Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιουλίου 26, 2011

Ἕνα κείμενο περί Ἐξομολογήσεως

Ἄγνωστος συγγραφεύς




... Εἰς τό τέλος τῆς ἑβδομάδος, ἀφοῦ προπαρασκευάσθηκα καλά γιά τήν ἁγία Κοινωνία, πρίν ἐξομολογηθῶ, ἐσκέφθηκα ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά κάνω ἐκεῖ μιάν ἐξομολόγησιν ὅσον τό δυνατόν πιό λεπτομερῆ. Ἄρχισα, λοιπόν, τήν προσπάθεια γιά νά θυμηθῶ ὅλα τά ἁμαρτήματα ἀπ’ τήν νεότητά μου καί γιά νά μή τυχόν λησμονήσω ἔστω καί τό παραμικρό, τά ἔγραψα μέ ὅση τό δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Ἐγέμισα ἔτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί μέ ὅλα αὐτά πού ἔγραψα. Ἔπειτα, ὅμως, ἄκουσα ὅτι εἰς τήν Κιταβάγια Παστίνα, πού ἀπέχει περίπου τρία χιλιόμετρα ἀπό ἐκεῖ, ἐζοῦσεν ἕνας ἀσκητής ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἦτο σοφός ἄνθρωπος καί γεμᾶτος ἀπό κατανόηση. Ὁποιοσδήποτε ἐπήγαινεν εἰς αὐτόν γιά νά ἐξομολογηθεῖ, εὑρισκόταν σέ μιάν ἀτμόσφαιρα γεμάτη ἀπό μειλιχιότητα καί συμπάθεια, ἀποχωροῦσε δέ χορτᾶτος ἀπό διδασκαλία γιά τήν σωτηρία του καί ἤρεμος ψυχικά. Μέ μεγάλην εὐχαρίστηση ἐπληροφορήθηκα γιά ὅλα αὐτά καί ἀνεχώρησα ἀμέσως νά συναντήσω τόν ἄγιον αὐτόν γέροντα.

Ὅταν ἔφθασα, εἰς τήν ἀρχή, ἐζήτησα ὁλίγες συμβουλές, ὕστερα δέ ἀπό κάμποσην ὥρα συνομιλίας τοῦ ἐδιάβασα τό χαρτί μέ τίς ἁμαρτίες μου, πού εἶχα γράψει. Ὅταν ἐτελείωσα τό διάβασμα, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

«Παιδί μου, πολλά ἀπ’ αὐτά πού μοῦ ἐδιάβασες εἶναι χωρίς καμμιά ἀξία, οἱ συμβουλές μου δέ γιά τήν ἐξομολόγηση εἶναι γενικά οἱ ἐξῆς:

Πρῶτον: Δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογῆσαι ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα ἄλλοτε μετενόησες, τά ἐξαγορεύθηκες καί ἐπῆρες τήν συγχώρηση. Ὅταν τά ξαναεξομολογῆσαι εἶναι σάν νά θέτεις σέ ἀμφιβολία τή δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Ἐξομολογήσεως.

Δεύτερον: Δέν πρέπει νά θυμᾶσαι εἰς τήν ἐξομολόγηση οὔτε καί νά ἀναφέρεις εἰς αὐτήν ἄλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη νά εἶναι συνδεδεμένα μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει νά ἐξομολογηθεῖς τά ἰδικά σου μόνον ἁμαρτήματα καί νά κρίνεις τόν ἑαυτό σου μόνον καί κανέναν ἄλλον.

Τρίτον: Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά ἀναφέρουμε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τά διάφορα ἁμαρτήματά μας, ἐπειδή εἶναι καλύτερο νά τά ὁμολογοῦμε καί νά τά ἀναγνωρίζουμε εἰς τίς γενικές τους γραμμές γιά νά ἀποφεύγεται ὁ πειρασμός ἀπό τήν ἐπανάληψη τῶν λεπτομερειῶν καί γιά τόν ἑαυτό μας καί γιά τόν πνευματικό.

Τέταρτον: Ὅταν μετανοεῖς πρέπει νά μετανοεῖς εἰλικρινά καί πραγματικά γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ μετάνοιά σου αὐτή σήμερα εἶναι ἀφρόντιστη χλιαρή καί πρόχειρη.

Πέμπτον: Ἀσχολήθηκες σήμερα μέ ἕνα σωρό λεπτομέρειες, ἐνῶ παρέλειψες τό κυριότερο πρᾶγμα, δηλαδή δέν ἀνέφερες τίς πιό βαρειές ἀπ’ ὅλες τίς ἁμαρτίες, γιατί δέν παραδέχθηκες, οὔτε ἔγραψες εἰς τό χαρτί, ὅτι δέν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅτι μισεῖς τόν πλησίον σου, ὅτι δέν πιστεύεις εἰς τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὅτι εἶσαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλοδοξία, γεγονότα πού ἀποτελοῦν τήν τετραπλῆ μάζα τοῦ κακοῦ καί τά ὁποῖα εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων μας. Αὐτά εἶναι οἱ τέσσερεις κυριώτερες ρίζες, ἀπό τίς ὁποῖες φυτρώνουν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἰς τά ὁποῖα πέφτουμε ὅλοι».

Ἡ ἔκπληξίς μου πραγματικά ἦταν μεγάλη ἀπό ὅσα ἄκουσα, γι’ αὐτό ἀπευθυνόμενος πρός τόν φημισμένο αὐτόν πνευματικό, τοῦ εἶπα:

«Νά μέ συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν νά μή ἀγαπῶ τόν Θεό, τόν Πατέρα ὅλων μας καί Συντηρητή; Σέ τί ἄλλο θά μποροῦσα νά πιστεύσω, ἐκτός ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα; Ἐγώ θέλω πάντα τό καλό τοῦ πλησίον μου, ποιόν δέ λόγο θά εἶχα γιά νά τούς μισῶ; Ὡς πρός τήν ὑπερηφάνεια, δέν ἔχω τίποτα γιά νά ὑπερηφανευθῶ, ἐκτός ἀπ’ τά ἀναρίθμητά μου ἁμαρτήματα. Ἀλλ’ ἀκόμη τί καλό ἔχω ἐπάνω μου γιά νά ὑπερηφανευθῶ; Μήπως τά πλούτη μου ἤ τήν ὑγεία μου; Μόνον ἄν ἤμουν μορφωμένος ἤ πλούσιος, θά μποροῦσα νά ἔχω πέσει σέ σφάλματα σάν αὐτά πού μοῦ ἀνέφερες».

«Ἀγαπητέ μου, εἶναι κρῖμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τί ἐννοῶ μέ αὐτά πού εἶπα. Κοίταξε! Θά διδαχθεῖς πολύ καί γρήγορα, ἀπάνω σέ ὅσα σοῦ εἶπα, ἐάν διαβάσεις αὐτές τίς σημειώσεις πού σοῦ δίνω, τίς ὁποῖες καί ἐγώ χρησιμοποιῶ εἰς τήν ἐξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά καί θά καταλάβεις ἐντελῶς καθαρά τήν ἀκριβῆ ἀπόδειξη ὅλων αὐτῶν πού σοῦ εἶπα καί τά ὁποῖα σέ ἐξέπληξαν»

Μού ἔδωσε τίς σημειώσεις καί ἐγώ ἄρχισα νά τίς διαβάζω. Οἱ σημειώσεις αὐτές ἔχουν ἀκριβῶς ὡς ἐξῆς:

«Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση».

«Στρέφοντας τά μάτια μου προσεκτικά εἰς τόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν, ὅτι δέν ἔχω θρησκευτική πίστη καί ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω εἰς τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.

Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό θά εἶχα συνεχῶς τήν σκέψη μου στραμμένη πρός Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τό Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολύ συχνότερα καί πολύ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόληση τῆς σκέψεώς μου μέ τόν Θεό καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καί ξερή. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μέ Αὐτόν, διά τῆς προσευχῆς θά ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή μου καί θά μέ ὡδηγοῦσε σέ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μέ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν εὑρίσκω εὐχαρίστηση εἰς τήν προσευχή μου ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατά τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπό τήν ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά καταπατῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τήν προσευχή καί ἀπομακρύνουν τήν σκέψιν ἀπό αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀπασχολοῦμαι μέ τόν Θεόν, ὅταν θέτω τόν ἑαυτόν μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα εἰς τήν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό καί σέ καμμιά περίπτωση τό ἀγαπημένο του πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τήν σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιάν ὥρα γιά νά βυθισθῶ σέ ἐντρύφηση καί θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός Αὐτόν, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ἐξοδεύω τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν μιά θερμή προσφορά καί θυσία εἰς τά εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.

Ὁλονένα συζητῶ γιά τιποτένια πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Εἰς τίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω νά μετατρέψω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο εἰς τίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση εἰς τήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, εἰς τήν ἐπιστήμη, εἰς τήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καί τῆς Θρησκείας, δέν μοῦ κάνουν πολλήν ἐντύπωσιν, οὕτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕνα χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνωφελής.

Ἐάν ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστός εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτε με τάς ἐντολάς τάς ἐμᾶς τηρήσατε» ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τάς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιά προσπάθεια καταβάλλω νά κατορθώσω τήν τήρησή τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστόν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τάς ἐντολάς του.

Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, θά ἦτο δυνατόν νά σκεφθῶ καί νά ἀπόφασίσω νά δώσω καί τήν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐάν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτό μόνον δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐάν ἀγαποῦσα τόν πλησίον μου, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά ἦσαν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν εἰς τό πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τό δικό του. Ἀντι-θέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νά ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό τυχόν πού ἀκούω γιά τόν πλησίον μου, ὄχι μόνον δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μέ ἐσωτερικήν ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του δέν μέ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δέ ἀντιθέτως τό συναίσθημα τῆς ἀδια-φορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν πλησίον μου.

Δέν ἔχω θρησκευτική πίστη. Οὔτε εἰς τήν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τό Εὐαγγέλιο, διότι ἐάν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καί ἐπίστευα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι μετά ἀπό τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωή καί ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά ἐσκε-πτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ἐζοῦσα αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, που ἔχει πάντα εἰς τόν νοῦ του τήν φροντίδα νά ἀξιωθεῖ κάποτε νά φθάσει εἰς τήν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγώ οὔτε κάν σκέπτομαι γιά τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι εἰς τήν ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις πού συνοψίζεται εἰς τό : ποιός ξέρει καί ποιός εἶδε τά μετά θάνατον;

Ὅταν μιλῶ γιά τήν ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ νά εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις μου καί ἀπό τήν συνεχεῖ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τήν ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἐάν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τή καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη πίστη, θά εἶχα καταλυφθεῖ ἀπ’ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν ἐμελετοῡσα, θἄβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της εἰς τήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη πού κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτόν θά μέ ὡδηγοῦσαν εἰς τήν χαρά καί τήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καί ἡμέρα. Εἰς τήν μελέτην αὐτήν θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καί ἡ καρδία μου θά παρεκινεῖτο εἰς τήν τήρησή του.

Τίποτα εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν θἆταν δυνατό νά μέ ἀποτρέψει ἀπ’ τήν ἐφαρμογή της εἰς τήν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν πρός τοῦτο, τόν παρακολουθῶ χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν εὑρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τό τέλος τῆς μελέτης του χωρίς σπουδαία ὡφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα πού μοῦ εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.

4. Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εἰς τόν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νά τό κάνω ἐμφανές ἤ νά ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μίαν ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δέ τόν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπό τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότητό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω καί νά τό σκεπάσω, λέγοντας: Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δέν πειράζει, κανείς δέν θά μέ παρεξηγήσει. Θυμώνω μέ ὅσους δέν δείχνουν ἐκτίμηση πρός τό πρόσωπό μου καί τούς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἠμπο-ροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου, καί ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιά κάτι καλό τό κάνω μέ τόν σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νά δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τόν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγορία.

Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρός τό ὁποῖον ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά ἀναγωρίζω τόν ἑαυτόν μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστίαν, ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτήν; Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τήν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφά-νεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τόν Θεό καί φρίττουν. Ἐγώ ὅμως; Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτήν πού ἀντιμετωπίζω; Πῶς δέ δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;

Διαβάζοντας ὅλον αὐτόν τόν τύπον τῆς ἐξομολογήσεως πού μοῦ ἔδωσεν ὁ ἱερεύς, τρομοκρατημένος ἐσκέφθηκα καί εἶπα μέσα μου: «Θεέ καί Κύριε! Τί φοβερά ἁμαρτήματα ὑπάρχουν κρυμμένα μέσα μου καί μέχρι τώρα δέν τά εἶχα ἀνακαλύψει!». Ἡ ἐπιθυμία νά καθαρισθῶ ἀπό αὐτά μέ ἔκαναν νά ἱκετεύσω αὐτόν τόν μεγάλον ἐξομολόγο νά μέ διδάξει πῶς νά γνωρίσω τήν αἰτίαν ὅλου αὐτοῦ τοῦ κακοῦ καί πῶς νά θεραπεύσω ἀπ’ αὐτό τόν ἑαυτόν μου. Ἔτσι ὁ ἅγιος αὐτός πνευματικός ἄρχισε νά μέ καθοδηγεῖ λέγοντας: Παιδί μου καί ἀδελφέ μου, ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἔλλειψις πίστεως. Ἡ ἔλλειψις αὐτή τῆς πίστεως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλλείψεως τῆς πεποιθήσεως καί ἡ αἰτία τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, εἶναι ἡ ἀποτυχία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθινῆς καί ἁγίας γνώσεως καί ἡ ἀδιαφορία μας ὡς πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ φωτός τοῦ πνεύματος. Μέ μιά λέξη ἄν δέν πιστεύεις δέν μπορεῖς νά ἀγαπᾶς... Μέ τήν ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἀπόκτηση πείρας, πρέπει νά γεννηθεῖ εἰς τήν ψυχή σου μία δίψα, μιά ἀκατάσχετη ἐπιθυμία, κάτι σάν θαῦμα, τό ὁποῖον θά σοῦ φέρει μιάν ἀσίγαστη ἐπιθυμία νά μάθεις, ὅσο μπορεῖς πιό πολύ, πιό τέλεια, πιό βαθειά, ὅ,τι περιβάλλει ὅλους μας...

Φαντάζομαι τώρα πώς θά κατάλαβες ὅτι ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτημάτων, τά ὁποῖα ἐδιάβασες προηγουμένως, εἶναι ἡ ἀδράνεια τῆς ψυχῆς μας γιά σκέψεις ἐπάνω σέ πνευματικά πράγματα, ἀδράνεια πού ξηραίνει τά συναισθήματα καί τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς γιά παρόμοιες πνευματικές ἐντρυφήσεις. Ἐάν θέλεις νά μάθεις πῶς θά νικήσεις αὐτήν τήν αἰτία τοῦ κακοῦ, φρόντισε νά ἀποκτήσεις μέ ὅλη σου τήν δύναμη τήν φώτιση τοῦ πνεύματος, τήν φώτιση τῆς ψυχῆς, μέ ἐπιμελῆ καί ἁγιαστική μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς συμβουλές πνευματικῶν ἀνθρώπων καί μέ συζητήσεις μέ ἄτομα πού εἶναι σοφοί καί γεμᾶτοι ἀπό Χριστό... Ἄς κάνουμε τήν προσπάθεια αὐτή καί ἄς προσευχώμεθα, ὅσο συχνότερα μποροῦμε μέ τά λόγια: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε μας νά σέ ἀγαπήσουμε τόσον, ὅσο πρίν γνωρίσουμε Σένα, ἀγαπούσαμε τήν ἁμαρτία.

Η ευώδης προσευχή. (Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ)


«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν σου».
Σε πολλούς ψαλμούς αλλά και στην Β’ προς Κορινθίους επιστολή και στην Αποκάλυψη παρομοιάζεται η προσευχή των πιστών με θυμίαμα ευώδες. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου». Ας φθάσει ενώπιον Σου ως θυμίαμα η προσευχή μου, Κύριε, λέει ο ψαλμός. Επίσης, στο μεγαλόπνοο βιβλίο της Αποκάλυψης ο ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει τις προσευχές των άγιων ως ευωδία θυμιάματος.
Όπως ακριβώς το θυμίαμα, δηλαδή το λιβάνι, όταν καεί γεμίζει ευωδίες τον αέρα, έτσι ακριβώς και η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα θυμιατήρι, που μέσα του καίει το λιβάνι της προσευχής. Είναι όμως αδύνατο να καεί το λιβάνι, εάν πρώτα δεν ανάψουμε το θυμιατό, δηλαδή φωτιά. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχή μας. Η προσευχή πρέπει να προέρχεται από μια ψυχή που καίγεται από πίστη, από αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Χρειάζεται να είμαστε «τω πνεύματι ζέοντες», να φλεγόμαστε δηλαδή από πνευματικό ζήλο, ώστε και η προσευχή μας να γίνεται θυμίαμα εύοσμο ενώπιον του Θεού.
Πώς όμως θα ανάψουμε το θυμιατήρι μας; Πώς θα γίνουμε λαμπάδες της πίστεως; Όταν η ζωή μας είναι καθαρή.
Η αρετή κατά τους πατέρας είναι ευωδία, ενώ η αμαρτία δυσωδία. Και εάν θεωρούμε παράλογη απόφαση ένα χρυσό σκεύος να το γεμίσουμε με ακαθαρσίες, έτσι ακριβώς και ακόμη περισσότερο παράλογο είναι να μη διατηρούμε καθαρό τον εαυτό μας, το σώμα μας και την ψυχή μας, που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. «Χριστού ευωδία εσμέν»· είμαστε λιβάνι του Χριστού, λέγει ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του.
Για να διατηρηθεί όμως η ψυχή μας καθαρή, για να μείνει ο ναός του Αγίου Πνεύματος αμόλυντος, απαιτείται να έχουμε έντονη μυστηριακή ζωή. Να εξομολογούμενα και να κοινωνούμε τακτικά. Μόνον από μια ψυχή που ενισχύεται τακτικά από τα ιερά μυστήρια προκύπτει προσευχή αρωματισμένη με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μόνον όταν μέσα μας έχουμε τον Χριστό μπορούμε να σηκώσουμε τα χέρια μας και να πούμε «αββά ο Πα­τήρ» ή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Έτσι μπορούμε να προσευχηθούμε χωρίς μίσος και πονηρές επιθυμίες, γεμάτοι από την αγάπη του Θεού. Έτσι η ζωή μας γίνεται μια πύρινη προσευχή. Γινόμαστε σαν την Παναγία «θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον».
Πόσοι όμως προσεύχονται έτσι;
Πολλοί έχουν ακάθαρτο στόμα. Αισχρολογούν και βλασφημούν. Χρησιμοποιούν το στόμα τους για να κατακρίνουν και να κουτσομπολεύουν. Πόσες συζητήσεις δεν ακούγονται καθημερινά ανώφελες, επιζήμιες και βλαβερές; Είναι δυνατόν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν το στόμα τους έτσι, να το χρησιμοποιήσουν έπειτα για την προσευχή; «Έστω τοίνυν θυμιατήριόν σου το στόμα». Ας γίνει θυμιατήρι προσευχής το στόμα σου, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος.
Πολλοί προσεύχονται στον Θεό, ενώ μέσα στην ψυχή τους έχουν πονηρές επιθυμίες. Το στόμα λέγει την προσευχή, αλλά η ψυχή σκέπτεται άτοπα.
Άλλοι προσεύχονται εναντίον των εχθρών τους -να πάθουν κακό, να έλθουν συμφορές στις οικογένειες τους. Η Εκκλησία όμως μας διδάσκει ότι πρέπει να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Για να προσευχηθούμε δεν πρέπει να έχουμε καθόλου θυμό και οργή μέσα μας.
Άλλοι προσεύχονται στον Θεό για να ικανοποιηθεί η πλεονεξία και η φιλαργυρία τους. Κάποιος για παράδειγμα, πριν αρχίσει να χαρτοπαίζει έκανε τον σταυρό του επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού. Πολλοί είναι αυτοί που επιζητούν ακόμη και με τέτοιο τρόπο τα υλικά αγαθά, ενώ ο Χριστός τόνισε: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού» και όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους.
Ο πιστός χριστιανός, αυτός που αγαπά τον Θεό, πρώτα λέει «ελθέτω η βασιλεία σου» και μετά προσθέτει «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Πρώτα ζητάει από τον Θεό την άφεση των αμαρτιών και τη σωτηρία του και ύστερα θυμάται την εκπλήρωση των υλικών αναγκών του.

Τέτοια προσευχή, που θα βγαίνει μέσα από το καμίνι της πίστεως και θα ευωδιάζει την ζωή μας και την ζωή των άλλων κοντά μας, είναι ανάγκη να αποκτήσουμε. Για να μπορούμε να λέμε με παρρησία· «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, επαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή». Αμήν.
(«Θυσία εσπερινή- σκέψεις βασισμένες στον λειτουργικό πλούτο της Μ. Τεσσαρακοστης»)

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ κ. ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Όλοι διαισθανόμασταν ότι κάτι δεν πήγε καλά στις Εκλογές του 2009. Ο πρώην πρωθυπουργός φάνηκε ότι παρέδωσε αμαχητί τον αγώνα. Όλοι υποψιαζόμασταν ότι κάτι δεν ξέραμε. Είχαν προηγηθεί οι σωστές κατά τη γνώμη μου στρατηγικές κινήσεις του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, η πρόσκληση της Κίνας στο λιμάνι του Πειραιά, το όχι στο θέμα των Σκοπίων, ο νόμος περί Βασικού Μετόχου και μερικές ακόμα αποφάσεις (δείτε εδώ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ; ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕΙ; (NETAKIAS) 16-06-11).


Έτσι ακολούθησαν οι φωτιές του 2007 (δείτε εδώ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΣΕΞ, ΓΑΜΟΥΣ, ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΓΩΓΟΥΣ (TAXALIA) 11-10-10), το κάψιμο της Αθήνας το 2008 (δείτε εδώ ΗΘΕΛΑΝ ΤΟΥΣ ”ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ” ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2008! (OLYMPIA) 07-07-11), το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου κτλ.


Πρόσφατα αποκαλύφθηκαν ακόμα περισσότερα, όπως μπορείτε να δείτε στα παρακάτω αποκαλυπτικά άρθρα :





Και έρχομαι τώρα στο δια ταύτα :

Εγώ παραδέχομαι ότι όντως με αρκετές αποφάσεις του, μπορεί και μάλλον έθιξε τεράστια συμφέροντα.

Επίσης, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τις αποκαλύψεις που έκαναν πρόσφατα τα “ΕΠΙΚΑΙΡΑ”.

Και ρωτάω : Ε, και;;…

Ήταν αυτός λόγος να τα παρατήσει και να παραδώσει στο έλεος των Διεθνών Τοκογλύφων όλους τους Έλληνες;

Δηλαδή βαραίνει περισσότερο στη ζυγαριά η δική του οικογένεια από τη δική μου, τα δικά του παιδιά από τα παιδιά όσων οδηγήθηκαν στην απόγνωση και αυτοκτόνησαν μέχρι σήμερα και που ελπίζω να μην ακολουθήσουν κι άλλοι;

Βαραίνει περισσότερο η δική του ζωή από τη ζωή του οποιουδήποτε φαντάρου που αν γίνει κάτι θα πάει στην πρώτη γραμμή και θα προτάξει τα στήθη του στον εχθρό;

ΣΑΦΩΣ ΟΧΙ

Τι περιμένει ένας λαός από έναν ηγέτη; Τι περιμένει ένας λαός από τον κάθε Κώστα Καραμανλή και Γιώργο Παπανδρέου και όποιος στο διάολο ακολουθήσει μετά από αυτούς, αλλά και από όσους προηγήθηκαν ήδη; Γιατί τους πλήρωνε και τους πληρώνει με τον ιδρώτα και το αίμα του;

Περιμένει να βγουν και να πουν αλήθειες, όσο βαριές και επικίνδυνες μπορεί να είναι αυτές, για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Τότε ο λαός από μόνος του θα έθετε τους ίδιους και τις οικογένειές τους πάνω από τις δικές του και θα έβαζε τα στήθια του μπροστά για να τους προστατέψει.

Αν δεν μπορούν να κάνουν κάτι τόσο απλό, θα έπρεπε να κάτσει ο μεν ένας να παίζει Playstation τρώγοντας σουβλάκια στη Ραφήνα και ο άλλος να κάνει κανώ και ας έφτανε κωπηλατώντας μέχρι τη Μινεσότα.

Τέτοιους ηγέτες δεν τους χρειαστήκαμε και δεν θα τους χρειαστούμε ποτέ.

Ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε μέχρι την Ινδία γιατί ήταν στην πρώτη γραμμή μαζί με τον απλό στρατιώτη του.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έμεινε στην Ιστορία γιατί υπερασπίστηκε την Βασιλεύουσα μέχρι θανάτου μαζί με τους στρατιώτες του και τον απλό κόσμο. Θαυμάστε την απάντηση που έδωσε στον Μεχμέτ τον Καταστροφέα «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» (ΤΟ ΑΒΑΣΙΛΕΥΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ… (OLYMPIA) 29-05-11)

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος και τόσοι άλλοι ήρωες του 1821 έμειναν στην Ιστορία σαν ήρωες, γιατί ήταν στην πρώτη γραμμή με το λαό και τους στρατιώτες τους.

Τέτοιους ηγέτες θέλουμε για να μας οδηγήσουν μπροστά. Υπάρχει κανείς, έστω κι ένας;

Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2011

ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ

Το χρήμα θεωρήθηκε επικίνδυνο για την πνευματική ζωή των πιστών. Η φιλαργυρία, που συνδέθηκε και με την προδοσία του Χριστού, χαρακτηρίζεται από τον Απ. Παύλο ως ρίζα « πάντων των κακών». Το χρήμα προσλαμβάνει στη ζωή των ανθρώπων μεταφυσικές διαστάσεις και γίνεται ο Μαμωνάς που αντιστρατεύεται τον Θεό.
Η άποψη ότι αυτό έχει οικονομική και κοινωνική μόνο σπουδαιότητα χωρίς ηθικές προεκτάσεις είναι λανθασμένη. Κατά παράδοξο μάλιστα τρόπο η άποψη αυτή υποφώσκει και στον χώρο της ηθικής, γι’ αυτό δεν γίνεται συνήθως λόγος για το χρήμα σε συγγράμματα ηθικής. Το χρήμα όμως έχει τεράστιες ηθικές προεκτάσεις. Με την πάροδο μάλιστα του χρόνου και με τη μετάβαση από το εθνικό χρήμα στο πολυεθνικό και τις πιστωτικές κάρτες οι ηθικές προεκτάσεις του χρήματος ενισχύθηκαν και προσέδωσαν σε αυτό φανταστικές διαστάσεις . Το έκαναν πανίσχυρο μέσα στον κόσμο. Αυτό εκφράζεται και με τη συνήθη στις μέρες μας φράση, « το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο».
Η αγάπη προς το χρήμα νεκρώνει πνευματικά τον άνθρωπο και αφανίζει την κατ’ εξοχήν χριστιανική αρετή της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον, αντικαθιστώντας την με την εγκατάλειψη της πίστεως και την κακία. Έτσι η πλεονεξία, ως ρίζα όλων των κακών, δεν τροφοδοτεί μόνο ηθικές εκτροπές, αλλά οδηγεί και σε εκτροπή από την πίστη, ή ταυτίζεται με την ειδωλολατρία. Εξ άλλου στο κοινωνικό επίπεδο, ενώ ο Χριστιανός καλείται να βοηθάει τον πλησίον του, όταν έχει ανάγκη, η αγάπη προς το χρήμα όχι μόνο τον εμποδίζει, αλλά και τον εκτρέπει στην εκμετάλλευση της ανάγκης του για την απόκτηση κέρδους.
Κλασσικός τρόπος τέτοιας εκμεταλλεύσεως είναι η τοκογλυφία, που καταδικάζεται έντονα από στην Αγία Γραφή και την παράδοση της Εκκλησίας. Αλλά και η θεώρηση του χρόνου ως χρήματος κατά τη γνωστή ρήση « ο χρόνος είναι χρήμα»  , που εμπορευματοποιεί τον χρόνο και μαζί με αυτόν την ίδια τη ζωή του ανθρώπου, φανερώνει τις καταστρεπτικές συνέπειες της αγάπης προς το χρήμα.
( Γ. Μαντζαρίδη, « ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ», σελ. 467)

Η εντιμότητα του βίου και η ανιδιοτέλεια σε κάθε ενέργεια είναι μεγάλα προσόντα για το σωστό άνθρωπο.

Η «Εν Χριστώ» πνευματική ζωή είναι ζωή ακρίβειας απόλυτης δικαιοσύνης, καθαρότητας και εντιμότητας . Δεν είναι ζωή συμβιβασμού. Είναι ζωή απόλυτης ευσυνειδησίας και τιμιότητας.
Δεν ελίσσεται όποιος θέλει να ζει «εν Χριστώ» . Δεν επιδιώκει να παρουσιάζει προσωπείο αντί προσώπου, ούτε ποτέ στην πορεία του κοιτάει να εξαπατά τους άλλους και να τους ξεγελά για να ικανοποιείται το δικό του ιδιοτελές συμφέρον. Η απάτη, μικρής ή μεγάλης μορφής, το ιδιοτελές συμφέρον και η δολιότητα είναι ξένα πράγματα από την «εν Χριστώ» ζωή.
Ο Χριστιανός δε θέλει να αναβαίνει στη ζωή με άνομα μέσα. Είναι στις συναλλαγές του τίμιος, ντόμπρος και ίσος. Ο Λόγος του είναι αληθινός. Δε λέει ποτέ ψέματα, ούτε ποτέ κοιτάει να ξεγελά τον άλλον. Τα ελατήρια του είναι πάντα αγνά και καθαρά. Στις συναλλαγές του είναι ακριβής και τίμιος. Δεν επιδιώκει να επιπλεύσει με ποικίλους τρόπους. Δεν κυριαρχεί στη ζωή του το ατομικό του συμφέρον σε βάρος του συμφέροντος του άλλου. Δε δουλεύει σε δύο κυρίους. Έχει σαν έμβλημά του το λόγο του Κυρίου: « Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» ( Ματθ. στ΄24 ) . Ζει τη χριστιανική ζωή με γνησιότητα και καθαρότητα, χωρίς προσποιήσεις. Δε χρησιμοποιεί ποτέ στη ζωή του φανταστικά πυροτεχνήματα για να επιβληθεί. Είναι αυτός που είναι ατόφιος, ακέραιος, καθαρός και γνήσιος και που ο λόγος του είναι κατά την φράση του Κυρίου: « ναι ναι, ου ου» ( Ματθ. ε΄,37 ) .
Η εντιμότητα του βίου και η ανιδιοτέλεια σε κάθε ενέργεια είναι μεγάλα προσόντα για το σωστό άνθρωπο.
Ο πιστός που προσπαθεί να ζει μιας γνήσια «εν Χριστώ» πνευματική ζωή , είναι κατ’ εξοχήν έντιμος και ανιδιοτελής.
Μπορεί μερικές φορές αυτή η εντιμότητά του να του στοιχίζει. Μπορεί ίσως κάποτε να τον ζημιώνει και υλικά, γιατί δυστυχώς στην ζωή επιπλέουν οι καπάτσοι, οι ελισσόμενοι ,οι ανέντιμοι και ιδιοτελείς. Έχει γεμίσει η κοινωνία από ανέντιμους ανθρώπους. Η ανεντιμότητα έχει γίνει για πολλούς ο εύκολος τρόπος της ζωής. Κάτι τέτοιο όμως είναι απαράδεκτο από χριστιανικής απόψεως της ζωής. Ο άνθρωπος που θέλει να ζει «εν Χριστώ» προσέχει και δεν μετέρχεται ποτέ ανέντιμα μέσα για να ανέλθει , ούτε ιδιοτελή ελατήρια , ούτε έχει ποτέ ανομολόγητους σκοπούς. Εάν προς στιγμή φανεί ότι η τιμιότητά του τον ζημιώνει σε κάτι υλικό, έχει την αγάπη και την προστασία του Θεού με το μέρος του, έχει την κραταιά προστασία του Θεού, που είναι το μεγαλύτερο κέρδος της ζωής.
Ο Χριστός φτιάχνει αγίους, που είναι οι μεγαλύτεροι θησαυροί της ανθρωπότητας. Οι άγιοι είναι το καύχημα της Εκκλησίας, είναι το θαύμα της Χάριτος του Θεού και της ψυχικής μεταμόρφωσης του ανθρώπου. Η «εν Χριστώ» ζωή είναι ζωή αγιότητας. Η εντιμότητα είναι στολίδι της αγίας «εν Χριστώ» πνευματικής ζωής.
-Από το βιβλίο: “Μητροπολίτου πρ. ΠειραιώςΚαλλινίκου Καρούσου. Η «εν Χριστώ»  Πνευματική ζωή. Εκδόσεις Χρυσοπηγή Αθήνα 2010

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Το βάλσαμο της αγάπης

«Μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου έκαστος», λέει ο Απόστολος Παύλος. Όλη η βάση στην πνευματική ζωή εδώ είναι: να ξεχνάω τον εαυτό μου με την καλή έννοια και να σκέφτομαι τον άλλο, να συμμετέχω στον πόνο, στην δυσκολία του άλλου. Να μην κοιτάζω πώς να ξεφύγω την δυσκολία, αλλά πώς να βοηθήσω τον άλλο, πώς να τον αναπαύσω.[...]
Όσοι έχουν κοσμική αγάπη μαλώνουν ποιος να αρπάξει περισσότερη αγάπη για τον εαυτό του. Όσοι όμως έχουν την πνευματική, την ακριβή αγάπη μαλώνουν ποιος να δώσειπερισσότερη αγάπη στον άλλο. Αγαπούν χωρίς να σκέφτονται αν τους αγαπούν ή δεν τους αγαπούν οι άλλοι, ούτε ζητούν από τους άλλους να τους αγαπούν. Θέλουν όλο να δίνουν και δίνονται, χωρίς να θέλουν να τους δίνουν και να τους δίνονται. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται απ’ όλους, αλλά πιο πολύ απ’ τον Θεό, με τον Οποίο και συγγενεύουν. [...]
Μέσα στον πόνο κρύβεται περισσότερη αγάπη από την κανονική.Γιατί, όταν πονάς τον άλλο, τον αγαπάς λίγο παραπάνω. Αγάπη με πόνο είναι να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν αδελφό σου που έχει δαιμόνιο και το δαιμόνιο να φύγει. Γιατί η «σφιχτή» αγάπη, η πνευματική αγάπη με πόνο, δίνει παρηγοριά θεϊκή στα πλάσματα του Θεού, πνίγει δαίμονες, ελευθερώνει ψυχές και θεραπεύει τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χριστού που χύνει. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Λειώνει από τον πόνο για τους άλλους, εύχεται, παρηγορεί. Και ενώ παίρνει τον πόνο των άλλων, είναι πάντα χαρούμενος, γιατί ο Χριστός του παίρνει τον πόνο και τον παρηγορεί πνευματικά.
Για να χαίρεται κανείς αληθινά, πνευματικά, πρέπει να αγαπάει,και για να αγαπάει, πρέπει να πιστεύει. Δεν πιστεύουν οι άνθρωποι και γι’ αυτό δεν αγαπούν, δεν θυσιάζονται και δεν χαίρονται. Αν πίστευαν θα αγαπούσαν, θα θυσιάζονταν και θα χαίρονταν. Από τη θυσία βγαίνει η μεγαλύτερη χαρά!
Όταν αγαπάς, χαίρεσαι. Και όταν αυξηθεί η αγάπη, τότε ο άνθρωπος δεν ζητάει την χαρά για τον εαυτό του, αλλά θέλει να χαίρονται οι άλλοι. Η θεϊκή χαρά έρχεται με το δόσιμο!
Κάποτε ένας απλός άνθρωπος παρακαλούσε τον Θεό να του δείξειπώς είναι ο Παράδεισος και η κόλαση. Ένα βράδυ λοιπόν στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να του λέει:
«Έλα, να σου δείξω την κόλαση». Βρέθηκε τότε σ’ ένα δωμάτιο, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι και στη μέση ήταν μια κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Όλοι όμως οι άνθρωποι ήταν πεινασμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να φάνε. Στα χέρια τους κρατούσαν από μια πολύ μακριά κουτάλα∙ έπαιρναν από την κατσαρόλα το φαγητό, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν την κουτάλα στο στόμα τους. Γι’ αυτό άλλοι γκρίνιαζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν…
Μετά άκουσε την ίδια φωνή να του λέει: «Έλα τώρα να σου δείξω και τον Παράδεισο» . Βρέθηκε τότε σ’ ένα άλλο δωμάτιο όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι όμοιο με το προηγούμενο και στη μέση ήταν πάλι μια κατσαρόλα με φαγητό και είχαν τις ίδιες μακριές κουτάλες. Όλοι όμως ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι, γιατί ο καθένας έπαιρνε με την κουτάλα του φαγητό από την κατσαρόλα και τάιζε τον άλλο. Κατάλαβες τώρα κι εσύ πώς μπορείς να ζεις από αυτήν την ζωή τον Παράδεισο;
Αποδελτίωση αποσπασμάτων: Χριστιανική Φοιτητική Δράση
Πηγή: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Ε’: Πάθη και Αρετές, έκδ. Ι.Ησ. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Στα αναπάντητα «γιατί» του πόνου…

Η «ευλογία» του πόνου
Ευλογημένα «γιατί»! Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό:«Θεέ μου, Θεέ μου, να τί μ γκατέλιπες;». Θεέ μου, γιατί μου το έκανες αυτό; Τι σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου και έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυίδ, δύο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως τα μοναδικάπρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στο Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιας απάντησης. Ποιος όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιος μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το φτερό. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα ενοχλεί αβάσταχτα.Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα. Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία
Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνο εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιρασθούν τα πιο ανεπιθύμητα γιʼ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, της οποίας η γλύκα και η ανακούφιση είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.
Η απάντηση γεννιέται μέσα μας
Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλία και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων- των ιερών απαντήσεων που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απʼ έξω μας, από τους άλλους. Ποιος σοφός; Ποιος φιλόσοφος; Ποιος ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»; Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Όχι στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις, ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία, ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.
Ο πόνος μάς βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχεια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γιʼ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά ο Ίδιος τον επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για τη ζωή και θάνατο -μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου.
Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνο ο Θεός δίνει.Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσοαληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της, η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν», συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτό τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη, υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνο η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.
Πηγή: Μητροπολίτης Μεσογαίας κ. Λαυρεωτικής Νικόλαος, Άνθρωπος μεθόριος: Από τα αναπάντητα διλήμματα στα περάσματα της «άλλης λογικής», εκδ. «Εν πλω», σ. 27-33

ΓΙΑΤΙ ΖΩ ;

Γιατί ζω;


Ένα μεγάλο ερώτημα που έχει δημιουργηθεί  σε όλους μας. Γιατί ζούμε; Ποιό το νόημα της ζωής και της ύπαρξης μας;

«Μεγάλα» ερωτήματα με πολύ δύσκολες απαντήσεις. Κοιτάζοντας γύρω μας, τους συνανθρώπους μας, τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, τις όλες κινήσεις και πράξεις μας, διαπιστώνουμε πως έχουμε ξεφύγει από κάθε υγιή σκοπό και στόχο. Ίσως έχουμε αποπροσανατολιστεί.

Προσπαθώντας να χαρακτηρίσουμε την εποχή που ζούμε, μια λέξη μου έρχεται στο μυαλό. «ΧΑΟΣ». Ζούμε σε μια χαοτική εποχή, όπου στον κάθε τομέα της  επικρατεί ένα αλαλούμ.

Άνθρωποι με απλανή βλέμματα κοιτούν το υπερπέραν. Πόσες φορές που περπατάμε στο δρόμο αισθανόμαστε να φεύγει το μυαλό μας και να δινόμαστε σε άλλα πράγματα. Η κόρνα του αυτοκινήτου που χτυπάει για να μας δώσει να καταλάβουμε ότι βρισκόμαστε στην μέση του δρόμου, μεταφράζεται μέσα μας σαν μια γλυκιά μελωδία ωδικών πτηνών. Ακούμε αυτό που θέλουμε να ακούσουμε και όχι αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Η γειτόνισσα, ο φίλος μας, μας φωνάζουν καλημέρα… Εμείς όμως δεν τους ακούμε, δεν ακούν τα αυτιά του σώματος, αλλά πιο πολύ δεν ακούν τα αυτιά της ψυχής μας. Είμαστε κουφοί. Γίναμε άνθρωποι χωρίς αίσθηση και αισθήματα. Λένε πολλοί… Πρέπει να είσαι σκληρός και απαθής για να επιβιώσεις στις μέρες μας. Πώς να γίνεις απαθής και σκληρός όταν ο συνάνθρωπός σου πεινάει, διψάει, δεν έχει κανέναν να του συμπαρασταθεί;

Από την άλλη πλευρά κατανοώ πως δεν γίνεται να κάνουμε τα προβλήματα των άλλων, δικά μας. Σίγουρα όμως μπορούμε να συμπαρασταθούμε και να προσφέρουμε το δικό μας λιθαράκι.

Αλλά όμως και πάλι εμείς δεν ακούμε. Το απλανές βλέμμα μας καθοδηγεί. Πολύ εύστοχα τονίζει ο ποιητής…

Κι ήσασταν αλήθεια πολλοί... Άνθρωποι... άνθρωποι...
Και προχωρούσατε...
και πηγαίνατε χωρίς πουθενά να σκοντάφτετε,
γιατ' ήταν κατηφόρα ο δρόμος σας.
Και κατεβαίνατε... και κατεβαίνατε...
με το ίδιο πάντα αργό βήμα,
λες και φοβόσασταν μη φτάσετε κάποτε στο τέρμα.

Φοβόμαστε να φτάσουμε στο τέρμα… Αλήθεια ξέρουμε ποιο  είναι το τέρμα; Και αν ναι, πώς φτάνουμε μέχρι εκεί;  Κανείς μας δεν ξέρει… Γνωστοί, γείτονες, φίλοι, μας φαίνονται ξένοι…

Είμαστε έρημοι στην πληθώρα των ανθρώπων.

Φτάνοντας στο σημείο να πρέπει να χαρακτηρίσουμε τους ανθρώπους του σήμερα, θα χρησιμοποιήσω το χωρίο του ποιητή…

Ζήτησα να δω τα μάτια σας
και δεν βρήκα παρά μαύρους κύκλους γύρω απ' αυτά.
Ζήτησα ν' ακούσω το τραγούδι σας
και σας άκουσα μονό το να να επαναλαμβάνετε
"όλα πάνε καλά".
Έψαξα να βρω τις καρδιές σας
και μού ’πατε πως τις είχατε από χρόνια αμπαρωμένες
κι ίσως... να μη ζούσανε πια.
Ρώτησα για τα όνειρά σας
και μ' απαντήσατε πως είχαν πεθάνει, πριν γεννηθούν.
Έψαξα για χαμόγελα
και δεν βρήκα παρά συμμετρικές κινήσεις
που αγγίζανε μόνο τα χείλη σας.
Τότε... ρώτησα…
πού βγάζει ο δρόμος σας
και μου δείξατε ένα μνήμα...
"για κει τραβάμε όλοι" μού ’πατε με μια φωνή
και βιαστήκατε ν' αλλάξουμε συζήτηση.

Πόσο εύστοχα τα λέει ο ποιητής. Πόσο συνειδητοποιημένος είναι. Άνθρωποι που πιστεύουν ότι το τέρμα της ζωής είναι το μνήμα. Πού να ξεραν ότι απ’ αυτό το μνήμα ανέτειλε η ζωή. Ο Χριστός με την ανάσταση του μετέτρεψε το μνήμα από τόπο ενταφιασμού, σε αφετηρία της αληθινής ζωής. Της άλλης ζωής. Αλήθεια, έχουμε υποψιαστεί ποτέ τι σημαίνει άλλη ζωή; Αυτή η ζωή είναι η ζωή της αλήθειας, της χαράς και της πνευματικής πληρότητας. Πώς φτάνουμε σε αυτήν;  Μας απαντάει πολύ εύστοχα ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του…

Ἀ­πο­στυ­γοῦν­τες τὸ πο­νη­ρόν, κολ­λώ­με­νοι τῷ ἀ­γα­θῷ, τῇ φι­λα­δελ­φί­ᾳ εἰς ἀλ­λή­λους φι­λό­στορ­γοι, τῇ τι­μῇ ἀλ­λή­λους προ­η­γού­με­νοι, τῇ σπου­δῇ μὴ ὀ­κνη­ροί, τῷ πνεύ­μα­τι ζέ­ον­τες, τῷ Κυ­ρί­ῳ δου­λεύ­ον­τες, τῇ ἐλ­πί­δι χαί­ρον­τες, τῇ θλί­ψει ὑ­πο­μέ­νον­τες, τῇ προ­σευ­χῇ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες, ταῖς χρεί­αις τῶν ἁ­γί­ων κοι­νω­νοῦν­τες, τὴν φι­λο­ξε­νί­αν δι­ώ­κον­τες. Εὐ­λο­γεῖ­τε τοὺς δι­ώ­κον­τας ὑ­μᾶς, εὐ­λο­γεῖ­τε καὶ μὴ κα­τα­ρᾶ­σθε.

Δεν θα προχωρήσω σε ανάλυση του Αποστόλου, απλά θα προτρέψω με πολύ σεβασμό να κρατήσουμε την φράση, ευλογείτε τους διώκοντας υμάς…

Κλείνοντας αυτόν τον νεανικό προβληματισμό, θα ήθελα να σας παραθέσω τα λόγια του ποιητή, τα οποία πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας…

Προτιμώ τα μάτια μου.
Προτιμώ του ήλιου το φως.
Προτιμώ τις καμπάνες.
Προτιμώ τις σημαίες.
Προτιμώ το Τέρμα... εκείνο το Τέρμα
που βγάζει απ' τα νέφη κι απ' τον ήλιο πιο πάνω.

Προτιμώ τον Χριστό και την αγνή ζωή που μου προσφέρει.

Έγραφα στην Ναύπακτο στις 24 Ιουλίου 2011.

                                                                                                         Μάριος Γ. Σαράντης

Φοιτητής - Ιεροψάλτης

ζαπατίστας» άγιος του 4ου μΧ αιώνα...

Ήταν τόση η προθυμία με την οποία έδιναν (όσοι είχαν περιουσίες), ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας φτωχός (στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων).
 Δεν έδιναν δηλ. μέρος μόνο από την περιουσία τους, κρατώντας την υπόλοιπη για τον εαυτό τους, ούτε όλα μεν, αλλά με το αίσθημα πως ήταν δικά τους και τα δώριζαν.
  Την ανωμαλία της άνισης κατανομής των αγαθών την είχαν εξαφανίσει από ανάμεσά τους και ζούσαν με μεγάλη αφθονία αγαθών. Και το θεωρούσαν τούτο ιδιαίτερα τιμητικό.
  Ούτε τολμούσαν δηλ. να δίνουν οι ίδιοι απ' ευθείας στα χέρια των φτωχών, ούτε αισθάνονταν περήφανοι που έδιναν, αλλά μπροστά στα πόδια (των Αποστόλων) έφερναν (τα χρήματα από την πώληση των περιουσιών τους) κι αυτούς άφηναν να τα διαχειριστούν και απόλυτους κυρίους τους καθιστούσαν, ώστε η κατανάλωση να γίνεται από αγαθά που ανήκαν πια σ' ολόκληρη την κοινότητα και όχι από δικά τους.
  Αυτός ο τρόπος, εκτός των άλλων, τους βοηθούσε και στο να μην υπερηφανεύονται. Αν και σήμερα γινόταν το ίδιο, θα ζούσαμε πιο ευτυχισμένοι και οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Μάλιστα όχι τόσο στους φτωχούς, όσο στους πλούσιους θα έφερνε τούτο τη χαρά και την ευτυχία.
  Κι αν θέλετε, ας παραστήσουμε κατ' αρχήν με λόγια το γεγονός εκείνο και μ' αυτόν τον τρόπο ας απολαύσουμε τη χαρά και την ευτυχία της αδελφωμένης ζωής, αφού δεν θέλετε να την απολαύσουμε στην πράξη. Γιατί είναι από εαυτού του φανερό, προπαντός όμως από όσα συνέβησαν τότε, πως διαθέτοντας τις περιουσίες τους οι πλούσιοι, όχι μόνο δεν φτώχαιναν, αλλά και τους φτωχούς τους έκαναν πλούσιους.
  Αλλά και τώρα ας περιγράψουμε με λόγια το καθεστώς εκείνο και όλοι, χωρίς καμιάν εξαίρεση, ας πουλήσουν όλα τα υπάρχοντά τους και ας καταθέσουν εδώ μπροστά την αξία τους -επαναλαμβάνω με λόγια μόνο, κανένας ας μη θορυβηθεί, ούτε πλούσιος, ούτε φτωχός.
  Πόσο χρυσάφι νομίζετε πως θα συγκεντρωθεί; Εγώ υποθέτω (γιατί δεν είναι βέβαια δυνατό να το καθορίσω με ακρίβεια) ότι αν όλοι και όλες καταθέσουν εδώ ειλικρινά όλα τα μετρητά τους και προσφέρουν επί πλέον και τα χωράφια τους και όλα γενικά τα ιδιόκτητα αντικείμενα και τα σπίτια τους (για δούλους δεν κάνω λόγο, επειδή ούτε τότε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά τους ελευθέρωναν και τους εξίσωναν με τους εαυτούς των), σε λίγο θα συγκεντρωνόταν χωρίς αμφιβολία μέχρι ένα εκατομμύριο λίτρες χρυσάφι, ή καλύτερα δύο και τρεις φορές αυτή η ποσότητα.(σ.Μisha σε σημερινές τιμές τα 3 εκ λίτρες χρυσού που αναφέρει ο άγιος πως μπορούσαν εύκολα να συγκεντρωθούν,  ξεπερνούν σε αξία τα 50 δις ευρώ !!!)
  Ειπέ μου, λοιπόν, η πόλη μας (η Κωνσταντινούπολη) πόσους κατοίκους αριθμεί συνολικά; Πόσοι απ' αυτούς θα θέλατε να υποθέσουμε ότι είναι χριστιανοί; Θα συμφωνούσατε εκατό χιλιάδες και οι υπόλοιποι ειδωλολάτρες και Ιουδαίοι;
  Πόσες δεκάδες χιλιάδες λίτρες χρυσάφι συγκεντρώθηκε, πόσος δε είναι ο αριθμός των φτωχών; Δε νομίζω περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες. Για να τρέφονται λοιπόν αυτοί καθημερινά, πόση αφθονία μέσων θα υπήρχε!
  Αν μάλιστα η διατροφή ήταν κοινή και λειτουργούσαν συσσίτια, δεν θα χρειάζονταν και πολλά έξοδα.
  Τι όμως, θα μου πείτε, θα κάναμε, όταν θα ξοδεύονταν τα χρήματα; Όμως νομίζετε πως θα ήταν ποτέ δυνατό να ξοδευτούν; Δεν θα μας χορηγούσε ο Θεός τη χάρη του, ικανή ν' αναπληρώσει ποσόν άπειρες φορές μεγαλύτερο απ' αυτό; Δεν θα ξεχυνόταν δηλ. πλουσιοπάροχα πάνω σε μια τέτοια κοινωνία η χάρη του Θεού; Τι θα προέκυπτε λοιπόν; Δεν θα 'χαμε μετατρέψει τη γη σε ουρανό; Αν εκεί (στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων) όπου οι πιστοί ανέρχονταν σε τρεις με πέντε χιλιάδες έγινε αυτό και πέτυχε κι έλαμψε τόσο πολύ και κανένας απ' αυτούς δεν παραπονέθηκε για φτώχεια, πόσο περισσότερο θα πετύχαινε εφαρμοζόμενο από ένα μεγάλο πλήθος πιστών;
  Ποιος δε κι από τους εκτός της πόλης μας χριστιανούς δεν θα έσπευδε πρόθυμα να προσθέσει κι αυτός την προσφορά του; Για να σας αποδείξω δε πως η διάσπαση αυτή είναι δαπανηρή και πρόξενη της φτώχειας, ας πάρουμε σαν παράδειγμα μια οικογένεια που την αποτελούν δέκα παιδιά, η γυναίκα και ο άνδρας και η μεν γυναίκα ας υποθέσουμε πως γνέθει και υφαίνει, ο δε άνδρας πως έχει εισόδημα από εξωτερική εργασία.
  Ειπέ μου, λοιπόν, πότε θα ξοδεύουν περισσότερα, όταν θα τρέφονται από κοινού και θα διατηρούν ένα νοικοκυριό ή όταν θα μένουν ο καθένας ξεχωριστά; Είναι ολοφάνερο πως όταν θα μένουν ξεχωριστά. Αν δηλ. επρόκειτο να σκορπίσουν τα δέκα παιδιά, θα χρειάζονταν και δέκα σπίτια, δέκα τραπέζια, δέκα υπηρέτες και όλα τα άλλα απαραίτητα στον ίδιο αριθμό. Τι συμβαίνει εξ άλλου στα σπίτια που έχουν πολλούς δούλους; Δεν τους έχουν κοινό φαγητό, ώστε η σχετική δαπάνη να μην είναι μεγάλη; Αυτό γίνεται γιατί η διαίρεση σε όλες τις περιπτώσεις συνεπάγεται την ελάττωση, ενώ η ομόνοια και η συμφωνία την αύξηση.
  Έτσι ζουν σήμερα στα μοναστήρια, όπως παλιότερα οι πιστοί. Ποιος λοιπόν πέθανε από την πείνα; Ποιος δεν τράφηκε με αφθονία πολλή; Κι όμως, σήμερα, οι άνθρωποι φοβούνται αυτή τη ζωή (της κοινοκτημοσύνης) περισσότερο, παρά το να πέσουν σε πέλαγος άγνωστο και απέραντο.
  Αν όμως την είχαμε δοκιμάσει, σίγουρα θα τολμούσαμε να την εφαρμόσουμε. Πόση χάρη κι από την πλευρά του Θεού θα μας συνόδευε!
  Γιατί αν τότε που δεν υπήρχαν παρά μονάχα τρεις ως πέντε χιλιάδες πιστοί, που όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι της γης ήσαν εχθροί τους, που δεν περίμεναν βοήθεια από πουθενά, τόλμησαν, παρ' όλα αυτά, να πραγματοποιήσουν την κοινοκτημοσύνη, πόσο μάλλον θα μπορούσε να γίνει αυτό σήμερα, που με τη χάρη του Θεού είναι γεμάτη από πιστούς η οικουμένη;
  Και ποιος θα παρέμενε τότε ειδωλολάτρης; Εγώ, τουλάχιστο, νομίζω κανένας κι έτσι όλους θα τους αποσπούσαμε από την ειδωλολατρία και θα τους προσελκύαμε με το μέρος μας (στο Χριστιανισμό). (Κάτι τέτοιο τώρα δεν συμβαίνει).
Όμως αν προχωρούμε σ' αυτήν την κατεύθυνση προοδευτικά, πιστεύω πως με τη χάρη του Θεού κι αυτό που τώρα μας φαίνεται ακατόρθωτο, θα γίνει. Μόνο πιστέψτε στα λόγια μου και θα πραγματοποιήσουμε σταδιακά το κατόρθωμα αυτό. Κι αν ο Θεός μού δώσει ζωή, πιστεύω ότι σύντομα θα σας οδηγήσω σ' έναν τέτοιον τρόπο συμβίωσης.
Από την 11η ομιλία στις Πράξεις, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Ε.Π.Μ. 60, 96-9Cool
Μεταγραφή: Γεώργιος Δ. Ροδίτης, από το βιβλίο "Χριστιανισμός και Πλούτος", έκδοση 3η, Αθήνα 2009

Γιατί σκότωσαν τὸν Σωκράτη - Δεῖτε

Γιατί σκότωσαν τὸν Σωκράτη - Δεῖτε



ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τ λόγια το πατρς Νύφωνα γι τ πνευματικό του τέκνο, τν Σωκράτη μας...

Λεφτά για το τζαμί υπάρχουν...

undefined

Λεφτά για το τζαμί υπάρχουν...
Γεώρ. Β. Κασσαβέτης Επισμηναγός (Ι) ε.α.
Κύριε Διευθυντά,
Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης και τον ορυμαγδό των Μνημονίων, των Μεσοπρόθεσμων Προγραμμάτων δημοσιονομικής εξυγίανσης και της λεηλασίας των μισθωτών και των συνταξιούχων της χώρας, πού να υπάρξει χώρος στις ειδήσεις για την απόφαση της κυβερνήσεως να φτιάξει το επί χρόνια θρυλούμενο μουσουλμανικό τέμενος;
Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που το τέρας της γραφειοκρατίας δεν επιτρέπει να φτιαχτεί το γήπεδο του Παναθηναϊκού και να ανασάνει το κέντρο της Αθήνας, εκεί που δεν υπάρχουν χρήματα για την επισκευή των εκατοντάδων ακινητοποιημένων οχημάτων της Ελληνικής Αστυνομίας και την αγορά ανταλλακτικών για τα μαχητικά μας αεροσκάφη, απεδείχθη ότι, άμα υπάρχει πολιτική βούληση, και η γραφειοκρατία δαμάζεται και λεφτά βρίσκονται.
Αυτό τουλάχιστον απέδειξε η απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις αρχές Μαΐου και σύμφωνα με την οποία δρομολογείται η ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους (τζαμιού) σε έκταση 16 στρεμμάτων στην καρδιά της Αθήνας, στον Βοτανικό. Οι παλαιότερες σκέψεις προσωπικοτήτων, όπως του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ότι το τζαμί πρέπει να γίνει μακριά από την Αθήνα υπετάγησαν στην υπερβάλλουσα δημοκρατική ευαισθησία μερικών κυβερνητικών παραγόντων.
Σύμφωνα με την οικοδομική άδεια, η οποία συνοδεύει την κυβερνητική απόφαση, στον χώρο των 16 στρεμμάτων θα ανεγερθεί τζαμί χωρητικότητας 500 ατόμων, βιβλιοθήκη, χώροι υγιεινής, γραφεία κτλ. Το κόστος της κατασκευής υπολογίζεται σε 15 εκατομμύρια ευρώ και θα καλυφθεί από τον δημόσιο προϋπολογισμό. Προφανώς λεφτά υπάρχουν!
Είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι είναι πράγματι υπέροχο να υπερασπίζεται κανείς τα δικαιώματα και τις θρησκευτικές ελευθερίες των παρεπιδημούντων στη χώρα μας ξένων, υπό τον απαράβατο όρο ότι αυτό δεν γίνεται εις βάρος των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ιθαγενών.
Θεωρεί λοιπόν ο δημοκρατικά ευαίσθητος υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Μπεγλίτης ότι η συνύπαρξη των 117 διαφορετικών μουσουλμανικών σεχτών, η ομαδική συγκέντρωση χιλιάδων μπουργκοφόρων στην εν λόγω περιοχή και η αθρόα σφαγή ζώων δεν θα αποβούν εις βάρος των δύστυχων ελλήνων κατοίκων του Βοτανικού; Πολύ φοβούμεθα ότι όταν θα προκύψουν τα προβλήματα το κακό θα έχει ήδη γίνει.

Προσευχή και Προσοχή! (Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου)


Όταν προσευχόμαστε, νου και καρδιά πρέπει να τα έχουμε στο Χριστό και όχι να αφήνουμε τον εαυτό μας, να μας πιάνουν τα νεύρα μας, αν οι προσευχές πάνε αργά-αργά!
Μάθε λοιπόν τον εαυτό σου, να μη… ξεκολλάς από την προσευχή! Μάθε, να προσηλώνεσαι στη προσευχή. Ό,τι κι αν γίνεται, μην αφήνεις το νου σου να σου τον διασπούν πράγματα φθηνά, ο «επίγειος τάραχος»!
Προσευχή χωρίς προσήλωση στο περιεχόμενο, στα λόγια της προσευχής, δεν γίνεται.
Ας μάθουμε λοιπόν και εμείς, να καρφώνουμε το νου μας, στα λόγια των προσευχών μας.
( Ομιλία, Εις την Γένεση).
Η καρδιά στην τσέπη;
Όταν έρχεσαι στην Εκκλησία να προσευχηθείς, ή να ακούσεις κήρυγμα, μη παίρνεις τα χρήματα σου μαζί σου!
Γιατί, ξέρεις, εδώ έρχονται και μερικά «έξυπνα παιδάκια», που ξέρουν και σου ελαφρώνουν τις τσέπες σου, χωρίς να το καταλάβεις!
Λοιπόν! Ή πάρε το απόφαση και πες: -Μήπως, δεν θα έπρεπε να έχω τόσα χρήματα εγώ. Μήπως δεν πρέπει να τα αγαπάω τόσο!
Λοιπόν. Κατάλαβε το και μη ξανάρχεσαι στην Εκκλησία με τις τσέπες σου γεμάτες!
Και πιό πολύ κατάλαβε το. Δεν είναι αρεστό στο Θεό. να ακουμπάς την καρδιά σου στις τσέπες σου! Και φυσικά, ούτε στις «καταθέσεις» σου, ούτε στις «κάρτες» σου!
(Περί του Ακατάληπτου (Λογ. Α΄)

Γέροντας Παίσιος-Αν δεν εξηγής,θα σε δικαιώση ο Θεός

- Γέροντα, πολλές φορές ,όταν μου κάνουν μια παρατήρηση ,νομίζω πως πρέπει να δώσω εξηγήσεις, και λέω: « ναι, έτσι είναι, αλλά… » . - Τι το θέλεις το « αλλά » ; Το « αλλά » δεν έχει … αλάτι και όλα τα αλλοιώνει με την κακή έννοια. Να λες: « Ευλόγησον, με την ευχή σου άλλη φορά θα προσέχω » .
 - Γέροντα, όταν κάποιος βγάλη ένα λανθασμένο συμπέρασμα για μια ενέργειά μου, χρειάζεται να εξηγήσω πώς κινήθηκα; 
- Αν έχης πνευματική δύναμη , δηλαδή ταπείνωση, να δεχτής ότι έφταιξες και να μη μιλήσης. Άφησε να σε δικαιώση ο Θεός.
 Αν δεν μιλήσης εσύ, θα μιλήση μετά ο Θεός. Βλέπεις ο Ιωσήφ, όταν τα αδέλφια του τον πούλησαν, δεν είπε: « Είμαι αδελφός τους . δεν είμαι δούλος. Ο πατέρας μου με αγαπούσε πιο πολύ από όλα τα παιδιά του » . Δεν μίλησε, και μετά μίλησε ο Θεός και τον έκανε βασιλιά. Το νομίζεις, δεν πληροφορεί ο Θεός; Και αν ο Θεός για το συμφέρον σου δείξη την αλήθεια, καλά. Αν όμως δεν την δείξη, πάλι για το συμφέρον σου θα είναι.Όποτε σε αδικεί κάποιος,να σκέφτεσαι ότι δεν σε αδικεί από κακία, αλλά επειδή έτσι είδε τα πράγματα. Ύστερα, αν δεν έχη κακία, ο Θεός θα τον πληροφορήση, θα καταλάβη ότι αδίκησε και θα μετανοήση.
 Μόνον όταν υπάρχει κακία δεν πληροφορεί ο Θεός, γιατί η συχνότητα στην οποία εργάζεται ο Θεός είναι ταπείνωση- αγάπη. - -
Κάνει , Γέροντα, να ζητάω εξηγήσεις μετά από μία παρεξήγηση; - --Χάλασε ο λογισμός σου;

- Όχι. 
- Αν δεν χάλασε ο λογισμός σου  δεν χρειάζεται να σου εξηγήση ο άλλος.Αν χάλασε ο λογισμός σου,καλό είναι να δοθεί μία εξήγηση, για να μην χαλάση περισσότερο.
-Γέροντα, αν δεν εξηγής, για να δικαιολογήσης τον εαυτό σου, αλλά λες πώς αντιμετώπισες ένα περιστατικό ,πώς κινήθηκες κ.λ.π.; - Δεν χρειάζεται .Καλύτερα να λες « ευλόγησον » και να μην εξηγής. Εκτός αν σου ζητήσουν να δώσης εξηγήσεις. Τότε ταπεινά να πης πώς έγινε.
Δηλαδή , Γέροντα, πότε πρέπει να εξηγή κανείς; 
- Όταν πρόκειται να για παρεξήγηση που αφορά άλλους, τότε επιβάλλεται να εξηγήση κανείς, για να βοηθήση μια κατάσταση. Ή όταν είναι κανείς ευαίσθητος, έχη και λίγο εγωισμό και μπορεί να καμφθή, αν δεν μιλήση ,τότε καλύτερα είναι να εξηγήση πώς κινήθηκε. 
- Μερικές φορές, Γέροντα, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την δικαιολογία από την εξήγηση. 
- Η δικαιολογία δεν φέρνει ανάπαυση στην ψυχή, ενώ η εξήγηση φέρνει ανάπαυση και ειρήνη. 

Από το βιβλίο «Πνευματικός αγώνας » ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Γ’ ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Χώροι του ΣΕΦ και του ΟΑΚΑ στη διάθεση μουσουλμάνων για την εορτή της Λύσης της Νηστείας του Ραμαζανίου

 

Μετά από σύσκεψη που πραγματοποίησαν ο Γενικός Γραμματέας Κοινωνικής Συνοχής και Πληθυσμού, Ανδρέας Τάκης, ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων, Γιώργος Καλαντζής, ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης, Γρηγόρης Τασούλας και ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, Παναγιώτης Μπιτσαξής, αποφασίστηκε στο πλαίσιο του σεβασμού των θρησκευτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου, να παραχωρηθούν για την απρόσκοπτη τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων τους, κατά την Μεγάλη Εορτή της Ισλαμικής Θρησκείας της Λύσης της Νηστείας του Ραμαζανίου (IdalFitr), σε όσους μουσουλμάνους το επιλέξουν, δύο στεγασμένοι χώροι στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας (Σ.Ε.Φ.) και στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (Ο.Α.Κ.Α.), στους οποίους ήδη κατά το παρελθόν έχουν κάνει οι ίδιοι χρήση για τον σκοπό αυτό.

   Οι ενδιαφερόμενες οργανώσεις ή σωματεία που επιθυμούν να κάνουν χρήση των χώρων αυτών, καλούνται να καταθέσουν εγγράφως στα Διοικητικά Συμβούλια του Σ.Ε.Φ. και του Ο.Α.Κ.Α. τις αιτήσεις τους μέχρι τις 17 Αυγούστου 2011. (εκ του Υπουργείου Παιδείας) 

Ο αρχιεπίσκοπος βολιδοσκοπεί μητροπολίτες για τις Συνοδικές Επιτροπές

undefined
Τις τελευταίες μέρες ο αρχιεπίσκοπος κ.Ιερώνυμος βολιδοσκοπεί μητροπολίτες και διερευνά τις διαθέσεις τους στην πρόταση του να αναλάβουν επικεφαλής κάποιας Συνοδικής Επιτροπής.
Από τις 12 Συνοδικές Επιτροπές, τέσσερις συγκεντρώνουν μεγάλο ενδιαφέρον, (εξαιρουμένων βεβαίως των επί της Αρχιγραμματείας και επί των Οικονομικών): η επί των Αιρέσεων, η επί των Διορθοδόξων - Διαχριστιανικών Σχέσεων, επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων και η επί του Τύπου, Δημοσίων Σχέσεων και Διαφωτίσεως.
Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες του «ierovima»,προ ημερών,ο αρχιεπίσκοπος εισέπραξε από μητροπολίτη του νομού Αττικής άρνηση όταν του πρότεινε να αναλάβει πρόεδρος  κάποιας Συνοδικής Επιτροπής, ενώ την ίδια θέση αποδέχθηκε μητροπολίτης από τη Βόρεια Ελλάδα.  
Οι ενέργειες αυτές του αρχιεπισκόπου έχουν γίνει γνωστές στους  αρχιερατικούς κύκλους και πολλοί μητροπολίτες λέγουν ότι «το λόγο για την πλήρωση των Συνοδικών Επιτροπών έχει μόνο η Σύνοδος ».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...