Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 17, 2015

Ἡ μαγεία Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ «Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς» (Πράξ. 16,18) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Ἡ μαγεία
Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ 
«Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγ-
γέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς»
 (Πράξ. 16,18)

(†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ἂς προσπαθήσουμε, ἀδελφοί μου, νὰ πάρουμε κάποιο δίδαγμα ἀπ᾿ ὅσα ἀκούσαμε σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ.
Ἀνοίγω τὸν ἀπόστολο, ποὺ εἶνε ἕνας καθρέφτης τῆς ἐποχῆς μας. Τί βλέπουμε ἐκεῖ;
Μιὰ ἁμαρτία, ποὺ ἐξακολουθεῖ δυστυχῶς νὰ διαπράττεται καὶ σήμερα. Ποιά εἶνε ἡ ἁμαρτία αὐτή;
* * *
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα, λέει, ἕνα φτωχὸ κορίτσι κατοικοῦσε σὲ μιὰ μεγάλη πόλι τῆς Μακεδονίας, τοὺς Φιλίππους.  Οἱ Φίλιπποι εἶχαν μέγαρα, δικαστήρια, θέατρα, στρατῶνες. Ἀλλὰ μιὰ νύχτα ἔγινε σεισμὸς καὶ καταστροφή. Τώρα ἂν πᾷς ἐκεῖ, θὰ βρῇς μόνο σπασμένα μάρμαρα καὶ ἀρχαιολόγους νὰ σκάβουν. Λίγα χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴν Καβάλα, στὴν παλαιὰ Ἐγνατία ὁδό, βρίσκονται τὰ ἐρείπια.

Αὐτὰ θὰ πάθουμε καμμιὰ ὥρα κ᾿ ἐμεῖς, ἂν δὲν μετανοήσουμε. Κάθε φορὰ λ.χ. ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα, σαλπίζουν ἄγγελοι· μὰ στὴν ἐκκλησία ποιός ἔρχεται;
Ἕνας στοὺς ἑκατὸ ἐκκλησιάζεται. Θὰ τ᾿ ἀφήσῃ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀτιμώρητο; Αὐτὰ εἶνε γραμμένα· διαβάστε Ἀποκάλυψι καὶ θὰ τὰ δῆτε. Καὶ χτίζε σὺ τὰ σπίτια καὶ τὰ παλάτια σου· δὲν θὰ μείνῃ τίποτε, χωράφια θὰ γίνουν καὶ θὰ κατοικοῦν ἄγρια θηρία…
Φτωχὸ λοιπὸν τὸ κορίτσι. Ἐν τούτοις δὲν δούλευε στὰ χωράφια μὲ τὸν πατέρα της, δὲν ἔσκαβε, δὲν ἔβοσκε γίδια. Καὶ ὅμως εἶχε χρήματα. Χωρὶς νὰ δουλεύῃ, κέρδιζε ὅσα κανένας ἄλλος στοὺς Φιλίππους! Μήπως εἶχε περιουσία; ἀμπέλια, χωράφια, ἐργαστήρια;
Ὄ χι. Αὐτὴ εἶχε κάποιο ἄλλο «ἐργοστάσιο», ποὺ ἐκμεταλλεύεται τοὺς ἀφελεῖς καὶ ἀνοή-
τους. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Εἶνε τὸ ἐργοστάσιο τῆς μαγείας. Μικρὴ δουλειὰ εἶν᾿ αὐτή;
Μάγισσα ἦταν ἡ κόρη. Καὶ τὴν ἐκμεταλλεύονταν τ᾿ ἀφεντικά της. Ἔβγαζαν χρήματα ἀπ᾿ ὅλη τὴν πελατεία της, μικροὺς καὶ μεγάλους, πλουσίους καὶ φτωχούς, ἀσήμους καὶ ἐπισήμους. Ἦταν γνωστή. Ὅταν εἶχε κανεὶς καμμιὰ δυσκολία, ὅταν ἀρρώσταινε παιδί, ὅταν κάποιος χανόταν, ὅταν εἶχαν κάποια ἀπορία, ἔτρεχαν σ᾿ αὐτήν. Ἦταν τρόπον τινὰ ἕνα μαντεῖο Δελφῶν στοὺς Φιλίππους, μιὰ ἱέρεια
τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνος. Καὶ ἔβγαζε χρήματα πολλά· γιὰ κάθε ἀπάντησί της ἔπεφταν χρυσᾶ νομίσματα.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἦρθε ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Βγῆκε τότε ἡ μάγισσα καὶ τί ἔκανε;
Μήπως τὸν κατηγοροῦσε, τοῦ πετοῦσε πέτρες, τὸν ἔφτυνε; Ὄχι. Τὰ δαιμόνια φοβοῦνται τοὺς ἀξίους ἀπεσταλμένους τοῦ Κυρίου.
Ἐκφραζόταν κολακευτικά. Βλέπετε, ἔλεγε, αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἦρθαν; εἶνε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ «καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας» (Πράξ. 16,17).
Ὁ ἀπόστολος κατάλαβε τὴν πονηρία τοῦ δαίμονος. Ὁ Παῦλος δὲν ἤθελε συστάσεις ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα. Κ᾿ ἐπειδὴ κουράστηκε νὰ τὴν ἀκούῃ, διέταξε τὸ δαιμόνιο νὰ βγῇ. Κι ἀμέσως βγῆκε, καὶ ἡ κόρη ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔπαψε νὰ μαντεύῃ καὶ νὰ κάνῃ μάγια.
Ὅταν τὸ εἶδαν αὐτὸ τ᾿ ἀφεντικά της, ὠργίστηκαν. Ἔπιασαν τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν συνοδό του τὸν Σίλα καὶ τοὺς ἔρριξαν στὶς φυλακές. Ἐδῶ σταματῶ.
* * *
Αὐτὰ γίνονταν ἐκεῖ τότε. Σήμερα τί γίνεται; Προώδευσε, λένε, ἡ ἀνθρωπότης!… Ποῦ προώδευσε; Ἔχει πρόοδο στὰ ὑλικὰ ἀλλὰ καὶ στὰ δαιμονικά. Τότε, στὰ χρόνια τῶν ἀποστόλων, ὑπῆρχε μαγεία· ἀλλὰ καὶ σήμερα ὑπάρχει. Κι ὄχι μόνο σὲ ἐπαρχίες· καὶ στὶς πρωτεύουσες, μὲ τὰ πανεπιστήμια καὶ τὶς ἀκαδημίες, μὲ σοφοὺς καὶ ἀξιωματούχους, μὲ ἄρχοντες καὶ κυβερνῆτες, ὑπάρχει μαγεία. Ναί, ὑπάρχει· μάγοι καὶ μάγισσες κάνουν «χρυσὲς δουλειές».
Ἡ μαγεία εἶνε διαφόρων εἰδῶν· ὑπάρχει λαϊκὴ καὶ «ἐπιστημονικὴ» μαγεία, λευκὴ καὶ μαύρη μαγεία.
 - Ἡ λαϊκὴ μαγεία δρᾷ στὰ κατώτερα στρώματα. Ἔχουμε τοὺς ἀμόρφωτους μάγους καὶ μάγισσες. Ἔχουμε ἔπειτα τὶς πλανόδιες γύφτισσες, ποὺ γυρίζουν καὶ «λένε τὴ μοῖρα» στὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο.
Ἔχουμε καὶ κάτι γραΐδια ἀγράμματα καὶ ἀστοιχείωτα, ποὺ ἔγιναν σκεύη τοῦ διαβόλου καὶ ξεγελοῦν νέους καὶ νέες, κόσμο καὶ κοσμάκη. Λένε, ὅτι μποροῦν νὰ δοῦν δῆθεν τὸ μέλλον, πότε ἀπὸ τὰ φλιντζάνια τοῦ καφέ, πότε ἀπὸ τὰ χαρτιά, πότε ἀπὸ τὰ ἄστρα, πότε ἀπὸ τὸ νερό, πότε ἀπὸ λεκάνες, πότε ἀπὸ κόκκαλα ζῴων, πότε ἀπὸ τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ… Ἔτσι ἐξαπατοῦν τοὺς
ἀφελεῖς.
 -  Μερικοὶ ἔχουν κακία καὶ ἀσκοῦν τὴ μαύρη μαγεία. Προτιμότερο νὰ πατήσῃς σκορπιὸ παρὰ νὰ πέσῃς σὲ κάτι τέτοιους. Αὐτοὶ δὲν λένε μόνο τὸ μέλλον· προσπαθοῦν νὰ κάνουν καὶ κακό. Φτειάχνουν ἀνθρωπάκια μικρὰ ἀπὸ κερί, ὁμοιώματα γυναικῶν ἢ ἀντρῶν ποὺ θέλουν νὰ βλάψουν, τὰ καρφιτσώνουν, τὰ πετοῦν σὲ αὐλὲς σπιτιῶν, καὶ προσπαθοῦν ἔτσι νὰ χωρίσουν ἀντρόγυνα, νὰ κάνουν ζημιὰ σὲ νέους καὶ νέες, νὰ διαλύσουν συνοικέσια, νὰ ταράξουν σπίτια…
 -  Κάτι ἄλλοι ὄχι μόνο μὲ ἐνέργειές τους ἀλλ᾿ ἀκόμη καὶ μὲ τὸ βλέμμα κάνουν κακό. Τὸ μάτι τους εἶνε σὰν τῆς ὀχιᾶς. Ὑπάρχουν παραδείγματα. Ἂν λόγου χάριν τὸ μάτι ἑνὸς τέτοιου βάσκανου ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει ἠλεκτρισμὸ τῆς κολάσεως, πέσῃ σὲ ἄνθρωπο ἢ ζῷο, εἶνε σὰ νὰ πέφτῃ κεραυνός· ψοφάει τὸ ζῷο, ἀρρωσταίνει τὸ παιδί…
Ἡ Ἐκκλησία γι᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἔχει εἰδικὴ εὐχὴ στὸ Εὐχολόγιο κατὰ τῆς βασκανίας.

 -  Ἀκόμη χειρότερα μπερδεύονται τὰ πράγματα ὅταν οἱ μάγοι χρησιμοποιοῦν ἱερὰ ἀντικείμενα (εἰκόνες, κεριά, λιβάνια…), ἀνακατεύουν μὲ τὰ σατανικὰ λόγια «προσευχές», ἢ λένε πὼς βλέπουν τὴν Παναγία ἢ διαφόρους ἁγίους. Τότε εἶνε ἡ μεγάλη ἀπάτη.
 -  Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀγύρτες τῆς μαγείας ἔχουμε καὶ τὴν αὐτοδιαφημιζομένη ὡς «ἐπιστημονικὴ» μαγεία. Αὐτὴ εἶνε ἐφωδιασμένη μὲ διπλώματα, προβάλλεται ὡς ἐπάγγελμα ποὺ προσφέρει ὑπηρεσίες, διαφημίζεται μὲ τὰ γνωστὰ μέσα, καὶ ἀγρεύει τὰ θύματά της ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν ἀριστοκρατικῶν κύκλων καὶ τῶν ὑψηλὰ ἱσταμένων τῶν ἀστικῶν κέντρων. Πρὸς παραπλάνησιν ἀλλάζει ὄνομα.
Λέγεται πνευματισμός, ἀστρολογία κ.λπ.. Ἀλλὰ «τί Γιάννης, τί Γιαννάκης»· τὸ ἴδιο εἶνε. Ἐδῶ ἀνήκουν τὰ μέντιουμ, τὰ πράσινα τραπέζια, καὶ ἄλλοι τρόποι ἐπικοινωνίας μὲ τὰ δαιμόνια. Ὅλα αὐτὰ εἶνε σατανικά.
* * *
Τὰ λέμε αὐτά, ἀγαπητοί μου, γιὰ νὰ μὴν πέσῃ κανεὶς στὴν παγίδα. Ὡς Χριστιανὸς καὶ ὡς Χριστιανὴ μὴν ἔχεις καμμιά σχέσι μὲ τὴ μαγεία. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πᾷς ἐκεῖ, εἶσαι ἐκτὸς χριστιανισμοῦ, ξεβαφτίζεσαι. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ ὅποιον πάῃ σὲ μάγο ἢ μάγισσα ἔχει ἐπιτίμιο – πόσο νομίζετε;
Γιὰ πορνεία ἢ μοιχεία, ὁρίζει 5 - 6 χρόνια ἀποχὴ ἀπὸ τὴ θεία κοινωνία· ἂν ὅμως πέσῃ κανεὶς στὴ μαγεία, 20 χρόνια θὰ μείνῃ μακριὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο ποτήριο!
Ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ καταλάβῃς, πόσο βαρὺ ἁμάρτημα εἶνε. Γι᾿ αὐτὸ μακριὰ ἀπ᾿ τοὺς μάγους! Καὶ νὰ διαφωτίζῃς καὶ ἄλλους.
Ὅ,τι καὶ νὰ σοῦ συμβῇ, ποτέ μὴν καταφύγῃς στὸ μάγο! Κι ἂν ἀκόμη σοῦ λέῃ ὅτι θὰ σοῦ δώσῃ τὸν καλύτερο γαμπρὸ ἢ τὴν καλύτερη νύφη· κι ἂν σοῦ πῇ πὼς θὰ σοῦ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί· κι ἂν σοῦ στρώσῃ τὸ σπίτι μὲ χρυσάφι, κι ἂν σοῦ δίνῃ ὅλη τὴ γῆ μὲ τὰ βασίλειά της, κι ἂν σοῦ χαρίζῃ τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα, ἐσὺ ποτέ μὴν πᾷς καὶ προσκυνήσῃς τὸ σατανᾶ.
Προτίμησε νὰ πεθάνῃς φτωχὸς μὲ τὸ Χριστό, παρὰ πλούσιος μὲ τὸ διάβολο. Ἔχεις πλοῦτο καὶ γιατρὸ τὸ Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους.
Ἔχεις φάρμακο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Δὲν σὲ φτάνουν αὐτά; Ἂν πιστεύῃς, γονάτισε καὶ ζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ν᾿ ἀπορρίπτῃς καὶ τὰ φάρμακα ποὺ δίνει ἡ ἐπιστήμη.
Ἔχε πίστι στὸ Θεό. Ἐξομολογεῖσαι; κοινωνεῖς τὰ ἄχραντα μυστήρια; διαβάζεις τὴν ἁγία Γραφή; κρατᾷς στὰ χέρια σου τὸν τίμιο σταυρό; ἔχεις ἀγάπη στὴν καρδιά σου; Τότε μὴ φοβᾶσαι. Ἀλλοίμονο, ἂν πιστέψουμε ὅτι ὁ διάβολος εἶνε πιὸ ἰσχυρός. Τρέμει. Τὸν καίει ὁ Χριστός, τὸν καίει ὁ σταυρός, τὸν καίει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν καίει ἡ θεία κοινωνία. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τί εἶπε· «Θὰ σᾶς δώσω τὴ δύναμι, νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιούς…, καὶ νὰ μὴν παθαίνετε τίποτα» (Λουκ. 10,19).
Ἔχε λοιπὸν κοντά σου τὸ Χριστὸ καὶ μὴ φοβᾶσαι κανένα. Αὐτὸν νὰ πιστεύῃς, αὐτὸν νὰ λατρεύῃς, αὐ τὸν ν᾿ ἀγαπᾷς εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἡλιουπόλεως - Ἀθηνῶν τὴν 7-6-1964. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 1-6-2003, ἐπανέκδοσις 10-5-2013.

Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ Τά κλειστὰ μάτια «Ἕν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὥν ἄρτι βλέπω» (Ἰωάν. θ΄ 1-38)

Τά κλειστὰ μάτια
«Ἕν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὥν ἄρτι βλέπω». 
 Κυριακή τοῦ τυφλοῦ (Ἰωάν. θ΄ 1-38)

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Μίαν δραματικὴν σκηνὴν μᾶς παρουσιάζει τὸ σημερινὸν Εὐαγγέλιον, ἀγαπητοί μου. Ἀφορμὴ ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ. Ἔχει ὁ δυστυχὴς γεννηθῆ μέσ’ τὸ σκοτάδι. Ἀκούει χωρὶς νὰ βλέπῃ.  Δὲν γνωρίζει πότε νυχτῶνει καὶ πότε ξημερώνει. Ἄλλοι τοῦ δίδουν φαγητόν. Ἄλλοι τὸν ὁδηγοῦν.

Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ θλιβερὸ τραγούδι, μὲ τὴν ψυχὴν γεμάτην πόνον, κάθεται ὁ τυφλὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ συνηθισμένη του γωνία καὶ μαζεύει καρτερικὰ τὸ νῆμα τῆς θλιμμένης ζωῆς του.
Μιὰ μέρα ἐπέρασεν ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Κύριος. Ἐστάθηκε.
Ἔπτυσε χαμαὶ καὶ μὲ τὸν πηλὸν ἔχρισε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν διέταξε: «πήγαινε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ νὰ πλυθῇς...».
Ὁ τυφλὸς ὑπήκουσε. Ἐπῆγε. Ἔσκυψεν εἰς τὴν στέρναν, ἐπῆρε μὲ τὴν παλάμην του νερὸ καὶ τὸ ἔφερε εἰς τὸ λασπωμένο του πρόσωπο. Δυὸ ἀστραφτερὰ μάτια ἐφάνησαν. Τὸ παντοδύναμο πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ ἐχάρισε τὸ φῶς εἰς τὸν πικραμένον τυφλόν.



Τὸ θαῦμα ἔγινεν ἀμέσως γνωστόν. Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀναστατώνεται. Σχίσμα μεγάλο ἀνάμεσα στὸ λαό. Εἶναι ὁ ἴδιος ἤ δὲν εἶναι; Καὶ αὐτοὶ οἱ γονεῖς του φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν μὲ παρρησίαν τὸ θαῦμα, ποὺ ἔγινε στὸ παιδί των.
Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, τυφλοὶ ἀπὸ τὸ μῖσος των, θέλουν νὰ τὸ διαψεύσουν, νὰ συκοφαντήσουν τὸν Κύριον, νὰ ἀποσιωπηθῇ τὸ θαῦμα.

Πιέζουν τὸν πρώην τυφλόν.  Τὸν ἀπειλοῦν. Αὑτὸς ὅμως μένει ὁ μόνος ὑπερασπιστὴς τῆς ἀλήθειας. Ὁ μόνος θαρραλέος κῆρυξ τοῦ θαύματος: «Ἕνα πρᾶγμα ξέρω, τοὺς λέγει, ὅτι ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω...».

Τὶ τρομερὸν, ἀδελφοί μου!  Νὰ μὴ θέλῃ νὰ ἰδῇ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθειαν!  Νὰ εὐχαριστῆται νὰ εἶναι τυφλὸς στὴν ψυχή! 
Μὲ αὐτούς, τοὺς τυφλοὺς στὴν ψυχή, θὰ ἤθελε τὸ κήρυγμά μας νὰ ἀσχοληθῇ σήμερα.

1.Τυφλοὶ στὴν ψυχή.

Καὶ αὐτὴ ἡ τύφλωσις δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὸ «φῶς τὸ ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», δηλ. τὸν Χριστόν. Δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἀντιληφθοῦν  τὴν ἀλήθειαν. Νὰ καταλάβουν, ὅτι, ὅσοι εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεόν, εἶναι σκλάβοι τῆς ἁμαρτίας, κατάδικοι τῆς χειρότερης τυραννίας. Νὰ καταλάβουν πόσον ὡραία καὶ γλυκειὰ καὶ χαρούμενη καὶ ἤρεμη καὶ δημιουργική εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ γνησία χριστιανικὴ ζωή.
Δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν πόσα ἀξιοδάκρυτα θύματα δημιουργεῖ ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας. Πόσοι χάνονται στὰ φρικτὰ μονοπάτια τοῦ κακοῦ. Πόσοι συντρίβονται!
Νὰ καταλάβουν, ὅτι ὁ ἐγωϊσμός των καὶ τὸ πάθος των τοὺς ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή.  Διότι ὁ ψυχικὰ τυφλός, ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεται τὴν τύφλωσίν  του αὐτή, δι’ αὐτὸ δὲν ζητεῖ καὶ τὴν θεραπείαν. Πάσχουν οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν θέλουν νὰ τὸ παραδεχθοῦν.  Καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Κύριος σήμερα λέγει εἰς τοὺς Φαρισαίους, ὅτι θὰ εἶναι ἀσυγχώρητοι, διότι ὁ ἐγωϊσμός των δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὴν τύφλωσίν των.  Καὶ θὰ μείνουν γιὰ πάντα τυφλοί.

2. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.

Καὶ αὐτὴ ἡ τύφλωσις τοὺς ὁδηγεῖ ὄχι μόνον στὴν κατάσταση νὰ μὴ βλέπουν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντιδροῦν στὴν ἀλήθεια. Κοιτάξετε πάλιν τοὺς Φαρισαίους. Συκοφαντοῦν τὸν Χριστόν.  Πολεμοῦν τὸ φῶς. Ἀγωνίζονται νὰ σβήσουν τὴ λάμψι του.
 Αὐτὸ γίνεται εἰς κάθε ἐποχὴν ἀπὸ τοὺς ψυχικῶς τυφλούς. Συκοφαντοῦν τὸ ὀρθὸν. Καταδιώκουν τὸν ἐνάρετον. Ἀγωνίζονται νὰ ματαιώσουν κάθε ὡραίαν προσπάθειαν. Στὴν ἀρχὴ μὲ κάποιο κάλυμμα.
Ἔπειτα φενερώτατα. Στὸ τέλος μὲ ἀνοιχτὴν πλέον ἀντίθεσιν. Τώρα, βέβαια, τί θὰ γίνῃ μὲ τέτοιους ὁδηγοὺς ἡ κοινωνία, ὅλοι τὸ ἀντιλαμβανόμεθα. Εἶπεν ὁ Κύριος κάποτε, ὅτι ἐὰν ἕνας τυφλός ὁδηγῇ ἄλλον τυφλόν, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο στὸ βάραθρον. (Λουκ. στ΄. 39). Αὐτὸ γίνεται. Τὸ κατάντημα εἶναι ἡ συντριβή.
Φονεῖς!  Γιατὶ σᾶς ἀρέσει νὰ καταστρέφετε ψυχὲς; Γιατί;


3. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.

Καὶ ἡ τύφλωσις αὐτὴ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν ἀπὸ τί ἔχει ἀνάγκην ὁ κόσμος. Ὅλοι ἀνησυχοῦμε, διότι λείπουν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν ἡ ἀγάπη, ἡ καλωσύνη, ἡ στοργή, ἡ δικαιοσύνη, ἡ τιμιότης, ἡ εἰλικρίνεια, ἡ σεμνότης, ἡ ἠθική, ἡ δημιουργικὴ πνοή, τὸ ἀνώτερον πνεῦμα, ἡ ταπείνωσις, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ πραότης, ἡ ἀρετὴ μὲ μιὰ λέξι. Καὶ ἡ κατάστασις αὐτὴ δημιουργεῖ ἕνα κοινωνικὸ κλῖμα ποὺ μυρίζει σῆψιν καὶ προετοιμάζει θάνατον.
Καὶ τὰ βλέπουν αὐτὰ ὅλοι. Καὶ ὁμολογοῦν ὅτι μόνον τὸ χριστιανικὸν πνεῦμα ἠμπορεῖ νὰ διορθώσῃ τὴν κατάστασιν καὶ νὰ φέρῃ στὴν ἀνθρωπότητα τὴν εἰρήνην καὶ τὴν εὐτυχίαν.
Τὰ βλέπουν ὅλοι, ἐκτὸς τῶν ψυχικὰ τυφλῶν. Αὑτοὶ μένουν στὶς ἀντιλήψεις των·  στὸ σκοτάδι.  Καὶ φθείρεται ὁ κόσμος σιγὰ-σιγὰ, χωρὶς ἀγπάη, χωρὶ δικαιοσύνη, χωρὶς πνεῦμα ἀρετῆς.
Τὶ τοὺς ἐνδιαφέρει ὅμως αὐτούς; Πότε ἐπόνεσαν αὐτοὶ ἀληθινὰ τὸν λαόν; Πότε ἐστάθηκαν κοντά του μὲ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον; 
Τυφλοί!  Οὔτε σεῖς βλέπετε, οὔτε ὅμως καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνετε νὰ χαροῦν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ! Καὶ χρησιμοποιεῖτε τὶς θέσεις σας, τὴν σοφίαν σας, τὰς ἐπιστημονικὰς προόδους σας διὰ νὰ παραμορφώνετε τὴν ἀλήθειαν. Εἶσθε οἱ συγχρονισμένοι ἀποστάται, οἱ προωδευμένοι παράνομοι. Ἔχετε τὰ μάτια ἀνοιχτὰ στὶς πονηρίες καὶ στὰ ἁμαρτωλά σας συμφέροντα καὶ κλειστὰ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ φῶς!  Κλειστά!  Φωτοσβέσται! 


4. Τυφλοὶ στὴν ψυχή.

Καὶ αὐτὴ ἡ ψυχική των τύφλωσις δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ ἰδοῦν τὸ πρόβλημα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς. Ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος, ζῇ, ἐργάζεται, δημιουργεῖ οἰκογένειαν, ἐπιτυγχάνει εἰς τὸν ἐπιστομονικὸν τομέα, νικᾷ τὸν ἀέρα, τὴν θάλασσαν, τὴν φύσιν. Εἱς τὸ τέλος ὅμως νικᾶται ἀπὸ τὸν θάνατον.
Καὶ ἀποθνήσει. Καὶ θάπτεται. Καὶ διαλύεται. Ὅμως τί γίνεται μετά; Ποῦ πηγαίνει; Τὶ ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου; Ἐδῶ μένει ὁ ἄνθρωπος ἀμίλητος, νικημένος.
Αὑτὸ τὸ ἄγνωστον μόνον ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψῃ. Ἀλλ’ ὁ τυφλὸς ψυχικὰ δὲν θέλει καὶ ἐδῶ νὰ ἰδῇ.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ ἐξευρευνήσῃ, καταλήγει εἰς τὸ συμπέρασμα νὰ τὸ ἀρνηθῇ. Καὶ ἀποφαίνεται: Μετὰ τὸν θάνατον δὲν ὑπάρχει τίποτε.  Ὁ ἄνθρωπος χάνεται.  Γίνεται χῶμα... Ταλαίπωρε!  Ἔτσι νομίζεις; Καὶ ἐπειδὴ ἐσὺ τὸ ἀρνεῖσαι, δὲν τὸ βλέπεις, παύει δι’ αὐτὸ καὶ νὰ ὑπάρχῃ; Δύστυχε!  Ἀλλοίμονον διὰ τοὺς ψυχικὰ τυφλούς, ποὺ δὲν ἠθέλησαν νὰ μάθουν, νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ πιστεύσουν!  Ὅταν κάποτε θὰ ξυπνήσουν εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, τότε, πλέον θὰ εἶναι ἀργά. Πολὺ, δυστυχῶς, ἀργά! ...
Τί κρῖμα ὅμως!  Ὁμολογουμένως δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα συμφορὰ ἀπὸ τὴν ἠθικὴν τύφλωσιν. Οἱ τυφλοὶ εἰς τὸ σῶμα εἶναι ἀναμφιβόλως ἀτυχεῖς. Ὅμως ἠμποροῦν νὰ γίνουν χρήσιμοι καὶ εἰς τὸν ἑαυτὸν των καὶ εἰς τοὺς ἄλλους. Ἀλλ’ οἱ τυφλοὶ εἰς τὴν ψυχὴν εἶναι συμφορὰ τῆς κοινωνίας, λίβας καυστικὸς καὶ φωτιά, ποὺ κατακαίει. Δι’ αὐτὸ ὁ Ψαλμῳδὸς προσηύχετο καὶ ἔλεγε: «Κύριε, φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον».  Εὐτυχής, πράγματι, ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώρισε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ζῇ μέσα εἰς τὸ φῶς. Καὶ ὅταν ἀποθάνῃ, πάλιν εἰς τὸ φῶς μεταβαίνει. Τὸ αἰώνιον Φῶς! 

Ἀγαπητοί,
Κατὰ τὸ 1958  μία ὁμὰς τυφλῶν Γιουγκοσλάβων ἐπεσκέφθη τὴν Ἐλλάδα. Ἠθέλησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ ἀρχαιολογικοὺς χώρους. Οἱ φωτογραφίες, ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, ἔδειχναν τοὺς τυφλοὺς νέους καὶ νέες, ποὺ ἔψαχναν μὲ τὰ δάκτυλά των τὶς πτυχὲς τῶν σκαλιστῶν μαρμάρων στὴ Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, καὶ προσπαθοῦσαν νὰ κατανοήσουν μὲ τὰ δάκτυλά των ὅ,τι δὲν ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια· δηλαδὴ τὸ ἀθάνατο ἀρχαῖο ἑλλινικὸ πνεῦμα. Ἦταν ἕνα θέαμα ἀφάνταστα συγκινητικό...
Τί νὰ πῇ τώρα κανεὶς διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν μὲν ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τοῦ σώματος, μένουν ὅμως θεληματικὰ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς;
Πῶς νὰ ἰδοῦν αὐτοὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ Θεοῦ, τὰ κάλλη τῆς ἀρετῆς. Ζοῦν, οἱ δυστυχεῖς, διαρκῶς στὸ σκοτάδι.

Ἀδελφέ! 
Ἄς σταθοῦμε καὶ οἱ δυὸ μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἄς Τοῦ ποῦμε μὲ ὅλην μας τὴν καρδιά: 
«Κύριε, δὲν θέλω ποτὲ νὰ εἶμαι τυφλός στὴν ψυχή. 
Μὴν ἀφήσῃς τὰ μάτια μου νὰ μένουν κλειστὰ στὸ σωτήριο φῶς Σου!  Μὴν ἀφήσῃς!»



Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.31-35)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία 
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 17 Μαΐου 2015 - Κυριακή του Τυφλού


tyflouΟὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε
οὔτε οἱ γονεῖς του,
ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλὸς
γιὰ νὰ φανερωθεῖ
ἡ δύναμη
τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ
πάνω σ’ αὐτόν.


᾿Ιω. θ´ 1-38
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῾Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ᾿Απεκρίθη ᾿Ιησοῦς·
Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ
ἐν αὐτῷ. ᾿Εμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ῞Οταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῞Υπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ᾿Απῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ῎Αλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ᾿Εκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ῎Ελεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ᾿Απεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ῎Ανθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα. ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ῏Ην δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ῎Ελεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ῎Αλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ῾Ο δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ᾿Απεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ᾿Εφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ᾿Απεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· Τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ᾿Ελοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ῾Ημεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ᾿Απεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ᾿Εν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ͺᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ᾿Εκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ᾿Απεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ᾿Εν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ᾿Απεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ῾Ο δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. 

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς πήγαινε στὸν δρόμο του ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Τὸν ρώτησαν, λοιπόν, οἱ μαθητές του· «Διδάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε καὶ γεννήθηκε αὐτὸς τυφλός, ὁ ἴδιος ἢ οἱ γονεῖς του;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἀπάντησε· «Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλὸς γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ δύναμη τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ αὐτόν. ῞Οσο διαρκεῖ ἡ μέρα, πρέπει νὰ ἐκτελῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε. ῎Ερχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται. ῞Οσο εἶμαι σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, εἶμαι τὸ φῶς γιὰ τὸν κόσμο». ῞Οταν τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα, ἄλειψε μὲ τὸν πηλὸ τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, καὶ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε νὰ νιφτεῖς στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ» -ποὺ σημαίνει «ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καὶ νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε πίσω, ἔβλεπε. Τότε οἱ γείτονες κι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν· «Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ καθόταν ἐδῶ καὶ ζητιάνευε;» Μερικοὶ ἔλεγαν· «Αὐτὸς εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν· «Εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει». ῾Ο ἴδιος ὅμως ἔλεγε· «᾿Εγὼ εἶμαι». Τότε τὸν ρωτοῦσαν· «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τὰ μάτια σου;» ᾿Εκεῖνος ἀπάντησε· «῞Ενας ἄνθρωπος ποὺ τὸν λένε ᾿Ιησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε· “πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψου”· πῆγα λοιπὸν ἐκεῖ, νίφτηκα καὶ βρῆκα τὸ φῶς μου». Τὸν ρώτησαν, λοιπόν· «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δὲν ξέρω», τοὺς ἀπάντησε. Τὸν ἔφεραν τότε στοὺς Φαρισαίους, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν ἄλλοτε τυφλός. ῾Η μέρα ποὺ ἔφτιαξε ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν πηλὸ καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια ἦταν Σάββατο. ῎Αρχισαν λοιπὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι νὰ τὸν ρωτοῦν πάλι πῶς ἀπέκτησε τὸ φῶς του. Αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε· «῎Εβαλε πάνω στὰ μάτια μου πηλό, νίφτηκα καὶ βλέπω». Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ἔλεγαν· «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου». ῎Αλλοι ὅμως ἔλεγαν· «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάνει τέτοια σημεῖα;» Καὶ ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπὸν πάλι τὸν τυφλό· «᾿Εσὺ τί λὲς γι’ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;» Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε· «Εἶναι προφήτης». Οἱ ᾿Ιουδαῖοι ὅμως δὲν ἐννοοῦσαν νὰ πιστέψουν πὼς αὐτὸς ἦταν τυφλὸς κι ἀπέκτησε τὸ φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοὺς ρώτησαν· «Αὐτὸς εἶναι ὁ γιός σας ποὺ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν· «Ξέρουμε πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν τὸ ξέρουμε, ἢ ποιὸς τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια, ἐμεῖς δὲν τὸ ξέρουμε. Ρωτῆστε τὸν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτὸς μπορεῖ νὰ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του». Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπὸ φόβο πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους. Γιατί, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νὰ ἀφορίζεται ἀπὸ τὴ συναγωγὴ ὅποιος παραδεχτεῖ πὼς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι’ αὐτὸ εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τὸν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν πρὶν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν· «Πὲς τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός». ᾿Εκεῖνος τότε τοὺς ἀπάντησε· «῍Αν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν τὸ ξέρω· ἕνα ξέρω· πώς, ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τὸν ρώτησαν πάλι· «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;» «Σᾶς τὸ εἶπα κιόλας», τοὺς ἀποκρίθηκε, «ἀλλὰ δὲν πειστήκατε· γιατί θέλετε νὰ τὸ ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νὰ γίνετε μαθητές του;» Τὸν περιγέλασαν τότε καὶ τοῦ εἶπαν· «᾿Εσὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ· ἐμεῖς ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς μίλησε στὸν Μωυσῆ, ἐνῶ γι’ αὐτὸν δὲν ξέρουμε τὴν προέλευσή του». Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καὶ τοὺς εἶπε· «᾿Εδῶ εἶναι τὸ παράξενο, πὼς ἐσεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως αὐτὸς μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς δὲν τοὺς ἀκούει, ἀλλὰ ἂν κάποιος τὸν σέβεται καὶ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸν τὸν ἀκούει. ᾿Απὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος, δὲν ἀκούστηκε ν’ ἀνοίξει κανεὶς τὰ μάτια ἑνὸς γεννημένου τυφλοῦ. ῍Αν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα». «᾿Εσὺ εἶσαι βουτηγμένος στὴν ἁμαρτία ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καὶ κάνεις τὸν δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;» Καὶ τὸν πέταξαν ἔξω. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἔμαθε ὅτι τὸν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τὸν βρῆκε, τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ πιστεύεις στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ;» ᾿Εκεῖνος ἀποκρίθηκε· «Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός, κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν;» «Μὰ τὸν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς. «Αὐτὸς ποὺ μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτὸς εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε· «Πιστεύω Κύριε», καὶ τὸν προσκύνησε.

Ο Απόστολος της Κυριακής 17 Μαΐου 2015 - Του τυφλού


tyflou2Πίστεψε
εἰς τὸν Κύριον
Ἰησοῦν Χριστὸν
καὶ θὰ σωθῇς
σὺ καὶ οἱ οἰκιακοί σου.


(Πραξ. ιστ´ 16-34)
Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν ῾Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. Καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ῎Αφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ῎Εξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ᾿Εφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; Οἱ δὲ εἶπον· Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιᾶτο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
 
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Τίς ἡμέρες ἐκείνες, καθὼς ἐπηγαίναμεν εἰς τὸν τόπον τῆς προσευχῆς μᾶς συνήντησε κάποια ὑπηρέτρια ποὺ εἶχε πνεῦμα μαντικόν, καὶ μὲ τὴν μαντείαν ἔφερνε πολλὰ κέρδη εἰς τοὺς κυρίους της. Αὐτὴ ἀκολουθοῦσε τὸν Παῦλον καὶ ἐμᾶς καὶ ἐφώναζε, «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δούλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ σᾶς ἀναγγέλουν τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας». Αὐτὸ τὸ ἔκανε πολλὲς ἡμέρες. Ὁ Παῦλος ἦτο πολὺ ἀγανακτισμένος καὶ στραφεὶς εἶπε εἰς τὸ πνεῦμα, «Σὲ διατάσσω εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ βγῇς ἀπὸ αὐτήν». Καὶ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐβγῆκε.
Ὅταν ὅμως οἱ κύριοί της εἶδαν ὅτι ἐχάθηκε ἡ ἐλπίδα τῶν κερδῶν τους, ἔπιασαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν καὶ τοὺς ἔσυραν εἰς τὴν ἀγορὰν πρὸς τὰς ἀρχάς, καὶ ὅταν τοὺς ἔφεραν εἰς τοὺς στρατηγοὺς εἶπαν, «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι Ἰουδαῖοι, δημιουργοῦν ταραχὴν εἰς τὴν πόλιν μας· κηρύσσουν διδασκαλίας, τὰς ὁποίας ἔμεῖς ποὺ εἴμεθα Ρωμαῖοι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰς παραδεχθοῦμε ἢ νὰ τὰς ἐφαρμόσωμεν». Ξεσηκώθηκε καὶ ὁ ὄχλος ἐναντίον τους, οἱ δὲ στρατηγοὶ τοὺς ἐξέσχισαν τὰ ἐνδύματα καὶ διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν. Ἀφοῦ τοὺς ἔδωκαν πολλὰ ραβδίσματα, τοὺς ἔριξαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ παρήγγειλαν εἰς τὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάττῃ καλά. Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε τέτοιαν παραγγελίαν, τοὺς ἔβαλε εἰς τὴν πιὸ βαθειὰ φυλακὴν καὶ ἔδεσε τὰ πόδια τους εἰς τὸ ξύλον πρὸς ἀσφάλειαν.
Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας προσηύχοντο καὶ ἔψαλλαν ὕμνους εἰς τὸν Θεόν, καὶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι τοὺς ἄκουαν. Ἔξαφνα ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, ὥστε ἐσαλεύθησαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς, καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καὶ ὅλων τὰ δεσμὰ ἐλύθηκαν. Ὅταν ἐξύπνησε ὁ δεσμοφύλαξ καὶ εἶδε ἀνοικτὲς τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, ἔσυρε τὸ μαχαίρι του καὶ ἐπρόκειτο ν’ αὐτοκτονήσῃ, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν φύγει. Ἀλλ’ ὁ Παῦλος τοῦ ἐφώναξε δυνατά, «Μὴ κάνῃς κανένα κακὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σου, διότι ὅλοι εἴμεθα ἐδῶ». Ἀφοῦ ἐζήτησε φῶτα, ἐπήδησε μέσα καί, τρομαγμένος, ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα. Ὕστερα τοὺς ὡδήγησε ἔξω καὶ εἶπε, «Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;». Ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν, «Πίστεψε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ θὰ σωθῇς σὺ καὶ οἱ οἰκιακοί σου». Καὶ ἐκήρυξαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ὅλους ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του. Ἐκείνην τὴν νυχτερινὴν ὥραν τοὺς ἐπῆρε καὶ ἔπλυνε τὶς πληγές τους καὶ ἀμέσως κατόπιν ἐβαπτίσθηκε καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του. Τοὺς ἔφερε εἰς τὸ σπίτι του, τοὺς ἔδωσε φαγητὸν καὶ ἐχαίρετο μὲ ὅλους τοὺς δικούς του διὰ τὴν πίστιν του εἰς τὸν Θεόν.

Οι άγιοι Απόστολοι Ανδρόνικος και Ιουνία

Συγγενείς και συναιχμαλώτους και επισήμους μεταξύ των Αποστόλων ονομάζει ο πνευματοκίνητος απόστολος Παύλος τον Ανδρόνικον και την Ιουνίαν, οι οποίοι έγιναν απόστολοι Χριστού πριν απ’ αυτόν και στην επιστολή προς Ρωμαίους γράφει: «Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν τους συγ­γενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισίν επίσημοι εν τοις αποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Χριστώ» (Ρωμ. 16,7).
andriun2
Από την αρχή γεννήθηκε πρόβλημα, αν η αιτιατική «Ιουνίαν» δηλώνει άνδρα ή γυναίκα. Εκ των παλαιών ερμηνευτών ο Ωριγένης θεωρεί τον Ανδρόνι­κον και τον «Ιουνίαν» άνδρα ως «εξ Ιουδαίων Χριστιανούς». Οι αείμνηστοι καθηγηταί του Πανεπιστημίου, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ν. Λούβαρης και Β. Ιωαννίδης, γράφουν ότι πρόκειται περί γυναικός. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Ιουνία, θα ήτο σύζυγος ή αδελφή του ’Ανδρονίκου.
Αμφότεροι προσήλθαν ενωρίτερα του Παύλου εις τον χριστιανισμό. Ίσως δε πρωτοστάτησαν εις την διάδοση του Ευαγγελίου στη Μ. Ασία και τη Ρώμη. Ο Παύλος θα τους γνώριζε κατά την εν Μ. Ασία δράση του και θα πληροφορήθηκε την εις Ρώμη μετάβασή τους. Κατά τον Ιππόλυτον (ΒΕΠΕΣ, τόμ. 6ος σ. 297 στίχ. 29), ο Ανδρόνικος κατέστη επίσκοπος Πανονίας, κατά δε τον ψευδο-Δωρόθεον Ισπανίας. Η Εκκλησία μας εορτάζει την εύρεση των λεψάνων τους στις 22 Φε­βρουάριου. Τα λείψανά τους ευρέθηκαν επί πατριάρχου Κωνσταντινουπό­λεως Θωμά το 607-610 μ.Χ. κείμενα εν γη. Μετά παρέλευση δε καιρού απεκαλύφθη δι’ οράματος εις Νικόλαον τον κληρικόν και καλλιγράφον, ότι από τα ευρεθέντα λείψανα μερικά ανήκουν στους Αποστόλους Ανδρόνικον και Ιουνίαν.
(Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Α. Βασιλόπουλου, Συνοπτικά Συναξάρια των Εβδομήκοντα Αγίων Αποστόλων, Αθήναι 1992, σ. 38-39)

Εορτή του Αγίου Αθανασίου του Επισκόπου Χριστιανουπόλεως



Τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου, του Νέου, του Θαυματουργού και Επισκόπου Χριστιανουπόλεως τιμά σήμερα, 17 Μαΐου, η Εκκλησία μας.
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Καρύταινα της Γορτυνίας περί το 1640 μ.Χ. (κατά άλλους στην Κέρκυρα το 1664 μ.Χ.) και το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Κορφηνός.
Οι γονείς του ονομάζονταν Ανδρέας και Ευφροσύνη και είχαν ακόμη τρία τέκνα. Υποθέτουμε πως τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην γενέτειρά του και στην συνέχεια μάλλον φοίτησε στην περίφημη σχολή της μονής Φιλοσόφου και αργότερα, ως κληρικός, στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Αναστάσιος βρισκόταν σε ηλικία γάμου, οι γονείς του παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει τη μοναχική πολιτεία, επέμεναν να τον νυμφεύσουν. Ο πατέρας του μάλιστα, χωρίς καν να έχει την σύμφωνη γνώμη του υιού του, τον αρραβώνιασε στην Πάτρα με την θυγατέρα ενός πλούσιου άρχοντος και στην συνέχεια τον έστειλε στο Ναύπλιο να προμηθευθεί τα γαμήλια πράγματα.
Ο Αναστάσιος υπάκουσε στην πατρική εντολή και ξεκίνησε για το Ναύπλιο. Στον δρόμο του πέρασε και από το εκκλησάκι της Παναγίας στο Βιδόνι, κοντά στο χωριό Σύρνα και ζήτησε την θεία φώτιση.
Στο Ναύπλιο, αφού αγόρασε ότι έπρεπε, πήρε την μεγάλη απόφαση. Αναφέρεται πως την προηγούμενη νύχτα της προγραμματισμένης αναχωρήσεώς του για την Καρύταινα, ενώ βασανιζόταν από τους λογισμούς τι να πράξει, είδε στον ύπνο του την Παναγία μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, η οποία αποκαλώντας τον με το όνομα που επρόκειτο να λάβει αργότερα ως μοναχός, του είπε, σύμφωνα με τα γραφόμενα του πρώτου βιογράφου του:
«Σκεύος εκλογής καί υπηρέτην τού Υιού μου επιθυμώ νά γίνεις, Αθανάσιε. Απέστειλε, λοιπόν, τούς δούλους σου μέ τά νυμφικά ιμάτια πρός τόν πατέρα σου καί η κόρη άς συζευχθεί άλλον άνδρα. Εσύ δέ νά πορευθείς στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά λάβεις ότι ο Υιός καί Θεός μου ευδόκησε». Έτσι κι έγινε.
Ο Αθανάσιος απέστειλε πίσω τους δούλους και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού έγινε μοναχός με το όνομα Αθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος και πρεσβύτερος.
Επί της πρώτης πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιακώβου, ο Άγιος Αθανάσιος χειροτονείται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Αρκαδίας, σε διαδοχή του Μητροπολίτου Ευγενίου, που με βάση σωζόμενα έγγραφα αρχιεράτευσε στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία από το 1645 μ.Χ. έως το 1673 μ.Χ. τουλάχιστον.
Ως χρόνο της χειροτονίας του πρέπει να υποθέσουμε το αργότερο τα τέλη του 1680 μ.Χ. ή τις αρχές του 1681 μ.Χ., γιατί για πρώτη φορά απαντάται τον Απρίλιο αυτού του έτους, όταν υπογράφει ως μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη αφοριστικό γράμμα προς τον Μητροπολίτη Ευρίπου και Επίτροπο Μελενίκου.
Ως προς την έδρα της Μητροπόλεως, ο τίτλος «Χρφιστιανουπόλεως» οδηγεί στην Χριστιανούπολη, το σημερινό χωριό Χριστιάνοι. Ουσιαστική όμως έδρα της Μητροπόλεως πρέπει να θεωρήσουμε με ασφάλεια την πόλη της Κυπαρισσίας.
Η κατάσταση της επαρχίας του Αγίου ήταν οικονομικά, εκκλησιαστικά και ηθικά απελπιστική. Όσο υπήρχε στην Πελοπόννησο η Τουρκική κατάσταση, η θέση των Χριστιανών από οικονομική πλευρά ήταν δεινή. Η θρησκευτική κατάσταση, παρά την ευεργετική δράση των μοναχών του Λουσίου και της σχολής της μονής Φιλοσόφου και όποιων άλλων, δεν διέφερε και πολύ, τα δύσκολα εκείνα χρόνια, από την κατάσταση της υπόδουλης χώρας.
Ο Άγιος Αθανάσιος άρχισε αμέσως τον αγώνα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα διάφορα προβλήματα και να βελτιώσει την κατάσταση. Πρώτο μέλημά του ήταν η εξεύρεση κατάλληλων νέων για τι ιερατικό αξίωμα.
Προκειμένου να πετύχει τον στόχο του ο Άγιος σύστησε σχολεία για την στοιχειώδη λειτουργική και λοιπή εκπαίδευση των υποψηφίων και παράλληλα παραιτήθηκε από κάθε συνηθισμένη τότε οικονομική προσφορά, που δινόταν εκ μέρους τους στον Αρχιερέα για την συντήρηση του ιδίου και της Επισκοπής.
Πιστεύοντας ο Άγιος πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο ιερός θεσμός, που διατηρεί την γνήσια πίστη στον Χριστό και ο συνεκτικός κρίκος, που ενώνει τους υπόδουλους Έλληνες και συντηρεί την εθνική συνείδηση και ακόμα πως οι εκκλησίες είναι το κέντρο αναφοράς και το σημείο συναντήσεως και κοινωνίας των δύστυχων Ελλήνων, φρόντισε για την επισκευή και συντήρησή τους, όσο βέβαια αυτό ήταν εφικτό και από οικονομικής πλευράς και από πλευράς χορηγήσεως αδείας από τους Τούρκους.
Ο Άγιος ενδιαφέρθηκε και για τα μοναστήρια, τις ιερές αυτές εστίες της σωτηρίας, τα κέντρα φωτισμού και φιλανθρωπίας, που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την ελευθερία του υπόδουλου Γένους.
Προς το ποίμνιό του ο Άγιος Αθανάσιος στάθηκε αληθινός Επίσκοπος και μιμητής του Χριστού, που ενδιαφέρθηκε όχι μόνο για τους τόπους λατρείας, αλλά και για την διακονία του λαού του, προκειμένου να τον ανακουφίσει από τα καθημερινά δεινά της ζωής και της δουλειάς. Η αγάπη του προς τα ορφανά, τις χήρες, τους ανήμπορους γέροντες, τους διωκόμενους και αδικούμενους ήταν μοναδική.
Ο Τριαδικός Θεός παρέσχε στον Άγιο «μισθό» και τον αξίωσε ήδη από την επίγεια ζωή του αλλά και μετά την κοίμησή του να επιτελεί σημεία και θαύματα. Αναφέρεται πως, όταν ο Άγιος λειτουργούσε, την στιγμή που έβγαινε στην Ωραία Πύλη να πει το «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού καί ίδε…», οι πιστοί έβλεπαν μπροστά στο στόμα του ένα φεγγοβόλο αστέρι.
Έτσι, αφού ποίμανε θεοφιλώς το ποίμνιό του και διακόνησε την Εκκλησία του Χριστού, ο Άγιος Αθανάσιος κοιμήθηκε μετά από ολιγοήμερη ασθένεια το 1707 μ.Χ. ή το 1708 μ.Χ. (κατά άλλους το 1735 μ.Χ.). Λίγα χρόνια αργότερα, μεταξύ των ετών 1710 - 1713 έγινε η εκταφή του και το ιερό λείψανο βρέθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του αδιάλυτο και μυροβόλο.
Απολυτίκιο:
Ήχος α’. Τής ερήμου πολίτης.Τούς τελούντας τήν μνήμην, καί τιμώντας τό σώμα σου, καί πανευλαβώς προσκυνούντας τήν μυρίπνοον Κάραν σου, ως έχων παρρησίαν πρός Θεόν, ικέτευε Χριστόν τόν αγαθόν, καί ταίς σαίς θερμαίς πρεσβείαις, τών κινδύνων σώζε, ώ άγιε Αθανάσιε. Έχων δέ καί συμπρεσβευτήν, τόν μέγαν Κυρίου Πρόδρομον, έσο αοράτως τής Μονής, φρουρός καί προπύργιον.





 









Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης, ο Καππαδόκης


Ημέρα πού θα πέραση και δεν ένοιωσες τον Χριστό μας στην καρδία σου, δια της προσευχής, αναγνώσεως Ψαλτηρίου, Ευαγγελίου, κλπ., κλπ., να θεωρείς ότι απώλεσες αύτη την μέρα! 
Να παρακαλείς με δάκρυα, όπως ή Μαρία Μαγδαληνή και να λέγεις: Χριστέ μου, μη με εγκατάλειψης! Χριστέ μου μη με αφήνεις μόνο, Χριστέ μου γλυκύτατε, μη πάρεις την ψυχήν μου αν δεν γίνω όλος Σος!

Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν. θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει ή Εκκλησία μας, δηλ. Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, άλλα ενίοτε αφήνετε τα και δι' ολίγον. Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε και μόνοι σας στο τον Χριστό μας. Άπλα και από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: «Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ημέρα μου πνευματικά, άλλα με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, Έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.» Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις.

Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία.

Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Δια πολλούς λόγους την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις.

Ημέρα να μη περάση χωρίς προσευχήν, αλλά και προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ.
Πηγή: "Τρελογιάννης"

Να ο δρόμος ! ... Να, η πύλη !


Να ο δρόμος ! ... Να, η πύλη !
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης
Γι’ αυτό όταν μας κατηγορούν, όταν μας συκοφαντούν, όταν μας πειράζουν, όταν μας ταπεινώνουν, όταν μας αδικούν, πρέπει κι εμείς να συγχωρούμε.
Με οποία καρδιά, με οποία δύναμη, με οποία διάθεση προσφέρουμε τη συγχωρητικότητά μας, όχι εκατονταπλάσια, άλλα μυριοπλάσια θα είναι τα αντίστοιχα αγαθά, που θα λάβουμε από τον Θεό.
Να ο δρόμος! Να, πως ακριβώς μπορούμε να σωθούμε!
Να, η πύλη από την οποία θα εισέλθουμε στη Βασιλεία των ουρανών!

Η δύναμη της προσευχής - Ένα μέτρο πάνω απ’το έδαφος, λουσμένος στο Φως

Η δύναμη της προσευχής - Ένα μέτρο πάνω απ’το έδαφος, λουσμένος στο Φως
Κάποιες μέρες του 1980, ο Πατήρ Βησσαρίων της Μονής Αγάθωνος βρέθηκε για λόγους ποιμαντικούς στο χωριό Κάτω Τιθορέα της Φθιώτιδος και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειας Ευαγγέλου και Ζωής Κωνσταντίνου.
Το δεύτερο βράδυ της φιλοξενίας σηκώθηκε η κυρία Ζωή γύρω στα μεσάνυχτα για κάποια ανάγκη της.Βγαίνοντας στον διάδρομο, παρατήρησε ότι από το δωμάτιο όπου αναπαυόταν ο πατήρ Βησσαρίων, έβγαινε φως.

Το σπίτι ήταν παλιάς κατασκευής, με πόρτες στα υπνοδωμάτια, στις οποίες υπήρχαν μικρά τζαμάκια, που τα κάλυπταν ομορφοκεντημένα κουρτινάκια.Κάποιο λοιπόν απ’αυτά ήταν τραβηγμένο και η νοικοκυρά του σπιτιού είδε να έρχεται ένα παράδοξο φως.Πλησίασε ασυναίσθητα και κοίταξε μέσα. Μαρμάρωσε από την έκπληξη!!Είδε τον πατέρα Βησσαρίωνα γονατιστό, σε στάση προσευχής, αλλά στον αέρα!Ένα μέτρο πάνω από το έδαφος και λουσμένο μέσα σε Φώς!…
Όταν συνήλθε από την έκπληξη και τον θαυμασμό, πήγε και ξύπνησε τον άνδρα της, σκεπτόμενη ότι, όταν θα του διηγείτο τι είδε δεν θα την πίστευε και θα την έλεγε «ονειροπαρμένη».
Ξύπνησε λοιπόν ο άνδρας της, ο κυρ-Βαγγέλης, σηκώθηκε και ακολούθησε την κυρία Ζωή μπροστά στο τζαμάκι της εσώπορτας και αντίκρυσε κι αυτός την ίδια αξιοθαύμαστη εικόνα:τον πατέρα Βησσαρίωνα λουσμένο μέσα σε ολόλαμπρο ωραιότατο πάλλευκο Φως, να προσεύχεται γονατιστός στον αέρα!
Όταν από την έκπληξη και τον θαυμασμό συνήλθαν, ο κυρ-Βαγγέλης σταυροκοπήθηκε πολλές φορές και είπε στην γυναίκα του:
- Δεν θα το πούμε σε κανέναν, μέχρι που να πεθάνει ο παππούλης.
(Αυτό το γεγονός το διηγήθηκε η ανηψιά του κυρ-Βαγγέλη και της κυρίας Ζωής Κωνσταντίνου την 1/6/2006).
*«Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» του Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου κ. Αναγνωστόπουλου.(Κεφάλαιο 1 - Η προσευχή με το όνομα του Ιησού Χριστού).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...