Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016

Στην παραβολή του Κυρίου περί του ασώτου (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)

Θα γίνη κάποτε λιμός», είπε o προφήτης θρηνώντας την Ιερουσαλήμ, «όχι πείνα άρτου και ύδατος, αλλά πείνα για τον λόγο τού Κυρίου». Είναι δε ο λιμός στέρησις και συγχρόνως όρεξις της αναγκαίας τροφής. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο και αθλιώτερο από αυτήν την πείνα· όταν δηλαδή κάποιος, ενώ στερείται τ’ αναγκαία για την σωτηρία, δεν έχει συναίσθησι της συμφοράς, επειδή δεν έχει όρεξι για τη σωτηρία. Όποιος πεινά και δεν διαθέτει τ’ αναγκαία, τριγυρίζει αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμιού οπουδήποτε· κι’ αν εύρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ή του προσφέρει κάποιος άρτο από κεχρί ή από πίτουρα ή κάτι άλλο από τα ευτελέστατα είδη τροφής, χαίρεται τόσο πολύ, όσο επονούσε προηγουμένως που δεν εύρισκε. Όποιος επίσης έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και συγχρόνως όρεξη για πνευματικές τροφές, τριγυρίζει αναζητώντας αυτόν που έχει από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας· κι’ αν εύρει, τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με τον σωτήριο λόγο, που όποιος τον αναζητεί έως το τέλος δεν πρόκειται να μη τον εύρει· «διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος αναζητεί ευρίσκει, και στον κρούοντα θ’ ανοιγεί η θύρα», είπε ο Χριστός. 2. Υπάρχουν όμως μερικοί που με την πολυήμερη ατροφία κατά νουν έχασαν και την όρεξη της τροφής· γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία. Και αν έχουν τον διδάσκαλο, δυσανασχετούν ακόμη και στην ακρόαση της διδασκαλίας, ενώ αν δεν έχουν, δεν ζητούν τον διδάσκαλο, διάγοντας ζωή αμαρτωλότερη από τον άσωτο. Διότι εκείνος, αν και με την απομάκρυνσή του εστερήθηκε του κοινού τροφέως και πατρός και κυρίου, περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος την στέρηση μετενόησε και επανήλθε, επεζήτησε και επέτυχε την θεία και αθάνατη τροφή, και τόσο απήλαυσε δια της μετανοίας των χαρισμάτων του Πνεύματος, ώστε να προκαλέσει και τον φθόνο για τον πλούτο του.
3. Είναι όμως προτιμότερο να πάρωμε το θέμα από την αρχή, για να εξηγήσωμε προς την αγάπη σας την ευαγγελική αυτή παραβολή του Κυρίου, αφού και σήμερα είναι διατεταγμένο να διαβάζεται στην εκκλησία.
4. «Κάποιος άνθρωπος είχε δυό υιούς», λέγει. Ο Κύριος καλεί εδώ τον εαυτό του άνθρωπο παραβολικώς, κι’ αυτό δεν έχει τίποτε το παράξενο. Διότι, αν έγινε πραγματικά άνθρωπος για τη σωτηρία μας, τί το παράδοξο να προβάλλει τον εαυτό του ως ένα άνθρωπο για την ωφέλειά μας, αυτός που είναι πάντοτε κηδεμών και της ψυχής και του σώματός μας, ως κύριος και δημιουργός και των δύο, αυτός που είναι ο μόνος που έδειξε σε μας έργα υπερβολικής αγάπης και κηδεμονίας, και πριν ακόμη εμφανισθούμε;
5. Διότι πριν από μας μάς ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας, όπως λέγει ο ίδιος, από καταβολής κόσμου. Πριν από εμάς για χάρη μας έπλασε τουςαγγέλους για ν’ αποστέλλωνται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στους μέλλοντας να κληρονομήσουν τη σωτηρία. Πριν από εμάς για χάρη μας άπλωσε τον ουρανό σ’ όλον τον αισθητό τούτον κόσμο, σαν να έστησε κάποια κοινή και ομότιμη σκηνή σε όλους εμάς κατά την παροδική τούτη ζωή, τον ίδιο αεικίνητο καί πολυκίνητο και ακίνητο· ακίνητον, για να μη προκαλεί στους ενοικούντας φθορά με τις μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, για να συγκρατείται στον χώρο του με τις αντίρροπες κινήσεις του, αεικίνητον δε καθ’ εαυτόν και περιφέροντα μαζί του ευτάκτως το πλήθος των άστρων, ώστε εμείς αφ’ ενός μεν να διδασκώμαστε το πρόσκαιρο της ζωής μας και ν’ απολαύωμε όλων των σωμάτων του, που φθάνουν επάνω από την κεφαλή μας, κάθε φορά άλλα. Για μας πριν από εμάς κατασκεύασε τον μεγάλο φωστήρα για να κυριαρχεί στην ημέρα, και τον μικρό για να κυριαρχεί της νύκτας. Κι’ ετοποθέτησε αυτούς και τα άλλα άστρα στο στερέωμα, για να κινούνται με αυτό, συνυπάρχοντα και παραλλάσσοντα πολυειδώς, για να είναι σημάδια των καιρών και των χρόνων. Από αυτά κανένα δεν χρειάζεται ούτε η νοερά φύσις, που είναι υπεραισθητή, ούτε η φύσις των άλογων ζώων, που ζει μόνο κατά αίσθηση. Για μας λοιπόν έγιναν, που με την αίσθησι μεν απολαύομε και τις άλλες δωρεές και το κάλλος των βλεπομένων, με τον νουν δε αντιλαμβανόμαστε τα σημεία αυτά.
6. Για μας πριν από εμάς εθεμελίωσε τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, εξέχυσε αφθόνως επάνω από αυτά τον αέρα, κι’ επάνω από αυτόν παραπέρα άναψε πανσόφως την φύσι του πυρός, ώστε και το υπερβολικό ψύχος των κάτω να μετριάζει περιγυρίζοντας και να μένει στον τόπο του συγκρατώντας τα άπλωμά του. Αν δε και τα άλογα ζώα τα χρειάζονται αυτά για τη συντήρησή τους, αλλά κι’ αυτά εδημιουργήθηκαν πριν από μας για υπηρεσία προς τους ανθρώπους, όπως ψάλλει και ο προφήτης Δαβίδ.
7. Αυτόν λοιπόν τον σύμπαντα κόσμο παρήγαγε από το μηδέν ο πλάστης μας πριν από τη δική μας πλάση, για την σύσταση του σώματός μας. Για την βελτίωση δε των ηθών και την καθοδήγησι προς την αρετή τί δεν έκαμε ο φιλάγαθος δεσπότης; Τον ίδιον αυτόν αισθητό κόσμο επεξεργάσθηκε σανκάτοπτρο των υπερκοσμίων, ώστε δια της πνευματικής θεωρίας γύρω από αυτόν, σαν δια μέσου μιας θαυμασίας κλίμακος, να φθάνωμε προς εκείναΕνέβαλε μέσα μας έμφυτο νόμο, σαν απαρέγκλιτη στάθμη, ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο διδάσκαλο, την ατομική στον καθένασυνείδηση. Έτσι, αν είμαστε με την διάνοια συγκεντρωμένοι στον εαυτό μας, δεν θα χρειασθούμε άλλον διδάσκαλο για την κατανόηση του αγαθού· αν με την αίσθηση διαπορθμεύσωμε καλώς τον νου προς τα έξω, τα αόρατα του Θεού καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, λέγει ο απόστολος.
8. Αφού λοιπόν δια της φύσεως και της κτίσεως άνοιξε το διδασκαλείο των αρετών, ο ίδιος ετοποθέτησε αγγέλους ως φύλακες, ανύψωσε πατέρες και προφήτες προς καθοδήγηση, έδειξε σημεία και τέρατα οδηγούντα προς την πίστη, μας έδωσε τον γραπτό νόμο, βοηθητικό στο νόμο της λογικής μας φύσεως και στη διδασκαλία από την κτίση. Τέλος, επειδή τα περιφρονήσαμε όλα (ω, τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία και έγνοια του υπερβολικά αγαπώντος εμάς!), μας έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, και, κενώνοντας τον πλούτο της θεότητος στο έσχατο κατάντημά μας επήρε την φύση μας και, γενόμενος άνθρωπος σαν εμάς, διετέλεσε διδάσκαλος μας. Αυτός μας διδάσκει για το μέγεθος της φιλανθρωπίας του, επιδεικνύοντάς την με έργο και λόγο, συγχρόνως δε οδηγεί σε μίμηση της συμπαθείας του, ενώ αποτρέπει από την σκληροκαρδία τους οπαδούς του.
9. Επειδή δε η αγάπη γεννάται και μέσα στους επιμελητάς των πραγμάτων, όπως και στους ποιμένες των προβάτων, ενυπάρχει δε και στους κυρίους των κτημάτων, όχι όμως τόσο όσο στους συνδεόμενους με αίμα και συγγένεια, και από αυτούς πάλι περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, από αυτούς προσφέρει ένδειξη της φιλανθρωπίας του, λέγοντας τον εαυτό του άνθρωπο και πατέρα όλων μας· επειδή αφ’ ενός μεν για μας έγινε πραγματικά άνθρωπος, αφ’ ετέρου δε μας αναγέννησε δια του θείου βαπτίσματος και της σ’ αυτό χάριτος του θείου Πνεύματος.
10. «Κάποιος άνθρωπος λοιπόν», λέγει,«είχε δύο υιούς». Διότι η διαφορά της γνώμης εχώρισε σε δύο την μία φύση και η διάκρισις μεταξύ αρετής και κακίας συνήγαγε τους πολλούς σε δύο. Κι’ εμείς εξ άλλου μερικές φορές λέγομε διπλόν τον ένα κατά την υπόσταση, όταν έχει την διπλότητα του ήθους, και λέγομε επίσης τους πολλούς ένα, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. «Προσελθών λοιπόν ο νεώτερος υιός είπε στον πατέρα»»· ευλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αίτημα παιδαριώδες και γεμάτο αφροσύνη. Και η αμαρτία δε, την οποία είχε στο νου του σχεδιάζοντας την αποστασία, είναι νεωτέρα, εφ’ όσον είναι υστερογενές εύρημα της κακής προαιρέσεώς μας· η δε αρετή είναι πρωτογενής, αφού στον Θεό μεν ήταν αϊδίως, στην ψυχή μας δε εμβλήθηκε από την αρχή από τον Θεό κατά χάρη.
11. Προσήλθε δε, λέγει, ο νεώτερος υιός και είπε στον πατέρα· «δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας». Ω, ποια αφροσύνη! Δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, αλλ’ απλώς είπε· και όχι μόνο αυτό, αλλ’ απαιτεί το μερίδιο και ως οφειλή από εκείνον που δίδει σε όλους κατά χάριν. Δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας, που μου ανήκει κατά το νόμο, την μερίδα μου σύμφωνα με το δίκαιο. Και ποιος νόμος υπάρχει και από που προέρχεται αυτό το δίκαιο, να είναι οι πατέρες οφειλέτες στα παιδιά; Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τα παιδιά οφείλουν στους πατέρες, όπως η ίδια η φύσις δεικνύει, αφού έλαβαν από εκείνους την ύπαρξη. Αλλ’ είναι και αυτό δείγμα του νεωτερικού φρονήματος.
12. Τί κάμνει λοιπόν αυτός που βρέχει σε δικαίους και αδίκους, που ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς; Τους διεμοίρασε την περιουσία, λέγει. Βλέπεις ότι αυτός ο «άνθρωπος» και πατέρας είναι ανενδεής; Αλλιώς δεν θα εμοίραζε την περιουσία στους δυό μόνους ούτε σε δυο μερίδια μόνο, αλλά θα εκρατούσε και για τον εαυτό του μια τρίτη μερίδα. Αυτός όμως, ως Θεός, όπως λέγει και ο προφήτης Δαβίδ, μη έχοντας ανάγκη των αγαθών του είδους αυτού, εμοίρασε, λέγει στα δυο αυτά παιδιά μόνο την περιουσία, δηλαδή τον κόσμο όλον. Διότι, όπως διαιρείται η μια φύσις λόγω της διαφορετικής γνώμης, έτσι διαιρείται και ο ένας κόσμος λόγω της διαφορετικής χρήσεως. Πραγματικά ο ένας λέγει προς τον Θεό, «όλη την ημέρα άπλωσα προς σε τα χέρια μου», και «σε ύμνησα επτά φορές την ημέρα», και «το μεσονύκτιο εξυπνούσα», και «έκραξα πάρωρα», και «ήλπισα στα λόγια σου», και «τα πρωινά εφόνευσα όλους τους αμαρτωλούς της γης», δηλαδή απέκοψα τις ορμές της σαρκός που κινούνται προς ηδυπάθεια· ο άλλος περνά τις ημέρες του στο κρασί και κυττάζει που γίνεται πότος, διέρχεται τις νύκτες με άσεμνες και άθεσμες πράξεις, και σπεύδει σε κρυφές δολοπλοκίες ή φανερές επιβουλές, σε αρπαγές χρημάτων και πονηρά σχέδια. Άρα δεν εμοίρασαν αυτοί την μια νύκτα και τον ένα ήλιο, και πριν από αυτά την ίδια τη φύση, αφού την κατεχράσθηκαν χωρίς συμφωνία μεταξύ τους; Ο δε Θεός διέθεσε όλη την κτίση αδιαιρέτως σε όλους, προθέτοντάς την σε χρήση κατά την βούληση του καθενός.
13. «Κι έπειτα από όχι πολλές ημέρες», λέγει, «αφού τα συγκέντρωσε όλα ο νεώτερος υιός, μετανάστευσε σε μακρινή χώρα». Πώς δεν μετανάστευσε αμέσως, αλλά έπειτα από όχι πολλές, δηλαδή μετά από λίγες ημέρες; Ο πονηρός υποβολεύς Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και την αμαρτία, αλλά με πανουργία υποκλέπτει βαθμιαίως την διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· και συ ζώντας μόνος σου, χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού ούτε να προσέχεις τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς ν’ αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μη απομακρύνεσαι από το αγαθό. Όταν δε αποσπάσει κάποιον από την ιερά υμνωδία και από την υπακοή προς τους ιερούς διδασκάλους, τον απομακρύνει και από τη θεία επίβλεψη, παραδίνοντάς τον στα πονηρά έργα. Διότι ο Θεός ευρίσκεται παντού· ένα είναι που ευρίσκεται μακριά από τον Θεό, το κακό,στο οποίο φθάνοντας δια της αμαρτίας αποδημούμε μακριά από τον Θεό. Όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεό, «δεν θα διαμείνουν παράνομοι απέναντι στους οφθαλμούς σου».
14. Αφού λοιπόν, λέγει, ο νεώτερος υιός απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο και απεδήμησε σε μακρινή χώρα «εκεί διεσκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως». Πώς όμως διεσκόρπισε την περιουσία του; Υπεράνω όλων ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους μας. Έως ότου λοιπόν εμμένομε στους τρόπους της σωτηρίας, τον έχομε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό· όταν όμως ανοίξωμε θύρα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκώς γύρω στα σαρκικά και τα γήινα, προς τις πολύμορφες ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς γι’ αυτές. Του νου πλούτος είναι η φρόνησις, που παραμένει σ’ αυτόν και διακρίνει το καλύτερο από το χειρότερο, όσον καιρό κι αυτός παραμένει πειθαρχικός στις εντολές και συμβουλές του ανωτάτου Πατρός· όταν όμως αφηνιάσει αυτός, κι η φρόνησις σκορπίζεται σε πορνεία και αφροσύνη, μοιραζόμενη τις κακίες των δύο μερών.
15. Θα ιδείς τούτο και σε όλες τις αρετές και δυνάμεις μας, που είναι πραγματικά πλούτος μας, ο οποίος, αφού η κακία είναι πολυσχεδής, όταν κλίνη προς αυτήν, σκορπίζεται. Διότι ο ίδιος ο νους στρέφει την επιθυμία προς τον ένα και πραγματικά όντως Θεό, τον μόνον αγαθό, τον μόνον εφετό, τον μόνονπαρέχοντα την ηδονή απηλλαγμένη από κάθε οδύνηΌταν όμως ο νους αποχαυνωθεί, η δύναμις της ψυχής προς την όντως αγάπη εκπίπτει από το όντως ορεκτό και, διασπωμένη προς τις ποικίλες ορέξεις της ηδυπαθείας, σκορπίζεται, ελκυσμένη από το ένα μέρος προς την επιθυμία τροφών μη αναγκαίων, από το άλλο προς την επιθυμία πραγμάτων αχρήστων, και από το τρίτο προς την επιθυμία της κενής και άδοξης δόξας. Κι έτσικατακερματιζόμενος ο άθλιος άνθρωπος και συρόμενος από τις ποικίλες γι’ αυτά φροντίδες, ούτε τον ήλιο ακόμη τον ίδιο ούτε τον αέρα, τον κοινό σε όλους πλούτο, δεν μπορεί να αναπνεύσει και να θεωρήσει ευχάριστα.
16. Αυτός ο ίδιος ο νους μας, αν δεν απομακρυνθεί από τον Θεό, διεγείρει τον θυμό που έχομε μέσα μας εναντίον μόνου του Διαβόλου και χρησιμοποιεί την ανδρεία της ψυχής κατά των πονηρών παθών, κατά των αρχόντων του σκότους, κατά των πνευμάτων της πονηρίας. Αν όμως δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές του Κυρίου που τον εστρατολόγησε,μάχεται προς τους πλησίον του, μαίνεται κατά των ομοφύλων, αποθηριώνεται εναντίον εκείνων που δεν συναινούν στις παράλογες ορέξεις του και γίνεται, φευ, ανθρωποκτόνος άνθρωπος, (ομοιωμένος όχι μόνο με τα κτήνη τα άλογα, αλλά και με τα ερπετά και με τα ιοβόλα ζώα, γινόμενος σκορπιός, όφις, γέννημα εχιδνών, αυτός που ωρίσθηκε να είναι στην τάξη των υιών του Θεού. Είδες πώς διεσκόρπισε κι έχασε την περιουσία του; «Αφού τα εδαπάνησε όλα ο νεώτερος υιός, άρχισε να στερείται και έπεσε σε πείνα». Αλλά δεν εσκεπτόταν ακόμη να επιστρέψει, διότι ήταν άσωτος. Γι’ αυτό, «επήγε και προσκολλήθηκε σ’ ένα από τους πολίτες της χώρας εκείνης και εκείνος τον έστειλε στο αγρόκτημα να βόσκει χοίρους».
17. Ποιοί δε είναι οι πολίτες και πολιτάρχες της χώρας που είναι μακριά από τον Θεό; Φυσικά οι δαίμονες, από τους οποίους ο υιός του ουρανίου Πατρός κατέστη πορνοβοσκός και αρχιτελώνης και αρχιληστής και στασιάρχης. Διότι ο χοιρώδης βίος λόγω της άκρας ακαθαρσίας του υπονοεί κάθε πάθος, χοίροι δε είναι όσοι κυλίονται στον βόρβορο των παθών τούτων. Όταν εκείνος έγινε προϊστάμενος τούτων, ως πρώτος από όλους αυτούς στην ηδυπάθεια, δεν μπορούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, δηλαδή δεν ήταν δυνατό να λάβει κορεσμό της επιθυμίας του.
18. Πώς όμως δεν αρκεί η φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία προκαλεί· μόλις θ’ αρκέσει σ’ έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός. Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του προσέφερε κανείς τον κόρο. Ποιός θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί από εμένα η δόξα σου». Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.
19. Μόλις πάντως κάποτε εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοί είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».
20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία καιεξέπεσε από την ιερά πατρίδα και περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα». Καλώς λοιπόν στην αρχή ελέγαμε ότι αυτός ο πατέρας είναι ο Θεός· διότι πώς θα αμάρτανε στον ουρανό ο νέος που απεστάτησε από τον πατέρα, αν ο πατέρας δεν ήταν ουράνιος; «Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου». Καλώς λέγει, σωφρονισμένος από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε, ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ». Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι’ αυτό και ο πατέρας του τον ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια.
21. Γι’ αυτό και ο πατέρας των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ωςαρραβώνα της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Έπειτα παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.
22. Κάμνει δε κοινή την μ’ αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του, αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι’ αυτήν την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και Φαρισαίους πουσκανδαλίζονται, διότι ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς και συνεσθίει με αυτούς. Εάν δε θέλεις να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι’ αυτό και παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη· «έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε». Ήταν νεκρός από την αμαρτία και ανέζησε με την μετάνοια, ήταν δε και χαμένος, αφού δεν ήταν μαζί με τον Θεό. Αφού λοιπόν ευρέθηκε, γεμίζει τον ουρανό με χαρά, όπως έχει γραφεί, «χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».
23. Τί δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ’ εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του, όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος. Αλλά και οι δίκαιοι επεθύμησαν να έλθει γι’ αυτά ο Χριστός και πριν από την ώρα του ακόμη, όπως και ο Αβραάμ επεθύμησε να ιδεί την ημέρα του. Αυτός βέβαια τότε δεν ήλθε, και όταν ήλθε, δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια, και κυρίως υπέρ αυτών σταυρώνεται αυτός που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου· διότιυπερεπερίσσευσε η χάρις, όπου επλεόνασε η αμαρτία.
24. Ότι δε δεν δίδει ούτε ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ’ εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου και υπέρ νουν θείας ανοχής και έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ’ εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει μεγάλα και επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον τρόπο την παραβολή.
25. Ας επιληφθούμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, της μετανοίας με έργαας εγκαταλείψωμε τον πονηρό και τα βοσκήματά του· ας μείνωμε μακριά από τους χοίρους και από τα ξυλοκέρατα που τους τρέφουν, δηλαδή από ταβδελυρά πάθη και τους προσκολλημένους σ’ αυτά· ας σταθούμε μακριά από την πονηρά νομή, δηλαδή την κακή συνήθεια ας αποφύγωμε την χώρα των παθών, δηλαδή την απιστία και απληστία και ακρασία, όπου συμβαίνει φοβερός λιμός αγαθών και επέρχονται πάθη χειρότερα από τον λιμό· ας τρέξωμε προς τον Πατέρα της αφθαρσίας, τον δότη της ζωής, βαδίζοντας την οδό της ζωής δια των αρετών. Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας και διατηρώντας ακέραια την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.
26. Αυτήν τη χάρη είθε να την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο. 


(Ομιλία Γ’, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")

Κυριακή του Ασώτου (Λουκ. ιε’, 11 - 32) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου

                                          του Ιωάννη Δήμου

από την ιστοσελίδα του:  www.sostikalogia.com
Αποτέλεσμα εικόνας για ασωτος υιος
Η παραβολή του ασώτου την οποία παρακολουθήσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι τόσο σπουδαία ώστε λέχτηκε ότι, εάν υποθέσουμε ότι χανόταν όλη η Καινή Διαθήκη και σωζόταν μόνο η παραβολή αυτή, θα ήταν αρκετή να αναπληρώσει το κενό και να μας δώσει τις γενικές γραμμές του Ευαγγελίου. Είναι γνωστή, αλλά ας τη δούμε σε γενικές γραμμές.
Ένας πατέρας πολύ πλούσιος είχε δύο υιούς. Ο πρώτος και  μεγαλύτερος εργαζόταν στις δουλειές του σπιτιού και ήταν υπάκουος στον πατέρα του. Ο μικρότερος  όμως δεν εκτίμησε τη θέση του στην οποία βρισκόταν και την οποία πολλοί άλλοι θα ζήλευαν, και αφού ζήτησε από τον πατέρα του το μερίδιό του από την περιουσία, έφυγε σε μακρινή χώρα και διέκοψε κάθε επικοινωνία με  τον πατέρα του.
Εκεί αφού σπατάλησε την περιουσία του ζώντας με ασωτίες αναγκάσθηκε να ζητήσει εργασία ως χοιροβοσκός. Όμως δεν του επέτρεπαν να τρώει ούτε από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι. Στο κατάντημα αυτό που έπεσε ήρθε σε συναίσθηση και πήρε την απόφαση να επιστρέψει στον πατέρα του, για να εργασθεί ως μισθωτός αφού του ζητήσει συγγνώμη. Αυτό  έκανε και επέστρεψε. Είπε το ήμαρτον  εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου και του ζήτησε να τον δεχθεί ως μισθωτό του. Ο πατέρας τον δέχθηκε και τον αποκατέστησε στην πρότερή του θέση όπως είναι γνωστό.
Είναι φανερό ότι ο πατέρας της παραβολής συμβολίζει τον Ίδιο το Θεό ο οποίος είναι τόσο πλούσιος  που δε μπορεί ανθρώπινος νους να το συλλάβει. Ο άσωτος υιός εκπροσωπεί τον αμαρτωλό άνθρωπο ο οποίος απορρίπτει το ζυγό του Θεού, κατά τη γνώμη του βέβαια, και ακολουθεί τα πάθη του, γενόμενος έτσι δούλος της αμαρτίας. Ο πρεσβύτερος υιός εκπροσωπεί τους ανθρώπους που δεν έχουν περιπέσει σε σοβαρές ασωτίες και  νομίζουν  ότι  είναι  εντάξει  με  το  θέλημα του Θεού.  Όσο δε  αφορά  την  περιουσία  που πήρε  ο νεώτερος  υιός  και  έφυγε, αυτή  είναι  τα   χαρίσματα που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους τα οποία  ο άσωτος υιός  κατασπατάλησε  ικανοποιώντας  τα  πάθη  του.
Αυτό παθαίνει όποιος απομακρύνεται από το Θεό και βυθίζεται στα πάθη και την αμαρτία. Αλλά ευτυχώς υπάρχει η λύση που είναι η μετάνοια, την οποία όχι μόνο δέχεται ο Θεός, αλλά και καλεί τον άνθρωπο να μετανοήσει. Άλλωστε το κήρυγμα του Κυρίου ήταν μετανοείτε, γιατί πλησιάζει η Βασιλεία του Θεού.
Το κατόρθωμα του ασώτου να επιστρέψει στον πατέρα του αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους ανθρώπους που συναισθάνονται την αμαρτία τους.   Εάν θέλουν να σωθούν οφείλουν να συναισθανθούν την κατάστασή τους και να προχωρήσουν σε μετάνοια και επιστροφή στο Χριστό. Ο Θεός περιμένει την επιστροφή όλων και δεν απορρίπτει κανένα. Όσες φορές και αν πέφτει  ο άνθρωπος, τόσες φορές πρέπει και να σηκώνεται. Ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοια. Ελάτε πλησίον μου όλοι όσοι είστε φορτωμένοι και κουρασμένοι και εγώ θα σας αναπαύσω, ακούγεται να λέει και σήμερα η φωνή Του.


Με τη μετάνοια ο άνθρωπος ειρηνεύει με τη συνείδησή του, με το περιβάλλον του, και προ παντός με το Θεό. Είναι δώρο Θεού προς τους ανθρώπους η μετάνοια, είναι σταθμός στη ζωή τους, και πρέπει να αποτελεί στροφή του νου και της καρδιάς, στροφή ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης από το σκοτάδι στο φως, από το θάνατο στη ζωή, από το διάβολο στο Χριστό. Αμήν.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Λόγος εις την Παραβολή του Ασώτου
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
«... Πατέρα μου, αμάρτησα... Πάρε με ως ένα
δούλον σου...! Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω
σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα
να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που 
επέστρεψε;...                                        
Ο Κύριος Ιησούς».
Παρ’ ότι εκκλησιαστικώς-λατρευτικώς η Παραβολή του Ασώτου πέρασε, όμως ως περιεχόμενο και διδαχή η Παραβολή αυτή, όχι μόνο είναι πάντοτε επίκαιρη, αλλά είναι αναπόσπαστη από την προσωπικήν εμπειρία των αμαρτωλών και αγίων. Γι’ αυτόκαι χάριν των εν Χριστώ αδελφών μετέφρασα την ερμηνείαν της από τον χρυσούν Άγιον, τον Χρυσόστομον.
Ως γνωστόν Παραβολή είναι μία πλασματική ιστορία χάριν διδαχής. Και προκειμένου περί της Παραβολής του Ασώτου, έχει λεχθεί, ότι ήταν αρκετή αυτή, για να θεωρηθή ως Θεός αυτός που την έπλασε. Πράγματι, στην Παρα­βολήν, ως κεντρική ιδέα, αποκαλύπτεται η άπειρη αγάπη και ευσπλαγχνία του Θεού στα πλάσματά Του. Και για να καταφανεί η σε απίστευτον βαθμόν αγάπη του Θεού-Πατρός, πλάθει και τον πρεσβύτερον υιόν, που εκπροσωπεί τον μέσον τύπον του δικαίου, εκφραζομένου με την λογικήν, με το μέτρον και το δίκαιον. Δύναται δε να υποστηρι­χθεί, ότι και καλός χριστιανός δεν ήτο, αφού δεν εσκέπτετο το «ουδέν δύνασθε ποιείν άνευ εμού» και το Αποστολικόν: «Τί έχεις ω άνθρωπε, ο ουκ έλαβες; Και ει έλαβες, τί καυχάσαι ως μην λαβών;».
Με άλλα λόγια, εάν ο χριστιανός δεν υπερβεί την λογικήν του, το μέτρον και το δίκαιόν του, δεν μπορεί να λογίζεται ως χριστιανός. Κύριος ο Θεός να μας σκεπάζει από την απάνθρωπη και αφιλάδελφη συμπεριφορά του πρεσβύτερου υιού, φρονούντος ότι ήταν δίκαιος, ενώ ήταν δούλος της εγωπαθείας του και κατεβασανίζετο από τον φθόνον έναντι του ελεηθέντος αδελφού του:
Θεόκλητος Μοναχός
Διονυσιάτης
* * *

«Πάντοτε μεν, αδελφοί, οφείλουμε να διακηρύττουμε τη φιλανθρωπία του Θεού (δι’ αυτής, λοιπόν, ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν) μάλιστα σ’ αυτόν τον καιρόν των Νηστειών οφείλουμε να κάμνομεν, χάριν της κοινής ωφελείας....
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλαν­θρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του. Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε. Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.
Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) "απεδήμησεν εις χώραν μακράν". Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιου­σίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.
Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.
Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών. Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.
Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το "αμάρτησα" και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.
Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας.Πατέρα, αμάρτησα στον ουρα­νόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.
Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιοςείδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ "Λαός μου", λέγει, "σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;" Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.
Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).
Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν1.
Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευ­ματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.
Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον "εις άφεσιν αμαρτιών", μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λό­γω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: "Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέ­θη δόλος εν τω στόματι Αυτού". Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.
Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον "τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους". Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: "Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος". Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά."Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός". Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.
Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει."εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα"; Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τονφθόνον.
Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για ναευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά "περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος". Όταν δε ο υιός Σου αυτόςήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλάαμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαναυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.
Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, "Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου". Αυτός δε προσήλθε σ’εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: "Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόνκαι ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου".
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέραςδικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστή­ριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευ­ρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. "Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν".
Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν.Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου. Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέη­σον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Α­νάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χρι­στός. "Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν".
Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θαδεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. "Ο Κύριος εγ­γύς, μηδέν μεριμνάτε". Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν. Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν»2.
1.   Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει, ότι το Πανάγιον Σώμα του Χριστού, εδίδετο στις παλάμες, η μία υπό την άλλην, όπως συνέβαινεν στους αποστολικούς χρόνους, μέχρι την εποχήν του Χρυσοστόμου. Αργότερα εδίδετο - ελαμβάνετο μέσα σε μικρά πολύτιμα σκεύη. Αργότερα καθιερώθη η αγία λαβίδα.
2.   Ο άγιος Πατήρ, αναφερόμενος στον μολυσμόν της οράσεως του Ασώτου, ονομάζει τα θεάματα, θέατρα, ιπποδρομίες και θηριομαχίες. Φυσικά τώρα είναι άλλα αίτια που μολύνουν την ψυ­χήν, όπως η Τηλεόραση, η οποία, κατά τον χαρακτηρισμόν του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που την είδε προορατικώς, είναι αυτός ο σατανάς και τα κέρατά του ευρίσκονται στα κεραμμύδια!
“Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου”
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ομιλία εις την Κυριακήν του Ασώτου (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)

Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νου και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμένη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλλα, μέχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.
Ακούσατε πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιος σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτού, στην τρέλλα, στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σαν δούλο, και ο πατέρας λέγει στους υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».
Για πιο λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιο λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιο λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στις αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε προς τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμένος, όλος κουρελιασμένος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμένα. Όλα εξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιο λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια, τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.
«Εις εαυτόν δε ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιος είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μη νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μέσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον Άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γαρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε Άγιε Απόστολε; Υποδουλωμένοι στις διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ίδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου».
 Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μέσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιεςαρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστουςΑς κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μέσα στη συνείδηση, μέσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το Άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστούμε για την αγαθή είδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 
(Πηγή: "Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού")

Οπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια...


Οπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια...
Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης
Είναι ωραίο πράγμα να ανάβουμε καντήλια μπροστά στις εικόνες.
Αλλά πιο ωραίο πράγμα είναι να προσφέρουμε στον Θεό σαν θυσία τη φλόγα της αγάπης. Τότε είμαστε αληθινοί προσκυνηταί του.
Αν ανάβεις καντήλια στις εικόνες και δεν έχεις αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον σου αν είσαι φιλάργυρος και φιλόνικος η θρησκεία σου είναι ματαία.
Γιατί ανάβω το καντήλι;
Μου θυμίζει ότι όπως ο Θεός είναι φως, έτσι πρέπει να είναι και η ζωή μας φωτεινή.
Είναι ο έλεγχος στα σκοτεινά μας έργα.
Είναι μία δική μας θυσία ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης για το Χριστό πού θυσιάστηκε για μας.
Είναι το φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους που προσπαθούν να απομακρύνουν το νου του ανθρώπου και τις προσευχές του, από το φως πού είναι ο Θεός.
Όπως το καντήλι καίγεται μέσα στο λάδι έτσι και εμείς πρέπει να ζητάμε το έλεος του Θεού για τις αμαρτίες μας καίγοντας το δικό μας θέλημα και κάνοντας το θέλημα του Θεού.
Όπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια έτσι και εμείς δεν θα είχαμε το φως αν ο Χριστός και Θεός μας δεν είχε έρθει στη γη.

Ὅταν κρίνετε στὶς πύλες σας...




Ὅταν κρίνετε στὶς πύλες σας, νὰ δέχεστε μόνο τὴν ἀλήθεια, ποὺ φέρνει τὴν εἰρήνη... καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶτε τὸν ψεύτικο ὅρκο...", λέει ὁ παντοκράτορας Κύριος» (1).

«πύλες»: Εἶναι οἱ πύλες τῆς ψυχῆς, μέσ’ ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπαίνουν σ’ αὐτὴν οἱ διάφορες σκέψεις καὶ ἐντυπώσεις.

«σας»: Αὐτὲς οἱ πύλες ἀνήκουν σὲ κάθε ἄνθρωπο προσωπικά.

«κρίνετε»: Ὁ κριτής, ποὺ κάθεται στὶς πύλες καὶ κρίνει (2), εἶναι ὁ νοῦς μας. Αὐτὸς εἶναι ποὺ κάνει τὸ ξεχώρισμα τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἐντυπώσεων, ἐξετάζοντάς τες. ὅταν πλησιάζουν στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδο σ’ ἐκεῖνες ποὺ πρέπει νὰ βρίσκονται μέσα στὸν ψυχικό μας ναό, καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδο σ’ ἐκεῖνες ποὺ πρέπει νὰ μείνουν ἔξω.

«Ὅταν κρίνετε στὶς πύλες σας, νὰ δέχεστε μόνο τὴν ἀλήθεια, ποὺ φέρνει τὴν εἰρήνη...»: Ὁ νοῦς, ὁ κριτὴς ποὺ κάθεται καὶ κρίνει στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, πρέπει, ὅταν ἐξετάζει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐντυπώσεις, νὰ δέχεται μόνο τὴν ἀλήθεια· καὶ αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια. Κάθε λογισμὸς ἀλήθειας φέρνει στὴν ψυχὴ ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ ἡσυχία. Ἔτσι ἀναγνωρίζεται ἡ προέλευσή τους ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, τὸν Χριστό, ποὺ δίνει στοὺς μαθητὲς Του τὴν εἰρήνη Του ἤ, μὲ ἄλλη ἔκφραση, τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο πράγμα, γιὰ νὰ μὴν ταράζεται ἡ καρδιά τους ἀπὸ καμιὰ ἐπίγεια συμφορά. Ἀπεναντίας, «οἱ λογισμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες», λέει ὁ Μέγας Βαρσανούφιος, «πρῶτα-πρῶτα εἶναι γεμάτοι ταραχὴ καὶ λύπη· κι ἔπειτα, κρυφά, σταδιακὰ καὶ ἀνεπαίσθητα σὲ σέρνουν πρὸς τὰ πίσω. Ντύνονται μὲ ἔνδυμα προβάτων, δηλαδὴ ἐξωτερικὰ καὶ φαινομενικὰ εἶναι λογισμοὶ ἀρετῆς καὶ δικαιοσύνης, ἐνῶ ἐσωτερικὰ εἶναι ἁρπακτικοὶ λύκοι. Μ’ ἄλλα λόγια, μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φαίνονται χρηστοὶ ἐνῶ εἶναι ἄχρηστοι, οἱ δαίμονες κερδίζουν καὶ ἐξαπατοῦν τὶς καρδιὲς τῶν ἀφελῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή, λοιπόν, ἔχει γραφεῖ ὅτι τὸ φίδι εἶναι ὑπερβολικὰ πανοῦργο (3), νὰ συντρίβεις πάντα τὸ κεφάλι του, μήπως καμιὰ φορὰ βρεῖ μέσα σου φωλιὰ καί, ἀφοῦ κατοικήσει ἐκεῖ, ἐρημώσει τὴν ψυχή σου» (4). Κεφάλι τοῦ φιδιοῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ λογισμοῦ ἤ τοῦ ρεμβασμοῦ.

«... καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶτε τὸν ψεύτικο ὅρκο...»: Ὁ δαιμονικὸς λογισμός, πλησιάζοντας στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, προσπαθεῖ νὰ πάρει μορφὴ δικαιοσύνης. Στὸν κριτὴ νοῦ, ποὺ κάθεται στὶς πύλες τῆς ψυχῆς, προβάλλει ἀναρίθμητες ψεύτικες δικαιολογίες, φέρνει ἀλλεπάλληλα ἀπατηλὰ ἐπιχειρήματα, προκειμένου νὰ πάρει ἄδεια εἰσόδου. Ὅλα αὐτὰ τὰ ψέματα, ὅμως, ὁ προφήτης μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴν τὰ ἀγαπᾶμε. Δὲν πρέπει ὄχι μόνο νὰ δεχόμαστε τέτοιους λογισμοὺς καὶ νὰ συμφωνοῦμε μαζί τους, μὰ οὔτε κἄν νὰ συνομιλοῦμε μ’ αὐτούς. Χωρὶς καθυστέρηση, μὲ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ἁμαρτωλοῦ λογισμοῦ, νὰ καταφεύγουμε στὸν Κύριο καὶ Θεό μας μὲ τὴν προσευχή, κι Αὐτὸς θὰ διώχνει τὸν ἐχθρὸ ἀπὸ τὶς πύλες τῆς ψυχῆς (5).



Ὑποσημειώσεις:

1. Ζαχ. 8:16. 17. (Σ.τ.Μ.: Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος κάνει στὴ συνέχεια ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου).
2. Οἱ ἀρχαῖοι βασιλεῖς, ὡς ἀπόλυτοι ἄρχοντες, συγκέντρωναν στὸ πρόσωπό τους κάθε ἐξουσία. Ἔτσι ἔκριναν προσωπικὰ πολλὲς ὑποθέσεις, ὅπως βλέπουμε στοὺς βίους ἀρκετῶν μαρτύρων (βλ., γιὰ παράδειγμα, τὸν βίο τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου [23 Ἀπριλίου]), κι αὐτὸ τὸ ἔκαναν συνήθως μπροστὰ στὶς πύλες τῶν πόλεων.
3. Βλ. Γεν. 3:1.
4. Ὁσίων Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, Ἀποκρίσεις, ξ .
5. Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΛΓ', 15.


 πηγή

Εορτή της Α' και Β' ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

Εορτή της Α' και Β' ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
Σήμερα, 24 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας τιμά την εορτή της Α' και Β' ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Όταν ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη, η Τιμία Κεφαλή του τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο όπου και το έκρυψαν στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, (οι οποίοι είχαν φύγει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού), λέγοντάς τους το σημείο όπου βρίσκεται η Τιμία Κεφαλή του.
Οι μοναχοί αυτοί αφού την βρήκαν, την παρέδωσαν σε κάποιον για να την μεταφέρει στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν αυτός όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, και κατέληξε στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος όπου έκρυψε την Τιμία Κεφαλή σε ένα σπήλαιο.
Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος, στο Παντείχιον της Βιθυνίας ώσπου ο Θεοδόσιος ο Μέγας την ανεκόμισε στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου έχτισε μεγαλόπρεπη Ναό.
Οι εορτές του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου σε ολόκληρο το έτος:
~ Η Σύλληψις (23 Σεπτεμβρίου)
~ Το γενέσιον (24 Ιουνίου)
~ Η Σύναξις (7 Ιανουαρίου)
~ Η Αποτομή της κεφαλής (29 Αυγούστου)
~ Η Α' και Β' Εύρεσις της κεφαλής (24 Φεβρουαρίου)
~ Η Γ’ Εύρεσις της κεφαλής (25 Μαΐου)
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.Εκ γης ανατείλασα η του Προδρόμου κεφαλή, ακτίνας αφίησι της αφθαρσίας, πιστοίς των ιάσεων· άνωθεν συναθροίζει, την πληθύν των Αγγέλων, κάτωθεν συγκαλείται, των ανθρώπων το γένος, ομόφωνον αναπέμψαι, δόξαν Χριστώ τω Θεώ.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΛΠΙΔΙΟΣ Τα τρία βασίλεια πριν τον αντίχριστο


Βήματα με τον Θεό!

Μια νύχτα κάποιος άνθρωπος είδε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε πως περπατούσε στην ακρογιαλιά με τον Θεό. Στον ουρανό άστραψαν σκηνές από τη ζωή του. Σε κάθε σκηνή έβλεπε δύο ζευγάρια πατημασιές πάνω στην άμμο. 

Το ένα άνηκε σε αυτόν και το άλλο στον Θεό. Όταν και η τελευταία σκηνή της ζωής του έλαμψε μπροστά του, κοίταξε πίσω στις πατημασιές στην άμμο.
Παρατήρησε πως......
πολλές φορές στο δρόμο της ζωής του, υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές. Ακόμη πως αυτό κι αν συνέβαινε στις πιο δύσκολες και θλιμμένες του στιγμές.

Αυτό πραγματικά τον πείραξε και ρώτησε τον Θεό: 
Θεέ μου, όταν αποφάσισα να σε ακολουθήσω, είπες πως θα βαδίζουμε μαζί αυτόν τον δρόμο, αλλά παρατήρησα πως στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, υπάρχει μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές...;

Δεν καταλαβαίνω! 

Γιατί όταν σε χρειαζόμουν πολύ, εσύ με άφηνες;

 Και ο Θεός απάντησε: 

«Πολυάκριβό μου παιδί, σε αγαπώ και δεν σε άφησα ποτέ!
 Στις στιγμές της δοκιμασίας και του πόνου, που βλέπεις ένα μόνο ζευγάρι πατημασιές, σε κρατούσα στην αγκαλιά μου».


Πηγή: εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...