Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2012

Ο Πνευματικός των Σέρβων π.Θαδδαίος.



   O πατήρ Θαδδαίος γεννήθηκε το 1914. Όταν έκλεισε τα 18 πήγε σε μοναστήρι. Η επιθυμία του ήταν να υποβάλλει τον εαυτό του σε πολύ σκληρούς κανόνες της μοναχικής ζωής. Γι αυτό το λόγο πήγε στο μοναδικό Ρώσικο μοναστήρι στη Σερβία, στο μοναστήρι Μιλίκοβο δίπλα στο Σβιλαΐνατς. Από το 1928 οι περισσότεροι από την αδελφότητα του μοναστηριού ήταν Ρώσοι μοναχοί από την έρημο της Όπτινα, οι οποίοι ξέφυγαν από την κομμουνιστική εξορία στη Ρωσία. Στην αρχή της δεκαετίας του ΄50, το Μιλίκοβο γίνεται γυναικείο μοναστήρι.
   Ο πατήρ Θαδδαίος έμενε στα μοναστήρια Γόρνιακ και Τούμαν και μετά πήγε στο Κόσσοβο και σε Μετόχια. Ήταν ο ηγούμενος του Πατριαρχείου της Πέκης και μετά ο ηγούμενος στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα. Στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα ο πατήρ Θαδδαίος γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς πνευματικούς στη Σερβία. Πολλοί θέλουν να τον συναντήσουν, να εξομολογηθούν, να μιλήσουν για λίγο μαζί του, να πάρουν την ευχή του. Για τον πατέρα Θαδδαίο μιλάνε πολλοί πιστοί οι οποίοι ένιωσαν την πνευματική του δύναμη.
   Για τον θαυματουργό γέροντα από το Βιτόβνιτσα μιλάνε όλα τα ΜΜΕ στη Σερβία.Αναπαύθηκε στις 16 Απριλίου και η εξόδιος ακολουθία έγινε 19 Απριλίου 2003 



Αναγκαιότερη από όλες τις αρετές (Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου)


πηγή


Δεν υπάρχει άλλη αρετή υψηλότερη και αναγκαιότερη από την ιερή Προσευχή. Και είναι υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές, διότι ενώ εκείνες, π.χ. το να νηστεύουμε, ν’ αγρυπνούμε, να κοιμόμαστε χάμω, να δινόμαστε στην ασκητική ζωή, να παρθενεύουμε, να κάνουμε ελεημοσύνες, και όλα τ’ άλλα καλά έργα που αποτελούν τη χρυσή γενιά, τον εναρμόνιο χορό και την ουρανόπλεχτη σειρά των θεοειδών αρετών, παρόλο ότι είναι θεϊκά γνωρίσματα, αναφαίρετο κτήμα και αθάνατο στόλισμα της κάθε ψυχής, ωστόσο δεν ενώνουν τον άνθρωπο με το Θεό. Όλ’ αυτά τον προετοιμάζουν και τον προωθούν γι’ αυτή την ένωση, μα δεν τον ενώνουν με το Θεό. Αυτό το κατορθώνει μονάχα η ιερή Προσευχή μόνο αυτή ενώνει τον άνθρωπο με το Θεό, και το Θεό με τον άνθρωπο, κάνοντας τους δύο ένα πνεύμα· γιατί με την προσευχή γίνεται μια ένωση άμεση κ’ ένα σφιχτό δέσιμο του Κτί­στου με τα λογικά κτίσματα. Αυτό βροντοφωνάζει και ο μέγας εκείνος διδάσκαλος και πολύπειρος εργάτης της ιεράς προσευχής, ο μεγάλος ποιμήν και ιεράρχης της Θεσσαλονίκης και όλης της Εκκλησίας του Χριστού, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Η επικοινωνία που αποκτούμε διά των αρετών, κάνει τους ενάρετους ικανούς, λόγω της ομοιότητας, και τους προετοιμάζει να υποδεχτούν το Θεό, άλλα δεν τους ενώνει μαζί Του· η δύναμη της προσευχής όμως είν’ εκείνη που ιερουργεί και τελεσιουργεί την ανάταση του άνθρωπου προς τον Θεό και την ένωση μ’ Εκείνον, γιατί είναι ο σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον Κτίστη τους» (Λόγος περί Προσευχής, κεφ. α’).
Και από τούτη την ένωση του άνθρωπου με τον Θεό, την οποία κατορθώνει η ιερή Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ή μάλλον πόσες πηγές χαρισμάτων δεν πλημμυρίζουν τον άνθρωπο που είναι ενωμένος με τον Θεό; Από αυτή την ένωση αποκτούμε τη δύναμη να διακρίνουμε την αλήθεια απ’ το ψέμα· να βλέπουμε στο βάθος τα κρυμμένα μυστήρια της φύσεως· να προβλέπουμε και να προγινώσκουμε τα όσα θα συμβούν στο μέλλον ν’ αποχτούμε τη θεία έλλαμψη, δηλαδή εκείνο που ονομάζουν ενυπόστατο φωτισμό στην καρδιά. Έρχεται ο εξαίσιος έρως προς τον Θεό, που οδηγεί σ’ έκσταση όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας στην αρπαγή μας άνω, προς τον Κύριο· εκεί όπου υπάρχει η αποκάλυψη των αλάλητων μυστηρίων του Θεού. Μ’ ένα λόγο, «από την ένωση αυτή γεννιέται η πολυθρύλητη θέωση του ανθρώπου, που όλοι την ζητούν και την ποθούν, αλλά ελάχιστοι και πολύ σπάνια την απολαμβάνουν -«μόλις ένας από κάθε γενιά», κατά τον άγιο Ισαάκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «είναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο και δυσκολοαπόκτητο», κατά τον άγιο Γρηγόριο Θεσ­σαλονίκης (Λόγος εις τον άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην). Αυτή η θέωση είναι το έσχατο τέλος και ο σκοπός για τον οποίο ζούμε, ο πρώτος και πιο υψηλός απ’ όλους τους σκοπούς που έβαλε ο Θεός, για τον όποιο υπάρχει από την αρχή των αιώνων έως τη συντέλεια, ο προαιώνιος Προορισμός και η Πρόγνωση, η έγχρονη δημιουργία της Κτίσεως, η δόση του φυσικού και του γραπτού Νόμου, η χάρη της Προφητείας, η ένσαρκος οικονομία του Λόγου του Θεού, η επιδημία του αγίου Πνεύματος.
* * *
Η θεία Προσευχή είναι αναγκαιότερη απ’ όλες τις άλλες αρετές, διότι:
1. Όσο αναγκαία και απαραίτητη είναι η βοήθεια του Θεού στον άνθρωπο, το ίδιο του είναι αναγκαία η προσευχή, η οποία μπορεί να φέρει τη βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν, αν χωρίς τη βοήθεια του Θεού δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει κανένα καλό έργο, κατά το λόγο του Κυρίου «χωρίς έμου ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5), άρα και χωρίς την Προσευχή, με την οποία έρχεται η βοήθεια του Θεού, δεν δύναται ο άνθρωπος να πράττει το αγαθό, Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσεύχεται κανείς, και να ζητάει πάντοτε τη θεια βοήθεια με την προσευχή: και όταν έχει να βάλει κάποια καλή και χρήσιμη σκέψη στο νου του· κι όταν χρειάζεται να πει κάποιο λόγο ψυχωφελή· κι όταν έχει οπωσδήποτε να κάμει κάποιο θεάρεστο έργο. Μ’ ένα λόγο, ο άνθρωπος έχει ανάγκη και πρέπει να κάνει την Προσευχή του, κι όταν αρχίζει, κι όταν φτάνει στη μέση, μα κι όταν τελειώνει την εργασία του όποιο έργο κ’ αν επιχειρήσει να κάνει, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Η καλύτερη τάξη και σειρά, για τον κάθε άνθρωπο που αρχίζει ένα λόγο ή ένα έργο, είναι ν’ αρχίζει με το Θεό και στο Θεό να τελειώνει» (Απολογ. Λόγος). Διότι, όταν πριν από κάθε έργο μας προηγείται η Προσευχή, τότε όλα τα πράγματα θα είναι: πιο εύκολα, θα μας έρθουν δεξιά, και θα ’ναι ωφέλιμα, όπως μας το βεβαιώνει και ο ιερός Χρυσόστομος; «Ο άνθρωπος, είτε είναι εραστής της παρθενικής ζωής, είτε είναι πρόθυμος και συνεπής εφαρμοστής της σωφροσύνης μέσα στο γάμο, είτε θέλει να συγκρατεί την οργή και να ζει με πραότητα, είτε να μένει καθαρός από φθόνο, είτε οποιοδήποτε άλλο ενάρετο έργο που αρμόζει στον χριστιανό θέλει να πραγματοποιεί, όταν προηγείται η Προσευχή και προλειαίνει αυτόν τον δρόμο της ζωής, θα βρει εύκολο και ίσιο το δρόμο της ευσέβειας.
2. Ο άνθρωπος έχει τόσην ανάγκη από την Προσευχή, έστω και μονάχη της, όση ανάγκη έχει απ’ όλες τις άλλες τις αρετές μαζί. Διότι, πράγματι, είναι αδύνατο, όχι να κατορθώσει, μα ούτε καν ν’ αρχίσει την εργασία μιας αρετής, δίχως να προσπέσει πρώτα στο Θεό με την Προσευχή, κι’ έτσι να ζητάει βοήθεια από Εκείνον, που είναι ο δοτήρας και ο χορηγός όλων των αρετών. Και τούτο μας το βεβαιώνει πάλι η πέννα του ιερού Χρυσοστόμου, όταν γράφει: «Το ότι είναι πέρα για πέρ’ αδύνατο να ζήσει κανείς ενάρετο βίο δίχως την Προσευχή και χωρίς τη συντροφιά της σ’ όλη του τη ζωή, νομίζω πως είναι σε όλους φανερός. Διότι, πώς θα μπορούσε κανείς να ζήσει και ν’ ασκήσει την αρετή, όταν δεν προστρέχει και δεν γονατίζει συνεχώς στον αιώνιο χορηγό και δοτήρα της;» Και, για να το πούμε αυτό μ’ έναν απλό και σύντομο λόγο, όση ανάγκη έχουν από το νερό τα φυτά για να καρποφορήσουν, τόση ανάγκη έχει κι ο άνθρωπος από την Ιερή Προσευχή, για ν’ αποδώσει κάποιον καρπό στην αρετή και στην ευσέβεια, κατά τον λόγο του ιερού πάλι Χρυσοστόμου, που λέει: «Όλοι οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε την προσευχή λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζονται το νερό τα δέντρα· διότι, όπως εκείνα δεν μπορούν να δώσουν καρπούς δίχως να παίρνουν νερό από τη γη με τις ρίζες τους, έτσι κ’ εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε τους πολυτίμητους καρπούς της ευσέβειας, όταν δεν ποτιζόμαστε με τις προσευχές». Και,
3. Η ιερή Προσευχή είναι όντως αναγκαιότατη, σχεδόν σε κάθε αναπνοή του άνθρωπου. Διότι, με το να είναι, ως ασώματος, αεικίνητος ο νους του ανθρώπου, σε κάθε στιγμή και σε κάθε αναπνοή του, μπορούν να του έλθουν οι προσβολές των πονηρών λογισμών, και μ’ αυτές τις προσβολές να του κάνει πόλεμο και να τον πληγώνει ο παντοτινός εχθρός του ανθρώπινου γένους, ο διάβολος, Γι’ αυτό, λοιπόν, έχει ανάγκη ο άνθρωπος, στην κάθε του αναπνοή σχεδόν, να βαστάει το όπλο της θείας Προσευχής, για να μπορεί μ’ αυτό να πολεμεί τον εχθρό και να εκμηδενίζει τις προσβολές και τις επιθέσεις του. Και να έχει ο άνθρωπος διαρκώς τον φόβο, μήπως τον εύρει άοπλο ο εχθρός και τον πληγώσει με τους διαφόρους συνδυασμούς και τις συγκαταθέσεις των λογισμών, κ’ έτσι τον οδηγήσει στο θάνατο.
Αυτός είναι ο λόγος, για τον όποιο και ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει σε όλους γενικά τους χριστιανούς (κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς), να προσεύχονται παντοτινά και αδιάκοπα: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. ιε’ 17). Ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «Καλύτερα να προσεύχεται ο άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, παρά ν’ αναπνέει· και αν μπορεί κανείς να πει και τούτο, πως πρέπει κανείς να μην κάνει τίποτε άλλο παρά τούτο μονάχα το έργο, δηλαδή να προσεύχεται. Είμαι κ’ εγώ από κείνους που επαινούν το θείο νόμο, που μας παραγγέλλει μέρα και νύχτα να μελετούμε, και βράδυ, πρωί και μεσημέρι να ψάλλουμε και να ευλογούμε τον Κύριο, κάθε στιγμή και ώρα. Ακόμη, μπορούμε να πούμε το λόγο του Μωυσέως: κι όταν κοιμόμαστε, κι όταν ξυπνούμε, κι όταν οδοιπορούμε ή κάνουμε οποιοδήποτε άλλο έργο, η μνήμη μας να βρίσκεται στον Καθαρό, με την προσευχή» (Κατά Ευνομιανών). Και ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Καλή προσευχή είν’ εκείνη, που τυπώνει μ’ ενάργεια την έννοια του Θεού στην ψυχή· κι αυτό σημαίνει την ένοίκηση του Θεού μέσα μας, δηλαδή με τη μνήμη να έχει κανείς εγκατεστημένο μέσα του τον Θεό· και τότε γινόμαστε ναός του Θεού, όταν η συνέχεια της μνήμης μας δεν διακόπτεται από φροντίδες γήινες, και ούτε ταράζεται ο νους με τ’ απροσδόκητα πάθη, αλλά όταν ο φιλόθεος, αποφεύγοντας τα πάντα, αναχωρεί προς τον Θεό» (Επιστολή α’). Εξ άλλου, ο άγιος Ισαάκ γράφει: «χωρίς την αδιάλειπτη προσευχή δεν μπορείς να προσεγγίσεις το Θεό».
Και ότι τούτο το χρέος, της παντοτινής προσευχής, δεν είναι μόνο για τους Μοναχούς, αλλά και για όλους τους λαϊκούς που ζουν μέσα στον κόσμο, μας το βεβαίωσε και ο Άγγελος Κυρίου, όταν κατέβηκε από τον ουρανό και φανέρωσε τούτο το πράγμα στον όσιο και δίκαιο εκείνον Ιώβ, που είχε αντιρρήσεις και αμφιβολίες γι’ αυτό, όπως μπορεί κανείς να το ιδεί στο βίο του αγίου Γρηγορίου Θεσσαλονίκης. Το βεβαιώνει, ακόμη, πιο περίτρανα και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν παραγγείλει σε όλους τους κοσμικούς τεχνίτες, αντί να λένε τραγούδια, άσκοπες κουβέντες και φλυαρίες που δεν ωφελούν, να προσεύχονται εκεί οπού εργάζονται, άλλοτε νοερά και σιωπηλά και άλλοτε ψάλλοντας με το στόμα θειες ωδές και πνευματικά τροπάρια. Τούτα τα λόγια λέγει και η χαριτωμένη και γλυκόλαλη εκείνη γλώσσα: «Είσαι τεχνίτης που δουλεύει με τα χέρια; ψάλλε την ώρα που κάθεσαι κ’ εργάζεσαι· δεν θέλεις ή δεν μπορείς να ψάλλεις με το στόμα; μπορείς να το κάνεις με το νου σου. Μεγάλος σύντροφος ο ψαλμός! Τίποτε το κακό δεν θα σου συμβεί από τούτο, διότι θα αισθάνεσαι σαν να μπορείς να ζεις σε μοναστήρι. Διότι δεν είναι τόσο η καταλληλότητα των τόπων που βρισκόμαστε, όσο η ακριβής τήρηση των τρόπων της ζωής μας που θα μας δώσει την ησυχία την οποία χρειαζόμαστε γι’ αυτό» (Περί Ανδριάντων, κα’). Και σ’ άλλο σημείο πάλι, μας λέει ο ίδιος: «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει, και όταν σηκωνόμαστε απ’ το κρεβάτι μας να υποδεχόμαστε τον ήλιο με προσευχή στο Θεό· κι όταν καθόμαστε στο τραπέζι ή ετοιμαζόμαστε να πλαγιάσουμε, και μάλλον την κάθε ώρα και στιγμή, να προσφέρουμε ικεσία και προσευχή στον Θεό, για να τρέχουμε το δρόμο της ημέρας μας δίχως εμπόδια και δυσκολίες»

(Λόγος περί Προσευχής).

Άγιον Όρος Ι.Μ.Εσφιγμένου- Άγιες Μορφές



Ο κόσμος των Αγγέλων


(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη) 
Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση φιλοξενούν πολυάριθμες μαρτυρίες σχετικά με την ύπαρξη και τη δράση των αγγέλων. Μετά από τη πτώση των πρωτοπλάστων άγγελοι φυλάσσουν το Παράδεισο, άγγελοι διδάσκουν στον Αδάμ τον τρόπο καλλιέργειας της γης, ενώ άγγελοι εμφανίζονται στον Αβραάμ, το Λωτ, κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο και σε πολλούς από τους προφήτες. Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης οι άγγελοι μνημονεύονται σε πολλά χωρία, εκ των οποίων τα ενδεικτικότερα είναι κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και καθ΄ όλη τη πορεία του Ιησού από τη Γέννηση μέχρι και την Ανάληψή του.


Δημιουργία και σκοπός ύπαρξης των αγγέλων
Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν από τον υλικό κόσμο, αφού στο βιβλίο της Π.Δ. «Ιώβ» παρουσιάζεται ο Θεός να μιλά και να ομολογεί ότι μόλις δημιούργησε τα άστρα, όλοι οι άγγελοι τον ύμνησαν με δοξολογίες.
Ενώ και ο Μ. Βασίλειος αναφέρει ότι πριν τη δημιουργία του υλικού κόσμου υπήρχε υπέρχρονη και πρεσβύτερη κατάσταση, που είναι ο κόσμος των αγγέλων.
Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκαν από το Θεό δεν μας είναι γνωστός. Ωστόσο μπορούμε να λάβουμε μία εικόνα γι΄ αυτόν μέσα από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος λέγει ότι οι αγγελικές δυνάμεις δημιουργήθηκαν μόλις ο Θεός συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας τους. Δηλ. η απόφαση του Θεού να δημιουργήσει τον αγγελικό κόσμο, σήμανε ταυτόχρονα και τη δημιουργία του.
Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων δεν έχει να κάνει με κάποια ανάγκη του Θεού. Δεν είναι δυνατό ο υλικός ή ακόμη και αυτός ο πνευματικός κόσμος να μπορεί να προσφέρει κάτι επιπλέον στη δόξα του Θεού. Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων φανερώνεται από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος λέγει ότι ο Θεός τους έδωσε ύπαρξη και ζωή γι΄ αυτούς τους ίδιους, με κίνητρο την «εκστατική» του αγάπη και αγαθότητα και με σκοπό να συμμεριστούν ως λογικά όντα τη μακαριότητά του. Μετέχουν στη Θεία μακαριότητα και τρέφονται με τη διαρκή θέα του προσώπου του Θεού. Ωστόσο αυτή η συμμετοχή στη θεία μακαριότητα ωθεί τις αγγελικές δυνάμεις σε μία συνεχή ανοδική πορεία, σε μία πορεία προς τη πνευματική τελειότητα.

Φύση και Χαρακτηριστικά των αγγέλων
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό περί των αγγέλων λέγει ότι είναι φύσεις νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες, ασώματες. Υπηρετούν το θεό και είναι κατά χάριν αθάνατες. Η φύση των αγγέλων είναι πνευματική. Επειδή όμως απολύτως άϋλος και ασώματος νοείται μόνο ο θεός, γι΄ αυτό το αγγελικό σώμα νοείται ως αιθέριο, πυροειδές, ταχύτατο και πολύ λεπτότερο από τη γνωστή μας ύλη.
Οι άγγελοι ως προς τη προαίρεση είναι ελεύθεροι και τρεπτοί, έχοντας δυνατότητα να προκόπτουν στο αγαθό, αλλά και να τρέπονται στο κακό. Οι νοερές δυνάμεις διαθέτουν σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά νου και λόγο, δίχως όμως «πνεύμα ζωοποιό» επειδή δεν έχουν σώμα. Γι΄ αυτό δεν συνάγουν τη θεία γνώση μέσα από τις αισθήσεις ή από αναλύσεις λογισμών, αλλά μένοντας καθαροί από κάθε υλικό στοιχείο συλλαμβάνουν τα νοητά νοερώς και αϋλως. Παρ΄ όλη τη καθαρότητα και απλότητα της αγγελικής φύσης, οι άγγελοι είναι δεκτικοί της κακίας. Έτσι μπορούν να επιλέξουν τη συνεχή προαγωγή στην άνωθεν Γνώση και τη κοινωνία της Αγάπης ή την άρνηση αυτής της Αγαθότητας. Αποτέλεσμα της ελευθερίας τους είναι και η πτώση του τάγματος του Εωσφόρου. Αυτό το αγγελικό τάγμα δεν αρκέστηκε στη θαυμαστή λαμπρότητά του, αρνήθηκε την ιεραρχημένη πρόοδο της θείας γνώσης και θέλησε τη πλήρη και άμεση εξομοίωσή του με το Θεό. Γι΄ αυτό το λόγο ηθελημένα δόθηκε στη κακία, στερήθηκε την αληθινή ζωή, την οποία μόνο του (το τάγμα των δαιμόνων) αρνήθηκε. Κατ΄ αυτό τον τρόπο έγιναν πνεύματα νεκρά αφού απέβαλαν την αληθινή ζωή και δεν αισθάνονται κόρο από την ορμή τους προς τη κακία προσθέτοντας με άθλιο τρόπο διαρκώς κακία επάνω στην ήδη υπάρχουσα.
Οι άγγελοι όμως που δεν ακολούθησαν τον Εωσφόρο στην αποστασία του, απέκτησαν το χάρισμα της τέλειας ατρεψίας και ακινησίας προς το κακό. Αυτό συνέβη με την ενανθρώπηση, τη σταυρική θυσία και την ανάσταση του Χριστού, αφού έμαθαν ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ομοίωση με το Θεό δεν είναι η έπαρση, αλλά η ταπείνωση.
Η ακινησία των αγγέλων προς το κακό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται το αυτεξούσιό τους, αλλά ότι εξαγιάζεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Οι άγγελοι έχουν μεγαλύτερες και ανώτερες γνωστικές ικανότητες από τους ανθρώπους. Βέβαια δεν είναι ούτε παντογνώστες, ούτε παντοδύναμοι όπως ο Θεός.
Δεν προγνωρίζουν τα μέλλοντα, παρά μόνο αν τους τα αποκαλύψει ο Θεός, ούτε γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβεται στη καρδιά κάθε ανθρώπου. Δεν γνωρίζουν πότε θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και η Δευτέρα παρουσία του Χριστού. Η μετακίνησή τους γίνεται ταχύτατα, αλλά δεν είναι πανταχού παρόντες. Κάθε φορά βρίσκονται σε συγκεκριμένο τόπο, δίχως να γνωρίζουν το τι συμβαίνει αλλού.
Δεν έχουν φύλο, γιατί η φύση τους είναι πνευματική, ενώ δεν χρειάζονται τροφή για να ζήσουν, ή ανάπαυση για να ξεκουραστούν, αλλά ούτε πεθαίνουν και ούτε πολλαπλασιάζονται. Η αθανασία τους δεν πηγάζει από τη φύση τους, αλλά επειδή μετέχουν «κατά χάριν» στην αγιότητα του Θεού. 

Διάταξη των αγγέλων
Ο αριθμός των αγγελικών όντων είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος. Ο ίδιος ο Ιησούς ομιλεί στη Γεσθημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί ότι είδε και άκουσε γύρω από το Θεϊκό θρόνο χορωδία από μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων.
Όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι άγγελοι είναι οργανωμένοι σε τάγματα ή αλλιώς σε τάξεις. Συγκεντρώνοντας τις αναφορές σε αυτό το θέμα του Προφήτη Ησαϊα, του προφήτη Ιεζεκιήλ, του αποστόλου Παύλου, του αγίου Διονυσίου του αρεοπαγίτη και του Οσίου Νικήτα Στηθάτου, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:
Τα τάγματα των αγγέλων είναι εννέα, τα οποία ταξινομούνται σε τρεις τρίχορες ιεραρχίες ή ταξιαρχίες, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι - Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες - Αρχές, Αρχάγγελοι, ’γγελοι.
Ιδίωμα της πρώτης ιεραρχίας είναι η πύρινη σοφία και η γνώση των ουρανίων, ενώ έργο τους ο θεοπρεπής ύμνος του «γελ». Η δεύτερη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα τη διευθέτηση των μεγάλων πραγμάτων και την διενέργεια των θαυμάτων, ενώ έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος «’γιος, ’γιος, ’γιος». Τέλος ιδίωμα της τρίτης ιεραρχίας είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες και έργο τους αποτελεί ο ύμνος «Αλληλούϊα».
Πέρα από τα ονόματα των εννέα τάξεων, η Αγία Γραφή μας φανερώνει και τα προσωπικά ονόματα ορισμένων αγγέλων. Γνωρίζουμε το Γαβριήλ, που σημαίνει «ήρωας του Θεού», από την εμφάνισή του στο προφήτη Δανιήλ, στο προφήτη Ζαχαρία και στη Θεοτόκο. Γνωρίζουμε το Μιχαήλ, που σημαίνει «τις ως ο Θεός ημών», ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στη Παλαιά Διαθήκη. Ο Ραφαήλ είναι ο τρίτος άγγελος που γνωρίζουμε, το όνομά του σημαίνει «ο Κύριος θεραπεύει» και εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας τις ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού. Τέλος γνωστός από την εβραϊκή παράδοση είναι και ο Ουριήλ.

Έργο των αγγέλων
Οι άγγελοι πραγματοποιούν τριπλό έργο. Πρώτα απ΄ όλα δοξολογούν ακατάπαυστα το Θεό. Αυτή η δοξολογία δεν τους έχει επιβληθεί ως εντολή, αλλά είναι τελείως αυθόρμητη, που ξεπηγάζει από τους ίδιους, όταν αντικρύζουν το κάλλος του Θεϊκού προσώπου και τα μεγαλεία της δημιουργίας του. Τη νύχτα των Χριστουγέννων π.χ. εμφανίσθηκε πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσε το Θεό για το γεγονός της θείας ενσαρκώσεως.
Το δεύτερο έργο τους είναι η διακονία στη Θεία Οικονομία. Νιώθουν τόση αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το Πλάστη τους και σφοδρή επιθυμία για τη δική τους πρόοδο, ώστε να διακονούν τα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Τα αγγελικά τάγματα μεταδίδουν ιεραρχικά το φωτισμό και τη γνώση το ένα στο άλλο. Τις αποκαλύψεις του Θεού τις διδάσκουν οι ανώτερες τάξεις στις κατώτερες και όταν επιτρέψει ο Θεός να αποκαλυφθεί κάποιο μυστήριο σε νου αγίου ανθρώπου, αυτό θα γίνει ιεραρχικά.
Το τρίτο έργο των αγγελικών δυνάμεων αφορά τη σωτηρία των ανθρώπων. Με αυτό επιφορτίσθηκαν μετά την δημιουργία του ανθρώπου και το επιτελούν με ιδιαίτερη προθυμία και χαρά, αφού κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος για τις αμαρτίες του, πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό.
Στο αρχαιότατο έργο «ποιμήν» του Ερμά, γίνεται λόγος για τον προσωπικό φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου. Αυτός μάλιστα είναι τρυφερός, σεμνός, πράος, διδάσκει στην ανθρώπινη καρδιά τη δικαιοσύνη και το δρόμο προς το αγαθό. Και άλλοι πατέρες της εκκλησίας μας διδάσκουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση παραμονής του φύλακα αγγέλου δίπλα στον άνθρωπο, είναι ο άγιος βίος, διαφορετικά απομακρύνεται εξ΄ αιτίας των πονηρών και αμαρτωλών έργων. Ο άγγελος αυτός παρηγορεί στις θλίψεις, βοηθά στους πόνους, συμπάσχει με τον άνθρωπο, τον οδηγεί στη μετάνοια και τον προστατεύει από ορατούς και αόρατους εχθρούς.
Εκτός όμως από το φύλακα άγγελο του κάθε ανθρώπου, υπάρχουν και οι φύλακες άγγελοι των εθνών, των πόλεων και των κατά τόπους εκκλησιών. Στη Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Δευτερονομίου ο Θεός διαμοιράζει τα έθνη και τοποθετεί τα όρια των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του. Έπειτα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο Θεός έχει εγκαταστήσει σε κάθε πόλη στρατόπεδα αγγέλων που αναχαιτίζουν τις επιθέσεις των δαιμόνων. Ενώ τέλος ο άγιος Ιππόλυτος είναι ιδιαίτερα σαφής, όταν παρομοιάζει την εκκλησία με πλοίο που έχει ναύτες τους αγγέλους. 

Τιμή των αγγέλων
Η ορθόδοξη εκκλησία τιμούσε πάντοτε τους αγγέλους. Η δε τιμητική τους προσκύνηση διακηρύχθηκε επίσημα από τη Ζ΄ οικουμενική σύνοδο σε αντιδιαστολή προς τη λατρεία που αφορά μόνο το πρόσωπο του Θεού.
Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο των ακολουθιών, η Δευτέρα αφιερώνεται στις αγγελικές δυνάμεις. Δύο παρακλητικοί κανόνες αφορούν το φύλακα άγγελο και τις επουράνιες Δυνάμεις.
Ο ετήσιος λειτουργικός κύκλος σηματοδοτείται από έξι εορτές αφιερωμένες στον αγγελικό κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη της 8ης Νοεμβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η σύναξη των αγγέλων υπό τον αρχάγγελο Μιχαήλ ως αντίσταση κατά της αποστασίας του Εωσφόρου.
Αλλά η κατεξοχήν τιμή των αγγέλων γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Εκεί, ο λαός του Θεού στη γη και οι στρατιές του ουρανού με ένα στόμα, σε μία κοινή λειτουργική σύναξη προσφέρουν στο Θεό δοξολογία. Μαζί με τους ιερείς συνέρχονται στο θυσιαστήριο και συλλειτουργούν τη θεϊκή αγαθότητα. Μαζί κυκλώνουν την αγία Τράπεζα και τα τίμια δώρα, διά χειρός αγγέλου αναφέρονται εις οσμήν ευωδίας πνευματικής στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο.
Ωστόσο, εκείνοι που τιμούν ιδιαίτερα τους αγγέλους είναι οι μοναχοί. Μέσα από την διαρκή προσευχή τους, την υπεράνθρωπη άσκησή τους, αγωνίζονται να ομοιάσουν στους αγγέλους και να αναπληρώσουν το εκπεσόν τάγμα των δαιμόνων. Γι΄ αυτό και η ακολουθία της μοναχικής κουράς φέρει το όνομα: «Ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος».

Ή εγκράτεια στην έγγαμη ζωή.Ό άνδρας νιώθει μια φυσική έλξη προς την γυναίκα και ή γυναίκα προς τον άνδρα.


πηγή

                          Ή εγκράτεια στην έγγαμη ζωή   

    Ο Θεός «εποίησε τα πάντα καλά λίαν» (Γενέσ 1, 31).
 Ό άνδρας νιώθει μια φυσική έλξη προς την
 γυναίκα και ή γυναίκα προς τον άνδρα.
 Αν δεν υπήρχε αυτή ή έλξη, 
ποτέ δεν θα ξεκινούσε κανείς να
 κάνη οικογένεια. Θα συλλογιζόταν τις δυσκολίες
 που θα είχε αργότερα στην οικογένεια με την
 ανατροφή των παιδιών κ.λπ.
 και δεν θα αποφάσιζε να ξεκινήσει.
Μετά την πτώση των Πρωτοπλάσ
...των το
 σαρκικό φρόνημα σε μερικούς ανθρώπους μπορεί
 να υπάρχει πέντε τοις εκατό, σε άλλους δέκα, 
τριάντα κ.λπ. Αλλά σήμερα που να βρεθούν άνθρωποι να έχουν
 πέντε τοις εκατό σαρκικόφρόνημα, να έχουν δηλαδή αγνό φρόνημα!
 Πάντως σε όλους τους ανθρώπους έχει 
δοθεί από τον Θεό ή δυνατότητα να φθάσουν στην απάθεια, αν αγωνισθούν με
 φιλότιμο. Δεν δικαιολογούνται οι έγγαμοι, επειδή ακολούθησαν τον έγγαμο βίο,
 να ξεχνούν ότι ό άνθρωπος δεν είναι μόνο σάρκα, αλλά είναι και πνεύμα, και να 
αφήνουν τον εαυτό τους αχαλίνωτο. Πρέπει να αγωνίζονται να υποτάξουν την 
σάρκα στο πνεύμα. Αν προσπαθούν να ζουν πνευματικά, με την καθοδήγηση του
 Πνευματικού τους, θα αρχίσουν να γεύονται σιγά-σιγά και ανώτερες χαρές, 
πνευματικές, ουράνιες, και δεν θα αναζητούν τις σαρκικές. Έχουν υποχρέωση
 να αγωνίζονται και να εγκρατεύονται, για να μη μεταδώσουν το σαρκικό πάθος 
και στα παιδιά τους. Ένα παιδάκι, που οι γονείς του έχουν πολύ σαρκικό φρόνημα,
 έχει από μικρό τέτοιες τάσεις, γιατί παίρνει το σαρκικό φρόνημα από αυτούς.
 Στην αρχή αυτό είναι απαλό, όπως όλα τα κληρονομικά πάθη - σαν την 
τσουκνίδα που, μόλις φυτρώνει, είναι απαλή και μπορείς να την πιάσεις, 
ενώ, όταν μεγαλώσει, τσιμπάει — και μπορεί να θεραπευθεί από έναν καλό
 Πνευματικό, που έχει διάκριση. 'Αν όμως δεν το κόψη στην μικρή ηλικία, 
θα χρειασθεί πολύ να αγωνισθεί, όταν μεγαλώσει, για να το κόψη (σ. 62-64).

Ἐξομολόγηση καὶ Θεία Κοινωνία



Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))


 
 
Τὰ ἐρωτήματα καὶ ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὴ συχνότητα τῆς θείας Κοινωνίας, γιὰ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ τῆς ἐξομολόγησης, ὅπως καὶ τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν οὐσία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐξομολόγησης, εἶναι σήμερα σημάδια ζωντάνιας καὶ ἐγρήγορσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Φανερώνουν ὅτι ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους ὑπάρχει φανερὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ οὐσιῶδες καὶ δίψα γιὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ γνήσιο. Θὰ ἦταν λοιπὸν ἐσφαλμένο νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε τέτοια ἐρωτήματα ἁπλῶς μὲ “διοικητικὰ” μέτρα, μὲ θεσπίσματα καὶ ἀπαγορευτικὲς ἐγκυκλίους. Γιατί, στὴν πραγματικότητα αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ἀντιμέτωποι εἶναι ἕνα καίριο πνευματικὸ ἐρώτημα ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρη τή ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
 
Μόνο ἕνας πνευματικὰ τυφλὸς καὶ ἀδιάφορος ἄνθρωπος θὰ ἀρνιόταν ὅτι παρὰ τὴ σχετική της εὐημερία, ἐξωτερικὴ καὶ ὑλική, αὐτὸ ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Ἐκκλησία προέρχεται ἐκ τῶν ἔσω καὶ δὲν εἶναι παρὰ ὁ κίνδυνος τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς βαθιᾶς πνευματικῆς ἀποσύνθεσης. Τὰ τραγικὰ συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ μαρασμοῦ ἔχουν ἐμφανισθεῖ πολὺ καιρὸ πρίν. Οἱ ἀτελείωτες διαμάχες πάνω στὰ καταστατικὰ τῶν ἐνοριῶν, τὸ εὐρέως διαδεδομένο ἐνδιαφέρον τῶν ἐνοριτῶν γιὰ τὴν προάσπιση τῶν “συμφερόντων”, τῶν “δικαιωμάτων” καὶ τῶν “περιουσιακῶν” ἔναντι τῆς ἱεραρχίας καὶ τοῦ κλήρου, ἡ ἀπίστευτη εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ παλιὲς καὶ ἱστορικὲς ἐνορίες ἁπλὰ ἐγκαταλείπουν τὴν Ἐκκλησία χάριν αὐτῶν τῶν “δικαίων αἰτημάτων”, ὁ ἐγκεντρισμὸς οὐσιαστικὰ ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων, ἐθνικῶν, ἐπισκοπικῶν καὶ ἐνοριακῶν πάνω στὰ ἐξωτερικά, τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ “νόμιμα” -ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύπτουν τέτοια βαθιὰ ἐκκοσμίκευση τοῦ νοῦ καὶ τῆς συνείδησης ποὺ προκαλοῦν ἀνησυχία γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀντιθέτως δὲν δείχνει νὰ συνειδητοποιεῖ τὸ πραγματικὸ εὖρος καὶ βάθος τῆς κρίσης.
 
Κι ὅμως, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἐκκοσμίκευση, ποὺ ὁδηγεῖ τόσους ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα νέους μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τοὺς μιλᾶ γιὰ τὸ ἀληθινό της νόημα καὶ τί σημαίνει νὰ εἶναι μέλη της. Μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία ἡ ἔκκληση γιὰ ἐμβάθυνση στὴν ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ ἀκούγεται σπάνια καὶ συχνὰ τὸ “πνευματικὸ” ἐξαντλεῖται σὲ συνεστιάσεις, ἐπετειακὲς πανηγύρεις, οἰκονομικὲς ἐξορμήσεις καὶ ψυχαγωγικὰ προγράμματα.
 
[...]
 
Ὑπάρχει μιά τάση νὰ ἐπιλύουμε ὅλα τὰ φλέγοντα καὶ δύσκολα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης τῆς μετοχῆς στὴ θεία Κοινωνία, μὲ ἁπλὲς ἀναφορὲς στὸ παρελθόν: στὶς πρακτικὲς ποὺ χαρακτηρίζονταν ὡς κανονικὲς στὴ Ρωσία, τὴν Ἑλλάδα, τὴν Πολωνία, κ.λπ. Αὐτὴ ἡ τάση, ὡστόσο, δὲν εἶναι μόνο λανθασμένη ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνη. Γιατί συχνὰ τὸ παρελθόν, ἀνεξαρτήτως χώρας, ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο καὶ σωστό. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ διαβάσουμε, γιὰ παράδειγμα, τὶς παρατηρήσεις τοῦ καθολικοῦ σώματος τῆς Ρωσικῆς ἱεραρχίας στὰ ἔτη 1905-1912 [..]. Κυριολεκτικὰ χωρὶς ἑξαιρέσεις, οἱ τότε Ρῶσοι ἐπίσκοποι, ἀπὸ τοὺς πιὸ κατηρτισμένους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ ἀναμφίβολα ἀπὸ τοὺς πιὸ παραδοσιακούς, χαρακτήρισαν τὴν πνευματική, λειτουργική, ἐκπαιδευτικὴ κ.λπ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας ὡς βαρύτατα ἐλλιπῆ, καὶ ἀπαιτοῦσαν ἐπείγουσες ἀλλαγές. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Χομιάκοφ ἀποκήρυξε κάθε τί ποὺ ἔδενε στὸ ἅρμα τοῦ δυτικοῦ Σχολαστικισμοῦ καὶ Νομικισμοῦ τὰ ἀληθινὰ ζωντανὰ καὶ παραγωγικὰ στοιχεῖα τῆς Ρωσικῆς θεολογίας. Ὁ Μητροπολίτης Ἄντονυ (Κραποβίτσκυ) ἔκανε ἔκκληση γιὰ ριζικὴ ἀναμόρφωση τῶν Ρωσικῶν ἱερατικῶν σχολῶν καὶ ἀκαδημιῶν. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης καταδίκαζε μὲ αὐστηρότητα τὴν χλιαρότητα καὶ τὸν τυπικὸ εὐσεβισμὸ τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας ποὺ εἶχε ὑποβαθμίσει τὴ μετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία σὲ μία “ἅπαξ τοῦ ἔτους ὑποχρέωση” καὶ τὴν Θεανδρικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας στὸ ἐπίπεδο τῶν “ἐθίμων”. Κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ γωνία, οἱ ἁπλὲς ἀναφορὲς καὶ ἐκκλήσεις στὸ παρελθὸν δὲν θὰ ἦταν δόκιμες, ἀφοῦ τὸ ἴδιο τὸ παρελθὸν χρήζει ἐπαναξιολόγησης ὑπὸ τὸ φῶς τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης παράδοσης. Τὸ μοναδικὸ κριτήριο εἶναι πάντοτε καὶ σὲ κάθε περίπτωση αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Παράδοση καὶ ὁ προβληματισμὸς ἀφορᾶ τὸν τρόπο ποὺ θὰ τὴν ἐνσωματώσουμε στὴν παροῦσα κατάσταση, ποὺ διαφέρει τόσο ριζικὰ ἀπὸ τὸ παρελθόν.
 
Αὐτὴ ἡ κατάσταση προσδιορίζεται κυρίως ἀπὸ μία βαθιὰ πνευματικὴ κρίση τῆς κοινωνίας, τοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου. Ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση ποὺ ἀρχίζει νὰ ἐπηρεάζει καὶ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ ἀφελὲς νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ σταματήσει μὲ ἀποφάσεις καὶ διοικητικὲς πράξεις. Γιατί, καταρχήν, ἡ ἐκκοσμίκευση πλήττει τὸν θησαυρὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἅγια τῶν ἁγίων –τὰ θεία Μυστήρια.
 
 
Ἐκκοσμίκευση καί μυστήρια
 
Ἂν ξεκινῶ αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ στὰ μυστήρια μὲ γενικὲς παρατηρήσεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν κατάσταση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γιατί εἶμαι πεπεισμένος ὅτι τὸ νέο ἐνδιαφέρον πάνω στὶς μυστηριακὲς πρακτικὲς καὶ τοὺς κανόνες πηγάζει ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη κρίση καὶ συνδέεται ἄμεσα μαζί της. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στὰ Μυστήρια εἶναι στὴν πραγματικότητα τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν καθολικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στὴ λύση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος στηρίζεται ἐν τέλει τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀναγέννηση ἤ ἡ ἀποσύνθεσή της.
 
Ἐκεῖ ὅπου ἡ Εὐχαριστία καὶ ἡ θεία Κοινωνία ἔχουν γίνει καὶ πάλι “τὸ κέντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς”, τὰ προβλήματα τῶν σχέσεων τῆς ἐνορίας μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἱεραρχία, τὰ προβλήματα μὲ τοὺς κανόνες καὶ τὶς οἰκονομικὲς δεσμεύσεις, παύουν νὰ ὑπάρχουν. Κάτι, βέβαια, ποὺ δὲν εἶναι τυχαῖο. Γιατί, ὅπου ἡ ἐνοριακὴ ζωὴ δὲν θεμελιώνεται πάνω ἀπ’ ὅλα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ –ποὺ σημαίνει πάνω σὲ μιά ζωντανὴ καὶ σταθερὴ κοινωνία μαζί Του καὶ μέσω Αὐτοῦ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Παρουσίας Του, τὴ θεία Εὐχαριστία- ἐκεῖ, ἀργὰ ἡ γρήγορα ἀλλὰ ἀναπόφευκτα, κάτι διαφορετικὸ θὰ ἀναδυθεῖ καὶ θὰ ἐπικρατήσει: τὰ “περιουσιακὰ” καὶ ἡ “διεκδίκησή τους”, οἱ πολιτικὲς σκοπιμότητες, τὰ ἐθνικιστικὰ φρονήματα, οἱ ὑλικὲς ἐπιτυχίες, ἡ “καύχηση” τῆς κοινότητας. Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δὲν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλὰ κάτι ἄλλο ποὺ διαμορφώνει, καὶ ἐντέλει ἀποικοδομεῖ, τὴν ἐνοριακὴ ζωή
Μέχρι πρόσφατα καὶ γιὰ πολὺ καιρό, οἱ ἐνορίες μας παράλληλα μὲ τὴ θρησκευτική τους ἀποστολὴ εἶχαν ἕνα εἶδος φυσικοῦ ὑποστηρίγματος: φυλετικοῦ, ἐθνικοῦ, γλωσσικοῦ. Οἱ ἐνορίες ἦταν τὸ πλαίσιο καὶ ὁ τρόπος ἕνωσης τῶν μεταναστῶν, δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν ἐκείνων μειονοτήτων ποὺ ἀναζητοῦσαν συγκροτημένη ταυτότητα καὶ ἐπιβίωση στὴν Ἀμερικανικὴ κοινωνία, ποὺ ἀρχικὰ ἦταν ξένη καὶ ἀργότερα ἐχθρικὴ ἀπέναντί τους. Τώρα, ὡστόσο, αὐτὴ ἡ “μεταναστευτικὴ” περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας μας ὁδηγεῖται ραγδαία πρὸς τὸ τέλος της. Αὐτὴ ἡ “φυσικὴ” βάση γρήγορα καταρρέει καὶ ἐξαφανίζεται. Τὸ ἑπόμενο ἐρώτημα εἶναι τὸ ἑξῆς: Τί θὰ τὴν ἀντικαταστήσει; Μήπως εἶναι ὀδυνηρὰ ξεκάθαρο ὅτι ἐὰν δὲν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας –τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα- τότε ἀναγκαστικὰ θὰ ἐκφυλιστεῖ σὲ μιά ἀθεολόγητη, ἤ καὶ ἀντίχριστη θεώρηση τῆς ἐνορίας ὡς ἁπλοῦ ἀποδέκτη καὶ διαχειριστῆ περιουσιακῶν στοιχείων; ...] Γιατί, εἶναι πλέον γνωστὸ καὶ ἀποδεδειγμένο ὅτι αὐτὸ ποὺ δὲν καταφέρνει νὰ ἑνώσει τοὺς ἀνθρώπους γύρω του, τοὺς συσπειρώνει ἐναντίον του. Κι ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγικὴ διάσταση τῆς παρούσας κατάστασης.
 
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ ἐρώτημα περὶ μυστηρίων ἔχει τέτοια ἰδιαίτερη σημασία. Μόνο στὰ μυστήρια μποροῦμε νὰ βροῦμε αὐτὸ πού μᾶς τροφοδοτεῖ μ’ ἕναν θετικὸ τρόπο: τὴν ἀρχὴ τῆς ἑνότητας, ποὺ τόσο φανερὰ λείπει ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ σήμερα. Μόνο στὰ μυστήρια εἶναι ριζωμένη αὐτὴ ἡ δυνατότητα γιὰ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας μας. Ἐὰν ἔχει προκύψει ἕνας ἔντονος προβληματισμὸς σήμερα, εἶναι γιατί ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι, συνειδητὰ ἡ ἀσυνείδητα, ἀναζητοῦν μιά ἐπαναθεώρηση, μιά νέα “βάση” ποὺ θὰ ἔδινε τὴ δυνατότητα στὴν ἐνορία νὰ ἀνακαλύψει τὸ ἐκκλησιαστικό της νόημα καὶ νὰ θέσει τέρμα στὴ ραγδαία καὶ λυπηρὴ “ἐκκοσμίκευση”.
 
 
Μαρασμὸς καὶ ἀνακαίνιση τῆς Εὐχαριστιακῆς πρακτικῆς
 
Πολὺ περιεκτικὰ θὰ συνοψίζαμε τὴν δογματικὴ καὶ ἱστορικὴ πλευρὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στὴ θεία Εὐχαριστία, ὡς ἑξῆς:
Εἶναι γνωστὸ καὶ ἀδιαμφισβήτητο ὅτι στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἡ κοινωνία ὅλων τῶν πιστῶν, σὲ κάθε Λειτουργικὴ σύναξη, εἶναι αὐταπόδεικτος κανόνας. Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἐδῶ νὰ ὑπογραμμιστεῖ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ συγκροτημένη συμμετοχὴ γίνεται ἀντιληπτὴ ὄχι μόνο ὡς πράξη προσωπικῆς εὐσέβειας καὶ ἁγιασμοῦ, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ὡς πράξη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας: πλήρωση καὶ πραγμάτωση τῆς συμμετοχῆς. Ἡ Εὐχαριστία προσδιορίζεται καὶ βιώνεται ὡς “τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας”, “τὸ μυστήριο τῆς σύναξης”, “τὸ μυστήριο τῆς ἐνότητας”. “Ενώθηκε μαζί μας καὶ σκήνωσε τὸ Σῶμα Του μέσα μας, ὥστε νὰ συγκροτήσουμε μιά ὁλότητα, νὰ γίνουμε ἕνα σῶμα ἑνωμένο μὲ τὴν Κεφαλή”, γράφει ὁ Ἄγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἁπλὰ δὲν γνωρίζει σημεῖο ἤ κριτήριο γιὰ τὰ μέλη της ἄλλο, ἀπὸ τὴ μετοχὴ στὸ μυστήριο. Ὁ ἀφορισμὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὁροθετεῖται μὲ τὸν ἀφορισμὸ ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη μέσα στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἐκπληρώνει καὶ ἀποκαλύπτει ἑαυτὴν ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄμεση συνέπεια τοῦ βαπτίσματος: τοῦ μυστηρίου τῆς εἰσόδου μας στὴν Ἐκκλησία, ὅπου δὲν τίθενται πλέον ἄλλοι “ὅροι” γιὰ τὴ μετοχή μας. Τὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ πρόσωπο πού, μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια, βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ αὐτήν. Αὐτὴ ἡ κατανόηση τῆς Κοινωνίας, ὡς τὸ πλήρωμα τῆς μετοχῆς στὴν Ἐκκλησία, μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἐκκλησιολογική. Καὶ παρόλο ποὺ ἀργότερα συσκοτίστηκε ἤ ἔγινε πολύπλοκη, δὲν ἐγκαταλείφθηκε ποτὲ. Παραμένει πάντοτε τὸ οὐσιαστικὸ μέρος τῆς Παράδοσης.
 
Ἔτσι, λοιπόν, κανεὶς δὲν πρέπει ν’ ἀναρωτιέται γιὰ τὴν ἴδια τὴν πρακτική, ἀλλὰ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ τὴν ἀλλοίωσε. Πῶς ἔγινε κι ἀπομακρυνθήκαμε τόσο ἀπ’ αὐτήν, ὥστε ἀκόμα κι ἡ ἁπλὴ ἀναφορά της νὰ φαίνεται σὲ μερικοὺς –ἰδιαίτερα κληρικούς- σὰν ἀνήκουστη καινοτομία, σὰν τριγμὸς στὰ θεμέλια. Γιατί, ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ἐννιὰ στὶς δέκα Λειτουργίες τελοῦνται χωρὶς τὴν προσέλευση κοινωνούντων; -γεγονὸς πού δὲν προκαλεῖ καμία ἔκπληξη, κανέναν φόβο ἐνῶ ἀντιθέτως, ἡ ἐπιθυμία γιὰ συχνὴ θεία Κοινωνία ξεσηκώνει ἀληθινὸ τρόμο; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ διδασκαλία περὶ ἅπαξ τοῦ ἔτους κοινωνίας νὰ καλλιεργεῖται μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς μία ἀποδεκτὴ συνήθεια, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ὁποία σηματοδοτεῖ μόνο τὴν ἐξαίρεση; Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας ἔφθασε νὰ γίνει τόσο ἐξατομικευμένη, τόσο ξένη πρὸς τὴν Ἐκκλησία, τόσο ἀλλότρια πρὸς τὴν ἴδια τὴν προσευχὴ τῆς θείας Μετάληψης;
 
Τὸ πνευματικὸ αἴτιο γιὰ ὅλα αὐτά, ἂν καὶ πολύπλοκο ἱστορικά, εἶναι ἁπλό: Εἶναι ὁ φόβος τῆς βεβήλωσης τῆς ἱερότητας τοῦ μυστηρίου, ἡ ἀνησυχία γιὰ τὴν ἀνάξια μετοχή, τὴν καταπάτηση τῆς μυσταγωγίας τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων. Εἶναι ἕνας φόβος, βέβαια, πνευματικὰ ὀρθός, ἀφοῦ “πῦρ ὑπάρχων καὶ φλέγων ἀναξίους”. Ἡ περιδεὴς αὐτὴ ἀντιμετώπιση ἐμφανίστηκε ἀρκετὰ νωρίς, ἀμέσως μετὰ τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν αὐτοκρατορία τῶν Ἐθνικῶν, μιά νίκη ποὺ μεταμόρφωσε τὴν χριστιανοσύνη σὲ σύντομο σχετικὰ διάστημα σὲ μία θρησκεία τῶν μαζῶν, καὶ ὁδήγησε στὴν ἵδρυση Κρατικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκλαΐκευση τῆς λατρείας. Ἐὰν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ἡ συμμετοχὴ στὴν Ἐκκλησία ἐπέβαλε στοὺς πιστοὺς νὰ ἀκολουθήσουν τὴ “στενὴ ὁδὸ” καὶ νὰ θέσουν ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν “κόσμο” μιά αὐτονόητη διαχωριστικὴ γραμμή, τώρα πλέον μὲ τὴ μετοχὴ ὁλόκληρου τοῦ “κόσμου” στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γραμμὴ αὐτὴ ἔτεινε πρὸς κατάργηση καὶ ἔτσι ἐμφανίστηκε ὁ πολὺ πραγματικὸς κίνδυνος μιᾶς κατ’ ὄνομα, ἐπιφανειακῆς, καὶ χλιαρῆς κατανόησης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἐάν, πρωτύτερα, ἡ ἴδια ἡ ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία εἶχε κάποια δυσκολία, τώρα, μὲ τὴν δεσμευτικὴ συμπερίληψη οὐσιαστικὰ τοῦ καθενὸς μέσα στοὺς κόλπους της, κατέστη ἀναγκαῖο νὰ θεσμοθετηθοῦν κάποιοι ἔλεγχοι καὶ περιορισμοί. Ἦταν λοιπὸν στὰ μυστήρια ποὺ κυρίως ἀφοροῦσαν οἱ ὅποιες ρυθμίσεις.
 
Ὡστόσο ἐδῶ, πρέπει νὰ τονίσει κανείς, ὅτι οὔτε οἱ Πατέρες οὔτε τὰ λειτουργικὰ κείμενα ἐνθαρρύνουν τὴ μὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια. Μάλιστα οὔτε κἄν ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ κάτι παρόμοιο. Δίνοντας ἔμφαση στὴν ἱερότητα τῆς Κοινωνίας καὶ τὴν “φοβερὰ” της φύση καὶ καλώντας σὲ ἀνάλογη πνευματικὴ ἑτοιμότητα, οἱ Πατέρες οὔτε ὑποστήριξαν, οὔτε ἐνέκριναν τὴν εὐρέως διαδεδομένη σύγχρονη ἀντίληψη ὅτι ἐφόσον τὸ Μυστήριο εἶναι ἱερὸ καὶ μεγαλοπρεπές, οἱ πιστοὶ δὲν πρέπει νὰ προσέρχονται συχνὰ σ’ αὐτό. Στοὺς Πατέρες, ἡ θεώρηση τῆς Εὐχαριστίας ὡς τοῦ μέγιστου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ πληρώματος τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἄνθισής της, συνεχίζουν νὰ εἶναι αὐταπόδεικτα.
 
“Δεν θὰ πρέπει”, γράφει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Κασσιανός, “ν’ ἀποφεύγουμε τὴν Μετάληψη ἐπειδὴ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ νὰ προσερχόμαστε ἀκόμα πιὸ συχνὰ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ νοῦ, ἔχοντας ὅμως ταπείνωση καὶ πίστη, ὥστε ἀναλογιζόμενοι τὴν ἀναξιότητά μας... νὰ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς τὴν ἴαση τῶν πληγῶν μας. Εἶναι ἀνάρμοστο νὰ μεταλαμβάνουμε μία φορά τὸν χρόνο, ὅπως ὁρισμένοι συνηθίζουν, θεωρώντας τὴν ἱερότητα τῶν θείων Μυστηρίων προσιτὴ μόνο στοὺς ἁγίους. Εἶναι προτιμότερο νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ἡ Χάρη ποὺ λαμβάνουμε μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριό μας ἐξαγιάζει. Κάθε ἄλλη συμπεριφορὰ φανερώνει περισσότερο οἴηση παρὰ ταπείνωση, καθὼς οἱ ἄνθρωποι τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ προσέρχονται πιστεύουν ὅτι εἶναι ἄξιοί τῆς Κοινωνίας. Πολὺ καλύτερο θὰ ἦταν ἐάν, μὲ ταπείνωση καρδιᾶς, γνωρίζοντας ὅτι ποτὲ δὲν εἴμαστε ἄξιοι τῶν θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακὴ πρὸς ἴαση τῶν ἀσθενειῶν μας, παρὰ τυφλωμένοι ἀπὸ περηφάνια νὰ νομίζουμε ὅτι μετὰ τὴν πάροδο ἑνὸς χρόνου ἀποχῆς γινόμαστε ἄξιοι τῆς θείας Μετάληψης”.
 
Ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐξίσου διαδεδομένη θεωρία ποὺ διακρίνει τὴν Μετάληψη ἀνάμεσα σὲ κληρικοὺς καὶ λαό, κηρύσσοντας ὅτι οἱ πρῶτοι πρέπει νὰ κοινωνοῦν σὲ κάθε Λειτουργία ἐνῶ οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀποθαρρύνονται ἀπὸ παρόμοια πρακτική, χρήσιμο θὰ ἦταν νὰ ἀκούσουμε τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ποὺ ὅσο κανεὶς ἄλλος ἐπέμενε στὴν μετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία: “Ὑπάρχουν περιπτώσεις”, γράφει, “ὅπου ὁ ἱερέας δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν λαϊκό, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ στὴν προσέλευση στὰ θεία Μυστήρια. Ἐκεῖ, τὰ δεχόμαστε ὅλοι ἰσότιμα σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πρακτική τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅπου ἄλλη τροφὴ προορίζονταν γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ διαφορετικὴ γιὰ τὸν λαό, ἐνῶ στὰ τῶν ἱερέων δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ πρόσβαση ἀπὸ τοὺς λαϊκούς. Τώρα δὲν συμβαίνει πλέον ἔτσι, ἀλλὰ σὲ ὅλους προσφέρεται τὸ ἴδιο Σῶμα καὶ τὸ ἴδιο Αἷμα...”
 
Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπαναλάβω ὅτι εἶναι ἁπλὰ ἀδύνατον νὰ βρεῖ κανεὶς στὴν Παράδοση κάποια βάση ποὺ νὰ δικαιώνει τὴν παροῦσα πρακτική τῆς σπανιότατης, ἂν ὄχι ἐτήσιας, Μετάληψης τῶν λαϊκῶν. Ὅλοι ὅσοι μὲ σοβαρότητα καὶ εὐθύνη ἔχουν προσεγγίσει τὴν Παράδοση, ...] διακρίνουν σ’ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ μιά ἀποσύνθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μιά ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα καὶ τὶς γνήσιες ὑποδομὲς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ πιὸ τρομακτικὴ πλευρὰ αὐτῆς τῆς κατάπτωσης εἶναι ὅτι βρίσκει τὴ δικαίωση καὶ αἰτιολόγησή της μέσα ἀπὸ τοὺς ὅρους τοῦ “σεβασμοῦ” καὶ τοῦ “δέους” ἀπέναντι στὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου. Ἀλλά, σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, οἱ μὴ κοινωνοῦντες θὰ ἔπρεπε νὰ βιώνουν τουλάχιστον κάποια θλίψη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας, μιά αἴσθηση ἐλλιποῦς μετοχῆς καὶ συντριβῆς, κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν συμβαίνει. Ἡ μιά γενιὰ Ὀρθοδόξων μετὰ τὴν ἄλλη “παρακολουθοῦν” τὴ Λειτουργία ἀπόλυτα πεπεισμένοι ὅτι ἡ παρουσία τους ἐκεῖ εἶναι ἀρκετὴ καὶ ὅτι ἁπλούστατα ἡ Κοινωνία δὲν προορίζεται γι’ αὐτούς. Καὶ μιά φορά τὸ χρόνο ἐκπληρώνουν τὸ “καθῆκον” τους προσερχόμενοι στὸ Μυστήριο ὕστερα ἀπὸ μιά σύντομη ἐξομολόγηση. Τὸ νὰ προσπαθεῖ κανεὶς νὰ ἀνακαλύψει ἕναν θρίαμβο τῆς ἱερότητας, μιά πρακτικὴ προστατευτική τῆς ἁγιότητας, ἤ πολὺ περισσότερο νὰ δημιουργεῖ νέους κανόνες ποὺ νὰ δικαιώνουν τὴν παραφθορά, εἶναι ἀληθινὰ ἀπίστευτο.
 
Σὲ κάποιες ἐνορίες, ἐκεῖνοι ποὺ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ προσέρχονται συχνότερα ὑποβλήθηκαν σὲ πραγματικὸ κατατρεγμό, τοὺς ζητήθηκε νὰ μὴν ἐπιμένουν “γιὰ χάρη τῆς εἰρήνης”, κατηγορήθηκαν ἀκόμη καὶ γιὰ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία! Θὰ μποροῦσα νὰ παραθέσω ἀποσπάσματα ἀπὸ φυλλάδια ἐνοριῶν ποὺ διδάσκουν ὅτι ἐφόσον ἡ Μετάληψη εἶναι γιὰ μετανοοῦντες, κανεὶς πρέπει νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὸ μυστήριο κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἀνάστασης προκειμένου νὰ μὴν ἀμαυρώσει τὴ χαρὰ τῆς ἡμέρας! Καὶ τὸ πιὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση δὲν προκαλεῖ κἄν τρόμο καὶ δέος γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἐμπόδιο στὴν πορεία τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸν Χριστό! Ἀλήθεια, “ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως... ἐστώς ἐν τόπῳ ἁγίω...” (Μάτθ. 24:15)
 
Τελικά, δὲν θὰ ἦταν δύσκολο νὰ δείξει κανεὶς ὅτι ὅποτε καὶ ὅπου ἔχει παρατηρηθεῖ μιά γνήσια ἀναζωογόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, αὐτὴ γεννήθηκε μέσα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ χαρακτηρίζαμε ὡς “εὐχαριστιακὴ πεῖνα”. Τὸν εἰκοστὸ αἰώνα ἡ Ὀρθοδοξία πέρασε ἀπὸ μεγάλη κρίση. Καὶ μόλις ἡ κρίση αὐτὴ ἔγινε ἀντιληπτὴ καὶ κατανοήθηκε, ὑπῆρξε μία στροφὴ πρὸς τὴ θεία Κοινωνία ὡς “τὸ κέντρο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς”. Ἔτσι συνέβη στὴν κομμουνιστικὴ Ρωσία, ὅπως μαρτυροῦν ἑκατοντάδες πιστῶν. Τὸ ἴδιο συνέβη σὲ ἄλλα κέντρα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴ διασπορά. [..] Ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, ζωντανό, ἐκκλησιαστικό, γεννήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ χαροποιὸ ἀνταπόκριση στὸν λόγο τοῦ Κυρίου: “ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγώ ἐν αὐτῶ” (Ἰω. 6:56).
 
Τώρα, λοιπόν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ὁ εὐχαριστιακὸς ἐγκεντρισμός, αὐτὴ ἡ δίψα γιὰ συχνότερη, κανονικὴ προσέλευση στὴ θεία Κοινωνία καὶ κατ’ ἐπέκταση ἐπιστροφὴ σὲ μιά πιὸ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἐδῶ στὴν Ἀμερική. Εἶμαι βέβαιος ὅτι τίποτα δὲν θὰ προσφέρει μεγαλύτερη χαρὰ στοὺς ἱερεῖς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἐπισκόπους ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀναγέννηση πού μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα ν’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς πνευματικὰ νεκρὲς ἔριδες περὶ “περιουσιακῶν” καὶ “δικαιωμάτων”, ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνὸς ἐθνικό-κοινωνικοῦ ὁμίλου τῆς διασκέδασης καὶ τοῦ πίκ-νίκ, ἀπὸ τὶς ὀργανωμένες “νεολαῖες” ὅπου τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον καὶ βίωμα ἔχουν μειωθεῖ στὸ ἐλάχιστο. Γιατί, ὅπως ἤδη ἔχω πεῖ, δὲν ὑπάρχει ἄλλου εἴδους ὑποδομὴ ποὺ νὰ ἐπιτρέπει αὐτὴ τὴν ἀνακαίνιση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁλότητας, καὶ οὔτε θὰ ὑπάρξει ποτέ. Ἡ ὅποια ἐθνικό-φυλετικὴ βάση σταδιακὰ ξεθωριάζει. Κάθε τί ποὺ κινεῖται στὰ ὅρια μόνο τοῦ ἐθίμου, μόνο τοῦ τύπου, ποὺ λειτουργεῖ συμπληρωματικὰ στὴ ζωὴ ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ζωή, ἐξαφανίζεται. Ὁ λαὸς ἀναζητᾶ τὸ γνήσιο, τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ ζωντανό. Ἔτσι, ἂν θέλουμε νὰ ζοῦμε προοδεύοντας εἶναι φανερὸ ὅτι πρέπει νὰ τὸ κάνουμε μόνο πάνω στὴ βάση τῆς ἀληθινῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας... κι αὐτὴ ἡ φύση εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ ἑνότητα στὴν ὁποία ἐνσωματωνόμαστε μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχή μας “στὸν ἕνα Ἄρτο καὶ Οἶνο, στὴν κοινωνία τοῦ ἰδίου Πνεύματος...”
 
[...] Ὅλα αὐτὰ ὡστόσο ἐγείρουν –μὲ νέα ὀξύτητα καὶ ἔνταση- τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑτοιμότητα πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας καί, καταρχήν, γιὰ τὴ θέση τῆς ἐξομολόγησης σὲ σχέση μὲ τὸ μυστήριο.
 
 
Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία
 
Ὅταν ἡ μετάληψη ὁλόκληρης τῆς σύναξης σὲ κάθε Λειτουργία, ποὺ ἐξέφραζε τὴ μετοχὴ στὴν ἀκολουθία, ἔπαψε νὰ εἶναι ὁ κανόνας καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν πρακτική τῆς σπάνιας προσέλευσης, ἔγινε πλέον φυσικὸ ὅτι θὰ προηγοῦνταν αὐτῆς τῆς προσέλευσης τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας –δηλαδὴ τῆς ἐξομολόγησης καὶ καταλλαγῆς τῶν πιστῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴ μεσιτεία τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς.
 
Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ –ἐπαναλαμβάνω, φυσικὴ καὶ προφανὴς στὴν περίπτωση τῆς σπάνιας προσέλευσης στὴ θεία Κοινωνία- ἐπέτρεψε τὴν ἐμφάνιση μιᾶς νέας θεωρίας στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Μετάληψη γιὰ τὸ σῶμα τῶν λαϊκῶν γίνεται ἀδύνατη χωρὶς τὸ μυστήριό τῆς ἐξομολόγησης, σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει γιὰ τὸν κλῆρο. Ἔτσι, ἡ ἐξομολόγηση προηγεῖται ὑποχρεωτικὰ –πάντοτε καὶ σὲ κάθε περίπτωση- τῆς μετάληψης. Τολμῶ νὰ δηλώσω ὑπεύθυνα ὅτι ἡ θεωρία αὐτὴ (ποὺ βρῆκε εὐρεία ἐφαρμογὴ στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία) δὲν θεμελιώνεται μὲ κανένα τρόπο στὴν Παράδοση, ἀλλὰ κατάφορα ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Κοινωνία καὶ τὴν Ἐξομολόγηση.
 
Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς κανεὶς δὲν ἔχει παρὰ νὰ θυμηθεῖ τὴν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας. Ἐξ ἀρχῆς ἡ ἐξομολόγηση στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ διδασκαλία ἦταν τὸ μυστήριό τῆς συμφιλίωσης μὲ τὴν Ἐκκλησία γιὰ ὅσους εἶχαν ἀφοριστεῖ ἀπ’ αὐτήν, δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀποκλειστεῖ ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη. Γνωρίζουμε ὅτι, ἀρχικά, ἡ ἰδιαίτερα αὐστηρὴ ἐκκλησιαστικὴ πειθαρχία ἐπέτρεπε μιά τέτοια συμφιλίωση ἅπαξ στὴ διάρκεια τοῦ βίου τοῦ μετανοοῦντα, ἀλλὰ ἀργότερα, εἰδικὰ μετὰ τὴν εἴσοδο στὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρου τοῦ πληθυσμοῦ, ὁ συγκεκριμένος κανόνας ἔγινε πιὸ χαλαρός. Στὴν οὐσία του, τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας ὡς μυστήριο συμφιλίωσης μὲ τὴν Ἐκκλησία ἀφοροῦσε ἐκείνους μόνο ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀφορίσει γιὰ ἁμαρτίες καὶ πράξεις ἐπακριβῶς ὁριζόμενες στὴν Κανονικὴ παράδοσή της. Κάτι, ἄλλωστε, ποὺ γίνεται φανερὸ κι ἀπὸ τὴν συγχωρητικὴ εὐχή: “Ἀδελφέ, δι’ ὅ ἦλθες πρὸς τὸν Θεό, καὶ πρὸς ἐμέ, μὴ αἰσχυνθῆς. οὐ γὰρ ἐμοὶ ἀναγγέλεις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, ἐν ὥ ἵστασαι”. (Παρεμπιπτόντως, ὀφείλουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν ὀρθὴ εὐχὴ τῆς συγχωρήσεως κι ὄχι τὴν ἄλλη, ξένη στὶς ἀνατολικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκδοχή της, –“Ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερέας, μὲ τὴν ἐξουσία πού μοῦ ἔχει δοθεῖ, σὲ ἀπαλλάσσω...”- ποὺ εἶναι λατινογενοῦς προέλευσης καὶ παρεισέφρησε στὰ λειτουργικά μας βιβλία κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐπικράτησης στοιχείων τῆς Δυτικῆς θεολογίας ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους).
 
Ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν, βέβαια, ὅτι οἱ “πιστοί”, δηλαδὴ οἱ “μὴ ἀφορισμένοι”, θεωροῦνταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία κανένα ἀνθρώπινο ὂν δὲν εἶναι ἀναμάρτητο, μὲ ἐξαίρεση τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου. Κατὰ δεύτερον, ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν συγχώρεση καὶ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἴδιας τῆς Λειτουργίας (βλ. τὸν Τρισάγιο Ὕμνο καὶ τὶς δυὸ “Εὐχὲς τῶν πιστῶν”). Τέλος, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε φρονοῦσε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”. Ἔτσι τὸ θέμα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ ἀναμαρτησία, ποὺ καμιά συγχωρητικὴ εὐχὴ δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τὴν ἐπιτύχει. Ἀλλὰ ἡ διάκριση ποὺ πάντοτε γινόταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία ποὺ ἐξορίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς χάριτος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ στὴν ἁμαρτωλότητα ποὺ ἀναπόφευκτα συνοδεύει τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπινου ὄντος “ποὺ ζεῖ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἐνδύεται σάρκα”. Θὰ λέγαμε ὅτι μέσα στὴν ἀκολουθία τῆς Λειτουργίας ἡ φθαρεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύση μας “ἀναπλάθεται” ὅπως ὁμολογοῦμε στὶς εὐχὲς τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ τὴν προσφορὰ τῶν θείων Δώρων. Ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, τὴ στιγμὴ τῆς πρόσληψης τῶν Μυστηρίων, παρακαλοῦμε γιὰ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν “ἑκουσίων τε καὶ ἀκουσίων, ἐν λόγοις ἤ ἔργοις, ἐν γνώσῃ καὶ ἁγνοίᾳ” καὶ ἐμπιστευόμαστε ὅτι, στὸ μέτρο τῆς μετανοίας μας, θὰ λάβουμε αὐτὴ τὴν συγχώρεση.
 
Ὅλα αὐτὰ βεβαίως σημαίνουν –καὶ κανεὶς δὲν τὸ ἀρνεῖται- ὅτι ὁ μόνος πραγματικὸς ὅρος γιὰ τὴν προσέλευση στὰ θεία Μυστήρια εἶναι ἡ μετοχή μας στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μετοχὴ ποὺ ἀντιστρόφως βρίσκει τὴν πληρότητά της μὲ τὴν πρόσληψη τῶν μυστηρίων. Ἡ Μετάληψη δίνεται πρὸς “ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἴαση ψυχῶν τε καὶ σωμάτων”, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει μὲ σαφήνεια, τί ἄλλο, παρὰ τὴ μετάνοια, τὴ συναίσθηση τῆς πλήρους ἀναξιότητάς μας καὶ τὴ συνείδηση τῆς Κοινωνίας ὡς θείου δώρου ποὺ κανένα ἐπίγειο ὂν δὲν εἶναι “ἄξιο” νὰ λάβει. Ὅλο τὸ νόημα τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Κοινωνία, ὅπως ὁρίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως) δὲν εἶναι νὰ δημιουργήσει στὸν ἄνθρωπο τὸ αἴσθημα τῆς “ἀξιότητας”. Ἀντίθετα, σκοπεύει στὸ νὰ δείξει σ’ αὐτὸν τὴν ἄβυσσο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: “Τέκνον μου πνευματικόν, ὁ τῆ ἐμῆ ταπεινότητι ἐξομολογούμενος, ἐγὼ ὁ ταπεινὸς καὶ ἁμαρτωλὸς οὐκ ἴσχυω ἀφιέναι ἁμάρτημα ἐπὶ τῆς γῆς, εἰμή ὁ Θεός... ὁ συγχωρήσας Δαυΐδ, διὰ Νάθαν τοῦ Προφήτου, τὰ ἴδια ἐξομολογήσαντι ἁμαρτήματα, καὶ Πέτρῳ τὴν ἄρνησιν, κλαύσαντι πικρῶς, καὶ Πόρνῃ δακρυσάςῃ ἐπὶ τοὺς αὐτοῦ πόδας, καὶ Τελώνῃ καὶ Ἀσώτῳ, αὐτὸς ὁ Θεός, συγχωρῆσαι σοι δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πάντα, καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι. Καὶ ἀκατάκριτόν σε παραστῆσαι ἐν τῷ φοβερῷ Βήματι”. Ἐνώπιον τῆς Τράπεζας τοῦ Κυρίου, ἡ μόνη “ἀξιωσύνη” τῶν κοινωνούντων εἶναι αὐτὴ ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς “ἀναξιότητάς τους”. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας.
 
Εἶναι ἑπομένως ὑψίστης σημασίας γιὰ μᾶς νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ μετατροπὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης σὲ μιά ἀναγκαστικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν Κοινωνία, ὄχι μόνο συγκρούεται μὲ τὴν Παράδοση, ἀλλὰ προφανῶς τὴν παραμορφώνει. Διαστρέφει καταρχὴν τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργώντας δυὸ κατηγορίες μελῶν, ἡ μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀφορισμένη στὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία. Ἐπιπλέον, στρεβλώνει τὸ νόημα καὶ πλήρωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μετοχῆς. Δὲν προκαλεῖ ἔκπληξη κατὰ συνέπεια τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ ποὺ ὁ Ἀπόστολος καλεῖ “συμπολίτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκείους τοῦ Θεοῦ” (Ἐφεσ. 2:19) γίνονται καὶ πάλι “ἐθνικοί”, “ἐκκοσμικεύονται” καὶ ἡ μετοχή τους στὴν Ἐκκλησία μετριέται καὶ ὁρίζεται μὲ χρηματικοὺς ὅρους ὀφειλῶν καὶ “δικαιωμάτων”. Ἀλλά, ἐπίσης, αὐτὸ ποὺ παραμορφώνεται εἶναι τὸ δόγμα περὶ τῆς θείας Κοινωνίας ποὺ γίνεται πλέον ἀντιληπτὸ ὡς τὸ μυστήριο γιὰ τοὺς λίγους “ἐκλεκτούς” καὶ ὄχι ὡς τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ μέσα ἀπὸ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώνονται διαρκῶς σὲ Σῶμα Κυρίου. Καὶ τελικά, ἀνάλογα διαστρέφεται καὶ ἡ διδασκαλία γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Παραποιημένη σὲ ὑποχρεωτικὴ προϋπόθεση τῆς Μετάληψης, ἀρχίζει ὅλο καὶ πιὸ φανερὰ νὰ ὑποκαθιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἑτοιμότητα γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ γνήσια ἐσωτερικὴ μετάνοια, αὐτὴ ποὺ ἔχει ἐμπνεύσει ὅλες τὶς εὐχὲς πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας. Ὕστερα ἀπὸ μιά τρίλεπτη ἐξομολόγηση καὶ συγχωρητικὴ εὐχὴ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται πλέον “δικαιοῦχος” τοῦ μυστηρίου, “ἄξιος”, ἴσως καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, αἰσθάνεται μὲ ἄλλα λόγια τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἀληθινὴ μετάνοια.
 
Μὲ ποιὸ τρόπο λοιπὸν μία τέτοια πρακτικὴ ἐμφανίστηκε καὶ καθιερώθηκε, ὥστε σήμερα πολλοὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζονται ὡς τὴν πλέον ὀρθόδοξη; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὴν ἐρώτηση πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας τρεῖς παράγοντες: Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὸν ἕνα: Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ χλιαρὴ προσέγγιση τῆς πίστης καὶ τῆς εὐσέβειας ἀπὸ τὴν ἴδια τή χριστιανικὴ κοινότητα, ποὺ ὁδήγησε ἀρχικὰ στὴν σπάνια Μετάληψη καὶ τελικὰ στὸν ὑποβιβασμό της σὲ ἅπαξ τοῦ ἔτους “ὑποχρέωση”. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ πιστὸς ποὺ προσέρχεται στὸ ἱερὸ Μυστήριο μία φορά τὸν χρόνο ὀφείλει πράγματι νὰ “συμφιλιωθεὶ” μὲ τὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ μιά ἐξέταση τῆς συνείδησης καὶ τῆς ζωῆς του κατὰ τὸ μυστήριό τῆς Ἐξομολόγησης.
 
Ὁ δεύτερος παράγοντας εἶναι ἡ ἐπιρροὴ τῆς μοναστικῆς πρακτικῆς, ποὺ βέβαια στὸ σύνολό της εἶναι ἰδιαίτερα εὐεργετικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ μοναχοὶ λοιπόν, γνώριζαν καὶ ἀσκοῦσαν ἐξ’ ἀρχῆς τὴν πρακτική τῆς “ἔκθεσης τῶν λογισμῶν” καὶ τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης τῶν ἀπείρων ἀπὸ τὸν πιὸ ἔμπειρό τῆς κοινότητας. Ἀλλὰ -κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιῶδες- αὐτὸς ὁ πνευματικὸς πατέρας ἤ “γέροντας” δὲν ἦταν ἀπαραίτητα ἱερέας ἀφοῦ ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση συνδεόταν μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ ὄχι τὴν ἱεροσύνη.
Στὰ Βυζαντινὰ μοναστικὰ τυπικὰ τοῦ 7ου-8ου αἰώνα οἱ μοναχοὶ ἀπαγορεύεται νὰ ἀποφασίζουν μόνοι τους γιὰ τὴν προσέλευση ἤ τὴν ἀποχή τους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο, χωρὶς δηλαδὴ τὴ συγκατάθεση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, καθὼς “ἡ ἐξαίρεση ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν Κοινωνία εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἰδίου θελήματος”. Στὶς γυναικεῖες μονὲς παρόμοια ἄδεια ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὴν ἡγουμένη. Παρατηροῦμε, λοιπόν, πὼς ἡ ἐξομολόγηση ἐδῶ εἶναι μή-μυστηριακοῦ τύπου καὶ βασίζεται στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν διαρκῆ καθοδήγηση. Ὡστόσο, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πρακτικὴ ἔχει ἔντονο ἀντίκτυπο στὸ καθαυτὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης. Στὴ διάρκεια τῆς πνευματικῆς παρακμῆς (τῆς ὁποίας τὴν ἀληθινὴ ἔκταση καὶ σημασία ἀνακαλύπτει κανεὶς μέσα στοὺς κανόνες τῆς λεγομένης Συνόδου τοῦ Τρούλου τοῦ 6ου αἰώνα), τὰ μοναστήρια παρέμειναν τὰ κέντρα τῆς πνευματικῆς μέριμνας καὶ νουθεσίας τῶν λαϊκῶν

[...] Ὁ λαὸς μὲ φυσικὸ τρόπο ταύτισε αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης μὲ τὴν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση. Θὰ πρέπει, ὡστόσο, νὰ τονίσουμε ὅτι τὴν ἱκανότητα τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης δὲν διαθέτει ὁ κάθε ἐνοριακὸς ἱερέας, ἀφοῦ αὐτὴ προϋποθέτει βαθιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ “καθοδήγηση” μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει, καὶ στὴν πραγματικότητα συχνὰ ὁδηγεῖ, σὲ ἀληθινὲς πνευματικὲς τραγωδίες. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι ὅτι τὸ μυστήριό τῆς μετανοίας συνδέθηκε κατὰ μία ἔννοια μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση, τὴν ἐπίλυση “δυσκολιῶν” καὶ “προβλημάτων". Κατ’ ἐπέκταση στὴν παροῦσα ἐνοριακὴ ζωὴ ταυτίστηκε μὲ τὶς “μαζικές” ὀλιγόλεπτες ἐξομολογήσεις ποὺ ἑστιάζονται κυρίως στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ὅπου ἡ ὅποια νουθεσία καὶ ἀνέφικτη γίνεται, ἀλλὰ καὶ εἶναι πιθανὸ ὅτι φέρει περισσότερη βλάβη παρὰ ὄφελος. Ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση πρέπει νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ τελευταία εἶναι προφανῶς τὸ ἀπώτερο τέλος κι ὁ σκοπός της.
 
 
Ὁ τρίτος καὶ ἀποφασιστικὸς παράγοντας ἦταν, φυσικά, ἡ ἐπίδραση τῆς Δυτικῆς, Σχολαστικῆς καὶ δικανικῆς κατανόησης τῆς μετανοίας. Ἔχουν πολλὰ γραφεῖ γιὰ τὴν “δυτικὴ ὑποδούλωση” τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, ἀλλὰ φοβᾶμαι πὼς λίγοι ἄνθρωποι συνειδητοποιοῦν τὸ βάθος καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς στρέβλωσης στὴν ὁποία ἡ Δυτικὴ ἐπιρροὴ ὁδήγησε τὴν ἴδια τη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν κατανόηση τῶν Μυστηρίων. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Ἡ σοβαρὴ παραμόρφωση ἐδῶ συνίσταται στὴν μετατόπιση τοῦ νοήματος τοῦ μυστηρίου ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση στὴν στιγμὴ τῆς “ἄφεσης” ποὺ προσλαμβάνεται δικανικά. Ἡ Δυτικὴ Σχολαστικὴ θεολογία διαχώρισε σὲ δικανικὲς κατηγορίες τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας καί, ἀντίστοιχα, τὴν ἔννοια τῆς ἄφεσης. Ἡ τελευταία πηγάζει ἐδῶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ τὴν αὐθεντικὴ φύση τῆς μετανοίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἱερέως. Ἐὰν γιὰ τὴν ἀρχικὴ ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης ὁ ἱερέας εἶναι ὁ παρευρισκόμενος μάρτυρας τῆς μετανοίας, καὶ ὡς ἐκ τούτου μάρτυρας τῆς πλήρους “καταλλαγῆς μὲ τὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ...”, ὁ Λατινικὸς νομικισμὸς ὑπερτονίζει τὴν ἐξουσία τοῦ ἴδιου τοῦ ἱερέως νὰ δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἔτσι προκύπτει ἡ ὁλότελα καινοφανὴς γιὰ τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα ἀλλὰ ἀρκετὰ δημοφιλὴς σύγχρονη πρακτική της “ἄφεσης-ἁπαλλαγῆς” χωρὶς ἐξομολόγηση. Ἡ ἀρχικὴ διάκριση ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτίες –ἀφορισμοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (ἀπὸ τοὺς ὁποίους προέκυπτε ἡ ἀνάγκη τῆς μυστηριακῆς συμφιλίωσης μὲ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα) καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας ποὺ δὲν ἐξέβαλε τὸν πιστὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐκλογικεύθηκε ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Σχολαστικισμὸ σὲ διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὶς λεγόμενες θανάσιμες καὶ ἐξαγοράσιμες (συγγνωστές) ἁμαρτίες. Οἱ πρῶτες, ἔχοντας ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν “κατάσταση τῆς χάριτος” ἀπαιτοῦν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση καὶ ἄφεση. Ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες χρήζουν μόνο ἐσωτερικῆς μεταμέλειας. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὡστόσο, καὶ ἰδιαίτερα στὴ Ρωσία (κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς Λατινόφρονος θεολογίας τοῦ Πέτρου Μογίλα καὶ τῶν μαθητῶν του) ἡ θεωρία αὐτὴ κατέληξε στὴν ὑποχρεωτικὴ καὶ δικανικὴ σύνδεση ἀνάμεσα στὴν ἐξομολόγηση-ἄφεση καὶ τὴν Εὐχαριστία.
 
Κατὰ ἕναν εἰρωνικὸ τρόπο ἡ πιὸ ὁλοφάνερη “διείσδυση” τῶν Λατίνων ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν ὡς ὀρθόδοξη νόρμα, ἐνῶ ἡ πιὸ ἁπλὴ ἀπόπειρα γιὰ ἐπαναξιολόγηση τῆς πρακτικῆς κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ αὐθεντικοῦ ὀρθοδόξου δόγματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μυστηρίων καταγγέλλεται ὡς “Ρωμαιοκαθολική”! [...]

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...