Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

Οι φύλακες άγγελοι.(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)



undefined
Ο Ψαλμωδός επιβεβαιώνει την κοινή πίστη και πεποίθηση πως οι άγγελοι προστατεύουν και βοηθούν τόσο τα έθνη συλλογικά, όσο και τους ανθρώπους ατομικά. Στα παλιά χρόνια ο αρχάγγελος Μιχαήλ λογαριάζονταν ως ο φύλακας άγγελος του λαού του Ισραήλ. Ο προφήτης Ωσηέ τον είδε στην Ιεριχώ και τον άκουσε να λέει πως αυτός ήταν αρχηγός του στρατού του Θεού. Και στον Δανιήλ ο αρχάγγελος Γαβριήλ μίλησε για τον αρχάγγελο Μιχαήλ λέγοντας: «Και εν τω καιρώ εκείνω αναστήσεται Μιχαήλ ο άρχων ο μέγας, ο εστηκώς επί τους υιούς του λαού σου» (Δαν. Ιβ΄ 1). Ο απόστολος Ιούδας αναφέρει: «Μιχαήλ ο αρχάγγελος, ότε τω διαβάλω διακρινόμενος διελέγετο περί του Μωυσέως σώματος» (Ιούδ. 9). Σαν φύλακας του λαού ήταν και φύλακας του νεκρού σώματος του ηγέτη τους Μωυσή.
Οι πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν πως υπάρχουν φύλακες άγγελοι εθνών, κρατών, εκκλησιών, καθώς και προσώπων (βλ. Αποκ. κεφ. β΄).
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μαρτυρεί για τον προσωπικό του φύλακα άγγελο: «Κάθε φορά που επιθυμούσα ν’ ανέβω περισσότερο στην πνευματική ζωή, ο άγγελος εμφανιζόταν και με φώτιζε»,
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «ο άγγελος δε θα απομακρυνθεί από εμάς, εκτός κι αν τον απομακρύνουμε εμείς με τις πονηρές μας πράξεις. Όπως ο καπνός απομακρύνει τις μέλισσες κι η κακοσμία τα περιστέρια, έτσι κι η δυσώδης αμαρτία μας απομακρύνει από μας τον άγγελο που προστατεύει τη ζωή μας».
Σχετικά τώρα με τους φύλακες αγγέλους των παιδιών και των νηπίων, θ’ ακούσουμε αργότερα να μάς μιλάει το ίδιο το στόμα του Κυρίου.

Άγγελοι: Διάκονοι της Εκκλησίας του Χριστού

Η Καινή Διαθήκη είναι γεμάτη από αγγέλους. Από την αρχή της ενσάρκωσης του Χριστού οι άγγελοι ήταν πάντα έτοιμοι να Τον υπηρετήσουν και πετούσαν γύρω από το Δημιουργό και Κύριό τους. Τον προσκυνούσαν στη γη όπως και στον ουρανό. Τον αγαπούσαν όταν ήταν πάνω στο σταυρό όπως κι όταν βρισκόταν στην ουράνια δόξα Του, με μιαν αγνή και υπερφυσική αγάπη. Στήριξαν το έργο Του στη γη, δηλαδή την Εκκλησία Του, με χαρά και προσήλωση. Και το ίδιο κάνουν και τώρα και θα το κάνουν ως τη συντέλεια του κόσμου.
Όταν ο Χριστός γεννήθηκε σ’ ένα φτωχικό πέτρινο σπήλαιο, εμφανίστηκε «πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Μετά τον πειρασμό στην έρημο, όταν ο διάβολος τον άφησε, «ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ» (Ματθ. δ’ 11). Οι ζωγράφοι μας, έπραξαν σωστά που ζωγράφισαν πολλούς αγγέλους να παρίστανται στη βάπτιση του Χριστού, όταν οι ουρανοί ανοίχτηκαν, στη Μεταμόρφωση, στη Σταύρωση, στην κάθοδο στον Άδη, στην Ανάσταση και στην Ανάληψη. Όποτε εμφανίζονταν ένας αρχάγγελος ή άλλος άγγελος, πρέπει να συμπεράνουμε πως πίσω απ’ αυτόν υπήρχε πλήθος αγγέλων, αν κι είναι αόρατοι στα σωματικά μάτια. Δεν πιστεύουμε πως ο αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν μόνος του όταν ευαγγελίστηκε στην Παρθένο Μαρία το κοσμοϊστορικό γεγονός της γέννησης του Μεσσία. Ούτε ότι ο άγγελος που εμφανίστηκε στη Γεθσημανή να ενισχύσει το Χριστό στην αγωνία Του δε συνοδεύονταν από πολλούς άλλους αόρατους αγγέλους. Όπου βρίσκεται ο βασιλιάς, εκεί παρευρίσκονται κι οι στρατιώτες Του, έτοιμοι να Τον υπηρετήσουν.
Εκείνον που αγαπά ο Χριστός, τον αγαπούν κι οι άγγελοι. Εκείνος αγαπούσε τα παιδιά κι έδωσε εντολή στους αγγέλους Του να τα προσέχουν. Είπε ο ίδιος: «οι άγγελοι αυτών εν ουρανοίς διά παντός βλέπουσι το πρόσωπον του πατρός μου τον εν ουρανοίς» (Ματθ. ιη’ 10). Ο ίδιος ταυτίστηκε σχεδόν με τα μικρά παιδιά: «ος εάν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται» (Ματθ. ιη’ 5). Απείλησε πολύ σοβαρά εκείνους που σκανδαλίζουν και ωθούν τα μικρά παιδιά στην αμαρτία: «συμφέρει αυτώ ίνα χρεμασθή μύλος ονικός επί τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης» (Ματθ. ιη’ 6). Και παρακάτω λέει: «άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με· των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ιθ’ 14). Αυτή είναι η βάση της χριστιανικής παιδείας, ν’ αφήνουμε τα παιδιά να έρχονται στο Χριστό. Γι’ αυτό οι άγγελοι αγαπούν και προστατεύουν τα παιδιά. Ένας πιστός ποιητής γράφει:
Άγγελοι και διάκονοι, πνεύματα της χάριτος,
Φίλοι των παιδιών, ατενίστε το πρόσωπο του Θεού, Και κινηθείτε νοερά σ’ εμάς από το επέκεινα,
Σεις, οι αμφιεσμένοι το κάλλος, ελεύθεροι από τα δεσμά μας. (Ρ. Dearmer)
Οι άγγελοι υπηρέτησαν και τους αποστόλους αλλά κι άλλους πιστούς από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια και σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας της Εκκλησίας.
Όταν οι αρχιερείς έβαλαν τους αποστόλους στη φυλακή, άγγελος Κυρίου άνοιξε τις πόρτες της φυλακής τη νύχτα και τους έβγαλε έξω λέγοντας: «πορεύεσθε, και σταθέντες λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης» (Πράξ. ε’ 20.Πρβλ. και κεφ. ιβ’ 7-10).
Όταν ο Ηρώδης, ο ηγεμόνας της Γαλιλαίας, κατεδίωκε την Εκκλησία, σκότωσε τον απόστολο Ιάκωβο και σκόπευε να σκοτώσει και τον Πέτρο. Τότε όμως άγγελος Κυρίου τον «επάταξε» και «γενόμενος σκωληκόβρωτος εξέψυξεν» (Πράξ. ιβ’ 23).
Όταν ο Φίλιππος κήρυττε το λόγο του Θεού στη Σαμάρεια, άγγελος Κυρίου τον κατεύθυνε προς τη Γάζα, για να συναντήσει εκεί έναν Αιθίοπα ευνούχο που είχε μεγάλη εξουσία κοντά στη βασίλισσα Κανδάκη. Ο Φίλιππος του μίλησε για τον Ιησού Χριστό, το Μεσσία, και τον βάφτισε. Ο ευνούχος αυτός ήταν ο πρώτος χριστιανός στην Αιθιοπία. Έτσι οι άγγελοι βοήθησαν τους αποστόλους στην εξάπλωση του ευαγγελίου σε χώρες μακρινές (πρβλ. Πράξ. η’ 26).
Ο Κορνήλιος, πού ήταν ρωμαίος αξιωματικός, την ώρα που προσευχόταν κατά τις τρεις το απόγευμα, είδε σε όραμα άγγελο Κυρίου που τον συμβούλεψε να καλέσει τον Πέτρο από την Ιόππη. Ο Πέτρος του δίδαξε την πίστη στο Χριστό και βάφτισε αυτόν και όλη την οικογένειά του. Στην περίπτωση αυτή ο άγγελος Κυρίου βοήθησε στην εξάπλωση της Εκκλησίας προς τους ειδωλολάτρες, (βλ. Πράξ. κεφ. ι’).
Όταν ο απόστολος Παύλος ταξίδευε στη Ρώμη με 276 άλλες ψυχές, μια τρομερή καταιγίδα απείλησε να βυθίσει το πλοίο. Τότε παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Μη φοβού, Παύλε· Καίσαρί σε δει παραστήναι· και ιδού κεχάρισταί σοι ο Θεός πάντας τους πλέοντας μετά σου» (Πράξ. κζ’ 24).

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Πάτερ ημών», Αθήνα 2003

Γιατί προσευχόμαστε στραμμένοι πρὸς ἀνατολὰς;

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός



Α. Ἐπειδὴ ἔχουμε διπλὴ φύσι, προσφέρουμε διπλὴ προσκύνησι

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (1) μᾶς διδάσκει, ὅτι δὲν προσκυνοῦμε πρὸς ἀνατολὰς ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ φύσις μας εἶναι σύνθετος, δηλαδὴ ὁρατὴ καὶ ἀόρατος, νοητὴ καὶ αἰσθητή, προσφέρουμε στὸν Δημιουργὸ διπλὴ καὶ τὴν προσκύνησι: ἡ ψυχὴ εἶναι στραμμένη νοερὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ταυτόχρονα τὸ σῶμα προσκυνεῖ πρὸς ἀνατολάς.

Αὐτὸς ὁ διπλὸς τρόπος, νοητὸς καὶ αἰσθητός, τῆς ἀναφορᾶς μας πρὸς τὸν Κύριο φαίνεται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις: ψάλλουμε μὲ τὸν νοῦ μας, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ μὲ τὰ σωματικὰ χείλη μας• βαπτιζόμεθα καὶ στὸ ὕδωρ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δηλαδὴ ἐνούμεθα μὲ τὸν Κύριό μας μὲ δύο τρόπους: μετέχοντες στὰ Ἱερὰ Μυστήρια καὶ στὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.



Β. Ὁ Χριστὸς μας ὀνομάζεται «Ἀνατολὴ»

Ὁ Κύριός μας καὶ Θεὸς μας εἶναι τὸ νοητὸ Φῶς: «ὁ Θεὸς φῶς ἐστιν» (2)• ἐπίσης εἶναι ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (3)• εἶναι τὸ «φῶς τοῦ κόσμου» (4), τὸ «μέγα φῶς» (5) καὶ ἡ «Ἀνατολὴ» (6), ἡ ὁποία «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους» (6) καὶ μὲ τὴν Χάρι καὶ τὴν Ἀλήθειά Του ἐφώτισε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἦσαν καθήμενοι «ἐν σκότει» ἀγνωσίας, «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (5) τῆς ἁμαρτίας.

Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρέπει νὰ ἀφιερώνουμε στὸν Χριστό μας τὴν ἀνατολὴ γιὰ τὴν προσκύνησι, διότι τὸ κάθε τί ὡραῖο πρέπει νὰ τὸ ἀποδίδουμε στὸν Θεό, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο προέρχεται κάθε ἀγαθό.

Καὶ ὁ θεῖος Δαβὶδ λέγει: «Αἱ Βασιλεῖαι τῆς γῆς, ἄσατε τῷ Θεῷ, ψάλατε τῷ Κυρίῳ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς» (7), διότι ὁ Κύριος ἄρχισε τὰ ἔργα Του ἀπὸ δυσμῶν ἡλίου καὶ τελειώνει αὐτὰ «κατὰ ἀνατολάς», στὴν πηγὴν τοῦ φωτός• ἐπίσης ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει: «ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς, ἔνθα τὸν ἄνθρωπον, ὅν ἐπλασεν, ἔθετο» (8) καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος παρέβη τὴν ἐντολή, ἐξωρίσθη «ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς» (9), δηλαδὴ στὰ δυτικά.



Γ. Ἀναζητοῦμε τὴν ἀρχαία Πατρίδα μας πρὸς ἀνατολάς

Προσκυνοῦμε λοιπὸν τὸν Θεό, ἀναζητώντας τὴν ἀρχαία Πατρίδα μας καὶ ἀτενίζοντας πρὸς Αὐτήν• αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει καὶ ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ποὺ εἶχε στραμμένο τὸ «Καταπέτασμα» (10) καὶ τὸ «Ἰλαστήριον» (11) πρὸς τὴν ἀνατολή. Καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἐπειδὴ ἦταν τιμιωτέρα, ἦταν παρατεταγμένη «κατὰ ἀνατολάς» (12). Καὶ στὸν περιώνυμο Ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἡ πύλη τοῦ Κυρίου εὑρίσκετο κατὰ ἀνατολάς (13).

Ἀλλ’ ὅμως καὶ ὁ Κύριός μας, ὅταν ἦταν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ἔβλεπε πρὸς τὰ δυτικά, καὶ ἔτσι ἐμεῖς ὅταν προσκυνοῦμε Αὐτόν, ἀτενίζουμε πρὸς Αὐτόν, δηλαδὴ στραμμένοι πρὸς τὰ ἀνατολικά. Καὶ ὅταν κατὰ τὴν Ἀνάληψί Του ἐφέρετο ἐπάνω πρὸς ἀνατολάς, καὶ ἔτσι προσεκύνησαν Αὐτὸν οἱ Ἀποστολοι (14)• καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ἔλθη, ὅπως εἶδαν Αὐτὸν νὰ κατευθύνεται στὸν Οὐρανὸ (15), ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος: «ὥσπερ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (16).

Προσμένοντες λοιπὸν κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τὸν Σωτήρα μας, «ἐπὶ ἀνατολὰς προσκυνοῦμεν».



Δ. Ἄγραφος Παράδοσις

Αὐτὴ ἡ Παράδοσις εἶναι ἄγραφος καὶ προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, διότι «πολλὰ ἀγράφως ἡμῖν παρέδωκαν».

Βάσει ἄλλωστε αὐτῆς τῆς ἀγράφου Παραδόσεως, οἱ Ναοὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἔχουν τὸ Ἱερὸ Βῆμα πρὸς ἀνατολὰς οὕτως, ὥστε τόσον ὁ Ἱερεὺς ὅσο καὶ οἱ πιστοὶ προσευχόμενοι νὰ εἶναι στραμμένοι ἀνατολικά, εἰκονίζοντες τὸν νέο Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐξερχόμενος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο τῶν παθῶν καὶ τὸ κοσμικὸ σκότος, πορεύεται πρὸς τὴν κατὰ ἀνατολὰς Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ἐπουράνια Πατρίδα, ἐνῶ προπορεύεται, ὡς ὁδηγός, ὁ νέος Μωυσῆς, ὁ Ἱερεὺς-Ποιμὴν δεόμενος ἐνώπιόν τοῦ Θυσιαστηρίου, τοῦ νοητοῦ αὐτοῦ Θρόνου τῆς Θείας Μεγαλωσύνης.

Γιὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο ἐπικρατεῖ ἡ καλὴ καὶ ὡραία καὶ συμβολικὴ συνήθεια νὰ τοποθετοῦμε τοὺς νεκροὺς καὶ κατὰ τὶς ἐπικήδειες Ἀκολουθίες στὸν Ἱερὸ Ναό, ἀλλὰ καὶ στὰ μνήματα οὕτως, ὥστε νὰ εἶναι στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς.

Ἀλλὰ καὶ οἱ εὐλαβεῖς Ὀρθόδοξοι, τουλάχιστον ἔτσι ἔκαμαν οἱ παλαιότεροι, φροντίζουν, ὅταν κατακλίνωνται γιὰ νὰ κοιμηθοῦν, νὰ βλέπουν πρὸς ἀνατολάς: ἀναπολοῦντες τὸν «Παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς» (8) καὶ προσευχόμενοι, παραδίδονται μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν Θεία Πρόνοια καὶ τὴν ἀνάπαυσι τοῦ ὕπνου.



1. Ἰ. Δαμασκηνοῦ, PG τ. 94, σέλ. 1133Β-1136Β/Ε.Α.Ο.Π., L. IV, Κεφάλ. ΙΒ΄.
2. Α΄ Ἰωάν. α΄ 5.
3. Μαλαχ. δ΄ 2.
4. Ἰωάν. η΄ 12.
5. Ἠσ. θ΄ 2• Ματθ. δ΄ 16.
6. Ἱερεμ. κγ΄ 5• Ζαχαρ. γ΄ 8• Λουκ. α΄ 78.
7. Ψαλμ. ξζ΄ 33-34.
8. Πρβλ. Γένεσ. β΄ 8.
9. Γένεσ. γ΄ 24.
10. Ἔξοδ. λζ΄ 5.
11. Λευϊτ. ιστ΄ 14.
12. Ἀριθμ. β΄ 3.
13. Ἰεζεκ. μδ΄ 1 ἑ.
14. Λουκ. κδ΄ 52.
15. Πράξ. α΄ 11.
16. Ματθ. κδ΄ 27.

Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς

Χατζηνικολάου Νικόλαος (Μητροπολίτης Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς)




Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια μὲ πλησίασε κάποιος νεαρὸς φοιτητής. Μὲ πολλὴ διστακτικότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔνταση τοῦ ἀπαιτητικοῦ ἀναζητητῆ, μοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι ἄθεος, ποὺ ὅμως θὰ ἤθελε πολὺ νὰ πιστέψει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Χρόνια προσπαθοῦσε καὶ ἀναζητοῦσε, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.

Συνομίλησε μὲ καθηγητὲς καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε ἡ δίψα του γιὰ κάτι σοβαρό. Ἄκουσε γιὰ μένα καὶ ἀποφάσισε νὰ μοιρασθεῖ μαζὶ μου τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη του. Μοῦ ζήτησε μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.

"Ξέρεις ὁλοκληρώματα ἤ διαφορικὲς ἐξισώσεις;" τὸν ρώτησα.

"Δυστυχῶς ὄχι", μοῦ ἀπαντᾷ, "εἶμαι τῆς Φιλοσοφικῆς".

"Κρῖμα, διότι ἤξερα μία τέτοια ἀπόδειξη" εἶπα ἐμφανῶς ἀστειευόμενος.

Ἔνιωσε ἀμήχανα καὶ κάπως σιώπησε γιὰ λίγο.

"Κοίταξε", τοῦ λέω, "συγνώμη ποὺ σὲ πείραξα λιγάκι. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐξίσωση οὔτε μαθηματικὴ ἀπόδειξη. Ἂν ἦταν κάτι τέτοιο, τότε ὅλοι οἱ μορφωμένοι θὰ τὸν πίστευαν. Νὰ ξέρεις, ἀλλιῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός. Ἔχεις πάει ποτὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος; Ἔχεις συναντήσει ποτὲ κανένα ἀσκητή;"

"Ὄχι πάτερ, ἀλλὰ σκέπτομαι νὰ πάω, ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά! Ἄν μοῦ πεῖτε, μπορῶ νὰ πάω καὶ αὔριο. Ξέρετε κανένα μορφωμένο νὰ πάω νὰ συναντήσω;"

"Τί προτιμᾶς; Μορφωμένο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ζαλίσει ἤ ἅγιο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ξυπνήσει;"

"Προτιμῶ τὸν μορφωμένο. Τοὺς φοβᾶμαι τοὺς ἁγίους"

"Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς. Γιὰ δοκίμασε μὲ κανένα ἅγιο. Πῶς σὲ λένε;" ρωτῶ.

"Γαβριήλ", μοῦ ἀπαντᾷ.

Τὸν ἔστειλα σὲ ἕναν ἀσκητή. Τοῦ περιέγραψα τὸν τρόπο πρόσβασης καί τοῦ ἔδωσα τὶς δέουσες ὁδηγίες. Κάναμε καὶ ἕνα σχεδιάγραμμα.

"Θὰ πᾷς", τοῦ εἶπα, "καὶ θὰ ρωτήσεις τὸ ἴδιο πρᾶγμα: Εἶμαι ἄθεος, θὰ τοῦ πεῖς, καὶ θέλω νὰ πιστεύσω. Θέλω μιὰ ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ"

"Φοβᾶμαι, νρέπομαι", μοῦ ἀπαντᾷ.

"Γιατί ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν ἅγιο καὶ δὲν ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι ἐμένα;", ρωτῶ. "Πήγαινε ἁπλὰ καὶ ζήτα τὸ ἴδιο πρᾶγμα".

Σὲ λίγες μέρες, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀσκητὴ νὰ συζητάει μὲ κάποιον νέο στὴν αὐλή του. Στὴν ἀπέναντι μεριὰ περίμεναν ἄλλοι τέσσερις καθισμένοι σὲ κάτι κούτσουρα. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Γαβριὴλ βρῆκε δειλὰ τὴ θέση του. Δὲν πέρασαν περισσότερα ἀπὸ δέκα λεπτὰ καὶ ἡ συνομιλία τοῦ γέροντα μὲ τὸν νεαρὸ τελείωσε.

"Τί γίνεστε, παιδιά;" ρωτάει. "Ἔχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Ἔχετε πιεῖ λίγο νεράκι;"

"Εὐχαριστοῦμε, γέροντα", ἀπήντησαν μὲ συγκαταβατικὴ κοσμικὴ εὐγένεια.

"Ἔλα ἐδῶ", λέγει ἀπευθυνόμενος στὸν Γαβριὴλ καὶ ξεχωρίζοντάς τον ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. "Θὰ φέρω ἐγὼ νερό, πᾶρε ἐσὺ τὸ κουτὶ αὐτὸ μὲ τὰ λουκούμια. Καὶ ἔλα πιὸ κοντὰ νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό: Καλὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἄθεος, ἀλλὰ νὰ ἔχει ὄνομα ἀγγέλου καὶ νὰ εἶναι ἄθεος; Αὐτὸ πρώτη φορὰ μᾶς συμβαίνει".

Ὁ φίλος μας κόντεψε νὰ πάθει ἔμφραγμα ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτικὸ αἰφνιδιασμό. Ποῦ ἐγνώρισε τὸ ὄνομά του; Ποιὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πρόβλημά του; Τί τελικὰ ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ ὁ γέροντας;

"Πάτερ, μπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω λίγο;", μόλις ποὺ μπόρεσε νὰ ψελλίσει.

"Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πᾶρε τὸ λουκούμι, πιὲς καὶ λίγο νεράκι καὶ πήγαινε στὸ πιὸ κοντινὸ μοναστῆρι νὰ διανυκτερεύσεις"

"Πάτερ μου, θέλω νὰ μιλήσουμε, δὲν γίνεται;"

"Τί νὰ ποῦμε ρὲ παλικάρι; γιὰ ποιὸν λόγο ἦλθες;"

"Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔνιωσα ἀμέσως νὰ ἀνοίγει ἡ ἀναπνοή μου", ἀφηγεῖται, "ἡ καρδιά μου νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πίστη, ὁ μέσα μου κόσμος νὰ θερμαίνεται, οἱ ἀπορίες μου νὰ λύνονται χωρὶς κανένα λογικὸ ἐπιχείρημα, δίχως καμιὰ συζήτηση, χωρὶς τὴν ὕπαρξη μιᾶς ξεκάθαρης ἀπάντησης.

Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αὐτομάτως ὅλα τὰ ἄν, τὰ γιατί, τὰ μήπως καὶ ἔμεινε μόνο τὸ πῶς καὶ τὸ τί ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς"

Ὅ,τι δὲν τοῦ ἔδωσε ἡ σκέψη τῶν μορφωμένων τοῦ τὸ χάρισε ὁ εὐγενικὸς ὑπαινιγμὸς ἑνὸς ἁγίου, ἀποφοίτου μόλις τῆς τετάρτης τάξης τοῦ δημοτικοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι πολὺ διακριτικοί. Σοῦ κάνουν τὴν ἐγχείρηση χωρὶς ἀναισθησία καὶ δὲν πονᾷς. Σοῦ κάνουν τὴν μεταμόσχευση χωρὶς νὰ σοῦ ἀνοίξουν τὴν κοιλιά. Σὲ ἀνεβάζουν σὲ δυσπρόσιτες κορυφὲς δίχως τὶς σκάλες τῆς κοσμικῆς λογικῆς. Σοῦ φυτεύουν τὴν πίστη, χωρὶς νὰ σοῦ
κουράσουν τὸ μυαλό...

Συναξαριστής 19 Νοεμβρίου

Ὁ Προφήτης Ὀβδιοῦ ἢ Ἀβδιοῦ



Τὸ ὄνομά του σημαίνει «δοῦλος Κυρίου». Ἔζησε στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 6ου αἰῶνα π.Χ., (κατ᾿ ἄλλη ἐκδοχὴ τὸ 800 π.Χ.), καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συχὲμ (ἐκ τοῦ ἀγροῦ Βηθοχαρὰμ ἢ Βαθαχαράμ), καὶ μὲ τὴν σύντομη προφητεία του αὐστηρὰ παρατηρεῖ μὲ ἰσχυρὲς ποιητικὲς ἐκφράσεις τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἰσραήλ.

Νὰ τί λέει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια: «Ὑπερηφάνια τῆς καρδίας σου ἐπῆρε σε κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ- τὶς κατάξει με ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν μετεωρισθῆς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιᾶν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος». Δηλαδή: ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς σου σὲ ἔκανε νὰ φρονεῖς πολὺ ὑψηλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ὅτι τάχα κατοικεῖς σὲ φαράγγια καὶ σπηλιὲς τῶν ὀρέων καὶ γενικὰ ἀπόρθητες περιοχές. Ἔχεις κτίσει τὴν κατοικία σου σὲ πολὺ ὕψος, πιστεύεις ὅτι εἶσαι ἰσχυρὸς καὶ ἀνίκητος καὶ λὲς ἀπὸ μέσα σου: Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ κατεβάσει στὴ γῆ; Καὶ ἂν ἀκόμα πετάξεις σὲ μεγάλα ὕψη σὰν τὸν ἀετό, καὶ ἂν στήσεις τὴν φωλιά σου ψηλὰ ἀνάμεσα στ᾿ ἀστέρια, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταῤῥίψω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω, λέγει ὁ Κύριος.

Ἂς προσέξουμε, λοιπόν, τὰ λόγια του προφήτη καὶ ἂς καλλιεργοῦμε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση.

Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Ὁβδιοῦ ἦταν μαθητὴς τοῦ προφήτου Ἡλίου, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀχοζία, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν Ὀβδιοῦ στὸν Ἠλία γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ βουνὸ πρὸς τὸν βασιλιά.

Μετὰ τὴν μετάβαση τοῦ Ἠλία στὸν Ὀχοζία, ὁ Ὀβδιοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ πεντηκοντάρχου, ἀκολούθησε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. Ὅταν πέθανε ἐτάφη στὸν τάφο τῶν πατέρων του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀβδιοὺ τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὥσπερ θεράπων φερωνύμως τοῦ Λόγου, τοῦ ὑπὲρ ἔννοιαν φωτὸς ἠξιώθης, καὶ προφητείας ἔλλαμψιν ἐδέξω σοφὲ δόξαν γὰρ τὴν ἄυλον, καθαρῶς ἐποπτεύων, ὄργανον θεόπνευστον, Ὀβδιοὺ ἀνεδείχθης, προμελωδοῦν ἐν κόσμῳ μυστικῶς, τῶν ἐσομένων, Προφῆτα τὴν ἔκβασιν.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου, Σωτὴρ.
Ὁ μέγας Ἀβδιοὺ, ἐπιλάμψεσι θείαις, τὸν νοῦν φωτοειδῆ, κεκτημένος θεσπίζει, τὰ μέλλοντα Πνεύματι, τῷ Ἁγίῳ φθεγγόμενος, τοῦτον σήμερον, εὐσεβοφρόνως τιμῶντες, ἐκτελέσωμεν, τὴν ἱερὰν αὐτοῦ μνήμην, καρδίας φωτίζουσαν.

Ὁ Ἅγιος Βαρλαάμ



Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος θεώρησαν χρέος τους νὰ ἀσχοληθοῦν στὸ δίκαιο ἐγκώμιο τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἀθλητῆ τῆς πίστης.

Παρὰ τὰ βαθιὰ γεράματά του, ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Ἀντιοχείας, τὸν ἀντιμετώπισε μὲ θαυμαστὴ εὐψυχία. Ἔτσι τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα βοδιοῦ καὶ τοῦ ξερίζωσαν τὰ νύχια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε ἄναψαν κάρβουνα καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ βάλουν τὰ χέρια του ἐπάνω σ᾿ αὐτά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς πρόλαβε. Βάδισε μόνος του καὶ ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὴ φωτιά. Καὶ ἐνῷ καίγονταν οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκκαλά του, ὁ γέροντας Βαρλαάμ, ὑμνοῦσε καὶ εὐλογοῦσε τὸν Κύριο. Μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδιδε καὶ τὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ κράτησε καὶ ἀμετακίνητη τὴν πίστη του (304 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεανικὴν ἐνδεδυμένος ἀνδρείαν μαρτυρικήν, ἐν πολιᾷ καρτερίαν, σὺ ἐνεδείξω ἔνδοξε, δοξάσας τὸν Χριστόν. Τούτῳ δὲ προσήγαγες δεξιὰν κεκαυμένην, ὡς θυσίαν ἄμωμον τὴν ἁγίαν ψυχήν σου. μεγαλομάρτυς, πρέσβευε ἀεί, πᾶσιν δοθῆναι, Βαρλαάμ, συγχώρησιν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἄζης ὁ Θαυματουργός

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (289 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἰσαύρων. Ἦταν στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα, ἀλλὰ ἄφησε τὴν στρατιωτικὴ ζωὴ καὶ ζοῦσε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε πολλὰ θαύματα.

Τὸν κατάγγειλαν ὅμως κάποιοι κυνηγοί, ποὺ τὸν εἶχαν δεῖ, καὶ στάλθηκε στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. Ὅταν τὸν συνέλαβαν βαθιὰ μέσα στὴν ἔρημο, οἱ στρατιῶτες δίψασαν καὶ δὲν ἔβρισκαν πουθενὰ νερό.

Τότε ὁ Ἄζης, διὰ τῆς προσευχῆς, ἔκανε νὰ πεταχθεῖ μπροστά τους νερὸ καὶ ἔτσι ξεδίψασαν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔκανε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.

Ὅταν τελικὰ ὁ Ἄζης ὁδηγήθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀκυλίνο, ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Τότε τὸν ἔδεσαν σ᾿ ἕνα τροχὸ καὶ ἀπὸ κάτω ἄναψαν φωτιά. Ἀλλὰ ἐνῷ ἡ φλόγα ὑψώθηκε, μὲ μιᾶς ἀμέσως ἔσβησε.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσείλκυσε στὸν χριστιανισμὸ τὴν σύζυγο καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ ἔπαρχου. Ὁ Ἀκυλίνος γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ ὁριστικὰ τὸν Ἄζη, διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Οἱ Ἅγιοι 150 Μάρτυρες Στρατιῶται

Αὐτοὶ πίστεψαν διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἁγίες μάνα καὶ θυγατέρα

Ἦταν σύζυγος καὶ κόρη τοῦ ἔπαρχου Ἀκυλίνου, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἅγιοι 12 Μάρτυρες Στρατιῶται

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, ἴσως τὴν ἐποχὴ τῶν πιὸ πάνω 150 Ἁγίων μαρτύρων στρατιωτῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης καὶ διέπρεψε γιὰ τὴν σεμνότητα τῆς ζωῆς του.'Συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μαξιμίνο (311-313), ἐπὶ δούκα Οὐρβανοῦ, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἦταν χριστιανός.

Τότε τὸν διαπόμπευσαν μέσα στὸ στάδιο καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἄφησαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὰ τὸν κατασπάραξαν, ἀλλὰ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.

Ὁ Ἅγιος Ἡλιόδωρος ἀπὸ τὴν Μαγιδὼ τῆς Παμφιλίας

Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (272) στὴ Μαγιδὼ τῆς Παμφυλίας, καὶ ὅταν ἡγεμόνευε στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Ἀέτιος.

Ὁ Ἠλιόδωρος λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, στὴν ἀρχὴ ξέσχισαν τὶς πλευρές του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ῥητίνη λαμπάδες.

Παρὰ λίγο ὁ Ἅγιος νὰ λιποψυχήσει. Ἀλλὰ διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἡ ψύχή του στερεώθηκε. Ἀκολούθησε σειρὰ σκληρῶν καὶ φρικτῶν βασανιστηρίων, ἀλλ᾿ ἡ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἠλιόδωρου δὲν κάμφθηκε.
Τελικὰ ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὸν δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.

Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος, Θαλλελαῖος, Χριστοφόρος, Εὐφημία καὶ τὰ παιδιά τους καὶ Παγχάριος

Δὲν βρίσκουμε κανένα στοιχεῖο γιὰ τὴ ζωή τους καὶ τὸ μαρτύριό τους.

Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ ἡγούμενος τοῦ Σπηλαίου (Ρῶσος) (+ 1065)

Ὁ Ὅσιος Σίμων

Ἡ τοῦ ὁσίου Σίμωνος μνήμη δὲν ἀπαντᾷ οὔτε εἰς τὰ ἔντυπα Μηναῖα οὔτε εἰς τὸν Συναξαριστὴν Νικόδημου· ἀπαντᾷ εἰς τὸν Παρισινὸν Κώδ. 1621 (αἰών. ιγ´), ἔνθα περὶ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν ταῦτα:
Οὗτος ἦν ἐκ Καλαβρίας μοναχὸς μονῆς μεγάλης καὶ θαυμαστῆς· ὅτε ποτὲ ἐστάλησαν εἰς διακονίαν μοναχοί τινες ἐκ τῆς μονῆς παρὰ τὴν θάλασσαν συνελήφθησαν ὑπὸ πειρατῶν Τούρκων καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν Ἀφρικήν·

πρὸς ἐξαγορὰν τῶν αἰχμαλώτων ἀδελφῶν ἐλθὼν οὗτος καὶ εὑρὼν αὐτοὺς διηρώτα ἐν συγκινήσει τὰ κατ᾿ αὐτούς, ὅτε πλησιάσας Ἀγαρηνὸς ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ νὰ ῥαπίση τὸν ὅσιον, ἀλλ᾿ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ·

τὸ αὐτὸ ἐπανελήφθη καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἐλθόντα, ὅτε οἱ ἄλλοι οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπήγαγαν αὐτὸν εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου καὶ διηγήθησαν τὰ διατρέξαντα· ἐκ τούτων ὁ ἄρχων κατεπλάγη καὶ παρεκάλεσε τὸν ὅσιον δι᾿ εὐχῆς ν᾿ ἀποκαταστήσῃ τὰς ἐξηραμένας τῶν στρατιωτῶν χεῖρας·

καὶ τούτου γενομένου, διέταξε νὰ μεταφέρωσιν ἐν τιμῇ τοὺς αἰχμαλώτους μοναχοὺς εἰς τὸν τόπον αὐτῶν.

Κατὰ δὲ τὸ ταξίδιον, ἀπολιπόντος τοῦ ὕδατος διὰ προσευχῆς τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ μετέβαλεν εἰς γλυκύτητα ὅπερ ἐκίνησεν εἰς θαυμασμὸν τοὺς ἀπίστους· ἐγένετο αὐτουργὸς καὶ ἄλλων θαυμάτων καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ

(Ἁγιολόγιο Σ. Εὐστρατιάδη, σελ. 425).

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Ἴβηρ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ


Ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔπαιξε σπουδαῖο ῥόλο στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου του (Γεωργία).

Ταξίδευσε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴ Κωνσταντινούπολη καὶ στὴ Βιθυνία, ὅπου γνωρίστηκε μὲ ἄλλους πνευματικοὺς πατέρες.

Κατόπιν ταξίδευσε στὴ Ῥώμη διὰ Θεσσαλονίκης, ὅπου ἔκανε θαύματα. Ἐπανερχόμενος ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔκτισε καὶ ἱερὸ ναὸ τὸ 870. Τὸ ἔργο του, ποὺ ἦταν κυρίως διδακτικό, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὸ γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. Πέθανε τὸ 875.

Ἄγιος Φιλάρετος Πατριάρχης Μόσχας

undefined


Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Αληθινή και ψεύτικη νηστεία.

undefined
Σε πολλά μέρη συνηθίζονται οι βεντέτες ανάμεσα σε οικογένειες για λόγους τιμής. Μια τέτοια βεντέτα ξέσπασε κάποτε, λέει το ανέκδοτο, και στην περιοχή της Μάνης. Και, όπως σ’ όλες τις περιβόητες αυτές διαμάχες, τα όπλα ανέλαβαν ν’ αποκαταστήσουν τα πράγματα.
Ο θιγμένος Μανιάτης κατέστρωσε σχέδιο, για να ξεκάνει αυτόν που τον πρόσβαλε. Πήρε το όπλο του και φεύγοντας λέει στη γυναίκα του:
-«Στο τάδε σημείο θα στήσω καρτέρι για να τον ”καθαρίσω”. Αν δεις κι οργώ, φέρε μου να φάω εκεί».
Έτσι και έγινε. Η γυναίκα μαγείρεψε και, σαν είδε πως αργούσε ο άνδρας της, του πήγε το φαγητό στο καρτέρι. Με το όπλο στο χέρι και το δάχτυλο στην σκανδάλη εκείνος, πανέτοιμος για φόνο, ανοίγει το καπάκι και βλέποντας το φαγητό, «σε καλό σου, βρε γυναίκα», γυρίζει και της λέει. «Μέρα Παρασκευή σήμερα! Κρέας μου έφερες να φάω;»
Εδώ τελειώνει το ανέκδοτο κι εμείς γελάμε με την παράξενη ευαισθησία του επίδοξου δολοφόνου. Όμως σκεφθήκαμε ποτε μήπως του μοιάζουμε; Μήπως κι εμείς τηρούμε με ευλάβεια κάποιες θρησκευτικές συνήθειες, χωρίς να μπαίνουμε στο βαθύτερο νόημα των πραγμάτων; Τώρα π.χ. έχουμε σαρανταήμερο και καταγινόμαστε με τη νηστεία. Πολλοί όμως μένουν στον εξωτερικό μόνο τύπο της νηστείας. Απέχουν δηλ. σχολαστικά από μερικά φαγητά. Αλλὰ τίποτε περισσότερο.
Να μη νηστεύουμε λοιπόν; Δεν είναι απαραίτητο; Μα και βέβαια είναι. Καλό, άγιο και θεοπαράδοτο πράγμα η νηστεία. Μ’ αυτήν ελέγχουμε τον εαυτό μας, βάζοντας φρένο στις αχαλίνωτες επιθυμίες μας. Είναι το μέτρο που ορίζει ο Θεός, για να μη βυθίζεται η ζωή μας στην αμετρία των παθών. Είναι το φάρμακο για τη θεραπεία της ασυδοσίας τους. Γι’ αυτό και πρέπει η νηστεία να προχωράει παραπέρα. Να μη σταματάει στην αποχή μονάχα απ’ τα ωραία φαγητά. Να είναι άσκηση εγκράτειας σε όλα.
Όσο αυστηρά και να νηστεύει κανείς, αν δεν προσπαθεί παράλληλα να απέχει και από κάθε είδους κακία και να εφαρμόζει έμπρακτα την αγάπη, η νηστεία του είναι άχρηστη. Αληθινή νηστεία είναι «η των κακών αλλοτρίωσις», η αποξένωση δηλ. από κάθε κακό. Όπως: εγκράτεια γλώσσας (από κατάκριση, κουτσομπολιό, αργολογία, αισχρολογία, βλασφημία), αποχή από θυμό, ψεύδος, επιορκία, αποφυγή κάθε αδικίας. Παράλληλα, έμπρακτη αγάπη και διάλυση κάθε έχθρας. Δεν φτάνει δηλ. η εξωτερική νηστεία (από μερικά φαγητά μόνο).
«Ου ταύτην την νηστείαν εξελεξάμην», λέει ο Κύριος, «αφού κατά τις ημέρες των νηστειών σας κάνετε όλα τα κακά σας θελήματα, έρχεστε σε διαμάχες μεταξύ σας, χτυπάτε τους μικρούς και ταπεινούς. Ακόμα κι αν κάμψεις τον τράχηλό σου σαν κρίκο απ’ την πολλή νηστεία, αυτή δεν είναι ευπρόσδεκτη. Αλλά διάλυσε κάθε αδικία, μοιράσου με πεινασμένους το ψωμί σου, περιμάζεψε άστεγους και φτωχούς στο σπίτι σου, ντύσε τον γυμνό, φρόντισε τους φτωχούς σου συγγενείς» (Ησ. 58,3-11).
Στο Γεροντικό διαβάζουμε, πως κάποιος αδελφός είπε στον αββά Μακάριο: «Πάτερ, έχω τριάντα χρόνια που δεν έφαγα κρέας, κι ακόμα δυσκολεύομαι πάνω στο θέμα αυτό». Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Καλύτερα, παιδί μου, πληροφόρησέ με για το εξής, αλλά πες μου την αλήθεια: Πόσες μέρες έχεις που δεν είπες λόγια εναντίον αδελφού, που δεν κατέκρινες και ούτε βγήκε λόγος ανώφελος από το στόμα σου»; Τότε κατάλαβε ο αδελφός πόσο ανώτερος είναι ο αγώνας αυτός, ζήτησε συγχώρηση και είπε: «Ευχήσου με, πάτερ, να κάμω αρχή σ’ αυτή την εργασία».
Δεν αξίζει άραγε τον κόπο, να ξεκινήσουμε κι εμείς τον αγώνα για μια τέτοια αληθινή νηστεία;
(Πρωτ. Δ. Μ.
Πηγή: «Λυχνία», Νικοπόλεως, Νοέμβριος 2011)

Το Πρόσφορο του Γέροντα Ιάκωβου, η γιαγιά & τα εγγονάκια της

Εκείνη την εποχή, τα πρώτα χρόνια της ιερωσύνης του, ο π. Ιάκωβος πολλές φορές λειτουργούσε, γιορτές και Κυριακές, στα γύρω μικρά χωριά.
Οι προσκυνητές της Μονής τότε (1950-1970) ήσαν σχεδόν ανύπαρκτοι ή ελάχιστοι. Κι εγώ ο ίδιος, καίτοι είχα υπηρετήσει στο Πρωτοδικείο Χαλκίδος
ως Πρόεδρος Πρωτοδικών την 2ετία 1971-1973 και είχα έπισκεφθεί προσκυνηματικά πολλά Μοναστήρια της περιοχής (Αγίου Νικολάου Γαλατάκη,
Αγίου Γεωργίου Ιλίων, Αγίου Νικολάου Αμαρύνθου κ.λπ.) δεν είχα επισκεφθεί τον Όσιο Δαβίδ ούτε μία φορά.Μια γιορτή λοιπόν ο Γέροντας λειτούργησε στην εκκλησία ενός μικρού χωριού στο νότιο μέρος της Μονής. Τότε αυτοκίνητο η Μονή δεν διέθετε, γι΄ αυτό
οι Πατέρες εξυπηρετούντο με ένα μουλάρι της Μονής. Είχε μεταβεί λοιπόν ο π. Ιάκωβος στην εκκλησία ενός χωριού με το μουλάρι, με το οποίον,
αφού ετελείωσε την Θεία λειτουργία, την κατάλυση και όλα τα σχετικά, επέστρεφε.
Στο δρόμο ανηφορίζοντας, υπήρχε αριστερά ένα αγροτικό σπιτάκι, στο όποιον έμενε μια φτωχή αγροτική οικογένεια, αποτελούμενη από τους δύο γονείς,
3 μικρά παιδιά, ηλικίας 2-5 ετών, και μία ηλικιωμένη γιαγιά.
Περνώντας κοντά από το σπιτάκι ο π. Ιάκωβος βλέπει την γιαγιά ξαπλωμένη κάτω από μια συκιά στην αυλή του σπιτιού, σκεπασμένη με κουβέρτες.
Όποτε έπλησίασε και την ρώτησε:
-«Τί κάνεις Γερόντισσα, πως περνάς;».
-«Πώς να περνώ παπά μου, κρυώνω, αλλά τί να κάνω. Το σπίτι είναι μικρό
και δεν παίρνει το αντρόγυνο και τα 3 παιδιά κι έμενα. Κι έτσι μένω εγώ εδώ, μέχρις ότου φθινοπωριάσει. Μετά έχει ο Θεός».Τότε ο π. Ιάκωβος λυπήθηκε την γιαγιά όπως την είδε έξωσμένη από το σπιτάκι, κρυωμένη και πεινασμένη. Αλλά τί να της κάνει. Λεφτά δεν είχε, τρόφιμα δεν είχε. Είχε μόνο ένα μικρό πρόσφορο που περίσεψε από την λειτουργία, και πήρε μαζί του διά τους φτωχούς Πατέρες της Μονής.
Κατέβηκε από το μουλάρι και το έδωσε στην παγωμένη και πεινασμένη γιαγιά, η οποία φίλησε το χέρι του Γέροντα, του είπε χίλια ευχαριστώ και καλά λόγια και το έκρυψε κάτω από τις κουβέρτες.
Ο π. Ιάκωβος ανέβηκε στο μουλάρι του και ξεκίνησε να φύγει. Δεν είχε όμως απομακρυνθεί ούτε 20 μέτρα, οπότε γυρίζοντας το κεφάλι του να δει τί συμβαίνει, γιατί άκουσε φωνές, βλέπει τα 3 εγγονάκια της γιαγιάς να την έχουν πλησιάσει, να αρπάζουν το πρόσφορο του Γέροντα και μπαίνουν τρέχοντας στο σπίτι τους, ενώ η γιαγιά έκλαιγε και διεμαρτύρετο με κραυγές.Τότε ο Γέροντας, γυρίζοντας πίσω, κατέβηκε από το μουλάρι, ζήτησε το πρόσφορο από την μητέρα των παιδιών, το έκοψε με το μαχαίρι στα δύο,
έδωσε το ένα κομμάτι, το μικρό στη γιαγιά και το άλλο, το μεγάλο, στην μητέρα των παιδιών με την συναίνεση πάντων. Αλλά και την ικανοποίηση πάντων.
Έφυγε δε, αφού προηγουμένως έβαλε τα παιδιά να φιλήσουν το χέρι της γιαγιάς και να ζητήσουν συγχώρεση. Έτσι ηρέμησαν τα πνεύματα και άπεκατεστάθη η ομόνοια και η γαλήνη στην οικογένεια.
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης όπως τον γνώρισα” του Δημητρίου Αλεξ. Τζούμα (Πρωτοπρεσβυτέρου Αρεοπαγίτου ε.τ.), εκδόσεις “Επτάλοφος”

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Μεγαλομανείς και οραματισταί

Ο Φώτης Κόντογλου. Αυτοπροσωπογραφία.πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 18/11/2011
ΜΕΓΑΛΟΜΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΤΑΙ
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
TΟΥΣ ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας μποροῦμε νὰ τοὺς διακρίνουμε σὲ δύο κατηγορίες, ἀνάλογα μὲ τὶς προτιμήσεις τους καὶ τὸν τρόπο ζωῆς. Ἡ πρώτη κατηγορία εἶναι οἱ μεγαλομανεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πάντα στὸ νοῦ τους νὰ αὐξήσουν τὴν περιουσία τους, νὰ ἀπολαύσουν πολλά, νὰ ἐντυπωσιάσουν τοὺς ἄλλους πὼς τάχα εἶναι εὐτυχισμένοι, ἐνῶ ποτὲ δὲν ἔχουν γευθεῖ στιγμὲς εὐτυχίας. Σὲ αὐτοὺς τὰ συναισθήματα εἶναι ἐλάχιστα καὶ δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Στὴ ζωὴ τους βαδίζουν δίχως ὁράματα καὶ εὐγενικοὺς σκοπούς. Προσωπικὰ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ὄχι μόνο δὲν τοὺς ζηλεύω, ἀλλὰ τοὺς λυπᾶμαι, γιατί βρίσκονται σὲ μία πνευματικὴ ἔρημο, ὅπου ὑποφέρουν ἀπὸ τὸν ἥλιο, μακριὰ ἀπὸ κάθε ὄαση καὶ ἀπομονωμένοι ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους τους. Ἡ ἔντονη δραστηριότητά τους δὲν μὲ συγκινεῖ, γιατί δὲν ὑπηρετεῖ ἀνάγκες ἀνθρώπων οὔτε καὶ συμβάλλει στὴ διαμόρφωση κάποιας καλύτερης νοοτροπίας ἢ στὴν ὁλοκλήρωση κάποιας εὐγενικῆς προσπάθειας...

Ἡ δεύτερη κατηγορία εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν πολλὰ μέσα, ποὺ δὲν ἐπιδιώκουν τὰ μεγάλα καὶ ἐντυπωσιακὰ, ἀλλὰ περιορίζονται στὰ ἀναγκαῖα, ἐνῶ στὴν καρδιὰ τους ἔχουν μία ἀξιοθαύμαστη καλοσύνη καὶ στὴ συμπεριφορὰ τους μία ἀξιομίμητη ἁπλότητα. Στὸ πρόσωπό τους λάμπει ἡ ἠρεμία καὶ φανερώνεται ἡ ἐλευθερία τους ἀπὸ τὰ ἐφήμερα καὶ μάταια τῆς ζωῆς. Δὲν ἐπιλέγουν τὸ σύγχρονο τρόπο ζωῆς, ὅπου ὅλοι τρέχουν, συνωθοῦνται, ἀλληλοπαραμερίζονται, δὲν γνωρίζονται μεταξύ τους καὶ δὲν συμμετέχει ὁ ἕνας στὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη τοῦ ἄλλου. Τοὺς θαυμάζω αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, γιατί δὲν εἶναι κλεισμένοι στὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ μαθαίνουν τί συμβαίνει στὴν κοινωνία καὶ πρόθυμα βάζουν ἕνα λιθαράκι, γιὰ νὰ καλυτερέψει, παρόλο ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀγριέψει καὶ τὴν ἔχουν μεταβάλει σὲ ζούγκλα.
Ἡ ἐλπίδα γιὰ κάτι καλύτερο στὴν κοινωνία μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ στοὺς ἀνθρώπους αὐτῆς τῆς κατηγορίας, γιατί ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ ὑπηρετοῦν μὲ συνέπεια τοὺς εὐγενικοὺς στόχους, ποὺ θέτουν. Ἔχουν σταθερὸ βηματισμὸ στὴ ζωή τους καὶ ὁδηγὸς τους εἶναι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νὰ μὴ ἔχουν πολλὲς δυνατότητες, ἔχουν ὅμως πολὺ ζῆλο. Ἀναφέρομαι στοὺς ἀληθινοὺς χριστιανοὺς καὶ ὄχι στοὺς συμβιβασμένους μὲ τὸν κόσμο, οἱ ὁποῖοι εἶναι μισοναρκωμένοι, ὅπως τὰ ζῶα ποὺ ξυπνοῦν ἀπὸ τὴ χειμερία νάρκη καὶ ἔχουν περιορισμένη δραστηριότητα. Στοὺς ζηλωτὲς, ποὺ δὲν παραπατοῦν καὶ δὲν ρίχνουν νερὸ στὸ κρασί τους.
Ὁ Φώτης Κόντογλου, ἀνήσυχο πνεῦμα ὅπως ἦταν, παρατηροῦσε τὰ ὅσα συνέβαιναν στὴν κοινωνία καὶ ἰδιαίτερα τὶς ἐπιλογὲς τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων καὶ ἔγραφε μὲ πόνο καὶ πάθος, προκειμένου νὰ ἀλλάξουν τὰ πράγματα. Ὁ λόγος του εἶναι πάντα ἐπίκαιρος καὶ χρήσιμος. Ἔγραφε: «Τί μεγαλομανία σʼ ἔχει πιάσει, ἀδελφέ μου, καὶ δὲν βρίσκεις ἡσυχία καὶ χτίζεις πατώματα ἀπάνω στὰ πατώματα, κʼ ἔχεις δύο-τρία αὐτοκίνητα, καὶ κότερακαὶ κάθε λογῆς μάταια πράγματα! Γύρισε καὶ κοίταξε καὶ τὸν ἀδελφό σου, νὰ δροσιστεῖ ἡ ψυχή σου μὲ τὴν εὐλογημένη καλωσύνη, ποὺ τὴν ξεράνανε τὰ τσιμέντα, οἱ ψεύτικες κουβέντες, οἱ συμφεροντολογικὲς παρέες, οἱ συνοφρυωμένες ἀξιοπρέπειες. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις θυσίες, τουλάχιστον νὰ σιχαθεῖς τὴν ἀδικία. Μὴ ἀδικεῖς. Ἡ ἀδικία εἶναι σιχαμερὴ στρίγγλα, χωρίστρα τῶν ἀνθρώπων, ἀνθρωποκτόνα σὰν τὸν πατέρα της τὸν σατανᾶ.
» Τί θὰ δίνανε πολλοὶ ἀπʼ αὐτούς, ποὺ κερδίσανε τὸν κόσμο καὶ χάσανε τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ νοιώσουνε ὅ,τι νοιώθουνε οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν χάσανε τὴν ψυχή τους! Ἂν τύχει νὰ ξεκόψει κανένας τέτοιος ἀπὸ τὴν ψεύτικη παρέα του καὶ βρεθεῖ στὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀχάλαστων νοιώθει πὼς ζεῖ ἀληθινά• καὶ σὰν ἀπογευθεῖ τὰ ἁγνὰ συναισθήματα ὕστερα ἀπὸ τὴν ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, ποὺ κάνει σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξαναγεννήθηκε, σὰν τυφλὸς ποὺ εἶδε τὸ φῶς του. Κάτι τέτοιοι δὲν ξεκολλᾶνε πιὰ οἱ κακόμοιροι ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν γκαρδιακῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεμακρύνει ἀπὸ τὰ ψεύτικα, πρέπει νὰ ᾽χει λίγη ψυχή. Ἀλλοιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς ψευτιά. Ὁ ἄμμος τῆς Σαχάρας, ὅση βροχὴ κι ἂν πέσει ἀπάνω του, δὲν φυτρώνει τίποτα».

Preparation For Confession

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης



A meditation for those preparing to stand before the Creator and Church community in the awesome Mystery of Holy Confession, thereby being given the renewal of a second baptism.

I, a sinful soul, confess to our Lord God and Savior Jesus Christ, all of my evil acts which I have done, said or thought from baptism even unto this present day.

I have not kept the vows of my baptism, but have made myself unwanted before the face of God.

I have sinned before the Lord by lack of faith and by doubts concerning the Orthodox Faith and the Holy Church; by ungratefulness for all of God's great and unceasing gifts; His long-suffering and His providence for me, a sinner; by lack of love for the Lord, as well as fear, through not fulfilling the Holy Commandments of God and the canons and rules of the Church.

I have not preserved a love for God and for my neighbor nor have I made enough efforts, because of laziness and lack of care, to learn the Commandments of God and the precepts of the Holy Fathers. I have sinned: by not praying in the morning and in the evening and in the course of the day; by not attending the services or by coming to Church only halfheartedly.

I have sinned by judging members of the clergy. I have sinned by not respecting the Feasts, breaking the Fasts, and by immoderation in food and drink.

I have sinned by self-importance, disobedience, willfulness, self-righteousness, and the seeking of approval and praise.

I have sinned by unbelief, lack of faith, doubts, despair, despondency, abusive thoughts, blasphemy and swearing.

I have sinned by pride, a high opinion of my self, narcissism, vanity, conceit, envy, love of praise, love of honors, and by putting on airs.

I have sinned: by judging, malicious gossip, anger, remembering of offenses done to me, hatred and returning evil for evil; by slander, reproaches, lies, slyness, deception and hypocrisy; by prejudices, arguments, stubbornness, and an unwillingness to give way to my neighbor; by gloating, spitefulness, taunting, insults and mocking; by gossip, by speaking too much and by empty speech.

I have sinned by unnecessary and excessive laughter, by reviling and dwelling upon my previous sins, by arrogant behavior, insolence and lack of respect.

I have sinned by not keeping my physical and spiritual passions in check, by my enjoyment of impure thoughts, licentiousness and unchastity in thoughts, words and deeds.

I have sinned by lack of endurance towards my illnesses and sorrows, a devotion to the comforts of life and by being too attached to my parents, children, relatives and friends.

I have sinned by hardening my heart, having a weak will and by not forcing myself to do good.

I have sinned by miserliness, a love of money, the acquisition of unnecessary things and immoderate attachment to things.

I have sinned by self-justification, a disregard for the admonitions of my conscience and failing to confess my sins through negligence or false pride.

I have sinned many times by my Confession: belittling, justifying and keeping silent about sins.

I have sinned against the Most-holy and Life-creating Mysteries of the Body and Blood of our Lord by coming to Holy Communion without humility or the fear of God.

I have sinned in deed, word and thought, knowingly and unknowingly, willingly and unwillingly, thoughtfully and thoughtlessly, and it is impossible to enumerate all of my sins because of their multitude. But I truly repent of these and all others not mentioned by me because of my forgetfulness and I ask that they be forgiven through the abundance of the Mercy of God.



Prayer

May Almighty God, by His Holy Spirit, inspire the sincere image of repentance in all our hearts so that we may learn the standards of God, truly face our sins and humbly confess them to Him, both in our private prayers and in public Confession, and so be unburdened, relieved and freed from guilt, and reunited to the Body of Christ - the Church. How great a gift is the mystery of Confession!

Εκκλησία και Χούντα


Επιμέλεια Θ. Ρ.

Είναι μια πολύ πικρή αλήθεια ότι η θεσμική Εκκλησία (παπάδες και, ιδιαίτερα, δεσποτάδες) σχεδόν στο σύνολό της, καθώς και πολλοί θρησκευόμενοι, όπως οι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών και οι χριστιανικές οργανώσεις, όχι μόνο συμβιβάστηκαν με το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974), αλλά και συχνά το ευλόγησαν και το εξύμνησαν.
Γιατί άραγε συνέβη αυτό; Μήπως η Εκκλησία, τελικά, είναι απλώς γεμάτη φασίστες; Ή μήπως –όπως θα ήθελαν να πιστεύουν κάποιοι συνάνθρωποί μας– ο ίδιος ο χριστιανισμός είναι στη ρίζα του φασιστικός και νομοτελειακά μετατρέπει σε φασίστες εκείνους που τον αποδέχονται, εκτός από λίγες παράδοξες εξαιρέσεις;
Η ερμηνεία που δίνει ο κ. Ανδρέας Αργυρόπουλος στη μελέτη του Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), Ψηφίδα 2004, σελ. 38-39, είναι κάπως διαφορετική:
«Οι θέσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους στην ιδεολογία που αναπτύχθηκε για τα “ελληνοχριστιανικά ιδεώδη” τον 19ο αιώνα. Το έθνος συμπορεύεται πάντα με την Εκκλησία και η εκκλησιαστική ιεραρχία οφείλει να ακολουθεί και να στηρίζει ο,τιδήποτε καλύπτεται πίσω από την εθνική ιδέα. Βεβαίως, η εξυπηρέτηση των εθνικών επιδιώξεων δεν είχε να κάνει μόνο με τον ελλαδικό χώρο […]. Το δυστύχημα είναι ότι και σήμερα από πολλούς παρανοείται η ουσία και η αποστολή της Εκκλησίας. Η πλειονότητα των μελών της τις αποδέχεται: “μέχρι τις ημέρες μας δεν έχει κανείς παρά να απευθύνει στην πλειονότητα των μελών της Εκκλησίας τις ερωτήσεις: - Ποιο είναι το γένος, το έθνος ή ο περιούσιος λαός; - Ποια είναι η αποστολή της Εκκλησίας; - Ποιος σώζει ποιον; η Ορθοδοξία τον Ελληνισμό ή ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία; Οι απαντήσεις σχεδόν ανεξαίρετα θα είναι πως περιούσιος λαός είναι οι Έλληνες, αποστολή της Εκκλησίας είναι η σωτηρία του έθνους και χωρίς τον Ελληνισμό δεν υπάρχει Εκκλησία” [π. Α. Πινακούλα, Εκκλησία και Ελληνισμός στη νεότερη Ελλάδα, Σύναξη 79 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2001), 47]. Βεβαίως, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί: “η εκκλησία έχει πνευματικό έργο και δεν είναι ταγμένη να σώσει φυλές, γλώσσες και έθνη, αλλά να σώσει τους ανθρώπους ανεξάρτητα απ’ τη φυλή, το φύλο, τη γλώσσα και το έθνος” [Ι. Πέτρου, Η πολυπολιτισμικότητα ως κοινωνικό γεγονός και κοινωνικό αίτημα, Καθ’ οδόν 16 (Ιούλιος 2000), 17]».
Εννοείται πως η πλάνη αυτή, ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία πρέπει ν’ ακολουθεί οποιονδήποτε επικαλείται την εθνική ιδέα, καθόλου δεν αθωώνει τους Έλληνες αρχιερείς και τους πανεπιστημιακούς θεολόγους (και όχι μόνο) που εξέφρασαν με κείμενα, εγκυκλίους και άλλους τρόπους την άποψη πως το χουντικό καθεστώς ήταν «θεόσταλτο» γιατί «ήρθε να σώσει την Ελλάδα». Δεν τους αθωώνει γιατί οι πνευματικοί ηγέτες μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν επιτρέπεται να βρίσκονται σε πλάνη.
Τα παραπάνω μας πικραίνουν, αλλά δε μας απογοητεύουν, γιατί και στο παρελθόν υπήρξαν στιγμές που ένας απλός μοναχός (π.χ. οι άγιοι Μάξιμος Ομολογητής ή Ιωάννης Δαμασκηνός) κράτησε την αυθεντικότητα της χριστιανικής διδασκαλίας ενάντια στους συμβιβασμένους πατριάρχες, αλλά και περιπτώσεις αγίων που καταδιώχθηκαν από τη συμβιβασμένη ιεραρχία του καιρού τους, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγ. Μάξιμος ο Γραικός (Ρωσία), ο (κατ’ εμέ άγιος) Παππουλάκος (κόκκινο πανί για τους σημερινούς φιλοδυτικούς φυσικά) κ.ά. Ωστόσο ας έχουμε υπόψιν πως, στην πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας, Εκκλησία δεν είναι ο κλήρος ή η ιεραρχία (παπάδες και δεσποτάδες), αλλά ο λαός των χριστιανών, άρα και ένας μόνο πραγματικός χριστιανός να βρεθεί σ’ έναν τόπο ή σε μια εποχή, αυτός διασώζει μέσα του την αλήθεια και την αυθεντικότητα της Εκκλησίας.
Σήμερα βέβαια, πολλοί ιερείς και επίσκοποι παίρνουν θέση για τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα και κατακρίνονται ότι ανακατεύονται στην πολιτική… Τελικά δε μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους.


Όπως όμως σε κάθε εποχή (και στην Τουρκοκρατία και στην Κατοχή), έτσι και την εποχή της χούντας υπήρξαν και ιερωμένοι που αντιστάθηκαν, αλλά και λαϊκοί (δηλ. όχι ιερείς), που αγωνίστηκαν κατά της χούντας θεμελιώνοντας τον αγώνα τους στη χριστιανική τους συνείδηση και στη χριστιανική διδασκαλία. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που καταξιώνονται από την Ιστορία και η παρουσία τους ενθαρρύνει και εμπνέει τους δικούς μας αγώνες «με το Χριστό για το λαό» (σύνθημα εκείνων των χριστιανών αγωνιστών).
Στη μελέτη του κ. Α. Αργυρόπουλου που αναφέρουμε παραπάνω (και η οποία περιγράφει χωρίς περιστροφές το συμβιβασμό της πλειοψηφίας της εκκλ. ιεραρχίας με τη χούντα) εντοπίζουμε κάποιες περιπτώσεις τέτοιων ιερέων και λαϊκών, τις οποίες και θα καταγράψουμε. Ασφαλώς δεν είναι οι μόνοι. Παπάδες με δημοκρατικά ιδεώδη και πιστοί ορθόδοξοι κοινωνικοί αγωνιστές (άσχετα αν επικαλέστηκαν ρητά την πίστη τους ως θεμέλιο του αγώνα τους) υπήρξαν σε κάθε γωνιά της χώρας μας. Προχωράμε λοιπόν με οδηγό το παραπάνω βιβλίο. Οι καφέ αγκύλες είναι δικές μας, όπως και ο χρωματισμός ορισμένων φράσεων, ενώ παραλείπουμε τις υποσημειώσεις, που μπορεί να τις αναζητήσει ο αναγνώστης ανατρέχοντας στη μελέτη.

Η διφορούμενη στάση του αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου

«Η δικτατορία από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να επιβάλει τον άμεσο έλεγχο στη Διοίκηση της Εκκλησίας. Πρώτος της στόχος ήταν η ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και η τοποθέτηση στη θέση του, του εκλεκτού των Ανακτόρων [=του βασιλιά] Ιερώνυμου Κοτσώνη. Αυτό επετεύχθη σε σύντομο χρονικό διάστημα και με πολλές παράνομες μεθοδεύσεις. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε με την απομάκρυνση των μητροπολιτών που δεν έδειχναν ιδιαίτερα πρόθυμοι να συνεργαστούν με τη νέα κατάσταση [σ.σ. άρα υπήρχαν τέτοιοι, αλλά απομακρύνθηκαν σκόπιμα] και την επισκοποποίηση νέων που ακολουθούσαν πιστά τον Ιερώνυμο. Ταυτόχρονα η Δικτατορία τον πιέζει να διωχθούν από την εκκλησιαστική Δικαιοσύνη για φιλοαριστερισμό οι μητροπολίτες Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Αλέξανδρος και Πειραιώς Χρυσόστομος, πράγμα που ο Ιερώνυμος αρνείται. Ο μητροπολίτης Πειραιώς, μάλιστα, συνήθιζε στις ομιλίες και τα κηρύγματά του να καταγγέλλει συνεχώς τη Δικτατορία» (σελ. 21).

Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος (από αυτό το -φιλικό προς το πρόσωπό του- post)

«Ο Ιερώνυμος αναλαμβάνει τη στήριξη της δικτατορίας με κάθε τρόπο, πιστεύοντας, όπως γράφει σε επιστολή του στο δικτάτορα Παπαδόπουλο, ότι “όταν έγινεν η Επανάστασις της 21ης Απριλίου αντεπεκρίνετο εις ένα λαϊκόν αίσθημα”. […] Από τον Αύγουστο όμως του 1969 αρχίζει να κρατάει αποστάσεις, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να συγκρούεται ανοικτά με τη δικτατορική κυβέρνηση. Στις 6-8-1969 στέλνει γράμμα στον Παπαδόπουλο και εκφράζει τις διαφωνίες του για τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας:
“Η ωμή βία και το Κράτος του Χωροφύλακος οδηγούον όχι εις την Δημοκρατίαν, αλλ’ είτε εις την δουλείαν είτε εις την ανατροπήν. Ενόσω είναι ακόμη καιρός προλάβετέ την. Διότι και τα δύο οδηγούν εις τον όλεθρον της Ελλάδος. Διότι εάν μεν επιτύχητε την υποδούλωσιν του Λαού, δηλαδή ο Ελληνικός Λαός να αποκτήση φρόνημα δούλων, πράγμα αδύνατον (“του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”), θα έχετε αποτύχη εις τον σκοπόν σας ως Επανάστασις, διότι ήλθατε να μας σώσετε από το καθεστώς της δουλείας, αλλά και θα οδηγήσετε την Ελλάδα εις τον όλεθρον”.
Στο βιβλίο του “Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου” αναφέρεται συχνά στις δυσκολίες και την απογοήτευση που ένιωθε στις επαφές του με τα μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης. Ισχυρίζεται πως από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του η κυβέρνηση ενοχλείτο από τις αντιλήψεις και τις πρακτικές του. Για να ενισχύσει τις θέσεις του αυτές αναφέρεται και στις παρεμβάσεις του υπέρ των διωκομένων από τη δικτατορία ιερέων και επισκόπων. Εξακολουθεί όμως στο βιβλίο του να αποκαλεί τη δικτατορία ορισμένες φορές “Επανάσταση”» (ό.π., σελ. 23-24).

Ιερείς και επίσκοποι κατά της χούντας

Αναφέραμε ήδη τους μητροπολίτες Πειραιώς Χρυσόστομο και Φιλίππων Αλέξανδρο ως αντέδρασαν κατά της χούντας. Στις 25.10.1972 ο χριστιανός αγωνιστής Νίκος Ψαρουδάκης (για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω) καλείται σε απολογία από το Πλημμελειοδικείο Αθηνών για αντιχουντικό άρθρο του στην αγωνιστική εφημερίδα Χριστιανική, που ο ίδιος με τους συνεργάτες του εξέδιδε.
«Υπέρ του κατέθεσαν οι: Ευάγγελος Μόσχος, γνωστός δικηγόρος, ο θεολόγος και συνεργάτης της “Χ” [=Χριστιανικής] Γιώργος Ροδίτης, ο Λεωνίδας Δρανδάκης, πολιτικός μηχανικός, και ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος. Στην κατάθεσή του ο τελευταίος αναφέρει:
“Ο Ν.Ψ. διά της λαμπράς αρθρογραφίας του καταρτίζει πολίτας χριστιανούς… Ιεροκήρυξ λοιπόν ο Νίκος Ψαρουδάκης. Διαφέρει όμως ως προς τους ρασοφόρους τοιούτους [σ.σ. ιεροκήρυκες] κατά τούτο: Ότι εκείνοι (οι ρασοφόροι) καλοπληρώνονται και διάγουν εν πάση ανέσει και ευμαρεία. Ενώ ο Ν.Ψ. γνήσιος οπαδός του ακτήμονος Ναζωραίου, ζη στερούμενος. Είναι πτωχός, ενώ θα ηδύνατο να είναι πλούσιος… Ευρίσκομαι σήμερον εδώ για να εκπληρώσω ιερόν καθήκον έναντι ενός εξαιρέτου Έλληνος, ενός ακραιφνούς πατριώτου, ενός συμπαθούς αγωνιστού, πνευματικού ποδηγέτου του Λαού, αληθώς γνησίου Χριστιανού…” (Πρωτοδικείο Αθηνών, Ανακριτής 8ου τμήματος, 2/12/1972, έκθεσις ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος)» (ό.π., σελ. 91).

Φωτο από εδώ

«Το ίδιο χρονικό διάστημα η “Χ” με άρθρο της καταδικάζει την τετραετή σιωπή της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και την παθητική της στάση απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Εξαίρει [=επαινεί] τη στάση που τήρησαν κατά τη συνεδρίασή της οι Επίσκοποι Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και Φλωρίνης Αυγουστίνος» (ό.π., σελ. 91-92).

[Για τους παραπάνω, διαβάζουμε σε άρθρο του π. Ιερόθεου Βλάχου (Ελευθεροτυπία 28.5.2001):
«Είναι γνωστό ότι το καθεστώς της Επταετίας με Συντακτική Πράξη κατήργησε τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας διά του οποίου καθορίζονται μεταξύ των άλλων και η συγκρότηση της διοικήσεως της Εκκλησίας. Παραθεώρησε την Ιεραρχία της Εκκλησίας, έπαυσε την τότε υπάρχουσα Διαρκή Ιερά Σύνοδο και διόρισε επταμελή «Αριστίνδην» Σύνοδο. με την Πράξη αυτή στην ουσία παραθεώρησε τόσο το Συνοδικό Τόμο του 1850 όσο και την Πατριαρχική Πράξη του 1928. Οπως η Επταετία κατήργησε το Κοινοβούλιο, έτσι ακριβώς κατήργησε και την κανονική και νόμιμη διοίκηση της Εκκλησίας.
Για την επέμβαση αυτή στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξε αντίδραση που είναι γνωστή σε όσους ασχολούνται με τις πηγές και το αρχειακό υλικό. Πολλοί αρχιερείς διαμαρτύρονταν, με κορυφαίους τον Σεβ. Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Παντελεήμονα, τον αείμνηστο Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και τον Σεβ. Μητροπολίτη Φλωρίνης κ. Αυγουστίνο. Εγιναν προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αντέδρασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διεξήχθησαν θυελλώδεις συζητήσεις στις Ιεραρχίες των ετών 1972-1973, γράφονταν θεολογικά άρθρα στις εφημερίδες. Τον αγώνα των Ιεραρχών αυτών εναντίον της επιβληθείσης από την Επταετία καταστάσεως στην Εκκλησία ενίσχυαν οι πολιτικοί παράγοντες, όπως οι: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Ράλλης, Γεώργιος Μαύρος, Ιωάννης Ζίγδης, Ανδρέας Κοκκέβης, Παναγιώτης Παπαληγούρας, Δημήτριος Παπασπύρου κ.ά., οι οποίοι με δηλώσεις τους τάσσονταν υπέρ των αγωνιζομένων Ιεραρχών για την αποκατάσταση της κανονικής τάξεως στην Εκκλησίας η οποία διασαλεύθηκε από το καθεστώς της Επταετίας με τη συγκρότηση αριστίνδην Συνόδου».
Επίσης, για τον Κορίνθου Παντελεήμονα (1919-2006), διαβάζουμε: «Την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας αντιτέθηκε έντονα στη διοίκηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου καυτηριάζοντας τις πρακτικές της είτε στα πλαίσια της Ιεράς Συνόδου είτε αρθρογραφώντας στον ημερήσιο Τύπο ενώ παράλληλα επιτίθετο και στην ίδια τη δικτατορία. Ιστορικό είναι το υπόμνημα, που κατέθεσε στις 3 Μαρτίου 1969 και διαβάστηκε στην Ιεραρχία. Με αυτό χτυπούσε την απαράδεκτη κατάσταση και το διοικητικό καθεστώς που δεν στηριζόταν στην εκκλησιαστική παράδοση»].

Στη Χριστιανική του Δεκεμβρίου 1972 «καταγγέλλονται οι από το καθεστώς οργανωμένες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, καθώς επίσης και η νόθευση του αποτελέσματος. […] Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε ότι οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών με πρωτοστατούντα τον διάκονο Τιμόθεο Λαγουδάκη βοήθησαν στο να αποδειχθεί η αδιαμφισβήτητη νοθεία των εκλογών. Πιο συγκεκριμένα, στις 24-11-1972 ο Τιμόθεος Λαγουδάκης υπέβαλε στο Σύλλογο των καθηγητών της Σχολής υπόμνημα, στο οποίο καταγγέλλει ότι, ενώ τον εψήφισαν 42 συμφοιτητές του, έλαβε μόνον 28 ψήφους. Συνημμένα υπέβαλε μαζί με το υπόμνημα την δήλωση των 42 συναδέλφων του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν ιερείς…» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 92). Τα ονόματα αυτών των φοιτητών και των ιερέων υπάρχουν εδώ. Ανάμεσά τους δυο ονόματα που ξέρω, ο π. Βασίλειος Βολουδάκης και ο π. Κων. Στρατηγόπουλος.
«Τον Φεβρουάριο του 1973 έχουμε την εξέγερση των φοιτητών και την κατάληψη της Νομικής. Το παρόν στη συγκέντρωση έξω από το κτίριο δίνουν ο τότε Επίσκοπος Ανδρούσης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος (νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας), ο ιερέας Χρίστος Χριστοδούλου, ο διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης και άλλοι κληρικοί, οι οποίοι “προσπαθούν να εισαγάγουν τρόφιμα στους φοιτητές, αλλά η Αστυνομία το απαγορεύει. Τα “τιμημένα ράσα” των ιερέων κρύβουν λίγες τροφές για τους αποκλεισμένους. Οι αστυνομικοί τους ανακαλύπτουν και τους διώχνουν”.
Ο Τιμόθεος Λαγουδάκης συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια από τη Δικτατορία. Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος μαζί με τον πατέρα Γεώργιο Πυρουνάκη και το διάκονο Τιμόθεο Λαγουδάκη θα σταθεί στο πλευρό των συλληφθέντων φοιτητών της εξέγερσης της Νομικής, μαζί με τους γονείς τους τούς επισκέπτεται στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και τους συμπαρίσταται. Στη συγκέντρωση της Νομικής ομάδα φοιτητών της Θεολογικής Σχολής, μεταξύ των οποίων ήσαν και μερικοί κληρικοί, δίνει ψήφισμα συμπαράστασης…» (ό.π., σελ. 92-94).
[Διαβάζουμε σε αναλυτικό άρθρο για όλους αυτούς τους ιερείς:
O Tιμόθεος Λαγουδάκης δεν έζησε για να δει την πτώση της δικτατορίας. Σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1974 σε ένα «περίεργο» τροχαίο δυστύχημα στην εθνική οδό Αθηνών – Κορίνθου. Μαζί του σκοτώθηκε και ένας ακόμη από τους κληρικούς που υπέγραψαν την καταγγελία του Νοεμβρίου του 1972, ο Παντελεήμων Κατσούλης.
Και οι δύο επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κόρινθο όπου είχαν πάει για τη χειροτονία σε επίσκοπο του σημερινού μητροπολίτη Φιλίππων Προκοπίου. Ο τάφος του Τιμόθεου Λαγουδάκη βρίσκεται στον περίβολο της μονής Αρκαδίου…]
Ας πάμε λίγο πίσω: «Τη μέρα της ενθρόνισης του Ιερώνυμου, στις 17/5/1967 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ο εφημέριος του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου π. Γεώργιος Δημητριάδης, γνωστός ως π. Γεώργιος “ο ρακοσυλλέκτης” και “προστάτης των φτωχών” στις υποβαθμισμένες περιοχές του Πειραιά, διότι από άμβωνος κατήγγειλε την κατάλυση των ελευθεριών και επιτέθηκε κατά του καθεστώτος» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 21).
«Ο π. Πέτρος Γαβαλάς υπήρξε μέλος της ΔΑΚ (Δημοκρατική Αντίσταση Κρήτης) που συστήθηκε σχεδόν αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Στην οργάνωση είχε συσπειρώσει πολλούς δημοκράτες από το χωριό του Άγιο Θωμά Μονοφατσίου Ηρακλείου αλλά και από τα γύρω χωριά. Με προδοσία συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια, όπου βασανίστηκε άγρια. Του επιβλήθηκε φυλάκιση δύο ετών. Για δεκαέξη μήνες έμεινε στη φυλακή και κατόπιν απελευθερώθηκε» (ό.π., σελ. 29, υποσημ. 24). Δυστυχώς, ο τότε αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος συντάχθηκε με το καθεστώς κι όχι με τον αγωνιστή παπά (ό.π.).
Το καλοκαίρι του 1972 «αρχίζουν οι διώξεις εναντίον του π. Γεωργίου Πυρουνάκη. […] Η δικτατορία πλέον δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα. Την Κυριακή στις 3-9-72 ο π. Γεώργιος Πυρουνάκης συλλαμβάνεται, ενώ μετέβαινε να λειτουργήσει στο ναό που είχε τοποθετηθεί. Η “Χ” προβάλλει το γεγονός και συγκρούεται με το εκκλησιαστικό κατεστημένο» (ό.π., σελ. 87).

Ο παπά Γιώργης Πυρουνάκης (1910 - 16 Μαΐου 1988). Φωτο από αυτό το αναλυτικό άρθρο για τη ζωή του.

Για τον π. Πέτρο Γαβαλά διαβάζουμε εδώ:
Μια από αυτές τις συσκέψεις [αντιδικτατορικής δράσης] έγινε στο Άγιασμα Μυλοποτάμου Ρεθύμνης στις 28 Οκτωβρίου 1967. Το έμαθαν οι αρχές Ασφαλείας και τον συνέλαβαν λίγες μέρες μετά. Τη συνέχεια την περιγράφει ο ίδιος σε σημείωμα που παρέδωσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μέλη της Επιτροπής έφθασαν στην Αθήνα το Μάρτιο του 1969. Ο παπα-Πέτρος κατάφερε να φτάσει στην πρωτεύουσα, να ξεπεράσει τον κλοιό των πρακτόρων της Ασφάλειας και να παραδώσει στην Επιτροπή που δεχόταν καταγγελίες στο Πλανητάριο σημείωμα με τα όσα πέρασε στην Ασφάλεια. Το σημείωμα μετέφερε η παπαδιά του η οποία το είχε κρυμμένο στο μπούστο της:
«Με συνέλαβε η Αστυνομία τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1967. Με πήγαν στη Χωροφυλακή Ηρακλείου, όπου με τις πυτζάμες μου παρουσιάστηκα μπροστά σε έναν αξιωματικό ονόματι Καν..., που με ρώτησε σε τόνο αυστηρό: Παπά, τους ευλόγησες εκείνους εκεί, τους ευλόγησες με αγιασμό;. Δεν αποκρίθηκα. Ύστερα από λίγο, απαίτησε να μιλήσω. Όταν αρνήθηκα να του δώσω τα ονόματα ορισμένων προσώπων και δεν μπορούσα να του πω πράγματα για τα οποία όντως δεν γνώριζα, άρχισε να με χτυπά. Διέταξε τους άνδρες του να μου περάσουν χειροπέδες και με πήραν και με πέταξαν μέσα σ' ένα κλειστό φορτηγό. Αργότερα με οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου με διέταξαν να στέκομαι σε στάση προσοχής βλέποντας τον τοίχο.
Έμεινα έτσι γύρω στις 30 ώρες και, όταν τους ζήτησα να μου ελευθερώσουν τα χέρια για να ουρήσω, αρνήθηκαν. (Αυτοί ήταν άνθρωποι που δεν γνώριζα – ήταν ντυμένοι με πολιτικά.). Το αποτέλεσμα ήταν ότι αναγκάστηκα να ανακουφιστώ μέσα στα ίδια μου τα ρούχα τρεις φορές. Όταν πια στο τέλος δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο στα πόδια μου από την κούραση, γονάτισα. Ο φρουρός με διέταξε να σηκωθώ, αλλά αφού δεν μπορούσα να εκτελέσω τη διαταγή του, μου έδωσε μια σπρωξιά και σωριάστηκα στο πάτωμα. Τότε, σκόπιμα ή όχι, πάτησε το αριστερό μου πόδι, ανοίγοντάς μου ένα ελαφρύ τραύμα. Ακόμη δεν κατάφερνα να σηκωθώ στα πόδια μου κι έτσι μ' έπιασε απ' τα μαλλιά και με ταρακούνησε με τόση βία, που τούφες απ' τα μαλλιά μου έμειναν στο χέρι του, ενώ εγώ, γεμάτος θλίψη, έστρεψα τα μάτια μου προς το μέρος του ψάχνοντας για συμπαράσταση και συμπόνια και εισέπραξα αντ' αυτών χυδαίες βρισιές. Την ίδια στιγμή έπιασε το κεφάλι μου και το χτύπησε στον τοίχο. Έχασα τις αισθήσεις μου.
Όταν συνήλθα αργότερα, το τύμπανο του αριστερού μου αυτιού είχε σπάσει και αιμορραγούσε. Είκοσι επτά ημέρες αργότερα μεταφέρθηκα από τα υπόγεια κρατητήρια του Ηρακλείου και της Ασφάλειας Χανίων στο Αναμορφωτήριο Χανίων. Ζήτησα ένα γιατρό που να είναι ειδικός, αλλά μόνον ο γιατρός της φυλακής μού έδωσε φάρμακα, που προφανώς δεν ήταν τα ενδεδειγμένα διότι το πύον συνέχιζε να τρέχει από το αυτί μου επί επτά μήνες. Μόνο μετά τη μεταφορά μου στο Ηράκλειο και αφού με είδε ένας ωτορινολαρυγγολόγος, άρχισε η αγωγή για τη θεραπεία του αυτιού μου.
Από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής που ανέφερα πιο πάνω κατάφερα να ανακαλύψω το όνομα του λοχία Τρ..., ο οποίος μου απηύθυνε τις φοβερότερες προσβολές, όπως: Είσαι άξιος μόνο για να σε φτύνει κανείς, αδίσταχτε σατανά, αγύρτη, δειλέ, σκύλε κ.λπ. και: Αν είχες συνείδηση, θα έπρεπε να καθαιρέσεις ο ίδιος τον εαυτό σου από παπά αμέσως. Ένας χωροφύλακας, ο Χουλάκης, με απειλούσε συνεχώς λέγοντας: Θα σε κάνω να ξεράσεις όσα ξέρεις, σκύλε. Μην προσπαθείς να παίξεις το γενναίο σε μένα. Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα τρίχα και θα σου βγάλω τα δόντια ένα ένα. Θα σου τραβήξω μια στο στομάχι, που τ' άντερά σου θα σου βγούνε από το στόμα».
Η Ιερά Σύνοδος μισοξυπνάει…

«Το Μάιο του ’73 η Ιερά Σύνοδος, αφού έλαβε γνώση του διαβήματος των φοιτητών, που ζητούσαν τη συμπαράστασή της, αποφάσισε να αναθέσει σε επιτροπή που αποτελούνταν από τον Μητροπολίτη Θήρας κ. Γαβριήλ, τον Επίσκοπο Ανδρούσης κ. Γιαννουλάτο και τον Αρχιμανδρίτη κ. Αμβρόσιο να επισκεφθεί τους κρατούμενους φοιτητές. Η τελευταία αυτή κίνηση, αλλά κυρίως η κατ’ επανάληψη όχι απλά υποστήριξη αλλά και συμμετοχή των θεολόγων φοιτητών, μεταξύ των οποίων και αρκετοί κληρικοί, στη φοιτητική έκρηξη, φανερώνει πως ο σπόρος που έσπειρε με τους αγώνες της η Χριστιανική Δημοκρατία [βλ. παρακάτω] άρχισε να καρποφορεί» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 98-99).
Αρχές Ιανουαρίου 1974 ο Νίκος Ψαρουδάκης συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στη Γυάρο. «Η φυλάκιση του Ν.Ψ. θα προκαλέσει τις συνειδήσεις. Όλο και περισσότεροι αρχίζουν και εκδηλώνονται κατά της δικτατορίας. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου θα δώσει την ευκαιρία στο Μητροπολίτη Γερμανίας κ. Ειρηναίο να καταγγείλει την πολιτικοκοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα. Ο λόγος του εκφωνήθηκε στις 23-3-74 στο Βαυαρικό ραδιόφωνο και αναμεταδόθηκε τις επόμενες μέρες από τις ελληνικές εκπομπές των ξένων σταθμών [σ.σ. παρατίθενται χαρακτηριστικά αποσπάσματα με πολύ σκληρές εκφράσεις κατά της χούντας]. Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε ότι στη Δυτική τότε Γερμανία είχε προηγηθεί το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του ’73 δημόσια καταγγελία της δικτατορίας από τον ιερέα π. Σταμάτη Χατζηκυριάκο, ο οποίος ετέλεσε και μνημόσυνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου “υπέρ των εσχάτως σφαγιασθέντων ηρώων της ελευθερίας φοιτητών και λοιπόν” και οργάνωσε ειρηνική διαμαρτυρία “ενάντια στους αιμοσταγείς και αντίχριστους τυράννους, που αφού ληστέψανε τις ελευθερίες του Ελληνικού Λαού, τώρα τον καταδυναστεύουν και τον σκοτώνουν…”» (ό.π., σελ. 113-114).

Ο Γερμανίας Ειρηναίος, πολύ πιο γνωστός ως μητροπολίτης Κισσάμου & Σελίνου (από εδώ). Ήταν δεσπότης στην Κίσσαμο (νομός Χανίων) και από τη Γερμανία επέστρεψε εκεί, "θυσιάζοντας τη μεγάλη μητρόπολη Γερμανίας για την [φαινομενικά ασήμαντη] μητρόπολη Κισσάμου". Από αυτό το άρθρο πληροφορούμαστε για τη δράση του στην Κρήτη:
"Ιδρύει γηροκομεία, ορφανοτροφεία, επαγγελματικές σχολές, πνευματικά κέντρα, ιδρύματα υποτροφιών, οικοτροφεία στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα για τους φοιτητές των επαρχιών, ιδιωτικές τεχνικές σχολές Ηλεκτρολόγων, Μηχανολόγων, το κέντρο Αγροτικής Ανάπτυξης, μέχρι και σύγχρονα τυροκομεία. Δημιουργεί σε κεντρικές ενορίες υφαντουργεία και εργαστήρια βιοτεχνίας, κυρίως ξυλογλυπτικής και αγγειοπλαστικής. Στηρίζει τη "Βουλή της Γυναίκας". Μετά το ναυάγιο του πλοίου "Ηράκλειο" αναλαμβάνει πρόεδρος της μετοχικής εταιρίας, που προήλθε από την ιδέα της λαϊκής αποταμίευσης και τη μετουσιώνει στη σημερινή ΑΝΕΚ. Αργότερα επιφορτίζεται καθήκοντα προέδρου και σε άλλες αναπτυξιακές εταιρίες όπως η ΕΤΑΝΑΠ, η ΕΥΡΩΚΡΕΤΑ και η Εταιρεία Σελίνου. Καθιερώνει διεθνή βραβεία Ειρήνης, ενώ το 1971 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης της Ιεράς Μητρόπολης Γερμανίας".

«Τον Μάιο του 1974 μεγάλες προσωπικότητες (Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες) στέλνουν στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών επιστολή στην οποία εκφράζουν την ανησυχία τους για την εκτόπιση του Ν. Ψαρουδάκη και τον παρακαλούν να προβή σε σχετικό διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση για την απελευθέρωσή του. Την επιστολή μεταξύ άλλων υπογράφουν ο πρωτοπρεσβύτερος Μπόρις Μπομπρίνσκυ, καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, ο Νικόλας Λόσκυ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Παρισίων, ο Μισέλ Ευδοκίμωφ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πουατιέ, ο Ολιβιέ Κλεμάν, καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, ο Μισέλ Σολόγκομπ, αντιπρόεδρος της οργάνωσης “Σύνδεσμος”, ο Τ. Τρωϊάννος και άλλοι.
Την ίδια εποχή αποφασίζει και η Ιερά Σύνοδος να ζητήσει την απελευθέρωση των κρατουμένων της Γυάρου από τη δικτατορική κυβέρνηση. Ήταν μια απόφαση που, αν και καθυστερημένα, έγινε ευμενώς δεκτή από τους κρατούμενους που ευρίσκονταν στο νησί. “Άριστη ήταν η απήχηση από την πληροφορία που έφθασε στο Στρατόπεδο πως στην Ιερή Σύνοδο γίνηκε λόγος για κατάργηση της Γυάρου. Αν και η Εκκλησία μπορούσε πολύ περισσότερα, αυτά τα λίγα κέρδισαν τη συμπάθεια του Στρατοπέδου” (Ν. Ψαρουδάκης)» (ό.π., σελ. 116-117).

Λαϊκοί (=όχι ιερείς) ορθόδοξοι αγωνιστές

Αναφερθήκαμε ήδη στις παρεμβάσεις των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Ωστόσο, ίσως ο σημαντικότερος λαϊκός αγωνιστής κατά της χούντας, από εκείνους που επικαλέστηκαν τη χριστιανική τους ιδιότητα ως θεμέλιο των αγώνων τους, ήταν ο Νίκος Ψαρουδάκης (1917 – 23.10.2006). Το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του Α. Αργυρόπουλου αφορά στους αγώνες του Ψαρουδάκη και των συνεργατών του. Διαβάζουμε γι’ αυτόν:
«Ο Νίκος Ψαρουδάκης διετέλεσε Πρόεδρος του κινήματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στο Αποδούλου Αμαρίου Ρεθύμνης το 1917 από γονείς γεωργούς. Το 1936 αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Ηρακλείου και το 1937 διορίστηκε δάσκαλος. Τον ίδιο χρόνο γράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε το 1944. Στη Δημοτική Εκπαίδευση εργάσθηκε τα χρόνια 1937-1946 και από το 1947-1973 εργάσθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Παράλληλα τα χρόνια αυτά εργάσθηκε ως δημοσιογράφος διευθυντής της εφημερίδας “Χριστιανική Δημοκρατία” από το 1953-1981.
Το 1947 εξέδωσε το “Χριστιανικό Πολιτικό Μανιφέστο” και ίδρυσε το Χριστιανικό Προοδευτικό Κόμμα, που αργότερα σταμάτησε τη δράση του. Το 1952 κυκλοφόρησε τη φιλοσοφία Χριστιανικής κοινωνικής επανάστασης και το 1953 εξέδωσε την εφημερίδα “Χριστιανική Δημοκρατία” και ίδρυσε το ομώνυμο Χριστιανοσοσιαλιστικό Κίνημα. Με τη σημαία της Χ.Δ. έλαβε μέρος σε πολλές βουλευτικές εκλογές ανεπιτυχώς. Το 1977 πρωτοστάτησε στη δημιουργία της “ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ”. Στις εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985 η Χ.Δ. συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ και εξελέγη Βουλευτής Επικρατείας.

Ο Ν. Ψαρουδάκης (από αυτό το post για τη μνήμη του)

Στη διάρκεια της επταετούς τυραννίας του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης του, διώχθηκε, καταδικάστηκε, εξορίστηκε στη Γυάρο, κι η εφημερίδα “Χριστιανική” κλείστηκε από την ΕΣΑ στις 8 Δεκεμβρίου 1973. Αλλά ο διωγμός δεν σταμάτησε με την πτώση της Χούντας. Καταδικάστηκε στη μεταπολίτευση για περιύβριση του Αρείου Πάγου, επειδή αποκάλεσε “ανθρωπάκια” τους αρεοπαγίτες, που είχαν προσκυνήσει τη Χούντα κι’ είχαν χαρακτηρίσει “στιγμιαίο” αδίκημα το Απριλιανό Πραξικόπημα! Κλείστηκε στις φυλακές Κορυδαλλού, γιατί αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και τη χάρη που του πρόσφερε η Κυβέρνηση Καραμανλή» (ό.π., σελ. 41, 42, υποσημ. 48).
Η Χριστιανική, που μαχόταν ανοιχτά το χουντικό καθεστώς, το Νοέμβρη του 1973 έφτασε τις 100.000 φύλα.
Γύρω από το κίνημα της Χ.Δ. συσπειρώθηκαν πολλοί ευαισθητοποιημένοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Ιδιαίτερα έντονη (εκτός νόμου, όχι βίαιη όμως) δράση ανέπτυξαν τα μέλη της Τοπικής Οργάνωσης της Χ.Δ. στη Θεσσαλονίκη, στην οποία πρωτοστάτησε ο μετέπειτα υπουργός Στέλιος Παπαθεμελής. Άλλα ονόματα που καταγράφει ο Α. Αργυρόπουλος είναι του Κ. Πατμανίδη, των θεολόγων Γ. Ροδίτη, Παπαδόπουλου και Νιάνιου, του ιερέα π. Ηλία Κοντού από την Κοζάνη κ.ά.

Βιβλίο του Γιώργου Ροδίτη (βλ. εδώ)

Είναι αρκετά αυτά;

Τι λέτε; Είναι αρκετοί αυτοί οι ορθόδοξοι επίσκοποι, ιερείς και λαϊκοί που αγωνίστηκαν κατά της δικτατορίας προτάσσοντας την πίστη τους; Φυσικά, όπως έγραψα και στην αρχή, υπάρχουν κι άλλοι. Και πάλι, είναι αρκετοί;
Μα είναι μήπως αρκετοί οι σημερινοί ορθόδοξοι χριστιανοί που αποφασίζουν στα σοβαρά κι αγωνίζονται να εφαρμόσουν την εντολή του Χριστού για ολοκληρωτική αγάπη στο Θεό και στον πλησίον; Είναι αρκετοί εκείνοι που αγωνίζονται ενάντια στα πάθη τους; Είναι αρκετοί εκείνοι που είναι έτοιμοι να συγχωρέσουν τον εχθρό τους και τον εχθρό της οικογένειάς τους και ν’ αγαπήσουν τον κάθε συνάνθρωπο χωρίς όρια;
Όχι, δεν είναι ποτέ αρκετοί. Οι πολλοί είμαστε ανθρωπάκια, συμβιβασμένα σε μια σκυφτή ζωούλα – ενώ οι άγιοί μας, ακόμη κι εκείνοι που έσκυβαν σωματικά από το βάρος της ηλικίας και της άσκησης, ήταν ασυμβίβαστοι – που όχι μόνο παραδινόμαστε στα πάθη μας χωρίς τύψεις, αλλά και κηρύσσουμε σκληρό ψυχολογικό πόλεμο σε όποιον άνθρωπο γύρω μας δούμε ν’ αγωνίζεται πνευματικά (στο παιδί μας, στο/στη σύζυγό μας, στο φίλο κι αδελφό μας)… Αυτοί είμαστε οι Πολλοί. Οι αγωνιστές ήταν και είναι πάντα λίγοι – είναι οι Λίγοι.
Εμείς λοιπόν οι Πολλοί ας κοιτάξουμε τους Λίγους, ας αναγνωρίσουμε πως εκείνοι είναι καλύτεροι από μας (πιο άξιοι, πιο γενναίοι, πιο σοφοί, πιο αληθινοί, πιο γεμάτη αγάπη) κι ας πάρουμε παράδειγμα και θάρρος απ’ αυτούς.
Κι εκείνοι που δεν είναι ή δεν αισθάνονται χριστιανοί, ας έχουν υπόψιν πως έτσι λίγοι είναι οι αληθινοί πνευματικοί αγωνιστές σε κάθε εποχή – όχι μόνο στο χριστιανισμό, όχι μόνο στην Ορθοδοξία, αλλά σε κάθε πνευματικό, πολιτικό ή κοινωνικό χώρο. Αλλά αυτοί οι Λίγοι δίνουν τη μαρτυρία και τη διαβεβαίωση της Αλήθειας και εξαιτίας τους (αλλά και στα ίχνη τους) αξίζει να προχωράμε.

Ο Θεός να αναπαύσει τους ανθρώπους που κατονομάζονται σ' αυτό το post, αλλά και όλα τα θύματα απάνθρωπων καθεστώτων (και τους θύτες) όπου Γης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...