Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 14, 2011

π. Γεώργιος Μεταλληνός - Ἁγιότης μαρτυρουμένη

Ἁγιότητα - Ἕνα λησμονημένο ὅραμα, Ἀθήνα 2001, σελ. 45-57

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ἀθρόα1 κατάταξη νέων Ἁγίων στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόσο στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ῥωσίας, προκάλεσε τὶς ἑπόμενες σκέψεις πάνω σε μία οὐσιώδη πτυχὴ τῆς διαδικασίας τῆς «ἀναγνωρίσεως» Ἁγίων στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.
1. Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΠΑΤΕΡΙΚΗ παράδοση ἀποδίδει τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ Ἁγίου2 στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχουν φθάσει στὴ θέωση καὶ συνιστοῦν τοὺς μάρτυρές της μέσα στὴν ἱστορία. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους «ὡς ἑνωθέντας Θεῷ κατὰ προαίρεσιν καὶ τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καὶ τῇ τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει». Ἅγιοι εἶναι «οἱ ἔμψυχοι ναοὶ τοῦ Θεοῦ, τὰ ἔμψυχα τοῦ Θεοῦ σκηνώματα», διότι «διὰ τοῦ νοῦ τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἐνώκησεν ὁ Θεός»3.
Ἕνα ἀπὸ τὰ περισσότερο ἀνησυχητικὰ συμπτώματα τῆς ἐποχῆς μᾶς -καρπὸς τῆς μακρᾶς ἀλλοιώσεως τῶν θεολογικῶν μας κριτηρίων- εἶναι ἡ θεώρηση τῆς σωτηρίας, καὶ συνεπῶς καὶ τῆς ἁγιότητας, σὲ πλαίσια ἠθικά, στὰ ὅρια τῆς ἠθικῆς προσπάθειας καὶ βελτιώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Λόγω τῆς βαθμιαίας ἐπικρατήσεως οὐμανιστικῶν καὶ ἠθικολογικῶν κριτηρίων νοεῖται καὶ ἡ θέωση ὡς ἠθικὸ καὶ ὄχι ὀντολογικὸ γεγονός, δηλαδὴ ὡς «κατὰ χάριν» ἀλλοίωση τῆς φύσεως καὶ συνόλης τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.
Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη, ὅμως, παράδοση «ἡ ὑπερώνυμος θέωσις» καθιστᾶ τοὺς μετέχοντας αὐτῆς «ἀκτίστους, ἀνάρχους καὶ ἀπεριγράπτους [...] , καίτοι διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν ἐξ οὐκ ὄντων γεγονότας»4.
Διὰ τῆς θεώσεως, τῆς ἐν χάριτι ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, «ὅλος ἐν ὅλοις ἀξίοις ὁ Θεὸς περιχωρεῖ, ὅλῳ δὲ ὅλοι περιχωροῦσιν ὁλικῶς οἱ Ἅγιοι τῷ Θεῷ, ὅλον ἀντιλαβόντες ἑαυτῶν τὸν Θεόν»5.
Ἡ ἀπώλεια, ὅμως, ἡ ἀδρανοποίηση τῶν ἡσυχαστικῶν κριτηρίων ὁδήγησε στὴν ἀντικατάσταση τῆς πνευματικότητας μὲ τὴν ἠθικολογία καὶ τῆς ἁγιότητας μὲ τὴν οὐμανιστικὴ ἀρεταλογία6.
2. ΕΧΕΙ ἤδη τεκμηριωμένα ἀποσαφηνισθεῖ, ὅτι στὴν ὀρθόδοξη παράδοση «ἡ ἀναγνώρισις τῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ δεδοξασμένων προσώπων, τῶν εὐαρεστησάντων αὐτῷ καὶ ἡ κατάταξις αὐτῶν εἰς τὸν χορὸν τῶν Ἁγίων ἐγίνετο, γίνεται καὶ ὀφείλει νὰ γίνεται [...] ὑπὸ τῆς γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ποιμένων τὲ καὶ ποιμαινομένων ἄνευ ἄλλης πρωτοβουλίας καὶ ἐπισήμου ἐπεμβάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς»7.
Εἶναι, ὅμως, ἐξ ἴσου γεγονός, ὅτι ἡ αὐθόρμητη καὶ σύσσωμη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας δὲν ὑπῆρξε ποτὲ αὐθαίρετη, οὔτε στηρίχθηκε στὴν καλὴ φήμη, ἢ τὴν ἠθικότητα, ἀλλὰ σὲ ἁπτὰ καὶ αἰσθητὰ μαρτύρια, τεκμηριωμένα δηλαδὴ καὶ ἄνωθεν προερχόμενα δείγματα τῆς πραγματικότητας τῆς θεώσεως.
Ὁ μέγας θεολόγος τῶν νεωτέρων χρόνων Εὐγένιος Βούλγαρις (1716-1806) λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀμάρτυρον ἐπὶ γῆς ἀφίησι τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ»8 (πρβλ. Πράξ. ιδ´ 17).
Τόσο δὲ ὁ Βούλγαρις, ὅσο καὶ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ αὐτὸν θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας, προκειμένου περὶ τῆς ἀναγνωρίσεως Ἁγίων ἐπικαλοῦνται τὸν λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου: «οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν ἐκεῖνος ἐστὶν δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησι» (Β´ Κορ. ι´ 18).
Σύμφωνα μὲ τὴ μακραίωνη ἐκκλησιαστικὴ πράξη, οἱ Ἅγιοι δὲν ἀναγνωρίζονται μὲ ἠθικολογικά, κοινωνικὰ καὶ ἐνδοκοσμικὰ κριτήρια, ἀλλὰ κατόπιν τῆς φανερώσεως τῆς ἁγιότητάς τους ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, μὲ σημεῖα ἀδιαμφισβήτητα, ποὺ ἀντέχουν σὲ κάθε κριτικὴ καὶ ἀποσείουν κάθε ἀμφιβολία.
Ὁ καθηγητὴς Ἀμίλκας Ἀλιβιζᾶτος σὲ εἰδικὴ μελέτη του9 ἔχει συνοψίσει τὶς καθιερωμένες στὴν πράξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας προϋποθέσεις ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖες εἶναι:
α) Ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας («διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος»),
β) τὸ μαρτύριον ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως,
γ) ὁ ἅγιος κατὰ πάντα βίος,
δ) «ἐξέχουσαι ὅλως ὑπηρεσίαι πρὸς τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν» (π.χ. ὁ Μ. Κωνσταντῖνος) καὶ
ε) «ἡ μαρτυρία διενεργηθέντων καὶ διενεργουμένων θαυμάτων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, τῇ μεσιτείᾳ τοῦ ἁγίου προσώπου, εἴτε ἐν ζωῇ, εἴτε μετὰ θάνατον»10.
Οἱ θέσεις αὐτὲς ἐπαναλαμβάνονται στὸ σκεπτικὸ ὅλων τῶν περιπτώσεων ἀναγνωρίσεως Ἁγίων στὶς τελευταῖες δεκαετίες.
Ἤδη, ὅμως, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἔθεσε τὸ ζήτημα, ἂν τὰ κριτήρια παλαιοτέρων ἐποχῶν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμόζονται ἀμετάβλητα στοὺς νεωτέρους. Ἀλλὰ σ αὐτὸ θὰ ἐπανέλθουμε.
Ἐδῶ πρέπει νὰ παρατηρηθεῖ, ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ ὄντως11 «ὑπὲρ Χριστοῦ» μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο συνιστᾷ κὰθ αὐτὸ φανέρωση τῆς θεώσεως, «ὁ ἅγιος κατὰ πάντα βίος» ὡς στοιχεῖο ἁγιότητας μπορεῖ νὰ τεκμηριωθεῖ μόνο μὲ τὴ μαρτυρία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται στὴν κατάσταση ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ, διότι «ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται» (Α´ Κορ. β´ 14).
Οἱ «πνευματικοί», οἱ ἔχοντες δηλαδὴ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχουν τὴ δύναμη νὰ διακρίνουν τοὺς πνευματοφόρους καὶ συνεπῶς νὰ διαπιστώσουν τὴν ἁγιότητα τῆς καρδίας12, καὶ δὲν ἀρκεῖ γι᾿ αὐτὸ ἡ ἁπλὴ ἐξωτερικὴ ἐκτίμηση ἢ ἡ λαϊκή, μὲ τὴ σύγχρονη ἀντίληψη, ἐτυμηγορία.
Τὸ περισσότερο, ὅμως, ἀδύνατο, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἐπικίνδυνο, κριτήριο στὴν ἀναγνώση τῆς ἁγιότητος εἶναι οἱ «ἐξέχουσες ὑπηρεσίες» πρὸς τὴν Ἐκκλησία, τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατόν, ἑρμηνευόμενο κατάλληλα, νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὁποιωνδήποτε σκοπιμοτήτων. Ἡ ἐπιμονὴ τῆς Ἑλλαδικῆς καὶ Κυπριακῆς Ἐκκλησίας νὰ κάνουν σαφῆ διάκριση μεταξὺ Μαρτύρων τῆς Πίστεως καὶ Ἐθνομαρτύρων13 εἶναι ἐπιβεβαίωση τῶν ὑπερβολῶν ἢ καὶ καταχρήσεων, στὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ του κριτηρίου, ὑπερτονιζομένου μάλιστα εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
3. ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗ, συνεχὴς καὶ ἀμετάβλητη, συνείδηση εἶναι, ὅτι ἡ ἁγιότητα ἀναγνωρίζεται μὲ βάση τὴ φανέρωσή της ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, μέσῳ τῆς διενεργείας (αὐθεντικῶν) θαυμάτων.
Αὐτὸ τὸ κριτήριο εἶναι ἐκκλησιαστικὰ τὸ ἀσφαλέστερο καὶ ἐπικρατέστερο στὸν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης Ἁγιολογίας. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (1660-1669)14 παραδίδει συνοπτικὰ τὴ σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία.
«Τρία θεωροῦνται -γράφει- μαρτυροῦντα τὴν (ὑπογράμμιση δική μας) ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος· ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἶς ἕπεται ἡ περὶ τὴν πίστιν μέχρις αἵματος πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀντικατάστασις καί, τέλος, ἡ παρὰ Θεοῦ ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καὶ θαυμάτων. Τὸ πρῶτόν ἐστι καὶ εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τὸ δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλὰ καὶ τὸ τρίτον ἀναγκαιότατον καυτὸν εἰς ἀπόδειξιν»15.
Τὸ κείμενο αὐτό, γραμμένο μετὰ ἀπὸ δεδομένη δυτικὴ πρόκληση καὶ διεπόμενο ἀπὸ τὴ σαφῆ βούληση νὰ διασταλεῖ ἡ ὀρθόδοξη πράξη ἀπὸ τὴ δυτικὴ παραχάραξη, εἶναι σημαντικότατο γιὰ τὴ θεολογικὴ πληρότητα καὶ σαφήνειά του. Διαφοροποιεῖ ἀφ᾿ ἑνὸς τὴν ἀληθῆ ἀπὸ τὴν ὑποτιθεμένη («σεσοφισμένη», πρβλ. Β´ Πέτρου α´ 16) ἁγιότητα καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἐντοπίζει τὴν πιστοποίηση τῆς ἁγιότητος στὴ θεία καὶ ὄχι στὴν ἀνθρώπινη πλευρά. Προϋποθέτοντας τὴ διατύπωση αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου Νεκταρίου, ἐπανέρχεται στὸ θέμα ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης (1749-1809), δίδοντας κατὰ τὴ γνώμη μας τὴν τελικὴ διατύπωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως στὸ Νέον Μαρτυρολόγιόν του.
«Εἶναι γνώμη -γράφει- τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι τῶν μὲν Ὁσίων τὰ λείψανα δὲν προσκυνοῦνται ὡς ἅγια, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἀποδείξῃ δι᾿ αὐτῶν θαύματα, ἢ τὸ ὀλιγώτερον τὰ τιμήσῃ διὰ τῆς εὐωδίας μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι ἀποδεδειγμένα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἡ ἐν κρυπτῷ πίστις καὶ ἀγάπη αὐτῶν εἰς τὸν Θεόν».
Εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου στὸ παραπάνω κριτήριο τοῦ «ἁγίου κατὰ πάντα βίου». Συνεχίζει ὅμως:
«Τῶν δὲ Μαρτύρων τὰ λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καὶ χωρὶς θαυμάτων καὶ εὐωδίας16, μὲ τὸ νὰ γίνεται φανερὰ εἰς ὅλους διὰ τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου ἡ εἰς Θεὸν τελεία ἀγάπη αὐτῶν· τῶν ὁποίων τούτων προηγουμένως, καὶ φανερῶς εὑρισκομένων εἰς τοὺς Μάρτυρας, ὡς παρακολουθήματα εἶναι πλέον τὰ θαύματα, καὶ σχεδὸν λογίζονται, ὅσον εἰς ἀπόδειξιν, περιττά»17.
Δὲν παύουν, δηλαδή, τὰ θαύματα νὰ θεωροῦνται ἄμεσα συνδεδεμένα μὲ τὴν ἁγιότητα, μολονότι στὴν περίπτωση τῆς τιμῆς τῶν Μαρτύρων δὲν ἔχουν πρωταρχικὴ ἀποδεικτικὴ σημασία («σχεδὸν περιττά»), ἀφοῦ τὸ μαρτύριο καθ᾿ αὐτὸ συνιστᾷ βεβαίωση τοῦ γεγονότος τῆς θεώσεως18.
Ἄλλωστε, τὰ ἀληθῆ λείψανα τῶν ὄντως Ἁγίων συνιστοῦν μόνιμο θαῦμα, μὲ τὴν ὑπέρβαση τῆς φυσικῆς φθορᾶς καὶ τὴν ἀναστολὴ τῆς φυσικῆς διαλύσεως τοῦ κυτταρικοῦ συστήματος19.
4. Η ΠΡΟΤΑΞΗ καὶ ἔξαρση τῆς «παρὰ Θεοῦ δόξης» στὴ φανέρωση τῆς ἁγιότητας, συνιστᾷ συνεχῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκφραζομένη διαχρονικὰ στὴ θεολογική της γραμματεία. Θὰ περιορισθοῦμε σὲ χαρακτηριστικὰ δείγματα:
α) Ὁ ἱστορικὸς Σωκράτης (5ος αἰ.), ἀναφερόμενος στὴν ἁγιότητα τοῦ Τριμυθοῦντος Σπυρίδωνος, παρατηρεῖ:
«... Οὗ τὴν ἀρετὴν ἐπιδείξαι, τὴν ἔτι κρατοῦσαν περὶ αὐτοῦ φήμην ἀρκεῖν ἡγοῦμαι, τὴν δὲ δι᾿ αὐτοῦ γενομένην, τὰ μὲν πλεῖστα, ὡς γεεικός, οἱ ἐπιχώριοι ἴσασιν».
Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Δονᾶτο τῆς Εὐροίας Ἠπείρου γράφει: «...ᾧ δὴ πολλά τε καὶ ἄλλα τεθαυματουργήσθαι μαρτυροῦσιν οἱ ἐπιχώριοι»20.
β) Ἡ πράξη αὐτή, ποὺ ἰσχυροποιεῖται ἀκόμη περισσότερο στὰ χρόνια της Εἰκονομαχίας21, συνεχίζεται στοὺς μεταγενέστερους αἰῶνες.
Ἔτσι, στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ εἰς Ἅγιον ἀναγνώρισή του δὲν περιορίζεται στὴ θαυμαστὴ θεολογικὴ προσφορά του, ἢ στὴν ἀσκητικὴ βιοτή του, ἀλλὰ συγκεκριμένα στὰ θαύματά του.
Σημειώνει ὁ μαθητὴς καὶ βιογράφος του Φιλόθεος Κόκκινος (Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, 1354/55, 1364/70):
«...Καὶ στέργω καὶ τιμῶ τοῦτον ὡς ἅγιον ἀπὸ τῶν θαυμάτων αὐτοῦ, ἃ μετὰ τὴν ἐνθάδε πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν εἰργάσατο, ἰαμάτων πηγὴν τὸν ἴδιον ἀναδείξας τάφον» 22.
γ) Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση συνεχίζεται ἡ ἴδια στάση. Παρατηρεῖται δὲ ἐπίταση τῆς ἐμφάσεως στὸ κριτήριο τῶν θαυμάτων. Ἔτσι, στὴν περίπτωση τῆς ἁγίας Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, ἡ πατριαρχικὴ πράξη ἀναγνωρίσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς τιμῆς της σημειώνει:
«Ἐπειδὴ τῆς ἡμῶν μετριότητος συνοδικῶς προκαθημένης ἐδηλώθη ἀσφαλῶς, ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης [...] εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσιν ἀσθενέσι τε καὶ δεομένοις θεραπείας τὴν ἴασιν δίδωσιν [...] , ἔδοξεν ἡμῖν...»23.
Γιὰ τὸν ἅγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας, ἡ πατριαρχικὴ πράξη παρατηρεῖ:
«Καὶ ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁσίως θεαρέστως βιώσαντα τὸν [...] θεῖον Γεράσιμον, τύπον γενέσθαι τοῦ κατὰ Χριστὸν πολιτεύματος καὶ θείας ἀρετῆς χαρακτῆρα, οὗπερ αἱ ἐν βίῳ ἀρεταί τε καὶ κατορθώματα, οὐ μόνον ὑπ᾿ ἀνθρώπων θαυμάζονται καὶ πανταχοῦ κηρύττονται παρὰ τῶν εἰδότων, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ Θεοῦ πολλῷ μᾶλλον ἐπιβεβαιοῦνται καὶ ἐπισφραγίζονται καθ᾿ ἑκάστην τοῖς θαύμασιν, ὅσα εἰς ὠφέλειαν τῶν δεομένων καὶ καταφυγόντων εἰς τὸ θεῖον αὐτοῦ τέμενος ἡ μεγαλόδωρος τοῦ ἀγαθαρχικοῦ Πνεύματος ἀπεργάζεται χάρις...»24.
Τὸ ἴδιο ἴσχυσε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ζακύνθου25.
δ) Γιὰ νὰ ἔλθουμε δὲ στὴν ἐποχή μας, στὴν πατριαρχικὴ πράξη ἀνακηρύξεως τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Αἰγίνης, δηλώνεται μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«...καὶ ζῶν δὲ καὶ μετὰ θάνατον τοῦ χαρίσματος τῆς τῶν θαυμάτων ἐνεργείας παρὰ Θεοῦ ἀξιωθείς...». Καί: «...ὑπ᾿ ὄψιν λαβόντες τὸν ἅγιον βίον καὶ τὴν ἁγίαν τελευτὴν τοῦ Ὁσίου τούτου ἀνδρός, ἅμα δὲ καὶ τὰ δι᾿ αὐτοῦ ἐνεργηθέντα καὶ νῦν δ᾿ ἔτι ἐνεργούμενα θαύματα»26.
Γιὰ τὸν ὅσιο Εὐγένιο τὸν Αἰτωλὸ (1982), ἡ πατριαρχικὴ πράξη αἰτιολογεῖ ὡς ἑξῆς τὴν ἀπόφασή της: «...πολλὰ δείγματα ὁσιότητος παρασχὼν» καὶ «ἐπιδόντες πρὸς τὴν ὁσίαν καὶ θεάρεστον βιοτὴν πολιτείαν καὶ τὰς ἐξαιρέτους ὑπηρεσίας αὐτοῦ πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν»27.
Εἶναι μία ἀπὸ τὶς λίγες περιπτώσεις, στὶς ὁποῖες ὁ λόγος δὲν εἶναι περὶ θαυμάτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ὑπηρεσιῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Βέβαια, τὸ περιεχόμενο αὐτῶν τῶν ὑπηρεσιῶν πρέπει νὰ σχετίζεται μὲ τὴν παρατήρηση τοῦ ἰδίου κειμένου: «συντελέσας τὰ μάλιστα ἐν τῇ ἀναδείξει πολλῶν νεομαρτύρων»28.
Πολὺ ὅμως περισσότερο ἀπὸ τὶς ἀποδείξεις τῶν «ἐπιστημόνων» τὶς ὁποῖες ἐπικαλεῖται ἡ ἐξ Ἑλλάδος «γνωμοδότησις»29, ἰσχύει, πιστεύουμε, ἡ μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ καὶ μαθητοῦ ἐν ἀσκήσει τοῦ Ὁσίου, Ἀναστασίου Γορδίου: «ἐγὼ δὲ καὶ προορατικοῦ τοῦτον ἰσχυρισαίμην ἂν μετέχειν χαρίσματος»30, ἡ ὁποία ὅμως παραδόξως ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ κείμενο. Ἡ ἴδια ἔμφαση δίνεται στὰ θαύματα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Παναγῆ (Μπασιᾶ)31, τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης32, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ σχετικὸ ἔγγραφο-πρόταση τοῦ μακαριστοῦ Ἄρτης Ἰγνατίου πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σημειώνει: «ἀνεδείχθη ὁμολογητὴς καὶ ἐδοξάσθη ἐν θαύμασιν»33.
5. ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ τῆς παροχῆς «ἐξεχουσῶν ὑπηρεσιῶν» πρὸς τὴν Ἐκκλησία δὲν ἀπομονώνεται ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ πράξη. Αὐτὸ ἀποδεικνύει τὸ ἀσίγητο στόμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ἡ ὀρθόδοξη Λατρεία.
Ἀντίθετα, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση δὲν παύει νὰ ἀναζητεῖ τὴν ἄνωθεν ἐπιβεβαίωση τῆς ἁγιότητας τοῦ συγκεκριμένου προσώπου. Ἡ χαρακτηριστικότερη παρόμοια περίπτωση εἶναι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος. Σύμφωνα μὲ τὴν ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς του, ἐκεῖνο ποὺ οὐσιαστικὰ βάρυνε τὴν κατάταξή του μεταξὺ τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ θεοπτική του ἐμπειρία (τὸ ὅραμα τοῦ σταυροῦ), ἡ ὁποία δήλωνε τὴν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐκλογή του:
«τύπον σταυροῦ ἐν οὐρανῷ κατοπτεύσας..., ὅθεν δεξάμενος τὴν γνῶσιν τοῦ Πνεύματος». Καὶ «ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος».
Παράλληλα δὲ προβάλλονται καὶ τὰ ἁπτὰ τεκμήρια τῆς ἁγιότητός του: «οὗ ἡ λάρναξ ἰάσεις βρύει»34.
Ἀνάλογα ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν ἁγία Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου, τῆς ὁποίας τὸ ἄφθαρτο ἱερὸ λείψανο εἶναι τεθησαυρισμένο στὸν μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Κερκύρας. Ἡ ἔνταξή της στὸν χορὸ τῶν Ἁγίων δὲν στηρίζεται μόνο στὴ σημαντικὴ φιλορθόδοξη ἐνέργειά της τοῦ 843, οὔτε στὰ ὁσιακὰ τέλη της, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνοικοῦσα στὸ ἱερὸ λείψανό της χάρη, φανέρωση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀφθαρσία καὶ τὰ θαύματά του: «ἡ θήκη, θεόστεπτε, τῶν σῶν ἁγίων λειψάνων, πλήρης οὖσα χάριτος, καταφλέγει δαίμονας»35, σημειώνεται στὴν ἀκολουθία της.
Εἶναι δὲ ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἡ πίστη στὴ φανέρωση τῆς ἁγιότητας μέσῳ τῶν θαυμάτων ἔχει ἀναπτύξει ἱστορικὰ μία σθεναρὰ δυναμικὴ στὸν χῶρο τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητας, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, διασῴζει ἀποτυπωμένα στὴν ἱστορική της μνήμη, ἀλλὰ καὶ στὶς πρακτικές της, πολλὰ ἡσυχαστικὰ στοιχεῖα. Εἶναι, ἔτσι, εὐρύτατα διαδεδομένη στὸν ὀρθόδοξο λαὸ ἡ πίστη, ὅτι «ὁ Ἅγιος, ἂν δὲν θαυματουργήσει, δὲν δοξολογιέται». Πρόκειται γιὰ παροιμία, ἡ ὁποία σὲ διάφορες παραλλαγὲς ἀπαντᾷ -τόσο στὴν κυριολεκτικὴ ὅσο καὶ μεταφορική της σημασία- ὄχι μόνο στὸν ἑλληνικό, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ὀρθοδόξους λαούς, ὅπως ἀκόμη καὶ στὴ Δύση, κάτι ποὺ βεβαιώνει τὴν ἀρχαιότητα αὐτῆς τῆς πεποιθήσεως καὶ τὸ βαθύρριζό της36.
6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, θὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἡ αἰσθητὴ ἀλλοίωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων στοὺς τελευταίους αἰῶνες, λόγω τῶν συνεχῶν καὶ ἰσχυρῶν ἔξωθεν ἐπιρροῶν, δικαιώνει τὴ στάση τοῦ Ἱεροσολύμων Νεκταρίου στὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἁγιότητας. Ἡ θεολογικὴ δὲ τοποθέτησή του βρίσκει καὶ τὴν ἀπόλυτη κατάφαση τοῦ μεγάλου Εὐγενίου Βουλγάρεως.
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν παραδοχὴ τῆς ἁγιότητας θεωροῦν καὶ οἱ δύο τὰ θαύματα, «τὴν τῶν σημείων ἐπίδειξιν», ἐξηγοῦν δὲ τὸν λόγο:
«Καίτοι τοῖς πάλαι, εἰλικρινέστερον κατὰ Θεὸν πολιτευομένοις, οὐ πάνυ τοῦτο ἀντεξητάζετο, ἀλλὰ τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις τῆς πονηρίας, ἤδη καὶ τὰ θαύματα παραπλαττούσης καὶ τὰς ἀρετὰς τῇ ὑποκρίσει μᾶλλον κιβδηλευούσης, καὶ λίαν θηρεύομέν τε καὶ ἀπαιτοῦμεν καὶ εἰς κρίσιν καλοῦμεν»37.
Μὲ βάση δὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση -κυρίως- τόσο ὁ Πατριάρχης Νεκτάριος, ὅσο καὶ ὁ Βούλγαρις, ἀπορρίπτουν τὰ δυτικὰ λείψανα, ἀρνούμενοι συνάμα τὴν ὕπαρξη ἀληθινῆς ἁγιότητας στὴ Δύση μετὰ τὸ σχίσμα. Αὐτό, ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ ἄρνηση τῆς δυνατότητας ὑπάρξεως ἁγιότητας ἐκεῖ, ὅπου χάνονται τὰ ὀρθὰ κριτήριά της, ὁ ἁγιοπνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Κατὰ τὴν τελευταία τριετία ἀναγνωρίσθηκαν ὡς Ἅγιοι ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὁ Παναγὴς (Μπασιᾶς) (4.2.1986), Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης (11.2.1986), Μάξιμος ὁ Γραικὸς (31.5.1988), ὁ Εὐστάθιος καὶ ὁ Συμεών, Ἀρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης (10.6.1988), ἔχουν δὲ ὑποβληθεῖ προτάσεις γιὰ νέες ἀνακηρύξεις (ὡς π.χ. τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ ἀσκήσαντος). Ἐννέα νέους Ἁγίους κατέταξε στὸ Ἁγιολόγιό της ἡ Ῥωσικὴ Ἐκκλησία (1988), μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς χιλιετηρίδος τῆς εἰσόδου της στὴν Ὀρθοδοξία. Βλ. Information aus der Orthodoxen Kirche, Sondernummer 11.1988. Celebration of the Millennium of the Baptism of Russ. Στὶς σσ. 124-129: Brief lives of the Saints canonized by the Local Council of the Russian Orthodox Church of 1988. Οἱ νέοι Ἅγιοι καὶ οἱ λόγοι τῆς ἀνακηρύξεώς τους εἶναι:
α) Ὁ μέγας πρίγκηπας Δημήτριος Ντονσκόϊ (1350-1389) («is glorified as a national Saint in recognition of his services to the Church and the Nation»).
β) Ἀντρέϊ Ῥουμπλιώφ (1360-1400) («...in recognition of his saintly life, witnessed by his contemporaries and his feat of icon-painting, through which he proclaims to men to the day the truth...»).
γ) Μάξιμος ὁ Γραικὸς (1470-1556) («...in recognition of his saintly life and miracles worked by him»).
δ) Μητροπολίτης Μακάριος (1482-1563) («...in recognition of his saintly life witnessed by many of his contemporaries, his gift of prophetic vision and great services for the Russian Church»).
ε) Ἀρχιμανδρίτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) («...for his holy, ascetic life, as a great man of prayer and teacher of the Jesus prayer, who revived in modern monasticism the salvific feat of the starchestvo and as a religious writer, who painted out in his works the path of spiritual rebirth for all seeking salvation»).
στ) Ξένη Γρηγορίεβα [Γρηγορίεβνα] (1732- ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ.) («...the light of christian love that was kindled by the blessed ascetic life during her earthly life is shining ever more radiantly to us after demise»).
ζ) Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ (1807-1867) («...for the sanctity of his life, which is revealed in his works written in the spirit of truly orthodox patristic tradition»).
η) Στάρετς Ἀμβρόσιος (1812-1891) («for the holiness of his life, which was manifest in efficatious love of his fellow man, humility, sagacity and miracle-working, and also for the profound veneration of him by the orthodox people»).
θ) Θεοφάνης Γουόροφ [Γκόβορωφ] (1815-1894) («...as an ascetic of the faith and piety, who laboured extensively and expounding in his works the christians path to eternal life»). Τὴ διαδικασία τῆς ἀνακηρύξεως τῶν νέων Ἁγίων της Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας ἐλέγχει ἔμμεσα ὁ καθηγητὴς κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου στὸ περιοδικὸ «Ἐκκλησία» (ἀρ. 14/1.10,1988, σ. 515, σήμ. 51. Πρβλ. περιοδικὸ «Ἐπίσκεψις» ἀρ. 398/10.5.1988, σ. 8). Ἀντιρρήσεις ὄχι μόνο γιὰ τὴν τηρηθεῖσα διαδικασία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἁγιότητα μερικῶν ἀπὸ τοὺς νέους Ἁγίους, διατυπώθηκαν σὲ ἑλληνικὰ θρησκευτικὰ ἔντυπα, ὅπως ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος» (ἀρ. 794/17.6.1988). Ὁ θεολόγος Ἀθαν. Σακαρέλλος σὲ ἄρθρο του μιλεῖ γιὰ «προσπάθεια ἐντυπωσιασμοῦ τῆς κοινῆς γνώμης» καὶ κριτήρια «ἐλάχιστα θεολογικά». Ἐπίσης γιὰ «σκοπιμότητα» καὶ «νόθευση τοῦ Ἁγιολογίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».
2. Γιὰ τὴ σημασία τοῦ ὅρου «Ἅγιος» στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία βλ. H. Delehaye, Sanctus, Bruxelles 1927. M. R. Asting, Die Heiligkeit im Urchristentum, Gottingen 1930, σ.202 ε. Ἀνδρ. Φυτράκη, Λείψανα καὶ τάφοι Μαρτύρων κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Ἀθῆναι 1955, σ. 6 ε., ὅπου καὶ βιβλιογραφία. Γιὰ τὰ εὐρύτερα προβλήματα τῆς ἀνακηρύξεως Ἁγίων βλ. στοῦ Ἀνδρ. Φυτράκη, Αἱ ἀντιδράσεις κατὰ τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ καὶ τὰ αἴτια αὐτῶν, Ἀθῆναι 1956.
3. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ´ (15) 88, P.G. 94, 1164B-1168C.
4. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀποριῶν, P.G. 91, 1144ΑΒ. Πρβ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3, 1, 31.
5. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3, 1, 27.
6. Πρβ. Ἰω. Σ. Ῥωμανίδου, Ῥωμαῖοι ἢ Ῥωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 25.
7. Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, Ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, στὸ περιοδικὸ «Θεολογία» ΙΘ´ (1941-48), σ. 44. Πρβλ. καὶ σ. 36: «Σύσσωμος ἡ Ἐκκλησία, κλῆρος καὶ λαός, ἐν ἀδιασπάστῳ ὁμοφωνία καὶ ἄνευ τυπικῶν καὶ ὀργανωτικῶν πράξεων, ἀνεγνώριζον τὴν ἁγιότητα τῶν τιμωμένων, ἡ δὲ πάνδημος αὕτη ἀναγνώρισις ἀπετέλει οἰονεὶ καὶ τὴν ἐπικυρωτικὴν καὶ καθιερωτικὴν πρᾶξιν τῆς τῶν μαρτύρων καὶ ἁγίων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀνακηρύξεως». Πρβ. παρουσίαση τοῦ ἰδίου θέματος στοῦ Χρυσ. Παπαδοπούλου, Περὶ τῆς ἀνακηρύξεως Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, στὸ περιοδικὸ «Ἐκκλησία» ΙΒ´ (1934), σ. 331-335 καὶ Μητροπολίτου Δέρκων Κωνσταντίνου (Χαρισιάδου), Ἡ ἀναγνώρισις Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ κατὰ τὴν τάξιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, «Ἐπιστημονικὴ παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1987, σ. 225-241.
• Πέρα ἀπὸ τὴν παλαιότερη βιβλιογρφία, ποὺ δίνει ὁ Ἀλιβιζᾶτος, βλ. καὶ Μητροπολίτου Σερρῶν Κωνσταντίνου, Περὶ ἀναγνωρίσεως τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, «Θεολογία» ΚΖ´ (1956), σ. 609-615.
8. Βλ. Ἐπιστολὴν Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως πρὸς Πέτρον τὸν Κλαίρκιον, Περὶ τῶν μετὰ τὸ σχίσμα Ἁγίων της Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ Θαυμάτων, Ἀθήνησι 1844, σ. 6.
9. Βλ. παραπάνω, σήμ. 7.
10. Ὅπ. π., σ. 45/6.
11. Γιὰ τὸ μὴ ἀποδεκτὸ ἀπὸ Ἐκκλησία μαρτύριο τῶν αἱρετικῶν καὶ ὡς ψευδὲς θεωρούμενο βλ. στοῦ Ἀνδρ. Φυτράκη, Αἱ ἀντιδράσεις..., ὅπ. π., σ. 22 ε.ε.
12. Πρβ. Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι πνευματικαὶ 50, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, Θεσσαλονίκη 1985 (ἔκδ. Νικ. Τσιομεσίδη). Ὁμιλ. Θ´, 8, σ. 166: «Ὁ πνευματικὸς πάντας ἀνθρώπους ἀνακρίνει κατὰ τὸ γεγραμμένον, γινώσκει ἕκαστον πόθεν λαλεῖ καὶ ποὺ ἔστηκε καὶ ἐν ποίοις μετροις ἐστίν. Αὐτὸν δὲ οὐδεὶς ἀνθρώπων τῶν ἐχόντων τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου γινώσκειν καὶ ἀνακρίνειν δύναται, εἰ μὴ μόνον ὁ τὸ ὅμοιον ἔχων ἐπουράνιον τῆς θεότητος πνεῦμα γιγνώσκει τὸν ὅμοιον...».
13. Βλ. σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ στοῦ Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Οἱ Νεομάρτυρες καὶ τὸ δοῦλον Γένος, Ἀθῆναι 1974, σ. 24 ε.ε. Γιὰ τὸν εὐρύτατο περὶ Νεομαρτύρων προβληματισμὸ βλ. στὰ «Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου», εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986) Θεσσαλονίκη 1988.
14. Βλ. γιὰ τὸ πρόσωπο, τὸ ἄρθρο τοῦ Ν.Ε. Τ(ζιράκη), στὴ Θ.Η.Ε., τόμ. Α´ (1966), στ. 396/7.
15. Πρὸς τὰς προσκομισθείσας θέσεις παρὰ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις φρατόρων διὰ Πέτρου τοῦ αὐτῶν μαΐστορος, Περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντίρρησις, Ἰάσιον 1682, σ. 201 ε., 209 ε. Πρβ. Ἐπιστολὴν Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως..., ὅπ. π., σ. 20 ε., 112 ε.
16. Πρβ. τὸ μελέτημα τοῦ Ἀθαν. Παρίου, Περὶ Νεομαρτύρων: Ὅτι εἶναι Ἅγιοι καὶ πρέπει νὰ τιμῶνται ὡς τοιοῦτοι, πρὶν ἢ ἐκδοθεῖ ἐπικυρωτικὴ ἀπόφανσις τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας.
17. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1963, σ. 24 σήμ.
18. Βλ. στοῦ Ἀνδρ. Φυτράκη, Λείψανα καὶ τάφοι Μαρτύρων..., ὅπ. π., σ. 9 ε.
19. Πρβ. Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὁμιλία ΚΕ´, τῇ Κυριακῇ τῶν ἁγίων Πάντων, παρ. 6: «τίς λόγος ἀξίως ἐξείποι τὴν ἐν ταῖς σοροῖς τῶν ἁγίων καὶ τοῖς λειψάνοις τῶν ὀστῶν παρὰ Θεοῦ δόξαν, παντὶ χρόνῳ συμπαρατεινομένων, τὴν ἀναδιδομένην ἐκ τούτων ἱερὰν εὐωδίαν, τὰ πηγάζοντα μύρα, τὰ χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τὰ ἐνεργήματα τῶν δυνάμεων, τὰς πολυειδεῖς καὶ σωτηρίους ἡμῖν ἐν τοιούτοις ἐπιφανείας;». (Ἀπάντᾳ τὰ ἔργα, ἔκδ. Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1985, τόμ. 10, σ. 134).
• Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δίνει τὴ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς θαυματουργίας τῶν ἱερῶν λειψάνων μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: «Καθάπερ γὰρ κοινή ἐστι σώματος καὶ ψυχῆς ἡ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ θεότης, διὰ μέσης ψυχῆς θεώσασα τὴν σάρκα, ὡς καὶ Θεοῦ ἔργα ἐκτελεῖσθαι δι᾿ αὐτῆς, οὕτως ἐπὶ τῶν πνευματικῶν ἀνδρῶν ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, διὰ μέσης ψυχῆς πρὸς τὸ σῶμα διαπορθμευομένη, πάσχειν καὶ αὐτῷ τὰ θεῖα δίδωσι καὶ μακαρίως συμπάσχειν τῇ ψυχῇ τὰ θεῖα πεπονθυῖα... Προελθὸν οὖν εἰς τὴν μακαρίαν ταύτην ἐντελέχειαν καὶ σῶμα θεουργεῖ... οὗ τεκμήριον ἐναργὲς αἱ τῶν ἁγίων θαυματοποιοὶ σοροί».
(Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 2, 12).
20. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ΙΑ´, P.G. 67, 885 καὶ Ζ´ P.G. 67, 1497.
21. Βλ. τὰ Πρακτικὰ τοῦ J.D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, τόμ. 12 καὶ 13 (Graz 1960).
22. «Τόμος Συνοδικὸς» ἀνακηρύξεως σὲ ἅγιο Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, P.G. 151, 711. Πρβ. Φιλοθέου, Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν ἐν Ἁγίοις Πατέρα ἡμῶν Γρηγόριον, Ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶν, P.G. 151, 648/9.
23. Βλ Τζέρπου, Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία. Παρακλητικὸς Κανών, Βίος καὶ ἔργον, Ἀθῆναι 19882, σ. 10.
24. Πρωτοπρ. Κων. Γ. Γκέλη, Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος Κεφαλληνίας, Ἀθῆναι 1978, σ. 113-4. Πρβ. σ. 110.
25. Τὸ λείψανόν του «πνέον ὑπερφυοῦς εὐωδίας καὶ μύρα βλύζον ἰαματικὰ καὶ σωτήρια».
• Ἡ πατριαρχικὴ πράξη μιλεῖ περὶ «ἀνδρὸς τὰ μάλιστα κὰτ ἀρετὴν πολλοὺς τῶν πρότερον διαπρεψάντων ὑπερελάσαντος καὶ θείων δωρεῶν δαψιλείᾳ χάριτος εὐπορήσαντος, τό τε διορατικὸν χάρισμα ἐκ περιουσίας καταπλουτήσαντος...». Χαρακτηρίζεται δὲ «αὐτουργὸς θαυμάτων πολλῶν καὶ παραδόξων» ἤδη ἐν ζωῇ.
(Βλ. Παντελεήμονος Μπεζενίτη, Μητροπολίτου Ζακύνθου, Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, Ζάκυνθος 1987, σ. 71, 69, 70).
26. Ἀκολουθίαι καὶ Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου, ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ... ὑπὸ Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ἀθῆναι 1976, σ. 9.
27. Ὅσιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός. Βίος καὶ ἔργον. Ἡ εἰς ἅγιον ἀνακήρυξις αὐτοῦ. Ἀσματικὴ ἀκολουθία, Ἀθῆναι 1983, σ. 105/106.
28. Στὸ ἴδιο, σ. 105
29. Στὸ ἴδιο, σ. 98.
30. Στὸ ἴδιο, σ. 88.
31. Πρωτοπρ. Κων. Γκέλη, Ὁ Ἅγιος Παναγὴς Μπασιᾶς. 1801-1888, Ἀθῆνα 1979, σ. λ´. Στὴν πατριαρχικὴ πράξη ἀναγνωρίσεώς του (ἀρ. πρώτ. 91/4.2.1986) σημειώνεται: «Ἑστὶν ὅτε δὲ σημείοις καὶ θαύμασιν, οἶς ἐμαρτυρήθη παρὰ Θεοῦ, αὐτὸν (= τὸν λαὸν) εὐεργετῶν».
32. Βλ. ἔγγραφό του Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀριθμ. πρώτ. 567/16.12.1987: θαυματουργὸς βάσει παλαιῶν μαρτυριῶν (Εὐδ. Τσολάκη, Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 72/3).
Κατὰ τὸ ἴδιο ἔγγραφο,
• «ἡ μαρτυρία τοῦ λογιωτάτου καὶ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μιχαὴλ τοῦ Ἀθηνῶν (βλ. Σπ. Λάμπρου, «Νέος Ἑλληνομνήμων», 13-1916, σ. 361) θὰ ἤρκει νὰ πιστοποιήση, ὅτι ὁ Θεὸς κατέταξε τὸν Εὐστάθιον ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ καὶ ὁ χριστώνυμος λαὸς ἐβεβαιώθη περὶ τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ διὰ πολλῶν θαυμάτων».
33. Βλ. τὸ ἔγγραφο τοῦ Ἀρτης Ἰγνατίου ἀπὸ 10 Ἰουλίου 1986 πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν ἀνακήρυξη σὲ ἅγιο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου (ἀριθμ. πρωτ. 793).
34. Βλ. τὴν Ἀκολουθίαν του στὸ Μηναῖο (21η Μαΐου), ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
35. Βλ. Μεθοδίου Κοντοστάνου, Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν, Ἀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ Βίος τῆς ἁγίας θεοστέπτου Βασιλίδος Θεοδώρας τῆς Αὐγούστης, τῆς στερεωσάσης τὴν Ὀρθοδοξίαν, Κέρκυρα 1966, σ. 17, 23.
36. Νικολάου Πολίτου, Παροιμίαι, τόμ. Α´, Ἀθῆναι 1965, σ. 216 ε.ε.
37. Ἐπιστολὴ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, ὅπ. π., σ. 113

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΟΡΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΟΜΑΛΩΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΚΑΙ

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ


Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ο Υ Ν 

Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α
                                

     ΕΟΡΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΟΜΑΛΩΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

                  
Φέρεται εις γνώσιν του ευσεβούς λαού της Κεφαλληνίας ότι μετά πάσης λαμπρότητος και μεγαλοπρεπείας θα εορτασθή η Ιερά Μνήμη του Προστάτου της νήσου μας και Προστάτου των απανταχού της γης διαβιούντων Κεφαλλήνων , Οσίου Πατρός ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ του νέου Ασκητού και θαυματουργού, κατά το κάτωθι Πρόγραμμα :

ΔΕΥΤΕΡΑ  15-8-2011

ΩΡΑ 6:00 μ. μ.   
Δέησις πρό του Ιερού Σκηνώματος και μεταφορά Αυτού εις τον νέον Ιερόν Ναόν όπου θα ψαλή ο Μικρός Εσπερινός.

ΩΡΑ 9:30 μ.μ.
Μέγας Εσπερινός της εορτής τη συμμετοχή Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων καί εν συνεχεία Παννυχίς μέχρι 4ης πρωϊνής.

ΤΡΙΤΗ 16-8-2011

ΩΡΑ 8:00 π.μ.   
Όρθρος και εν συνεχεία Αρχιερατικόν Συλλείτουργον.
ΩΡΑ 11:00 π.μ. 
Λιτάνευσις του Ιερού Σκηνώματος τη συμμετοχή του Ιερού Κλήρου, Μοναχών όλων των Ιερών Μονών της Ιεράς Μητροπόλεως των Επίσήμων και του λαού.

ΩΡΑ 12:00 π.μ.
Πέρας Λιτανείας καί τοποθέτησις του Ιερού Σκηνώματος εντός του νέου Ιερού Ναού προς συνέχισιν του προσκυνήματος.

ΩΡΑ 8:00 μ.μ.
Παρακλητικός Κανών του Αγίου εις τον Μητροπολιτικόν Ιερόν Ναόν Ευαγγελιστρίας - Αναλήψεως Αργοστολίου.

ΩΡΑ 9:00 μ.μ.
Λιτάνευσις της Ι. Εικόνος του Αγ. Γερασίμου εις τας οδούς της πόλεως ως ιδιαιτέρα εκδήλωσις των κατοίκων του Αργοστολίου προς τον 'Αγιον.

ΤΕΤΑΡΤΗ 17-8-2011 

ΩΡΑ 8:30 μ.μ.
Εις το Σπήλαιον του Αγ. Γερασίμου Λάσσης Αργοστολίου, ένθα το πρώτον ησκήτευσεν ο ʼγιος   Γεράσιμος, θα ψαλλή η Ιερά Παράκλησις μετά των Εγκωμίων του Αγίου.

Από 17ης μέχρι και της 22ας Αυγούστου εις την Ιεράν Μονήν του Αγ. Γερασίμου, θα τελήται Θεία Λειτουργία από 8-10 π. μ. και το Εσπέρας από 5:30 - 7:00, ο Εσπερινός της ημέρας μετά Τροπαρίων του Αγίου και η Επιτάφιος Ακολουθία Αυτού, μετά θείου Κηρύγματος.
 
ΑΠΟΔΟΣΙΣ  ΕΟΡΤΗΣ  ΑΓΙΟΥ  ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ
ΤΡΙΤΗ 23-8-2011
ΩΡΑ 7:30 π.μ.
Όρθρος και εν συνεχεία Θεία Λειτουργία εις τον Νέον Ιερόν Ναόν.

ΩΡΑ 11:00 π.μ.
Λιτάνευσις του Ιερού Σκηνώματος Αγίου Γερασίμου.

ΩΡΑ 12:00 π.μ.
Πέρας Λιτανείας και τοποθέτησις του Ιερού Σκηνώματος εντός της Μεγάλης Λάρνακος της Κοιμήσεως, ένθα ο Τάφος του Αγίου.

Εις όλας τας ανωτέρω Ιεράς Ακολουθίας, έχουν προσκληθή να συμμετάσχουν και άλλοι Αρχιερείς.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ

 

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Πέρα από τους λόγους

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 12/8/2011
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
ΚΑΝΕΙΣ δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι στὶς μέρες μας δὲν ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Σχεδὸν σὲ ὅλους τοὺς μεγάλους Ἱεροὺς Ναοὺς τῶν πόλεων κάποιος ἱεροκήρυκας θὰ μιλήσει. Καὶ αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ ἅγιο. Ὅπως καὶ τὸ γραπτὸ κήρυγμα δὲν λείπει. Πληθώρα εἶναι τὰ σχετικὰ περιοδικὰ καὶ βιβλία, ποὺ στοχεύουν στὴν κατὰ Θεὸν προκοπὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως ὅλοι διαπιστώνουμε ὅτι ἡ θεωρία καὶ ἡ παραίνεση δὲν φτάνουν. Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Πέρα ἀπὸ τὴν εὔκολη θεωρία καὶ τὸ κήρυγμα. Συνήθως παρατηροῦμε τὸ ἑξῆς: Οἱ κληρικοὶ ἀναφέρονται μὲ περισσὸ καύχημα στοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καὶ προβάλλουν τὸ παράδειγμά τους, χρησιμοποιώντας μιὰ τυποποιημένη γλώσσα, ἡ ὁποία δὲν συγκινεῖ τοὺς ἀνθρώπους... Μιλοῦν χωρὶς νὰ πολυπιστεύουν αὐτὸ ποὺ λένε, κάτι ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ ζωή τους δὲν ἐπιλέγουν τὰ ὅσα οἱ ἐκγωμιαζόμενοι Ἅγιοι ἔλεγαν καὶ ζοῦσαν. Μερικοὶ μάλιστα ἄγαμοι κληρικοί χρησιμοποιοῦν μὲ πολλὴ μεγάλη εὐκολία τὸν ἀσκητικὸ λόγο τῶν παλαιῶν Ἀββάδων καὶ θέλουν νὰ ἐντυπωσιάσουν τὸ ἀνυποψίαστο ποίμνιο, οἱ ἴδιοι ὅμως ὄχι μόνο δὲν ἔχουν ἀσκητικὸ φρόνημα, ἀλλὰ εἶναι προκλητικὰ κοσμικοὶ καὶ συχνὰ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς. Προφανῶς αὐτοὶ οἱ ἱεροκήρυκες δὲν βοηθοῦν οὐσιαστικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς τολμοῦν νὰ μιλοῦν μὲ τόση εὐκολία γιὰ τὸν ἀσκητισμὸ καὶ τὴν ἀνώτερη πνευματικὴ ζωή, ἐνῶ οἱ ἴδιοι εἶναι ἐρείπια. Καὶ ὅμως συμβαίνει, γιατὶ εἶναι θρασεῖς, ὑποκριτές. Ἀναφερόμενος σὲ αὐτοὺς τοὺς κληρικούς δὲν ἔχω καμιὰ διάθεση νὰ γενικεύσω, γιατὶ κάτι τέτοιο εἶναι ἁμαρτία. Δὲν μπορῶ νὰ ἰσχυριστῶ ὅτι ὅλοι οἱ κληρικοὶ εἶναι τὸ ἴδιο. Ὄχι. Μύριες φορὲς ὄχι. Ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρίτες, κληρικοί, ἱερομόναχοι καὶ μοναχοί ποὺ κάνουν πνευματικὸ

ἀγώνα καὶ τὰ λόγια τους εἶναι χαριτωμένα, εὐχάριστα καὶ προπαντὸς πειστικά. Αὐτοὶ προτρέπουν στὴν πρακτικὴ ζωή, στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ στὸν ἀθόρυβο καὶ ταπεινὸ τρόπο ζωῆς. Καὶ χαίρομαι ποὺ οἱ πιστοὶ τοὺς ξεχωρίζουν, τοὺς σέβονται καὶ παραδειγματίζονται ἀπὸ τὸ ἦθος τους.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὑπόψη τους καὶ οἱ λαϊκοὶ χριστιανοί. Τὸ ἀναφέρει ὁ Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής: «Ὅπως ὁ σπόρος δὲν μπορεῖ νὰ αὐξηθεῖ χωρὶς γῆ καὶ νερό, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ὠφεληθεῖ, ἐὰν δὲν κοπιάσει ἑκουσίως καὶ δὲν τὸν ἐπισκιάσει ἡ θεία χάρη». Χρειάζεται λοιπὸν ὁ προσωπικὸς ἀγώνας καὶ ἡ ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς, γιὰ νὰ ἔλθει στὴ συνέχεια καὶ ἡ θεία χάρη, ἡ ὁποία θὰ κάνει τὸν ἀγώνα καρποφόρο. Δὲν πρέπει δὲ νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὰ ὅποια πνευματικὰ κατορθώματα δὲν εἶναι δικά μας, ἀλλὰ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ κάθε προβολή μας εἶναι κατακριτέα. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ συνοδεύεται πάντα ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Ὅταν λείπει ἡ δεύτερη, ἡ πρώτη παύει νὰ εἶναι πνευματική.

Ὅλα αὐτὰ γίνονται πάντα ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι ἀγαθὴ καὶ δὲν ἐλέγχειτὸν ἄνθρωπο γιὰ σοβαρὲς ἁμαρτίες καὶ παραλείψεις. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς σύννεφο νὰ ὑπάρξει βροχή, ἔτσι καὶ χωρὶς ἀγαθὴ συνείδηση εἶναι ἀδύνατο νὰ προκόψει κανεὶς πνευματικὰ καὶ νὰ εὐαρεστήσει τὸ Θεό.

Kι΄ ας μη πιστεύουν οί άπιστοι! Θαύματα της Παναγίας στην εποχή μας…


Από την μεγάλη λιτανεία τής Θαυματουργής Εικόνας τής Παναγίας τής Τήνου !
Σήμερα, σκέφθηκα να αναφερθώ σε κάποια ξεχωριστά εκ του ουρανού σημεία…
Σε κάποιες υπερβάσεις και εκτροχιασμούς των σταθερών φυσικών δεδομένων πού.....
σαν άνθρωποι και επιστήμονες γνωρίζουμε…

Κι΄ αυτά, είναι τα λεγόμενα θαύματα !

Γνωρίζω βέβαια ότι κάποιοι θα
χαμογελάσουν ειρωνικά μ΄ αυτές μου τις σκέψεις…

Κάποιοι άλλοι θα περιμένουν ν΄ ακούσουν την συνέχεια…

Και κάποιοι τρίτοι, μ΄ ένα εκνευρισμένο κλίκ θα φύγουν μακριά σαν ταξιδιάρικα πουλιά για άλλους, πιο "ευχάριστους" γι΄ αυτούς, τόπους…

Αφορμή γι΄ αυτή την παρουσίαση μού δίνει βέβαια η μεγάλη εορτή της Παναγιάς του 15Αύγουστου πού αυτές τις μέρες διανύουμε…



Και είναι τόσο μεγάλη γιορτή πού ανέκαθεν και προς τιμή της Θεοτόκου Παναγίας μας όλες οί μεταπαναστατικές του 1821 Κυβερνήσεις την χαρακτήριζαν με μεγάλη Αργία για όλες τις Δημόσιες αλλά και Ιδιωτικές υπηρεσίες !

Και γινόταν και γίνεται ακόμη αυτό, προνόμιο αληθινό και ξεκούραση των εργαζομένων, ώστε να μπορεί κάθε υπάλληλος να πάει με άνεση στην Εκκλησιά, στην γιορτή της κυράς Παναγιάς μας !

Άλλο βέβαια, αν εμείς οί σύγχρονοι Νεοέλληνες, πού έχουμε ισοπεδώσει σήμερα τα πάντα, βλέπουμε την κάθε ημέρα αργίας ως ημέρα και αφορμή κάθε Ασωτίας, καταχραζόμενοι και εδώ αυτή την δωρεά της Πολιτείας για την εκπλήρωση της όποιας θρησκευτικής μας ανάγκης…

Έτσι λοιπόν, άλλοι θα τρέξουν στα βουνά για εκδρομές, άλλοι θα πάνε σε θάλασσες για τα μπάνια τους, κάποιοι τρίτοι θα βγάλουν τον σκύλο τους βόλτα, ενώ οί υπόλοιποι θα επεκτείνουν τον πρωϊνό ύπνο τους κι΄ άσε να κτυπάνε οί καμπάνες…

Και για να μη τα πολυλογούμε, θα κλέψουνε κι΄ αυτή την αργία της Παναγίας μας με τον δικό τους πονηρό και τεμπέλικο τρόπο…

Μια μέρα πού θα έπρεπε να την τιμήσουνε, θα την κάνουνε κι΄ αυτή όπως τις άλλες, με όφελος για την ψυχή μας ουδέν και μηδέν !

Θα πάνε βέβαια και αρκετοί στις Εκκλησίες, θα τις γεμίσουν ίσως, αλλά όταν από μια Ενορία 20.000 κατοίκων παρουσιάζονται μόνο 500 , δηλαδή έστω ένα 2.5% μόνο, τότε υπάρχει πνευματικό πρόβλημα και διάλυση άνευ προηγουμένου με ότι αυτό συνεπάγεται…

Άς δούμε όμως παρακάτω μια ξεχωριστή περίπτωση θαύματος πού συνέβη πρό καιρού σ΄ ένα οικοδόμο πού καρφώθηκε πέφτοντας πάνω σε κάποιες μπετόβεργες…


ΚΑΡΦΩΘΗΚΑ ΣΕ ΜΠΕΤΟΒΕΡΓΕΣ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ ΜΕ ΕΣΩΣΕ !


«…Ένα τελευταίο βλέμμα στο κομποσκοίνι που φορούσε με την Παναγία της Τήνου και μια προσευχή... έπαιξαν «σωτήριο ρόλο» για τη ζωή του 57χρονου οικοδόμου, που στις αρχές Απριλίου καρφώθηκε σε μπετόβεργα μετά την πτώση του από το δεύτερο όροφο οικοδομής, στην περιοχή της Ηλιούπολης Ηρακλείου.

Η μπετόβεργα διαπέρασε πλήθος ζωτικών οργάνων, όπως τραχεία, καρωτίδα, οισοφάγο και αιμοφόρα αγγεία, και βγήκε από την πλάτη του... χωρίς να επέλθει το μοιραίο.

Μία μέρα πριν το ατύχημα που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, ο 57χρονος έπαιζε με το εγγονάκι του, φορώντας το κομποσκοίνι που κατά λάθος - όπως αναφέρει - έμεινε στο χέρι του.

Δύο μέτρα πριν καρφωθεί σε μπετόβεργα, πέφτοντας το κοίταξε και προσευχήθηκε, στιγμή που θα του μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό και την ψυχή του!

Ακόμη και στα κρίσιμα δευτερόλεπτα της πτώσης του, ο 57χρονος οικοδόμος, αντικρίζοντας την εφιαλτική εικόνα με τις πέντε σιδερόβεργες που βρίσκονταν στο ισόγειο της οικοδομής, δεν έχασε την ψυχραιμία του.

Με ταχύτατες κινήσεις στον αέρα, χτύπησε αρχικά το πόδι του στο μπαλκόνι τού πρώτου ορόφου, κάτι που, όπως αποδείχτηκε δευτερόλεπτα αργότερα, ήταν καθοριστικό για τη ζωή του, καθώς κατάφερε να γλιτώσει από άλλες πέντε μπετόβεργες!

«Ζω από θαύμα», δήλωσε αποκλειστικά στη "Ν. Κρήτη" και την "ΚΡΗΤΗ TV" ο κ. Μιχάλης Αναγνωστάκος, ο οποίος περιέγραψε τις συγκλονιστικές στιγμές κατά την πτώση του, αλλά και αυτές που ακολούθησαν στο ΠΑΓΝΗ, με μια πολυπληθή ομάδα γιατρών διάφορων ειδικοτήτων, με επικεφαλής το θωρακοχειρουργό Γιάννη Δροσίτη, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με ένα σπάνιο περιστατικό που πιθανόν να μην ξανασυναντήσουν ποτέ...

Πρόκειται για ένα σπάνιο περιστατικό, με τους γιατρούς να κάνουν λόγο για θαύμα. Τι έπαιξε σωτήριο ρόλο στο ατύχημά σας;

«Όταν πέφτεις από ύψος 7,5 μέτρων και καρφώνεσαι πάνω σε μπετόβεργα και δεν παθαίνεις τίποτα, είναι δώδεκα θαύματα μαζί.

Ζω και αναπνέω γιατί με έσωσε η Παναγία !

Στο χέρι μου φορούσα ένα κομποσκοίνι. Πίσω υπήρχε η φωτογραφία της Παναγίας της Τήνου.

Πέφτοντας την είδα και είπα "Παναγιά μου, βοήθησέ με".
Όντως έγινε θαύμα.

Πρέπει, όμως, να σας αναφέρω ότι ποτέ δε φορώ κομποσκοίνι. Μία μέρα πριν το ατύχημα, έπαιζα με το εγγονάκι μου, και κάποια στιγμή φόρεσα το κομποσκοίνι με την Παναγία της Τήνου, το οποίο κατά λάθος έμεινε στο χέρι μου.

Την κρίσιμη στιγμή όμως, που με περίμενε ο θάνατος, έπαιξε σωτήριο ρόλο».

-- Πώς ακριβώς πέσατε από την οικοδομή;

«Ένας συνάδελφός μου δεν είχε καρφώσει τις τάβλες πάνω στο μπαλκόνι και όταν πήγα να περάσω, αφού αρχικά πίστευα ότι όλα είναι καρφωμένα, έπεσα σε "παγίδα".

Έπεσα κάτω... Μόνο ο Θεός ξέρει πώς γλίτωσα. Καθώς έπεφτα έβλεπα τις έξι μπετόβεργες που υπήρχαν στο ισόγειο της οικοδομής. Για να τις αποφύγω, έκανα διάφορες κινήσεις στον αέρα. Χτύπησα το πόδι μου στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και έτσι γλίτωσα από πέντε μπετόβεργες. Από την έκτη όμως δεν τα κατάφερα, με συνέπεια να με καρφώσει στο λαιμό και να περάσει στην πλάτη. Αν καρφωνόμουν και στις άλλες μπετόβεργες, θα ήμουν νεκρός!».

«Ήταν ανώτερη δύναμη»

-- Όταν καρφωθήκατε στην μπετόβεργα, είχατε τις αισθήσεις σας;

-- «Ναι. Φώναζα τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τους φίλους, τους συγγενείς, εργολάβους... Έλεγα να μου βγάλουν το σίδερο από το λαιμό.

Κάτοικοι της περιοχής ειδοποίησαν το ΕΚΑΒ, την Αστυνομία και την Πυροσβεστική. Μέσα σε τρία λεπτά βρέθηκαν στο σημείο, και τους ευχαριστώ πολύ!

Άνδρες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας έκοψαν με ειδικό εργαλείο το σίδερο που προεξείχε από το σώμα μου, ώστε να μεταφερθώ στη συνέχεια στο νοσοκομείο.

Τη στιγμή που έκοβαν το σίδερο ένιωσα το "κούνημα". Ήταν σα να με χτυπούσε το ρεύμα. Από το σημείο εκείνο και μετά έχασα τον... κόσμο. Νόμιζα ότι... πέθαινα.

Όταν συνήλθα, πίστευα ότι τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά στον εαυτό μου, ασχέτως αν είχα μέσα μου ένα μέτρο σίδερο. Θυμόμουν ποια είναι τα παιδιά μου, η γυναίκα μου, ποιοι είναι οι φίλοι μου... Όλοι ήταν δίπλα μου και μου έδιναν κουράγιο. "Όλα θα πάνε καλά", τους έλεγα.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κ. Γιάννη Δροσίτη και σε όλη την ομάδα γιατρών αλλά και νοσηλευτικού προσωπικού. Αν δεν ήταν αυτοί, θα ήμουν χαμένος. Το θαύμα πέτυχε! Πήγαν όλα καλά με την ευλογία του Θεού.
Η μπετόβεργα δεν πείραξε φλέβες, λάρυγγα, πνευμόνια, καρδιά και άλλα ζωτικά όργανα. Ήταν μια ανώτερη δύναμη..!».

«Ήρθα πιο κοντά στο Θεό»

-- Είστε καλά στην υγεία σας σήμερα;

-- «Ναι. Κάνω φυσικοθεραπείες στα χέρια του. Για δύο ώρες την ημέρα επισκέπτομαι το γιατρό μου».

Ο 57χρονος οικοδόμος, ο οποίος θα βγει στη σύνταξη σε ενάμιση περίπου χρόνο, θα μεταβεί πολύ σύντομα στην Παναγία της Τήνου, προκειμένου να ανάψει ένα κερί για τους γιατρούς που κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες σε μια επέμβαση αρκετά δύσκολη...

«Το περιστατικό αυτό με έκανε να έρθω πιο κοντά στο Θεό. Ζήτησα κάτι πάνω στο θάνατο και έγινε. Θα πάω να ανάψω ένα κερί στην Παναγία της Τήνου. Εκεί με πάει η ψυχή μου. Το θαύμα είναι μέσα στην καρδιά μου», κατέληξε ο ίδιος.

---Υπεραγία Θεοτόκε Πρέσβευε Υπερ Υμών Των Αμαρτωλών---

πηγή


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/08/k.html#ixzz1V0BUhzpF

Η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Αγιογραφία.

 

Οι Άγιοι Φανέντες στην Αρχαία Σάμη Κεφαλληνίας

Νοικοκυρα και ιεραποστολος-Κοίμησις Θεοτόκου (Λκ. 10,38-42· 11,27-28

Κοίμησις Θεοτόκου (Λκ. 10,38-42· 11,27-28)

Νοικοκυρα και ιεραποστολος

«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42)

Μαρθα & Μαριαholy_bible copyΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καὶ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε. Σ᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Λου­κᾶς περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα ἕνα ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς δίνει τὴν εἰκόνα δύο ἀξιολόγων γυναικῶν. Εἶνε οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου Μάρθα καὶ Μαρία. Καὶ οἱ δύο ἀγαποῦσαν τὸ Χριστό. Ἀλ­λὰ λόγῳ χαρακτῆρος ἐξ­εδήλωσαν τὴν ἀγάπη τους κατ᾽ ἄλλο τρόπο ἡ μία καὶ κατ᾽ ἄλλον ἡ ἄλλη. Καὶ οἱ δύο εἶνε ἄξι­ες μιμήσεως. Μακά­ρι νὰ εἴχαμε καὶ στὴν ἐποχή μας γυναῖκες ποὺ νὰ μοιάζουν, ἂν ὄχι στὴν Παναγία ποὺ εἶνε ἄ­φθαστη κι ἀν­επανάληπτη, τοὐλάχιστον σ᾽ αὐτές.
Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὴν περικοπή.

* * *

Σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἔξω ἀπ᾽ τὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν ἕνα χωριό, ἡ Βηθανία. Συχνὰ πήγαινε ἐ­κεῖ ὁ Χριστός, διότι ὑπῆρχε ἡ οἰκογένεια αὐ­τὴ μὲ τὴν ὁποία συνδεόταν. Ἔρχεται λοιπὸν καὶ τώρα στὸ σπίτι τους. Ἡ Μάρθα μόλις τὸν εἶ­δε ἔτρεξε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ κι ἀμέσως ἀνασκουμπώθηκε νὰ τὸν περιποιηθῇ. Πῆγε στὸ μαγειρεῖο, ἄναψε φωτιὰ καὶ ἄρχισε νὰ μαγειρεύῃ. Γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ, ἑτοίμαζε φαγητὸ ἐκλεκτὸ βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη της.
Τί λέτε σεῖς, ἔκανε ἄσχημα; Ποιός θὰ τὴν κα­τηγορήσῃ; Καλὰ ἔκανε. Πρῶτα – πρῶ­τα, για­τὶ ὁ Χριστὸς εἶ­χε ἀ­­νάγκη τροφῆς. «Ἀν­ενδεὲς τὸ θεῖ­ον», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ θεότης δὲν ἔ­χει ἀνάγκες. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦταν μόνο Θεός· ἦταν καὶ ἄνθρωπος, εἶχε σῶμα καὶ πεινοῦσε. Ὁ ἴ­διος ἄλλωστε στὴν περι­κοπὴ τῆς δευτέρας παρουσίας δίδαξε τὴ φιλο­ξενία. «Ξένος ἤ­μην, καὶ συνηγάγε­τέ με», δὲν εἶχα ποῦ νὰ μείνω, εἶπε, καὶ μὲ φιλοξενήσατε (Ματθ. 25,35).
Συνεπῶς δὲν μποροῦμε νὰ κατακρίνουμε τὴ Μάρθα γιατὶ ἑτοίμαζε φαγητό. Κάπου ἀλλοῦ εἶνε τὸ σφάλμα της. Ἐνῷ δηλα­δὴ ἐκείνη κάνει αὐτὸ ποὺ νομίζει καλό, ἀπαιτεῖ νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀδελφή της. Ἀλλὰ ἡ Μαρία, μόλις πῆ­γε ὁ Χριστός, πῆρε ἕνα σκαμνί, κάθη­σε κον­τὰ στὰ πόδια του καὶ ἄκουγε τὴ διδα­χή του. Καὶ ἦ­ταν τόσο εὐχαριστημένη! Σὰν μέ­λισσα στὸ ἄν­θος, σὰν πρόβατο στὸ χορτά­ρι, σὰν βρέφος στὸ μαστὸ τῆς μάνας, ἔτσι ῥουφοῦσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν στὴ γῆ, βρισκόταν σ᾽ ἄλλο κόσμο.
Αὐτὸ τὸ αἰσθάνονται μόνο ὅσοι πιστεύουν. Λέει ὁ φιλόσοφος Πλάτων· ἂν πάρῃς μιὰ κιθά­ρα καὶ πᾷς στὸ στάβλο ποὺ εἶνε τὰ γαϊδούρια καὶ τοὺς παίξῃς μουσική, δὲν πρόκειται νὰ κατα­λάβουν. Ἔτσι μοιάζουν καὶ ὡρισμένοι ἄνθρω­ποι. Γι᾽ αὐ­τὸ ὁ Κύριος μίλησε γιὰ ᾽κείνους πού, ἐνῷ ἔχουν αὐτιά, δὲν ἀκοῦνε (βλ. Μᾶρκ. 8,18).
Ἐνῷ λοιπὸν ἡ Μαρία ἦταν ἀφωσιωμένη στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἡ Μάρθα καὶ λέει· Κύριε, δὲ μὲ σκέπτεσαι ποὺ ἡ ἀδελφή μου μ᾽ ἄφησε μόνη νὰ ἑτοιμάζω; πές της λοι­πὸν νὰ ᾽ρθῇ νὰ μὲ βοηθήσῃ. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ἀ­πήντησε μὲ τὰ περίφημα ἐκεῖνα λόγια, ποὺ ἑρ­μηνεύονται διαφορετικὰ καὶ παρεξηγοῦνται· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41-42).
Τί θέλει νὰ πῇ ὁ Χριστὸς μὲ τὰ λόγια αὐτά; Κατηγορεῖ τὴ Μάρθα; Ὄχι. Ἁπλῶς τῆς κάνει μία ἐλαφρὰ παρατήρησι. Ἐκτιμῶ, λέει, τὴν ἀ­γάπη καὶ τὴ φιλοξενία σου, ἀλλά γιατί κουρά­ζεσαι τόσο; Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀ­ρέ­σκομαι σ᾽ αὐτά. Μοῦ φτάνει ἕνα ἁπλὸ φαγητό, ὥστε νὰ σοῦ μείνῃ καιρὸς νὰ ἔρθῃς κ᾽ ἐ­σὺ ἐ­δῶ ν᾽ ἀκούσῃς. Ἡ Μαρία ὅμως διάλεξε τὴν καλὴ μερίδα, ν᾽ ἀκούῃ δηλαδὴ τὰ λόγια μου, ποὺ εἶνε τροφὴ πνευματικὴ καὶ θεία.
Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ φαίνονται τὰ θετικὰ στοιχεῖα τῶν δύο ἀδελφῶν, καὶ σ᾽ αὐτὰ θέλω νὰ στρέψουμε τώρα τὴν προσοχή.

* * *

⃝ Ἡ Μάρθα εἶνε σύμβολο τῆς νοικοκυρᾶς. Σήμερα ἡ νοικοκυρά, ποὺ φροντίζει τὴν οἰ­κογέ­νεια καὶ τὸ σπίτι, μαγειρεύει κ.λπ., ἔχει γί­νει πρᾶγμα σπάνιο. Παλαιότερα οἱ γυναῖκες ἰ­δίως τοῦ χωριοῦ κοπίαζαν πάρα πολὺ ―καὶ πέ­θαιναν νωρίς―, ἐνῷ οἱ ἄν­τρες κάθονταν στὰ καφενεῖα. Τώρα οἱ γυναῖκες, ἰδίως τῶν πόλεων, κατήργησαν τὸ νοικοκυριό. Πολλὲς δουλειὲς δὲν τὶς ξέρουν· δὲν πλένουν, δὲ μαγειρεύουν. Βάφονται, περιποιοῦνται ἐπὶ ὧρες τὸν ἑαυτό τους. Κι ἂν τοὺς ἔρθῃ ξένος, δὲν τοῦ κάνουν τραπέζι στὸ σπίτι· τὸν πηγαίνουν σὲ ἑστιατόρια. Ἄλλαξε ἡ νοοτροπία, ἔγινε ἀ­μερικάνικη, μὲ μύρια κακὰ ἐπακόλουθα.
Εὐτυχὴς ὁ ἄντρας ποὺ ἔχει γυναῖκα νοικοκυρά. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας καθηγητὴς πανεπιστημίου· Δόξα τῷ Θεῷ δὲν ἔκανα τὸ σφάλμα νὰ πάρω γυναῖκα ὑπάλληλο· πῆγα στὸ χωριό μου, ἔψαξα καὶ βρῆκα νοικοκυρά… Τώρα δυστυ­χῶς καὶ στὰ συνοικέσια στόχος εἶνε τὸ «παραδάκι»! Ζητοῦν γυναῖκα ἐργαζομένη, νὰ ἔχῃ θέσι καὶ νὰ εἰσπράττῃ μισθό. Δὲ βλέπουν τὶς συνέπειες. Πολλὲς φορὲς ζεύγη ὑπαλλήλων διαλύονται. Κι ὅταν δὲν διαλύ­ωνται, οἱ σύζυγοι ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ ῥόλο τους. Διότι ἡ νοικοκυρὰ εἶνε στὸ σπίτι βασίλισσα, ποὺ κρατάει τὴν οἰκογένεια. Κι ὅταν αὐτὴ δὲν μένῃ στὸ σπίτι, συχνὰ ὑποχρεώνεται ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ γυναικεῖες δουλειές. Ἔχω παράδει­γμα ὑπάλληλο, τμηματάρχη ὑπουργείου, ποὺ ἡ γυναίκα του τὸν ὑποχρεώνει νὰ πλένῃ τὰ πιάτα. Δὲν εἶ­νε ἀσφαλῶς κακὸ αὐτό, εἶνε ὅμως ἐναλλα­γὴ τῶν θέσεων. Ἀλλὰ τὸ πιὸ σοβαρὸ εἶνε, ὅτι τὰ παιδιὰ μένουν ἐγκατελειμμένα καὶ ἀνεπιτήρητα, καὶ γίνονται κακομαθημένα. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Γραφὴ λέει, ὅτι ὅποιος βρῆκε γυναῖκα νοικο­κυρά, βρῆκε θησαυρό (βλ. Παροιμ. 31,10)
Ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, μὲ πρότυπο τὴ Μάρθα, πρέπει νά ᾽νε νοικοκυρά. Ἂς προσέξῃ ὅμως ἕνα ἄλλο πρᾶγμα· νὰ μὴν τὴν ἀπορροφήσῃ τελείως τὸ νοικοκυριό. Γιατὶ αὐτὸ πάλι εἶνε ἄλλο κακό. Οὔτε τὸ ἕνα, οὔτε τὸ ἄλλο. Σὲ κάποιο χωριὸ στενοχωρήθηκα ὅταν βγήκαμε ἀ­πὸ τὴ λειτουργία. Μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν μόνο ἄντρες καὶ κάτι παιδιά· γυναίκα καμμιά. Τὶς εἶχαν ἀγγαρέψει οἱ ἄντρες καὶ ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ἔψηναν, γιὰ νὰ ἐπακολουθήσῃ φαγοπότι.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ Χρι­στιανοὶ φρόντιζαν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες τους, μιλοῦσαν ὅπως ὁ Χριστός· «Μάρθα, κάνε φαγητὰ ἁπλᾶ». Βρῆκα διαβάζοντας, ὅτι στὴ Μακεδονία Κυριακὴ καὶ γιορτὴ δὲν μαγείρευε ἡ γυναίκα· ἑτοίμαζε τὸ φαγητὸ ἀπὸ τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ λειτουργηθῇ καὶ αὐτή. Τώρα ἡ καημένη ἡ γυναίκα οὔτε Κυριακὲς οὔτε ἑ­ορ­τὲς μπορεῖ νὰ χαρῇ. Ἡ ἑορτὴ καὶ ἡ ἀργία εἶνε καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα. «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ πε­ρὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».
⃝ Ἡ ἄλλη, τώρα, ἀδελφή, ἡ Μαρία. Εἶνε ἡ πιστὴ καὶ πνευματι­κὴ γυναίκα, τῆς ὁποίας τὴν στάσι ἐπαινεῖ ὁ Κύριος. «Μαρία δὲ τὴν ἀ­γα­θὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾽ αὐτῆς». Εἶνε σύμβολο τῆς ἱεραποστόλου. Γυναῖκες σὰν αὐτὴν εἶνε ἀκόμη περισσό­τερο δυσεύρετες. Ἂν εἶνε σπάνιο σήμερα νὰ βρεθῇ νοικοκυρά, πολὺ πιὸ σπάνιο εἶνε νὰ βρεθῇ γυναίκα ἱεραπόστολος, ἀφιερωμένη στὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὅλη τὴν πόλι νὰ κοσκινίσῃς, δὲ βρίσκεις τέτοια πρόσωπα, πρόσωπα ἀφωσιωμένα ὄχι πλέον στὸ παιδὶ στὸν ἄντρα καὶ στὸ σπίτι, ἀλλὰ στὸ Θεὸ καὶ τὴ διακονία τοῦ πλησίον. Ὑπηρετοῦν σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἄλλα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα χωρὶς μισθό! Καὶ τὸ λυπηρὸ εἶνε ὅτι, ἀντὶ μισθοῦ καὶ ἀναγνωρίσεως, εἰσπράττουν πολλὲς φορὲς ἀπὸ ὡρισμένους τὴν περιφρόνησι καὶ τὸν χλευαστικὸ χαρακτηρισμὸ «γεροντοκόρες». Ὄχι, κύριοι! Εἶνε ἡρωικὰ καὶ ἱερὰ πρόσωπα αὐτά, ἰδεολόγοι· εἶνε Μαρίες τῆς ἐποχῆς μας. Στὸ ἐκκλησιαστικὸ γηροκομεῖο Φλωρίνης ὑπάρχουν γέρον­­τες ποὺ οἱ δικοί τους τοὺς ἄφησαν καὶ τοὺς ὑπηρετοῦν ἱεραποστολικὲς γυναῖκες.
Οἱ ἀφιερωμένες γυναῖκες δὲν θεωροῦν τὴ ζωή τους ἄκαρπη οὔτε τὰ χρόνια τους χαμένα. Δὲν εἶνε χαμένος ὁ χρόνος ποὺ ἀφιερώνει ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό· ὁ χρόνος τῆς προσευχῆς, τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, τῆς μελέτης τῆς Γραφῆς, τῆς συμμετοχῆς στὰ μυστήρια, τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἐπισκέψεως ἀσθενῶν, τῆς ὑ­πηρεσίας ἐν γένει σὲ ἔργα ἀγάπης. Γι᾽ αὐτὸ οἱ σπάνιες αὐτὲς γυναῖκες ἔχουν μεγάλη ἀξία.

* * *

Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀ­νάγ­κη ἀπὸ μοντέρνες γυναῖκες· ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ Μάρθες καὶ Μαρίες, ἀπὸ νοικοκυρὲς καὶ ἱεραποστόλους, ποὺ θὰ ἀνορθώσουν τὴν οἰκογένεια καὶ θὰ ξαναφέρουν στὴν κοινωνία τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνθρωπιά.
Ὦ πατρίδα μας, πότε θ᾽ ἀποκτήσῃς τέτοιες γυναῖκες; Μπῆκε δυστυχῶς τὸ πνεῦμα τῆς μόδας, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ τῆς διαφθορᾶς κι ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας, καὶ ἀλλοίωσε τὸν χαρακτῆρα τῶν Ἑλληνίδων, τὶς ἔκανε ἀγνώριστες.
Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ φωτίσῃ τὶς Ἑλληνίδες νὰ ξαναγίνουν νοικοκυρὲς καὶ ἱεραπόστολοι, πρὸς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλαδορράχης – Φλωρίνης 15-8-1976)
____________________

ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ

__________________

PREDICĂ A MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA LA

ADORMIREA MAICII DOMNULUI

(Luca 10, 38 – 42; 11, 27-28)

O GOSPODINĂ ŞI O MISIONARĂ
“Marto, Marto, te sileşti şi te îngrijeşti de multe; dar un singur lucru trebuieşte”
(Luca 10, 41 – 42)
Astăzi, iubiţii mei, în toate bisericile Ortodoxiei se prăznuieşte Adormirea Născătoarei de Dumnezeu şi se citeşte Evanghelia pe care aţi auzit-o. În aceasta, Evanghelistul Luca descrie în culori vii un episod din viaţa lui Iisus Hristos, prin care ne oferă o imagine a două femei deosebite. Sunt surorile lui Lazăr: Marta şi Maria. Amândouă Îl iubeau pe Hristos. Dar potrivit caracterului fiecăreia, îşi arătau iubirea lor într-un fel una, într-un fel alta. Dar amândouă sunt vrednice de urmare. Măcar de-am avea în epoca noastră femei care să semene, dacă nu Preasfintei (Maicii Domnului), care este de neajuns şi irepetabilă, cel puţin acestora. Dar să vedem pericopa.
***
La o mică distanţă, în afara Ierusalimului, era un sat, Betania. Hristos mergea acolo adesea, pentru că exista familia aceasta cu care avea o legătură. Deci şi acum vine în casa lor. Marta, doar ce L-a văzut, a alergat să-L primească şi imediat s-a suflecat ca să aibă grijă de El. S-a dus la bucătarie, a aprins focul şi-a început să gătească. Ca să-I mulţumească a pregătit o masă aleasă, folosindu-se de toată arta ei.
Ce ziceţi voi, a făcut rău? Cine o va acuza pentru asta? Bine a făcut. Mai întâi şi întâi, pentru că Hristos avea nevoie de hrană. “Dumnezeirea nu are trebuinţe sau nevoi”, zice Sfântul Ioan Damaschinul. Hristos însă nu era doar Dumnezeu. Era şi Om, avea trup şi flămânzea. De altfel, El însuşi în pericopa celei de-a Doua Veniri a învăţat ospitalitatea. “Străin am fost şi M-aţi primit”, n-am avut unde să rămân – a zis – şi Mi-aţi oferit ospitalitate (Matei 25, 35).
Prin urmare, nu putem s-o acuzăm pe Marta, că a pregătit de mâncare. Altundeva trebuie căutată greşeala ei. Adică: deşi ea face ceea ce crede că este bine, pretinde să facă acelaşi lucru şi sora ei.
Dar Maria, doar ce a venit Hristos, a luat un scaun, s-a aşezat lângă picioarele Lui şi asculta învăţătura Sa. Şi era atât de mulţumită! Ca o albină pe-o floare, ca o oaie la iarbă, ca un prunc la sânul mamei, aşa sorbea cuvintele lui Dumnezeu. Nu mai era pe pământ, se afla în altă lume. Acest lucru îl simt doar cei care cred. Spune filosoful Platon: Dacă iei o chitară şi mergi în grajd, unde sunt măgarii, şi începi să le cânţi, nu vor înţelege nimic. Aşa sunt şi unii oameni. De aceea, Domnul a vorbit pentru cei care au urechi, dar nu aud (vezi Marcu 8, 18). Aşadar, în timp ce Maria era ataşată de învăţătura lui Hristos, vine Marta şi zice: Doamne, nu te gândeşti la mine, că sora mea m-a lăsat singură să pregătesc? Spune-I dar să vină să mă ajute. Şi atunci Hristos i-a răspuns cu acele renumite cuvinte, care sunt explicate în mod diferit şi răstălmăcite:
“Marto Marto, te sileşti şi te îngrijeşti de multe; dar un singur lucru este de trebuinţă” (Luca 10, 41-42).
Ce vrea să spună Hristos prin cuvintele acestea? O acuză pe Marta? Nu. Doar că-i face o uşoară observaţie. Zice: Preţuiesc dragostea şi ospitalitatea ta, dar de ce te osteneşti atât? Eu nu sunt din aceia care îşi găsesc plăcerea în ele. Îmi ajunge o mâncare simplă, aşa încât să-ţi rămână vreme să vii şi tu aici să asculţi. Maria însă şi-a ales partea cea bună, adică să asculte cuvintele Mele, care sunt hrană duhovnicească şi dumnezeiască.
În aceste cuvinte a lui Hristos se văd însuşirile pozitive ale celor două surori, şi asupra acestora vreau să ne îndreptăm acum atenţia.
***
Marta este simbolul gospodinei. Astăzi, gospodina care se îngrijeşte de familie şi de casă, găteşte etc., a devenit un lucru rar. Mai demult, femeile, îndeosebi de la sat se osteneau foarte mult – şi mureau devreme – în timp ce bărbaţii stăteau la cafenele. Acum, femeile, îndeosebi de la oraşe, au desfiinţat gospodina. Multe lucruri nu ştiu. Nu spală, nu gătesc. Se vopsesc, se îngrijesc ore întregi de ele însele. Şi dacă le vine vreun străin, nu-i oferă o masă în casă. Îl duc la restaurante. S-a schimbat mentalitatea, a devenit americană, de unde şi mii de rele.
Fericit bărbatul care o are pe femeia lui gospodină. Ne spunea un profesor universitar: Slavă lui Dumnezeu!, că n-am făcut greşeala de a-mi lua o femeie funcţionar, angajată. M-am dus în satul meu, am căutat şi am găsit o gospodină… Acum, din nefericire, şi în cadrul tratativelor de căsătorie, la peţire, scopul este “cât îi dai”! Caută femeie care să lucreze, să aibă o poziţie şi să câştige salariu. Nu-i interesează consecinţele. De multe ori o pereche de funcţionari se desparte. Şi atunci când nu se despart, soţii se abat de la rolul lor. Pentru că gospodina este în casă regina, care ţine familia. Şi dacă ea nu stă acasă, adeseori este nevoit bărbatul să facă treburile femeieşti. Un exemplu: Un funcţionar, şeful unui birou ministerial, a cărui femeie îl obligă să spele farfuriile. Cu siguranţă asta nu e rău, dar este schimbarea poziţiilor. Însă lucrul cel mai grav este că pruncii sunt părăsiţi şi nesupravegheaţi şi se învaţă rău, devin obraznici. De aceea, Scriptura zice că cei care şi-au găsit o femeie gospodină, şi-au găsit comoara (vezi Pilde 31,10).
Femeia creştină, după modelul Martei, trebuie să fie gospodină. Să ia aminte însă la un alt lucru: să nu fie absorbită cu totul de gospodărie. Pentru că, iarăşi, asta este un alt rău. Nici una, nici alta. Într-un sat, m-am supărat când am ieşit de la Liturghie. În biserică erau doar bărbaţi şi nişte copii. Dar nicio femeie. Bărbaţii le obligau la muncă şi de dimineaţă făceau grătar ca să urmeze cheful, chiolhaua. În anii de demult, cei binecuvântaţi, în care creştinii se îngrijeau şi de femeile lor, vorbeau ca Hristos: “Marto, fă mâncăruri simple”. Citind, am aflat că în Macedonia, în duminici şi sărbători, femeia nu găteau. Pregătea mâncarea de sâmbătă, ca să poată să meargă şi ea la Liturghie. Acum, sărmana femeie, nici în duminici şi sărbători nu poate să se bucure. Sărbătoare şi nelucrare este şi pentru femeie. “Marto, Marto, te îngrijeşti şi te sileşti spre multe; dar un singur lucru trebuieşte”.
Acum, cealaltă soră, Maria. Este femeia credincioasă şi duhovnicească, a cărui poziţie Domnul o laudă. “Iar Maria partea cea bună şi-a ales care nu se va lua de la ea.” Este un simbol al misionarului. Femei de acestea sunt şi mai greu de găsit. Dacă astăzi este greu să găseşti o gospodină, apoi şi mai greu este să găseşti o femeie misionar, dedicată lucrărilor Bisericii, lucrărilor iubirii. Tot oraşul să-l cerni, nu vei afla astfel de persoane, persoane dedicate nu doar copilului, bărbatului şi casei, ci lui Dumnezeu şi slujirii aproapelui. Slujesc în spitale şi în alte aşezăminte filantropice fără salariu! Şi ceea ce este mai trist este faptul că, în loc de salariu şi recunoaştere, de multe ori se aleg din partea unora cu dispreţul şi caracterizarea persiflantă de “fete pentru bătrâni”. Nu, domnilor! Aceste persoane sunt eroice şi sfinte, ideologi. Sunt Mariile epocii noastre. La Azilul Bisericesc din Florina există bătrâni pe care ai lor i-au părăsit, dar îi îngrijesc femei misionare.
Femeile afierosite, dedicate, nu-şi consideră viaţa irosită, nici anii pierduţi. Timpul pe care oamenii îl închină lui Dumnezeu nu este timp pierdut. Timpul rugăciunii, al mersului la biserică, al studiului Scripturii, al participării la Taine, al Mărturisirii păcatelor, al vizitării bolnavilor, al slujirii – în general – în faptele iubirii. De aceea, aceste rare femei au o mare valoare.
***
Lumea, iubiţii mei, nu are nevoie de femei moderne. Are nevoie de Marte şi de Marii, de gospodine şi de misionari, care vor reclădi familia şi vor readuce în Biserică Lumina lui Hristos şi omenia.
O, patria noastră, când vei câştia astfel de femei? Din nefericire, a intrat duhul modei, dintr-o parte al depravării şi al corupţiei, iar din alta al materialismului şi ateismului, şi a deformat caracterul elinidelor, le-a făcut de nerecunoscut.
Fie ca Dumnezeu, prin mijlocirile Preasfintei Născătoare de Dumnezeu, să le lumineze pe elinide să devină din nou gospodine şi misionare, spre slava şi cinstea Sfintei Treimi. Amin.
†Episcopul Augustin
(Omilia Mitropolitului de Florina, Părintele Augustin Kandiotis în Sfânta Mănăstire a Adormirii Născătoarei de Dumnezeu din Kladorrahis – Florina, 15.08.1976)
Sursa: “Ne vorbeşte Părintele Augustin…”

πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης, Η Κοίμησις της Υπεραγίας


Η Κοίμησις της Υπεραγίου Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας. Καί τούτο γιατί επιστεγάζει την όλη αγιασμένη επί γης πορεία της. Όπως συμβαίνει με τον Ιησού Χριστό, που η εκ νεκρών Ανάστασή Του νοηματοδοτεί τη Γέννησή Του και τα άλλα γεγονότα της ζωής Του – χωρίς την Ανάσταση ο Κύριος δεν θα ήταν ο Λυτρωτής του κόσμου - , οπότε καταλαβαίνουμε και το γιατί η Ανάσταση θεωρείται και η μεγαλύτερη εορτή της χριστιανοσύνης, όπως συμβαίνει και γενικά με το τέλος της ζωής ενός ανθρώπου, που ρίχνει φως σε ό,τι προηγήθηκε από τη ζωή του, κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ, με την Κοίμηση της Παναγίας: το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της ῾Κεχαριτωμένης᾽ και της ῾ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί᾽.
Διότι το τέλος της δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, ῾μετάρσιοι γενόμενοι᾽, ῾συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω᾽, αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: ῾επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον᾽. Στην Εκκλησία μας με άλλα λόγια, τα πάντα προσεγγίζονται μ᾽ ένα διπλό τρόπο: με τις υλικές αισθήσεις, αλλά και με τις πνευματικές αισθήσεις. Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο ῾μιμουμένη τον ποιητήν σου και Υιόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσεως νόμοις᾽. Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: ῾το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε᾽.
2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως είπαμε,  αποκαλύπτει και το βάθος: Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: ῾Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν᾽. Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου. Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: ῾μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή᾽. Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα ῾ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου᾽ για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. ῾Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα᾽. ῾Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα᾽. Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. ῾Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα᾽.
3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν, βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην ῾κρίσιμη᾽  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρωμερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.
4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής, που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. ῾Ω, του παραδόξου θαύματος᾽ κραυγάζει. ῾Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!᾽ Και δικαιολογημένα: ῾η πηγή της ζωής, εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται᾽. Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.
Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και ῾ζωής ηξιώθημεν᾽, έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου, που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι ῾αναστάσεως τύπον εκλάμπει᾽, όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το ῾Πάσχα του καλοκαιριού᾽.
Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. ῾Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον᾽. Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.
Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία. Δεν τελειώνουν δηλαδή γι᾽ αυτήν τα πράγματα με την Κοίμησή της. Το αντίθετο: θα έλεγε κανείς ότι ιδίως τότε, και μέχρι της συντέλειας των αιώνων, το μυστήριο της παρουσίας της θα συνεχίζεται, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Κι εννούμε βεβαίως αυτό που όλοι ζούμε και ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: ῾Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε᾽. Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της, μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει και γίνεται εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει στα κείμενα που μας διέσωσε ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία του είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην, παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: ῾Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ᾽. Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο Γέροντας Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;
5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το ῾ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου᾽ είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές. 
Ακολουθείν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...