Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 24, 2011

Η Ελλάδα, η Ορθοδοξία και η Ευρώπη

π. Βασίλειος Γοντικάκης
(πρώην Ηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων - Αγ. Όρους)
Α’
ΤΟΝ τελευταίο καιρό πολλά λέγονται και γράφονται για τη Συνθήκη του Σένγκεν και το «ηλεκτρονικό φακέλωμα». Πολλοί θρησκευτικοί και πολιτικοί παράγοντες αγωνίζονται με θέρμη πάνω στο θέμα.
Αναμφίβολα το φαινόμενο της Συνθήκης αυτής και όλων των σχετικών που προηγούνται και έπονται είναι επακόλουθο μιας γενικωτέρας καταστάσεως. Και δεν μπορούμε να εξετάσουμε ένα θέμα σωστά αν το απομονώσουμε από όλα τα άλλα που το συναπαρτίζουν. Οπως δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα συμπτώματα μιας αρρώστιας αν δεν κάνουμε τη διάγνωση από πού προέρχεται και πώς ριζικά θεραπεύεται.
Πάνω σ' αυτή την προσπάθεια διαγνώσεως και θεραπείας τολμά να ψελίσει κάποια λόγια ο υπογράφων μεταφέροντας μηνύματα που χαρίζει ο λειτουργικός κόσμος του Αγίου Ορους και η κοινωνία των Αγίων, ζώντων και κεκοιμημένων.
Αν κάτι καλό λέγεται, οφείλεται σε άλλους. Αν κάτι ηχεί παράφωνα, οφείλεται στον υποφαινόμενο και ζητεί συγγνώμη.
* * *
Με την πρόοδο της επιστήμης, της τεχνολογίας και ιδίως της ηλεκτρονικής έχουν δοθεί στα χέρια του ανθρώπου δυνατότητες πολλές, επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες, που φαίνεται να ξεπερνούν την πνευματική ωριμότητα και σύνεσή του.
Ολοι το νιώθουμε, χωρίς καμία εξαίρεση, ότι ζούμε σε μια κρίσιμη εποχή· ότι συμβαίνουν πράγματα πρωτόγνωρα και πρωτάκουστα στην ανθρωπότητα· ότι αυτά αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Καταστρέφουμε τον πλανήτη που μας φιλοξενεί. Φτάσαμε στη μόλυνση του περιβάλλοντος, στη διεύρυνση της τρύπας του όζοντος, στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, στην όξινη βροχή, στα μολυσμένα φρούτα και νερά. Γίναμε μανιακοί της πάση θυσία δυνάμεως. Λατρεύουμε το χρήμα. Διψούμε για εξουσία. Θυσιάζουμε τα πάντα. Εμπορευόμαστε τον θάνατο. Και τα παιδιά τα ποτίζουμε ναρκωτικά ­ προκειμένου να αυξήσουμε τον πλούτο, την ισχύ, την επιρροή μας.
Δημιουργήσαμε τράπεζες πληροφοριών, αίματος, σπέρματος, εμβρύων. Παρεμβαίνουμε στα μυστήρια της γενετικής. Αλλιώνουμε τη θεόσδοτη φύση και αρχή της δημιουργίας.
Δημιουργούμε ανθρώπους του σωλήνα, κλωνοποιημένα όντα. Ετοιμάζουμε ανθρώπους τραυματισμένους, από κατασκευής ελλιπείς. Αντί για μήτρα μητέρας, να έχουν σωλήνες ή μήτρα μητριάς. Και γεννιούνται πλάσματα, έρχονται στη μήτρα της σημερινής κοινωνίας, που τα μορφώνει και τα οδηγεί σε χαμηλά ενδιαφέροντα και κλειστές προοπτικές. Οχι άνω θρώσκοντα (ανθρώπινα) αλλά κάτω πορευόμενα προς το αδιέξοδο, το τέλμα, την απόγνωση, τον θάνατο.
Και τις αγελάδες τρελάναμε και τον άνθρωπο κάναμε νούμερο. Ο φόβος απλώνεται. Διοργανώνονται συνέδρια, συσκέψεις ειδικών και αρμοδίων σε τοπική ή παγκόσμια κλίμακα. Αλλά μας έχει ξεφύγει ο έλεγχος. Το συγκράτημα στον κατήφορο είναι μηδαμινό· η χιονοστιβάδα προχωρεί, διογκούται και κατρακυλά, ασχέτως των προσπαθειών μας.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, την κατάσταση, τι κάνουμε; Υπάρχει ελπίδα; Αναμφίβολα ναι· αν θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα, ειλικρινά και έντιμα, χωρίς φοβίες ότι καταστραφήκαμε τελεσίδικα ούτε στρουθοκαμηλισμούς που μας αποκρύπτουν τη ρίζα του προβλήματος.
Πάντως χρειάζεται προσοχή, γιατί μέσα σ' αυτό το κλίμα ευδοκιμούν ζιζάνια. Γεμίσαμε ψευδοπροφήτες. Θρησκείες χωρίς Θεό. Λατρείες δαιμονικές. Αντιχρίστους και αντιευαγγέλια. Προφήτες κακών, εμπορευόμενους τον φόβο του κόσμου.
Ο Κύριος το λέει ξεκάθαρα ότι πολλοί ψευδοπροφήτες θα παρουσιασθούν στους εσχάτους χρόνους, που θα προσπαθήσουν να πλανήσουν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Προσέξτε μην πλανηθείτε. Αν σας πουν: Ιδού εν τη ερήμω εστί, μη εξέλθητε· ιδού εν τοις ταμείοις, μη πιστεύσητε. Γιατί η παρουσία του Υιού του ανθρώπου είναι σαν την αστραπή που φωτίζει την υπ' ουρανόν.
Αυτή η αστραπή της θεότητος είναι το φως το αληθινό που φωτίζει πάντα άνθρωπονερχόμενον εις τον κόσμον. Σώζει τον κόσμο. Πείθει εσωτερικά τον άνθρωπο, γιατί του χαρίζει ειρήνη και βεβαιότητα, γιατί του λέει την αλήθεια όλη. Δεν τεμαχίζει ούτε αποκρύπτει. Ενώ οι ψευδοπροφήτες φέρνουν τη σύγχυση. Αντί να λύνουν προβλήματα, προχέουν σκότος. Αντί να βοηθούν, βασανίζουν τον κόσμο. Βλέπουν είδωλα. Εμπαίζονται από τον πονηρό. Τους δείχνει τη μία πλευρά. Παίρνουν ένα τμήμα, το απολυτοποιούν. Και φθάνουν στην κόλαση του μισού και του μίσους. Τους ξεφεύγει το όλο και έτσι περιφρονούν και το επιμέρους.
Αλλά και αυτό κάνει καλό, γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, «δει και αιρέσεις είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται».
Δεν φοβάται η Ορθοδοξία τις αιρέσεις, όπως το αγαθόν δεν φοβάται το κακόν. Τα πάντα χρήται αγαθοπρεπώς ο Θεός. Η δυσοσμία του κλειστού χώρου της αιρέσεως αναγκάζει αυτούς που έχουν αισθήσεις και οσφραίνονται να βγουν στον ανοικτό χώρο της υγείας, της Ορθοδοξίας, του φωτός, για να ανασάνουν.
* * *
Ακούγεται συχνά από πολλούς ότι μέσα στην Ευρώπη είμαστε οι λίγοι, οι μικροί, η θρησκευτική και πολιτιστική μειονότης. Μεθοδεύεται η συρρίκνωση, αποδυνάμωση και εξάρθρωση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Θα αφομοιωθούμε, θα διαλυθούμε...
Με τον τρόπο που μιλούν και γράφουν ενσπείρουν εκούσια ή ακούσια τον πανικό με δόσεις. Εχουν αποδεχθεί ότι είμαστε γραικύλοι και ψοφοδεείς. Αγόμεθα και φερόμεθα από τους ισχυρούς, που είναι οι πολλοί και οι πλούσιοι. Πηγαινοερχόμαστε πέρα - δώθε σαν το εκκρεμές. Δεν έχουμε έρμα. Είμαστε χαμένοι.
Ετσι δεν δίδουν κουράγιο με τον λόγο τους. Δεν διαφαίνεται διά των σιωπών που παρεμβάλλονται στα λεγόμενά τους (και αυτές οι σιωπές λένε τα πολλά και κύρια) ότι πιστεύουν και ζουν το γεγονός πως στην πίστη και στη ζωή που σαρκώνεται και φανερώνεται στη Θεία Λειτουργία υπάρχει κάποια δύναμη σωτήρια, αναντικατάστατη και ανίκητη από τον πονηρό, η οποία σώζει εν γνώσει τους πιστούς και παρέχει την ελπίδα και αναμφισβήτητη δυνατότητα σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
Αυτοί που έτσι μιλούν έχουν την εντύπωση ότι αμύνονται υπέρ της ελληνικής παραδόσεως και της Ορθοδόξου πίστεως. Αλλά, χωρίς ίσως να το αντιληφθούν, έχουν τόσο πολύ επηρεασθεί οι ίδιοι από τη στενή λογική του παρόντος αιώνος που και την Ορθοδοξία αγνοούν και την Ελλάδα βασανίζουν.
Τίποτε που οδηγεί στην απόγνωση δεν προέρχεται από την Εκκλησία. Και τίποτε που εθελοτυφλοί αγνοώντας την τραγικότητα των καιρών δεν σχετίζεται με την τόλμη της πίστεως.
Ποιος σας είπε άλλωστε ότι διαφέρει ο νόμος της ζούγκλας από εκείνον της σημερινής ζωής; Και ποιος σας είπε ότι δεν έχει αντοχή η πίστη και η Παράδοσή μας, όχι μόνο τις δοκιμασίες να ξεπεράσει, αλλά να είναι ευγνώμων και προς αυτούς που τις προκαλούν;
Και ποιος σας είπε ποτέ ότι οι Ελληνες νίκησαν στην ιστορία με την αριθμητική υπεροχή και ότι το θαύμα της πίστεως στηρίζεται στη στατιστική;
Πάντοτε ο δυναμισμός του ελληνικού και Ορθοδόξου βρίσκεται στο ελάχιστο και αδύνατο, που κρύβει μέσα του κάτι το μέγιστο πνευματικά. Και Αυτό από μόνο του φανερώνει κάποια θεϊκή ευγένεια και λεπτότητα ανθρωπιάς που σώζει τον αδύνατο, χωρίς να τον πληγώνει, και είναι ξένο προς τη βαρβαρότητα του άγαν, που συνθλίβει τον άνθρωπο, χωρίς να τον υπολογίζει.
Το κακό δεν είναι όλες οι σύγχρονες δοκιμασίες· το κακό και επικίνδυνο για όλους είναι:
Οταν οι Ορθόδοξοι θεολόγοι και ιερωμένοι δεν μιλούμε τη γλώσσα της Ορθοδοξίας, της ανατροπής της καθεστηκυΐας τάξεως της φθοράς, δεν μιλούμε τη γλώσσα της αγάπης της Θείας Λειτουργίας, που είναι η μητρική γλώσσα του ανθρώπου. Αλλά αμυνόμαστε απλώς λογικά, στηριζόμενοι στην ισχύουσα νομοθεσία, για τη συνταγματική ελευθερία του ατόμου (ανεπαρκή για τον άνθρωπο πράγματα, που δεν τα περιμένει από μας).
Και όταν οι πολιτικοί σκέφτονται για την Ελλάδα με τη λογική της Δύσεως· ξεχνούν το θεόπλαστο είναι τους και ενεργούν σαν να μην ήταν ιερή η αποστολή που τους ανέθεσε η «εκκλησία του δήμου». Σαν να μην είχαν από την Παράδοσή μας τη δυνατότητα να δουν το πνευματικό περιεχόμενο της όποιας πολιτικής, πολιτιστικής ή στρατιωτικής αποστολής τους.
Ετσι διαπληκτιζόμαστε στείρως· αποπροσανατολίζουμε τον λαό και δημιουργούμε ηττοπάθεια και πνεύμα δειλίας στους πιστούς, λέγοντας ότι είμαστε λίγοι, γραικύλοι...
Κλασικά παραδείγματα που μας κρίνουν και μας οδηγούν παρουσιάζονται ο Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης.
Ο πρώτος, όντας άγιος Ορθόδοξος μοναχός, ξέρει τι κάνει· και χωρίς να βάλει νερό στο κρασί της πίστεώς του, σώζει και τον Τόπο του.
Και ο δεύτερος, όντας συνειδητός Ελληνας, που πολεμά για την ελευθερία της πατρίδας του, φανερώνει τη δύναμη της πίστεως και την αρχοντιά της τιμιότητός του με τον τρόπο που ζει, αγωνίζεται και γράφει.
* * *
Πολλοί, θέλοντας να στηρίξουν την άποψή τους, που προκαλεί αίσθημα φόβου και τρόμου, αναφέρουν κάποια μενονωμένα χωρία της Αποκαλύψεως του Αγίου Ιωάννου. Αλλά αυτή η απομόνωση χωρίων είναι έργο των αιρετικών και πλανεμένων, για να σκορπίσουν ταραχή και να δημιουργήσουν σύγχυση.
Αντιθέτως ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος εν Πνεύματι αγίω βλέπει το σύνολο. Και γράφει ό,τι γράφει όχι για να τρομοκρατήσει, αλλά για να παρηγορήσει και να ενισχύσει με το να πει όλη την αλήθεια, χωρίς να κρύψει ή να παραποιήσει τίποτε. Και όταν λέει: «Εγώ, Ιωάννης, ο αδελφός υμών, εγενόμην εν πνεύματι εν τη κυριακή ημέρα... και είδον ουρανόνκαινόν και γην καινήν», είναι σαν να λέει: Εγώ, ο αδελφός υμών Ιωάννης, λειτουργήθηκα.
Και βλέπει στον λειτουργικό χρόνο διαμιάς όλα όσα συνέβησαν, συμβαίνουν και θα συμβούν. Δεν ωραιοποιεί την αμαρτία. Δεν αρνείται την πραγματικότητα της πλάνης, την παρουσία του πονηρού. Γνωρίζει «τα βαθέα του σατανά», την προσπάθεια και το έργο του. Και τα γράφει όλα αυτά ξεκάθαρα, επειδή ξέρει πού καταλήγουν, σε ποιον ανήκει η τελική νίκη. Οι πάντες θα πολεμήσουν με το Αρνίον και το Αρνίον το εσφαγμένον θα τους νικήσει.
Ετσι η «Αποκάλυψις», το φοβερότερο βιβλίο της Καινής Διαθήκης με τις τερατόμορφες εμφανίσεις του πονηρού, τις αρρώστιες, θεομηνίες και συμφορές, αποδεικνύεται το πιο χαρούμενο, μελωδικό και επινίκιο τροπάριο, η «καινή ωδή» προς το αδύνατο Αρνίον, το εσφαγμένον από καταβολής κόσμου, που είναι η σάρκωση, η φανέρωση, της θυσιαστηρίου προσφοράς· της Αγάπης, η οποία δημιούργησε τα πάντα, τα συντηρεί και τα κατευθύνει.
«Αξιόν εστι το Αρνίον το εσφαγμένον λαβείν την δύναμιν και πλούτον και σοφίαν και ισχύν και τιμήν και δόξαν και ευλογίαν» (Αποκ. 5,13).
Είναι τολμηρός ο Αγιος Ιωάννης, ξεκάθαρος και αληθινός. Κινείται από το Αγιοσυμβολικώς· και γι' αυτό οι Πατέρες δεν τα ερμηνεύουν κατά λέξιν· όμως δι' όλων αυτών σε πείθει, σε αναπαύει, σου μεταγγίζει εσωτερική ειρήνη και βεβαιότητα. Πνεύμα. Και αν πολλά δεν τα καταλαβαίνεις· αν είναι σκοτεινά, δυσερμήνευτα, αν λέγονται
Ο λόγος του είναι απόλυτος και σαφής. Δεν ανέχεται μεσαίες λύσεις: «Οφειλες να ήσουν θερμός ή ψυχρός· επειδή είσαι χλιαρός, θα σε κάνω εμετό».
Συμπεριφέρεται παντοκρατορικά. Δεν προτείνει λύσεις αμφίβολες, εφήμερης παρηγοριάς, που οδηγούν σε οριστική καταδίκη. Δεν ερεθίζει κτυπώντας τους «κακούς» ούτε κολακεύει αποκοιμίζοντας τους «καλούς». Δίδει τη δυνατότητα σε όλους να κινηθούν ελεύθερα. Εχει τη συνείδηση ότι υπηρετεί και ζητεί την αλήθεια, γι' αυτό και μεταφέρει τον αγώνα στον ανοιχτό χώρο της ελευθερίας: «Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι» (Αποκ. 22,11).
Μέσα σ' αυτή την ελευθερία που παρέχεται εξίσου σε όλους, δικαίους και αδίκους, υπάρχει η δυνατότητα στον καθαρό να καθαρθεί έτι, γιατί έχει ακαθαρσία μέσα του. Και στον ρυπαρό και άδικο να μετανοήσει, να έλθει στο φως, γιατί η αληθινή του ύπαρξη ζητεί το φως, την καθαρότητα, και όχι τη ρυπαρότητα και αδικία.
Αυτή είναι η σωτήρια και επικίνδυνη διά της ελευθερίας αγωγή που δίδεται στην Ορθοδοξία. Καταργεί, όσο και αν στοιχίζει για τον άνθρωπο, το ψέμα. Διαγράφει την κατά φαντασίαν αγιότητα. Μιλά σε όλους με αγάπη. Τους τιμά με το να τους ωθεί σε δρόμους δύσκολους, προσωπικού αγώνα. Τους αγκαλιάζει παρέχοντάς τους ελευθερία. Τους κρατά μαζί του, ενώ φαίνεται ότι τους πετά σε θάλασσα επικίνδυνης περιπέτειας και μοναξιάς. Και όλα αυτά γιατί θέλει να σωθεί ο άνθρωπος, όχι να κουτσουρευθεί. Να ανατείλει από μέσα του συνειδητά το κεκρυμμένο μεγαλείο του, που ανακεφαλαιώνει το όλον.
Μέσα σ' αυτό το τετελειωμένο λειτουργικά μυστήριο της σωτηρίας, όπου «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος» (Α' Κορ. 15,54) ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του και τον λόγο υπάρξεως του κόσμου.
Η Αποκάλυψις του Αγίου Ιωάννου είναι η φανέρωση της λειτουργικής εμπειρίας και πληρότητος. Και η Θεία Λειτουργία της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι το ανοικτό παράθυρο της αποκαλύψεως της αλήθειας, απ' όπου βλέπει ο πιστός τον χρόνο συνεσταλμένο λειτουργικά και τον κόσμο φωτισμένο θεία Χάριτι.
Αν κατά χάριν δεν σου αποκαλυφθεί λειτουργικά το σύνολο, αγνοείς και το επιμέρους, έστω και αν νομίζεις ότι το έχεις στα μάτια σου μπροστά και το κρατάς στα χέρια· το αγνοείς, το υποτιμάς, το συκοφαντείς, γιατί το χωρίζεις από το όλο.
Αν δούμε για λίγο το σύνολο της ιστορίας, μέσα στο φως της λειτουργικής αλήθειας, ησυχάζουμε και βλέπουμε ότι υπάρχει συνέχεια και συνοχή. Ετσι ο άνθρωπος που ζει εν Χριστώ ξέρει σε ποιον ανήκει η τελική νίκη. Δεν το συζητεί, γιατί το ζει. Δεν διερωτάται ούτε είναι περίεργος για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, γιατί λειτουργικώς και αυτά που φαίνεται να διακυβεύονται είναι τελειωμένα και έχει αυτά που αναμένονται.
Μέσα στη Μεγάλη Παρασκευή φωτίζει η χαραυγή της Αναστάσεως. Μέσα στην Εκκλησία η ζωή είναι σταυροαναστάσιμη και το πένθος χαροποιό. Διά του σταυρού έρχεται η όντως χαρά. Και συλλειτουργούν στο μυστήριο της σωτηρίας μας οι δοκιμασίες με την αγαλλίαση, η θλίψη με την παράκληση, όπως συλλειτουργούν στο ζωντανό δέντρο οι πικρές ρίζες στη σκοτεινή γη με τους κλάδους, τα άνθη και τους καρπούς στο φως του ήλιου και της ζωής.
Ζώντας μέσα σ' αυτή την ολοκληρωμένη ζωή της ζωηφόρου νεκρώσεως, της χαράς που βλαστάνει από τον θρήνο της μετανοίας, οι πιστοί είναι έτοιμοι για ό,τι ο Θεός επιτρέψει. Και το Ευαγγέλιο ξεκάθαρα προτρέπει: Μην προμελετήσετε πώς ή τι θα πείτε, πώς θα απολογηθείτε, γιατί εκείνη την ώρα θα σας δοθεί λόγος. Και δεν θα είσθε εσείς, αλλά το πνεύμα του Θεού που θα ομιλεί.
Οντες γεμάτοι από το πνεύμα του Θεού οι μάρτυρες ήδη και την ώρα του μαρτυρίου ­ όχι μετά απ' αυτό ­ βρίσκονταν μέσα στην ανεκλάλητη χαρά του παραδείσου. Και οι Νεομάρτυρες πήγαιναν στα βάσανα ως προς ξεφαντώματα, όπως αναφέρει ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Επειδή είχαν το κουράγιο του νικητού, του σωσμένου και εμπεπλησμένου με τη σώζουσα χάρη· πριν, κατά και μετά το μαρτύριο.
Ετσι ζουν οι πιστοί λειτουργικά αυτό που λέγεται ξεκάθαρα, ότι ο Θεός «ουκ απέστηουρανόν ανήγαγε και την βασιλείαν αυτού εχαρίσατο την μέλλουσαν». Εχουμε και τρεφόμαστε από την ζωήν, την τροφήν και βασιλείαν την μέλλουσαν. Τα προσδοκώμενα δεινά, μέσα στη Θεία Λειτουργία, μέσα στην Αποκάλυψη, είναι ήδη παρόντα και περασμένα, γιατί έχουμε φθάσει στο τέλος. Ζούμε εν Χριστώ, που ειναι το Α και το Ω. πάντα ποιών, έως ημάς εις τον
Και ο κεχαριτωμένος πιστός όχι μόνο γνωρίζει την αρχή και το τέλος, αλλά έχει τη βεβαιότητα εκείνου που είναι «κατά χάριν άναρχος και ατελεύτητος».
Β’
Ο άνθρωπος, η κορωνίδα της δημιουργίας, έχει μέσα του το επικίνδυνο δώρο της ελευθερίας. Γι' αυτό και ο ίδιος είναι επικίνδυνος και κουραστικός για όλα τα συστήματα και τις θεωρίες.
Σωτηρία του δεν είναι η έξωθεν παροχή αγαθών. Δεν μπαίνει ο άνθρωπος σε κατασκευασμένο από τρίτους παράδεισο. Ο παράδεισος, ως έκπληξη ζωής, ανατέλλει από τον κάθε ένα άνθρωπο. «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».
Μέσα στον άνθρωπο κυοφορείται το θαύμα τού «εξαίφνης», η αλλαγή, η έκπληξη, ο αιφνιδιασμός. Μπορεί να μετανοήσει, να μεταμορφωθεί· να αλλάξει νου και μορφή. Σου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μπορεί ο έσχατος να γίνει πρώτος και ο πρώτος έσχατος. Δεν προδιαγράφεται η ζωή του. Δεν υπολογίζεται η αξία του. Είναι ένα ον εν εξελίξει. Βρίσκεται εν πορεία. Μένει πάντοτε ο ίδιος, γινόμενος εξ ολοκλήρου άλλος θεία Χάριτι.
Δεν είναι τμήμα ενός συνόλου. Είναι δυνάμει το όλον. Είναι εν σμικρώ ολόκληρη η Εκκλησία.
Αυτό το έκτακτο, το μοναδικό και ανεπανάληπτο που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος έρχεται και θέλει να σώσει η Εκκλησία. Και διά της σωτηρίας και του φωτισμού του ανθρωπίνου προσώπου φωτίζεται και σώζεται ο κόσμος όλος και η δημιουργία.
Αν η ανθρωπική θεωρία της νεωτέρας φυσικής καταλήγει στο ότι το σύμπαν φτιάχθηκε με αυτές τις σταθερές, για να δημιουργηθεί και να ζήσει ο άνθρωπος, μπορούμε να πούμε ότι η Εκκλησία δημιουργήθηκε για να προσφέρει τη λειτουργική πραγματικότητα ως θεανθρώπινη μήτρα που πλάθει τον ελεύθερο άνθρωπο. Είναι η μητέρα και όχι η μητριά του ανθρώπου. Τον κυοφορεί, τον τιθηνεί, τον παιδαγωγεί, τον υπομένει, τον ανέχεται. Του δίδει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί. Να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του. Θέλει να τον δει σωσμένο, καταξιωμένο, ώριμο, ελεύθερο, ανεξάρτητο. Και επειδή ο κάθε ένας ανακεφαλαιώνει εν αγάπη το όλον, η ανεξαρτησία της ελευθερίας δεν παραβλάπτει αλλά επιβεβαιώνει τη γνησιότητα της ενότητος.
Μέσα σ' αυτή τη λειτουργική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας ο Θεός θυσιάζεται για να μπορέσει να σωθεί ο άνθρωπος ο ασήμαντος, ο περιφρονημένος, ο παραστρατημένος και χαμένος. «Ηλθε ζητήσαι και σώσαι το απολωλός».
Και το ότι ο Υιός του Θεού, γενόμενος άνθρωπος και επιστρέφων προς τον Πατέρα Του, παίρνει μαζί του, πρώτο οικήτορα του παραδείσου, όχι κάποιο μαθητή, αλλά έναν άγνωστο ληστή, δείχνει το χαρούμενο μήνυμα του Ευαγγελίου: ο άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει. Και την τελευταία στιγμή μπορεί να κερδίσει το παν. Μπορεί να βρεθεί ο χαμένος, να θεραπευθεί ο ασθενής, να αποχαρακτηρισθεί ο στιγματισμένος και να αναστηθεί ο νεκρός.
Αυτό συμβαίνει μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα και στη Θεία Λειτουργία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτή τη σωτηρία του ανθρώπου ζητούσαν και περίμεναν οι γενιές που πέρασαν μέσα στην ελληνική και παγκόσμια παράδοση και ιστορία. Αυτή την απελευθέρωση ζητεί και σήμερα ο άνθρωπος.
Και αν ο άνθρωπος ισορροπήσει εν ελευθερία και Χάριτι, αν λειτουργήσει ως ιερεύς της κτίσεως και αν ευχαριστιακά δεχθεί και χρησιμοποιήσει τη δημιουργία όλη, τότε παίρνει τον δρόμο της σωτηρίας. Συνειδητοποιεί την αποστολή του. Η ζωή του γίνεται ιερουργία και η πνευματική του απασχόληση δράση ευεργετική για όλο τον κόσμο. Ετσι σώζεται ο άνθρωπος και δι' αυτού η δημιουργία. Διότι «και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν την δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21).
Αν όμως ενεργήσει διαφορετικά· αν υποκύψει στον πειρασμό της φιλαυτίας και θεοποιήσει την απληστία και δίψα του για εξουσία και κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους και στη δημιουργία, τότε η δική του παράνοια και ανισορροπία θα συμπαρασύρει στον τελικό όλεθρο και ολόκληρη τη δημιουργία.
Αν σκοπό της ζωής μας βάλουμε την οικονομική σύγκλιση και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος· αν ιδανικό μας είναι ο Homo Oeconomicus, τότε η ελευθερία μας είναι περιττή. Και αυτοί που μας καθοδηγούν φροντίζουν να μας απαλλάξουν από το περιττό φορτίο της προσωπικής ελευθερίας.
Αντιθέτως, αν είμαστε απαιτητικοί· αν ζητούμε το γνήσιο, έστω και ελάχιστο, που σπα τις αλυσίδες κάθε σκλαβιάς και ρίχνει τα φράγματα κάθε αποκλεισμού· αν θέλουμε να φθάσουμε στη «θύραν ην ουδείς δύναται κλείσαι» και να προχωρήσουμε στην ατελεύτητη επέκταση προς το μυστήριο της κοινωνίας των αγαπωμένων προσώπων και όχι στην κόλαση των αντιμαχομένων ατόμων, τότε λύση είναι η «καινή κτίσις» και η λογική της Θείας Λειτουργίας, η λογική και η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Είναι απόλυτα ειλικρινής ο Σαρτρ και αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμό και μια στάση ζωής όταν λέει ότι η κόλασή του είναι οι άλλοι. Και είναι αντίστοιχα απόλυτα ειλικρινής και αντιπροσωπεύει έναν άλλον πολιτισμό ο αβάς του Γεροντικού που λέει: «Είδες τον αδελφόνΚύριον τον Θεόν σου». σου, είδες
* * *
Αν δεις μέσα από τη Θεία Λειτουργία την Ευρώπη και τον άνθρωπο, αυθόρμητα λες: Ναι και Οχι.
Διακρίνεις πρόοδο και στασιμότητα· πλούτο και ένδεια. Κάτι υπάρχει μέσα στην ιστορία της που δεν το ανέχεσαι. Κάτι λάμπει που δεν είναι χρυσός. Κάτι κρύβεται που είναι ύποπτο. Ολη η ζωή στην Ευρώπη διοργανώνεται διαφορετικά. Η ζωντάνια του ανθρώπινου αυθορμητισμού πάει στο περιθώριο. Η θεολογία γίνεται σχολαστικισμός, η Εκκλησία κράτος, η πνευματική ζωή σκυθρωπιάζει. Ο άνθρωπος διαμαρτύρεται. Και δικαιολογείς τις φωνές των αντιφρονούντων. Δεν υποφέρεις την επιβαλλόμενη τάξη. Λες ναι στις κραυγές προς ελευθερία. Νιώθεις κοντά στους αμφισβητίες, που αντιπροσωπεύουν κάτι βαθύ και ανθρώπινο· αγωνίζονται απεγνωσμένα για το σπάνιο και δυσεύρετο που τους στερούν.
Και μέσα στην εξωλειτουργική αυτή παράδοση ο άνθρωπος συνθλίβεται. Τα προβλήματα λύνονται με δυναμικές επεμβάσεις των ισχυρών: για να κρατήσουν καθαρή την «πίστη» τους, στέλνουν στην πυρά τους αιρετικούς. Για να κρατήσουν καθαρή τη ράτσα τους, κάνουν άλλους σαπούνι. Για να επιβάλουν στον λαό τον παράδεισο που επινόησαν, κλείνουν εκατομμύρια στα κάτεργα.
Και η Δύση δεν ξεπέρασε αυτόν τον πειρασμό· την εύκολη λύση του ολοκληρωτισμού. Της ήταν ανέκαθεν μεγάλο βάσανο ο άνθρωπος. Τον βρήκε πολύ ασυμβίβαστο, απροσάρμοστο και ενοχλητικό.
Και σήμερα, που την Ενωμένη Ευρώπη συγκροτούν δημοκρατικά καθεστώτα, η Δύση δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα καθαρώς παραδοσιακά μέσα. Αλλά, όταν δεν έχεις μάθει άλλον τρόπο να σκέφτεσαι, να μιλάς και να διοργανώνεις· όταν εκ παραδόσεως έχεις δώσει λύσεις παρεμφερείς, είναι επόμενο να γυρίζεις αναπόφευκτα στον ίδιο τρόπο του εγχειρήματός σου. Αυτός σε έχει σφραγίσει, σε έχει πλάσει.
Αλλά όταν η Ευρώπη θεωρείται δυνατή, με οικονομική ευρωστία και τεχνική πρόοδο· όταν θεωρείται φοβερή από όλους και από τους Ορθοδόξους Ελληνες· όταν τόσοι άλλοι γείτονες βλέπουν την Ευρωπαϊκή Ενωση με δέος και θέλουν να μπουν σ' αυτήν· όταν όλα αυτά συμβαίνουν, νιώθει ότι μπορεί και οφείλει να προχωρήσει με τη δική της λογική, εφαρμόζοντας τα ίδια συστήματα διακριτικά και με κάποια επίφαση δημοκρατικής ευπρεπείας· δεν θα μιλά για περιορισμό, αλλά για προστασία του ανθρώπου. Και θα αξιοποιήσει φυσικά στο έπακρο τη σημερινή ηλεκτρονική τεχνολογία, που, αν την είχε παλαιότερα, θα είχε κάνει θαύματα, δίδοντας ριζικές λύσεις και άλλη ίσως τροπή στην ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας.
* * *
Οπότε δεν στέκουν οι απόψεις ότι υπάρχουν κάποιοι πλούσιοι και δυνατοί που αδικούν εμάς, τους φτωχούς και λίγους της «θρησκευτικής και πολιτιστικής μειονότητος». Είναι ψέμα αυτό. Είμαστε οι πλούσιοι, οι δυνατοί και πολιτισμένοι, που αδικούμε τον εαυτό μας και όλους τους άλλους. Εχουμε την ισχύ του Πνεύματος και κληρονομιά ακατάλυτη, που μας καθιστά υπευθύνους για την προστασία της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Τα κροκοδείλια δάκρυά μας δεν θα μας απαλλάξουν από την ευθύνη. Είμαστε οφειλέται. Και θα μας ζητήσουν λόγο οι άνθρωποι, οι χιλιάδες, τα εκατομμύρια που αδικήθηκαν, κάηκαν, σάπισαν στα κάτεργα και αυτοί που σήμερα ζουν μέσα στον λιμό της ευμαρείας και στην ειρκτή της «ελευθερίας», που τους οδηγεί στη νάρκωση και τους πνίγει.
Δεν θα μας σώσει κανένα άλλοθι όταν σταθούμε στην τελική κρίση, όταν θα προσπαθούμε και δεν θα μπορούμε να δικαιολογήσουμε το γιατί δεν ζήσαμε και δεν δώσαμε τη μαρτυρία της Παραδόσεώς μας, που προσφέρει σαρκωμένη και έμπρακτη λύση στο πρόβλημα του ανθρώπου και της κοινωνίας του· στο πρόβλημα του νοήματος της ζωής και της συνεχείας της.
Αν οικονομικά είμαστε υποδεέστεροι συγκρινόμενοι με άλλους λαούς και αν δεν διαθέτουμε τα κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Τραπέζης, έχουμε όμως κάποια άλλα, μοναδικά, αδαπάνητα λειτουργικά κεφάλαια κάποιας άλλης Αγίας Τραπέζης, που είναι ικανή να θρέψει την οικουμένη με τη χαρά της Αναστάσεως, που νικά τον θάνατο:
«Η Τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως. Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος» (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κατηχητικός λόγος του Πάσχα).
Το χρέος μας είναι μεγάλο, συγκεκριμένο και οικουμενικό. Και το ότι η ελάχιστη Ορθόδοξη Εκκλησία, η μικρή αριθμητικά και αδύνατη ανθρωπίνως, προκαλεί κάποια αντίδραση ­ γιατί αυτή σώζει τον άνθρωπο ­ φανερώνεται και στις εκδηλώσεις και ενέργειες ανθρώπων «δυνατών και υπευθύνων», που κανονικά, αν ήταν αμελητέα ποσότης, έπρεπε απλώς να την αντιπαρέρχονται διά της σιωπής, ενώ συμβαίνει το τελείως αντίθετο:
Από τη μια μεριά, από τα κέντρα εξουσίας και «από τους δοκούντας άρχειν των εθνών», εκφράζεται μια ανησυχία. Ο κ. Χάντινγκτον με τους επιτελείς του στο Χάρβαρντ επισημαίνει ότι η παρουσία της Ορθοδοξίας και της ξένης λογικής της συνιστά επικίνδυνη ανωμαλία στην ανατολική περιοχή της Μεσογείου.
Από την άλλη πλευρά, ο παλιός μελετητής και γνώστης της ιστορίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας σερ Στίβεν Ράνσιμαν δηλώνει ότι η Ορθοδοξία έχει τη δύναμη να επιζήσει κατά τον ερχόμενο αιώνα.
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός έχουν την ίδια λογική και κινούνται στο ίδιο πλαίσιο και στην ίδια ολοκληρωτική τακτική, όπου ο άνθρωπος αγνοείται, υποτιμάται.
Και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο. Αν και ξεκινούν από διαφορετικές προϋποθέσεις, καταλήγουν στο ίδιο: εντοπίζουν την ίδια πραγματικότητα, που είναι για άλλους οσμή ζωής εις ζωήν και για άλλους οσμή θανάτου εις θάνατον (Β' Κορ. 2,16).
Οι Ορθόδοξοι πρέπει να είμαστε ευγνώμονες και προς τις δύο πλευρές (προπαντός προς την πρώτη) γιατί μας στέλνουν το ίδιο μήνυμα: δεν μπορούμε ατιμωρητί να κοιμόμαστε.
* * *
Το συμπέρασμα:
­
Δεν είμαστε λίγοι, είμαστε πολλοί. Το πλήθος και η δύναμή μας βρίσκονται στον δυναμισμό του προζυμιού της ελευθερίας του Πνεύματος.
­ Δεν θα μας φάνε. Οφείλουμε να φαγωθούμε για να δώσουμε στους πεινασμένους «τον ουράνιον άρτον, την τροφήν του παντός κόσμου», που μελίζεται και δεν διαιρείται· εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Ετσι βρίσκουμε τον εαυτό μας, αποκτούμε δύναμη και εξοφλούμε το χρέος μας.
­ Δεν φοβόμαστε και δεν τα χάνουμε. Οχι επειδή είμαστε δυνατοί, αλλά επειδή είναι δυνατός Αυτός που μας αγαπά και αγαπά τον κάθε άγνωστο και ανώνυμο άνθρωπο με την αγάπη που αγαπά την οικουμένη.
­ Η εποχή μας είναι κρίσιμη, άρα καλή, αν τη δούμε μέσα από το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας, της Ιεράς Αποκαλύψεως· είναι μια αφορμή μετανοίας και σωτηρίας όλων μας. Αν θα ήμασταν καλά κατά φαντασίαν και ανθρωπίνην επίνοιαν, αν δεν είχαμε προβλήματα ή νομίζαμε ότι δεν είχαμε, θα ήμασταν σε κατάσταση επικινδύνου νάρκης, ύπνου και ψευδαισθήσεως.
­ Δεν αμυνόμαστε. Κάνουμε επίθεση. Και η επίθεση γίνεται προς όφελος εκείνων προς τους οποίους επιτιθέμεθα.
Και αν θέλετε και για τη Συνθήκη του Σένγκεν και το φακέλωμα, το όχι έρχεται από μόνο του. Και το όχι αυτό λέγεται από αγάπη και για το καλό περισσότερο των Ευρωπαίων (εκείνων που νομοθετούν και παίρνουν αποφάσεις ­ όπως τις παίρνουν ­ και εκείνων που τις υφίστανται). Οχι τόσο για τους Ορθοδόξους· αυτοί είναι δοκιμασμένοι και παρηγορημένοι μέσα στα ατελείωτα ιστορικά τους μαρτύρια και στην ουράνια παράκληση της Θείας Λειτουργίας. Ετσι και οι πιο μεγάλες ελευθερίες είναι ανεπαρκείς για τις απαιτήσεις τους και η βαρύτερη σκλαβιά ανίκανη να θίξει την ελευθερία τους.

Ένας ταπεινός λογισμός κάνει αμέσως την Χάρη του Θεού να ενεργή

undefined
Μου έκανε εντύπωση πώς ένας ταπεινός λογισμός κάνει αμέσως την Χάρη του Θεού να ενεργή. Είχε έρθει στο Καλύβι ένα ξένο γατάκι.

Το καημένο, φαίνεται, κάτι είχε φάει που το πείραξε και ζητούσε βοήθεια. Χτυπιόταν από τον πόνο και πεταγόταν σαν το χταπόδι, όταν το χτυπούν… Το λυπόμουν που το έβλεπα σ’ αυτήν την κατάσταση, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. Το σταύρωνα, το ξανασταύρωνα, τίποτε! «Βρε ταλαίπωρε, λέω τότε στον εαυτό μου, βλέπεις τα χάλια σου; Τόσα χρόνια καλόγερος, ούτε ένα γατί δεν μπορείς να βοηθήσης!».
Μόλις ελεεινολόγησα τον εαυτό μου, εκεί που το γατάκι κόντευε να ψοφήση, αμέσως συνήλθε. Ήρθε κοντά μου, μου έγλειφε τα πόδια και έκανε χαρούμενο όμορφες τούμπες… Τι δύναμη έχει η ταπείνωση!

Γι’ αυτό λέει: «Εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος».
Έχω προσέξει ότι ένας ταπεινός λογισμός κάνει τον άνθρωπο να λάμπη, να ακτινοβολή. Όταν ο άνθρωπος παίρνη όλο το σφάλμα πάνω του, τον λούζει η Χάρις του Θεού. Ήρθε προχτές ένας γιατρός που έχει πολλά παιδιά και μου είπε: «Πάτερ μου, έχω πολλή υπερηφάνεια και γίνεται αιτία η δική μου υπερηφάνεια να κάνουν αταξίες τα παιδιά». Και το έλεγε αυτό μπροστά στα παιδιά του και τα μάτια του ήταν βουρκωμένα, αλλά το πρόσωπό του έλαμπε! Το ίδιο πρόσεξα προ ημερών και εδώ. Ήρθαν μερικές αδελφές να συζητήσουμε. Είπαμε διάφορα˙ αναγκάστηκα να τις μαλώσω πολύ. Μία από αυτές δεν βοηθήθηκε καθόλου˙ κρύα ήρθε, κρύα έφυγε˙ μόνον εκεί πέρα έλεγε τα κουσούρια των άλλων χαρτί και καλαμάρι - βλέπεις, όποιος δεν κάνει δουλειά στον εαυτό του, έχει αυτό το ..χάρισμα! Μία άλλη στρυμώχθηκε, μέχρι που έκλαψε. Ταπεινώθηκε, αλλά μετά έλαμπε το πρόσωπό της. Βλέπετε τι κάνει ένας ταπεινός λογισμός με συντριβή! Αμέσως πάνε όλα τα κουσούρια στην άκρη, τακτοποιείται ο άνθρωπος και ακτινοβολεί το πρόσωπό του˙ ενώ με έναν λογισμό υπερήφανο ή βλάσφημο σκοτεινιάζει. Όσο ανεβάζει πνευματικά την ψυχή μας ένας πολύ ταπεινός λογισμός που θα φέρη για μια στιγμή ο άνθρωπος, δεν την ανεβάζουν χρόνια ολόκληρα αγώνες υπερφυσικοί.
-

Γέροντα, αν κάποιος είναι υπερήφανος και βάλη έναν ταπεινό λογισμό, θα τον βοηθήση ο Θεός;


- Εμ, αν βάλη έναν ταπεινό λογισμό δεν θα είναι υπερήφανος˙ θα είναι ταπεινός και θα τον βοηθήση ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι τρεπτός˙ πάει μία από ‘δω - μια από ‘κει, ανάλογα με το τι λογισμό έχει. Ο υπερήφανος, αν βάλη έναν ταπεινό λογισμό, βοηθιέται. Και ο ταπεινός, αν φέρη έναν υπερήφανο λογισμό, παύει να είναι ταπεινός. Είναι κανείς σε καλή πνευματική κατάσταση; Αν υπερηφανευθή, τον εγκαταλείπει η Χάρις του θεού και φθάνει σε άσχημη κατάσταση. Είναι σε άσχημη κατάσταση, γιατί έκανε λ.χ. κάποιο σφάλμα; Αν συναισθανθή το σφάλμα του και μετανοήση ειλικρινά, έρχεται η ταπείνωση και φθάνει σε καλή κατάσταση, γιατί η ταπείνωση φέρνει την Χάρη του Θεού. Αλλά, για να γίνη η ταπείνωση μόνιμη κατάσταση στον άνθρωπο, ώστε να παραμείνη μέσα του η Χάρις του Θεού, χρειάζεται δουλειά πνευματική.

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ

Μεθυστικό κρασί είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος!

Πραγματικά, θα ήταν δυνατό να διαλέξουμε και να διηγηθούμε πλατύτερα πάμπολλα περιστατικά από την Παλαιά Διαθήκη. Όμως δεν μας παίρνει ο καιρός. Είναι αρκετά τα όσα είπαμε. «Ας περάσουμε τώρα και στην Καινή Διαθήκη, να σταχυολογήσουμε κι από εδώ μερικά.
Το Άγιο Πνεύμα κατήλθε και στην Παρθένο Μαρία. Επειδή επρόκειτο να γεννήσει το Χριστό, τη σκέπαζε η θεία χάρη κι ό Παράκλητος την ετοίμαζε να γίνει κατοικητήριο του Θεού και Λόγου. Δεν χρειάζονται και πολλά λόγια για να μάθεις πως η γέννηση υπήρξε αμόλυντη και άχραντη. Το ξέρεις πολύ καλά. Ο Γαβριήλ ήταν που της είπε: «Εγώ είμαι ο προάγγελος όσων θα γίνουν, μα όχι και ο συνεργός. Είμαι βέβαια Αρχάγγελος, αλλά μέχρι εδώ φτάνει η δικαιοδοσία μου. Κι εγώ μεν σου αναγγέλλω το «Χαίρε, Κεχαριτωμένη», αλλά τον τρόπο της γεννήσεως δεν είμαι σε θέση να σου τον εξηγήσω. «Το Άγιο Πνεύμα θα έρθει επάνω σου και η δύναμη του Υψίστου θα σε καλύψει».
Αλλά το Πνεύμα το Άγιο παρουσιάστηκε περίτρανα στη βάπτιση του Κυρίου. Ας δούμε τί γράφει ο Ευαγγελιστής: «Και να, άνοιξαν γι’ αυτόν οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα του Θεού σαν περιστέρι να κατεβαίνει και να έρχεται πάνω του». Έπρεπε, όπως ερμηνεύουν μερικοί, οι απαρχές και τα πρωτεία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που παρέχεται με το βάπτισμα, να προσφερθούν στην ανθρώπινη φύση του δοτήρος αυτής της χάριτος, του Χρίστου.
Τη χάρη του Παρακλήτου μοίρασε στους Αποστόλους του ο Κύριος, τότε που τους έδωσε και την εξουσία αφέσεως αμαρτιών: «Λάβετε Άγιο Πνεύμα. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες- σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα μείνουν ασυγχώρητες». Ήταν τότε που τους παράγγειλε να παραμείνουν στα Ιεροσόλυμα, ώσπου να οπλιστούν με τη θεϊκή δύναμή του.
Ανέβηκε λοιπόν ό Κύριος στους ουρανούς κι εκπλήρωσε την υπόσχεσή του. Έτσι, όταν έφτασε η μέρα της Πεντηκοστής, κατέβηκε ο Παράκλητος στους Αποστόλους, που συναθροισμένοι στο υπερώο περίμεναν τον ερχομό Του. Κατέβηκε να τους ενδύσει δύναμη και να τους βαπτίσει, όπως τους υποσχέθηκε ο Κύριος. Δεν έλαβαν απλώς ένα μέρος της χάριτος, αλλά μιαν αυτοτελή δύναμη. Όπως ακριβώς ο βαπτιζόμενος βυθίζεται ολόκληρος μέσα στο νερό, έτσι και οι Απόστολοι βαπτίστηκαν μέσα στο Άγιο Πνεύμα. Και το νερό περιβρέχει μόνο το σώμα, αλλά το Πνεύμα του Θεού ψυχή και σώμα. Αμφιβάλλεις; Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Είναι φτωχό κι απλοϊκό, αλλά χρήσιμο. Πάρε τη φωτιά και το σίδερο. Πώς η φωτιά περνάει μέσα στο σίδερο και το κάνει όλο πύρινο; Το ψυχρό γίνεται ζεστό! Το μαύρο κατακόκκινο, λαμπρό! Λοιπόν, γιατί σου φαίνεται παράξενο, που το Πνεύμα το Άγιο εισέρχεται στα τρίσβαθα της ψυχής;
Κατέβηκε ο Παράκλητος. Και για να μην περάσει απαρατήρητη η κάθοδος μιας τόσο μεγάλης χάριτος, ακούστηκε κάτι σαν επουράνια σάλπιγγα, σαν βουητό ενός σφοδρότατου ανέμου. Πλημμύρισε από το φως το υπερώο κι έγινε η νοητή κολυμβήθρα, όπου βαπτίστηκαν οι Μαθητές. Πύρινες γλώσσες έκαναν την εμφάνιση τους, διαμοιράστηκαν στον καθένα κι όλοι λούστηκαν στο φως του Αγίου Πνεύματος. Μετέλαβαν φωτιά! Φωτιά που δεν κατακαίει, αλλά ζωογονεί. Που αφανίζει τ’ αγκάθια των αμαρτιών και λαμπρύνει τη ψυχή. Πύρινες γλώσσες σαν άλλα διαδήματα, ανεπανάληπτα, στόλισαν τις κεφαλές των Αποστόλων. Κάποτε μια φλεγόμενη ρομφαία φρουρούσε τις πύλες του παραδείσου. Τώρα η πύρινη γλώσσα τις άνοιξε, χαρίζοντας τη σωτηρία.
«Και άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες, ανάλογα με την ικανότητα που τους έδινε το Άγιο Πνεύμα». Γαλιλαίοι ο Πέτρος κι ο Ανδρέας, στα περσικά ή στα μηδικά μιλούσαν. Το ίδιο και ο Ιωάννης και οι άλλοι Απόστολοι. Και τα πλήθη των ξένων ακούγανε καθένας στη γλώσσα του για τα μεγαλεία του Θεού.
Ποιός είναι τόσο μεγάλος δάσκαλος, να μας διδάξει μεμιάς όσα δεν ξέρουμε; Τόσα χρόνια μελέτη και ασκήσεις, και μόνο τα ελληνικά κατορθώνουμε να μάθουμε. Το Άγιο Πνεύμα τα διδάσκει όλα μονομιάς. Αυτό είναι αληθινά μεγάλη σοφία και θεϊκή δύναμη. Πώς να συγκριθεί η πολυχρόνια αμάθεια των Αποστόλων με την αθρόα και ξαφνική γλωσσολαλιά; «Έχουν πιει δυνατό κρασί», έλεγαν οι χλευαστές. Ήταν αλήθεια… Μεθυστικό κρασί είναι η χάρη τού Αγίου Πνεύματος!
Ο Πέτρος τώρα, φωτισμένος από τη Χάρη Του και γνωρίζοντας καλά ποιόν έχει σύμμαχο, στάθηκε με τους έντεκα και ύψωσε τη φωνή του προς τα πλήθη. Έτσι, με τη σαγήνη του κηρύγματος, ψάρεψε τρεις χιλιάδες ψυχές. Τέτοια ήταν η χάρη που συνεργούσε με τους Αποστόλους, που έκανε τόσους πολλούς από τους σταυρωτές του Χριστού να πιστέψουν και να βαπτιστούν στ’ όνομα Του!
Η δύναμη του Παρακλήτου έκανε τα τόσα εκπληκτικά θαύματα. Πλήθος αρρώστων και δαιμονισμένων έβρισκαν τη θεραπεία τους. Ακόμα κι η σκιά του Πέτρου θεράπευε τους ασθενείς. Κι όχι μόνο οι δώδεκα, αλλά και τα πρωτότοκα τέκνα της στείρας μέχρι τότε Εκκλησίας, οι επτά διάκονοι. Και πρώτος απ’ όλους ο Στέφανος, ο πρωτομάρτυρας. Άνδρας γεμάτος πίστη και φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που έκανε μεγάλα και εξαίσια θαύματα και που κανένας δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στη σοφία και στο πνεύμα με το οποίο συζητούσε. Κι όταν συκοφαντημένος καταδικάστηκε από το συνέδριο, γεμάτος από την παρουσία του Παρακλήτου, αντίκρισε ανοιγμένους τους ουρανούς και «τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού».
Και πώς να διηγηθεί κανείς επάξια τις θαυμαστές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, που εκδηλώθηκαν στη ζωή του αποστόλου Παύλου; Η ψυχή του είχε γεμίσει από τη δύναμή Του. Ο Παράκλητος τον ανέδειξε «σκεύος εκλογής» για να ομολογήσει την πίστη του στο Χριστό, μπροστά σε βασιλιάδες και ειδωλολάτρες και Ισραηλίτες. Μεταμόρφωσε τον άλλοτε διώκτη σε θερμότατο κήρυκα, που άπλωσε το κήρυγμά του από τα Ιεροσόλυμα ως το Ιλλυρικό πέλαγος, που κατήχησε κι αυτήν ακόμα τη βασιλίδα Ρώμη κι είχε την προθυμία να φτάσει μέχρι και την Ισπανία.
Πώς να παρατρέξουμε τις θαυμαστές πράξεις του στη Κύπρο, με την τύφλωση του μάγου Ελύμα, και στα Λύστρα, με τη θεραπεία του χωλού; Θαυμαστές ενέργειες του Πνεύματος του Αγίου! Κι ακόμα στη Κιλικία, στη Φρυγία και στη Γαλατία, στη Μυσία και στη Μακεδονία; Στους Φιλίππους εκβάλλει το πνεύμα πύθωνος. Και τη νύχτα, μετά το σεισμό και την αποφυλάκισή του, βαπτίζει ολόκληρη την οικογένεια του δεσμοφύλακα.
Κηρύσσει στη Θεσσαλονίκη και στη μέση της Αθήνας, στον Άρειο Πάγο. Στη Κόρινθο και σ’ όλη την Αχαΐα. Στην Έφεσο μαντήλια και περιζώματά του θεραπεύουν αρρώστους και διώχνουν ακάθαρτα πνεύματα και στην Τρωάδα ανασταίνει τον Ευτυχή, που έπεσε από τον τρίτο όροφο και τον σηκώσανε νεκρό.
Και όταν στη Καισαρεία σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε μπροστά στους ηγεμόνες ν’ απολογηθεί, τόση χάρη και σοφία έλαβε από το Πνεύμα το Άγιο, ώστε ο ίδιος ο βασιλιάς των Ιουδαίων Αγρίππας να πει: «Λίγο ακόμα και θα με πείσεις να γίνω χριστιανός!» .
Είναι κι άλλα, τόσα πολλά. Δεν θα μας έπαιρνε ο χρόνος να τα λέγαμε όλα. Και μόνο τα όσα αναφέρει ο Παύλος στις δεκατέσσερις επιστολές του για το Άγιο Πνεύμα, θα έφταναν να καλύψουν πολλές ομιλίες. Για την ώρα αρκούν αυτά. Τα κενά και τις ελλείψεις θα τ’ αναπληρώσει η δύναμη του Παρακλήτου. Εγώ σας πρόσφερα ελάχιστα. Εσείς πάρτε περισσότερα. Το Άγιο Πνεύμα χαρίζει όσα μπορούμε να βαστάξουμε. Τα δώρα Του είναι πλούσια σε όσους έχουν καθαρή καρδιά. Κι ή καθαρή καρδιά είναι το περιβόλι του Παρακλήτου με τους γλυκόχυμους καρπούς του: την αγάπη και τη χαρά, την ειρήνη και τη μακροθυμία, τη χρηστότητα και την αγαθοσύνη, την πίστη, την πραότητα και την εγκράτεια.
πηγή: Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, «Ο Παράκλητος», σ. 105-110. Φωνή των Πατέρων, τ.Α΄. Ι.Μ.Παρακλήτου

Ο μοναχισμός σήμερα Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Στην αίθουσα συνεδρίων του ιερού κοινοβίου του οσίου Νικηδήμου στον Πεντάλοφο Γουμένισσας, μετοχίου της ιεράς μονής Σίμωνος Πέτρα του Αγίου Όρους, πραγματοποιήθηκε από 31/8-1/9/2011 συνέδριο περί μοναχισμού με τη συμπλήρωση τριάντα ετών από της ιδρύσεως του κοινοβίου.
Το συνέδριο χαιρέτισαν θερμά ο εκπρόσωπος της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Γέρων Νικόδημος Αγιοπαυλίτης, ο εκπρόσωπος της μονής Σίμωνος Πέτρας ιερομόναχος Θεολόγος, ο περιφερειάρχης Μακεδονίας Παναγιώτης Ψωμιάδης και ο δήμαρχος Παιονίας Α. Λαπόρδας. Την έναρξη των εργασιών κήρυξε ο καθηγούμενος του κοινοβίου αρχιμ. Χρυσόστομος, ο οποίος ανέγνωσε και μελέτη του αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου περί του ευαγγελικού μοναχισμού και της οργανώσεως του κοινοβίου, με γνώση της ιστορίας, των μοναχικών θεσμών και της σημερινής καταστάσεως του μοναχισμού. Ο ιερομ. Χρυσόστομος Αγιονικοδημίτης έκανε την εισαγωγική ομιλία της τριαντάχρονης ιστορίας του κοινοβίου του οσίου Νικοδήμου.
Πραγματοποιήθηκαν οκτώ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις από διακεκριμένους ρασοφόρους. Αναπτύχθηκαν θέματα διάφορα περί του μοναχισμού. Υπήρξε και αυτοκριτική, για το ποιος θα πρέπει να είναι ο γνήσιος πνευματικός πατέρας, τι θα τον χαρακτηρίζει και τι θα πρέπει να απουσιάζει από αυτόν για να καθοδηγεί ψυχές ορθά. Πώς στέκεται ο μοναχισμός στη σύγχρονη πνευματική και οικονομική κρίση. Το παράδειγμά του, εγκρατείας, μετανοίας και σεμνότητος, είναι ενδεικτικό και διδακτικό. Παρουσιάστηκαν φωτεινές μορφές σύγχρονων Γερόντων που με τον λόγο, την εμπειρία και το βίωμά τους βοήθησαν πολλούς πολύ. Ειπώθηκε πως ο μοναχισμός είναι ευγγελιοπαράδοτος και αγιοπατερικός.
Αναφέρθηκαν στοιχεία και σημεία τριβής και διαφοράς μονών και επισκόπων με βάση την ιστορία, την παράδοση και τη νεότερη νομολογία. Τονίστηκε πως το γνήσια αναγεννητικό κίνημα των ιεροπρεπών Αγιορειτών λεγομένων Κολλυβάδων στάθηκε υποστηρικτής των πατρώων, αναγεννητής της παραδόσεως, αυστηρός ελεγκτής των αιρετικών, των διαφωτιστών και των μοντέρνων παρερμηνευτών. Εντοπίσθηκε η μοναχική πολιτεία ως ισάγγελος μοναχική βιοτή βάσει των αποφθεγμάτων οσίων πατέρων. Τέλος αναφέρθηκε πως η φυγή του μοναχού από τον κόσμο δεν γίνεται από μίσος στον κόσμο αλλά από μεγάλη αγάπη στον Θεό. Ο εγκλεισμός στο κελί του δεν γίνεται για να απομονωθεί, αλλά για να μελετήσει, να προσευχηθεί, να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να τον διορθώσει. Ο αβάς Μωυσής λέγει: «Κάθου εις το κελλίον σου και αυτό σε διδάξει πάντα».
Σε μια εποχή ταραγμένη, συγχύσεως, θορύβου, στενοχώριας και απελπισίας, τι έχε να πει ο μοναχισμός; Οι μοναχοί είναι φυγόπονοι και μισόκοσμοι; Είναι εαυτούληδες και καλοπερασάκηδες; Κοιτούν τον εαυτό τους και δεν νοιάζονται για τίποτε άλλο; Όχι! Στην ησυχία της ερήμου, στην κοινωνία του κοινοβίου, στην τάξη των σκητών και τη γαλήνη των κελιών επικρατεί ειρήνη. Δεν κυριαρχεί η σύγχυση, ο θόρυβος και η ταραχή. Η ακτημοσύνη των μοναχών, η εγκράτεια, η σωφροσύνη, η σεμνότητα, η ολιγάρκεια και η ταπεινοφροσύνη τούς ελευθερώνουν, τους αναπτερώνουν, τους χαροποιούν. Ο μοναχός δεν φοβάται τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς, τα προβλήματα και τις δυσκολίες, αλλά ωριμάζει μέσα από αυτά. Δεν μπορεί ο καλός μοναχός να μισεί τον κόσμο, τον άνθρωπο, τον συνάνθρωπο, αλλά το κοσμικό και αντίθεο φρόνημα. Δεν οκνεύει ο μοναχός, αλλά εργάζεται, διακονεί, αγωνίζεται, προσπαθεί, πέφτει και σηκώνεται συνεχώς. Ζει για τους απλούς και όχι για τον εαυτό του, τον οποίο κρίνει και αυστηρά. Δεν είναι σκληροί, αδιάφοροι και ακατάδεκτοι μοναχοί. Συμπονούν, συμπαρίστανται, συναντιλαμβάνονται και προσεύχονται.
Είναι αλήθεια πως έχει παρεξηγηθεί από πολλούς ο μοναχισμός. Θεωρείται αχρείαστος και άχρηστος, ανώφελος και ανοημάτιστος. Όλοι μπορούν να κάνουν σήμερα τα πάντα και μόνο να αγαπάς τον Θεό ολοκληρωτικά δεν μπορείς. Ο μοναχισμός έχει λαμπρή ιστορία, μεγάλη προσφορά, δίκαιη εκτίμηση και δικαιολογημένο θαυμασμό από πολλούς. Ως πρόσωπα ορισμένοι μπορεί να λανθάνουν και να καθίστανται αξιολύπητοι. Ο μοναχισμός όμως, ως ιερός και αρχαίος θεσμός, παραμένει αξιόπιστος και αξιοσέβαστος. Έχει πολλά να πει στον σύγχρονο παραπαίοντα κόσμο. Έχει να φωτίσει, να παρηγορήσει πολλούς, και σήμερα και αύριο. Μην εύκολα τον κατηγορούμε ως ελεγχόμενοι από αυτόν. Ο μοναχισμός θα χρειαστεί ακόμη πιο πολύ. Δεν είπε ακόμη τον τελευταίο λόγο του. Δεν είπε «δι’ ευχών». Γνωρίζει να υπομένει και να αγαπά αληθινά.

Ο Άγιος περιμένει έως και 40 χρόνια το τάμα του… από που προκύπτει αυτό;

Προφανώς προέκυψε στην Παράδοσή μας από καθαρά ευλαβικά κίνητρα.
Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα. Αν το 1870, κάποιος έκανε τάμα να πάει να προσκυνήσει στην χάρη ενός Αγίου, σε πολύ μακρινό προσκύνημα, ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο -και οικονομικά και πρακτικά- να το εκπληρώσει. (τώρα με τα μέσα συγκοινωνίας που υπάρχουν, μας φαίνεται απλό, αλλά τότε ήταν δύσκολο πράγμα η μετακίνηση.
undefined
Πχ άντε να πήγαινε κανείς από ένα πολύ μακρινό μέρος, στα Ιεροσόλυμα…) Οπότε, για να υπάρχει άφθονος χρόνος για την δυνατότητα εκπλήρωσης ενός τέτοιου τάματος και για να μην απελπίζεται ο κόσμος, που στην ανάγκη του απάνω έταζε δύσκολα πράγματα, υπήρξε αυτή η προφορική (ανθρώπινη) παράδοση, που όμως δεν έβλαπτε πουθενά.
Αυτό βέβαια μετά επεκτάθηκε και παρέμεινε έτσι και για απλά τάματα, με ό,τι αρνητικό μπορεί να συνεπάγεται αυτό.
Τώρα πια δυστυχώς, έχουν όλα υποβιβασθεί και έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα. Έτσι έχει γίνει και με το τάμα. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όταν προσφέρουμε υλικά, τα προσφέρουμε έχοντας καθαρή καρδιά και πνευματικότητα. Όταν προσφέρουμε “κόπο”, τον προσφέρουμε με επίγνωση της αμαρτωλότητας μας.
Σε καθε περίπτωση η προσφορά γίνεται με πνεύμα ταπείνωσης, ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό (και για τα καλά και για τα “ανάποδα”).
Ο Άγιος “δεν παρεξηγεί”, ούτε “θυμώνει”. Αλλά περιμένει και μεσιτεύει για μας σε κάθε περίπτωση. Έτσι μια ωραία ερμμηνεία των 40 χρόνων, μπορεί να είναι αυτή: Ότι ο Άγιος (στον οποίο τάξαμε κάτι), περιμένει μέχρι και σαράντα χρόνια (δηλαδή μια ζωή ουσιαστικά), την επιστροφή μας και την μετάνοια μας, περιμένει την ουσιαστική μας προσπάθεια και αγωνιστική μας διάθεση, να πολεμήσουμε πάθη, αδυναμίες, να ενισχυθούμε στην πίστη μας, αναγνωρίζοντας πρωτίστως ότι τα πάντα, γίνονται, “Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων”.
Πηγή: http://orthodox-answers.blogspot.com/2007/11/40.html

Ἡ γλώσσα, ἡ γνώση, ἡ παράδοση καὶ τὸ κάλλος

Βρανᾶς Ροῦσσος



«Τὰ παιδιὰ καλοῦνται πάλι νὰ ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους καὶ μὲ τὴν κοινωνία οὐσιαστικὰ χωρὶς γλωσικὸ ὄργανο.

Ἄλαλα καὶ ἀφασικά. Ἄραγε πόσες λέξεις θὰ χαθοῦν ἀπὸ τὸ ἤδη ἰσχνὸ λεξιλόγιό τους καὶ αὐτὴ τὴ χρονιά; Οἱ δάσκαλοι ἴσως νὰ βρίσκονται στὴ θέση τους, ἀλλὰ ἡ γλώσσα παραμένει στὴν ἐξορία ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες. Δὲν ἔχουν ἀπομείνει παρὰ μόνο μερικὰ θραύσματα ἀπὸ τὸ ἱστορικό της σῶμα, ποὺ μοιάζει πιὰ μὲ δάσος ὑλοτομημένο ἀπὸ ἀπερίσκεπτους ἀνθρώπους. Παλεύουν τὰ παιδιὰ νὰ τὰ συνταιριάξουν σὲ νοήματα, σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ πληροφορίες συμπυκνώνονται σὲ ὁλοένα καὶ πιὸ μικρὰ καὶ πρακτικὰ "πακέτα", μὲ ὁλοένα καὶ περιορισμένο περιεχόμενο.

Οἱ διάλεκτοι καὶ οἱ γλῶσσες τοῦ κόσμου ὑποχωροῦν σὲ μεγάλους ἀριθμούς. Κάθε δέκα μέρες χάνεται μία, γράφει ὁ συγγραφέας Ἀλεξ Ρόουζ στὸ περιοδικὸ τοῦ ἀμερικανικοῦ πανεπιστημίου Ντρέξελ. Τὸ 40% ἀπὸ αὐτὲς κινδυνεύει σήμερα μὲ ἐξαφάνιση. Γιὰ τὸν θάνατο τῶν γλωσσῶν γράφει καὶ Κ. Ντέιβιντ Χάρισον στὸ ὁμώνυμο βιβλίο του. Καὶ ἐκφράζει τὶς ἀνησυχίες του. Γιατί ἡ γλώσσα μᾶς δείχνει πῶς δουλεύει τὸ μυαλό. Κάθε ἀπώλειά της σημαίνει πὼς κλείνει γιὰ πάντα ἡ πόρτα σὲ ἕναν ἀπέραντο πλοῦτο γνώσεων. Ἡ γνώση συχνὰ εἶναι ἐνσωματωμένη μέσα στὴν ἴδια τὴ γλώσσα.

Ὅταν ἕνας πολιτισμὸς ἐγκαταλείπει τὴ μητρική του γλώσσα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν ἐπικράτηση τῶν παγκοσμιοποιημένων γλωσσῶν (ἀγγλικῆς, ἀμερικανικῆς, ἱσπανικῆς), χάνεται γιὰ πάντα ἕνας ἀνεκτίμητος πλοῦτος γνώσεων. Ὁ λαὸς τῶν Καγιάπο, ἂς ποῦμε, λέει τὴ μέλισσα μὲ 85 διαφορετικὲς λέξεις. Καθεμιὰ ἐξειδικεύει τὶς ἀπειροελάχιστες διαφορὲς τῶν μελισσῶν στὸν τρόπο πτήσης, στὰ τελετουργικὰ ζευγαρώματος, στὴν κατασκευὴ τῆς κερήθρας. Ἂν ἡ γλώσσα τους χαθεῖ θὰ χαθεῖ μαζί της καὶ ὁ πλοῦτος τῶν μελισσοκομικῶν τους γνώσεων.

Ἡ γλώσσα εἶναι μία ἀποθήκη τῆς μυθικῆς καὶ ἱστορικῆς κληρονομιᾶς ἑνὸς πολιτισμοῦ. Οἱ ἱστορίες ποὺ περνοῦν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση χάνονται ἀμετάκλητα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πεθάνει καὶ ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος ποὺ μιλάει αὐτὴ τὴ γλώσσα...

Ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ θὰ ποῦμε στὰ παιδιά μας νὰ διατηρήσουν τὴ γλωσικὴ τους κληρονομιά, ἔστω κι ἂν αὐτὸ τοὺς κοστίσει τὴν πρόσβαση σὲ πιὸ πρακτικὲς σπουδὲς ποὺ ὁδηγοῦν σὲ πιὸ ἐπικερδῆ καριέρα; ἀντηχεῖ ὁ ἀντίλογος. Ὅμως, καθὼς οἱ γλωσικὲς σπουδὲς ὑποχωροῦν μπροστὰ στὴν ἐπικράτηση τοῦ πρακτικοῦ καὶ προσοδοφόρου, οἱ ἀξίες ποὺ ἀπειλοῦνται σήμερα μὲ ἐξαφάνιση εἶναι ἡ γνώση, ἡ παράδοση καὶ τὸ κάλλος. Εἶναι αὐτὰ πράγματα ποὺ μποροῦν νὰ ζυγιστοῦν μὲ τὴν ἐξίσωση κόστος - κέρδος;».

Ρωμηοσύνη

Ἱερόθεος Βλάχος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)

 


Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἕνα διανοητικὸ ἰδεολόγημα, οὔτε ἁπλῶς μία ἀναφορὰ στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τὸ αὐθεντικὸ καὶ ἀληθινὸ βίωμα, ποὺ τὸ βιώνουν καὶ σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ συντονίζονται σὲ αὐτὴν τὴν συγκεκριμένη στάση ζωῆς. Αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς, ποὺ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὸν φράγκικο τρόπο ζωῆς τὸν ἔζησαν ὄχι μόνον στὰ Μοναστήρια καὶ στοὺς τόπους τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ καὶ στὸν κοινωνικὸ χῶρο...

Φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς αὐτοῦ τοῦ τρόπου ζωῆς ἦταν οἱ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν λαὸ καὶ μᾶς ἄφησαν ὡς ὑποθῆκες τὰ συγγράμματά τους, οἱ μάρτυρες ποὺ ἔδωσαν τὴν μαρτυρία καὶ ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, οἱ ὅσιοι ἀσκητὲς ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῶν σατανικῶν δυνάμεων, οἱ νεομάρτυρες κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, ποὺ συνετέλεσαν στὴν διατήρηση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τῆς Ρωμηοσύνης, καὶ τὸ μαρτύριό τους ἦταν πραγματικὴ ἐθνικὴ ἑορτὴ γιὰ τοὺς ὑποδουλωμένους Ρωμηούς. Στὸ ἔργο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ στὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις μαρτυρήσαντος φαίνεται ἀκριβῶς τί εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη.

Ἂν μελετήσει κανεὶς προσεκτικὰ τὸν βίο καὶ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ τῶν κατοίκων τῆς Ἑλλάδος, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Θράκης, τοῦ Λιβάνου τῆς Συρίας κλπ., θὰ διαπιστώσει ὅτι οἱ ἄνθρωποι βίωναν ἕναν πολιτισμὸ τοῦ ὁποίου βάση δὲν ἦταν ἡ λογικὴ καὶ τὸ δικαίωμα, ἀλλὰ ἡ καρδιὰ καὶ τὸ καθῆκον. Ἦταν ἀναπτυγμένη ἡ φιλοθεΐα καὶ ἡ φιλανθρωπία. Τὸ φιλότιμο καὶ ἡ ἀρχοντιά, ἡ θυσία καὶ ἡ προσφορά, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλευθερία ἦταν τὰ βασικὰ στοιχεῖα ζωῆς. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στοὺς τελευταίους μεγάλους Γέροντες ποὺ ποίμαιναν τὰ ποίμνιά τους μέσα ἀπὸ τὰ πραγματικὰ γνωρίσματα τῆς Ρωμηοσύνης, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Αὐτὸ μᾶς φανερώνουν καὶ οἱ λαξευτοὶ βράχοι τῆς Καππαδοκίας, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ τρόπος ζωῆς τῶν κατοίκων τῶν περιοχῶν ἐκείνων. Ἀκόμη καὶ οἱ Κρυπτοχριστιανοὶ δείχνουν τὸν χαρακτήρα τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ δὲν ὑποδουλώνονται ψυχικὰ ποτέ, ἔστω κι ἂν ἐξαναγκάζονται νὰ εἶναι ὑπόδουλοι σωματικά.

Πιστεύουμε ὅτι δὲν ἐξέλειπε αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Γένους μας, ἀφοῦ καὶ σήμερα τὸν ζοῦν πολλοὶ ἀνάμεσά μας. Ἡ ποιμαντική μου διακονία, ἡ ἐπικοινωνία μου μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ μου ἔδειξε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ρωμηοσύνη καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ρωμηός. Παλαιότερα ἔγραψα γιὰ δύο τέτοιες μορφές. Δὲν εἶναι ἄσκοπο νὰ παρουσιάσω μερικὰ ἀπὸ ὅσα περιέγραψα γιὰ τοὺς δύο αὐτοὺς Ρωμηούς.

Γιὰ τὸν ἕνα ἔγραψα:

«Ζυμωμένος μὲ τὴν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, θρεμμένος μὲ τὰ ἤθη τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας, μ' ἕναν πόνο μὰ καὶ συγχρόνως σὲ μία ἠρεμία, μᾶς θύμιζε τὴν «πονεμένη Ρωμηοσύνη». Ἔξω ἀπὸ λογιοτατισμοὺς καὶ διαλεκτικοὺς συλλογισμοὺς ζοῦσε αὐθεντικὰ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του. Ζοῦσε ὑπαρξιακὰ τὸν «λαὸ τοῦ Θεοῦ». Εἶχε βιώματα αὐθεντικά, ἀτόφια, καθαρά. Ἀπὸ μέσα του ἔβγαινε ἕνα ἄρωμα ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Γιατί ἤξερε τί εἶναι Ἐκκλησία καὶ ἤξερε νὰ σκορπάει συμπόνια σ' ὅλους. Εὕρισκε φῶς, ζωὴ καὶ τροφὴ στὸ δόσιμο, στὴν κένωση, στὸ κλάμα, στὴν ὑπέρβαση τοῦ ἐγώ. Ἔτσι, ὅταν τὸν πλησίαζες καταλάβαινες ὅτι μιλοῦσε τὴν μητρικὴ γλώσσα, ποὺ εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας.


Ταπεινός, ἁπλός, ἤρεμος, πρᾶος, εἰλικρινής, ἀνεξίκακος, γεμάτος ἀγάπη καὶ συμπόνια, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν πολυτάραχη ζωή του. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συνεχῶς τὸν διακατεῖχε καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ κάνει κάτι ποὺ δὲν τὸ ἤθελε ὁ Θεός. Εἶχε καρδιὰ ἀρκετὰ εὐαίσθητη, ποὺ συνελάμβανε τὶς πραγματικὲς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ».

Γιὰ τὴν δεύτερη ἔγραψα, μεταξὺ τῶν ἄλλων:

«Ἦταν μία ἁπλὴ γυναίκα τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἡ λειτουργικότητά της ἦταν ἀρκετὰ μεγάλη. Λειτουργοῦσε στὴν κοινωνία σὰν τὰ ζωντανὰ καὶ ὑγιῆ πνευμόνια. Ἀνέπνεε ἡ ἴδια καὶ βοηθοῦσε καὶ ἄλλους νὰ ἀναπνέουν. Ἦταν ἁπλὴ γυναίκα τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ ἡ σοφία της ἦταν μεγάλη. Εἶχε σοφία πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνώση. Ἡ σοφία της ἦταν καρπὸς τῆς ἄγνωστης γνώσης. Ὁ βίος της ἦταν ἀπαύγασμα τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης. Ἡ ζωὴ της ἦταν ἕνας πόνος καὶ μία χαρά, ἕνας σταυρὸς καὶ μία ἀνάσταση. Μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἦταν σάρκωση τοῦ μαρτυρικοῦ μας Γένους. Εἶχε μητρικὴ καρδιά. Ἡ καρδιὰ της χτυποῦσε γιὰ ὅλους, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ συντηρήσει τὴν βιολογικὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ στηρίξει τὸν κόσμο. Μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἦταν μία μάνα τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀγαποῦσε καὶ τὴν Παναγία, γιατί τὴν καταλάβαινε. Ὧρες ὁλόκληρες προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ξεχώριζε ἐχθροὺς καὶ φίλους, συγγενεῖς καὶ ἀγνώστους. Γι' αὐτὴν ὅλοι ἦταν γνωστοί. Προσευχόταν γιὰ τὸν Πατριάρχη, γιὰ τοὺς ἐπισκόπους, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς μοναχούς, τοὺς ἱεραποστόλους καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Προσευχόταν περισσότερο γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἔτσι ἔνοιωθε πραγματικὰ τὴν ἑνότητα τοῦ κόσμου, χωρὶς ρομαντισμοὺς καὶ ψευδαισθήσεις. Ἡ προσευχή της, ξεχείλιζε μὲ κλάματα, μὲ δάκρυα. Εἶχε καρδιὰ εὐαίσθητη. Διάβαζε καὶ κουβεντίαζε μὲ τὴν καρδιά. Εἶχε μία πολὺ μεγάλη εὐαισθησία. Καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ γυναικεία εὐαισθησία, ἀλλὰ συνδυασμένο μὲ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα ἀποτελοῦσε μιὰ ἁρμονία καὶ ἰσορροπία. Πίστευε στὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ μποροῦσε εὔκολα νὰ παρηγορήσει τὸν κάθε πονεμένο. Αὐτὴ ποὺ πέρασε τόσους πόνους, γνώριζε τρόπους παρηγοριᾶς. Καὶ ἡ ἀγάπη της πρὸς τὴν Παναγία ἦταν καρπὸς αὐτῆς τῆς εὐαίσθητης καὶ στοργικῆς καρδιᾶς.


Δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ «δικαίωμα». Γνώριζε καλὰ τὸ καθῆκον, τὸ καθῆκον τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀρχοντιᾶς. Ἡ ζωὴ της ἦταν δόσιμο ὁλοκληρωτικό. Προσφορά. Ἀγαποῦσε καὶ κουραζόταν. Ἤξερε νὰ ἀγαπᾶ καὶ ἤξερε νὰ τὸ ἐκφράζει. Καὶ οἱ μικρές της ἀδυναμίες ντυνόταν μὲ ὡραία φορεσιά. Γι' αὐτὸ φαινόταν καὶ αὐτὲς ὡραῖες. Πῶς νὰ ξεχάσεις τὴν θυσία καὶ τὴν προσφορά; Πῶς νὰ λησμονήσεις τὴν ἁπλόχερη ἀρχοντιά;

Ζοῦσε μέσα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, στὸ φῶς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλπίδας, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς καρτερίας, τοῦ πόνου καὶ τῆς χαρᾶς. Ἀκατάπαυστη προσευχὴ της ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μέσα της κυκλοφοροῦσαν ὅλοι οἱ χυμοὶ τῆς Παράδοσης, τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Ἔπινε γάλα ὄχι ἀπὸ κουτιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ζωντανὸ μαστὸ τῆς Ἐκκλησίας».

Αὐτὰ δείχνουν τὴν ἀρχοντιὰ τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ διασώζεται μέχρι σήμερα.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ποὺ μᾶς ὑπέδειξε τὴν ἀξία τῆς Ρωμηοσύνης, ἀλλὰ καὶ ἔκανε ἔρευνες γιὰ νὰ παρουσιάσει τὴν διαφορὰ μεταξύ τοῦ Ρωμηοῦ καὶ τοῦ Φράγκου, σκιαγραφεῖ παραστατικὰ τὴν οὐσία τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τὴν ἀξία τοῦ Ρωμηοῦ. Θὰ παραθέσω σημαντικὰ κομμάτια χωρὶς νὰ τὰ ἀναλύσω.

«Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν ἀποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δὲν χρειάζεται ἀπολογητάς. Εἶναι ἁπλῶς αὐτὸ ποὺ εἶναι. Τὸ δέχεται κανεὶς ἢ τὸ ἀπορρίπτει. Διὰ τοῦτο τὰ παιδιὰ τῶν Ρωμηῶν ἢ παρέμενον πιστοὶ καὶ σκληροὶ Ρωμηοὶ ἢ ἐφράγκευον ἢ ἐτούρκευον.

Καὶ σήμερον ἄλλοι παραμένουν Ρωμηοί, ἄλλοι ὅμως ἀμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, ἀγγλεύουν, δηλαδὴ γραικεύουν».

«Ὁ Ρωμηὸς ὀνειροπόλος καὶ ἀφελὴς δὲν εἶναι. Ἀλλὰ οὐδέποτε γίνεται πνευματικῶς ἢ σωματικῶς δοῦλος τοῦ συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστὸς εἰς τὰ συμπεφωνημένα ἀλλὰ ἰδεολογικῶς ἀδέσμευτος.

Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει πάλιν ὅτι δέχεται μόνον τὰ ρωμαίικα καὶ τίποτε τὸ ξένον. Δέχεται ὁ,τιδήποτε τὸ καλὸν καὶ τὸ κάμνει ρωμαίϊκον. Ὅπως γίνεται σύμμαχος μὲ ὅποιον συμφέρει ἐθνικῶς, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἀποκτᾶ ὅλα ὅσα χρειάζονται ἀπὸ τὴν σοφίαν τῶν ἐπιστημόνων τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὰ προσαρμόζει εἰς τὸν ρωμαίϊκον πολιτισμόν του. Οὐδέποτε συγχέει τὰς θετικάς ἐπιστήμας μὲ τὸν πολιτισμόν, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι καὶ ὁ βάρβαρος δύναται νὰ ἔχει ἢ νὰ ἀπόκτηση καὶ νὰ προαγάγει τὰς θετικὰς ἐπιστήμας, διὰ νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὰς εἰς τὴν ὑποδούλωσιν καὶ καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων.

Διὰ τοῦτο ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει ὅτι εἶναι πνευματικὸς ἡγέτης καὶ εἰς αὐτοὺς ποὺ εἶναι ὡς τεχνοκράται καὶ ὡς οἰκονομικὴ δύναμις ἠγέται».

«Ναὶ μὲν ὁ Ρωμηὸς ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τὴν Ρωμηοσύνην του, ἀλλὰ οὔτε φανατικὸς οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καὶ οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τοὺς ξένους οὐχὶ ὅμως ἀφελῶς.

Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλας τὰς φυλὰς καὶ ὅλα τὰ ἔθνη χωρὶς διάκρισιν καὶ χωρὶς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη του κατέχει τὴν ἀλήθειαν καὶ εἶναι ἡ ὑψίστη μορφὴ τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλὰ κατανοεῖ ἄριστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν Ρωμηόν, ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κάτοχον τῆς ἀληθείας ἀλλ' ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ τὸν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τὸν ἅγιον, ἀλλ' ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καὶ τὸν διάβολον.

Διὰ τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, καὶ φιλότιμον καὶ ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησις, ἰταμότης καὶ ἐγωισμός. Ὁ ἡρωισμὸς τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθὴς καὶ διαρκὴς κατάστασις τοῦ πνεύματος καὶ ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καὶ ἁρπακτικότης.

Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν ἁγίων».

Πραγματικά, Ρωμηοὶ εἶναι οἱ μεγάλοι ἅγιοι ποὺ μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν μέθεξη ἁγιάζουν ὅλον τὸν τρόπο ζωῆς, προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς, δημιουργοῦν πολιτισμὸ καὶ ἀναπτύσσουν τὶς τέχνες, προσλαμβάνουν καὶ τὰ νέα στοιχεῖα ζωῆς καὶ τὰ ἐντάσσουν μέσα στὸν αὐθεντικὸ τρόπο ζωῆς τῆς Ρωμηοσύνης.

Θέλουμε νὰ ζοῦμε στὴν Εὐρώπη ὡς Ρωμηοὶ γιὰ νὰ μὴν χάσουμε τὴν ἀνθρωπιά μας καὶ νὰ βοηθήσουμε ὅσους Εὐρωπαίους ἀναζητοῦν τὴν Ρωμηοσύνη, τῆς πρὸ τοῦ Καρλομάγνου Εὐρώπης.

Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις καταλαβαίνουμε καλὰ ὅτι δὲν ἀνήκουμε οὔτε στὴν Ἀνατολὴ οὔτε στὴν Δύση, ἀλλὰ ζοῦμε σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὄντες Ρωμηοὶ στὸ φρόνημα καὶ τὴν ζωή.

«Ἡ Ρωμηοσύνη θὰ χαθεῖ ὄντις ὁ κόσμος λείψει»

Η μοναδικότητα τῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας

Κόντογλου Φώτης





(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)

Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».

Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.

Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.

Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.

Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.

Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.

Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!

Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;

Αὐτοὶ οἱ ἐπιστημονικοὶ θεολόγοι καὶ νεορθόδοξοι δὲν θὰ εἶναι παράξενο νὰ ὑποστηρίζουνε κάποτε, ἐπιστημονικῶς, πὼς κατὰ λάθος γράφηκε ὅτι οἱ Πατέρες ποὺ διδάξανε στὸν κόσμο τὸν Χριστιανισμὸ γεννηθήκανε ἐδῶ στὴν Ἀνατολή, καὶ πὼς κατόπιν τῶν νέων ἐρευνῶν τῆς ἐπιστήμης ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ μὲν Βασίλειος γεννήθηκε στὴν σεπτὴν Φραγκφούρτη, ὁ Χρυσόστομος στὴν ἁγίαν πόλιν τοῦ Μονάχου, τὴν νέαν Σιών, ὁ Γρηγόριος στὸ ἱερὸν Ἀμβοῦργον, ὁ Ἀντώνιος πὼς ἀσκήτεψε παρὰ τὴν Βαλτικὴν θάλασσαν, κ.λπ.

Ὅσον γιὰ τὸν Ἐφραὶμ τὸν Σῦρο, ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ποῦ νὰ καταδεχτοῦνε νὰ τὸν γράψουνε στὰ σοφὰ συγγράμματά τους, ἕναν ἄξεστον καὶ ἀπαίδευτον τουρκοκαλόγηρον, καθὼς καὶ τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν περιορισμένη διάνοια, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Βαρσανούφιος, Νεῖλος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθᾶτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, κι οἱ ἄλλοι φανατικοὶ καὶ μισαλλόδοξοι ἀνατολίτες.

Ἡ σημερινὴ «θεολογικὴ ἐπιστήμη», λένε οἱ ἐξ Ἑσπερίας φωτοδόται, ἐσυγχρονίσθη εἰς τὰς πολιτισμένας χώρας, καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἔρευνάν της ὑπὸ τῶν πορισμάτων τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, τῆς βιολογίας, γεωλογίας, τῆς ἀστρονομίας κ.λπ. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν ἐπιστημονικῶν θαυμάτων, τῶν πυραύλων, τῶν σπούτνικ. Εἰς τὰ ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα προβάλλουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, τί εἶναι εἰς θέσιν ν᾿ ἀπαντήσουν οἱ ἀγαθοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι γέροντες τῆς ἐρήμου, οἱ ζήσαντες ἐν σπηλαίοις ὡς οἱ τρωγλοδῦται, καὶ εἰς μίαν ἐποχὴν καθ᾿ ἣν ἐβασίλευεν ἡ βαρβαρότης, ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ νοσηρὰ δεισιδαιμονία;

Ποιὰ θρησκεία λοιπὸν παραμορφώθηκε σὲ τέτοιον ἀπίστευτον βαθμό; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἔφερε τὴν ἀλήθεια, ἁπλή, καθαρὴ σὰν κρύσταλλο, καὶ ποὺ γλύτωσε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ ἀπὸ τὴν πολύπλοκη καὶ μπερδεμένη ψευτιὰ τῆς γνώσης, αὐτὴ ἡ θρησκεία ἔπεσε πάλι στὰ πονηρὰ συστήματα ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς εἶναι κλέφτες καὶ ληστὲς ποὺ ληστεύουνε τὶς ψυχές.

Αὐτοὶ δὲν μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων ἀπὸ τὴ θύρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ πηδᾶνε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μάντρα, καὶ παρουσιάζουνται σὰν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστὲς καὶ κλέφτες.

Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στὰ χέρια τους διπλώματα καὶ πιστοποιητικὰ τῆς θεολογίας, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία γιατρικὴ ἢ χημεία, καὶ χαλᾶνε μὲ τὴν πονηρὴ διδασκαλία τους τὰ ἁπλοϊκὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πὼς ἡ πίστη τους εἶναι δεισιδαιμονία καὶ τυπολατρεία, καὶ πὼς ἡ ἱερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τὴ μποδίζει νὰ συγχρονισθῆ, δηλαδὴ νὰ γίνει σὰν τὴ Χριστιανικὴ ἀθεΐα ποὺ λέγεται Προτεσταντισμός.

Ναί. Αὐτοὶ εἶναι οἱ κλέφτες κι οἱ ληστὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πὼς ἀνεβαίνουνε ἀπ᾿ ἀλλοῦ καὶ μπαίνουνε στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ δὲν μπαίνουνε ἀπὸ τὴ θύρα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ θέλουνε νὰ ξεγελάσουνε τὰ ἀθῶα τὰ πρόβατα ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καὶ ποὺ γνωρίζουνε καλὰ τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.

Μίλησα γιὰ τὶς ξένες χῶρες ποὺ σπουδάζουνε οἱ θεολόγοι μας. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ εἶναι ἀγαθὴ γῆ καὶ καλοδεχτική, γιὰ νὰ φυτρώσει μέσα τους ὁ σπόρος τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ἀλλὰ οἱ δικοί μας ποὺ πηγαίνουνε νὰ σπουδάσουνε ἐκεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀντὶ νὰ μεταλαμπαδεύουνε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κεῖνες τὶς ψυχές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τοῦ Προτεσταντικοῦ ὀρθολογισμοῦ, φέρνουν ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς, στὴ φυλὴ ποὺ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, τὸν παραμορφωμένον ἐκεῖνον Χριστιανισμό, πιθηκίζοντας τὰ ξένα κι ἀποθεώνοντάς τα, ὅπως ὁ Παυσανίας ὁ Περιηγητὴς λέγει, πὼς κάνανε οἱ Ἕλληνες τῆς παρακμῆς στὸν καιρό του: «Ἕλληνες ἐν θαύματι τιθέασι τ᾿ ἀλλότρια, ἢ τὰ οἰκεῖα».

«Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὅντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. Θ´, 39).

«Ἦλθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, λέγει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοῦνε τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε, καὶ γιὰ νὰ τυφλωθοῦνε ὅσοι βλέπουνε».

«Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουνε» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουνε τὴν ὑπερήφανη ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ τῆς θρησκείας, ὅπως ἡμεῖς ποὺ πιστεύουμε μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ Πατέρες, διατηρώντας μὲ εὐλάβεια ὀλότελα ἀνάλλαχτον τὸν χαρακτήρα τῆς λατρείας, καὶ θεωρώντας πὼς εἶναι ἀσέβεια τὸ νὰ βάζουμε τὰ τῆς θρησκείας μας κάτω ἀπὸ τὴ δική μας κρίση. Ἤμαστε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅπως τὰ πρόβατα ἐμπιστεύουνται στὸν τσομπάνη, κι ἐμεῖς ἐμπιστευόμαστε στὸν ἀρχιποιμένα τὸν Χριστὸ καὶ στοὺς ποιμένας ποὺ διώρισε Ἐκεῖνος νὰ φροντίζουνε γιὰ τὴν αὐλὴ τῶν προβάτων, ἤγουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Καί «ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουνε» εἶναι ὅσοι ἔχουνε τὴν περιφανῆ ἰδέα πὼς εἶναι σοφοὶ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα, ἐπειδὴ σπουδάσανε σὲ κάποια μεγάλα σχολεῖα τῆς Εὐρώπης, ἐκεῖ ποὺ διδάσκουνε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία, σὰν νὰ εἶναι ἡ θεολογία μιὰ κοσμικὴ γνώση, ὅπως εἶναι ἡ γιατρική, ἡ μηχανικὴ κ.λπ.

Αὐτοὶ λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἐρευνοῦνε καὶ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας, κι ἄλλα παραδέχουνται, ἄλλα δὲν τὰ παραδέχουνται, ἐπειδή, κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν εἶναι σωστὰ ἀλλὰ εἶναι γεννήματα τῆς ἀμάθειας, κι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς πρέπει ν᾿ ἀλλάξουνε, γιατὶ παληώσανε, μὴν πιστεύοντας πὼς εἶναι ἀνάλλαχτα κι αἰώνια, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουνε πὼς προέρχουνται ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τοῦτοι λοιπὸν «οἱ βλέποντες», ἤγουν «οἱ οἰόμενοι βλέπειν», τυφλώνουνται, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, σὲ καιρὸ ποὺ κάνουνε τὸν καθηγητὴ καὶ τὸν ὁδηγό. Κι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους, κοιτάζουνε «τοὺς μὴ βλέποντας», δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ παραδίνουνται σὰν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς χειροκροτήσει ἡ ἀμετασάλευτη πίστη τους στὴν ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς κοιτάζουνε λοιπὸν μὲ περιφρόνηση σὰν ἀμαθεῖς τυπολάτρες ποὺ ἔχουνε στενὴ ἀντίληψι τῆς θρησκείας.

Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ξενοσπουδασμένους θεολόγους, ἔβγαλε λόγο σὲ μιὰ ἐκκλησιά, κατὰ τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ γίνεται σὲ ἀνάμνησιν τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς νεωτεριστές. Φαντάσου λοιπόν, ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νεωτεριστὲς νὰ γιορτάζει, πρῶτος καὶ καλίτερος, γιὰ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καταπάνω στοὺς ὁμοίους του, καὶ νὰ βγάζει καὶ λόγο, γεραίροντας αὐτὸν τὸν θρίαμβο.

Ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε τότε κατὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ ἀπ᾿ ἀφορμὴ τῶν εἰκονομάχων, καταδικαστήκανε ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνίεροι νεωτεριστές, ποὺ ἐπιχειρήσανε κι ἐπιχειροῦνε νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο κι ἀκομμάτιαστον χιτώνα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡστόσο, ὁ καλόβουλος αὐτὸς θεολόγος, ποὺ εἶναι κι ἱερωμένος, συμβίβασε τὴν Ὀρθοδοξία με τοὺς νεωτερισμούς. Στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτούργησε καὶ κήρυξε ὁ νεωτεριστὴς Ὀρθόδοξος, οἱ εἰκόνες κι ἡ μουσικὴ ἤτανε εὐρωπαϊκές, ἀντιορθόδοξες. Κι ἡ λειτουργία, σὲ πολλὰ παραμορφωμένη ἐπὶ τὸ νεωτεριστικώτερο, τὸ ὕφος δυτικό, ἡ ἀτμόσφαιρα χωρὶς τίποτα σχεδὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ὀρθόδοξο.

Ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος, πρόθυμα, θὰ ἔβγαζε πολλὰ περιττὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία, θὰ ἔκοβε τὰ γένειά του, θὰ ἄλλαζε τὰ ἄμφιά του μὲ πολιτικὰ ροῦχα, θὰ καταργοῦσε τὰ κεριά, τὸ λιβάνι, τὰ καντήλια, τὰ πάντα, «ὡς ἐπουσιώδη», ὅπως συμπεραίνει κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγο του.

Κατὰ βάθος ἴσως νὰ ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα καὶ τοὺς Πατέρας ποὺ θεσπίσανε τὴν ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ θὰ τὄλεγε, ἂν δὲν φοβότανε τὸν «ὄχλο». Γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἤτανε ἡ νίκη τῆς τυπολατρείας καὶ τῆς δεισιδαιμονίας κατὰ τῆς ὑψηλῆς καὶ εὐρείας ἀντιλήψεως τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία, κατ᾿ αὐτόν, εὑρίσκεται μέσα στὰ κεφάλια τῶν καθηγητῶν ποὺ εἶχε στὴν Εὐρώπη.

Γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὅμοιούς του δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μακάριζε τὶς ἁπλὲς ψυχές, λέγοντας στοὺς Ἀποστόλους πὼς εἶναι μακάριοι γιατὶ ἀξιωθήκανε, αὐτοὶ οἱ ψαράδες, νὰ δοῦνε καὶ νὰ νοιώσουνε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ θελήσανε νὰ τὰ δοῦνε σοφοὶ καὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν μπορέσανε γιατὶ τὰ ἔκρυψε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεός. Ναί, τὰ ἔκρυψε, γιατὶ δὲν ἤτανε ἄξιοι νὰ τὰ δοῦνε, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν ψεύτικη σοφία τους.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἐκκλησία τῶν ἁπλῶν ψυχῶν κι ὄχι τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἐπιστημόνων, δηλ. ἐκκλησία ὅπως τὴ θέλησε ὁ Χριστός. Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας δὲν χρειάζεται σπουδασμένους θεολόγους, ἀλλὰ ἱερεῖς ποὺ νὰ ὑπηρετοῦνε τὸν Θεὸ «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἔγραφα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου τὰ παρακάτω λόγια: «Τοῦτο τὸ γραΐδιο ποὺ κάνει τὸν σταυρό του καὶ στέκεται σὰν κουρούνα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, εἶναι ψυχὴ χιλιάδων χρονῶν καὶ ξέρει ἀπὸ ποῦ βαστᾶ καὶ ποῦ πάει, καλίτερα ἀπὸ τὸν κάθε λιμοκοντόρο ποὺ σπουδάζει στὰ Παρίσια» (Ταξίδια, ΜΗΛΟΣ). Ὁ εὐσεβὴς λαός μας διψᾶ γιὰ ἁγιότητα, κι ὄχι γιὰ ἐπιστημονικὲς θεολογίες.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἔζησε πάντα μέσα στὴν ἁπλότητα ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, ἐνῶ οἱ εὐρωπαϊκὲς ὀργανώσεις ποὺ λέγουνται Ἐκκλησίες, ξεπέσανε στὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε γιὰ τοὺς παπιστὲς ἕνας Πατριάρχης, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς κακούργους δυτικούς: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν (δηλαδὴ κοσμική, θύραθεν), ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς λατίνους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους εὑρίσκεται, καὶ κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν των, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, καὶ ἐσεῖς μοῦ λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν; Τὴν σοφίαν σου δὲν ἐθέλω ὀμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».

Ἄκοῦς θεολόγε ξενοσπουδασμένε, τί λέγει ὁ Πατριάρχης στοὺς δασκάλους σου τοὺς πολύξερους; «Τὴν σοφία σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».

Τέτοιοι εἶναι οἱ Ὀρθοδοξοι Χριστιανοί. Τέτοιοι εἶναι οἱ λέοντες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὴ μωρία τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ὀνομάζεις ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου τυπολάτρες καὶ στενοκέφαλους. Αὐτοὺς λοιπόν, ποὺ δὲν εἶναι σὰν κι ἐσένα «μαθόντες» στὰ Πανεπιστήμια, ἀλλὰ ποὺ εἶναι «παθόντες τὰ θεῖα», κατὰ τὸν θεωρητικότατον ἅγιον Διονύσιον, αὐτοὺς ποὺ δὲν χωρίζουνε τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν τῦπο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ τὴν ζοῦνε σὰν ἕνα πράγμα ἀτόφιο, αὐτοὺς ἔρχεσαι νὰ διδάξεις, ἀντὶ νὰ διδαχθεῖς ἐσὺ ἀπ᾿ αὐτούς;

Πλέκεις ἕνα ρητορικὸ ἐγκώμιο τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τυποποιημένο ὕφος ποὺ ἔχουνε οἱ παρόμοιες ὁμιλίες, καὶ ἐξυμνεῖς «τὰ χρυσορρήμονα στόματα», «τὴν ζωοποιὸν δύναμιν τοῦ λαοῦ μας», «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας». Ἀλλά, μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ρίχνεις καὶ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ σύνθημα, λέγοντας: «Προσοχὴ ὅμως! Δὲν πρέπει νὰ παρεξηγήσωμεν τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας οὔτε νὰ ὑποβαθμίσωμεν τὴν ἀξίαν Της. Ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας μας δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῆς καθορισμένης τεχνοτροπίας, οὔτε μὲ τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ποιότητα μουσικῶν ἤχων, μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς».

Μὲ ἄλλα λόγια θέλεις νὰ πεῖς πὼς τὸ περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἄσχετο μὲ τὰ ἔργα τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς καὶ τῆς ἁγιογραφίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκφράζεται ἐπὶ αἰῶνες. Πὼς αὐτὰ εἶναι κάποια συμβατικὰ στολίδια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πρέπει νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε, δηλαδὴ κάποιο φόρεμα ποὺ πάλιωσε, καὶ πὼς πρέπει νὰ τῆς φορέσουμε ἄλλο, καινούργιο.

Ἀληθινά, μοναχὰ ἕνας «ἐπιστημονικός» θεολόγος μπορεῖ νὰ ἔχει τόσο λίγη εὐαισθησία καὶ τόση ψυχικὴ ἀμορφοσιά, μ᾿ ὅλα τὰ πτυχία τῆς Εὐρώπης, γιὰ νὰ λέγει τέτοια ἀσύστατα πράγματα! Μοναχὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ἡ θερμὴ αἴσθηση τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ ποὺ τὴν ἔχει ξεράνει ὁ χιονιᾶς τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ψυχὴ ποὺ τὴν στέγνωσε ἡ πρακτικὴ βορεινὴ μεθοδολογία, καὶ γιὰ νὰ πῶ μ᾿ ἕναν σύντομο λόγο, ποὺ λείπει ἀπὸ μέσα της ὁλότελα ἡ βλογημένη καὶ δροσερὴ πνοὴ ποὺ λέγεται ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, κι ἡ κατάνυξη ποὺ τὴν μεθᾶ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, μιὰ τέτοια ψυχὴ μοναχὰ μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ νὰ γράψει παρόμοια λόγια.

Ἀλλά, πρῶτα-πρῶτα, τί γνωρίζεις Πανοσιολογιώτατε, ἀπὸ τέχνη, καὶ μιλᾶς μὲ τέτοια κατηγορηματικότητα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ γιὰ τὰ ἔργα της; Ξέρουμε πὼς ἐσὺ καὶ οἱ ὅμοιοί σου δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς λιθογραφίες ποὺ κρέμουνται στὰ κορνιζοπωλεῖα τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ, κι ἀπὸ τὶς ἐλεεινὲς χαλκομανίες... Μὲ ἄλλα λόγια, πὼς βρισκόσαστε στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ζωγραφικῆς.

Τὸ ἴδιο καὶ στὴ μουσική. Μ᾿ ὅλο ποὺ κάνετε τοὺς μοντέρνους καὶ τοὺς συγχρονισμένους, δὲν ἤσαστε σὲ θέση νὰ νοιώσετε παραπάνω ἀπὸ τὶς ζακυνθινὲς βαρκαρόλες καὶ τὰ πρίμα-σεγκόντα τῆς Πλάκας. Τὸ πολὺ-πολύ, νὰ ἐνθουσιασθῆτε ἀπὸ τὴν αἰσθηματικὴ γεροντοκόρη Νόρμα τοῦ Μπελλίνι.

Μ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ σπουδαῖα ἐφόδια, δηλαδὴ μ᾿ αὐτὴ τὴν παιδαριώδη καὶ οἰκτρὴ αἰσθηματολογία, ἐπιχειρεῖς νὰ κρίνεις τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ποὺ ἔχουνε καταπλήξει σήμερα τὸν κόσμο; Κι ἡ τεχνικὴ κατάρτισή σου εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ νὰ μιλᾶς τόσο ἄπρεπα γι᾿ αὐτά; λέγοντάς τα «συνδυασμοὺς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας;».

Ὡστόσο, αὐτὰ τὰ εἰκονίσματα προσκυνούσανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Χρυσόστομος, ὁ Φώτιος, ὁ Παλαμᾶς, κι ἀπ᾿ αὐτὰ φούντωνε μέσα τους ἡ φλόγα τῆς πίστης. Αὐτὰ τὰ ἔργα κάνανε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, τὸν ἄξιο ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νὰ χύνει δάκρυα κατανύξεως, καὶ τὸν Χρυσόστομο νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ζήσει καὶ νὰ προσευχηθῆ, χωρὶς νὰ ἔχει κρεμασμένο στὸ κελλί του τὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁγίου Παύλου, ποὺ τὸ ἀσπαζότανε κι ἔκλαιγε. Αὐτὰ τὰ ἔργα ἔβλεπε ὁ Μέγας Φώτιος νὰ καταστολίζουνε τὴν Ἁγία Σοφία, καὶ σκιρτοῦσε ἀπὸ θεῖον οἶστρο, καὶ τὰ ἐγκωμίαζε στὶς ὁμιλίες του. Ναί, αὐτὰ τὰ ἔργα μᾶς παραδώσανε, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, οἱ μεγάλοι Πατέρες, γιὰ νὰ τὰ προσκυνοῦμε στὸν αἰῶνα, ὅσο θὰ ἔχουμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα φόρεμα φθαρτό, ποὺ τῆς τὸ φορέσαμε μιὰ φορὰ καὶ ποὺ πάλιωσε, καὶ ποὺ θέλετε ἐσεῖς οἱ νεωτεριστὲς νὰ τ᾿ ἀλλάξετε, ἀλλὰ εἶναι στολὴ ἄφθαρτη, ποὺ μ᾿ αὐτὴ θὰ ὑπάρχει στολισμένη στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ στολὴ ἄφθαρτη. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ἁγιασμένο σῶμα της, ποὺ τὸ φόρεσε, ὅπως ὁ Χριστὸς τὸ δικό του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴ δοῦμε «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ» με τὰ σαρκικὰ μάτια μας, καὶ ν᾿ ἀκούσουμε τὴ φωνή της μὲ τὰ σαρκικὰ αὐτιά μας.

Κι ἐσύ, ὁ ἱερεύς, ἀντὶ νὰ σκύψεις καὶ νὰ προσκυνήσεις τὶς ἅγιες εἰκόνες τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀναστήλωσή τους, καὶ νὰ παρακινήσεις καὶ τοὺς ἄλλους, σὰν ἱερωμένος, νὰ τὶς ἀσπασθοῦνε, σήμερα, αὐτὴ τὴ μέρα ποὺ σείσθηκε ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κι ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ γιατὶ οἱ περιπόθητες εἰκόνες ρίξανε πάλι τὴ λάμψη τους στὶς καρδιὲς τῶν Ὀρθοδοξων, σήμερα βρῆκες τὴν εὐκαιρία νὰ ρίξεις τὸ δηλητήριο, λέγοντας πὼς αὐτὰ περάσανε, πὼς αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔργα εἶναι «μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς», πὼς πρέπει δηλ. νὰ τὰ κατεβάσουμε, (σήμερα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἀναστήλωσή τους!), καὶ νὰ βάλουμε στὴ θέση τους ἄλλα, μοντέρνα, φράγκικα, τῆς ἀρεσκείας σου.

Ἀλλά, καλίτερα νὰ ἔλεγες νὰ μὴ βάλουμε τίποτα. Τουλάχιστον θὰ ἤσουνα ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, μ᾿ ὅλον ποὺ θὰ ἤσουνα ὁ χειρότερος, γιατὶ διάλεξες τὴν Κυριακή της Ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων γιὰ νὰ κάνεις τὸ ὕπουλο κήρυγμα τῆς νέας εἰκονομαχίας. Αὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Εἶναι εἰκονομαχία κρυμμένη κάτω ἀπὸ τη ψεύτικη εἰκονολατρευτικὴ προσωπίδα.

Σ᾿ ἕνα ἐξαίσιο βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴ σημασία τῆς Εἰκόνας ὁ ὀρθοδοξώτατος καὶ εὐσεβέστατος Λεωνίδας Οὐσπένσκης, καθηγητὴς τῆς εἰκονογραφίας στὸ Ὀρθόδοξο Ρωσσικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς Γαλλίας (τέτοιοι καθηγητὲς εἶναι σεβαστοί, γιατὶ εἶναι ἐχθροὶ τῶν ὑπόπτων νεωτεριστῶν), λέγει τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸν καιρὸ τῶν εἰκονομάχων, κατὰ τὸν η´ καὶ θ´ αἰῶνα, μέσα στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της, ἡ Ἐκκλησία ὑπερασπίσθηκε τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ «Θεὸς γέγονεν ἄνθρωπος». Σήμερα κινδυνεύει ὁ σκοπὸς τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ «ἵνα ὁ ἄνθρωπος γένηται Θεός». Ἡ σημερινὴ εἰκονομαχία, ποὺ δὲν τὴν ὑποπτεύουνται οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ τὴν κάνουν, δὲν εἶναι τόσο ἡ ἄρνηση τῆς Εἰκόνας, ἀλλὰ περισσότερο ἡ παραμόρφωσή της, μάλιστα ἡ παραφθορά της, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουνε πιὰ τὴ δογματικὴ καὶ διδακτικὴ σημασία της. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τὴν Εἰκόνα τὴν θεωροῦνε σὰν κάποιο πράγμα δευτερεῦον. Μοναχὰ ὁ λόγος, τὸ κήρυγμα, κρίνεται πὼς εἶναι ἀρκετὸ ὅπως κάνουνε οἱ Προτεστάντες. Ξεχνᾶνε πὼς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μοναχὰ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ἡ Εἰκὼν τοῦ Πατρός... Ἡ Εἰκόνα, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση ἢ μᾶς κινεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ περιέργεια, ἀλλὰ ἔχει μιὰ θεολογικὴ ἔννοια. Ὅπως ἡ κοσμικὴ τέχνη παριστάνει τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τὴν βλέπει κάθε τεχνίτης, ἡ Εἰκόνα παριστάνει τὴν πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν».

Βλέπει λοιπὸν κανείς, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πόσα πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τέχνη γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ προσεγγίζουν μὲ βαθειὰ εὐλάβεια καὶ μὲ δέος τὰ ἔργα της, καὶ μὲ πόσον ζῆλο ἀγωνίζονται γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ἱερῆς παράδοσης, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος πόση ἀμάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι τόσο σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουνε κάποιοι, ποὺ μὲ ἐλαφρὴ κι ἀνύποπτη συνείδηση, ἀποφθέγγονται γι᾿ αὐτά, ὡς ἀπὸ τρίποδος, καὶ μολονότι εἶναι θεόγυμνοι ἀπὸ κάθε ἰδέα τέχνης, καὶ βρίσκουνται σὲ πρωτόγονη κατάσταση, ἔχουνε τὸ θράσος, συνεργούσης καὶ τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς πνευματικῆς ὑποταγῆς στὰ θεότυφλα Πανεπιστήμια ποὺ τοὺς δώσανε τὰ διπλώματα, ἔχουνε λοιπὸν τὸ θράσος νὰ δογματίζουν, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς «ἐπιστημονικῆς θεολογίας», καὶ νὰ ὑποδεικνύουν μὲ τί ἔργα πρέπει νὰ στολισθοῦν οἱ ναοί μας, γιὰ νὰ εἶναι συγχρονισμένοι, γιὰ νὰ μοιάζουνε δηλαδὴ μὲ τὰ ἀρχοντοχωριάτικα σπίτια τους, ποὺ φανερώνουνε τὴν πιὸ φρικτὴ ἀκαλαισθησία. Ἀφοῦ δὲν ἔχουν, οἱ δυστυχεῖς, μήτε τὴν συνηθισμένη εὐαισθησία, στὰ σπίτια τους, στὰ γραφεῖα τους, στὰ βιβλία τους, σὲ ὅλα τους, ποὺ βασιλεύει ἐπιδεικτικὰ ἡ πιὸ ἀηδιαστικὴ ἀκαλαισθησία, θέλουνε νὰ γίνουνε οἱ ὁδηγοὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ποὺ εἶναι ἄβυσσοι μυστηρίου κι οἱ πιὸ ἀποκαλυπτικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἀξιώθηκε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἀνέκφραστο. Καὶ μάλιστα, αὐτοὶ ποὺ ἰκανοποιοῦνται μὲ τὶς κοκκινοπράσινες λιθογραφίες καὶ μὲ τὰ ἰταλικὰ ναπολιτάνικα τραγούδια, ξεστομίζουν πὼς εἶναι ἄτεχνες καὶ κατώτερες ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ἀπαιτήσεις των (!!) οἱ βυζαντινὲς εἰκόνες μὲ τὴν βαθύτατη ἱερατικότητα, καθὼς καὶ τὰ ἀριστουργήματα τῆς μυστικῆς μουσικῆς, ποὺ κάνουν ν᾿ ἀπορήσουν ὅσους ἔχουν πνευματικὲς κεραῖες γιὰ νὰ τ᾿ ἀντιληφθοῦν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφουνται αὐτὰ ποὺ γράφω, ἐκτιμοῦν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο τὴ γνώμη τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὰ δικά μας πράγματα, ἀναφέρω πὼς ὁ μέγας μουσικὸς SΑΙΝΤ SΑΕΝS κι ὁ διάσημος συγγραφεὺς Ἀλέξανδρος Δουμᾶς, ἐγκωμιάσανε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας.

Ἀλλά, τί νὰ νοιώσει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς κεραῖες, ποὺ δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴν παντογνωστικὴ δύναμη ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, κι ἡ βλογημένη ταπείνωση, ἡ ὁποία δὲν θέλει νὰ στήσει τὸ θέλημά της ἀπάνω ἀπὸ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν παράδοση; Πῶς νὰ ὑψωθεῖ στὴν ὑπερούσια γνώση, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ταπεινώθηκε ἀληθινά; Πῶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ ἰδεῖ τὰ μυστήρια της, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρνήθηκε, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ γνώση, «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», μαζὶ μὲ τὴν οἴηση ποὺ φέρνει αὐτὴ ἡ γνώση, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἄνθρωπος; «Τὰ γὰρ μυστήρια τοῖς ταπεινόφροσιν ἀποκαλύπτεται». Ἀλλά, ἂς κρίνουμε τὰ γραφόμενα τοῦ ἱερωμένου ποὺ ἔγραψε κι εἶπε αὐτὴ τὴν ὁμιλία μὲ τὸν παραπλανητικὸ τίτλο «Θεματοφύλακες τοῦ Θριάμβου», ἂς κρίνουμε λοιπὸν τὰ λεγόμενα αὐτοῦ τοῦ «θεματοφύλακος» ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο λίγο αὐτὰ ποὺ λέγει πὼς φυλάγει, ἂς τὸν κρίνουμε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι πιὸ χεροπιαστὰ καὶ ποὺ τὰ νοιώθει ὁ καθένας:

Ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, πλέκει τὸν ὕμνο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐγκωμιάζει «τὴν κληρονομίαν τὴν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον» (Α´ Πέτρ. α´, 4), μὲ τὴν ὁποίαν «ἐγαλουχήθησαν αἱ γενεαὶ τῶν Πατέρων μας», καθὼς καὶ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας» (τῆς Ὀρθοδοξίας), μαζὶ μ᾿ αὐτά, τὴν ἴδια στιγμή, λέγει πὼς κάποια ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας εἶναι μαραμένα καὶ ξερά, ἐννοώντας τὴ θεοδώρητη λειτουργικὴ εἰκονογραφία γιὰ τὴν ὁποία λέγει πὼς εἶναι «συνδυασμὸς χρωμάτων μιᾶς στενῶς καθορισμένης τεχνοτροπίας», καθὼς καὶ γιὰ τὰ ἐξαίσια ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποὺ γι᾿ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του ἄξεστους φραγκολάτρες εἶναι: «ποικιλία καὶ ποιότης μουσικῶν ἤχων μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Μὲ ἄλλα λόγια, κατὰ τὴ γνώμη του, ἡ κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση εἰκονογραφία καὶ μουσικὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦν, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶναι βάναυσα κι ἀνυπόφορα γιὰ ἀνθρώπους σοφοὺς κι εὐρωπαϊσμένους, ποὺ ἔχουνε γιὰ ἀριστουργήματα τὰ παιδιακίσια κάρτ-ποστάλ, ποὺ τὰ λένε οἱ Γάλλοι SAINT SULPICE, (ἐπειδὴ τὰ πουλᾶνε στὴν πλατεία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας), καθὼς καὶ τὰ ἀνάλατα μουσικὰ κατασκευάσματα, τύπου «Ἀνθισμένης ἀμυγδαλιᾶς», φτάνει νὰ λέγουνται μὲ πρίμο καὶ μὲ σεγκόντο! Ὤ! Ἀληθινά, μοναχὰ οἱ σοφοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νὰ ποῦν τέτοιες ἐπιστημονικὲς ἀνοησίες. Κι ἀντὶ νὰ κρύψουνε τὴν ἀμάθειά τους, οἱ τέτοιοι φωστῆρες, θέλουν νὰ κάνουνε καὶ τὸν προφέσορα!

Ἂς μᾶς ἐξηγήσει λοιπὸν ὁ προκείμενος δύσκολος κριτὴς τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας καὶ τῆς λειτουργικῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ἔχει κἂν ἰδέαν ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ λειτουργικὴ καὶ τί μὴ λειτουργικὴ τέχνη, ἂς μᾶς ἐξηγήσει ποιὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν τὰ «ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λειτουργίας», καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μαραμένα. Μήπως «τὰ ἀμάραντα» εἶναι, κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώμη του, μοναχὰ οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων, ποὺ θὰ τὶς ἐκτιμᾶ σὰν ρητορεῖες, καὶ ἡ ὑμνολογία, χωρὶς ὅμως τὴ μουσική, ἐπειδὴ τὸν θαμπώνει τὸ κλασικὸν κάλλος τῶν ἰάμβων, ἀπὸ προγονοπληξία; Γιατὶ, τί ἄλλο μποροῦνε νὰ εἶναι «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς λατρείας»;

Ὥστε ἔχουμε μέν, κατὰ τὸν γλαφυρὸν ὁμιλητὴν τῶν κοινοτοπιῶν τοῦ ἄμβωνος, «ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κρατήσουμε γυμνὰ ἀπὸ τὴν μουσική τους, ἐπειδή, κατὰ τὴ γνώμη του αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι «μιᾶς εἰδικῆς ὡρισμένης ἐποχῆς». Σάμπως τὰ λόγια τῆς ὑμνολογίας δὲν εἶναι μιᾶς ὡρισμένης ἐποχῆς, καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ ντύσουμε, αὐτὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα» τῆς ὑμνολογίας, μὲ ἄλλο μουσικὸ φόρεμα τῆς ἐποχῆς μας, ἤγουν μὲ τὴν ἀνθισμένην ἀμυγδαλιά, μὲ βαρκαρόλες, καὶ τὰ παρόμοια. Δηλαδή, ἔχουμε κι ἐδῶ ἕναν ἄλλον Σοῦτσο ποὺ ἔλεγε γιὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ πὼς ἤτανε «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», κι ἤθελε νὰ τὸν πάρει κοντά του ὁ Σολωμὸς νὰ ράβει αὐτὸς τὰ πλούσια ροῦχα γιὰ νὰ ντύνει τὶς ἰδέες τοῦ Σολωμοῦ. Ἐδῶ μάλιστα, ὁ προκείμενος ἐπιδιορθωτὴς τῆς ὑμνωδίας μας εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν Σοῦτσο, γιατὶ θέλει νὰ ντύσει τὰ ἔργα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνολογίας μας, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἢ τὸ ἰαμβικὸ «Ἰμερτὸν ἐξέφηνε σὺν πανολβίῳ ἤχῳ Πατήρ, ὃν γαστρὶ ἐξηρεύξατο», μὲ μουσικὴν τῆς Νόρμας τοῦ Μπελλίνι ἢ τῆς Τραβιάτας τοῦ Βέρντι! Λοιπόν, βλέποντες πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ συγγραφεὺς τῶν «Θεματοφυλάκων τοῦ Θριάμβου» ἀπὸ τὸν ποιητὴν Σοῦτσον, μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε· «Ἰδού, πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε! Ἰδού, πλεῖον Σολομῶντος ὧδε!»

Ἂν ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐννοεῖ τὴν ὑμνολογία, γράφοντας γιὰ «τὰ ἀμάραντα μνημεῖα τῆς θείας λατρείας», τότε τί ἄλλο μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ; Μήπως τὴν τελετουργικὴ διάταξη; Μὰ καὶ κείνη θέλει ἀλλαγὴ καὶ διόρθωμα, κατὰ τὸν συγγραφέα καὶ τοὺς ὁμοίους του. Ἢ ἐννοεῖ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων; Μὰ αὐτὰ δὰ εἶναι ποὺ δὲν τὰ φέρνει ποτὲ στὸ στόμα του ὁ συγγραφεὺς κι οἱ ὅμοιοί του, ὡς πεπαλαιωμένα, ἐνῶ μεταφράζει τὸν Χόλτσνερ καὶ κάποια ἄλλα ψυχολογικὰ δοκίμια, σὲ καιρὸ ποὺ ἡ φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ τ᾿ ἄλλα Ὀρθόδοξα πατερικὰ συγγράμματα μεταφράζουνται στὶς ξένες γλῶσσες, καὶ γίνουνται πνευματικὴ τροφὴ τῶν λαῶν ποὺ προσκυνᾶνε οἱ δικοί μας νεωτεριστές, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ μὲ τὴ βυζαντινὴ μουσική. Μήπως ἀκόμα γιὰ «ἀμάραντα ἄνθη» ἐννοεῖ ὁ ὁμιλητὴς τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ μικροτεχνία, ἡ ποικιλτική; Ἀλλὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν νοιώθει περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι νοιώθει ἀπὸ εἰκονογραφία κι ἀπὸ ψαλμωδία, καὶ θὰ τὰ νομίζει κι αὐτὰ ὁλότελα συμβατικά, ἀσήμαντα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ χρήζοντα ἀλλαγῆς.

Μὲ λίγα λόγια, τὸ συμπέρασμα ἀπ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἀνιαρὴ ἀνάλυση τῆς ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ, εἶναι, ἂν κατάλαβα καλά, πὼς χτυπᾶ μιὰ στὸ καρφὶ καὶ μιὰ στὸ πέταλο, χωρὶς νὰ γνοιασθεῖ καθόλου ἂν συμφωνοῦν μεταξύ τους αὐτὰ ποὺ λέγει. Ἐκτὸς ἂν παραλογίζεται ἄθελά του.

Ἔχω ὅμως τὴν ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὰ λεγόμενά του φαίνεται πὼς ἐπιχειρεῖ πολὺ ἀδέξια νὰ κρύψει τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, θέλοντας νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, τὴν Ὀρθοδοξία με τὶς ἀντιορθόδοξες καινοτομίες, παρουσιάζοντας ἔτσι ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα. Ἀλλά, δὲν ἀκούει τί λέγει ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, ποὺ τὸν συχνοαναφέρει στὰ γραφόμενά του, ἀπὸ προτεσταντικὴ μίμηση, ὅπως φαίνεται: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες... Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς Βελίαλ;»

Δὲν πιστεύω πὼς ἀδικῶ τὸν πανοσιολογιώτατον καθηγητήν. Μακάρι νὰ ἤτανε ἄλλη ἡ ἀλήθεια. Θὰ χαιρόμουνα πολὺ νἄβγαινα ψεύτης. Μὰ τὰ ἔργα ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ νεωτεριστές, μαρτυροῦν ἀπὸ τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ἀλλοπρόσαλλο κατάντημά τους: Οἱ ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες εἶναι προϊστάμενοι δὲν ἔχουνε τίποτα ποὺ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο. Εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸν θερμὸ ἑλληνικὸ χαρακτήρα τους. Ἡ ἁγιογραφία, ἡ μουσική, τὰ σκεύη, τὰ κηρύγματα, ἀκόμα, σὲ πολλά, κι ἡ ἀκολουθία, μυρίζουν προτεσταντικὴ μούχλα. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ψυχροσχολαστική, ἀκατάνυκτη, χωρὶς ἐκείνη τὴ ζεστὴ μυστικοπάθεια ποὺ ἔχουνε οἱ γνήσιες ἐκκλησίες μας. Ἀκόμα καὶ τὰ κεριά, ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἁπλό, κι ἴσως τὸ πιὸ πνευματικὸ σύμβολο τῆς ψυχῆς ποὺ προσεύχεται μὲ ταπείνωση, ἀκόμα καὶ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρνεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», κι αὐτὰ ἀκόμα ἔχουνε καταργηθεῖ σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρό τους, ἐκεῖ μέσα, τὸν κάνουνε πολὺ ἀραιά, μὲ πολλὴ οἰκονομία, ἢ καθόλου, παπάδες κι ἐκκλησιαζόμενοι. Ὅ,τι ποιητικὸ στοιχεῖο συντείνει στὸ νὰ νοιώσει κατάνυξη ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανός, δὲν τὸ θέλουνε ἐκεῖνες οἱ παγωμένες καρδιές, ποὺ τὶς ξέρανε ὁ λίβας τῆς σχολαστικῆς καὶ τῆς στενόψυχης ἠθικῆς. Γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα κατάξερο ἠθικὸ σύστημα, κατάλληλο γιὰ πρακτικὲς καὶ μικρολόγες σκοπιμότητες. Οὔτε ἀποκάλυψη φρικτῶν μυστηρίων, οὔτε εὐωδία τοῦ καινοῦ ἀέρος τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ εὐφροσύνη, οὔτε πυρπόλησις τῆς καρδίας, οὔτε μέθη ἀπὸ τὸν πνευματικὸν οἶνον, οὔτε χαρμολύπη, οὔτε δάκρυον κατανύξεως, οὔτε συντριβή, οὔτε κοινωνία τοῦ Παρακλήτου, οὔτε μυστικὴ ὅρασις καὶ ἀκοή, οὔτε ὑπὲρ αἴσθησιν αἴσθησις. Τίποτα!

Πῶς νὰ μὴν εἶναι λοιπὸν τόσο ψυχρὲς κι ἀκατάνυκτες οἱ ἐκκλησίες τους, ἀφοῦ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, «ἡ καρδία ἔσωθεν ὁμοίως τοῖς ἐξωτέροις σχήμασιν ἐνδιατυποῦται»;

Τί σχέση μποροῦνε νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα τραγούδια ποὺ ἀκούονται ἐκεῖ μέσα, μὲ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, μὲ τὴν ἱερατικὴ γλώσσα τῆς ὑμνολογίας, μὲ τὸν σοβαρὸ χαρακτήρα τῆς προγονικῆς μας εὐσέβειας;

Ὤ! Τί βεβήλωση εἶναι αὐτή, νὰ μπαίνουνε οἱ μίμοι καὶ νὰ ἀσχημονοῦν μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, μὲ κάποιες φωνὲς ποὺ γαργαλίζουν τὴ σάρκα τους; Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία σας, νὰ μὴν ἔχει ὁ ναὸς τίποτα ὀρθόδοξο; Ἡ πνευματικὴ γεύση σας τόσο πολὺ χάλασε, ὥστε κάθε τί ποὺ στάθηκε γιὰ τοὺς Ἁγίους ὁ οὐράνιος ἄρτος κι ὁ ὑπερούσιος οἶνος, νὰ σᾶς φαίνεται στυφὸ καὶ πικρό; Τὰ ἁγιασμένα ὁράματα καὶ ἀκούσματα, ποὺ εὐφράνανε μυριάδες εὐλαβεῖς ψυχές, ἐσεῖς δὲν τὰ κρίνετε ἄξια νὰ τὰ διατηρήσουμε, ἀλλὰ θέλετε νὰ τὰ ἀλλάξετε, καὶ νὰ βάλετε στὴ θέση τους τὰ μουγκρίσματα τῶν ζώων, γιὰ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφυλισμένη ἐποχή μας;

Λέτε πὼς σεβόσαστε καὶ τιμᾶτε τοὺς Ἁγίους. Ἀλλὰ ποιοί μᾶς παρέδωσαν, μαζὶ μὲ τὴν πίστη, τὸν τρόπο τῆς λατρείας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες; Δὲν μᾶς τὰ παραδώσανε οἱ Πατέρες; Γιατί λοιπὸν δὲν τὰ σεβόσαστε καὶ δὲν τὰ τιμᾶτε;

Ἰδιαίτερα δὲν σᾶς ἀρέσει ἡ μουσική της ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ ἡ μόνη ἱερατικὴ χριστιανικὴ μουσική. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔψελνε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους κι ὑμνοῦσε τὸν Θεό: «Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Καὶ μὲ τί εἴδους μουσικῆς ἄραγε ὕμνησαν; Ρωτῶ νὰ μοῦ πεῖς. Μήπως μὲ τὴ θεατρικὴ μουσικὴ ποὺ εἰσάγεις στὶς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, μ᾿ αὐτή, λέγω τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία, ἢ μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ ἀνατολικὴ μουσικὴ ποὺ δὲν τὴν θέλεις, ποὺ τὴν θεωρεῖς βάρβαρη, ἐσὺ ὁ βάρβαρος καὶ βλάσφημος;

Ναί! Ἐδῶ δὲν εἶναι θολὲς καὶ ὀμιχλώδεις θεωρίες, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἄκουσες στὰ μουχλιασμένα Πανεπιστήμια. Ἐδῶ εἶναι καθαρὰ καὶ ἁπλὰ πράγματα: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν Ἀνατολή, καὶ δὲν γεννήθηκε, ὅπως θἄθελες, στὸ Παρίσι ἢ στὴ Στοκχόλμη ἢ στὴ Λόντρα. Γεννήθηκε σ᾿ ἕνα φτωχοχώρι τῆς Ἰουδαίας. Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε ἤτανε Ἀνατολίτικη. Κι ἡ μουσική, ποὺ μ᾿ αὐτὴ ὑμνοῦσε τὸν Θεό, ἤτανε κι αὐτὴ Ἀνατολίτικη, ἢ τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις.

Λοιπόν, γιατί δὲν τὴ καταδέχεσαι αὐτὴ τὴ μουσική, ἐσὺ ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τὴ μουσικὴ ποὺ τὴν ἁγίασε ὁ Χριστός; Ἐγὼ φρίττω, δακρύζω, καταπλήττομαι, μόνο ποὺ συλλογίζουμαι πὼς μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικὴ ἔψελνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ πὼς ἀξιονόμαστε κι ἐμεῖς νὰ τὴ ψέλνουμε ὅπως Ἐκεῖνος! Κι ἐσύ, ἀντὶ νὰ ἀγάλλεσαι, ἀντὶ νὰ νοιώθεις πνοὴ ἀθανασίας ἀπάνω σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θεαγάπητη μουσική, ποὺ μᾶς κληροδοτήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια δῶρα ὁποὺ βρίσκουνται φυλαγμένα μέσα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς γεραρᾶς παραδόσεώς μας, ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, τὴν ἀπεχθάνεσαι, τὴν λὲς τούρκικη, δὲν τὴ νομίζεις ἄξια γιὰ τὰ ἁμαρτωλὰ στόματά μας!

Τέτοια τύφλωση, λοιπόν, παθαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὴ ματαιότητα καὶ ζητᾶ τὸ ψεῦδος.

Ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἀναγκάσθηκα νὰ πῶ γιὰ ἕναν ὑπηρέτη του.

Κύριε, νά, εἶμαι μπροστά σου, καὶ κρίνε με. Ἐσὺ εἶσαι καρδιογνώστης καὶ ξέρεις τὴν πίκρα τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ παθαίνουν οἱ ἅγιες ἐκκλησίες σου. Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με. Ἐσὺ ποὺ ἐπέτρεψες στὸν Προφήτη Ἠλία, νὰ ἐξαγριωθεῖ ἀπὸ τὸν πύρινο ζῆλο ποὺ τὸν ἔκαιγε, Ἐσὺ ποὺ τὸν συγχώρεσες γιὰ τὴ φοβερὴ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε νὰ σφάξει τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, ἐπειδὴ εἶδες πὼς ἤτανε ὁ μονώτατος δοῦλος σου ποὺ πίστευε σὲ Σένα, καὶ τὸν στεφάνωσες μὲ τὸν ἀμάραντον στέφανο, καὶ τὸν ἅρπαξες ἀπάνω σ᾿ ἕνα ἁμάξι πύρινο καὶ τὸν πῆρες κοντά Σου μὲ τὸ σάρκινο κορμί του, δίχως νὰ δοκιμάσει θάνατο, Ἐσύ, Κύριε, εὔσπλαχνε καὶ δίκαιε, συγχώρεσε κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό. Γιατὶ Ἐσὺ ἄνοιξες τὸ στόμα μου, ὅπως ἄνοιξες τὸ στόμα τῆς ὄνου τοῦ Βαλαάμ, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴ βεβήλωση τοῦ οἴκου σου, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ματαιότητας.

Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.

Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Φώτης Κόντογλου,
Μεγάλη Παρασκευή, 1960

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Η δύναμις του Χριστού (Κυριακή Α΄ Λουκά)

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 16/9/2011
Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Διονύσιος Τάτσης
Μεγάλες ἦταν οἱ δυσκολίες τῶν Ἀποστόλων στό ἔργο τους, δίχως νά ἔχουν τήν παραμικρή συμπαράσταση ἀπό τούς ἄρχοντες τῶν περιοχῶν, ὅπου ἔδρασαν. Θά ἔλεγα ὅτι πάντα εἶχαν ἀντιδράσεις καί ἀπειλές, χωρίς ποτέ οἱ ἴδιοι να βλάψουν κάποιον. Καί ὅμως τά ἀποτελέσματα τῶν αἱματηρῶν κόπων τους ἦταν θεαματικά καί δυσεξήγητα ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς εἰδωλολατρίας καί τούς διεστραμμένους ἐκπροσώπους τῶν θρησκειῶν, πού ἐπικρατοῦσαν. Ποῦ ὀφειλόταν λοιπόν αὐτή ἡ ἐπιτυχία; Πῶς τά κατάφεραν οἱ ταπεινοί ψαράδες στό ἐπάγγελμα, νά ἁλιεύσουν μέ μόνο το κήρυγμα χιλιάδες ἀνθρώπους καί νά τούς ὁδηγήσουν στον Χριστό; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὉΘεός πού εἶπε: “Μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει τόφῶς”, αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε να γνωρίσουμε τήν δόξα του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ... Ἀλλά ἐμεῖς πού ἔχουμε αὐτόν τόν θησαυρό εἴμαστε σάν πήλινα δοχεῖα, ὥστε νά γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἀπό ἐμᾶς.Ἄν καί μᾶς πιέζουν ἀπό παντοῦ, δέν μᾶς καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο, ὅμως δέν ἀπελπιζόμαστε. Μᾶς καταδιώκουν, ὁ Θεός ὅμως δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ρίχνουν κάτω, μά δέν χάνουμε τόν ἀγώνα. Συνεχῶς ὑποφέρουμε σωματικά μετέχοντας ἔτσι στό θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ στό πρόσωπό μας ἡ ζωή τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ».

Ἡ δύναμη προέρχεται ἀπό τό Χριστό, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τούς ἀνθρώπους γιά τό σπουδαῖο ἔργο τοῦ κηρύγματος. Δίνει δύναμη στούς ἀδυνάμους, ἐνθαρρύνει τούς δειλούς καί ἀπογοητεύει παράλληλα τούς ἀντιπάλους, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι μποροῦν νά ἐμποδίσουν τή διάδοση τῆς διδασκαλίας του.

Οἱ χριστιανοί πρέπει νά ἔχουν ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί ποτέ νά μή διακόπτουν τόν πνευματικό τους ἀγώνα. Νά ξεπερνοῦν ὅλα τά ἐμπόδια καί νά μή θεωροῦν τίς ὅποιες ἐπιτυχίες τους ὡς δικά τους κατορθώματα, ἀλλά ταπεινά νά τίς ἀποδίδουν στόν Χριστό, πού ἀναπληρώνει τά ἐλλείποντα καί δυναμώνει τούς καλοπροαίρετους πνευματικούς ἀγωνιστές

Μητροπολίτου Αυγουστίνου Καντιώτου ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΕΥΛΟΓΙΑ

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΕΥΛΟΓΙΑ

ΚΥΡΙΟΣ-ΤΩΝ-ΔΥΝΑΜΕΩΝ-ιστ.«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Ἔτσι ἀρχίζει, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς μᾶς καλεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἐποχή, ποὺ ἐπάνω ἐδῶ στὸ φλοῦδι τῆς γῆς ἔζησε ἐκεῖνος, ποὺ κανείς ἄλλος δὲν θὰ φθάσῃ τὸ ὕψος του· ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Μερικοὶ λένε· Ἄχ νὰ ζοῦσα στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ! νὰ τὸν ἔβλεπα, νὰ τὸν ἄ­κουγα, ν᾽ ἀπολάμβανα τὶς εὐεργε­σίες ποὺ σκόρ­πιζε!… Ἀλλὰ στὴν Ἐκ­κλη­σία ὄχι μόνο τὸν ἀ­κοῦμε, ὄχι μόνο τὸν βλέπουμε μὲ τὰ πνευ­ματι­κά μας μάτια, ἀλλὰ καὶ ἂν θέλουμε τὸν ἀγγίζουμε καὶ τὸν βάζουμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας μὲ τὴ θεία κοινωνία. Στὸ ἅ­γιο δισκοπότηρο εἶνε ὁλόκληρος ὁ Χριστός.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…». Καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο τρόπο μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ· μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας. Νοε­ρῶς ταξιδεύουμε καὶ φθάνουμε στὴν ἁγία γῆ, στὰ χώματα ἐκεῖνα ποὺ πάτησε ὁ Χριστός.

* * *

Στοὺς Ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ ὡραία λί­μνη, ἡ Γεννησαρέτ, ὅπως ἀκούσαμε (Λουκ. 5,1), ἢ λίμνη τῆς Τιβεριάδος ἢ τῆς Γαλιλαίας. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» λοι­πὸν στὴ λίμνη αὐτὴ ἔγιναν αὐτὰ ποὺ περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Ἐκεῖ μιὰ νύχτα ψάρευαν δυὸ ψαρόβαρκες. Δύο ζεύγη ἀδελφῶν, Ἀνδρέας – Πέτρος καὶ Ἰωάννης – Ἰάκωβος μὲ τὸν πατέρα τους Ζε­βεδαῖο, ἅπλωναν τὰ δίχτυα. Τὰ ἔρριξαν σὲ πολλὰ σημεῖα, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα μηδέν. Δὲν κατώρθωσαν ὅλη τὴ νύχτα νὰ πιάσουν οὔτ᾽ ἕ­να ψάρι. Ὅσοι καταγόμεθα ἀπὸ νησιὰ καὶ παραθαλάσσια μέρη, ξέρουμε τὴ λύπη τοῦ φτωχοῦ ψαρᾶ ὅταν τὸ πρωὶ σέρνῃ τὸ δίχτυ καὶ εἶνε ἀ­δειανό. Ἔτσι λυπημένοι ἦταν κι αὐτοί. Τί θὰ πήγαιναν στὰ σπίτια τους τὴν ἡμέρα ἐκείνη;
Ἀλλὰ ξαφνικὰ μπῆκε στὴ βάρκα τους – ποιός; βασιλιᾶς, αὐτοκράτορας; Καὶ τί εἶν᾽ αὐτοί; Μπῆκε ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιά­ζει τὴ θάλασσα, τὰ νέφη τ᾽ οὐρανοῦ, τ᾽ ἀπέραν­τα πελάγη καὶ τοὺς ὠκεανούς· μπῆκε ὁ Χριστός! Καὶ μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα δίδασκε τὸ λαό, ποὺ συνωστιζόταν στὴν παραλία ἀκούγοντας τὰ πρωτάκουστα λόγια του. Ὅταν τελείωσε, λέει στὸν Πέτρο· ―῾Ρίξτε πάλι τὰ δίχτυα σας. Περίεργη ἐντολή. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι ἡ κατάλληλη ὥ­ρα γιὰ ψάρεμα εἶνε νύχτα. Κανένας ἐπαγγελματίας ψαρᾶς δὲ βγαίνει τὴν ἡμέρα· τὴ νύχτα βγαίνουν, μὲ ἀναμμένα φῶτα, ὅπως βλέπουμε στὸ Αἰγαῖο. ―Κύριε, ὅλη νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτα, καὶ τώρα τὴ μέρα θὰ πιάσου­με; ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ῥίξω τὸ δίχτυ. Καὶ μόλις τὸ ἔκαναν, ἔγινε θαῦμα· τὰ δίχτυα γέ­μισαν ἀπὸ τόσα ψάρια, ποὺ σχίζον­ταν. Φώναξαν καὶ τοὺς συν­εταίρους ἀπὸ τὸ ἄλλο πλοῖο νὰ βοηθήσουν· καὶ ἦρθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσο πολύ, ποὺ κινδύνευαν νὰ βυθιστοῦν ἀπὸ τὸ βάρος. Πρωτοφανὴς ἁλιεία.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ συνέβη στὴ Γεννησαρέτ, ἀκούσαμε σήμερα. Τὴ μιὰ φορὰ οὔτε λέπι, τὴ δεύτερη φορὰ γεμᾶτα τὰ δίχτυα ἀπὸ ψά­ρια. Τί σημαίνει αὐτό; Ὄχι μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…», ἀλλὰ καὶ σήμερα καὶ πάντα θὰ ἐ­παναλαμβάνεται αὐτὸ τὸ διπλὸ ἀ­ποτέλεσμα τῶν ἀν­θρωπίνων κόπων. Ἂς προσέξουμε, ἀ­γα­πητοί μου, τί μᾶς διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Ὁ Χριστὸς ἀγαπᾷ τὴν ἐργασία, ἐκτιμᾷ τοὺς ἐργάτες τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ τὸ ἀπέδειξε μὲ ὅλη τὴ ζωή του. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἐκλέξῃ τοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους, δὲν πῆγε στὴν ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος, οὔτε στὰ κέντρα τῆς ῾Ρώμης ἢ τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅ­που ζοῦσαν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας· διάλεξε τὸ ἐπιτελεῖο του ἀπὸ τὴν ἐργατι­κὴ τάξι, ἀπὸ τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας.
Καὶ ὁ ἴδιος ἐργαζόταν. Μικρὸ φτωχὸ παιδί, ἐργαζόταν στὸ ξυλουργεῖο τοῦ δικαίου Ἰωσήφ· ἐργαλεῖα κρατοῦσε, καὶ τὰ χέρια του εἶχαν ῥο­ζιάσει ἀπὸ τὴ δουλειά. Ἔφτειαχνε ἀ­λέτρια, καθίσματα, τραπέζια, πόρτες, παράθυρα, μέχρι τὸ τριακοστὸ ἔτος του. Εἶνε λοιπὸν ὁ πρῶ­τος ἐργάτης. Μιὰ ὡραία εἰκόνα ξένου ζωγράφου παριστάνει τὸν Κύριο νὰ κρατάῃ τὸ πριόνι καὶ νὰ κόβῃ. Θὰ ἤθελα, ἡ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ὄχι ὁ ἐκμεταλλευτὴς ἀλλὰ ὁ φίλος καὶ προστάτης τῶν ἐργατῶν, νὰ στολί­ζῃ ὅλα τὰ γραφεῖα τῶν ἐργατικῶν κέν­τρων τῆς πατρίδος μας. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος, ποὺ ν᾽ ἀγάπησε περισσότερο τοὺς ἐργάτες ἀ­πὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὑπῆρξε ὁ πρῶ­τος ἐργάτης. Ἐργάτης ὁ ἴδιος, ἐργάτες οἱ μαθηταί του, ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος, ὅλοι.
Τὸ «ἐργάζεσθαι» εἶνε ἡ πρώτη ἐντολὴ καὶ δόθηκε στὸν παράδεισο (Γέν. 1,15). Τὴν ἐργασία συνιστᾷ ἡ ἁγία Γραφή. Εἶνε ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ, νόμος παγκόσμιος, ὄχι μό­νο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κοιτάξτε γύρω σας. Τὸ μυρμηγκάκι ἐρ­γάζεται. Ἡ ἁγία Γρα­φὴ λέει στὸν τεμπέλη· «Ἴ­θι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ…» (Παρ. 6,6)· πήγαινε στὸ μυρμηγκάκι καὶ παραδειγματίσου. Σηκώ­νει βάρος διπλάσιο καὶ τριπλάσιο ἀπ᾽ τὸν ἑ­αυτό του καὶ κουβα­λάει στὴ φωλιά του τρόφι­μα γιὰ τὸ χειμῶ­να. Ἡ μέλισσα πετάει ἀπὸ ἄνθος σὲ ἄνθος, τὰ πουλιὰ διανύουν μίλια, τὰ ψάρια κο­λυμποῦν, τὰ ῥυάκια καὶ οἱ ποταμοὶ τρέχουν, οἱ οὐράνιες σφαῖρες καὶ ἡ γῆ κινοῦνται ἀκατάπαυστα. Ὅ­λα, ἀπὸ τὰ μικρότερα ἕως τὰ μεγαλύτερα, φω­νάζουν· Ἐργάζεσθε! Ὅποιος δὲν ἐργάζεται, ἀποτελεῖ φάλτσο μέσα στὴν ἁρμονία τῆς θείας δημιουργίας, παραφωνία.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὅμως μᾶς λέει, ὅτι δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ κοπιάζῃ κανείς. Χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Τὴν πρώτη φορὰ οἱ ψαρᾶδες τῆς Γεννησαρὲτ δὲν ἔπιασαν οὔτε λέπι· τὴ δεύτε­ρη φορὰ τὰ δίχτυα τους γέμισαν ψάρια. Γιατί; Διότι τὴ δεύτερη φορὰ ἦταν μαζί τους ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ εὐλογοῦσε τὸν κόπο τους· κι ὅ­που ὑπάρχει ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ πλοῦ­τος κάθε ἀγαθοῦ. Ἐργασία λοιπόν, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τονίζουν συνήθως πολὺ τὴν ἐργασία, καὶ καλὰ κάνουν· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐργασία εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Παράδειγμα ὁ γεωργός. Ἂς ἔχῃ τὸ καλύτε­ρο χωράφι, ἂς τὸ καλλιεργῇ ἐπιστημονικῶς, ἂς σπέρνῃ τὸν καλύτερο σπόρο, ἂς λιπαίνῃ τὸ ἔ­δα­φος μὲ τὸ καλύτερο λίπασμα. Ἂν δὲν πέ­σῃ βροχούλα, δὲ βγῇ ὁ ἥλιος, δὲ φυ­σή­ξῃ κατάλληλος ἀέρας, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὴν εὐ­λο­γία τ᾽ οὐ­ρανοῦ, θὰ σπέρνῃ καὶ δὲ θὰ θε­ρί­ζῃ· οἱ κόποι του θὰ πηγαίνουν χαμένοι. Ἐν ἀντιθέσει μὲ μεγάλες χῶρες, ἡ μικρή μας πατρίδα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶνε σήμερα αὐτάρκης.
Πρέπει νὰ ἔχῃς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν τὴν ἔχῃς, θὰ σπέρνῃς καὶ δὲ θὰ θερίζῃς, θὰ χτίζῃς σπίτια καὶ δὲ θὰ κατοικῇς σ᾽ αὐτά, θὰ μαζεύῃς περιουσία καὶ δὲ θὰ τὴν ἀπολαμβάνῃς. Ἡ εὐλογία εἶνε ὁ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ κάθε προκοπή. Ἐργάζεσθε λοιπόν, ἀλλὰ μὲ ὑπακοὴ στὸ Θεό. Ὅπως ὑπήκουσε ὁ Πέτρος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἐργασία; «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου…» (Δευτ. 5,13-14). Ἕξι μέρες δουλειά· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, μυρμήγκι. Ἀλλὰ ξημέρωσε Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα τῆς ἐνορίας; φτερὰ στὰ πόδια, ὅλοι στὴν ἐκκλησία! Στὸπ πλέον ἡ ἐργασία· μόνο ἐργασίες ἀναγκαῖες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ διακοποῦν, αὐτὲς ἐπιτρέπονται σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, πλὴν γερόντων καὶ ἀσθενῶν, ὅλοι στὴν ἐκκλησία.
Ἐκτελοῦμε τὴν ἐντολὴ αὐτή; Ὄχι δυστυ­χῶς. Καὶ ὅμως τὴν Κυριακὴ ἔπρεπε οἱ πάν­τες νὰ ἐκκλησιαζώμεθα. Ἄλλοι μᾶς δίνουν παράδειγμα. Στὴ Δυτικὴ Θρᾴκη οἱ μουσουλμᾶνοι ἡ­μέρα ἀργίας ἔχουν τὴν Παρασκευή, καὶ τότε ὅλοι τους τρέχουν στὰ τζαμιά. Στὸ Ἰσραὴλ οἱ Ἑβραῖοι ἡμέρα ἀργίας ἔχουν τὸ Σάββατο,  καὶ τότε κανείς δὲν δουλεύει· πηγαίνουν στὶς χάβρες μικροὶ – μεγάλοι, ἀπὸ τὸν πιὸ ἄσημο μέχρι τὸν πρωθυπουργό – ναὶ τὸν πρωθυπουργό, ποὺ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα σπανίως πρωθυπουργὸς πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Στὴν Ἀ­φρι­κή, κι αὐτοὶ ἐκεῖ στὴ ζούγκλα κάπου πιστεύουν· ὅταν βγαίνῃ ὁ ἥλιος ἕνας ἄγριος χτυπάει ἕνα τύμπανο ἀπὸ δέρμα λιονταριοῦ, καὶ τότε ὅλοι τους πέφτουν καὶ προσκυνοῦν τὸ θεό τους. Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἀπὸ τοὺς 100 οὔτε 2 δὲν ἐκκλησιάζονται· οἱ ἄλλοι ποῦ εἶνε; Τὴν Κυρια­κὴ πρωὶ – πρωὶ μὲ τ᾽ αὐτοκίνητά τους τρέ­χουν ἰλλιγγιωδῶς. Καὶ κάθε Δευτέρα εἶνε πλῆθος οἱ νεκροί… Ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν ἐκ­κλησία καὶ βρίσκονται στοὺς δρόμους· ὄχι γιὰ ἐργασία, ἀλλὰ γιὰ διασκέδασι καὶ διάφορες ἄλλες κοσμικὲς αἰτίες.

* * *

Ἀδελφοί μου· ἐργασία ἔχουμε, ἀλλὰ χρειά­ζεται καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θε­οῦ. 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Μέσα σ᾽ αὐ­τὲς νὰ κάνουμε ὅ,τι εἶ­νε ἀ­ναγ­καῖο γιὰ τὴ ζωή μας. Μία ὥ­ρα ζητάει ὁ Θεὸς νὰ δίνουμε τὸ παρὼν στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦμε.
Στὸ ἑξῆς μὴν ἀπουσιά­ζετε ἀπὸ τὸν ἐκκλησι­ασμό. Ὅλοι ἐκεῖ νὰ λατρεύουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του ἉγίουἸωάννου Πτολεμαΐδος 25-9-1977

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...