Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 08, 2015

Τα γεγονότα της Μεγάλης Τετάρτης: η χρίση του Ιησού με μύρο και η προδοσία του Ιουδά – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Η χρίση του Ιησού με μύρο
(Ματθ. κστ, 6-16. Μάρκ. ιδ, 3-11. Λουκ. ζ, 36-50)
Στο μεταξύ, ο Ιησούς πήγε στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Εκεί τον πλησίασε μία γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με πάρα πολύ ακριβό μύρο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του καθώς ο Ιησούς έτρωγε.1 Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές, αγανάκτησαν. «Προς τι αυτή η σπατάλη;» έλεγαν. «Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».2
Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Αφήστε την ήσυχη˙ γιατί της δημιουργείτε προβλήματα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντα τους έχετε μαζί σας και μπορείτε να τους ευεργετήσετε όποτε θέλετε˙ εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντοτε. Αυτή εδώ η γυναίκα έκανε αυτό που μπορούσε: άλειψε προκαταβολικά το σώμα μου με μύρο για να το ετοιμάσει για την ταφή. Και σας βεβαιώνω πως σ’ όλον τον κόσμο, όπου κηρυχθεί το ευαγγέλιο, θα γίνεται λόγος και για την πράξη της, κι έτσι θα τη θυμούνται».
ΣΧΟΛΙΑ
1 Εκεί τον πλησίασε μία γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με πάρα πολύ ακριβό μύρο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του καθώς ο Ιησούς έτρωγε.
Το άγιον Ευαγγέλιον είναι εκ του κατά Ματθαίον, όπου φαίνεται ότι το γεγονός έλαβε χώραν κατά τας ημέρας των Παθών, δια τούτο και «Τη αγία και μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Αλλά, όπως ήδη έχομεν πη, και το Συναξάριον τούτο και η όλη υμνολογία της Μ. Τετάρτης έχουν υπ’ όψιν των το γεγονός, όπως το διηγείται ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς εις το ζ’ κεφάλαιον του αγίου του Ευαγγελίου εις τους στίχους 36-50. Εκεί παρουσιάζεται πόρνη η γυνή και εκεί κατά συγκινητικόν τρόπον διαγράφεται το δράμα της μετανοίας της αμαρτωλής και από εκεί ήντλησαν υλικόν και σκέψεις και αισθήματα και πνεύμα θείον οι ιεροί υμνωδοί, μέσα εις τους οποίους είναι και η αγία Κασσιανή, δια να συνθέσουν τα υπέροχα τροπάριά των, τα οποία εξαίρουν και εξυμνούν την μετάνοιαν της γυναικός, συγκινούν τας καρδίας των πιστών, προκαλούν θαυμασμόν προς την υπέροχον πράξιν της πόρνης, άλλ’ εμβάλλουν και φόβον προς την
αθλίαν πράξιν και φοβεράν πτώσιν του προδότου Ιούδα.
Πράγματι, τούτο συμβαίνει. Διότι «ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις˙ η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον˙ αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο˙ αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού. Δεινόν η ραθυμία! Μεγάλη η μετάνοια! Ην μοι δώρησαι, Σωτήρ, ο παθών υπέρ ημών και σώσον ημάς»
(Θεολόγος, Αθανάσιος Φραγκόπουλος).
2 «Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».
Ακριβώς αυτή η δυσώδης κακία, αυτό το πάθος, το πάθος της φιλαργυρίας, το κρυφόν, το φοβερόν, το αθεράπευτον πάθος που κοντά εις τον Διδάσκαλόν του ειμπορούσε εύκολα να το θεραπεύση και να απαλλαγή, να ελευθερωθή και να σωθή, αυτό το πάθος που, αντί να το πολεμήση, το έθρεψε και το εθέριεψε μέσα του ο Ιούδας, αυτό τον έφαγε, αυτό τον έσπρωξε εις την προδοσίαν, αυτό τον εξεχώρισε από τον χορόν των αγίων μαθητών και αποστόλων του Χριστού και τον έκαμε προδότην, τον έρριψεν εις τον άδην, τον κατήντησεν «υιόν της απωλείας», όπως ο ίδιος ο Κύριος τον απεκάλεσε. Τι φοβερά που είναι η κακία, – και μία μόνον ακόμη κακία! Τι καταστρεπτικόν, ολέθριον, θανατικόν, διαλυτικόν της ψυχής το πάθος, και το ένα μόνον πάθος, οποιονδήποτε όνομα και αν φέρη, είτε θυμός, είτε μέθη, είτε εγωισμός, είτε φθόνος, είτε σαρξ, είτε έχθρα και μνησικακία και υπερηφάνεια και φιλαργυρία λέγεται και είναι. Κακόν, κάκιστον, ολέθριον, ολεθριώτατον. Διότι δεν είναι μόνον, ότι κυριεύει και τυραννεί και εξωθεί εις τα έσχατα, τα μεγάλα, τα
φοβερά εγκλήματα και κάμνει τον ηγαπημένον και τιμημένον μαθητήν επαίσχυντον και μισητόν προδότην.
Το πάθος, απολέμητον όταν μένη, τόσον τον κυριεύει τον άνθρωπον, τόσον τον δηλητηριάζει, τον τυφλώνει, του παραλύει τας ψυχικάς του δυνάμεις, ώστε τον αφίνει αμετανόητον. Και τούτο είναι το μέγιστον, το ανεπανόρθωτον κακόν που προξενεί εις τον αμαρτωλόν. Δεν τον αφίνει να μετανοήση.
(Θεολόγος, Αθανάσιος Φραγκόπουλος).
***
Η προδοσία του Ιούδα
(Ματθ. κστ, 14-16. Μάρκ. ιδ, 10-11. Λουκ. κβ, 3-6)
Πλησίαζε η γιορτή των Αζύμων, που ονομάζεται Πάσχα. Οι αρχιερείς και οι γραμματείς αναζητούσαν ευκαιρία να θανατώσουν τον Ιησού, γιατί φοβούνταν τον λαό. Τότε μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα τον ονομαζόμενο Ισκαριώτη, που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές.1 Αυτός πήγε στους αρχιερείς, στους γραμματείς και στους στρατηγούς του ναού και συζήτησε μαζί τους με ποιο τρόπο θα τους παρέδιδε τον Ιησού: «Τί θα μου δώσετε; Κι εγώ θα σας τον παραδώσω». Αυτοί του μέτρησαν τριάντα αργύρια. Εκείνος δέχτηκε, και ζητούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να τους τον παραδώσει, χωρίς να το αντιληφθεί ο όχλος.
ΣΧΟΛΙΑ
1 Τότε μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα τον ονομαζόμενο Ισκαριώτη, που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές.
Α) Ο Ιούδας προ της προδοσίας. «Ώ της Ιούδα αθλιότητος!» (αίνος Μεγ. Τετ.)
Η γη, αγαπητοί μου, ο μικρός αυτός πλανήτης, ήταν εποχή που ήταν καθαρή από εγκλήματα. Το πρώτο έγκλημα έγινε όταν ο Κάιν εφόνευσε τον αδελφό του Άβελ. Από τότε μολύνθηκε και εξακολουθεί να μολύνεται.
Αναρίθμητα τα εγκλήματα που έχουν γίνει. Αλλά το μεγαλύτερο απ’ όλα είνε αυτό που αυτές τις άγιες ημέρες μας μαζεύει στην εκκλησία, το έγκλημα κατά του Θεανθρώπου. Ίλιγγος σε πιάνει αν σκεφθής ότι το σκουλήκι της γης, ο ελεεινός άνθρωπος, σκότωσε τον Δημιουργό του, τον Κτίστη των απάντων! Έφθασε στο ναδίρ της αθλιότητος. Και όπως σε κάθε έγκλημα υπάρχουν φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί, έτσι και στο έγκλημα αυτό. «Όψονται εις ον εξεκέντησαν» (Ιω. 19,37).
Ένοχοι είνε οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι αρχιερείς και οι σαδδουκαίοι, ο Άννας και ο Καϊάφας, ο Πόντιος Πιλάτος και ο όχλος που φώναζε˙ «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (ε. α. 19,15). Αλλά περισσότερο από όλους ένοχος είνε ο Ιούδας. Το είπε ο Χριστός στον Πιλάτο˙ Κ’ εσύ έχεις ευθύνη, αλλά πιο μεγάλη αμαρτία έχει εκείνος που με παρέδωσε σ’ εσένα (βλ. ε.α. 19,11). Γεννάται λοιπόν, αγαπητοί μου, η απορία˙ γιατί πρόδωσε ο Ιούδας τον Κύριο;
Πολλές ερμηνείες θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε, αλλά δεν πρόκειται εδώ να κάνουμε διάλεξι. Όσοι μελέτησαν το δύσκολο πρόβλημα του Ιούδα, είπαν ότι η ψυχή του είνε άβυσσος. Εάν για κάθε άνθρωπο είνε δύσκολο ή και αδύνατον να καταδυθούμε στα βάθη της υπάρξεώς του, πολύ περισσότερο δύσκολο είνε να εισέλθουμε στα βάθη της ψυχής του Ιούδα. Σύμφωνα πάντως με την πατερική ερμηνεία και την υμνολογία της Εκκλησίας η κυρία αιτία της προδοσίας είνε μία, εκείνη που επισημαίνουν οι ευαγγελισταί είνε η φιλαργυρία, η αγάπη στο χρήμα. Μεσ’ στην καρδιά του Ιούδα υπήρχε ένα αγκάθι. Όπως σ’ ένα περιβόλι φυτρώνουν αγκάθια, και αν δεν τα καθαρίση ο κηπουρός, μπορεί αυτά να εξαπλωθούν και να γεμίσουν το έδαφος, έτσι και στη καρδιά του Ιούδα έμεινε αυτό το αγκάθι.
Δεν υπάρχει πιο φαρμακερό πάθος από τη φιλαργυρία. «Ρίζα πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία», λέει ο απόστολος Παύλος (Α’ Τιμ. 6,10). Αυτή η κακή ρίζα φύτρωσε μέσα του και η ψυχή του έγινε όχι κάκτος αλλά ακανθών ολόκληρος. Έτσι η φιλαργυρία τον ωδήγησε μέχρι το απίστευτο σημείο να πουλήση τον Διδάσκαλό του για τριάντα αργύρια, ποσό εξευτελιστικό, όσο δηλαδή πουλούσαν τότε ένα δούλο στα ανθρωποπάζαρα.
Ο Ιούδας δεν δικαιολογείται. Κι αν ακόμα γίνονταν χρυσά τα αστέρια και η γη με όλα τα βουνά της και του τα προσέφεραν για να προδώση, και πάλι δεν έπρεπε να πωλήση «τον ατίμητον» (αίνος Μεγάλης Τετάρτης), εκείνον που η αξία του δεν μπορεί να υπολογισθή, είνε ανυπέρβλητη.
Β) Ο Ιούδας μετά την προδοσία.
Είνε μυστήριο, αγαπητοί μου, πως ο μαθητής έφθασε στο σημείο να προδώση τον Διδάσκαλό του. Η φιλαργυρία είνε η αιτία που ο Ιούδας προτίμησε αντί του Χριστού λίγα νομίσματα. Αυτή τον έκανε να φθάση στην προδοσία. Ας δούμε τώρα τι ακολούθησε κατόπιν.
Μετά από ένα έγκλημα, αγαπητοί μου, και ο πιο ειδεχθής δράστης έχει τύψεις συνειδήσεως. Οι τύψεις ως εσωτερική φωνή είνε απόδειξις ότι υπάρχει Θεός. Ένας φιλόσοφος είπε˙ Δύο πράγματα με πείθουν ότι υπάρχει Θεός˙ ο έναστρος ουρανός, που είνε πάνω από μας, και η φωνή της συνειδήσεως, που είνε μέσα μας. Κάνεις το έγκλημα και δεν το ξέρει κανείς˙ και όμως μέσα σου έχεις κάρβουνο αναμμένο. Μπορεί να χορεύης και να διασκεδάζης, αλλά μόλις το θυμηθής, όπως περιγράφει κάπου ο Σαίξπηρ, πέφτουν και τα χρυσά κουταλοπίρουνα απ’ τα χέρια σου. Η φωνή «Είσαι ένοχος!…» είνε αιτία που πολλοί άνθρωποι σήμερα περπατούν μελαγχολικοί.
Και ο Ιούδας, που διέπραξε το μεγάλο έγκλημα, δεν γλύτωσε από τις τύψεις. Όταν όμως είδε ότι ο Πιλάτος υπέγραψε πλέον την σταυρική θανάτωσί του, τότε συνειδητοποίησε το φρικτό έγκλημά του, που τον είχε οδηγήσει ο σατανάς, και «μετεμελήθη», μετανόησε. Επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους και τους είπε «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Ματθ. 27,3-4).
Μετανόησε, αλλά η μετάνοιά του δεν ήταν σωστή. Διότι υπάρχει μετάνοια ψευδής και μετάνοια αληθινή. Αμάρτησε και ο Πέτρος το ίδιο βράδυ, αλλά εκείνος «έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. 26,75. Λουκ. 22, 62), η μετάνοιά του ήταν ειλικρινής και ο Χριστός τη δέχτηκε. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει ότι, εάν ο Ιούδας την ώρα που κατάλαβε το έγκλημά του πήγαινε στον Χριστό – δεν είχε ακόμα εκπνεύσει στον σταυρό – και γονάτιζε στα πόδια του και έλεγε «Δάσκαλε, σε πρόδωσα˙ μετανοώ», να είστε βέβαιοι ότι ο Χριστός, κοντά στους επτά λόγους του επί του σταυρού, θα έλεγε κι έναν όγδοο λόγο, «Ιούδα, σε συγχωρώ», κι ο Ιούδας θα επανερχόταν. Αλλά δεν μετανόησε ο Ιούδας˙ ήταν ψευδής η μετάνοιά του, ήταν απελπισία και απόγνωσις˙ δεν έκανε τα ηρωϊκά βήματα που έπρεπε. Η μετάνοια είνε η ηρωικώτερη πράξις που καλείται να κάνη ο άνθρωπος. Είνε ο ηρωισμός, λέει ο Ρώσος Ντοστογιέφσκυ, το να πηγαίνη κάποιος στον πνευματικό, να γονατίζη μπροστά του και να ομολογή ότι αμάρτησε. Αυτό έπρεπε να κάνη και ο Ιούδας. Ο εκατόνταρχος, γνώρισε τον Χριστό
μόνο για 1-2 ώρες, και είπε «Αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ. 27,54) και αγίασε (εορτάζει 16 Οκτωβρίου).
Είνε μεγάλη η αγάπη του Χριστού, γι’ αυτό μην απελπιζώμαστε. Ξέρετε τί είνε η αγάπη του Χριστού και τί είνε οι αμαρτίες μας; Η αγάπη του Χριστού είνε θάλασσα και οι αμαρτίες μας κάρβουνα αναμμένα. Άλλος έχει λίγα κάρβουνα, άλλος ένα μαγκάλι, άλλος δύο, άλλος τρία, άλλος έχει ένα ολόκληρο βουνό κάρβουνα. Άλλ’ όσο πολλά κι αν είνε τα κάρβουνα, η θάλασσα νικά τη φωτιά. Ρίξτε, αδελφοί μου, τα κάρβουνά σας στο απέραντο πέλαγος της αγάπης του Χριστού. Γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο ο Χριστός, για να δεχτή και τον πιο μεγάλο αμαρτωλό, και τον Ιούδα και τον Πέτρο και τους πάντας. Το είπα και το επαναλαμβάνω˙ δεν θα μας τιμωρήση ο Χριστός διότι αμαρτάνουμε – το αμαρτάνειν είνε ανθρώπινο˙ θα μας δικάση διότι δεν μετανοούμε.
Ένας σοβαρός συγγραφεύς έγραψε βιβλίο με τίτλο «Ο Ιούδας δια μέσου των αιώνων». Σε κάθε εποχή δηλαδή, και κατ’ εξοχήν στη δική μας, ο Ιούδας συνεχίζει το σκοτεινό έργο του. Κάθε φορά που συναντώνται οι μεγάλοι, οι εκπρόσωποι των υπερδυνάμεων, έχουμε φιλήματα Ιούδα. Ο Ιούδας ετοιμάζεται πάλι να σταυρώση την ανθρωπότητα…
Η μεγάλη προδοσία είνε το να προδώση κάποιος την αγάπη του Χριστού. Ο Χριστός λοιπόν, πάνω απ’ τον σταυρό όπου τον ανέβασαν οι αμαρτίες μας, στρέφει το βλέμμα στους λεγομένους χριστιανούς της δύσεως, στρέφει το βλέμμα στους μεγάλους και ισχυρούς κυβερνήτες, προέδρους και πρωθυπουργούς και υπουργούς και βουλευτάς και στρατηγούς, που τον σταυρώνουν με τις αποφάσεις τους μέσα στα κοινοβούλια, στρέφει το βλέμμα στους κληρικούς της Εκκλησίας του, στρέφει το βλέμμα στους Χριστιανούς που είμαστε βαπτισμένοι στο όνομά του, σ’ εμάς τους ψευτοχριστιανούς του αιώνος τούτου, στρέφει το βλέμμα στα εκκλησιάσματα αυτής της εβδομάδος, βλέπει εμάς τους νέους Ιούδες, άντρες – γυναίκες, μικρούς – μεγάλους, αγραμμάτους – εγγραμμάτους, όλο το πλήθος αυτών που κοινωνούν αναξίως, και λέει με παράπονο˙ «Κ’ εσύ, Χριστιανέ;». Με υβρίζουν οι Εβραίοι, με ατιμάζουν οι μωαμεθανοί, μ’ εξευτελίζουν, οι εχθροί˙ με προδίδεις λοιπόν κ’ εσύ, που βαπτίσθηκες στο όνομα της αγίας Τριάδος;
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).
Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011

Ομιλία στην προδοσία του Ιούδα

Ομιλία στην προδοσία του Ιούδα
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ας δούμε πώς παραδόθηκε ο Δεσπότης. Για να μάθομε καλά και του προδότη όλη τη μανία, και του μαθητή την αχαριστία να γνωρίσομε, και του Δεσπότη την ανείπωτη φιλανθρωπία, ας ακροασθούμε τον Ευαγγελιστή πώς εκείνου την παρατολμία ιστορίζει.
Τότε, λέγει, πορευθείς εις εκ των δώδεκα, Ιούδας ο λεγόμενος Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Θαρρώ πως είναι ξάστερα τούτα τα λόγια και δεν αφήνουνε τίποτε κρυφό. Κι άμα τα καλοξετάσει κανένας χωριστά το καθένα, πολλά έχει να στοχαστεί και πολύ βαθιά νοήματα να πιάσει. Και πρώτα για τον καιρό. Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι, ο ευαγγελιστής. Δεν λέγει πορευθείς μονάχα· αλλά τότε πορευθείς. Τότε… Πότε; Και για ποιον λόγο σημαδεύει τον καιρό; Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι ο ευαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στο Πνεύμα· γιατί εκείνος που λαλεί μέσα στο Πνεύμα τίποτε απλά και τυχαία δεν το λέγει.
Τι είναι λοιπόν, το τότε; Πριν από εκείνη την ώρα, πριν από αυτό το τότε σίμωσε το Χριστό η γυναίκα που είχε το αλάβαστρο με το μυρωδικό και που τόχυσε πάνω στο κεφάλι του. Φανέρωσε πολλή πίστη εκείνη η γυναίκα, φανέρωσε πολλήν έγνοια, φανέρωσε πολλήν υπακοή και σέβας. Άλλαξε από τον προτινό της βίο κι έγινε καλύτερη και φρονιμώτερη. Και σαν η πόρνη μετάνοιωσε, σαν κατάλαβε τον Δεσπότη, τότε ο μαθητής παράδωσε τον Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Όταν ήρθε η πόρνη και το μυρωδικό λάδι έχυσε στα πόδια του Ιησού και τα σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της και πολλήν έγνοια φανέρωσε σβύνοντας με την εξομολόγηση όλα της τα κρίματα. Τότε, λοιπόν, σαν είδε τη γυναίκα εκείνη τόσην έγνοια να φανερώνει μπροστά στον Διδάσκαλο, τότες αυτός έδραμε στην παράνομη προδοσία. Κι ενώ εκείνη από τον βυθό της αμαρτίας ανέβηκε στον ουρανό, αυτός ύστερα από τόσα θαύματα και σημεία, ύστερ’ από την ανείπωτη τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στα τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακό είναι η ραθυμία κι η χαλασμένη προαίρεση. Για τούτο και ο Παύλος έλεγε· ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναξε· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; ή ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Για να μη θαρρεύει εκείνος που στέκεται, αλλά πάντα νάχει αγωνία, μηδέ κείνος που έπεσε ν’ απελπίζεται. Γιατί τόση είναι η δύναμη του Κυρίου, που και πόρνες και τελώνες να τραβήξει και να βάλει κάτω από το ζυγό του.
Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του. Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει ή να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα ώρμησε, δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητάδες, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του. Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητάδες, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδι τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.
Είδες την πόρνη πώς σώθηκε, επειδή συνήρθε, και πώς ο μαθητής γκρεμνίσθηκε με τη ραθυμία; Μη λοιπόν απελπίζεσαι, κυττάζοντας την πόρνη, μηδέ πάλι να θρασέψεις, ρίχνοντας τα μάτια σου στην αποτολμία του μαθητή. Γιατί και τα δύο τούτα είναι ολέθρια. Εύκολα γλυστράει η γνώμη μας και ξεστρατίζει η πρόθεσή μας. Για δαύτο απ’ ολούθε πρέπει ν’ ασφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, Ιούδας ο Ισκαριώτης. Βλέπεις από τι συντροφιά ξέπεσε; Βλέπεις από τι διδασκαλία έμεινε πίσω;
Βλέπεις τι κακό μεγάλο είναι η ραθυμία; Ιούδας, λέγει, ο Ισκαριώτης, γιατί ήτανε κι άλλος συνονόματος με τούτον, ο λεγόμενος του Ιακώβου. Βλέπεις του ευαγγελιστή τη σοφία, που όχι από την πράξη μα από τον τόπο μάς τον ονοματίζει, ενώ τον άλλον όχι από τον τόπο αλλά από το όνομα του πατέρα του μάς τον κάνει γνωστό; Ενώ μπορούσε φυσικά να πει Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να μας διδάξει πως πρέπει να κρατάμε καθαρή τη γλώσσα από κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τη λέξη προδότης. Ας μάθομε, λοιπόν, να μην κακολογούμε τον εχθρό μας. Γιατί αν αυτός ο μακάριος δεν θέλησε να κατηγορήσει τον προδότη, ιστορώντας το παράνομο τούτο τόλμημα, αυτό το περισώπασε και τον ονομάτισε από τον τόπο απ’ όπου καταγότανε, πώς εμείς θα συγχωρεθούμε κατηγορώντας τον διπλανό μας; Εμείς, που πολλές φορές όχι μονάχα τους εχθρούς θυμόμαστε με κακολογία, αλλά κι εκείνους που θέλουνε το καλό μας, ας μην κάνομε τέτοια, σας παρακαλώ.
Είναι συμβουλή και του Παύλου που λέγει: Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω. Έτσι ο μακάριος Ματθαίος, όντας καθαρός από τέτοιο πάθος, έλεγε: Τότε πορευθείς εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Ω βρωμερό λάλημα! Ω ασυλλόγιστη τόλμη! Το θυμούμαι και τρέμω, αγαπητοί, πώς βγήκεν από στόμα το λάλημα, πώς κίνησε τη γλώσσα, πώς δεν ξεριζώθηκε από το κορμί η ψυχή, πώς δεν παραλύσανε τα χείλη, πώς ο νους του δεν ξεστάθηκε. Τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Λέγε μου, Ιούδα, αυτό σ’ έμαθε ο Διδάσκαλος τόσον καιρό; Έτσι λησμόνησες τις αδιάκοπες συμβουλές του; Δεν σου έλεγε μη κτήσεσθε χρυσόν μήτε άργυρον, από την αρχή κυττάζοντας πώς να βάλει χαλινάρι στην ακράτητη μανία σου για τα λεφτά; Δεν σε συμβούλευε λέγοντας εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην; Για ποιο λόγο, πες μου, παράδοσες τον Διδάσκαλο; Επειδή σου χάρισε εξουσία καταπάνω στους δαίμονες, και να γιατρεύεις αρρώστειες, και λεπρούς να καθαρίζεις, κι άλλα πολλά τέτοια θαύματα να φανερώνεις; Για τόσες λοιπόν ευεργεσίες, τέτοιαν αμοιβή του πληρώνεις; Ω ξέφρενη καρδιά ή μάλλον φιλαργυρία! Γιατί όλα τούτα τα κακά η φιλαργυρία τα γεννάει, η ρίζα όλων των κακών, που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας και τους ίδιους τους νόμους της φύσεως, και μας βγάζει από τα συλλοϊκά μας και δεν αφήνει μηδέ φιλία μηδέ συγγένεια μηδέ τίποτ’ άλλο να θυμόμαστε. Αλλά μια και σακατέψει τα μάτια της ψυχής, μας βάζει να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι.
Και για να το μάθεις αυτό καλά, ιδές πόσα δεν έδιωξε από την ψυχή του Ιούδα. Σαν μπήκε εκεί μέσα, τη συναναστροφή, τη συνήθεια, τη θαυμαστή διδασκαλία, τη φιλία, όλα τούτα τάρριξε στη λησμοσύνη. Καλά έλεγε ο Παύλος ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία. Τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Παραδίνεις, Ιούδα, αυτόν που όλα τα κρατάει μέσα στο πρόσταγμά του; Πουλάς τον αχώρετο στον νου, τον χτίστη του ουρανού και της γης, τον πλάστη της φύσεώς μας, αυτόν που με λόγο και νεύμα τάφτιαξε όλα; Για να δείξει, λοιπόν, πως θεληματικά παραδόθηκε, άκου τι έκαμε. Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε; Και πάψανε παρευθείς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πώς δεν αποκριθήκανε λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε καταφάνερα την αδυναμία τους; Κύτταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη! Μια και μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν συγκίνησε την αδιαντροπιά του προδότη, μηδέ την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, παραδίνεται τότε και λέγει ο Κύριος. Σαν τους έδειξα πως καταπιάνονται με τ’ αδύνατα, θέλησα να τους ημερώσω τη μανία· δεν θέλουνε, μα επιμένουνε στην κακία τους. Ιδού, λοιπόν, παραδίνομαι. Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πώς έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία ή με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη. Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε. Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί. Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε. Στοχάσου· όταν τον συμβούλευε και πάσχιζε να τον κρατήσει από την κακή πράξη, δεν άκουσε μηδέ δέχθηκε τη νουθεσία. Και σαν δεν ήτανε πια κανένας να τον συμβουλεύσει, αναταράχθηκε η συνείδησή του, κι εκεί που κανένας δεν τον δίδασκε, άλλαξε και πέταξε τα τριάντα αργύρια. Γιατί, λέγει ο ευαγγελιστής, έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Πληρώσανε το αίμα εκείνου που ήταν ατίμητος. Τι παίρνεις, Ιούδα, τριάντα αργύρια; Δωρεάν κατέβηκε ο Χριστός να χύσει το αίμα του για την οικουμένη και συ τώρα παζαρεύεις αυτό το αίμα; Ποια ντροπή τρανότερη από τέτοιο παζάρεμα! Ποιος είδε και ποιος άκουσε!
Μεταφρ. Βασ. Μουστάκη
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΕΤΟΣ Α' ΜΑΡΤΙΟΣ 1952
ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛ. 3

Η Θεία Κοινωνία του Ιούδα και η δική μας σωστή προετοιμασία

Μεγάλη Τετάρτη βράδυ 2004


Αποτέλεσμα εικόνας για θεια κοινωνια ιουδα


Αδελφοί μου, «να με μιμείσθε λέγει ο Κύριος».
Ο πρώτος να είναι έσχατος και ο Δεσπότης να είναι ο διακονών. Δηλαδή να Τον μιμηθούμε όσο είναι δυνατόν περισσότερο στην ταπείνωση. Τα κηρύγματα νομίζω ότι δεν χρειάζονται, διότι όλη η Εκκλησιαστική υμνολογία είναι ένα κήρυγμα πολύ δυνατό, που αν κανένας το προσέχει λέξη προς λέξη και ειδικότερα αυτοί που έχουν και δίπλα λίγο τη μετάφραση, συγκλονίζονται από όλα όσα μας διδάσκει η Εκκλησιαστική μας υμνολογία, σήμερα βέβαια, για την προδοσία του Ιούδα.
Σε κάποιο σημείο ο κανόνας, αν δεν απατώμαι στον τελευταίο ειρμό, μας μιλάει για μια «ξενία δεσποτική και αθανάτου τραπέζης εν υπερώω τόπω». Αλήθεια αυτή η «δεσποτική ξενία» ποια μπορεί να είναι; 

Τέσσερα πράγματα μας τόνισε σήμερα η Εκκλησία μας ότι γιορτάζουμε σήμερα και μέχρι αύριο το μεσημέρι. 
- Τον ιερό νιπτήρα,
- Τον Μυστικό Δείπνο,
- Την υπερφυά προσευχή, την οποία θα ακούσουμε ως πρώτο Ευαγγέλιο αύριο βράδυ και 
- Την προδοσία.
Άρα λοιπόν «δεσποτική ξενία» είναι ο Μυστικός Δείπνος. Και όπως λέει το κοντάκιον, η «παράδοσις των καθ’ ημάς φρικτών μυστηρίων». 

Ο Μυστικός Δείπνος είναι η πιο μεγάλη φιλοξενία, για τον άνθρωπο πάνω στη γη. Φιλοξενία μεγάλης τιμής.
Ποιος μας καλεί να μας φιλοξενήσει και να μας παραθέσει δείπνον μέγα; Ποιος άλλος, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο Κύριος των κυριευόντων, ο Δεσπότης Χριστός, που με το στόμα των ιερέων, μας καλεί όλους, «λάβετε, φάγετε, πίετε εξ αυτού πάντες, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ποιους καλεί ο παμβασιλεύς Χριστός εις το δείπνον αυτό το μέγα; Καλεί εσένα, καλεί και σένα, καλεί και μένα, καλεί τον άλλον, αυτόν που είναι απέξω, μας καλεί όλους, όλους μας καλεί. Εμάς τους αμαρτωλούς και αχρείους δούλους. Διότι τέτοιοι είμεθα. Παρά ταύτα όμως εκείνος μας καλεί στο βασιλικό δείπνον.

Στην πραγματικότητα δεν είμαστε τίποτα, απλώς φανταζόμαστε ότι είμαστε κάτι, διότι βλέπομε τον εαυτόν μας στον καθρέφτη σαν φάντασμα. Ε, λοιπόν είμεθα αμαρτωλοί, βρώμικοι και τρισάθλιοι, παραταύτα όμως ο Κύριος όπως είπαμε και χτες, καταδέχεται να μας φυτέψει μέσα Του για να μπορέσουμε να αποδώσουμε καρπούς. Και βότρυν όπως λέγει, να φέρομε καρπόν δηλαδή, ποιόν καρπόν; Τον οίνον της αμπέλου, διότι Αυτός είναι η άμπελος και μείς είμεθα τα κλήματα. 
Όσοι από μας δεν έχουν ψευδαισθήσεις για τον εαυτόν τους, τρέμουν μπροστά σ’ αυτήν την τιμή την οποία μας κάνει ο Κύριος. Και σε ποιο τραπέζι μας καλεί; Στα τραπέζι της Θείας Λατρείας. Σ’ αυτό το μεγάλο και μυστικό βασιλικό δείπνο προσφέρει ο Κύριος το Πανάγιον Σώμα Του και το Τίμιον Αίμα Του. Μας το βεβαιώνει και ο ίδιος. «Η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το Αίμα μου εστί αληθώς πόσις. Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ».
Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, προσφέρεται εις βρώσιν και εις πόσιν τοις πιστοίς. Είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος. Ο θυσιάζων και ο θυσιαζόμενος. Είναι ο «πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος», όπως λέγομε κατά την κλάσιν του Τιμίου Σώματός Του στο «Πρόσχωμεν. Τα άγια τοις αγίοις».
Στο Μυστικό εκείνο Δείπνο, το βράδυ της μεγάλης Πέμπτης, μας το τόνισε ιδιαίτερα η υμνολογία σήμερα, ήσαν καλεσμένοι αποκλειστικά και μόνον οι Δώδεκα Μαθηταί. Και κοινώνησαν όλοι από τα χέρια Του, εάν παρακολουθήσατε το ιερό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα και τους λόγους της υμνολογίας, θα το διαπιστώσατε. Κοινώνησαν όλοι απ’ τα χέρια Του. 

Ένας όμως δεν έπρεπε να κοινωνήσει, δεν ήταν καθαρός. Το έβλεπε και το είδε ο Κύριος ως καρδιογνώστης, γι’ αυτό και είπε «Υμείς καθαροί εστέ, αλλ’ ουχί πάντες». «Ήδη (ήξερε) γαρ τον παραδιδούντα αυτόν, δια τούτο είπεν ουχί πάντες». Ήξερε Αυτός ως καρδιογνώστης ότι εκτός ενός, οι υπόλοιποι ήσαν καθαροί. 
Ακάθαρτος λοιπόν ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Πολλές οι αμαρτίες του. Η φιλαργυρία του, η κλεψιά – «και κλέπτης ην», λέει – ο φθόνος, η κακία, η δολιότης, η σκληροκαρδία, η προδοσία και τόσα άλλα. 
Σ’ αυτές τις αμαρτίες προσετέθηκε ακόμα μία. Το ότι κοινώνησε αναξίως το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Αφού ήταν ανάξιος και ακάθαρτος, γιατί προσήλθε σ’ αυτό το δείπνο ο Ιούδας; Τι ήθελε να δείξει, ότι δήθεν ήτο καθαρός; Μα αυτό είναι υποκρισία! Θα μπορούσα να πω είναι ασυνειδησία, μέσα στα τόσα φοβερά που προσδίδει η Εκκλησία μας επίθετα στον Ιούδα, του προσέδωσε και αυτό. Σε ένα τροπάριο αν προσέξατε τον αποκαλεί ασυνείδητο. Να πως το λέγει ο υμνογράφος. «Εδέξαντο το λυτήριον της αμαρτίας Σώμα, ο ασυνείδητος, και το Αίμα το χεόμενον υπερ της του κόσμου το θείον», δηλαδή, «ο ασυνείδητος Ιούδας ελάμβανε στην δεξιά του χείρα το Σώμα του Κυρίου, δια του οποίου δίδεται, παρέχεται, η άφεσις των αμαρτιών, και το Θείον Αίμα που χύνεται για τη σωτηρία του κόσμου.»

Και τίθεται ένα ερώτημα. Είναι ασυνείδητος μόνον ο Ιούδας; Αλλά όχι. Αλλά και κάθε χριστιανός που είναι ανέτοιμος όταν προσέρχεται στη Θεία Κοινωνία. Τέτοιες μέρες σαν κι αυτές χαίρεται ο Θεός, χαίρεται ο Ουρανός, χαίρονται οι άγγελοι, χαίρονται οι άγιοι, χαίρεται η θριαμβεύουσα Εκκλησία, χαίρονται οι πάντες, διότι οι πιστοί αγωνιζόμενοι χριστιανοί προσέρχονται να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, «ψυχαίς καθαραίς και αρίπωταις χείλεσι», όπως τονίζει. Τα χείλη μας είναι καθαρά, όπως δε και οι ψυχές μας, γι’ αυτό και τρέχομε να κοινωνήσομε του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού. Αλλά δυστυχώς όμως δεν είμαστε όλοι έτοιμοι. 
Υπάρχει δε και ένα πολύ μεγάλο κακό το οποίον συνήθως το ακούμε, βιάζουν οι σύζυγοι τους άντρες των, ή και το αντίστροφο καμιά φορά, βιάζουν ακόμα δε και τα παιδιά μας τα μεγάλα, έτσι απροετοίμαστα όπως είναι, να πάνε να κοινωνήσουν «για το καλό του χρόνου». Και μάλιστα λέει και το βράδυ το Πάσχα, επειδή διαβάζεται ο Κατηχητικός Λόγος, λένε ότι αυτό είναι η συγχωρητική ευχή, δεν είναι, λόγος είναι, ένας λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που μας δηλώνει για τον θρίαμβον της Αναστάσεως. Εκείνο που γίνεται μεγάλη παρεξήγησις γιατί δεν μπορούμε να τα πούμε τότε, στο «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες», αφορά εκείνους που δεν μπορούν να νηστεύσουν για λόγους υγείας, όχι για κείνους οι οποίοι συνειδητά δεν νηστεύουν, αν και έχουν τις δυνάμεις τις σωματικές, δε μιλάει γι’ αυτούς ο Χρυσόστομος, μιλάει για κείνους που είναι άρρωστοι, που είναι ασθενείς, που είναι ανήμποροι, που είναι στο κρεβάτι, ή αν είναι όρθιοι, έχουν χίλια δυο βάσανα στο σώμα τους και οι καϋμένοι δεν μπορούν να νηστεύψουν, και όταν τρώνε, τους τρώει και μέσα τους τα σωθικά, κάθε φορά που κάνουν μια μικρή κατάλυση ή μεγάλη. Γι’ αυτούς μιλάει ο Χρυσόστομος… Λοιπόν αμαρτάνουν όλοι όσοι πιέζουν τους ανθρώπους, αυτούς τους οικείους δηλαδή, να νηστεύουν (κοινωνήσουν). 

Και βέβαια ήθελα, για να τελειώνουμε κιόλας, μη σας κουράζω, θέλω να κάνω μια ερώτηση. Τι ωφέλησε τον Ιούδα που κοινώνησε και από τα ίδια τα χέρια του Κυρίου. Εμείς κοινωνάμε μόνοι μας ως ιερείς. Εσείς κοινωνάτε απ’ τα χέρια των ιερέων. Ανάξιοι, άξιοι, άγιοι, μη άγιοι, αμαρτωλοί, ξαμαρτωλοί, κοινωνάτε. Αμ’ αυτός που κοινώνησε όμως απ’ τα χέρια του Κυρίου, τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία; Αφού μετά τη Θεία Κοινωνία πήγε και πρόδωσε !... Αμαρτωλός ήταν, αμαρτωλός παρέμεινε. Βρώμικος ήταν, βρώμικος παρέμεινε. Φιλάργυρος ήταν, φιλάργυρος παρέμεινε. Ελεεινός ήταν, ελεεινός παρέμεινε. Τι τον ωφέλησε; Ξέρετε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Πήγε ύστερα και κρεμάστηκε. Αυτοκτόνησε. Και όχι μόνον αυτοκτόνησε αλλά ούτε το δένδρο τον δέχτηκε. Έσπασε το κλαδί, όπως διηγείται ο Αποστολος Πέτρος, έπεσε κάτω, σχίστηκε η κοιλιά του, άνοιξαν τα σπλάχνα του και βγήκαν προς τα έξω. Ούτε η γη δεν τον δέχτηκε. Τι τον ωφέλησε η Θεία Κοινωνία όταν αφού δεν ήταν έτοιμος, δεν είχε μετάνοια… Καταδέχτηκε μάλιστα να του πλένει και τα πόδια ο Κύριος, και δεν διαμαρτυρήθηκε.
Και όταν του έδωσε το τρυβλίον, του έδωσε τον άρτο βουτηγμένο μέσα στο κρασί και του είπε ότι αυτός που θα το φάγει αυτό, αυτός θα με προδώσει, ούτε εκείνη τη στιγμή δε συνήλθε, έτσι τις περισσότερες φορές δε συνερχόμεθα και μείς. 
Περνάνε τα δραματικά γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδος, έρχεται το Πάσχα, κροτούν τα βεγγαλικά, υπάρχουν και οι λάμψεις εις τον ουρανό με τις φωτοβολίδες, χαιρόμεθα, ψήνουμε το αρνί την άλλη μέρα, και ύστερα από λίγες μέρες τα ξεχνάμε όλα. Τα ξεχνάμε όλα.

Αν δεν είμαστε έτοιμοι, αν δεν είμαστε έτοιμοι, δεν το λέω για μας, το λέω για τους χιλιάδες των ανθρώπων και τα εκατομμύρια των Ελλήνων, που είναι σήμερα έξω από τις εκκλησίες, που θάπρεπε να ήταν όχι μόνο γεμάτες, να μη μας χωρούσαν ούτε οι πλατείες των εκκλησιών ούτε οι δρόμοι, ούτε και τα παραδρομάκια και τα σοκάκια. Γεμάτες οι εκκλησίες, μεγάφωνα παντού να υπήρχαν, για να συμμετείχαν ως χριστιανοί συνειδητά στο Θείο αυτό δράμα, μήπως μέσα από αυτό το δράμα, ζούσε ο καθένας μας το προσωπικό του δράμα, της αμαρτίας, των αδυναμιών του και των παθών του, και φώναζε, και αν δεν υπάρχει πνευματικός μπορεί να φωνάξει, «Θεέ μου ελέησέ με τον αμαρτωλόν, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου, και φωνάζω ως άλλος ο ληστής, Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου.» Και κακούργοι νάμαστε, αν έχομε μετάνοια θα σωθούμε. Και χωρίς πνευματικό. Θα σωθούμε. Αρκεί να το φωνάξουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, συνειδητά, ως αμαρτωλοί, ότι ζητούμε το έλεος του Αγίου Θεού, και ο Θεός θα μας δώσει την ευκαιρία, πέρα από τα δάκρυα που θα χύσουμε εκείνη τη στιγμή και τον στεναγμό που θα βγάλουμε απ’ τα στήθη μας, και τη γροθιά που θα τη χτυπήσουμε πάνω εδώ, θα μας δώσει την ευκαιρία, όπως την έδωσε σε χιλιάδες ανθρώπους, και ενθυμούμε έναν, πού όταν ήτανε βαριά πληγωμένος, φώναξε μια νοσοκόμα και της είπε «κάτσε εδώ δίπλα μου», «θέλω να εξομολογηθώ», «μα δεν είμαι ιερεύς», «θα τα μεταφέρεις στον πρώτο πνευματικό που θα βρείς αυτά που θα σου εξομολογηθώ» και εξομολογήθηκε στη νοσοκόμα, και πήγε στην Βασιλεία των Ουρανών, και κείνη τα είπε κατόπιν στον πνευματικό και επίσκοπο, και διάβασε συγχωρητική ευχή, και είδε την ψυχή ανάμεσα στους αγγέλους και στους Αγίους. 

Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για κανέναν από μας, όταν θέλει να μετανοήσει για να βρεθεί στην Βασιλεία των Ουρανών. 

Αδελφοί μου τέτοια μετάνοια ζητεί απ’ όλους μας ο Θεός, 
Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...