Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015

Για τους 5 λόγους που πρέπει να εκκλησιάζονται οι Χριστιανοί



Γι’ αυτό κι εγώ μέσα από την αγάπη που τρέφω για σας, αποφάσισα να υποδείξω σ’ αυτόν το λόγο αυτά:
Αδελφοί μου χριστιανοί, θα πρέπει για πέντε λόγους να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού, στην Εκκλησία του Χριστού: α) από ανάγκη, β) από επιθυμία, γ) συνεχώς, δ) με καθαρότητα, και ε) από ιερό χρέος.

Λόγος Α΄.
Από ανάγκη

Κατά πρώτον πρέπει να πηγαίνουμε από ανάγκη. Διότι, όπως οι πεινασμένοι και οι διψασμένοι έχουν ανάγκη να πηγαίνουν στο τραπέζι και στη βρύση για να χορτάσουν από φαγητό και νερό και να ικανοποιήσουν την πείνα και τη δίψα τους, έτσι κι εμείς οι χριστιανοί, που είμαστε πεινασμένοι τόσο για τον «επιούσιο άρτο», που είναι το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου, όσο και για τον πνευματικό άρτο, που είναι ο λόγος του Θεού (διότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι «Ο Άρτος είναι ο λόγος του Θεού, με τον όποιο τρέφονται οι ψυχές που πεινούν τον Θεό»), και που είμαστε διψασμένοι τόσο για το αθάνατο ποτό, το οποίο είναι το ζωηρό Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όσο και για το πνευματικό ποτό, το οποίο είναι το νάμα του θείου λόγου και της διδασκαλίας, έτσι, λέω, κι εμείς οι πεινασμένοι και διψασμένοι χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού για να ικανοποιούμε την πείνα μας από την αγία Τράπεζα του Σώματος του Κυρίου που βρίσκεται στην Εκκλησία και από το θείο λόγο, και να ικανοποιούμε τη δίψα μας από το Αίμα του Κυρίου, απ’ το Οποίο ρέει η ζωή, και από τα νάματα της διδασκαλίας των Αγίων Γραφών, τα οποία αναβλύζουν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.
Γιατί, εάν εμείς δεν πηγαίνουμε στο Ναό για να τρώμε και να πίνουμε συνεχώς τα αθάνατα και ζωοποιά φαγητά και πιοτά, ασφαλώς αδυνατίζουμε και πεθαίνουμε ψυχικά, όπως είπε ο Κύριος: «Εάν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το Αίμα Του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή». Και ότι αυτά τα αγαθά του διπλού φαγητού και διπλού πιοτού βρίσκονται μέσα στο Ναό της αγίας Εκκλησίας του Θεού, πολύ πριν ο προφήτης Δαβίδ προφήτεψε με τα εξής λόγια: «Θα χορτάσουμε από τα αγαθά του οίκου Σου, ο Ναός Σου είναι άγιος, αξιοθαύμαστος σε έργα αγάπης». Και ο προφήτης Ιωήλ, επίσης, προφητεύοντας για το πιοτό της θείας διδασκαλίας, που αναβλύζει από την αγία Εκκλησία και ποτίζει τους χριστιανούς που είναι ξεροί και άκαρποι σαν το σχοίνο, έλεγε: «Και θα συμβεί κατά την ημέρα εκείνη να αναβλύζει πηγή από το Ναό του Κυρίου και τα νερά του θα ποτίζουν και τον ξερό χείμαρρο των σχοίνων».
Να πηγαίνουμε λοιπόν εμείς οι χριστιανοί στο Ναό από ανάγκη, διότι η Εκκλησία είναι Κιβωτός. Όπως, λοιπόν, στον καιρό του κατακλυσμού όσοι άνθρωποι και όσα ζώα μπήκαν μέσα στην κιβωτό γλύτωσαν από τον κατακλυσμό, και όσοι άνθρωποι και ζώα έμειναν έξω από την κιβωτό πνίγηκαν και αφανίσθηκαν, έτσι και τώρα, όσοι χριστιανοί πηγαίνουν στο Ναό λυτρώνονται από το νοητό κατακλυσμό της αμαρτίας και των παθών. Όσοι όμως χριστιανοί μένουν έξω από την Εκκλησία καταποντίζονται και αφανίζονται.
Γι’ αυτό έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος: «Αυτά που συνέβησαν ήταν τύπος αυτών που επρόκειτο να γίνουν, δηλαδή η Εκκλησία είναι η Κιβωτός, ο Νώε ο Χριστός, το περιστέρι το Άγιο Πνεύμα, το φύλλο της ελιάς η φιλανθρωπία του Θεού. Αλλά εκείνα ήταν τύπος, ενώ αυτά είναι η αλήθεια. Διότι όπως ακριβώς η Κιβωτός μέσα στο πέλαγος διέσωσε αυτούς που ήταν μέσα, έτσι και η Εκκλησία διασώζει όλους όσοι το επιθυμούν».
Αδελφοί, να πηγαίνουμε στο Ναό, διότι η Εκκλησία είναι μάντρα πνευματική και εμείς είμαστε λογικά πρόβατα αυτής της μάντρας. Οπότε, όπως όταν είναι τα πρόβατα έξω από τη μάντρα τους κινδυνεύουν και χάνονται, γιατί τα αρπάζει ή ο λύκος ή το τσακάλι ή άλλα θηρία, και όσα πρόβατα βρίσκονται μέσα στη μάντρα δεν έχουν κανένα κίνδυνο, έτσι και όσοι χριστιανοί δεν πηγαίνουν στο Ναό αλλά βρίσκονται έξω από αυτόν κινδυνεύουν και θανατώνονται από το νοητό λύκο-διάβολο και από τα άλλα θηρία των παθών, και όσοι βρίσκονται μέσα στο Ναό γλυτώνουν από τον κίνδυνο. Γι’ αυτό είπε και ο ιερός Χρυσόστομος: «Μένε στην Εκκλησία, και η Εκκλησία δε σε προδίδει. Αν όμως φύγεις από την Εκκλησία, δεν είναι αιτία η Εκκλησία. Γιατί, αν είσαι μέσα, ο λύκος δεν μπαίνει σ’ αυτήν. Αν όμως βγεις έξω, τότε θα σε πιάσουν τα θηρία. Και αυτό δε συμβαίνει εξαιτίας της μάντρας, αλλά εξαιτίας της δικής σου αδυναμίας. Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μην απομακρύνεσαι από την Εκκλησία, γιατί τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από αυτήν. Η ελπίδα σου είναι η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιο σου η Εκκλησία. Είναι πιο υψηλή από τον ουρανό, είναι πιο πλατιά από τη γη. Ποτέ δε γερνά και πάντοτε είναι νέα».
Να προσπαθούμε να πηγαίνουμε στο Ναό, διότι είναι ένα κοινό, ιατρείο που γιατρεύει όλους τους αμαρτωλούς που ψυχικά θα πληγωθούν από το διάβολο. Όπως, λοιπόν, όσοι έχουν πληγές στο σώμα τους αναγκάζονται να πάνε στο γιατρό για να τους θεραπεύσει και να μην πεθάνουν, έτσι και όσοι χριστιανοί είναι πληγωμένοι από τις νοητές πληγές των παθών και της αμαρτίας βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη και πρέπει να πηγαίνουν στο κοινό ιατρείο του Ναού, για να δείξουν τις πληγές τους στον πνευματικό πατέρα και να πάρουν από αυτόν τα κατάλληλα φάρμακα και έμπλαστρα για να θεραπευθούν.
Γιατί, αν περιφρονήσουν και δεν πάνε, σαπίζουν οι πληγές τους και τους προξενούν ψυχικό και αιώνιο θάνατο. Γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος είπε για την Εκκλησία: «Ο οίκος αυτός είναι πνευματικό ιατρείο για να θεραπεύσουμε τα τραύματα που δεχόμαστε». Και σε άλλο μέρος: «Η Εκκλησία είναι ιατρείο των ψυχών και πρέπει, σαν να πηγαίνουμε σε ιατρείο, να βγαίνουμε αφού πάρουμε τα κατάλληλα φάρμακα για τις ασθένειες που έχουμε».
Λόγος Β΄.
Από επιθυμία

Εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό με μεγάλη επιθυμία και όρεξη. Διότι η Εκκλησία είναι κοινή μητέρα όλων των Ορθοδόξων, η οποία τους αναγέννησε με την κολυμβήθρα του αγίου Βαπτίσματος και τους ανέθρεψε με το λογικό γάλα της ευσέβειας και της πίστεως και των θείων Μυστηρίων. Όπως, λοιπόν, τα παιδιά τρέχουν και πηγαίνουν κοντά στη σαρκική μητέρα τους με μεγάλη επιθυμία και αγάπη, έτσι και οι χριστιανοί πρέπει να τρέχουν και να πηγαίνουν στις αγκάλες της πνευματικής μητέρας τους, της αγίας Εκκλησίας, με υπερβολική χαρά, με μεγάλη αγάπη, και με υπερβολική επιθυμία, για να δουν τη γλυκύτατη μητέρα τους και να απολαύσουν τα ουράνια αγαθά της.
Αδελφοί μου, πρέπει με μεγάλη επιθυμία να πηγαίνουμε στην Εκκλησία, διότι ο Ναός είναι ουράνιος παράδεισος και θαυμαστό περιβόλι. Καθώς, λοιπόν, κάθε άνθρωπος έχει μεγάλη χαρά όταν μπει μέσα σε κάποιο όμορφο περιβόλι, για να δει εκεί τα διάφορα δέντρα και άνθη και έτσι να χαρεί και να ευφρανθεί η καρδιά του, έτσι και οι χριστιανοί πρέπει με μεγάλη χαρά να τρέχουμε και να μπαίνουμε στο Ναό, για να απολαύσουμε τα διάφορα δέντρα και λουλούδια των Αγίων Γραφών από τα Ευαγγέλια, τους Αποστόλους και τους Προφήτες. Και μάλιστα, διότι στον παράδεισο αυτόν της Εκκλησίας δεν υπάρχει κανένα φίδι για να επιβουλεύει, αλλά υπάρχει ο Χριστός που συμβουλεύει με αγάπη. Ούτε υπάρχουν μόνο φύλλα δέντρων αλλά και καρποί του Πνεύματος, όπως λέει ο ίδιος ο ιερός Χρυσόστομος: «Ποιο λιβάδι είναι τέτοιο σαν την Εκκλησία; Ποιος παράδεισος είναι τέτοιος, όπως η δική μας σύναξη; Δεν υπάρχει εδώ το επίβουλο φίδι, αλλά ο Χριστός που μυσταγωγεί. Δεν υπάρχει η Εύα που οδηγεί με δόλο στην πτώση, αλλά η Εκκλησία που ανορθώνει τους πεσμένους. Δεν υπάρχουν εδώ φύλλα δέντρων, αλλά ο καρπός του Πνεύματος».
Και πάλι: «Τα λιβάδια έχουν ποικίλα και διάφορα άνθη. Αλλά για να ευχαριστούνται τα μάτια, άλλα για την ευωδία, άλλα για στολισμό. Και όλα αυτά είναι κατάλληλα για τον άνθρωπο. Έτσι και η Εκκλησία έχει την ανάγνωση των Αγίων Γραφών και τα Ευαγγέλια και τους Αποστόλους και τους Προφήτες και τα υπόλοιπα ιερά Βιβλία».
Με μεγάλη χαρά να τρέχουμε στο Ναό, διότι είναι πανηγύρι. Ώστε, όπως όλοι οι άνθρωποι αγαπούν και επιθυμούν να πάνε στο πανηγύρι, όχι μόνο για να δουν και να χαρούν όσα υπάρχουν εκεί, αλλά και για να αγοράσουν διάφορες πραμάτειες και από αυτές να κερδίσουν πολλά χρήματα και να γίνουν πλούσιοι κάνοντας εμπόριο, έτσι, με τέτοια χαρά πρέπει και οι χριστιανοί να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού, για να κερδίσουμε από αυτά που διδάσκονται εκεί, όχι χρυσά ή αργυρά νομίσματα και μαργαριτάρια και πολύτιμα πετράδια, φθαρτά και πρόσκαιρα πράγματα, αλλά θεϊκά λόγια, τα οποία είναι χωρίς σύγκριση πιο πολύτιμα από τον χρυσό και τον άργυρο, όπως λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Οι αποφάσεις του Κυρίου αποδείχτηκαν δίκαιες, είναι επιθυμητές περισσότερο από το χρυσάφι και από πολλούς πολύτιμους λίθους, και γλυκύτερες από το μέλι και την κηρήθρα». Και για να γίνουμε με αυτά πλούσιοι πνευματικά, όπως τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος: «Και βέβαια η Εκκλησία του Θεού είναι πνευματικό πανηγύρι, και πρέπει σαν να έχουμε επισκεφθεί πανηγύρι να επιστρέφουμε στο σπίτι μας, αφού συγκεντρώσαμε πολλά εμπορεύματα».
Με τέτοια επιθυμία πρέπει να τρέχουμε στην Εκκλησία, με όση επιθυμία τρέχουν στα λιμάνια οι ναύτες που κινδυνεύουν στη θάλασσα. Διότι και η Εκκλησία του Θεού είναι νοητό λιμάνι, που έχει ασφάλεια, δεν έχει ταραχή, είναι γαλήνιο, για να καταφεύγουν σ’ αυτό όλοι εκείνοι που κινδυνεύουν στο πέλαγος της αμαρτίας των πόλεων από τη φουρτούνα των προκλήσεων και από τα κύματα των πειρασμών της θάλασσας του κόσμου, και για να βρίσκουν σ’ αυτό γαλήνη και ησυχία, καθώς έτσι παρομοιάζει την Εκκλησία ο κάλαμος του ιερού Χρυσοστόμου: «Ή αγνοείτε ότι, όπως ακριβώς είναι τα λιμάνια στο πέλαγος, έτσι ο Θεός εγκατέστησε τους Ναούς μέσα στις πόλεις, ώστε καταφεύγοντας εδώ από τη ζάλη των κοσμικών θορύβων να απολαμβάνουμε μεγάλη γαλήνη; Διότι εδώ δεν υπάρχει φόβος ούτε από τρικυμία κυμάτων, ούτε από επιδρομές ληστών, ούτε από έφοδο κακούργων, ούτε από ορμή ανέμων, ούτε από επιθέσεις θηρίων. Καθ’ όσον ο Ναός είναι λιμάνι, που είναι απαλλαγμένο από όλα αυτά, είναι πνευματικό λιμάνι ψυχών».
Λόγος Γ΄.
Συνεχώς

Εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό του Θεού κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή, για να ακούμε τα ιερά λόγια του Ευαγγελίου και για να προσευχόμαστε στο Θεό μαζί με όλους τους πιστούς.
Επειδή, στ’ αλήθεια, είναι μεγάλη ντροπή για τους χριστιανούς τα μεν άλλα έθνη να πηγαίνουν αμέσως μόλις σηκωθούν από τον ύπνο στους βωμούς τους και να προσκυνούν και να προσεύχονται στους ψευτοθεούς τους, και οι χριστιανοί που προσκυνούν τον αληθινό Θεό να μην πηγαίνουν συνεχώς στους ιερούς Ναούς και τις άγιες Εκκλησίες για να προσεύχονται και να επικοινωνούν με το Θεό.
Γι’ αυτό φοβούμαι ότι οι ειδωλολάτρες και οι Οθωμανοί και οι Εβραίοι και οι άλλοι εθνικοί θα φανούν σ’ αυτό δικαιότεροι από τους χριστιανούς, και οι χριστιανοί θα κατακριθούν, καθ’ ότι κι αυτούς τους εθνικούς τους ξεπέρασαν στην κακία, όπως λένε οι άγιοι Απόστολοι: «Καί πώς δε θα είναι εχθρός του Θεού αυτός που τρέχει ημέρα και νύχτα για τα πρόσκαιρα και παραμελεί τα αιώνια;». Και πώς δε θα πει τώρα σ’ αυτόν ο Κύριος: «οι εθνικοί αποδείχτηκαν πιο δίκαιοι από εσάς». Οι εθνικοί, μόλις σηκώνονται από τον ύπνο κάθε ημέρα τρέχουν στα είδωλα για να τα λατρέψουν, και πριν από κάθε έργο και κάθε πράξη προσεύχονται πρώτα σ’ αυτά.
Εφόσον, λοιπόν, αυτοί που βρίσκονται μέσα στο ψέμα πηγαίνουν συχνά σ’ αυτά από τα οποία δεν ωφελούνται, τι θα μπορούσες να απολογηθείς στον Κύριο και Θεό, εσύ που αποστρέφεσαι την Εκκλησία Του και δε μιμείσαι ούτε τους εθνικούς, αλλά με την απουσία σου τεμπελιάζεις ή αποστατείς ή κακοποιείς; Γι’ αυτούς ο Κύριος μέσω του Ιερεμία λέει: «Δε φυλάξατε τις εντολές μου, και δε φερθήκατε ούτε σύμφωνα με το παράδειγμα των εθνικών».
Λόγος Δ΄.
Με καθαρότητα

Εμείς οι Χριστιανοί πρέπει να πηγαίνουμε στο Ναό με ψυχική καθαρότητα· δηλαδή, εάν έχουμε έχθρα και μνησικακία με κάποιον αδελφό, να πηγαίνουμε πρώτα να συγχωρεθούμε και να συμφιλιωθούμε και μετά να πηγαίνουμε στο Ναό. Διότι, εάν έχουμε έχθρα με κάποιον, δεν είναι πλέον δεκτή στο Θεό η προσφορά και η προσευχή μας· γι’ αυτό είπε ο Κύριος: «Όταν, λοιπόν, προσφέρεις το δώρο σου στο Ναό και εκεί θυμηθείς πως ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί, μπροστά στο θυσιαστήριο του Ναού, το δώρο σου και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον αδελφό σου, και ύστερα έλα να προσφέρεις το δώρο σου». Διότι όποιος έχει μίσος, όχι μόνο δεν είναι άξιος να πάει στο Ναό του Θεού, αλλά ούτε είναι άξιος να πει: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» και το «και άφες ηιιίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», επειδή αποδείχνει ψεύτη τον εαυτό του και, χωρίς αυτός να συγχωρέσει τον αδελφό του, ζητά να τον συγχωρήσει ο Θεός. Η Εκκλησία του Θεού ονομάζεται από τον ιερό Χρυσόστομο βαφείο: «Η Εκκλησία είναι βαφείο. Αν αναχωρείτε από αυτήν πάντοτε χωρίς να λαβαίνετε καμιά βαφή, ποιο το όφελος που έρχεσθε συνέχεια εδώ;».
Γι’ αυτό, καθώς πλένει προηγουμένως το ρούχο εκείνος που πρόκειται να το βάψει με κάποια λαμπρή και όμορφη βαφή, έτσι και όποιος πρόκειται να πάει στο Ναό του Χριστού, για να λάβει στην ψυχή του θεία και ουράνια βαφή, πρέπει πρώτα να ξεπλένει και να καθαρίζει τον εαυτό του από κάθε ψυχική ακαθαρσία.
Υπήρχε παλιά συνήθεια στους χριστιανούς και όποιος ήθελε να πάει στην Εκκλησία ένιβε πρώτα τα χέρια του και τότε πήγαινε. Αυτή η συνήθεια επικρατεί μέχρι και σήμερα σε πολλούς χριστιανούς. Και τι φανερώνει αυτό το νίψιμο των χεριών; Ότι, καθώς κάποιος νίβει τα χέρια του από τις σωματικές ακαθαρσίες, έτσι πρέπει να νίβει και το νου και τη συνείδηση του από τις αμαρτίες, οι οποίες είναι σαν χέρια της ψυχής, και έτσι να πηγαίνει στο Ναό.
Όπως γράφει ο άγιος Γερμανός στην ερμηνεία της θείας Λειτουργίας: «Το νίψιμο των χεριών σημαίνει τον καθαρισμό της συνείδησης, του νου και της διάνοιας, τα οποία είναι τα χέρια των ψυχών μας για να προσερχόμαστε στην αγία Τράπεζα με σεβασμό και αγάπη». Γιατί αν πλύνουμε μόνο τα χέρια μας και αφήσουμε την ψυχή μας ακάθαρτη, δεν παίρνουμε καμιά ωφέλεια.
Διότι ο Θεός δε βλέπει σε χέρια καθαρά και πλυμένα, αλλά σε καρδιά και ψυχή καθαρή. Και το να πηγαίνει βέβαια κανείς στο Ναό με βρώμικα χέρια και να προσεύχεται, αυτό το πράγμα είναι αδιάφορο, όμως το να πηγαίνει με βρώμικη καρδιά και ψυχή, αυτό είναι χειρότερο από όλα τα κακά, καθώς λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Έπειτα, τα μέν χέρια τα νίβουμε όταν μπαίνουμε στο Ναό, την δε καρδιά όχι; Μήπως, δηλαδή, τα χέρια μιλούν; Η ψυχή προφέρει τα λόγια, σ' εκείνην ο Θεός έχει στραμμένο το βλέμμα Του. Δεν έχει καμιά ανάγκη της καθαρότητας του σώματος, όταν εκείνη είναι μολυσμένη. Διότι ποιο το όφελος, εάν τα μέν εξωτερικά χέρια τα καθαρίσεις, τα δε εσωτερικά τα έχεις ακάθαρτα; Διότι το φοβερό που όλα τα ανατρέπει είναι αυτό, ότι καθώς φοβόμαστε τα μικρά, περιφρονούμε τα μεγάλα. Το να προσευχόμαστε, λοιπόν, με βρώμικα χέρια είναι αδιάφορο, ενώ το να προσευχόμαστε με ακάθαρτη διάνοια, αυτό είναι το πιο φοβερό από όλα τα κακά».

Λόγος Ε΄.
Από ιερό χρέος

Και τελευταίο, πρέπει εμείς οι χριστιανοί να πηγαίνουμε υποχρεωτικά στο Ναό του Θεού. Διότι και μόνο αυτό το όνομα που έχει η Εκκλησία, μας υποχρεώνει να πηγαίνουμε σ’ αυτήν, επειδή το όνομα της Εκκλησίας σημαίνει δύο πράγματα. Κυρίως βέβαια και καθαυτό Εκκλησία θα πει σύναξη και συνάθροιση των πιστών. Γι’ αυτό διαβάζουμε στο Δευτερονόμιο: «Σύμφωνα μι όλα όσα ζητήσατε από τον Κύριο και Θεό κατά την ημέρα της Εκκλησίας (δηλαδή της συναθροίσεως του λαού)». Γι’ αυτό ο Ισίδωρος ο Πηλού σιώτης είπε: «Άλλο είναι η Εκκλησία και άλλο εκκλησιαστήριο (=Ναός), γιατί η πρώτη αποτελείται από ψυχές που αγαπούν το Θεό, ενώ ο Ναός χτίζεται με πέτρες και ξύλα» (Επιστ. Θεοδοσίω Επισκοπώ σμστ). Και ο άγιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας λέει: «Λέγοντας Εκκλησία δε συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη για τους τοίχους που την περιβάλλουν, αλλά περισσότερο δηλώνουμε φανερά με εμφανή τρόπο αυτούς που με ευσέβεια συγκεντρώνονται εκεί». Και ο άγιος Γερμανός τονίζει: «Εκκλησία είναι η συνάθροιση του πιστού λαού, Σώμα Χριστού» (Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας). Καταχρηστικώς, βέβαια, Εκκλησία λέγεται και ο Ναός του Θεού, στον οποίο συναθροίζονται οι πιστοί χριστιανοί. Γι’ αυτό είπε ο ιερός Αυγουστίνος:«Εκκλησία είναι τόπος στον οποίον είναι η Εκκλησία». Και ο θείος Γερμανός: «Εκκλησία είναι Ναός Θεού, τέμενος άγιο, οίκος προσευχής».
Έχουμε, λοιπόν, χρέος εμείς οι χριστιανοί να πηγαίνουμε στην Εκκλησία του Θεού και για τα δύο αυτά που σημαίνει η Εκκλησία, εάν θέλουμε να έχει αυτή το όνομα σύμφωνο με την πραγματικότητα. Διότι πώς μπορεί αυτή να λέγεται σύναξη των χριστιανών, σε καιρό που εμείς δε συγκεντρωνόμαστε σ’ αυτήν;Πώς μπορεί η Εκκλησία να λέγεται Σώμα Χριστού, σε καιρό που εμείς, τα μέλη της, λείπουμε από αυτήν; Ή πώς μπορεί να ονομάζεται Εκκλησία ο τόπος και ο Ναός του Θεού, όταν εμείς περιφρονούμε και δε συναθροιζόμαστε σ’ αυτόν τον τόπο για να απευθύνουμε τις προσευχές μας και τις δοξολογίες μας προς το Θεό; Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο: «Γι’ αυτό λέγεται Εκκλησία, επειδή μας δέχεται όλους μαζί». Η Εκκλησία λέγεται ακόμη Εκκλησία, διότι καλεί όλους τους χριστιανούς στον εαυτό της, πότε με σήμαντρα και πότε με καμπάνες. Οπότε, πώς μπορεί να έχει αληθινό το όνομά της, όταν αυτή σημαίνει τις ιερές της καμπάνες και τα σήμαντρα και μας προσκαλεί, και εμείς περιφρονούμε την πνευματική μας μάντρα και δεν πηγαίνουμε σ’ αυτήν;
Πού είναι, λοιπόν, τώρα εκείνοι οι χριστιανοί που ακούνε τις ιερές καμπάνες της Εκκλησίας να χτυπούν και να τους καλούν να σηκωθούν από τον ύπνο να πάνε τις Κυριακές στο Ναό, και εκείνοι αμελούν και δε σηκώνονται; Πού είναι εκείνοι που ακούνε την Εκκλησία να τους προσκαλεί να πάνε στην Εκκλησία και αυτοί τελείως αφοσιωμένοι στα χαρτιά και σε άλλα τυχερά παιχνίδια και θεάματα βρώμικα και αισχρά, περιφρονούν και δεν πηγαίνουν στο Ναό; Πού είναι εκείνοι που ακούνε την Εκκλησία να τους καλεί στην αγία Λειτουργία, και αυτοί βρίσκονται στα καπηλειά και αποστρέφονται την κοινή σύναξη των αδελφών τους χριστιανών;
Βέβαια, όταν πηγαίνετε να ανταμώσετε τους φίλους σας, ή να παρακολουθήσεται θέατρα, ή να παίξετε χαρτιά και άλλα τέτοια παιχνίδια, τότε δε·λέτε πως δεν ευκαιρείτε, αλλά πολλές φορές και ολόκληρες ημέρες και νύχτες ξοδεύετε σ’ αυτά. Όταν όμως σας καλεί η Εκκλησία και όταν είναι η ώρα για να πάτε να προσευχηθείτε στο Ναό του Θεού και να ακούσετε λόγο Θεού, τότε λέτε πως έχετε χίλιες δουλειές και δεν ευκαιρείτε. Αχ, και δεν καταλαβαίνετε, αδελφοί μου, πως όλα αυτά είναι εμπόδια και φανερές προφάσεις με τις οποίες ο διάβολος ζητά να σας εμποδίζει από την ωφέλεια και σωτηρία της ψυχής σας; Δε σκέφτεστε πως, αν και ξοδεύετε τον περισσότερο καιρό της ζωής σας στα βιοτικά και μάταια πράγματα, στα αναγκαία και σωτηριώδη και θεία δε θέλετε να ξοδέψετε ούτε λίγο καιρό της ζωής σας, νομίζοντας αυτά άτιμα και περιττά; Δε σκέφτεστε, επαναλαμβάνω, πως με τέτοιον τρόπο δεν είσαστε πιά άξιοι να ζείτε και να βλέπετε αυτόν τον ήλιο;
Ταλαίπωροι, ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία τόσο πολύ, ώστε έδωσε τη ζωή Του γι’ αυτήν κι εσείς την αποστρέφεστε; Η Εκκλησία είναι τόσο πολύτιμη κοντά στο Θεό, ώστε έχει Αγγέλους ορισμένους για να τη φυλάγουν. Και όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον συντακτήριο λόγο: «Πιστεύω ότι σε κάθε Εκκλησία είναι Άγγελοι προστάτες». Επαναλαμβάνω, την Εκκλησία την φυλάγουν οι Άγγελοι του Θεού και εσείς ταλαίπωροι την περιφρονείτε; Και δεν ξέρετε πως, όταν αποστρέφεστε και περιφρονείτε την Εκκλησία, αποστρέφεστε και περιφρονείτε Αυτόν τον Ίδιο το Χριστό, ο Οποίος είναι «η κεφαλή της Εκκλησίας»; Δε σκέπτεστε πως, όταν εσείς δεν πηγαίνετε στην Εκκλησία, αποκόπτεστε από τους άλλους χριστιανούς σαν σαπισμένα μέλη όλου του σώματος της Εκκλησίας; Πώς χωρίζετε μόνοι σας τον εαυτό σας από τη μάντρα του Χριστού σαν ψωριασμένα πρόβατα; Και πώς κόβεστε από την κεφαλή της Εκκλησίας, το Χριστό, και δε λαμβάνετε καμιά χάρη και βοήθεια από Αυτόν; Τι λέω; Όταν εσείς περιφρονείτε και δεν πηγαίνετε τώρα στην Εκκλησία του Χριστού, αλλά χωρίζεσθε με τη θέληση σας από το Χριστό και από τη σύναξη των ευσεβών χριστιανών, να ξέρετε ότι θα χωρισθείτε και τότε στη μέλλουσα κρίση από τη σύναξη των αληθινών χριστιανών.
Διότι, όπως η κάτω στρατευομένη αυτή Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα εκείνης της άνω θριαμβευούσης Εκκλησίας, έτσι και ο θεληματικός χωρισμός, που εσείς κάμνετε τώρα από αυτήν, είναι τύπος του χωρισμού εκείνου που πρόκειται να λάβετε τότε, όπως λέει ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: «Πράγματι, τα ορατά είναι φανερές εικόνες των αοράτων. Διότι στους μελλοντικούς αιώνες, δεν θα είναι αίτιος ο Θεός του δικαίου αποχωρισμού των πονηρών από Αυτόν, αλλά εκείνοι που διαχωρίζουν εντελώς τους εαυτούς τους από το Θεό» (Επιστολή προς Ιωάννην τον Θεολόγον).
Και εάν, λοιπός, προφασίζεται κάποιος από εσάς και λέει: Εγώ μπορώ και στο σπίτι μου να προσευχηθώ, και τι ανάγκη υπάρχει να πάω στο Ναό; Αποκρίνομαι σ’ αυτόν με τον ιερό Χρυσόστομο και του λέω ότι απατάς και ξεγελάς τον εαυτό σου, άνθρωπε, όποιος κι αν είσαι εσύ που λες αυτά. Διότι, ναι, μπορείς να προσευχηθείς και στο σπίτι σου, αλλά η, προσευχή του σπιτιού δεν έχει τη δύναμη εκείνη που έχει η προσευχή της Εκκλησίας, στην οποία υπάρχει τόσο πλήθος Ιερέων και χριστιανών, στην οποία αναπέμπεται στο Θεό μια φωνή από όλους, στην οποία εισακούεται από το Θεό η προσευχή σου καλύτερα, στην οποία υπάρχει τόση ομόνοια και αγάπη και συμφωνία και ευχές από τους Ιερείς.
«Αλλά, ποια είναι η ψυχρή δικαιολογία των πολλών; Μπορώ, λέει, να προσευχηθώ και στο σπίτι μου. Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βέβαια είναι δυνατόν να προσευχηθείς στο σπίτι σου, είναι όμως αδύνατον να προσευχηθείς έτσι όπως Προσεύχεσαι στην Εκκλησία, όπου υπάρχει τόσο πλήθος πατέρων, όπου ανοιπέμπεται από όλους μαζί κοινή προσευχή προς το Θεό. Δεν εισακούγεσαι τόσο πολύ παρακαλώντας μόνος σου τον Κύριο, όσο όταν τον παρακαλείς μαζί με τους αδελφούς σου. Διότι εδώ στην Εκκλησία υπάρχει κάτι το περισσότερο, όπως δηλαδή η ομόνοια, η συμφωνία, ο σύνδεσμος της αγάπης και οι ευχές των Ιερέων. Γι’ αυτό βέβαια και επικεφαλής των ακολουθιών είναι οι Ιερείς, ώστε οι ευχές του πλήθους, που είναι ασθενέστερες, ενισχυόμενες με τις δυνατότερες ευχές αυτών να ανεβούν μαζί με αυτές στον ουρανό». Γι’ αυτό και ο προφήτης Δαβίδ συνήθιζε στις Εκκλησίες να προσεύχεται και να υμνεί τον Κύριο, οπότε έλεγε: «Σε Εκκλησίες θα Σε δοξολογήσω Κύριε». Και πάλι: «Στη μέση της Εκκλησίας θα σε υμνήσω». Και όχι μόνον αυτός προσευχόταν στις Εκκλησίες, αλλά παρακινούσε και τους άλλους να προσεύχονται στις Εκκλησίες λέγοντας: «Σε Εκκλησίες δοξολογείτε τον Θεό».
Γι’ αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, ντραπείτε από όλα όσα είπαμε, και μάλιστα από το όνομα της Εκκλησίας, και αμέσως μόλις ακούσετε να χτυπά η καμπάνα ή το σήμαντρο του Ναού την Κυριακή το πρωί να τρέχετε και να πηγαίνετε ως παιδιά προς τη μητέρα σας, ως θαλασσοδαρμένοι στο λιμάνι, ως πεινασμένοι και διψασμένοι στην ψυχική τράπεζα των Μυστηρίων και του θείου Λόγου, ως πληγωμένοι και ασθενείς στο κοινό ιατρείο.
Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου

Υπό Πρεσβυτέρου Ηλία Γ. Διακουμάκου
Επιλογή κειμένου:xristianos.gr
το είδαμε εδώ

αντιρατσιστική ιεραποστολή…


Οι αρχαίοι λαοί ήταν ρατσιστές.
Απόδειξη ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων ήταν δούλοι.
Οι Έλληνες χαρακτήριζαν τους μη Έλληνες βάρβαρους.
Ο περιούσιος λαός του Ισραήλ κατέτασσε τους εθνικούς στην κατηγορία των σκυλιών. Αλλά και τους, κατά κάποιον τρόπο, ομοεθνείς τους Σαμαρείτες, επειδή είχαν υποστεί ξενικές επιμιξίες, τους θεωρούσαν κατωτέρους και μιάσματα.
Ιδιαίτερα κατώτερες θεωρούσαν τις γυναίκες. Τόσο, που οι άνδρες δόξαζαν το Θεό, επειδή δεν γεννήθηκαν γυναίκες. Απαγορευόταν μάλιστα να μιλάει κάποιος καθοδόν ακόμη και με τη σύζυγό του, η οποία μάλιστα έπρεπε ν’ ακολουθεί και μάλιστα σε απόσταση αρκετών μέτρων…
Αντίθετα ο Χριστός προβάλλει σαν υπόδειγμα καλής συμπεριφοράς τον καλό Σαμαρείτη. Και εξαίρει το παράδειγμα του Σαμαρείτη, που μόνος απ’ τους δέκα λεπρούς, που θεράπευσε, επέστρεψε να τον ευχαριστήσει. Κι ακόμη, είναι αξιοπρόσεχτο το ότι, για ν’ αποκαλύψει την υψηλότερη βαθμίδα της διδασκαλίας του, επιλέγει μια γυναίκα Σαμαρείτισσα και μάλιστα πολύ αμαρτωλή.
Στο περιστατικό αυτό αναφέρεται και το σχετικό με την ευκαιρία της Κυριακής της Σαμαρείτιδα, που θα βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
Παράλληλα κοινοποιώ και την ηλεκτρονική διεύθυνση των σχετικών με τους αγίους Ιωάννη το Θεολόγο και Άγιο Χριστόφορο κηρυγμάτων:
1. Του Αγίου Ιωάννου:

και του Αγίου Χριστοφόρου:

Και όπως πάντα την ηλεκτρονική διεύθυνση του συνόλου των «απαγορευμένων» απ’ τον Σ/το Μητροπολίτη Αιτ/νίας κηρυγμάτων μου:
Ευχαριστώ για την ακρόαση
παπα-Ηλίας
https://papailiasyfantis.wordpress.com
e mail: papailias6391@gmail.com

Περὶ τῆς Σαμαρείτιδος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς


Καί ὅτι πρέπει νά καταφρονοῦμε τά παρόντα
 

Ὅλην αὐτήν τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καί τήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει. Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ.ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπό τόν θάνατο.διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο. Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστη ἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του.ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του, ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια του. Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήν ἐσχάτη σάλπιγγα.διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆ ἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).

Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καί πανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων. Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱερά τεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος.μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καί ἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετά τήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπό τή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναι ἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τό πάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καί τό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.

᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές, ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόπο ἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τή Σαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρός ἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιά σωτηρία.“διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, ἐκαθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι.ἡ ὥρα ἦταν περίπου ἕκτη”.

Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές. Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νά σταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νά γνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καί τῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τό σχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας.“ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦ ἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.

Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α' Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”. Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπό αὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέποντας ἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;

῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπό πού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶνα βαθύ. ῎Επειτα ἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαρά πρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”, ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της.δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής, ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπεται πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο; Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο, ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούς ἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια.ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείας ἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος.ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καί ρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέ εὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.

᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ, ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ, ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο, ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τό ἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι.“σήκω καί πήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπό τήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στό παρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. διότι ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούς ἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα. Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλ ἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος, ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπό λίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.

Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν ῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καί τήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.

᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνως ἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτό του μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους).ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλά γνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώς ὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”. Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τό δέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆ πνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ (᾿Ιω. 14,6).

Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπό σώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικά ὅρια. ῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦ ὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχη ὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τό σύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόν ἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.

Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καί ἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡ ψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπαν ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν, ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καί περιέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.

῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό ῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦταν ἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆ καί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θά ψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).

᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό, ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιά εἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦ ἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος. Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέ σάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέ μακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθη ἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).

᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήν ὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέ ἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.

᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θά παραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά σεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήν ἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.

῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τή διδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα; ᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα. “῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καί ὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).

Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά.ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡ καταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπό ἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέ ὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιά λίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμε ἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε.διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”. ᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μέν ἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεό διαταγμάτων.διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτό διττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του. Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπό αὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤ αὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά. ῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καί ἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιά θά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.

Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶς ἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θά συντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικά ὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.

Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖ ξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος «Προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» Ἀληθινοὶ Προσκυνητὲς τοῦ Θεοῦ (Ἰω. δ, 5-42)



«Προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»

Ὑπῆρχε μία διαμάχη μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν. Δὲν ἦταν συγγενεῖς λαοί. Ἡ Σαμάρεια ἦταν ἐξ’ ὁλοκλήρου ξένη περιοχὴ μὲ τὸν ἐθνικὸ βίο τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ Σαμαρεῖτες πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸ ὄρος Σομόρ. Τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν θεωροῦσαν τοπικὸ θεό, ἐνῶ παράλληλα πίστευαν καὶ σὲ ἄλλους εἰδωλολατρικοὺς θεούς. Οἱ Ἰσραηλίτες ἀπέφευγαν μὲ ἀποστροφὴ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ ραββινικὲς ἐντολὲς ἦταν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἰουδαῖοι οὐδεμία σχέση μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Σαμάρειας. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ σταμάτησε ὁ Χριστὸς νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ πιὸ εἰδικὰ στὴν πόλη Συχὰρ κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Στὸ χῶρο ἔκανε διάλογο μὲ μία γυναίκα Σαμαρείτιδα.



Ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα

Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις καὶ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται πὼς ἦταν μία ἁπλοικὴ γυναίκα, ἀγράμματη καὶ ἀμαθής. Ἀκόμη φαίνεται πὼς δὲν εἶχε καὶ καλὴ βιοτή. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ μάθει τὴν τελειότερη γνώση γιὰ τὸ θεό. Μεταξὺ ἄλλων ὁ Κύριος ἔθιξε τὸ θέμα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Βέβαια τόνισε πὼς ὁ Σαμαρειτικὸς τρόπος λατρείας τοῦ θεοῦ εἶναι σφαλερός, ἐνῶ ὁ Ἰουδαϊκὸς ὁ ὀρθός. Οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Σαμαρεῖτες νόμιζαν πὼς μὲ τὰ θυμιάματα, τὶς θυσίες, τὶς περιτομές, τὸ Ναὸ ἢ τὸ ὄρος Γαρειζίν, τοὺς σωματικοὺς καθαρμοὺς κ. ἄ. εὐαρεστοῦν τὸ θεό. Ἔρχεται ὁ Κύριος καὶ λέγει πὼς ὁ θεὸς εἶναι Πνεῦμα, δηλαδὴ ἄϋλος καὶ οἱ προσκυνητὲς πρέπει νὰ Τὸν λατρεύουν πνευματικά. Ὁ θεὸς δὲν θεραπεύεται μὲ τὴν ὕλη, γι’ αὐτὸ καὶ ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ λατρεία στὸ πρόσωπό Του. Ὅλοι οἱ καθαρμοὶ καὶ οἱ περιτομὲς εἶναι σκιές, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πνευματικὴ λατρεία. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς γράφει πὼς πνευματικὴ λατρεία εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἄλλος ἑρμηνευτὴς θὰ πεῖ πὼς ἀληθινὴ λατρεία εἶναι ἡ ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς.



Ποῦ βρίσκεται ὁ Θεός;

Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ποῦ πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦμε; Ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ καὶ μέσα μας. Ὁ θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ τὸ πνεῦμα «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3,8). Ὅλος ὁ κόσμος πλέει μέσα στὶς ἐνέργειες τοῦ θεοῦ. Ἄλλωστε τὸ Πνεῦμα τοῦ θεοῦ «ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γέν. 1,2) καὶ τῆς ἀβύσσου. Ὁ θεὸς εἶναι «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεὺς σημειώνει πὼς τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ Σαμαρείτιδα γιὰ τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, σημαίνουν πὼς θὰ ἔλθει καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ οὐκ ἐν ἀφωρισμένῳ τόπῳ, ἀλλὰ πανταχόθεν προσοίσουσιν τὴν προσκύνησιν τῷ πανταχοῦ παρόντι θεῷ», δηλαδὴ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς ὄχι σὲ κάποιον εἰδικὸ τόπο, ἀλλὰ παντοῦ καὶ σ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς θὰ προσφέρουν τὴν προσκύνηση στὸν πανταχοῦ παρόντα θεό. Μέσα στὰ δύο τελειωτικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἡ πράξη καὶ ἡ θεωρία, θὰ λατρεύεται ὁ Θεός.



Ἡ Σαμαρείτιδα εἶναι ἔλεγχος τῶν ραθύμων

Ἐὰν μιὰ γυναίκα Σαμαρείτιδα δείχνει τόση σπουδὴ καὶ τόση ἐπιμέλεια καὶ προθυμία γιὰ νὰ μάθει κάτι χρήσιμο γιὰ τὴν πνευματική της ζωὴ καὶ παραμένει πλησίον τοῦ Κυρίου, ἂν καὶ ἀγνοοῦσε ποιὸς εἶναι, καταλαβαίνουμε τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ βρίσκεται, ποὺ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ Του κ.λ.π. Πάντοτε νὰ Τὸν ἀναζητοῦμε χωρὶς ὀκνηρία. Στοιχειώδη πράγματα ἀγνοοῦμε γύρω ἀπὸ τὴν πνευματική μας ζωή. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς δὲ γνωρίζουμε ποιὸ θεὸ λατρεύουμε. Τί εἶναι Ἐκκλησία; Πῶς θὰ σωθοῦμε; Ἡ μετάνοια τί χαρακτηριστικὰ ἔχει καὶ πολλὰ ἄλλα. Ἡ γυναίκα αὐτή, ἂν καὶ ἁμαρτωλή, εἶχε ἐπιθυμία νὰ μάθει τὴν ἀληθινὴ λατρεία τοῦ θεοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον νὰ μάθουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὸ Εὐαγγέλιο;



Ἀδελφοί μου,

Ἐὰν ἐνδιαφερόμαστε νὰ μάθουμε κάτι, θὰ γνωρίζαμε πὼς ἡ ἀληθινὴ λατρεία εἶναι πνευματική. «Τιμήσατε τὸν Θεὸν πλέον τῆς συνηθείας», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος. Δὲ μᾶς σώζουν τὰ εὐλαβῆ ἔθιμα, ἀλλὰ ἡ ὁλόψυχη καὶ μὲ ἐπίγνωση πνευματικὴ λατρεία τοῦ θεοῦ.

Συζήτησις Ἰησοῦ καί Σαμαρείτιδος





Ἰωάννου 4,1-42 Ἀρχαί Φεβρουαρίου 28 μ.Χ.


Oἱ Φαρισαῖοι ἐφθόνησαν τό ἒργον τοῦ Προδρόμου (Ματθ. 3,7). Τώρα φθονοῦν καί τό ἒργον τοῦ Ἰησοῦ. Τοῦτο φαίνεται ἐκ τοῦ ὃτι «ὡς οὖν ἒγνω ὁ Κύριος», ὃταν ἒμαθεν ὁ Κύριος «ὃτι ἢκουσαν οἱ Φαρισαῖοι, ὃτι ὁ Ἰησοῦς πλείονας μαθητάς ποιεῖ καί βαπτίζει ἢ Ἰωάννης» ὃτε ἢκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὃτι ὁ Χριστός προσελκύει περισσοτέρους μαθητάς ἀπό τόν Ἰωάννην τόν Πρόδρομον καί βαπτίζει (καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτός οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλά οἱ μαθηταί αὐτοῦ) (ἂν καί ὁ ἲδιος ὁ Ἰησοῦς δέν ἐβάπτιζεν ἀλλά οἱ μαθηταί Του) «ἀφῆκε τήν Ἰουδαίαν καί ἀπῆλθεν πάλιν εἰς τήν Γαλιλαίαν». Ὁ Κύριος δηλαδή πληροφορηθείς τόν φθόνον τῶν Φαρισαίων διά τό βάπτισμα τῶν μαθητῶν του μεταβαίνει ἐκ τῆς μεσημβρινῆς Ἰουδαίας ἐκ τῆς τοποθεσίας τῆς Αἰνών καί Σαλείμ εἰς Γαλιλαίαν. «Ἒδει δέ διέρχεσθαι Αὐτόν διά τῆς Σαμαρείας».

Ὁ Κύριος ἒπρεπε νά μεταβῇ εἰς τήν Γαλιλαίαν μέσω Σαμάρειας, διότι ἐν τῇ Σαμαρεία ἦτο ἐλαχίστη ἡ ἐπίδρασις τῶν Φαρισαίων, μετά τῶν ὁποίων ἀπέφευγε τάς συγκρούσεις, ἳνα δυνηθῇ νά τελειώσῃ τό ἒργον Του. Ἀναχωρήσας λοιπόν ὁ Κύριος ἐκ τῆς Αἰνών μετά πορείαν μιᾶς καί ἡμισείας ἡμέρας «ἒρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ» φθάνει δηλαδή πλησίον της πόλεως Συχάρ Σαμαρείας κειμένης εἰς τούς πρόποδας τοῦ ὂρους Γαριζείν. Ἡ δέ Συχάρ εὑρίσκετο «πλησίον τοῦ χωρίου» πλησίον τοῦ τόπου, «ὃ ἒδωκεν Ἰακώβ Ἰωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ∙ ἦν δε ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ». Ἡ περιοχή αὓτη εἶχε δοθῆ εἰς τόν Ἰωσήφ ὑπό τοῦ πατρός τοῦ Ἰακώβ. Διά τοῦτο τό φρέαρ, τό ὁποῖον ἦτο ἐκεῖ, ὠνομάζετο φρέαρ τοῦ Ἰακώβ.

Φθάσας ἐκεῖ ὁ Κύριος «κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὓτως ἐπί τῇ πηγῇ» κατάκοπος ὁ Κύριος ἐκ τῆς ὁδοιπορίας δέν ζητεῖ κάθισμα ἢ προσκεφάλαιον. Κάθεται ἀφελῶς πλησίον τῆς πηγῆς. Κάθεται, ὂχι μόνον διότι ἦτο ἐξηντλημένος ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἀλλά διά νά δώσῃ τήν σωτηρίαν εἰς μίαν ἁμαρτωλόν ψυχήν καί εἰς ὁλόκληρον λαόν τῶν Σαμαρειτῶν. Κουρασμένος σωματικῶς ζητεῖ τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν, «ὣρα ἦν ὡσεί ἓκτη». Ἦτο περίπου μεσημέρι. «Ἒρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὓδωρ». Μία νέα γυναῖκα ἒρχεται διά νά πάρῃ νερό. Ἡ γυναῖκα αὐτή κατήγετο ἐκ τῆς Συχέμ διαφόρου τῆς Συχάρ ἀνηκούσης εἰς τήν ἐπαρχίαν Σαμαρείας.

Ὃταν λοιπόν ἦλθεν ἡ Σαμαρεῖτις, ὁ Ἰησοῦς ἐπιθυμῶν νά σώσῃ τήν ἁμαρτωλήν της ψυχήν ἀποκαλύπτει ὂχι ἀμέσως ἀλλά βαθμηδόν καί μεθοδικῶς, ὃτι Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἰδού δέ πῶς ἒγινεν ἡ ἀποκάλυψις αὓτη.

«Οἱ μαθηταί Του ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν ἳνα τροφάς ἀγοράσωσι». Οἱ 5-6 μαθηταί τοῦ Κυρίου εἶχον μεταβῆ - πλήν τοῦ Ἰωάννου πιθανώτατα τοῦ συγγραφέως τῆς διηγήσεως ταύτης παραμείναντος πλησίον του εἰς τήν πόλιν Συχάρ — ἳνα ἀγοράσωσι τρόφιμα. Ὁ Κύριος λαμβάνει ἀφορμήν ἀπό τήν δίψαν του καί τό ὓδωρ, τό ὁποῖον πρόκειται νά ἀντλήσῃ ἀπό τό πηγάδι ἡ Σαμαρεῖτις, ἀρχίζει δηλαδή ἐκ παρόντος τινός ἀναγκαιοτάτου και συγκεκριμένου στοιχείου διά τήν ζωήν μας ἐκ τοῦ ὓδατος, τήν διδασκαλίαν του. Και λέγει εἰς τήν Σαμαρείτιδα. «Δός μοι πιεῖν». Δός μου νά πίω. Ἡ γυναῖκα ὃμως ἀναγνωρίσασα τήν Ἰουδαϊκήν Του καταγωγήν ἐκ τῆς ἐνδυμασίας Του και τῆς ἰδιαιτέρας προφορᾶς Του, ἐρωτᾷ αὐτόν πῶς τολμᾷ νά ζητήσῃ ἀπό αὐτήν ὓδωρ, ἀφοῦ εἶναι Σαμαρεῖτις «πῶς σύ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὒσης γυναικός Σαμαρείτιδος» ἀφοῦ εἶναι γνωστόν, συνεχίζει ἡ γυνή, ὃτι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Σαμαρεῖται δέν εὑρίσκονται εἰς φιλικάς σχέσεις∙ «οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Εἶναι γνωστόν, ὃτι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Σαμαρεῖται εὑρίσκοντο εἰς διάστασιν λόγῳ τῆς ἐπιμιξείας τῶν Σαμαρειτῶν μετ’ ἂλλων εἰδωλολατρῶν. Ἐπί τῆς ἐποχῆς ὃμως τοῦ Κ. Η. Ι. Χ. ἡ διάστασις αὓτη δέν ἦτο τόσον ὀξεῖα, διότι οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ μετέβησαν εἰς τήν πόλιν, διά νά ἀγοράσουν τροφάς εἲτε ἐκ τῶν Σαμαρειτῶν εἲτε ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐγκατεστημένων ἐν τῆ πόλει ταύτη.

Ὁ Κύριος ἐδῶ σοφώτατα παρακάμπτει τό ἂγονον πεδίον συζητήσεως, εἰς τό ὁποῖον ἒτεινεν ἡ ἐρώτησις τῆς Σαμαρείτιδος λέγων πρός αὐτήν. «Εἲ ᾒδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστίν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾒτησας αὐτόν καί ἒδωκεν ἂν σοι ὓδωρ ζῶν». Ἐάν ἐγνώριζες ποίαν μεγάλην χάριν (δωρεάν) σοῦ ἒκαμεν ὁ Θεός καί ποιός εἶμαι ἐγώ, ὣστε νά σοῦ ζητῶ νερό, σύ θά ἐζήτεις ἀπό Ἐμέ καί Ἐγώ θά σοῦ ἒδιδον «ὓδωρ ζῶν». Ἐνταῦθα «ὓδωρ ζῶν» κατά λέξιν ἐννοεῖται το πηγαῖον τό τρεχούμενον ὓδωρ ἐν ἀντιθέσει πρός τό στάσιμον τῶν στερνῶν. Τό πρῶτον τό τρεχούμενον σπανιώτατον ἐν τῇ Παλαιστίνῃ ἦτο καί πολυτιμώτερον. Ὁ Κύριος ὃμως ἒδιδε μεταφορικήν ἒννοιαν εἰς τήν φράσιν «ὓδωρ ζῶν», τήν ὁποίαν θά ἲδω-μεν κατωτέρω καί τήν ὁποίαν δεν ἐννόησεν ἡ Σαμαρεῖτις. Αὓτη ὡς καί ὁ Νικόδημος παραμένουσιν ἐπί τοῦ αἰσθητοῦ πεδίου. Ἡ Σαμαρεῖτις ἐννοεῖ ὓδωρ ζῶν τό πηγαῖον ὓδωρ τοῦ ὁποίου τάς ἰδιότητας νομίζει, ὃτι ἒχει τό ὓδωρ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακώβ, διά τοῦτο ἐρωτᾷ τόν Ἰησοῦν «Κύριε οὒτε ἂντλημα ἒχεις καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ∙ πόθεν οὖν ἒχεις τό ὓδωρ τό ζῶν; Πῶς θά μπορέσῃς νά δώσῃς τοιοῦτον ὓδωρ, ἀφοῦ τό φρέαρ εἶναι βαθύ καί στερεῖσαι μέσου; Παρ’ ὃλην ὃμως τήν ἐκ πατριωτικοῦ ἐγωισμοῦ ἀπόδοσιν ὑπ’ αὐτῆς εἰς τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ ἰδιοτήτων τοῦ ρέοντος ὓδατος, μένει κάποιο κενόν εἰς τήν ψυχήν της, ὃτι ὁ Ἰησοῦς διά τῆς φράσεως «ὓδωρ ζῶν» ἐννοεῖ κάτι τι, τοῦ ὁποίου ἐστερεῖτο τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Διά τοῦτο συνεχίζουσα ὑποβάλλει ἐρώτησιν καί λέγει πρός τόν Ἰησοῦν. «Μή σύ εἶ μείζων τοῦ πατρός ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἒδωκεν ἡμῖν τό φρέαρ, καί αὐτός ἐξ αὐτοῦ ἒπιε, καί οἱ υἱοί αὐτοῦ καί τά θρέμματα αὐτοῦ; » Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος Σύ τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ἒπιεν ἀπό τό ὓδωρ τοῦτο αὐτός, οἱ υἱοί του καί τά πρόβατά του, ἀφοῦ δύνασαι νά δώσῃς νερό, τό ὁποῖον αὐτός δέν ἒδωκεν; Αἱ δύο αὐταί ἐρωτήσεις τῆς Σαμαρείτιδος εἰσάγονται διά τοῦ «Κύριε» καί οὓτω ἡ πρώτη ἀδιαφορία τῆς γυναικός καί τό ἐθνικόν της μῖσος ὑποχωροῦν ἐμπρός εἰς τό συναίσθημα τοῦ σεβασμοῦ της πρός τόν Κύριον.

Ὁ Κύριος ἀντιληφθείς τόν σεβασμόν τῆς γυναικός πρός Ἑαυτόν ἀρχίζει νά ἀφαιρῇ τό ἀλληγορικόν περικάλυμμα τοῦ λόγου Του δεικνύων τάς ἰδιότητας τοῦ ὓδατος τοῦ ζώντος ἐν συγκρίσει πρός τάς ἰδιότητας τοῦ ὓδατος τοῦ Ἰακώβ, ὣστε ἡ ὑπεροχή Αὐτοῦ ἒναντι τοῦ Ἰακώβ νά ἒλθῃ ὡς λογικόν ἐπακολούθημα. Λέγει λοιπόν εἰς αὐτήν ὁ Κύριος. «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὓδατος τούτου διψήσει πάλιν∙ ὃς δ’ ἃν πίῃ ἐκ τοῦ ὓδατος, οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα∙ ἀλλά τό ὓδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὓδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὃστις πίει ἐκ τοῦ ὓδατος τούτου τοῦ φρέατος θά διψήσῃ, πάλιν. Μάρτυς τῶν λόγων Μου εἶσαι σύ μέ τήν ὑδρίαν σου. Ὃποιος ὃμως πίει ἐκ τοῦ ὓδατος, τό ὁποῖον θά τοῦ δώσω ἐγώ, δέν θα ξαναδιψήσῃ ποτέ. Ὂχι μόνον τοῦτο. Ἀλλά τό ὓδωρ τό ὁποῖον θά πίῃ ἐξ ἐμοῦ, θά γίνῃ πηγή, ἣτις θά τείνῃ εἰς ζωήν αἰώνιον, εἰς τούς οὐρανούς, ὃθεν ἐξεπήγασεν, ὃπως καί τά νερά ὃλων τῶν πηγῶν τείνουν νά ἀνέλθουν, κατά τόν νόμον τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, εἰς τό ὓψος, ὃθεν αἱ πηγαί των. Ὣστε ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς ἀναβλυζούσης καί ἀστειρεύτου ἐξωτερικῆς πηγῆς ἐρχόμεθα εἰς τήν ἐσωτερικήν πηγήν ἁλλομένην τήν ἀναβλύζουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον διά τῆς χάριτος.

Ἡ Σαμαρεῖτις μένουσα ἀκόμη ἐπί τοῦ φυσικοῦ πεδίου - τί φυσικότης διηγήσεως! - ὡς καί ὁ Νικόδημος ζητεῖ νερό ἀπό τόν Ἰησοῦν, αὐτό τό ὁποῖον περιέχει τάς ἰδιότητας αὐτάς διά νά μή ἒρχεται καί ἀντλῇ καί «λέγει πρός Αὐτόν ἡ γυνή∙ Κύριε δός μοι τοῦτο τό ὓδωρ ἳνα μή διψῶ μηδέ ἒρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν». Κύριε δός μου τό ὓδωρ αὐτό τό ζῶν τό τρεχούμενον διά νά μή ἒρχομαι ἐδῶ νά παίρνω ἀπό τό ὓδωρ τοῦτο. Ὁ Κύριος τώρα προκειμένου να δώσῃ εἰς αὐτήν τό ζητηθέν ὓδωρ ἢτοι προκειμένου νά ἀποκαλυφθῇ εἰς αὐτήν ὡς Μεσσίας, διά ἐρωτήσεως Του παρακινεῖ αὐτήν εἰς συναίσθησιν καί μετάνοιαν τῆς ἁμαρτωλῆς της ζωῆς, ἳνα καταστῇ ἀξία τῆς τοιαύτης δωρεᾶς. «Ὓπαγε φώνησον τόν ἂνδρα σου και ἐλθέ ἐνθάδε». Λέγει δηλαδή εἰς αὐτήν νά φωνάξῃ τόν ἂνδρα της καί νά ὑπάγῃ μετ’ αὐτοῦ ἐκεῖ. Ἐκείνη ἀπήντησεν «οὐκ ἒχω ἂνδρα» δέν ἒχω ἂνδρα. Ὁ Κύριος ὃμως γνωρίζων τήν ζωήν της ὡς Θεός λέγει εἰς αὐτήν «καλῶς εἲπας, ὃτι ἂνδρα οὐκ ἒχω∙ πέντε γαρ ἂνδρας ἒσχες∙ και νῦν ὃν ἒχεις, οὐκ ἐστι σου ἀνήρ∙ τοῦτο ἀληθές εἲρηκας». Ὃτι πέντε ─ἂνδρας ἒσχες καί (ἀποθανόντων αὐτῶν ἢ διαζευχθέντων) ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἒχεις τώρα, δέν εἶναι ἂνδρας ἰδικός σου, ὁμιλεῖς ὀρθῶς. Καλά εἶπες, λέγει ο Κύριος.

Ὁ Κύριος προηγουμένως ἀπηυθύνετο εἰς τόν νοῦν της. Διά τῆς ἀπαντήσεως ὃμως ταύτης δίδων τό τελειωτικόν κτύπημα ἀπευθύνεται εἰς τήν συνείδησίν της. Ἡ Σαμαρεῖτις πιστεύουσα, ὃτι ὁ ἀποκαλύψας τήν συνείδησίν της δέν εἶναι εἷς τυχαῖος ἁπλοῦς «Κύριος», ὃπως τόν ὠνόμαζε μέχρι τῆς στιγμῆς αὐτῆς, ἀλλά προφήτης λέγει∙ «Κύριε θεωρῶ, ὃτι προφήτης εἶ σύ» καί ἐρωτᾷ Αὐτόν περί ζητήματος θρησκευτικοῦ τοῦ χωρίζοντος τούς Ἰουδαίους καί Σαμαρείτας. Ἡ δέ ἐρώτησίς της προερχομένη ἐκ σοβαρότητος και οὐχί διά νά ἀποφύγῃ τήν δυσάρεστον συζήτησιν διά τήν ἂσεμνον ζωήν της, ὡς ἐνόμισάν τινες, εἶναι ἡ ἑξῆς. «Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὂρει τοῦτο) (τῷ Γαριζείν καί δεικνύει) «προσεκύνησαν καί ὑμεῖς» (οἱ Ἰουδαῖοι) λέγετε ὃτι ἐν Ἱερουσαλήμ ἐστίν ὁ τόπος, ὃπου δεῖ προσκυνεῖν». Λέγετε ὃτι ἐν Ἱερουσαλήμ πρέπει νά λατρεύωμεν τόν Θεόν. Σεῖς ποίαν γνώμην ἒχετε ἐπ’ αὐτοῦ; ἐρωτᾷ ἡ Σαμαρεῖτις. Ὁ Κύριος ἐδῶ δέν παρακάμπτει τήν συζήτησιν, ὃπως ἒκαμεν ἀνωτέρω δίς, ἀλλά ἀπαντᾷ εἰς τήν Σαμαρείτιδα λέγων. «ΙΙίστευσον μοι γύναι, ὃτι ἒρχεται ὣρα, ὃτε οὒτε (μόνον) ἐν τῷ ὂρει τούτω οὒτε ἐν Ἱερουσαλήμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί».

Ὁ Κύριος δηλαδή λέγει εἰς τήν Σαμαρείτιδα: Ἡ προσκύνησις, ἢτοι ἡ θυσία - ὂχι ἡ προσευχή, διότι ἡ προσευχή ἐγένετο καί τότε ὂχι μόνον ἐν Ἱερουσαλήμ ἀλλά καί ἐν ταῖς Συναγωγαῖς - θά γίνεται πανταχοῦ καταργουμένων τῶν φραγμῶν τῆς γλώσσης, τῆς ἐθνικότητος κ.λ.π. κατά τήν προφητείαν τοῦ Μαλαχίου (1,11). Ὁ Κύριος δηλαδή ἦλθεν, ὂχι ἳνα καταργήσῃ ἀλλά νά συμπληρώσῃ τόν Νόμον διά τῆς θυσίας του. «Ὑμεῖς προσκυνεῖτε, ὃ οὐκ οἲδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν, ὃ οἲδαμεν, ὃτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν». Οἱ Ἰουδαῖοι εὑρίσκονται ἐν τάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ συγκρινόμενοι πρός τούς Σαμαρείτας, διότι προσέφερον θυσίας ἐν τῷ τόπω, τῷ Ναῷ τῶν Ἱεροσολύμων καί κατά τρόπον ὁρισθέντα ύπό τοῦ Θεοῦ ἐνῷ οἱ Σαμαρεῖται οὐχί. «Ἀλλ’ ἒρχεται ὣρα και νῦν ἐστί, ὃτε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τῷ Πατρί ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Ἡ Ἰουδαϊκή θρησκεία και θυσία, ἂν καί ἀνωτέρα τῆς Σαμαρειτικῆς, ἐν τούτοις εἶναι παροδικαί σκιαί συμ-πληρούμεναι ὑπό τοῦ σώματος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διά τοῦ «ἒρχεται ἡ ὣρα» δηλοῖ ὃτι τό ἒργον Αὐτοῦ δέν ἐτελείωσε. Διά τοῦ «και νῦν ἐστί» ὃτι τό ἒργο του ἢρχισε συμπηχθείσης τῆς ὁμάδος τῶν μαθητῶν, τοῦ πυρήνος τούτου τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν. Ἡ θυσία αὓτη θά προσφέρεται ὑπό τῶν χριστιανῶν τῶν ἀληθινῶν προσκυνητῶν «ἐν Πνεύματι» ἢτοι ἐσωτερικῶς ἂρα παντοῦ καί ὂχι μόνον ἐν Ἱερουσαλήμ ἢ Γαριζίν, «ἐν ἀληθείᾳ» ἢτοι ὂχι διά τύπων καί θυσιῶν νομικῶν ἀλλά διά τῆς πραγματικῆς θυσίας τοῦ Ἀμνοῦ.

Ὁ Κύριος θέτων τήν σφραγίδα τῶν ἀνωτέρω λέγει: «καί γάρ ὁ Πατήρ τοιούτους ζητεῖ τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν». Τοιούτους προσκυνητάς ζητεῖ καί ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ Θεός. «Πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Πνεῦμα εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Θεός καί διά τοῦτο θέλει ὃπως οἱ προσκυνηταί του λατρεύουν Αὐτόν ὂχι μόνον ἐξωτερικῶς ἀλλά καί ἐσωτερικῶς, ἀλλά καί ἀληθῶς μέ θρησκείαν ἀληθῆ. Διά τούτων τῶν λέξεων δέν καταργεῖται ἡ ἐξωτερική λατρεία λαμβανομένης ὑπ’ ὂψιν τῆς συστάσεως ἐκ σώματος καί ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τῆς κοινωνικότητος αὐτοῦ καί ἑπομένως ἒχοντος ἀνάγκην τῆς ἐξωτερικῆς καί ὁμαδικῆς ἐκδηλώσεως τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου. Ἡ σωτηρία ἡ ὑποσχεθεῖσα θά ἒλθῃ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὡς καταγομένου τοῦ Ἰησοῦ κατά σάρκα ἐκ τῶν Ἰουδαίων.

Ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούσασα τούς λόγους τούτους τοῦ Κυρίου καί μή δυνηθεῖσα νά ἐννοήσῃ πολλά πράγματα ἐξ αὐτῶν εἶπεν εἰς τόν Κύριον, ὃτι καί ἂλλα σχετικά θά μᾶς διδάξῃ, ὃταν ἒλθῃ ὁ Μεσσίας. «Οἷδα ὃτι Μεσσίας ἒρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός». Γνωρίζω ὃτι θά ἒλθῃ ὁ Μεσσίας ὁ λεγόμενος ἑλληνιστί Χριστός, «ὃταν ἒλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα». Ὃταν ἒλθῃ Αὐτός, θά μᾶς τά εἲπῃ ὃλα αὐτά τά πράγματα. Ὁ Κύριος τότε ἀπήντησεν εἰς αὐτήν∙ «Ἐγώ εἰμί ὁ λαλῶν σοι». Ὁ Κύριος φανερώνεται πρώτην φοράν ὡς Μεσσίας εἰς τήν Σαμαρείτιδα και ὂχι εἰς τούς Ἰουδαίους, διότι οἱ ’Ιουδαῖοι ἒχοντες ψευδεῖς Μεσσιακάς ἰδέας θά ἀνεσείοντο μέ τό ἂκουσμα τοῦ Μεσσίου καί θά ἠμπόδιζον τό ἒργον Του. Τοιοῦτος ὃμως κίνδυνος ἐν τῇ Σαμαρείᾳ δέν ὑπῆρχεν.

Οἱ μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ οἱ ὁποῖοι εἶχον μεταβῇ εἰς τήν πόλιν διά νά ἀγοράσωσι τροφάς, «ἐπί τούτῳ ἦλθον» ἐπέστρεψαν δηλαδή τήν στιγμήν, καθ’ ἣν ὁ Κύριος ἀπεκαλύπτετο ὡς Μεσσίας εἰς τήν Σαμαρείτιδα καί «ἐθαύμασαν, ὃτι μετά γυναικός ἐλάλει» ἠπόρησαν, διότι ὁ Κύριος ὡμίλει μετά γυναικός, ἀφοῦ κατά τήν Ραββινικήν ἐντολήν οὒτε ἁπλοῦς χαιρετισμός ἐπετρέπετο εἰς τάς γυναῖκας δημοσίᾳ. Ἐκτός αὐτοῦ, φαίνεται, ὃτι ὁ Κύριος πρώτην φοράν θά συνεζήτησε μετά γυναικός ἀπό τῆς ἐνάρξεως τοῦ δημοσίου βίου Του. «Οὐδείς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς». Δέν ἐτόλμησαν ὃμως νά ἐκφράσωσι τήν ἀπορίαν των πρός Αὐτόν.

Ἡ Σαμαρεῖτις ἐπηρεασμένη ἀπό τήν συζήτησιν, ὃταν ἒφυγε διά τήν πόλιν της, «ἀφῆκεν τήν ὑδρίαν αὐτῆς» λησμονεῖ τήν ὑδρίαν της πλησίον τῆς πηγῆς. Ἐλθοῦσα δέ εἰς τήν πόλιν Συχέμ «λέγει τοῖς ἀνθρώποις», ἒλεγεν εἰς τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους συνήντα. «Δεῦτε ἲδετε ἂνθρωπον, ὂς εἶπέ μοι πάντα, ὃσα ἐποίησα∙ μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Ἐλᾶτε νά ἲδετε ἂνθρωπον, ὃστις εἶπεν εἰς ἐμέ πάντα, ὃσα ἐποίησα μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός; Δεν εἶπεν ἐλᾶτε νά ἲδητε τόν Μεσσίαν, ἀλλά ἂνθρωπον, ὃς εἶπέ μοι πάντα. Αὐτό πού εἶπεν, ὃτι «εἶπεν αὐτῇ πάντα», ἠδύνατο νά τό βεβαίωσῃ καί νά φανῇ ἀξιόπιστος. Διά τό δεύτερον ὃμως, ὃτι εἶναι ὁ Χριστός δέν θά ἦτο ἀξιόπιστος. Διά τοῦτο συνεχίζουσα μετά προνοητικότητος θαυμαστῆς - καί οὐχί ἀμφιβάλλουσα - λέγει∙ «μήτι οὗτος ἐστιν ὁ Χριστός;» Μήπως Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;

Οἱ συγχωριανοί της «ἐξήρχοντο ἐκ τῆς πόλεως καί ἢρχοντο πρός τόν Ἰησοῦν. Ἐν τῷ μεταξύ οἱ μαθηταί ἠρώτων» παρεκάλουν «Αὐτόν λέγοντες∙ Ραββί φάγε». Ἒλεγον εἰς τόν Ἰησοῦν νά φάγῃ ἐκ τῶν τροφῶν, τάς ὁποίας ἠγόρασαν. Ὁ Ἰησοῦς ὃμως ἒχων ὑπ’ ὂψιν Του τήν πνευματικήν τροφήν, τήν ἐπιστροφήν πολλῶν ψυχῶν, ἒλεγεν εἰς τούς μαθητάς Του, ὃτι «ἐγώ βρῶσιν ἒχω φαγεῖν» ἐγώ πρόκειται νά φάγω φαγητόν, «ἣν ὑμεῖς οὐκ οἲδατε», τό ὁποῖον σεῖς δέν γνωρίζετε. Οἱ μαθηταί μή νοήσαντες τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ἒλεγον πρός ἀλλήλους», διηρωτῶντο «μή τίς ἢνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν», μήπως ἒφερεν ἂλλος τις εἰς Αὐτόν φαγητόν καί ἒφαγεν; Ὁ Ἰησοῦς ἐξηγῶν τό εἶδος τοῦ φαγητοῦ, περί τοῦ ὁποίου ὡμίλει, «λέγει αὐτοῖς∙ ἐμόν βρῶμα ἐστίν, ἳνα ποιῶ τό θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αὐτοῦ τό ἒργον». Τό ἰδικόν Μου φαγητόν ἡ ἐπιθυμία Μου εἶναι νά φέρω εἰς πέρας, νά τελειώσω τό ἒργον τοῦ πατρός Μου.

Συνεχίζων ὁ Κύριος τόν λόγον Του και θέλων νά δείξῃ εἰς τούς μαθητάς Του τούς πλουσίους και συντόμους καρπούς τοῦ ἒργου Του καί τήν μεγάλην ἀνταμοιβήν τῶν συνεργατῶν Του τῶν μαθητῶν, λέγει πρός αὐτούς. «Οὐχ ὑμεῖς λέγετε, ὃτι ἒτι τετράμηνον ἐστί καί ὁ θερισμός ἒρχεται; ». Διά νά γίνῃ δηλαδή ὁ θερισμός χρειάζεται νά διέλθουν ἀπό σήμερα 4 μῆνες ἃρα τότε ἦτο μέσα Ἰανουαρίου - ἢτοι πρέπει νά παρεμβληθῇ ἓνα χρονικόν διάστημα ἀρκετά σεβαστόν. Διά νά θερίσετε ὃμως πνευματικούς καρπούς, ἐπιστροφήν ψυχῶν, δέν χρειάζεσθε παρά νά σηκώσητε τά μάτια σας καί νά ἲδητε τήν ὡριμότητα τοῦ πνευματικοῦ χωραφιοῦ: «ἐπάρατε τούς ὀφθαλμούς ὑμῶν καί θεάσασθε τάς χώρας, ὃτι λευκαί εἰσί πρός θερισμόν». Οἱ στάχυες ὃταν ὡριμάσουν ἀσπρίζουν καί τά χωράφια φαίνονται λευκά.

Συνεχίζων ἀκόμη ὁ Κύριος καί ἐπεξηγῶν λέγει, ὃτι ὁ προκείμενος θερισμός διαφέρει τοῦ ἂλλου τοῦ ὑλικοῦ 1) διότι «ὁ θερίζων μισθόν λαμβάνει καί συνάγει καρπόν εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὁ θερίζων δηλ. ὑλικῶς συναθροίζει καρπούς εἰς ἀποθήκας προσκαίρους, ὁ δέ θερίζων πνευματικῶς εἰς αἰωνίους ἀποθήκας 2) κατά τόν ὑλικόν θερισμόν εἶναι δυνατόν νά σπείρῃ ἓνας μέ δάκρυα καί ἀγωνίας, διότι δέν γνωρίζει ποία θά εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τῶν κόπων του. Ἐδῶ ὃμως «ὁ σπείρων και ὁ θερίζων ὁμοῦ χαίρει» ἀμείβονται καί χαίρονται ὁμοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἒσπειραν καί οἱ ἂλλοι οἱ ὁποῖοι ἐθέρισαν τά σπαρτά ἂλλων. Διά νά μή καυχηθοῦν ὃμως ἐκ τῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ κηρύγματος οἱ μαθηταί, λέγει εἰς αυτούς, ὃτι θερίζουν αὐτοί, ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἂλλοι - Ἰωάννης, Ἰησοῦς, Προφῆται - ἒσπειρον. «Ἐν γάρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστίν ὁ ἀληθινός, ὃτι ἂλλος ἐστίν ὁ σπείρων, καί ἂλλος ὁ θερίζων». Εἰς τήν προκειμένην περίπτωσιν ὁ λόγος εἶναι ἀληθής: Ἂλλος ἒσπειρε καί ἂλλος ἐθέρισε. «Ἐγώ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν, ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε»∙ Ἐγώ σᾶς ἀποστέλλω νά θερίσητε ἐκεῖνο διά τό ὁποῖον δέν ἐκοπιάσατε νά σπείρητε - «ἂλλοι κεκοπιάκασι, καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε»∙ ἂλλοι πρό ὑμῶν Χριστός, Προφῆται ἒσπειραν καί σεῖς θά θερίσητε.

Εἰς τόν λόγον αὐτόν ἦλθον καί οἱ ὑπό τῆς Σαμαρείτιδος εἰδοποιηθέντες καί ἢκουσαν τόν λόγον τοῦ Κυρίου. Οὗτοι «ἠρώτησαν αὐτόν μεῖναι πάρ’ αὐτοῖς» παρεκάλεσαν Αὐτόν νά μείνῃ πλησίον των. «Καί ἒμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας» εἰς τό μέρος ἐκεῖνο ἒμεινεν ὁ Κύριος δύο ἡμέρας. «Ἐκ δέ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοί ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν τῶν Σαμαρειτῶν διαλόγον τῆς γυναικός μαρτυρούσης, ὃτι εἶπέ μοι πάντα ὃσα ἐποίησα». Ἐκ τῶν Σαμαρειτῶν πολλοί πίστευσαν δια ἐκεῖνα, πού τούς εἶπεν ἡ Σαμαρεῖτις, ὃτι τῆς εἶπε ὃλα ὃσα ἒκαμε. «Πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διά τόν λόγον αὐτοῦ. Τῇ τε γυναικί ἒλεγον, ὃτι οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν∙ αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἲδαμεν, ὃτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου». Πολλοί ὃμως περισσότεροι ἐπίστευσαν ἀπό τόν λόγον τοῦ Ἰησοῦ καί εἰς τήν γυναῖκα ἒλεγον, ὃτι δέν πιστεύομεν τώρα, ὃπως πρίν πού μᾶς εἶπες, ὃτι σοῦ ἀπεκάλυψε τήν συνείδησίν σου ἀλλά διά τόν λόγον Του, τό κήρυγμα σου. Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ἑπομένως καί ἡμῶν καί ὂχι μόνον τῶν Ἰουδαίων. Οἱ Σαμαρεῖται πιστεύουν ἂνευ θαυμάτων, μόνον διά τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦν θαύματα ! Ὁποία διαφορά !

Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης ἒχομεν δύο θέματα 1) τόν Ἰησοῦν ὡς διδάσκαλον και 2) τήν Σαμαρείτιδα ὡς μαθήτριαν. Πῶς δηλαδή ἒκαμε τό μαθημά Του ὁ Χριστός καί ποῖα μαθήματα ἒλαβε αὓτη ἐκ τοῦ Χριστοῦ.


Θέμα α) Ὁ Κύριος ὡς διδάσκαλος

Γίνονται συνέδρια παιδαγωγικά, γράφονται βιβλία παιδαγωγικά κατάλληλα καί πολύγλωσσα. Δίδονται ὁδηγίαι πρός μαθητευομένους σοφαί καί πολλαί. Ποῖος ὑποπτεύεται ὃτι ἡ διήγησις τῆς Σαμαρείτιδος θά ἒχῃ παιδαγωγικόν μάθημα σπουδαῖον δια διδάσκοντας; Ἂς ἲδωμεν.

Ὁ Ἰ η σο ῦ ς εἶναι ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος τῶν αἰώνων. Πῶς κάμνει τό μάθημα Του εἰς τήν Σαμαρείτιδα; Ἰδού. Αἲθουσα διδασκαλίας δέν εἶναι ὁ κλειστός χῶρος ἀλλά τό ὓπαιθρον ! Ὡς ἓδρα τῆς διδασκαλίας ἡ ἁπλότης τοῦ καθίσματος ἐμφαινομένη διά τοῦ «ὁ δέ Ἰησοῦς ἐκαθέζετο οὓτως ἐπί τῇ πηγῇ» ἐκάθησεν ὡς ἒτυχεν, ἁπλῶς. Τά ζῶα, τα παιδιά και οι ἁπλοῖ ἂνθρωποι ἐξ ἐνστίκτου ἑλκύονται ὑπό τῶν ἀγαπώντων αὐτούς. Ἡ ἁπλή γυναῖκα τοῦ χωρίου εἱλκύσθη ὑπό τοῦ ἀγαπῶντος Ἰησοῦ τούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Ὡς μορφή διδασκαλίας χρησιμοποιεῖται ὁ διάλογος καί ὂχι ὁ μονόλογος, τό μάθημα καί ὂχι τό κήρυγμα ἢ κάλλιον εἰπεῖν κήρυγμα ὑπό μορφήν μαθήματος, ὃπως οἱ διάλογοι τοῦ Πλάτωνος. «Ἡ δέ μέθοδος; Ἀρχίζει ἀπό τό νερό καί τήν δίψαν. Τό νερό τό ὁποῖον εἶχεν ἡ μαθητευόμενη, τήν δίψαν, την ὁποίαν ᾐσθάνετο ὁ ἲδιος. Ὑπάρχει ὑλικώτερον καί αἰσθητότερον καί ἑπομένως περισσότερον συγκεκριμένον πρᾶγμα ἀπό τό νερό καί τήν δίψαν; Ὂχι. Θαυμασία λοιπόν ἀρχή διδασκαλίας !

Θέλων λοιπόν ὁ Κύριος νά διδάξῃ πρᾶγμα ἀφῃρημένον, ὃτι Αὐτός δηλαδή εἶναι ὁ Μεσσίας, ἀρχίζει ἀπό τό συγκεκριμένον. Ἐκ τοῦ γνωστοῦ λοιπόν προχωρεῖ εἰς τό ἂγνωστον, ἐκ τοῦ συγκεκριμένου εἰς τό ἀφηρημένον, ἐκ τῆς γῆς εἰς τόν Οὐρανόν. Ὑπάρχει ψυχολογικώτερος τρόπος διδασκαλίας; Ὂχι. Ἀλλά καί ἡ πορεία τοῦ μαθήματος εἶναι βαθμιαία. Πρῶτον εἰς τήν λέξιν ὓδωρ θέτει τήν λέξιν ζῶν, κατά λέξιν μέν, ἳνα νοήσῃ τά ἐκ τῶν ἀρτεσιανῶν φρεάτων ἢ πηδάκων ἀναπηδῶντα, ἁλλόμενα εἰς ὓψος ὓδατα, κατά βάθος δέ, διά τοῦ «εἰς ζωήν αἰώνιον» ἳνα ὑπανοίξῃ εἰς αὐτήν ὁρίζοντας εὐρύτερους. Κάθε νέος λόγος τοῦ Κυρίου πρός τήν Σαμαρείτιδα εἶναι προσθήκη νέας ὂψεως τοῦ αὐτοῦ θέματος, νέα ἀνάπτυξις τοῦ προηγουμένου. Δέν ἐπαναλαμβάνει τά αὐτά παρά μόνον ὃταν παραθέτῃ νέον τι. Ὑπάρχει παιδαγωγικώτερος τρόπος τούτου; Ὂχι! Ὃταν ἡ Σαμαρεῖτις περιαυτολογοῦσα ἐθνικῶς λέγει τήν καταγωγήν τοῦ φρέατος καί πρόκειται νά ἐξέλθῃ τοῦ θέματος, ὁ Κύριος δέν φεύγει τῆς κυρίας γραμμῆς, γίνεται δεσπότης τῶν ἀδεσπότων ἰδεῶν, τῶν παρασίτων εἰς τήν συνομιλίαν ταύτην καί εἰδικεύεται εἰς τήν ἒννοιαν τῆς δωρεᾶς. Ἀφοῦ διηγέρθη τό ἐνδιαφέρον τῆς γυναικός καί ἀντί αὓτη νά δώσῃ, ζητεῖ νά λάβῃ ὓδωρ, ὁ Κύριος κτυπᾶ τήν καρδίαν, τόν βίον της. Τῆς ξεσκεπάζει τόν ἑαυτόν της εἰς τά μάτια της. Μετά ταῦτα ζητεῖ ἡ ἰδία νά διαφωτισθῇ, «Κύριε» λέγουσα. Πόση εὐγένεια ἐν ἀντιθέσει προς τό προηγούμενον «πῶς σύ Ἰουδαῖος ὢν ζητεῖς ὓδωρ παρ’ ἐμοῦ;» ! Ὃταν ἡ Σαμαρεῖτις εἶπεν, ὃτι ἀναμένει τόν Μεσσίαν, τότε ὁ Κύριος ἀπαντᾷ. Ἐγώ εἶμαι. Προσφέρεται εἰς αὐτήν, ὃταν ἡ ψυχή της ἐξέφρασε τήν λαχτάραν τοῦ Μεσσίου. Ἀφῆκε τήν ὑδρίαν της λησμονήσασα αὐτήν εἰς τήν πηγήν καί σάν νά πῆραν τά φορέματα της φωτιά, τρέχει εἰς τήν πόλιν. Τό μάθημα ἐτελείωσεν: Ἒμαθεν, ὃτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μεσσίας ! Ἑπομένως βούλησις, καρδία και νοῦς ἐθίγησαν σοφώτατα, παιδαγωγικώτατα !

Ἡ μ ε ῖ ς; Εἲμεθα διδάσκαλοι καί διδασκόμενοι. Εἲμεθα καθηγηταί ἢ καθηγήτριαι, κατηχηταί ἢ κατηχήτριαι, διδάσκαλοι ἢ διδασκάλισσαι, γονεῖς ἢτοι διδάσκαλοι κατ’ οἶκον. Πῶς πρέπει νά κάμωμεν τό μάθημά μας; Ὃπως καί ὁ Κύριος ! Ἢτοι: Ἁπλοῦς πρέπει νά εἶναι ὁ τρόπος μας, ἀγάπη νά ἒχῃ ἡ καρδία μας, ἳνα δυνηθῶμεν νά ἑλκύσωμεν τά παιδιά. Ὁ Κύριος μένει ἀκίνητος καί διδάσκει κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νά ἀποφεύγῃ τάς πολλάς κινήσεις ἐν τῇ αἰθούσῃ διδασκαλίας σύρτα -φέρτα, τάς ὁποίας τινές διδάσκαλοι κάμνουσιν ὡς λέοντες ὠρυόμενοι. Πάντοτε ὁ διδάσκαλος πρέπει νά ἀρχίζῃ ἀπό συγκεκριμένα πράγματα καί νά κάμνῃ τό μάθημά του εἲτε διδάσκαλος εἶναι ἐν σχολείῳ εἲτε κατηχητής ἐν τῷ ναῷ εἲτε μήτηρ κατ’ οἶκον. Τό μάθημα του ὃσον τό δυνατόν θά εἶναι συνομιλία, συζήτησις, μάθημα ὂχι κήρυγμα. Ὃσα ὀλιγώτερα λέγει ὁ διδάσκαλος, τόσον καλύτερος διδάσκαλος εἶναι.

Κατά τήν διεξαγωγήν τοῦ μαθήματος εἰς τό μυαλό τοῦ διδασκάλου καί. εἰς τήν γλῶσσαν τῶν διδασκομένων θά ἒρχωνται σκέψεις παρεκλίνουσαι τῆς κυρίας γραμμῆς. Ὁ διδάσκαλος πρέπει νά γίνεται δεσπότης τῶν ἀδέσποτων αὐτῶν ἰδεῶν ἐντάσσων εἰς τήν ὁμιλίαν μόνον τάς καταλλήλους σκέψεις. Θά φροντίζῃ ν’ ἀπευθύνεται ὂχι μόνον εἰς τόν νοῦν, ἀλλά καί εἰς τήν καρδίαν. Ὂχι μόνον εἰς τήν καρδίαν ἀλλά καί εἰς τόν νοῦν. Ὂχι μόνον νά δίδῃ γνώσεις ἀλλά καί νά βάνῃ γνώση, ὃπως κοινῶς λέγομεν. Σκοπός δέ πρέπει νά εἶναι γενικῶς μέν ἡ Ἀλήθεια, εἰδικῶς δέ ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια. Οὐδένα πρέπει νά ἀποκλείωμεν τῆς διδασκαλίας τῆς Ἀληθείας, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν ἀπέκλεισε τήν Σαμαρείτιδα, πού ἦτο Σαμαρεῖτις, γυνή κακῆς διαγωγῆς.


Θ έ μ α: β) Αὐτογνωσία - Ζῆλος – Σύνεσις

Α' Ἡ Σαμαρεῖτις – Αὓτη εἶχε τρία πράγματα: Αὐτογνωσίαν, ζῆλον, σύνεσιν.

Αὐτογνωσία. Ἡ Σαμαρεῖτις πρίν γνωρίσῃ τόν Χριστόν ἡγνόει τόν ἑαυτό της, διότι «ἂνδρα οὐκ ἒχω» ἀπαντᾷ εἰς τόν Κύριον. Ὃταν ὃμως ὁ Κύριος ἀποκαλύπτῃ τήν ρυπαρό-τητα τοῦ βίου της δια τοῦ «πέντε γάρ ἂνδρας ἒσχες καί νῦν ὃν ἒχεις οὐκ ἒστι σου ἀνήρ», τότε ἒρχεται εἰς ἐπίγνωσιν τοῦ ἑαυτοῦ της καί τοῦ Ἰησοῡ∙ ἐπιγιγνώσκει τό κατώτερον ἑαυτῆς καί τό ὑπέρτερον τοῦ ὁμιλοῦντος πρός αὐτήν. Ὣστε ἡ Σαμαρεῖτις αἰσθανθεῖσα τήν ρυπαρότητα τοῦ βίου της ἐζήτησε νά μάθῃ κατόπιν περί τοῦ Μεσσίου, τοῦ Χριστοῦ. Καί Τόν ἒμαθεν ! Ἰδού ὁ κόμβος τοῦ ζητήματος τῆς Θείας γνώσεως: Ἡ αἲσθησις τῆς ρυπαρότητός μας και ἰδίᾳ τῆς σαρκικῆς. Ἰδού ὁ τρόπος τῆς γνώσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ δέ τρόπος τῆς δημοσιεύσεως; Διά ζήλου καί συνέσεως.

Ζῆλος. Γνωρίσασα ἡ Σαμαρεῖτις τόν Χριστόν δέν ἒμεινεν ἁπλοῦς θεατής τοῦ Μεγαλείου τοῦ Κυρίου, δεικνύει μεγάλον ζῆλον διά τό κήρυγμα καί εἰς ἂλλους. Σημεῖα δεικνύοντα τον ζῆλον εἶναι α') λησμονεῖ τήν ὑδρίαν της εἰς τήν πηγήν και τρέχει εἰς τήν πόλιν, β') προσκαλεῖ τούς συγχωριανούς της νά ὑπάγουν νά ἲδουν ἂνθρωπον, ὃς εἶπεν αὐτῆ πάντα, γ') τό ἀποτέλεσμα τοῦ ζήλου της ὑπῆρξε φανερόν καί μέγα, διότι πλῆθος ἀνθρώπων Σαμαρειτῶν ἐξῆλθον καί μετέβησαν πρός τόν Ἰησοῦν καί «πολλοί τῶν Σαμαρειτῶν ἐπίστευσαν εἰς Αὐτόν διά τόν λόγον τῆς γυναικός μαρτυρούσης, δτι «εἶπε μοι πάντα ὃσα ἐποίησα» καί δ') ὁ ζῆλος τῆς Σαμαρείτιδος ἐξαίρεται, ἂν σκεφθῇ τις, ὃτι ὁ χρόνος τῆς διδασκαλίας της ὑπῆρξεν ἐλάχιστος το πολύ, 10'—20' λεπτά τῆς ὣρας. Καί ὃμως ὁποῖον ἡφαίστειον!

Σ ύ ν ε σ ι ς. Θά ἐπερίμενε τις ἀπό μία γυναῖκα ἐπάνω εἰς τήν ἒξαψιν τῆς χαρᾶς της νά παραπαίῃ, νά παραληρῇ. Καί ὃμως ! δεικνύει μεγάλην σύνεσιν, διότι ἀποφεύγει δύο ἀκρότητας, ὃταν ὁμολογῇ, ὃτι συνήντησεν ἂνθρωπον, ὃς εἶπεν αὐτῇ πάντα, ὃσα ἐποίησε: α') Δέν λέγει τι τῆς εἶπεν ὁ Κύριος συγκεκριμένως ἢτοι ὃτι «εἶχε πέντε ἂνδρας και ὃν ἒχει οὐκ ἐστι ἀνήρ αὐτῇ», β') Δέν εἶπεν ἐλᾶτε νά ἲδητε τόν Χριστόν άλλά «μή τί αὐτός ἐστίν ὁ Χριστός; » Ζήτημα κοσμιότητος καί εὐπρεπείας καί γυναικείας ἀδημοσύνης της ἀπηγόρευσαν νά ὁμιλήσῃ συγκεκριμένως ἐπί τῆς ἀποκαλύψεως ἑαυτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου. Ὁμολογεῖ τήν ἀποκάλυψιν ἑαυτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου καί ὂχι τόν Χριστόν, διότι διά τό πρῶτον ἦτο βεβαιότατη, διά τό δεύτερον ἀφῆκε τούς ἂλλους νά πεισθοῦν. Ὣστε ὁ Χριστός ἐθέρμανε τήν καρδίαν διά ζήλου, ἐφώτισε τήν διάνοιαν διά τῆς συνέσεως. Ποῖον μεγαλεῖον !

Β' «Ἡμεῖς; Πρέπει νά ἒχωμεν τά αὐτά. Αὐτογνωσίαν. Ὁ καλλίτερος τρόπος τοῦ νά γνωρίσωμεν τόν Χριστόν καί ἡ ἀπόδειξις, ὃτι ἐγνωρίσαμεν Αὐτόν, εἶναι ἡ συναίσθησις τῆς ρυπαρότητος τῆς ψυχικῆς, ἰδίᾳ δέ τῆς σαρκικῆς. Νέοι, οἱ ὁποῖοι δικαιολογοῦν τήν σαρκικήν ρυπαρότητα μέ τό ὃτι τοῦτο εἶναι «φυσιολογική ἀνάγκη» δεικνύουν, ὃτι δέν ἐγνώρισαν τόν Χριστόν. Νέαι αἱ ὁποῖαι καλύπτουν τό ρυπαρόν τῶν σχέσεων τῶν δι-καιολογούμεναι, ὃτι πρόκειται περί ἀγνῶν αἰσθημάτων, αἰθερίων συναισθημάτων καί πλατωνικῶν φιλιῶν, δεικνύουν, ὃτι εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ. Εὐτυχής εἶναι ὁ νέος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐμπνεόμενος ὑπό τοῦ Κυρίου θά αἰσθανθῇ τήν κακοσμίαν τῆς σαρκικῆς ρυπαρότητος, εὐτυχής εἶναι ἡ νέα, ἐάν ἐμπνεομένη καί αὓτη ὑπό τοῦ Κυρίου αἰσθανθῇ τήν δυσωδίαν τῶν ἀναθυμιάσεων τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Παράδειγμα σπουδαιότατον ἒχομεν τόν Ἃγιον Αὐγουστῖνον. Οὗτος ὃταν ἐφωτίσθη ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἢνοιξε τήν Ἁγίαν Γραφήν τό πρῶτον τό ὁποῖον ἐδιάβασε μέ μάτια φωτισμένα, εἶναι τό «μή κώμαις και μέθαις, μή κοίταις καί ἀσελγίαις» Ρωμ. 13,13. Ἒθεσεν ἐκεῖ τόν δάκτυλον του και εἶπεν ἀπό ἐδῶ θά ἀρχίσω, θά διορθώσω τόν ἀνήθικόν μου βίον. Κατόπιν ἀποσύρεται εἰς τό βάθος τοῦ κήπου καί ἀναλύεται ἐπί 4 ὣρας εἰς δάκρυα χαρᾶς καί λύπης, χαρᾶς μέν, διότι εὑρῆκε τό φῶς, λύπης δέ διότι ἒζησε μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης κυλιόμενος εἰς τόν βοῦρκον τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διά τοῦτο τονίζει ἰδιαιτέρως τό σαρκικόν ἁμάρτημα διαστέλλων αὐτό τῶν λοιπῶν λέγων, «πᾶσα ἁμαρτία ἐκτός τοῦ σώματος ἐστί, ὁ δέ πορνεύων εἰς τό ἲδιον σῶμα ἁμαρτάνει». Ἡ ὑποχρέωσίς μας δέν εἶναι μόνον νά γνωρίσωμεν ἡμεῖς τόν Χριστόν, ἀλλά νά τόν γνωρίσωμεν καί εἰς τούς ἂλλους, οἱ ὁποῖοι τόν ἀγνοοῦν ὁ δέ τρόπος; ὁ ζῆλος καί ἡ σύνεσις.

Ὁ Ζῆλος. Ἓκαστος εἰς τό περιβάλλον του, εἰς τόν κύκλον του, ὡς ἡ Σαμαρεῖτις εἰς τούς συγχωριανούς της, πρέπει νά ὁμολογήσωμεν τόν Χριστόν. Θά συναντήσωμεν σκώμματα καί ἀντιρρήσεις ἒκ τινων διά τήν ζωήν τήν Χριστιανικήν μας. Θά μᾶς κατηγορήσωσι διά διαφόρων κατηγοριῶν καί σκωμμάτων. Θά μᾶς εἲπωσιν ὑποκριτάς, ἀναχρονιστικούς, κουτούς, ἒχοντες ὡς βάσεις διαφόρους ἐλλείψεις μας σωματικάς, πνευματικάς, ψυχικάς, γενικῶς ἀνθρωπίνας ἐλλείψεις. Θά καταντήσωμεν νά μᾶς θεωροῦν βρωμερούς, διότι εἲμεθα πιτσιλισμένοι ἀπό μερικές λάσπες τῆς ζωῆς, ἂνθρωποι κυλιόμενοι εἰς τόν βοῦρκον τῆς ἀνηθικότητος ! Θά μᾶς εἲπουν κουτούς, ἂνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν νά μοιράσουν δύο γαϊδουριῶν ἂχυρο! Ὁ ζῆλος ὃμως εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θά ὑπερπήδησῃ τά ἐμπόδια αὐτά. Τις ἡμᾶς χωρίσῃ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις, στενοχώρια, διωγμός; φωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Σ ύ ν ε σ ι ς. Περισσοτέραν ἀνάγκην ἒχομεν τῆς συνέσεως. Δέν θά γίνωμεν ὃλοι κήρυκες καί Θεολόγοι εὐαγγελιζόμενοι τόν Χριστόν. Θά φροντίσωμεν νά τούς ὁδηγήσωμεν σ’ ἓνα καλογραμμένο θρησκευτικόν βιβλίον, κήρυγμα, Πνευματικόν, δηλαδή εἰς τόν Χριστόν ὡς ἒκαμε καί ἡ Σαμαρεῖτις εἰς τούς πατριώτας της. Ὁ ζῆλος χωρίς τήν σύνεσιν ὁδηγεῖ εἰς τόν φανατισμόν. Μερικοί νεοφώτιστοι θέλοντες νά γίνουν ἀμέσως ἂμεσοι διδάσκαλοι τῶν πλανωμένων περιέπεσαν εἰς πολλάς πλάνας, ἀποτέλεσμα τῆς διδασκαλίας τῶν ὁποίων εἶναι, ὃτι κατεστράφησαν καί κατέστρεψαν. Ἡ σύστασις ἑνός βιβλίου ἀναλόγου τῆς μορφώσεως, τῆς ἀνάγκης τοῦ πλανωμένου εἶναι κήρυγμα πρώτης τάξεως. Ἡ σύστασις ἑνός κηρύγματος εἰς τούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντος σου εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος ἐμμέσου κηρύγματος. Ἡ σύστασις πρός ἐξομολόγησιν καί ἡ ὑπόδειξις καταλλήλου Πνευματικοῦ δέν εἶναι καθόλου ἂτυχα μέσα πρός διάδοσιν τοῦ Χριστοῦ∙ οὓτω ἀποφεύγει τις πλάνας διδασκαλικάς, ἐγωϊσμόν, φανατισμόν κ.λ.π.

Ἰδού ἡ Σαμαρεῖτις, ἰδού καί ἡ πρέπουσα διαγωγή μας. Ἐπίγνωσις, Ζῆλος καί Σύνεσις.

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος Anthony Bloom

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Ὅταν ἡ Σαμαρείτιδα ἐπέστρεψε βιαστικά στὴν πόλη της καὶ κάλεσε ὅλους ὅσους ζοῦσαν κοντά της νὰ δοῦν τὸν Χριστό, εἶπε: «Ἐλᾶτε! ἐδῶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει!» Καὶ τὰ πλήθη συνέρρευσαν, κι ἄκουσαν ὅσα ὁ Χριστὸς εἶχε νὰ πεῖ.

Κάποιες φορές σκεφτόμαστε, πόσο εὔκολο ἦταν γι’ αὐτὴν τὴν γυναίκα νὰ πιστέψει καὶ πόσο εὔκολο τῆς ἦταν, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συγκλονιστικὴ ἐμπειρία, νὰ στραφεῖ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ πεῖ: «Ἐλᾶτε! Ἀκοῦστε κάποιον ποὺ μιλᾶ ὅπως κανένας ἄλλος δὲν μίλησε ποτέ, κάποιον, ποὺ χωρὶς μιὰ δική μου λέξη εἶδε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, στὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς μου καὶ γνώριζε τὰ πάντα.

Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας. Ὁ Χριστός δὲν τῆς εἶπε κάτι πολὺ ἰδιαίτερο. Τῆς εἶπε ποιὰ ἦταν· ποιὰ ἦταν ἡ ζωή της, πῶς τὴν ἔβλεπε ὁ Θεός. Ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ λέει κάθε μέρα στὴ ζωή μας, ὄχι σὰν μιὰ μυστική ἐμπειρία, ὄχι ὅπως συμβαίνει σὲ κάποιους ἁγίους, ἀλλὰ μὲ τὸν ἁπλούστερο δυνατὸ τρόπο.

Ἄν στραφοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζουμε κάθε μέρα, ἤ τὸ διαβάζουμε μιὰ φορὰ γιὰ λίγο ἀλλὰ μὲ πνεῦμα ἀνοιχτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε πάντα, πιθανὸν νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς κρατάει μπροστά μας ἕναν καθρέφτη στὸν ὁποῖο βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως εἶναι: εἴτε μὲ μιὰ ἀγαλλίαση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ἤ ἀντίθετα, συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τόσο διαφορετικοὶ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἤ ποὺ φανταζόμαστε ὅτι εἴμαστε.

Ὁ Χριστὸς εἶπε στὴ Σαμαρείτιδα: Φώναξε τὸν ἄνδρα σου! Κι αὐτὴ εἶπε: «Δὲν ἔχω ἄνδρα.» Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Εἶπες τὴν ἀλήθεια. Εἶχες πέντε ἄνδρες κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο.»

Κάποιοι πνευματικοὶ συγγραφεῖς ἔχουν σχολιάσει αὐτό τὸ ἐδάφιο λέγοντας ὅτι ὁ Χριστὸς ἤθελε να τῆς πεῖ: Ναί, εἶχες δεθεῖ μὲ ὅλα ὅσα οἱ πέντε αἰσθήσεις σοῦ ἔδιναν, καὶ διαπίστωσες ὅτι σὲ καμία δὲν βρῆκες ἱκανοποίηση, πληρότητα. Καὶ τώρα ὅ,τι σοῦ ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὁ ἑαυτός σου, τὸ σῶμα, τὸ μυαλό σου καὶ αὐτό, δίχως πιὰ νὰ σὲ ἱκανοποιοῦν οἱ πέντε αἰσθήσεις σου, σοῦ δίνει αὐτήν τὴν πληρότητα χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖς να ζήσεις.

Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει ὁ Χριστός στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν μᾶς παρουσιάζει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ εἴμαστε, ὅταν μᾶς καλεῖ σ’ αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο, ποὺ εἶναι τὸ δικό μας μέσα ἀπὸ τὸ Θεικὸ κάλεσμα· τὸ μεγαλεῖο ποὺ ὁ Παῦλος περιγράφει, καλώντας μας νὰ φτάσουμε «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» - νὰ γίνουμε ἄνθρωποι ὅπως Ἐκεῖνος, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι πραγματικὸς ἄνθρωπος πλήρης ἀπὸ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεό.

Ἔτσι λοιπόν, ἄς μάθουμε ἀπὸ αὐτὴν τὴ γυναίκα ὅτι προσπαθήσαμε νὰ βροῦμε τρόπους γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὸ μήνυμα τούτου τοῦ κόσμου καὶ νὰ ὁλοκληρωθοῦμε, καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς γεμίσει, γιατὶ ἡ ψυχὴ τοῦ άνθρώπου εἶναι πιὸ βαθιὰ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ψυχολογικά πράγματα - μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γεμίσει αὐτὸ τὸ βάθος. Ἄν μπορούσαμε μόνο νὰ τὸ συνειδητοποιήσουμε, θὰ βρισκόμασταν ἀκριβῶς στὴν θέση τῆς Σαμαρείτιδας. Δὲν μᾶς χρειάζεται νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ στὸ πηγάδι· τὸ πηγάδι, βεβαίως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ τόπος ἀπ’ ὅπου ἴσως πηγάζει τὸ ὕδωρ τῆς ζωῆς - ὄχι ἕνα πραγματικὸ πηγάδι, ἐκεῖνο τὸ πηγάδι εἶναι ἕνα σύμβολο. Τὸ νερὸ ποὺ θὰ πιοῦμε εἶναι διαφορετικό. 

Ἄς μιμηθοῦμε αὐτὴ τὴ γυναίκα, ἄς συνέλθουμε, ἄς συνειδητοποιήσουμε ὅτι δὲν ὁλοκληρωθήκαμε ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχουν δεσμεύσει τὴν ζωή μας· κι ἄς ἀναρωτηθοῦμε: «Ποιὸς εἶμαι σὲ σχέση μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ;» Καὶ μετὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στοὺς ἄλλους καὶ να ποῦμε: Συνάντησα κάποιον ποὺ κρατοῦσε ἕναν καθρέφτη μπροστὰ στὰ μάτια μου, καὶ εἶδα τὸν ἑαυτό μου ὅπως εἶμαι, καὶ εἶπε γιὰ μένα: ἔλα καὶ δές! Ἔλα - κι ἄκουσέ Τον! … Καὶ ἄλλοι θὰ ἔρθουν, θ’ ἀκούσουν, καὶ θὰ γυρίσουν νὰ μᾶς ποῦν: Δὲν εἶναι πλέον ἡ μαρτυρία σας ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ πιστέψουμε - εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας, ἀκούσαμε μὲ τ’ αὐτιά μας, γνωρίσαμε. Πιστεύουμε. Ἀμήν.

Τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας -Ἰωάννης Καραβιδόπουλος


Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν περικοπῶν τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου ποὺ ἀναγινώσκει ἡ Ἐκκλησία μας στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου εἶναι ὅτι παρουσιάζουν μερικὰ οὐσιαστικὰ γνωρίσματα τοῦ Ἰησοῦ: Εἶναι ὁ «Κύριος καὶ Θεὸς» (Κυριακή τοῦ Θωμᾶ), ὁ Λόγος ποὺ δίνει ζωὴ στοὺς πονεμένους (Κυριακή τοῦ παραλύτου), ἡ πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει νερὸ ζωῆς αἰώνιας (Κυριακὴ Σαμαρείτιδας), τὸ φῶς τοῦ κόσμου (Κυριακή τοῦ τυφλοῦ).

Πολλὲς φορὲς τὶς ὡραῖες καὶ ὑψηλὲς διδασκαλίες του ὁ Ἰησοῦς τὶς ἀπηύθυνε σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶχαν κανένα ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικὸ ἁγιότητας ἢ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δὲν ἀπέφευγε μάλιστα νὰ συνομιλεῖ καὶ μὲ γυναῖκες, ὅπως ἡ περίπτωση τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πράγμα τὸ ὁποῖο ἐντυπωσίασε τοὺς μαθητές, διότι εἶναι μία πράξη ποὺ δὲν θὰ τὴν ἔκανε κανένας ἀξιοπρεπὴς δάσκαλος τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι δὲν θεωροῦνταν οἱ γυναῖκες ἰσάξια πρὸς τὸν ἄνδρα πρόσωπα καὶ ἱκανὰ νὰ ἀκούσουν μία διδασκαλία. Ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς, ἀποκαλύπτοντας καὶ σαρκώνοντας στὸ πρόσωπό του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, βλέπει ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στὰ ὁποῖα θέλει νὰ διδάξει ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ κυρίως τὰ ὁποῖα θέλει νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη 4, 5-42 μᾶς παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος διερχόταν μὲ τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴ Σαμάρεια, νὰ συζητᾶ στὴ Συχάρ, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μὲ μία Σαμαρείτιδα γυναίκα καὶ μάλιστα μὲ γυναίκα, ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ συζήτηση, δὲν ὑπῆρξε πολὺ ἐνάρετη καὶ σεμνὴ στὴ ζωή της. Σ’ αὐτὴν τὴ γυναίκα, μετὰ ἀπὸ μία «τεχνικὴ παρανοήσεων» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ νὰ διατυπώσει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» ποὺ δὲν στερεύει ποτέ, περὶ τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς μεσσιανικῆς του ἰδιότητας. Ἀπὸ τὴ σημαντικὴ αὐτὴ συζήτηση τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα θὰ σταματήσουμε σ’ ἕνα σημεῖο, στὴ σημαντικὴ φράση ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τί εἶναι ὁ Θεός: «Εἶναι ὅμως κοντὰ ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας, ποὺ ὅσοι πραγματικὰ λατρεύουν, θὰ λατρέψουν τὸν Πατέρα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια - γιατί ἔτσι τοὺς θέλει ὁ Πατέρας αὐτοὺς ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα. Κι αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια».

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ προφέρει ὁ Χριστὸς σὰν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῆς Σαμαρείτιδας, ποῦ εἶναι πιὸ σωστὸ νὰ λατρεύεται ὁ Θεός, στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι ἢ στὸ ὅρος Γαριζεὶν ὅπως ἤθελαν οἱ Σαμαρεῖτες. Μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ μετατίθεται τὸ θέμα ἀπὸ τὸν τόπο στὸν τρόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι χαρακτηριστικὲς οἱ λέξεις «πνεῦμα» καὶ «ἀλήθεια» ποὺ δεσπόζουν στὴν ἀπάντηση. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ὁ Ἰησοῦς ἑνώνει πιὸ στενὰ τοὺς δύο αὐτοὺς ὅρους λέγοντας: «τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλη τὴν ἀλήθειαν» (16, 13).

Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ ὑψηλὴ διατύπωση περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τοῦ τρόπου λατρείας του, τὴν ὁποία δὲν συλλαμβάνει κανεὶς θεωρητικὰ ἀλλὰ ζώντας μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται σὲ τελευταία ἀνάλυση γιὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται διὰ τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι κατάκτηση τῆς νοητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι τὸ βέβαιο συμπέρασμα μίας σειρᾶς συλλογισμῶν ἀλλ’ ἡ μείζων πρότασή τους. Εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶναι τὸ σαρκωμένο πρόσωπο τοῦ Λόγου ποὺ διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Συνεπῶς ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο, μία ζωή, ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ προσφέρει ἀκόμη περισσότερη ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ διακήρυξη ὅτι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν τὸν Θεὸν» πρέπει νὰ μᾶς ἀφυπνίζει πάντοτε καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ λατρεύουμε τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς μας, μὲ τὴν ἐπιφανειακὴ τήρηση τοῦ γράμματος, μὲ τὸν ποσοτικὸ ὑπολογισμὸ τῶν πράξεών μας, μὲ τὴν ὠφελιμιστικὴ σκέψη τῆς ἀμοιβῆς. Ἐπίσης, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν τυποποίηση τῆς στάσεώς μας πρὸς τὸν Θεὸ μέσα σὲ καθιερωμένες καὶ ξηρὲς λέξεις ἢ ἐκφράσεις ποὺ δὲν ζοῦμε τὸ περιεχόμενό τους. Τὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» σημαίνει ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι - μὲ ἄλλα λόγια, σημαίνει συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας βέβαια ποὺ ἀποτελεῖ ζωντανὸ σῶμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ὀργανισμὸ νεκροῦ γράμματος ἢ σύνολο ξηρῶν τύπων.

Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς, ἰδιαίτερα τῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε περισσότερο, εἶναι ἕνα μήνυμα ἀπαγκιστρώσεως ἀπὸ τὸ ψέμα τοῦ νεκροῦ θρησκευτικοῦ τύπου στὸ ὁποῖο κινδυνεύει κανεὶς νὰ ἐγκλωβισθεῖ, ὅταν ξεχνᾶ τὸ «πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ θέλει νὰ ἱκανοποιήσει συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τὸ δικό του πνεῦμα ποὺ μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ δρόμο πλανεμένο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...