέρα. Θυμάμαι ένα γνωμικό που διάβασα κάποτε: «Όταν ήρθες στον κόσμο, εσύ έκλαιγες και όλοι οι άλλοι γελούσαν. Είθε όταν θα φεύγεις από τον κόσμο να χαμογελάς, έστω κι αν όλοι οι άλλοι γύρω σου θα κλαίνε». Εδώ δεν υπάρχουν κλάματα, και το πρόσωπο της αδελφής Άννας έχει εκείνο το ελάχιστο ίχνος σοβαρού μειδιάματος που γνωρίζαμε πάντα στην έκφρασή της. «Και στα δικά μας!» εύχεται ένας από τους πατέρες. Αμήν. 

πηγη

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΤΡΙΩΔΙΟ


«ΜΗ ΚΑΘΕΥΔΟΜΕΝ, ΑΛΛΑ ΓΡΗΓΟΡΩΜΕΝ ΚΑΙ ΝΗΦΩΜΕΝ»! (Θεσ.5,6) 

(Νοητή περιδιάβαση στο Άγιο Τριώδιο, στην ιερότερη και κατανυκτικότερη εόρτια περίοδο της Εκκλησίας μας, για μια οντολογική μετοχή στην νηπτική πορεία προς το Άγιο Πάσχα) 

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού 

Η μακρά περίοδος του Τριωδίου, η οποία αρχίζει την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο, είναι η πιο σημαντική εορτολογική περίοδος της Εκκλησίας μας, διότι δίνει την ευκαιρία σε μας τους πιστούς να συναισθανθούμε τη λαθεμένη πορεία της ζωής μας, να τη διορθώσουμε και να επανακαθορίσουμε τη στάση μας απέναντι στο Θεό και τους συνανθρώπους μας. Αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε κεκαθαρμένοι και αλλαγμένοι, να εορτάσουμε το άγιο Πάσχα, σύμφωνα με την παύλειο προτροπή, όχι όπως οι Ιουδαίοι, τυπικά, «άλλ' εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας», αποβάλλοντας την παλαιά ζύμη της κακίας και της πονηρίας μας (Α΄ Κορ.5,8). 

Η αγία μας Εκκλησία προσέδωσε στο Τριώδιο στοιχεία τέτοια που να δημιουργούν κατάνυξη και εκγρήγορση στους πιστούς. Οι αναμνήσεις των γεγονότων στα οποία είναι αφιερωμένες οι Κυριακές αυτής της περιόδου, τα ευαγγελικά αναγνώσματα, οι ύμνοι και τα τιμώμενα πρόσωπα της Εκκλησίας μας έχουν συντεθεί κατάλληλα ώστε να επιτελούν σπουδαίο παιδαγωγικό ρόλο στην πνευματική πορεία των πιστών. Ως αποστολικά δε αναγνώσματα την περίοδο αυτή στις εκκλησίες διαβάζονται περικοπές από την προς Εβραίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου, διότι, όπως είναι γνωστό σε αυτή εκτίθεται πληρέστερα η εν τω Χριστώ απολύτρωση. 

Αρχίζοντας από την πρώτη Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αναγιγνώσκεται στις εκκλησίες η σχετική ευαγγελική περικοπή, ώστε να παραδειγματιστούν οι πιστοί από την εωσφορική και ψυχοκτόνο υπεροψία του φαρισαίου και να μιμηθούν τη σωτήρια ταπείνωση και μετάνοια του αμαρτωλού τελώνη, η οποία είναι βασική προϋπόθεση για την αρχή του πνευματικού τους αγώνα. Η δεύτερη Κυριακή (του Ασώτου) είναι αφιερωμένη στον άσωτο υιό της γνωστής παραβολής, ως παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας και επιστροφή στην απύθμενη αγάπη του Θεού. Η τρίτη Κυριακή (των Απόκρεω) είναι αφιερωμένη στην φοβερή και αδέκαστη Μέλλουσα Κρίση του κόσμου. Στις εκκλησίες διαβάζεται το Ευαγγέλιο της σχετικής περικοπής, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί ότι δεν συγχωρείται εφησυχασμός, αλλά εκγρήγορση και αγώνας. Η τετάρτη Κυριακή (της Τυρινής) είναι αφιερωμένη στο μοιραίο γεγονός της αδαμιαίας παρακοής και της εξορίας των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο. Διαβάζεται το ευαγγέλιο της ορθής προσευχής και νηστείας, διότι από την επομένη (Καθαρά Δευτέρα) αρχίζει η νηστεία και ο πνευματικός αγώνας, ως το Πάσχα. Την πρώτη Κυριακή των Νηστειών εορτάζουμε το θρίαμβο της Ορθοδόξου πίστεως και την αποκρυστάλλωση του δόγματος από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο Με αυτό τον τρόπο θέλει η Εκκλησία να διδάξει τους πιστούς πως η αλήθεια της πίστεως είναι προϋπόθεση της σωτηρίας μας. Την Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών τιμάμε τη μνήμη ενός μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας μας και αγωνιστή της Ορθοδοξίας, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ως παράδειγμα αγωνιστή για κάθε πιστό. Την Τρίτη Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως) προσκυνάμε τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου για να αντλήσουμε από αυτόν βοήθεια, προκειμένου να συνεχίσουμε τον πνευματικό μας αγώνα. Την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών τιμάμε τη μνήμη ενός άλλου μεγάλου αγωνιστή κατά των ανθρωπίνων παθών και δασκάλου της ερήμου, του αγίου Ιωάννου συγγραφέα της Κλίμακος, ο οποίος με το ομώνυμο βιβλίο του διδάσκει τρόπους του σωτηρίου αγώνα. Την Έκτη Κυριακή τιμάμε επίσης μια άλλη μεγάλη μορφή της Εκκλησίας μας, την αγία Μαρία την Αιγυπτία, την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα η οποία έγινε παράδειγμα πραγματικής ταπείνωσης και μετάνοιας. Ακολουθεί η Κυριακή των Βαΐων και η Μεγάλη Εβδομάδα, όπου κορυφώνεται η κατάνυξη και ο πνευματικός μας αγώνας. 

Ο λατρευτικός πλούτος του Τριωδίου είναι πραγματικά θαυμαστός. Μεγάλοι ποιητές και μουσουργοί της Εκκλησίας μας συνέθεσαν υπέροχους ύμνους και καταπληκτικές ακολουθίες για ολόκληρη αυτή την περίοδο, με αποκορύφωμα τις ιερότατες ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος. Ολόκληρη η υμνολογία του Τριωδίου είναι προσαρμοσμένη στο πνεύμα της μετάνοιας και της συντριβής του κάθε αμαρτωλού και στην εν Χριστώ απολύτρωση. Είναι φτιαγμένες έτσι ώστε να διεγείρουν στους πιστούς διάθεση μετάνοιας. Για παράδειγμα αναφέρω τον θαυμάσιο Μεγάλο Κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης, την καταπληκτική αυτή θρηνητική ελεγεία, ο οποίος ψάλλεται τμηματικά την πρώτη εβδομάδα των νηστειών και ολόκληρος το βράδυ της Τετάρτης της Ε΄ εβδομάδος. Επίσης αναφέρω τον αξεπέραστο Ακάθιστο Ύμνο ποίημα του μεγαλυτέρου υμνογράφου του Βυζαντίου του Ρωμανού του Μελωδού, ο οποίος ψάλλεται τμηματικά κάθε Παρασκευή βράδυ στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των νηστειών (Χαιρετισμοί) και ολόκληρος το βράδυ της Παρασκευής της Ε΄ εβδομάδος. Ο εξαίσιος αυτός ύμνος (κοντάκιο) εξυμνεί το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου και τη μοναδική συμβολή Της στο έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. 

Οι ορθόδοξοι πιστοί κάνουν αγόγγυστα τον προσωπικό τους αγώνα καθ’ όλη τη διάρκεια του Τριωδίου, ο οποίος συνίσταται στην νηστεία, στον εκκλησιασμό, στη μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, στη μελέτη της αγίας Γραφής και άλλων πνευματικών βιβλίων και στην περισυλλογή. Η εμπειρία πιστοποιεί πως η άσκηση της Μ. Τεσσαρακοστής αλλάζει κυριολεκτικά τους ασκούμενους πιστούς, τους ημερεύει, τους γαληνεύει τους δίνει αισιοδοξία και εσωτερική ουράνια χαρά. Η αποχή από τις σωματοκτόνες λιπαρές τροφές και προπαντός η αποχή από τις ψυχοκτόνες αμαρτωλές συνήθειες, επαναφέρουν τον άνθρωπο στην αυθεντική του κατάσταση. 

Η αγία μας Εκκλησία, λοιπόν, ως στοργική μητέρα και πνευματική μας τροφός, προσπαθεί μέσω των ιερών ακολουθιών και του κατανυκτικού κλίματος της περιόδου του Τριωδίου να μας βοηθήσει να συναισθανθούμε την αμαρτωλότητά μας, που σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε την εκτροπή μας από την αυθεντική μας φύση, να μετανοήσουμε ειλικρινά, να κάνουμε τον προσωπικό μας αγώνα και να σωθούμε με τη σωτήρια χάρη του ενανθρωπήσαντος Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Οι κοσμικές καρναβαλικές ασχήμιες που διαπιστώνουμε αυτές τις μέρες, κατάλοιπα του προχριστιανικού ειδωλολατρικού παρελθόντος, μπορεί φαινομενικά να δίνουν κάποια προσωρινή ευθυμία, και να δημιουργούν ψευδαισθητικές τάσεις φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα. Μπορεί για κάποιους ο σύγχρονος διονυσιασμός να είναι τρόπος ζωής, όμως σε καμιά περίπτωση δεν συμβιβάζεται με το πραγματικό νόημα του Τριωδίου, το οποίο είναι ευκαιρία για αυτοσυνειδησία, συντριβή και κατάνυξη μπροστά στο δράμα της πτωτικής μας φύσης, μπροστά στο ατέλειωτη τραγικότητα της ανθρώπινης κακοδαιμονίας. Δεν έχουμε ανάγκη από προσωρινή φυγή από την σκληρή καθημερινότητα, αλλά από μόνιμη λυτρωτική διαδικασία, την οποία προσφέρει απλόχερα η Εκκλησία μας αυτή την κατανυκτική περίοδο. 

Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. 

Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην πολύ διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την εωσφορική έπαρση. Δίδαξε την παραβολή αυτή «προς τινας τους πεποιθότας αφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς» (Λουκ.18,9). 

Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς ευατόν ταύτα προσηύχετο΄ ο Θεός ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης΄ νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων΄ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος΄ ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ.18,10-14). 

Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι’ αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι’ αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη. 

Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του. 

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια. Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μια λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Εγωισμός και μετάνοια είναι δυο έννοιες εντελώς αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η μία αναιρεί την άλλη. Οι πύλες της ψυχής του εγωπαθούς ανθρώπου είναι ερμητικά κλειστές για τη θεία χάρη και κατά συνέπεια είναι αδύνατη η σωτηρία του, όσο εμμένει στην εγωιστική του περιχάραξη. 

Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός είναι καταστάσεις εωσφορικές. Πρώτος διδάξας ο Εωσφόρος, ο οποίος δε μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από το Θεό και δημιουργό του και γι’ αυτό διανοήθηκε να στήσει το θρόνο του πάνω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πραγματοποιήσει το σκοπό του, αλλά να χάσει τη δόξα και την τιμή που του είχε χαριστεί από το Θεό και να καταπέσει στην έσχατη απαξία. Από ανείπωτο μίσος και φθόνο θέλησε να μεταδώσει και στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού, τη φθοροποιά και καταστροφική έξη του εγωισμού. Έπεισε τους πρωτοπλάστους ότι δήθεν ήταν ικανοί από μόνοι τους να γίνουν θεοί (Γεν. 3ο κεφ.), συμπαρασύροντάς τους στη δική του δίνη και καταστροφή. 

Αυτή ακριβώς την κατάσταση έχει υπόψη της η Εκκλησία μας και θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σημαίνει γι’ Αυτήν την μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως. 

Στην υπέροχη και διδακτική υμνωδία της ημέρας αυτής ψάλλουμε:«Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του Τελώνου αρίστην, ίν’ υψωθώμεν βοώντες τω Θεώ συν εκείνω΄ Ιλάσθητι τοις δούλοις Σου, ο τεχθείς εκ Παρθένου, Χριστέ Σωτήρ, εκουσίως» και «Μη προσευξόμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί΄ ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθώμεν εναντλιον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας κράζοντες΄ Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός τοις αμαρτωλοίς». Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ’ εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, ως μονόδρομο για τη σωτηρία μας. 

Κυριακή του Ασώτου 

Η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην επίσης καταπληκτική και διδακτική παραβολή του ασώτου υιού (Λουκ.15,13-32). Οι Πατέρες όρισαν να είναι αφιερωμένη η Κυριακή αυτή στην συγκεκριμένη παραβολή του Κυρίου, για να τονισθεί στους πιστούς η απύθμενη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και το πλούσιο έλεος της συγχώρεσης, που δίνει στους μετανοούντες ανθρώπους. 

Αν η προηγούμενη Κυριακή είναι αφιερωμένη στη στηλίτευση της παθολογικής εγωιστικής αυτάρκειας και η κατάδειξη των δεινών συνεπειών της, η δεύτερη Κυριακή είναι αφιερωμένη στην ταπείνωση, τη μετάνοια και στα ευλογημένα παρεπόμενά της. 

Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: Υπήρχε κάποιος πατέρας που είχε δυο γιους. Ο δεύτερος, κάποια στιγμή, ζήτησε το μερίδιο της κληρονομιάς του και έφυγε σε μακρινές χώρες, όπου σπατάλησε την περιουσία του σε ασωτίες. Τα χρήματα κάποτε τελείωσαν και στην περιοχή έπεσε μέγας λιμός. Αναγκάστηκε να γίνει χοιροβοσκός και να προσπαθεί να χορτάσει από τις βρωμερές και ευτελείς τροφές των χοίρων. Μέσα στη δίνη του θυμήθηκε την αρχοντική ζωή στο πατρικό σπίτι. Θυμήθηκε πως ακόμα και οι δούλοι του πατέρα του ζούσαν ασύγκριτα καλλίτερη ζωή από τη δική του. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει στο σπίτι του και να ζητήσει από τον πατέρα του να τον συγχωρήσει και να τον προσλάβει ως δούλο του. Όμως ο στοργικός πατέρας του τον δέχτηκε ως γιο του και τον περιποιήθηκε δεόντως, παρά τις διαμαρτυρίες του μεγάλου γιου του, διότι «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη» (Λουκ.15,32). 

Κάποιοι υποστηρίζουν δικαιολογημένα πως και αν ακόμη είχε χαθεί ολόκληρο το Ευαγγέλιο και είχε σωθεί μόνο αυτή παραβολή, θα μπορούσε αυτή να αποτελέσει κείμενο ελπίδας και σωτηρίας για το ανθρώπινο γένος. Σε καμιά άλλη θρησκεία δε παρουσιάζεται ο Θεός τόσο συμπονετικός, ως στοργικός άνθρωπος πατέρας. Σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τις επιλογές του κάθε ανθρώπου, ως πρωταρχικό στοιχείο της ανθρώπινης προσωπικότητας. Πνίγει μέσα στα φιλάνθρωπα σπλάχνα Του τον πόνο Του για την αποστασία του καθενός και περιμένει καρτερικά την επιστροφή του. Μόλις αυτή υπάρξει σβήνει με μια μονοκονδυλιά όλες τις άνομες πράξεις του και τον αποκαθιστά στην πρότερη θέση του. 

Μετάνοια σημαίνει κατά γράμμα αλλαγή νου. Στην ουσία σημαίνει την οντολογική μετάλλαξη του ανθρώπου από την κατάσταση της εγωπαθούς αυτάρκειας στην κατάσταση της συναίσθησης της αμαρτωλότητας. Είναι η μετάβαση στο πνεύμα της ταπείνωσης και της συντριβής μπροστά στον απόλυτα αγαθό Θεό, του Οποίου το φως φανερώνει άπλετα το σκοτεινό μας εαυτό. Η συνειδητοποίηση της πτωτικής μας καταστάσεως, της επώδυνης τραυματικής εμπειρίας μας και της απουσίας διαύλων της χάριτος του Θεού στον εαυτό μας είναι το πρώτο βήμα για την οντολογική μας αποκατάσταση. Έπεται η υλοποίηση της μεγάλης μας απόφασης για την έμπρακτη αλλαγή της νοοτροπίας μας και τη διόρθωση της πορείας μας προς το Θεό. 

Είναι περιττό να τονίσουμε πως η μετάνοια χρειάζεται ιδιαίτερο ηρωισμό και αγωνιστική διάθεση, όπως αποτυπώνεται θαυμάσια στην ευαγγελική περικοπή του ασώτου υιού. Όπως όλα τα αγαθά, έτσι και η σωτηρία μας, είναι αποτέλεσμα ηρωισμού, ασυμβίβαστης αυταπάρνησης και σκληρού αγώνα. 

Ένα θαυμάσιο τροπάριο της ημέρας εκφράζει απόλυτα τα υψηλά νοήματα της παραβολής, ως εξής: «Της πατρικής δωρεάς διασκορπήσας τον πλούτον, αλόγοις συνεβοσκόμην ο τάλας κτήνεσι, και τοις αυτών ορεγόμενος τροφής, ελίμωττον μη χορταζόμενος΄ άλλ’ υποστρέψας προς τον εύσπλαχνον Πατέρα, κραυγάζω συν δάκρυσι΄ Δέξαι με ως μισθίον, προσπίπτοντα τη φιλανθρωπία Σου, και σώσον με»

Οι πιστοί καλούνται την περίοδο του Τριωδίου να συνειδητοποιήσουν την άμετρη αγάπη του Θεού και να επιστρέψουν, όπως ο άσωτος της παραβολής, σε Αυτόν και να ζητήσουν το έλεός Του. Η κατανυκτική αυτή περίοδος είναι μοναδική για μετάνοια και συντριβή.

Συναξαριστής της 6ης Φεβρουαρίου


Ὁ Ὅσιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης

 


Ὁ Ὅσιος Βουκόλος τιμᾶται σὰν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Σμύρνης, ποὺ ἐκλέχθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, ὅταν αὐτὸς πῆγε στὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τὴν ἐπιστασία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Στὴ διακονία του αὐτή, ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς Ἱεράρχης, ὑπηρέτησε μὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία, τὴν θερμότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τῶν ἡρωικῶν καὶ μαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε πραγματικὸς πατέρας πρὸς τοὺς χριστιανούς καὶ στὴ διδασκαλία καὶ στὴν ὑπεράσπισή τους, ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου.

Πρὸς δὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ πλήθη, συμπεριφερόταν μὲ θαυμάσια σύνεση καὶ ἀγάπη, προσέχοντας μὲν νὰ μὴν τὰ ἐρεθίζει, ἀλλὰ καὶ προσπαθώντας μὲ ὅλη του τὴν τέχνη, νὰ ἑλκύει πολλοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη.

Οἱ πρὸς τιμήν του ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι τονίζουν τὴν εἰλικρινὴ πίστη του, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής του. Θεωροῦν μάλιστα ὅτι ὁ Ἅγιος Βουκόλος ὑπέδειξε διάδοχό του τὸν ἱερὸ Πολύκαρπο.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς διαλάμπων ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι, τοῦ ἐν τῷ στήθει τοῦ Δεσπότου πεσόντος, ἐκ πόθου προσεπέλασας τῷ θείῳ φωτί· ὅθεν ὡς θεόπνευστος, Ἱεράρχης ἐμπρέψας, ἴθυνας τὴν ποίμνην σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, Πάτερ Βουκόλε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Βουκόλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κάθισμα 

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἱερωσύνης τῷ φωτὶ διαλάμπων, ἐφωταγώγησας λαοὺς Ἱεράρχα, τὸ τῶν εἰδώλων σκότος τε ἠφάνισας αἴγλῃ ἰαμάτων δέ, τῶν παθῶν τὴν ὁμίχλην, λύσας μεταβέβηκας, πρός τὸ ἄδυτον φέγγος, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων ἐκτενῶς, τῶν σὲ τιμώντων, Βουκόλε Μακάριε.

Κοντάκιον.
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸ καθαρόν, καὶ διαυγὲς τοῦ βίου σου, ὁ Μαθητής, ὁ τῷ Χριστῷ ἐράσμιος, ἀτεχνῶς ὡς θεασάμενος, Βουκόλε Πάτερ ἱερώτατε, ποιμένα Ἐκκλησίας σε καθίστησι, καὶ λύχνον εὐσεβείας φαεινότατον· τῶν τρόπων αὐτῷ γὰρ ἐκοινώνησας.

Μεγαλυνάριον.
Τῷ ἠγαπημένῳ μύστῃ Χριστοῦ, Βουκόλε θεόφρον, μαθητεύσας ὡς καθαρός, ὤφθης Ἐκκλησίας, ποιμὴν τῆς ἐν τῇ Σμύρνῃ, καὶ τῷ καλῷ ποιμένι, ταύτην ὡδήγησας.

 
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Ἐμέσῃ

Μαρτύρησε στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰῶνα μετὰ Χριστὸν στὴνἜμεσα (ἢ Ἔμισα), πόλη τῆς Κοίλης Συρίας, ποὺ φέρει σήμερα τὸ ὄνομα Χάρις. Ὁ Ἰουλιανὸς αὐτός, γιατρὸς στὴν τέχνη, ἂν καὶ ἀσθενής, ἔμαθε ὅτι εἶχαν συλληφθεῖ καὶ καταδικασθεῖ νὰ σπαραχθοῦν ἀπὸ τὰ θηρία ὁ ἐπίσκοπος Ἐμέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος.

Σηκώθηκε λοιπόν, καὶ ἔτρεξε νὰ συμμεριστεῖ τὴν τύχη τους. Μόλις ἔφτασε στὸν συγκεκριμένο τόπο, ὅρμησε καὶ τοὺς φίλησε. Οἱ στρατιῶτες τὸν τράβηξαν καὶ τὸν κτύπησαν ἄγρια. Ἡ συνέχεια εἶναι εὐνόητη. Καταδικάστηκε καὶ αὐτὸς σὲ θάνατο, καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

 
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιμος

Ἡ ἁγία Φαῦστα ἦταν ἀπὸ εὐγενὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια τῆς Κυζίκου. Σὲ ἡλικία 13 χρονῶν, ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς. Ἀλλὰ οἱ κακοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐπηρεάσουν τὴν τρυφερὴ καρδιά της. Ἡ χριστιανικὴ ἀνατροφή, βαθύτατα χαραγμένη στὴν ψυχή της, τὴν ἔκανε νὰ ἀποτροπιάζεται τὰ πλάνα καὶ ἀπατηλὰ λόγια.

Τὸ ἔτος 299 μ.Χ. ἡ νεαρὴ Φαῦστα, προσκλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Παρουσιάστηκε λοιπὸν μπροστὰ στὸν συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, γέροντα 80 χρονῶν, καὶ ἄφοβη μπροστὰ στὶς ἀπειλές του, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος ὅτι εἶναι καὶ θὰ παραμείνει χριστιανή. Ἀκολούθησαν ἄγρια βασανιστήρια, ποὺ ἡ Φαῦστα τὰ ὑπέμεινε μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία βγῆκε ἄθικτη.

Ὅλα αὐτὰ ἔκαμψαν τὸ εἰδωλολατρικὸ φρόνημα τοῦ γέροντα Εὐϊλασίου καὶ ὤ! τοῦ θαύματος ἔγινε χριστιανός. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Μάξιμο. Προσκάλεσε λοιπὸν τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τοῦ ἔκανε παρατήρηση μὲ τὰ πιὸ ὑβριστικὰ λόγια. Ὁ Εὐϊλάσιος ἀτάραχος, διηγήθηκε τὰ γεγονότα μὲ τὴν Φαῦστα.

Ἀλλ᾿ ὁ Μάξιμος, τυφλωμένος ἀπὸ θυμό, διέταξε καὶ βασάνισαν ἄγρια τὸν γέροντα Εὐϊλάσιο καθὼς καὶ τὴν Φαῦστα. Καὶ οἱ δυό, ὅμως, βγῆκαν νικηφόρα ἀπὸ τὸ καμίνι αὐτῶν τῶν φρικτῶν βασανιστηρίων. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε καὶ πάλι τὸ θαῦμα του. Ὁ ἔπαρχος ὁμολόγησε καὶ αὐτὸς τὸν Χριστό, ζητῶντας μὲ συντριβὴ συγχώρεση ἀπὸ τὴν νεαρὴ Φαῦστα.

Ἡ εἴδηση δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ποὺ μὲ διαταγή του θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι.

 
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Σιλουανός

Ἦταν ἀδελφικοὶ φίλοι, νέοι στὴν ἡλικία καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

 
Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Περγέτης

Βλέπε σχετικῶς τὴν 8η Φεβρουαρίου.

 
Ὁ Ἅγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 


Ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ λαμπρότερες μορφὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος. Στολίζει τὸν 9ο αἰῶνα, σὰν ὁ ἔξοχωτερος τῶν πρωταγωνιστῶν του. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 820 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 810), ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια.

Ἀναδεικνύεται γρήγορα στὰ γράμματα καὶ τὶς ἐπιστῆμες. Ἦταν μεγαλοφυΐα, πολὺ πλατὺ καὶ θετικὸ μυαλό, καὶ ἡ κρίση, ἡ μνήμη καὶ ἡ πολυμάθειά του προκαλοῦσαν καταπληκτικὴ ἐντύπωση. Ὁ Φώτιος διαπρέπει στὸν πολιτικὸ στίβο, ἀλλὰ ἡ ἀνωμαλία, ποὺ δημιουργεῖται ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μὲ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου, γρήγορα τὸν φέρνει - σὰν τὸν καταλληλότερο ἄνθρωπο - στὸ ἐκκλησιαστικὸ πεδίο.

Μέσα σὲ ἕξι μέρες παίρνει ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης καὶ γίνεται Πατριάρχης τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 857 ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου, διότι ἡ κατάσταση ἔπρεπε νὰ ὀμαλοποιηθεῖ.

Ἀπὸ τότε, ἔδωσε πολλοὺς ἀγῶνες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα κατὰ τῶν παπικῶν. Ἔμεινε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο γιὰ 10 χρόνια, ἐπαύθη τὸ 867 ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν Μακεδόνα καὶ ἐξορίστηκε στὴ Μονὴ Σκέπης στὰ θρακικὰ παράλια του Βοσπόρου.

Ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ τὸν διαδέχτηκε, μὲ σύνοδο ποὺ ἔγινε στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (869), καθήρεσε καὶ ἀναθεμάτισε ὅλους τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μ. Φωτίου. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰγνατίου, ἐπανῆλθε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν θρόνο ὁ Μ. Φώτιος (878). Ὅμως, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ σοφός, ποὺ ὑπῆρξε καὶ μαθητής του, κατάφερε νὰ τὸν ἐκδιώξει ἀπὸ τὸ θρόνο (886).

Ἔτσι, ὁ Φώτιος θὰ τελειώσει τὴν πολυτάραχη ζωή του στὶς 6 Φεβρουαρίου 891 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 898), σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ τὸ ὀνόμαζαν τῶν Ἀρμενίων.

(Ἡ ἑορτή του καθιερώθηκε ἐπίσημα μόλις τὸ 1912).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγὴς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε· οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἑῴας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει Πάτερ ἄσειστον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος
Καὶ ὀρθοδόξων ὁδηγὸς ὁ ἐνθεώτατος
Στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων.
Ἡ θεοφθόγγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος,
Ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος·
Ὧ καὶ κράζομεν, χαῖρε πάντιμε Φώτιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.

 
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ μαθητής του

 


Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Μεγάλης ἐγκράτειας καὶ ἄσκησης καὶ οἱ δυό τους, ἦταν συγχρόνως στολισμένοι μὲ ἀξιόλογη γνώση τῶν θρησκευτικῶν ζητημάτων. Γιὰ τὴν ὁδηγία καὶ τὸν φωτισμὸ τῶν πιστῶν, διατύπωσαν μαζὶ πολλὲς ἐρωτήσεις, ποὺ τὶς λύσεις τους ἔγραψε μὲν ὁ ἕνας, ἀλλὰ καὶ ἕνα μέρος ὁ ἄλλος. Τὸ βιβλίο αὐτὸ τυπώθηκε στὴ Βενετία τὸ 1816. Τὸν ὅσιο Ἰωάννη, ποὺ ἐπέζησε τοῦ διδασκάλου του, διέκρινε προφητικὸ χάρισμα, καθὼς καὶ θεραπευτικό. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος, ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, τὸν εἶχε σὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ τιμή. Καὶ οἱ δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἰσάγγελον βίον πολιτευσάμενοι, Βαρσανούφιε Πάτερ σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, τῆς ἀσκήσεως λαμπροὶ ἀστέρες ὤφθητε, καὶ μοναζόντων ὁδηγοί, πρὸς τὴν κρείττονα ὁδόν, ὡς πλήρεις φωτὸς τοῦ θείου, ἐκδυσωποῦντες ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, ἀρετῶν τὰς χάριτας, μυσταγωγοῦσι τοὺς πάντας, μέγας μέν, ὁ Βαρσανούφιος πέλων Γέρων, ἄλλος δέ, ὁ Ἰωάννης ὅσιος Γέρων, οὓς αἰνέσωμεν συμφώνως, ὡς τῆς Τριάδος θείους θεράποντας.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Βαρσανούφιε ἱερέ, ζωῆς τῆς ὁσίας, θεοφόρε ὑφηγητά· χαίροις Ἰωάννη, τῆς χάριτος ταμεῖον, οἱ ὁδηγοὶ οἱ θεῖοι, ἡμῶν καὶ ἔφοροι.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν στὶς ἀρετὲς περιβόητος καὶ τόσο θαυμάσιος, ὥστε ἂν καὶ ἀγωνιζόταν μέσα σὲ μεγάλους Ὁσίους, τοὺς ξεπέρασε μὲ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία του.

Αὐτὸς κατοικοῦσε στὰ μέρη τῆς Θηβαΐδας κοντὰ στὴν πόλη Λυκώ. Ἡ Λυκώ ἦταν πόλη τῆς Θηβαΐδας, περιοχὴ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Θήβα.

Ὁ Ἰωάννης γνώρισε τὶς περισσότερες παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ μὲ τὴν μεγάλη του ἀρετή, ἄσκηση καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὶς ξεπέρασε. Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ ἀσθένειες.

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος

Γι᾿ αὐτὸν μᾶς ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ τὸν γνώρισε προσωπικά.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ στὴν ἀρχὴ ἀσκήθηκε μέσα σ᾿ ἕνα στενότατο κελί. Ἔπειτα ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα βουνό, κοντὰ στὴν πόλη Κύρου, ὅπου βάδισε τὸν ἀσκητικὸ δρόμο μὲ αὐστηρότητα. Στὸ ὄνομα τῆς ἀκτημοσύνης δὲν ἔκτισε ποτὲ καλύβη. Προσευχόταν στὸ ὕπαιθρο, ὄρθιος καὶ μὲ σιδερένια βάρη ἐπάνω του. Ἡ δὲ νηστεία του ἦταν αὐστηρότατη.

Ἔτσι καλὰ ἀφοῦ ἀγωνίστηκε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.

 
Ὁ Ὅσιος Μακάριος
 

 
Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος οἱ μάρτυρες ἐν Καισαρείᾳ 

 


Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἐπὶ ἡγεμόνα Σαπρικίου μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 304 μ.Χ.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος (Βέλγος)

 


Ὁ Ἅγιος Ἄμανδος γεννήθηκε κοντὰ στὴν Ἀκυϊτανία περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ σπούδασε θεολογία στὴ Ρώμη. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία μόνασε σὲ μοναστήρι τῆς νήσου Γιέ. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε νὰ γίνει ὁ υἱός του μοναχὸς καὶ τοῦ ἔφερνε ἐμπόδια, ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴν πόλη Τούρ, ὅπου ἦταν ἐπὶ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔγκλειστος σὲ ἕνα κελὶ στὰ τείχη τῆς πόλεως. Σὲ ἕνα προσκύνημά του στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, στὴ Ρώμη, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ κηρύξει ὁ Ἅγιος τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς λαοὺς τῆς Βελγικῆς. Γι’ αὐτὸ ἐπέστρεψε στὴν πόλη Μπούρζ, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ ἄρχισε τὴν ἱεραποστολική του δράση στοὺς λαοὺς τῆς Γάνδης, τῆς Φλάνδρας, τῶν Πυρηναίων καὶ τῆς Γασκώνης.

Μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο προσκύνημά του στὴ Ρώμη, στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐξελέγη τὸ ἔτος 647 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μάαστριχτ. Ἐκεῖ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἐξημέρωση τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῶν ἐθνικῶν λαῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔσωσε, μὲ τὴν προσευχή του, τὸ ποίμνιό του ἀπὸ φυσικὲς καταστροφές. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης († 16 Σεπτεμβρίου), συνεκάλεσε τοπικὲς Συνόδους κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.

Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως καὶ διακονίας, ὁ Ἅγιος Ἄμανδος, ἀφοῦ ἐνθρόνισε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Ρεμάκ, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο. Συνέχισε ὅμως τὸ κηρυκτικὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο τελείωσε στὴ Γασκώνη καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τοῦ Ἐλνόν, τὸ ἔτος 680 μ.Χ.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

 
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ ἐκ Γεωργίας

 


Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Ἰκαλτοέλι ἔζησε μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Ἰκάλτο καὶ γνώρισε τὴ βυζαντινὴ παράδοση ἀπὸ τὴν παραμονή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1127 στὴ Γεωργία.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 05, 2017

Ἡ είδωλοποίση τοῦ ἑαυτοῦ μας



Ἔχει τονισθεῖ ἀπό πολλούς. Τούς τελευταίους αἰῶνες, παρασυρμένος ὁ ἄνθρωπος ἀπό φιλοσοφικές θεωρήσεις, οἰκονομικά προτάγματα καί κοινωνικά συστήματα, ἔχει ξεχάσει τόν Θεό κι ἔχει αὐτονομηθεῖ ἔναντί του! Ζαλισμένος ἀπό ὑποσχέσεις γιά ἐπίγεια εὐδαιμονία καί ἀφοσιωμένος στό κυνήγι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν ἔχει τή δύναμη, οὔτε τή διάθεση, νά σηκώσει τό κεφάλι ἀπό τή λάσπη τῆς χοϊκότητάς του γιά νά ἀτενίσει τόν Οὐράνιο Πάτερα. Ἀκόμη κι ὅταν ἐγκλωβισμένος στό διαρκές τῶν πολλαπλῶν προβλημάτων, ἀκούει πολλούς μέ ὑπευθυνότητα νά διακηρύσσουν ὅτι ἡ κρίση δέν εἶναι οἰκονομική, ἀλλά πρώτιστα ἠθική καί πνευματική, ἀρνεῖται στήν πράξη νά μετατρέψει αὐτήν τήν παραδοχή σέ ἐνέργειες πού θά προκαλέσουν τήν πνευματική ἀνάσταση καί θά ἀνατρέψουν τή χαοτική πορεία πρός τήν κλιμακούμενη δυστυχία.

Ἐπιπλέον, διεκδικώντας ὁ καθένας τήν ἐξασφάλισή του, αὐτό πού στά νέα ἑλληνικά ὀνομάζουμε «βόλεμα», περιορίζεται στά προσωπικά του καί ἀδιαφορεῖ γιά τήν κοινωνία, τήν πατρίδα, τόν πλησίον… Θεωρεῖ πώς ἡ φροντίδα τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι τό μοναδικό καθῆκον, ἐνῶ κινεῖται σάν τά πάντα νά περιστρέφονται γύρω ἀπό αὐτόν. Τελικά, ἐπέρχεται καί τό πιστευμα πώς οἱ ἀπόψεις καί θεωρήσεις μας εἶναι οἱ μόνες σωστές καί ἀληθινές, κι ἔτσι ὁλοκληρώνεται ἡ διαδικασία θεοποιήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, διαδικασία τόσο διαφορετική καί ἀντίθετη ἀπό τόν τρόπο τῆς κατά χάριν θεώσεως, στόν ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ ὁ Χριστός!


Περίοδος προσευχῆς

Εἶναι γνωστή καί οἰκεία ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου σημασιοδοτεῖ τήν ἔναρξη τῆς πιό πνευματικῆς περιόδου τοῦ ἔτους, τῆς περιόδου τῆς προετοιμασίας μας γιά τή μεγαλύτερη ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Πάσχα. Κι ἡ περίοδος αὐτή παίρνει τό ὄνομά της ἀπό τό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας πού ὀνομάζεται «Τριώδιο», καθώς ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ξεκινᾶ ἀπό τόν ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς πού διαβαζεται ἡ σημερινή παραβολή καί ἐκτείνεται μέχρι τήν παννυχίδα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθιερώνοντας αὐτήν τήν περίοδο ὡς περίοδο αὐξημένης προσευχῆς τόσο σέ ποσότητα, ὅσο καί σέ ποιότητα.

Ἀκριβῶς δέ ἐπειδή ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἀφορμή ἐντατικότερης καί θερμότερης προσευχῆς, γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας ξεκινᾶ τήν περίοδο μέ τή διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ γιά τόν τρόπο τῆς θεάρεστης προσευχῆς. Κι ἡ διδασκαλία αὐτή ἐμπεριέχεται σέ μιά ἱστορία, στή διδακτικότατη αὐτή παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, πού τόσο ἔχει ἀναλυθεῖ ἀνά τούς αἰῶνες καί ἔχει καταστεῖ ἀφορμή προβληματισμοῦ καί ἀποφάσεων.

Κύριο χαρακτηριστικό της, ἡ μέ ἁπλό τρόπο ἐπισήμανση τῶν πνευματικῶν κινδύνων πού ἀναιροῦν τήν προσευχή καί τήν μετατρέπουν σέ προσβολή πρός τόν Ἅγιο Θεό ἤ, ἀκόμη χειρότερα, σέ ἱεροσυλία. Συνάμα παρατίθεται ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἡ προσευχή φθάνει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καθίσταται θεάρεστη κι ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος χαριτώνεται καί πορεύεται τήν ὁδό τῆς Ἁγιότητας καί τῆς Θεώσεως.


«Πρός ἑαυτόν προσηύχετο»

Σάν νά εἶχε κατά νοῦ τόν ἄνθρωπο τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα ὁ Χριστός μας ὅταν περιέγραφε πρίν δύο χιλιάδες χρόνια τόν Φαρισαῖο! Ἀπερίφραστα καί ξεκάθαρα ὁ Χριστός τονίζει πώς ὁ Φαρισαῖος, ἄν καί βρισκόταν μέσα στόν Ναό, δέν προσευχόταν στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο εἶχε εἰδωλοποιήσει. Γι’ αὐτό καί ἡ γεμάτη ἔπαρση κι ἐπίδειξη προσευχή. «Ἐγώ εἶμαι τέλειος, οἱ ἄλλοι εἶναι γεμάτοι ἐλαττώματα. Έγώ κάνω ὅ,τι πρέπει καί μέ τό παραπάνω, οἱ ἄλλοι ὑστεροῦν κι εὐθύνονται γιά τό κακό στόν κόσμο. Ἐγώ δέν κάνω κανένα λάθος, δέν σφάλλω πότε, οἱ ἄλλοι εἶναι γεμάτοι ἁμαρτίες, πάντα σφάλλουν, μέ μεγαλύτερο λάθος τους τό ὅτι δέν σπεύδουν νά μέ παραδεχθοῦν ὡς ἀνώτερό τους». Πουθενά ἡ προοπτική της Οὐρανίου Βασιλείας, πουθενά ἡ προοπτική της αἰωνιότητας, πουθενά ἡ ἀναφορά στόν Πάτερα καί τοὺς ἀδελφούς, μᾶλλον κυρίαρχη ἡ κατάργηση τοῦ Πάτερα καί ἡ ἀπαξίωση τῶν ἀδελφῶν, ἤ ἀκόμη χειρότερα, κυρίαρχη ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ Πατέρα γιά τά «χάλια» ὅλων τῶν ἄλλων πού σέ καμία περίπτωση δέν λoγίζονται ὡς ἀδελφοί!

Ἀνέκαθεν ὁ ἄνθρωπος προσευχόταν. Τό πρόβλημα ὅμως, ἦταν σέ ποιόν ἀνέφερε τήν προσευχή του! Κι αὐτό τό πρόβλημα εἶναι ἔκδηλο κυρίως σήμερα, ὁπότε οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀναφέρονται στόν ἑαυτό τους καί καθόλου στόν Θεό. Προσπαθοῦν μόνοι τους νά βροῦν λύσεις στά προβλήματα, στίς δυσκολίες, στίς ἀντιξοότητες, ἐμπιστευόμενοι μόνον τήν κρίση τους καί τίς ὅποιες ἱκανότητές τους, δυσπιστώντας ταυτόχρονα ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἔτσι ὅμως, δέν κατορθώνουν κάτι παραπάνω ἀπό τό νά ὑψώσουν κι ἄλλο τά τείχη πού τούς ἀπομονώνουν ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους καί τούς ἐγκλωβίζουν στή μοναξιά καί τήν ἀπελπισία.

Ἡ ἐποχή μας μᾶς καταντᾶ αὐτοκαταστροφικούς. Μᾶς καθοδηγεῖ νά πιστέψουμε μόνον στόν ἀτελή καί ἀδύναμο ἑαυτό μας. Μᾶς ἀρνεῖται τήν προοπτική της πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς ἐξάρτησής μας ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀγάπη του. Μᾶς ἐγκλωβίζει στό «ἐδῶ καί τώρα» φορτώνοντάς μας μέ δισεπίλυτα προβλήματα, ὥστε νά ἀπασχολούμαστε διαρκῶς μέ αὐτά, νά χάνουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά στερούμαστε τήν ἀναφορά μας στήν πηγή τῆς ζωῆς καί αἰτία τῆς ὕπαρξής μας. Σέ ὅλα αὐτά, μία εἶναι ἡ σωτηρία ἀντιμετώπιση. Τό γονάτισμα μπροστά στά εἰκονίσματα καί ἡ γεμάτη συντριβή καί μετάνοια τελωνική προσευχή: «Ὁ Θεός, ἰλασθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»!

πηγη

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...