Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 14, 2011

Ἐξήγηση Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας




Ὁ Ἄμωμος (ψαλμὸς 118).

Στάση πρώτη.

Ὅσοι εἶναι ἄμωμοι στὸ δρόμο τῆς ζωῆς τους, ἂς ὑμνοῦν τὸν Κύριον. Εὐλογητὸς εἶσαι Κύριε, δίδαξε μὲ τὶς ἐντολές σου. Μεγάλο πόθο ἔχει ἡ ψυχή μου νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ θέλει τὰ κρίματά σου σὲ κάθε καιρό. Καταλήφθηκε ἀπὸ νυσταγμὸ ἡ ψυχή μου λόγω χαλάρωσης, στερέωσέ με στὰ λόγια σου. Κάνε τὴν καρδιά μου νὰ στραφεῖ στὰ μαρτύριά Σου καὶ ὄχι στὴν πλεονεξία. Ἡ ψυχή μου γέμισε ἀπὸ ἀθυμία ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ ἐγκαταλείπουν τὸν νόμο Σου. Ἐπικοινωνῶ μὲ ἐκείνους ποὺ σὲ σέβονται καὶ φυλάσσουν τὸν νόμο Σου.


Στάση δεύτερη.

Τὰ χέρια Σου μὲ δημιούργησαν καὶ μὲ ἔπλασαν, δῶσε μου σύνεση καὶ θὰ μάθω τὶς ἐντολές σου. Γιατί γεννήθηκα σὰν ἀσκὶ στὴν παγωνιά, ἀλλὰ τὰ δικαιώματά Σου δὲν λησμόνησα. Δικός σου εἶμαι Κύριε σῶσε με, τὰ δικαιώματά σου ζήτησα. Ἀπὸ τὰ κρίματά σου δὲν παρεξέκλινα, γιατί Σὺ ἔκαμες νόμο γιὰ μένα, ἐλέησέ με Κύριε. Στράφηκα μὲ τὴν καρδιά μου στὸ νὰ πράττω τὶς ἐντολές Σου μὲ σκοπὸ νὰ πάρω τὴν ἀνταμοιβή. Εἶναι καιρὸς Κύριε νὰ σώσεις τοὺς δούλους Σου ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς παραβίασαν τὸν νόμο Σου.


Στάση τρίτη.

Ἐλέησέ με, ἀλληλούια. Κοίτα με καὶ ἐλέησέ με μὲ τὴν κρίση Σου νὰ προστατεύεις αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸ ὄνομά Σου. Γιατί εἶμαι νέος καὶ περιφρονημένος, ἀλλὰ δὲν ξέχασα τὰ δικαιώματά Σου. Ἄκουσε τὴ φωνή μου σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεός Σου καὶ μὲ τὴν κρίση Σου δῶσε μου ζωή. Ἄρχοντες μὲ ἐκδίωξαν ἄδικα καὶ ἐγὼ δειλίασα ἐξαιτίας τῶν λόγων Σου. Θὰ ζήσει ἡ ψυχή μου καὶ θὰ σὲ ὑμνήσει καὶ οἱ κρίσεις Σου θὰ μὲ βοηθήσουν. Πλανήθηκα σὰν τὸ χαμένο πρόβατο, ζήτησε νὰ μὲ βρεῖς γιατί τὶς ἐντολές Σου δὲν λησμόνησα.




Εὐλογητάρια

Εἶσαι εὐλογητὸς Κύριε διδαξὲ με τὰ δικαιώματά σου. Ὁ χορὸς τῶν Ἁγίων βρῆκε τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου, θὰ βρῶ καὶ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὁδὸ μὲ τὴν μετάνοια, γιατί εἶμαι τὸ χαμένο πρόβατο, ξανακάλεσέ με καὶ σῶσε με.

Ἐσὺ ποὺ μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μὲ τίμησες μὲ τὴν θεία σου εἰκόνα, ἀφοῦ παρέβηκα τὴν ἐντολή Σου μὲ γύρισες πάλι στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχομαι, ἐπανάφερέ με στὸ καθ’ ὁμοίωσιν γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὴν παλαιὰ ὀμορφιά.

Εἶμαι εἰκόνα τῆς δόξας Σου ἂν καὶ φέρω σημάδια τῆς ἁμαρτίας. Λυπήσου τὸ πλάσμα Σου Δέσποτα καὶ καθάρισέ το μὲ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Δῶσε μου τὴν πατρίδα ποὺ ποθῶ κάνοντάς με ξανὰ πολίτη τοῦ Παραδείσου.

Ἀνάπαυσε ὁ Θεὸς τὸν δοῦλο Σου καὶ τοποθέτησέ τον στὸν Παράδεισο ὅπου βρίσκονται χοροὶ τῶν Ἁγίων καὶ οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὡς φωστῆρες.
Ἀνάπαυσε τὸν δοῦλον Σου παραβλέποντας ὅλα τὰ ἁμαρτήματα.

Τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς Θεότητας ἂς ὑμνήσουμε μὲ εὐσέβεια λέγοντες. Ἅγιος εἶσαι ὁ Πατέρας ὁ ἄναρχος, ὁ συνάναρχος Υἱὸς καὶ τὸ Θεῖο Πνεῦμα. Φώτισέ μας ποὺ σὲ λατρεύουμε μὲ πίστη καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κόλασης.

Χαῖρε σεμνὴ Σὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ὁποίας τὸ γένος μας βρῆκε τὴν σωτηρία, μὲ Σένα θὰ βροῦμε τὸν Παράδεισο, Θεοτόκε, ἁγνή, εὐλογημένη.



Κοντάκιο

Μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους ἀνάπαυσε Χριστὲ τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Σου. ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει πόνος ἢ λύπη ἢ στεναγμός, ἀλλὰ μόνο ζωὴ ἀτελείωτη.



Νεκρώσιμα ἰδιόμελα

Ποιὰ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς βρίσκεται ἀμέτοχη λύπης; Ποιὰ δόξα γήινη μένει σταθερὴ καὶ ἀμετάθετη; Ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ ἀπατηλότερα ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μία στιγμὴ καὶ ὅλα τὰ διαδέχεται ὁ θάνατος. Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Χριστὲ στὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου καὶ στὴ γλυκύτητα τῆς ὀμορφιᾶς Σου αὐτὸν ποὺ ἐξέλεξες σήμερα ὡς φιλάνθρωπος.

Σὰν τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ σὰν ὄνειρο φεύγει καὶ διαλύεται κάθε ἄνθρωπος. Ὅταν (στὴν δευτέρα Παρουσία) ἠχήσει ἡ σάλπιγγα ὅλοι οἱ νεκροὶ σὰν νὰ γίνεται σεισμός, θὰ ἀναστηθοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα γιὰ νὰ Σὲ συναντήσουν Χριστέ. Τότε Δέσποτα αὐτὸν ποὺ πῆρες ἀπὸ ἐμᾶς νὰ κατατάξεις στὶς σκηνὲς τῶν Ἁγίων Σου, ἀναπαύων ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ δούλου Σου.

Ἀλίμονο πόσο ἀγώνα ἔχει ἡ ψυχὴ ὅταν παλεύει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὴν ἐλεήσει. Βλέπει πρὸς τοὺς Ἀγγέλους, χωρὶς ὅμως ἀνταπόκριση. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τείνει τὰ χέρια χωρὶς νὰ τὴν βοηθήσει κάποιος. Γι’ αὐτὸ ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὸ μικρὸ διάστημα τῆς ζωῆς μας, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ χαρίσει ἀνάπαυση στὴν ψυχὴ τοῦ μεταστάντος καὶ στὶς ψυχές μας τὸ μεγάλο Του ἔλεος.

Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα εἶναι παροδικὰ καὶ δὲν ὑπάρχουν μετὰ τὸν θάνατο, οὔτε τὰ πλούτη παραμένουν, οὔτε ἡ δόξα μᾶς συνοδεύει. Γιατί ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος ὅλα αὐτὰ θὰ ἐξαφανιστοῦν. Γι’ αὐτὸ ἂς φωνάξουμε στὸν ἀθάνατο βασιλιὰ καὶ Χριστό μας, αὐτὸν ποὺ πῆρε ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἀναπαύσει ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ κατοικία ὅλων αὐτῶν ποὺ γεύονται τὴν εὐφροσύνη τῆς βασιλείας Του.

Εἶναι πράγματι φοβερὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὸ πῶς ἡ ψυχὴ βίαια χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἁρμονική της σχέση μὲ τὸ σῶμα καὶ κόβεται ὁ φυσικός της δεσμὸς μὲ αὐτὸ μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ Σὲ παρακαλοῦμε τὸν δοτήρα τῆς ζωῆς καὶ φιλάνθρωπο ,τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσε στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων Σου.

Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Προφήτη ποὺ ἔλεγε ὅτι ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη καὶ εἶδα μὲ τὸ νοῦ μου τὰ μνήματα καὶ εἶδα τὰ ἄσαρκα ὀστᾶ καὶ εἶπα. Ἄρα ποιὸς εἶναι ( ὁ νεκρὸς ) βασιλιὰς ἢ στρατιώτης; πλούσιος ἢ πτωχός; δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Κύριε μὲ τοὺς δικαίους τὸν δοῦλο Σου, ὡς φιλάνθρωπος.

Ἀρχὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μου ἔγινε τὸ δημιουργικό Σου πρόσταγμα, γιατί νὰ μὲ πλάσεις ζῶο ἀναμικτο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, τὸ μὲν σῶμα μου τὸ πῆρες ἀπὸ τὴν γῆ, μοῦ ἔδωσες δὲ ψυχὴ μὲ τὴν θεία καὶ ζωαρχική Σου ἔμπνευση. Γι’ αὐτὸ Χριστὲ ἀνάπαυσε τὸν δοῦλο Σου στὴ χώρα τῶν ζώντων καὶ στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων.

Ἀνάπαυσε Σωτήρα μας ποὺ δίνεις τὴν ζωή, τὸν ἀδελφό μας ποὺ μετέστησες ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ὁ ὁποῖος βοᾶ δόξα σὲ Σένα.

Θρηνῶ καὶ κλαίω ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατο καὶ δῶ στοὺς τάφους τὴν δική μας ὡραιότητα ποὺ πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, χωρὶς μορφή, χωρὶς δόξα, χωρὶς εἶδος. Πόσο μεγάλο θαῦμα. Γιατί ἔγινε γιὰ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ μυστήριο; Πῶς παραδοθήκαμε στὴν φθορὰ καὶ συζευχθήκαμε μὲ τὸν θάνατο. Ἀλήθεια αὐτὸ ἔγινε μὲ πρόσταγμα Θεοῦ, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ὁ ὁποῖος παρέχει στοὺς μεταστάντας τὴν ἀνάπαυση.

Ὁ θάνατός Σου Κύριε ἔγινε πρόξενος ἀθανασίας, διότι ἂν δὲν ἐνταφιαζόσουν στὸ μνῆμα, ὁ παράδεισος δὲν θὰ ἀνοιγόταν. Ἔτσι τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσε ὡς φιλάνθρωπος.

Ἁγνὴ Παρθένε, ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ Θεὸς Λόγος στὸν κόσμο, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἱκέτευε νὰ ἐλεηθεῖ ἡ ψυχή του.



Οἱ Μακαρισμοί

Θυμήσου μας Κύριε στὴ βασιλεία Σου.
Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν φτωχὸ πνεῦμα, γιατί σὲ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πενθοῦν, γιατί θὰ παρηγορηθοῦν, οἱ ἤρεμοι καὶ πρᾶοι γιατί θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ, αὐτοὶ ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν τὴν δικαιοσύνη γιατί θὰ χορτάσουν.

Εὐτυχισμένοι οἱ ἐλεήμονες γιατί θὰ ἐλεηθοῦν.
Τὸν ληστὴ πάνω στὸ Σταυρὸ πού σοῦ φώναξε τὸ θυμήσου με, τὸν ἔκαμες πρῶτο πολίτη τοῦ Παραδείσου, τὴν μετάνοιά του αὐτὴ ἀξίωσε καὶ μένα νὰ τὴν βρῶ.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό.
Σὺ Θεὲ ποὺ κυριεύεις τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, ἀνάπαυσε στὶς αὐλὲς τῶν Ἁγίων Σου, αὐτὸν ποὺ διάλεξες ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ὁ ὁποῖος βοᾶ θυμήσου με στὴν βασιλεία Σου.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ κάνουν εἰρήνη, γιατί θὰ ὀνομαστοῦν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Σὺ Κύριε, ποὺ δεσπόζεις στὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα καὶ ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια Σου τὴν πνοή μας καὶ εἶσαι ἡ παρηγοριὰ τῶν θλιβομένων, ἀνάπαυσε στὴν χώρα τῶν δικαίων τὸν μεταστάντα δοῦλο Σου.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διώκονται ἐξαιτίας τῆς δικαιοσύνης, διότι σὲ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ Χριστὸς ἂς σὲ ἀναπαύσει στὴν χώρα τῶν δικαίων καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξει τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ σὲ ἀναδείξει πολίτη τῆς βασιλείας Του καὶ νὰ σοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν ποὺ ἔπραξες στὴ ζωή σου, φιλοχρίστε.

Εὐτυχισμένοι εἶστε ὅταν σᾶς κατηγορήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ σᾶς διώξουν καὶ σᾶς συκοφαντήσουν μὲ ψεύδη ἐξαιτίας Μου.
Ἂς βγοῦμε καὶ νὰ δοῦμε στοὺς τάφους ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γυμνὰ ὀστᾶ, τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια καὶ δυσοσμία καὶ νὰ σκεφτοῦμε ποιὰ ἀξία ἔχει ὁ πλοῦτος, ἡ ὀμορφιά, ἡ δύναμη καὶ ἡ εὐπρέπεια.

Νὰ εἶστε χαρούμενοι, γιατί ὁ μισθὸς σας εἶναι μεγάλος στὸν οὐρανό.
Ἂς ἀκούσουμε τί λέγει ὁ Παντοκράτορας Θεός, ἀλίμονο σὲ σᾶς ποὺ ζητᾶτε νὰ δεῖτε τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Αὐτὴ εἶναι σκοτάδι καὶ ἡ φωτιὰ θὰ δοκιμάσει τὰ σύμπαντα.

Στὴν ἄναρχη γέννηση τῆς Τριάδας, Πατέρα προσκυνῶ ποὺ γέννησε τὸν Υἱό, τὸν Υἱὸ δοξάζω ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀνυμνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ συνεκλάμπει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.

Πῶς ἀπὸ τοὺς μαστούς Σου πηγάζεις γάλα Παρθένε; Πῶς τρέφεις Αὐτὸν ποὺ τρέφει τὴν κτίση; Ἀσφαλῶς ὅπως γνωρίζει αὐτὸς ποὺ πήγασε νερὸ ἀπὸ τὴν πέτρα καὶ ἄνοιξε τὶς φλέβες τῶν νερῶν γιὰ νὰ ξεδιψάσει τὸν λαό, ὅπως λέει ἡ Γραφή.



Ἀπόστολος ( Α΄ Θεσ., Δ,13-17)

Ἀδέλφια μου δὲν θέλω νὰ ἀγνοεῖται σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους, γιὰ νὰ μὴ λυπάσθε ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα (ἀναστάσεως).Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντες μὲ πίστη θὰ τοὺς φέρει στὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Γιατί σᾶς λέμε τὰ λόγια του Κυρίου, ὅτι ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ δὲν θὰ προφθάσουμε τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς προλάβουν στὴν προϋπάντηση τοῦ Κυρίου. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου καὶ μὲ σάλπισμα Θεοῦ θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ οἱ νεκροὶ ποὺ κοιμήθηκαν μὲ πίστη στὸν Χριστὸ θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτοι. Ἔπειτα ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες γιὰ νὰ συναντήσουμε στὸν ἀέρα τὸν Κύριο καὶ ἔτσι θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζί Του.



Εὐαγγέλιο ( Κατά Ἰωάννην ε΄ 24-30 )

Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦλθαν νὰ Τὸν συναντήσουν. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο μου καὶ πιστεύει σὲ αὐτὸν ποὺ μὲ ἔστειλε, ἔχει αἰώνια ζωὴ καὶ δὲν κρίνεται, ἀλλὰ μετέβη ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἔρχεται ὥρα, κοντά, στὴν ὁποία οἱ νεκροὶ θὰ ἀκούσουν τὴν φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτοὶ ποὺ τὴν ἄκουσαν θὰ ζήσουν. Γιατί, ὅπως ὁ Πατέρας ἔχει στὴν φύση Του ζωή, ἔτσι ἔδωσε καὶ στὸν Υἱὸ ζωὴ καὶ ἐξουσία νὰ κάνει κρίση, ἀφοῦ εἶναι Υἱὸς ἀνθρώπου. Μὴν ἀπορεῖτε γι’ αὐτό, γιατί πλησιάζει ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ νεκροὶ στὰ μνημεῖα θὰ ἀκούσουν τὴν φωνή Του καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὰ ἀγαθὰ θὰ ἀναστηθοῦν στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν φαῦλα πράγματα θὰ ἀναστηθοῦν σὲ αἰώνια κρίση. Δὲν μπορῶ ἀπὸ μόνος Μου νὰ κάνω τίποτα. Ὅπως ἀκούω, κρίνω καὶ ἡ κρίση Μου εἶναι δίκαιη, γιατί δὲν ἐπιζητῶ τὸ θέλημά Μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Μου ποὺ Μὲ ἔστειλε.



Εὐχές συγχωρητικές

Ἐσὺ ποὺ εἶσαι Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ κάθε σαρκικῆς φύσεως, ποὺ καταπάτησες τὸν θάνατο καὶ κατάργησες τὸν διάβολο καὶ χάρισες ζωὴ στὸν κόσμο, Ἐσὺ Κύριε ἀνάπαυσε τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Σου σὲ τόπο φωτεινό, σὲ τόπο χλοερό, σὲ τόπο ἀναψύξεως, ὅπου δὲν ὑπάρχει, ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Κάθε ἁμάρτημα ποὺ ἔκαμε μὲ λόγια ἢ ἔργα ἢ μὲ τὴν σκέψη, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρεσέ το. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσει στὴν γῆ καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσει, Ἐσὺ μόνο εἶσαι ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, ἡ δικαιοσύνη Σου εἶναι αἰώνια καὶ ὁ λόγος Σου ἀλήθεια.



Εὐχή σὲ περίπτωση κατάρας

Κύριε καὶ Θεέ μας, Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴν ἄρρητή Σου σοφία δημιούργησες τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τοῦ ἔδωσες ὡραία μορφὴ καὶ ὀμορφιά, τὸν στόλισες μὲ τὰ χαρίσματά Σου σὰν τίμιο καὶ οὐράνιο κτῆμα Σου γιὰ νὰ σὲ δοξάζει, ἐπειδὴ τὸν ἔπλασες κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ ὁμοίωμά Σου.

Αὐτὸς ὅμως παρέβη τὴν ἐντολὴ καὶ τὸ πρόσταγμά Σου καὶ τὴν εἰκόνα Σου ποὺ δέχτηκε δὲν τήρησε ὅπως τὴν παρέλαβε. Ἔτσι γιὰ νὰ μὴ μείνει ἀθάνατο τὸ κακὸ ποὺ μπῆκε στὸν κόσμο, ἀπὸ φιλανθρωπία διέταξες νὰ διαλύεται ἡ κράση καὶ ἡ μίξη αὐτὴ καὶ νὰ κόβεται ὁ ἄρρηκτος δεσμὸς σώματος καὶ ψυχῆς, ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ πηγαίνει ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου προῆλθε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀνάστασης (τῶν σωμάτων),τὸ δὲ σῶμα νὰ διαλύεται ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου δημιουργήθηκε (χῶμα).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς σὲ παρακαλοῦμε τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸν μονογενῆ σου Υἱὸ καὶ τὸ πανάγιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα Σου, νὰ μὴ παραβλέψεις τὸ πλάσμα Σου, ὥστε νὰ ἀπολεσθεῖ, ἀλλὰ τὸ μὲν σῶμα του νὰ διαλυθεῖ, ἡ δὲ ψυχὴ νὰ καταταχθεῖ στὸν χορὸ τῶν δικαίων.

Ναὶ, Κύριε, ἂς νικήσει τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Σου καὶ ἡ φιλανθρωπία Σου. Καὶ εἴτε ὁ δοῦλος Σου αὐτὸς ὑπέπεσε σὲ κατάρα τοῦ πατέρα ἢ τῆς μητέρας του ἢ σὲ δικό του ἀνάθεμα, ἢ μὲ τὴν συμπεριφορὰ του λύπησε κάποιον Ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔβαλε ἄλυτο δεσμὸ ἢ ἔπεσε σὲ βαρὺ ἀφορισμὸ ἀπὸ Ἀρχιερέα καὶ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ραθυμία του δὲν συγχωρήθηκε ὅσο ζοῦσε, συγχώρησέ τον ἀπὸ ἐμένα, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός. Καὶ τὸ μὲν σῶμα του διάλυσε, τὴν δὲ ψυχὴ του κατάταξε στὶς σκηνὲς τῶν Ἁγίων Σου. Ναὶ, Κύριε ὁ Θεός, σὺ ποὺ ἔδωσες τὴν ἐξουσία αὐτὴ στοὺς Ἁγίους Σου Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους, ὥστε νὰ δίνουν ἄφεση, λέγοντάς τους: Ὅσα ἂν δέσετε καὶ λύσετε, νὰ εἶναι δεμένα καὶ λυμένα, δι’ αὐτῶν καὶ σέ μᾶς, ἂν καὶ ἀνάξιους, τὴν ἴδια ἐξουσία ἔδωσες, λύσε τὸν κοιμηθέντα δοῦλο Σου ἀπὸ τὸ ψυχικὸ καὶ σωματικὸ ἁμάρτημα καὶ ἂς εἶναι συγχωρημένος καὶ σὲ αὐτὸν τὸν αἰώνα καὶ στὸν μελλοντικό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων Σου.


Ἄλλη Εὐχή

Δέσποτα τοῦ ἐλέους, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, Σὺ ποὺ ἔδωσες τὰ κλειδιὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας στοὺς Ἁγίους μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους καὶ μὲ τὴν χάρη Σου τοὺς ἔδωσες τὴν ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ εἶναι δεμένα στὸν οὐρανὸ ὅσα ἔχουν δεθεῖ στὴν γῆ καὶ λυμένα στὸν οὐρανὸ ὅσα ἔχουν λυθεῖ στὴ γῆ. Ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς καὶ ἀνάξιους δούλους Σου ἀξίωσες νὰ γίνουμε διάδοχοι τῆς ὑπεραγίας δωρεᾶς καὶ χάριτος μὲ τὴν φιλανθρωπία Σου, ὥστε παρόμοια νὰ δένουμε καὶ νὰ λύνουμε ὅσα συμβαίνουν στὸ λαό Σου. Αὐτὸς ἀγαθὲ βασιλιὰ, συγχώρησε δι’ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἀνάξιου δούλου Σου τὸν δοῦλο σου (κοιμηθέντα) ἂν κάτι ὡς ἄνθρωπος ἔκανε στὴν ζωή του. Καὶ δῶσε ἄφεση σὲ ὅσα ἢ μὲ λόγια ἢ μὲ ἔργα ἢ μὲ τὸ μυαλὸ του ἁμάρτησε, λύνοντας τὸν δεσμὸ μὲ τὸν ὁποῖο ἢ ὁ ἴδιος σὲ στιγμὴ ἀπροσεξίας ἢ ἀπὸ ἄλλη αἰτία ἔδεσε τὸν ἑαυτό του ἢ δέθηκε ἀπὸ Ἀρχιερέα ἢ ἀπὸ κάποιον ἄλλο ἔπεσε σὲ αὐτὸ τὸ ὀλίσθημα ἀπὸ φθόνο καὶ συνεργασία τοῦ διαβόλου. Εὐδόκησε ἡ ψυχή του νὰ καταταχθεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εὐαρέστησαν ἐνώπιόν Σου, τὸ δὲ σῶμα του νὰ δοθεῖ στὴν φύση ποὺ Σὺ δημιούργησες.


Εὐχὴ σὲ ἱερέα

Σὲ εὐχαριστοῦμε Κύριε καὶ Θεέ μας γιατί σὲ ἐσένα ἀνήκει ἡ ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ βασιλεία ποὺ δὲν ἔχει διαδοχὴ καὶ δὲν ὑπάρχει προσωποληψία ἐνώπιόν Σου. Γιατί σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅρισες τὸ κοινὸ χρέος τοῦ βίου (τὸ θάνατο) ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα. Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλοῦμε Κύριε καὶ Θεέ μας τὸν δοῦλο Σου Ἱερέα, ἀδελφὸ καὶ συλλειτουργό μας καὶ ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως στὴν αἰώνια ζωή, ἀνάπαυσε στοὺς κόλπους Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ ὅπως στὴν γῆ τὸν ἀξίωσες νὰ γίνει λειτουργός Σου, ἔτσι ἀνάδειξε τὸν λειτουργὸ καὶ στὸ οὐράνιο θυσιαστήριό Σου. Καὶ ὅπως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τὸν ἐκόσμησες μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερατικῆς Σου χάριτος, ἔτσι καὶ μεταξὺ τῶν ἀγγέλων παράλαβέ τον ἀκατάκριτον στὴν Τριαδικὴ δόξα Σου. Ἐσὺ ποὺ ἔκανες ἔνδοξη τὴν ζωή του στὴ γῆ, κάνε μὲ τὸν θάνατό του νὰ μπεῖ στὸν τόπο τῶν Ἁγίων Σου καὶ τοποθέτησε τὸ πνεῦμα του μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ Σὲ εὐαρέστησαν.


Ὁ τελευταῖος ἀσπασμός

Ἐλᾶτε νὰ δώσουμε τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸν νεκρὸ εὐχαριστοῦντες τὸ Θεό. Αὐτὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν συγγένειά του καὶ πρὸς τὸν τάφο πηγαίνει, μὴ φροντίζοντας πλέον τὰ μάταια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ σώματος. Ποῦ θὰ εἶναι τώρα συγγενεῖς καὶ φίλοι; Τώρα χωριζόμαστε καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀναπαύσει.



Πρωτότυπο Κείμενο

Ἱερεύς: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἀπὸ Ψαλμὸν 118 Ἦχος πλ. β'

Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, ἀλληλούϊα.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Ἀλληλούϊα.

Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ. Ἀλληλούϊα.

Ἐνύσταξεν ἡ ψυχὴ μου ἀπὸ ἀκηδίας, βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου. Ἀλληλούϊα.

Κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου, καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν. Ἀλληλούϊα.

Ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον σου. Ἀλληλούϊα.

Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε, καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου. Ἀλληλούϊα.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἷς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἀλληλούϊα.



Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν), καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.

Ὅπως Κύριος ὁ Θεός, τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.

Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.



ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἦχος πλ. α'

Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με, συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα, ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ἔκλινα τὴν καρδίαν μου, τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα δι' ἀντάμειψιν. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ, διεσκέδασαν τὸν νόμον σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἐλέησόν με, Κύριε, Κύριε.



ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ

Ἦχος πλ. δ'

Καὶ ἐλέησόν με. Ἀλληλούϊα.

Ἐπίβλεψον ἐπ' ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, κατὰ τὸ κρῖμα τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά σου. Ἀλληλούϊα.

Νεώτερος ἐγώ εἰμι, καὶ ἐξουδενωμένος, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἀλληλούϊα.

Τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμα σου ζῆσόν με. Ἀλληλούϊα.

Ἄρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου. Ἀλληλούϊα.

Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι.

Ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός, ζήτησον τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην.



ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ

Ἦχος πλ. α'

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Τῶν Ἁγίων ὁ χορός, εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν Παραδείσου, εὕρω κἀγώ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς μετανοίας, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Ὁ πάλαι μέν, ἐκ μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θείᾳ τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν με ἐπιστρέψας εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην, εἰς τὸ καθ' ὁμοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Εἰκών εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων, οἰκτείρησον τὸ σὸν πλάσμα, Δέσποτα, καὶ καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ, καὶ τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, καὶ κατάταξον αὐτόν (αὐτήν) ἐν Παραδείσῳ, ὅπου χοροὶ τῶν Ἁγίων, Κύριε, καὶ οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες, τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν (τὴν κεκοιμημένην δούλην) σου ἀνάπαυσον, παρορῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) πάντα τὰ ἐγκλήματα.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Τριαδικὸν

Τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς Θεότητος, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν βοῶντες· Ἅγιος εἶ, ὁ Πατὴρ ὁ ἄναρχος, ὁ συνάναρχος Υἱὸς καὶ θεῖον Πνεῦμα· φώτισον ἡμᾶς πίστει σοι λατρεύοντας, καὶ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἐξάρπασον.

Καὶ νῦν...

Χαῖρε σεμνή, ἡ Θεὸν σαρκὶ τεκοῦσα, εἰς πάντων σωτηρίαν, δι' ἧς γένος τῶν ἀνθρώπων εὕρατο τὴν σωτηρίαν, διὰ σοῦ εὕροιμεν Παράδεισον, Θεοτόκε, ἁγνὴ εὐλογημένη.



Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. Δόξα σοι ὁ Θεός. (3)



Ἦχος πλ. δ'

Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστε, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου (τῆς δούλης) σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.

Ἦχος α'

Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἕστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ' ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος, ὅν (ἥν) ἐξελέξω ἀνάπαυσον ὡς φιλανθρωπος.

Ἦχος β'

Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος, πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος, νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, πάντες ἀναστήσονται πρός τὴν σὴν ὑπάντησιν, Χριστὲ ὁ Θεός· τότε, Δέσποτα, ὅν (ἥν) μετέστησας ἐξ ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν Ἁγίων σου κατάταξον σκηναῖς, τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου (τῆς σῆς δούλης) Χριστέ.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος β'

Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τούς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς, τῷ μεταστάντι (τῇ μεταστάσῃ) τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἦχος γ'

Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα·ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διό, Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.

Ἦχος δ'

Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται. Διό σε ἱκετεύομεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον, ἐν σκηναῖς τῶν δικαίων σου, ζωοδότα φιλάνθρωπε.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος δ'

Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ των προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν ἱκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά. Ἀλλὰ δεῦτε βοήσωμεν τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ· Κύριε, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν ἀξίωσον τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν, ἀναπαύων αὐτόν (αὐτήν) ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι.

Ἦχος πλ. α'

Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός, καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσον, Κύριε, μετὰ δικαίων τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου ὡς φιλάνθρωπος.

Ἦχος πλ. β'

Ἀρχὴ μοι καὶ ὑπόστασις, τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα· βουληθεὶς γὰρ ἐξ ἀοράτου τε, καὶ ὁρατῆς με ζῷον συμπῆξαι φύσεως, γῆθεν μου τὸ σῶμα διέπλασας, δέδωκας δὲ μοι ψυχήν, τῇ θείᾳ σου καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει. Διό, Χριστέ, τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς δικαίων ἀνάπαυσον.

Ἦχος βαρὺς

Ἀνάπαυσον, Σωτὴρ ἡμῶν ζωοδότα, ὃν μετέστησας ἀδελφόν (ἣν μετέστησας ἀδελφήν) ἡμῶν, ἐκ τῶν προσκαίρων, κράζοντα (κράζουσαν) δόξα σοι.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος βαρὺς

Κατ' εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν, πλαστουργήσας κατ’ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας κατάρχειν σου τῶν κτισμάτων, φθόνῳ δὲ διαβόλου ἀπατηθείς, τῆς βρώσεως μετέσχε, τῶν ἐντολῶν σου παραβάτης γεγονώς· διὸ πάλιν εἰς γῆν ἑξ ἧς ἐλήφθη, κατεδίκασας ἐπιστρέφειν, Κύριε, καὶ αἰτεῖσθαι τὴν ἀνάπαυσιν.

Ἦχος πλ. δ'

Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον , καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος. Ὢ τοῦ θαύματος! Τὶ τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ , καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρέχοντος τοῖς μεταστᾶσι τὴν ἀνάπαυσιν.

Δόξα...

Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο, διὸ τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον ὡς φιλάνθρωπος.

Καὶ νῦν...

Ἁγνὴ Παρθένε τοῦ Λόγου Πύλη, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μήτηρ, ἱκέτευε ἐλεηθῆναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς).



ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ

Ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε.

Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.

Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται.

Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.

Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.

Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.

Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.

Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.

Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.

Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα, καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι, ἕνεκεν ἐμοῦ.

Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς.



Προκείμενον Ἦχος γ'

Ἀναγνώστης: Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως.

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Ἀναγνώστης: Πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ὁ Θεός μου.

Ἱερεύς: Σοφία.

Ἀναγνώστης: Πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α' Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 4, 13-17)

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Ἀναγνώστης: Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὀς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας, ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος, ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ, καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι, ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα.

Ἱερεύς: Εἰρήνη σοι.

Λαός: Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα.

Ἱερεύς: Σοφία· ὀρθοί. Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.

Λαός: Καὶ τῷ Πνεύματί σου,

Ἱερεύς: Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 5, 24-30)

Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται· ὥσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ Υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστι. Μὴ θαυμάζετε τοῦτο, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ἐν ᾖ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται, οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐδέν. Καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν, ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός.

Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν) καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.

Ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.

Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Ἱερεύς: ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας τὸν δὲ διάβολον καταργήσας καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος, αὐτός, Κύριε, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ’ αὐτοῦ (αὐτῆς) πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος, Κύριε, ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις, ἡ δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ λόγος σου ἀλήθεια.

Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ μακαρία ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καί, ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.



Ἱερεύς: Δόξα σοι ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι.

Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων ὡς ἀθάνατος Βασιλεύς, καὶ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου ἁγίας αὐτοῦ Μητρός, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν ἁγίων ἐνδόξων Προπατόρων Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τοῦ ὁσίου καὶ δικαίου φίλου αὐτοῦ Λαζάρου τοῦ τετραημέρου, καὶ πάντων των Ἁγίων, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐξ ἡμῶν μεταστάντος δούλου (τῆς ἐξ ἡμῶν μεταστάσης δούλης) αὐτοῦ (Ν), ἐν σκηναῖς δικαίων τάξαι, ἐν κόλποις , Ἀβραὰμ ἀναπαύσαι, καὶ μετὰ δικαίων συναριθμήσαι ἡμᾶς δ' ἐλεήσαι καὶ σώσαι ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός.



Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε ἀδελφὲ ἡμῶν. (3)

Γιὰ γυναίκα: Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστος καὶ ἀείμνηστος ἀδελφὴ ἡμῶν. (3)

Λαός: Αἰωνία ἡ μνήμη. (3)



Ἦχος β'

Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρὸν

Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, δῶμεν ἀδελφοὶ τῷ θανόντι (τῇ θανούσῃ), εὐχαριστοῦντες Θεῷ· οὗτος (αὗτη) γὰρ ἐξέλιπε τῆς συγγενείας αὐτοῦ (αὐτῆς), καὶ πρὸς τάφον ἐπεὶγεται, οὐκ ἔτι φροντίζων (φροντίζουσα), τὰ τῆς ματαιότητος καὶ πολυμόχθου σαρκός. Ποῦ νῦν συγγενεῖς τε καὶ φίλοι; Ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.



Ποῖος χωρισμός, ὦ ἀδελφοί, ποῖος κοπετός, ποῖος θρῆνος, ἐν τῇ παρούσῃ ῥοπῇ ! Δεῦτε οὖν ἀσπάσασθε τόν (τήν) πρὸ μικροῦ μεθ' ἡμῶν· παραδίδοται τάφῳ γάρ, καλύπτεται λίθῳ, σκότει κατοικίζεται, νεκροῖς συνθάπτεται· πάντες συγγενεῖς τε καὶ φίλοι, ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.

Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον

Σῷζε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σέ, Μήτηρ τοῦ ἀδύτου Ἡλίου, Θεογεννήτρια, αἴτησαι πρεσβείαις σου τὸν Ὑπεράγαθον, ἀναπαῦσαι δεόμεθα, τὸν νῦν μεταστάντα (τὴν νῦν μεταστᾶσαν), ἔνθα ἀναπαύονται αἱ τῶν δικαίων ψυχαί, θείων ἀγαθῶν κληρονόμον, δεῖξον ἐν αὐλαῖς τῶν δικαίων εἰς μνημόσυνον, Πανάμωμε, αἰώνιον.



Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰωνων. Ἀμήν.



Δι' εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν
Ἐξήγηση Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας



Ὁ Ἄμωμος (ψαλμὸς 118).

Στάση πρώτη.

Ὅσοι εἶναι ἄμωμοι στὸ δρόμο τῆς ζωῆς τους, ἂς ὑμνοῦν τὸν Κύριον. Εὐλογητὸς εἶσαι Κύριε, δίδαξε μὲ τὶς ἐντολές σου. Μεγάλο πόθο ἔχει ἡ ψυχή μου νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ θέλει τὰ κρίματά σου σὲ κάθε καιρό. Καταλήφθηκε ἀπὸ νυσταγμὸ ἡ ψυχή μου λόγω χαλάρωσης, στερέωσέ με στὰ λόγια σου. Κάνε τὴν καρδιά μου νὰ στραφεῖ στὰ μαρτύριά Σου καὶ ὄχι στὴν πλεονεξία. Ἡ ψυχή μου γέμισε ἀπὸ ἀθυμία ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ ἐγκαταλείπουν τὸν νόμο Σου. Ἐπικοινωνῶ μὲ ἐκείνους ποὺ σὲ σέβονται καὶ φυλάσσουν τὸν νόμο Σου.


Στάση δεύτερη.

Τὰ χέρια Σου μὲ δημιούργησαν καὶ μὲ ἔπλασαν, δῶσε μου σύνεση καὶ θὰ μάθω τὶς ἐντολές σου. Γιατί γεννήθηκα σὰν ἀσκὶ στὴν παγωνιά, ἀλλὰ τὰ δικαιώματά Σου δὲν λησμόνησα. Δικός σου εἶμαι Κύριε σῶσε με, τὰ δικαιώματά σου ζήτησα. Ἀπὸ τὰ κρίματά σου δὲν παρεξέκλινα, γιατί Σὺ ἔκαμες νόμο γιὰ μένα, ἐλέησέ με Κύριε. Στράφηκα μὲ τὴν καρδιά μου στὸ νὰ πράττω τὶς ἐντολές Σου μὲ σκοπὸ νὰ πάρω τὴν ἀνταμοιβή. Εἶναι καιρὸς Κύριε νὰ σώσεις τοὺς δούλους Σου ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς παραβίασαν τὸν νόμο Σου.


Στάση τρίτη.

Ἐλέησέ με, ἀλληλούια. Κοίτα με καὶ ἐλέησέ με μὲ τὴν κρίση Σου νὰ προστατεύεις αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸ ὄνομά Σου. Γιατί εἶμαι νέος καὶ περιφρονημένος, ἀλλὰ δὲν ξέχασα τὰ δικαιώματά Σου. Ἄκουσε τὴ φωνή μου σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεός Σου καὶ μὲ τὴν κρίση Σου δῶσε μου ζωή. Ἄρχοντες μὲ ἐκδίωξαν ἄδικα καὶ ἐγὼ δειλίασα ἐξαιτίας τῶν λόγων Σου. Θὰ ζήσει ἡ ψυχή μου καὶ θὰ σὲ ὑμνήσει καὶ οἱ κρίσεις Σου θὰ μὲ βοηθήσουν. Πλανήθηκα σὰν τὸ χαμένο πρόβατο, ζήτησε νὰ μὲ βρεῖς γιατί τὶς ἐντολές Σου δὲν λησμόνησα.




Εὐλογητάρια

Εἶσαι εὐλογητὸς Κύριε διδαξὲ με τὰ δικαιώματά σου. Ὁ χορὸς τῶν Ἁγίων βρῆκε τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου, θὰ βρῶ καὶ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὁδὸ μὲ τὴν μετάνοια, γιατί εἶμαι τὸ χαμένο πρόβατο, ξανακάλεσέ με καὶ σῶσε με.

Ἐσὺ ποὺ μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μὲ τίμησες μὲ τὴν θεία σου εἰκόνα, ἀφοῦ παρέβηκα τὴν ἐντολή Σου μὲ γύρισες πάλι στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχομαι, ἐπανάφερέ με στὸ καθ’ ὁμοίωσιν γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὴν παλαιὰ ὀμορφιά.

Εἶμαι εἰκόνα τῆς δόξας Σου ἂν καὶ φέρω σημάδια τῆς ἁμαρτίας. Λυπήσου τὸ πλάσμα Σου Δέσποτα καὶ καθάρισέ το μὲ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Δῶσε μου τὴν πατρίδα ποὺ ποθῶ κάνοντάς με ξανὰ πολίτη τοῦ Παραδείσου.

Ἀνάπαυσε ὁ Θεὸς τὸν δοῦλο Σου καὶ τοποθέτησέ τον στὸν Παράδεισο ὅπου βρίσκονται χοροὶ τῶν Ἁγίων καὶ οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὡς φωστῆρες.
Ἀνάπαυσε τὸν δοῦλον Σου παραβλέποντας ὅλα τὰ ἁμαρτήματα.

Τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς Θεότητας ἂς ὑμνήσουμε μὲ εὐσέβεια λέγοντες. Ἅγιος εἶσαι ὁ Πατέρας ὁ ἄναρχος, ὁ συνάναρχος Υἱὸς καὶ τὸ Θεῖο Πνεῦμα. Φώτισέ μας ποὺ σὲ λατρεύουμε μὲ πίστη καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κόλασης.

Χαῖρε σεμνὴ Σὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ὁποίας τὸ γένος μας βρῆκε τὴν σωτηρία, μὲ Σένα θὰ βροῦμε τὸν Παράδεισο, Θεοτόκε, ἁγνή, εὐλογημένη.



Κοντάκιο

Μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους ἀνάπαυσε Χριστὲ τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Σου. ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει πόνος ἢ λύπη ἢ στεναγμός, ἀλλὰ μόνο ζωὴ ἀτελείωτη.



Νεκρώσιμα ἰδιόμελα

Ποιὰ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς βρίσκεται ἀμέτοχη λύπης; Ποιὰ δόξα γήινη μένει σταθερὴ καὶ ἀμετάθετη; Ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ ἀπατηλότερα ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μία στιγμὴ καὶ ὅλα τὰ διαδέχεται ὁ θάνατος. Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Χριστὲ στὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου καὶ στὴ γλυκύτητα τῆς ὀμορφιᾶς Σου αὐτὸν ποὺ ἐξέλεξες σήμερα ὡς φιλάνθρωπος.

Σὰν τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ σὰν ὄνειρο φεύγει καὶ διαλύεται κάθε ἄνθρωπος. Ὅταν (στὴν δευτέρα Παρουσία) ἠχήσει ἡ σάλπιγγα ὅλοι οἱ νεκροὶ σὰν νὰ γίνεται σεισμός, θὰ ἀναστηθοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα γιὰ νὰ Σὲ συναντήσουν Χριστέ. Τότε Δέσποτα αὐτὸν ποὺ πῆρες ἀπὸ ἐμᾶς νὰ κατατάξεις στὶς σκηνὲς τῶν Ἁγίων Σου, ἀναπαύων ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ δούλου Σου.

Ἀλίμονο πόσο ἀγώνα ἔχει ἡ ψυχὴ ὅταν παλεύει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὴν ἐλεήσει. Βλέπει πρὸς τοὺς Ἀγγέλους, χωρὶς ὅμως ἀνταπόκριση. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τείνει τὰ χέρια χωρὶς νὰ τὴν βοηθήσει κάποιος. Γι’ αὐτὸ ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὸ μικρὸ διάστημα τῆς ζωῆς μας, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ χαρίσει ἀνάπαυση στὴν ψυχὴ τοῦ μεταστάντος καὶ στὶς ψυχές μας τὸ μεγάλο Του ἔλεος.

Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα εἶναι παροδικὰ καὶ δὲν ὑπάρχουν μετὰ τὸν θάνατο, οὔτε τὰ πλούτη παραμένουν, οὔτε ἡ δόξα μᾶς συνοδεύει. Γιατί ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος ὅλα αὐτὰ θὰ ἐξαφανιστοῦν. Γι’ αὐτὸ ἂς φωνάξουμε στὸν ἀθάνατο βασιλιὰ καὶ Χριστό μας, αὐτὸν ποὺ πῆρε ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἀναπαύσει ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ κατοικία ὅλων αὐτῶν ποὺ γεύονται τὴν εὐφροσύνη τῆς βασιλείας Του.

Εἶναι πράγματι φοβερὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὸ πῶς ἡ ψυχὴ βίαια χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἁρμονική της σχέση μὲ τὸ σῶμα καὶ κόβεται ὁ φυσικός της δεσμὸς μὲ αὐτὸ μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ Σὲ παρακαλοῦμε τὸν δοτήρα τῆς ζωῆς καὶ φιλάνθρωπο ,τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσε στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων Σου.

Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Προφήτη ποὺ ἔλεγε ὅτι ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη καὶ εἶδα μὲ τὸ νοῦ μου τὰ μνήματα καὶ εἶδα τὰ ἄσαρκα ὀστᾶ καὶ εἶπα. Ἄρα ποιὸς εἶναι ( ὁ νεκρὸς ) βασιλιὰς ἢ στρατιώτης; πλούσιος ἢ πτωχός; δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Κύριε μὲ τοὺς δικαίους τὸν δοῦλο Σου, ὡς φιλάνθρωπος.

Ἀρχὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μου ἔγινε τὸ δημιουργικό Σου πρόσταγμα, γιατί νὰ μὲ πλάσεις ζῶο ἀναμικτο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, τὸ μὲν σῶμα μου τὸ πῆρες ἀπὸ τὴν γῆ, μοῦ ἔδωσες δὲ ψυχὴ μὲ τὴν θεία καὶ ζωαρχική Σου ἔμπνευση. Γι’ αὐτὸ Χριστὲ ἀνάπαυσε τὸν δοῦλο Σου στὴ χώρα τῶν ζώντων καὶ στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων.

Ἀνάπαυσε Σωτήρα μας ποὺ δίνεις τὴν ζωή, τὸν ἀδελφό μας ποὺ μετέστησες ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ὁ ὁποῖος βοᾶ δόξα σὲ Σένα.

Θρηνῶ καὶ κλαίω ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατο καὶ δῶ στοὺς τάφους τὴν δική μας ὡραιότητα ποὺ πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, χωρὶς μορφή, χωρὶς δόξα, χωρὶς εἶδος. Πόσο μεγάλο θαῦμα. Γιατί ἔγινε γιὰ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ μυστήριο; Πῶς παραδοθήκαμε στὴν φθορὰ καὶ συζευχθήκαμε μὲ τὸν θάνατο. Ἀλήθεια αὐτὸ ἔγινε μὲ πρόσταγμα Θεοῦ, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ὁ ὁποῖος παρέχει στοὺς μεταστάντας τὴν ἀνάπαυση.

Ὁ θάνατός Σου Κύριε ἔγινε πρόξενος ἀθανασίας, διότι ἂν δὲν ἐνταφιαζόσουν στὸ μνῆμα, ὁ παράδεισος δὲν θὰ ἀνοιγόταν. Ἔτσι τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσε ὡς φιλάνθρωπος.

Ἁγνὴ Παρθένε, ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ Θεὸς Λόγος στὸν κόσμο, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἱκέτευε νὰ ἐλεηθεῖ ἡ ψυχή του.



Οἱ Μακαρισμοί

Θυμήσου μας Κύριε στὴ βασιλεία Σου.
Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν φτωχὸ πνεῦμα, γιατί σὲ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πενθοῦν, γιατί θὰ παρηγορηθοῦν, οἱ ἤρεμοι καὶ πρᾶοι γιατί θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ, αὐτοὶ ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν τὴν δικαιοσύνη γιατί θὰ χορτάσουν.

Εὐτυχισμένοι οἱ ἐλεήμονες γιατί θὰ ἐλεηθοῦν.
Τὸν ληστὴ πάνω στὸ Σταυρὸ πού σοῦ φώναξε τὸ θυμήσου με, τὸν ἔκαμες πρῶτο πολίτη τοῦ Παραδείσου, τὴν μετάνοιά του αὐτὴ ἀξίωσε καὶ μένα νὰ τὴν βρῶ.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό.
Σὺ Θεὲ ποὺ κυριεύεις τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, ἀνάπαυσε στὶς αὐλὲς τῶν Ἁγίων Σου, αὐτὸν ποὺ διάλεξες ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ὁ ὁποῖος βοᾶ θυμήσου με στὴν βασιλεία Σου.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ κάνουν εἰρήνη, γιατί θὰ ὀνομαστοῦν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Σὺ Κύριε, ποὺ δεσπόζεις στὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα καὶ ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια Σου τὴν πνοή μας καὶ εἶσαι ἡ παρηγοριὰ τῶν θλιβομένων, ἀνάπαυσε στὴν χώρα τῶν δικαίων τὸν μεταστάντα δοῦλο Σου.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διώκονται ἐξαιτίας τῆς δικαιοσύνης, διότι σὲ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ Χριστὸς ἂς σὲ ἀναπαύσει στὴν χώρα τῶν δικαίων καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξει τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ σὲ ἀναδείξει πολίτη τῆς βασιλείας Του καὶ νὰ σοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν ποὺ ἔπραξες στὴ ζωή σου, φιλοχρίστε.

Εὐτυχισμένοι εἶστε ὅταν σᾶς κατηγορήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ σᾶς διώξουν καὶ σᾶς συκοφαντήσουν μὲ ψεύδη ἐξαιτίας Μου.
Ἂς βγοῦμε καὶ νὰ δοῦμε στοὺς τάφους ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γυμνὰ ὀστᾶ, τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια καὶ δυσοσμία καὶ νὰ σκεφτοῦμε ποιὰ ἀξία ἔχει ὁ πλοῦτος, ἡ ὀμορφιά, ἡ δύναμη καὶ ἡ εὐπρέπεια.

Νὰ εἶστε χαρούμενοι, γιατί ὁ μισθὸς σας εἶναι μεγάλος στὸν οὐρανό.
Ἂς ἀκούσουμε τί λέγει ὁ Παντοκράτορας Θεός, ἀλίμονο σὲ σᾶς ποὺ ζητᾶτε νὰ δεῖτε τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Αὐτὴ εἶναι σκοτάδι καὶ ἡ φωτιὰ θὰ δοκιμάσει τὰ σύμπαντα.

Στὴν ἄναρχη γέννηση τῆς Τριάδας, Πατέρα προσκυνῶ ποὺ γέννησε τὸν Υἱό, τὸν Υἱὸ δοξάζω ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀνυμνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ συνεκλάμπει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.

Πῶς ἀπὸ τοὺς μαστούς Σου πηγάζεις γάλα Παρθένε; Πῶς τρέφεις Αὐτὸν ποὺ τρέφει τὴν κτίση; Ἀσφαλῶς ὅπως γνωρίζει αὐτὸς ποὺ πήγασε νερὸ ἀπὸ τὴν πέτρα καὶ ἄνοιξε τὶς φλέβες τῶν νερῶν γιὰ νὰ ξεδιψάσει τὸν λαό, ὅπως λέει ἡ Γραφή.



Ἀπόστολος ( Α΄ Θεσ., Δ,13-17)

Ἀδέλφια μου δὲν θέλω νὰ ἀγνοεῖται σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους, γιὰ νὰ μὴ λυπάσθε ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα (ἀναστάσεως).Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντες μὲ πίστη θὰ τοὺς φέρει στὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Γιατί σᾶς λέμε τὰ λόγια του Κυρίου, ὅτι ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ δὲν θὰ προφθάσουμε τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς προλάβουν στὴν προϋπάντηση τοῦ Κυρίου. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου καὶ μὲ σάλπισμα Θεοῦ θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ οἱ νεκροὶ ποὺ κοιμήθηκαν μὲ πίστη στὸν Χριστὸ θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτοι. Ἔπειτα ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες γιὰ νὰ συναντήσουμε στὸν ἀέρα τὸν Κύριο καὶ ἔτσι θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζί Του.



Εὐαγγέλιο ( Κατά Ἰωάννην ε΄ 24-30 )

Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦλθαν νὰ Τὸν συναντήσουν. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο μου καὶ πιστεύει σὲ αὐτὸν ποὺ μὲ ἔστειλε, ἔχει αἰώνια ζωὴ καὶ δὲν κρίνεται, ἀλλὰ μετέβη ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἔρχεται ὥρα, κοντά, στὴν ὁποία οἱ νεκροὶ θὰ ἀκούσουν τὴν φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτοὶ ποὺ τὴν ἄκουσαν θὰ ζήσουν. Γιατί, ὅπως ὁ Πατέρας ἔχει στὴν φύση Του ζωή, ἔτσι ἔδωσε καὶ στὸν Υἱὸ ζωὴ καὶ ἐξουσία νὰ κάνει κρίση, ἀφοῦ εἶναι Υἱὸς ἀνθρώπου. Μὴν ἀπορεῖτε γι’ αὐτό, γιατί πλησιάζει ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ νεκροὶ στὰ μνημεῖα θὰ ἀκούσουν τὴν φωνή Του καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὰ ἀγαθὰ θὰ ἀναστηθοῦν στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν φαῦλα πράγματα θὰ ἀναστηθοῦν σὲ αἰώνια κρίση. Δὲν μπορῶ ἀπὸ μόνος Μου νὰ κάνω τίποτα. Ὅπως ἀκούω, κρίνω καὶ ἡ κρίση Μου εἶναι δίκαιη, γιατί δὲν ἐπιζητῶ τὸ θέλημά Μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Μου ποὺ Μὲ ἔστειλε.



Εὐχές συγχωρητικές

Ἐσὺ ποὺ εἶσαι Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ κάθε σαρκικῆς φύσεως, ποὺ καταπάτησες τὸν θάνατο καὶ κατάργησες τὸν διάβολο καὶ χάρισες ζωὴ στὸν κόσμο, Ἐσὺ Κύριε ἀνάπαυσε τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Σου σὲ τόπο φωτεινό, σὲ τόπο χλοερό, σὲ τόπο ἀναψύξεως, ὅπου δὲν ὑπάρχει, ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Κάθε ἁμάρτημα ποὺ ἔκαμε μὲ λόγια ἢ ἔργα ἢ μὲ τὴν σκέψη, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρεσέ το. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσει στὴν γῆ καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσει, Ἐσὺ μόνο εἶσαι ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, ἡ δικαιοσύνη Σου εἶναι αἰώνια καὶ ὁ λόγος Σου ἀλήθεια.



Εὐχή σὲ περίπτωση κατάρας

Κύριε καὶ Θεέ μας, Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴν ἄρρητή Σου σοφία δημιούργησες τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τοῦ ἔδωσες ὡραία μορφὴ καὶ ὀμορφιά, τὸν στόλισες μὲ τὰ χαρίσματά Σου σὰν τίμιο καὶ οὐράνιο κτῆμα Σου γιὰ νὰ σὲ δοξάζει, ἐπειδὴ τὸν ἔπλασες κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ ὁμοίωμά Σου.

Αὐτὸς ὅμως παρέβη τὴν ἐντολὴ καὶ τὸ πρόσταγμά Σου καὶ τὴν εἰκόνα Σου ποὺ δέχτηκε δὲν τήρησε ὅπως τὴν παρέλαβε. Ἔτσι γιὰ νὰ μὴ μείνει ἀθάνατο τὸ κακὸ ποὺ μπῆκε στὸν κόσμο, ἀπὸ φιλανθρωπία διέταξες νὰ διαλύεται ἡ κράση καὶ ἡ μίξη αὐτὴ καὶ νὰ κόβεται ὁ ἄρρηκτος δεσμὸς σώματος καὶ ψυχῆς, ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ πηγαίνει ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου προῆλθε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀνάστασης (τῶν σωμάτων),τὸ δὲ σῶμα νὰ διαλύεται ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου δημιουργήθηκε (χῶμα).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς σὲ παρακαλοῦμε τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸν μονογενῆ σου Υἱὸ καὶ τὸ πανάγιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα Σου, νὰ μὴ παραβλέψεις τὸ πλάσμα Σου, ὥστε νὰ ἀπολεσθεῖ, ἀλλὰ τὸ μὲν σῶμα του νὰ διαλυθεῖ, ἡ δὲ ψυχὴ νὰ καταταχθεῖ στὸν χορὸ τῶν δικαίων.

Ναὶ, Κύριε, ἂς νικήσει τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Σου καὶ ἡ φιλανθρωπία Σου. Καὶ εἴτε ὁ δοῦλος Σου αὐτὸς ὑπέπεσε σὲ κατάρα τοῦ πατέρα ἢ τῆς μητέρας του ἢ σὲ δικό του ἀνάθεμα, ἢ μὲ τὴν συμπεριφορὰ του λύπησε κάποιον Ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔβαλε ἄλυτο δεσμὸ ἢ ἔπεσε σὲ βαρὺ ἀφορισμὸ ἀπὸ Ἀρχιερέα καὶ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ραθυμία του δὲν συγχωρήθηκε ὅσο ζοῦσε, συγχώρησέ τον ἀπὸ ἐμένα, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός. Καὶ τὸ μὲν σῶμα του διάλυσε, τὴν δὲ ψυχὴ του κατάταξε στὶς σκηνὲς τῶν Ἁγίων Σου. Ναὶ, Κύριε ὁ Θεός, σὺ ποὺ ἔδωσες τὴν ἐξουσία αὐτὴ στοὺς Ἁγίους Σου Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους, ὥστε νὰ δίνουν ἄφεση, λέγοντάς τους: Ὅσα ἂν δέσετε καὶ λύσετε, νὰ εἶναι δεμένα καὶ λυμένα, δι’ αὐτῶν καὶ σέ μᾶς, ἂν καὶ ἀνάξιους, τὴν ἴδια ἐξουσία ἔδωσες, λύσε τὸν κοιμηθέντα δοῦλο Σου ἀπὸ τὸ ψυχικὸ καὶ σωματικὸ ἁμάρτημα καὶ ἂς εἶναι συγχωρημένος καὶ σὲ αὐτὸν τὸν αἰώνα καὶ στὸν μελλοντικό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων Σου.


Ἄλλη Εὐχή

Δέσποτα τοῦ ἐλέους, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, Σὺ ποὺ ἔδωσες τὰ κλειδιὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας στοὺς Ἁγίους μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους καὶ μὲ τὴν χάρη Σου τοὺς ἔδωσες τὴν ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ εἶναι δεμένα στὸν οὐρανὸ ὅσα ἔχουν δεθεῖ στὴν γῆ καὶ λυμένα στὸν οὐρανὸ ὅσα ἔχουν λυθεῖ στὴ γῆ. Ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς καὶ ἀνάξιους δούλους Σου ἀξίωσες νὰ γίνουμε διάδοχοι τῆς ὑπεραγίας δωρεᾶς καὶ χάριτος μὲ τὴν φιλανθρωπία Σου, ὥστε παρόμοια νὰ δένουμε καὶ νὰ λύνουμε ὅσα συμβαίνουν στὸ λαό Σου. Αὐτὸς ἀγαθὲ βασιλιὰ, συγχώρησε δι’ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἀνάξιου δούλου Σου τὸν δοῦλο σου (κοιμηθέντα) ἂν κάτι ὡς ἄνθρωπος ἔκανε στὴν ζωή του. Καὶ δῶσε ἄφεση σὲ ὅσα ἢ μὲ λόγια ἢ μὲ ἔργα ἢ μὲ τὸ μυαλὸ του ἁμάρτησε, λύνοντας τὸν δεσμὸ μὲ τὸν ὁποῖο ἢ ὁ ἴδιος σὲ στιγμὴ ἀπροσεξίας ἢ ἀπὸ ἄλλη αἰτία ἔδεσε τὸν ἑαυτό του ἢ δέθηκε ἀπὸ Ἀρχιερέα ἢ ἀπὸ κάποιον ἄλλο ἔπεσε σὲ αὐτὸ τὸ ὀλίσθημα ἀπὸ φθόνο καὶ συνεργασία τοῦ διαβόλου. Εὐδόκησε ἡ ψυχή του νὰ καταταχθεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εὐαρέστησαν ἐνώπιόν Σου, τὸ δὲ σῶμα του νὰ δοθεῖ στὴν φύση ποὺ Σὺ δημιούργησες.


Εὐχὴ σὲ ἱερέα

Σὲ εὐχαριστοῦμε Κύριε καὶ Θεέ μας γιατί σὲ ἐσένα ἀνήκει ἡ ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ βασιλεία ποὺ δὲν ἔχει διαδοχὴ καὶ δὲν ὑπάρχει προσωποληψία ἐνώπιόν Σου. Γιατί σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅρισες τὸ κοινὸ χρέος τοῦ βίου (τὸ θάνατο) ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα. Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλοῦμε Κύριε καὶ Θεέ μας τὸν δοῦλο Σου Ἱερέα, ἀδελφὸ καὶ συλλειτουργό μας καὶ ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως στὴν αἰώνια ζωή, ἀνάπαυσε στοὺς κόλπους Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ ὅπως στὴν γῆ τὸν ἀξίωσες νὰ γίνει λειτουργός Σου, ἔτσι ἀνάδειξε τὸν λειτουργὸ καὶ στὸ οὐράνιο θυσιαστήριό Σου. Καὶ ὅπως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τὸν ἐκόσμησες μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερατικῆς Σου χάριτος, ἔτσι καὶ μεταξὺ τῶν ἀγγέλων παράλαβέ τον ἀκατάκριτον στὴν Τριαδικὴ δόξα Σου. Ἐσὺ ποὺ ἔκανες ἔνδοξη τὴν ζωή του στὴ γῆ, κάνε μὲ τὸν θάνατό του νὰ μπεῖ στὸν τόπο τῶν Ἁγίων Σου καὶ τοποθέτησε τὸ πνεῦμα του μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ Σὲ εὐαρέστησαν.


Ὁ τελευταῖος ἀσπασμός

Ἐλᾶτε νὰ δώσουμε τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸν νεκρὸ εὐχαριστοῦντες τὸ Θεό. Αὐτὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν συγγένειά του καὶ πρὸς τὸν τάφο πηγαίνει, μὴ φροντίζοντας πλέον τὰ μάταια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ σώματος. Ποῦ θὰ εἶναι τώρα συγγενεῖς καὶ φίλοι; Τώρα χωριζόμαστε καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀναπαύσει.



Πρωτότυπο Κείμενο

Ἱερεύς: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἀπὸ Ψαλμὸν 118 Ἦχος πλ. β'

Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, ἀλληλούϊα.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Ἀλληλούϊα.

Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ. Ἀλληλούϊα.

Ἐνύσταξεν ἡ ψυχὴ μου ἀπὸ ἀκηδίας, βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου. Ἀλληλούϊα.

Κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου, καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν. Ἀλληλούϊα.

Ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον σου. Ἀλληλούϊα.

Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε, καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου. Ἀλληλούϊα.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἷς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἀλληλούϊα.



Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν), καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.

Ὅπως Κύριος ὁ Θεός, τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.

Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.



ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἦχος πλ. α'

Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με, συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα, ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ἔκλινα τὴν καρδίαν μου, τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα δι' ἀντάμειψιν. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ, διεσκέδασαν τὸν νόμον σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἐλέησόν με, Κύριε, Κύριε.



ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ

Ἦχος πλ. δ'

Καὶ ἐλέησόν με. Ἀλληλούϊα.

Ἐπίβλεψον ἐπ' ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, κατὰ τὸ κρῖμα τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά σου. Ἀλληλούϊα.

Νεώτερος ἐγώ εἰμι, καὶ ἐξουδενωμένος, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἀλληλούϊα.

Τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμα σου ζῆσόν με. Ἀλληλούϊα.

Ἄρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου. Ἀλληλούϊα.

Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι.

Ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός, ζήτησον τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην.



ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ

Ἦχος πλ. α'

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Τῶν Ἁγίων ὁ χορός, εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν Παραδείσου, εὕρω κἀγώ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς μετανοίας, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Ὁ πάλαι μέν, ἐκ μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θείᾳ τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν με ἐπιστρέψας εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην, εἰς τὸ καθ' ὁμοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Εἰκών εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων, οἰκτείρησον τὸ σὸν πλάσμα, Δέσποτα, καὶ καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ, καὶ τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, καὶ κατάταξον αὐτόν (αὐτήν) ἐν Παραδείσῳ, ὅπου χοροὶ τῶν Ἁγίων, Κύριε, καὶ οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες, τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν (τὴν κεκοιμημένην δούλην) σου ἀνάπαυσον, παρορῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) πάντα τὰ ἐγκλήματα.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Τριαδικὸν

Τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς Θεότητος, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν βοῶντες· Ἅγιος εἶ, ὁ Πατὴρ ὁ ἄναρχος, ὁ συνάναρχος Υἱὸς καὶ θεῖον Πνεῦμα· φώτισον ἡμᾶς πίστει σοι λατρεύοντας, καὶ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἐξάρπασον.

Καὶ νῦν...

Χαῖρε σεμνή, ἡ Θεὸν σαρκὶ τεκοῦσα, εἰς πάντων σωτηρίαν, δι' ἧς γένος τῶν ἀνθρώπων εὕρατο τὴν σωτηρίαν, διὰ σοῦ εὕροιμεν Παράδεισον, Θεοτόκε, ἁγνὴ εὐλογημένη.



Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. Δόξα σοι ὁ Θεός. (3)



Ἦχος πλ. δ'

Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστε, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου (τῆς δούλης) σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.

Ἦχος α'

Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἕστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ' ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος, ὅν (ἥν) ἐξελέξω ἀνάπαυσον ὡς φιλανθρωπος.

Ἦχος β'

Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος, πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος, νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, πάντες ἀναστήσονται πρός τὴν σὴν ὑπάντησιν, Χριστὲ ὁ Θεός· τότε, Δέσποτα, ὅν (ἥν) μετέστησας ἐξ ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν Ἁγίων σου κατάταξον σκηναῖς, τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου (τῆς σῆς δούλης) Χριστέ.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος β'

Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τούς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς, τῷ μεταστάντι (τῇ μεταστάσῃ) τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἦχος γ'

Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα·ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διό, Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.

Ἦχος δ'

Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται. Διό σε ἱκετεύομεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον, ἐν σκηναῖς τῶν δικαίων σου, ζωοδότα φιλάνθρωπε.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος δ'

Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ των προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν ἱκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά. Ἀλλὰ δεῦτε βοήσωμεν τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ· Κύριε, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν ἀξίωσον τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν, ἀναπαύων αὐτόν (αὐτήν) ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι.

Ἦχος πλ. α'

Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός, καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσον, Κύριε, μετὰ δικαίων τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου ὡς φιλάνθρωπος.

Ἦχος πλ. β'

Ἀρχὴ μοι καὶ ὑπόστασις, τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα· βουληθεὶς γὰρ ἐξ ἀοράτου τε, καὶ ὁρατῆς με ζῷον συμπῆξαι φύσεως, γῆθεν μου τὸ σῶμα διέπλασας, δέδωκας δὲ μοι ψυχήν, τῇ θείᾳ σου καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει. Διό, Χριστέ, τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς δικαίων ἀνάπαυσον.

Ἦχος βαρὺς

Ἀνάπαυσον, Σωτὴρ ἡμῶν ζωοδότα, ὃν μετέστησας ἀδελφόν (ἣν μετέστησας ἀδελφήν) ἡμῶν, ἐκ τῶν προσκαίρων, κράζοντα (κράζουσαν) δόξα σοι.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος βαρὺς

Κατ' εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν, πλαστουργήσας κατ’ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας κατάρχειν σου τῶν κτισμάτων, φθόνῳ δὲ διαβόλου ἀπατηθείς, τῆς βρώσεως μετέσχε, τῶν ἐντολῶν σου παραβάτης γεγονώς· διὸ πάλιν εἰς γῆν ἑξ ἧς ἐλήφθη, κατεδίκασας ἐπιστρέφειν, Κύριε, καὶ αἰτεῖσθαι τὴν ἀνάπαυσιν.

Ἦχος πλ. δ'

Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον , καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος. Ὢ τοῦ θαύματος! Τὶ τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ , καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρέχοντος τοῖς μεταστᾶσι τὴν ἀνάπαυσιν.

Δόξα...

Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο, διὸ τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον ὡς φιλάνθρωπος.

Καὶ νῦν...

Ἁγνὴ Παρθένε τοῦ Λόγου Πύλη, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μήτηρ, ἱκέτευε ἐλεηθῆναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς).



ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ

Ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε.

Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.

Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται.

Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.

Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.

Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.

Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.

Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.

Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.

Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα, καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι, ἕνεκεν ἐμοῦ.

Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς.



Προκείμενον Ἦχος γ'

Ἀναγνώστης: Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως.

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Ἀναγνώστης: Πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ὁ Θεός μου.

Ἱερεύς: Σοφία.

Ἀναγνώστης: Πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α' Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 4, 13-17)

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Ἀναγνώστης: Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὀς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας, ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος, ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ, καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι, ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα.

Ἱερεύς: Εἰρήνη σοι.

Λαός: Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα.

Ἱερεύς: Σοφία· ὀρθοί. Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.

Λαός: Καὶ τῷ Πνεύματί σου,

Ἱερεύς: Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 5, 24-30)

Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται· ὥσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ Υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστι. Μὴ θαυμάζετε τοῦτο, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ἐν ᾖ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται, οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐδέν. Καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν, ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός.

Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν) καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.

Ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.

Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Ἱερεύς: ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας τὸν δὲ διάβολον καταργήσας καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος, αὐτός, Κύριε, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ’ αὐτοῦ (αὐτῆς) πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος, Κύριε, ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις, ἡ δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ λόγος σου ἀλήθεια.

Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ μακαρία ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καί, ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.



Ἱερεύς: Δόξα σοι ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι.

Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων ὡς ἀθάνατος Βασιλεύς, καὶ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου ἁγίας αὐτοῦ Μητρός, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν ἁγίων ἐνδόξων Προπατόρων Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τοῦ ὁσίου καὶ δικαίου φίλου αὐτοῦ Λαζάρου τοῦ τετραημέρου, καὶ πάντων των Ἁγίων, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐξ ἡμῶν μεταστάντος δούλου (τῆς ἐξ ἡμῶν μεταστάσης δούλης) αὐτοῦ (Ν), ἐν σκηναῖς δικαίων τάξαι, ἐν κόλποις , Ἀβραὰμ ἀναπαύσαι, καὶ μετὰ δικαίων συναριθμήσαι ἡμᾶς δ' ἐλεήσαι καὶ σώσαι ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός.



Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε ἀδελφὲ ἡμῶν. (3)

Γιὰ γυναίκα: Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστος καὶ ἀείμνηστος ἀδελφὴ ἡμῶν. (3)

Λαός: Αἰωνία ἡ μνήμη. (3)



Ἦχος β'

Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρὸν

Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, δῶμεν ἀδελφοὶ τῷ θανόντι (τῇ θανούσῃ), εὐχαριστοῦντες Θεῷ· οὗτος (αὗτη) γὰρ ἐξέλιπε τῆς συγγενείας αὐτοῦ (αὐτῆς), καὶ πρὸς τάφον ἐπεὶγεται, οὐκ ἔτι φροντίζων (φροντίζουσα), τὰ τῆς ματαιότητος καὶ πολυμόχθου σαρκός. Ποῦ νῦν συγγενεῖς τε καὶ φίλοι; Ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.



Ποῖος χωρισμός, ὦ ἀδελφοί, ποῖος κοπετός, ποῖος θρῆνος, ἐν τῇ παρούσῃ ῥοπῇ ! Δεῦτε οὖν ἀσπάσασθε τόν (τήν) πρὸ μικροῦ μεθ' ἡμῶν· παραδίδοται τάφῳ γάρ, καλύπτεται λίθῳ, σκότει κατοικίζεται, νεκροῖς συνθάπτεται· πάντες συγγενεῖς τε καὶ φίλοι, ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.

Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον

Σῷζε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σέ, Μήτηρ τοῦ ἀδύτου Ἡλίου, Θεογεννήτρια, αἴτησαι πρεσβείαις σου τὸν Ὑπεράγαθον, ἀναπαῦσαι δεόμεθα, τὸν νῦν μεταστάντα (τὴν νῦν μεταστᾶσαν), ἔνθα ἀναπαύονται αἱ τῶν δικαίων ψυχαί, θείων ἀγαθῶν κληρονόμον, δεῖξον ἐν αὐλαῖς τῶν δικαίων εἰς μνημόσυνον, Πανάμωμε, αἰώνιον.



Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰωνων. Ἀμήν.



Δι' εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν

Η Χριστιανική καρδιά

LinkWithin
img_5600.jpg
-Πολλές φορές είχα την σκέψη να σε ερωτήσω: Πώς δεν το καταλαβαίνεις; Πώς δεν με έρωτας; Τι είναι αυτό, πού σε καταβάλλει; Τι είναι αυτό, πού σε λυπεί; Τι είναι αυτό, πού σε κάνει να φαίνεσαι, σαν να τα έχεις χαμένα;

-Πάντοτε ένα: Ή μη χριστιανική καρδιά. Ή κακή καρδιά. Ή καρδιά πού δεν θέλει να συγχώρηση. Ή καρδιά, πού έχει έχθρα εναντίον του... Θεού!... Και γι' αυτό δεν θέλει να συγχώρηση. Γιατί δεν επιθυμεί καν να συγχώρηση! Και παρά ταύτα νομίζει, πώς έχει το δικαιωμα να λέει την ευχή: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις όφειλέταις ημών»! Και έτσι, έρχονται σε σύγκρουση και σε αντιπαράθεση με μας, ή καρδιά μας και ό νους μας.

Μετά από κάτι τέτοια αισθάνομαι τόσο καταβεβλημένος, πού τίποτε πια δεν μου φαίνεται γλυκό. Γιατί τα έξω δεν τα εκτιμάει κανένας. Και πιο πολύ δεν τα εκτιμάει ό Θεός.Και σκέπτομαι: Πάντοτε έτσι τα έλυνα τα θέματα
μου. Βέβαια τότε δεν είχα φθάσει ακόμη στο σημείο, να δω ότι όλο το μυστικό, όλο το αλάτι της χριστιανικής ζωής, είναι: Να ζητείς συγγνώμη. Να δικαιολογείς. Να μη ξέρης και να μη σκέπτεσαι το κακό.
Όχι την αμαρτία να μη σκέπτεσαι, κακό να μη σκέπτεσαι!Ό μεθύστακας, ό πόρνος, ό υπερήφανος, μπορεί να αξιωθούν του ελέους του Θεού. Μα όποιος δεν συγχωρεί, δεν ζητεί συγγνώμη, δεν δικαιολογεί, και μάλιστα όσο πιο πολύ μπορεί συνειδητά και σκόπιμα, ... αυτός ό άνθρωπος έχει ξεγράφει τον εαυτό του από την αιώνια ζωή μια για πάντα! Και πιο πολύ για την στιγμή αυτή!
Γιατί δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Και δεν πρόκειται να εισακουστεί.
-Ή ιδιότητα αυτή της χριστιανικής ζωής είναι φυσική στην άνθρωπο, ή πρέπει να την καλλιεργήσομε;
-Όχι, δεν είναι φυσική. Και γι' αυτό πρέπει να την καλλιεργήσομε. Κάτι περισσότερο πρέπει να κάνομε. Γιατί είναι εκ Πνεύματος Αγίου. Κάθε φυσική Ιδιότητα μας έρχεται από τους γονείς μας. Μα οί χριστιανικές αρετές, είναι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Όχι ενέργειες της ψυχής.
fiskardo-church-te.jpg
-Και δεν μπορεί να είναι φυσική Ιδιότητα;
-Δεν μπορεί. Είναι έλλαμψι του Αγίου Πνεύματος. Και δίδεται με τα μυστήρια. Με τις προσευχές των γονέων. Και ιδίως της μητέρας
Επειδή ή μητέρα ανατρέφει το παιδί μεταδίδοντας του τον εαυτό της. Το κοινωνεί συχνά. Το πηγαίνει στην Εκκλησία. Το βάζει να ασπαστεί τις Εικόνες. Το αγιάζει με το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Το μαθαίνει να κάνη τον Σταυρό του. Χωρίς ή ίδια να προσεύχεται, είναι αδύνατο να αναθρέψει πνευματικά το παιδί. Γιατί ή μητέρα μεταδίνει στο παιδί την δική της στάση προς τον θεό. Αυτή είναι πού αγιάζει και φωτίζει το νήπιο. Και σ' αυτό έγκειται το μυστήριο της μητρότητας. Μα αυτά είναι ένα μεγάλο θέμα. Με πολύ ενδιαφέρον. Με το θέμα αυτό ατυχώς πολύ λίγο ασχολούνται οι πατεράδες. Γιατί φαντάζονται, πώς το πιο σημαντικό στο παιδί είναι ή σωματική υγεία.Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι έχομε ενέργειες σωματικές, ψυχικές και
πνευματικές. Ζωή σωματική, ζωή ψυχική (τα συναισθήματα) και ζωή πνευματική. Ακριβώς εδώ λοιπόν αρχίζουν οί παρανοήσεις... Είναι δυνατό να μεταδοθούν στο παιδί από την μητέρα, από τους γονείς, ένας θαυμάσιος χαρακτήρας και μια καλή ψυχή (έτσι δεν είναι;), μα όχι και χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος: πίστη και αγάπη.
Γιατί ό Σατανάς ξεσηκώθηκε με τόση μανία εναντίον μας εναντίον των ορθοδόξων.Επειδή και εμείς του στέκομε ανοιχτά εμπόδιο στην πνευματική του επιρροή, την κακή επιρροή του.
Καταλαβαίνετε συνεπώς, γιατί και οί μαχητές του πνεύματος, οί μοναχοί, βρίσκονται σε ανειρήνευτο πόλεμο με τον διάβολο και τους αγγέλους του, τους δαίμονες, τα πονηρά πνεύματα, μέχρις ότου νεκρώσουν τα ψυχικά τους πάθη και γιατί την ήμερα της κούρας πρέπει τα πάθη αυτά να έχουν παύσει πια. Για αυτό, όταν κάνουν την κούρα κάποιου σε μοναχό, τον «κουρεύουν» ώριμο πια γιατί έχει παύσει πια να έχη σχέση με την ματαιοδοξία, με την πορνεία και με τον πόθο της τιμής.
-Κακό και αδυναμία. Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα τους;
-Το κακό είναι ιδιότητα της καρδιάς. Ή αδυναμία είναι ιδιότητα του ανθρώπου. Ή αδυναμία μπορεί να είναι: αδυναμία της θελήσεως αδυναμία ψυχοπαθολογικής φύσεως αδυναμία του νευρικού συστήματος. Χρειάζεται να προσέχομε. Γιατί άλλο είναι οι «ψυχικές» ιδιότητες, και άλλο τα χαρίσματα του Πνεύματος.


ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΜΨΩΝ

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΜΑΘΕΙΑ



+π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ.

Μεγάλο ὑπῆρξε τὸ πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, στοὺς πόδες τοῦ ὁποίου μὲ ὁδήγησε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μιλοῦσε καὶ ἔγραφε μὲ ἁπλὰ λόγια γιὰ τὶς καταστάσεις ποὺ τοῦ ἐδόθησαν. Τὰ λόγια του, ὡστόσο, εἶναι κατανοητὰ μόνο ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔζησαν στὴν ἴδια πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ὅπως καὶ ὁ Σιλουανός. Συνέβη νὰ συνομιλήσω μὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς πλέον διαπρεπεῖς ἐκπροσώπους τῆς ἀκαδημικῆς θεολογίας. Ἦταν ὀφθαλμοφανὲς ὅτι καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τὰ ἔργα τῶν ἁγίων ἀσκητῶν τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου καὶ Παλαιστίνης, δὲν εἶχαν ζωντανὴ πεῖρα ἐκείνου γιὰ τὸ ὁποῖο ἔδιναν μαρτυρία οἱ Πατέρες…
Γιὰ νὰ γεμίσουμε ἀληθινὰ ἀπὸ τὴν θεοποιὸ δύναμη τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου, εἶναι ἀνάγκη νὰ μοχθήσουμε πιὸ πολὺ [καὶ πιὸ διαφορετικὰ] ἀπ' ὅσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη πρακτικῶν ἢ ἐπιστημονικῶν γνώσεων.
Οὔτε ἡ ἀνάγνωση πλήθους βιβλίων, οὔτε ἡ ἐξοικείωση μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν, οὔτε ἡ μελέτη τῶν διαφόρων θεολογικῶν συστημάτων καὶ τὰ ὅμοια, θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό: τὴν σωτηρία μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση ‘τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ’ καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς μᾶς ἀπέστειλε (πρβλ. Ἰω. 17.3). Ἡ μακραίων πεῖρα τῆς ἀκαδημικῆς θεολογίας ἀπέδειξε μὲ πειστικότητα ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχει κάποιος εὐρεῖα πολυμάθεια στὸ πεδίο τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας καὶ νὰ μὴν ἔχει ζωντανὴ πίστη, δηλαδὴ ἀγνοῶντας πλήρως τὸν Θεό. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἡ θεολογία ἀποβαίνει διανοητικὴ ἐνασχόληση, ὅπως καὶ ἡ νομικὴ ἐπιστήμη. Ὅπως αὐτὴ διαφέρει σὲ κάθε χώρα, ἔτσι καὶ ἡ θεολογία διαφοροποιεῖται στὸ πλῆθος τῶν διαιρεμένων ὁμολογιῶν.
Μπορεῑ νά εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη ἡ σπουδή θεολογίας χωρίς τήν ὑπαρκτική ἐμπειρία τῆς ζωῆς στό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Κινδυνεύουμε, πράγματι, νά σπουδάζουμε τήν θεολογία στίς ἀποφατικές μορφές της σάν φιλοσοφία καί ποίηση. Κινδυνεύουμε νά υἱοθετήσουμε κάποια λανθασμένη στάση, νά θεωρήσουμε τόν ἑαυτό μας ἀνώτερο καί αὐτό ἀρκεῖ γιά νά χαθοῦμε. Μιά ἄλλου εἴδους ἔμπνευση ὀφείλουμε νά ἀναζητήσουμε στήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Ἡ θεολογική ἐπιστήμη πού διδάσκεται στά σχολεῖα καί ἔγινε ἐπιστημονική εἰδικότητα ἀνοικτή σέ ὅλους, δέν παρέχει τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πηγάζει ἀπό τήν ἐν Θεῷ ζωή, πού γεννιέται στά μύχια τῆς καρδιᾶς.
Εἶναι δυνατό νά γίνουμε θύματα πνευματικῆς πλάνης, ἀν ἐκτιμήσουμε αὐτό πού προσφέρει ἡ θεολογική ἐπιστήμη μᾶλλον, παρά ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς.
Χωρίς τό πνεῦμα τῆς μετανοίας, χωρίς τήν ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς ὑπακοῆς, δέν μπορεῖ κανείς νά γίνει ἀληθινός θεολόγος ἤ ἱερέας, δηλαδή πρόσωπο ἰκανό νά διδάξει στούς ἄλλους τήν ἀληθινή χριστιανική ὁδό.
Γιά νά μάθουμε τήν επιστήμη τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά διαβάσουμε δεκάδες ἤ ἑκατοντάδες βιβλία. Ὁ πνευματικός μου πατέρας μοῦ συνέστησε νά διαβάζω μερικές μόνον σελίδες τήν ἡμέρα. Ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας, μισή ὥρα, ἀλλά νά φροντίζω νά ἐφαρμόζω στήν ζωή μου αὐτό πού διάβασα.

η αγάπη προς τον πλησίον


Οσίου Ισαάκ του Σύρου

Βίασε τον εαυτόν σου σαν συναντήσεις τον διπλανό σου, να τον τιμήσεις παραπάνω από το μέτρο του. Φίλησε τα πόδια και τα χέρια του, και κράτησέ τα πολλές φορές με πολλή τιμή, και βάλε τα επάνω στα μάτια σου, και παίνεψέ τον ακόμα και για εκείνα ου δεν έχει. Και σαν χωριστεί από εσένα, πες γι’ αυτόν κάθε καλό και τιμημένο, γιατί με αυτά και με τέτοια τον τραβάς στο καλό και τον κάνεις να ντρέπεται από τα καλά λόγια που του είπες και σπέρνεις σε αυτόν σπόρους της αρετής!

Κάνοντας αυτό συνηθίζεις τον εαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου τύπωμα καλό και θα αποκτήσεις ταπείνωση μέσα σου και χωρίς κόπο κατορθώνεις μεγάλα. Κι όχι μονάχα αυτό, μα κι αν έχει κάποια ελαττώματα, σαν τιμηθεί από σένα, εύκολα παραδέχεται από σένα την γιατρειά του, επειδή ντρέπεται από την τιμή που του έδωσες.

Τούτον τον τρόπο να έχεις πάντα, να γλυκομιλάς και να τιμάς όλους τους ανθρώπους και να μην ερεθίζεις κανέναν είτε να τον πεισμώνεις μήτε για την πίστη το μήτε για τα κακά έργα του. Φύλαγε τον εαυτό σου να μην προσβάλλεις κανέναν σε κάποιο πράγμα, γιατί έχουμε στον ουρανό κριτή που δεν κοιτάζει πρόσωπο

Τὶ πρέπει νὰ ξέρουμε γιὰ τοὺς λογισμοὺς

Τὶ πρέπει νὰ ξέρουμε γιὰ τοὺς λογισμοὺς
Σωφρόνιος Σαχάρωφ (Ἀρχιμανδρίτης)




Ὅποιος θέλει νὰ προσεύχεται μὲ καθαρὸ νοῦ, πρέπει νὰ μὴ μαθαίνει τὰ νέα τῶν ἐφημερίδων, νὰ μὴ διαβάζει βιβλία ἄσχετα πρὸς τὴν πνευματική μας ζωή, καὶ κυρίως ὅσα διεγείρουν τὰ πάθη, καὶ νὰ μὴ μαθαίνει ἀπὸ περιέργεια ὅσα σχετίζονται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Ὅλα αὐτὰ φέρνουν στὸ νοῦ ἀλλότριες σκέψεις, καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ τὶς διευκρινίσει, αὐτὲς ἀκόμη περισσότερο συγχύζουν καὶ ἐπιβαρύνουν τὴν ψυχή.

Ὅταν ἡ ψυχὴ διδαχθεῖ τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε θλίβεται γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ ὅλη τὴν κτίση τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται, ὥστε ὅλοι νὰ μετανοήσουν καὶ δεχθοῦν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄν, ὅμως, ἡ ψυχὴ χάσει τὴ χάρη, φεύγει ἡ ἀγάπη ἀπὸ αὐτὴν, γιατί χωρὶς χάρη Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγαπᾶ κάποιος τοὺς ἐχθρούς, καὶ τότε βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ διαλογισμοὶ πονηροί, ὅπως λέει ὁ Κύριος (Ματθ. ιε΄19, Μάρκ. ζ΄ 21-22).

Χωρὶς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ δὲν καθαρίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν ἀναπαύεται ποτὲ ἡ ψυχὴ ἐν τῷ Θεῶ, ἀλλὰ ταράζεται πάντοτε ἀπὸ διάφορους λογισμούς, ποὺ παρεμποδίζουν τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ὦ, ἡ κατὰ Χριστὸν ταπείνωση! Ὅποιος σὲ δοκίμασε, ὁρμᾶ πρὸς τὸν Θεὸ ἀκόρεστα ἡμέρα καὶ νύχτα.



Ὦ, πόσο ἀσθενὴς εἶμαι! Ἔγραψα λίγο καὶ ἀμέσως κουράστηκα καὶ τὸ σῶμα θέλει ἀνάπαυση. Καὶ ὁ Κύριος ὅταν ἦταν στὴ γῆ, «ἐν τὴ σαρκὶ Αὐτοῦ», γνώρισε τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Καὶ Αὐτός, ὁ Ἐλεήμων, κουραζόταν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καὶ κοιμόταν στὸ πλοῖο τὴν ὥρα τῆς τρικυμίας• καὶ ὅταν Τὸν ξύπνησαν οἱ μαθητές, τότε πρόσταξε τὴ θάλασσα καὶ τὸν ἄνεμο νὰ σιγήσουν καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη. Ἔτσι καὶ στὴν ψυχή μας, ὅταν ἐπικαλούμαστε τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, γίνεται μεγάλη γαλήνη. Δῶσε μας, Κύριε, νὰ Σὲ δοξάζουμε ὡς τὴν τελευταία μας πνοή.



Στὴν πλάνη πέφτει κάποιος εἴτε ἀπὸ ἀπειρία εἴτε ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Καὶ ἂν εἶναι ἀπὸ ἀπειρία, ὁ Κύριος θεραπεύει γρήγορα αὐτὸν ποὺ πλανήθηκε, ἂν ὅμως εἶναι ἀπὸ ὑπερηφάνεια, τότε θὰ πάσχει γιὰ πολὺν καιρὸ ἡ ψυχή, ὡσότου μάθει τὴν ταπείνωση, καὶ τότε θὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο.

Πέφτουμε στὴν πλάνη, ὅταν νομίζουμε ὅτι εἴμαστε πιὸ φρόνιμοι καὶ ἔμπειροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα. Ἔτσι σκέφθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴν ἀπειρία μου καὶ γι’ αὐτὸ ὑπέφερα. Κι εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὸν Θεό, γιατί μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μὲ ταπείνωσε καὶ μὲ νουθέτησε καὶ δὲν ἀπέσυρε τὸ ἔλεός Του ἀπὸ μένα. Καὶ τώρα σκέφτομαι ὅτι, χωρὶς ἐξομολόγηση στὸν πνευματικὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν πλάνη, γιατί στὸν πνευματικὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν».



Ἂν δεῖς φῶς μέσα σου ἢ γύρω σου, μὴν πιστέψεις σ' αὐτὸ ἂν δὲν ἔχεις συγχρόνως κατάνυξη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον. Μὴ φοβηθεῖς ὅμως, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ φῶς ἐκεῖνο θὰ ἐξαφανιστεῖ.

Ἂν δεῖς κάποιο ὅραμα ἢ εἰκόνα ἢ ὄνειρο, μὴν τὸ ἐμπιστεύεσαι, γιατί ἂν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ σὲ φωτίσει γι' αὐτὸ ὁ Κύριος. Ψυχή, ποὺ δὲν γεύθηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ ὅραμα. Ὁ ἐχθρὸς δίνει στὴν ψυχὴ μιὰ «γλυκειὰ αἴσθηση» ἀνακατεμένη μὲ κενοδοξία, καὶ ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὴ ἡ πλάνη.

Οἱ Πατέρες λένε ὅτι, ὅταν ἡ ὅραση εἶναι ἐχθρική, ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σύγχυση ἢ φόβο. Αὐτό, ὅμως, συμβαίνει μόνο στὴν ταπεινὴ ψυχὴ ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της ἀνάξιο γιὰ ὅραση. Ὁ κενόδοξος, ὅμως, μπορεῖ νὰ μὴν αἰσθανθεῖ οὔτε φόβο οὔτε σύγχυση, γιατί ἐπιθυμεῖ τὶς ὁράσεις καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἄξιο, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἐξαπατᾶ εὔκολα ὁ ἐχθρός.

Τὰ οὐράνια γνωρίζονται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὰ ἐπίγεια μὲ τὴ φυσικὴ κατάσταση. Πλανᾶται ὅποιος ἐπιχειρήσει νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὸν φυσικὸ νοῦ, μὲ τὴν ἐπιστήμη, γιατί ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἂν βλέπεις μὲ τὸ νοῦ σου δαιμόνια, ταπεινώσου καὶ προσπάθησε νὰ μὴ βλέπεις, καὶ τρέξε ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται στὸν πνευματικό σου γέροντα, στὸν ὁποῖο παραδόθηκες. Πὲς του τα ὅλα, καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει καὶ θὰ σωθεῖς ἀπὸ τὴν πλάνη. Ἄν, ὅμως, νομίζεις ὅτι ἐσὺ γνωρίζεις περισσότερα γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ καὶ πάψεις νὰ τοῦ λὲς τί σοῦ συμβαίνει, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ὑπερηφάνειας θὰ παραχωρηθεῖ ἀναπόφευκτα κάποιος πειρασμός, γιὰ νὰ σὲ συνετίσει.



Νὰ πολεμᾶς τοὺς ἐχθροὺς μὲ τὴν ταπείνωση. Ὅταν δεῖς ὅτι κάποιος ἄλλος νοῦς παλεύει μὲ τὸ νοῦ σου, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ παύσει ὁ πόλεμος.

Ἄν σοῦ συμβεῖ νὰ δεῖς δαιμόνια, μὴ φοβηθεῖς, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου, καὶ τὰ δαιμόνια θὰ ἐξαφανιστοῦν. Ἂν ὅμως σὲ πιάσει ὁ φόβος, δὲν θὰ ἀποφύγεις κάποια βλάβη. Νὰ εἶσαι ἀνδρεῖος. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι ὁ Κύριος σὲ βλέπει, ἂν στηρίζεις τὴν ἐλπίδα σου σὲ Αὐτόν.

Γιὰ νὰ ἀποκτήσει, ὅμως, ἡ ψυχὴ ἀνάπαυση ἀπὸ τὰ δαιμόνια, πρέπει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ λέει: «Εἶμαι χειρότερη ἀπ’ ὅλους, εἶμαι πιὸ ἄθλια ἀπὸ κάθε κτῆνος καὶ ἀπὸ κάθε θηρίο».

Ὅπως οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν στὸ σπίτι καὶ βγαίνουν, ἔτσι καὶ οἱ λογισμοὶ ἔρχονται ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ πάλι μπορεῖ νὰ φύγουν, ἂν δὲν τοὺς δεχόμαστε.

Ἂν ὁ λογισμός σου λέει «κλέψε», καὶ σὺ ὑπακούσεις, δίνεις μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ δαιμόνιο ἐξουσία ἐπάνω σου. Ἂν ὁ λογισμός σου λέει «φάει πολύ, ὥσπου νὰ χορτάσεις», καὶ σὺ φᾶς πολύ, τότε πάλι σὲ ἐξουσιάζει τὸ δαιμόνιο. Κι ἔτσι, ἂν ὁ λογισμὸς κάθε πάθους σὲ νικᾶ, θὰ καταντήσεις κατοικία δαιμόνων. Ἄν, ὅμως, ἀρχίσεις μὲ τὴν πρέπουσα μετάνοια, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ τρέμουν οἱ δαίμονες καὶ θ΄ ἀναγκαστοῦν νὰ φύγουν

Τα τρία είδη του φωτός κατά τη διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά.

Χωρίς αμφιβολία κεντρικό θέμα στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου) του Παλαμά είναι το φως, το θείο φως, γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα άλλα βασικά θέματα, όπως η διάκριση ουσίας και ενεργειών στη θεότητα, η γνώση του Θεού όχι διά της κοσμικής σοφίας αλλά διά του θείου φωτισμού, η νοερά προσευχή, ή άκτιστη θεία χάρη, το μεθεκτόν και αμεθεκτον του Θεού, η συμμετοχή του σώματος στη θέωση, η από του παρόντος κόσμου πρόγευση των εσχάτων και άλλα. Το περί θείου φωτός θέμα είναι κατά κάποιο τρόπο η πηγή από την οποία απορρέουν όλα τα άλλα. Και τούτο, γιατί η συζήτηση για τη φύση του φωτός, που βλέπουν οι άγιοι στις διάφορες θεοφάνειες και οράσεις, του φωτός της Μεταμορφώσεως του Χριστού επί του όρους Θαβώρ, ως και του φωτός που θα καταυγάσει τους αγίους κατά την μέλλουσα ζωή, κατά την οποία θα εκλάμψουν οι δίκαιοι ως ο ήλιος, παρήγαγε σχεδόν όλα τα άλλα βασικά όντως για την Ορθόδοξη Θεολογία θέματα.
Τί αντιπροσωπεύει άραγε αύτη η έννοια του φωτός, που συναντάμε τόσο συχνά μέσα στην Αγία Γραφή, στην υμνολογία της λατρείας και στην λοιπή πατερική γραμματεία, όπου εμφανίζεται ό ίδιος ο Θεός να είναι φως, κατά την Ιωάννεια ρήση “Ο Θεός φως εστίν και εκ του φωτός αυτού να φωτίζονται όλα τα πνευματικά όντα, οι άγγελοι ως “δεύτερα φώτα” και κατόπιν οι άνθρωποι; Είναι απλώς μία μεταφορική, συμβολική έννοια, που δεν έχει κάποιο πραγματικό αντίκρυσμα στη θεότητα; Μία πρόσκαιρη και παροδική εμφάνιση του Θεού με την μορφή του αισθητού φωτός, που γίνεται και απογίνεται, και διαρκεί μόνο όσο διαρκεί η θεοφάνεια με τη μορφή της φωτοφανείας; Μήπως εκφράζει ακόμη την διανοητική, την νοητή γνώση, που με τους συλλογισμούς αποκτά ο άνθρωπος για την θεότητα μέσω της κτίσεως;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά παράγει όλα τα άλλα βασικά θέματα που αναφέραμε και διασαφεί τελικά αν το φως αποτελεί στοιχείο, μέρος, εκδήλωση, ενέργεια του Θεού, οπότε η ενασχόληση με αυτό ανήκει στη Θεολογία, με την κυρία έννοια της λέξεως, ως λόγου περί του Θεού καθ’ εαυτόν, ή αντίθετα αποτελεί στοιχείο, αισθητό και κτιστό, του κόσμου και του ανθρώπου, οπότε ο λόγος γι’ αυτό ανήκει στην κοσμολογία και στην ανθρωπολογία Πέρα όμως από αυτές τις θεωρητικές διαπιστώσεις δείχνει αν ο άνθρωπος, ελλαμπόμενος και φωτιζόμενος από αυτό το φως μετέχει πραγματικά του Θεού, θεώνεται, αν το φως είναι θεϊκό και άκτιστο, ή αντίθετα παραμένει στα δικά του μέτρα, στον χώρο του κτιστού και αισθητού κόσμου, χωρίς να αποκτά και να γεύεται κάτι από την θεότητα, αν το φως είναι κτιστό και αισθητό και διανοητικό.
Η συζήτηση δηλαδή για τη φύση του φωτός, αν είναι άκτιστο ή κτιστό, συνδέεται με το αίτημα της θεώσεως και της σωτηρίας του ανθρώπου, της πραγματικής κοινωνίας και μετοχής του Θεού, έχει σωτηριολογικές επιπτώσεις. Οι αγώνες και η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά απέβλεπαν στο να διασφαλίσουν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μετέχει του Θεού, να δείξουν ότι ο Θεός δεν είναι μόνον αμέθεκτος και υπερβατικός, μία απρόσιτη και ανενέργητη ουσία, αλλά είναι συγχρόνως ενδοκοσμικός και μεθεκτός, γιατί είναι αδύνατον να υπάρχει φύση και ουσία χωρίς ενέργειες, γιατί ο Θεός είναι ουσία ενεργητική, έχει ενέργειες, που είναι και αυτές θείες και άκτιστες. Και οι ενέργειες αυτές του Θεού δεν είναι θεωρητικές συλλήψεις του νου και διακρίσεις θεολογικές, αλλά απτή πραγματικότητα, την οποία παραδειγματικά και εκφαντορικά εκφράζει το θείο φως: “Φως ο Θεός ον κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν λέγεται”. Το άκτιστο, αιώνιο, θείο και θεοποιό φως είναι η Χάρις του Θεού, γιατί το όνομα της Χάριτος αρμόζει στις θεϊκές ενέργειες, που μας δίδονται δωρεάν και απεργάζονται το έργο της θεώσεως και της σωτηρίας. Ενέργειες και Χάρις και θείον φως εκφράζουν το άνοιγμα του Θεού προς τον άνθρωπο, τη θεϊκή συγκατάβαση, για να μπορέσει ο άνθρωπος να γνωρίσει εμπειρικά το Θεό, να αποκτήσει αίσθηση, όραση και γνώση πνευματική, που είναι πολύ ανώτερες από την αισθητή γνώση, που αποκτούμε μέσω των αισθήσεων, αλλά και από την διανοητική γνώση, που αποκτούμε μέσω του νου, των συλλογισμών και της μαθήσεως. Είναι αδύνατον μέσω των αισθήσεων και του νου, μέσω δηλαδή κτιστών μέσων, να προσεγγίσει κανείς την άκτιστη θεότητα, η οποία γνωρίζεται μόνον μέσω των ιδικών της ενεργειών, διά του θείου και θεϊκού φωτός, το οποίο φωτίζει και καταλάμπει τους αξίους και κεκαθαρμενους.
Στον “Αγιορείτικο Τόμο”, που είναι έργο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, διακρίνει ο μύστης αυτός του φωτός και της Χάριτος με πολλή σαφήνεια και λεπτότητα τρία είδη φωτός, τα οποία οι αμύητοι και ατέλεστοι δεν ημπορούν να διακρίνουν και τα συγχέουν. Είναι εν πρώτοις το αισθητό φως, που αντιλαμβανόμαστε με την αίσθηση της οράσεως· είναι έπειτα το νοητό, το διανοητικό φως, τα διάφορα νοήματα, “η εν νοήμασι κείμενη γνώσις” που αντιλαμβανόμαστε με τον νου. Και τα δύο είναι κτιστά φώτα, που περιορίζονται και κινούνται το καθένα στο χώρο του ανάλογα με τη φύση του. Υπάρχει όμως και τρίτο φως, το θείο φως, η έλλαμψη του θεϊκού φωτός, το οποίο δεν είναι ούτε αισθητό, ούτε διανοητικό, είναι άκτιστο και θεϊκό, είναι ο

Υπάρχει η μαγιά και αυτή η μαγιά κρατάει την Εκκλησία και την Ελλάδα

Μαρτυρίες συνανθρώπων μας που συνάντησαν τον γέροντα Παϊσιο

ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ , ΙΑΤΡΟΣ , ΚΑΒΑΛΑ

Στην συνέχεια του λέω :
-Γέροντα , η πατρίδα μας περιβάλλεται από εχθρούς και όλοι οι μεγάλοι (Αμερικάνοι , Ευρωπαίοι)βοηθούν αυτούς και κυρίως , τους Τούρκους ' .
-Οι Τούρκοι, απάντησε , τα κόλλυβα τα έχουν στη μέση τους . Θα πάθουν μεγάλο κακό. Θα γίνει σύγκρουση στο Αιγαίο . Εμείς δεν θα πάθουμε μεγάλο κακό . Τότε θα επέμβει από πάνω ο Ρώσος και θα γίνει όπως τα λέει η προφητεία του Αγίου Κοσμά. Οι μεγάλοι θα φροντίσουν ...Την Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες πρέπει να την φυλάξουν. Και έτσι ,ο Θεός θα την χαρίσει σε εμάς .Θα μας βοηθήσει ο Θεός , γιατί είμαστε ορθόδοξοι '.
-Γέροντα του αντείπα, τι χριστιανοί είμαστε; Ξέρεις έξω πόσο αμαρτωλά ζουν οι Έλληνες Μέρα νύχτα διασκεδάζουν και κυλιούνται στην αμαρτία. Πως θα μας βοηθήσει ο Θεός να πάρουμε την Πόλη ; Και με το απλό , σοφό του ύφος , μου είπε :
-Υπάρχει η μαγιά και αυτή η μαγιά κρατάει την Εκκλησία και την Ελλάδα . Γι αυτή τη μαγιά ο Κύριος θα κάμει ότι θα κάμει'. Τελευταία τον ρωτώ :
-Γέροντα εμείς θα τα δούμε αυτά;' Τότε ο Γέροντας κοιτώντας προς την πλαγιά όπου μια μεγάλη ομάδα προσκυνητών κατηφόριζε, μας είπε :
-Άντε τώρα στο καλό . Πολλά σας είπα για σήμερα . Και έτσι τον αποχαιρετήσαμε γεμάτοι χαρά και θαυμασμό για την σοφία και την καλοσύνη του .

atlantic_wall.jpg

ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ -ΚΟΥΒΟΥΚΛΙΩΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ , ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Μου είπε :
-Έχω ην εντύπωση ότι έφτασε η ώρα. Πιστεύω ότι έφτασε η ώρα .
-Ποια ώρα Γέροντα ;
-'Η ώρα να πάρουμε την Πόλη.
-Την Πόλη πως θα την πάρουμε ;Θα έχουμε πάλι πόλεμο;
-'Όχι δεν θα έχουμε ούτε μια ντουφεκιά. Δεν πρόκειται να γίνει πόλεμος.
-Τότε Γέροντα πως θα την πάρουμε την Πόλη;»
-Την Πόλη θα μας την δώσουν ,
-Ποιοι; Οι Τούρκοι; Είναι δυνατόν;
-'Oχι την Πόλη θα μας την δώσουν οι Ρώσοι . Θα την πάρουν σε πόλεμο που θα κάνουν με την Τουρκία και θα την δώσουν σε μας .
-Μα Γέροντα τόσο μας αγαπάνε οι Ρώσοι , ώστε να μας δώσουν την Πόλη, έτσι , χωρίς πόλεμο;
-'Όχι θα ξέρουν ότι δεν πρόκειται καμία επιδίωξη τους να πραγματοποιηθεί , εάν δεν μας δώσουν την Πόλη . Έτσι θα αναγκαστούν να μας την παραχωρήσουν .
-Γέροντα τι θα γίνει μετά από αυτό ; Οι Τούρκοι τι Θα γίνουν ;
-Αυτοί θα καταστραφούν . Πραγματικά θα σβήσουν από τον χάρτη , διότι είναι ένα έθνος , το οποίο δεν προέκυψε από την ευλογία του Θεού. Θα σβήσουν ως έθνος και η έκταση ολόκληρης της Τουρκίας θα είναι μια αχανής έρημος , στην οποία , για να συναντήσει κανείς άνθρωπο , θα πρέπει να περπατάει εφτά ώρες!' Γνωρίζω και μου το επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Γέροντας , πως κάποιος αξιωματικός που βρέθηκε στο Άγιο Όρος , πήρε την ευλογία του σε ανύποπτο χρόνο, να είναι ο σημαιοφόρος των ελληνικών στρατευμάτων κατά την είσοδο τους στην Κωνσταντινούπολη .

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...