Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 27, 2016

OTAN ΑΡΧΙΖΕ Η ΚΑΤΟΧΗ... 27 Απριλίου 1941: Οι Γερμανοί στην Αθήνα

27 Απριλίου 1941:
Οι Γερμανοί στην Αθήνα

Του Δημοσθένη Κούκουνα



...Από νωρίς το πρωί της 27ης Απριλίου στο Ψυχικό, όπου βρισκόταν η κατοικία του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα, άρχισε να παρατηρείται ζωηρή κίνηση, ασυνήθιστη για την πάντα ήσυχη αυτή αθηναϊκή περιοχή. Στις 8 το πρωί, όταν ελαφρές μηχανοκίνητες φάλαγγες διέσχιζαν τη λεωφόρο Κηφισίας προς το κέντρο της πόλης, στις κατοικίες του πρεσβευτή της Γερμανίας πρίγκιπα Έρμπαχ και του στρατιωτικού ακολούθου Κλεμ φον Χόχενμπεργκ υψώθηκε η γερμανική σημαία με τη σβάστικα.
Ο Κλεμ, που μέχρι τότε βρισκόταν υπό κατ’ οίκον περιορισμό, φρουρούμενος από ομάδα αστυνομικών του Κέντρου Αλλοδαπών, βγήκε ευδιάθετος στον κήπο του και σε άπταιστα ελληνικά (μέχρι την καταστροφή του 1922 ζούσε στη Σμύρνη, όπου άλλωστε είχε γεννηθεί) έδωσε διαταγή στον σωφέρ του (ένα ξεπεσμένο Ρώσο πρίγκιπα) να ετοιμάσει το αυτοκίνητο, ενώ ζήτησε από τον επικεφαλής της φρουράς υπαστυνόμο Αντ. Βολταιράκη να ετοιμασθεί για να τον συνοδεύσει. Μετά λίγα λεπτά, το αυτοκίνητο του ιδιόρρυθμου Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου, του οποίου η πολυετής παραμονή στην πρωτεύουσα άφησε εποχή στους αθηναϊκούς κύκλους, καθώς και οι ποικίλες κοινωνικές σχέσεις του, ξεκινούσε. Ο ίδιος καθόταν αγέρωχος στο πίσω κάθισμα, φορώντας την επίσημη στολή του, ενώ ο Έλληνας υπαστυνόμος ήταν δίπλα στον οδηγό, δίκην ιδιωτικού σωματοφύλακα. Σε λίγο βρισκόταν στην κοντινή οικία του Έρμπαχ, στον περίβολο της οποίας είχαν συγκεντρωθεί το προσωπικό της πρεσβείας και άλλοι Γερμανοί, που στο αντίκρυσμα του Κλεμ ανέκραξαν εν χορώ το «Χάιλ Χίτλερ». Λίγο αργότερα, έφθασαν και οι πρώτοι Γερμανοί μοτοσυκλετιστές, στους οποίους οι Γερμανίδες της πρεσβείας πρόσφεραν πρόχειρες ανθοδέσμες. Ταυτόχρονα, από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο της Βέρμαχτ κατέβαινε ένας αξιωματικός που ζήτησε να δει τον πρίγκιπα Έρμπαχ. Μαζί του έφερνε ένα κλειστό φάκελο. Ήταν το μήνυμα του Χίτλερ, που όριζε τον μέχρι τότε πρεσβευτή της Γερμανίας ως προσωρινό διοικητή της Ελλάδος.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι Έλληνες αστυνομικοί, που από μέρες αποτελούσαν τη φρουρά του Γερμανού πρεσβευτή, αντίκρυζαν έκπληκτοι τον γνωστό Αθηναίο γιατρό και καθηγητή Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο (που αργότερα έγινε κατοχικός πρωθυπουργός) να προσέρχεται περιχαρής στην έπαυλη Έρμπαχ και να συγχαίρει τους Γερμανούς διπλωμάτες για την είσοδο των στρατευμάτων τους στην Αθήνα!
Στις 10.15 π.μ. τα αυτοκίνητα του Έρμπαχ και του Κλεμ έφευγαν από την πρεσβευτική κατοικία, όπου εξακολουθούσαν να συρρέουν πανηγυρίζοντας οι Γερμανοί της Αθήνας με τις οικογένειές τους, και κατευθύνθηκαν στους Αμπελοκήπους για να παραστούν στην παράδοση της πόλης.

«ΦΕΡΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ...»

Και ενώ στους δρόμους της άτυχης ελληνικής πρωτεύουσας γερμανικές μοτοσυκλέτες, αυτοκίνητα και τεθωρακισμένα πήγαιναν και έρχονταν, οι Αθηναίοι με ανησυχία και συντριβή παρακολουθούσαν μέσα από τα μισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους το δράμα που μόλις άρχιζε.
Στο δημαρχιακό μέγαρο κλήθηκαν στις 12 το μεσημέρι οι διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων, στους οποίους δήλωσε ο Γερμανός Φρούραρχος της πόλης αντισυνταγματάρχης φον Σέιμπεν: «Δεν ερχόμεθα ως εχθροί, αλλά ως φίλοι φέροντες την ειρήνην εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία, η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα, θα αναζωπυρωθή εντός ολίγων ημερών».
Το μεσημέρι έφθασε στην Αθήνα και ο διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων που κατέλαβαν την ηπειρωτική Ελλάδα στρατηγός του ιππικού Γκέοργκ Στούμε, διοικητής του 40ού Σώματος Στρατού (ο ίδιος που πολύ αργότερα θα διαδεχθεί τον στρατάρχη Ρόμελ στην ηγεσία του Άφρικα Κορπς και που θα έχει τραγική κατάληξη στη Μάχη του Ελ Αλαμέιν. Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών ανέλαβε ο διοικητής της 6ης Ορεινής Μεραρχίας υποστράτηγος Φερδινάνδος Σαίρνερ (αργότερα θα διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στο Ανατολικό Μέτωπο και τελικά στην απέλπιδα άμυνα του Βερολίνου, ενώ μετά το τέλος του πολέμου θα περάσει μια δραματική δεκαετία ως αιχμάλωτος στη Ρωσία), που εγκαταστάθηκε με το επιτελείο του στη «Μεγάλη Βρετανία». Μετά την άφιξη του Σαίρνερ, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές εγκατέλειψαν τα γραφεία της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης, ενώ ο νέος Γερμανός Φρούραρχος πήγε στο υπουργείο Στρατιωτικών και συσκέφθηκε με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου υποστράτηγο Κων. Πλατή. Αφού έφυγαν οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί, εγκαταστάθηκε γερμανική φρουρά, όπως και στο υπουργείο Ναυτικών.
Αμέσως μετά την είσοδο στην Αθήνα των πρώτων γερμανικών τμημάτων, οι μηχανοκίνητες φάλαγγες προωθήθηκαν στον Πειραιά και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα κρίσιμα σημεία του λιμανιού και της πόλης, ενώ στο δημαρχείο, στη Σχολή Δοκίμων και σε άλλα δημόσια κτίρια υψώθηκε η γερμανική σημαία, ως σύμβολο της νέας κυριαρχίας.
Καθώς κυλούσαν όλα αυτά τα γεγονότα, γερμανικά τμήματα είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα επίκαιρα σημεία της πρωτεύουσας και των προαστίων της, ενισχύονταν δε σταδιακά οι γερμανικές φρουρές.
Οι στρατιώτες του Τρίτου Ράιχ είχαν πάρει διαταγή από τους ανωτέρους τους να επιδεικνύουν απόλυτη ευγένεια στους πολίτες και ιδιαίτερο σεβασμό στους Έλληνες στρατιωτικούς. Διακριτικοί, σοβαροί μέσα στις αψεγάδιαστες στολές τους, κυκλοφορούσαν την πρώτη μέρα της Κατοχής. Φωτογραφίζονταν μεταξύ τους εμπρός από τα Παλαιά Ανάκτορα, την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο, στην Ακρόπολη, σαν να επρόκειτο για τουρίστες και μόνο. Μια εφημερίδα της εποχής διέσωσε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: δύο Γερμανοί στρατιώτες θεάθηκαν να στέκονται σε στάση προσοχής και να χαιρετούν έναν Έλληνα λοχία, τραυματία του Αλβανικού Μετώπου...

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ

Όταν εισήλθαν οι Γερμανοί, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο βρισκόταν ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος, μορφωμένος ιεράρχης με εθνική δράση κατά το παρελθόν. Δεν είχε την ψυχική αντοχή να συμμετάσχει στην επιτροπή, που θα παρέδιδε την πόλη, ούτε θέλησε να τελέσει δοξολογία στη Μητρόπολη Αθηνών, όπως του είχε ζητηθεί, όχι βέβαια για την είσοδο κατοχικών γερμανικών στρατευμάτων, αλλά για τη διάσωση της πόλης από καταστροφές και αιματοχυσία. Ωστόσο, λίγο αργότερα ο αρχηγός των γερμανικών δυνάμεων θεώρησε χρέος του να τον επισκεφθεί στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, για να του δηλώσει ότι ήλθαν ως φίλοι. Ο Γερμανός στρατηγός αντιμετώπισε μια ψυχρή υποδοχή, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο στο ημερολόγιό του:
«Όλην σχεδόν την νύκτα της χθεσινής ημέρας Σαββάτου περνώ άυπνος ακουμπισμένος επάνω εις το κρεββάτι της Αρχιεπισκοπής. Μουγκρίζουν οι βόμβες οι εχθρικές και ο κρότος των αντιαεροπορικών τηλεβόλων γίνεται ολονέν ασθενέστερος. Προς τα εξημερώματα παύουν όλα και στυγνή ηρεμία διαχέεται καθ’ όλην την πόλιν. Σηκώνομαι και μανθάνω ότι ο εχθρός ο Γερμανός φθάνει και ευρίσκεται μεταξύ Κηφισιάς και Αμπελοκήπων. Θα τον υποδεχθή ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς, ο Φρούραρχος Αθηνών κ. Καβράκος και ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Έστειλα αμέσως τον βοηθόν του υπαλλήλου μου Κ. Πολυζώνη, τον νεαρόν Λέανδρον, ίνα παρακολουθήση από μακρόθεν τα γινόμενα. Μετά μίαν περίπου ώραν επιστρέφει ασθμαίνων διά να μοι αναγγείλη ότι τους τρεις αντιπροσώπους της πόλεως συνήντησεν εις τους Αμπελοκήπους είς Γερμανός ανθυπολοχαγίσκος και ότι εισήλθον όλοι εις παρακείμενον καφενείον, ενώ οι Γερμανοί ποδηλατισταί εξηκολούθησαν την πορείαν των εντός της πόλεως, είς δε λοχίας ανέβη κατ’ ευθείαν εις την Ακρόπολιν διά να την μολύνη με την ανάρτησιν της σημαίας του αγκυλωτού σταυρού. Κατά τινα πληροφορίαν ο Έλλην φρουρός της ελληνικής σημαίας επί της Ακροπόλεως μη θελήσας να παραστή μάρτυς του θλιβερού θεάματος της αναρτήσεως της εχθρικής σημαίας ώρμησεν εκ της Ακροπόλεως και εκρημνίσθη φονευθείς. Εκάθησα εις το Γραφείον περίλυπος μέχρι θανάτου και δακρύων. Όλος ο κόσμος περιωρισμένος εις τας οικίας του και η σιωπή γίνεται ακόμη στυγνοτέρα. Εν τω μεταξύ αναγγέλλεται κάποιος, όστις θέλει να με ίδη κατ’ εντολήν του Δημάρχου κ. Πλυτά. Τον δέχομαι και εις ερώτησίν μου ποίος είναι μου απαντά ότι είναι ο διοικητής των αυτοκινήτων του δήμου και ότι τώρα κάθεται πλησίον του οδηγού των αυτοκινήτων, τα οποία φέρουν τους Γερμανούς στρατηγούς. Εις ερώτησίν μου τι επιθυμεί, απαντά ότι ο κ. Δήμαρχος είπεν ότι οι Γερμανοί στρατηγοί επιθυμούν να κατέλθω εις τον ναόν ίνα παρόντων και αυτών τελέσωμεν δοξολογίαν. Εμβρόντητος ήκουσα την παραγγελίαν του κ. Δημάρχου και διέταξα τον κομιστήν της παραγγελίας να απέλθη αμέσως εκ της Αρχιεπισκοπής ειπών ότι αν ο κ. Δήμαρχος έχει να είπη τι πρέπει να έρχεται ο ίδιος αυτοπροσώπως να το ανακοινή. Και εις ερώτησιν του διαγγελέως “τι να είπω εις τον κ. Δήμαρχον;” απήντησα: “να είπης ότι σε έδιωξα”. Ήτο η ώρα περίπου δέκα προ μεσημβρίας. Μετά δύο ώρας έρχεται είς γραμματεύς του Δημαρχείου και μου λέγει ότι ο Γερμανός Στρατηγός ερωτά ποίαν ώραν δύναται να με επισκεφθή εις την Μητρόπολιν. Φαίνεται ότι η δοθείσα απάντησίς μου τον εσυνέτισε και παρητήθη της δοξολογίας. Απήντησα ότι δύναται να έλθη εις τας 4 μετά μεσημβρίαν. Ο βοηθός Επίσκοπός μου άγιος Ταλαντίου αδιαθετών δεν προσήλθεν εις τοιαύτην κρίσιμον ημέραν εις την Αρχιεπισκοπήν. Παρίσταται μόνον ο Πρωτοσύγκελλος Γερβάσιος, ο αρχιδιάκονος, ον εκάλεσα εκ του ναού όπου θα εκήρυττε, και ο ιδιαίτερός μου Πολυζώνης. Δίδω εντολήν να τηλεφωνηθή εις τον Επίσκοπον να συνέλθη και να έλθη αμέσως, όπερ και εγένετο. Περί την τετάρτην μ.μ. έρχεται ο Στρατηγός του Δευτέρου Σώματος ΣτρατούStumme συνοδευόμενος από τον Klemm, Στρατιωτικόν Ακόλουθον της Γερμανικής Πρεσβείας Γερμανολεβαντίνον εκ Σμύρνης, όστις επί τέσσαρα έτη κατεσκόπευε την Ελλάδα και τον ελληνικόν στρατόν, και από τον νεοδιορισθέντα Γερμανόν Φρούραρχον Αθηνών. Τους υποδέχομαι εντός του Συνοδικού με αθυμίαν και κατήφειαν. Πώς να αρχίσω την συνομιλίαν; Φαίνεσθε, του λέω, κουρασμένος. Ναι, απαντά. Βρήκαμε γεφύρας και δρόμους κατεστραμμένους. Τα κατέστρεψαν οι Άγγλοι. Ποίος θα τα επανορθώση; Οι Άγγλοι οφείλουν να πληρώσουν. Θα πληρώση όποιος νικηθή, λέγω. Κατά την διαδρομήν ημών διά της Ελλάδος με ευχαρίστησιν παρετήρησα ότι πολλοί ομιλούν γερμανικά. Ναι, του είπα, υπήρχον πολλοί, οίτινες ήσαν θαυμασταί του γερμανικού πολιτισμού: αλλ’ αφ’ ότου εκήρυξεν η Γερμανία τον πόλεμον κατά της Ελλάδος θα έμειναν ολίγοι ή κανείς. Πράγματι έχει λυπήσει πολύ τον ελληνικόν λαόν διότι η Γερμανία αναιτίως εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος: διατί τον εκήρυξεν; Αυτά, απαντά, είναι ζητήματα πολιτικής. Εις τον δρόμον, λέγει, μας έρραιναν με άνθη. Αυτοί, του απαντώ, βεβαίως δεν ήσαν Έλληνες. Επείγει, τω λέγω, το ζήτημα του επισιτισμού του τόπου. Θα έλθη, απαντά, προσεχώς ιδιαιτέρα επιτροπή επισιτισμού. Και τώρα, τω λέγω, πού θα υπάγετε; Όπου διατάξει ο Φύρερ, απαντά, διότι ημείς δεν κάμνομεν τίποτε εκτός εκείνου το οποίον διατάσσει ο Φύρερ. Και όταν εσηκώθη ο Στρατηγός να με αποχαιρετήση προσέθεσα: “Προσέξατε, Στρατηγέ μου, να μη τραυματίσητε την υπερηφάνειαν του ελληνικού λαού”. Επί τούτω ανεχώρησε και αυτός και η συνοδεία του. Ανεχώρησα εις το σπίτι μου τεθλιμμένος, έπεσα εις το κρεββάτι και έκλαυσα πικρότατα».
Αναλόγου ενδιαφέροντος είναι και οι αναμνήσεις του τότε αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Κοτσώνη, ο οποίος υπηρετούσε κοντά στον Χρύσανθο:
«Στις 27 Απριλίου το πρωί, που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα (ήταν Κυριακή του Θωμά), είχα μόλις επιστρέψει στο σπίτι μου απ’ το επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας Αντικαρκινικό Ινστιτούτο, όπου είχε στεγασθή ένα απ’ τα Στρατιωτικά Νοσοκομεία και όπου, παραβιάζοντας τη διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητού για την απαγόρευσι της κυκλοφορίας, είχα πάει και είχα τελέσει τη Θεία Λειτουργία και κατόπιν είχα επισκεφθή στα κρεββάτια τους τους τραυματίες. Λίγη ώρα, αφού είχα επιστρέψει στο σπίτι, άκουσα την τραγική εκείνη τελευταία εκπομπή του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, που με παλλόμενη από συγκίνησι φωνή ο εκφωνητής είχε πη: “Αδέλφια ψηλά τις καρδιές. Έλληνες πάν’ απ’ όλα η Ελλάδα! Συνεχίζομε τον πόλεμο. Ύστερ’ από λίγο, μην ακούτε αυτό το Σταθμό. Ο Σταθμός αυτός δεν θα είναι πια ελληνικός. Ζήτω ο στρατός μας. Χαίρε, ω χαίρ’ Ελευθεριά” και με τον Εθνικό μας Ύμνο έκλεισε η εκπομπή, μαζί της και ο Σταθμός μας, απ’ την ώρα εκείνη της 27.4.1941 μέχρι στις 12.9.1944...
»Δεν είχα προλάβει να συνέλθω από τη συγκίνησι και κτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο ιδιαίτερος Γραμματεύς του Αρχιεπισκόπου, που κατ’ εντολή του με καλούσε επειγόντως στην Αρχιεπισκοπή, που θα την επισκεπτόταν ο Αρχηγός των γερμανικών Δυνάμεων, που είχαν μπη στην Ελλάδα, στρατηγός φον Στούμε. Ξεκίνησα αμέσως και, χωρίς κανένα εμπόδιο, κατευθύνθηκα στην Αρχιεπισκοπή. Καθώς διασταύρωνα τη Λεωφόρο Πανεπιστημίου, έξω απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη αντίκρυσα την πρώτη φάλαγγα των γερμανικών τανκς, που προχωρούσαν προς την Πλατεία Ομονοίας. Οι ελάχιστοι διαβάτες περπατούσαν στα πεζοδρόμια, αλλά κανείς τους δεν γύριζε να κυττάξη τους κατακτητές. Όχι χαιρέτισμα, αλλά ούτε καν ένα, έστω και από περιέργεια, βλέμμα δεν τους αξίωναν. Αυτή ήταν η υποδοχή του αθηναϊκού Λαού στα στρατεύματα Κατοχής, όπως την αντίκρυσα ύστερ’ από λίγη ώρα μετά την κατάληψι της πρωτεύουσας της πατρίδας μας. Το διαπίστωσα με συγκίνησι και δικαιολογημένη εθνική υπερηφάνεια. Ήταν οι πρώτες εκδηλώσεις από την Εθνική μας Αντίστασι στους πανίσχυρους τότε κατακτητές.
»Μόλις έφθασα στην Αρχιεπισκοπή και παρουσιάσθηκα στον Μακαριώτατο, με ρώτησε, αν τα κλειδιά του Μητροπολιτικού Ναού εξακολουθούσα να τα κρατώ. Κι αφού τον βεβαίωσα, πως ήταν στα χέρια μου, επειδή ήμουν ο μόνος από τους εκεί γερμανομαθής, μου έδωσε οδηγίες για τον τρόπο υποδοχής του στρατηγού. Αξιοπρεπής, αλλ’ υπερήφανος και ψυχρός.
»Ήταν η ώρα γύρω στις 12, όταν έφθασε ο στρατηγός. Τον ωδήγησα στην αίθουσα υποδοχής στον άνω όροφο, όπου περίμενε ο Μακαριώτατος, με παρόντες τον Βοηθό του Επίσκοπο Ταλαντίου, τον κατόπιν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα, τον Πρωτοσύγκελλό του, αρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο και τον ιδιαίτερο Γραμματέα του, Κωνστ. Παπαζώνη.
»Ο Αρχιεπίσκοπος, με την είσοδο του στρατηγού σηκώθηκε μεν, αλλά δεν κινήθηκε απ’ τη θέσι του. Μετά την ανταλλαγή των τυπικών χαιρετισμών, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη φιλοφρόνησι, ο Αρχιεπίσκοπος κάθισε πάλι στην πολυθρόνα του και έδειξε στο στρατηγό να καθίση στην αριστερά του πολυθρόνα, που ήταν απ’ τις πολυθρόνες όπου κάθονταν και ο Βοηθός Επίσκοπος και ο Πρωτοσύγκελλος του Αρχιεπισκόπου.
»Ο στρατηγός, που είχε μπη στην αίθουσα με πολύ αέρα συνέχισε να έχη το ίδιο ύφος και όταν κάθισε. Άρχισε, λοιπόν, να διηγήται, πως ήθελε από χρόνια να επισκεφθή την Αθήνα, για την οποία τόσα είχε μάθει στο Γυμνάσιο και στην οποία είχε πολλούς φίλους. Στο σημείο αυτό τον διέκοψε ο Αρχιεπίσκοπος και του είπε επί λέξει: πράγματι, πριν απ’ τον πόλεμο η Γερμανία είχε πολλούς φίλους στην Ελλάδα, “μεταξύ των οποίων υπήρξα (ich bin auch gewesen) και εγώ”. Ο στρατηγός πάγωσε μόλις άκουσε αυτή τη φράσι κι έχασε η όψις του την αεράτη εκείνη έκφρασι, που είχε απ’ τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα. Έμεινε για λίγο ακόμα και σηκώθηκε, χαιρέτισε στρατιωτικά τον Αρχιεπίσκοπο και φαρμακωμένος έφυγε».
Ο τότε αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, που είχε την ιδιότητα του γραμματέα της Ιεράς Συνόδου, συνεχίζει την αφήγησή του, σχολιάζοντας:
«Άφινε πίσω του την πρώτη επίσημη εκδήλωσι της Εθνικής μας Αντιστάσεως. Έμαθε ο στρατηγός, ότι στην Ελλάδα μπορεί να συναντούσε μερικούς Κουίσλιγκς, αλλά δεν θα εύρισκε φίλους.
»Η στάσις αυτή του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τον ίδιο και τη θέσι του και είναι χαρακτηριστική για τον άκαμπτο χαρακτήρα του και την ηθική του προσωπικότητα. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και την αποχώρησι της Ελληνικής Κυβερνήσεως απ’ την Αθήνα, κυκλοφορούσαν φήμες, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, με τη βοήθεια του φιλογερμανού, κατόπιν Βασιλικού Επιτρόπου στην Ιερά Σύνοδο, Δημ. Πετρακάκου και των καθηγητών Κ. Λογοθετόπουλου και Ι. Γεωργάκη, θα έκανε διαβήματα στους Γερμανούς (έλεγαν μάλιστα ακόμα και στον ίδιο τον Χίτλερ), για να διώξουν τον Χρύσανθο και να επαναφέρουν το Δαμασκηνό. Η κατάστασις εχειροτέρευσε για τον Χρύσανθο, όταν αρνήθηκε να ορκίση την πρώτη κατοχική Κυβέρνησι του Γεωργ. Τσολάκογλου, με την δήλωσι, ότι εκείνος δεν αναγνωρίζει άλλην ελληνικήν Κυβέρνησι, εκτός αυτής, που με τον Βασιλέα Γεώργιον είχε καταφύγει στην Κρήτη και εν συνεχεία στο Εξωτερικό. Το αίτημα αυτό ήλθε στην Αρχιεπισκοπή και το υπέβαλε εκ μέρους και του στρατηγού Τσολάκογλου και όλων όσων θα ωρκίζονταν ως Υπουργοί και εκ μέρους του ιδίου προσωπικώς, ο οικογενειακός φίλος και σύζυγος της πολύτιμης συνεργάτιδος του Χρυσάνθου, εξαίρετης Ελληνίδας Αγγελικής Χατζημιχάλη. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος έμεινεν ανένδοτος. Παρ’ όλη δε την επιμονή του φίλου του, που επί μισή περίπου ώρα παρακαλούσε και επίεζε τον Αρχιεπίσκοπο να υποχωρήση, αυτός, παρ’ όλον ότι γνώριζε τι μαγειρεύονταν εναντίον του, δεν λύγισε ούτε κατά κεραίαν».

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΩΡΕΣ

Αλλά το αυθεντικό κλίμα των πρώτων δραματικών ωρών εκείνων το δίνει πολύ παραστατικά και λεπτομερειακά ο αυτόπτης Χρήστος Χρηστίδης, που γράφει στο ημερολόγιό του:
«Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της γερμανικής Κατοχής! Ανέβηκα από το Ελληνικό με το λεωφορείο των 9. Στο Σύνταγμα είδα τον Γιάννη Καμαριώτη, τον οδοντογιατρό μου, και τον συνόδεψα στο γκαράζ της οδού Ξενοφώντος, όπου πήγαινε να πάρει το αμάξι του. Εκεί ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου μας έδωσε την πρώτη επαφή με την πραγματικότητα, μεταδίνοντας τη διαταγή του στρατηγού Καβράκου: Να κλείσουν τα καταστήματα, να κλειστούν οι πολίτες στα σπίτια τους, κλπ. Πήγα βιαστικά στο γραφείο μου κι ετοιμάστηκα να μείνω κλεισμένος ως το βράδυ. Τηλεφώνησα στη Φ.Κ., που από την παραμονή μας είχε δηλώσει πως ήθελε να δει την είσοδο των Γερμανών για να τη θυμάται. Της είπα να έλθει. Ώσπου όμως να ετοιμαστεί πέρασε η ώρα.
»Ήταν 9.57΄ όταν από το μπαλκόνι μου, στον τρίτο όροφο του Μεγάρου Μετοχικού, Σταδίου 4, αντίκρισα μια μοτοσικλέτα που ανέβαινε την οδό Σταδίου από την Ομόνοια στο Σύνταγμα. Είχε το πίσω μέρος της σκεπασμένο με την κόκκινη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Αμέσως κατόπιν το νούμερο 38172 κόκκινο σκούρο αυτοκίνητο κατέβηκε προς την Ομόνοια με το καπό του σκεπασμένο κι αυτό με μια πελώρια κόκκινη αγκυλωτή σημαία. Την ίδια στιγμή πέρασε και μια μοτοσικλέτα.
»Στον δρόμο οι διαβάτες λιγοστοί: πολίτες, στρατιώτες και ναύτες. Συχνοδιαβαίνει μια μοτοσικλέτα αστυνομική με καλάθι. Τρεις αστυφύλακες προσπαθούν, χωρίς καμιά επιτυχία, να διώξουν τον κόσμο. Οι διαβάτες αδιαφορούν και για τη μοτοσικλέτα και για τους πεζούς αστυφύλακες και χωροφύλακες. Περνά προς την Ομόνοια ένα κίτρινο λεωφορείο της Καστέλας, περνούν και τα τραμ της οδού Βουκουρεστίου.
»10.10΄: Η κίνηση μοιάζει ν’ αυξάνει. Βλέπω κάμποσους φαντάρους, δυο αξιωματικούς, ναύτες, εργάτες. Μου έκανε εντύπωση ένας αξιωματικός του ναυτικού που σταματημένος επί ώρα στην πλατεία Κολοκοτρώνη χαζεύει. Οι αστυφύλακες και χωροφύλακες δεν τολμούν να του πουν τίποτα.
»10.25΄: Τρία-τέσσερα ελαφρά θωρακισμένα αυτοκίνητα με σημαίες, κι άλλες τόσες μοτοσικλέτες ανεβαίνουν την οδό Σταδίου προς το Σύνταγμα. Μια περίπολος – δυο αστυνόμοι και δυο αστυφύλακες – στο αντικρινό πεζοδρόμιο μοιάζει να βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία κατά πού να τραβήξει. Πολίτες περνούν αδιάφοροι. Τέλος εμφανίζεται ένας κακομοιριασμένος διαβάτης. Οι τέσσερις βρίσκουν αμέσως απασχόληση: Τριγυρίζουν τον διαβάτη με χειρονομίες επιτακτικές και ζωηρές, που ξεθυμαίνουν γρήγορα. Ο διαβάτης τραβάει τον δρόμο του ασυγκίνητος. Η περίπολος αλλάζει πεζοδρόμιο.
»Περνά το 33534 ανοιχτό αυτοκίνητο με δυο Γερμανούς αξιωματικούς.
»Στο ξενοδοχείο “Σπλέντιτ” αντίκρυ μου όλα τα παράθυρα είναι κλειστά, εκτός από ένα μπαλκόνι, απ’ όπου χαζεύουν τέσσερις πολίτες κι ένας δικός μας αξιωματικός. Στο παραδιπλανό μου γραφείο ένας πολίτης. Περνά ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής από Σύνταγμα προς Ομόνοια. Μοιάζει να μην ξέρει κατά πού να τραβήξει. Πάει ως τη Βουλή και γυρνά πίσω. Κι ο διάλογος αρχίζει, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι:
»–Μοιάζει να χάθηκε!
»–Κάτι γυρεύει.
»–Ταβέρνα θα ζητεί!
»Η εξήγηση τους φαίνεται και τώρα ικανοποιητική. Γέλια στα μπαλκόνια.
»11.30΄: Καμιά τριανταριά γερμανικές μοτοσικλέτες με καλάθι – σάιντκαρ – έχοντας ένα αυτοκίνητο επικεφαλής, έστριψαν από την οδό Βουκουρεστίου, πέρασαν σύρριζα στο πεζοδρόμιο του Μετοχικού. Οι μισές γύρισαν πριν φτάσουν στην πλατεία Κολοκοτρώνη και παρατάχτηκαν δίπλα στο πεζοδρόμιο, από το ξενοδοχείο “Μινέρβα” ως τη γωνιά του “Σπλέντιτ Πάλας”. Αρκετές μοτοσικλέτες έχουν λουλούδια. Περνούν δυο αυτοκίνητα της κινηματογραφικής υπηρεσίας του γερμανικού στρατού και φωτογραφούν. Από το αυτοκίνητο κατεβαίνουν δυο-τρεις με πολιτικά κι ένας αξιωματικός και προχωρούν προς την πόρτα του ξενοδοχείου “Μινέρβα”. Είναι κλειστή. Εμφανίζεται ένας χωροφύλακας. Συνεννοήσεις. Ο χωροφύλακας φεύγει μ’ ένα σάιντκαρ. Φωνές. Μια ηχηρή διαταγή γερμανικά. Όλοι πεζεύουν.
»Στο πεζοδρόμιο δεν περνά σχεδόν κανένας – όλες οι πόρτες κατάκλειστες. Σε λίγο μισανοίγει η πόρτα του σπιτιού Σταδίου 7. Εμφανίζονται τρεις πολίτες. Στέκουν και χαζεύουν. Δίπλα στην πόρτα υπάρχει η προθήκη ενός φωτογραφείου. Οι Γερμανοί στρατιώτες πλησιάζουν. Μιλούν μεταξύ τους κι αντηχούν τα βαριά τους γέλια. Σε λίγο στρατιώτες και πολίτες αποτελούν μιαν ομάδα.
»Τραβιέμαι μέσα, και ξαναβγαίνω μετά πέντε λεπτά. Η πόρτα είναι πια εντελώς ανοιχτή. Οι πολίτες έγιναν τώρα έντεκα. Τσιγάρα. Σπίρτα. Παρακάτω δυο παιδιά 18-19 χρονών πλησιάζουν μιαν άδεια μοτοσικλέτα και την επεξεργάζονται. Πασπατεύουν τα καθίσματα, σκύβουν και βλέπουν το περιεχόμενο του καλαθιού. Πιο πέρα ένας Γερμανός στρατιώτης είναι ξαπλωμένος μακάρια στο καλάθι με τα πόδια έξω. Μπροστά του ένας μάγκας στέκεται και τον κοιτάζει. Περνούν κάμποσα λεφτά. Ο στρατιώτης αποφασίζει να σηκωθεί. Του πέφτει το κράνος που κρατούσε στο χέρι. Ο μάγκας σκύβει να το σηκώσει – ο στρατιώτης προλαβαίνει πρώτος.
»12.20΄: Στην πλατεία Κολοκοτρώνη μια ξανθή σαραντάρα Γερμανίδα που φορεί τα καλά της – μαύρο γυαλιστερό μεταξωτό μαντό – είναι τριγυρισμένη από Γερμανούς στρατιώτες και τους μιλεί φωναχτά. Ύστερα ξεκινά ξαφνικά προς το Σύνταγμα, ακολουθημένη από καμιά σαρανταριά στρατιώτες. Για πού να τραβάει; Στην Ακρόπολη;
»Φαίνεται πως πρέπει να γίνουν διατυπώσεις για την παραλαβή του “Μινέρβα” κι έτσι οι στρατιώτες εξακολουθούν να μένουν στο πεζοδρόμιο. Ένας τους, που πείνασε, ανοίγει ένα κουτί κονσέρβα κι ετοιμάζει την καραβάνα του. Κύκλος από περιέργους γύρω του. Ένας νέος παίρνει κι επεξεργάζεται το ψωμί του: Η πρώτη επαφή. Η οικειότητα αρχίζει...»
Την ίδια πρώτη ημέρα της Κατοχής (27 Απριλίου 1941), ο λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς έχει καταθέσει και τη δική του μαρτυρία, που αναβλύζει μια ευεξήγητη πίκρα:
«Ήρθαν.
»Το πρωί άκουσα εκρήξεις και αρκετές βολές, υποθέτω τις τελευταίες, του αντιαεροπορικού πυροβολικού.
»Κατά τις 9 π.μ., πήγα με τον Α[γγελο] Σ[εφεριάδη] στη Σχολή Ευελπίδων, όπου μεταφέρθηκαν τα υπολείμματα του Συντάγματος Χαϊδαριού, και πήραμε τα λεγόμενα απολυτήριά μας, δηλαδή άδειες επ’ αόριστον.
»Εκεί πληροφορήθηκαμε ότι ήρθαν ή έρχουνται και ότι διατάχθηκε από τη Στρατιωτική Διοίκηση το κλείσιμο των καταστημάτων.
»Επίσης, συστήνεται στο κοινό να μείνει στα σπίτια του.
»Κατεβαίνοντας πέρασα από τους κεντρικούς δρόμους και τους είδα σχεδόν έρημους. Στις πάροδες όμως αρκετός κόσμος ήτανε μαζεμένος στις πόρτες και στα μπαλκόνια. Κυκλοφορούν παντού ισχυρές περιπολίες και αστυφύλακες οπλισμένοι με τουφέκια.
»Στην οδό Ακαδημίας είδα μια χιτλερική σημαία και άκουσα να λένε ότι πέρασαν γερμανικές μοτοσυκλέτες. Λίγο ύστερα, από την οδό Λυκαβηττού, είδα από μακριά μοτοσυκλέτες που περνούσαν στην οδό Σταδίου. Ύστερα είδα τη χιτλερική σημαία που κυματίζει στην Ακρόπολη, ενώ ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών έπαιζε μελαγχολικά τον εθνικό Ύμνο και επαναλάμβανε κάθε τόσο τη διαταγή του στρατιωτικού διοικητή. Ήτανε κάτι πολύ έντονα υποβλητικό όταν άξαφνα, σε μια ορισμένη στιγμή, η μετάδοση κόπηκε και ακούστηκε από το ραδιόφωνο η φωνή του Γερμανού αξιωματικού που προσφωνούσε τον Αδόλφο Χίτλερ: «Mein Fuehrer!» για να του αναφέρει την άλωση της Αθήνας. Σα μια κοπή του χρόνου με το μαχαίρι».
Ο Γιώργος Θεοτοκάς καταλήγει την εγγραφή με μια πολυσήμαντη φράση: «Εδώ τελειώνει ένα κεφάλαιο της ζωής μας»...
Ήδη η Ελλάδα έχει περάσει σε μια άλλη κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της. Στην Κατοχή. Στα μερόνυχτα της θλίψης και της έξαρσης, από όπου θα βγει ζωντανή, αλλά εξουθενωμένη, παραζαλισμένη – και το χειρότερο: διχασμένη!

ΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ...

Όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα, όπως είδαμε, τους υποδέχθηκε μία επιτροπή με αρχαιότερο στην ιεραρχία τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνο Πεζόπουλο. Μεθοδικοί και τυπικοί, όπως πάντοτε, οι Γερμανοί απευθύνονταν κυρίως προς αυτόν και προς τον στρατιωτικό διοικητή Καβράκο, προκειμένου να εφαρμοσθούν οι εντολές τους. Η προσαγόρευση του νομάρχη στα γερμανικά (Regierungspraesident) και η συνεχής αναφορά του Γερμανού διοικητή προς αυτούς, έδωσε αφορμή για να υπάρξει μια παρανόηση: Ο νομάρχης Πεζόπουλος νόμισε πως τον προσφωνούσαν «κ. πρωθυπουργέ» και εξ αυτού κατέληξε στην εντύπωση ότι του ανέθεταν να σχηματίσει κυβέρνηση. Όταν έληξε η συνεργασία του μαζί τους, βέβαιος για την ανάληψη των νέων καθηκόντων του, άρχισε να αναζητεί τους υπουργούς που θα έπαιρναν μέρος στην ...κυβέρνησή του. Τα πρώτα ονόματα νέων υπουργών ήταν ο Αμβρόσιος Πλυτάς, ο στρατηγός Χρήστος Καβράκος και ο Κωστής Μπαστιάς. Τη θέση του γενικού διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου ήθελε ο Πεζόπουλος να αναθέσει στον Γρηγόριο Τσάκωνα, πατέρα του γνωστού καθηγητή, στον οποίο έστειλε και την πρωθυπουργική λιμουζίνα για να τον φέρει να αναλάβει τα νέα καθήκοντά του.
Για μερικές ώρες ο νομάρχης Κων. Πεζόπουλος λειτουργούσε ως υπό ορκωμοσία πρωθυπουργός, επιλέγοντας τους συνεργάτες του και προετοιμάζοντας τις περαιτέρω ενέργειές του. Αυτά όλα μέχρι να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για παρανόηση. Τελικά ευρύτερα καθήκοντα ανατέθηκαν από τους Γερμανούς στον δήμαρχο Αθηναίων Αμβρόσιο Πλυτά για τις επόμενες τρεις ημέρες μέχρι να ορκισθεί η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Χαρακτηριστική για όλα αυτά είναι η αφήγηση του Ε. Ρούσσου, γεν. γραμματέα του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας μέχρι την Κατοχή, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε σύσκεψη των γενικών γραμματέων την ώρα που εισέρχονταν οι Γερμανοί στην Αθήνα:
«Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941 – ημέρας της εισόδου των Γερμανών εις τας Αθήνας – μετέβην εις το Υπουργείον μου και συνεσκέφθημεν μετά των προϊσταμένων των υπηρεσιών επί της επικειμένης εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων εις την πόλιν και της ενδεχομένης καταλήψεως του Υπουργείου Ναυτιλίας. Παρακάλεσα τον τότε διευθυντήν Διοικήσεως, Πλοίαρχον Λιμενικόν Μιλτιάδην Χρηστοφήν να ρυθμίση τα σχετικά θέματα. Οι παριστάμενοι αξιωματικοί ήσαν συντετριμμένοι εκ συγκινήσεως. Το γεγονός όμως ήτο τετελεσμένο και δεν ήτο πλέον δυνατόν να γίνη απολύτως τίποτε.
»Την 12ην μεσημβρινήν της ιδίας ημέρας (27.4.1941) προσήλθον όντως εις το Υπουργείον μας δύο Γερμανοί αξιωματικοί, οι οποίοι και συνεζήτησαν με τον πλοίαρχον Χρηστοφήν. Την ιδίαν ώραν εγώ ευρισκόμην εις την σύσκεψιν εις το Υπουργείον Οικονομικών. Ήσαν παρόντες όλοι οι Γενικοί Γραμματείς και Γενικοί Διευθυνταί των Υπουργείων. Μετ’ ολίγον καταφθάνει ο τότε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας μακαρίτης Κωστής Μπαστιάς, ο οποίος με αίσθημα απορίας αλλά και καταπλήξεως μας ανεκοίνωσεν ότι τον εκάλεσε προ ολίγου ο τότε Νομάρχης Αττικής Κ. Πεζόπουλος, εις τον οποίον, όπως έλεγεν ο ίδιος ο Πεζόπουλος, του ανέθεσεν ο Γερμανός στρατηγός εις τον οποίον παρεδόθη εις ένα καφενείον τότε εις τους Αμπελοκήπους η πόλις των Αθηνών, την πρωθυπουργίαν και είπεν εις τον Μπαστιάν να μετάσχη της υπ’ αυτόν κυβερνήσεως. Δυστυχώς δεν ενθυμούμαι το προσφερθέν Υπουργείον. Όπως μας ανεκοίνωσεν ο Μπαστιάς, με το γνωστόν φιλοπαίγμον ύφος του είπεν εις τον Πεζόπουλον: “άντε βρε Κώστα τι είναι αυτά που λες... είναι δυνατά αυτά τα πράγματα;” Κατόπιν όμως της διαβεβαιώσεως του Πεζόπουλου ότι σοβαρολογεί, ο Μπαστιάς ηρνήθη κάθε συζήτησιν και ήλθε δρομαίως εις την σύσκεψιν εις το Υπουργείον των Οικονομικών διά να μας αναγγείλη την είδησιν. Προσέθεσε μάλιστα ότι “αν αυτό είναι αλήθεια, εμείς δεν έχουμε πλέον καμμιά δουλειά και να πάμε σπίτια μας...” Εγώ προβληματισθείς από το όλον θέμα, είπα τότε: “Να ιδήτε ότι ο Πεζόπουλος παρενόησε την λέξιν Regierungspraesident που σημαίνει όχι ακριβώς Νομάρχης και την εξέλαβεν ως Πρόεδρος της Κυβερνήσεως”. Δίπλα μου εκάθηντο ο τότε Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Βασίλειος Λώλος, και ο Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Εργασίας Νικόλαος Φωκάς αμφότεροι συσπουδασταί μου εν Βερολίνω, οι οποίοι με μια φωνή είπαν “Να ιδής ότι ασφαλώς κάτι τέτοιο συμβαίνει...”. Βάσει αυτής της σκέψεως απεκλείσαμε τότε όλοι κάθε σκέψιν ότι ανετέθη η πρωθυπουργία εις τον Πεζόπουλον. Την περαιτέρω εξέλιξιν της ιστορίας Πεζοπούλου αγνοώ. Εκείνο το οποίον είναι βέβαιον, είναι ότι την μεθεπομένην (29.4.1941) εσχημάτιζε κυβέρνησιν “κουίσλινγκ” ο Τσολάκογλου. Υπουργός Ναυτιλίας ανέλαβε τότε κάποιος πρώην αξιωματικός του Ναυτικού Ιάσων Παπαδόπουλος, ονομαζόμενος “Γιατσός”. Μόλις επληροφορήθην την ανάληψιν της πρωθυπουργίας από τον Τσολάκογλου, έσπευσα εις το Υπουργείον μου, επρωτοκόλλησα την παραίτησίν μου και χωρίς να συναντήσω τον νέον “Υπουργόν” απήλθον αφού απεχαιρέτησα συντετριμμένος τους συνεργάτας μου... Μικρόν απόσπασμα μου απέδωκε τιμάς κατά την αναχώρησίν μου από το Υπουργείον... Το συμπέρασμα εις το θέμα είναι τούτο: Αποκλείω απολύτως κάθε περίπτωσιν να ανέθεσεν ο Γερμανός στρατηγός VonStumme εις τον Πεζόπουλον πρωθυπουργίαν. Όποιος ξέρει το σύστημα, την μεθοδικότητα και την αυστηράν πειθαρχίαν των Γερμανών, είναι αδύνατον να φαντασθή ότι ήτο ποτέ δυνατόν ο στρατηγόςVon Stumme να ενεργήση αυτοβούλως εν αγνοία του στρατάρχου List ο οποίος είχεν ήδη αναθέσει την πρωθυπουργίαν εις τον Τσολάκογλου. Κάθε έλλειψις συντονισμού μεταξύ των Γερμανών στρατηγών κατά την γνώμην μου αποκλείεται απολύτως. Πρόκειται ΑΣΦΑΛΩΣ περί παρανοήσεως της λέξεωςRegierungspraesident, η οποία, διά τους αγνοούντας ή ελάχιστα γνωρίζοντας την γερμανικήν δεν είναι δύσκολον να παρερμηνευθή ως σημαίνουσα “Πρόεδρος Κυβερνήσεως” πράγμα το οποίον άλλως τε και ο όρος αυτός woertlich ερμηνευόμενος, αυτό σημαίνει...».
Στην πραγματικότητα ο Κων. Πεζόπουλος ούτε καν στοιχειωδώς δεν ήταν της εμπιστοσύνης των Γερμανών, ώστε να του αναθέσουν την κατοχική κυβέρνηση, ενώ λίγες μέρες αργότερα μαζί με άλλους υπουργούς της δικτατορίας θα συλληφθεί στο πλαίσιο της αντιτεταρτοαυγουστιανής εκστρατείας της κυβέρνησης Τσολάκογλου και θα αποφυλακισθεί στις 12 Ιουνίου 1941.


(Από το δίτομο έργο του Δημοσθένη Κούκουνα "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ", Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2013)




















































ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ



Ποιος των πολλών ο ένας και του ενός ο κλήρος τι; («Ροδαμών  και  Ήβης»,  Δυτικά της Λύπης)
Ψάχνουμε τον Ατίμητο στη ζωή μας. Αυτόν που θα είναι ο Ένας και που κοντά Του τα πάντα θα έχουν νόημα, χαρά και αγάπη. Αλλά χρειάζεται η «κένωσις του πολυτιμήτου» για να γίνει η συνάντηση ζωή. Μας χαρίζεται η Αγάπη. Δεν μπορούμε όμως να την καταστήσουμε οικεία μας αν δεν αδειάσουμε από ό,τι μας κάνει να κλεινόμαστε στο εγώ μας. Ιδίως από την αίσθηση του αλάθητου. Ότι για όλα φταίνε οι άλλοι. Ότι η συνείδησή μας δεν δικαιούται να μας ελέγξει.  Δεν αρκεί όμως  η κένωση. Χρειάζεται και η πλήρωση. Από την επιθυμία του Απόλυτου. Από την ταπεινοσύνη να αναγνωρίσουμε ότι δεν μπορούμε αλλιώς.  Από το δόσιμο που γίνεται θυσία του χρόνου, του τρόπου, των ασχολιών.  Από τη νίκη κατά του συμβιβασμού με το «έτσι κάνουν άλλοι».
«Ποιος των πολλών ο Ένας;».  Ανήκουμε στους πολλούς και δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε ότι αν δεν βγούμε από αυτούς, αν δεν σταματήσουμε να λογαριάζουμε τα λόγια, τις σκέψεις, τις νοοτροπίες τους είναι αδύνατον να Τον συναντήσουμε. Μαζί Του όμως θα ξαναμπούμε στους πολλούς, έχοντας τον μαργαρίτη ως σηματωρό και κήρυκα.  Και θα αναμορφώσουμε τη λογική των πολλών.
Βέβαια «του ενός ο κλήρος» είναι η θυσία. Είναι ο θάνατος. Είναι να υποστεί την προδοσία από όσους νομίζουν ότι Τον αγαπούνε, στην ουσία όμως αγαπούνε μόνο τον εαυτό τους  και Εκείνον μόνο για όσο εξυπηρετεί το «εγώ» τους.  «Ουαί τω ανθρώπω εκείνω» που δε νιώθει τι κάνει.
Ο Ατίμητος όμως έχει ως κλήρο Του  το  «σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς».  Και είναι επιλογή και όχι μοίρα. Διότι της αγάπης αυτού ουκ έστιν όριον.
Μεγάλη Τετάρτη, 
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Γιατί δέν ἐκκλησιάζονται οἱ νέοι;



 



"Οἱ νέοι εἶναι ἀνήθικοι", "οἱ νέοι εἶναι γεμάτοι πάθη", "οἱ νέοι εἶναι ἀνυπάκουοι", "οἱ νέοι δέν ἔχουν φόβο Θεοῦ…" Ἔχω ἀκούσει πολλές φορές αὐτές τίς ἠθικιστικές διαπιστώσεις. Ἡ ἐρώτησή μου εἶναι: εἶχαν οἱ νέοι τίς ἀπαραίτητες συνθῆκες γιά νά ἐννοήσουν τή Χριστιανική ζωή ἤ ὄχι; Θά ρωτήσει κάποιος: "Τί, οἱ νέοι εἶναι προορισμένοι νά χαθοῦν;"

Καί βέβαια ὄχι δέν εἶπα αὐτό, κανένας δέν εἶναι προορισμένος οὔτε γιά τό καλό, οὔτε γιά τό κακό. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι οἱ νέοι δὲν ἀπορρίπτουν τήν πίστη στό Χριστό ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διά τῆς φωνῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλά ἀπορρίπτουν ἕνα ὑποκατάστατο πίστεως τό ὁποῖο δέν τούς πείθει. Γιατί ἕνας νέος ποὺ ἔχει μεγαλώσει σέ μία πραγματικά Χριστιανική οἰκογένεια συμπεριφέρεται ἀλλιώτικα ἀπό ἕναν ποὺ μεγάλωσε σέ μία οἰκογένεια μέ ἀπίστους γονεῖς ἤ ἀπό ἕναν τοῦ ὁποίου οἱ γονεῖς πιστεύουν μέν στό Θεό ἀλλά δέν πηγαίνουν στή Ἐκκλησία;

Γιά πολλά μποροῦμε νά ἐπιπλήξουμε τούς νέους. Ἀλλά καί οἱ νέοι ἐμᾶς τούς μεγάλους. Θά τολμήσω νά δώσω τό λόγο στή νέα γενιά καί πιό συγκεκριμένα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται μακριά ἀπό τήν ἐκκλησία:

«Ναί ἡ γενιά μας εἶναι ρέμπελη. Καί πῶς θά μποροῦσε νά εἶναι ἀλλιῶς; Ποιός μᾶς ἔμαθε κάτι ἄλλο; Ὑπάρχει τόσο ψέμα γύρω μας, τόση κακία στόν κόσμο τῶν μεγάλων. Διαμαρτυρόμαστε. Ἀλλά εἶναι ὁ μόνος τρόπος νά δείξουμε τήν περιφρόνησή μας σέ μία κοινωνία ἡ ὁποία ἀρχίζει νά μοιάζει μέ ἕνα πτῶμα. Ὅλοι μιλᾶνε γιά τήν ἀξία τῆς τιμιότητας ἀλλά ὅλοι κλέβουν. Ὅλοι ἐπαινοῦν τήν ἀλήθεια, ἀλλά ψεύδονται. Τί εἴδαμε στίς οἰκογένειές μας; Διαφωνίες μεταξύ γονέων καί καβγάδες. Τί διαπαιδαγώγηση λάβαμε; Μόνο συμβουλές νά εἴμαστε ἥσυχοι, ἀπειλές καί ξύλο γιά νά εἴμαστε ὑπάκουοι.

Καί γιατί εἴμαστε μακριά ἀπό τό Θεό; Ποιός μᾶς βοήθησε νά εἴμαστε κοντά του; Οἱ γονεῖς μας δέν πατοῦν στήν ἐκκλησία οὔτε τά Χριστούγεννα ἴσως μόνο τό Πάσχα στίς βαπτίσεις, τούς γάμους καί τίς κηδεῖες. Καί στίς Ἐκκλησίες ….τί βλέπουμε; Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι εἶναι καλοί στό νά ἠθικολογοῦν ἄν μᾶς δοῦν στήν ἐκκλησία ντυμένους παράξενα καί ἔχουν τόση κακία ὅταν μᾶς διώχνουν πού οὔτε γυρίζουμε νά κοιτάξουμε πίσω. Ὑπάρχει τόση ὑποκρισία στούς Χριστιανούς. Ἔχουμε συγγενεῖς οἱ ὁποῖοι δέ λείπουν ποτέ ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἀλλά ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά μοιραστεῖ ἡ κληρονομιά ξεχνοῦν καί τήν πίστη καί τήν κατανόηση. Ἐνῶ ὅταν γίνεται λόγος νά φροντίζουν κάποιο παππού, ὅλοι ἀποφεύγουν ἐπειδή ἔχουν τά προβλήματά τους. Αὐτή εἶναι πίστη;

Ἐνῶ καί γιά τούς παπάδες ἀκούγονται τόσα.

Ναί δέν πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία. Ὄχι γιατί δέν πιστεύουμε στό Θεό, ὄχι ἐπειδή δέν ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀγάπη Του. Ἔχουμε τόση ἀνάγκη γιά Κάποιον ὁ Ὁποῖος θά μᾶς ἀγαπήσει πραγματικά, σ’ ἕναν τόσο βρώμικο κόσμο. Ἀλλά μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ἡ Ἐκκλησία νά γνωρίσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Δέν τό πιστεύουμε αὐτό. Δέν ἔχουμε λόγους νά τό πιστεύουμε. Γι’ αὐτό καί μένουμε στή ζωή μας, μέ τά προβλήματά μας, μέ τή μοναξιά μας. Ἄν ὁ Θεός δέ μᾶς ψάχνει ἐμεῖς δέν ξέρουμε νά βγοῦμε σέ ἀναζήτησή Του. Ἀφῆστε μας ἥσυχους…»

Δέ θυμᾶμαι ὅλα ὅσα μοῦ εἶπε. Ἀλλά ἀκούγοντάς τον, ξεροκατάπινα. Δέν μπορῶ ν’ ἀμφισβητήσω τό γεγονός ὅτι μερικά ἀπ’ αὐτά ἦταν πολύ ρεαλιστικά. Δέ θά ἀναπαράγω ἐδῶ τήν ἀπάντηση πού ἔδωσα στό νέο, μόνο θ’ ἀναλύσω τό δίκαιο τῶν μομφῶν του.

Μία πρώτη παρατήρηση ἔγκειται στό ὅτι θά ἦταν ἄριστο πολλοί νέοι νά βρίσκονται ἐν ἀναμονῆ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ παραπάνω νέος. Δυστυχῶς πολλοί νέοι εἶναι τόσο παγιδευμένοι στά καθημερινά τους προβλήματα, ὥστε ἔχουν ξεχάσει τελείως τό Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία μᾶλλον τούς ἐνοχλεῖ.

Δηλαδή "καλύτερα νά μέμφεσαι τήν Ἐκκλησία, παρά νά κοιτᾶς τή ζωή σου;

Ὄχι, δέν τίθεται ἔτσι τό πρόβλημα. Δέν εἶναι καλό νά μέμφεσαι μόνο καί μόνο γιά νά δικαιολογεῖς τήν ἀπομάκρυνσή σου ἀπό τό Θεό. Ἀλλά στό δρόμο πρός τό Θεό, πολλοί περνοῦν μία φάση γεμάτη ἐνδοιασμούς, ἐρωτήματα καί ἀμφισβητήσεις. Ἀλλά ἐάν στή βάση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀμφισβητήσεων βρίσκεται ἡ δίψα γιά τό Θεό, τότε δέν εἶναι κακό.

Ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ, χωρίς νά θέλει νά δικαιολογήσει τήν ἁμαρτία, ἔλεγε ὅτι πρίν ἀπό τή μεταστροφή του ἔπινε μέχρι πού μεθοῦσε καί τό ἔκανε ἐπειδή αἰσθανόταν τήν ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ. Μέ τό ποτό προσπαθοῦσε νά καταπραΰνει τόν πόνο πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ ἔλλειψη τοῦ Θεοῦ (πολλούς ὅμως ἡ προσπάθεια νά καταπραΰνουν τή δίψα τους γιά τό Θεό ἱκανοποιώντας τά πάθη τους, τούς ὁδήγησε στήν κόλαση γι’ αὐτό δέν πρέπει νά γενικεύουμε τίς ἐξαιρέσεις). Νά μιλήσουμε λίγο γιά τούς λόγους πού ἀκούσαμε πιό πάνω. Πιστεύω ὅτι μποροῦν νά συνοψιστοῦν στ’ ἀκόλουθα. Στό ὅτι οἱ νέοι δέ λαμβάνουν μία εἰδική κατήχηση, στό ὅτι δέν βρῆκαν στίς οἰκογένειές τους ζωντανά παραδείγματα πίστεως καί στό ὅτι σκανδαλίζονται ἀπ’ αὐτά πού βλέπουν ἀπό κάποιους Χριστιανούς Θεολόγους καί κάποιους Ἱερεῖς.

Δέν πιστεύω ὅτι θά ἦταν εὔκολο σέ κάποιον ν’ ἀπορρίψει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ τή γνωρίσει. Οἱ νέοι τήν ἀπορρίπτουν χωρίς νά ξέρουν τί ἀπορρίπτουν. Βλέπουν τόν Θεό σάν ἕνα εἴδωλο τό ὁποῖο τό λατρεύουν ἀσυνείδητα κάποιοι ὑποκριτές Χριστιανοί, κάποιοι τυπολάτρες Χριστιανοί ἤ κάποιοι Χριστιανοί πού ἀγαποῦν τήν ἁμαρτία πιό πολύ ἀπό τήν σωτηρία. Τούς νέους δέν τούς βοήθησαν καί οὔτε τούς βοηθάει κανείς νά καταλάβουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὡς καί τή σταύρωση τοῦ Χριστοῦ τήν καταλαβαίνουν ὡς μία ἐμπορική συναλλαγή ὡς ξεχρέωμα γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, σάν μία ρύθμιση τῶν λογαριασμῶν τοῦ Οὐρανίου Πατέρα μέ τήν ἀνθρωπότητα. Δέν τήν καταλαβαίνουν ὡς μία πράξη ἀγάπης. Καί σέ τί ἀλλάζει ἡ κατήχηση τῶν νέων ἀπό τήν κατήχηση τῶν μεγαλυτέρων; Δέν καλοῦνται στή σωτηρία καί οἱ μέν καί οἱ δέ; Μόνο πού στούς νέους ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νά τούς μιλήσει κάποιος σέ μία πιό προσιτή γλώσσα. Οἱ νέοι εἶναι ἀλλεργικοί στόν "ξύλινο λόγο").

Ὡστόσο γιατί γιά ἑκατοντάδες χρόνια δέ γράφτηκαν παρά λίγα κείμενα ἀπευθυνόμενα στούς νέους; Μία πιθανή ἀπάντηση εἶναι ὅτι γιά πολλούς αἰῶνες οἱ νέοι λάμβαναν Χριστιανική μόρφωση στήν οἰκογένεια. Τίς πιό πολλές ἀπαντήσεις τίς λάμβαναν ἀπό τούς γονεῖς τους ἤ καί ἀπό τούς ἱερεῖς ἄν ὄχι πάντα τίς πιό πολλές φορές.

Ὅσο γιά τούς ἁμαρτωλούς ἱερεῖς γίνεται μεγάλος ντόρος ἐνῶ γιά τούς ἱερεῖς μέ ἁγία ζωή δέν γίνεται σχεδόν καθόλου λόγος. Ναί ὑπάρχουν ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τῶν ἁγίων πατέρων. Οὔτε τά Μ.Μ.Ε. θέλουν ν’ ἀκοῦν γι’ αὐτούς. Οὔτε ὅσοι ζοῦν στήν ἁμαρτία. Ἐπειδή τούς θεωροῦν ἐξτρεμιστές. Κάτι τό ὁποῖο εἶναι ἐπειδή εἶναι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος γύρισε τόν κόσμο "ἀνάποδα" ἤ καλύτερα Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος προσπάθησε νά ἐπαναφέρει στή φυσική του θέση ἕναν ‘ἀναποδογυρισμένο κόσμο’

Λαμβάνοντας λοιπόν ὑπόψη μας ὅλη αὐτή τήν ἀποστασία ποὺ ὑπάρχει γύρω μας, ἔχουν οἱ νέοι κάποιαν ἐλπίδα νά ζήσουν μία ἐνάρετη ζωή; Μπορεῖ κάποιος ν’ ἀντέξει τίς παγίδες τοῦ διαβόλου;

Παραδόξως ναί. Ἐπειδή ὅσο ποικιλόμορφες καί νά εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὅσο ἀδύναμοι καί νά εἶναι οἱ Χριστιανοί, ὅσο καί ὑποκριτές νά εἶναι αὐτοί πού σπεύδουν νά διώξουν τούς νέους ἀπό τήν ἐκκλησία ἄν ἔρθουν σ’ αὐτήν ντυμένοι παράξενα, μέ τζίν σκισμένα, ὁ Θεός βρίσκει ἕναν τρόπο νά φθάσει στίς ψυχές τῶν νέων. Δύσκολα εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά τά καταφέρνει. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι τόσο διεστραμμένοι ὥστε θ’ ἀπορρίπτουν τελείως τό Θεό, θά ἔχει ἔρθει τό τέλος. Ἀλλά μέχρι τότε ἔχουμε καιρό.

Ὁπωσδήποτε ἡ Χριστιανική ζωή ποτέ δέν ἦταν εὔκολη. Καί δέν ἀναφέρομαι μόνο στόν καιρό τῶν διωγμῶν ἀλλά καί στίς εἰρηνικές περιόδους. Ναί ὁ διάβολος ποτέ δέν σταματᾶ. Πάντοτε ἀνεξάρτητα ἀπό τίς συνθῆκες προσπαθεῖ νά πιάσει τούς Χριστιανούς στά νύχια του. Παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του ὅμως ὑπάρχουν ἱερεῖς μέ ἅγια ζωή, μοναχοί πολύ ἀσκητικοί καί Χριστιανικές οἰκογένειες πού λάμπουν μές στό σκοτάδι τοῦ κόσμου. Στήν Ἁγία Γραφή λέγει: «οὗ δέ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις» (Ρωμ. 5,20). Αὐτό εἶναι φυσικό, ἀλλιῶς οἱ ἄνθρωποι δέ θ’ ἄντεχαν σέ τόσο μεγάλους πειρασμούς. Ὅσο μεγάλοι ὅμως κι ἄν εἶναι οἱ πειρασμοί οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά τά καταφέρουν. Ὁ Θεός πάντοτε τούς δίνει δύναμη. Ὅπως ἔδινε δύναμη στούς μάρτυρες γιά ν’ ἀντέξουν τά φρικτά μαρτύρια. Ναί, δύσκολα οἱ νέοι ἔρχονται στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ὁ Χριστός τούς καλεῖ ὅλο καί πιό δυνατά. Βλέπει τά προβλήματά τους, τίς πτώσεις τους καί ἁπλώνει τό χέρι Του δυνατά γιά νά τούς σηκώσει.

Γιατί δέν ἔρχονται οἱ νέοι στήν Ἐκκλησία; Ἴσως ἐπειδή δέν ἀκοῦν τό μήνυμα τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας, ἴσως ἐπειδή αὐτοί πού φέρουν τό ὄνομα Χριστιανός δέν τούς βοηθοῦν νά ἀκούσουν.

Ἐξ’ ἄλλου στό βιβλίο "οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητῆ", βλέπουμε τόν γέροντα νά προτρέπει ὅπως σέ κάθε ἐξομολόγηση, οἱ Χριστιανοί νά ἐξομολογοῦνται, ὅτι δέν δείχνουν ἀρκετή ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Καί τό γεγονός ὅτι δέν καταβάλουμε προσπάθεια νά ἔρθουν πρός τόν Χριστό ὅσοι εἶναι μακριά Του (ὄχι βέβαια νά τό ἐπιβάλουμε στό στύλ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ἀλλά νά δώσουμε μία θυσιαστικὴ μαρτυρία) εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δέν τούς ἀγαπᾶμε ἀρκετά. Τί ἀγάπη εἶναι αὐτή νά βλέπουμε τόν πλησίον μας νά ὁδεύει πρός τό γκρεμό καί ἐμεῖς νά σκεφτόμαστε τά προβλήματά μας;

Νέοι, νά ξέρετε ὅτι τόν Χριστό τόν πονάει τό γεγονός ὅτι λίγοι ἱερωμένοι καί λίγοι πιστοί νοιάζονται θυσιαστικά νά σᾶς πάρουν ἀπό τό χέρι καί νά σᾶς φέρουν στήν Ἐκκλησία… Ἀλλά νά ξέρετε ὅτι ὁ Χριστός χαίρεται κάθε φορὰ πού ἕνας ἀπό ἐσᾶς ξεκινάει πρός τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Ἀκόμα κι ἄν νομίζετε ὅτι ὁ Χριστός σᾶς ξέχασε, Ἐκεῖνος περιμένει νά βρεῖ ἔστω καί μία χαραμάδα γιά νά μπεῖ στίς ψυχές σας.

Τρίτη, Απριλίου 26, 2016

« Τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἐν τόπῳ ἁγίῳ »ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ


Τό βδέλυγμα ὁσονούπω ἔρχεται καί φέτος στήν πατρίδα μας. Προσπαθεῖ νά πλήξει καίρια τόν ἅγιον τοῦτον τόπον ὅπου ποταμοί αἱμάτων, ρέουν σταυροειδῶς, Ἁγίων καί ἡρώων. Ὁμιλῶ γιά τήν δυσωδία τοῦ ψεύτικου φωτός τῶν ψευτοθεῶν, τοῦτ΄ἔστιν τῶν δαιμόνων, τό ὁποῖον κανονίστηκε ἀπό μπίζνεσμαν καί ἐμπόρους ψυχῶν καί σωμάτων νά διαπεράσει εἰ δυνατόν καί νά μολύνει ὁλόκληρον τήν Ὀρθόδοξον Ἑλλάδα, νησιά καί ἐνδοχώρα.
Ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, πολιτικοί καί θρησκευτικοί, θά εἶναι ἐκεῖ, ὅσοι βέβαια ἔχουν ἐκπέσει τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Ἀπεμακρύνθησαν κατά βούλησιν ἀπό τόν καθαρισμόν τῶν ἁμαρτιῶν τους πού ποιεῖ ὁ Τίμιος Σταυρός τοῦ Μεσσίου Ἰησοῦ καί ἀπό το Φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Παναγίου Τάφου, διά τῶν ὁποίων φανερώνεται στόν κόσμο ἡ ἧττα τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ἐν τούτοις, τήν δύναμιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τήν εὐεργεσίαν τοῦ Ἀκτίστου Φωτός δέν δύνανται οὔτε θά μπορέσουν ποτέ νά τήν νικήσουν, νά τήν σβήσουν. Καί τοῦτο ἐπειδή οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, ἤτοι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ζηλεύουμε καρδιές ἁμαρτωλῶν, ἀλλά στεκόμαστε σύν Χριστῷ ἐν φόβῳ Κυρίου ὅλην τήν ἡμέραν[1].
Γνωρίζουμε ἐν Χάριτι, ὅτι «πᾶς γὰρ μέθυσος καὶ πορνοκόπος πτωχεύσει[2]». Τά ξυλοκέρατα τῶν χοίρων πού προσφέρονται ἀφειδῶς στούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες[3], ἤτοι παιδεραστία, κιναιδισμός, κτηνοβασία, πορνεία, μοιχεία καί ἄλλα δυσώδη τοιαῦτα γιά τούς τοιούτους, δέν μᾶς ἀγγίζουν. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πρό 2000 ἐτῶν καί ἕως τήν σήμερον, μᾶς διδάσκει γιά τό τέλος τῶν τοιούτων καί τῶν συνοδοιπόρων τους: «...μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι[4]».
Ἐπίσης, ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, προειδοποιεῖ γιά τό οἰκτρόν τέλος ὅλου αὐτοῦ τοῦ δαιμονιώδους συστήματος, πού τό ὀνομάζουν πολιτισμό τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου ἤ τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅτι δηλαδή ἡ γῆ δέν θά δώσει τούς καρπούς της ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ καί οἱ ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ ἐντός ὀλίγου θά δαγκώνουν τίς σάρκες τους. «ἐν ἀπειλῇ ὀλιγώσεις γῆν καὶ ἐν θυμῷ κατάξεις ἔθνη. ἐξῆλθες εἰς σωτηρίαν λαοῦ σου τοῦ σῶσαι τὸν χριστόν σου· ἔβαλες εἰς κεφαλὰς ἀνόμων θάνατον, ἐξήγειρας δεσμοὺς ἕως τραχήλου...διότι συκῆ οὐ καρποφορήσει, καὶ οὐκ ἔσται γενήματα ἐν ταῖς ἀμπέλοις· ψεύσεται ἔργον ἐλαίας, καὶ τὰ πεδία οὐ ποιήσει βρῶσιν· ἐξέλιπον ἀπὸ βρώσεως πρόβατα, καὶ οὐχ ὑπάρχουσι βόες ἐπὶ φάτναις.» (Προσευχή Ἀββακούμ τοῦ προφήτου, κεφ.γ΄, στ.12,13,17)                                                                                                                                Δές, ἐπίσης, στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, κεφάλαιον ιδ΄, στ.6-12: «Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον πετόμενον ἐν μεσουρανήματι, ἔχοντα εὐαγγέλιον αἰώνιον εὐαγγελίσαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πᾶν ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν, λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· φοβήθητε τὸν Κύριον καὶ δότε αὐτῷ δόξαν, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς κρίσεως αὐτοῦ, καὶ προσκυνήσατε τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πηγὰς ὑδάτων. καὶ ἄλλος δεύτερος ἄγγελος ἠκολούθησε λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα ἔθνη. Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· εἴ τις προσκυνεῖ τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ λαμβάνει τὸ χάραγμα ἐπὶ τοῦ μετώπου αὐτοῦ ἢ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ κεκερασμένου ἀκράτου ἐν τῷ ποτηρίῳ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ βασανισθήσεται ἐν πυρὶ καὶ θείῳ ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου. καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων ἀναβαίνει, καὶ οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ προσκυνοῦντες τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ εἴ τις λαμβάνει τὸ χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. ῟Ωδε ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων ἐστίν, οἱ τηροῦντες τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν ᾿Ιησοῦ»,                                                        καί ὁλόκληρο τό  ιε’ κεφάλαιον: «Καὶ εἶδον ἄλλο σημεῖον ἐν τῷ οὐρανῷ μέγα καὶ θαυμαστόν, ἀγγέλους ἑπτὰ ἔχοντας πληγὰς ἑπτὰ τὰς ἐσχάτας, ὅτι ἐν αὐταῖς ἐτελέσθη ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ εἶδον ὡς θάλασσαν ὑαλίνην μεμιγμένην πυρί, καὶ τοὺς νικῶντας ἐκ τοῦ θηρίου καὶ ἐκ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ καὶ ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἑστῶτας ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν ὑαλίνην, ἔχοντας τὰς κιθάρας τοῦ Θεοῦ. καὶ ᾄδουσι τὴν ᾠδὴν Μωϋσέως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ᾠδὴν τοῦ ἀρνίου λέγοντες· μεγάλα καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, Κύριε ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ· δίκαιαι καὶ ἀληθιναὶ αἱ ὁδοί σου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἐθνῶν. τίς οὐ μὴ φοβηθῇ, Κύριε, καὶ δοξάσῃ τὸ ὄνομά σου; ὅτι μόνος ὅσιος, ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἥξουσι καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιόν σου, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐφανερώθησαν. Καὶ μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἠνοίγη ὁ ναὸς τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἐξῆλθον οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι οἱ ἔχοντες τὰς ἑπτὰ πληγὰς ἐκ τοῦ ναοῦ, οἳ ἦσαν ἐνδεδυμένοι λίνον καθαρὸν λαμπρὸν καὶ περιεζωσμένοι περὶ τὰ στήθη ζώνας χρυσᾶς. καὶ ἓν ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων ἔδωκε τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις ἑπτὰ φιάλας χρυσᾶς, γεμούσας τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. καὶ ἐγεμίσθη ὁ ναὸς ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐκ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ· καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο εἰσελθεῖν εἰς τὸν ναὸν ἄχρι τελεσθῶσιν αἱ ἑπτὰ πληγαὶ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων». 
Ἀντιλαμβάνεσθε τό λοιπόν, δυστυχεῖς νεοεποχῖτες καί λοιποί ἄθεοι, γιά ποῖον λόγον τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ -πού τά ὀνόματα ἔχουν γραφεῖ πρό καταβολῆς κόσμου στό Βιβλίον τῆς Ζωῆς- θά παραμείνει εἰς τόν ναόν τοῦ Κυρίου καί εἰς τά Ἅγια Αὐτοῦ σκηνώματα μέ ὑπομονή ἕως τέλους; Ἐν τούτοις, μάθετε καλῶς ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἀρνητές τοῦ Ἁγίου Φωτός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί σήμερα θιασῶτες τῆς σατανοκίνητης Ὀλυμπιακῆς φλόγας, ὅτι τριάμιση χρόνια θά διαρκέσει ἡ πλάνη καί ἡ ἀπάτη, ὅπου ὁ Ἀντικείμενος δῆθεν θά σᾶς φέρει τήν εἰρήνην καί εὐημερίαν. Μάθετε, ἀκόμη, μέ ποῖον ὀδυνηρόν τίμημα ὁ Τριαδικός Θεός καί ὁ Σωτῆρας Χριστός, τό Ἐσφαγμένο Ἀρνίο, θά πληρώσει τόν Ἴδιον δηλαδή τόν Ἀντίχριστον καί τά ὄργανά του (βλέπε θιασῶτες Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων). Φόβος, τρόμος, πείνα, ἀρρώστεια, ἀπελπισία, θά καταλάβει ὅλους ἐσᾶς, τούς ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ καί προσκυνητές τῶν δαιμονίων. Τό στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΕὔχομαι καί προσεύχομαι ὡς ὁ ἐλάχιστος πάντων, νά μετανοήσουμε ὅλος ὁ κόσμος εἰλικρινά στήν ἔσχατη αὐτήν ὥρα. Νά βαπτισθοῦμε, νά γίνουμε Ὀρθόδοξοι, ὥστε νά μείνουμε αἰώνια στήν ἀλήθεια τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως καί τῆς εὐεργεσίας πού πηγάζει ἀπό τήν Σταυρική Θυσία καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, πού εἰσβάλλει αὐτοπροαιρέτως καί μέ ἀληθινή ἀγάπη ἐσαεί εἰς τόν κόσμον ἵνα σωθεῖ ὁ κόσμος δι’Αὐτοῦ. Μᾶς τονίζει ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: «Χωρίς Χριστό δέν ὑπάρχει ζωή. Πάει, τελείωσε». Παρακαλῶ, ἄς μήν τό ξεχνᾶμε.



[1] «μὴ ζηλούτω ἡ καρδία σου ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ ἐν φόβῳ Κυρίου ἴσθι ὅλην τὴν ἡμέραν·» (Παροιμ., κεφ,κγ΄,στ.17)
[2] Παροιμ., κεφ.κγ΄, στ.21
[3] Ἅγιος ἱερεῦς τῶν ἡμερῶν μας, ἀναφερόμενος στούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες στήν Ἑλλάδα τό 2004, εἶπε:  «Ἀνείπωτος θλῖψις κατέλαβε τίς καρδιές μας αὐτό τό καλοκαίρι, πού ἡ Ἑλλάδα ὅλη ἀπ’ἄκρη σ’ἄκρη μετεβλήθη σ’ἕνα ἀπέραντο εἰδωλολατρεῖο».
[4] Α’Κορ., κεφ.στ΄, στ.9

Γιὰ τὸ ἀληθινό Πάσχα

 Ομιλεί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος.
Κήρυγμα του Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου, για το πραγματικό Πάσχα. Από την ακολουθία της Μεγάλης Δευτέρας (του Νυμφίου) στον Ιερό Ναό της Αναλήψεως στο Κορωπί.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...