Ἡ πρώτη Κυριακή του Τριωδίου εἶναι ἀφιερωμένη στὴν πολὺ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, τὴν ὁποία ὁ Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου νὰ διδάξει τὴν θεοφιλῆ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ στηλιτεύσει τὴν ἑωσφορικὴ ἔπαρση. Δίδαξε τὴν παραβολὴ αὐτὴ «πρὸς τίνας τοὺς πεποιθότας ἀφ' ἐαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενούντας τοὺς λοιποὺς» (Λούκ.18,9).
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, μὲ τρόπο λιτό, ἀλλὰ σαφέστατο, διέσωσε τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὡς ἑξῆς: «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι , ὁ εἰς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεῖς πρὸς εαὐτὸν ταῦτα προσηύχετο ΄ ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης΄ νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου , ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστῶς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι , ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων΄ ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῶ . Λέγω ὑμὶν , κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος΄ ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται , ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται » (Λούκ.18,10-14).
Ἡ τάξη τῶν Φαρισαίων ἐκπροσωποῦσε τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια καὶ ἔπαρση. Τὰ μέλη τῆς ἀπόλυτα ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἰουδαϊκὴ κοινωνία, ἀποτελοῦσαν, λαθεμένα, τὸ μέτρο σύγκρισης τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἠθικῆς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀντίθετα οἱ τελῶνες ἦταν ἡ προσωποποίηση τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας . Ὡς φοροεισπράκτορες τῶν κατακτητῶν Ρωμαίων διέπρατταν ἀδικίες, κλοπές, ἐκβιασμούς, τοκογλυφίες καὶ ἄλλες εἰδεχθεῖς ἀνομίες καὶ γι' αὐτὸ τοὺς μισοῦσε δικαιολογημένα ὁ λαός. Δύο ἀντίθετοι τύποι τῆς κοινωνίας, οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦσαν τὶς δύο αὐτὲς τάξεις, ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ πρῶτος ὁ νομιζόμενος εὐσεβής, ἔχοντας τὴν αὐτάρκεια τῆς δῆθεν εὐσέβειάς του ὡς δεδομένη, στάθηκε μὲ ἔπαρση μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του, οἱ ὁποῖες ἦταν πραγματικές. Τὶς ἐξέθετε προκλητικότατα εἰς τρόπον ὥστε ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἐπιβραβεύσει γι' αὐτές. Γιὰ νὰ ἐξαναγκάσει τὸ Θεὸ ἔκανε καὶ ἀήθη σύγκρισή του μὲ ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Ἀντίθετα ὁ ὄντως ἁμαρτωλὸς τελώνης συναισθάνεται τὴ δεινή του κατάσταση καὶ μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωση ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ μετάνοιά του τὸν δικαιώνει μπροστὰ στὸ Θεό. Γίνεται δεκτὴ ἡ προσευχή του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὑποκριτὴ Φαρισαῖο, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή του, ἀλλὰ σώρευσε στὸν ἑαυτὸ τοῦ περισσότερο κρίμα, ἐξαιτίας τῆς ἐγωπάθειάς του.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅρισαν νὰ εἶναι ἀφιερωμένη ἡ πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου στὴ διδακτικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ πιστοὶ πὼς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀγιάτρευτη ρίζα τοῦ κακοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τὸν κρατᾶ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πὼς ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ σωτήριο ἀντίδοτο τῆς καταστροφικῆς πορείας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ ἐγωπάθεια. Εἶναι τὸ χειρότερο ἐμπόδιο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια, ὡς μία λίαν νοσηρὴ κατάσταση ἐμποδίζει τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τὴ διάθεση γιὰ μετάνοια. Ἐγωισμὸς καὶ μετάνοια εἶναι δύο ἔννοιες ἐντελῶς ἀντίθετες καὶ ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους. Ἡ μία ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη. Οἱ πύλες τῆς ψυχῆς τοῦ ἐγωπαθοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἑρμητικὰ κλειστὲς γιὰ τὴ θεία χάρη καὶ κατὰ συνέπεια εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία του, ὅσο ἐμμένει στὴν ἐγωιστική του περιχάραξη.
Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι καταστάσεις ἑωσφορικές. Πρῶτος διδάξας ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος δὲ μποροῦσε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ κατώτερο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δημιουργό του καὶ γι' αὐτὸ διανοήθηκε νὰ στήσει τὸ θρόνο τοῦ πάνω ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νὰ μὴν πραγματοποιήσει τὸ σκοπό του, ἀλλὰ νὰ χάσει τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ εἶχε χαριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ καταπέσει στὴν ἔσχατη ἀπαξία. Ἀπὸ ἀνείπωτο μίσος καὶ φθόνο θέλησε νὰ μεταδώσει καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὸ κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὴ φθοροποιὰ καὶ καταστροφικὴ ἕξη τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἔπεισε τοὺς πρωτοπλάστους ὅτι δῆθεν ἦταν ἱκανοὶ ἀπὸ μόνοι τους νὰ γίνουν θεοὶ (Γέν. 3 ὁ κέφ.), συμπαρασύρωντάς τους στὴ δική του δίνη καὶ καταστροφή.
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν κατάσταση ἔχει ὑπόψη τῆς ἡ Ἐκκλησία μας καὶ θέσπισε τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία σημαίνει γι' Αὐτὴν τὴν μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ στηλίτευση τοῦ ἐγωισμοῦ, ὡς τὴν πρωταρχικὴ αἰτία τῆς πτώσεως.
Στὴν ὑπέροχη καὶ διδακτικὴ ὑμνωδία τῆς ἡμέρας αὐτῆς ψάλλουμε: «Ὑψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δὲ μάθωμεν τοῦ Τελώνου ἀρίστην, ἲν' ὑψωθῶμεν βοῶντες τῷ Θεῶ σὺν ἐκείνω΄ Ἰλάσθητι τοῖς δούλοις Σου, ὁ τεχθεῖς ἐκ Παρθένου, Χριστὲ Σωτήρ, ἑκουσίως» καὶ «Μὴ προσευξόμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοὶ΄ ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθῶμεν ἐναντλιον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες΄ Ἰλάσθητι ἠμίν, ὁ Θεὸς τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι κατ' ἐξοχὴν περίοδος ἀγώνα κατὰ τῆς ἐγωπάθειας καὶ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς τῆς ταπείνωσης, ὡς μονόδρομο γιὰ τὴ σωτηρία μας.