Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2011

Η δύναμις των πρεσβειών της Θεοτόκου

«Χαίρε λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν..».
Χριστιανοί μου, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί από μόνος του να απαλλαγεί από το βάρος της αμαρτίας. Κανένας μας δεν μπορεί από μόνος του να καθαρίσει τη βρωμιά και τα στίγματα που δημιουργεί η κακία, η πονηρία, ο εγωισμός, η υπερηφάνεια, η κενοδοξία, η φιλαργυρία και το σύνολο των παθών. Μόνον ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Ιησούς Χριστός το μπόρεσε με τη θυσία Του πάνω στο Σταυρό. Το Θεανθρώπινο εκείνο αίμα που έρευσε πάνω στο Γολγοθά….με αυτό ξεπλένει τον ρύπο και την ενοχή της κάθε αμαρτίας. Της πιο μεγάλης, της πιο βαριάς, της αμαρτίας του συνόλου των ανθρώπων.
Είναι ο Σωτήρας, ο Λυτρωτής, είναι η Ζωή, το Φως, η Ανάστασις.
Και αυτήν τη δωρεά, τη λύτρωση και τη σωτηρία την χρωστάμε στην Παναγία μας, γιατί αυτή γέννησε τον Θεάνθρωπο Κύριον, τον Σωτήρα του κόσμου, δια μέσου του οποίου επραγματώθη η πνευματική και ηθική κάθαρση του όλου ανθρώπου. Πόση ευγνωμοσύνη λοιπόν, οφείλουμε στην Κυρία Θεοτόκο! Εάν δεν έλεγε το «ναι» στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, δηλαδή αν δεν έλεγε τις φράσεις «Ιδού η δούλη Κυρίου, γεννητό μου κατά το ρήμα σου», δεν θα είχε γεννηθεί ο Υιός της, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Ιησούς Χριστός μέσα απ’ τα σπλάχνα της. Και όλοι μας θα βρισκόμασταν κάτω απ’ το βάρος της αμαρτίας, κάτω απ’ την τυραννίαν του διαβόλου, κάτω από την εξουσίαν του θανάτου.
Γι’ αυτό και τόσα εγκώμια στην Παναγία μας.
Γι’ αυτό τόσοι ύμνοι και ωδές πνευματικές.
Γι’ αυτό και τόσο μεγάλο και αμέτρητο το πλήθος των θεοτοκίων.
Η θέση της στην Εκκλησία μας, στους ναούς μας, είναι δεξιά του Υιού της. Το βλέπετε εδώ στο ιερό τέμπλο…όπως σας βλέπω εγώ και όπως είναι η εικόνα του Κυρίου, δεξιά της είναι η Παναγία μητέρα Του. Σκοπός λοιπόν της ομιλίας μας είναι η Παναγία μας.
Γι’ αυτό ας παρακολουθήσουμε μερικές σκέψεις ιερές…

Ο νεοφανής Άγιος της Εκκλησίας μας ο Άγιος Άνθιμος Χίου, που εκοιμήθη το 1960, ακόμα πιο νεότερος του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης και του Οσίου Νικολάου του Πλανά, μας λέγει τα εξής περίπου για την Παναγία μας.

Η Παναγία μας αδελφοί μου, η Υπεραγία Θεοτόκος, είναι η σωτηρία όλου του κόσμου γιατί γέννησε τον Σωτήρα του κόσμου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η Παναγία μας είναι η ολόφωτη εκείνη λαμπάδα που λάμπει περισσότερο από επτά ήλιους μαζί, φωτίζοντας με τη θεομητορική της λάμψη ολόκληρη της οικουμένη. Όταν τρέχουμε κοντά της, όπως το κάναμε και σήμερα το βράδυ, τώρα, που τρέξαμε για ν’ ακούσουμε και να ψάλλουμε τους χαιρετισμούς της…και αυτό όταν το κάνουμε βέβαια με πίστη και με ευλάβεια, με ταπεινό το φρόνημα και με καρδιά συντετριμμένη, τότε δεν θα μας απορρίψει ποτέ.
Είναι η Μητέρα μας, είναι η παρηγοριά μας, είναι η προστασία μας. Και αυτό το βεβαιώνει η ορθόδοξη εκκλησιαστική μας υμνολογία όταν ψάλλει «πάντων προστατεύεις Αγαθή».
Μας συμπαθεί, μας πονάει, μας λυπάται, στην κάθε μας ανάγκη είναι πρόθυμη να τρέξει κοντά μας για να μας βοηθήσει, αρκεί να της το ζητήσουμε με βαθιά πίστη και πολλή την ταπείνωση. Και ποιος δεν την φωνάζει; Και ποιος δεν την παρακαλεί;
Όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας είναι βοηθοί μας, αλλά απ’ όλους περισσότερον η Παναγία μας. Διότι Εκείνη έχει το πλήθος των οικτιρμών και μάλιστα για όλους εμάς που είμεθα αμαρτωλοί, αχρείοι, εκτρώματα του κόσμου τούτου. Γι’ αυτό και δεν παύει να μεσιτεύει στον Υιόν της, να Τον παρακαλεί, να Τον ικετεύει για το φωτισμό μας, για τη διόρθωσή μας, για τη σωτηρία μας. Και ο Υιός της, ο Θεάνθρωπος Κύριος, έχει μεγάλη τη χαρά όταν τον παρακαλεί η Παναγία Μητέρα Του διότι δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού αλλά τη σωτηρία του. Γι’ αυτό και μας την έφερε στον κόσμο, γι’ αυτό και μας την χάρισε. Για να την έχουμε σαν μέσο σωτηρίας, σαν σανίδα σωτηρίας, σαν κλίμακα του Ιακώβ, σαν γέφυρα που μας οδηγεί από την γη στον ουρανό.
«Και Σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν,
μη μου ελέγξει τας πράξεις ενώπιον των αγγέλων,
ο Υιός σου, παρακαλούμεν σε Παρθένε
βοήθησόν με εν τάχει».
Να η διαβεβαίωσις από τις παρακλήσεις μας το Δεκαπεντάυγουστο.
Μέσο σωτηρίας όμως είναι και τα Πανάγια Μυστήρια, τα Πανάγια Μυστήριά μας.
Μέσο σωτηρίας και ο πνευματικός μας στην ιερά εξομολόγηση.

«Χαίρε λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν..».
Σφάλλουμε; Δια πρεσβειών της Παναγίας μας μητρός στον πνευματικό να τρέξουμε. Ας σφάλουμε, αμαρτάνουμε…ναι, αμαρτάνουμε κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, τότε λιμάνι σωτηρίας είναι η ιερά εξομολόγησις με μετάνοια αληθινή.
Ναι χριστιανοί μου, ο ανεξίκακος Υιός της Παρθένου, ο μακρόθυμος Υιός της Παναγίας, ο φιλάνθρωπος Υιός της Θεοτόκου, μας δώρισε πλούσια τα μέσα σωτηρίας και τα πρώτα είναι το Βάπτισμα και το Χρίσμα, η Θεία Κοινωνία και η ιερά εξομολόγηση. Και τα χορηγεί σε όλους μας μικρούς και μεγάλους, άντρες και γυναίκες, νέους, γέρους και παιδιά, δικαίους και αδίκους, πονηρούς και αγαθούς, καλούς και κακούς, αμαρτωλούς και εναρέτους.
Και μας στέλνει και βοηθούς για αυτό το φωτισμό. Έχουμε βοηθούς αγγέλους και αρχαγγέλους και τον άγγελο φύλακα της ψυχής μας. Έχουμε βοηθούς και όλους τους Αγίους όπως τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Γρηγόριο, τον Άγιο πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο Στέφανο, τον Άγιο Χαράλαμπο, τον Άγιο Χρυσόστομο, τον Άγιο Νεκτάριο, τον Άγιο Χριστοφόρο, τον Άγιο Αθανάσιο, τον Άγιο Βασίλειο, το Μέγα Αντώνιο και τόσους τόσους άλλους Αγίους.
Έχουμε ακόμα την Αγία Βαρβάρα, την Αγία Παρασκευή, την Αγία Αικατερίνη, την Αγία Μαρίνα, την Αγία Ματρώνα, την Αγία Μαρκέλλα, την Αγία Ειρήνη, την Αγία Ελένη και πλήθος ακόμη άπειρο Αγίων γυναικών.
Έχουμε επίσης το χορό των Αγίων Αποστόλων, την χορεία των Προφητών, τους ομίλους των Οσίων και θεοφόρων Πατέρων ημών, τους ομίλους των Μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων και τους εν ασκήσει διαλάμψαντες Αγίους και τόσους άλλους και τόσους άλλους…
Ως άστρα του ουρανού οι Άγιοι. Αλλά των όλων ανωτέρων είναι η Παναγία μας.
Γι’ αυτό και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς φώναζε μέρα-νύχτα «Υπεραγία Θεοτόκε φώτισον το σκότος της ψυχής μου»! Ας το φωνάζουμε λοιπόν κι εμείς. Αλλά και το
«Θεοτόκε Παρθένε, Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία,
ο Κύριος μετά Σου,
ευλογημένη Συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου,
ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών».
Αυτόν τον ύμνο της Θεοτόκου να τον πούμε 100 φορές. Και άλλες 100 φορές ολόκληρον το «Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών» και τα λοιπά, κατόπιν όλους τους Χαιρετισμούς όπως θα τους πούμε την άλλη Παρασκευή…και τα 24 γράμματα.
Κάντε το αυτό μια, δυο, τρεις βραδιές και ζητήστε μετά από την Παναγία μας με πίστη και ταπείνωσιν εκείνα που αποβλέπουν στη σωτηρία μας και …να τότε θα έρθουν πληθωρικές οι ευλογίες της.
Όχι απελπισία, όχι απόγνωσις, όχι μελαγχολία και στενοχώρια. Καταφυγή μας η Παναγία. Γρήγορα, γρήγορα ας τρέξουμε κοντά της στην αγία της εικόνα που όλοι πιστεύω ότι έχουμε στα σπίτια μας.
Εκείνη είναι το ταμείον,
Εκείνη και η ασφάλειά μας,
Εκείνη το λιμάνι,
Εκείνη και η παρηγοριά μας.
Και κάτι άλλο πολύ σημαντικό που μας το τόνισε ο χαιρετισμός με τον οποίο αρχίσαμε «Χαίρε λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν..».
Κείνη λοιπόν, η Παναγία μας είναι η χειραγωγός που μας οδηγεί στο λουτήρα του Υιού της για να ξεπλυθούν οι αμαρτίες μας. Αυτό όμως σημαίνει ανάπαυση, χαρά σωτηρία, αναγέννηση, αγιασμό και θέωση ακόμα. Αυτή τη χάρη της, την έδωσε ο Υιός του Θεού που έγινε και Υιός ανθρώπου, Υιός της Παρθένου δηλαδή Υιός δικός της. Και την περιμένει ο Κύριος για να μεσιτεύει και παρακαλεί για όλους εμάς που είμεθα αμαρτωλοί κι αχρείοι, ταλαίπωροι και βρώμικοι.
Και Εκείνη τρέχει από ψυχή σε ψυχή, από άνθρωπο σε άνθρωπο, από καρδιά σε καρδιά, από σπίτι σε σπίτι, από Εκκλησία σε Εκκλησία,
για ν’ ακούσει τις προσευχές μας…
για να σφουγγίσει τα δάκρυά μας,
για να απαλύνει τους πόνους μας,
για να μας ξεκουράσει από βάσανα και θλίψεις,
για να παρηγορήσει, να τονώσει, να χαρίσει την ελπίδα, τη γιατρειά.
Γι’ αυτό, ας εκμεταλλευτούμε την παρρησία της στον Υιόν της, τον Χριστό, τον Σωτήρα και Λυτρωτή μας.
Ν’ αρπάξουμε αυτήν την ευκαιρία που μας δίδεται σε κάθε στιγμή της ζωής μας, και με τις πρεσβείες της να τρέξουμε να πλύνουμε τη συνείδησή μας με μετάνοια και συντριβή.
Ναι, Παναγία μας, ναι Υπεραγία Θεοτόκε, «την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπιν σου».

Αμήν.

Ανάλυσις καί αξία τών χαιρετισμών

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Και πάλιν και πολλάκις Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Όπως γνωρίζετε χριστιανοί μου, όπως το βλέπετε και όπως το βιώνετε, τη Μεγάλη Σαρακοστή και κάθε Παρασκευή, ψάλλονται στην Εκκλησία μας οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Είναι μια από τις ωραιότερες ακολουθίες και συγχρόνως μια από τις καλύτερες προσευχές.
Οι Χαιρετισμοί συνδέονται πάντοτε και με το Μικρό Απόδειπνο.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή που διαβάζουμε το Μεγάλο Απόδειπνο, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, δεν λέγονται οι Χαιρετισμοί. Ψάλλονται όμως κάθε Παρασκευή και διαβάζονται Σαββάτο και Κυριακή, μαζί με το Μικρό Απόδειπνο. Επίσης οι Χαιρετισμοί δεν λέγονται την Μεγάλη Εβδομάδα, όπως και ολόκληρη την Πασχαλινή Διακαινήσιμη εβδομάδα. Όλο το χρόνο συνοδεύονται κάθε μέρα με το Μικρό Απόδειπνο υποχρεωτικά. Όποιος διαβάζει τους Χαιρετισμούς κάθε μέρα, και βράδυ, ακόμα και μεσημέρι, και πρωί, έχει μεγάλη τη βοήθεια της Παναγίας μας.
Εκεί που τιμάται όλως ιδιαιτέρως η Παναγία, είναι το Άγιον Όρος, όπου θεωρείται και το δικό Της περιβόλι. Για τους Αγιορείτες μοναχούς η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η μοναδική προστασία. Μακάρι να αποκτήσουμε και μεις αυτή την συναίσθηση. Την βιωματική συναίσθηση δηλαδή ότι είναι και για μας η μοναδική προστασία, μεσίτρια και πρεσβευτής.

Η όλη ακολουθία των Χαιρετισμών με τα εικοσιτέσσερα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, αυτή η ακολουθία, μας περιγράφει κατά πρώτον τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ, η οποία όπως είναι γνωστό, θα γεννούσε σε λίγες εβδομάδες τον Τίμιο Πρόδρομο. Επίσης οι Χαιρετισμοί αναφέρουν το σκίρτημα του εμβρύου, μέσα στα σπλάχνα της Ελισάβετ, και την ομολογία της με χαιρετισμούς. Εν συνεχεία αναφέρονται στις υποψίες του μνήστορος Ιωσήφ, που δεν μπόρεσε να καταλάβει το μέγα μυστήριο της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου, στη μήτρα της Παρθένου Μαριάμ, αλλά και την μετέπειτα απόλυτη πίστη του στην αλήθεια που του απεκάλυψε ο άγγελος Κυρίου. Οι Χαιρετισμοί ακόμα μας περιγράφουν εν συντομία, περιληπτικά πολύ, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού, την προσκύνηση των ποιμένων και των μάγων. Την Υπαπαντή του Κυρίου, από τον Συμεών τον Θεοδόχον. Τη φυγή Του στην Αίγυπτο και άλλα πολλά.
Πολλούς Χαιρετισμούς λέγουν προς την Παναγία, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο μνήστωρ Ιωσήφ, οι ποιμένες, οι μάγοι, οι ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, και όσοι πιστεύουν από τους χριστιανούς στην Θεανθρωπότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, διά μέσου της Παρθένου Μαρίας εκ Πνεύματος Αγίου.

Η δική μας απάντησις σε όλους αυτούς τους Χαιρετισμούς είναι το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε». Τι σημαίνει όμως αυτό το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε»; Νυμφίος της Εκκλησίας, εδώ στους Χαιρετισμούς, ονομάζεται και ο Θεός Πατέρας. Νύμφη Του, είναι η Παρθένος Μαριάμ, αφού αυτή είναι που γέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον ομοούσιον με τον Πατέρα, ως Θεάνθρωπον στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τον Νυμφίο της Εκκλησίας.
Μα η Παναγία είναι και «Νύμφη Ανύμφευτε». Και είναι Ανύμφευτη επειδή γέννησε χωρίς άνδρα και εκ Πνεύματος Αγίου τον Χριστόν. Το πώς ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, εισήλθε στη μήτρα της Παρθένου, αυτό παραμένει μυστήριο αξεπέραστο για τα δικά μας πεπερασμένα και φτωχά μυαλά.
Ακατάληπτος ο τρόπος της συλλήψεως, ακόμα και για τους αγγέλους και αρχαγγέλους και τις λοιπές ουράνιες δυνάμεις. Μόνον ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει τον τρόπον που χρησιμοποίησε για να γίνει αυτή η σύλληψις, και να γίνει άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου.

Γι’ αυτό αδελφοί μου, όποιος από τους χριστιανούς λέγει τακτικά με σταυρωτό κομποσκοίνι, «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με», «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», αυτός ο χριστιανός βρίσκει πολλή την Χάριν, και πολύ πνευματικό πλούτο απολαμβάνει, και ασφαλώς εισακούονται όλα τα αιτήματά του.

Στην παράδοση της Εκκλησίας μας, μάς αναφέρεται και το εξής θαυμαστό γεγονός για την δύναμη που έχουν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Θα πούμε αυτό το γεγονός, αυτήν την ιστορία.
Στα παλιά χρόνια, δηλαδή πριν από το 1800, κάποιος εκεί τότε, - υπήρχαν πολλοί λησταί, όπως είναι γνωστό, που στήνανε καρτέρι στα σταυροδρόμια, και λήστευαν τους περαστικούς,- κάποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους αρχιληστάς είχε βάλει μερικούς συντρόφους, να στήνουν το καρτέρι τους σε ένα σταυροδρόμι που ήτο αναγκαστικό πέρασμα για τους περαστικούς πεζοπόρους, από τη μια πόλη στην άλλη. Και όποιος περνούσε, είτε ήταν μόνος του, είτε ήταν δύο είτε τρείς, τους λήστευαν.
Και μετά τους άφηναν να φεύγουν, δεν τους έκαναν κακό. Δεν τους τραυμάτιζαν, δεν τους κακοποιούσαν.
Κάποτε πέρασε απ’ αυτό το σταυροδρόμι και ένας άγιος μοναχός. Εκείνος, - τον σταμάτησαν βέβαια και τον λήστεψαν, τι να πάρουν από έναν μοναχό, τέλος πάντων, ό,τι είχε – δεν έφυγε. Παρακάλεσε τους ληστάς να τον οδηγήσουν στο λημέρι του αρχηγού τους, - λέει «τι τον θέλεις;»
-Α, λέει, θα σας πώ κάτι πολύ σπουδαίο. Σε λίγο θα περάσει ένας πολύ μεγάλος και πλούσιος έμπορος φορτωμένος διαμάντια, αλλά, θέλω να του πώ, πώς θα είναι ντυμένος, για να τον καταλάβετε, γιατί θάχει μαζί του πολλά τα κουρέλια.
Έτσι και έγινε, όχι για να μην του χαλάσουν το χατίρι, αλλά για τις απολαβές που θα είχε.
Τον πήγαν λοιπόν.. μόλις συναντήθηκε ο μοναχός με τον αρχιληστή, του λέγει ότι θα καλέσεις όλους τους ανθρώπους εδώ, για να τους πω αυτό το μεγάλο νέο, διότι είναι πολύ σπουδαίο.
Πράγματι λοιπόν, εκείνος τους μάζεψε.
Α, λέει, κάποιος λείπει. Να μου τον φέρετε κι αυτόν εδώ.
Λέει, τι τον θέλεις, αυτός μαγειρεύει τώρα για το μεσημέρι.
Όχι, να τον φέρετε.
Πάνε λοιπόν, εκείνος δεν ήθελε να ’ρθεί, και τον άρπαξαν με το ζόρι, και τον έφεραν μπροστά στο μοναχό.
Μόλις ο μάγειρας αντίκρισε τον μοναχό, δεν ήθελε να τον βλέπει.
Αλλά ούτε και ο μοναχός γύρισε να τον δει.
Αντιθέτως ο μάγειρας άρχισε να τρέμει, να τρέμει πολύ.
Τον ρωτάει λοιπόν ο μοναχός.
- Γιατί τρέμεις μάγειρα;
- Ε, - αναγκάστηκε εκείνος να ομολογήσει, - ότι ήταν διάβολος που είχε μετασχηματιστεί σε άνθρωπο, για να παρακολουθεί από κοντά αυτόν τον αρχιληστή.
Ο αρχιληστής όμως αυτός, είχε μια πολύ καλή συνήθεια.
Προσευχόταν στην Παναγία καθημερινά. Και πώς προσευχόταν; - λέει.
Διάβαζε κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς. Πρωί και μεσημέρι και βράδυ. Την καλή αυτή συνήθεια την πήρε απ’ τη μάνα του. Την πήρε απ’ το σπίτι του, που του είχε μάθει τους Χαιρετισμούς από μικρό παιδί, και έτσι τους ήξερε από στήθους. Δηλαδή από μνήμης, και τους έλεγε χωρίς να τους διαβάζει.
Βέβαια, αργότερα πήρε τον κακό το δρόμο κι έγινε ληστής, παρά ταύτα όμως, τους Χαιρετισμούς δεν τους είχε αφήσει ούτε μια μέρα. Έτσι η Παναγία βρισκόταν κοντά του και τον φύλαγε.
Και τον φύλαγε επειδή περίμενε μια ευκαιρία η Παναγία για να τον σώσει, να τον φέρει σε μετάνοια, ν’ αλλάξει ζωή, να σωθεί.
Ο μάγειρας διάβολος, είχε σταλεί πάλι απ’ τον αρχισατανά για να τον σκοτώσει και να πάρει την ψυχή του στην Κόλαση. Δεν μπορούσε όμως γιατί τον εμπόδιζαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Περίμενε λοιπόν μια ευκαιρία. Ποια; Το πότε θα ξεχνούσε έστω και μία φορά, έστω και μια μέρα, να απαγγείλει ο αρχιληστής τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Τότε θα ήταν αφύλακτος από την προστασία Της, θα προκαλούσε για τη μοιρασιά, ανάμεσα στους ληστάς και τους συντρόφους του κάποια φασαρία, εκείνοι με την προτροπή βέβαια του διαβόλου μάγειρα, θα τον σκότωναν και έτσι θάπαιρνε την ψυχή του στην Κόλαση.
Μα η Παναγία τον προστάτευε και τον προστάτευε χάριν των Χαιρετισμών. Μπορεί να ήτο ληστής, αλλά δεν ήταν φονιάς. Παρά ταύτα όμως τους Χαιρετισμούς δεν τους άφησε. Μπορεί η ζωή του να ήτο άσχημη, να ήτο κακή, να ήτο αντιευαγγελική αλλά ο Θεός όμως που δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, και ακούγοντας και τις μεσιτίες και τις παρακλήσεις της Παναγίας Μητρός Του, του έδωσε την ευκαιρία για να σωθεί. Μόλις λοιπόν ο αρχιληστής άκουσε αυτή την ομολογία από τον μάγειρο διάβολο, αμέσως φωτίσθηκε. Κατάλαβε τα τραγικά του λάθη. Τις αμαρτίες του, και κείνη τη στιγμή μετανόησε, και σώθηκε.
Η μετάνοιά του συγκλόνισε και τους άλλους ληστάς, τους συντρόφους του, και με τις οδηγίες του αγίου εκείνου μοναχού όλοι τους οδηγήθηκαν στο μεγάλο μυστήριο της ευσπλαχνίας του Θεού, δηλαδή στην Ιερά Εξομολόγηση. Και με την έμπρακτη αποκατάσταση όλων των κλοπιμαίων, όλοι οι λησταί μαζί με τον αρχιληστή εσώθησαν.
Τους έσωσαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας.

Οι Χαιρετισμοί λοιπόν χριστιανοί μου, έχουν τεράστια σωτηριώδη σημασία, όταν τους διαβάζουμε ή τους απαγγέλουμε κάθε βράδυ με πίστη και ευλάβεια. Μας χαρίζουν την πλέον αποτελεσματική βοήθεια στην προσπάθειά μας και στον αγώνα που κάνουμε κάθε μέρα, για να νικήσουμε τα πάθη μας. Για να νικήσουμε το κακό, την αμαρτία και τον διάβολο.
Άλλωστε Εκείνη μας προτρέπει και μας λέγει «φωνάξτε με», ή «φωνάζετέ με», «φωνάζετε το όνομά μου, και γω θα σας βοηθώ πάντοτε».
Να με καλείτε ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ μας», ή «σώσον με», ή «σώσον ημάς». Άλλωστε είναι και λειτουργικός ύμνος. Κάθε φορά που αναφέρουμε το όνομα της Παναγίας μας στη Θεία Λειτουργία, στον όρθρο ή τον εσπερινό, οι ιεροψάλτες μας να απαντούν «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς».
«Και γω θα έλθω», μας υπόσχεται η Παναγία, «θα σας βοηθήσω, και θα σας βοηθήσω σε όλες σας τις ανάγκες, σε όλους τους πειρασμούς της ζωής σας, στα βάσανα, στις θλίψεις και στις στεναχώριες. Θα είμαι πάντοτε κοντά σας. Μεσίτρια ακόμα και όταν θα βγαίνει η ψυχή σας, για να σας φυλάξω από τα εναέρια δαιμόνια. Αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία του Υιού μου και Κριτού των πάντων και κει θα είμαι κοντά σας.»
Άλλωστε αυτό θα το δούμε σε λίγο, όταν θα απαγγείλουμε την προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο που αρχίζει με το «Άσπιλε, αμόλυντε».


Χριστιανοί μου, ας αγαπήσουμε αυτή την προσευχή των Χαιρετισμών,
και την επίκληση του ονόματός Της,
και τότε εκείνη θα ανοίξει την πόρτα του Παραδείσου και θα μας σώσει.

Το εύχομαι εις όλους σας,
και σεις να το εύχεστε σε μένα,

Αμήν.

Περισπασμὸς καὶ προσοχὴ

Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov



Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν κοσμικὸ φρόνημα θεωροῦν τὸν περισπασμὸ ἀθῶο, οἱ ἅγιοι πατέρες ὅμως λένε πὼς εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν κακῶν.

Ὅποιος ἔχει παραδοθεῖ στὸν περισπασμὸ ὅλων τῶν πραγμάτων καὶ τῶν θεμάτων, ἀκόμα καὶ τῶν πιὸ σοβαρῶν, ἔχει ἀντίληψη πολὺ περιορισμένη καὶ ἐπιφανειακή.

Ὅποιος ἔχει παραδοθεῖ στὸν περισπασμό, εἶναι συνήθως ἀσταθής. Τὰ αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς του δὲν ἔχουν βάθος καὶ δύναμη, γι’ αὐτὸ εἶναι ρευστὰ καὶ ἐφήμερα.

Ὅπως ἡ πεταλούδα πετάει ἀπὸ λουλούδι σὲ λουλούδι, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ ἔχει παραδοθεῖ στὸν περισπασμό, τρέχει ἀπὸ τὴ μία σωματικὴ ἀπόλαυση στὴν ἄλλη κι ἀπὸ τὴ μία μάταιη φροντίδα στὴν ἄλλη.

Ὁ περισπασμὸς δὲν γνωρίζει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἀδιάφορα κοιτάζει τὴ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων καὶ εὔκολα τούς φορτώνει μὲ δυσβάσταχτα φορτία.

Ὅποιος ἔχει παραδοθεῖ στὸν περισπασμό, συνταράζεται ἀπὸ τὶς θλίψεις, ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν τὶς περιμένει˙ μόνο χαρὲς προσδοκᾶ. Κάθε θλίψη, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ βαριά, ὅταν αὐτὴ δὲν ἔχει μεγάλη διάρκεια, γρήγορα τὴν ξεχνᾶ μέσα στὸν θόρυβο τῶν διασκεδάσεων καὶ τῶν μεριμνῶν του. Ἡ παρατεταμένη θλίψη, ὅμως, τὸν τσακίζει.

Ὁ ἴδιος ὁ περισπασμὸς τιμωρεῖ τὸν πολυμέριμνο ἄνθρωπο ποὺ τοῦ παραδίνεται, καθὼς αὐτός, μὲ τὸν καιρό, ὅλα τὰ βρίσκει βαρετὰ καὶ βουλιάζει σὲ μιάν ἀτέλειωτη, μιάν ἐξουθενωτικὴ πλήξη.

Ὁ περισπασμός, τόσο ἐπιζήμιος γενικά, εἶναι πραγματικὰ ὀλέθριος γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, ποὺ ἀπαιτεῖ συνεχῆ ἐγρήγορση καὶ ἐντατικὴ προσοχή.

«Μένετε ἄγρυπνοι καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴ σᾶς νικήσει ὁ πειρασμός», ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς μαθητὲς Του. Καὶ σ’ ὅλη τὴ χριστιανοσύνη, ἑπομένως καὶ σ’ ἐμᾶς, ἔδωσε ἐντολή: «Σὲ ὅλους τὸ λέω: Ἀγρυπνεῖτε!»3. Ὅποιος ἔχει παραδοθεῖ στὸν περισπασμό, ἐναντιώνεται μὲ τὴ ζωή του στὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ ἐπιμέλεια ἀπέφευγαν τὸν περισπασμό. Ἀγωνίζονταν νὰ εἶναι συγκεντρωμένοι στὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ προσέχουν τὶς κινήσεις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τους, κατευθύνοντάς τες σύμφωνα μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές.

Ἂν συνηθίσουμε νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας, θὰ ἀποφεύγουμε τὸν περισπασμὸ ἀκόμα καὶ ὅταν μᾶς κυκλώνουν ἀπὸ παντοῦ οἱ αἰτίες του. Ὁ προσεκτικός, ὁ αὐτοσυγκεντρωμένος ἄνθρωπος, καὶ σὲ πολυκοσμία μέσα νὰ βρίσκεται, παραμένει ἐσωτερικὰ ἀπομονωμένος.

Γνωρίζοντας ἐμπειρικὰ τὴν ὠφέλεια τῆς προσοχῆς καὶ τὴ βλάβη τοῦ περισπασμοῦ, ἕνας σοφὸς γέροντας εἶπε: «Χωρὶς προσοχὴ μεγάλη, δὲν προοδεύει ὁ ἄνθρωπος οὔτε σὲ μία ἀρετὴ».

Πόσο ἀνόητο εἶναι νὰ σπαταλᾶμε τὴ σύντομη ἐπίγεια ζωή, ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς χρόνος προετοιμασίας γιὰ τὴν ἀτελεύτητη ἐπουράνια, σὲ ἐγκόσμιες μόνο ἀσχολίες, ἱκανοποιώντας ἀναρίθμητες ἰδιοτροπίες καὶ εὐτελεῖς ἐπιθυμίες, μεταπηδώντας ἐπιπόλαια ἀπὸ τὴ μία αἰσθησιακὴ ἱκανοποίηση στὴν ἄλλη, ξεχνώντας ἐντελῶς ἤ βάζοντας σπάνια καὶ ἐπιπόλαια στὸν νοῦ μας τὴν ἀναπόφευκτη, τὴ μεγαλειώδη καὶ συνάμα τρομερὴ αἰωνιότητα!

Εἶναι φανερὸ ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ τὰ μελετᾶμε καὶ νὰ τὰ γνωρίζουμε μὲ τὴν πιὸ μεγάλη εὐλάβεια καὶ προσοχή, ἀλλιῶς τόσο ἡ μελέτη ὅσο καὶ ἡ γνώση τους εἶναι ἀδύνατες. Θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δημιουργία καί, μετὰ τὴν προπατορικὴ πτώση, ἡ λύτρωση καὶ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ ἔργα αὐτὰ πρέπει λεπτομερειακὰ νὰ τὰ γνωρίσει κάθε χριστιανός. Δὲν θὰ κατορθώσει, ὅμως, ποτὲ νὰ τὰ γνωρίσει, ἂν ζεῖ μέσα στὸν περισπασμό!

Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δόθηκαν ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου˙ ἀγκαλιάζουν ὅλους τούς λογισμούς, ὅλα τὰ αἰσθήματα, ὅλες τὶς μυστικὲς κινήσεις τῆς ψυχῆς. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν δὲν εἶναι δυνατὴ χωρὶς τὴ διαρκή ἐγρήγορση καὶ τὴν ἔντονη προσοχή. Ἀλλὰ ἡ ἐγρήγορση καὶ ἡ προσοχὴ δὲν ἔχουν θέση στὴ ζωὴ τοῦ περισπασμοῦ.

Ἡ ἁμαρτία κι ἐκεῖνος ποὺ τὴ σπέρνει, ὁ διάβολος, τρυπώνουν στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ μας ἀνεπαίσθητα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ βρισκόμαστε διαρκῶς σὲ ἐπιφυλακή, ὥστε, μόλις μᾶς πλησιάσουν αὐτοὶ οἱ ἀόρατοι ἐχθροί μας, νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε μὲ τὴν προσευχή. Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βρίσκεται κανεὶς σὲ πνευματικὴ ἐπιφυλακή, ὅταν εἶναι παραδομένος στὸν περισπασμό;

Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ μέσα στὸν περισπασμό, μοιάζει μὲ σπίτι δίχως πόρτες καὶ κλειδαριές. Κανένας θησαυρὸς δὲν μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ σὲ τέτοιο σπίτι, ποὺ εἶναι ἀνοιχτὸ γιὰ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς ληστές.

Ἡ ζωὴ τοῦ περισπασμοῦ, ζωὴ γεμάτη μὲ βιοτικὲς μέριμνες, βαραίνει τὴν ψυχὴ ἐξίσου μὲ τὴν κραιπάλη καὶ τὴ μέθη, κάνοντάς την δυσκίνητη σὲ κάθε πνευματικὸ ἔργο, ἀνίκανη νὰ προσέχει καὶ ν’ ἀγρυπνεῖ. Ἡ ψυχὴ αὐτὴ εἶναι κολλημένη στὴ γῆ, εἶναι ἀπορροφημένη ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ μάταια. Γιὰ τὴ διακονία τοῦ Θεοῦ ἐλάχιστα ἐνδιαφέρεται, ἤ μᾶλλον δὲν ἐνδιαφέρεται καθόλου. Σκληρὴ βρίσκει καὶ μόνο τὴ σκέψη κάποιας πνευματικῆς ἐργασίας, σκληρὴ καὶ ἀσήκωτη καὶ ζοφερή.

Ἡ προσοχὴ ἐξασκεῖ καὶ ἐνισχύει τὶς ψυχικὲς αἰσθήσεις στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἐξασθενίζει τὴν ψυχοβλαβή ἐπενέργεια τῶν σωματικῶν του αἰσθήσεων. Ὁ περισπασμός, ἀπεναντίας, ἀδρανοποιεῖ καὶ ἀποκοιμίζει τὶς ψυχικὲς αἰσθήσεις, ἐνῶ τρέφεται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη λειτουργία τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων.

Μάταια οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ζοῦν μέσα στὸν περισπασμό, θεωροῦν τὴ ζωὴ τους φυσιολογική, ὑγιή, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ἐνοχές! Ἔτσι δὲν ἀποκαλύπτουν παρὰ τὴν ἀσθένειά τους σ’ ὅλη της τὴ σοβαρότητα: Τόσο ἔχει πωρωθεῖ ἡ ψυχή τους, πού, μολονότι εἶναι ἄρρωστοι, δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται.

Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ οἰκειωθοῦν τὴν προσοχή, ὀφείλουν νὰ ἐγκαταλείψουν ὅλες τὶς μάταιες ἀσχολίες. Καὶ σ’ αὐτές, βέβαια, δὲν ἀνήκουν οἱ ἀπαραίτητες καὶ ὠφέλιμες ἐργασίες, διακονίες καὶ ὑποχρεώσεις, προσωπικὲς ἤ κοινές, οἱ ὁποῖες δὲν ἀποτελοῦν περισπασμό. Ὁ περισπασμὸς συνδέεται πάντοτε εἴτε μὲ τὴν ἀργία εἴτε μὲ ἀνώφελες ἐνασχολήσεις ποὺ δὲν διαφέρουν οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν ἀργία.

Ὄχι μόνο δὲν διασπᾶ ἀλλὰ καὶ συντρέχει τὴν προσοχὴ ἡ ἐργασία, ὅταν ἀποτελεῖ διακονία τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ πλησίον καὶ ὅταν γίνεται μὲ ὑπευθυνότητα. Στὴν ἀπόκτηση, τὴν καλλιέργεια καὶ τὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς συντελοῦν πολὺ περισσότερο τὰ μοναστηριακὰ διακονήματα, ὅταν αὐτὰ ἐκτελοῦνται ὅπως πρέπει.

Προσέχοντας τὸν ἑαυτό μας σὲ ἀπόλυτη μόνωση, ἀποκομίζουμε πολύτιμους πνευματικοὺς καρπούς. Γιὰ τὴ μόνωση, ὡστόσο, εἶναι ἱκανοὶ μόνο ἄνθρωποι ὥριμοι πνευματικά, ἄνθρωποι ποὺ πραγματοποίησαν πρόοδο στὴν ἄσκηση καὶ τὴν εὐσέβεια, ἀφοῦ πρῶτα διδάχθηκαν τὴν προσοχὴ στὴν πρακτικὴ ζωή.

Ἡ ὑποταγὴ εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος ἀσκήσεως στὴν προσοχή. Κανένας δὲν θὰ σὲ διδάξει τόσο καλὰ νὰ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου ὅσο ἕνας συνετὸς καὶ αὐστηρὸς προϊστάμενος.

Ὅταν ἐργάζεσαι πρακτικὰ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, μὴν ἐπιτρέπεις στὸν ἑαυτό σου νὰ ξεστομίζει μάταια λόγια καὶ ἀνόητα ἀστεῖα. Καὶ ὅταν ἡ ἐργασία σου εἶναι γραφικὴ καὶ γενικότερα διανοητική, μὴν ἀφήνεσαι στὴν ὀνειροπόληση, τὸν ρεμβασμὸ καὶ τὸν μετεωρισμό. Ἔτσι σύντομα ἡ συνείδησή σου θὰ εὐαισθητοποιηθεῖ καὶ θ’ ἀρχίσει νὰ σοῦ ὑποδεικνύει κάθε ὑποχώρησή σου στὸν περισπασμὸ ὡς ἀθέτηση ὄχι μόνο τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τῆς ὀρθοφροσύνης. Ἀμήν.



Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης ή της Κλίμακος (30 Μαρτίου)

 


undefined
Ο ταπεινός Ραϊθηνός μοναχός Δανιήλ στη σύντομη βιογραφία του αναφέρει για τον άγιο Ιωάννη ότι «πια είναι η πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον θείο αυτόν άνδρα πρίν από την αθλητική και ασκητική του ζωή δεν μπορώ ν’ αναφέρω με ακρίβεια και ασφάλεια». Ούτε την καταγωγή του γνωρίζουμε. Πιθανόν να γεννήθηκε το δεύτερο ήμισυ του 6ου αι. Έζησε επί αυτοκράτορος Ιουστίνου του νεώτερου ανηψιού του Ιουστιανιανού.
Σε ηλικία δεκαέξι περίπου χρόνων αφού απόκτησε  «την εγκύκλιο κοσμική σοφία», πρόσφερε τον εαυτό του στον Χριστό, ως θυσία ευάρεστη, και εγκαταλείποντας τα εγκόσμια εισήλθε στο ζυγό της μοναχικής πολιτείας στο ονομαστό μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του θεοβαδίστου όρους Σινά.
Εφαρμόζοντας τέλεια ξενιτεία υποτάχθηκε στο Γέροντα Μαρτύριο «και εμπιστεύθηκε τη ψυχή του στον πνευματικό του πατέρα σαν σε άριστο κυβερνήτη, και έτσι ακίνδυνα ταξίδευε το μεγάλο και επικίνδυνο και τρικυμιώδες ταξίδι της παρούσης ζωής». Έμεινε υποτακτικός για 19 χρόνια τρυγώντας τους καρπούς της μακαρίας υπακοής, ζώντας σε αμεριμνία και προσευχή. Μοναχός έγινε όταν συμπλήρωσε τα 20 του χρόνια. Ο Γέροντας του τον κράτησε για 4 χρόνια δόκιμο παρά την αδιάκριτη υπακοή του ασκώντας τον στη ταπείνωση.
Όταν κάποτε ο Γέροντας Μαρτύριος επισκέφθηκε μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον μέγα Αναστάσιο αυτός του αποκάλυψε ότι ο υποτακτικός του ήταν ο μελλοντικός ηγούμενος της Μονής του Σινά.
«Πες μου, αββά Μαρτύριε, από που είναι αυτός ο νέος και ποιος τον έκειρε μοναχό;» είπε ο Γέροντας Αναστάσιος. «Δούλος σου είναι, πάτερ, και εγώ τον έκειρα». «Πωπώ! – αββά Μαρτύριε – του λέει με θαυμασμό – ποιος να το πεί ότι Ηγούμενο του Σινά εκειρες»! Ηγούμενος έγινε ο άγιος Ιωάννης μετά από 40 χρόνια. Παρόμοιο περιστατικό συνέβει με τον άγιο Ιωάννη το Σαββαΐτη που έμενε στη έρημο του Γουδά, δεκαπέντε μίλια από την Μονή Σινά. Κατά την επίσκεψή του αγίου Ιωάννου με τον Γέροντά του έπλυνε τα πόδια μόνο του υποτακτικού. Δίνοντας εξήγηση στον μαθητή του Στέφανο για την πράξη του είπε: « Πίστεψε με, παιδί μου, ότι εγώ δεν γνωρίζω ποιος είναι αυτός ο νέος. Εγώ τον Ηγούμενο του Σινά υποδέχθηκα και τα πόδια του Ηγουμένου ένιψα».
Όταν κοιμήθηκε ο αββάς Μαρτύριος τότε με τις ευχές του ο άγιος Ιωάννης εγκαταλείπει το κοινόβιο και «εξέρχεται στον αγώνα της ησυχαστικής ζωής» ποθώντας να ανέβει την κλίμακα της αρετής. Η ερημική ζωή αρμόζει για λίγους που έχουν πολύ μεγάλη αγάπη πρός τον Θεό. Αυτοί γεμάτοι από θείο έρωτα ποθούν την μακαρία ζωή, την θεία γλυκύτητα. Επειδή ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος ο άγιος Ιωάννης λόγω της ταπεινώσεως του και επειδή δεν εμπιστευόταν την κρίση του κατέφυγε στο άγιο Γέροντα Γεώργιο τον Αρσιλαΐτη, που τον δίδαξε τους τρόπους της ησυχαστικής ζωής.
Ο τόπος των ασκητικών αγώνων του απείχε «πέντε σημεία» δηλ. οκτώ χιλιόμετρα από το Κυριακό της Μονής στην τοποθεσία που λεγόταν «Θολάς». Το σπήλαιο του αγίου, στην πλαγιά ενός βουνού, σε μια άγρια και απαράκλητη περιοχή, βρίσκεται δυτικά της Μονής και απέχει δύο ώρες απ’ αυτή. Σήμερα διαμορφώθηκε σε μικρή εκκλησία προς τιμήν του.
Στην περιοχή αυτή που ύπηρχαν και άλλοι ερημίτες σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο έζησε 40 χρόνια «χωρίς οκνηρία και αμέλεια, πυρπολούμενος πάντοτε από τον διακαή έρωτα και τη φλόγα της θείας αγάπης» με σκοπό να «περιχωρήσει το ασώματον μέσα σε σωματικό οίκο».
«Έτρωγε απ’ όλα όσα επιτρέπονται στους μοναχούς, πολύ λίγο όμως». Με τον τρόπο αυτό συντηρούσε το σώμα του αποφεύγοντας την κενοδοξία. Με τη μνήμη του θανάτου νίκησε την ακηδία και την αμέλεια που κυρίως πλήττει τους ησυχαστές. Με τη μελέτη των μελλόντων αγαθών καταπολεμούσε τη λύπη, αποκτώντας το χαροποιόν πένθος. Πορευόμενος το δρόμο της μετάνοιας χρησιμοποιώντας συνεχώς την αυτομεμψία κέρδισε ως δώρο από τον Κύριο την αγία ταπείνωση και έφθασε στο ύψος της απάθειας.
Ο άγιος Ιωάννης απόκτησε το χάρισμα των δακρύων. « Των δακρύων αυτών το απόκρυφο εργαστήριο σώζεται ακόμη μέχρι σήμερα και είναι ένα μικρό σπήλαιο που βρίσκεται σε κάποια άκρη, στους πρόποδες του όρους, και σε τόση απόσταση από το δικό του και από κάθε άλλο κελλί». Ο ύπνος του ήταν τόσος όσος ήταν απαραίτητος για να μη βλαφτεί το μυαλό του από την αγρυπνία. Πριν από τον ύπνο προσευχόταν πολύ και έγραφε τα αποτελέσματα της μελέτης της Αγίας Γραφής.
Παρά το ότι ο ίδιος έκρυβε τις αρετές του ο Θεός αποφάσισε ότι έφτασε ο καιρός που έπρεπε να ωφεληθεί η Εκκλησία και να μη μείνει κρυφο το φως που είχε αποκτήσει. Οδήγησε λοιπόν κοντά του ένα νέο μοναχό, τον Μωυσή, που μετά από τις παρακλήσεις άλλων ασκητών τον έκανε μαθητή του. Τον έσωσε δε κάποια μέρα με την προσευχή του όταν κινδύνεψε από κάποιο ογκώδη βράχο που απειλούσε να τον συντρίψει.
Πώς έγινε αυτό;
Αφηγείται ο βιογράφος του.
« Ο μέγας πατέρας μας Ιωάννης, ενώ καθόταν στο κελλί του…έπεσε σ’ ένα ελαφρό ύπνο, οπότε βλέπει κάποιον ιεροπρεπή άνδρα, που προσπαθούσε να τον ξυπνήσει και σαν να τον ειρωνευόταν για τον ύπνο, του έλεγε: “Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, ενώ ο Μωυσής βρίσκεται σε κίνδυνο”; Πετάχθηκε τότε από τον ύπνο και αρχισε αμέσως να προσεύχεται, χρησιμοποιώντας την προσευχή σαν όπλο για τη σωτηρία του μαθητή του».
Όπως ο ίδιος ο μαθητής του ομολόγησε άκουσε στον ύπνο του τη φωνή του Γέροντά του και πετάχτηκε απότομα και απομακρύνθηκε από το σημείο που βρισκόταν και έτσι σώθηκε από το βράχο που τον απειλούσε.
Ο όσιος ήταν ιατρός των ασθενειών των άλλων μοναχών. Με τη προσευχή του απάλλαξε ένα μοναχό από το πόλεμο της πορνείας που του προκαλούσε θλίψη και απελπισία. Μια άλλη φορά με τη προσευχή του έφερε βροχή.
Ο άγιος δέχθηκε και τον πειρασμό του φθόνου των πονηρών ανθρώπων λόγω της πνευματικής διδασκαλίας του. Αυτοί τον χαρακτήρισαν «λάλον και φλύαρον» με σκοπό να σταματήσουν την τόση ωφέλεια που πρόσφερε. Ο άγιος για ένα περίπου χρόνο σταμάτησε «το μελιστάλακτο ρείθρο του διδασκαλικού του λόγου» και προτίμησε να διδάσκει με τη σιωπή του. Ο άγιος ξανάρχισε τη διδασκαλία του όταν οι ζηλόφθονοι κατήγοροι του «συναισθάνθηκαν ότι έφραξαν μια πηγή τόσης ωφέλειας και έγιναν αίτιοι μεγάλης βλάβης σε όλους, και άρχισαν να τον ικετεύουν και να τον παρακαλούν μαζί με τους άλλους να συνεχίσει το λόγο της διδαχής του, ώστε να μη ζημιώνωνται με τη σιωπή του, εκείνοι που επιζητούσαν τα σωτήρια λόγια».
Πλήρης αρετών, απαθής, κατέβη από το όρος όπως παλαιά ο Μωυσής και έγινε Ηγούμενος της Μονής Σινά. Κατά την ενθρόνισή του ήσαν παρόντες 600 προσκυνητές που καθισμένοι στην τράπεζα έβλεπαν τον προφήτη Μωυσή λευκοφορεμένο να διακονεί δίνοντας οδηγίες στους μαγείρους, στους οικονόμους και σ’ όσους άλλους διακονούσαν.
Ο Ηγούμενος της Ραϊθώ παρεκάλεσε με γράμμα του να του εκθέσει μεθοδικά και συντομα όσα αφορούν τη μοναχική πολιτεία και τους μοναχούς. Ανταποκρινόμενος ο άγιος Ιωάννης έγραψε το έργο « Πλάκαι του Πνευματικού Νόμου», αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως «Κλίμαξ». Από αυτό πήρε και την ονομασία του Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Στο έργο αυτό παρουσιάζει μια σκάλα (Κλίμακα) με 30 σκαλοπάτια την οποίαν πρέπει να ανέβει ο μοναχός για να φθάσει στη ουράνια πύλη που τον περιμένει ο Χριστός. Μέσα στους 30 λόγους αυτής της «ορθόδοξης εγκυκλοπαίδειας της πνευματικής ζωής» εισάγει τη ψυχή στον πνευματικό αγώνα και στη διάκριση των λογισμών. Διδάσκει την πρακτική εφαρμογή των ευαγγελικών εντολών και οδηγεί όσους ακούσουν και εφαρμόσουν όσα γράφει στην αιώνια ζωή.
Στο τέλος της ζωής του άφησε το ηγουμενικό αξίωμα αφού όρισε ως διάδοχο του τον αδελφό του Γεώργιο. « Όταν δε επρόκειτο να πορευθεί στον Κύριον ο νέος μας Μωυσής, ο οσιώτατος Ηγούμενος Ιωάννης, βρισκόταν δίπλα του κλαίοντας ο αββάς Γεώργιος, ο αδελφός του, και του έλεγε: « Με αφήνεις λοιπόν και φεύγεις; Εγώ παρακαλούσα, εσύ να προπέμψεις εμένα. Διότι εγώ, κύριε μου, δεν μπορώ χωρίς εσένα να ποιμάνω τη συνοδία. Και τώρα προπέμπω εγώ εσένα»! Του απάντησε τότε ο αββάς Ιωάννης: « Να μή λυπάσαι και να μην ανησυχείς, διότι εάν βρω παρρησία ενώπιον του Κυρίου, δεν θα σε αφήσω πίσω μου να συμπληρώσεις χρόνο». Έτσι και έγινε. Μέσα σε δέκα μήνες απήλθε και αυτός πρός τον Κύριο.
Ο άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου του σε ηλικία 75 ετών. Η Εκκλησία τον κατέταξε στους Οσίους της. Τον τιμά δύο φορές, στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών.
Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Ὁ πόνος καὶ oἱ θλίψεις στὴν ζωή μας

Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης (Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)


undefined



Τὸ μονοπάτι τῆς ζωῆς εἶναι ὅλο πόνος καὶ δάκρυ· ὅλο ἀγκάθια καὶ καρφιά· παντοῦ φυτρωμένοι σταυροί· παντοῦ ἀγωνία καὶ θλίψη. Κάθε βῆμα καὶ μία Γεθσημανή. Κάθε ἀνηφοριὰ καὶ ἕνας Γολγοθάς. Κάθε στιγμὴ καὶ μία λόγχη. «Ἂν μπορούσαμε νὰ στίψουμε τὴν γῆ σὰν τὸ σφουγγάρι θὰ ἔσταζε αἷμα καὶ δάκρυα».

«Ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ, ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὕτως ἐξανθήσει», λέγει ὁ ψαλμωδός.

Τὸ τριαντάφυλλο βγάζει ἀγκάθι καὶ τὸ ἀγκάθι τριαντάφυλλο. Τὰ ὡραῖα συνοδεύονται μὲ πόνο, ἀλλὰ κι ὁ πόνος βγάζει στὴ χαρά. Συνήθως τὸ οὐράνιο τόξο ὑψώνεται ὕστερα ἀπὸ τὴν μπόρα. Πρέπει νὰ προηγηθοῦν οἱ καταιγίδες γιὰ νὰ ξαστερώσει ὁ οὐρανός.

Ἡ διάκριση - φωτισμένη ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ φιλοσοφία - βλέπει. Ἔχει τὴν ἱκανότητα μὲ τὴν ἐνόραση νὰ βλέπει πολὺ βαθιὰ ἀπ' τὰ φαινόμενα. Μέσα ἀπὸ τὸν πόνο βλέπει τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα, ὅπως ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Πάθους καὶ τοῦ Σταυροῦ.

Τὰ πιὸ θαυμάσια ἀγάλματα ἔχουν τὰ περισσότερα κτυπήματα.. Οἱ μεγάλες ψυχὲς ὀφείλουν τὴν μεγαλοσύνη τους στὰ κτυπήματα τοῦ πόνου. Τὰ χρυσὰ καὶ βαρύτιμα κοσμήματα περνοῦν πρῶτα ἀπ' τὴν φωτιά.

Συγκλονίζει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὁ πόνος. Εἶναι φωτιὰ, καμίνι ποὺ καίει καὶ κατακαίει. Εἶναι καταιγίδα καὶ τρικυμία. «Τὰ σπλάχνα μου καὶ ἡ θάλασσα ποτὲ δὲν ἡσυχάζουν», λέει ὁ Σολωμός. Εἶναι στιγμὲς ποὺ οἱ δοκιμασίες ἔρχονται ἀπανωτές, ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην ἢ καὶ ὅλες μαζί. Πολὺ βαρὺς τότε ὁ σταυρός. Ἡ ἀγωνία κορυφώνεται. Ἡ ψυχὴ φορτίζεται τόσο, ὥστε εἶναι ἕτοιμη νὰ λυγίσει. Ὅλα φαίνονται μαῦρα· παντοῦ σκοτεινά. Παντοῦ ἀδιέξοδα. Λέει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Τὰ καλὰ φύγανε, τὰ δεινὰ εἶναι γυμνὰ καὶ προκλητικά, τὸ ταξίδι γίνεται μέσα στὴ νύχτα, φάρος δὲν φαίνεται πουθενὰ καὶ ὁ Χριστὸς φαίνεται νὰ κοιμᾶται».

Καρφιὰ καὶ μαχαίρια εἶναι τῆς ζωῆς οἱ θλίψεις. Μαχαίρια καὶ καρφιὰ ποὺ σκίζουν ἀνελέητα καὶ τρυποῦν τὶς καρδιές. Τὶς πυρακτώνουν καὶ τὶς παραλύουν ἐξουθενωτικά.

Τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει σὲ τοῦτες τὶς στιγμὲς εἶναι ἡ κραυγὴ ποὺ σὰν παράπονο ἱκεσίας ἀπευθύνεται στὸ Θεό. «Ἐλέησόν με Κύριε.... Ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα...ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου...ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος... Ἐλέησόν με Κύριε ὅτι θλίβομαι...ἐξέλιπεν ἐν ὀδύνῃ ἡ ζωή μου καὶ τὰ ἔτη μου ἐν στεναγμοῖς...ἐπελήσθην ὡσεὶ νεκρός...ἐγενήθην τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτός...ἵνα τί περίλυπος εἶ ἡ ψυχή μου, καὶ ἵνα τί συνταράσσεις με;»

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ τὸ στεφάνι του εἶναι ἀπὸ ἀγκάθια. Ἡ πορεία του εἶναι ἄλλοτε τραγούδι καὶ συμφωνία χαρᾶς, τὶς περισσότερες ὅμως φορὲς εἶναι ἕνα θλιβερὸ καὶ ἀσταμάτητο πένθιμο ἐμβατήριο.

Μεγάλο καὶ αἰώνιο τὸ πρόβλημα τοῦ πόνου. Τὸ μελέτησαν φιλόσοφοι καὶ κοινωνιολόγοι καὶ ψυχολόγοι καὶ ἄλλοι πολλοί. Τὴν αὐθεντικότερη ὡστόσο ἀπάντηση τὴ δίνει ὁ χριστιανισμός, ἡ πίστη, ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι διπλή. Θεολογικὰ εἶναι συνέπεια τῆς πτώσεως, ὅπως ὅλα τὰ κακά.. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας. Εἶναι καρπὸς τῆς παρακοῆς. Ἠθικὰ εἶναι εὐκαιρία καὶ μέσον ἀρετῆς καὶ τελειώσεως.

Θὰ σέβομαι πάντα τὸν Θεὸ- λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος - ὅσα ἐνάντια καὶ ἂν ἐπιτρέπη νὰ μὲ βροῦν. Ὁ πόνος γιὰ μένα εἶναι φάρμακο σωτηρίας. Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος λέγει: «Ἐφ' ὅσον μᾶς ἑτοιμάζει ὁ Θεὸς τὸ στεφάνι τῆς βασιλείας Του, ἀφορμὴ γιὰ ἀρετὴ ἂς γίνει ἡ ἀσθένεια». Οἱ θλίψεις θὰ πεῖ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομός μᾶς φέρνουν πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Καὶ ὅταν σκεφτόμαστε τὸ αἰώνιο κέρδος τῶν θλίψεων δὲν θὰ στεναχωριόμαστε.

Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ τόσο διωγμένος καὶ πονεμένος καὶ κατάστικτος ἀπὸ τὰ «στίγματα τοῦ Κυρίου», διδάσκει ὅτι, ὁ Θεὸς ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πονέσει μὲ τὶς θλίψεις, « ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ».

Χιλιάδες τρόπους ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σὲ κάμει νὰ ἰδεῖς τὴν ἀγάπη Του. Ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μετατρέψει τὴν δυστυχία, σὲ μελωδικὸ δοξολογητικὸ τραγούδι. «Ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται» εἶπε ὁ Κύριος.

Τέτοια μάχη, τέτοια νίκη. «Στὴν ἀγορὰ τ' οὐρανοῦ δὲν ὑπάρχουν φτηνὰ πράγματα». Οἱ στιγμὲς τοῦ πόνου καὶ τῆς θυσίας εἶναι στιγμὲς εὐλογίας. Κοντὰ σὲ κάθε σταυρό, εἶναι καὶ μία ἀνάσταση. Τί κι' ἂν τώρα πονᾶμε καὶ κλαῖμε ἀσταμάτητα; «Τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρόν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ' ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν», λέει ὁ Παῦλος.

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ πόνου εἶναι ὁ ἄριστος ἀθλητὴς τῆς ζωῆς μὲ τὶς ἔνδοξες νίκες. Θ' ἀκριβοπληρωθεῖ μὲ τὰ αἰώνια βραβεῖα, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», λέει πρὸς Κορινθίους ὁ Παῦλος.

Ὅποιος ἀτενίζει καὶ ἀντιμετωπίζει τὸν πόνο μὲ τὸ πρίσμα τῆς αἰωνιότητος, εἶναι ἤδη ἀπὸ τώρα νικητής. Εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς ποὺ μὲ τὴν ἀκατάβλητη πίστη στὸ Θεὸ ἔφθασε στὴν χαρά. Γεύτηκε τὴν χρηστότητα τοῦ Κυρίου καὶ εἶναι ὑποψήφιος στεφανηφόρος. Μπορεῖ νὰ ἐπαναλάβει τοῦ Ἀπ., Παύλου τὴν νικηφόρα κραυγή: «τὸν ἀγώνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα, λοιπὸν ἀποκείταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ».

Μὲ τέτοιες μεταφυσικὲς διαστάσεις ἡ ὑπέρβαση τοῦ πόνου καὶ ἡ μεταμόρφωσή του σὲ χαρὰ λυτρωτική, εἶναι πραγματικότητα, Εἶναι ἀλλοίωση ποὺ ὀφείλεται στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μετακαίνωση - παράλογο γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ ὀρθοῦ λόγου - φυσικὴ συνέπεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωποι τῆς πίστεως, τὸ μέγα θαῦμα τῆς ἀλλοίωσης τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεταφυσικὴ βίωση τοῦ πόνου ὁδηγεῖ στὴ λύση τοῦ μεγάλου προβλήματος. Ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς.

Ὀφείλουμε λοιπόν, ν' ἀποδεχόμαστε τὸν πόνο ποὺ μᾶς ἐπισκέπτεται, σὰν μιὰ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τὸ σιτάρι συμπιέζεται καὶ λιώνει μέσα στὴ γῆ, ἀλλὰ τότε καρποφορεῖ τὴν ζωή. Πλούσια καὶ εὐλογημένη τοῦ πόνου ἡ συγκομιδή. Μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν ἀγρὸ τῶν δακρύων. Εὐλογία ποὺ τὴν βιώνουν ὅσοι μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως ἀληθινὰ πιστεύουν.

Εὐλογία Θεοῦ καὶ ἔλεος ὅσοι διῆλθαν τὸ καμίνι τοῦ ποικίλου πόνου μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἐπίγνωση. Τοὺς περιμένει ἡ αἰώνια, ἡ ἀθάνατη, ἡ πανευτυχὴς ἀνάπαυσις ἐν τῷ Θεῶ. Ἀμήν.

Η πνευματική μας ευθύνη για το κατάντημα της πατρίδας μας (π. Βασίλειου Βολουδάκη)


Ο λόγος για την τεράστια πνευματική ευθύνη του κλήρου της Ελλάδος αλλά και όλων των νεοελλήνων για το πνευματικό και ηθικό κατάντημα της πατρίδος μας και για τις αντίστοιχες δυσμενείς επιπτώσεις στον διεθνή Ορθόδοξο Χριστιανικό χώρο.
Είναι ολοφάνερο πια, ότι εδώ και 180 χρόνια συντελούμε όλοι μας στο να πληγή καίρια το πνευματικό πρόσωπο του Ελληνισμού, η συνείδησή του, που είναι η Ορθόδοξη πίστη και ζωή.
Φέτος, 180 χρόνια από την ανάληψη της διακυβερνήσεως της πατρίδας μας από τον μαρτυρικό Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, πανελληνίως εορτάζοντες και τιμώντες το γεγονός, έχουμε την ευκαιρία να συναισθανθούμε σαν Έθνος το τι είχαμε και το τι χάσαμε στο πέρασμα δύο περίπου αιώνων.
Είναι, όμως, δύσκολο το εγχείρημά μας αυτό, γιατί έχουμε σχεδόν εντελώς ξεχάσει το τι είχαμε, σε ποια πνευματική ατμόσφαιρα ζούσαμε, ποιών Πατέρων παιδιά είμαστε και ποια ανατροφή μας είχαν δώσει. Και πρέπει τώρα να τα μάθουμε όλα, πάλι απʼ την αρχή. Γιʼ αυτό, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ είναι επίκαιρος και συγκλονιστικός ο ποιητικός λόγος: «Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις»!
Τα πνευματικά μεγαλεία, η αρχοντιά και η λεβεντιά της Ορθόδοξης ψυχής του Έλληνα, έχουν προ πολλού προστεθεί στα υπό εξαφάνιση δώρα της Ζωής, και εμείς –κλήρος και λαός– έχουμε στρέψει την προσοχή και την φροντίδα μας μόνο στα άψυχα υπό εξαφάνιση είδη και στην προστασία μόνο του φυσικού και όχι του Πνευματικού περιβάλλοντος.
Θεωρούμε απολύτως φυσικό να αγωνισθούμε για το φυσικό περιβάλλον, γιατί έχουμε όλοι παραδεχθεί ότι αυτό το περιβάλλον είναι τέλειο και γιʼ αυτό αναντικατάστατο, αλλά διαφωνούμε ριζικά ως προς το ποιο είναι το τέλειο και, συνεπώς, αναντικατάστατο πνευματικό περιβάλλον, παρʼ ότι οι αυθαίρετες δοκιμές μας αυτά τα τελευταία 180 χρόνια, μας πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο.
Για να βοηθηθούμε στην αφύπνισή μας, πρέπει να επιστρατεύσουμε τη λογική σκέψη μας και να αναλογισθούμε το πως πορευθήκαμε 400 χρόνια, κάτω από την Τουρκική σκλαβιά και να συγκρίνουμε αυτήν μας την πορεία με τα 180 χρόνια ελεύθερης ζωής, και τότε, ασφαλώς, θα δικαιώσουμε τον Λουκά Νοταρά που είπε προφητικά, προ της Αλώσεως της Μεγάλης Πόλεώς μας: «Καλύτερα να ίδωμεν Τουρκικόν φακιόλιον εις την Πόλιν, παρά Τιάραν Λατινικήν»!
Κάτω από το «Τουρκικόν φακιόλιον», επί 400 χρόνια, παρά τις κακουχίες και τις στερήσεις, το Έθνος μας όχι μόνο δεν έχασε την ιδιοπροσωπία του, αλλά βαθειά χωμένο στην αγκαλιά της Εκκλησίας του βρήκε την θαλπωρή, την προστασία και την γαλακτοτροφία του, και έτσι, μπόρεσε να αντέξη, να ισορροπήση, να πολλαπλασιασθή και να αναδείξη απογόνους με έντονη την Ορθόδοξη προγονική σφραγίδα, άξιους συνεχιστές των «Αποστολικών Παραδόσεων», τέκνα υπακοής στο θέλημα του Θεού, τέκνα Ζωής και Ελευθερίας.
Κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, το Έθνος μας, δεν έχασε ποτέ την αίσθηση ότι αυτό είναι ο κληρονόμος της μεγάλης και Αγίας Αυτοκρατορίας και ότι οι αιχμαλωτεύσαντες αυτό είναι ο βάρβαρος λαός, τον οποίο χρησιμοποίησε η δικαιοσύνη του Θεού για να το παιδαγωγήση, ώστε να καταστή και πάλι άξιο της ελευθερίας του. Με την ταπείνωση του παιδαγωγουμένου από γένος αντίθεο, το Έθνος μας, συντετριμμένο για τις αμαρτίες του αλλά και άρρηκτα εξαρτημένο από τον Θεό, μετενόησε, ωρίμασε ψυχικά και πνευματικά, και αποτίναξε τον ζυγό της δουλείας.
Οι πολιτικοί πειραματισμοί προ της Αλώσεως, ο πειρασμός των Αρχόντων να εμπιστεύονται τους Δυτικούς σαν αδελφούς, για την απόκρουση των βαρβάρων, και όχι τον Θεό των Πατέρων τους, αλλά και τα τραγικά αποτελέσματα, έκαναν το Έθνος μας να κοιτάξη βαθειά μέσα του και να βεβαιωθή ότι του συνέβη, ό,τι ακριβώς συνέβαινε με τους Ισραηλίτες, οσάκις αυτοί εγκατέλειπαν την Πηγή του «Ύδατος της Ζωής» και προτιμούσαν τα «συντετριμμένα πηγάδια». Οσάκις, εγκατέλειπαν τον Θεό και Πατέρα τους και στηρίζοντο στα άρματα και στους ίππους, δηλαδή, σε κάθε επίγεια δύναμη.
Μετά την απελευθέρωσή του το Έθνος μας είχε στην πλειοψηφία του συνειδητοποιήσει ότι τα παθήματα των 400 χρόνων του ξαναζωντάνεψαν την Αγία Γραφή και του επιβεβαίωσαν ότι είναι μεν «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος», αλλά και ότι «Ζει Κύριος ο Θεός» και «πατάσσει πάντα τα βάρβαρα έθνη, τα τους πολέμους θέλοντα»!
Έτσι, ευθύς αμέσως επέλεξε Κυβερνήτη του τον Ιωάννη Καποδίστρια, άνθρωπο πλήρη πίστεως στον Θεό, αυτοθυσίας και αγάπης προς τους εν Χριστώ αδελφούς και ομοεθνείς του και ευεργέτη εχθρών και φίλων.
Το Έθνος μας είχε για άλλη μιά φορά πικρή εμπειρία από την λειτουργία των πνευματικών νόμων και γιʼ αυτό, ο νέος Κυβερνήτης, πριν προχωρήση στην εκτέλεση οποιουδήποτε έργου –παρʼ ότι ολόκληρη η Ελλάδα είχε μείνει μόνο στάχτες– προέταξε την εδραίωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και την πνευματική θωράκιση του λαού.
Ο Καποδίστριας είχε πολύ νωρίς αλλά και πολύ βαθειά κατανοήσει την ανάγκη να περιφρουρηθή πνευματικά ο λαός από κάθε επίδραση μη Ορθοδόξων Εθνών, ώστε προ της επαναστασεως του 1821, πολύ πρίν γίνη Κυβερνήτης, θέλησε να επαναφέρη τη χρήση της Ελληνικής γλώσσης στην επίσημη διεθνή αλληλογραφία μεταξύ ομοεθνών αξιωματούχων και κληρικών, κάτι που είχε καταργηθεί λόγω της ξενομανίας των τότε Ελλήνων λογίων, οι οποίοι θεωρούσαν αναξιοπρεπή γιʼ αυτούς την γλώσσα του σκλαβωμένου γένους τους.
Όμως η γλώσσα, και ιδιαιτέρως η Θεοδόχος Ελληνική γλώσσα, όχι μόνο εκφράζει αλλά και διατηρεί το ήθος του λαού και εμποδίζει τις βλαπτικές επιδράσεις, κυρίως στις πνευματικά ευπαθείς τάξεις των ανθρώπων. Γιʼ αυτό, ο Καποδίστριας, το έτος 1811, έγραφε από την Αγία Πετρούπολη στον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο:
«Πανιερώτατε Δέσποτα! Ας παύση η ανταπόκρισίς μας εις την Γαλλικήν διάλεκτον. Καιρός μετανοίας ήλθεν. Αυτή δεν θέλει αληθεύσει, ούτε ωφελήσει εάν πατριωτικός τις νόμος δεν την επικυρώση. Ιδού Πανιερώτατε η δέησίς μου. Προστάξατε ως νομοθέτης “όστις γραικός προς γραικόν γράψει εις διάλεκτον αλλογενών, κηρύττεται αλλογενής…” »
Ο Καποδίστριας ήταν βαθύτατος γνώστης της ιστορίας του γένους μας και είχε επισημάνει την από αιώνων επιδίωξη της Δύσεως να αφαιρέση από την ψυχή του Ελληνικού λαού την Ορθόδοξη πίστη, που είναι και η πραγματική παρουσία του Θεού στους ανθρώπους.
Αυτό το μεθόδευε η Δύση, με το να ενισχύη κάθε προσπάθεια οποιουδήποτε λαού επεδίωκε να εξαθλιώση οικονομικά την Ελλάδα, γιατί με την οικονομική εξαθλίωση υποβαθμίζεται το επίπεδο του λαού, ξεπέφτει η Εθνική του Παιδεία και δημιουργούνται οι καταλληλες συνθήκες για να γίνη βορά στις διαθέσεις των οικονομικά ισχυρών.
Η Δύση, με τον διπλό της ύπουλο ρόλο —αρχικά του ηθικού αυτουργού της εξαθλιώσεως και εν συνεχεία του οικονομικού χορηγού της Ελλάδος— πάμπολλες φορές έγινε το αφεντικό της πατρίδος μας, αφού με το πρόσχημα και την εξουσία του χορηγού-ευεργέτη αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου να καθορίζη το περιεχόμενο της παιδείας του λαού μας, να αλλοιώνει τη γλώσσα, με την ενίσχυση της γλώσσας του χορηγού, με αποτέλεσμα, να κατεργάζεται σταδιακά τον αφελληνισμό και τον αποχριστιανισμό της μαρτυρικής μας πατρίδος.
Πρέπει κανείς να είναι πνευματικά τυφλός για να μην διακρίνη την αβυσσαλέα διαφορά του ήθους και του πατριωτισμού του Καποδίστρια από τους μετέπειτα πολιτικούς, οι οποίοι, παρά τα άπειρα ανοσιουργήματα των ξένων Δυνάμεων εις βάρος της Ελλάδος –και τις απροκάλυπτες δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ., το έτος 1974, ότι πρέπει να πληγή ο απρόβλεπτος Ελληνικός λαός στη θρησκεία και στις παραδόσεις του, για να πάψη να αντιδρά στα Βαλκάνια και να δημιουργή προσκόμματα– δεν εννοούν να καταλάβουν τον διπλό ύπουλο ρόλο της Δύσεως ή έχουν ταυτίσει τις επιδιώξεις τους με τις επιδιώξεις των Δυτικών και έχουν απεμπολήσει οτιδήποτε αποτελεί την ιδιοπροσωπία του Έθνους μας.
Αποδεικτικό της οξυδερκείας του Καποδίστρια αλλά και της βαθυτάτης ευαισθησίας του, στο να μη χαθή το παραμικρό από τα ιερά και πολύτιμα του Γένους μας, είναι και το Υπόμνημά του προς το Λόρδο Κάστελρη, Υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας, που του έστειλε στο Συνέδριο του Παρισιού, το 1815. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που μας δίνουν την ευκαιρία να θαυμάσουμε την παρρησία του, την ακεραιότητα του και το χριστιανικό ήθος του:
«…Η Ενετική Πολιτεία εκυβέρνα τας Ιονίους Νήσους με το σύστημα της διαφθοράς. Οι αντιπρόσωποι εκλέγοντο εκ της κλάσεως των ευγενών αρχόντων, ήτις ήτο η ευκαταφρονεστέρα, αμαθεστέρα και η μάλλον διεφθαρμένη διʼ ανηθικότητα και ελεεινότητα. Η δύναμις ταύτης της Κυβερνήσεως υφίστατο εις την επίβουλον τέχνην του να υποθάλπη τας προλήψεις της ευγενείας και να βάλη αυτάς εις αντίταξιν προς τας αξιώσεις της δευτέρας κλάσεως και τα νόμημα δικαιώματα του λαού… Η πολιτεία της Ενετίας εφοβείτο το έξοχον της φυσικής μεγαλοφυΐας του Έλληνος και επροσπάθει να το καταβάλη με την αμάθειαν. Η Ενετική Γερουσία ουδέποτε συνεχώρησεν να συστηθώσι σχολεία δημόσια εις ταύτας τας νήσους. Μόνο εις την πρωτεύουσαν και το Πανεπιστήμιον Παταβίου οι ιθαγενείς των Επτανησίων έπρεπε να πορευθώσιν όπως εκπαιδευθούν»
Δυστυχώς, το έργο του Καποδίστρια δολοφονήθηκε το 1831, όταν Έλληνες πολιτικοί, ουσιαστικά πράκτορες των ξένων Δυνάμεων, πήραν εντολή από το εξωτερικό να δολοφονήσουν τον Κυβερνήτη, που σφράγισε την Νεοελληνική Πολιτεία με το «δια του Σταυρού Πολίτευμα». Αυτός και μόνο αυτός ήταν ο λόγος που δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας! Κανένας άλλος! Από τότε οι ξένοι έλαβαν τα μέτρα τους και έβαλαν τα δυνατά τους, ώστε ποτέ μέχρι σήμερα, σʼ ένα τόσο βαθύτατα θρησκευόμενο λαό, σαν τον Ελληνικό, να μην κυβερνήση άνθρωπος που να εκφράζη τον λαό αυτό στα βαθύτερα πιστεύω του.
Το γεγονός αυτό το παρατρέχουμε. Μας αφήνει ασυγκίνητους. Δεν διερωτώμεθα, γιατί οι παραμικρές, αλλοπρόσαλλες και πολλές φορές επικίνδυνες πολιτικές ομάδες κάνουν αισθητή την παρουσία τους και δημιουργούν την εντύπωση πως εκφράζουν ένα μεγάλο πλήθος, ενώ οι βαθύτατα θρησκευόμενοι, οι αγωνιστές, με τα στίγματα των πολέμων και του ηρωϊσμού τους στα σώματα τους έχουν καταθέσει τα πνευματικά όπλα και περιμένουν… και περιμένουν… «ιδείν το τέλος» της Ελλάδος!
Η πνευματική κατάπτωση της Ελλάδος έχει επηρεάσει αρνητικά τον «σύμπαντα κόσμον» και ιδιαιτέρως τις Ορθόδοξες χώρες και τις Ορθόδοξες Εκκλησίες όλης της υφηλίου, οι οποίες και αυτές εκφυλίζονται πνευματικά. Γιʼ αυτό η ευθύνη μας, και ιδίως ημών των κληρικών, είναι μεγάλη. Πάψαμε να προβάλλουμε οποιαδήποτε αντίσταση, σαν να έχη πάθει καίρια βλάβη το πνευματικό ανοσοποιητικό μας σύστημα. Και την πάθησή μας αυτή, την ονομάζουμε Ορθόδοξη πνευματικότητα! Ωραία πνευματικότητα αλήθεια! Να την χαιρόμαστε! Αφού διαβάζουμε τα πολιτικά κείμενα του Καποδίστρια και δεν τα νοιώθουμε σαν πνευματικά κείμενα, είναι να ντρεπόμαστε.
Ένας πολιτικός Κυβερνήτης να ενδιαφέρεται σαν Επίσκοπος για την εν Χριστώ πνευματικότητα του λαού μας, σαν Ποιμένας του λαού μας, και εμείς, οι Ποιμένες του λαού, να αδιαφορούμε για την πνευματικά απάνθρωπη καθημερινή ζωή των ανθρώπων και να την επιδεινώνουμε μιλώντας και να κάνοντας συνεχώς κοσμικά πράγματα, που τα βαπτίζουμε πνευματικές ενασχολήσεις «με τα του Οίκου μας»(!). Θεωρούμε απολύτως συμβατά με τον σκοπό της Εκκλησίας το να ευλογούμε επίσημα και πανηγυρικά ομάδες ποδοσφαίρου και μπάσκετ και τραγουδίστριες της EUROVISION, ενώ το να ευλογήσουμε πιστούς ανθρώπους για να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική πνευματική παρεμβολή, μέσα στο σημερινό πολιτικό χάος της πατρίδας μας, το θεωρούμε εσχάτη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας! Ω της πνευματικής μας διακρίσεως το μέγεθος!
Αντί να συνεγείρουμε τους νέους, που ζούνε μέσα στην Εκκλησία την ενοριακή ζωή, παρωτρύνοντας τους να αναλάβουν τα ηνία της πολιτικής ζωής, δίνοντας και πάλι ζωή στα κείμενα και στην ιστορία των Πατέρων μας, εμείς τα θεωρούμε ανεδαφικά και χαμογελάμε ειρωνικά με τα κείμενα και τις επιδιώξεις του Καποδίστρια!

Αλλά και ο Καποδίστριας, για να θυμηθούμε τον Λορεντζάτο, «χαμογελάει με το χαμόγελό μας»!…
Πηγή : Περιοδικό “Ενοριακή Ευλογία”, αρ. φύλλου 72-74, Ιούνιος – Αύγουστος 2008

Το αρχονταρίκι στην Παναγούδα του Γέροντα Παίσιου

Προσκυνητές στο ιστορικό «αρχονταρίκι»του Γέροντα Παισίου
undefined

ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Γεροντικόν
          
 Ένας νέος, παρασυρμένος από την τρομερή δύναμη της κακής συνηθείας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στον Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια: « Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ σαν χωματένιος, που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από την λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσεις τον δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευθούν την αγαθότητα σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου, και σώσε με μέ   θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητα μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».

Γιατί δεν προσπαθήσαμε να κάνουμε ό,τι χρειαζόταν


π.Ευσέβιος Βίτης

Χρειάζεται λοιπόν να ανακαλύψουμε τον τρόπο λειτουργίας του εσωτερικού μας κόσμου, χωρίς φόβο και ταραχή, ανακαλύπτοντας τις ιδιοτυπίες της λόγω π.χ. κληρονομικότητος, επιδράσεων του περιβάλλοντός μας άμεσου ή ευρύτερου κ.λπ. Το πρόβλημα δεν είναι γιατί είμαστε τέτοιοι, που διαπιστώνουμε για τον εαυτό μας, αλλά πώς θα γίνουμε αυτό που πρέπει να γίνουμε σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Θεός δεν θα μας κρίνη γιατί υπήρξαμε τέτοιοι, που ήρθαμε στον κόσμο, αλλά γιατί δεν προσπαθήσαμε να κάνουμε ό,τι χρειαζόταν να γίνουμε κατά το θέλημα του Θεού, αφού μας δόθηκαν οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες για κάτι τέτοιο

Κεφάλαια περί προσευχής ( α΄-ι΄ ).

Κεφάλαια περί προσευχής ( α΄-ι΄ ).


α΄. Η προσευχή λόγω της ωφέλειάς της ονομάζεται βασίλισσα και κυρία όλων των αρετών. Για καμιά αρετή δεν έχουν ειπωθεί τόσα, όσα για την προσευχή. Αυτή είναι εξύψωση του νου και της καρδιάς προς τον Θεό. Μ’ αυτήν εισέρχεται ό άνθρωπος στο χορό των Αγγέλων και γίνεται συμμέτοχος της μακαριότητας τους. Καταλάμπεται δια της σοφίας τους.


β΄. Η προσευχή είναι θυμίαμα ευπρόσδεκτο στον θεό , γέφυρα για τη διάβαση των πειρασμών, ακαταμάχητο τείχος των πιστών, ασφαλές καταφύγιο, θείο ένδυμα που περιβάλλει την ψυχή˙ μεγάλη ευπρέπεια και ομορφιά. Η προσευχή είναι αναπνοή της ψυχής, τροφή και ποτό της.


γ΄ . Η προσευχή είναι μητέρα όλων των αρετών, φύλακας της σωφροσύνης, τύπος της παρθενίας, αξιόπιστη άμυνα εναντίον όλων των πανουργιών του αρχαίου μας εχθρού, του διαβόλου.


δ΄. Μαστίγωνε τους πολεμίους με το όνομα του Χριστού, δηλαδή με την προσευχή, διότι ισχυρότερο όπλο απ’ αυτή δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στη γη.


ε΄. Η προσευχή είναι κραταίωμα του κόσμου, εξιλέωση του Θεού για τις αμαρτίες μας , αχείμαστο και ακύμαντο λιμάνι, φωτισμός του νου, πέλεκυς της απελπισίας, αφανισμός της λύπης, γέννηση της ελπίδας, κατάπαυση του θυμού, υπερασπιστής των καταδικασμένων, σωτηρία των απολλυμένων. Αυτή και το κήτος το έκαμε σπίτι για τον Ιωνά. Τον Εζεκία από τις πύλες του θανάτου τον επανέφερε στη ζωή, την εν Βαβυλώνι φλόγα μεταποίησε σε δρόσο. Δια της προσευχής ο προφήτης Ηλίας έκλεισε τον ουρανό: «και ουκ έβρεξε επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας έξ» ( Ιακ. 5, 17 ). Όταν ακόμη και οι άγιοι Απόστολοι δεν μπορούσαν να εκδιώξουν τα ακάθαρτα πνεύματα, τότε ο Κύριος τους είπε: «τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μην εν προσευχή και νηστεία» ( Ματθ. 17, 21 ) .


στ΄. Στη ζωή του ανθρώπου δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμότερο από την προσευχή. Αυτή και τα αδύνατα τα κάνει δυνατά, τα δύσκολα εύκολα, τα στενόχωρα αναπαυτικά. Η προσευχή είναι τόσο απαραίτητη στην ανθρώπινη ψυχή, όσο ο αέρας για την αναπνοή ή το νερό για τα φυτά. Η προσευχή είναι το φως της ψυχής.


ζ΄. Όποιος δεν προσεύχεται , εκείνος στερείται την κοινωνία με τον Θεό και μοιάζει με το ξερό και άκαρπο δένδρο, το ποίο «εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» ( Ματθ. 7, 19 ) . Όποιος δεν προσεύχεται , εκείνος δεν λαμβάνει την ευλογία του Θεού για τα έργα του, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: « Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» ( Ψαλμ. 126, 1 ).


η΄. Για να περάσει κάποιος «την ημέραν πάσαν αγίαν, τελείαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον», μοναδικό μέσο είναι η ειλικρινής, θερμή προσευχή το πρωί, μόλις εγερθείς από τον ύπνο. Η προσευχή αυτή εισάγει στην καρδιά τον Χριστό συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και με τον τρόπο αυτό δίνει τη δύναμη και την ισχύ στην ψυχή εναντίον της μανίας του κακού».


θ΄. Δυστυχία είναι για τον τυφλό να μη βλέπη το φως, αλλά πολύ μεγαλύτερη δυστυχία είναι για τον Χριστιανό να χάσει τη διάθεσή του για προσευχή, να στερήσει την ψυχή του από το θείο φως. Σε τέτοια ψυχή βασιλεύει το σκοτάδι και κατά την έξοδό της από το σώμα μερίδιό της θα είναι το αιώνιο σκότος.


ι΄. Κάποιοι λένε: «Αν δεν έχεις όρεξη ,τότε μην προσεύχεσαι». Αυτό είναι πονηρή , σαρκική σοφιστεία .Αν δεν σταθείς να προσευχηθείς , τότε τελείως ξεσυνηθίζεις την προσευχή. Η σάρκα αυτό ζητάει. Η Βασιλεία του θεού βιάζεται. Χωρίς να αναγκάσεις τον εαυτό σου στο αγαθό, δεν σώζεσαι.

Βίος του Αγίου Σεραφείμ της Βίριτσα


Ο όσιος Σεραφείμ της Βίριτσα (κατά κόσμον Βασίλειος Μουραβιόβ του Νικολάου) γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του 1866 (με το παλαιό ημερολόγιο) στο χω­ριό Παχρομέγεβο της περιοχής Ρίμπινσκ, νομού Γιαροσλάβλ. Οι γονείς του Νικόλαος και Χιονία ήταν αγρότες. Το παιδί βαπτίστηκε την 1 Απριλίου του 1866 στο ναό του Χριστού Σωτήρος του χωριού Σπάσσκογε , που βρισκόταν κοντά στο Βαχρομέγεβο.
Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος...
Μετά τον Βασίλειο στην οικογένεια Μουραβιόβ γεννήθηκαν δύο κορίτσια - η Ελισάβετ το έτος 1871 και η Ευδοκία το έτος 1875. Και τα δύο τους όμως πέ­θαναν πολύ σύντομα, δεν έζησαν ούτε από ένα χρόνο. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1876 πέθανε από φυματίωση ο πατέρας του Βασιλείου και το παιδί έμεινε με την μητέρα του, που και αυτή ήταν άρρωστη. Ο Κύριος όμως δεν άφησε τους δούλους του· μεταξύ των γειτό­νων βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος που δούλευε ως βοηθός εμπόρου στην Αγία Πετρούπολη. Μαζί του ο Βασίλειος πήγε στην πρωτεύουσα όπου άρχισε να ερ­γάζεται και αυτός σ' ένα εμπορικό κατάστημα...
Από παιδί ο Βασίλειος ποθούσε πολύ να γίνει μο­ναχός. Μια μέρα αφού πήρε την άδεια από το αφεντικό του πήγε πρωί πρωί στην Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι με σκοπό να μιλήσει με τον ηγούμενο. Επειδή ήταν νωρίς ο ηγούμενος δεν τον δέχθηκε και οι μοναχοί του πρότειναν να πάει να μιλήσει με έ­ναν γέροντα, μεγαλόσχημο μοναχό.
 Ο Βασίλειος γο­νάτισε μπροστά του και άρχισε να τον παρακαλά να τον πάρουν στο μοναστήρι για οποιαδήποτε δουλειά.
Η απάντηση όμως του διορατικού αυτού γέροντα ή­ταν η εξής: να μείνει στον κόσμο, να κάνει οικογέ­νεια, να θρέψει τα παιδιά του και μετά μαζί με τη σύ­ζυγο να αφιερώσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής στην μοναχική άσκηση. Ο ίδιος ο πατήρ Σεραφείμ μετά από πολλά χρόνια διηγήθηκε αυτή την ιστορία, χωρίς όμως να κάνει γνωστό το όνομα του γέροντα.

Πράος και ταπεινός που ήταν, ο Βασίλειος, δέχθη­κε τα λόγια αυτά στην καρδιά του σαν να ήταν το θέ­λημα του Θεού και προσπαθούσε να εναρμονίσει την ζωή του στην κατεύθυνση που του έδωσε ο Κύριος μέ­σω του πιστού του δούλου.
Εργαζόμενος στο εμπορικό κατάστημα ο Βασί­λειος έμαθε μόνος του τα γράμματα, φανερώνοντας μεγάλη ικανότητα για την μάθηση.
Στα δεκαέξι του χρόνια ο ιδιοκτήτης του καταστήματος τον έκανε βοηθό του και στα δεκαεφτά πρώτο διαχειριστή του καταστήματος, που ήταν πρώτος αμέσως μετά τον κα­ταστηματάρχη. Τότε ο μισθός του ανέβηκε μέχρι δώδεκα ρούβλια και όλα τα χρήματα ο Βασίλειος τα έ­στελνε στη μητέρα του.
Η μέλλουσα σύζυγος του Βασιλείου, η Όλγα Ναϊντένοβα του Ιωάννου, καταγόταν και αυτή από μία αγροτική οικογένεια. Γεννήθηκε το 1872 στο χω­ριό Κομπίλινο της ίδιας περιοχής Ρίμπινσκ...
Από παιδί η Όλγα ήθελε να γίνει μοναχή.
Μία μέρα μαζί με τους συγγενείς της πήγε προσκύνημα στο γυναικείο μοναστήρι των Ιβήρων. Εκεί είχε συ­ζήτηση με μία μεγαλόσχημη μοναχή Πελαγία, η ο­ποία ήταν καθοριστική για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Η γερόντισσα της έδωσε ευλογία να μείνει στον κόσμο, να παντρευτεί έναν ευσεβή άνθρωπο και μετά από πολλά χρόνια οικογενειακής ζωής και κατόπιν κοινής συμφωνίας να λάβει το μοναχικό σχήμα.
Η Όλγα δέχθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη την προφητική αυτή ευλογία και το 1890 παντρεύτηκε τον Βασίλειο Μουραβιόβ που ήταν τότε είκοσι τεσσάρων χρονών. Μετά το γάμο ο ιδιοκτήτης του καταστήμα­τος, όπου δούλευε ο Βασίλειος, του έδωσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για να μπορέσει ο αγαπητός πιστός του διαχειριστής να ανοίξει δική του επιχείρηση.
Ο Βασίλειος ασχολήθηκε με το εμπόριο γουναρι­κών. Η επιχείρηση προχωρούσε πολύ καλά έτσι ώ­στε το όνομά του έγινε γνωστό όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία και σε άλ­λες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Βασίλειος έγινε εκατομμυ­ριούχος αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε την ευλογία του γέ­ροντα της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου· προσπαθούσε πάντα να κάνει καλό και να βοηθά τους φτω­χούς και ανήμπορους ανθρώπους. Το μεγαλύτερο μέ­ρος των εισοδημάτων του, το έδινε στα μοναστήρια, τις εκκλησίες και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Το 1897 ο Βασίλειος Νικολάγεβιτς τελείωσε την Ανώτατη Εμπορική Σχολή στην Αγία Πετρούπολη. Τότε στην οικογένεια Μουραβιόβ γεννήθηκαν δύο παιδιά, ένα αγόρι που το ονόμασαν Νικόλαο και μετά ένα κορίτσι, που βαπτίστηκε με το όνομα Όλγα.
Η μικρή Όλγα έζησε μόνο ένα χρόνο. Μετά το θάνατό της οι σύζυγοι με κοινή συμφωνία ζούσαν σαν αδέλ­φια. Το 1903 ο Βασίλειος με την γυναίκα του πήγαν στο Σαρόβ για να συμμετάσχουν στον πανηγυρικό ε­ορτασμό της ανακήρυξης, ως αγίου, του οσίου Σερα­φείμ. Από κει έφεραν μερικές εικόνες του νέου αγίου, μία από τις όποιες βρισκόταν στο κελί του γέροντα μέχρι το θάνατο του.
Ο πνευματικός πατέρας της οικογένειας Μουρα­βιόβ ήταν ο πολύ γνωστός τότε γέροντας ιερομόναχος Βαρνάβας Μερκούλοβ, ο οποίος, πιθανώς, και έδωσε την ευλογία για να γίνουν μερικές ριζικές αλλαγές στη ζωή του Βασιλείου· ο Κύριος καλούσε τον εκλε­κτό του σε ένα καινούριο στάδιο.
Ο Βασίλειος πολλές φορές πήγε στο εξωτερικό για εμπορικές υποθέσεις. Το τελευταίο του ταξίδι ή­ταν αρκετά μακρύ.
Λένε ότι επισκέφτηκε τότε και το Άγιον Όρος. Πιθανώς τότε πήρε και την απόφαση να αφιερώσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στον Θεό και στην διακονία του πλησίον. Για να πάρει όμως την τελική απόφαση τον βοήθησε ένα περιστατικό που δεν έγινε, όμως, άνευ θείας προνοίας.Όταν ο Βασίλειος γύρισε από το εξωτερικό, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πετρούπολης τον περίμε­νε η δική του άμαξα για να τον πάει στο σπίτι. Ενώ προχωρούσαν στους δρόμους της πόλης, σ' έναν απ' αυτούς είδε ο Βασίλειος έναν φτωχό αγρότη με ρούχο σχισμένο να κάθεται κάτω στο πεζοδρόμιο και να φω­νάζει συνεχώς:
—Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ο Βασίλειος αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει μ' αυτό τον άνθρωπο. Σταμάτησε την άμαξα και κάλε­σε, προς δυσαρέσκεια του αμαξά, τον αγρότη ν' ανεβεί. Στην ερώτησή του, τι του συνέβη, ο αγρότης του διηγήθηκε την εξής ιστορία. Άφησε στο χωριό του την γυναίκα του με επτά παιδάκια και τον πατέρα του που όλοι τους ήταν άρρωστοι, είχαν τύφο. Οι γείτονές τους επειδή φοβούνταν να μην τους κολλήσει η ασθένεια δεν έμπαιναν μέσα στο σπίτι για να τους βοηθή­σουν. Μια μέρα ο πατέρας του είπε:
-Από όλους μας μόνο εσύ δεν είσαι άρρωστος. Κάνε, λοιπόν, το εξής: πάρε το άλογο που έχουμε και πήγαινε στην πόλη για να το πουλήσεις. Τώρα είναι άνοιξη και κάποιος θα το πάρει. Για τα χρήματα που θα κερδίσεις πάρε μία αγελάδα. Ίσως έτσι θα επιβιώσουμε.
Πήρε, λοιπόν, αυτός το άλογο και πήγε στην πό­λη. Το πούλησε αλλά τα λεφτά του τα πήραν. Δεν μπόρεσε ο καημένος να προβάλλει καμία αντίσταση στους κακοποιούς, τόσο αδύνατο τον έκανε η πείνα. Βαθιά απελπισμένος κάθισε κάτω στο πεζοδρόμιο και ξέσπασε σε κλάματα. Πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι του με άδεια χέρια; Αποφάσισε να πεθάνει εκεί που ήταν. Έτσι καθισμένος στο πεζοδρόμιο, πε­ριμένοντας να έλθει ο θάνατος έλεγε στον εαυτό του:
-   Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ο Βασίλειος, όταν τελείωσε ο αγρότης την ιστο­ρία του, πήγε μαζί του στην αγορά και πήρε εκεί δύο άλογα, κάρρο και μία αγελάδα. Το κάρρο το γέμισε έ­ως πάνω με διάφορα τρόφιμα και από πίσω έδεσε την αγελάδα. Όταν όλα ήταν έτοιμα έδωσε τα χαλινάρια στα χέρια του αγρότη και του είπε ότι όλα αυτά είναι δικά του. Εκείνος δεν μπόρεσε να πιστέψει στα μάτια του και δεν ήθελε να δεχτεί το δώρο. Η απάντηση του Βασιλείου ήταν:
-   Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Όταν ο Βασίλειος έφτασε τελικά στο σπίτι του κάλεσε τον κουρέα. Εκείνος όταν ήλθε τον παρακά­λεσε να καθήσει στην πολυθρόνα για να μπορέσει ν' αρχίσει τη δουλειά του. Ο Βασίλειος όμως ήταν πολύ αναστατωμένος από μέσα του, περπατούσε συνέχεια μέσα στο δωμάτιο ενώ τα χείλη του έλεγαν:
-    Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ο κουρέας ξανά τον παρακάλεσε να καθήσει. Ο Βασίλειος δεν τον άκουγε αλλά έλεγε ξανά και ξανά:
-    Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ξαφνικά ο κουρέας έπεσε μπροστά του στα γόνα­τα:
-Πώς το έμαθες αφεντικό; Στη συνέχεια του εξο­μολογήθηκε ότι είχε στο νου του να τον σκοτώσει και να ληστέψει το σπίτι του. Ο Βασίλειος τον συγχώρη­σε και τον άφησε να φύγει, του είπε, όμως, ότι δεν θέ­λει να τον ξαναδεί.
Μετά απ' αυτό το περιστατικό μοίρασε το μεγαλύ­τερο μέρος της περιουσίας του. Έκανε πλούσιες δω­ρεές στην Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι, στο γυναικείο μοναστήρι της Αναστάσεως του Κυ­ρίου στην Αγία Πετρούπολη και στο γυναικείο μονα­στήρι της Παναγίας των Ιβήρων. Επίσης έδωσε γεν­ναία ποσά στους συνεργάτες του στο εμπόριο. Γι' αυ­τή την περίοδο της ζωής του υπάρχει μία διήγηση του ίδιου του πατρός Σεραφείμ.
Μια μέρα στο σπίτι του μπήκε ληστής, ο οποίος πήρε ότι το πιο πολύτιμο υπήρχε και τα έβαλε μέσα σ' ένα σάκο. Καθώς έβγαινε από το σπίτι ο σάκος ά­νοιξε και όλο το περιεχόμενο του έπεσε κάτω στο δρόμο. Ο ληστής άρχισε βιαστικά να μαζεύει τα πράγματα. Εκείνη την ώρα γύρισε ο Βασίλειος. Πλη­σίασε τον κακούργο και άρχισε να τον βοηθά. Όταν μάζεψαν όλα ο Βασίλειος του έδωσε το σάκο και τον άφησε να φύγει. Αργότερα έλεγε ότι η αμαρτία αυτού του ανθρώπου ακυρώθηκε, επειδή δεν τα έκλεψε αλλά του τα έκαναν δώρο.

Ο πατήρ Σεραφείμ συχνά έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:

- Έχασες κάτι, μην λυπάσαι. Βρήκες, μην χαίρε­σαι υπερβολικά αλλά πάντα να ευχαριστείς τον Θεό...

Το Σεπτέμβριο του 1920 ο Βασίλειος Μουραβιόβ έγινε δόκιμος στην Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι. Και στις 16 (29) Οκτωβρίου του ιδίου έτους έγινε μοναχός με το όνομα Βαρνάβας. Την ίδια χρο­νιά στην γυναικεία μονή της Παναγίας των Ιβήρων της Αγίας Πετρούπολης έγινε μοναχή και η γυναίκα του, λαμβάνοντας στην κουρά το όνομα Χριστίνα.

Μετά από λίγο ο πατήρ Βαρνάβας χειροτονήθηκε διάκονος και στις 29 Αυγούστου του 1921, την ημέρα της Αποτομής της τιμίας κεφαλής του τιμίου Προ­δρόμου, ο μητροπολίτης Βενιαμίν Καζάνσκι τον χει­ροτόνησε πρεσβύτερο...

Το 1927 ο πατήρ Βαρνάβας ενδύθηκε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε Σεραφείμ, προς τιμήν του αγίου Σεραφείμ του Σαρόβ. Τότε έγινε και πνευματι­κός της Λαύρας. Πρέπει να σημειωθεί ότι πριν λάβει το μεγάλο σχήμα ο πατήρ Βαρνάβας έκανε πολύ αυστηρή νηστεία και κατά τη διάρκεια των 40 ήμερών δεν έτρωγε τίποτα.

Πριν γίνει ακόμα μοναχός, ο Βασίλειος, είδε μια φορά ένα όνειρο που αργότερα το διηγήθηκε στον πνευματικό του πατέρα, μοναχό της σκήτης της Γεθσημανής, Βαρνάβα. Του είπε, λοιπόν, το εξής: «Είδα στο όνειρό μου πως πηγαίνω στο μοναστήρι του Α­γίου Νικολάου για προσκύνημα. Έχασα το δρόμο και περιπλανιόμουν στο δάσος.
Ξαφνικά βλέπω να περπα­τά μπροστά μου ένας γέρος με σάκο στην πλάτη και έ­να τσεκούρι στο χέρι. Τον ρώτησα πώς να πάω στο μο­ναστήρι του Αγίου Νικολάου. Εκείνος μου απάντησε: -Έλα, πάμε μαζί, και εγώ εκεί πηγαίνω. Αφού κοίταξα προσεκτικά τον συνοδοιπόρο μου, κατάλαβα πως ήταν ο άγιος Σεραφείμ του Σαρόβ και τον ρώτησα:

-Παππούλη, μήπως είστε ο πατήρ Σεραφείμ; -Ναι, εγώ είμαι Σεραφείμ, - μου απάντησε εκείνος και συνεχίσαμε το δρόμο μας μέσα στο δάσος σιωπη­λοί. Ο πατήρ Σεραφείμ βρήκε ένα κούτσουρο και κάθισε, αφήνοντας κάτω το σάκο και το τσεκούρι του. Κάθισα και εγώ δίπλα του. Ξαφνικά βλέπω να έρχεται προς το μέρος μας ο πατήρ Βαρνάβας. Όταν μας πλη­σίασε κάθισε δίπλα μου έτσι ώστε εγώ βρέθηκα μετα­ξύ αυτού και του πατρός Σεραφείμ.
Οι δύο γέροντες με πολύ χαρά χαιρέτησαν ο ένας τον άλλον και μετά άρ­χισαν συζήτηση. Αλλά εγώ δεν άκουσα τίποτα απ' αυ­τά που έλεγαν και μετά ξύπνησα». Ο πατήρ Βαρνάβας όταν άκουσε αυτή την ιστορία γέλασε και είπε: -Ήσουν μεταξύ μας και δεν άκουσες τι είπαμε! Το όραμα αυτό δείχνει ότι δεν ήταν τυχαίο το γε­γονός πως στην μοναχική κουρά ο Βασίλειος έλαβε το όνομα Βαρνάβας και στο μεγάλο σχήμα ονομάστη­κε Σεραφείμ.
Ο ίδιος ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε πολλές φορές ότι πάντα αισθάνεται την παρουσία του προ­στάτη του, του οσίου Σεραφείμ του Σαρόβ, το παρά­δειγμα του οποίου ακολουθούσε πιστά στη ζωή του, όπως θα καταλάβουμε από την παρακάτω διήγηση...

Ο διορατικός γέροντας της Λαύρας του αγίου Α­λεξάνδρου έγινε γρήγορα γνωστός μεταξύ των χρι­στιανών της Πετρούπολης. Ο πατήρ Σεραφείμ συνή­θως λειτουργούσε στο παρεκκλήσι της αγίας σκέπης του καθολικού ναού της Λαύρας και κάθε μέρα εξομολογούσε τον κόσμο. Πάντα τον περίμεναν οι άνθρω­ποι που ήθελαν να συζητήσουν μαζί του. Δεχόταν τους επισκέπτες και μέσα στο κελί του.
Όταν οι επι­σκέπτες ήταν πολλοί, ή όταν ο πατήρ Σεραφείμ ήταν άρρωστος οι άνθρωποι, έγραφαν τα προβλήματά τους σε χαρτιά και τα στέλνανε στον Γέροντα μέσω βοη­θών του και πάντα λαμβάνανε τις απαντήσεις του. Μία γυναίκα που επισκεπτόταν συχνά τον Γέροντα έ­λεγε ότι πολλές φορές, όταν ερχόταν να δει τον Γέρο­ντα, δεν μπορούσε να τον πλησιάσει εξαιτίας του κό­σμου που τον περίμενε αλλά ο Γέροντας πάντα μόνος του την φώναζε χωρίς να την βλέπει.

Το 1927 τον πατέρα Σεραφείμ επισκέφτηκε ο αρχιεπίσκοπος Αλέξιος Σιμάνσκι για να ζητήσει την συμβουλή του. Οι φίλοι του τού πρότειναν να φύγει στο εξωτερικό και ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν για να σώσουν τον αρχιεπίσκοπο από την σίγουρη φυλάκιση και ίσως και από την εκτέλεση. Πριν να πει ακόμα ο αρχιεπίσκοπος Αλέξιος στον γέροντα την απορία του ο πατήρ Σεραφείμ του είπε:

-Πολλοί σήμερα θα ήθελαν να φύγουν στο εξωτε­ρικό. Αλλά την Ρωσία σε ποιόν θα την αφήσουν; Μη φοβάστε τίποτα, Σεβασμιότατε, η Ρωσία σας χρειάζε­ται. Θα γίνετε πατριάρχης και 25 χρόνια θα είστε επι­κεφαλής της Εκκλησίας. Μετά τον πατριάρχη Τύχωνα πολλά χρόνια δεν θα έχουμε πατριάρχη. Ο μητρο­πολίτης Σέργιος ούτε ένα χρόνο δεν θα είναι πατριάρ­χης και μετά απ' αυτόν πατριάρχης θα είστε εσείς. Θα γίνει πόλεμος, φοβερός πόλεμος, παγκόσμιος. Αυτός ο πόλεμος θα κάνει τον λαό μας να επιστρέψει στον Θεό. Και οι ίδιοι άνθρωποι που έχουν τώρα στα χέρια τους την εξουσία και κλείνουν τις εκκλησίες θα τις ανοίγουν τότε.

Πάρα πολύς κόσμος ερχόταν στον πατέρα Σερα­φείμ για εξομολόγηση. Κάθε μέρα ώρες ολόκληρες ο πατήρ Σεραφείμ εξομολογούσε τον λαό. Απ' αυτή την εξομολόγηση άρχισαν να πονάνε τα πόδια του. Μια φορά εξομολογούσε τους ανθρώπους δύο μέρες και δύο νύχτες συνεχόμενες. Παρηγοριά μεγάλη για τους πιστούς χριστιανούς ήταν σ' εκείνα τα χρόνια η Λαύ­ρα του αγίου Αλεξάνδρου και ο Γέροντάς της...

Λένε ότι στα τέλη της δεκαετίας του '20 επισκέπτηκε τον Γέροντα μία δαιμονισμένη γυναίκα. Ο πα­τήρ Σεραφείμ πήρε λίγο λάδι από το καντήλι που έ­καιγε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την επί­χρισε μ' αυτό. Και αμέσως ο δαίμονας άφησε την γυ­ναίκα.

Τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα και το χά­ρισμα του να παρηγορεί τους ανθρώπους, τον έκαναν γνωστό και πέρα από την πόλη του αγίου Πέτρου. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της Ρωσίας έρχονταν στην Λαύρα για να πάρουν την ευλογία του, να παρηγορη­θούν και να τον συμβουλευτούν. Ο ίδιος ο πατήρ Σε­ραφείμ έλεγε το εξής για τον εαυτό του:

-Είμαι η αποθήκη όπου μαζεύονται οι θλίψεις των ανθρώπων.

Τα χρόνια ήταν δύσκολα, και για την Λαύρα του α­γίου Αλεξάνδρου ήλθε η εβδομάδα των Παθών. Μέσα σε μία νύχτα όλοι σχεδόν οι μοναχοί της Λαύρας συ­νελήφθησαν. Άλλοι εξορίστηκαν, άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Πολλοί είχαν μαρτυρι­κό τέλος. Οι περισσότεροι μοναχοί της Λαύρας στάλ­θηκαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Σολοβκί.

Το 1933 ο πατήρ Σεραφείμ πήγε στην μικρή πόλη Βίριτσα και εκεί έμεινε. Λένε ότι για να πάει στην Βίριτσα τον βοήθησε ένας στρατιωτικός, πνευματικό του παιδί. Οι γιατροί βρήκαν στον πατέρα Σεραφείμ πολλές ασθένειες και φαινόταν ότι σήμερα - αύριο ο Γέροντας θα πεθάνει. Γι' αυτό οι αρχές τον άφησαν ε­λεύθερο και του επέτρεψαν να μένει στην Βίριτσα.

Εδώ στην Βίριτσα φανερώθηκαν πλήρως όλα τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα: η διορατικότητά του, η χάρη της προσευχής και της θαυματουργίας... Λένε ότι πολλά χρόνια πριν αρχίσει ο δεύτερος Πα­γκόσμιος πόλεμος ο Γέροντας έλεγε σ' ένα πνευματι­κό του παιδί που λεγόταν Ευδοκία:

-Να χτίσετε εδώ το σπίτι σας, γιατί μπορεί να γί­νει πόλεμος και θα έχουμε πείνα.

Τον άκουσαν και χτίσανε το σπίτι τους στη Βίρι­τσα. Είναι μόνο ένα παράδειγμα που δείχνει το προ­φητικό χάρισμα του Γέροντα.

Ο πατήρ Σεραφείμ γνώριζε την πνευματική κατά­σταση και τις ανάγκες των πνευματικών του παιδιών και αν ακόμα αυτά βρίσκονταν πολύ μακριά. Προσευ­χόταν για όλους, σ' αυτούς, όμως, που η κατάστασή τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, έστελνε πρόσφορο ή κάποιο άλλο δώρο και τους καλούσε να έλθουν στην Βίριτσα.

Μια φορά ο πατήρ Σεραφείμ είπε στο πνευματικό του παιδί Ευδοκία:

-Πάρε την διεύθυνση, σ' αυτή την διεύθυνση μέ­νει μία δούλη του Θεού Άννα, έχει θλίψεις πάνω από το κεφάλι, πες της να έλθει σε μένα.

Η Ευδοκία βρήκε την Άννα, όπως της είπε ο Γέ­ροντας. Πραγματικά είχε πολλές θλίψεις. Είχε προ­βλήματα με τον άνδρα της, τα παιδιά της όλα ήταν άρρωστα και η ίδια ήταν βυθισμένη σε απελπισία. Η Άννα δεν ήξερε ότι ο πατήρ Σεραφείμ μένει στη Βίρι­τσα. Πριν κλείσει η Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου η Άννα επισκεπτόταν τακτικά τον Γέροντα και λυπήθη­κε πάρα πολύ όταν τον έχασε. Την δύσκολη στιγμή της ζωής ο Γέροντας μόνος του την βρήκε, την κάλε­σε κοντά του, την παρηγόρησε και την βοήθησε να λύσει τα προβλήματά της.

Ένα άλλο παράδειγμα. Ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα, που λεγόταν Θεοδοσία, πριν γίνει η επανά­σταση του 1917 ήταν πλούσια και βοηθούσε την Λαύ­ρα του αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι. Μετά η Λαύρα έ­κλεισε και οι μοναχοί της εξορίστηκαν. Συνελήφθη και η Θεοδοσία και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκε­ντρώσεως.

Βγήκε από την φυλακή τελείως άρρωστη, δεν μπό­ρεσε να βρει δουλειά για να βγάλει το ψωμί της και ούτε είχε σπίτι πού να μένει. Έτσι βαθιά απελπισμένη νόμιζε ότι έφτασε η τελευταία της ώρα. Τότε ήλθε σ' αυτήν μία απεσταλμένη του Γέροντα και της είπε:

-Ο γέροντας σε καλεί στη Βίριτσα.

Τι έγινε μετά, λέει η ίδια η Θεοδοσία. «Δεν πίστε­ψα στα λόγια της και της είπα: «Αν είναι ο Γέροντάς μου ας με γιατρέψει πρώτα και τότε θα πάω σ' αυτόν!»

Η απεσταλμένη, βλέποντας τέτοια θρασύτητα, έ­φυγε. Το πρωί αισθάνθηκα πολύ καλύτερα, η ασθένεια εξαφανίστηκε, ήμουν γεμάτη ζωντάνια και δύνα­μη. Αποφάσισα να πάω στην Βίριτσα, αν και δεν πίστευα απολύτως στα λόγια της απεσταλμένης. Όταν έφτασα στην Βίριτσα και είδα τον Γέροντα, με χαιρέ­τησε με τα λόγια του Ευαγγελίου' «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29). Με δάκρυα χα­ράς στα μάτια, έπεσα στα πόδια του πνευματικού μου πατέρα, που ποτέ δεν ξεχνάει τα παιδιά του και τα εν­δυναμώνει στην πίστη.

Μια φορά επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα με την κόρη της που είχε παράλυτο το αριστερό χέρι. Η γυναίκα αυτή είχε ακούσει για τον Γέροντα ότι κάνει θαύματα και έφερε σ' αυτόν την κόρη της, με την ελπί­δα, ότι θα την γιατρέψει. Όταν μπήκαν μέσα στο κελί του πατέρα Σεραφείμ και τον πλησίασαν για να πάρουν την ευλογία του, ο Γέροντας σηκώθηκε από την πολυ­θρόνα, όπου καθόταν, για να τους χαιρετήσει και ακούμπησε στον αριστερό ώμο του κοριτσιού. Εκείνη την στιγμή το ξερό χέρι έγινε γερό όπως και το άλλο...

Ο Κύριος αποκάλυπτε στον πατέρα Σεραφείμ την ήμερα του θανάτου κάποιων ανθρώπων. Και σε μερι­κούς απ' αυτούς ο Γέροντας έστελνε την αδελφή Σεραφείμα, η οποία ήταν βοηθός του, για να τους προει­δοποιήσει να προετοιμαστούν καλύτερα για την στιγ­μή εκείνη, που θα περάσουν στην αιωνιότητα. Γι' αυτό οι γνωστοί έλεγαν την αδελφή Σεραφείμα, «άγγελο του θανάτου».

Μια φορά ένας από τους επισκέπτες είπε στον πα­τέρα Σεραφείμ:

-Παππούλη, πόσες ασθένειες και θλίψεις υποφέρατε για μας. Ο Θεός να σάς βοηθήσει!

-Και εσένα να σε βοηθήσει ο Θεός, - του απάντησε ο γέροντας, προβλέποντας το μέλλον του.

Πραγματικά αργότερα ο άνθρωπος αυτός συνελή­φθη και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ό­που υπέφερε πολλά. Και εκεί πολλές φορές του έρχονταν στη μνήμη τα προφητικά αυτά λόγια του πατρός Σεραφείμ.

Πολλά πνευματικά παιδιά του Γέροντα, ιδιαίτερα αυτοί που ήταν ιερωμένοι, βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, σε φυλακές και εξορίες. Ο Γέροντας πάντα, με πρώτη ευκαιρία, άρχιζε αλληλογραφία μ' αυτούς τους ανθρώπους, τους έστελνε τρόφιμα και χρήματα.

Πάρα πολλοί άνθρωποι επισκέπτονταν τον Γέρο­ντα στην Βίριτσα για να βρουν βοήθεια και παρηγο­ριά και αυτό δεν μπόρεσε να μείνει κρυφό από τις αρχές. Πολλές φορές έψαχναν το κελί του. Συνήθως έρ­χονταν την νύχτα αλλά μια φορά ήλθαν το μεσημέρι. Τρεις άνθρωποι μπήκαν στο σπίτι και ήθελαν να πά­ρουν τον πατέρα Σεραφείμ. Αλλά η εγγονή του γέρο­ντα Μαργαρίτα στάθηκε στην πόρτα και είπε στους ε­πισκέπτες:

-Πρώτα εμένα πρέπει να σκοτώσετε και μόνο τό­τε θα μπορέσετε να πάρετε τον παππούλη. Είναι πολύ άρρωστος και πολύ αδύνατος. Δεν μπορεί να πάει που­θενά. Δεν θα αντέξει.

Τότε ένας απ' αυτούς, εκείνος που ήταν επικεφαλής της ομάδας διέταξε να φωνάξουν τον γιατρό. Εκείνος, όταν ήλθε, επιβεβαίωσε ότι στην κατάσταση όπου βρι­σκόταν ο Γέροντας και με τις ασθένειες που είχε δεν ή­ταν δυνατόν να τον πάνε πουθενά. Έτσι ο Κύριος έσω­σε πάλι τον δούλο του. Εκείνη την εποχή πολύ συχνά επισκέπτονταν τον Γέροντα οι πράκτορες του NKVD (Λαϊκό Κομιτάτο Εσωτερικών Υποθέσεων), αναζητώντας τους κρυμμένους θησαυρούς της Λαύρας.

Μια φορά τον επισκέπτηκαν ξανά οι πράκτορες του NKVD. Ο Γέροντας τότε ήταν άρρωστος, καρφω­μένος στο κρεβάτι του πόνου. Φώναξε κοντά του έναν από τους επισκέπτες, τον κοίταξε με πολύ αγάπη και στοργή στα μάτια, προσευχόμενος μέσα στην καρδιά του γι' αυτόν τον άνθρωπο. Μετά πήρε το χέρι του, το χάιδεψε και έβαλε το δικό του δεξιό χέρι πάνω στο κεφάλι εκείνου του ανθρώπου, λέγοντας:

-Να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου, δούλε του Θε­ού, - και είπε το όνομά του.

Η δύναμη της αγάπης νίκησε. Η καρδιά του αδυσώπητου πράκτορα μαλάκωσε και το βλέμμα του έγι­νε πιο φιλικό. Η συζήτηση συνέχισε σαν να ήταν ο Γέροντας και ο πράκτορας του NKYD παλαιοί και στενοί φίλοι. Και οι άλλοι που ήλθαν μαζί του να ψά­ξουν το σπίτι έβλεπαν πλέον τον Γέροντα πιο φιλικά.

Παρά το ότι ήταν πολύ αδύναμος και είχε πολλές ασθένειες ο πατήρ Σεραφείμ την νύχτα προσευχόταν και την ημέρα χιλιάδες άνθρωποι έφερναν σ' αυτόν τις θλίψεις, τον πόνο και τα προβλήματά τους. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ήταν πέλαγος τα θαύμα­τα που έγιναν με την προσευχή του Γέροντα και ιδιαί­τερα την εποχή του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.

Λίγες μέρες πριν αρχίσει ο πόλεμος μεταξύ Σοβιε­τικής Ένωσης και Γερμανίας ο Γέροντας είπε σε μία γυναίκα, πνευματικό του παιδί:

-Την Παρασκευή να έλθεις οπωσδήποτε, γιατί την Κυριακή θ' αρχίσει πόλεμος, και δεν θα ειδωθού­με πολύ καιρό.

Την Παρασκευή εκείνη δεν ήλθε και την Κυρια­κή, στις 22 Ιουνίου του 1941 άρχισε ο πόλεμος.

Στην αρχή του πολέμου πολλοί κάτοικοι της Βίρι­τσα επισκέπτονταν τον Γέροντα και τον ρωτούσαν αν πρέπει ν' αφήσουν τα σπίτια τους και να φύγουν για να σωθούν από τους Γερμανούς ή να μείνουν στην Βί­ριτσα. Και ο Γέροντας τους απαντούσε με σιγουριά:

-    Η Βίριτσα θα σωθεί, ούτε ένα σπίτι δεν θα καεί και ούτε ένας άνθρωπος δεν θα σκοτωθεί εδώ.

Έτσι ακριβώς και έγινε. Το Σεπτέμβριο του 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Βίριτσα αλλά δεν έκαναν λεηλασίες και δεν σκότωσαν ούτε έναν κάτοικο της πόλης...

Οι Γερμανοί στρατιώτες όταν έμαθαν για τον πα­τέρα Σεραφείμ, για το προφητικό του χάρισμα, άρχι­σαν να τον επισκέπτονται και να τον ρωτάνε ποιο θα είναι το τέλος του πολέμου, θα νικήσει ή όχι ο Χίτ­λερ. Ο Γέροντας με ειλικρίνεια απαντούσε ότι δεν θα μπορέσει ο Χίτλερ να νικήσει την Ρωσία

-Ποτέ δεν θα πάρετε το Λένινγκραντ. Είμαστε ορ­θόδοξος λαός, η πίστη τώρα διώκεται αλλά σε λίγο θα έλθει η ελευθερία.

Σ' έναν από τους αξιωματικούς ο πατήρ Σεραφείμ είπε:

-   Θα φτάσεις μέχρι την Πολωνία και εκεί θα βρεις το τέλος σου. Δεν θα γυρίσεις στο σπίτι.

Αργότερα, την δεκαετία του '70 ήλθε στην Βίρι­τσα ένας Ρουμάνος που τον καιρό του δευτέρου Πα­γκοσμίου πολέμου υπηρετούσε στο γερμανικό στρατό μαζί μ' εκείνον τον αξιωματικό και είπε ότι έγινε α­κριβώς έτσι όπως έλεγε ο πατήρ Σεραφείμ. Ο αξιωματικός εκείνος σκοτώθηκε κοντά στη Βαρσοβία.

Ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε προφητικά ότι στο μέ­ρος εκείνο στην Βίριτσα, όπου βρισκόταν η εκκλησία της Παναγίας του Καζάν, δεν θα χυθεί αίμα. Πραγμα­τικά το 1944, όταν 3  χιλιόμετρα έξω από την Βίριτσα γίνονταν σκληρές μάχες, στην περιοχή γύρω από το ναό ούτε ένα σπίτι δεν καταστράφηκε.

Ο Γέροντας πάντα έλεγε, ότι οι Γερμανοί θα φύ­γουν.

-Είναι επισκέπτες και οι επισκέπτες δεν κάθονται πολύ, φεύγουν.

Κάποιος μετέδωσε αυτά τα λόγια στον στρατιωτι­κό διοικητή της πόλης και εκείνος έστειλε στο σπίτι του Γέροντα στρατιώτες για να τον σκοτώσουν. Μό­λις μπήκαν στο κελί του, ο Γέροντας είπε:

-Να, ήλθαν οι φονιάδες! Ποιον θέλετε να σκοτώ­σετε; Βλέπετε τον σταυρό και πάνω του τον Σωτήρα. Τον Χριστό θα πυροβολήσετε; Και λέγεστε χριστια­νοί;

Τα είπε αυτά στα γερμανικά επειδή ήξερε την γερ­μανική γλώσσα, γιατί, όπως είπαμε, ταξίδευε παλιά στη Γερμανία για εμπορικές υποθέσεις. Και μετά πρό­σθεσε, λέγοντας στον καθένα από τους στρατιώτες:

-Zwei Kinder, drei Kinder (δηλαδή ο ένας έχει δύο παιδιά, ο άλλος τρία). Και τελειώνοντας είπε:

-Πέστε στον διοικητή  ό,τι έσπειρες στη Ρωσία θα το θερίσεις στο σπίτι σου.

Οι αυτόπτες μάρτυρες αυτής της συζήτησης λένε ότι ο Γέροντας είπε προφητικά κάτι που αφορούσε προσωπικά τον διοικητή, γι' αυτό εκείνος δεν τόλμη­σε να κάνει κακό στον Γέροντα.

Τον καιρό του πολέμου ο πατήρ Σεραφείμ εκτός από την αυστηρή νηστεία και την προσευχή, για να σωθεί ο λαός της Ρωσίας από αφανισμό, προσευχόταν χίλιες νύχτες πάνω σε μία πέτρα μπροστά στην εικό­να του αγίου Σεραφείμ του Σαρόβ, μιμούμενος σ' αυτό τον προστάτη του τον άγιο Σεραφείμ.

Ο γέροντας το 1942 έγραψε ένα μικρό ποίημα γι' αυτή την προσευχή του:

Στην χαρά και την θλίψη μοναχός, αδύνατος γέροντας
Στον κήπο κατεβαίνει και στην ηρεμία της νύχτας γονατίζει μπροστά στην αγία εικόνα
Και ικετεύει τον Θεό για τον κόσμο όλο, για τον κάθε άνθρωπο
Και στον Άγιο προσεύχεται για την πατρίδα του:
Πρέσβευε στην Βασίλισσα του κόσμου, μεγάλε Σεραφείμ,
Αυτή είναι η δεξιά του Χριστού και η βοήθεια των πονεμένων,
Η προστασία των αδυνάτων και η περιβολή των γυμνών,
Θα σώσει στις μεγάλες θλίψεις τους δούλους της...
Στις αμαρτίες μας χανόμαστε, γιατί έχουμε αφήσει τον Θεό
Είναι ύβρις κατά του Θεού όλα τα έργα μας.

Τα πνευματικά παιδιά και οι συγγενείς του Γέρο­ντα λένε ότι ο πατήρ Σεραφείμ όλες τις νύχτες προσευχόταν. Την ημέρα μαζεύονταν πολλά χαρτιά με ο­νόματα για μνημόνευση υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως που τα φέρνανε οι επισκέπτες. Την νύχτα ο Γέ­ροντας τα διάβαζε όλα και το πρωί τα πηγαίνανε στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν, όπου στέλνανε και περισσότερα χρήματα και δώρα που φέρνανε στον Γέροντα οι επισκέπτες...

Τον καιρό του πολέμου μία γυναίκα επισκέφτηκε τον Γέροντα με την κόρη της για να πάρει ευλογία να φύγει από την Βίριτσα και να πάει σ' ένα μέρος πιο ασφαλές. Ο Γέροντας αγκάλιασε το κορίτσι και έμενε πολλή ώρα προσευχόμενος, κρατώντας στα χέρια του το κεφάλι του κοριτσιού και μετά είπε:

-Σωθήκατε.

Και τους έδωσε ευλογία να φύγουν. Ταξίδευαν με τρένο. Στο δρόμο τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ένα σιδηροδρομικό σταθμό και όλα τα τρένα, τα οποία περίμεναν τότε στο σταθμό με τους επιβάτες τους καταστράφηκαν. Το δικό τους όμως τρένο είχε καθυστέρηση στο δρόμο και άργησε να φτάσει σ' ε­κείνο το σταθμό, πράγμα που τους έσωσε τη ζωή.

Όταν τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Βί­ριτσα μία γυναίκα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ήλθε στο σπίτι του πατέρα Σεραφείμ:

-Παππούλη, οι Γερμανοί ήλθαν στο σπίτι μας και μας είπαν να φύγουμε.

-Κάθισε ήσυχα, μαζί θα είμαστε, δεν θα πάμε πουθενά.

Μετά από λίγο οι Γερμανοί ήλθαν ξανά και τους είπαν πάλι να φύγουν, τώρα με απειλές. Τι να κάνουν; Άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους. Αλλά ο Γέ­ροντας τους είπε ξανά:

-Μην φύγετε.

Οι Γερμανοί δεν ξαναήλθαν στο σπίτι τους.

Όταν η περιοχή της Βίριτσα βρισκόταν υπό κατο­χή μία γυναίκα έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνει την έκτρωση. Στον άνδρα της δεν είπε τίποτα και περίμε­νε την κατάλληλη στιγμή να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει. Επισκέφτηκε μια φορά τον πατέρα Σεραφείμ και εκείνος της είπε:

-Φαντάσου τι γίνεται σήμερα. Κάποιες μητέρες, που ομοιάζουν στην απανθρωπιά και την σκληρότητά τους τον Ηρώδη, σφάζουν τα δικά τους αθώα παιδιά.

Κατάλαβε η γυναίκα ότι ο Γέροντας τα ξέρει όλα, γονάτισε μπροστά του με δάκρυα στα μάτια και ομο­λόγησε το σφάλμα της. Όταν το παιδί γεννήθηκε, και ήταν κορίτσι, ο πατήρ Σεραφείμ μόνος του διάλεξε γι' αυτό το όνομα και ο ίδιος όρισε τους αναδόχους.

Το 1944 οι Γερμανοί πολλούς από τους κατοίκους της Βίριτσα τους πήραν για καταναγκαστική δουλειά στην Γερμανία. Στα μέλη μίας οικογένειας, που οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να τους στείλουν στη Γερμανία, ο πατήρ Σεραφείμ είπε προφητικά ότι όλοι τους θα επιστρέψουν στην πατρίδα και θα μένουν ό­λοι μαζί σε μία μεγάλη πόλη. Έτσι και έγινε. Παρά το ότι όλοι τους οδηγήθηκαν σε γερμανικό στρατόπε­δο συγκεντρώσεως ο Κύριος τους έσωσε. Όλοι γύρι­σαν στην πατρίδα και μετά ζούσαν στο Λένινγκραντ.
Σώζεται η διήγηση μιας γυναίκας, η οποία τον καιρό του πολέμου ζούσε στην Βίριτσα και επισκε­πτόταν τον πατέρα Σεραφείμ σχεδόν κάθε μέρα. Τη νύχτα με τη μητέρα της φοβούνταν να μένουν μόνες τους στο σπίτι επειδή συχνά γίνονταν βομβαρδισμοί. Γι' αυτό πολλές φορές έμεναν για διανυκτέρευση στο σπίτι του Γέροντα. Εκεί πάντα αισθάνονταν ασφάλεια και ποτέ δεν κατέβαιναν στο καταφύγιο, όταν γί­νονταν οι αεροπορικές επιδρομές.
Μια φορά επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα. Την είχαν ειδοποιήσει ότι ο γιος της κατατάσσεται μεταξύ των αγνοουμένων και δεν ήξερε πώς να προ­σεύχεται γι' αυτόν - είτε ως ζωντανό είτε ως πεθαμένο. Ο Γέροντας της είπε:
-Πήγαινε αμέσως στο Νοβοροσίσκ, μη καθυστε­ρείς γιατί μπορεί να μην προλάβεις.
Μόλις βγήκε από το σπίτι του Γέροντα πήγε στο σταθμό και πήρε το τρένο για Νοβοροσίσκ. Και πρό­λαβε τον γιο της πριν τον θάψουν μαζί με τους άλ­λους σ' ένα ομαδικό τάφο. Ο γιος της υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό. Το πλοίο του βυθίστηκε, παίρνοντας μαζί όλο το πλήρωμα. Η θάλασσα ξέβρα­σε το πτώμα του στη στεριά αλλά επειδή κανείς δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει αποφάσισαν να τον θά­ψουν σ' ένα ομαδικό τάφο. Και αυτή ακριβώς την ημέρα, όταν έφτασε η μητέρα του στο Νοβοροσίσκ, έ­πρεπε να γίνει η ταφή του...
Έχουμε πει παραπάνω ότι όταν ακόμα ο πατήρ Σεραφείμ ήταν πνευματικός της Λαύρας του αγίου Α­λεξάνδρου Νιέβσκι έλεγε στον τότε αρχιεπίσκοπο της Χουτίν Αλέξιο Σιμάνσκι ότι θα γίνει πατριάρχης Μό­σχας. Το 1944, όταν έσπασε η πολιορκία του Λένιν­γκραντ, ο μητροπολίτης Λένινγκραντ Αλέξιος Σιμάν­σκι επισκέπτηκε στην Βίριτσα τον πατέρα Σεραφείμ. Και έγινε αυτό με τον εξής τρόπο.
Μία μέρα ο πατήρ Σεραφείμ είπε στους δικούς του:
- Τώρα θα έλθει ο μητροπολίτης.
Η αδελφή Σεραφείμα χαμογέλασε μέσα της, όταν το άκουσε, γιατί της φάνηκε απίθανο. Τι έγινε μετά μάς το λέει ένας αυτόπτης μάρτυρας: «Κάποιος χτύπη­σε την πόρτα και μετά μέσα στο δωμάτιο μπήκαν οι υποδιάκονοι του μητροπολίτη Λένινγκραντ Αλεξίου και είπαν ότι ο Σεβασμιώτατος ήλθε να δει τον Γέρο­ντα. Αμέσως μετά μπήκε στο κελί του Γέροντα ο μη­τροπολίτης Αλέξιος και γονάτισε μπροστά στο κρε­βάτι του. Ο πατήρ Σεραφείμ πήρε την ευλογία του και του φίλησε το χέρι. Ο μητροπολίτης έμεινε γονα­τιστός μπροστά στο κρεβάτι του Γέροντα. Μετά πήρε αυτός το χέρι του πατέρα Σεραφείμ και το φίλησε.
Ο Γέροντας τον παρακάλεσε να σηκωθεί, λέγο­ντας ότι αυτός θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον πατριάρχη Μόσχας.
-Θα καθίσετε στον πατριαρχικό θρόνο της Μό­σχας, Σεβασμιώτατε, και θα είστε πατριάρχης για 25 χρόνια, όπως παλιά ο προστάτης σας, ο άγιος Αλέ­ξιος μητροπολίτης Μόσχας.
Ο μητροπολίτης Αλέξιος άρχισε να του λέει ότι όπως αυτός βλέπει τα πράγματα, μάλλον αυτό που λέ­ει ο Γέροντας είναι αδύνατον να γίνει. Τότε ο πατήρ Σεραφείμ του είπε:
-«Ο Στάλιν θα σας στείλει πρόσκληση και θα σας εκλέξουν πατριάρχη. Έγινε ακριβώς έτσι, όπως το προείπε ο γέροντας. Όλη τη ζωή του ο πατριάρχης Αλέξιος ευλαβείτο πολύ την μνήμη του πατέρα Σερα­φείμ».
Ο πόλεμος ακόμα δεν είχε τελειώσει και ο Γέρο­ντας σκεφτόταν ποια θα είναι η ζωή μετά τον πόλεμο και έδινε διάφορες συμβουλές στους ανθρώπους πώς να τακτοποιήσουν καλύτερα την ζωή τους μετά τον πόλεμο. Έλεγε ότι τα πράγματα θ' αλλάξουν, ότι θα ανοίγονται εκκλησίες και μοναστήρια και θα αναζωπυρωθεί η πίστη στην καρδιά των ανθρώπων.
Το 1945 κοιμήθηκε εν Κυρίω η μοναχή Σεραφείμα, η οποία ήταν κάποτε η σύζυγος του Βασιλείου. Αυτή η μοναχή Σεραφείμα όλα τα χρόνια που ο Γέρο­ντας ζούσε στην Βίριτσα βρισκόταν κοντά του και τον βοηθούσε. Την έθαψαν δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν και ο Γέροντας είπε τότε:
-Θα είμαι και εγώ εδώ μαζί της.
Ο πόλεμος τελείωσε. Κάθε μέρα πάρα πολύς κό­σμος επισκεπτόταν τον Γέροντα στο σπίτι του στην Βίριτσα. Ο πατήρ Σεραφείμ ήταν τότε πάρα πολύ αδύναμος, γι' αυτό δεχόταν τους ανθρώπους ξαπλωμέ­νος στο κρεβάτι του.
Τον επισκέπτονταν όχι μόνο οι κάτοικοι της Βίριτσα αλλά και οι άνθρωποι από την γύρω περιοχή, ακόμα και από το Λένινγκραντ, φέρνοντας σ' αυτόν τον πόνο και τις θλίψεις τους. Και όλους τους δεχό­ταν ο Γέροντας. Κάθε μέρα έβλεπε κανείς έξω από το σπίτι του ανθρώπους που περίμεναν την σειρά τους να μιλήσουν με τον Γέροντα.
Οι περισσότεροι ρωτούσαν για τους αγνοούμενους συγγενείς τους. Και ο Γέροντας, που ο Θεός του αποκάλυπτε ποια είναι η τύχη αυτών των ανθρώπων, έλε­γε: «να προσεύχεσαι υπέρ υγείας», ή «υπέρ αναπαύσεως πρέπει να προσεύχεσαι». Σε μία γυναίκα που του έ­κανε μία τέτοια ερώτηση, ο πατήρ Σεραφείμ, είπε:
- Από πού να ξέρω με ποιο τρένο θα έλθει; Τώρα στο Λένινγκραντ επιβιβάζεται στο τρένο. Δεν ξέρω α­κριβώς με ποιο θα έλθει μ' αυτό ή με το επόμενο.
Πραγματικά εκείνη την στιγμή ο γιος αυτής της γυναίκας έμπαινε στο τρένο για να πάει στο σπίτι του στην Βίριτσα.
Μια φορά επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα από τα πνευματικά του παιδιά και τον ρώτησε για τον άνδρα της από τον οποίον πολύ καιρό δεν είχε νέα:
-Ζει ο δικός σου ο Νικολάκης και σε λίγο θα γυ­ρίσει σπίτι, αλλά θα πονάει πολύ το κεφαλάκι του.
Πραγματικά ο Νικόλαος γύρισε αλλά είχε ένα σο­βαρό τραύμα στο κεφάλι του.
Μία γυναίκα, Αγάπη το όνομά της, λέει το εξής: «Προς το τέλος του πολέμου έμαθα ότι ο άνδρας μου σκοτώθηκε. Δεν ήθελα να πιστέψω σ' αυτό. Είχα δύο παιδιά και θα ήταν πολύ δύσκολο εκείνη την με­ταπολεμική εποχή να τα μεγαλώσω μόνη μου. Δεν πί­στευα, λοιπόν, πως έμεινα μόνη, σκεφτόμουν πως έγι­νε λάθος και ότι ο άνδρας μου θα γυρίσει. Το 1947 μα­ζί με μία γνωστή μου, που ο άνδρας της ήταν αγνοούμενος, πήγαμε στον πατέρα Σεραφείμ. Πρώτη τον ρώ­τησε η φίλη μου:
-Παππούλη, ο άνδρας μου σκοτώθηκε και σκέ­φτομαι να παντρευτώ για δεύτερη φορά.
Ο πατήρ Σεραφείμ κούνησε απειλητικά το δάχτυ­λό του και, χαμογελώντας, είπε:
-Μην το σκέφτεσαι. Ο δικός σου ζει και όταν ε­πιστρέψει μπορεί να έχεις προβλήματα.
Μετά ο Γέροντας γύρισε σε μένα και μου είπε να καθίσω πιο κοντά. Χωρίς να με ρωτήσει τίποτα, μου είπε:-Δεν πιστεύεις και όμως ο άνδρας σου πέθανε. Πρέπει να παντρευτείς ξανά. Γιατί να μην παντρευτείς, αφού ενδιαφέρεται για σένα ένας καλός άνθρωπος».
Ο Γέροντας στα δικά του πνευματικά παιδιά έλε­γε να χτίζουν στην Βίριτσα ξενώνες, δηλαδή σπίτια για τους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Συνήθως άρχιζαν χωρίς να έχουν ούτε χρήματα ούτε υλικά, αλ­λά με την ευλογία του Γέροντος βρίσκονταν όλα. Πραγματικά έχτισαν μερικά τέτοια σπίτια όπου ο Γέ­ροντας άρχισε να στέλνει για διανυκτέρευση τους επισκέπτες του.
Μετά τον πόλεμο υπήρχε σ' όλη την χώρα μεγάλο πρόβλημα στέγασης. Χρόνια ολόκληρα άνθρωποι έ­ψαχναν σπίτι και δεν μπορούσαν να βρουν. Πολλοί έρχονταν στον πατέρα Σεραφείμ με δάκρυα στα μάτια τους και ζητούσαν βοήθεια. Ο πατήρ Σεραφείμ τους ευλογούσε, δίνοντάς τους θάρρος και μετά από λίγο καιρό οι άνθρωποι έβρισκαν στέγη...

Μια μέρα επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα που όλη τη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν στη γραμμή μετώπου και πολεμούσε, και, όταν γύρισε, δεν μπόρεσε να βρει σπίτι πού να μένει και δουλειά για να βγάζει το ψωμί της.
-Αυτά τα ασήμαντα δεν πρέπει να τα πολυσκέφτεσαι, της είπε ο Γέροντας· θα τα έχεις όλα, μόνο τον Θεό να μην ξεχνάς.
Πραγματικά σε λίγο βρήκε και δουλειά και σπίτι...
Ο Γέροντας προέβλεπε ποιοι άνθρωποι θα έλθουν να ζητήσουν την βοήθειά του.
Ένας άνθρωπος έγινε αλκοολικός. Έκλεβε πράγ­ματα από το σπίτι του και τα πουλούσε για να ικανο­ποιεί το πάθος του. Τον άφησε η γυναίκα του επειδή δεν μπόρεσε να ζει μαζί του, και πήρε και το παιδί. Ένας φίλος του έμαθε πως στην Βίριτσα ζει μοναχός που μπορεί να θεραπεύσει αυτό το πάθος του και άρ­χισε να τον παρακαλά να πάνε να τον δουν.
Αυτός στην αρχή δεν το δεχόταν αλλά μετά συμφώνησε. Μια μέρα, λοιπόν, πήραν το τρένο και πήγαν στο Λέ­νινγκραντ. Εκεί όταν ο φίλος του πήγε να πάρει εισι­τήρια για Βίριτσα αυτός πήγε στην τουαλέτα και εκεί για ένα ποτήρι βότκα πούλησε και το πουκάμισο του και το εσώρουχο και ο ίδιος έμεινε με την ζακέτα και το παντελόνι. Ο φίλος του, όταν τον βρήκε, δεν μπό­ρεσε να καταλάβει πώς και πού αυτός βρήκε βότκα. Πήραν λοιπόν το τρένο και πήγαν στην Βίριτσα.
Όταν έφτασαν στο σπίτι του Γέροντα και μπήκαν μέσα, ο πατήρ Σεραφείμ εξηγούσε την παραβολή του Κυρίου για το χαμένο πρόβατο. Ο αλκοολικός όταν το άκουσε είπε στον φίλο του:
-Πού με έφερες, εδώ δεν υπάρχουν άνθρωποι, μό­νο πρόβατα. Και δεν ήθελε να μπει μέσα αλλά προ­σπάθησε να φύγει.
-Δεν έχω τι να κάνω εδώ, θέλω να φύγω. Ξαφνικά άκουσε τον Γέροντα να τον φωνάζει: -Σέργιε, έλα εδώ.
Εκείνος τα έχασε. Αμέσως ξεμέθυσε και ρώτησε τον φίλο του:
-Από πού με ξέρει; Ο Γέροντας πάλι φώναξε δυνατά: -Σέργιε, που ήλθες μαζί με τον φίλο σου, έλα μπες μέσα.
Όταν ο Σέργιος μπήκε μέσα στο κελί είδε εκεί πο­λύ κόσμο. Τότε ο Γέροντας είπε:
-Βλέπετε, αδελφοί μου, αυτόν τον άνθρωπο; Τον έδιωξε η μητέρα του και τον άφησε η γυναίκα του. Εί­ναι σε μία ελεεινή κατάσταση. Μόλις τώρα στο σιδη­ροδρομικό σταθμό πούλησε για ένα ποτήρι βότκα το εσώρουχο και το πουκάμισό του και ήλθε εδώ σε μάς μόνο με την ζακέτα. Τον εγκατέλειψαν οι άνθρωποι, αλλά δεν τον εγκατέλειψε ο Θεός, του έστειλε έναν φίλο που τον έφερε εδώ με την ελπίδα ότι θα τον βοη­θήσουμε.
Ο Κύριος τον βοήθησε διότι υπάρχουν άν­θρωποι που προσεύχονται γι' αυτόν. Τώρα μέσα του γίνεται μάχη, σφοδρή μάχη. Το πονηρό πνεύμα που τον έχει κυριέψει τον παρακινεί να με χτυπήσει, να χτυπήσει τον φίλο του και να φύγει από δω. Και είναι πολύ δύσκολο να τον συγκρατήσουμε. Το πονηρό πνεύμα μισεί αυτό το μέρος γιατί εδώ προσεύχονται, εδώ υπάρχουν εικόνες.
Λοιπόν, αγαπητοί μου, από μάς εξαρτάται τώρα πού θα πάει αυτός ο δυστυχισμένος άνθρωπος και τι θα γίνει μ' αυτόν.
Ελάτε όλοι να προσευχηθούμε γι' αυτόν στον Κύριο και την Παναγία για να τον βοηθή­σουν. Όλοι που ήταν τότε μέσα στο κελί γονάτισαν μαζί με τον Γέροντα και άρχισαν να προσεύχονται, μερικοί με δάκρυα. Ξαφνικά ο αλκοολικός έπεσε κά­τω και ξέσπασε σε λυγμούς χτυπώντας το κεφάλι του στο πάτωμα. Και έτσι πολλή ώρα έκλαιε ξαπλωμένος κάτω στο πάτωμα και ο λαός γύρω του προσευχόταν.
Μετά ο γέροντας είπε:
-Από δω και στο εξής ο Σέργιος δεν θα πίνει. Υ­πήρχαν στιγμές στη ζωή του που ήθελε να αυτοκτονήσει αλλά δεν το έκανε, γιατί οι άλλοι προσεύχονταν γι' αυτόν. Η προσευχή μάς προφυλάσσει από τις υποβολές των σκοτεινών δυνάμεων. Και η πιο δυνατή προσευχή είναι η προσευχή των συγγενών και των φί­λων μας. Η προσευχή της μάνας μας ή κάποιου φίλου μας έχει πολλή δύναμη.
Ο Σέργιος σταμάτησε να πίνει και δεν έπινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Έγινε πιστός χριστιανός και πνευματικό παιδί του γέροντα...
Όταν ο πατήρ Σεραφείμ τελούσε ευχέλαια και αγιασμούς, μετά το τέλος της ακολουθίας, έκανε για ό­λους κοινό τραπέζι. Πριν αρχίσει το φαγητό ο Γέρο­ντας μόνος του έκοβε το ψωμί και έδινε στον καθένα από ένα κομμάτι. Επίσης μαζί με το ψωμί έδινε στον καθένα από τρία κομμάτια ζάχαρη. Δίνοντάς τα στον άνθρωπο τον ευλογούσε ταυτόχρονα. Στους αρρώστους ο Γέροντας έδινε πρόσφορα τα οποία τρώγο­ντας οι άνθρωποι γίνονταν καλά.
Ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε συχνά: «Πολλές φορές γινόμαστε άρρωστοι επειδή δεν προσευχόμαστε πριν αρχίσουμε το φαγητό μας και δεν ζητάμε από τον Θεό να το ευλογήσει. Παλιά οι άνθρωποι όλα που έκαναν τα έκαναν με προσευχή· προσεύχονταν όταν όργωναν την γη, στη σπορά προσεύχονταν, προσεύχονταν και όταν θέριζαν τους καρπούς. Εμείς σήμερα δεν γνωρί­ζουμε ποιοι παράγουν αυτά που τρώμε και πολλές φο­ρές δεν ξέρουμε ποιοι μαγειρεύουν το φαγητό μας. Μπορεί αυτοί να βρίζουν και να βλασφημούν, όταν το μαγειρεύουν, γι' αυτό καλό θα ήταν πριν φάμε το φαγητό μας να ρίξουμε πάνω του λίγο αγιασμό.
Όλα αυτά που χρησιμοποιούμε για τροφή είναι δώρα της αγάπης του Θεού στους ανθρώπους. Μέσω αυτών όλη η φύση και ο νοητός κόσμος των αγγέλων διακονούν τον άνθρωπο. Γι' αυτό κάθε φορά, όταν κα­θόμαστε για να φάμε, πρέπει να προσευχόμαστε με πολλή επιμέλεια...».
Ζούσε στην Βίριτσα μία γυναίκα και είχε μία κόρη που είχε γεννηθεί άλαλη. Και η ίδια αυτή η γυναίκα είχε πρόβλημα στα πόδια της και μόνο με πατερίτσες μπορούσε να περπατάει. Μία μέρα επισκέπτηκε τον Γέροντα μαζί με την κόρη της και εκείνος της είπε:
-Ο Κύριος θα σε βοηθήσει, να προσεύχεσαι. Η προσευχή της μητέρας πρέπει να βοηθήσει την κόρη.
Εκείνη γονάτισε στο κελί του Γέροντα, μπροστά στις εικόνες του και άρχισε να προσεύχεται. Προσευ­χόταν πολλή ώρα. Μετά ο Γέροντας είπε:
-Σήκω, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου, ας με πλησιάσει το κορίτσι.
Ο Γέροντας έβαλε πάνω στο κεφάλι του παιδιού το επιτραχήλι του και προσευχήθηκε. Από τότε το κορίτσι άρχισε να μιλάει. Αλλά και η μητέρα, που με πατερίτσες ήλθε στο κελί του Γέροντα, γύρισε στο σπίτι της χωρίς πατερίτσες.
Μια μέρα έφεραν στον Γέροντα ένα κορίτσι που έπασχε από δυσεντερία και ήταν ετοιμοθάνατο. Ο πα­τήρ Σεραφείμ προσευχήθηκε για το παιδί, του έδωσε Θεία Κοινωνία και την ίδια ημέρα το κορίτσι έγινε καλά.
Μια φορά μία γυναίκα αρρώστησε. Η διάγνωση που έβγαλαν οι γιατροί ήταν σάρκωμα. Ο Γέροντας της έδωσε ευλογία να εγχειριστεί. Στο νοσοκομείο ό­που έγινε η εγχείρηση και μετά από αυτή, καθώς η γυναίκα αυτή βρισκόταν στο δωμάτιο ξαπλωμένη πά­νω στο κρεβάτι της, είδε πως άνοιξε η πόρτα και μπή­κε μέσα στο δωμάτιο ο πατήρ Σεραφείμ που την ρώτη­σε χαμογελώντας:
-Όλα καλά; Ζεις;
Άλλες γυναίκες που ήταν μαζί της στο δωμάτιο δεν είδαν τίποτα. Από τότε η ανάρρωσή της προχω­ρούσε πολύ γρήγορα. Την έβλεπαν πολλές φορές διά­φοροι καθηγητές ιατρικής και δεν πίστευαν στα μάτια τους γιατί μέχρι τότε την ασθένεια αυτή την θεωρού­σαν ανίατη.
Ζούσε κάποτε στο Λένινγκραντ μία γυναίκα μαζί με τον άνδρα της. Και αυτή και εκείνος ήταν γιατροί. Τον καιρό του πολέμου ήταν μαζί στο μέτωπο. Ο άν­δρας της ήθελε πάρα πολύ να έχει παιδιά, εκείνη ό­μως δεν ήθελε. Είχε κάνει 18 εκτρώσεις.
Τελικά ο άν­δρας της την άφησε και βρήκε άλλη γυναίκα.
Όταν αυτή γύρισε μετά τον πόλεμο στο Λένιν­γκραντ δεν μπόρεσε να βρει δουλειά. Δεν είχε ούτε σπίτι πού να μείνει, γιατί αυτό το σπίτι που έμενε πα­λιά ήταν του άνδρα της.
Κυριολεκτικά βρέθηκε στο δρόμο. Ήταν μέλος του κομουνιστικού κόμματος και απευθυνόταν σε διάφορους οργανισμούς αλλά κανείς πουθενά δεν την βοήθησε. Απελπίστηκε τόσο πολύ που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει.
Μία μέρα, ενώ περπατούσε στο δρόμο, συνάντησε μία φίλη της που την είχε γνωρίσει τον καιρό του πο­λέμου. Εκείνη άρχισε να την ρωτά για την ζωή της και όταν έμαθε τα προβλήματά της τής είπε, ότι στην Βίριτσα ζει ένας γέρος που βοηθάει πολλούς ανθρώπους και προβλέπει το μέλλον.
Η γιατρός σκέφτηκε ότι πρόκειται για κάποιον μάγο και αποφάσισε να τον επισκεφτεί γιατί έτσι και αλλιώς δεν θα έχανε τίποτα. Στην Βίριτσα βρήκε το σπίτι του Γέροντα. Εκεί την ρώτησαν: -Θέλετε να δείτε τον παππούλη; Αυτή, όταν το άκουσε, εκνευρίστηκε πολύ· -Ποιόν παππούλη; Τρελή είμαι να μπλέκομαι με παπάδες, και βγήκε έξω τρέχοντας.Στο δρόμο παρέλυσαν τα πόδια της και δεν μπόρε­σε να περπατήσει. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και ξέσπασε σε κλάματα. Καταριόταν όλους και όλα, ακόμα και αυτή την φίλη της που την έστειλε σ' αυτόν τον παπά. Έβριζε αλλά δεν μπόρεσε να σηκωθεί και να σταθεί όρθια, τα πόδια δεν υπάκουαν.
Από το σπίτι του Γέροντα βγήκε μία γυναίκα και της είπε:
-Σας ζητάει ο γέροντας.
Αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά να μπει μέσα. Τότε η γυναίκα την πλησίασε, λέγοντάς της ξανά:
-Το όνομά σας είναι Ν., είστε οφθαλμίατρος, μό­λις γυρίσατε από τη Γερμανία, σάς ζητάει ο Γέροντας.
Χωρίς να καταλάβει πώς η γυναίκα αυτή σηκώθη­κε και σαν να την οδηγούσε κάποια δύναμη πήγε στο σπίτι του Γέροντα.
Όταν μπήκε μέσα στο κελί του είδε έναν γέρο μοναχό ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι. Αυτός της είπε, ότι για όλα τα δεινά φταίει αυτή η ίδια, επειδή είχε σκοτώσει τα παιδιά της. Κατάλαβε η γυναίκα ότι ο γέροντας γνωρίζει όλη την ζωή της και έπεσε κλαίγοντας στα γόνατα μπροστά στο κρεβάτι του. Εκείνος αμέσως την παρηγόρησε λέγοντας:
-Πήγαινε στο Σμόλνι, θα σε διορίσουν υπεύθυνη σε μία κλινική της Πετεργκώφ και θα σου δώσουν και ένα δωμάτιο να μένεις. Μετά θα επιστρέψεις στο Λένινγκραντ και θα μένεις εκεί. Θα με επισκέπτεσαι εδώ και μετά θα επισκέπτεσαι και τον τάφο μου.
«Τι παραμύθια είναι αυτά που λέει», - σκέφτηκε η Ν.
-Δεν λέω παραμύθια. Όλα αυτά που λέω θα πραγ­ματοποιηθούν, - είπε ο Γέροντας, απαντώντας στις σκέψεις της.
Πραγματικά πήγε στο Σμόλνι, όπου την διόρισαν στην κλινική της Πετεργκώφ και την έδωσαν δωμάτιo. Αργότερα γύρισε στο Λένινγκραντ. Έγινε πολύ πιστή, έφτασε σε βαθιά γεράματα και μέχρι το τέλος της ζωής της επισκεπτόταν τακτικά τον τάφο του Γέ­ροντα στην Βίριτσα.
Μια φορά στο σπίτι του Γέροντα μπήκαν ληστές. Έσπασαν τζάμι στην κουζίνα. Αλλά στο κελί του Γέ­ροντα δεν μπόρεσαν να μπουν γιατί δεν βρήκαν πόρ­τα, αλλά ούτε το δωμάτιο της αδελφής Σεραφείμα μπόρεσαν να βρουν. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν με άδεια χέρια.
Άνθρωποι που έχουν επισκεφτεί τον Γέροντα λέ­νε ότι πάντα γύρω από το σπίτι, όπου ζούσε ο πατήρ Σεραφείμ, υπήρχε μία ευωδία. Και κάθε επισκέπτης αισθανόταν την παρουσία της θείας χάριτος.
Την άνοιξη του 1949 ο πατήρ Σεραφείμ αρρώστησε βαριά. Όλα τα πνευματικά του παιδιά προσεύχο­νταν για την υγεία του. Δεν μπορούσαν να φαντα­στούν πώς θα ζούνε χωρίς αυτόν. Ο πατήρ Σεραφείμ τους έλεγε:
- Τι νομίζετε, ότι ο Θεός δεν ακούει τις προσευχές μας; Αν Τον παρακαλούσα, αμέσως θα μου χάριζε υ­γεία. Αλλά όχι όπως θέλω εγώ - ας γίνει Πάτερ το θέ­λημά Σου τώρα και στους αιώνες, ας γίνη το δικό Σου θέλημα και όχι το δικό μου. Ας με επισκεπτούν όλες οι αρρώστιες· να γίνει κατά το θέλημά Σου!
Ο Γέροντας ήταν πολύ αδύναμος, δεν μπορούσε να σηκώνεται από το κρεβάτι του και όμως παρακαλούσε τους δικούς του να αφήνουν τους επισκέπτες να έρχονται. Οι δικοί του από την αγάπη τους προς τον Γέροντα δεν άφηναν όλους να τον βλέπουν και μερι­κούς τους έστελναν πίσω. Αλλά ο πατήρ Σεραφείμ τους έλεγε να γυρίζουν πίσω αυτούς που τους είχαν διώξει. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι τον έχουν ανάγκη. Μερικές φορές κάποιος που τον είχαν διώξει έφτανε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό και από κει τον γύρι­ζαν πίσω επειδή τον ζητούσε ο Γέροντας.
Λίγο πριν πεθάνει ο πατήρ Σεραφείμ κοιμόταν δώ­δεκα μέρες και δώδεκα νύχτες συνεχόμενες. Όλο αυτό το διάστημα τον παρακολουθούσε ο γιατρός. Η καρ­διά του σχεδόν δεν ακουγόταν όλες αυτές τις ημέρες. Όταν ο γέροντας ξύπνησε, είπε στην αδελφή Σεραφείμα:
-    Επισκέπτηκα πολλές χώρες. Και δεν βρήκα χώ­ρα καλύτερη από τη δική μας και πίστη δεν είδα κα­λύτερη. Να λες σε όλους να μην αφήνουν την Ορθο­δοξία.
Λίγο πριν το θάνατό του, τον πατέρα Σεραφείμ, επισκέπτηκε η Παναγία. Η Θεοτόκος ήρθε την νύχτα. Ο Γέροντας γνώριζε ποιος θα τον επισκεπτεί, γι' αυ­τό, είπε, στις γυναίκες που τον υπηρετούσαν, να ανάψουν όλα τα καντήλια.
Η Παναγία του φανερώθηκε κάτω από μία σημύ­δα που φύτρωνε μπροστά στο παράθυρο του κελιού του. Ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε, σε καμία περίπτωση να μην κόψουν αυτό το δένδρο.
Δύο εβδομάδες πριν την κοίμησή του ο πατήρ Σε­ραφείμ είπε στον πατέρα Αλέξιο Κιμπάρντιν, ιερέα της εκκλησίας της Παναγίας του Καζάν στην Βίρι­τσα, ότι η Παναγία πρόσταξε να μεταλαμβάνει κάθε μέρα των Αχράντων Μυστηρίων. Ο πατήρ Αλέξιος διηγείται: «Κοινωνούσα τον Γέροντα κάθε νύχτα, σύμφωνα με τον λόγο του. Αλλά μια φορά κοιμήθηκα και δεν άκουσα το ξυπνητήρι. Ξύπνησα στις τέσσερις το πρωί (συνήθως τον κοινωνούσα στις δύο), πήρα τα Τίμια Δώρα και κυριολεκτικά έτρεξα προς το σπίτι του Γέροντα. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι και μετά στο κελί του ο Γέροντας ήταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι και το πρόσωπο του σκορπούσε φως. Του ζή­τησα συγγνώμη αλλά ο πατήρ Σεραφείμ μου είπε:
-Μην ανησυχείτε, πάτερ, οι άγγελοι ήδη με έ­χουν κοινωνήσει.
Κοίταξα το πρόσωπο του και κατάλαβα ότι είναι αλήθεια».
Ο Γέροντας επίσης παρακάλεσε τον πατέρα Αλέ­ξιο να πάει στη Μόσχα στον πατριάρχη Αλέξιο και να του πει ότι σε δύο βδομάδες ο ταπεινός Σεραφείμ θα πάει στον Κύριο και ότι θέλει να έλθουν τώρα στο σπίτι του οι γνωστοί του από τις θεολογικές σχολές για να τους αποχαιρετήσει. Παρακάλεσε να πει στον πατριάρχη τις ευχές του και να ζητήσει την ευλογία του.
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο πατήρ Αλέξιος ο πατριάρχης όταν το άκουσε χωρίς να προφέρει λέξη γύρισε προς τις εικόνες και έκανε τρεις μετάνοιες, κά­νοντας το σημείο του σταυρού. Όταν γύρισε, στο πρόσωπό του έτρεχαν δάκρυα. Με φωνή πολύ χαμηλή είπε:
-Τέσσερα χρόνια είμαι πατριάρχης. Ο πατήρ Σεραφείμ μου είπε ότι θα γίνω πατριάρχης και έγινα με τις προσευχές του. Μου έμειναν άλλα 21 χρόνια. Έ­τσι είπε ο άγιος αυτός άνθρωπος. Πέστε του ότι ζητάω τις ευχές του. (Ο πατριάρχης Αλέξιος ο Α' έκανε την τελευταία του λειτουργία την ημέρα όταν γιόρταζε την 25 επέτειο της πατριαρχίας του και μετά από λίγο στις 17 Απριλίου του 1970 κοιμήθηκε εν Κυρίω).Ήλθε η τελευταία ημέρα της ζωής του Γέροντα. Την ημέρα αυτή ο πατήρ Σεραφείμ είπε:
-Σήμερα δεν μπορώ να δεχθώ κανέναν. Θα προ­σεύχομαι.
Το βράδυ κάλεσε στο κελί του τους συγγενείς του και έδωσε στον καθένα ευλογία, εικόνα του οσίου Σε­ραφείμ του Σαρόβ. Άναψαν όλα τα καντήλια και όλοι γονάτισαν. Άρχισαν να διαβάζουν τους χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου, του αγίου Νικολάου και του οσίου Σεραφείμ του Σαρόβ.
Κάλεσαν τον πατέρα Αλέξιο από την εκκλησία της Παναγίας του Καζάν για να εξομολογηθεί ο Γέρο­ντας τελευταία φορά. Όταν ο πατήρ Αλέξιος άκουγε την εξομολόγησή του στο πρόσωπό του έτρεχαν δά­κρυα. Μετά την εξομολόγηση ο πατήρ Σεραφείμ μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Συνέχεια ρωτούσε τι ώρα είναι. Τελικά είπε στην αδελφή Σεραφείμα:
-Διάβασε τις νεκρώσιμες ευχές.
Μετά, τελευταία φορά, ρώτησε τι ώρα είναι. Ή­ταν γύρω στις δύο τη νύχτα.
-Τελείωσαν.
Τελευταία φορά έκανε το σημείο του σταυρού, λέ­γοντας:
-Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Α­γίου Πνεύματος. Σώσε Κύριε και ελέησε όλον τον κό­σμο.
Και έβαλε τα χέρια του πάνω στο στήθος.
Ο Γέροντας κοιμήθηκε την νύχτα στις 3 Απρι­λίου το 1949 στο σπίτι του στη λεωφόρο Μάισκι. Με­τά την κοίμησή του μία εβδομάδα όλη η Βίριτσα ευωδίαζε.Ένας ιερέας, ο πατήρ Ιωάννης Μιρόνοβ, λέει ότι ο Γέροντας όταν ακόμα ήταν ζωντανός τον κάλεσε στην κηδεία του. Παρακάλεσε τον πατέρα Γρηγόριο Σελιβάνοβ: «Πες στον Βάνια να έλθει στις 3 Απρι­λίου». «Στις 3 Απριλίου πρωί πρωί πήρα το τρένο και πήγα στην Βίριτσα, - λέει ο πατήρ Ιωάννης... Τότε το ότι ο πατήρ Σεραφείμ κοιμήθηκε ήξεραν μόνο οι συγγενείς του. Ο πατήρ Αλέξιος Κιμπάρντιν άρχισε την πρώτη νεκρώσιμη ακολουθία. Και εγώ αξιώθηκα να προσεύχομαι μαζί του υπέρ αναπαύσεως του Γέρο­ντος. Όταν σηκώσαμε το λείψανο του, τυλιγμένο στο μανδύα για να το μεταφέρουμε από το κρεβάτι στο τραπέζι, ήταν τόσο ελαφρό ώστε μου φάνηκε ότι στα χέρια μου ήταν μόνο ο μανδύας».
Την πρώτη ημέρα μετά την κοίμηση του πατρός Σεραφείμ μία γυναίκα ήλθε μαζί με την κόρη της που ήταν τυφλή να αποχαιρετήσει τον Γέροντα. Τον πλη­σίασαν και η γυναίκα είπε στο κορίτσι:
-Φίλησε το χέρι του παππούλη.
Το κορίτσι φίλησε το χέρι του Γέροντα και αμέσως ανέβλεψε.
Τρεις μέρες ο κόσμος ασταμάτητα περνούσε από το σπίτι του πατρός Σεραφείμ για να αποχαιρετήσει τον Γέροντα. Ο πατριάρχης Αλέξιος έδωσε ευλογία να σταματήσουν τα μαθήματα στις θεολογικές σχολές του Λένινγκραντ.
Η κηδεία έγινε την παραμονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου στην εκκλησία της Πανα­γίας του Καζάν στην Βίριτσα. Εκείνη την εποχή πή­γαινε στην Βίριτσα από το Λένινγκραντ ατμοκίνητος σιδηρόδρομος κάθε δύο ώρες. Το ταξίδι διαρκούσε τρεις ώρες. Την ημέρα της κηδείας και του ενταφιασμού το πρωινό τρένο δεν μπόρεσε να χωρέσει όλους που ήθελαν να πάνε στην κηδεία του Γέροντα. Οι άν­θρωποι πολιορκούσαν τον σταθμάρχη:
-Το επόμενο τρένο φεύγει σε δύο ώρες, δεν μπο­ρούμε να περιμένουμε. Δώστε ένα τρένο ακόμα!
Στην ερώτηση γιατί βιάζονται τόσο πολύ, οι άν­θρωποι απαντούσαν:
-Στην Βίριτσα πέθανε μεγάλος Γέροντας ο Σερα­φείμ, και σήμερα θα γίνει η ταφή του. Δεν θέλουμε να αργήσουμε.
Αλλά και αυτοί που πρόλαβαν την ταφή ήταν πά­ρα πολλοί. Μεταξύ τους ήταν και ο νυν πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος ο Β'... Η εκκλησία, η αυλή της και όλοι οι δρόμοι γύρω ήταν γεμάτοι κόσμο...
Η μάρτυρας των γεγονότων Ελένη Σ. λέει: «...Η κηδεία του Γέροντα έγινε στις 24 Μαρτίου π.η./6 Απριλίου ν.η.. Μέχρι τότε το λείψανό του βρισκόταν στην εκκλησία. Οι ιερείς συνέχεια ψάλανε τις νεκρώ­σιμες ακολουθίες και όλος ο κόσμος προσευχόταν. Ε­γώ αρκετές φορές πλησίασα τον Γέροντα και φίλησα το χέρι του. Και κάθε φορά το χέρι του ήταν θερμό και μαλακό, σαν το χέρι ενός ζωντανού ανθρώπου... Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς ώστε στην αδελφή Σεραφείμα έσπασαν πλευρό. Και αυτό το είχε προβλέψει ο πατήρ Σεραφείμ, γιατί, όταν ζούσε ακόμα, έλεγε στην αδελφή Σεραφείμα:
«-Όταν θα γίνει η κηδεία μου να προσέχεις τα πλευρά σου...».
Το λείψανο του πατρός Σεραφείμ θάφτηκε στο μι­κρό νεκροταφείο δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν...
Σε πολλά από τα πνευματικά του παιδιά ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε να έρχονται μετά το θάνατο του στον τάφο του όταν θα έχουν δυσκολίες και θλίψεις και να του λένε τα προβλήματά τους σαν σε ζωντανό.
Οι συγγενείς του πατρός Σεραφείμ μετά το θάνατο του βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάστα­ση. Τότε όλοι τους πήγαν στον τάφο του Γέροντα για να ζητήσουν την βοήθειά του. Και μετά είδαν ένα ό­ραμα· είδαν τον πατέρα Σεραφείμ, ο οποίος τους είπε ότι πάντα είναι μαζί τους και ότι θα τους βοηθήσει μέσω ενός άλλου ανθρώπου.
Την επόμενη ημέρα έλαβαν από την Μόσχα από τον μητροπολίτη Κρουτίτσκ και Κολόμνα Νικόλαο το εξής τηλεγράφημα: «Στέλνω χρήματα για τις ανάγκες σας. Σάς περιμένω να έλθετε για να σάς βοηθή­σω και άλλο...». Η υπογραφή ήταν η εξής: «Ο παπ­πούλης σας».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...