Ὁ ἄνθρωπος, μέσα στὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου του, εἶναι εἰκόνα τοῦ ζῶντος Θεοῦ• κι ἡ εἰκόνα αὐτή, σὰν ἀπὸ ἔνστικτο, τείνει πρὸς τὸ πρότυπό της. Ὁ Θεὸς ὡστόσο δὲν εἶναι μοναχὰ «ἡ ζῶσα ζωή»• εἶναι συνάμα ἡ ἀγάπη, ποὺ σέβεται κι ἀναμένει μέσα στὴ σιωπή, εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται.
Ὅταν μνημονεύουμε τὸ «προπατορικὸ» ἁμάρτημα («προπατορικὸ» καὶ διαρκές), ποὺ ὅμως εἶναι λιγότερο προπατορικὸ ἤ ὑπάρχον ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν «παράδεισο», δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο διαπιστώνουμε μὲ τὸν Ἰωάννη στὸν πρόλογο τοῦ Εὐαγγελίου του ὅτι ὁ ἄνθρωπος στρέφει τὰ νῶτα στὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης — Θεὸ καὶ ὅτι μέσα στὴ σκιά, ποὺ ἔτσι δημιουργεῖται, ξεσποῦν οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ καὶ βασιλεύει ὁ θάνατος. Ὁ τυφλὸς δυναμισμὸς τῆς «εἰκόνας», ἀφοῦ προσκρούει στὸ φράγμα τοῦ πεπερασμένου, ἀποσύρεται καὶ ἐκφυλίζεται σὲ εἰδωλολατρεία, καθιστώντας ἀκόμα πιὸ πυκνὰ τὰ «σκοτάδια», πάνω στὰ ὁποία τὸ φῶς τῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει κατ’ ἄμεσο τρόπο, ἀφοῦ τὰ «σκοτάδια» αὐτὰ σημαίνουν τὴν ἄρνησή του καί, κατὰ συνέπεια, τὴν ἀπουσία του.
Ἔτσι, ἡ καθ’ ὅλα καλὴ καὶ ἀγαθὴ ζωή, ποὺ ὁ Δημιουργός, ἀπαρνημένος ἀπὸ τὴ δημιουργία Του, μᾶς χαρίζει ἀδιάλειπτα, ἀνακατεύεται μὲ θάνατο, ποὺ ἔχει ὄχι μονάχα τὴν ἔννοια τοῦ σωματικοῦ θανάτου, ἀλλὰ μία ἔννοια καθολική, ὅπως αὐτὴ ἀπαντᾶται καθημερινά. Τὸ ἄγχος καὶ τὸ μῖσος κουλουργιάζονται ἀδελφωμένα στὸ βάθος τοῦ εἶναι μας καί, σὰν ἀποτέλεσμα, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεὸ μετατρέπεται σὲ διαχωρισμὸ καὶ διάσταση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κόλαση. Ἔτσι, ἀναμιγνύονται μέσα στὴν ὕπαρξή μας ἡ νοσταλγία τοῦ «παραδείσου» καὶ τὸ βίωμα, τὸ πολὺ πραγματικὸ βίωμα - τοῦ θανάτου καὶ τῆς κόλασης.
Ὡστόσο, ἂν ὁ ζῶν Θεός, ἂν ὁ ἀγαπῶν Θεὸς δὲν μπορεῖ, ἐπιβάλλοντας δεσποτικὰ τὴν ἐξουσία Του, νὰ καταργήσει καὶ νὰ ἐξαλείψει τὰ σκότη, μπορεῖ ὅμως νὰ δεχτεῖ τὴ Σταύρωση ἐκεῖ στὰ σκοτάδια ἀπὸ ἀγάπη, νὰ ρθεῖ μπορεῖ, ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἀπών, γιὰ νὰ πληρώσει τὰ πάντα μὲ τὸ Φῶς Του. Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἰσραὴλ φτάνει τὸ ἀπόγειό της στὸ «ναὶ» τῆς Παρθένου Μαρίας, σ’ αὐτὴ τὴν πλήρη καὶ ὁλοκληρωτικὴ ὑποδοχὴ κι ἀποδοχή, μέσα σὲ μιὰ ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα, ποὺ μιὰ γυναίκα προσφέρει στὸν Θεῖον Ἐξόριστο, γιὰ νὰ δώσει τέλος στὴν ἐξορία Του καὶ νὰ Τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ξαναρχίσει τὴ δημιουργία Του ἐκ τῶν ἔνδον.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Λυῶνος (Β' αἰώνας), στοχαζόμενος πάνω στὸ «σημεῖον Ἰωνᾶ», γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶ ὁ Ἰησοῦς, ἔγραφε: « Ὁ Θεὸς ἀνέχτηκε νὰ καταποθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μεγάλο θηρίο, τὸν ὑπαίτιο κάθε ἀνομίας, ὄχι γιὰ νὰ τὸν δεῖ νὰ ἐξαφανίζεται καὶ νὰ χαθεῖ ὁλότελα, ἀλλὰ γιατί θεμελίωνε καὶ προπαρασκεύαζε τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ποὺ ὁ Λόγος ἐξεπλήρωσε σύμφωνα μὲ τὸ «σημεῖον Ἰωνᾶ»,.... ἔτσι ποὺ ὁ ἄνθρωπος, δεχόμενος μιὰ σωτηρία ἀνέλπιστη, νὰ ἀναστηθεῖ «ἐκ νεκρῶν» καὶ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεό, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Ἰωνᾶ: « Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου, καὶ εἰσήκουσέν μου ἐκ κοιλίας ἅδου» (πρβλ. Ἰων. β' 3) (πρβλ. PG 7.942 B-C).
Ὁ Χριστός, στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του στὴ γῆ, ζωῆς ποὺ ὁλόκληρη «ἤγετο» ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, παρουσιάζεται, γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ λόγια του Ἰωάννου, σὰν Ζωὴ καὶ Φῶς, σὰν «τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωαν. η' 12), δηλαδὴ σὰν καθαρὰ ζωή, σὰν ζωὴ ζῶσα, δίχως ἴχνος σκιᾶς, δίχως τὴν παραμικρὴ μετοχὴ στὸ θάνατο.
Γεννιόμαστε γιὰ ν’ ἀποθάνουμε- ὁ θάνατος ἔχει ἐγχαραχτεῖ στὴν ὕπαρξή μας κατὰ τὴ γέννησή μας. Ὁ Ἰησοῦς γεννᾶται γιὰ νὰ ζήσει καὶ γιὰ νὰ ζωοποιήσει• τίποτε δὲν τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς Θεότητος, ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς• τὸ ζωοποιοῦν Πνεῦμα ἀναπαύεται μέσα Του καὶ ἡ ἴδια ἡ Παρθενική Του γέννηση ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς ἀδιαπέραστα παχυλὲς καὶ χωριστικὲς προϋποθέσεις καὶ καταστάσεις τῆς θνητῆς μας ὕπαρξης.
Εἶναι ἑκούσια, ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀπὸ ὀντολογικὴ συμπάθεια καὶ ἀλληλεγγύη μὲ μᾶς ποὺ ὁ Ἰησοῦς προσλαμβάνει καὶ δέχεται σὰν δικές του ὅλες τὶς δικές μας καταστάσεις θανάτου καὶ ἅδη, ἴσαμε ποὺ τὰ πάντα καὶ οἱ πάντες νὰ «καταποθῶσιν ὑπὸ τῆς ζωῆς» (πρβλ. Β' Κορ ε', 4), στὸ Γολγοθᾶ, κατὰ τὴν εἰς ἅδου θριαμβευτική Του κάθοδο. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι «ὁ ἄμωμος ἀμνός», ποὺ «αἵρει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τὸ ἀπατηλὸ «οἴδημα» τῶν παθῶν Του παραμένει ξένο ἀλλὰ Ἐκεῖνος ἐκθέτει τὸ πρόσωπό Του στὶς ἐξουθενωτικές τους συνέπειες. Πάθη ἐκεῖνα εἰδωλολατρείας, γίνονται τὸ Πάθος ἐκείνου ποὺ δὲν παύει νὰ εἶναι, ἐν Πνεύματι, ἡ ὁμοούσια εἰκὼν τοῦ Πατρός.
Μόνον ὁ Ἰησοῦς γνώρισε ἀληθινὰ τί σημαίνει ὁ θάνατος, γιατί Ἐκεῖνος μέτρησε τὴν ἀπειροσύνη του καὶ «ἐκ τῶν ἔξω» καὶ «ἐκ τῶν ἔσω». Ἐκεῖνος, ὁ Ζῶν, ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ στὴ Μάρθα, ὑπενθυμίζοντάς της τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὴν ἔσχατη μέρα, ἀφήνει νὰ γίνει δέσμιος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἅδη.
Καὶ ἤδη, ἀντικρύζοντας ὁ Ἰησοῦς τὸν φίλο του Λάζαρο, ποὺ τὸ σῶμα του εἶχεν ἀρχίσει νὰ μυρίζει ἄσχημα, δάκρυσε. Αὐτὸ τὸ συντομώτατο ἐδάφιο μᾶς μιλάει γιὰ τὰ δάκρυα τὰ πιὸ παράδοξα καὶ τὰ πιὸ σημαντικὰ ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀντιμετωπίζεται ἤδη ὁ Πονηρός, ὁ «Φονεύς», κι ἡ παντοδύναμη κλήση μὲ τὸ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» ἀναγγέλλει ἤδη τὸ Πάσχα, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ μονάχα ἡ ἀνάσταση, μὰ καὶ ἡ δική μας κοινὴ ἀνάσταση ἐν Αὐτῷ.
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ «ἔγερση» τοῦ Λαζάρου ἑορτάζεται τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, μιὰ βδομάδα ἀκριβῶς πρὶν τὸ Ἅγιο Σάββατο, τὸ ὁποῖο καὶ προτυπώνει.
Μπροστὰ στὸ νεκρὸ Λάζαρο ὁ Θεὸς πάσχει κατὰ τρόπο ἀνθρώπινο τὴ φθορά μας καὶ τὸ πένθος μας. Στὴ Γεθσημανή, ὁ Θεὸς βιώνει καὶ πάσχει σὰν ἄνθρωπος τὶς ἐπαναστάσεις καὶ τὶς ἐπιθανάτιες ἀγωνίες μας. Στὸ Σταυρὸ ἀπάνω, ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γνωρίζει τὴ δική του ἀπουσία καὶ «βοᾶ φωνῇ μεγάλῃ»: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατὶ μὲ ἐγκατέλιπες;» Κι ἡ εἰς ἅδου κάθοδος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τελεῖται ἤδη ἐκεῖ, στὴν πληρότητά της.
Ὁ ἅδης μας, ἡ δική μας κόλαση τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς ἀπόγνωσης, τῆς ἐπανάστασης καὶ ἑνὸς θεμελιακοῦ μηδενισμοῦ, παρεμβάλλεται γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν Του τὸν ἀγαπητό, ὡσὰν νὰ διασπᾶται ἡ ἄπειρή Τους ἑνότητα.
Τότε ὅλα μεταστρέφονται καὶ ἀλλάζουν καὶ ὁ Ἴδιος ὁ σταυρός, ὅπως τὸ ὑπογραμμίζει ἔντονα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, γίνεται «ἔξαρση» καὶ δοξολογία. Ἡ ἄβυσσος τοῦ ἅδη καὶ τοῦ θανάτου γίνεται φευγαλέα ἀτμίδα σὰν μιὰ ἄσημη, γελοία σταγόνα μίσους μέσα στὸν ὠκεανὸ τῆς Θείας ἀγάπης- ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ δὲν εἶναι πιὰ ὁ τόπος τοῦ ἅδη, ἀλλὰ ἡ χώρα τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ Μεταμόρφωση πραγματώνεται, ὄχι πιὰ στὸ ὄρος, ἀλλὰ μέσα στὴν ἄβυσσο τὴν ἴδια τοῦ σκότους — ὅλα παραδίδονται στὴν ἁρπαγὴ τῆς ἀνάστασης.
Αὐτὸ τὸ ἆσμα εἶναι ποὺ ἀκούραστα ψάλλουμε τὴ νύκτα τοῦ Πάσχα: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
Ὁ Ματθαῖος, λίγες γραμμὲς μετὰ ποὺ θυμίζει τὸ λόγια, ποὺ ὁ Ἰησοῦς «ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ» πάνω στὸ σταυρὸ («Ἠλί, ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί»), γράφει: «....καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεώχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν ἔγερση αὐτοῦ...» (Ματθ. κζ', 52-53). Ἀπὸ τότε ἴσαμε σήμερα, ὑπάρχουν συνέχεια ἄνθρωποι, ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ τὰ δικά τους μνημεῖα...
Ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς τῶν ὅλων ἀναστάσεως.
Ὁ θριαμβεύων Χριστός, περιβεβλημένος τὸ φῶς τῆς δόξας Του, ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ὑπερβατικότητά Του, θρυμματίζει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του τὶς πύλες τοῦ ἅδη, παίρνει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ὄχι ἀπὸ τὸ χέρι, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ - παίρνει δηλαδὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸν καθένα μας — καὶ τοὺς κάνει ν’ ἀναπετάσουν κυριολεκτικὰ ἔξω ἀπὸ τοὺς τάφους τους.
Ἀπὸ τότε, μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ παντοῦ στὸν κόσμο (ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ποὺ φέρει μέσα της τὸν κόσμο), τὸ Χέρι τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔπαψε νὰ σχίζει τὰ σκοτάδια, καί, ἔτσι ὅπως εἶναι διάτρητο, νὰ μᾶς χαρίζει «τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς».
Ἔτσι προσδιορίζεται τὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Ὁ Θεὸς ἐνσαρκώνεται καὶ «κατέρχεται» ἴσαμε κάτω στὸ θάνατο καὶ τὸν ἅδη γιὰ νὰ μᾶς διανοίξει, διὰ μέσου τῆς ἀναστημένης ἀνθρώπινης φύσης του, τὴν ὁδὸ τῆς ζώσης ζωῆς, τὴν ὁδὸ τῆς ἔγερσης καὶ τῆς ἀγαθῆς ἰσχύος, τὴν ἴδια τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Θεὸς ἐνηνθρώπησεν», λέγουν οἱ Πατέρες, «ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν » (PG 25, 192Β)• ἤ ἀκόμη: «Ὁ Θεὸς προσέλαβε σάρκα διὰ νὰ δυνηθῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ λάβη Πνεῦμα» Καὶ ἡ θέωση, ἔτσι ὅπως ὁρίζεται ἀπότομα, δὲν σημαίνει τὴν κατάργηση τοῦ ἀνθρωπίνου, μὰ τὴν πληρότητά του, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἀνθρώπινος παρὰ μόνο «ἐν Θεῶ». Θὰ μπορούσαμε νὰ τάξουμε τὴν πιὸ κάτω προοδευτικὴ σειρά: Ἀνάσταση = Θέωση = ζωοποίηση μιᾶς ζωῆς, ποὺ εἶναι πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὸ θάνατο = ἡ υἱοθεσία μας ἐν τῷ Υἱῷ = ἡ Χριστοείδειά μας ἐν τῷ Πνεύματι.
Στὸν «Μέγαν Κατατηχητικὸν Λόγον» του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης συνοψίζει μὲ τὰ πιὸ κάτω λόγια τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα: «Ἐπεῖ οὖν ἔδει γενέσθαι ὅλης τῆς φύσεως ἡμῶν ἐκ τοῦ θανάτου πάλιν ἐπάνοδον, οἰωνεὶ χείρα τῷ κειμένῳ ὀρέγων, καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τὸ ἡμέτερον ἐπικύψας πτῶμα, τοσοῦτον τῷ θανάτῳ προσήγγισεν, ὅσον τῆς νεκρότητος ἅψασθαι καὶ ἀρχὴν δοῦναι τὴν φύσιν τῆς ἀναστάσεως τῷ ἰδίῳ σώματι, ὅλον συναναστήσας τὸν ἄνθρωπον τῇ δυνάμει» PG 45, 80Β).
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας γράφει στὴν 5η του Ὁμιλία πάνω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ:
«Ἦταν ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστραφεῖ καὶ ἀποκατασταθεῖ στὴ νεκρὴ σάρκα ἡ μέθεξη στὴ ζωοποιὸ δύναμη τοῦ Θεοῦ ( Ἐδῶ ἡ λέξη «σάρκα» ὑποδηλώνει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ὅλη τὴ φύση). Ἀλλὰ ἡ ζωοποιὸς δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Λόγος, ὁ μονογενὴς Υἱός. Αὐτὸν εἶναι, ποὺ μᾶς ἀπέστειλε ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή....
Ζωὴ ἐκεῖνος κατὰ φύσιν, προσέλαβε σάρκα ὑποταγμένη στὴ φθορὰ μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέφει μέσα της τὴν ἰσχὺν τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὴν μεταμορφώσει μέσα στὴ ζωή. Ὅπως τὸ σίδερο, ὅταν τεθεῖ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, πυρακτώνεται, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα, μετὰ ποὺ θὰ δεχτεῖ μέσα της τὸ ζωοποιὸ Λόγο... Ἔτσι ἐνδύθηκε Ἐκεῖνος τὴ σάρκα μας γιὰ νὰ τὴ λυτρώσει ἀπὸ τὸ θάνατο».
Τοῦ λοιποῦ, «τὸ ζῆν Χριστὸς» (Φιλιπ. α, 21), γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Φιλιππησίους. Μὲ τὴν Ἀνάληψη, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καί, μέσῳ της, πάσαν σάρκα τῆς γῆς, εἰσῆλθε στὸν Τριαδικὸ χῶρο, στὸ «Φῶς τῆς Ζωῆς».
Ὁ κόσμος ἔχει μυστικὰ γίνει τὸ σῶμα «τοῦ Λόγου τῆς Ζωῆς». Ἀλλὰ ὁ ἔνθεος κόσμος, ὁ κόσμος δηλαδὴ ποὺ δέχτηκε τὸ Θεό, δὲν ἐπιβάλλεται περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἐπιβάλλεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ κοσμικὴ «καιομένη βάτος» μένει καλυμμένη ἀπὸ λάσπη, αἷμα καὶ τέφρα λόγω τῆς τυφλότητας καὶ τοῦ μίσους μας, λόγω τοῦ χωρισμοῦ μας.
Ὁ Θεὸς ἀπὸ δῶ καὶ πέρα δὲν εἶναι πιὰ ἀπὼν ἀπὸ πουθενά, ἀλλὰ μέσα στὸ κακὸ καὶ τὴ φρίκη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μόνο σταυρωμένος, ἀνιστάμενος ὡστόσο καὶ ἀνασταίνοντάς μας, μέσα στὸ μυστηριακὸ βάθος τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν κοινότητα βαπτισματικὴ καὶ εὐχαριστιακή. Γιατί, ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ δῶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μᾶς προσφέρει τὸ σῶμα τοῦ «Λόγου τῆς Ζωῆς» μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν μυστήριο τοῦ Ἀναστάντος. Θρυμματίστηκαν οἱ πύλες τοῦ θανάτου κι οἱ πύλες τοῦ ἅδη δὲν θὰ κατισχύσουν• ἡ Ἐκκλησία, ὄχι σὰν ἁπλὸς θεσμὸς κι οὔτε σὰν ἁπλὴ κοινότητα πιστῶν, ἀλλὰ σὰν Μυστήριο τῆς Ζώης συνιστᾶ τὸ ξέφωτο ἄνοιγμα, ποὺ διαμέσου του δὲν παύει νὰ ἐγχέεται στὸν κόσμο μιὰ ἀγάπη πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸ θάνατο, ἡ δύναμη καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Πάσχα.
Ὅλες οἱ ἀπιστίες κι οἱ ἀποστασίες τῶν Χριστιανῶν δὲν μπόρεσαν καὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ γεμίσουν καὶ νὰ βουλώσουν αὐτὴ τὴ ρωγμή, ποὺ ὁ «Ζωοποιὸς σταυρὸς» ἄνοιξε στὸ σατανικὸ ἐπικάλυμμα «τοῦ κόσμου τούτου» κι ἡ πραγματικὴ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ θαύματος τοῦ Πάσχα, ποὺ προσφέρεται στὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Εὐχαριστία καὶ γίνεται δεκτὸ στὴν ἁγιότητα.
Τὸ Βάπτισμα μᾶς κάνει νὰ κατεβαίνουμε στὸν ἅδη μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἀνιστάμεθα μαζί Του. Ἀσφυκτιοῦμε μέσα στὰ ἀκάθαρτα νερὰ τοῦ θανάτου γιὰ νὰ ἀναδυθοῦμε ξαφνικὰ καὶ νὰ ἀναπνεύσουμε τὸ ἄπειρο, γιὰ νὰ «ἀναπνεύσουμε τὸ Πνεῦμα», πολὺ πάνω ἀπὸ τὸ χρόνο, ποὺ σκοτώνει, καὶ τὸ χῶρο, ποὺ χωρίζει.
Ἡ χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ἔλεγαν οἱ Πατέρες, εἶναι ἡ «ρίζα τῆς ἀνάστασής μας». Σπείρει μέσα μας «τὸ σῶμα τῆς δόξης» (πρβλ. Φιλιπ. γ' 21) καὶ γεμίζει μὲ φῶς τὰ βάθη τῆς καρδίας.
Ὅλα βρίσκουν τὸ ἀποκορύφωμά τους στὸ κεντρικὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ Πάσχα στὸ παρὸν καὶ προβίωση τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Χριστοῦ. «Στὴ μυστικὴ τράπεζα», ἔγραφε κάποιος Βυζαντινὸς μυστικός, «βρίσκει κανεὶς τὴ ζωὴ στὴν πιὸ μεγάλη της ἔνταση καὶ ζωντάνια». Ὁ δὲ Πάστερνακ παρατηροῦσε ὅτι ἡ αἰωνιότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ἡ ζωή, «μονάχα λίγο πιὸ ἔντονη».
Ἐκεῖνοι, ποὺ μεταλαμβάνουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἐνσωματώνονται στὸ Χριστὸ τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Ἀνάστασης μὲ τὸν πιὸ ρεαλιστικὸ τρόπο καὶ καταφλέγονται ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι «Πνεῦμα καὶ Πῦρ», σύμφωνα μὲ τὴ Συριακὴ παράδοση.
Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική, ἡ ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάζεται σὰν ἡ ἐμβάθυνση σ’ ἕνα Πασχάλιο βίωμα, σὰν ἐνσυνειδητοποίηση τῆς ἀνάστασής μας μέσα στὸν Ἀναστάντα Κύριο.
Μὲ τὴ «μνήμη τοῦ θανάτου» ἀντιλαμβανόμαστε τὴ θεμελιακή μας συμμετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὸν ἅδη. Ὡστόσο, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι κάνουν ὅλες οἱ ἐκφάνσεις τῆς σύγχρονης λογοτεχνίας καὶ φιλοσοφίας τοῦ σαρκασμοῦ, τῆς χλεύης καὶ τοῦ μηδενισμοῦ, ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου» δὲν εἶναι στραμμένη πρὸς τὸ μηδέν, ἀλλὰ πρὸς τὸ σαρκωθέντα Θεό, γιὰ πάντα νικητὴ τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας.
«Νῦν τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», διαλαλεῖ ἡ βυζαντινὴ Πασχαλινὴ λειτουργία. Ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου» μετατρέπεται ἔτσι σὲ «μνήμη Θεοῦ», αὐτοῦ τοῦ Θεανθρώπου ποὺ δὲν παύει τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀφαρπασει ἀπὸ τὸν τάφο κρατώντας μας ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ...
Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μιὰν ἐμπειρία, ποὺ ἐπιφυλάσεται σὲ μερικοὺς εἰδικούς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ Πασχάλια κίνηση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴν ἀνάσταση δίνει τὸ ρυθμὸ καὶ στὴν πιὸ ταπεινὴ χριστιανικὴ ὕπαρξη (ἀναμφίβολα δὲ καὶ σὲ κάθε ὕπαρξη)....
Γνωρίζουμε ὁ καθένας μας στιγμές, ὅπου κάθε διέξοδος φαίνεται νἆναι κλεισμένη ἀπὸ τὴν ἀποτυχία, τὸ μῖσος ἤ τὸ πένθος. Ἂν τότε δὲν μετατρέψουμε τὴν ἀπελπισία σὲ ὁλοσχερῆ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης καὶ πίστης, ἂν ἀφήσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ μᾶς πάρει τὸ Χέρι τοῦτο, ποὺ εἶναι πάντα ἁπλωμένο σὲ μᾶς μέσα στὴ νύκτα, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι πρόκειται γιὰ μία «ρωγμὴ καὶ ἄνοιγμα τῆς στάθμης» τοῦ βαπτίσματος, ὅποτε μᾶς κατακλύζει ἡ Πασχάλια εἰρήνη, δύναμη καὶ ἀνακαίνιση.
Τὰ δάκρυα τῆς πίκρας καὶ τῆς θλίψης γίνονται δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀναπλάθει μ’ ἀφετηρία τὰ δάκρυά μας, τὰ βαπτισματικὰ ἐκεῖνα ὕδατα, ποὺ μέσα τους διαλύεται ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ καρδιὰ στὸν πλατυσμὸ της ἀνοίγεται στὰ μέγιστα βάθη της, ἀπειροσύνη φωτὸς Πασχαλινοῦ.
Στὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν, ἀποκαλοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς «ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο». Ἡ ἐμπειρία τοῦ μαρτυρίου (κι ὁ 20ος αἰώνας ἀνέδειξε ἀναμφίβολα περισσότερους μάρτυρες ἀπ’ ὅσους ὁλόκληρη ἡ προγενέστερη ἱστορία τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου) εἶναι μία μυστικὴ ἐμπειρία, μία ἐμπειρία, δηλαδή, Πασχάλια. Στὸ Χριστιανισμό, κάθε μυστικὴ ἐμπειρία τελικὰ δὲν μπορεῖ νἆναι στὴν πραγματικότητα παρὰ μόνο ἐμπειρία τοῦ Πάσχα.
Ὁ μάρτυρας εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, καθόλου ἕνας ἀσκητής, ἕνας ἄνθρωπος ὅμως γεμάτος μὲ πίστη. Τὴ στιγμὴ τοῦ πιὸ μεγάλου πόνου δὲν γίνεται σκληρὸς κι ἄκαμπτος, οὔτε ἐπαναστατεῖ, ἀλλὰ παραδίδεται στὸ Χριστό, ταυτίζεται μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ μαζί Του συγχωρεῖ τοὺς δήμιούς του, παρακαλώντας: «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λκ. κγ', 34). Τὸν πλημμυρίζει τότε ἡ χαρὰ τῆς ἀνάστασης καὶ συχνὰ τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν πόνο.
Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς καλούμαστε, μ’ ἕνα τρόπο πολὺ ταπεινὸ καὶ διαφορετικὸ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἀργὰ ἤ γρήγορα, ἴσως στὴν ἐπιθανάτιά μας ἀγωνία....
«Ἐγὼ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή• ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται• καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰώνα». ( Ἰωάν. ια', 25-26).
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑψηλὴ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀγγέλλει πρῶτα, οὔτε μοναχά, τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Σ’ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό, δὲν ἀγγέλλει μόνο τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀγγέλλει τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάστασή μας ἀπὸ τώρα. Κηρύττει τὴ μυστική, μὰ πραγματική, παρουσία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ τώρα. Ἀγγέλλει στὸν κόσμο ὅτι ἡ αἰωνία ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ πὼς «ὁ ἄλλος κόσμος», ἐν Χριστῷ βρίσκεται στὴν καρδιά, στὰ ἐνδόμυχα τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ Πὼλ Ἐλυὰρ ἦταν προφητικὸς ὅταν ἔγραφε: «Ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ εἶν’ ὡστόσο σὲ τοῦτο δῶ τὸν κόσμο μέσα».
Λέγεται γιὰ τὸν μυθιστοριογράφο Τολστόη πὼς ἦταν «ἕνας ἐνορατικός της σάρκας», πὼς ἔβλεπε τὸ μυστήριο μέσα στὴν ἴδια τὴν πυκνότητα τῶν ὄντων καὶ τῶν πραγμάτων. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νἆναι ἕνας ἀρκετὰ καλὸς ὁρισμὸς τοῦ Χριστιανοῦ σὰν Πασχάλιου ἄνθρωπου, σὰν ἐνορατικοῦ τοῦ Πασχάλιου μυστηριακοῦ χαρακτήρα τοῦ ὄντος.
Ὁ θάνατος, μὲ τὴν τρομερὴ καὶ καθολικὴ ἔννοια αὐτοῦ τοῦ ὅρου, δὲν ὀρθώνεται πιὰ μπροστά μας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ παρελθοῦσαν κατάσταση, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ τὸ Βάπτισμα μᾶς ἔχει ἐνδύσει καὶ περιβάλει μὲ τὴν ἀνάστασή του. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς ὅλες οἱ καταστάσεις θανάτου, ποὺ πρέπει νὰ διέλθουμε, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ σωματικοῦ μας θανάτου («κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται») εἶναι μοναχὰ περάσματα (διαπορεύσεις), ἰσάριθμα πάσχα (ξέρουμε ὅτι ἡ λέξη «πεσσὰχ» σημαίνει «πέρασμα»), ὅπου ἡ ζωὴ λαμπικάρεται καὶ γίνεται πιὸ καθάρια καὶ διαφανής, πιὸ ἔντονη. Μᾶς συμβαίνει κάποτε νὰ περπατᾶμε νωρὶς τὸ πρωὶ σὲ μία βουνοκορφή, πού, σταματώντας τὶς ἀκτίδες, ποὺ ἀκόμα χαμοφέγγουν, ὁροθετεῖ ἀνάμεσα σκιᾶς καὶ φωτός. Ἔτσι πορευόμαστε κι ἐμεῖς ἀνάμεσα βραδύνοντος θανάτου καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ποὺ ἔρχεται. Στὸ βάθος τῆς καρδίας μας «μεταβεβήκαμεν (ἤδη) ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».
«Ξέρω πὼς δὲν θ’ ἀποθάνω», ἔγραφε ἕνας Ἕλληνας μυστικὸς συγγραφέας τοῦ 11ου αἰώνα, «γιατί νοιώθω ὁλόκληρη τὴ ζωή, ποὺ ἀναβλύζει μέσα μου». Ὅλα, καὶ τὶς αἰσθήσεις καὶ τοὺς λογισμούς μας, τὴν ὀδύνη μας καὶ τὴν εὐτυχία μας καὶ τὴν ὑποδοχὴ προσώπων καὶ πραγμάτων, πρέπει νὰ τὰ αἰωροῦμε ἀσταμάτητα μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ὠκεανὸ Φωτός, γιὰ νὰ μᾶς κατακλύσει, καὶ γιὰ ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό μᾶς, ἀνάλαφρη καὶ δυνατή, ἡ χαρὰ τοῦ ὑπάρχειν.
Τὴν ἀγαθὴ δύναμη, ποὺ μᾶς ἔρχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ποὺ ἀναβλύζει, «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς», ἀπὸ τὸ ἅγιο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ποτήριο, χρέος ἔχουμε νὰ τὴν καταχωροῦμε στὴν ἱστορία. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν ἅδη καὶ τὸ θάνατο ἀπαιτεῖ νὰ μαχόμαστε ἐνάντια σ’ ὅλες τὶς μορφὲς θανάτου, ἐνάντια σ’ ὅλες τὶς καταχθόνιες καταστάσεις, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς κοινωνίας• ἐνάντια στὴ φυσικὴ ἤ τὴν ἠθικὴ ὑποδούλωση, ἐνάντια στὴ μοναξιά, τὸ βασανισμό, τὴ δολοφονία καὶ τὴν αὐτοκτονία, ἐνάντια στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἐκλεπτυσμένη γοητεία τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας, ἐνάντια στὸ καθετὶ ποὺ ἀποξηραίνει καὶ σκληρύνει ἐδῶ τὶς καρδιές, κι ἀλλοῦ τὴ γῆ καὶ τὰ σώματα.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ὁλοκληρωτικὲς οὐτοπίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Χριστιανωσύνη δὲν προφυλάχτηκε πάντα. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία αὐτὴ ἀναδύεται ἤδη μέσα στὴν εἰρήνη, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἀγάπη τῆς θ. λειτουργίας καὶ τῆς θεωρίας μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ἀπογοητεύσεις καὶ τὶς πικρίες, ποὺ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο κυνικὸ καὶ σκληρό.
Τίποτα δὲν εἶναι περισσότερο δημιουργὸ ἱστορίας ἀγαθῆς ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα (καὶ κατὰ συνέπεια ἀπὸ τὴν προσδοκία καὶ τὴν προβίωση τῆς Ἐπιστροφῆς τοῦ Χριστοῦ), ποὺ γίνεται τωρινὴ πραγματικότητα μέσα στὴν ἱκετήρια μεσιτεία τῶν μοναχῶν, ποὺ σκεπάζει τὸν κόσμο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα ἀδελφότητας τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων, τῶν ἀπαρχῶν αὐτῶν κοινωνικῆς ἐπανένωσης, ἐκεῖ ποὺ παντοῦ πληθύνονται τραγικὰ οἱ ἀθεράπευτες κοινωνικὲς πληγές, τὰ γκουλὰγκ ἤ οἱ ἀναίσθητες μεγαλουπόλεις, ἀλλὰ καὶ μέσα στὶς ὁράσεις τῶν προφητῶν, ποὺ βλέπουν νὰ ἀνατέλλει ἡ ζωή, μέσα στὴν ἤρεμη δύναμη τῶν «βασιλέων» ἐκείνων, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων καὶ τὸ κάλλος. Τὸ «μυστήριο τοῦ θυσιαστηρίου», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀξεχώριστο ἀπὸ τὸ «μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ».
Ἡ ἀληθινὴ «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης» εἶναι θεολογία τοῦ Πάσχα• ὄχι μοναχὰ ἕνας ἐπαναστατικὸς (καὶ πνευματικὸς ἐπίσης) συμβολισμὸς ἑνὸς λαοῦ, ποὺ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία, ἀλλὰ καὶ γονιμοποίηση τῆς Ἱστορίας μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἀπαραίτητες μορφὲς κοινωνικῆς ἀπελευθέρωσης, ἀλλὰ καὶ τὶς σχετικοποιεῖ καὶ τὶς ἐπαναπροσανατολίζει ὄχι πρὸς μίαν ἱστορία, ποὺ θὰ εἶναι σίγουρα ἐπιτυχὴς μέσα στὰ δικά της ὅρια, ἀλλὰ πρὸς τὴν Ἔλευση τοῦ Κυρίου.
Μόνο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάστασή μας ἐν Αὐτῷ μποροῦν νὰ μεταμορφώσουν στὰ μύχια τῆς ψυχῆς μας τὸ μῖσος σὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ κάνουν ὥστε νὰ ἀναφανοῦν ἄνθρωποι ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸ θάνατο, τὸν θεμελιώδη, πνευματικὸ θάνατο, καὶ κατὰ συνέπεια ἱκανοὶ νὰ πραγματοποιοῦν μέσα στὴν ἱστορία ἀπελευθερωτικὰ κατορθώματα, ποὺ νὰ μὴ ὑποδουλώνουν τὸν ἄνθρωπο διαφορετικά, κατορθώματα ἀγάπης νοήμονος, μαχητικῆς καὶ δημιουργικῆς, ποὺ θὰ περιορίσουν κι ὕστερα θὰ μεταθέσουν στὸ ἐσωτερικο τοῦ ἀνθρώπου τὴ βία καὶ θὰ συντρίψουν τὰ αἴτια καὶ τὰ παράγωγά της.
Ἴσαμε τὴν Ἔλευση τοῦ Χριστοῦ πορευόμαστε μέσα στὴ σποδὸ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀνάστασης — ἂν Τὸ ἀφήσουμε νὰ μᾶς διαπεράσει — διασκορπίζει κάποτε καὶ διαλύει τὴ σποδὸ τούτη γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τοὺς ἀπαστράπτοντες πολύτιμους λίθους τῆς Πασχάλιας Πολιτείας, ὅπου ἐπὶ τέλους ὁ θάνατος ἀποκαλύπτεται νεκρὸς καὶ ὁ κόσμος φανερώνεται μεταμορφωμένος