Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2016

Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (ΛΟΥΚ. ΙΗ΄, 10-14)      


kuriakh telonou kai farisaiou 2013
Σήμερα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνοίγει τὸ Τριώδιο. Τί σημαίνει Τριώδιο; Τριώδιο, θὰ πῆ κάποιος ποὺ δὲν συχνάζει στὴν ἐκκλησία, εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ὁ ἄνθρωπος ξεσκάει. Χοροὶ, τραγούδια, ξεφαντώματα, καρναβάλια· αὐτὸ σημαίνει Τριώδιο. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι τὸ Τριώδιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του· αὐτὸ εἶναι τὸ τριώδιο τοῦ διαβόλου, τὸ ἀντι-Τριώδιο.
Τί εἶναι λοιπὸν Τριώδιο; Τριώδιο εἶναι μία ἁγία περίοδος 70 ἡμερῶν. Μία περίοδος ποὺ ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, τὸ μεγάλο αὐτὸ σχολεῖο τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ νὰ προετοιμάση τοὺς μαθητάς της γιὰ νὰ ἑορτάσουν κατάλληλα τὰ ἄχραντα Πάθη καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὅπως στὸ δημόσιο σχολεῖο οἱ μαθηταὶ στὶς πρῶτες τάξεις δὲν μαθαίνουν ἀνώτερα μαθηματικὰ καὶ δὲν διαβάζουν Ὅμηρο ἢ Πλάτωνα καὶ ἄλλους ἀττικοὺς συγγραφεῖς, ἀλλὰ μαθαίνουν πρῶτα τὰ εὔκολα, τὸ ἀλφαβητάριο, καὶ σιγὰ – σιγὰ προχωροῦν στὰ δύσκολα, ἔτσι καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ· οἱ Χριστιανοὶ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου σιγὰ – σιγὰ μυοῦνται στὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἴπαμε, ὅτι Τριώδιο εἶναι μία ἁγία περίοδος 70 ἡμερῶν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἕνα μεγάλο σχολεῖο, καὶ ὅτι ὅλοι μας εἴμαστε μαθηταί. Σὰν σχολεῖο ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει 30 περίπου βιβλία. Τὸ ὡραιότερο βιβλίο, τὸ πνευματικώτερο βιβλίο, εἶναι τὸ Τριώδιο. Βιβλίο λοιπὸν τὸ Τριώδιο. Καὶ τί περιέχει τὸ βιβλίο αὐτό; Περιέχει ἐρωτικὰ τραγούδια, τραγούδια ὅμως ποὺ δὲν ὑμνοῦν τοὺς κοσμικοὺς ἔρωτες ἀλλὰ τὸν θεῖο ἔρωτα. Ὁ Χριστός, ὁ θεῖος ἔρωτας, στὶς τελευταῖες σελίδες τοῦ Τριωδίου βλέπουμε νὰ πάσχη ὡς ὁ χειρότερος κακοῦργος, ὑψωμένος ἐπάνω στὸ Σταυρό. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…», θὰ ἀκούσωμε τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ. Τότε τὰ μάτια μας θὰ ὑγρανθοῦν βλέποντας τὸν «οὐρανοῦ καὶ γῆς ποιητὴν ἐπὶ Σταυροῦ κρεμάμενον».
 Τὸ Τριώδιο λοιπὸν εἶναι καὶ βιβλίο. Καὶ σὰν βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μέρη. Τὸ πρῶτο μέρος, ποὺ λέγεται καὶ εἴσοδος στὸ Τριώδιο, ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες καὶ ἔχει τέσσερις Κυριακές· εἶναι τρόπον τινὰ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Βιβλίου. Τὸ δεύτερο μέρος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕξι ἑβδομάδες καὶ ἔχει πέντε Κυριακὲς καὶ λέγεται Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Καὶ τὸ τρίτο μέρος εἶναι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο. Δεῦτε προσκυνήσωμεν, προσκλαύσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ ὑπὲρ ἡμῶν παθόντι καὶ ταφέντι Χριστῷ τῷ Θεῷ.
Ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἔχει ὡς θέμα τὴν προσευχή. Ἡ σύγκρισις τῆς προσευχῆς τοῦ Φαρισαίου μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Τελώνου μᾶς δείχνει ποιά ἀπὸ τὶς δύο φτάνει στὰ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δεύτερη Κυριακή, ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα, δηλαδὴ τὴν μετάνοια.
Ἡ τρίτη Κυριακή, ἡ Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν μέλλουσα κρίσι, τὸ παγκόσμιο δικαστήριο ποὺ θὰ στήση Χριστός, ὁ δίκαιος Κριτής, γιὰ νὰ ἀποδώση ἀμερόληπτα στὸν καθένα μας ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, τὸν παράδεισο ἢ τὴν κόλασι.
Ἡ τετάρτη Κυριακή, ἡ Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἔξωσι τῶν πρωτοπλάστων (τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας) ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ γεννᾶ στὶς ψυχές μας τὸν πόνο γιὰ τὴν ἐξορία, τὴν κατάνυξι, τὸν πόθο τῆς ἀπολαύσεως τοῦ Παραδείσου.
Αὐτὰ εἶναι τὰ μηνύματα τῶν τεσσάρων εἰσαγωγικῶν Κυριακῶν τοῦ Τριωδίου· ἡ προσευχή, ἡ μετάνοια, ἡ μέλλουσα κρίσι, καὶ ὁ ἀπωλεσθεὶς παράδεισος.
Σήμερα διαβάστηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε μόνος καὶ ἔκανε αὐτὴ τὴν προσευχή· “Θεέ, σ᾽ εὐχαριστῶ, διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι κλέφτες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὅπως τοῦτος ὁ τελώνης. Νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ ἕνα δέκατο ἀπ᾽ ὅλα ὅσα κατέχω”. Καὶ ὁ τελώνης στάθηκε μακριὰ (πολὺ πίσω) καὶ δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώση στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος του λέγοντας· “Θεέ μου, σπλαχνίσου με καὶ συγχώρησέ με τὸν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω· κατέβηκε αὐτὸς δικαιωμένος στὸ σπίτι του καὶ ὄχι ἐκεῖνος. Διότι καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθῇ, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ» (Λουκ. ιη΄ 10-14).
Γιὰ τὴν προσευχὴ μᾶς μιλάει τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ προσευχὴ εἶναι κάτι πολὺ ἀναγκαῖο στὴ ζωή μας. Εἶναι ἡ ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς μας. Ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς ἀναπνοὴ πεθαίνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ χωρὶς προσευχὴ πεθαίνει.
Προσεύχονται οἱ ἄνθρωποι, προσεύχονται οἱ ἄγγελοι, προσεύχονται τὰ πουλιά, προσεύχονται ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη, ὅλη ἡ κτίσις προσεύχεται. Ἂς ἑνώσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν προσευχή μας μὲ ὅλη τὴν κτίσι.
Ἐγὼ προσεύχομαι, θὰ πῆ κάποιος, ἀλλὰ ὁ Θεὸς περιφρονεῖ τὴν προσευχή μου, δὲν τὴν ἀκούει. Ὄχι, αὐτὸ μὴν τὸ ξαναπῆς. Ὁ Θεὸς ἀκούει τὶς προσευχὲς ὅλων μας καὶ ἀπαντᾶ στὶς προσευχὲς ἐκείνων ποὺ προσεύχονται σωστά. Ποιά ὅμως εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς σωστῆς προσευχῆς;
Πρῶτον· προσεύχομαι μὲ πίστι. Μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστι ὅτι τὴν ὥρα ἐκείνη μιλῶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἀκούει. Ἂν ἔχω ἔστω καὶ μιὰ μικρὴ ἀμφιβολία, ἡ προσευχή μου ἀχρηστεύεται. Πιστεύω λοιπόν, ὄχι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἀλλὰ ἑκατὸν ἕνα τοῖς ἑκατό, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μοῦ δώση αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητῶ, ἐὰν βέβαιο εἶναι γιὰ τὸ καλό μου, γιὰ τὸ πνευματικὸ συμφέρο μου. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ κάνει θαύματα, θεραπεύει ἀκόμη καὶ καρκίνους.
Δεύτερον· προσεύχομαι μὲ ἀγάπη. Τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἡ καρδιὰ γίνεται πέλαγος – ὠκεανὸς ἀγάπης. Ἐὰν τὴν ὥρα ἐκείνη ὑπάρχη στὴν καρδιὰ ἔστω καὶ ἐλάχιστο μῖσος, αὐτὸ ἐμποδίζει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ ἔλθη κοντά μας. Μᾶς ἐμποδίζει νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Τρίτον· προσεύχομαι μὲ ταπείνωσι. Αὐτὸ βλέπουμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Εἴδατε πῶς μπῆκε ὁ Φαρισαῖος καὶ πῶς στάθηκε στὸ ναό; Σὰν νὰ ἤτανε ποιός ξέρει ποιός. Καὶ τί εἶπε· Μὲ βλέπετε; ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος.., ὄχι κανένας παλιάνθρωπος, ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ Τελώνης.
Κοιτάξτε τώρα καὶ τὸν ἄλλο, τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη. Καθὼς μπαίνει στὸ ναό, πάει καὶ κρύβεται σὲ μιὰ γωνιά, ἀθέατος. Τὰ μάτια του κατω. Νομίζει πὼς ἡ γῆ θ᾽ ἀνοίξη νὰ τὸν καταπιῆ. Δὲν κατακρίνει κανένα. Αἰσθάνεται τὴ δική του ἁμαρτωλότητα, νιώθει τὴ δική του ἐνοχή. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν δικαιώνει καὶ τὸν ἐλεεῖ.
Μὲ τέτοια λοιπὸν ταπείνωσι νὰ προσευχώμαστε καὶ ἐμεῖς. Νὰ μὴ νομίζουμε πὼς εἴμαστε σπουδαῖοι. Δὲν εἴμαστε τίποτε, εἴμαστε ἕνα μηδέν. Καὶ ὅπως ὁ τελώνης ἂς γονατίσουμε καὶ ἂς ποῦμε· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη΄13).
Καλὸ καὶ εὐλογημένο τὸ ἅγιο Τριώδιο, ἀδελφοί· ἀμήν.
Πηγή: http://www.i-m-paronaxias.gr

«Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…»

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου,
Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς.
Από την προτελευταία Κυριακή του Φεβρουαρίου, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, η Εκκλησία, μάς εισάγει σε μια νέα περίοδο του εορτολογίου της, την περίοδο του κατανυκτικού Τριωδίου. Μας δίδει έτσι την αφορμή να στρέψουμε και πάλι την προσοχή μας προς το νόημα και το περιεχόμενό της, προκειμένου να εμβαθύνουμε και βιώσουμε κάπως το μυστήριο της μετανοίας, που αποτελεί το κεντρικότερο και κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου αυτής. Στην παρούσα αναφορά μας θα στρέψουμε την προσοχή μας στην πλούσια και θεοφώτιστη υμνογραφία της, και πιο συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε, συν Θεώ να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά κάποια ιδιόμελα κατανυκτικά τροπάρια, τρία τον αριθμό, που ψάλλονται σ’ όλες τις Κυριακές του Τριωδίου μέχρι και την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, μετά το εωθινό ευαγγέλιο και τον 50ο Ψαλμό.        

Το πρώτο αρχίζει με την φράση: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας ζωοδότα…». Παρακαλεί ο υμνογράφος, και διά μέσου αυτού όλη η Εκκλησία, να μας ανοίξει ο ζωοδότης Χριστός τις πύλες της μετανοίας. Παρουσιάζει την μετάνοια, να έχει κάποιες πύλες, μέσα από τις οποίες πρέπει να περάσουμε, προκειμένου να βαδίσουμε κατόπιν στον δρόμο, που ανοίγεται μετά τις πύλες, που είναι ο δρόμος της μετανοίας, ο δρόμος της επιστροφής προς τον Θεόν. Παρακαλούμε τον Θεόν να μας ανοίξει αυτές τις πύλες, διότι μόνοι μας δεν έχουμε την δύναμη να περάσουμε μέσα απ’ αυτές. Η μετάνοια είναι χάρισμα, είναι δωρεά, που την δίδει ο Θεός. Δεν είναι κατόρθωμα, που εξαρτάται από τις δυνάμεις του ανθρώπου. Ωστόσο η δωρεά αυτή χαρίζεται μόνον σε εκείνους, που εκτιμούν την αξία της και ζητούν με ταπείνωση να την λάβουν. Εν όσω λοιπόν ζούμε σ’ αυτήν την ζωή, ας παρακαλούμε τον Χριστόν, να μας χαρίσει το πολύτιμο αυτό δώρο και να μας ανοίξει τις πύλες της μετανοίας, πριν μας τις κλείσει ο θάνατος, διότι τότε θα είναι πλέον αργά, αφού δεν είναι δυνατόν να ανοίξουν μετά θάνατον. «Έως μεν γαρ άνώμεν εν τη παρούση ζωή», λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «δυνατόν μεταγνόντας του εντεύθεν απόνασθαι κέρδους», δηλαδή εν όσω ακόμη βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή, είναι δυνατόν, αφού μετανοήσωμε, να επωφεληθούμε το κέρδος, που προέρχεται από την μετάνοια. Εάν όμως φύγουμε από την ζωή αυτή αμετανόητοι, τότε «ουδείς έσται εκεί λοιπόν ο εξαιρούμενος τον υπό της οικείας ραθυμίας προδεδομένον», δηλαδή κανένας δεν θα μπορέσει να σώσει εκείνον, που έχει προδοθή από την αδιαφορίαν του. 

«Της σωτηρίας εύθυνόν μοι τρίβους Θεοτόκε…». Κατόπιν ο υμνογράφος στρέφεται προς την Θεοτόκον, διότι αυτή έχει παρρησία περισσότερη από όλους τους αγίους και ζητά από αυτήν να τον οδηγήσει στους δρόμους της σωτηρίας. Ο δρόμος της σωτηρίας δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας. Ζητά δε να τον καθοδηγήσει στον δρόμο αυτόν, ώστε να βαδίσει με ασφάλεια και σταθερότητα και να μην ξεφύγει και πλανηθή σε άλλους δρόμους, στους δρόμους της αμαρτίας και της ασωτείας, που οδηγούν στην απώλεια. Πράγματι, όταν ένας οδοιπόρος βαδίζει έναν δρόμο, που δεν τον ξέρει, για πρώτη φορά, έχει ανάγκη από έναν οδηγό, διότι αλλοιώς θα πλανηθή και δεν θα φθάσει ποτέ στον προορισμό του. Έτσι και εμείς. Δεν είναι αρκετό να μπούμε στο δρόμο της μετανοίας, αλλά να φθάσουμε και στο τέρμα αυτού του δρόμου, που είναι η κάθαρσις της ψυχής και η σωτηρία. Επειδή λοιπόν και εμείς υπάρχει κίνδυνος κατά την διάρκεια της πορείας μας στο δρόμο αυτόν να ξεφύγουμε σε άλλους δρόμους και να χαθούμε, γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από την βοήθεια της Θεοτόκου. Τον κίνδυνο αυτόν της αποπλανήσεως επισημαίνει και ο ψαλμωδός: «Τα διαβηματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία» (ψαλμ.118,133). Δηλαδή κατεύθυνε την πορεία της ζωής μου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην με κυριεύσει και αιχμαλωτίσει οποιαδήποτε αμαρτία. Επίσης ο θεόπνευστος λόγος από το βιβλίο των Παροιμιών επισημαίνει: «Ορθάς τροχιάς ποίεισοιςποσί και τας οδούς σου κατεύθυνε. Μη εκκλίνης εις τα δεξιά μηδέ εις τα αριστερά, απόστρεψον δε σον πόδα από οδού κακής» (4,26-27). Δηλαδή οι πόδες σου ας βαδίζουν ευθείς δρόμους. Μη παρεκκλίνης ούτε στα δεξιά, ούτε στα αριστερά, αλλά βάδιζε την ευθείαν μέσηνοδόν. Αυτή δε η ευθεία μέση οδός είναι η οδός των εντολών του Χριστού, η οδός της μετανοίας. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς, ότι πολλοί ήταν εκείνοι, που ξεκίνησαν και προχώρησαν για ένα διάστημα ορθά στον δρόμο της χριστιανικής ζωής, στη συνέχεια όμως παρασύρθηκαν σε μιά κοσμική ζωή,επιδιώκοντες τις ηδονές, την δόξα και το χρήμα, ή έπεσαν θύματα αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων.         

«Αισχραίς γαρ κατερρύπωσα την ψυχήν αμαρτίαις…». Ο υμνογράφος ζητά την καθοδήγηση της Θεοτόκου στον δρόμο της μετανοίας και της καθάρσεως, διότι αισθάνεται την ψυχή του μολυσμένη και ακάθαρτη από κάθε είδος αισχράςαμαρ-τίας. Αισθάνεται υποδουλωμένος στα σαρκικά πάθη. Η ζωή του υπήρξε άσωτη και ακόλαστη. Εδώ μας υπενθυμίζει τον άσωτο υιό της παραβολής, ο οποίος, αφού προηγουμένως παραδόθηκε στην ικανοποίηση των σαρκικών του επιθυμιών, κατάντησε τελικά ένας ακάθαρτος χοιροβοσκός. Αισθάνεται όλο αυτό το ελεεινό κατάντημά του και πονάει βαθειά η ψυχή του. Βλέπει την ακαθαρσία των παθών του και υποφέρει. Στενάζει και κλαίει και ζητάει το έλεος του Θεού και την βοή- θεια της Θεοτόκου. Μοιάζει με εκείνον, που από απροσεξία κατάπιε δηλητήριο και αισθάνεται φρικτούς πόνους στο στομάχι. Μόνον ψυχές, που αισθάνονται την πνευματική ερήμωσή τους, μόνον αυτές ήδη άρχισαν να βαδίζουν πραγματικά τον δρόμο της μετανοίας. Η συναίσθησις των αμαρτιών μας και της πνευματικής μας καταστάσεως είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο της μετανοίας. Μόνο ένας άρρω- στος, που συναισθάνεται και υποφέρει από την αρρώστια του, θα καταφύγει στο γιατρό. Ένας όμως που δεν γνωρίζει, ότι είναι άρρωστος, πώς είναι δυνατόν να καταφύγει στο γιατρό και να ζητήσει θεραπεία; Έτσι λοιπόν δεν είναι δυνατόν να βιώσει κανείς την μετάνοια, όταν δεν συναισθάνεται την πνευματική του ερήμωση και αθλιότητα. Όταν ο Θεός αρχίζει να κατεργάζεται σε μιά ψυχή την μετάνοια και την κάθαρσή της, τότε την φωτίζει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έλθη σε επίγνωση του εαυτού της, να αποκτήσει αυτογνωσία. Την βοηθά να συναισθανθή την αμαρτωλότητά της, την αδυναμία της, τα δεσμά των παθών, στα οποία είναι δεμένη. Ο άσωτος υιός της παραβολής τότε μόνον πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς τον πατέρα, δηλαδή τον δρόμο της μετανοίας, όταν ήρθε σε μια συναίσθηση της καταστάσεώς του: «Εις εαυτόν δε ελθών είπε. Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» (Λουκ.15,17). Το ίδιο βλέπουμε και στην άλλη παραβολή, του Τελώνου και Φαρισαίου. Ο Τελώνης τότε μόνον άρχισε, να βιώνει την μετάνοια, χτυπώντας το στήθος κατά την ώρα της προσευχής και λέγοντας «ο Θεός ιλάσθητίμοι τω αμαρτωλώ», Θεέ μου εσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό, όταν προηγουμένως ήρθε σε συναίσθηση της αμαρτωλότητός του.

«Ως ραθύμως τον βίον μου όλον εκδαπανήσας…». Όλο αυτό το ελεεινό κατάντημα, στο οποίο έφθασα, λέγει ο υμνογράφος, δεν οφείλεται σε κανέναν άλλον, παρά μόνον στον εαυτόν μου, στην ιδική μου αμέλεια και ραθυμία. Στο γεγονός δηλαδή, ότι εξόδευσα όλες τις ημέρες της ζωής μου, ζώντας μέσα στην ασωτεία. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του αμαρτωλού, που αληθινά μετα- νοεί, είναι, ότι δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του, να επιρρίψει το βάρος της ευθύνης των αμαρτημάτων του σε άλλους, ή στον Θεόν. Μέμφεται και κατηγορεί τον εαυτόν του ως τον μόνον αίτιο και υπεύθυνο της αθλιότητός του. Αυτή η αναγνώρισις της ενοχής μας, που στη γλώσσα της Εκκλησίας ονομάζεται αυτομεμψία, είναι ένα ακόμη δεύτερο, μετά την αυτογνωσία και συναίσθηση της καταστάσεώς μας, βήμα στο δρόμο της αληθινής μετανοίας. «Οι κατακρίνοντες εαυτούς εφ’ οίς αμαρτάνουσι, προλαμβάνοντες αποκρούονται την παρά του Θεού ψήφον», παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος. Δηλαδή εκείνοι, οι οποίοι καταδικάζουν τους εαυτούς των για τα αμαρτήματά τους, προλαμβάνουν και αποτρέπουν την καταδικαστική απόφαση του Θεού.             

Η ραθυμία και αμέλεια είναι πάθος βαρύ και θανάσιμο, που παραλύει όλες τις δυνάμεις της ψυχής και την παραδίδει τελικά στον πνευματικό θάνατο. Οι ημέρες και τα χρόνια της ζωής φεύγουν χωρίς πνευματική πρόοδο. Τα πάθη ριζώνουν βαθειά μέσα στην ψυχή και γίνονται δευτέρα φύσις. Ένας τέτοιος θανάσιμος ύπνος της ψυχής έρχεται σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, όταν μας απορροφήσουν τελείως οι βιοτικές μέριμνες και φροντίδες. Τότε αρχίζουμε και παραμελούμε, προβάλλοντες διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες, τα πνευματικά μας καθήκοντα και το έργο του πνευματικού αγώνος για τον αγιασμό της ψυχής μας γίνεται πάρεργο. Από αυτόν τον θανάσιμο κίνδυνο θέλοντας να μας προφυλάξει ο Κύριος, λέγει: «Προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρηνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιοτικαίς και αιφνίδιος εφ’ υμάς επιστή η ημέρα εκείνη» (Λουκ.21,34). Δηλαδή προσέχετε στους εαυτούς σας μήπως οι ψυχές σας γίνουν βαρειές και ανίκανες να προσέχουν και να αγρυπνούν. Τούτο δε μπορεί να συμβή από την ασωτεία και την μέθη και τις αγωνιώδεις και βασανιστικές φροντίδες και μέριμνες της παρούσης ζωής. «Έδωκέ σοι βίου προθεσμίαν ο Θεός εις το θεραπεύειν αυτόν, συ δε μάτην αναλίσκεις σαυτόν. Ερεί και ο Θεός: Χρόνονυμίνδέδωκα προς το μαθείν την τέχνην της ευλαβείας, τίνος ένεκεν μάτην ανηλώσατε τούτον;», επισημαίνει ο άγιος Χρυσόστομος. Δηλαδή ο Θεός σού έδωκε προθεσμίαν χρόνου την παρούσα ζωή, για να θεραπεύσης τον εαυτόν σου από τα πάθη. Εσύ δε σπαταλάς τον χρόνον σου στην ματαιότητα. Τότε λοιπόν θα πεί και ο Θεός: Σας έδωσα τον πολύτιμο χρόνο της ζωής, για να μάθετε την  τέχνη του πνευματικού αγώνος, γιατί λοιπόν τον σπαταλήσατε άσκοπα;            

«Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών εννοών ο τάλας…». Όταν συνει- δητοποιήσω βαθειά, όταν έλθω σε αίσθηση του πλήθους των αμαρτιών μου, αλλά και το φοβερό δικαστήριο, που με περιμένει την ημέρα της κρίσεως, με κατά- λαμβάνει φόβος και τρόμος. Ο υμνογράφος ζεί αυτή την ώρα σ’ όλη του την έκταση και δραματικότητα δύο φοβερές πραγματικότητες. Η μία πραγματικότης: Τα πλήθη των αμαρτιών, το καταθλιπτικό βάρος των οποίων πιέζει την συνείδησή του. Η άλλη: Η φοβερά ημέρα της κρίσεως, κατά την οποία θα στηθή το παγκόσμιο δικαστήριο, όπου θα γίνει λεπτομερής εξέτασις και απολογία για όλες τις πράξεις του. Τα μέν έργα του, τα πλήθη των αμαρτιών του, θα γίνουν φανερά, ώστε να μην μπορεί να κρύψει τίποτε. Ο δε δικαστής δίκαιος και απροσωπόληπτος, ώστε να είναι αδύνατον να τον εξαπατήσει κανείς. Αυτό λοιπόν το μελλοντικό δικαστήριο το έχει στήσει από τώρα και έχει γίνει ο ίδιος δικαστής του εαυτού του. Έχει βγάλει μόνος του την απόφαση, η οποία είναι καταδικαστική. Δεν έχει να προβάλει καμμιά δικαιολογία, είναι τελείως αναπολόγητος. Του αξίζει η αιώνιος κόλασις. Ψυχή, που έχει πάντα μπροστά της τα αμαρτήματά της, ποτέ δεν θα υπερηφανευθή, ούτε ποτέ θα κρίνει τα αμαρτήματα των άλλων. Ψυχή η οποία έχει πάντα μέσα της την μνήμη της ημέρας της κρίσεως, ποτέ δεν θα επιθυμήσει γλέντια και διασκεδάσεις και την δόξα του κόσμου.    

«Αλλά θαρρών εις το έλεος της ευσπλαγχνίας σου…». Η βαθειά επίγνωσις του πλήθους των αμαρτημάτων του  και του φοβερού δικαστηρίου συγκλονίζουν βέβαια τον υμνογράφο, ωστόσο όμως δεν παραλύουν την ψυχή του και δεν τον ρίχνουν σε απόγνωση. Μπορεί βέβαια οι αμαρτίες του να είναι πολλές και μεγάλες, αλλά το έλεος του Θεού είναι πέλαγος ασύγκριτα μεγαλύτερο, μέσα στο οποίο σβήνουν όλες οι αμαρτίες του, όσο πολλές και μεγάλες και αν είναι. Η ευσπλαγχνία του Θεού τον αναπτερώνει, του δίδει θάρρος, τον ωθεί προς τον Θεόν. Όπως ένας ναυαγός, που κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στο πέλαγος, βρίσκει ξαφνικά μιά σανίδα σωτηρίας και αρπάζεται από αυτήν και σώζεται, έτσι και αυτός. Μοναδική σανίδα σωτηρίας γι’ αυτόν είναι το έλεος του Θεού. Ότι δηλαδή ο Θεός δεν θα τον αποστραφεί, εφ’ όσον μετανοήσει ριζικά και οριστικά. Είναι βέβαιος, ότι θα τύχει του θείου ελέους, διότι έχει υπ’ όψιν του πλείστα όσα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι, αν και έπεσαν σε πολλές και μεγάλες αμαρτίες, εν τούτοις όμως τους εδέχθη ο Θεός, όταν μετανόησαν: Ο ληστής επί του σταυρού, η πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, ο Πέτρος που τον αρνήθηκε τρείς φορές, ο Ζακχαίος που τον υποδέχθηκε στο σπίτι του, ο Παύλος που καταδίωκε την Εκκλησία του Χριστού κ.α.          

«Ως ο Δαυΐδ βοώ σοι, ελέησόν με ο Θεός…». Έχοντας πλήρη την επίγνωση του πλήθους των αμαρτιών του, ο υμνογράφος, και της αθλιότητος, στην οποία κατήν- τησε, δεν χάνει την ελπίδα της σωτηρίας του. Ενθυμείται αυτή την ώρα τον Δαυΐδ, στον οποίον ο πλούτος της ευσπλαγχνίας του Θεού αποδείχθηκε μιά χειροπιαστή πραγματικότης και όχι ένας απλός κενός λόγος. Ο Δαυΐδ, αν και αμάρτησε με θανάσιμες αμαρτίες, ωστόσο όμως κατόπιν εβίωσε όλο το μυστήριο της μετανοίας μέχρι τέλους της ζωής του. Όπως λοιπόν τότε εδέχθηκε την μετάνοια του Δαυΐδ, έτσι τώρα ζητά να δεχθή και αυτόν. Παίρνει στο στόμα του τα ίδια τα λόγια του Δαυΐδ και μ’ αυτά ικετεύει την ευσπλαγχνία του. Ζητεί δε να φανή και σ’ αυτόν το έλεος του Θεού τόσο μεγάλο, όσο φάνηκε και στον Δαυΐδ. Να είναι το έλεός του αντάξιο της ευσπλαγχνίας του. Και τούτο θα γίνει όταν, όχι μόνον καθαρίσει την ψυχήν του από τον ρύπο της αμαρτίας, αλλά τον καταστήσει επί πλέον υιόν και κληρονόμον της Βασιλείας του.            

Αυτή την βαθειά μετάνοια του Δαυΐδ μακάρι να δώσει ο Θεός σε όλους μας, αγαπητέ φίλε αναγνώστα, αρχής γενομένης από την φετινή περίοδο της αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αμήν.  

Η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου Σαν Τελώνης ή σαν Φαρισαίος;

Ποια ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας; Και πώς την έχουμε σχηματίσει; Τον συγκρίνουμε με γνωστούς μας, φίλους μας, συμφοιτητές μας, …και νομίζουμε ότι υπερέχουμε από όλους αυτούς και τους ξεπερνάμε σε γνώση, σε ικανότητες, σε αρετή;…
Είναι άραγε σωστό να σκεφτόμαστε έτσι επιπόλαια και να καταλήγουμε σε αυθορμητισμό;
Σε κάποιους που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που πίστευαν ότι αυτοί μόνο είναι καλοί και ενάρετοι και περιφρονούσαν όλους τους άλλους, είπε ο Κύριος την παραβολή του «Τελώνου και του Φαρισαίου». Θα πρέπει να σου είναι γνωστή.
Οι δυο αυτοί άνθρωποι που προσδιορίστηκαν από το έργο τους και όχι από το όνομα τους, ανέβηκαν στο «ἱερό» (δηλαδή στο ναό του Σολομώντος) να προσευχηθούν.
Οι τελώνες χαρακτηρίζονταν γενικά άνθρωποι άδικοι, ενώ οι Φαρισαίοι, ως διδάσκαλοι του Μωσαϊκού Νόμου, είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και εκτίμηση από τους ανθρώπους.
Ο Φαρισαίος προχώρησε μπροστά, προς το θυσιαστήριο. Στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, κι άρχισε να προσεύχεται υπερβολικά ευχαριστημένος:
— Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, γιατί δεν είμαι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι γεμάτοι κακία: κλέφτες, άδικοι, ανήθικοι…., ούτε σαν αυτόν τον τελώνη· και γύρισε με περιφρόνηση να τον δείξει. Όλοι είναι ένοχοι, άξιοι να καταδικαστούν. Εγώ ξεχωρίζω από όλους, είμαι γεμάτος από αρετές. Νηστεύω… κάνω προσφορές στο ναό παραπάνω από εκείνο που ορίζει ο Νόμος…
Τελώνης
Και ο Τελώνης;
Ω! Αυτός δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο να προχωρήσει. Έμεινε μακριά από το θυσιαστήριο. Με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν τολμούσε ούτε τα χέρια του, αλλά ούτε και το βλέμμα του να υψώσει προς τον ουρανό. Μόνο χτυπούσε το στήθος του, γιατί αισθανόταν πόσο αμαρτωλή ήταν η καρδιά του απέναντι στο Θεό.
Μόνο τα χείλη του ψιθύριζαν συνέχεια τούτα τα λόγια: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ω Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό!
Τούτο τον ταπεινωμένο τελώνη, που πίστευε πως ήταν άξιος να τιμωρηθεί, ο Θεός τον συγχώρησε. Το βεβαίωσε ο Κύριος:
Ο περιφρονημένος Τελώνης γύρισε στο σπίτι του αθωωμένος και δίκαιος ενώπιον του Θεού! Και όχι ο Φαρισαίος.
Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί και θα τιμηθεί από το Θεό.
«Πᾶς ὁ υψῶν ἐαυτόν ταπεινωθήσεται…»
Μεγάλη ιδέα είχε στηθεί μέσα στο Φαρισαίο από τη σύγκριση του εαυτού του με τους «λοιπούς», με όλους τους άλλους ανθρώπους.
«Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων…»
Έτσι «χονδρικά» που βλέπει όλους τους άλλους — «μαζικά» λένε σήμερα — θέλει να πιστεύει πως όλοι, χωρίς εξαίρεση, έχουν όλες τις κακίες του κόσμου. Ενώ αυτός δεν έχει καμία!
Τον δυστυχισμένο! Και τα λέει αυτά την ιερή ώρα της προσευχής! Αυτολιβανίζεται και καυχιέται για τις πολλές και φανταστικές… αρετές του, ενώ προβάλλει τρανό δείγμα της κακίας του την περιφρόνηση που αισθάνεται η ψυχή του προς τον «πλησίον» του Τελώνη, την ώρα που εκείνος ομολογεί την ενοχή του και ζητάει συγχώρεση από το Θεό.
Τελώνης και Φαρισαίος
Ο αυτοθαυμασμός που αισθανόταν ο Φαρισαίος, συγκρίνοντας τον εαυτό του με κάποιους που φανερά παρέβαιναν μερικές εντολές του Θεού, τον καταδίκασε… Ήξερε βαθύτερα το Νόμο του Θεού και μπορούσε να κρίνει σωστά. Έπρεπε να δείξει ευσπλαχνία προς τον Τελώνη, αφού κι αυτός αμαρτωλός ήταν. Αλλά είχε την ψεύτικη ιδέα πως ξεχώριζε απ’ όλους.
Ταλάνισε ο Κύριος με τα «ουαί» Του και σε άλλη περίσταση τους Φαρισαίους. Γιατί;
Αλίμονο στην κοινωνία, όταν τα μέλη της, ευχαριστημένα για το οποιοδήποτε σημείο βρίσκεται η πνευματική και η ψυχική τους ανάπτυξη, σταματήσουν τον αγώνα για πρόοδο. Σταματήσουν την προσπάθεια να ανεβαίνουν σε πιο ψηλό και πνευματικό επίπεδο. Τα ιδανικά θα νεκρωθούν και οι άνθρωποι θα έρπουν, θα σέρνονται χαμηλά, πολύ χαμηλά!
Ας φανταστούμε στ’ αλήθεια, σε ποιο κατάντημα θα φτάσει η κοινωνία, αν όλοι οι νέοι συγκρίνουν σήμερα τον εαυτό τους με τα αντικοινωνικά άτομα (με τους αναρχικούς, τους διαρρήκτες, τους ναρκομανείς, τους χούλιγκαν, τους καταστροφείς της ξένης περιουσίας…) και μένουν ευχαριστημένοι, γιατί δεν είναι τέτοιοι! Αδιάφορο, αν λερώνουν την ψυχή τους με χίλια δυο άλλα…
Αλλά κι αν κάνουμε κάτι καλό και το διαφημίζουμε, πάλι δεν έχει αξία. Δεν ευαρεστείτε ο Θεός, όταν το κίνητρο είναι η δημοσιοποίηση των έργων μας.
Ο Χριστός θέλει να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τον άγιο νόμο Του, τη θεία Διδασκαλία Του. Να αισθανόμαστε τι δεν κάναμε σωστό, τί λάθος. Τι πρέπει να κάνουμε και δεν το κάναμε. Κι όμοια με τον Τελώνη, με ταπεινωμένο το κεφάλι, να ζητάμε το έλεος του Θεού. Τότε θα αγωνιζόμαστε να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι. Ν’ ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά στα ύψη της αρετής.
Έφηβος είσαι; Νέος είσαι; Σ’ οποιαδήποτε ηλικία είσαι, κατέβασε πιο κάτω την ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου, την καύχησή σου…
Κι ικανότητες αν έχεις, και χαρίσματα πολλά — κι ασφαλώς θα έχεις — δούλεψέ τα ταπεινά. Αύξησέ τα. Πολλαπλασίασέ τα όχι για να υπερηφανεύεσαι και να τα διατυμπανίζεις, αλλά για να ‘σαι χρήσιμος κι ωφέλιμος στους ανθρώπους γύρω σου.
Ταπεινά παραδέξου τα σφάλματά σου…
Με ταπείνωση και λύπη ζήτα καθημερινά συγχώρεση από το Θεό στην προσευχή σου.
Και να ‘σαι βέβαιος πως θα γίνεσαι όλο και πιο καλός και πιο ευχαριστημένος.
Το βεβαίωσε το αληθινό στόμα του Κυρίου. Στους ταπεινούς δίνει πλούσια τη χάρη Του. Και τους υψώνει και τους τιμά:
«Ὁ ταπεινῶν ἐαυτόν ὑψωθήσεται»!

Στέργιος Ν. Σάκκος: "Φαρισαίοι και Τελώνες"

Οι Φαρισαίοι
Στη παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου υπάρχουν δύο τύποι, ο υπερήφανος και ο ταπεινόφρων. Είναι γνωστό ότι οι φαρισαίοι ήταν τάξη θρησκευτική. Οι τελώνες ήταν μια άλλη τάξη, η οποία μάλιστα ήταν ιδιαίτερος στόχος των φαρισαϊκών επιθέσεων. Η τάξη των φαρισαίων δημιουργήθηκε σιγά σιγά από το 2ο π.Χ. αιώνα, όταν γίνονταν οι αγώνες των ζηλωτών Ισραηλιτών εναντίον των Ελληνιστών.
Κατ αρχάς η τάξη αυτή περιελάμβανε τα πιό αγνά θρησκευτικά στοιχεία. Με την πάροδο όμως του χρόνου έχασε την ουσία της πνευματικής ζωής, κατάντησε μερίδα υπέρζηλωτων, που εμφανίζεται σε πολλές περιόδους της ιστορίας και θεωρείται ότι κατέχει την άκρα δεξιά πτέρυγα της θρησκευόμενης κοινωνίας. Στις ημέρες του Χριστού διέκρινε αυτή την τάξη ο άκαιρος ζήλος, η τυπολατρία, η εμπάθεια, η πίστη σε ανθρώπινες ψευδοσυντηρητικές παραδόσεις, οι οποίες στη συνείδηση τους είχαν υποκαταστήσει το νόμο της Γραφής, και κυρίως η οίηση και η υποκρισία. Στο λαό επιβλήθηκαν ως πρόσωπα απλησίαστης και φοβερής αγιότητας· ως ταμπού. Ο απλός λαός όμως στο βάθος της συνειδήσεώς του θεωρούσε τους αγίους του φαρισαϊκού τύπου ως ανάξιους κάθε εμπιστοσύνης. Οι φαρισαίοι, όπως φαίνεται από τα Ευαγγέλια και από τη ραβινική φιλολογία, αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «δίκαιους» και «τέλειους».

Οι Τελώνες
Οι τελώνες της αρχαιότητας δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως σήμερα, αλλά ιδιώτες, οι οποίοι αγόραζαν τους φόρους από το δημόσιο διά μέσου πλειοδοτικής δημοπρασίας. Επειδή δε οι τελώνες ανταγωνίζονταν κατά τις δημοπρασίες και οι προσφορές των ανέρχονταν σε υπέρογκα ποσά, η πίεση επί των φορολογουμένων γινόταν πολύ μεγαλύτερη. Η απανθρωπιά των τελωνών κατά τις εισπράξεις υπήρξε παροιμιώδης. Ο σύγχρονος των Αποστόλων Φίλων διηγείται ότι στις ημέρες του μερικοί τελώνες κατά την είσπραξη του κεφαλικού φόρου βρήκαν ορισμένους από τους φορολογουμένους ήδη νεκρούς. Άνοιξαν τους τάφους τους, έβγαλαν τα νεκρά σώματα και τα μαστίγωναν δημόσια. Όταν οι πολίτες τους ρώτησαν αγανακτισμένοι, γιατί εξυβρίζουν κατά τέτοιο τρόπο τους νεκρούς, αφού δεν είναι δυνατόν να εισπράξουν απ’ αυτούς τίποτε, απάντησαν ότι αυτό το ξέρουν, άλλα τους κακοποιούν, για να εξαναγκάσουν τους συγγενείς τους να πληρώσουν εκείνοι τον φόρο που όφειλαν. Ο πάπυρος της Οξυρύγχου 285 (γράφτηκε το 50 μ.Χ.) είναι μία αναφορά ενός φτωχού υφαντού προς το στρατιωτικό διοικητή της πόλεώς του. Σ’ αυτήν αναφέρει παραπονούμενος ότι ο τελώνης του απόσπασε μετά από ξυλοδαρμό όλες τις οικονομίες του και το χιτώνα που φορούσε. Καταγράφομε μόνο ένα από τα πολλά ανέκδοτα, που αναφέρονται στους τελώνες. Ο Χίος φιλόσοφος Θεόκριτος όταν ρωτήθηκε «Ποία είναι τα αγριότερα θηρία» απάντησε «από όσα ζουν στα βουνά οι αρκούδες και τα λιοντάρια, από όσα ζουν στις πόλεις οι τελώνες και οι συκοφάντες».

Η υπόληψη που είχαν στο λαό οι τελώνες ήταν η χείριστη. Ολόκληρη η αρχαιότητα κατέτασσε τους τελώνες στο μαύρο πίνακα των ανθρώπων που ασκούν άτιμα και άξια ντροπής επαγγέλματα. Απ’ όλα τα αισχρά επαγγέλματα τρία θεωρούνταν ως τα αισχρότερα· ο κάπηλος, ο πορνοβοσκός και ο τελώνης. Οι Ρωμαίοι επίσης Κικέρων, Λίβιος και Τάκιτος κατατάσσουν τον τελώνη μεταξύ των χυδαίων επαγγελμάτων. Και εις το Ταλμούδ, αν και δεν υπάρχει ειδικός κατάλογος, όμως βρίσκουμε περί τα 30 επαγγέλματα ή απασχολήσεις, που χαρακτηρίζονται αμαρτωλά. Ως τα δύο αμαρτωλότερα θεωρούνται ο ληστής και ο τελώνης. Κατά τη ραβινική διδασκαλία ο φαρισαίος απαγορευόταν να ασκήσει το επάγγελμα του τελώνη, οι δε τελώνες δεν είχαν το δικαίωμα να παραστούν στα δικαστήρια ως μάρτυρες. Ο ραβίνος Χιλλέλ δίδασκε ότι, προκειμένου να εξαπατήσει κάποιος ένα τελώνη, επιτρέπεται όχι μόνον να πει ψέματα άλλα και να ψευδορκήσει.

Είναι γεγονός ότι ο τελώνης ήταν κατά την αρχαιότητα ο αντιπροσωπευτικός τύπος του διεφθαρμένου άνθρωπου. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου· «Έστω σοι ως ο εθνικός και ο τελώνης» (Ματθ. 18, 17) ή «Τελώναι και πόρναι προάγουσιν ύμας εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21, 31). Παρά ταύτα ο Κύριος έδειξε προς τους τελώνες και σε όλες τις περιφρονημένες τάξεις ιδιαίτερη στοργή. Αυτό δημιούργησε σκάνδαλο μεταξύ των φαρισαϊκών κύκλων. Βλέπομε τους φαρισαίους και γραμματείς να διαμαρτύρονται έντονα για αυτή τη συμπεριφορά του Κυρίου τόσον κατά τη συνεστίαση του στο σπίτι του τελώνη και έπειτα μαθητού Ματθαίου, όσο και αργότερα, όπως αφηγείται ο Λουκάς στο 15ο κεφάλαιο. Κατά τους ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκα οι φαρισαίοι απέδωκαν στο Χριστό και το παρατσούκλι «φίλος τελωνών και αμαρτωλών», που όμως ο Χριστός δεχόταν ευχαρίστως. Τη φράση «τελώναι και αμαρτωλοί» τη συναντούμε πολύ συχνά στους τρεις συνοπτικούς ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) και παραδίδεται ως φράση των φαρισαίων, με την οποίαν χαρακτήριζαν τόσον τους τελώνες όσον και όλον το λαό.

Σύμφωνα με την αντίληψη των φαρισαίων η ισραηλιτική κοινωνία διακρινόταν σε δύο τάξεις. Μία τάξη ήταν οι «δίκαιοι», δηλαδή οι φαρισαίοι, και η άλλη οι «αμαρτωλοί», δηλαδή όλοι οι άλλοι. Τους δύο όρους της φαρισαϊκής φρασεολογίας, «δίκαιοι» και «αμαρτωλοί» χρησιμοποίησε και ο Χριστός με κάποια λεπτή ειρωνεία, που φαίνεται στη φράση του «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. 9, 13· Μάρκ. 2, 17· Λουκ. 5, 32). Σαν να έλεγε· «Δίκαιοι δεν λέτε ότι είστε; Λοιπόν και εγώ δεν ήλθα για σας. Αμαρτωλοί δεν είναι οι τελώνες κατά τη γνώμη σας; Γι’ αυτό και εγώ ήλθα γι’ αυτούς». Το βαθύτερο νόημα αυτού του λόγου είναι ότι πολλές φορές οι θρησκευτικοί άνθρωποι, όταν χάσουν την ουσία της πνευματικής ζωής, καταλαμβάνονται από ένα αίσθημα αυτάρκειας και στο βάθος δεν αισθάνονται την ανάγκη του Θεού. Αντιθέτως υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες άνθρωποι πολύ αμαρτωλοί συναισθανόμενοι την ενοχή τους, αισθάνονται πολύ μεγάλη την ανάγκη του θείου ελέους για τη σωτηρία τους.

Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου

     πρώτη Κυριακή του Τριωδίου εἶναι ἀφιερωμένη στὴν πολὺ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, τὴν ὁποία ὁ Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου νὰ διδάξει τὴν θεοφιλῆ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ στηλιτεύσει τὴν ἑωσφορικὴ ἔπαρση. Δίδαξε τὴν παραβολὴ αὐτὴ «πρὸς τίνας τοὺς πεποιθότας ἀφ' ἐαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενούντας τοὺς λοιποὺς» (Λούκ.18,9). 
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, μὲ τρόπο λιτό, ἀλλὰ σαφέστατο, διέσωσε τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὡς ἑξῆς: «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι , ὁ εἰς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεῖς πρὸς εαὐτὸν ταῦτα προσηύχετο ΄ ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης΄ νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου , ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστῶς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι , ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων΄ ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῶ . Λέγω ὑμὶν , κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος΄ ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται , ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται » (Λούκ.18,10-14). 
    Ἡ τάξη τῶν Φαρισαίων ἐκπροσωποῦσε τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια καὶ ἔπαρση. Τὰ μέλη τῆς ἀπόλυτα ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἰουδαϊκὴ κοινωνία, ἀποτελοῦσαν, λαθεμένα, τὸ μέτρο σύγκρισης τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἠθικῆς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀντίθετα οἱ τελῶνες ἦταν ἡ προσωποποίηση τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας . Ὡς φοροεισπράκτορες τῶν κατακτητῶν Ρωμαίων διέπρατταν ἀδικίες, κλοπές, ἐκβιασμούς, τοκογλυφίες καὶ ἄλλες εἰδεχθεῖς ἀνομίες καὶ γι' αὐτὸ τοὺς μισοῦσε δικαιολογημένα ὁ λαός. Δύο ἀντίθετοι τύποι τῆς κοινωνίας, οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦσαν τὶς δύο αὐτὲς τάξεις, ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ πρῶτος ὁ νομιζόμενος εὐσεβής, ἔχοντας τὴν αὐτάρκεια τῆς δῆθεν εὐσέβειάς του ὡς δεδομένη, στάθηκε μὲ ἔπαρση μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του, οἱ ὁποῖες ἦταν πραγματικές. Τὶς ἐξέθετε προκλητικότατα εἰς τρόπον ὥστε ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἐπιβραβεύσει γι' αὐτές. Γιὰ νὰ ἐξαναγκάσει τὸ Θεὸ ἔκανε καὶ ἀήθη σύγκρισή του μὲ ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν συμπροσευχόμενό του τελώνη. 
     Ἀντίθετα ὁ ὄντως ἁμαρτωλὸς τελώνης συναισθάνεται τὴ δεινή του κατάσταση καὶ μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωση ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ μετάνοιά του τὸν δικαιώνει μπροστὰ στὸ Θεό. Γίνεται δεκτὴ ἡ προσευχή του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὑποκριτὴ Φαρισαῖο, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή του, ἀλλὰ σώρευσε στὸν ἑαυτὸ τοῦ περισσότερο κρίμα, ἐξαιτίας τῆς ἐγωπάθειάς του. 
    Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅρισαν νὰ εἶναι ἀφιερωμένη ἡ πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου στὴ διδακτικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ πιστοὶ πὼς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀγιάτρευτη ρίζα τοῦ κακοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τὸν κρατᾶ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ σωτήριο ἀντίδοτο τῆς καταστροφικῆς πορείας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ ἐγωπάθεια. Εἶναι τὸ χειρότερο ἐμπόδιο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια, ὡς μία λίαν νοσηρὴ κατάσταση ἐμποδίζει τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τὴ διάθεση γιὰ μετάνοια. Ἐγωισμὸς καὶ μετάνοια εἶναι δύο ἔννοιες ἐντελῶς ἀντίθετες καὶ ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους. Ἡ μία ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη. Οἱ πύλες τῆς ψυχῆς τοῦ ἐγωπαθοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἑρμητικὰ κλειστὲς γιὰ τὴ θεία χάρη καὶ κατὰ συνέπεια εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία του, ὅσο ἐμμένει στὴν ἐγωιστική του περιχάραξη. 
Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι καταστάσεις ἑωσφορικές. Πρῶτος διδάξας ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος δὲ μποροῦσε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ κατώτερο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δημιουργό του καὶ γι' αὐτὸ διανοήθηκε νὰ στήσει τὸ θρόνο τοῦ πάνω ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νὰ μὴν πραγματοποιήσει τὸ σκοπό του, ἀλλὰ νὰ χάσει τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ εἶχε χαριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ καταπέσει στὴν ἔσχατη ἀπαξία. Ἀπὸ ἀνείπωτο μίσος καὶ φθόνο θέλησε νὰ μεταδώσει καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὸ κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὴ φθοροποιὰ καὶ καταστροφικὴ ἕξη τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἔπεισε τοὺς πρωτοπλάστους ὅτι δῆθεν ἦταν ἱκανοὶ ἀπὸ μόνοι τους νὰ γίνουν θεοὶ (Γέν. 3 ὁ κέφ.), συμπαρασύρωντάς τους στὴ δική του δίνη καὶ καταστροφή. 
     Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν κατάσταση ἔχει ὑπόψη τῆς ἡ Ἐκκλησία μας καὶ θέσπισε τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία σημαίνει γι' Αὐτὴν τὴν μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ στηλίτευση τοῦ ἐγωισμοῦ, ὡς τὴν πρωταρχικὴ αἰτία τῆς πτώσεως.
     Στὴν ὑπέροχη καὶ διδακτικὴ ὑμνωδία τῆς ἡμέρας αὐτῆς ψάλλουμε: «Ὑψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δὲ μάθωμεν τοῦ Τελώνου ἀρίστην, ἲν' ὑψωθῶμεν βοῶντες τῷ Θεῶ σὺν ἐκείνω΄ Ἰλάσθητι τοῖς δούλοις Σου, ὁ τεχθεῖς ἐκ Παρθένου, Χριστὲ Σωτήρ, ἑκουσίως» καὶ «Μὴ προσευξόμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοὶ΄ ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθῶμεν ἐναντλιον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες΄ Ἰλάσθητι ἠμίν, ὁ Θεὸς τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι κατ' ἐξοχὴν περίοδος ἀγώνα κατὰ τῆς ἐγωπάθειας καὶ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς τῆς ταπείνωσης, ὡς μονόδρομο γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: "Ομιλία στην Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου"


Ένας άνθρωπος βάδιζε στο δάσος. Ήθελε να διαλέ­ξει ένα καλό δέντρο, απ' όπου θα έβγαζε δοκάρια για τη σκεπή του σπιτιού του. Εκεί είδε δύο δέ­ντρα, το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα ήταν ίσιο, λείο και ψηλό, άλλα το εσωτερικό του, ό πυρήνας του, ήταν σά­πιο. Το άλλο είχε ανώμαλη επιφάνεια κι ό κορμός του έδειχνε άσχημος.
Το εσωτερικό του όμως ήταν γερό. Ό άνθρωπος αναστέναξε και είπε: «Σε τί μπορεί να μου χρη­σιμέψει το ψηλό και ίσιο αυτό δέντρο, αφού το μέσα του είναι σάπιο κι ακατάλληλο για δοκάρια; Το άλλο μοιά­ζει ανώμαλο, άσχημο, άλλα τουλάχιστο το μέσα του είναι γερό. Έτσι, αν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορώ να το διαμορφώσω και να το χρησιμοποιήσω για δοκάρια στο σπίτι μου». Και χωρίς να το σκεφτεί περισ­σότερο, διάλεξε το δέντρο εκείνο, το γερό.

Το ίδιο θα χάνει κι ό Θεός για να ξεχωρίσει δύο ανθρώπους πού βρίσκονται μέσα στο ναό Του. Δε θα διαλέξει εκείνον πού φαίνεται επιφανειακά δίκαιος, αλλά τον άλλον, εκείνον πού ή καρδιά του είναι γεμάτη με την αληθινή δικαιοσύνη του Θεού.

Οι υπερήφανοι έχουν τα μάτια τους διαρκώς υψω­μένα προς το Θεό. Οι καρδιές τους όμως είναι κολλη­μένες στη γη. Αυτοί δεν ευαρεστούν στο Θεό. Ευάρεστοι στο Θεό είναι οι ταπεινοί άνθρωποι, οι πράοι, πού έχουν τα μάτια τους χαμηλωμένα στη γη, μα οι καρδιές τους είναι γεμάτες ουρανό. Ό Δημιουργός προτιμά τους ανθρώπους πού ομολογούν στο Θεό τις αμαρτίες τους, όχι τα καλά τους έργα.

Ο Θεός είναι γιατρός. Πλησιάζει στο κρεβάτι όπου κείτεται ό καθένας μας και ρωτάει: «Που πονάς;» Ο άνθρωπος που αξιοποιεί την παρουσία του γιατρού κο­ντά του και του φανερώνει όλους τους πόνους και τις αδυναμίες του, είναι σοφός. Εκείνος πού κρύβει τις αμαρτίες του και καυχιέται μπροστά στο γιατρό πώς είναι υγιής, είναι ανόητος. Λες κι ο γιατρός επισκέπτε­ται τον άνθρωπο για να δει πόσο καλά είναι κι όχι από τί πάσχει.

Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος:
«Το ν' αμαρτάνεις είναι κακό, όταν όμως το ομολο­γείς, μπορείς να λάβεις βοήθεια. Όταν όμως αμαρτάνεις και δεν το παραδέχεσαι, δεν υπάρχει ελπίδα να βοη­θηθείς».

Γι' αυτό ας γίνουμε σοφοί, συνετοί. Όταν στεκόμα­στε για να προσευχηθούμε μπροστά στο Θεό, πρέπει να νιώθουμε πως βρισκόμαστε μπροστά στον πιο καλό και πιο ελεήμονα γιατρό. Εκείνος ρωτάει τον καθένα μας με αγάπη και μέριμνα: «Που πονάς;» Εμείς ας μην αμελήσουμε καθόλου να του αποκαλύψουμε την αρρώ­στια μας, να του φανερώσουμε τις πληγές και τις αμαρ­τίες μας.

------------------------------------------------
πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑNΟΙΑΣ, απο την Κυριακή του Τελώνου & του Φαρισαίου ώς την Μεγάλη Παρασκευή, ΟΜΙΛΙΕΣ Β΄ Μετάφραση – Επιμέλεια: ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ

Ὁ Τελώνης καὶ ὁ Φαρισαῖος +Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος


 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὸ ταξίδι μας πρὸς τὴν Τεσσαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα, συναντοῦμε ἕναν ἀριθμὸ παραβολῶν ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προετοιμάσουν στὸ ταξίδι μας. Καὶ ἡ σημερινὴ παραβολὴ μᾶς μιλάει γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο.

Ὁ Τελώνης εἰσῆλθε στὴν ἐκκλησία γνωρίζοντας ὅτι δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ βρίσκεται ἐκεῖ. Μὲ ποιὰ ἔννοια; Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἕνα μικρὸ μέρος στὴ γῆ ποὺ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένο στὸν Θεό, ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ, ἐκεῖ ὅπου ἔχει δικαίωμα νὰ ζεῖ, ἐκεῖ ὅπου ἐρχόμαστε νὰ συναντήσουμε Αὐτὸν καὶ κανέναν ἄλλο. Ὦ, φυσικὰ, ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μαζί μ’ Ἐκεῖνον. Καὶ ὁ Τελώνης στάθηκε στὴν πόρτα γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἕνας ξένος καὶ ὅτι ἡ μόνη του ἐλπίδα βρισκόταν στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ. Εἶχε πεῖ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, « Παιδί μου, δῶσε μου τὴν καρδιά σου - ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι δικά μου».

Ἔτσι μποροῦμε νὰ ἔλθουμε καὶ νὰ προσφέρουμε τὴν καρδιά μας στὸν Θεὸ καὶ μόνο τότε μποροῦμε νὰ βαδίσουμε σ’ αὐτὸν τὸν ἱερὸ τόπο.

Ὁ Φαρισαῖος ζοῦσε σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες· σκέφτηκε, ἔνοιωσε ὅτι ἔκανε τὸ κάθε τι ποὺ περίμεναν ἀπὸ αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, εἶχε δικαιώματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· εἶχε δικαίωμα νὰ βρίσκεται στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἕνας ἀπὸ τὸν δικὸ Του λαό. Καὶ γι’ αὐτὸ, κοιτάζοντας γύρω του, μποροῦσε νὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του μὲ ἄλλους ποὺ δὲν ἄξιζαν στὰ μάτια του τὸ ἴδιο μ’ ἐκεῖνον.

Ἄς προβληματιστοῦμε σχετικὰ μὲ τοὺς ἑαυτοὺς μας· ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, συνειδητοποιοῦμε ὅτι εἶναι ἕνα βασίλειο ὅπου μποροῦμε νὰ εἰσέλθοῦμε μόνο ἄν ἡ καρδιὰ μας ἔχει δοθεῖ στὸν Θεό, καὶ μόνο ἄν ἡ καρδιὰ μας ἔχει γίνει ὁ τόπος κατοικίας Του; Καὶ ἐπίσης ἄν ἔχουμε προσπαθήσει, ἐντούτοις σκληρά, τίμια νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι «ἀξίζω», μπορῶ νὰ πῶ «ἔχω δικαίωμα νὰ εἶμαι ἐδῶ»; Ὄχι, μόνο ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τὸ δικαίωμα· μοναχὰ ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ εἰσέλθουμε σὲ τοῦτο τὸ ἱερὸ βασίλειο. Καὶ ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία, ἄς σταματήσουμε γιὰ ἔνα λεπτὸ στὴν πόρτα, καὶ ἄς σκεφτοῦμε, «Τοῦτο τὸ βασίλειο εἶναι ἱερό, εἶναι ὁ ἱερὸς τόπος τοῦ Θεοῦ· ἄς εἰσέλθω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ· «ἄς στραφοῦμε στὸν Θεό καὶ ἄς ποῦμε. «Κύριε, Εἶμαι ἀνάξιος, καὶ ὅμως ἔχω ἀγαπηθεῖ ἀπὸ ἐσένα· εἶμαι μολυσμένος, καὶ ὅμως μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἐσένα, Ὦ Κύριε, καὶ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μου. Μὲ ἀτέλειες, ὅμως εἶναι τὸ μόνο ἔδαφος ὅπου μπορῶ νὰ σταθῶ ἐδῶ».

Ἀμήν. 

Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου Anthony Bloom



 


 
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Δύο εβδομάδες πρὶν ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τὴν ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου καὶ τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα τὴν ἱστορία τοῦ Ζακχαίου.

Ὁ Βαρτίμαιος ἦταν τυφλός, ἴσως ὅλη του τὴ ζωή, ἤ ἴσως κάποια συγκεκριμένη στιγμὴ εἶχε εἰκόνα ὅλης τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ κόσμου, τῶν ἀνθρώπινων προσώπων, τὴν ὀμορφιὰ ἀπὸ κάθε τι ποὺ τὸν συνέδεε κατευθείαν μέσω τῆς κτίσης μὲ τὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα. Ἦταν ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος.

Μιὰν ἡμέρα ἕνα πλῆθος πέρασε δίπλα του, ἕνα παράξενο πλῆθος - ὄχι ἁπλὰ ἕνα θορυβῶδες πλῆθος περαστικῶν, ἀλλὰ ἕνα πλῆθος ποὺ εἶχε ἕναν πυρήνα, καὶ ὁ πυρήνας αὐτὸς ἦταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Βαρτίμαιος ἀντιλήφθηκε τὴν ἰδιαιτερότητα αὐτοῦ τοῦ πλήθους καὶ ρώτησε ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἕνωνε σὲ ἕνα σύνολο· καὶ τότε ἄρχισε νὰ κραυγάζει γιὰ βοήθεια, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν τυφλότητά του.

Πόσες φορὲς δὲν εἴμασταν τυφλοί, ἤ πόσα πολλὰ χρόνια δὲν ζήσαμε ὅλοι σὰν τυφλοί; Τυφλοὶ στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ κόσμος· τυφλοὶ στὴν ὀμορφιά, ὄχι στὴν ἐξωτερική της ποιότητα ἀλλὰ στὴν λάμψη τῆς θεϊκῆς λάμψης καὶ ὀμορφιᾶς ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτεται. Πόσο συχνὰ δὲν κοιτάξαμε πρόσωπα δίχως ποτὲ νὰ δοῦμε ὅτι εἶναι είκόνες τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς φέρνουν σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεό, καὶ νὰ μὴν στέκουν ἀνάμεσα σὲ μᾶς καὶ τὸν Θεὸ σὰν πειρασμός. Πόσο συχνὰ πέρασε ὁ Χριστὸς δίπλα μας καὶ ποτὲ δὲν προσέξαμε τὴν παρουσία Του;

Ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε ὄχι μόνο πόσο συχνὰ εἴμασταν τυφλοὶ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ πόσο εἴμαστε τὴν παροῦσα στιγμὴ. Ό Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα μας. Τὸ ἀντιλαμβανόμαστε; Ἕνας Πατέρας τῆς Ἐρήμου εἶχε πεῖ : «Ὅποιος εἶδε τὸν πλησίον του ἔχει δεῖ τὸν Θεό». Ναὶ μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἀληθινὴ εἰκόνα. Κατεστραμμένη στὴν πραγματικότητα, ὅπως τόσες πολλὲς εἰκόνες εἶναι βεβηλωμένες ἤ κατεστραμμένες· κατεστραμμένες σὲ βαθμό ποὺ, κάποιες φορὲς δὲν ἀναγνωρίζονται, καὶ ὅμως εἶναι μιὰ θεία εἰκόνα.

Τὴν προηγούμενη ἑβδομαδα ἀκούσαμε γιὰ τὸν Ζακχαῖο. Ὁ Ζακχαῖος ξεπέρασε ἕναν ἄλλον πειρασμὸ ποὺ μᾶς εἶναι πολὺ γνωστός, αὐτὸν τῆς ματαιότητας· ἡ ματαιότητα ποὺ σημαίνει τὴν προσκόλλησή μας σὲ πράγματα ἀσήμαντα καὶ ἡ προσπάθειά μας νὰ προκαλέσουμε μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὸν θαυμασμὸ ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δικαίωμα νὰ κρίνουν, ἐπειδὴ εἶναι ἐπίσης δέσμιοι στὴν ἴδια μικρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ. Ἡ ματαιότητα, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, εἶναι ὑπερηφάνεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ δειλία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων· μιὰ ἐπιθυμία νὰ μὴν κριθοῦμε, νὰ μὴν καταδικαστοῦμε, ἀλλὰ νὰ μᾶς θαυμάζουν, νὰ μᾶς ἐπαινοῦν, νὰ μᾶς ἐπιδοκιμάζουν ἀκόμα γιὰ πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν κάποια ἀξία, ἁπλὰ καὶ μόνο νὰ μᾶς ἐπιδοκιμάζουν.

Πρότεινα τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα ὅτι πρέπει να ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας σὲ αὐτὴν τὴν ἰδιαίτερη γιὰ μᾶς ἁμαρτία καὶ νὰ ἀναρωτηθοῦμε πόσο εἴμαστε ἀνεξάρτητοι ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων, πόσο εἴμαστε ἀδιάφοροι στὴν κρίση τῆς δικῆς μας συνείδησης καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν, στὴν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ;

Σήμερα ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ τρίτη εἰκόνα· μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Φαρισαίου καὶ τοῦ Τελώνη. Ὁ Τελώνης εἶχε συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς του, ὅτι ἦταν ἀνάξιος νὰ παρουσιαστεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης ὅτι ἦταν εὐπρόσδεκτος στὴν συντροφιὰ ἀξιοσέβαστων ἀνθρώπων, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχόταν. Ἦλθε στὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ διασχίσει τὸ κατώφλι γιατὶ γνώριζε ὅτι σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἀκάθαρτο, τὸν μολυσμένο, τὸν βεβηλωμένο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὸ κακό σὲ ὅλες του τὶς μορφὲς, ὁ Ναὸς ἦταν ἕνας τόπος ἀφιερωμένος μόνο στὸν Θεό. Ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ φράση τοῦ Σατανᾶ ποὺ πείραξε τον Κύριο, ὅλο τὸν ὑπόλοιπο κόσμο «τὸν παρέδωσε ὁ ἄνθρωπος σ’ ἐμένα». Ἀλλὰ ὁ ναὸς εἶναι ἕνας χῶρος ὅπου ἄνθρωποι τῆς πίστης, ἀδύναμοι ἀλλὰ μὲ πίστη στὸν Θεὀ, εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τοῦτο τὸ βασίλειο τοῦ τρόμου ποὺ εἶναι τὸ δράμα τῆς Θεϊκῆς ὀμορφιᾶς, τῆς κατοικίας τοῦ Ἑνὸς ποὺ δὲν ἔχει τόπο νὰ «κλίνει τὴν κεφαλή», σ’ ἕναν κόσμο ποὺ τὸν ἔκλεψαν ἀπ’ Αὐτὸν καὶ παραδόθηκε στὰ χέρια τοῦ ἀντιπάλου.

Ὁ Τελώνης στάθηκε στὴν εἴσοδο τοῦ Ναοῦ, γνώριζε ὅτι ἀνῆκε στὸ βασίλειο τοῦ κακοῦ, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅμως, ἔνοιωσε τὴ διαφορά, ὁ τρόμος τὸν συνεῖχε καὶ μιὰ αἴσθηση λατρείας γιὰ τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Χτυποῦσε τὸ στῆθος του ζητώντας ἔλεος γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐλπίζει καὶ νὰ ὑπολογίζει σὲ τίποτα ἄλλο.

Καὶ ὁ Φαρισαῖος στάθηκε στὸ μέσον τῆς Ἐκκλησίας· εἶχε μπεῖ στὸ ναὸ καὶ εἶχε πάρει τὴ θέση του ἐκεῖ σὰν κάποιος ποὺ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ βρίσκεται ἐκεῖ. Γιατί; Ὄχι ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος μὲ ἁγνὴ καρδιά, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν πιστὸς στὸν κάθε τυπικὸ κανόνα ποὺ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τὴ Συναγωγή, ὄπως ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι πιστὸς στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τῆς ζωῆς ποὺ δὲν μᾶς ἀγγίζουν κἄν, ποὺ δὲν φτάνουν στὴν καρδιά μας, ποὺ δὲν δίνουν νέο σχῆμα καὶ νόημα στὶς σκέψεις μας.

Ἔτσι πάλι, βρισκόμαστε ἐνώπιον δύο ἀνδρῶν καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ρωτᾶ: ποιὸς εἶσαι; Εἶσαι κάποιος ποὺ συναισθάνεται τόσο βαθιὰ τῆν ἱερότητα τοῦ Θεοῦ, ποὺ γνωρίζει ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν Θεὸ ποὺ θὰ κατέβαινε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει καὶ νὰ μᾶς σώσει, δὲν θὰ ὑπῆρχε τρόπος νὰ Τὸν προσεγγίσουμε. Ἤ εἴμαστε σὰν τὸν Φαρισαῖο ποὺ θὰ ἔλεγε στὸν Θεό, ποὺ θὰ Τοῦ ἔλεγε κατάμουτρα: Ἔκανα ὅ,τι ἦταν γραμμένο νὰ γίνει. Δὲν ἔχεις κάτι νὰ μοῦ ζητήσεις! … Δὲν εἴμαστε τόσο ὑπερήφανοι ὅπως ὁ Φαρισαῖος, οὔτε ἔχουμε τὸ σταθερὸ θάρρος νὰ εἴμαστε τόσο πιστοὶ ὅσο ἦταν ἐκεῖνος στὴν πλήρη τήρηση τοῦ γράμματος τοῦ νόμου.

Ἄς ἀναρωτηθοῦμε λοιπὸν: μιμούμαστε τὸν Φαρισαῖο στὰ ἔργα του, ἐξωτερικὰ πιστοὶ στὰ δόγματα τῆς Χριστιανικῆς μας πίστης; Καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸ, ἐπιτρέπουμε στὴν πίστη μας νὰ μεταστρέψει τὴν καρδιά μας, νὰ κυβερνᾶ τὴν θέληση μας, καὶ νὰ φωτίζει τὸ νοῦ μας;

Αὐτὴν τὴν ἐργασία μᾶς προσφέρει τὸ σημερινό Εὐαγγέλιο. Σκεφτεῖτε το. Θὰ εἶναι ἕνα ἀκόμα βῆμα γιὰ νὰ πάρουμε μιὰν ἀπόφαση ὥστε νὰ μὴν καταδικαστοῦμε. Ἀμήν.

Ἡ παραβολή Τελώνου καί Φαρισαίου (Λουκ.18, 9-14)




 



Αὐτή ἔχει ὡς ἑξῆς: « Εἶπεν ὁ Κύριος πρός τινας τούς πεποιθότας ἐφ’ ἑαυτοῖς, ὅτι εἰσί δίκαιοι καί ἐξουθενοῦντας τούς λοιπούς τήν παραβολήν ταύτην ». Ὑπῆρχον ἄνθρωποι, ἄν ὄχι oἱ Φαρισαῖοι ὁμόφρονες των ὃμως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦντες τήν συνοδείαν τοῦ Ἰησοῦ εἶχον μεγάλην ἰδέαν διά τόν ἑαυτόν των, διά τήν ἀρετήν των, ἐθεώρουν τόν Θεόν ὀφειλέτην των καί περιεφρόνουν τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Πρός αὐτούς ὁ Κύριος εἶπε τήν παραβολήν ταύτην. «Ἄνθρωποι δύο ἄνεβησαν» ἐκ τῆς κάτω πόλεως «εἰς τό ἱερόν» χῶρον τοῦ ναοῦ, ὃπου ἦτο τό θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων « προσεύξασθαι » νά προσευχηθῶσιν. «Ὁ εἷς» ἦτο « Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης». Φαρισαῖοι ἦσαν οἱ θεωρούμενοι ὡς εὐλαβεῖς Ἑβραῖοι, οἱ ζηλωταί τοῦ Ἑβραϊκοῦ Νόμου. Τελῶναι δέ ἦσαν οἱ εἰσπράκτορες τῶν δημοσίων φόρων, οἱ ὁποῖοι ἠδίκουν τούς φορολογουμένους Ἑβραίους. Ἑπομένως ἔχομεν δύο τύπους ἀνθρώπων, τούς δικαίους καί ἁμαρτωλούς.

«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς» ὁ Φαρισαῖος ὄρθιος «πρός ἑαυτόν» ἤτοι ἐνδομύχως, ἰδιωτικῶς οὐχί λειτουργικῶς «ταῦτα προσηύχετο. Ὁ Θεός, εὐχαριοτῶ σοι, ὃτι οὐκ εἰμί ὧσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων» δέν εἶμαι ὃπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἤτοι «ἃρπαγες, ἂδικοι, μοιχοί ἢ καί ὡς οὗτος ὁ Τελώνης∙ νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου». Δίς τοῦ Σαββάτου σημαίνει δίς τῆς ἑβδομάδος. Οἱ Εβραῖοι ἐνήστευον Δευτέραν καί Πέμπτην ὂχι ὑπό τοῦ νόμου ὑποχρεούμενοι ,ἀλλά κάμνοντες ἔργον περισσευούσης ἀξιομισθίας. «Ἀποδεκατῶ πάντα ὃσα κτῶμαι» δίδω τό 1)10 κατά τόν νόμον εἰς τόν Ναόν, καί εἰς τά ἐλάχιστα, ὃπου ὁ νόμος δέν ἐπέβαλλε, συνεχίζει ὁ Φαρισαῖος. Δία τοῦτο ἐθεώρει τόν Θεόν ὀφειλέτην του !

« Ὁ δέ Τελώνης, μακρόθεν ἑστώς » μακράν τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἱστάμενος « οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν Οὐρανόν ἐπᾶραι » δέν ἐτόλμα οὐδέ τά μάτια του νά σηκώσῃ εἰς τόν Οὐρανόν «ἄλλ’ ἒτυπτεν εἰς τό στῆθός του » ἐκτύπα τό στῆθός του «λέγων ὁ Θεός ἱλάσθητί μοί τῶ ἁμαρτωλῶ» λυπήσουμε τόν ἁμαρτωλόν. Ὁ Κύριος προσθέτει: «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ ἢ ἐκεῖνος ; » Κατῆλθεν τοῦ Ναοῦ εἰς τόν οἶκόν του συγχωρημένος, ὠφελημένος ὁ Φαρισαῖος ἢ ὁ Τελώνης » Ἀσφαλῶς ὁ Τελώνης, διότι « πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται ». Ὁ ὑπερήφανος ταπεινώνεται, ὁ ταπεινός ὑψώνεται. Ὁποία ἀντίθεσις αὐτῶν! Ὁ μέν Τελώνης μακράν, σκυμμένος, τύπτων τό στῆθος αὐτοῦ, βραχύλογος καί συναισθανόμενος τό βάρος τοῦ κακοῦ του ζητεῖ χάριν, ὁ δέ Φαρισαῖος ὄρθιος καί καμαρωτός, ἔχων ἐγωϊσμόν καί κατάκρισιν, σκεπάζων διά τῆς εὐχαριστίας πρός τόν Θεόν τήν περιαυτολογίαν ζητεῖ ἀπό τόν Θεόν ὂχι χάριν, ἀλλά ὀφειλήν τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν.


θέμα : Ὑπερηφάνεια –Ταπείνωσις

Πᾶσα κακία εἶναι νόσος καί πᾶσα ἀρετή ὑγεία. Ἡ μεγαλύτερα ὃμως νόσος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ καλλιτέρα ὑγεία εἶναι ἡ ταπείνωσις. Πρότυπα καί τῶν δύο τούτων, νοσηρᾶς καί ὑγιοῦς τοῦ ἀνθρώπου καταστάσεως, εἶναι οἱ δύο της παραβολῆς, Τελώνης καί Φαρισαῖος.

Τελῶναι ἔλεγοντο οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐλάμβανον ἐκ τοῦ Δημοσίου τήν ἄδειαν νά εἰσπράττουν τούς φόρους τῶν διοδίων ἀντί ὡρισμένης χρηματικῆς πρός τό Δημόσιον καταβολῆς. Δία νά δυνηθοῦν ὃμως νά ἐπαρκέσουν εἰς τήν καταβολήν τοῦ ποσοῦ καί πλουτίσουν αὐτοί οἱ ἲδιοι προέβαινον εἰς αὐθαιρεσίας, κλοπάς, βαρεῖς φόρους. Ἐντεῦθεν αἱ ἀδικίαι καί ἡ συνταύτισις τοῦ Τελώνου μέ τόν Ἁμαρτωλόν. Ἰδού ὁ πρῶτος τύπος τῆς παραβολῆς. Φαρισαῖοι ἦσαν ἰδιαιτέρα μερίς λαϊκῶν καί κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς ἔργον των εἶχον τήν πιστήν τήρησιν τοῦ Ἑβραϊκοῦ νόμου, ἦσαν οἱ ἰδιαιτέρως ζηλωταί. Καί ἡ λέξις Φαρισαῖος ἐκ τοῦ «Φαρέσ»=ἀποκεκομμένος ἐσήμαινε τόν ἀποκεκομμένον, ξεχωρισμένον τοῦ κόσμου τόν ἅγιον. Ἐκ τῶν δύο τούτων ὁ μέν Φαρισαῖος ὑπερηφανεύεται διά τάς ἀρετάς του, διά τήν τάξιν εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει καί ἑπομένως ἀποτελεῖ τήν νοσηράν κατάστασιν, ὁ δέ Τελώνης ἔχει συναίσθησιν τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἀποτελεῖ τήν ὑγιᾶ κατάστασιν. Ἄς μελετήσωμεν τάς δύο ταύτας νόσον καί ὑγείαν ἐκτενέστερον.

Α.' Ἡ Νόσος -Ὑπερηφάνεια. Ὁ Φαρισαῖος βλέπει τάς ἰδικάς του ἀρετάς καί τάς κακίας τῶν ἄλλων. Καί διά τάς ἀρετάς του λέγει: « Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὃσα κτῶμαι ». Ἦτο ὁλόκληρος ἀπερροφημένος ἀπό τόν ἑαυτόν του. Τίποτ' ἄλλο δέν ἔβλεπε παρά μόνον τό εἲδωλον τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐάν ἔρριπτε βλέμμα εἰς τούς ἄλλους, ἒπραττε τοῦτο διά νά καταστήσῃ τό βάθρον τοῦ εἰδώλου του ὑψηλότερον ἐξευτελίζων τούς ἄλλους. Φαινομενικῶς εὐχαριστεῖ τόν Θεόν, κατά βάθος συγχαίρει ἑαυτόν, διότι εἶναι ὁ μόνος καλός. Οἰκτίρει τόν Θεόν, διότι δέν ἔχει πιστούς δούλους, ἀφοῦ ὃλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι οἳους περιγράφει. Δέν ζητεῖ τίποτε ἀπό τόν Θεόν, εἶναι αὐτάρκης. Νηστεύει δίς τῆς ἑβδομάδος καί ἀποδεκατεῖ καί τά ἐλάχιστα. Κάμνει ἔργα περισσευούσης ἀξιομισθίας. Ἔχει τόν Θεόν ὀφειλέτην του ! Ἔπρεπε να προσευχηθῆ ὑπέρ τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Τελώνου, ἳνα μετανοή-σωσι. Τοὐναντίον! Περιφρονεῖ! Δία δέ τάς κακίας τῶν ἄλλων: λέγει οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων ἃρπαξ, κλέπτης κ.λ.π καί ὡς οὗτος ὁ Τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος δέν βλέπει τά καλά τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς του ἐλλείψεις. Ὁμιλεῖ περί ἁμαρτωλοῦ Τελώνου καί τόν καταδικάζει, καθ’ ἣν στιγμήν ἀθωώνεται ὑπό του Θεοῦ λόγῳ μετανοίας. Ὑπερυψώνει τόν ἑαυτόν τοῦ τήν στιγμήν, καθ’ ἣν κατακρίνεται ὑπό τοῦ Θεοῦ.

Καί ἡμεῖς ὑπερηφανευόμεθα, διότι βλέπομεν τάς κακίας τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς μας ἀρετάς, δέν βλέπομεν δέ τά καλά τῶν ἄλλων καί τάς ἰδικάς μας ἐλλείψεις. Μάλιστα ! Ο Α κύριος, ἡ Α κυρία ἔχουν πλοῦτον ὑλικόν, πλοῦτον πνευματικόν, ὂνομα σημαῖνον, εἶναι ἐμφανίσιμοι κατά τήν μορφήν καί τό σῶμα, ἔχουν φυσικά ταλέντα φωνῆς, ὁμιλίας, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι πτωχοί, ἀμόρφωτοι, ἄσημοι, μή ἐμφανίσιμοι, ἄνευ ταλέντων. Συγκρίνοντες τώρα οἱ πρῶτοι τά χαρίσματα των πρός τάς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων καυχῶνται λέγοντες ἐνδομύχως καί ἐκφώνως : « Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων » πτωχός, ἄσημος, μή ἐμφανίσιμος, κακόφωνος, κακόμιλος;
Αὐτό εἶναι νόσος, διότι τά φυσικά αὐτά ταλέντα εἶναι δῶρα ξένα, τοῦ Θεοῦ, διά τά ὁποῖα οὐδόλως ἐκοπίασες. Ἑπομένως διατί καυχᾶσαι; Ὁ Ἀποστ. Παῦλος λέγει: « τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες ; εἰ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβῶν; » ὃ,τι ἒχεις εἶναι τοῦ Θεοῦ. Διατί καυχᾶσαι, ὡς ἐάν ὃ,τι ἔχεις δέν τό ἔλαβες ἀπό τόν Θεόν ; Ἡ τοιαύτη καύχησις εἶναι ἰδιοποίησις ξένων ἀξιῶν, εἶναι κλοπή. Πλήν αὐτοῦ τά φυσικά αὐτά ταλέντα εἰς πόσους δέν ἔγιναν τάφος ; Ἡ ὡραία φωνή καί μορφή, τό πολύ χρῆμα πόσους δέν ὡδήγησαν λόγω κακῆς χρήσεως εἰς τήν καταστροφήν; Καυχᾶσαι λοιπόν διά πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι δυνατόν νά σοῦ γίνουν τάφος;

Ἄλλοι ὃμως καυχῶνται δι’ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀπέκτησαν διά τῆς ἐπιμελείας των. Ἦσο πτωχό παιδί καί διά τῆς ἐπιμελείας σου ἀνεπτύχθης, κατέλαβες κοινωνικήν θέσιν. Ἦσο κόρη ἀσημάντου οἰκογενείας καί διά τῆς ἀρετῆς σου, καλωσύνης σου, ἔγινες σύζυγος, σύντροφος ἑνός κατέχοντος καλήν κοινωνικήν θέσιν. Ὑπερηφανεύεσαι διά τοῦτο ; Ἀγνοεῖς ὃμως, ὃτι εἰς τήν ἀνάδειξίν σου συνετέλεσαν πλήν τῆς θελήσεώς σου καί ἄλλοι παράγοντες ἤτοι οἱ γονεῖς, οἱ διδάσκαλοι, οἱ φίλοι, οἱ Πνευματικοί, κατ’ ἐξοχήν δέ ὁ Θεός ; Σέ ἐβοήθησαν δέ οἱ γονεῖς μέ τήν τροφήν, οἱ διδάσκαλοι μέ τήν διδασκαλίαν, οἱ φίλοι μέ τήν νουθεσίαν, οἱ πνευματικοί μέ τήν στοργήν. Ἄλλα, ἐάν τόσοι ἂλλοι παράγοντες συνετέλεσαν, ὥστε νά διορθώνῃς τάς ἐλλείψεις σου, εἶναι δίκαιον μή βλέπων τάς καλωσύνας τῶν ἄλλων καί τάς ἐλλείψεις σου, τάς ὁποίας ἐκεῖνοι σου διώρθωσαν, νά καυχᾶσαι διά τήν ἀνάδειξίν σου ὡς ἐπιτελέσας ἔργον ἀποκλειστικῶς ἰδικόν σου ;

Ἄλλοι καυχῶνται δι’ ἀρετάς τάς ὁποίας δέν ἔχουν. Αὐτοί ὁμοιάζουν σάν τόν ἀρχαῖον παράφρονα Θράσυλλον, ὁ ὁποῖος περιπατῶν εἰς τήν παραλίαν τοῦ Πειραιῶς ἔλεγεν, ὃτι ὃλα τά πλοῖα εἶναι ἰδικά του.Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διά ἀρετάς γονέων καί προγόνων. Ποσάκις δέ αὐτοί οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διά χαρίσματα ξένα, ὁμοιάζουν μέ τά μικρά παιδιά, τά ὁποῖα βάζουν τά παπούτσια, ἐνδύματα, καπέλλα τῶν πατέρων των, διά νά φανοῦν μεγάλοι, ἀλλά γίνονται γελοῖοι !

Ἄν εἶναι κακόν νά ὑπερηφανεύεται τις διά τά φυσικά καί ἐπίκτητα ἀγαθά καί διά ξένας ἀρετάς, φαντασθῆτε πόσον ἀποτρόπαιον καί βρωμερόν εἶναι νά καυχᾶται τίς διά τάς κακίας του ! Κατώρθωσε ὁ Α νά ἀπατήσῃ, ἡ Α νά ἀπατηθῆ. Ἀντί νά ἐντραποῦν, καυχῶνται ! Ἐπέτυχε τίς νά κερδοσκοπήση, νά πίῃ τόν ἱδρῶτα τοῦ πτωχοῦ. Καυχᾶται, διότι ἐθεωρήθη ἔξυπνος, καταφερτζῆς, ἐνῶ οἱ ἄλλοι κουτοί, ἀνόητοι. Καυχᾶται ὁ πατέρας, διότι τό παιδί του γνωρίζει νά συνδυάζῃ τό ψέμμα κατ' αὐτόν τόν τρόπον, ὥστε νά τό παρουσιάζῃ ὡς ἀλήθειαν. Καυχώμενοι καί χαίροντες πατήρ καί υἱός ὁμοιάζουν σάν τά σαλιγκάρια, τά ὁποῖα, ἐν ὧ ψήνονται, τραγουδοῦν. Ψήσιμο ἡ καύχησις, τραγούδι ἡ χαρά διά τήν καταστρεπτικήν καύχησιν. Γενικῶς εἰπεῖν ὁ ἐγωϊσμός δηλητηριάζει τάς σχέσεις μας, ὥστε νά εἴμεθα πρός τούς ἀνωτέρους κόλακες, εἰς τούς ἴσους ζηλότυποι, εἰς τούς ὑποδεεστέρους τύραννοι καί ὃπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος « κύνες τοῖς κρατοῦσι, λέοντες τοῖς ἀδυνάτοις ». Ἰδού ἡ νόσος !

Β.' θεραπεία Ἡ ταπείνωσις. Αὐτή συνίσταται εἰς τό νά βλέπωμεν τάς ἰδικάς μας ἐλλείψεις καί τάς ἀρετάς τῶν ἄλλων. Νά μή βλέπωμεν δέ τάς ἀρετάς μας καί τάς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων. Καί ἰδού. Ὁ Τελώνης ἔχει βαθεῖαν συναίσθησιν τῶν ἁμαρτιῶν του. Δείγματα τῆς βαθείας συναισθήσεως εἶναι ἡ στάσις του, ἡ θέσις του, ἡ ὁμιλία του. Ἡ θέσις του « μακρόθεν ἑστώς ». Ἡ στάσις του « οὐκ ἤθελε τούς ὀφθαλμούς ἆραι » ἔτυπτε τό στῆθος του. Ἡ ὁμιλία του « ἱλάσθητί μοί τῷ ἁμαρτωλῶ ». Ψυχολογικῶς ὁ Τελώνης δέν ἔβλεπε τήν ὥραν αὐτήν καμμίαν ἀρετήν του, οὔτε κακίας τῶν ἄλλων. Ἦτο βυθισμένος εἰς τό ἁμαρτωλόν βάθος του. Δέν ἀγανακτεῖ, διότι ἀκούει τόν Φαρισαῖον νά περιφρονῆ αὐτόν. Ταπεινώνεται περισσότερον. Οὗτος εἶχε βίον ἁμαρτωλόν καί λόγια προσευχῆς ταπεινόφρονα. Τά λόγια του, ἐξήλειψαν τά πονηρά ἔργα του. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε βίον δίκαιον. Λόγια ὃμως προσευχῆς ὑπερήφανα. Τά λόγια του κατέστρεψαν τά δίκαια ἔργα του !

Πρέπει καί ἡμεῖς νά βλέπωμεν τάς ἐλλείψεις μας. Ὁσονδήποτε προνομιοῦχοι κι’ ἄν εἴμεθα, δέν εἴμεθα ἀκηλίδωτοι, ἂνφελοι, ἀναμάρτητοι. Ἄν δέν εἴμεθα φονεῖς, θά εἲμεθα θυμώδεις, ὥστε νά εἴμεθα ὑπεύθυνοι, ἄν ὂχι εἰς τόν καρπόν, εἰς τήν ῥίζαν ὃμως τοῦ κακοῦ. Ἄν δέν εἴμεθα ἀσελγεῖς, θά ἒχωμεν ἐπιθυμίας ἀκαθάρτους, αἱ ὁποῖαι, ἄν δέν μολύνουν τά σώματα, μολύνουν τάς ψυχάς. Ἄν δέν κατεστρέψαμεν ἄλλους ἰδίαις χερσί, χαιρόμεθα ὃμως διά τό κακόν τοῦ ἄλλου. Δέν εἴμεθα δηλαδή κακοποιοί, εἴμεθα ὃμως ἐνίοτε χαιρέκακοι. Ὁσασδήποτε ἐπιτυχίας καί ἄν ἒχωμεν εἰς τήν ζωήν, εἰς πόσας ὃμως ἀποτυχίας δέν ὑπεπέσαμεν! Ὁ στρατηγός Τυρρένας εἶχε πολλᾶς νίκας καταγάγῃ. Ἅπαξ ὃμως ἡττήθη ἐν Μαριανδάλλῃ; . Διά τοῦτο, ὁσάκις ἐπῃνεῖτο διά τάς πολλάς του νίκας, ἀπήντα : Λησμονεῖτε, ὃτι κἂποτε ἡττήθην ἐν Μαριανδάλλη; Ὁ βλέπων τάς ἐλλείψεις του ἔχει ἐλπίδας προόδου. Ὁ δέ μή βλέπων ταύτας μένει στάσιμος.

Ὡς πρός τάς ἀρετάς μας πρέπει νά σκεπτώμεθα τά ἑξῆς : Πόσον ὀλίγαι εἶναι συγκρινόμενοι μέ ἀρετάς ἄλλων ἀνωτέρων μας ! Πόσαι ἐξ αὐτῶν εἶναι δωρεαί θεῖαι ! Δία πόσας ἐξ αὐτῶν δέν ἐκοπίασαν ἄλλοι ! Ἡ προσκόλλησις εἰς τήν μαγικήν θεωρίαν των δέν ἀφαιρεῖ τήν ἐλπίδα τῆς προόδου; Ὥστε κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον « τοῖς μέν ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι τοῖς δέ ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενοι ». Δέν πρέπει δηλαδή νά βλέπωμεν ποίας ἀρετάς κατωρθώσαμεν, ἀλλά ποίας ὑπολείπεται νά πράξωμεν. Καί ἄν ἒχωμεν τί καλόν, ἄς λέγωμεν τό τοῦ Παύλου « Χάριτι θεοῦ εἰμι, ὃ εἰμι». Ἔγώ « δέ ἔκτρωμα καί οὐκ ἄνθρωπος ». Ἀφοῦ αὐτά τά λέγει ἕνα σκεῦος ἐκλογῆς, ἠμεῖς τί εἴμεθα, τί δυνάμεθα νά εἲπωμεν ; Οὒτε αἵ ἐλλείψεις τῶν ἂλλων πρέπει νά μᾶς δίδωσι τροφήν ἐγωϊσμοῦ διά τόν ἑξῆς λόγον∙ Ἄν εὑρισκώμεθα καί ἡμεῖς ὑπό τάς περιστάσεις, ὑπό τάς ὁποίας εὑρέθη ὁ ἁμαρτήσας, γνωρίζομεν, ὃτι δέν θά εἲχομεν ὑποπέσει εἰς μεγαλύτερον βαθμόν πτώσεως ; Συμπαθητικούς, περιφόβους αἵ πτώσεις τῶν ἄλλων πρέπει νά μᾶς κάμνουν καί ὂχι ὑπερηφάνους !
Ὡς ὑλικόν ταπεινώσεως εἶναι καί ἡ ματαιότης τοῦ κόσμου. Παράδειγμα τούτου εἶναι ὁ σοφός Διογένης. Ἡμέραν τινά, ὁ Διογένης εὑρίσκετο εἰς τήν ὀστεοθήκην τοῦ νεκροταφείου καί ἔψαχνε νά εὓρῃ μερικά κόκκαλα. Κατά τήν στιγμήν αὐτήν διήρχετο ἐκεῖθεν ὁ Μ. Ἀλέξανδρος. Τί κάνεις αὐτοῦ ; ἠρώτησε τόν Διογένη. Ὁ Διογένης ἀπαντᾶ : Ψάχνω νά εὓρω τήν κεφαλήν τοῦ πατρός σου καί τοῦ πατρός μου, ἀλλά δέν δύναμαι. Ἑπομένως οὐδεμία διαφορά ὑπάρχει μεταξύ τοῦ πατρός τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, τοῦ Φιλίππου, καί τοῦ ἀσήμου πατρός τοῦ Διογένους. Ἰδού ἡ νόσος τῆς ὑπερηφάνειας, ἰδού καί ἡ ὑγεία τῆς ταπεινώσεως.
 

Ταπείνωση (Κυριακή Τελώνη καὶ Φαρισαίου)


 



Ἡ ἑπόμενη Κυριακὴ ὀνομάζεται «Κυριακή τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου». Τὴν παραμονὴ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, δηλαδὴ στὸν Ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ λειτουργικὸ βιβλίο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ποὺ λέγεται Τριώδιο. Ἀπ’ αὐτὰ διαβάζονται διάφορα κείμενα ποὺ τὰ προσθέτουμε στοὺς συνηθισμένους ὕμνους καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἑβδομαδιαίας ἀναστάσιμης ἀκολουθίας. Ὅλα αὐτὰ τὰ κείμενα παρουσιάζουν τὴν ἑπόμενη μεγάλη πλευρὰ τῆς μετάνοιας: τὴν ταπείνωση.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (Λουκ. 18, 10-14) περιγράφει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι πάντα εὐχαριστημένος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ ποὺ νομίζει ὅτι συμμορφώνεται μὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς θρησκείας. Εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ πολὺ περήφανος γι’ αὐτόν. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἔχει παραποιήσει τὸ νόημα τῆς θρησκείας. Τὴν ἔχει περιορίσει σὲ ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ μετράει τὴν εὐσέβειά του μὲ τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων ποὺ συνεισφέρει στὸ ναό. Ὅσο γιὰ τὸν Τελώνη, αὐτὸς ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωση τὸν δικαιώνει μπροστὰ στὸ Θεό.

Ἂν ὑπάρχει μία ἠθικὴ ἀξία ποὺ σχεδὸν ἀπόλυτα παραθεωρεῖται ἢ ἀγνοεῖται σήμερα εἶναι πραγματικὰ ἡ ταπείνωση. Ὁ πολιτισμὸς στὸν ὁποῖο ζοῦμε διαρκῶς ἐνσταλάζει μέσα μας τὴν ἔννοια τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς αὐτοεξύμνησης καὶ τῆς αὐτοδικαίωσης. Εἶναι οἰκοδομημένος πάνω στὴν ἀλαζονικὴ ὑπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πετύχει ὁτιδήποτε μόνος του, καὶ φτάνει στὸ νὰ περιγράφει τὸν Θεὸ σὰν τὸν Ἕνα ποὺ πάντοτε ἀμείβει τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ καλὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ταπείνωση — εἴτε ἀτομική, εἴτε ὁμαδική, εἴτε ἐθνικὴ εἶναι — θεωρεῖται δεῖγμα ἀδυναμίας, κάτι ἀνάρμοστο γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἄνθρωπο. Ἀλλὰ μήπως καὶ οἱ χριστιανοὶ σήμερα δὲν εἶναι ποτισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ φαρισαίου; Μήπως καὶ μεῖς δὲ θέλουμε κάθε προσφορά μας, κάθε «καλὴ πράξη» μας, καθετὶ ποὺ κάνουμε «γιὰ τὴν Ἐκκλησία» νὰ ἀναγνωρίζεται, νὰ ἐπαινεῖται, νὰ δημοσιεύεται;

Ἀλλὰ τί εἶναι ταπείνωση; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μπορεῖ νὰ φανεῖ παράδοξη γιατί εἶναι ριζωμένη σὲ μία περίεργη διαβεβαίωση: Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινός! Γιὰ κεῖνον ποὺ γνωρίζει τὸ Θεό, ποὺ Τὸν ἀτενίζει μέσα στὴ δημιουργία Του καὶ στὶς σωτήριες ἐνέργειές Του, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι πραγματικὰ μία Θεία ποιότητα, εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ λάμψη τῆς δόξας ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ψέλνουμε στὴ Θεία Λειτουργία, εἶναι «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ». Μέσα στὴν ἀνθρώπινη διανοητικότητά μας ἔχουμε τὴν τάση νὰ μὴ μποροῦμε νὰ συμβιβάσουμε τὴ «δόξα» μὲ τὴν «ταπείνωση» — ἀφοῦ μάλιστα ἡ ταπείνωση θεωρεῖται ψεγάδι ἢ ἐλάττωμα. Ἀκριβῶς ὅμως ἡ ἄγνοιά μας καὶ ἡ ἀδεξιότητά μας εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κάνουν ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς κάνουν νὰ νιώθουμε ταπεινοί.

Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μεταφέρεις στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ τρέφεται μὲ τὴ δημοσιότητα, τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ τὴν ἀτελείωτη αὐτοεξύμνηση, τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶναι αὐθεντικὰ τέλειο, ὄμορφο καὶ καλὸ εἶναι τὴν ἴδια στιγμὴ γνήσια ταπεινό. Ἀκριβῶς γιατί ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ «δημοσιότητα», τὴν ἐξωτερικὴ δόξα ἢ ἀπὸ τὴν κάθε εἴδους ἐπίδειξη. Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς γιατί εἶναι τέλειος. Ἡ ταπείνωσή Του εἶναι ἡ δόξα Του καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἀληθινῆς ὀμορφιᾶς, τελειότητας καὶ καλοσύνης: Καθένας ποὺ προσεγγίζει τὸ Θεὸ καὶ Τὸν γνωρίζει αὐτόματα μοιράζεται τὴ Θεία ταπείνωση καὶ ὡραΐζεται μέσα σ’ αὐτή. Αὐτὸ συνέβηκε μὲ τὴν Παναγία, τὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἡ ταπείνωση τὴν ἔκανε χαρὰ ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ τρανὴ ἀποκάλυψη τῆς ὡραιότητας πάνω στὴ γῆ· αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους· τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὶς σπάνιες στιγμὲς τῆς ἐπαφῆς της μὲ τὰ Θεό.

Πῶς κανεὶς γίνεται ταπεινός; Ἡ ἀπάντηση γιὰ ἕνα χριστιανὸ εἶναι ἁπλή: μὲ τὴν ἐνατένιση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ σαρκωμένη Θεία ταπείνωση, ὁ Ἕνας, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε, μιὰ γιὰ πάντα, τὴ δόξα Του σὰν ταπείνωση καὶ τὴν ταπείνωσή Του σὰν δόξα. «Νῦν» εἶπε ὁ Χριστὸς τὴ νύχτα τῆς ἄκρας ταπείνωσής Του, «ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ». Ἡ ταπείνωση μαθαίνεται ἐνατενίζοντας τὸ Χριστὸ ὁ ὁποῖος εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ». Τελικὰ γινόμαστε ταπεινοὶ μὲ τὸ νὰ μετρᾶμε τὸ καθετὶ μὲ μέτρο τὰ Χριστὸ καὶ νὰ ἀναφερόμαστε γιὰ ὅλα σ’ Αὐτόν. Χωρὶς τὸ Χριστὸ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση εἶναι ἀδύνατη, ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ φαρισαίου, ἀκόμα καὶ ἡ θρησκεία, γίνεται ὑπερηφάνεια γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του· ἔχουμε δηλαδὴ ἕνα ἄλλο εἶδος φαρισαϊκῆς αὐτοδοξολογίας.

Ἡ περίοδος λοιπὸν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἀρχίζει μὲ μία ἀναζήτηση, μία προσευχὴ γιὰ ταπείνωση ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Γιατί μετάνοια, πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο, εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴ γνήσια τάξη τῶν πραγμάτων, ἡ «ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους». Ἡ μετάνοια ἑπομένως εἶναι θεμελιωμένη στὴν ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση — ἡ Θεία καὶ θαυμαστὴ ταπείνωση — εἶναι καρπός της καὶ τέρμα της. «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν», λέει τὸ Κοντάκιον τῆς ἡμέρας, «καὶ Τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς». Βρισκόμαστε μπροστὰ στὶς «πύλες τῆς μετανοίας» καὶ στὴν πιὸ ἐπιβλητικὴ στιγμὴ τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς· ἀφοῦ διαβαστεῖ τὸ Ἀναστάσιμο Εὐαγγέλιο καὶ ἀναγγελθεῖ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», ψάλλουμε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ τροπάρια ποὺ θὰ μᾶς συνοδεύουν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς:

Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα· ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ναὸν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον· ἀλλ' ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάγχνῳ σου ἐλέει.

Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε· αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα, τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις, ὡς ῥαθύμως τὸν βίον μου, ὅλον ἐκδαπανήσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις ῥῦσαί με, πάσης ἀκαθαρσίας.

Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννόων ὁ τάλας, τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας σου, ὡς ὁ Δαυὶδ βοῶ σοι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Τελώνης ή Φαρισαίος?

ου κ. Μιχαήλ Τσακιράκη
Θεολόγου - Εκπαιδευτικού

Έχουμε οπωσδήποτε να αντιμετωπίσουμε τον πολυμήχανο εχθρό μας που είναι ικανός να αφαιρέσει εξαρχής τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή μας με την απιστία και την ελπίδα, όπως και με την αδιαφορία και τη ραθυμία στο υπόλοιπο πνευματικό οικοδόμημα της αρετής όπως αυτό εξελίσσεται, αλλά μπορεί ακόμα και να το γκρεμίσει ολόκληρο όταν υποβάλει τους λογισμούς υπερηφανείας και παραφροσύνης. Έχουμε επιμέλεια στο καλό και ισχυρότερο του κακού που διαθέτει άνωθεν δύναμη και συμμαχία από τον παντοδύναμο και χορηγό ενίσχυσης σε όποιον αγαπά την αρετή.
Μόνο έτσι η αρετή μένει αδιάσειστη από κάθε επιβουλή ώστε να μπορεί και να επαναφέρει και όποιον έπεσε κι εύκολα να τον φέρει στο Θεό με τη μετάνοια και ταπείνωση. Απόδειξη διαρκής ο τελώνης σήμερα που ενώ ζει στο βυθό της αμαρτίας εύκολα ελαφρώνεται μονάχα με ένα λόγο -κι αυτόν σύντομο- ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και δικαιωμένος όντως από τον ίδιο τον αδέκαστο κριτή και συγκαταλέγεται πια στο χορό των δικαίων. Ενώ ο Φαρισαίος καταδικάζεται πάλι για το λόγο του γιατί μόνος του αυτοδικαιώνεται κι όχι γιατί είναι πράγματι δίκαιος, καταδικάζεται για τα αυθάδη του λόγια που παροργίζουν περισσότερο από κάθε άλλο το Θεό, όπως μας λέει κι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Κι αυτό συμβαίνει γιατί η ταπείνωση ανεβάζει έως τη δικαιοσύνη ενώ η υπεροψία κατεβάζει έως το βυθό της αμαρτίας. Πού οφείλεται αυτό; Όποιος νομίζει ότι είναι σπουδαίος και μάλιστα ενώπιον Θεού δικαίως εγκαταλείπεται από το Θεό επειδή νομίζει ότι δεν έχει ανάγκη το Θεό. Ενώ όποιος θεωρεί μηδαμινό τον εαυτό του κι αποβλέπει στη θεία ευσπλαχνία δικαίως πετυχαίνει τη θεϊκή συμπάθεια και αρωγή και χάρη αφού ο Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν. Η σημερινή παραβολή το αποδεικνύει θεϊκά θέλοντας εναργώς να παραστήσει το κέρδος από την ταπείνωση και τη ζημιά από την υπερηφάνεια χώρισε στα δυο όποιους προσέρχονται –ή μάλλον ανέρχονται- στο ναό για προσευχή, επειδή αυτή είναι κι η φύση της προσευχής να μας ανεβάζει από τη γη στον ουρανό και ακόμα παραπέρα μπροστά στον ίδιο το Θεό του σύμπαντος, όπως κι ο παλιός εκείνος ναός που προξένησε σταματημό της φθοράς με την κατάλληλη θυσία ως προτύπωση της σωτηριώδους προσευχής και της ίδιας μας της Εκκλησίας μας, ως χώρος αγγελικός και ανώτερος και πρόξενο άφθονης αθανασίας, αναίμακτη μεγάλη και πραγματικά ευσπρόσδεκτη θυσία.
Δυο άνθρωποι λοιπόν ανέβηκαν για προσευχή στο ναό και δεν προσήλθαν, αν και υπάρχουν και μερικοί που εισερχόμενοι στην Εκκλησία δεν ανεβαίνουν εκεί όπου εικονίζεται ο ουρανός αλλά κατεβαίνουν. Ποιοι είναι αυτοί; Όσοι προσέρχονται για συναναστροφή και συνομιλία άσκοπη αναμεταξύ τους όπως όσοι πάνε για ψώνια, όπου ανταλλάσσονται ψώνια ή λόγια και όπως ο Κύριος άλλοτε τέτοιους ανθρώπους τους εξέβαλε από εκείνο το ναό έτσι κι αυτούς για τα λόγια τους αυτά θα πει ότι δεν ανεβαίνουν κι ας έρχονται καθημερινά στο ναό αφού τον οίκο της προσευχής κατέστησαν οίκο εμπορίου και σπήλαιο ληστών! Σήμερα πάντως κι  οι δυο ανέβηκαν για προσευχή, τελώνης και φαρισαίος όντως κι ας έριξε ο ένας ο φαρισαίος μετά την άνοδό του ανατρεπόμενος μόνος του από τον τρόπο. Σκοπός είναι ο ίδιος και για τους δυο, κι οι δυο θέλουν να ανέβουν και οι δυο θέλουν να προσευχηθούν αλλά ο τρόπος είναι διαφορετικός και μάλιστα αντίθετος: ο ένας ανέβηκε συντετριμμένος και ταπεινωμένος όπως διδάχτηκε ότι καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει και εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος ο οποίος ο ίδιος για χάρη μας ταπεινώθηκε γενόμενος σαν κι εμάς ενώ ο άλλος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζόνας νομίζοντας ότι θα αυτοδικαιωθεί και μάλιστα ενώπιον Θεού, όπου πάσα η δικαιοσύνη ημών ως ράκος αποκαθημένης… και ακάθαρτος πας υψηλοκάρδιος ενώπιον Κυρίου.. ουαί οι δικαιούντες εαυτούς...
Αλλά μαζί με το διαφορετικό τρόπο και ήθος προσευχής έρχεται και το διαφορετικό περιεχόμενο και είδος: δέηση και ευχαριστία είναι η προσευχή. Κι ο ένας ανεβαίνει και δοξάζει και ευχαριστεί το Θεό για όσα έλαβε από Αυτόν ενώ ο άλλος ζητά και όσα δεν έλαβε, όπως κι άφεση αμαρτιών, αφού κάθε ώρα και στιγμή. Διπλή και η αχρείωση για τους απρόσεκτους! Αποτελεσματική η μια προσευχή και δέηση και πίστη υπέρ αφέσεως αμαρτιών και κατάνυξη με αποχή κακού ενώ την άλλη καθιστά ανενεργό η απόγνωση και πώρωση. Ευπρόσδεκτη ευχαριστία για τις ευεργεσίες του Θεού και αποφυγή επάρσεως σε όσους στερούνται ενώ απαράδεκτη έπαρση για όσα αποκτήθηκαν, λες και αποκτήθηκαν με δική μας μόνο προσπάθεια και γνώση καθώς και κατάκριση για όσους στερούνται. Άρρωστος ο Φαρισαίος και στα δυο γιατί ελέγχεται κι από τα λόγια του και από τον εαυτό του, ενώ ανεβαίνει να ευχαριστήσει όχι να δεηθεί με την ευχαριστία στο Θεό ανακατεύει και άφρονα άθλια έπαρση και κατάκριση, λέγοντας σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που δεν είμαι σαν τους άλλους, άρπαγας και άδικος και μοιχός!
Αδιάντροπη υπεροψία αντίθετη με τον τελώνη που ούτε το βλέμμα του δε σηκώνει. Καθεαυτόν προσευχόμενος ο φαρισαίος έλεγε ευχαριστώ όχι επειδή με την ευσπλαχνία Σου ως ασθενή δωρεάν με απάλλαξες από τις παγίδες του εχθρού. Γενναίο όμως είναι όταν πιαστούμε να ξεφύγουμε με τη μετάνοια, όπως είναι η θεία πρόνοια να ξεφεύγουμε ή να μην πιανόμαστε στις παγίδες του εχθρού με τη θεία χάρη ως ασθενείς δωρεάν ταπεινούμενοι και χωρίς κομπασμούς. Δεν ευχαριστεί ο φαρισαίος για τη θεία χάρη αλλά για την υποτιθέμενη διαφορετικότητά του, χωρίς να προσέχει τον εαυτό του αλλά τους άλλους τους οποίους μάλιστα εξουδενώνει όλους παράφρονα θεωρώντας μόνο τον εαυτό του δίκαιο και σώφρονα. Αν όλοι είναι έτσι τότε ποιος υφίσταται την κακία τους άραγε; Παράλογα πράγματα! Κι αυτός ο τελώνης; Δεν ανήκει στους άλλους; Κοινή καταδίκη ή διπλή;
Τελώνης ήταν μοιχός όμως πού το γνώριζε ο φαρισαίος; Έπρεπε να τον προπηλακίζει; Όχι ασφαλώς. Και βλέπουμε τον τελώνη να υφίσταται ταπεινά την κατάκρισή του φαρισαίου και να προσφέρει στο Θεό ικετήρια αυτομεμψία κερδίζοντας άφεση αμαρτιών δικαίως ενώ ο άλλος καταδικάζεται δικαίως επειδή κατηγορεί υπεροπτικά τον άλλο και όλους τους ανθρώπους αυτοδικαιώνοντας μόνο τον εαυτό του. Τι ψευδολόγος συνείδηση! Μόνον αυτόν αξίωσε ο Θεός να είναι ενάρετος; Και πού βρήκε την περιουσία του ο φαρισαίος; Δεν του την άρπαξαν οι άρπαγες; Κακία και ψεύδος.
Μήπως είναι ελεήμων κι όχι άρπαγας επειδή δίνει το ένα δέκατο ή αγνός και σώφρονας νηστευτής επειδή νηστεύει; Αλλά κι έτσι να είναι γιατί άραγε πάει για προσευχή ευχαριστίας αφού τάχα μόνον του τα κατάφερε; Κι αν πάλι τα κατάφερε με τη βοήθεια του Θεού γιατί κομπάζει και δε βοηθά τους άλλους ώστε να δοξάζεται ο Θεός που του τα έδωσε; Πού η ταπείνωση; Ορατή η δαιμονική κατάσταση της υπερηφάνειας αλλά και η απουσία ανθρώπινης αρετής, ακόμα και της νηστείας που και γνήσια να ήταν θα αχρηστευόταν από τον εγωισμό πόσο μάλλον τώρα που είναι κίβδηλη.
Κι ο τελώνης; Στάθηκε απόμακρα και κοιτώντας στο έδαφος έλεγε χτυπώντας τον εαυτό του, Κύριε ελέησόν με τον αμαρτωλό με εξυψωτική ταπείνωση, ακατάκριτη αυτομεψία και ακαταίσχυντη πίστη ως εφόδια μεσιτευτικά στο Θεό για να του συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Προσευχή και προσευχή άριστη και επίμονη, εστώς κι όχι σταθείς με την μονολόγιστη δέηση που είναι κι  η αποτελεσματικότερη μορφή προσευχής. Απαλλαγμένος από αμαρτίες βρίσκεται ενώπιον Θεού αφού ακόμα δεν ενεργοποιήθηκε στο καλό ο τελώνης για να έχει και παρρησία αλλά ελπίζει να εγγίσει το Θεό με την αποχή του κακού και την αγαθή πρόθεση ως ανάξιος ουρανού και γης όπως φάνηκε κι από την όλη του στάση. Πίστεψε στο επιστράφητε προς Με και επιστραφήσομαι προς υμάς και εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και Συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου… Κατέβηκε δικαιωμένος γιατί η ταπείνωση ανεβάζει στο Θεό που συστήνεται με τη μετάνοια και φέρνει τα δάκρυα για να εξάγει τους αξίους από τα ανάξια και να τους ανεβάσει στο Θεό δικαιωμένους δωρεάν για την ευγνώμονα προαίρεση.
Ο τελώνης σφετεριζόμενος τα αλλότρια αλλά εγκαταλείποντας τη διαστροφή και αυτομεμφόμενος δικαιώθηκε. Ο φαρισαίος όμως αντίστροφα μη σφετεριζόμενος τα αλλότρια αλλά αυτοδικαιούμενος καταδικάστηκε. Εμείς οι πολλοί που ούτε τα αλλότρια αφήνουμε ανέγγιχτα ούτε αυτομεμφόμαστε τι να πούμε και τι θα πάθουμε; Το έχουμε σκεφτεί άραγε; Ακόμα και μετά την προσευχή ο τελώνης συνέχισε τον ίσιο δρόμο όπως κι εμείς πρέπει και να αφήσουμε την κακία και να αφήσουμε όσους την κατηγορούν και να καταδικάζουμε τον εαυτό μας καταφεύγοντας με κατάνυξη ικετευτικά στη θεία ευσπλαχνία για να γίνουμε λυτρωμένοι τελώνες! Πόρνες και τελώνες προάγουσι εις την βασιλείαν των ουρανών! Υπάρχει βεβαίως και η ταπείνωση αλλά κι η ταπεινολογία, ενώ η καταφρόνηση δοκιμάζει την καρδιά: απαιτείται λοιπόν και η μονολόγιστη ευχή και αποχή κακού και ψυχική διάθεση και κατάνυξη και υπομονή. Πόσα υποφέρουν οι άνθρωποι του Θεού, πόσους ονειδισμούς και ύβρεις και προπηλακισμούς και εκμεταλλεύσεις και δεν αντιδρούν για την αγάπη του Θεού; Αφήστε να δει ο Θεός την ταπείνωσή μας λένε και θα μας ανταποδώσει αγαθά κι ας μας καταριόνται!
Αν θέλουμε να γλιτώσουμε την αιώνια καταδίκη ας υπομείνουμε σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή τις αναποδιές του βίου και τους πειρασμούς κερδίζοντας αιωνιότητα με την παροδική ή περιοδική έστω και πάντως όχι συνεχή και αδιάλειπτη κακοπάθεια και δυσπραγία υπομένοντας γενναία και μάλιστα ως ένοχοι και αμαρτωλοί και υπεύθυνοι κολάσεως αιωνίου. Αυτή η υπομονή μπορεί να μας χαρίσει κι από εδώ και τώρα λύτρωση από τα δεινά που μας βασανίζουν από τη θεία Του χρηστότητα αρχίζοντας από τώρα την απόλαυση των αιωνίων αγαθών για την υπομονή μας! Θα υποφέρουμε τη θεία παιδαγωγία ότι ήμαρτον και ημάρτομεν Αυτώ. Αυτήν την παιδαγωγία με ευσπλαχνία κι όχι οργή Θεού και θυμό Κυρίου αποδεχόμενοι ας μη καταβληθούμε αλλά να ανορθωθούμε θεία χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ώ πρέπει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και ει τους αιώνας των αιώνων.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...