Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 12, 2011

Στέργιος Ν. Σάκκος, Ο διάλογος του Ιησού με τον νομικό και η παραβολή του καλού Σαμαρείτη (Κυριακή Η΄Λουκά)



Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ ι΄25-37
῾Ο διάλογος τοῦ ᾿Ιησοῦ μέ τόν νομικό καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη (10,25-37)
Στήν ἁπλῆ καί σύντομη παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτυπώνεται μέ τρόπο ἐπαγωγικό ἡ ἄριστη νομοθεσία γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, ὅπως ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη πού ἔδειξε σέ μᾶς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Παρ᾿ ὅλο πού κατά κύριο λόγο ἡ διήγηση τῆς παραβολῆς ἀποβλέπει στό νά δείξει ποιός εἶναι ὁ πλησίον, συγχρόνως φανερώνει μέ καταπληκτική συντομία «τὴν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν».
Ο κοινωνικός χαρακτήρας τῆς παραβολῆς δικαιολογεῖ ἄριστα τήν καταγραφή της στό κατά Λουκᾶν, τό Εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαγχνίας. ᾿Αφορμή γιά τήν διήγηση τῆς παραβολῆς στάθηκαν δύο ἐρωτήσεις ἑνός «νομικοῦ», ἑνός θεολόγου δηλαδή, πού γνώριζε πολύ καλά τόν νόμο, τόν μελετοῦσε, τόν ἑρμήνευε καί τόν δίδασκε στόν λαό. Οἱ νομικοί ἤ γραμματεῖς προέρχονταν κυρίως ἀπό τήν τάξη τῶν φαρισαίων66 . ῾Ο λαός τούς εἶχε σέ ὑπόληψη καί τούς ἀποκαλοῦσε τιμητικά «ραββί», πού σημαίνει «διδάσκαλε».

῾Ο ᾿Ιησοῦς, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἀπέφευγε νά πλησιάζει καί τούς φαρισαίους, νά ἀπευθύνει καί σ᾿ αὐτούς τό κήρυγμά του. ῎Ετσι κατά τήν διάρκεια τῆς δημόσιας δράσεώς του συζήτησε πολλές φορές μέ νομικούς (βλ. Μθ 22,34-40· Μρ 12,28-34). ῾Ο συγκεκριμένος διάλογος καταγράφεται μόνον ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, χωρίς νά προσδιορίζεται συγκεκριμένα ὁ τόπος στόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε.
10,25. Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
῾Ο ᾿Ιησοῦς μαζί μέ τούς μαθητές του πιθανόν νά βρισκόταν σέ μία συναγωγή ἤ σέ κάποιο σπίτι ὅπου δίδασκε καί ὅλοι καθισμένοι τόν ἄκουγαν. Καὶ ἰδού, ξαφνικά, νομικός τις ἀνέστη, σηκώθηκε ὄρθιος γιά νά θέσει μία ἐρώτηση στόν Κύριο. ῏Ηταν φανερό ὅτι ἤθελε νά πειράξει τόν ᾿Ιησοῦ καί μάλιστα νά τόν ἐξευτελίσει, ὅπως δηλώνει ἡ μετοχή ἐκπειράζων· ἡ πρόθεση «ἐκ» ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ «πειράζω». Κινούμενος ἴσως ἀπό ὑπεροπτική διάθεση ἤ φθόνο αὐτός ὁ διδάσκαλος καί ἑρμηνευτής τοῦ νόμου θέλησε μέ τήν ἐρώτησή του νά στήσει παγίδα στόν ᾿Ιησοῦ. Νά τόν δοκιμάσει ἄν μποροῦσε νά ἀπαντήσει ἤ νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση ἀποκαλύπτοντας, ὅπως ἐκεῖνος νόμιζε, ἀσυμφωνία μεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου καί τοῦ νόμου. Προσπαθώντας, βέβαια, νά ἀποκρύψει τήν πονηρή του πρόθεση ὁ νομικός προσφωνεῖ τόν ᾿Ιησοῦ διδάσκαλε, προσποιούμενος ὅτι τόν σέβεται καί τόν τιμᾶ. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας ἀπευθύνεται στόν νομικό μέ τά ἑξῆς· «Τόν ἀποκαλεῖς διδάσκαλο, ἐνῶ δέν ἀνέχεσαι νά μαθητεύεις. ῾Υποκρίνεσαι ὅτι τόν τιμᾶς, ἐνῶ περιμένεις νά τόν ἐξαπατήσεις».
Τό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον (πρβλ. Δα 12,2) κληρονομήσω; ἀφοροῦσε σέ ἕνα σοβαρό θέμα, ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (πρβλ. τό ἐρώτημα τοῦ πλουσίου νεανίσκου, Μθ 19,16· Μρ 10, 17· Λκ 18,18)69 , ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς. Στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ρῆμα «κληρονομῶ» οἱ ῾Εβδομήκοντα δηλώνουν τήν κατάκτηση τῆς Χαναάν ἀπό τούς ᾿Ισραηλίτες (᾿Αρ 18,20· Δε 4,22. 26· ᾿Ιη 1, 15 κ.ἄ.), ἀλλά καί τήν κατάκτηση τῶν ἀγαθῶν τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσία (Ψα 24,13· 36,9. 11. 34· ᾿Ησ 54,17· 60,21 κ.ἀ.). Καί οἱ δύο χρήσεις τῆς λέξεως βασίζονται στήν ἀρχική ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ᾿Αβραάμ (βλ. Γέ 15,7· 22,17), τήν ὁποία παρελάμβαναν οἱ ἀπόγονοί του διά μέσου τῶν αἰώνων.
10,26. ῾Ο δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;
Στό πονηρό ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ δέν ἀπαντᾶ εὐθέως ὁ Κύριος. Θέτει καί αὐτός μία ἐρώτηση κατά τήν συνήθειά του (πρβλ. Μθ 22,15-22· Μρ 12,13-17), μεταθέτοντας τόν ἐπίδοξο νομικό ἀπό τήν θέση τοῦ διδασκάλου πού ἐξετάζει στήν θέση τοῦ μαθητῆ πού ἐξετάζεται. Τόν παραπέμπει στό ἀντικείμενο τῆς σπουδῆς του, μήπως καί διαπιστώσει τήν ἀνεπάρκειά του. Παρ᾿ ὅτι ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει τήν δολιότητα τοῦ νομικοῦ, προσπαθεῖ μέ ἠπιότητα καί καλωσύνη νά τόν ὁδηγήσει στήν αὐτογνωσία καί τήν ταπείνωση. Τόν ρωτᾶ· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; Τί γράφει στόν νόμο καί πῶς τό καταλαβαίνεις; Εἶναι σάν νά τοῦ λέγει· «ἐσύ ὡς νομικός πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι γιά τό ἐρώτημα αὐτό ὑπάρχει σαφής ἀπάντηση στόν νόμο τόν ὁποῖο μελετᾶς καί διδάσκεις». ῾Ο ἴδιος ὁ νόμος τόν ὁποῖο ὁ νομικός ἤθελε δῆθεν νά ὑπερασπίσει, αὐτός θά τόν καταδικάσει.
10,27. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν.
῾Η ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ περιέχει δύο ἐντολές. ῾Η πρώτη παραγγέλλει τήν ὁλόψυχη ἀγάπη πρός τόν Θεό· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου. Στήν βιβλική ἀνθρωπολογία ἡ «καρδία» συνήθως ταυτίζεται μέ τόν νοῦ. ᾿Εδῶ ὅμως σημαίνει τόν ὅλο ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ἀγάπη ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἀναλύεται στά τρία ἑπόμενα· ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, μέ ὅλο τό συναίσθημα, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, μέ ὅλη τήν βούληση, καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί μέ ὅλη τήν διάνοια (βλ. Δε 6,5).
Μιά τέτοια ἀγάπη ἔχει τήν δύναμη, ὅπως καταθέτει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, νά ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιά τήν ἀγάπη γιά ὁτιδήποτε ἄλλο, χρῆμα, ἡδονή, δόξα καί νά τήν ἑνώνει μέ τόν Χριστό. Αὐτή τήν ἐντολή τήν ἐπαναλάμβαναν καθημερινά οἱ ᾿Ιουδαῖοι καθώς δύο φορές τήν ἡμέρα, πρωί καί βράδυ, ἀπήγγελλαν τήν προσευχή-ὁμολογία πίστεως, πού ὀνομαζόταν «Σιέμα», δηλαδή «ἄκουε» ἀπό τήν πρώτη λέξη τῆς περικοπῆς.
῾Η δεύτερη ἐντολή πού ἀναφέρει ὁ νομικός παραγγέλλει τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (βλ. Λε 19,18). Οἱ δύο αὐτές ἐντολές ἀντιστοιχοῦν στίς δύο πλάκες τοῦ νόμου, καί συνοψίζουν ὅλα τά παραγγέλματα πού ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο (πρβλ. Ρω 13,10· Γα 5,14). Οἱ ᾿Ιουδαῖοι τίς εἶχαν γραμμένες στά φυλακτήρια, εἰδικά κουτάκια ἀπό δέρμα (μικρά πουγκιά), πού τά ἔδεναν μέ ταινίες στό μέτωπο καί στό ἀριστερό χέρι τους.
10,28. Εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιδοκιμάζει τήν ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης, σωστά ἀπάντησες, τοῦ λέει, καί τόν παροτρύνει νά τηρεῖ τίς ἐντολές αὐτές συνεχῶς· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ, αὐτό νά κάνεις καί θά ζήσεις, θά κληρονομήσεις τήν αἰώνια ζωή. ᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν χρησιμοποιεῖ ἀόριστο χρόνο, ὅπως ὁ νομικός, δέν λέει «ποιήσας» (στ. 25). Λέει ποίει, χρησιμοποιεῖ δηλαδή ἐνεστώτα, πού δηλώνει διάρκεια.
Παρά τίς πιθανόν ἀντίθετες προσδοκίες τοῦ νομικοῦ, ὁ Κύριος ὡς καλός ᾿Ιουδαῖος συμφώνησε ὅτι οἱ ὅροι γιά τήν κατάκτηση τῆς αἰωνιότητος ἐμπεριέχονται στόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί, ἐπιπλέον, ἐπισήμανε τό χρέος τοῦ πιστοῦ νά ἐφαρμόζει ὅσα ὁ νόμος λέει. ᾿Ενῶ ἀπαντᾶ στόν νομικό δείχνει σέ ὅλους τήν τέλεια πορεία τῆς οὐράνιας ζωῆς, πού συνδυάζει γνώση καί πράξη.
10,29. ῾Ο δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
῾Ο δέ, ὁ νομικός, παγιδεύτηκε στήν παγίδα πού εἶχε στήσει. ῎Εδωσε μόνος του τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού εἶχε θέσει. ᾿Απέδειξε ὅτι αὐτή ἦταν πολύ ἁπλῆ καί ὁ ἴδιος γνώριζε πολύ καλά τί πρέπει νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, ἑπομένως δέν ἦταν δικαιολογημένο οὔτε καλοπροαίρετο τό ἐρώτημά του. Θέλων, λοιπόν, δικαιοῦν ἑαυτόν, θέλοντας νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του, νά περισώσει τήν ἐξευτελισμένη ἀπό τόν ἴδιο ἀξιοπρέπειά του, κάνει μία πρόσθετη ἐρώτηση· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Προσποιεῖται ὅτι σκοπός του ἦταν νά μάθει τήν ἀκριβέστερη ἑρμηνεία τῶν χωρίων πού προανέφερε.
Τό ζήτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε τότε σοβαρά τούς ᾿Ιουδαίους, πού εἶχαν διασπαρεῖ ἀνάμεσα στά ἔθνη ἀλλά καί στήν ἴδια τήν πατρίδα τους συμβίωναν ἀναγκαστικά μέ τούς εἰδωλολάτρες κατακτητές. Εἶχαν δημιουργηθεῖ προβλήματα σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου στά νέα κοινωνικά καί πολιτισμικά δεδομένα (πρβλ. Μθ 5,43). ῾Η ἔννοια τοῦ πλησίον εἶχε διαστρεβλωθεῖ. Οἱ ραββῖνοι δίδασκαν ὅτι στούς πλησίον περιλαμβάνονται μόνον οἱ ὁμοεθνεῖς καί ὁμόθρησκοι. Κάθε μή ᾿Ιουδαῖος δέν ἦταν πλησίον. ῎Ετσι, ἄν π.χ. ἕνας ᾿Ισραηλίτης σκότωνε ἐθνικό, δέν ἔπρεπε νά καταδικασθεῖ σέ θάνατο. ᾿Επιπλέον οἱ φαρισαῖοι δέν θεωροῦσαν πλησίον οὔτε τόν φτωχό καί ἀγράμματο λαό, πού περιφρονητικά τόν ἀποκαλοῦσαν «ἄμ χαάρετς», λαό τῆς γῆς.
10,30. ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
Πῆρε τόν λόγο ὁ ᾿Ιησοῦς καί ἀπάντησε στήν δεύτερη ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ μέ μία παραβολή. Δέν ἀναπτύσσει ἐπιχειρήματα ὁ Κύριος. Μέ τό παράδειγμα πού διηγεῖται βοηθᾶ τόν συνομιλητή του νά φθάσει μόνος του στό σωστό συμπέρασμα, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει στήν συνέχεια. ῾Η ἀπάντηση στό μεγάλο νομικοθεολογικό ζήτημα πού ἔθεσε ὁ νομικός εἶναι γραμμένη σέ κάθε ἁπλῆ καρδιά, ἀρκεῖ νά ἔχει κανείς τήν καλή διάθεση νά τήν δεχθεῖ.
῞Οποιος πράγματι ἀγαπᾶ τόν Θεό ὀφείλει νά ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη του ὅλους ἀνεξαιρέτως καί ἀδιακρίτως. Γι᾿ αὐτό ὡς πρωταγωνιστής τῆς παραβολῆς ἀναφέρεται ἄνθρωπός τις. ῎Αν καί οἱ ἀκροατές δύσκολα θά ἀπεύφευγαν τήν σκέψη ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ᾿Ιουδαῖο, δέν προσδιορίζεται ἄν πρόκειται γιά ᾿Ιουδαῖο, Σαμαρείτη ἤ ἐθνικό, δίκαιο ἤ ἄδικο. Αὐτό πού ἔχει σημασία γιά τήν διήγηση εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κάποιον ἄνθρωπο, τόν ὁποιοδήποτε. ῾Ο ἄνθρωπος κατέβαινεν ἀπὸ ᾿Ιερουσαλὴμ εἰς ᾿Ιεριχώ. ῾Η πόλη ᾿Ιεριχώ ὑπάρχει καί σήμερα βορειοανατολικά τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ἀπό τήν ὁποία ἀπέχει 150 περίπου στάδια, σχεδόν 30 χιλιόμετρα. Τό ὑψόμετρό της εἶναι περίπου 1.000 μέτρα χαμηλότερα ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ78 , γι᾿ αὐτό χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα «καταβαίνειν» γιά τήν μετάβαση ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ καί γιά τήν ἀντίστροφη πορεία τό «ἀναβαίνειν» (βλ. Μθ 20,17· Μρ 10,32. 33· Λκ 18,31).
῾Ο δρόμος μεταξύ τῶν δύο πόλεων σέ μῆκος ἀρκετῶν χιλιομέτρων ἦταν ἔρημος, δύσβατος καί γι᾿ αὐτό ἐπικίνδυνος. ᾿Εκεῖ ἔβρισκαν κρησφύγετο πολλοί ληστές. ῾Υπάρχουν ἱστορικές μαρτυρίες ὅτι κατά τόν 1ο αἰ. μ.Χ. ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ἔρημος καί πετρώδης, ἐνῶ κατά τόν 4ο αἰ. μ.Χ., κατέκλυζαν τήν περιοχή Βεδουΐνοι καί ληστές. ᾿Αλλά καί στά νεώτερα χρόνια μαρτυρεῖται δράση τῶν ληστῶν στήν περιοχή μεταξύ ᾿Ιερουσαλήμ καί ᾿Ιεριχώ81 . Εἶναι πιθανόν ὅτι ὁ Κύριος βρισκόταν στόν δρόμο αὐτό, ὅταν διηγήθηκε τήν παραβολή, διότι ἀμέσως μετά ἐξιστορεῖται ἡ ἐπίσκεψή του στήν Βηθανία (βλ. στ. 38-42), ἡ ὁποία τοποθετεῖται πάνω σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο.
῾Ο ἄνθρωπος πού πήγαινε ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ στήν ᾿Ιεριχώ λῃσταῖς περιέπεσεν, περικυκλώθηκε ἀπό ληστές πού εἶχαν στήσει ἐκεῖ καρτέρι. Αὐτοί ἐκδύσαντες αὐτόν, στήν προσπάθειά τους νά τόν ληστέψουν τόν ἔγδυσαν, καί ἐπειδή προφανῶς ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν πληγὰς ἐπιθέντες, τόν τραυμάτισαν. Κατόπιν ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα, ἔφυγαν ἐγκαταλείποντάς τον μισοπεθαμένο.
10,31. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
Κατά σύμπτωση, κατὰ συγκυρίαν, περνοῦσε ἀπό τό σημεῖο ἐκεῖνο τοῦ δρόμου ἱερεύς τις, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ, ὅπου πιθανόν εἶχε τελέσει τά ἱερατικά του καθήκοντα, καί ἐπέστρεφε στόν τόπο τῆς κατοικίας του. ῾Ως ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἦταν γνώστης τοῦ νόμου. Γνώριζε ἀσφαλῶς ὅτι εἶχε καθῆκον νά μή προσπεράσει ἀδιάφορος οὔτε τό ταλαιπωρούμενο ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ του (βλ. ῎Εξ 23,5), πολύ περισσότερο νά εἶναι εὔσπλαγχνος πρός ἕναν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο.
῾ Ωστόσο ὁ ἱερέας εἶδε τόν τραυματισμένο ὁδοιπόρο καί ἀντιπαρῆλθεν, τόν προσπέρασε καί κατευθύνθηκε στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ δρόμου.
10,32. ῾Ομοίως δὲ καὶ λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.
῞Ομοια συμπεριφορά ἔδειξε καί κάποιος λευΐτης, ἀπόγονος τοῦ Λευΐ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τόν ἴδιο τόπο. Τούς λευΐτες εἶχε ἐπιλέξει ὁ Θεός γιά νά τόν ὑπηρετοῦν ἀντί τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ ᾿Ισραήλ (βλ. ᾿Αρ 3,12). ᾿Από αὐτούς ἡ γενιά τοῦ ᾿Ααρών ἀποτέλεσε τήν ἱερατική τάξη, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι βοηθοῦσαν τούς ἱερεῖς στά ἔργα τους. Οἱ λευΐτες ἦταν οἱ πυλωροί, ψαλμωδοί καί γραφεῖς τοῦ ναοῦ. ῾Η φυλή τοῦ Λευΐ δέν πῆρε δικό της μερίδιο κατά τήν ἐγκατάσταση τῶν ᾿Ισραηλιτῶν στήν Παλαιστίνη. ῎Ετσι οἱ λευΐτες κατοικοῦσαν ἀνάμεσα στίς ἄλλες φυλές κατάσπαρτοι σέ διάφορες πόλεις (βλ. ᾿Ιη 21,3). ᾿Από τίς πόλεις αὐτές μετέβαιναν στόν ναό τοῦ Σολομῶντος γιά νά ἐπιτελέσουν τήν ὑπηρεσία τους κατά τό καθιερωμένο πρόγραμμα.
῾Ο ἱερέας εἶχε δεῖ ἀπό μακριά τόν πληγωμένο καί ἔφυγε. ῾Ο λευΐτης ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε, πλησίασε, εἶδε ἀπό κοντά τήν ἄθλια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὡστόσο τόν προσπέρασε ἀδιάφορα.
᾿Επείγονταν, ἄραγε, οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες γιά τήν ἐκτέλεση κάποιου θρησκευτικοῦ καθήκοντος; Φαίνεται ἀπίθανο, διότι ἐπέστρεφαν ἀπό τά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου θά εἶχαν ἐπιτελέσει τά καθήκοντά τους. ῾Υπέθεσαν ὅτι εἶχαν μπροστά τους ἕναν νεκρό καί ἔπρεπε νά τηρήσουν τήν διάταξη τοῦ Λευϊτικοῦ πού ἀπαγόρευε στούς ἱερεῖς τήν ἐπαφή μέ νεκρό (βλ. Λε 21,1); Αὐτό, βέβαια, δέν ἀφοροῦσε στόν λευΐτη, ἐφόσον ἀπό κοντά διαπίστωσε τήν κατάσταση τοῦ δύστυχου ἄνδρα.
Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι φοβήθηκαν μήπως ὑποστοῦν τήν ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον συμφορά, μήπως ἐπιτεθοῦν καί σ᾿ αὐτούς οἱ ληστές ἤ ἐνοχοποιηθοῦν οἱ ἴδιοι. ᾿Εξάλλου, ἡ ἔλλειψη θεατῶν στήν ἐρημιά, ὅπου βρισκόταν ὁ πληγωμένος ἄνθρωπος ἦταν ἀνασταλτικός παράγοντας γιά τούς δύο περαστικούς. Γιατί νά ταλαιπωρηθοῦν κάνοντας μία ἀγαθοεργία, ἀφοῦ δέν θά τούς ἔβλεπε κανείς, ὥστε νά τούς ἐπαινέσει;
Φαίνεται ὅτι ὁ ἱερέας ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως ὑπακούοντας αὐθόρμητα στήν κυριαρχική ἐπιταγή τῆς φιλαυτίας καί ἰδιοτέλειάς του, ἐνῶ ὁ λευΐτης πρόλαβε νά κάνει κάποιους συλλογισμούς· ὑπολόγισε ὅτι ἦταν ἀκριβό τό τίμημα τῆς ἀγάπης σ᾿ ἐκείνη τήν περίσταση καί βιάστηκε νά φύγει, ὅπως τοῦ ὑπαγόρευε ἡ φυγοπονία του. ῾Η ἀδιαφορία τῶν δύο περαστικῶν ὄχι μόνο παρέτεινε χρονικά τήν ὀδύνη τοῦ δύστυχου ταξιδιώτη, ἀλλά καί ποιοτικά τήν ὄξυνε, καθώς τοῦ πρόσθεσε τόν πόνο τῆς ἐγκατάλειψης καί τῆς ἀπελπισίας.
Αὐτοί πού θεωροῦνταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀποδείχθηκαν ἀσυγκίνητοι στόν ἀνθρώπινο πόνο, ἀπάνθρωποι. Προφανῶς φρόντιζαν μόνο γιά τήν ἐξωτερική τους ἱεροπρέπεια καί τήν τυπική τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων, ἐνῶ ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν ἐσωτερική εὐσέβεια, γιά τήν εὐσπλαγχνία πού εὐαρεστοῦσε τόν Θεό, ἀλλά ἀπαιτοῦσε τήν θυσία τῆς φιλαυτίας τους.
Δέν εἶναι, λοιπόν, καθόλου ἀπίθανο ὅτι κανείς ἀπό τούς δύο δέν θά ἔνιωσε ἴχνος ἐνοχῆς γιά τήν σκληρή συμπεριφορά του. Δέν εἶχαν κάνει κανένα κακό, δέν παρέβησαν κάποια ἐντολή, ἀφοῦ δέν κακοποίησαν αὐτοί τόν ἄνθρωπο· ἁπλῶς δέν μπόρεσαν νά τόν βοηθήσουν. ᾿Εξάλλου εἶχαν κάθε δικαίωμα νά διασφαλίσουν τήν ζωή καί τήν περιουσία τους.
10,33. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη.
῾Ωστόσο, κάποιος Σαμαρείτης, ἀδυσώπητος ἐχθρός τῶν ᾿Ιουδαίων (βλ. σχόλια στό 9,53), συγκινήθηκε ἀπό τό δράμα τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου. ῾Οδεύων, ὁδοιπόρος καί αὐτός -δέν φαίνεται νά «κατέβαινε» ἀπό τήν ᾿Ιερουσαλήμ-, ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, ἔφθασε κοντά στόν τραυματισμένο καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη. ῾Ο Σαμαρείτης δέν ἔμεινε ἀδιάφορος, συμπόνεσε τόν πονεμένο. ῾Η αὐθόρμητη καί ἄμεση ἀνταπόκρισή του καθιστᾶ πιό σαφῆ καί ἔντονη τήν ἀσπλαγχνία τῶν προηγουμένων.
10,34-35. καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ. Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
Δέν ἀρκέσθηκε σέ μία ἐπιπόλαια, θεωρητική συμπόνια ὁ Σαμαρείτης, ἀλλά προχώρησε στήν πράξη· ἀπό τήν εὐσπλαγχνία πέρασε στήν φιλανθρωπία. Προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ, πλησίασε καί σχίζοντας ἴσως ἕνα μέρος ἀπό τά ροῦχα του, τό ἔκανε ἐπιδέσμους, μέ τούς ὁποίους ἔδεσε τά τραύματα τοῦ πληγωμένου, ἀφοῦ πρῶτα ἔχυσε πάνω στίς πληγές ἔλαιον καὶ οἶνον. Λάδι καί κρασί καθώς καί ψωμί, τά βασικά εἴδη διατροφῆς, κουβαλοῦσε συνήθως μαζί του κάθε ταξιδιώτης.
῞Οπως μᾶς πληροφοροῦν μαρτυρίες ἀρχαίων συγγραφέων, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων οἱ ἄνθρωποι χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν θεραπεία τῶν πληγῶν τό λάδι ὡς μαλακτικό καί τό κρασί ὡς ἀντισηπτικό. Γιά μία ἀκόμη φορά θαυμάζουμε τήν ἐπιμονή τοῦ γιατροῦ Λουκᾶ στήν καταγραφή τῶν ἰατρικῶν λεπτομερειῶν.
῎Επειτα ὁ Σαμαρείτης ἐπιβιβάσας αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, καταβάλλοντας ἀσφαλῶς ἰδιαίτερο κόπο, ἀνέβασε τόν συνάνθρωπο στό ζῶο πού μετέφερε τόν ἴδιο. Θυσίασε ὄχι μόνο τόν χρόνο ἀλλά καί τήν προσωπική του ἄνεση.
Πεζοπορώντας αὐτός καί ὑποβαστάζοντας τόν τραυματισμένο, ἔφθασαν εἰς πανδοχεῖον, σ᾿ ἕνα ἀπό τά χάνια τῆς ἐποχῆς, ὅπου μποροῦσαν νά διανυκτερεύουν οἱ ταξιδιῶτες. Διέκοψε τό ταξίδι γιά νά διανυκτερεύσει καί ὁ ἴδιος στό πανδοχεῖο, ὅπου ἐπεμελήθη αὐτοῦ, τοῦ πρόσφερε τίς ἀναγκαῖες περιποιήσεις καί φροντίδες.
Κατά τήν ἀναχώρησή του ἐπὶ τὴν αὔριον, τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἔβγαλε ἀπό τό βαλλάντιό του καί ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια, ποσό ἴσο μέ δύο ἡμερομίσθια ἑνός ἀνειδίκευτου ἐργάτη (πρβλ. Μθ 20,2). Τόν παρακάλεσε νά φροντίσει τόν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐπιστρέψει καί θά τοῦ πληρώσει κάθε ἐπιπλέον δαπάνη.
῾Η εὐγένεια καί ἡ διακριτικότητα, ἡ ἀνιδιοτελής καί στοργική ἀγάπη, ἡ γενναιοδωρία σέ ἕναν ἄνθρωπο ἄγνωστο, ἀλλοεθνῆ καί μάλιστα ἐχθρό, ἀναμφίβολα, ἀνεβάζει τήν εὐεργεσία τοῦ Σαμαρείτη σέ πολύ ὑψηλό ἐπίπεδο.
10,36. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
Μετά ἀπό τήν διήγηση τῆς παραβολῆς θά περίμενε κανείς νά ρωτήσει ὁ Κύριος τόν νομικό «ποιός, λοιπόν, εἶναι ὁ πλησίον;», γιά νά πάρει τήν ἀπάντηση «ὁ ἄνθρωπος πού ἔπεσε στήν ἐνέδρα τῶν ληστῶν». ῾Ο Κύριος ὅμως ἀντιστρέφοντας τήν ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης (ποιός πρέπει νά θεωρεῖται πλησίον) ἀλλά γιά τό ὑποκείμενό της· ρωτᾶ ποιός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό του «πλησίον» τοῦ κακοποιημένου ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. ᾿Απαιτεῖ μάλιστα νά γίνει ἡ διάκριση μεταξύ τούτων τῶν τριῶν, ἀνάμεσα στά τρία πρόσωπα στά ὁποῖα δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἀσκήσουν τό καθῆκον τους ὡς «πλησίον».
10,37. ῾Ο δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
῾Ο νομικός δέν ἔχει περιθώρια ἐπιλογῆς· ἡ ἀπάντηση σαφέστατη βγαίνει ἀβίαστα ἀπό τήν διήγηση. Εἶναι ἀναγκασμένος νά ὁμολογήσει ὅτι ὁ ἀνεπιθύμητος καί μισητός γι᾿ αὐτόν Σαμαρείτης ξεπέρασε τούς δύο ᾿Ιουδαίους, ἱερέα καί λευΐτη, ἀποδείχθηκε πλησίον, εὐαρέστησε τόν Θεό. Προκειμένου ὅμως νά ἀποφύγει τό ἀπεχθές γι᾿ αὐτόν ὄνομα τοῦ Σαμαρείτη, τό ἀντικαθιστᾶ μέ τήν πράξη του. Περιορίζεται νά πεῖ· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. ῾Η ἔκφραση αὐτή ἀποτελεῖ ἑβραϊσμό καί σημαίνει «αὐτός πού ἔκανε πράξη τήν εὐσπλαγχνία».
῾Ο ὑπερόπτης καί δοκησίσοφος νομικός ταπεινώνεται. Σάν νά ἦταν ἕνας ἄπειρος μαθητής ἀκούει τήν προτροπή μέ τήν ὁποία κλείνει τήν συζήτηση ὁ Κύριος· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. Προβάλλει τό παράδειγμα τοῦ σπλαγχνικοῦ εὐεργέτη ὡς πηγή ἐμπνεύσεως καί πρότυπο πρός μίμηση. ῎Εναντι τῆς ἁρπακτικῆς ἰδιοτέλειας τῶν ληστῶν, πού ἀδίστακτα λήστεψαν καί κακοποίησαν τόν συνάνθρωπό τους, ἀλλά καί ἔναντι τῆς ἀπάνθρωπης ἀδιαφορίας τῶν δύο ἀνδρῶν, πού τόν ἄφησαν ἀβοήθητο, ἡ αὐτοθυσία τοῦ Σαμαρείτη προβάλλει τήν στάση ζωῆς ἡ ὁποία διέπεται ἀπό τήν ἔμπρακτη ἀγάπη. Εἶναι ἡ οὐσιαστική ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο (πρβλ. ᾿Ια 2,15-16· Α´ ᾿Ιω 3,18), ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει καί ἐγγυᾶται τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό (πρβλ. Α´ ᾿Ιω 4,12.16).
᾿Αξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριος δέν λέει «ποίησον», ἀλλά ποίει ὁμοίως. ῾Η πράξη τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ἀποτελεῖ πρότυπο γιά συνεχῆ καί ἀδιάκοπη, ἰσόβια μίμηση. Δέν ἐπαναλαμβάνει ἐπίσης τό «καὶ ζήσῃ» τοῦ στ. 28, διότι προϋπόθεση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο πρός τόν συνάνθρωπο, ἀλλά καί πρός τόν Θεό καί ἡ παραβολή ἀναφέρθηκε μόνο στήν πρώτη. Στό ἐρώτημα «τίς ἔστι μου πλησίον» δόθηκε σαφέστατα ἡ ἀπάντηση ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον δέν καθορίζεται ἀπό τήν συγγένεια γένους, ἐθνότητος, φιλίας· πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού ἐνεργεῖ ὡς πλησίον· εἶναι καί ὁ ἐχθρός Σαμαρείτης.
* * *
Μέσα ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς σκηνές τῆς περιπέτειας τοῦ «περιπεσόντος εἰς τούς ληστάς» ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη περιγράφει ἀνάγλυφα ὅλο τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τήν περιπέτεια τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τήν σωτηρία πού τοῦ ἐξασφάλισε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔπεσε στήν παγίδα τῶν δαιμόνων «πλησίον» ἀποδείχθηκε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῏Ηλθε πολύ κοντά μας, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἔχυσε τό ἴδιο του τό αἷμα πάνω στίς πληγές τῆς ἁμαρτίας μας. Μέ τήν λυτρωτική θυσία καί τήν ἀνάστασή του ἐλευθέρωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν σατανική κυριαρχία, κατέλυσε τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί ἀσφάλισε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο στήν ᾿Εκκλησία του, ἡ ὁποία καί τό συνεχίζει. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι τό μεγάλο πανδοχεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεανθρώπου. Οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοί της ὡς πανδοχεῖς ἐπιμελοῦνται τήν θεραπεία καί καλλιέργεια τῶν ψυχῶν. Γιά τό ἔργο τους θά ἀμειφθοῦν πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Κύριο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία του. Μέ τήν θεώρηση αὐτή δικαιώνεται ἡ τυπολογική-ἀναγωγική ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς, τήν ὁποία ἀκολουθοῦν καί ὁρισμένοι ἀπό τούς πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, χωρίς νά παραβιάζεται ἡ ἱστορική ἑρμηνεία καί νά καταντᾶ ἀλληγορία.
Κατακλείοντας τήν παραβολή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ καλός Σαμαρείτης πού ἐξέφρασε τήν ἀγάπη του ὡς ὁ ἰδεώδης πλησίον τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου, προτρέπει «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»· προτείνει ἔτσι τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὡς πρότυπο «ποιήσαντος καί διδάξαντος».
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ κ. Στεργίου Ν. Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Β΄)

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ.

 



Επίκαιρος όσο ποτέ:

"Αγοράζετε ένα κομμάτι κρέας. Το κομμάτι αυτό είναι ένα στέρεο πράγμα. Όσο και αν το πατήσεις από εδώ, ή από κει, θα διατηρήσει το σχήμα του.

Όταν όμως αυτό το κομμάτι κρέας το βάλεις μέσα στη μηχανή του κιμά, από κάτω τι βγαίνει; Βγαίνει κιμάς. Και τον κιμά τον πιάνεις στο χέρι σου και τον πλάθεις, τον κάνεις όπως θέλεις, τον κάνεις σουτζούκι, τον κάνεις κεφτέ..... Τι προτιμάτε να είστε; Κρέας ή κιμάς; Μην αφήσετε να σας κάνουν κιμά......"

Λόγια απλά,που καταλαβαίνουν και οι "ανυποψίαστοι"...

Αλήθεια,ποιες να είναι άραγε αυτές οι "μηχανές κιμά";

Και πότε θα καταλάβουν ορισμένοι,πως όσο "σκληρό κρέας" κι αν είναι,ΜΕ ΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΙΜΑΣ;;;

Έχουμε χρέος να τηρήσουμε την παρακαταθήκη του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου:Όχι μόνο δεν θα γίνουμε κιμάς,αλλά ΘΑ ΔΙΑΛΥΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ!

Που μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε,ΑΚΟΜΑ και σε μια Πλατεία

« ΕΓΓΙΣΟΝ ΗΜΙΝ ΚΥΡΙΕ»

undefined


ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ και η υμνογραφία της ορθόδοξης Εκκλησίας είναι πηγή πνευματικής δύναμης. Μέσα στους ύμνους και τις προσευχές διακρίνουμε και κάποιο είδος θεοπνευστίας, γιατί η Εκκλησία μας, όταν προσεύχεται συγχρόνως θεολογεί και διδάσκει. Οι ιεροί υμνογράφοι δέχθηκαν από το Άγιο Πνεύμα πλούσιες πνευματικές εμπειρίες οι οποίες έγιναν στη συνέχεια η γλώσσα της προσευχόμενης Εκκλησίας.
Μια τέτοια ωραία και περιεκτική προσευχή περιέχεται στην ακολουθία της Τρίτης Ώρας, η οποία μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Λέγει τα εξής: « ταχείαν και σταθηράν δίδου παραμυθίαν τοις δούλοις σου, Ιησού, εν τω ακηδιάσαι τα πνεύματα ημών. Μη χωρίζου των ψυχών ημών εν θλίψεσιν, μη μακρύνου των φρενών ημών εν περιστάσεσιν, αλλ’ αεί ημάς πρόφθασον. Έγγισον ημίν, έγγισον ο πανταχού ώσπερ και τοις Αποστόλοις σου πάντοτε συνής, ούτω και τοις ποθούσιν ένωσον σαυτόν, οικτίρμων. Ίνα συνημμένοι σοι υμνώμεν και δοξολογούμεν το Πανάγιον σου Πνεύμα».
Αν προσέξουμε τα νοήματα του κειμένου θα δούμε ότι μας ανάγουν στην Αγ. Γραφή που είναι αστείρευτη πηγή ιερών υμνωδιών και προσευχών.
Έτσι η ακηδία στην οποία αναφέρεται η προσευχή είναι ένα δύσκολο πάθος, ένας μεγάλος εχθρός της πνευματικής ζωής, Όταν εμφανισθεί αυτό το παράσιτο της ακηδίας στην ψυχή και δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα και σωστά, τότε ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ράθυμος στην πνευματική εργασία. Και αδιάφορος γι τη σωτηρία του.
Η θεραπευτική μέθοδος της Εκκλησίας δεν προτείνει κάποια βοηθητικά λόγια, αλλά γι ’αυτές τις δύσκολες ώρες της ακηδίας προτείνει μετά την εξομολόγηση την επίκληση του Κυρίου: « μη μακρύνου των φρενών ημών», « μη χωρίζου των ψυχών ημών» λέγει ο ιερός υμνογράφος.
Η ακηδία οδηγεί στο σκοτασμό του νου και σε αθυμία με αποτέλεσμα να εμφανίζονται λογισμοί δειλίας και βλασφημίας.
Ενώ ο ι. υμνογράφος επιζητεί γαλήνη λογισμών, ανάπαυση καρδιάς, προθυμίας για πνευματικό αγώνα και απαλλαγή από φόβο, ανησυχία ή ταραχή. Και στη συνέχεια συνοψίζει το αίτημα του στην προστακτική: « έγγισον ημίν. έγγισον ο πανταχού». Μέσα από το βάθος της καρδιάς του αναβλύζει το μέγα αίτημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζητά το άγγιγμα του Κυρίου. Είναι αλήθεια ότι από τότε που ο Χριστός με τη Θ. Ενανθρώπηση Του άγγιξε την ανθρώπινη φύση αντιστοιχίζεται η θέωση του ανθρώπου.
Επειδή γνωρίζει την οντολογική σχέση του Χριστού με την ανθρώπινη φύση, δεν ζητά απλά μια ενίσχυση και παρηγοριά, αλλά αυτή την ίδια τη θέωση.
Το άγγιγμα του Κυρίου στην ανθρώπινη φύση δεν είναι στατικό και ελλιπές. Είναι άγγιγμα τέλειο και σωστικό. Γι ’αυτό πάντοτε η Εκκλησία μας προσευχόμενη βοά: « άγγισον ημίν Κύριε»

Κυριακή Η΄ Λουκά - "Περί ασπλαχνίας"(+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)



"Περί ασπλαχνίας"

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς εὐαγγέλιο διαβάζεται, ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Τὴ γνωρίζουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ἀλ λὰ τὴ θαυμάζουν καὶ οἱ μεγαλύτεροι σοφοί.Ἐπειδὴ ὅμως στὸ κήρυγμα ὁ σατανᾶς μᾶς κάνει ὅλους βιαστικοὺς καὶ ἀνυπόμονους, θὰ πῶ μόνο λίγα σύντομα λόγια.
Κάποιος ἄνθρωπος ξεκίνησε νὰ πάῃ πεζῇ ἀπὸ μία πόλι σὲ ἄλλη. Εἶχε βαδίσει ἀρκετὰ χιλιόμετρα στὴν δημοσία ὁδό,ὅταν σὲ κάποια καμπὴ τοῦ δρόμου, μέσ᾽ ἀπὸ μιὰ πυκνὴ λόχμη, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ ἕνα βράχο, ξεπήδησαν μπροστά τουλῃσταί. Τοῦ φώναξαν «ἄλτ» καὶ σταμάτησε. Ἔκανε ν᾽ ἀντι σταθῇ, ἀλλ᾽ αὐτοὶ τὸν χτύπησαν, κι ἀφοῦ τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε πάνω του τὸν ἄφησαν πληγωμένο ἐκεῖ χάμω.Στὴν κατάστασι ποὺ ἦταν ἤθελε βοήθεια.

Σὲ λίγο περνάει ἕνας καβάλλα σὲ ἄλογο. Ἦταν ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου. Ὁ τραυματίας εἶπε μέσα του· Αὐτὸς θὰ μὲ σώσῃ, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶνε… Ἀλλ᾽ αὐτός, ὅταν πλησίασε, ἔρριξε μιὰ ματιά, κέντησε τὸ ζῷο του κι ἀπομακρύνθηκε. Σὲ λίγο περνάει ἄλλος· αὐτὸς ἦταν λευΐτης, εἶχε δηλαδὴ μικρότερο ἱερατικὸ ἀξίωμα, ἦταν ἂς ποῦμε διάκονος. Ὁ τραυματίας περίμενε μήπως αὐτὸς δείξῃ συμπόνια.Ματαίως ὅμως· ἀπομακρύνθηκε κι αὐτὸς ἀδιάφορος.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ. Καὶ νά τώρα φαίνεται κάποιος ἄλλος. Καθὼς ὅμως πλησιάζει, ὁ πληγωμένος τὸν διακρίνει καὶ ψιθυρίζει· Ὤχ, χάθηκα!… Κρύος ἱδρώτας τὸν ἔπιασε· αὐτὸς ποὺ ἐρχόταν ἦταν ἐχθρός, θανάσιμος ἐχθρός. Ἰουδαῖος ὁ τραυματίας,Σαμαρείτης ἐκεῖνος, καὶ μεταξὺ τῶν δύο ἐθνῶν ὑπῆρχε μῖσος ἄσπονδο. Τώρα αὐτὸς θὰ μ᾽ ἀποτελειώσῃ, μονολόγησε, θὰ μοῦ δώσῃ τὴ χαριστικὴ βολή… Ἔγινε λοιπὸν ἔτσι; Ὄχι. Ἀντιθέ τως· ὁ Σαμαρείτης σταμάτη σε, κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογο
καὶ τοῦ προσέφερε τὶς πρῶτες βοήθειες· τὸν ἔπλυνε μὲ κρασὶ καὶ τὸν ἄλειψε μὲ λάδι ποὺ εἶχε μαζί του, ἔδεσε τὶς πληγὲς μὲ προχείρους ἐπιδέσμους (ποὺ θὰ ἔκανε σχίζοντας ἴσως τὸ πουκάμισό του), μ᾽ ἕνα λόγο τὸν νοσήλευσε.
Μετὰ τὸν σήκωσε στὸν ὦμο, τὸν ἀνέβα σε στὸ ἄλογό του, ἔγινε ἀγωγιά της, καὶ τὸν ὡδήγησε σ᾿ ἕναπανδοχεῖο, σ᾿ ἕνα χάνι. Ἐκεῖ κάθησε ὅλη τὴ νύχτα στὸ προσκέφαλό του καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. Καὶ τὸ πρωὶ φώναξε τὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ λέει· Περιποιήσου τον, κι ὅ,τι ξοδέψῃς, θὰ γυρίσω ἐγὼ νὰ σ᾽ τὰ πληρώσω.
Τί βλέπουμε ἐδῶ; Ἕνα τραυματία, ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἐπειγούσης βοηθείας, κι ἀπέναντί του τρεῖς ἀνθρώπους· ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δύο πέρασαν ἀδιάφοροι, ἐνῷ ὁ τρίτος, παρ᾽ ὅλο ὅτι ἀνῆκε στοὺς ἐ χθρούς του, ἔδειξε σπλάχνα οἰκτιρμῶν, ἐλέ η σε, βοήθησε καὶ ἔσωσε τὸν τραυματία. Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ«Σαμαρείτης»,ποὺ κατέβηκε ὄχι ἀπὸ τὸ ζῷο του ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐδῶ στὴ γῆ; Ὤ μυστήριο, ὤ θαῦμα ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἄλλο! εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων»(Α΄ Τιμ. 6,15). Καὶ οἱ ἄνθρωποι - οἱ Ἰ ουδαῖοι, κοντὰ στὰ ἄλλα παρωνύμια - παρατσούκλια ποὺ τοῦ ἔδωσαν, τὸν ὠνόμασαν καὶ Σαμαρείτη, γιὰ νὰ τὸν περιφρονήσουν. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο.
Κανείς μὰ κανείς ἄλλος μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο ὅπως ὁ Χριστός. Λέει πὼς σ᾿ ἀγαπάει ἡ γυναίκα σου – ψέματα σοῦ λέει· λένε ὅτι σ᾿ ἀγαποῦν τὰ παιδιά σου – ψέματα λένε· λένε ὅτι σ᾿ ἀγαποῦν οἱ φίλοι σου – ψέματα. Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ σ᾿ ἀφήσουν ὁλομόναχο. Ἕνας μόνο θὰ μείνῃ κοντά σου, κι αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης, ποὺ προσφέρει τὴ βοήθειά του σὲ κάθε πονεμένο.
Πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος εἴκοσι αἰῶνες, ἀλλ᾽ αὐτὴ ἡ παραβολὴ παραμένει ἐπίκαιρη. Μιλάει ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν του ὄχι μόνο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀλλὰ καὶ τὴ σημερινή. Ὅπως τότε ὑπῆρχαν δυστυχισμένοι ποὺ ζητοῦσαν βοήθεια, ἔτσι καὶ σήμερα ἀναρίθμητοι ἄν θρω ποι εἶνε κι αὐτοὶ τραυματισμένοι καὶ ζητοῦν βοήθεια. Εἶνε φτωχοί, ποὺ δὲν ἔχουν ἕ να κομμάτι ψωμί· εἶνε γυμνοί, ποὺ δὲν ἔχουν ροῦχο νὰ σκεπαστοῦν· εἶνε ἄστεγοι, ποὺ δὲν ἔ χουν καλύβα νὰ στεγαστοῦν· εἶνε χῆρες καὶ ὀρφανά, ποὺ ζητοῦν προστασία· εἶνε ἄρρωστοι, ποὺ βογγᾶνε πάνω στὰ κρεβάτια καὶ δὲν ἔχουν οὔτε γιατρὸ οὔτε φάρμακα· εἶνε νέοι ἄνεργοι, ποὺ χτυποῦν πόρτες καὶ κανείς δὲν τοὺς μισθώνει· εἶνε πρόσφυγες, ποὺ περιπλανῶνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ· εἶνε… Τί ζητοῦν ὅλοι αὐτοί;
«Βοήθεια!» φωνάζουν. Ἀκόμα καὶ στὴν Ἀμερική, ποὺ θεωρεῖται τὸ πλουσιώτερο κράτος,κοντὰ στοὺς οὐρανοξύστες ὑπάρχουν φτωχοὶ ποὺ στεροῦνται καὶ τὰ ἀναγκαῖα. Καὶ στὴ ῾Ρωσία, ποὺ οἱ κυβερνῆτες της κάποτε ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ σβήσουν τὴ δυστυχία, βλέπουμε ὅ τι κ᾽ ἐκεῖ ὑπάρχουν φτωχοί. Πεῖνα λοιπὸν στὴν Ἀμερική, πεῖνα στὴ ῾Ρωσία. Πεῖνα πρὸ παντὸς – ποῦ; Στὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἀφρική· ἐκεῖ πεθαίνουν κάθε μέρα παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες!
Δὲν ὑπάρχουν ἆραγε τρόφιμα; Ὑπάρχουν. Ὑπάρχουν ἀποθῆκες καὶ ψυγεῖα μὲ ἑκατομμύρια τόννους σιτάρι, γάλα, κρέατα καὶ κονσέρβες, βουνὰ ὁλόκληρα ἀπὸ βούτυρο. Καὶ ὅμως οὔτε σπυρὶ οὔτε σταγόνα δὲν προσφέρεται γιὰ τοὺς πεινασμένους τοῦ πλανήτου.
Ἄσπλαχνη κοινωνία. Προτιμοῦν νὰ τὰ κάψουν, νὰ τὰ ῥίξουν στὰ ποτάμια, ἐνῷ μποροῦν τόσο πολλὰ νὰ κάνουν. Μὴν πᾶμε ὅμως μακριά· καὶ ἡ δική μας χώρα, ποὺ ἦταν κάποτε φτωχή, σήμερα δὲν εἶνε· δόξα τῷ Θεῷ εἶνε αὐτάρκης. Τί κάνουμε λοιπόν; Οὔτε ἕνα τόννο δὲν δίνουμε· ποὺ ἔπρεπε νὰ φορτώσουμε καράβια μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ πᾶμε ἐκεῖ νὰ δώσουμε τὴ μάχη ἐναντίον τῆς πείνας, τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας, καὶ νὰ δοξάσουν οἱ ἰθαγενεῖς τὸ Θεὸ ποὺ ἐπὶ τέλους μιὰ μικρὴ χριστιανικὴ χώρα τοὺς σπλαχνίστηκε. Ἀλλὰ τί κάνουμε· ἀνοίγουμε κ᾽ ἐμεῖς χωματερὲς καὶ θάβουμε ἐκλεκτὰ προϊόντα.
Κάποτε ὁ τόπος αὐτὸς γεννοῦσε μεγάλους εὐεργέτες. Τὸ οὐράνιο αὐτὸ εἶδος δὲ φυτρώνει πλέον στὰ βράχια μας. Κάποτε παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἔφευγαν πάμπτωχα, μόνο μὲ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων τους, πήγαιναν μακριὰ στὰ ξένα, κ᾽ ἐκεῖ μὲ σκληρὴ δουλειὰ δημιουργοῦσαν μεγάλες περιουσίες. Καὶ προτοῦ νὰ πεθάνουν, ἄφηναν ὅλα τους τὰ ὑπάρχοντα στὸ γένος.
Ἔτσι ἡ πατρίδα μας, ἰδίως ἡ Ἀθήνα, εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἱδρύματα τέτοιων εὐεργετῶν.Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Γεώργιος Ἀβέρωφ, φτωχὸ παιδί, ἔφυγε ξυπόλητο ἀπὸ τὸ Μέτσοβο μὲ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας του. Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ἐργάστηκε, κοπίασε τριάντα χρόνια κι ἀπέκτησε πλοῦτο. Καὶ τί τὸν ἔκανε; Γιὰ τὸν ἑ αυτό του δὲν κράτησε οὔτε μία λίρα· πέθανε φτωχός. Ὅλα τά ᾽δωσε γιὰ τὴν Ἑλλάδα! Καὶ μ᾽ ἐκεῖνα τὰ χρήματα ἡ μικρὴ πατρίδα μας, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἔ φτειαξε τὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ»,τὸ θρυλικὸ πολεμικὸ καράβι μὲ τὸ ὁποῖο μαντρώσαμε στὰ Δαρ δανέλλια τὸν τουρκικὸ στόλο.
Ποῦ σήμερα τέτοιοι εὐεργέτες; Στυγνοὶ ἀπέναντι στὴ δυστυχία. Σ᾿ ἕνα χωριὸ βγῆκε ὁ παπᾶς ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι σὲ ἡμέρα ἐράνου γιὰ φιλανθρωπικὸ σκοπό. Τί μάζεψε; οὔτε ἕνα χιλιά ρικο. Λυπημένος μοῦ ἀνέφερε στὸ τηλέφω νο·
Δυστυχῶς ὁ ἔρανος ἀπέτυχε. Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ ἦρθαν μουσικὰ συγ κροτήματα ἀπὸμακριὰ μὲ τραγουδίστριες, ἔστησαν ἐξέδρα στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ, καὶ τραγουδοῦσαν ἀπὸ δύσι τοῦ ἡλίου ὣς τὸ πρωί. Καὶ γέροι ἀκόμα ἀσπρομάλληδες γλεντοῦσαν καὶ ὠρ γίαζαν μαζὶ μὲ τοὺς νέους. Καὶ πόσα μάζεψαν οἱ νυχτερίδες τῆς ἡδονῆς; Ὁ παπᾶς ἕνα χιλιάρικο, αὐτὲς τριακόσες χιλιάδες. Ὦ Θεέ μου, ὅλα γιὰ τὸ διάβολο· τίποτα γιὰ τὸ Χριστό, τίποτα γιὰ τὸν πλησίον!
Θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ποιά εἶνε; Εἶνε καὶ ἡ πορνεία, καὶ ἡ μοιχεία, καὶ ἡ βλασφημία· ἀλλὰ χειρότερη εἶνε ἡ ἀσπλαχνία, τὸ νὰ στέκεσαι ἀδιάφορος. Τυφλοὶ ὅσοι δὲ βλέπουν τὴ δυστυχία, κουφοὶ ὅσοι δὲ συγκινοῦνται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Ἂς ξερριζώσουμε, ἀδελφοί μου, ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὴν ἀσπλαχνία. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν πονάει τὸν ἄλλο δὲν εἶνε Χριστιανός. Ἡ κυριώτερη ἐντολὴ τοῦ εὐαγγελίου εἶνε ἡ ἀγάπη· εἶνε τὸ ὀξυγόνο τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὴ νὰ καλλιεργήσουμε μιμούμενοι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἂς σκορποῦμε τὸ καλό. Ἐκεῖνο ποὺ σοῦ περισσεύει δὲν εἶνε γιὰ τσιγάρο, γιὰ οὖζο, γιὰ τόσα ἄλλα περιττὰ καὶ ἁμαρτωλά· «εἶνε τῆς χῆρας, τοῦ ὀρφανοῦ καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε». Γιατὶ «τὸν ἄσπλαχνο, μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός».
Γι᾽ αὐτό, ὅταν γίνεται ἔρανος τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ σπεύδουμε πρόθυμα. Ἐκεῖ ἀξίζει νὰ σημειώνωνται τὰ ρεκόρ, καὶ ὄχι τόσο στὰ διάφορα ἀθλήματα καὶ τὶς διασκεδάσεις. Νὰ εἴμαστε πρῶτοι στὴ φιλανθρωπία, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας˙ ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης - Ἀμυνταίου τὴν 11-11-1984

Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς. Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς
Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ.




Ἠκούσαμεν, ἀδελφοί, ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ λέγοντος, ὅτι Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπό Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λη­σταῖς περιέπεσεν· οἷ ἐκδύ­σαντες αὐτόν,καὶ πληγὰς ἐπι­θέντες κατέλι­πον ἡμιθανῆ τυ­γχάνοντα. Ἱερεὺς δὲ καὶ Λευ­ΐτης διερχόμενοι διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, καὶ ἰδόντες αὐ­τὸν, ἀντιπαρῆλθον. Σαμαρεί­της δέ τις ἐλθὼν ἐπὶ τὸν τόπον, καὶ ἰδὼν αὐτὸν, ἐσπλαχνίσθη ἐπ’ αὐτόν, καὶ σὺν ἐλαίῳ οἶνον βαλὼν καὶ ἀναμί­ξας ἐπέχεεν αὐτῷ καὶ κατέδησε τὰ τραύ­ματα αὐτοῦ, καὶ ἀναλαβὼν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἔδωκε τῷ πανδο­χεῖ δὺο δηνά­ρια, εἰπὼν· Ἐπιμελήθητι τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ εἴ τι προσδαπανή­σης, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεθαί με ἀποδώσω σοι. Ἴδωμεν οὖν τὴν τούτων παρα­βολὴν, ἵνα συ­νιέντες καρδίᾳ συνετῇ γνωρ­ίσωμεν τοῦ Θεοῦ τὰ μυστήρια. Ἄνθρω­πος ἐστιν ὁ Ἀδὰμ, Ἰερουσαλὴ δὲ ἡ ἐπου­ράνιος πολιτεία καὶ ἡ φρόνη­σις, Ἱεριχὼ δὲ ὁ κόσμος. Ἐφ’ ὅσον τοίνυν ὁ Ἀδὰμ πρὸ τῆς παρακοῆς εἶχε τὸ ἐπουράνιον φρόνημα, καὶ τὴν ἰσάγγελον πολιτείαν, ἀκώλυτον εἶχε τὴν εἴδοδον ἐν τῇ ἐπουρα­νίῳ πόλει Ἱερουσαλήμ, καὶ τὴν κατοικίαν καὶ διατριβὴν ἐν ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Θεοῦ ποι­ούμενος, ὑπ’ οὐδενὸς ἐνικᾶτο, οὐδὲ ἐτραυματίζετο· ὅτε δὲ παρήκου­σε τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἐντολὴν οὐκ ἐφύλαξεν, ἀλλ’ ἀπηνέχθη τῇ ἀπάτῃ τοῦ ὄφεως, τότε κατέβη εἰς Ἱεριχώ, τοὐτέστιν εἰς τῆν γῆν, καὶ τὰ τῆς γῆς εἰργάζετο· Ἱερουασλὴμ γὰρ ἀνάβασις ἑρμηνεύεται, Ἱερι­χὼ δὲ κατα­κλυσμός. Κατέβη οὖν ὡς ἀπὸ Ἱερουασλὴμ εἰς Ἱεριχώ, οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐπουρανίου πολιτεύ­ματος, ἐπὶ τὸ τῆς ἀπάτης τοῦ διαβόλου πολίτευμα. Ὅτε γάρ τις φυλάσσει τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, τότε ἐν οὐρανοῖς πολι­τεύεται, καθά φησιν ὁ Ἀπόστο­λος · Ἠμῶν δὲ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπά­ρχει. Κατέβη ἀπὸ δόξης εἰς ἀδο­ξίαν, ἀπὸ παραδεί­σου τρυφῆς εἰς ἀκανθηφόρον γῆν, ἀπὸ ζωῆς εἰς θάνατον· Ἐν γάρ, φησί, φάγε­σθε ἐκ τοῦ ξύλου, θανάτῳ ἀποθα­νεῖσθε τοὐτέστι, τῇ ἁμαρτίᾳ· θά­να­τος γὰρ ψυχῆς ἁμαρτία τὸ πα­ρακοῦσαι Θεῷ. Κατέβη ἀπὸ δικαι­οσύνης τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ, ἀπὸ ἁγιωσύνης τῆς ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἦλθεν εἰς Ἱεριχώ, τοὐτέστιν, εἰς τὸ πτῶμα τῆς παρακοῆς, εἰς τὸν θάνατον τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐμπίπτει εἰς τοὺς ληστάς, τοὐτέστιν, εἰς τὸν διάβολον καὶ τὰς ἀντικεμένας αὐτῷ δυνάμεις. Ὁδὸς δέ ἐστιν ὁ βίος οὗτος, ὅπου περιπατήσας ὁ Ἀδὰμ ἔπεσεν εἰς τοὺς ληστάς, καὶ ἐκδιδύσκουσιν αὐτόν. Καὶ τί αὐτὸν ἐξέδυσαν; Τὴν στολὴν τῆς ὑπακοῆς, τὴν μετ’ ἀγγέλων φιλίαν, τὴν ἀκήρατον δόξαν, τὴν μετὰ Χριστοῦ διατριβήν, τὴν ἐν παραδείσῳ τρυφήν, τὴν ἐπουράνιον ζωήν. Ταύτην αὐτὸν ἐξέδυσαν τὴν στολὴν. Καὶ πληγὰς αὐτῷ ἐπέθηκαν, τοὐτέστι, τὰς ἁμαρτίας, πορνείας, μοιχείας, εἰδωλολατρείας, φαρμακείας, φόνους, φθόνους, ἔρεις, θυμόν, καὶ πᾶσαν τὴν λοιπὴν τῶν κακῶν ἐργασίαν. Ταῦτα γὰρ τὰ ἔργα μαστιγοῦσι τὸν ἄνθρωπον, ταῦτα δυσωδίαν καὶ φθορὰν ἐμποιοῦσι. Καὶ ὅτι ἔστι τοῦτο ἀκριβῶς,, μάθε παρὰ τοῦ Δαυΐδ, πῶς τὰς τοῦ Ἀδάμ πληγὰς εἰς ἑαυτὸν εἰκονογραφῶν, μώλωπας αὐτὰς καλεῖ λέγων· Προσώζεσαι καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προφώπου τῆς ἀφροσύνης μου. Πᾶσα δὲ ἁμαρτία μώλαπα καὶ τραῦμα ἐργάζεται. Ἑτραυματίσθη τοίνυν διὰ τῆς παρακοῆς, ἐπλήγη διὰ τῶν ἀνομιῶν, ὥς φησιν ὁ προφήτης· Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος, καὶ ἐξη­ράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπε­λαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου· τοὐτέστιν, τοῦ φυ­λάξαι τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ἡμιθανῆ δὲ, φυσί, τοῦτον κατέ­λιπον, οὐχ ὡς μὴ βουλό­μενοι τοῦτον ἀναιρεῖν, ἀλλ’ ὡς τοῦ Θεοῦ μὴ συγχω­ροῦντος. Οὐ βούλομαι γάρ, φησί, τὸν θάνα­τον τοῦ ἁμαρτω­λοῦ, ὡς τὴν μετάνοιαν. Καὶ ποῦ αὐτὸν καταλείπουσιν; Εἰς τὴν ὁδόν, τοὐτέστιν, εἰς τὸν βίον τοῦτον· ὁδὸς γὰρ λέγεται ὁ αἰὼν οὗτος, ἐπειδὴ πάντες ἄνθρωποι δι’ αὐτοῦ διέρχονται. Καταλα­βὼν δὲ, φησίν, ὁ ἱερεῦς ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆ­λθεν. Ἱερέα δὲ λέγει τὸν μακά­ριον Μωϋσῆν καὶ Ἀαρών. Μαρτυ­ρεῖ γὰρ ὁ Δαυΐδ λέγων, Μωϋσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ, καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Οὗτος οὖν ὁ θαυμαστὸς Μωϋσῆς ἔνδοξος γενόμενος, ὁ δεκαπλήγῳ μάστιγι τοὺς Αἰγυπτίους ἐτάσας, ὁ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν σχίσας καὶ ἀποξηράνας καὶ διαγὼν τὸν λαὸν δι’ αὐτῆς ὁ τὸ ἐν Μαρρὰ ὕδωρ γλυκάνας, ὁ τῷ Θεῷ διὰ νέφους προσομιλήσας, ὅ πολλὰ θαύματα ἐργασάμενος, ὁδεύων τὴν ὁδὸν τοῦ βίου τούτου, καὶ ἰδὼν τὸν ἄνθρωπον κείμενον τετραυματισμένον, παρῆλθεν αὐτὸν, καὶ οὐκ ἀνέ­στησεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης, τοὐτέστι, τὸ προφητικὸν τάγμα. Καὶ γὰρ ἐκεῖνα ὕστερον μετὰ τὸν Μωϋσῆν γενόμενοι, καὶ τὴν αὐτὴν ὁδὸν τοῦ βίου βαδίσα­ντες, εὑρόντες τετραυμα­τισμέον ἄνθρωπον τὸν Ἀδάμ, οὐκ ἀνέ­στησαν. Οὔτε Μωϋσῆς διὰ νό­μου, οὔτε προφῆται διὰ σημεί­ων, οὐδεὶς αὐτὸν ἤγειρε, οὐδεὶς αὐτῷ ζωὴν ἐχαρίσατο, οὐδεὶς αὐτὸν ἐκ θανάτου ἐλυτρώσατο, οὐδεὶς ἔστειλε τῆς ἁμαρτίας τὸ τραῦμα· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἐν ἁμα­ρτίας κατείχοντο. Εἰ διὰ σεμνὴν πολιτείαν Θεοῦ φίλοι ἐγένοντο, ἀλλὰ διὰ τὸ ὁμοσά­ρκους εἶναι τῷ Ἀδάμ, καὶ ἀπὸ τῆς ρίζης τῆς νεκρᾶς φέρε­σθαι, οὐκ ἠδύναντο κλάδου ὄντες τὴν ρίζαν ἀνα­σπάσαι ἀπὸ τῆς ἁμα­ρτίας. Σαμαρείτης δὲ τις, φησί, σπου­δαῖος τοῖς ἔργοις, εὔσπλα­χνος τὴν προαίρεσιν, συμπαθὴς περὶ τοὺς ὁμοδούλους, ἐλθὼν ἐπὶ τὸν τόπον, καὶ ἰδὼν αὐτὸν τετραυ­ματισμένον ἐσπλα­χνίσθη καὶ ἐπέθηκεν, ἔλαιον καὶ οἶνον, καὶ κατέδησε τὰ τραύμα­τα αὐ­τοῦ, τοὐτέστι, τούτου τὰς ἀμα­ρτίας. Πρόσωπον καὶ εἰκόνα ἀναλα­μβάνει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς Σαμαρείτου. Ἀλλ’ ἐρεῖ τις τῶν ἀκροατῶν τί; τὸν Κύριον Σαμαρείτην λέγεις; Ναὶ, Σαμαρείτην λέγων αὐτόν, οὐ τῇ φύσει τῆς θεότητος, ἀλλὰ τῇ μιμήσει τῆς εὐσπλαχνίας. Ὥσπερ γὰρ ὁ Σαμαρείτης τῇ μὲν φύσει τοῦ σώματος ὅμοιος τοῖς ἄλλοις ὑπῆρχε, τῇ δὲ προαιρέ­σει τῆς εὐσπλαχνίας οὐχ ὄμοιος, ἀλλὰ κρείττων ἐφάνη· οὕτω καὶ ὁ Κύριος ἄνθρωπος μὲν τῇ θεωρίᾳ τοῦ σώματος ἐφάνη ὅμοιος προφήταις, πατριάρχαις κατὰ τὸν ἐκ Μαρίας ἄνθρωπον, τῇ δυνάμει δὲ τῆς θεότητος μείζων πάντων ἀνεδείχθη· ἴσο τῷ ἀνθρωπίνῳ σχήματι, οὐκ ἴσος τῇ ὑπερκοσμίῳ ξόξῃ.
Ἐκεῖνοι ἀμε­λείᾳ καὶ ἀσπλαχνία χρησάμενοι, ἀνηλεῶς παρῆλθον τὸν τετραυ­μα­τι­­σμέ­νον· ὁ δὲ Σαμαρείτης εὐσπλαχνότερος καὶ εὐσεβέ­στερος καὶ ἐλεήμων ἐφάνη.
Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς, πατρι­αρχῶν καὶ προφητῶν ὑπεριδό­ντων τὸν διὰ παρακοῆς ἐκπεσό­ντα ἄνθρωπον, μόνος οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ἐφάνη, κατὰ τὸν προφήτην τὸν λέγοντα·
Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ πάλιν, Ὅτι σὺ, Κύριε, εὔσπλαχνος.
Καὶ ὥσπερ ὁ Σαμαρείτης οὐκ ἦν τοῦ ἔθνους τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ’ ἐξ ἄλλης χώρας ὡρμᾶτο, οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐκ ἦν ἀπὸ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἐξ οὐρανοῦ.
Ἦλθεν ἐπὶ τῆς γῆς· Θεὸς ὤν, ἄνθρωπος γέγονε δι’ ἡμᾶς· Δεσπότης ὤν, τὴν τοῦ δούλου μορφὴν ἐνεδύσατο.
Ἐσπλαχνίσθη περὶ ἡμῶν κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, εἶδε ἄνθρωπον ἐρριμμένον, ἐσκυλεμένον, τετραυματισμένον ἐκ πορνείας, εἰδωλολατρείας, μοιχείας, φόνοις· εἶδε, καὶ ἐσπλαχνίσθη ἐπὶ τὸ ἴδιον πλάσμα, καὶ ἐπέβαλεν οἶνον σὺν ἐλαίῳ· τοὐ­τέ­στι, καὶ μίξας ἀμφοτέρα ἐποί­ησεν βροχήν, καὶ ἐπέθηκε τῷ ἀνθρώπῳ.
Τί ἐστι, μίξας οἶνον σὺν ἐλαίω; Τοὐτέστιν, μίξας τὴν θεότητα μετὰ τὴς ἀνθρωπό­τη­τος, μίξας τὴν εὐσπλαχνίαν μετὰ τῆς σωτηρίας, ἔσωσε τὸν ἄνθρωπον. Μίξας οἶνον σὺν ἐλαίῳ, τοὐτέστι, μίξας, Πνεῦμα ἅγιον τῷ αἵματι αὐτοῦ, ἐζωοποίησε τὸν ἄνθρω­πον, Τοῦ γὰρ αἵματος τοῦ Κυρίου στάξαντος ἀπὸ τῆς πλευ­ρᾶς ἐπὶ τὴν γῆν, ἀπέπλυνεν ἡμῶν τὸ χειρόγραφον ἀπὸ τῶν ἁμα­ρτι­ῶν.
Τὶ δὲ ἐστι, Κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ; Τοὐτέστιν, ἔδησε τὸν διάβολον, καὶ ἔλυσε τὸν ἄνθρωπον· ἔδησε τὸ σκάφος, καὶ ἐζωοποίησε τὸ ναυαρχῆσαν πλοῖον· κατέδησε καὶ ἐδούλωσε τὰς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ, καὶ ἠλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπον. Εἰ δὲ θέλεις καὶ ἑτέρως νοεῖν, ἀκουε. Μίξας οἶνον σὺν ἐλαίῳ· ἔλαιον ἐπάγει τὸν παρακλητικὸν λόγον, οἶνον δὲ τὸν στυπτικὸν καταδευόμενος, τὴν διδασκαλί­αν τὴν συνάγουσιν τὴν διεσκο­ρπι­σμένην διάνοιαν, κατὰ τὸ εἰρημένον ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου·
Ἔλεγξον, ἐπτίμησον παρακάλεσον. Ἔθηκε δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος· τοὐτέστι, λαβὼν ὁ Χριστὸς τὴν σάρκα ἐπὶ τοὺς ἰδίους ὤμους τῆς θεότητος, ἀνήνεγκε τῷ Πατρὶ εἰς οὐρανούς. Οὐ γὰρ χρυσὸν, ἤ ἄργυρον, ἤ λίθους τιμίους ἀνήνεγκεν, ἀλλὰ τὸν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνήνεγκεν ἀπὸ τῆς εἰς οὐρανούς, εἰς τὸ μέγα θαυμα­στὸν εὐρύχωρων πανδοχεῖον, εἰς ταύτην τὴν καθολικὴν Ἐκκλησί­αν.
Καὶ παρέδωκε τῷ πανδοχεῖ τῷ μακαρίῳ Παύλῳ τῷ στύλῳ τῶν Χριστιανῶν τῷ γνησίῳ πανδοχεῖ, δοὺς αὐτῷ δύο δηνάρια, διὰ δὲ Παύλου τοῖς καθ’ ἑκάστην Ἐκκλησίαν ἀριχερεῦσι καὶ διδασκάλους καὶ λειτουργοῖς· δύο δηνάρια, Παλαιά τε καὶ Καινὴν Διαθή­κην, εἰπών· Ἐπιμελήθητι τοῦ ἀνθρώπου τούτου, καὶ εἴ τι δ’ ἄν προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐλθὼν ἀποδώσω σοι.
Ὅ δὲ λέγει, τοῦτό ἐστιν· Ἐπιμέλησαι, φησὶ, τοῦ λαοῦ τοῦ ἐξ ἐθνῶν ὅν σοι παρέδωκα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Ἐπειδὴ ἀσθενοῦσιν οἱ ἄνθρωποι τετραυματισμένοι ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν, θεράπευσον αὐτούς, ἐπιτιθεὶς αὐτοῖς λίθον ἐμπλά­στρου, τὰ προφητικὰ ρήματα καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, ὑγιαίνων αὐτοὺς διὰ τῶν τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης νουθεσιῶν καὶ παρακλήσεων, πείθων αὐτοὺς ἀποστῆναι τῆς ἁμαρτίας, καὶ καταλεῖψαι τὴν τοῦ διαβόλου πλάνην.
Ἐὰν δὲ καὶ οὕτως ἀδιόρθωτοι μείνωσι, πεῖσον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν σῶν κατορθωμάτων, κάμψον αὐτοὺς διὰ τῶν αὐστηρῶν σου λόγων· τύπος αὐτῶν γενοῦ, καὶ ὑπο­γραμ­μὸς ἀγαθός, ἐν λόγῳ, ἐν ἔργῳ , ἐν ἀναστροφῇ, ἐν πίστει, ἐν ἀγάπῃ, ἐν σεμνότητι, ἵνα τῷ σῷ τύπῳ ἐξακολουθήσῳσι, καὶ μιμηταί σου γίνωνται τῆς ἀγα­θῆς πολιτείας.
Καὶ τοῦτον ἄν ποιήσῃς καὶ ἰδίαν τινὰ προσθήκην λόγων ἤ ἔργων παράσχης, εἴ τι ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐπανελθὼν ἀποδόσω σοι· τοὐτέστιν, ἐν τῇ δευτέρᾳ μου παρουσίᾳ τῆς ἀνταποδόσεως ἄξιον τῶν καμάτων σου ἀποδόσω σοι τὸν μισθόν.
Διὰ τοῦτο Παῦλος θαρρῶν ταῖς ὑποσχέσεσι ταύταις λέγει· Ἐγὼ δὲ ἥδιστα ὑπὲρ Χριστοῦ δαπανήσω, καὶ ἐκδαπανήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν τὴν εἰς τὰ ἔθνη λέγων διδασκαλίαν καὶ τὴν διακονίαν τοῦ λόγου.
Αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐποικοδομῶν καὶ στηρίζων, καὶ πάντας ἀνθρώπους θεραπεύων διὰ τῶν πνευματικῶν νουθεσιῶν, ἑκάστῳ τὰ πρόσφορα νέμων, ὁδηγεῖ τὰς ψυχὰς ἡμῶν εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Τοῖς πᾶσι γάρ, φησί, γέγοναι τὰ πάντα, ἵνα τοῦς πάντας σώσω.
Οὗτός ἐστιν ὁ καλὸς τῆς Ἐκκλη­σίας πανδοχεύων, πάντας δέχεται καὶ πάντας ἐπιμελεῖται· οὐ πόρνον ἀπωθεῖται, οὐκ εἰδωλαλάτρην βδελύσσεται, οὐχ ἔτερον τινα ἀσεβῆ καὶ ἀκάθαρτον ἀποδιώκει, ἀλλὰ τοὺς πάντας δέχεται.
Καθάπερ ἰατρὸς ἀποπλύνει τὰ τραύματα, καὶ διὰ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως ἀποσμήχει καὶ καθαίρει, καὶ προσφέρει τὰ στυπτικὰ ρήματα, ὥσπερ οἶνον πρὸς τὸ μὴ ἄγεσθαι ταῖς κατὰ ἄγνοιαν πραχθείσαις ἁμαρτίαις ἤτοι κακίας.
Καὶ πάλιν θεραπεύει διὰ παρακλήσεως, δίκην ἐλαίου ἀλείφων τὰς ψυχὰς ἡμῶν· λέγει γὰρ οὗτος· Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν.
Ὅσοι τοίνυν τῶν τοῦ Παύλου ρημάτων μαθηταὶ τυγχάνετε, τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ φυλάξωμεν· ἵνα μὴ τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ ἐκπέσωμεν καὶ πόλεως Θεοῦ ζῶντος.
Γένοιτο δὲ θεραπευθέντας ἡμᾶς καὶ ψυχῆς καὶ σώματος τραύματα, ἐν ὑγείᾳ καὶ τελειότητι πίστεως παραστῆναι τῷ Χριστῷ σώους καὶ ἀνεκλύτους, μὴ λειπομένους ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῶ, καὶ ἀπολαῦσαι τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀγαθῆς ἐπαγγελίας χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ δόξα, σὺν τῶ Παναγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.






Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη: «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο. Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ συνέχισαν τὸ δρόμο τους. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο. Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε. Περιποιήσου τὸν ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ». Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατα­νοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ. Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς. Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός. Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος· Ἡ δική μας πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό. Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς. Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν. Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή. Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν. Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν. Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα. Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει ὁ προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ ἡ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός. Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του. Καὶ ποῦ τὸν ἀφήνουν; Στὸ δρόμο, δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή· δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή. Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. Σ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ κι ὁ Δαβὶδ λέγοντος ὅτι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι ὁ Σαμουήλ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τ’ ὄνομά του. Εἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν. Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο, δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ τραῦμα τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες. Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε, τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες του. Τό πρόσωπο καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς· Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος· φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο. Ὁ Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικός. Ὅμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη· Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦθε στὴ γῆ· ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας Ἦταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες, τοὺς φόνους· εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο. Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο· ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ. Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία, ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε, ἐπιτήμησε, πρακάλεσε. Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.
Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς. Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο· Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς λόγους, μὲ τὰ ἔργα σου, τὴ συμπεριφορὰ, τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν τὴν ἐνάρετη ζωή σου. Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα, θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική· θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει· Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή. Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες. Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους. Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ. Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας. Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας. Μᾶς λέει ὁ Παῦλος· Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἡ λογική σας λατρεία. Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.


Αναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com

Τιμωρία και ανταμοιβή, μετά την κοίμηση του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου



(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

Είναι στα χέρια του Θεοί και τα δύο αυτά. Αλλά, όπως ο επίγειος βίος δεν είναι παρά μια σκιά της αληθινής ζωής στους ουρανούς, αντιστοίχως η τιμωρία και η ανταμοιβή είναι μια σκιά μονάχα της αληθινής τιμωρίας και ανταμοιβής στην αιωνιότητα.
Οι κύριοι διώκτες του αγίου του Θεού, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ήταν ο πατριάρχης Θεόφιλος Αλεξανδρείας και η αυτοκράτειρα Ευδοξία. Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου, πικρότατη τιμωρία ανέμενε και τους δύο. Ο μεν Θεόφιλος δαιμονίστηκε, ενώ η Ευδοξία σύντομα αρρώστησε πολύ βαριά με μια ανίατη ασθένεια – όλο το σώμα της γέμισε πληγές από τις οποίες έβγαιναν σκουλήκια. Ήταν τόσο έντονη η δυσωδία που ανέδιδε το σώμα της, ώστε ήταν ανυπόφορο για οποιονδήποτε να περάσει έστω και έξω από το σπίτι της. Οι ιατροί χρησιμοποιούσαν τα πιο ισχυρά αρώματα και ευωδέστατο θυμίαμα για να περιορίσουν τη φρικτή δυσωδία της κακιάς βασίλισσας, αλλά δεν κατάφερναν τίποτα. Στο τέλος, η Ευδοξία πέθανε μέσα σε φρικτή αγωνία και σήψη. Ακόμη και μετά θάνατον το χέρι του Θεού έπεσε βαρύ επάνω της. Η κάσα που περιείχε το σαπισμένο σώμα της έτρεμε μέρα και νύχτα επί τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Σταμάτησε, μόνον όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος τέλεσε την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολη.
Απεναντίας, δείτε τι συνέβη στον Χρυσόστομο μετά από την κοίμησή του! Ανταμοιβή! Ανταπόδοση δίκαιη, τέτοια που μονάχα ο Θεός μπορεί να δώσει. Ο Άραβας Επίσκοπος Αδέλτιος, ο οποίος δέχθηκε τον εξόριστο άγιο Χρυσόστομο στην Κουκουσό, προσευχόταν, μετά την κοίμηση του Χρυσοστόμου, στον Θεό να του αποκαλύψει πού είχε πάει η ψυχή του αγίου. Η απάντηση ήλθε, ενώ βρισκόταν σε προσευχή. Ήταν σαν να βρισκόταν έξω απ’ τον εαυτό του και τον καθοδηγούσε στον ουρανό ένας αστραπόμορφος νέος, ο οποίος του έδειχνε έναν-έναν τους ιεράρχες, ποιμένες και διδασκάλους της Εκκλησίας, καλώντας τους με τα ονόματά τους – όμως δεν έβλεπε ανάμεσά τους και τον Ιωάννη. Ύστερα ο άγγελος του Θεού τον οδήγησε στο πέρασμα έξω απ’ τον Παράδεισο και ο Αδέλτιος επέστρεψε στην κανονική κατάσταση. Όταν ο άγγελος τον ρώτησε γιατί ήταν λυπημένος, ο Επίσκοπος απάντησε ότι λυπόταν, επειδή δεν είχε δει τον αγαπημένο του δάσκαλο Ιωάννη Χρυσόστομο. Ο άγγελος του εξήγησε: «Ουδείς άνθρωπος ενδεδυμένος ακόμη τη σάρκα μπορεί να τον δει, διότι είναι στον Θρόνο του Θεού με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ».

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Νοέμβριος, εκδ. Άθως

Ύμνος στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

Η Εκκλησία δοξάζει τον άγιο Ιωάννη,
τον ενθεότατο Χρυσόστομο!
Του Χριστού τον γενναίο στρατιώτη,
το μέγα καύχημα, την κρηπίδα της Εκκλησίας,
το βάθος του χρυσουργού νου και της καρδίας,
τη χρυσοφθόγγο λύρα του πνεύματος!

Βούτηξε ο Ιωάννης στα βάθη των μυστηρίων του Θεού
και αλίευσε το μαργαριτάρι που λάμπει όπως τα άστρα.
Ο υψιπέτης νους του ανήλθε στο ύψος του ουρανού!
Ως θεοφάντωρ απεκάλυψε την θεία αλήθεια·
και όσα είδε επαληθεύτηκαν στον ρου της ιστορίας.

Όλα τα προσέφερε στον Υιό του Θεού!
Αποκάλυψε σ’ εμάς τη φρίκη της αμαρτίας
αλλά και το εγκαλλώπισμα των αρετών,
που κοσμούν τον άνθρωπο.
Ως τα θεια σαφών, ο άγιος Ιωάννης·
μας έδειξε τα πολύτιμα μυστήρια του Θεού,
τους γλυκύτατους θησαυρούς του Παραδείσου.

Ως χρυσορρήμων ερμηνευτής του Ευαγγελίου
και πολέμιος στερρός των αιρέσεων,
ήταν έμπλεως πνευματικής ευφροσύνης
και ζήλου για τον Χριστό,
ως άλλος ευαγγελιστής και απόστολος.

Πολέμησε την αδικία εις βάρος άλλων,
αλλά με ειρήνη δέχθηκε να τον βασανίσουν αδίκως,
όπως κάθε άλλος μάρτυς Χριστού!
Λογιζόταν το μαρτύριό του σφραγίδα της ουρανίου σωτηρίας.
Αυτός, ο διάκονος του Χριστού ακέραιος ανεδείχθη
και αψευδής ποιμενάρχης των πιστών.
Για τούτο η Εκκλησία αξίως μεγαλύνει
τον πανένδοξό της Χρυσόστομο.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Νοέμβριος, εκδ. Άθως)

Η επίδραση των παθών (Κυριακή Η΄ Λουκά) Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ

 

 

« Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο»

Ο άρχοντας που πλησίασε το Χριστό, δεν ήταν άνθρωπος κακών διαθέσεων. Αντίθετα ήταν καλοπροαίρετος, αυστηρός τηρητής των εντολών του Νόμου και μάλιστα ήταν και τύπος ανθρώπου που είχε ανησυχίες για τη σωτηρία του. Ήθελε να κερδίσει την εύνοια του Χριστού, γι’ αυτό και εξαρχής τον προσφωνεί κολακευτικά: «Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 18,18). Μάλιστα ο ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει και τη λεπτομέρεια πως τόλμησε μπροστά στο πλήθος να γονατίσει ενώπιον του Χριστού και μετά να του κάνει την ερώτηση (Μάρκ, 10,17). Ο Βίκτωρ ο Πρεσβύτερος Αντιοχείας γράφει πως ο «νεανίσκος» (Ματθ. 19,20) δεν ήταν ύπουλος, αλλά φιλάργυρος. Ας δούμε την προσωπικότητά του.

Τα καλά στοιχεία του νεανίσκου
Πρώτα πρώτα είχε τηρήσει τις εντολές του Θεού από τη μικρή του ηλικία. Βέβαια οι περισσότερες εντολές που είχε φυλάξει, είχαν αρνητικό χαρακτήρα, δηλ. δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε κλέψει κ.ά. Εντύπωση προκαλεί η ομολογία του πως είχε, αν και νεαρός στην ηλικία, νικήσει τα σαρκικά πάθη, που είναι καταστάσεις δυσκαταγώνιστες. Θα μπορούσαμε άνετα να πούμε πως είχε φόβο Θεού. Δεν ήταν αναίσθητος πνευματικά. Ακόμη και η ερώτηση που έκανε: «Τί έτι υστερώ;» (Ματθ. 19,20) δείχνει την αγωνία που είχε για τη σωτηρία του. Στο σημείο αυτό παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «τί έτι υστερώ;» ό και αυτό σημείον ην της σφοδράς επιθυμίας αυτού», δηλ. η ερώτηση ήταν σημάδι της πάρα πολύ μεγάλης επιθυμίας του, για να σωθεί. Αυτή η συναίσθησή του πως πιθανώς κάπου να υστερεί και η επιθυμία του να γίνει καλύτερος, τον κάνει να είναι συμπαθής. Ο Κύριος «εμβλέψας αυτώ ηγάπησεν αυτόν» (Μάρκ.10,21). Ο Κύριος τον αγάπησε, επειδή είδε πως όλα αυτά τα χαρίσματα που είχε, δεν ήταν ψεύτικα, αλλά αληθινά. Ο νεανίσκος είχε νικήσει τη σάρκα του, είχε νικήσει τον εγωισμό του, είχε καταβάλει τις ιδιοτροπίες του και τα διάφορα νεανικά πάθη. Πού όμως είχε νικηθεί;

Το μεγάλο πάθος του νεανίσκου
Μπορεί κάποιος να τηρεί τις εντολές του Θεού και συγχρόνως να είναι δέσμιος των υλικών αγαθών. Το εγώ του ανθρώπου επινοεί πολλές φορές αμαρτωλές καταστάσεις μέσα μας, οι οποίες τις περισσότερες φορές εστιάζονται στις προσπάθειές μας να κατανικήσουμε το φόβο του θανάτου και να σταθεροποιήσουμε τη ζωή μας με τη βοήθεια των υλικών πραγμάτων. Ο Θεός ζητάει από μας την τελεία αποδέσμευση από τα πράγματα που μας κρατούν δέσμιους εντός του κόσμου, γράφει ένας καθηγητής θεολόγος. Ο νεανίσκος είχε νικήσει τον έρωτα των σωμάτων, αλλ’ είχε νικηθεί από τον έρωτα των χρημάτων. Ήταν φιλάργυρος. Η προσκόλληση στον υλικό πλούτο μπορεί να αποβεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την είσοδό μας στη Βασιλεία του Θεού. Η απαγκίστρωσή μας από τα χρήματα θεωρείται χάρισμα και μάλιστα μεγάλο. Ο Κύριος ζήτησε από τον άρχοντα να διανείμει την περιουσία του στους πτωχούς. Αυτό ήταν κάτι ανήκουστο για τους Ιουδαίους. Του είπε να κάνει κάτι μεγάλο, αλλά του έδωσε και μεγάλα έπαθλα· «έξεις θησαυρόν εν ούρανώ» (Λουκ. 18,22). Ο Κύριος του υποσχέθηκε να τον κάνει πιο πλούσιο. Του είπε να δώσει τα φθειρόμενα, για να κερδίσει τα μένοντα και αιώνια. Ο νεανίσκος δεν άντεξε την προτροπή του Κυρίου και «απήλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22). Τα κτήματα και τα υπάρχοντα του αφήρεσαν το ζήλο για την αιώνια ζωή. Ο ιερός Χρυσόστομος σε μια ομιλία του λέει πως πιο εύκολα κάποιος δίνει το αίμα του παρά αρνείται τα χρήματα· «ώστε του ρίψαι τα χρήματα πολλώ μείζον τούτο το επίταγμα, το και αυτό το αίμα εκχείν». Ο λαλίστατος νεανίσκος κατάπιε τη γλώσσα του μπροστά στην προσταγή του Κυρίου. Σίγησε, έγινε κατηφής και στυγνός και αναχώρησε για το σπίτι του, χωρίς να παραδεχθεί το σωτήριο λόγο του Χριστού.

Η επίδραση των παθών
Αντί άλλων σχολίων ας αναφέρουμε τη γνώμη του Μεγάλου Βασιλείου για τη φιλαργυρία που δείχνει τη φοβερή επίδραση του πάθους πάνω μας. «Γνωρίζω (γράφει ο άγιος) πολλούς νηστευτές, προσευχομένους, στενάζοντες, που δείχνουν όλη την αδάπανη ευλάβεια, ενώ δεν προτίθενται να δώσουν ελεημοσύνη ούτε έναν οβολό. «Τί το όφελος τούτοις της λοιπής αρετής», δηλ. ποιό είναι σ’ αυτούς το όφελος από την υπόλοιπη αρετή; Κανένα όφελος δεν έχουμε, εάν κυριαρχεί ένα πάθος και μάλιστα θανάσιμο, επάνω μας, από την υπόλοιπη αρετή μας.
Αδελφοί μου,
Αν δεν είναι στραμμένη η καρδιά μας στα μη βλεπόμενα, αν δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε στην πρέπουσα θέση τη γη απέναντι στον ουρανό κι αν δεν καταλάβουμε ότι είμαστε στη γη, αλλά ο προορισμός μας είναι ο ουρανός, είναι αδύνατο να εννοήσουμε αυτά που λέγει η Εκκλησία μας για τον πλούτο. «Ας προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από τα διάφορα πάθη μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...