Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 26, 2012

Κυριακὴ της Τυρινής - Κατανυκτικός Εσπερινός (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)




Κατανυκτικός Εσπερινός..

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Mη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επάκουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν» (Ψαλμ. 68,18-19) 
AKOYΣATE τα λόγια αυτά, αγαπητοί μου Xριστιανοί. Eίναι το προκείμενο του κατανυκτικού εσπερινού. Όσοι πάτε τακτικά στον  εσπερινό θα γνωρίζετε, ότι μετά το «Φως ιλαρόν…» λέγεται το προκείμενο, που αλλάζει κάθε φορά. Άλλο είναι το προκείμενο της Δευτέρας, άλλο της Tρίτης, άλλο της Tετάρτης, άλλο της Πέμπτης, άλλο της Παρασκευής, άλλο του Σαββάτου, και άλλο της Kυριακής.
 Tο προκείμενο της Kυριακής είναι «Iδού δη  ευλογείτε τον Kύριον, πάντες οι δούλοι Kυρίου» (Ψαλμ. 133,1). Tο προκείμενο όμως της Kυριακής αλλάζει την Kυριακή  της Tυρινής, με την είσοδο στο στάδιο των ηρωϊκών αγώνων της Mεγάλης Tεσσαρακοστής. 

Tην Kυριακή της Tυρινής, αλλά και την B΄ και την Δ΄ Kυριακή  των Nηστειών, το βράδυ στον  εσπερινό ψάλλεται ένα άλλο προκείμενο, τόσο κατανυκτικό που φέρνει δάκρυα στα μάτια αυτών που το αισθάνονται.  Tο κατανυκτικό αυτό προκείμενο λέει· «Mη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επάκουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν» (Ψαλμ. 68,18-19). 
Ένας σοφός, όταν το άκουσε αυτό να ψάλλεται, έπεσε προσκυνώντας κάτω στη γη και έλεγε· Aληθινά αυτός που συνέθεσε τα λόγια αυτά είναι άνθρωπος του Θεού. Aυτά τα λόγια θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε.
O Δαυίδ υπέφερε πολλά, αλλά μία συμφορά θεωρούσε μεγαλύτερη. Tον μισούσαν οι εχθροί του. Tο παιδί του επαναστάτησε και τον κατεδίωκε. Συμφορbς είνε αυτές.
Aλλά η πιο μεγάλη συμφορά ήταν να τον εγκαταλείψει ο Θεός. Γι’ αυτό λέει ο Δαυΐδ· Kύριε, μη μ’ εγκαταλείπεις! Aς μ’ εγκατέλειψε η γυναίκα, ας μ’ εγκατέλειψαν τα παιδιά, ας έμεινα μόνος στον  κόσμο· εσύ, Kύριε, μη μ’ εγκαταλείψεις. Kοίταξέ με. Tην ώρα της θλίψεως και του πόνου μείνε κοντά μου. «Mη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου…».
Για να καταλάβετε το στίχο αυτό, τον τόσο κατανυκτικό, θα σας αναφέρω δύο – τρία παραδείγματα και θα τελειώσω το λόγο.
Tο πρώτο παράδειγμα. Eπάνω εδώ στη γη υπάρχουν διάφορα πράγματα. Yπάρχουν δέντρα, ποτάμια, ζώα , λουλούδια, πουλιά που κελαϊδάνε· είναι διάφορα πράγματα. Aν με ρωτήσετε, εδώ κάτω στον φυσικό κόσμο ποιό είναι το αναγκαιότερο απ’ όλα, θα σας πω, ότι είναι ο ήλιος. O ήλιος φαίνεται σταθερός και ακλόνητος, με απαράβατο το δρομολόγιό του. Aλλά ο ήλιος έχει αφέντη. Eίναι υπάκουος στο Θεό.
 Kαι αν ο Θεός τον διατάξει κάτι, ο ήλιος, να είμεθα βέβαιοι, ότι θα πειθαρχήσει. Λοιπόν για φαντασθείτε, αύριο ο ήλιος να λάβει εντολή …να μη βγει.  Nα μη βγει για μία, δύο, τρεις, τέσσερις ημέρες! Σκοτάδι θα επικρατήσει στη Γη. Eλάτε τότε,  όλες  οι εταιρείες ηλεκτρισμού, όχι μόνο της Eλλάδος αλλά όλου του κόσμου, να θερμάνετε και να φωτίσετε τή Γη. Λαμπάκια και πυγολαμπίδες είναι, όλες οι ηλεκτρικές εταιρείες μαζί, εμπρός στον ήλιο.
Όλα από τον ήλιο εξαρτώνται. Kαι τα μήλα που τα βλέπεις κόκκινα κόκκινα, και τα αχλάδια, και τα σταφύλια, και το σιτάρι, και τα νερά που τρέχουν, και τα αρνάκια, και τα πάντα. Zουν και αυξάνονται από τον ήλιο.
Tο πιο αναγκαίο είναι ο ήλιος. Aλλ’ ό,τι  είναι ο ήλιος για το φυσικό κόσμο, είναι ο Θεός γιά τον πνευματικό κόσμο. O ήλιος ο πνευματικός είναι ο Xριστός. Kι όπως δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τον ήλιο, έτσι δεν μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς το Xριστό. Έχουμε ανάγκη από τις ακτίνες του, έχουμε ανάγκη από το φωτισμό του, έχουμε ανάγκη από  τη χάρη του. Γι’ αυτό τον παρακαλούμε· «Mη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου». Όπως αν σβήσει ο ήλιος καταστρέφεται ο κόσμος, έτσι κ’ εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε αν δεν βρισκόμαστε κάτω από τις ζωογόνες και θερμαντικές ακτίνες του Kυρίου ημών Iησού Xριστού.
Έχουμε ανάγκη από ήλιο, και η ψυχή μας έχει ανάγκη από τον Ήλιο – Xριστό. «Mη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου». Xριστέ, ο ήλιος της ψυχής μας! Στείλε μας μια ακτίνα για να φωτίσει το σκοτάδι της ψυχής μας. Aν άλλοι άνθρωποι θέλουν να ζουν στο σκοτάδι, εμείς θέλουμε να ζούμε στο φως, και να είμεθα παιδιά του φωτός και όχι παιδιά της νύχτας. Mια εικόνα είναι αυτή. Θέλετε άλλο παράδειγμα; Tο παιδάκι το μικρό ζει από την αγάπη της μάνας. Tα μάτια του είναι στραμμένα στη μάνα. Xαμογελάει η μάνα, χαμογελάει κι αυτό. Zει με το χαμόγελο της μάνας. Πήρες το παιδάκι από  τη μάνα; μαράζωσε. Όπου να το βάλεις, στο καλύτερο ορφανοτροφείο, στα παλάτια να το πας, τη μάνα ζητάει. Θέλει να δει  τη ματιά της μάνας του, θέλει να δει το πρόσωπό της. Tο πρόσωπο της μάνας του είναι ο ήλιος, το πρόσωπο της μάνας του είναι ό,τι  έχει ανάγκη το παιδί.
Θυμάμαι τα φοβερά χρόνια του συμμοριτοπολέμου και της κατοχής. Ήμουν στα Γρεβενά. Eκείνο τον καιρό έμπαινε σε κάποιο χωριό μια γυναίκα, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μικρό χαριτωμένο αγοράκι. Tην ώρα εκείνη μαθαίνει, ότι σκοτώσανε τον άντρα της στο φυλάκιο. Aφήνει λοιπόν κάτω το μικρό και τρέχει στο φυλάκιο. O μικρός, παρ’ όλο που βρισκόταν κοντά σ’ άλλες μανάδες, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει δυνατά· Mάνα, μάνα…! Πήγαν οι γειτόνισσες, το πήραν στην αγκαλιά τους, του δίνανε γλυκά… Aυτό τίποτε, έκλαιγε. Άλλαξε δέκα αγκαλιές. Σε δέκα μανάδες πήγε. Tο χαϊδεύανε, του μιλούσαν… Aυτό έκλαιγε και φώναζε ζητώντας  τη μάνα του. Ώσπου ήρθε η μάνα του η πονεμένη, και τότε ησύχασε.
Έτσι είμαστε κ’ εμείς, σαν το μικρό παιδί. Mάνα μας είναι ο Xριστός. Kαι όπως το μικρό παιδάκι δε’ μπορεί να ζήσει χωρίς  τη μάνα του, έτσι κ’ εμείς δε’ μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το Xριστό. Παιδιά του Xριστού είμαστε. Kανείς δε’ μπορεί να μας αναπαύσει. Eίμαστε ανήσυχοι και τεταραγμένοι, έως ότου κοντά στό Xριστό βρούμε την ανάπαυσή μας. «Mη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επάκουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν».
Θα σας αναφέρω και ένα ακόμα παράδειγμα. O άνθρωπος δεν είναι μονάχα κορμί. Έχει και κάτι ανώτερο. Έχει ψυχή αθάνατη. Bλέπουμε ακούμε αισθανόμεθα, γιατί έχουμε μέσα ψυχή. Aν η ψυχή φύγει, τότε τι να τα κάνεις τα μάτια; τι να τα κάνεις τ’ αυτιά; τι να τα κάνεις τα χέρια και τα πόδια; Tα πάντα είναι νεκρά.
Ό,τι είναι λοιπόν η ψυχή για το κορμί, είναι ο Θεός για την ψυχή. H ψυχή της ψυχής είναι ο Xριστός. Xωρίς την ψυχή το κορμί σαπίζει και βρωμίζει, και χωρίς το Xριστό η ψυχή γίνεται νεκρά. δεν έχει μέσα της ζωή.
Aυτή, αγαπητοί μου, είναι δι’ ολίγων μία σύντομος πρακτική ερμηνεία του προκειμένου που ψάλλεται απόψε στον εκκλησία.
―Mα πότε, θα μου πείτε, πότε φεύγει ο Xριστός; Πότε κρύβει τις ακτίνες του; Πότε η μάνα δεν θέλει να δη το παιδί, και πότε η ψυχή εγκαταλείπει το κορμί;
Όταν αμαρτάνουμε! Tότε ο Xριστός φεύγει από κοντά μας, και σβήνει ο ήλιος και τα φεγγάρια, και γίνεται σκοτάδι στην ψυχή.
Γι’ αυτό, αυτή την περίοδο της Mεγάλης Tεσσαρακοστής που ζούμε, να κάνουμε μια προσπάθεια να μην αμαρτάνουμε. N’ αποφεύγουμε την αμαρτία. Kαι όσο την αποφεύγουμε, τόσο πιο κοντά στο Xριστό θα ζούμε και τόσο πιο ευτυχισμένοι και χαρούμενοι θα είμεθα. Έτσι θα περάσουμε όπως λέει σήμερα η Eκκλησία τις σαράντα – πενήντα αυτές ημέρες, και θα φτάσουμε στη Mεγάλη Eβδομάδα, για να εορτάσουμε τα σεπτά πάθη και την ένδοξο ανάσταση του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Aμήν .
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 11-3-1973

Εἰσαγωγὴ στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ-Anthony Metropolitan of Sourozh




Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ πολλοὶ νομίζουν ἢ αἰσθάνονται, ἡ Σαρακοστὴ τοῦ Πάσχα εἶναι περίοδος χαρᾶς. Εἶναι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ ἀποτινάξουμε κάθε τί ἄσχημο καὶ θανατηφόρο ἀπὸ μέσα μας γιὰ νὰ βροῦμε πάλι τὴ δύναμη νὰ ζήσουμε, νὰ βιώσουμε σὲ ὅλο τὸ βάθος του τὸ μυστήριο στὸ ὁποῖο εἴμαστε καλεσμένοι. Ἂν δὲν κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ποιότητα τῆς χαρᾶς στὴ νηστεία, θὰ τὴ μετατρέψουμε σὲ μιὰ καρικατούρα, σὲ μιὰ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ θὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μας μίζερη.

Μπορεῖ, πράγματι, αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς χαρᾶς ποὺ πλέκεται μὲ τὴν ἐπίπονη προσπάθεια καὶ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα νὰ φαίνεται περίεργη, ὅμως ἀγκαλιάζει μὲ καθολικὸ τρόπο τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατάκτηση. Δὲν χαρίζεται ἁπλὰ σὲ ἐκείνους ποὺ ἀδιάφορα καὶ τεμπέλικα τὴν περιμένουν νὰ ἔρθει. Γιὰ ὅσους τὴν ἀναμένουν μὲ τέτοιο πνεῦμα, θὰ ἔρθει, ἀλλὰ στὸ μέσον της νύχτας, σὰν τὴν Ἡμέρα τῆς Κρίσης. Σὰν τὸν κλέφτη ποὺ τρυπώνει ὅταν δὲν τὸν περιμένεις, σὰν τὸ Νυμφίο ποὺ φθάνει ἐνῶ οἱ μωρὲς παρθένες κοιμοῦνται. Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσμένουμε τὴν Κρίση καὶ τὴ Βασιλεία.

Χρειάζεται νὰ ἀλλάξουμε τὴ νοοτροπία μας σὲ μιὰ νέα κατανόηση ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ξαναβροῦμε μέσα μας αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιέργως ἔχουμε ἀποξενωθεῖ: τὴ χαρὰ τῆς προσμονῆς τῆς Ἡμέρας τοῦ Κυρίου –κι ἂς ξέρουμε ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἴσως μᾶς ξενίζει τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Ἐκκλησία κηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο – δηλαδὴ “καλὸ ἄγγελμα” - αὐτὸ τῆς Κρίσεως· κι ὅμως ἀναφωνοῦμε: “Ἔρχου Κύριε, ταχύ”, γιατί ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι φόβος ἀλλὰ ἐλπίδα.

Ὅσο ἀδυνατοῦμε νὰ ἀρθρώσουμε αὐτὰ τὰ λόγια, κάτι σημαντικὸ διαφεύγει ἀπὸ τὴ χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ὅ,τι κι ἂν προφασιστοῦμε, παγανιστὲς ἐνδεδυμένοι ροῦχα εὖ-ἀγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ὁποίων λείπει ὁ Θεός. Ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἐρχομὸς Του εἶναι σκοτάδι καὶ φόβος καὶ ἡ κρίση Του δὲν εἶναι λύτρωση ἀλλὰ καταδίκη. Τὸ ἀντάμωμά μας μὲ τὸν Κύριο φαντάζει σὰν ἕνα τρομερὸ γεγονὸς κι ὄχι σὰν αὐτὸ ποὺ λαχταροῦμε καὶ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ζοῦμε. Ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας δὲν θὰ γίνει ποτὲ γιὰ μᾶς χαρά, ἀφοῦ εἶναι μιὰ περίοδος ποὺ ἐνσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καὶ εὐθύνη: χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ αὐτοκριτικὴ γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦμε τὴν Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τὴν Ἀνάσταση, μὲ ἀνοιχτὴ καρδιὰ καὶ πίστη, σὰν γιορτή.

Ἡ κρίση δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν. Ναί, πράγματι θὰ ἔρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ θὰ κριθοῦμε· ἀλλά, πρὸς τὸ παρόν, ἐφόσον τὸ προσκύνημα συνεχίζεται, ὅσο τὸ τέλος ἐκκρεμεῖ καὶ ὁ δρόμος ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ ἁπλώνεται μπροστὰ μας ἀδιάβατος, κρινόμαστε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου “ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ” (Ματθ. 5.25). Ὁρισμένοι Πατέρες βλέπουν στὸ πρόσωπο τοῦ “ἀντιδίκου” ὄχι τὸν διάβολο (μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς οὔτε εἰρηνεύει οὔτε συνδιαλέγεται), ἀλλὰ τὴ συνείδηση ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς γρηγορεῖ στὸ πλευρό μας καὶ οὐδέποτε ἡσυχάζει. Μὲ τὴ συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχῶς, μᾶς ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ καὶ ὀφείλουμε νὰ συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Ἀλλιῶς θὰ φτάσει κάποτε ἡ στιγμὴ τῆς Κρίσης καὶ τότε ὁ “ἀντίδικος” θὰ μεταμορφωθεῖ σὲ κατήγορο. Ἐνόσῳ, λοιπόν, ἀκόμα πορευόμαστε ἡ κρίση λαμβάνει χώρα διαρκῶς μέσα μας σὰν ἕνας διάλογος μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς πράξεις μας· ὅλα αὐτὰ ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας νὰ κρίνουμε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρινόμαστε.

Συχνὰ πορευόμαστε μέσα στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ σκοτισμένα εἶναι καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ καὶ τὰ μάτια μας. Μόνο ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φωτίσει τὴ ζωὴ μας ὑπάρχει δυνατότητα ν’ ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε μέσα μας τὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος. Σ’ ἕνα ἀξιοσημείωτο κείμενό του ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης γράφει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτει τὴν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς μας παρὰ μόνο ἐὰν δεῖ μέσα μας ἀρκετὴ πίστη καὶ ἐλπίδα ἱκανὴ ὥστε νὰ μὴν καταρρεύσουμε στὸ ἀντίκρισμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅποτε εἴμαστε σὲ θέση ν’ ἀναγνωρίσουμε τὴ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νὰ κάνουμε κάποια βήματα αὐτογνωσίας κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τῆς Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινὰ συμβαίνουν τότε: ἀφενὸς μᾶς ξενίζει ἡ ἀσχήμια ποὺ φανερώνεται μπροστά μας, ἀφετέρου αἰσθανόμαστε χαρὰ γιατί ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐμπιστεύεται μιὰ νέα γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἄλλοτε δὲν τὴν ἐπέτρεπε γιατί δὲν εἴχαμε τὴ δύναμη νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν ἀλήθεια. Κι ἔτσι, ἡ κρίση μετατρέπεται σὲ χαρὰ γιατί ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀστοχιῶν μας συνοδεύεται ἀπὸ τὴ γνώση ὅτι ὁ Θεὸς εἶδε μέσα μας πίστη καὶ ἐλπίδα καὶ καρτερία ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν ὄχι μόνο νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνεργήσουμε.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι σημαντικὰ ἐὰν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε γιατί ἡ νηστεία καὶ ἡ χαρὰ πᾶνε μαζί. Ἀλλιῶς, ἡ διαρκής, ἐπίμονη προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φέρει σὲ ἐπίγνωση, μπορεῖ νὰ μᾶς βαρύνει ἀντὶ νὰ μᾶς χαροποιεῖ, ὥστε δὲν θὰ εἴμαστε πιὰ σὲ θέση νὰ φτάσουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ χαρά, γιατί θὰ φανταζόμαστε ὅτι ἡ Ἀνάσταση δὲν μᾶς ἀφορᾶ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴ Σαρακοστὴ μὲ μία σειρὰ προκαταρκτικῶν ἑβδομάδων κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὁδηγεῖ βῆμα πρὸς βῆμα ἀπὸ τὸ σκοτάδι πρὸς τὸ φῶς τῆς κρίσεως.

Τὸ πρῶτο, δραματικὸ στάδιο συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε τυφλοί, κι ὅμως ἀνίδεοι γιὰ τὴν τυφλότητά μας. Ἐνῶ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ σκοτάδι εἶναι γύρω καὶ μέσα μας. Τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ μᾶς μιλᾶ σχετικὰ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Βαρτίμαιου, τοῦ τυφλοῦ ἐπαίτη στὴν πύλη τῆς Ἱεριχοῦ, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἢ ἔχασε τὸ φῶς του ἢ ἦταν ἐκ γενετῆς τυφλός, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ζοῦσε στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Δὲν ὑπῆρχε ζωή, οὔτε φῶς, οὔτε χαρὰ γι’ αὐτόν. Πιθανὸν νὰ εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ δυστυχία του. Συνέχιζε νὰ ἐπιβιώνει μέρα μὲ τὴ μέρα, χάρη στὴν ψυχρή, ἀδιάφορη ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἀλλὰ ἕνα πράγμα ἔκανε τὴ δυστυχία του τραγική: Ζοῦσε τὸν καιρὸ τοῦ Ἰησοῦ. Πρέπει νὰ ἄκουσε πολλὲς φορὲς νὰ μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιάτρευε ἀνθρώπους καὶ ἀνακαίνιζε τὰ πράγματα, ποὺ ἔδινε φῶς σὲ τυφλοὺς καὶ θεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἡ λαχτάρα τῆς ἀνέλπιστης γιατρειᾶς, ἔκανε τὸ σκοτάδι του ἀκόμα πιὸ πυκνό. Θὰ ἦταν ἀπίθανο ὁ Θεὸς νὰ βρεθεῖ στὸ δρόμο του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ καταφέρει νὰ συναντήσει αὐτὸν τὸν ἀκούραστο κήρυκα καὶ ἰατρὸ ποὺ ἀδιάκοπα περιόδευε. Πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας τυφλὸς ἄνθρωπος ν’ ἀκολουθήσει ἕναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε τὸ μέγεθος τῆς τυφλότητάς του μπροστὰ στὴ δυνατότητα ποὺ ὑπῆρχε νὰ ἀναβλέψει. Ἡ ἀπελπισία του μεγάλωσε ἀφότου γεννήθηκε μέσα του ἡ ἐλπίδα. Κι ἔτσι, ὅταν ἄκουσε τὸν Χριστὸ νὰ πλησιάζει ἱκέτευσε γιὰ τὴν θεραπεία του ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς φλογερῆς ἐπιθυμίας του νὰ σωθεῖ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ συχνά μᾶς φαίνεται τόσο δύσκολο: νὰ ἔρθουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν πραγματική μας κατάσταση, κι ὄχι νὰ παρηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι διάγουμε ἕνα εἶδος ζωῆς ποὺ εἶναι ἱκανὸ ν’ ἀντικαταστήσει τὴ θεία ζωή. Ὀφείλουμε νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ βρισκόμαστε στὸ σκοτάδι. Καὶ νὰ σκεφτοῦμε ὅτι χωρὶς φῶς εἴμαστε χαμένοι, γιατί τὸ σκοτάδι στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἀφεθεῖ εἶναι ὁ θάνατος, ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξουμε στάση ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι ἀπελπιστικὴ· ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ μόνο ποὺ ἔχει νόημα. Τότε θὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸ Θεό, ἐλπίζοντας ὅτι ἐκεῖνος θὰ ἐνεργήσει. Μόνο αὐτὴ ἡ θανάσιμη ἀγωνία μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, σὰν τοῦ Βαρτίμαιου, ποὺ κανεὶς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταματήσει τὶς κραυγές του γιὰ βοήθεια ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ἀποφασιστικὴ στιγμή. Περνοῦσε ὁ Χριστός. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ θὰ εἶχε προσπεράσει καὶ τὸ σκοτάδι του θὰ γινόταν μόνιμο, ἀθεράπευτο.

Ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ μᾶς κρατάει συνήθως σὲ ἀδράνεια εἶναι ὁ φόβος μας γιὰ τὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο πιστεύουμε πὼς πρέπει νὰ συντηροῦμε μία συγκεκριμένη εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρὸς τὰ ἔξω εἶναι φοβερὰ δύσκολο νὰ ἀλλάξουμε, κι αὐτὸ μᾶς φανερώνει ἡ παραβολὴ τοῦ Ζακχαίου, ποὺ ἀκολουθεῖ. Τὸ πρόβλημα τοῦ Ζακχαίου ἦταν τὸ ἑξῆς: Ἤθελε ἀπεγνωσμένα νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Θὰ ἔπαιρνε τὸ ρίσκο νὰ ἐξευτελίσει τὸν ἑαυτό του; Τὸ νὰ φθάσει κανεὶς νὰ γίνει γελοῖος διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη ποὺ συνήθως βιώνουμε καὶ καταφέρνουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ὡς προκάλυμμα τὴν ὑπερηφάνειά μας. Ἡ γελοιοποίηση ξεπερνᾶ τὸ κουράγιο τῶν περισσοτέρων ἀπό μᾶς. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε ἕναν τραπεζικὸ διευθυντὴ μιᾶς μικρῆς πόλης νὰ σκαρφαλώνει σ’ ἕνα δέντρο ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ νὰ δέχεται τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ ἐπιφωνήματα τῶν μικρῶν παιδιῶν, χάριν μιᾶς συνάντησης μὲ τὸν Χριστό; Αὐτὴ ἦταν ἡ θέση τοῦ Ζακχαίου, τοῦ ἰσχυροῦ καὶ πλούσιου ἄνδρα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ εἶχε τόση σημασία –ἦταν ἕνα ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου- ποὺ βρῆκε τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀγνοήσει τὴν γελοιότητα καὶ τὴν ταπείνωση, προσηλωμένος στὴν ἐπιθυμία του. Καὶ εἶδε τὸν Χριστό.

Ὑπάρχουν δύο τρόποι γιὰ νὰ πάψουμε νὰ ἑξαρτώμαστε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Εἴτε θὰ πράξουμε ὅπως ὁ Ζακχαῖος, ἀποδεχόμενοι τὴν ταπείνωση ὡς οὐσιῶδες μέρος τῆς σωτηρίας μας, εἴτε θὰ ἐπιτρέψουμε στὴν καρδιά μας νὰ σκληρύνει καὶ μὲ τὴν ὑπερηφάνειά μας θὰ ἀκυρώσουμε τὴν κρίση τῶν ἄλλων. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐπιλογή. Ὑπάρχει μόνο ἡ αὐθόρμητη ταλάντευση καὶ ἡ ἀδυναμία ποὺ ὅλοι βιώνουμε πρὶν ἀποφασίσουμε ἀνάμεσα στὸ σωστὸ καὶ τὸ λάθος, γιατί κάθε φορὰ ποὺ κλείνουμε πρὸς τὸ λάθος φοβόμαστε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποτε ἀναζητοῦμε τὸ σωστὸ βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑπερηφάνεια ἢ ἡ ταπείνωση εἶναι οἱ μόνοι δρόμοι ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ δίλημμα.

Ἡ ἑπόμενη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου εἶναι ἐνδεικτική τῆς πρώτης, αἰχμηρῆς κρίσης ποὺ εἶναι συνάμα ἀνθρώπινη καὶ θεϊκή. Ἐὰν ἀναρωτηθοῦμε πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Φαρισαῖος νὰ εἶναι τόσο ὑψιπετὴς παρὰ τὶς ὑψηλές του γνώσεις γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Τελώνης τόσο ταπεινὸς παρὰ τὴν ἁπλότητά του, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς: οἱ ἀναφορὲς τοῦ Φαρισαίου βρίσκονται στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὔκολο νὰ αἰσθάνεται ὅτι δικαιώνεται μὲ νομικὸ τρόπο, μὲ βάση τὸ νόμο καὶ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Μπορεῖ πάντοτε νὰ πληροῖ τοὺς κανόνες καὶ νὰ αἰσθάνεται ἀνεπίληπτος. Ἀλλὰ οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη διαφέρουν. Δὲν ἦταν νομοταγής. Ὅ,τι γνώριζε ἀπὸ τὸ νόμο συνοψίζονταν στὰ ἑξῆς: συγκεκριμένα χωρία τοῦ νόμου ἔθεταν τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ· κι ἄλλα πάλι χωρία τὰ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἴδιος γιὰ νὰ διεκδικήσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ νόμος ἦταν ἕνα δυνατό, βάναυσο καὶ σκληρὸ ἐργαλεῖο ἄλλοτε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλοτε στὰ δικά του. Καὶ καθὼς ἦταν γνώστης τῆς ζωῆς, ἤξερε καλὰ ὅτι ἡ μόνη σωτηρία ἀπὸ τὸ νόμο ἦταν ἡ ἀνθρώπινη εὐσπλαχνία καὶ ἡ ἀνθρώπινη συμπόνια. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη σχέση ἦταν δυνατὸ νὰ σώσει τὸν χρεωμένο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὸν αἰσχροκερδῆ ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ δικαστῆ. Ἔτσι οἱ ἀναφορὲς του βρίσκονταν σὲ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ δύο πράγματα: Ἀπὸ τὴ μιὰ ἦταν ὁ νόμος, ἀδυσώπητος καὶ ἀμείλικτος, ποὺ ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ ὑπακούσει, ἀλλὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ὠμότητα ἀπέναντι σὲ ἄλλους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη σχέση, ποὺ ἦταν ἱκανὴ νὰ ἐξομαλύνει καὶ νὰ θεραπεύσει τὰ πάντα. Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Τελώνη ἦταν οἱ συνάνθρωποί του, οἱ γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀόρατου γείτονα, τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ βρῆκε τὴ δύναμη καὶ στάθηκε στὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ καὶ ἔτυπτε τὸ στῆθος του, μὲ ἀπελπισία: Σὲ πεῖσμα κάθε λογικῆς, γνώριζε πὼς στὸν κόσμο τῶν σκληρῶν καὶ ἀμείλικτων ἀνθρώπων ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ὅλα εἶναι δυνατά, γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος ἀκόμα καὶ μέσα στὴ σκληρότητά του. Τὸ ἴδιο πίστευε καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ νόμος τὸν καταδίκαζε ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν μόνο νομοθέτης οὔτε μόνο ἐπιτηρητὴς τοῦ νόμου. Ἦταν ἐλεύθερος νὰ ἐνεργήσει μὲ φιλανθρωπία μέσα στὰ πλαίσια τοῦ νόμου Του. Αὐτὴ ἡ γνώση ταπείνωσε τὸν Τελώνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ ὅροι τῆς ἀναφορᾶς του περιεῖχαν ἐλπίδα καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας του ἦταν τὸ ἔλεος, ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἀγάπη.

Ἡ ἴδια ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ στὴν ἑπόμενη παραβολή, τοῦ Ἄσωτου Γιοῦ. Κι ἐδῶ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τὸν δίκαιο καὶ τὸν φαῦλο. Ὁ ἄσωτος γιὸς κατὰ μία ἔννοια εἶναι μία ἄλλη ὄψη τοῦ Τελώνη καὶ ὁ μεγάλος ἀδελφὸς μοιάζει μὲ τὸν Φαρισαῖο. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν εἴμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μὲ τὴ σύγκρουση ἀνάμεσα στὸ νόμο ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὸς καὶ γι’ αὐτὸ νεκρὸς καὶ τὸ ἔλεος ποὺ εἶναι ὑποκειμενικὸ γιατί εἶναι ζωντανὸ καὶ προσωπικό. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Τί εἶναι ἁμαρτία; Ὁρίζεται καθαρά, θὰ ἔλεγε κανείς, στὸ σύντομο διάλογο ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν γιὸ στὴν ἀρχὴ τῆς παραβολῆς. Κι ἂν θελήσουμε νὰ τὸν μεταφέρουμε στὴ σύγχρονη ἐποχὴ μὲ ἕναν ὄχι τόσο κομψὸ τρόπο σὰν τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ τὸν συνοψίζαμε σὲ λόγια ὅπως αὐτά: “Πατέρα θέλω νὰ ζήσω ἀλλὰ στέκεσαι ἐμπόδιο στὸ δρόμο μου. Ὅσο ζεῖς ἡ περιουσία σοῦ ἀνήκει. Πρέπει, λοιπόν, νὰ φύγεις ἀπὸ τὴ μέση. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι εἶσαι ἤδη νεκρός. Δὲν μπορῶ νὰ περιμένω μέχρι νὰ πεθάνεις στ’ ἀλήθεια. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι ὅσο τουλάχιστον μὲ ἀφορᾶ δὲν ἔχω πιὰ πατέρα, ἀλλὰ κατέχω τὴν περιουσία του γιατί τὸν ἔχω κληρονομήσει”. Αὐτὸ εἶναι λίγο ἕως πολὺ τὸ περιεχόμενο τοῦ διαλόγου ποὺ συχνὰ διαμείβεται ἀνάμεσα σὲ γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀλλὰ κι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια: “Δὲν σὲ ὑπολογίζω σὰν πρόσωπο. Στέκεσαι στὸ δρόμο μου. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀξία γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι μπορῶ νὰ ἁρπάξω ἀπὸ σένα. Κι ἀφοῦ πάρω αὐτὸ ποὺ θέλω μπορεῖς νὰ ἐξαφανιστεῖς. Πρέπει νὰ ἀποδεχτεῖς ὅτι δὲν ὑπάρχεις”. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δεχτοῦμε ὅσα μᾶς προσφέρει καὶ κατόπιν νὰ τὸν ἐξορίσουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας, μὲ τὸν ἴδιο ἀδίστακτο τρόπο ποὺ ὁ Ἄσωτος λησμόνησε τὸν Πατέρα του στὴν ξένη γῆ. Ἀλλὰ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας πρόθυμα τὸν παραμερίζουμε καὶ τὸν ἀποκλείουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας γιατί δὲν μετράει. Αὐτὸ ποὺ μετράει εἶναι τὰ ἀντικείμενα καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους.

Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μία ἄλλη ὄψη τῆς παραβολῆς: ἡ πείνα, ἡ δυστυχία καὶ ἡ μοναξιά, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποστρεφόμαστε στὴ ζωὴ κι ὅμως ἀποτελοῦν συχνὰ τὴ μόνη ἐλπίδα μας νὰ σωθοῦμε. Ὅσο διάγουμε στὴν ἄνεση τοῦ βίου ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν πραγματική μας κατάσταση. Ἀποδεικνυόμαστε ἀνίκανοι νὰ σκύψουμε μέσα μας καὶ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε μόνοι στὴ μέση του πλήθους καὶ πάμφτωχοι στὸ κέντρο τοῦ πλούτου. Εἶναι σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλα τὰ πικρὰ καὶ δύσκολα ποὺ ἀνταμώνουμε στὸ δρόμο μας, ὅλα αὐτὰ ποὺ μισοῦμε καὶ φοβόμαστε, εἶναι ἡ σωτηρία μας. Γιὰ μᾶς ἡ στέρηση εἶναι ὅρος οὐσιώδης. Κι ἂν δὲν ἔχουμε στερηθεῖ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ στερούμαστε στὸ σημεῖο ποὺ ἡ ἔλλειψη θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἐπίγνωση ὅτι ἀντικρίζουμε τὸν Θεὸ σὲ κατάσταση ὁλοκληρωτικῆς γύμνιας καὶ ἀνέχειας –τὴ μόνη κατάσταση ποὺ μᾶς ἀνήκει.

Ἕνας ὄμορφος μύθος διηγεῖται τὴ ζωὴ ἑνὸς πάμφτωχου ραβίνου ποὺ πρωΐ-βράδυ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ γενναιοδωρία Του. Κάποιος ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχὴ του ἀναρωτήθηκε: “Πῶς μπορεῖς νὰ εἶσαι τόσο ὑποκριτής; Δὲν βλέπεις ὅτι ὁ Θεός σοῦ ἔχει στερήσει τὰ πάντα;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: “Κάνεις λάθος. Ὁ Θεὸς μὲ κοίταξε καὶ σκέφτηκε, “αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθεῖ ἔχει ἀνάγκη τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, τὸ κρύο καὶ τὴ μοναξιά, τὴν ἀρρώστια καὶ τὴν ἐγκατάλειψη.” Καὶ μοῦ τὰ ἔδωσε σὲ ἀφθονία”. Νὰ τὸ ἀληθινὸ χριστιανικὸ ἦθος, ἡ συμπεριφορὰ ἑνὸς πιστοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ μόνο ποὺ ἔχει πραγματικὴ σημασία εἶναι ἡ ψυχή του. Τὸ ἴδιο μᾶς φανερώνει καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἀσώτου.

Ὁ ἄσωτος γιὸς μᾶς διδάσκει καὶ κάτι ἀκόμα. Ἐπιστρέφει ἔχοντας προετοιμάσει τὴν ὁμολογία του: “Πατέρα ἁμάρτησα. Δὲν ἀξίζω πλέον νὰ καλοῦμαι υἱός σου. Συγκατέλεξέ με ἀνάμεσα στοὺς δούλους σου”. Ἀλλὰ ὁ Πατέρας δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συνεχίσει. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ξεστρατισμένος γιός, μία ἄσωτη θυγατέρα, ἕνας ἀνάξιος φίλος. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνατότητές μας εἶναι νὰ ὑποβιβάσουμε τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μας. Ἕνας ἀνάξιος γιὸς δὲν μπορεῖ νὰ μετατραπεῖ σὲ ἄξιο μισθοφόρο. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς δόθηκε μὲ τὴ γέννησή μας, τὸ δικαίωμα ποὺ μᾶς χάρισε ἡ ἀγάπη. Δὲν γίνεται, δηλαδή, νὰ ψάχνουμε γιὰ συμβιβασμοὺς καὶ γιὰ νομικὲς ὁριοθετήσεις στὶς σχέσεις μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέμε: “Ἀδυνατῶ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν καρδιά μου, ἀλλὰ θὰ σοῦ φερθῶ καλά. Δυσκολεύομαι νὰ σὲ ἀγαπήσω, ἀλλὰ θὰ σὲ ὑπηρετήσω”. Εἶναι μία ψεύτικη σχέση ποὺ ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δεχθεῖ.

Τὸ τελευταῖο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ Σαρακοστὴ μᾶς δίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν ἀμνῶν καὶ τῶν ἐριφίων ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας τὸν ἑξῆς προβληματισμό: Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ κρίνουμε κι αὐτὸ ποὺ τελικά μᾶς κρίνει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη. Εἶναι πιθανὸν νὰ νομίζουμε ὅτι κρινόμαστε μὲ βάση τὴν ἱκανότητά μας νὰ θεολογοῦμε ἢ νὰ μετέχουμε μὲ τὴν ὑψηλὴ θεωρία σ’ ἕναν κόσμο ὑπερβατικό. Ὡστόσο, ἡ παραβολὴ μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ πρὶν εἰσέλθουμε στὴ Θεία πραγματικότητα εἶναι πιὸ ἁπλή: Ἔχετε γίνει ἄνθρωποι; Ἐὰν ὄχι, μὴν φαντάζεστε ὅτι θὰ μπορέσετε ποτὲ νὰ ὁμοιάσετε τὸν Θεό, τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μέτρο γιὰ κάθε τι.

Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σὲ μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετρᾶμε τὴν ἀτομική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, πόσο πιστοὶ εἴμαστε ἢ πόσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν Θεό, ζητήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε “πιετισμό”, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν χριστιανισμό. Ἀλλὰ ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς: Εἶστε ἄνθρωποι ἢ μήπως ὑπ-άνθρωποι; Μὲ ἄλλα λόγια, εἶστε ἱκανοὶ ν’ ἀγαπήσετε ἢ ὄχι; Ἤμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, ἄρρωστος. Ἤσασταν σὲ θέση ν’ ἀνταποκριθεῖτε στὴ δυστυχία μου μὲ ὁποιοδήποτε κόστος καὶ μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, ἢ ὄχι;

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἂς θυμηθοῦμε ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ζητᾶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ νόμο. Δὲν πρόκειται νὰ ζυγίσει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ποὺ προσφέραμε, οὔτε θὰ ἀριθμήσει τὶς ἐπισκέψεις μας σὲ ἀσθενεῖς καὶ τὰ παρόμοια. Αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσει εἶναι ἡ ἀνταπόκριση τῆς καρδιᾶς μας. Ἡ πράξη συχνὰ καθ’ αὐτὴ δὲν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε ἄνθρωποι τὴ στιγμὴ πού, σὰν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Ἄσωτο γιό, θὰ ἔχουμε φτάσει στὴν ἀγάπη καὶ ἡ καρδιά μας θὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ δὲν θὰ μποῦμε ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ αἰσθανθοῦμε δικαιωμένοι γιατί δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ζήτημα ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ νόμου ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον ἀφομοιώσαμε τὸ νόμο ὥστε αὐτὸς νὰ δώσει καρπὸ μέσα μας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης.

Ἔτσι θὰ ἀρχίσουμε νὰ κατανοοῦμε τὸν ἀνακαινιστικὸ ρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ παίξει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς. Θὰ ἔχουμε περάσει ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς κρίσης καὶ θὰ ἔχουμε ἀφήσει πίσω μας τὸ σκοτάδι καὶ τὸ νόμο, ἐνῶ μπροστὰ μας θὰ ἀντικρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς σχέσης ποὺ καλεῖται “ἔλεος” ἢ “Χάρη”. Καὶ θὰ εἴμαστε πλέον ἀντιμέτωποι πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρωπιᾶς μας, ποὺ ἀξίζει νὰ θυμόμαστε πὼς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἂς πορευτοῦμε στὸν καιρὸ τῆς νηστείας. Ἂς ξεκινήσουμε μέσα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βαδίσουμε τὴ μακριὰ πορεία τῆς μετά-νοιας. Ἔτσι, θὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας χάρης ποὺ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μοιάσουμε μὲ τὸν Χριστό.

Μὲ σκέψη καὶ γνώση μαζί Του - π. Ἐµµανουήλ Νιράκης



Φθάσαμε λοιπὸν καὶ πάλι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου. Καὶ ἡ ἐκκλησία μας, ὡς στοργικὴ μητέρα, ποὺ νοιάζεται γιὰ τὰ παιδιὰ της μᾶς καλεῖ σὲ νέους ἐντονότερους πνευματικοὺς ἀγῶνες, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸν κατ’ ἐξοχὴν στίβο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ποὺ εἶναι ἡ ἁγία καὶ μεγάλη τεσσαρακοστή. 

Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο, ἂν ἡ γνώση μας γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι ἡ μέγιστη δυνατὴ καὶ ἡ σκέψη μας δὲν εἶναι ἀφιερωμένη σ’ Αὐτόν, τότε ὁ ἀγώνας μας δὲ θὰ ἔχει ἐπιτυχῆ ἀποτελέσματα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ του (1,9) «τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν, ὅ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὅταν φρονεῖ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ὅπως ἐσκέπτετο Ἰησοῦς, θεραπεύεται ἀπ’ ὅλα τὰ αἰσθήματα καὶ γίνεται ἀθάνατη.

Ἡ σκέψη εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ μεγαλύτερο μυστήριο. Ὅλα τὰ μετρᾶ καὶ ὅλα τὰ κρίνει μὲ τὴ σκέψη, ἐνῶ αὐτὴ δὲν μπορεῖ κανεὶς οὔτε νὰ τὴ μετρήσει οὔτε νὰ τὴν κρίνει. Εἶναι ἀσώματη γιατί δὲ ἔχει σῶμα, εἶναι ὑπερκόσμια μέσα στὸν κόσμο, εἶναι ὑπερφυσικὴ στὴ φύση, ὑπεράνθρωπη στὸν ἄνθρωπο. Ὅλα εἶναι ἔτσι ἕως ὅτου συνδεθεῖ μὲ τὸ Χριστό. Ἀμέσως βρίσκει τὸν ἑαυτό της, τὴν ἄναρχη ἀρχή της, τὸ τέλος τὸ ἀτελεύτητο, τὴν καταγωγή της, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀθανασία της στὸ Χριστό. Μόνο κοντά Του, μαζί Του βρίσκει τὸ νόημά της. Γιατί χωρὶς Χριστὸ ἡ σκέψη εἶναι τὸ μεγαλύτερο βάσανο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅσο αὐτὴ μεταμορφώνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ γίνεται Χριστοσκέψη καὶ Θεοσκέψη. Ἀντίθετα ὅταν ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ ἐγωισμὸ ἀπορρίπτει τὸ Χριστό, τότε παραφρονεῖ, ἡ ζωὴ γίνεται ἄφρων, ὁ ἄνθρωπος σπεύδει στὸ κακό, ὁλοένα καὶ καταποντίζεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. 

Μόνο Αὐτὸς δίνει τὴν αἰώνια χαρὰ - εὐτυχία καὶ εὐλογία στὴν ἀνθρώπινη σκέψη. Ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ ἀπ’ τὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τεράστιο βάσανο. Ἡ γνώση ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σὲ τραγικὰ ἀδιέξοδα. Μόνο μὲ τὴν ἀγάπη Του θεραπεύονται ἀπ’ τὴ μωρία ἡ ἀνθρώπινη γνώση καὶ σκέψη. 

Ἂν κανεὶς ζεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, τότε δὲν ἀναγνωρίζει οὔτε Θεό, οὔτε ἀλήθεια, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀξία. Τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα εἶναι ὁ ἑαυτός του. Αὐτὸς εἶναι ἡ βάση τῆς γνώσης καὶ τῆς σκέψης του. Ὅμως αὐτὴ ἡ φιλαυτία, ἡ αὐτοαπομόνωση καὶ αὐτοαποκλεισμός, εἶναι τελικὰ μιὰ σκοτεινὴ φυλακὴ μέσα στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ παραφρονεῖ. Καὶ μαζί του παραφρονεῖ καὶ ἡ σκέψη καὶ ἡ γνώση του. 

Λέει πάλι στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ του (3,8) ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Μόνο «ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ» δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου, τοῦ κακοῦ, τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. «Ὄχι μόνο σήμερα συνεχίζει, ποὺ ἐφωτίστηκα ἀλλὰ καὶ τώρα ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅτι ὅλα εἶναι ζημιὰ συγκρινόμενα μὲ τὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο στερήθηκα καὶ ἀπέρριψα τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίζω ὡς Σωτήρα καὶ Κύριό μου». Ἡ ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τί εἶναι, ποιὸς εἶναι καὶ τί ἔφερε στὸ ἀνθρώπινο γένος, εἶναι ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἄλλη γνώση. 

Ὅσα καὶ ἂν πασχίζουμε νὰ μάθουμε στὴ ζωή μας, εἶναι τελικὰ μηδαμινὰ καὶ ἐλάχιστα μπροστὰ στὴν ὑπεροχὴ τῆς γνώσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζω τὸ Χριστὸ σημαίνει συμμετέχω στὰ παθήματά Του. Νὰ πιοῦμε κι ἐμεῖς τὸ ποτήριο ποὺ ἤπιε Ἐκεῖνος, νὰ σηκώσουμε τὸ Σταυρό μας καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσομε. Νὰ συμμορφωθοῦμε πρὸς τὸ θάνατό Του, νὰ συναποθνήσκομε πρὸς τὴν ἁμαρτία ὅπως καὶ Ἐκεῖνος ἀπέθανε γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Νὰ συσταυρωθοῦμε μαζί Του, νεκρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Ὅταν ὁ κόσμος νεκρωθεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο, τότε ἡ γνώση μας γι’ Αὐτὸν θὰ εἶναι ἡ πληρέστερη δυνατή. Ἂν δὲν «πάσχομε» μαζί Του δὲ μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίσομε. Πολλοὶ θέλουν νὰ «συμβασιλεύσουν» μὲ τὸ Χριστό, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ «συμπάθουν μετ’ Αὐτοῦ». Θέλουν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τους, ἀλλὰ ἀρνοῦνται νὰ φορέσουν πρῶτα τὸ ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ φόρεσε Ἐκεῖνος. 

Τοῦτες τὶς μέρες ποὺ προετοιμαζόμαστε πνευματικὰ γιὰ τὶς μεγάλες στιγμὲς ποὺ θὰ ζήσουμε κάτω ἀπ’ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ δίπλα στὸ κενὸ μνημεῖο, ἕνα πράγμα ἀξιώνουμε ὅλοι. Νὰ γνωρίσουμε τὴ δύναμη τῆς Ἀνάστασής Του. Τὴν ἀπάντηση γιὰ τὸ πῶς θὰ φθάσουμε σ’ αὐτὴ τὴ γνώση, μᾶς τὴ δίνει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολ. 3,1). «Ἡ Χριστογνωσία προέρχεται ἀπ’ τὸ χριστὸ βίωμα». Θὰ γνωρίσομε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἂν τὴ βιώσομε. Θὰ γνωρίσομε τὴν ἀλήθειά Του, ἂν τὴ βιώσομε. Θὰ γνωρίσομε τὴ δικαιοσύνη καὶ ταπείνωσή Του, ἂν ζοῦμε ὅμοια μ’ Αὐτόν. Θὰ γνωρίσομε τὸ πάθος, τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, μόνο ἂν τὰ βιώσομε ὡς δικά μας. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε τι ποὺ εἶναι δικό Του, ἀπ’ τὸ πιὸ μικρὸ ἕως τὸ μεγαλύτερο ποὺ εἶναι ἡ δύναμη τῆς Ἀνάστασής Του. Μόνο μὲ τὴν πίστη μας ἀκλόνητη καὶ ἀδιασάλευτη σ’ Αὐτόν, τὴ σκέψη μας ἀφιερωμένη καὶ ἀποκλειστικὰ δοσμένη σ’ Ἐκεῖνον, καὶ τὴ γνώση Του ὡς ἀπαραίτητο ἐφόδιο στὸ στάδιο τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας, θὰ φθάσομε στὸ τέλος αὐτῆς τῆς μακρᾶς περιόδου ποὺ εἶναι τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, πορευόμενοι μαζί Του στὴ νέα ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Καλὴ καὶ καρποφόρος Σαρακοστή.

Σκέψεις γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή-Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας) Ἰωὴλ



Εἶναι γνωστὸ πὼς στὴν περίοδο αὐτὴ ἔχουμε δυὸ νηστεῖες. Εἶναι περίπου ἑπτὰ ἑβδομάδες αὐστηρῆς νηστείας καὶ μία ἡ ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς ποὺ προηγεῖται, ὀκτώ. Γιὰ πολλοὺς εἶναι μία εὐχάριστη καὶ ἐπιθυμητὴ περίοδος, ἐνῶ γιὰ ἄλλους εἶναι δύσκολη καὶ γιὰ ἄλλους καθόλου εὐχάριστη. Θὰ προσπαθήσουμε νὰ ποῦμε λίγες σκέψεις γιὰ τὴν περίοδο αὐτή, ὅπως τὴν ἔχουν χαρακτηρίσει οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Πρῶτα πρῶτα νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό, ποὺ κάνει μία γενικὴ παρατήρηση γιὰ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστή. Λέγει πρὸς ὅλους μας: «Τὴν Τεσσαρακοστὴν μὴ ἐξουθενεῖτε· μίμησιν γὰρ περιέχει τῆς τοῦ Χριστοῦ πολιτείας». Εἶναι σημαντικὴ παρατήρηση αὐτή. Ὁ Χριστὸς δὲν ἐξουθενώνει, δηλ. δὲν ἀφαιρεῖ τὴ δύναμη τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πιὸ πλατειὰ θὰ λέγαμε, δὲν περιφρονεῖ τὴν μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δὲ λέγει πὼς ἡ περίοδος αὐτὴ δὲν εἶναι σωστή, οὔτε κοροϊδεύει τὴ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τὴν ἀτιμάζει, οὔτε δυσανασχετεῖ μὲ τὸν ἐρχομό της, οὔτε εὔχεται νὰ περάσει γρήγορα, οὔτε καταλύει τὴ νηστεία ἐπιδεικτικὰ καὶ χωρὶς λόγο, οὔτε προπαγανδίζει πὼς οἱ καιροὶ ἄλλαξαν καὶ πρέπει νὰ ἀλλάξουμε καὶ ἐμεῖς.

Ἡ ἁγία Τεσσαρακοστὴ εἶναι μία μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὴ βάπτισή Του πῆγε στὴν ἔρημο καὶ ἐκεῖ «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασεν» (Ματθ. 4,2). Ὁ Χριστὸς ἦταν τέλειος ἄνθρωπος καὶ μέσα Του δὲν εἶχε τὴν ἁμαρτητικὴ φορά, ἀλλὰ χρειαζόταν νὰ μᾶς δώσει τύπο ζωῆς. Ἔπρεπε νὰ ἔχουμε μία εἰκόνα ἀσκήσεως μπροστά μας, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τοῦ σκοποῦ μας, ποὺ εἶναι ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεό. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ δέχθηκε καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πειρασμῶν Του «ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ» (Μάρκ. 1,13). Πολλὰ διδάγματα ἔχει νὰ μᾶς δώσει ἡ περίοδος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου.

Ὁ Χριστὸς ἐκπαιδεύθηκε τρόπον τινα στοὺς πειρασμοὺς μὲ τὴ νηστεία. Ἀργότερα ὁ διάβολος σὰν μία φοβερὴ θύελλα θὰ ἐπιπέσει ἐπάνω Του. Σ᾿ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς βγῆκε νικητής. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ πιστός. Στὴ ζωή μας θὰ ἔχουμε πολλοὺς πειρασμούς. Χρειαζόμαστε ἐκπαίδευση. Ἡ περίοδος τῆς νηστείας εἶναι μία πνευματικὴ ἐκπαίδευση τοῦ Χριστιανοῦ. Μαθαίνει νὰ πολεμᾶ. Ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε τὸν τρόπο, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς πειράσθηκε.

Ὁ Χριστὸς μέσα στὴν περίοδο τῆς νηστείας πειράσθηκε καὶ νίκησε. Ἐπίσης καὶ οἱ πιστοὶ πειράζονται. Γιατί παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς ὁ Θεός; Γιὰ νὰ πληροφορηθοῦμε πὼς εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπ᾿ αὐτούς. Γιὰ νὰ ταπεινωνόμαστε. Γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ ὁ δαίμονας πὼς τὸν ἐγκαταλείψαμε. Γιὰ νὰ ἀσκηθοῦμε. Γιὰ νὰ λάβουμε σαφῆ πείρα τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Ἄγγελοι Κυρίου στηρίζουν τοὺς ἀγωνιστές.

Ὁ διάβολος πείραξε τὸ Χριστὸ κατὰ τὴν περίοδο τῆς νηστείας ὄχι μόνο μὲ τὸν τρόπο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τόπο. Ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἀπομόνωση εἶναι πολλὲς φορὲς ὄπλα τοῦ διαβόλου. Παράδειγμα ἡ Εὔα, τὴν ὁποία πείραξε, ὅταν ἦταν χωρισμένη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Ἀκόμη, ἡ ἀπομόνωση φέρνει μερικὲς φορὲς τὴν μονοτονία, τὴν ἀκηδία, τὴν πείνα, τὴν ἀδημονία. Τότε κατὰ τὴν περίοδο τῆς νηστείας παίρνει θάρρος καὶ ἐπιτίθεται ἐναντίον μας. Ὅταν ὅμως μᾶς δεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ συγκεκροτημένους, δὲν ἔχει τὸ θάρρος (γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος) νὰ μᾶς κάνει μεγάλη ζημιά. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, στὴν περίοδο τῆς νηστείας νὰ συχνάζουμε στὴν Ἐκκλησία, στὶς ἀκολουθίες, καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ στηρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ νὰ ἐνθαρρυνόμαστε πὼς στὸν ἀγώνα μας δὲν εἴμαστε μόνοι, ἀλλὰ μαζί μας εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Τὸν Κύριο Τὸν ἐνθάρρυναν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε, συνεπῶς, πόση μεγάλη ὠφέλεια παίρνουμε ἀπὸ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστή.

Μετά, ἕνας ἄλλος Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γράφει πὼς κατὰ τὴν περίοδο τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ ἄνθρωπος ἐμπορεύεται τὴν πνευματικὴ ἐμπορία καὶ συγκεντρώνει πολὺ πλοῦτο ἀρετῆς. Τονίζει πὼς δὲν εἶναι μεγάλο κατόρθωμα νὰ διέλθουμε τὶς ἡμέρες ἁπλῶς τῆς νηστείας, ἀλλὰ σημασία ἔχει νὰ διορθώσουμε κάτι ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά μας καὶ νὰ πλυθοῦμε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά μας, «εἰ διωρθώσαμεν τί τῶν ἡμετέρων ἐλαττωμάτων, εἰ τὰ ἁμαρτήματα ἀπενιψάμεθα».

Συνηθίζουμε νὰ ρωτᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς «πόσας ἕκαστος ἑβδομάδας ἐνήστευσε· καὶ ἔστιν ἀκοῦσαι λεγόντων τῶν μέν, ὅτι δυό, τῶν δὲ ὅτι τρεῖς, τῶν δέ, ὅτι πάσας ἐνήστευσαν τὰς ἑβδομάδας», δηλαδὴ συμβαίνει νὰ ἀκοῦς νὰ λένε ἄλλος μὲν πὼς νήστευσε δυό, ἄλλος τρεῖς καὶ ἄλλος ὅλες τὶς ἑβδομάδες. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ κέρδος, ἐὰν δίχως κατορθώματα ἀρετῆς περάσουμε τὴν περίοδο τῆς νηστείας;

Ἐὰν κάποιος λέγει, ὅτι νήστευσα ὅλη τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, σὺ εἰπέ, ὅτι εἶχα ἐχθρὸν καὶ συμφιλιώθηκα μ᾿ αὐτόν· εἶχα συνήθεια νὰ κατηγορῶ καὶ τὴν ἐσταμάτησα· εἶχα συνήθεια νὰ ὁρκίζομαι καὶ ἀπαλλάχθηκα ἀπὸ τὴν κακὴ συνήθεια.... Καμία ὠφέλεια δὲν θὰ ἔχουμε ἀπὸ τὴν νηστεία, ἂν ἁπλῶς καὶ μόνο τὴν περάσουμε εἰκῆ καὶ ὡς ἔτυχε. Ἂν περάσουμε τὴ νηστεία τῶν φαγητῶν, ὅταν περάσουν οἱ σαράντα ἡμέρες, περνᾶ καὶ ἡ νηστεία· ἂν ὅμως ἀπέχουμε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα καὶ ἡ περίοδος τῆς νηστείας νὰ περάσει, ἐκείνη ἡ νηστεία (δηλ. τῶν ἁμαρτημάτων) πάλιν μένει καὶ θὰ εἶναι συνεχὴς ἡ ὠφέλεια σὲ μᾶς καὶ πρὶν ἀκόμα ἀπὸ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν θὰ μᾶς χαρίσει ὄχι μικρὲς ἀμοιβὲς ἐδῶ.

Βλέπουμε πὼς ἡ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ δὲν εἶναι μία περίοδος γιὰ νὰ νηστεύσουμε μόνο ἀπὸ φαγητά, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξασκούμαστε στὴν ἀρετή. Ὅταν ὅλα αὐτὰ τὰ κατορθώσουμε, τότε θὰ ἀξιωθοῦμε τὴν κυρία ἡμέρα νὰ προσέλθουμε στὴν πνευματικὴ τράπεζα, δηλ. στὴ θεία Εὐχαριστία, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Ἡ προσέλευση στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἱκανὸ κίνητρο, γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ στὴν πνευματική μας ἄσκηση.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει πὼς ἡ νηστεία εἶναι καὶ καθάρσιο τοῦ ἐαυτοῦ μας. Πρὸ τῆς μεγάλης ἡμέρας τοῦ Πάσχα, «κάθαρσίς ἐστι προεόρτιος». Ὁ χριστιανὸς ἐπιτυγχάνει τὴ «συννέκρωση» μὲ τὸ Χριστό, συμμετέχει στὴ νέκρωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Κύριος νεκρώνει τὴ σάρκα Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοὶ νεκρώνουν τὰ πάθη τους γιὰ τὴ σωτηρία τὴν ἰδική τους. Ὁ Κύριος νήστευσε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἐμεῖς πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα.

Μὲ τέτοιες σκέψεις ἂς διέλθουμε τὸ στάδιο τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε πολύ.

Μετάνοια, ένας καινούργιος τρόπος ζωής † Αρχιμ. π. Χριστοδούλου Φάσσου

 
Ομιλία  † Αρχιμ. π. Χριστοδούλου Φάσσου
Κυριακή Τυροφάγου Ματθ. ΣΤ', 14-21
Κατανυκτικός Εσπερι­νός
Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου Πατρών 8/3/1992

  Η Εκκλησία μας, αγαπητοί αδελφοί, καθώς γνωρί­ζετε, με τον αποψινό εσπερινό μας εισάγει στην ιδιαίτερη εκείνη χρονική περίοδο του εκκλησιαστικού έτους, η οποία ονομάζεται Μεγάλη και Αγία Σαρακοστή. Η είσοδος αυτή δεν γίνεται για λόγους ηθικούς ή ακόμα για να κρατήσουμε κάποιες παλιές εκκλησιαστικές παρα­δόσεις ή, αν θέλετε, για να γίνει μια πνευματική εναλλα­γή στην καθημερινή ζωή τού πιστού, αλλά γίνεται για λόγους πολύ πιο βασικούς και σημαντικούς.
Αυτή η περίοδος που αρχίζει από απόψε και τελειώνει το Μέγα Σάββατο το πρωί, στην οποία κάθε χρόνο μάς εισάγει η Εκκλησία μας, προσφέρεται σε όλους τους πιστούς σαν ένας καινούργιος τρόπος ζωής, τον οποίον καλούνται να ζήσουν ιδιαιτέρως εγκρατικά κατά την περίοδο αυτή. Και αυτός ο καινούργιος τρόπος ζωής επι­κεντρώνεται σε μια λέξη, τη λέξη μετάνοια.
Είναι γνωστή η λέξη, δεν ξέρω όμως αν είναι γνωστή η βαθύτερη σημασία της. Γι' αυτό το λόγο, δι' ευχών σας Σεβασμιώτατε, πολύ λίγα και σύντομα σχόλια θα κάνω επάνω στην έννοια της λέξεως μετάνοια.
Κατ' αρχήν θα πρέπει να καταλάβουμε καλά όλοι εμείς, που είμαστε σήμερα μέσα στον ιερό χώρο τού ναού, ότι η μετάνοια σαν ένας τρόπος ζωής είναι αναγκαία και απαραίτητη. Αναγκαία όχι μόνο για όσους έχουν διακό­ψει τη σχέση τους με το Θεό εξ αιτίας της αμαρτίας και πρέπει τώρα με έναν καινούργιο τρόπο ζωής να επανα­συνδεθούν με το Θεό, αλλά πρέπει καλά να καταλάβουμε ότι είναι αναγκαία για όλους μας, είναι μια κατάσταση, την οποία καλούμεθα να ζήσουμε. Είναι μία αρχή και μία συνέχεια, η οποία πρέπει να συνοδεύει όλους εμάς τους χριστιανούς στον καθημερινό μας βίο.
Αυτό στηρίζεται πάνω στα εξής στοιχεία: Πρώτα-πρώτα, θυμίζω τα λόγια τού Χριστού, τα εισαγωγικά στο σωτήριο κήρυγμά Του πάνω στη γη: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. Δ', 17). Προϋπόθεση για την εισαγωγή μας, για την είσοδό μας στη Βασιλεία των Ουρανών είναι η μετάνοια. Και μας καλεί όλους ο Κύριος με το ρήμα «μετανοείτε» κι όχι «μετανοήσατε», που σημαίνει μία φορά μόνο, αλλά «μετανοείτε» με την έννοια της διάρκειας και απευθύνεται αυτό το κήρυγμα τού Χρι­στού μας σε όλους αδιακρίτως.
Δεύτερον, η Εκκλησία μας με την έναρξη αυτής της περιόδου, με την έναρξη του Τριωδίου, έχει δύο βασικούς ύμνους οι οποίοι ψάλλονται: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας, ζωοδότα» (Τριώδιον, Τροπάριο Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου) και «Της σωτηρίας εύθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε» (Τριώδιον, Τροπάριο Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου). Παρακαλούμε την Παναγία και τον Κύριό μας να μας ανοίξει την πόρτα και να μας δείξει το δρόμο τής μετανοίας· και η Εκκλησία μας με τα τροπά­ρια αυτά απευθύνεται σε όλο το πλήρωμά της αδιακρίτως της ηθικής ποιότητος εκάστου εκ των πιστών.
Τρίτον, σας θυμίζω την παρακέλευση, την οποίαν ακούμε σε κάθε λατρευτική σύναξη: «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι» (Ιω. Χρυσοστόμου, συναπτή Θ. Λειτουργίας), που απευθύνεται και πάλι αδιακρίτως σε όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Τέταρτον, ήθελα να τονίσω ότι όλοι οι Πατέρες τής Εκκλησίας μας επιμένουν και υπογραμμίζουν πολύ αυτό, ότι δηλαδή η μετάνοια είναι κατάσταση που πρέπει να τη ζουν όλοι, είναι καθολική υποχρέωση δικαίων και αδί­κων, τελείων και ατελών, αγίων και αμαρτωλών, μάλι­στα δε, κι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, εκείνων οι οποίοι νομίζουν ότι έχουν καλές σχέσεις με το Θεό, «οι πεποιθότες εφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι» (Λουκ. ΙΗ', 9). Αυτοί, όπως ο Φαρισαίος της γνωστής παραβολής, όπως ο πρεσβύτερος γιος τής παραβολής τού Ασώτου, αυτοί προπάντων έχουν ανάγκη αυτού του γεγονότος και αυτής της καταστάσεως, της μετανοίας. Διότι, επιμένουν οι Πατέρες, αυτοί κινδυ­νεύουν από τους «εκ δεξιών πειρασμούς», που είναι η υπερηφάνεια, η υποκρισία, ο φθόνος, η κατάκριση κ.λπ.
Ο Αγιος Ισαάκ, ο Αββάς αυτός ο οποίος τόσο πολύ έχει μελετήσει το θέμα τής μετανοίας, λέγει τα εξής χαρακτηριστικά: «Ει γαρ πάντες αμαρτωλοί εσμεν και ουδείς υπέρτερος των πειρασμών, ουδεμία των αρετών υψηλοτέρα της μετανοίας. Προσήκει γαρ άρτι πάσιν αμαρτωλοίς και δικαίοις τοις βουλομένοις σωτηρίας τυχείν». Εάν, λέει, είναι γεγονός - και είναι πράγματι γεγονός αναμφισβήτη­το - ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και κανένας δεν είναι παραπάνω από τους πειρασμούς, τότε, λοιπόν, μεγαλύτε­ρη αρετή και σπουδαιότερη είναι η μετάνοια.
«Προσήκει γάρ άρτι πάσι», αρμόζει και πρέπει αυτή σε όλους.
«αμαρτωλοίς και δικαίοις τοις βουλομένοις σωτηρίας τυχείν», και στους αμαρτωλούς και στους δίκαιους η μετάνοια συντελείται, εάν πράγματι θέλουν να σωθούν. Και προσθέτει:
«Δια τούτο η μετάνοια ούτε καιροίς ούτε πράξεσι περιορίζεται έως θανάτου» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΝΕ', Περί παθών), δεν περιορίζεται η μετάνοια από μία χρονική περίοδο ούτε ορίζεται από χρονικά όρια ούτε και από πράξεις, αλλά είναι ένα γεγονός που πρέπει να σφραγίζει τη ζωή τού χριστιανού έως θανάτου.
Ο Ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει:
«Ιατρείον γαρ εστιν αναιρετικόν της αμαρτίας η μετά­νοια», είναι φάρμακο η μετάνοια «αναιρετικόν της αμαρ­τίας», καταστρεπτικό της αμαρτίας. Κι αφού η αμαρτία είναι παντοτινή στον άνθρωπο, έτσι παντοτινό πρέπει να είναι και το φάρμακο της μετανοίας. Και επί πλέον λέει ότι η μετάνοια κανέναν δεν αποδιώκει.
«Ου μέθυσον αποστρέφεται, ουκ ειδωλολάτρη βδελύσσεται, ου λοίδωρον απελαύνει, ου βλάσφημον αποδιώκει, ουκ αλαζόνα, αλλά πάντας μεταποιεί», Όλους αυτούς τους καλεί στη μετάνοια για να τους μεταβάλει, για να τους αλλάξει.
«Χωνευτήριον γαρ εστίν της αμαρτίας η μετάνοια», είναι ένα καμίνι η μετάνοια μέσα στο οποίο χωνεύεται η αμαρτία, διαλύεται, κατακαίεται.
Με αυτά ήθελα, αδελφοί μου, να υπογραμμίσω αυτό το οποίον στην αρχή τόνισα, ότι δηλαδή η μετάνοια είναι τρόπος ζωής, τον οποίον πρέπει όλοι ανεξαρτήτως να ακολουθήσουμε κι ότι δεν είναι παροδικό φαινόμενο, αλλά είναι μόνιμη κατάσταση στη ζωή. Αν αυτό ισχύει, τότε, αγαπητοί αδελφοί, τίθεται σε όλους, σε μένα και στον καθένα από σας, το ερώτημα: Εγώ τί κάνω επάνω σ’ αυτό το θέμα; Έχω μετανοήσει; Μετανοώ; Ακολουθώ στη ζωή μου αυτό που οι Πατέρες τονίζουν; Είναι η μετά­νοια ένα μόνιμο γεγονός μέσα στη ζωή μου; Πρέπει να δώσει ο καθένας μόνος του την απάντηση. Για να μην γελαστούμε στην απάντηση, θα σας υπενθυμίσω δύο στοι­χεία, τα οποία έχει ο άνθρωπος, όταν πραγματικά βαδί­ζει το δρόμο της μετανοίας.
Το πρώτο είναι ότι ο άνθρωπος που περπατάει στο δρόμο της μετανοίας έχει βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του. Το ήθος και το βίωμα του ορθόδοξου χρι­στιανού είναι ήθος και βίωμα δακρύων και ομολογίας και συναισθήσεως της αμαρτωλότητας· «...ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» (Ψαλμός Ν', 5). Κι όταν ακόμα φθάνει ο χριστιανός σε ύψη μεγάλα αρετής και αγιότητας, και τότε τον ακολουθεί αυτή η συναίσθηση, ότι δηλαδή είναι αμαρτωλός. Ο θείος Παύλος, όταν έφτασε στα τέλη τού βίου του, γράφει τις δύο «Προς Τιμόθεον» επιστολές. Λέει, λοιπόν: «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α' Τιμ. Α', 15). Εμείς λέμε ότι ο απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος μετά τον Ένα. Ο Ένας είναι ο Χριστός.
Ο πρώτος μετά το Χριστό μας είναι ο απόστολος Παύλος. Εκείνος λέγει ότι είναι ο πρώτος των αμαρ­τωλών.
Ο Αββάς Ισαάκ, που σας είπα προηγουμένως, τονί­ζει ότι πάντοτε είναι «κοινωνός της βδελυράς φύσεως», δηλαδή πάντοτε νοιώθει την αμαρτωλότητά του.
Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχουν προσυπο­γράψει αυτή την προσευχούλα, την περίφημη ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», και μας την παρέδωσαν σαν κληρονομιά. Και μέσα στην προσευχή αυτή τονίζεται ιδιαιτέρως η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Ο Άγιος Ισαάκ πάλι κάνει μία τριπλή σύγκριση για να δείξει ακριβώς πόση σημασία έχει αυτή η συναίσθηση της αμαρτωλότητας.
Πρώτη σύγκριση: «Ο αισθηθείς των εαυτού αμαρτιών κρείττων εστί του εγείροντος τους νεκρούς εν τη αυτού προσευχή» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΛΔ', Περί μετανοίας), εκείνος που έχει γνωρίσει καλά τον εαυτόν του και βλέπει τις αμαρτίες του, αυτός είναι ανώτερος από εκείνον που με την προσευχή του κατορθώνει να αναστή­σει ακόμα και πεθαμένους.
Δεύτερη σύγκριση: «Ο στενάζων μίαν ώραν υπέρ της ψυχής εαυτού κρείττων εστί του ωφελούντος όλον τον κόσμον εν τη θεωρία αυτού» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΛΔ', Περί μετανοίας), εκείνος ο οποίος αναστενάζει με πόνο, γιατί νοιώθει την αμαρτωλότητά του, είναι ανώτερος από εκείνον που ωφελεί όλον τον κόσμο με τη διδασκαλία του και με το βίο του.
Τρίτη σύγκριση: «Ο αξιωθείς ιδείν εαυτόν κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν αγγέλους» (Αββά Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΛΔ', Περί μετανοίας), εκείνος που αξιώ­θηκε να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να λάβει συναίσθηση της αμαρτωλής καταστάσεώς του, αυτός είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώνεται να βλέπει ουράνιες οπτασίες και αγγέλους. Αυτό είναι το πρώτο χαρακτηρι­στικό, η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας. Αν το έχουμε, βαδίζουμε το δρόμο της μετανοίας.
Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η εγκατάλειψη και η επίρριψη του αμαρτωλού εαυτού μας μέσα στη χάρη και στο έλεος και στην αγάπη τού Θεού. Απείρως μεγαλύτε­ρη, αδελφοί μου, από τις αμαρτίες μας είναι η αγάπη τού Θεού, η οποία «ούτε μέτρω μετρείται ούτε αριθμώ αριθμείται», λέγει ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Την αγάπη τού Θεού ούτε να τη μετρήσεις ούτε να την εξαριθμήσεις μπορείς. Προσθέτει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος: «Ουδέ λόγω ερμηνευθήναι δύναται αυτού η αγαθότης», ούτε μπορούμε με τα λόγια να ερμηνεύσου­με και να περιγράψουμε την αγαθότητα του Θεού. Και φέρνει ένα παράδειγμα πολύ έντονο ο άγιος Πατήρ. Λέει: «Όσον σπινθήρ προς πέλαγος, τοσούτον κακία προς την του Θεού φιλανθρωπίαν» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ε.Π. Migne 49, 336-337), όπως είναι μία σπίθα που πέφτει μέσ' το πέλαγος, στη θάλασσα, έτσι είναι οι αμαρ­τίες μας μέσα στο πέλαγος της αγάπης και της φιλανθρωπίας τού Θεού.
Χρειάζεται πολλή προσοχή, διότι, όταν θα λάβω συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μου, εάν δεν γίνει συγ­χρόνως και αυτή η εγκατάλειψη, η επίρριψη του εαυτού μας στην αγάπη και στο έλεος του Θεού, τότε υπάρχει ο φοβερός κίνδυνος, αδελφοί μου, της απογνώσεως, της απελπισίας· και τονίζουν πολύ οι Πατέρες της Εκκλησίας μας αυτόν τον κίνδυνο, διότι, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ουδέν γαρ ούτως ισχυρόν όπλον τω διαβόλω ως η απόγνωσις», δεν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο για το διά­βολο εναντίον του ανθρώπου από την απόγνωση, από την απελπισία. «Δια τούτο ουχ ούτως αυτόν ευφραίνομεν αμαρτάνοντες ως απογιγνώσκοντες», γι' αυτό δεν ευχα­ριστιέται τόσο, όταν μας βλέπει να αμαρτάνουμε, αλλά ευχαριστιέται πιο πολύ, όταν μας βλέπει ότι απελπιστή­καμε για τις αμαρτίες μας και δεν ρίξαμε τον εαυτό μας μέσα στο πέλαγος της αγάπης του Θεού. Γι' αυτό λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Καν καθ’ ημέραν αμαρτάνης, καθ’ ημέραν μετανόει» κι αν ακόμη κάθε μέρα αμαρτάνεις, κάθε μέρα να μετανοείς και να κάνεις εκείνο που κάνουν στα παλιά σπίτια. Όταν σε κάποιο μέρος παλιώνουν, αμέσως πάνε και τα ανακαινίζουν στο σημείο αυτό. Τούτο πρέπει να κάνεις κι εσύ. «Ουκ επαλαιώθης σήμερον από της αμαρτίας; Ανακαίνισον σεαυτόν από της μετανοίας. Μη καταπέσης εις απόγνωσιν, καν μύρια ημαρτηκώς ης», μην πέσεις στην απελπισία, έστω κι αν είναι μύριες οι αμαρτίες σου. «Μη σεαυτού απογνώς, καν εν εσχάτη πολιά ης, μετανόησον», κι αν έφτασες στα βαθιά-βαθιά γηρατειά σου και τότε υπάρχει καιρός ακόμη για να μετανοήσεις.
Έχουμε το φοβερό παράδειγμα αυτής της απελπισίας, η οποία κυριεύει τον άνθρωπο εξ αιτίας της αμαρτίας και τον οδηγεί στο θάνατο. Έχουμε το φοβερό παράδειγμα του Ιούδα. Δεν μετανόησε αληθινά. Ήρθε στη συναίσθη­ση του σφάλματος στο οποίον έπεσε. Κατάλαβε την αμαρτία του. Ήταν το πρώτο σκέλος της μετανοίας. Δεν είχε όμως αληθινή μετάνοια. Δεν έριξε κατόπιν τον εαυτό του μέσα στο πέλαγος της αγάπης και του ελέους τού Χριστού μας, αλλά κατελήφθη από την απελπισία, διότι ήρθε στην απόγνωση και στο θάνατο (Βλ. Ματθ. ΚΖ’, 3-5). Αντίθετα «... οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν τού Θεού» (Ματθ. ΚΑ', 31) λέει ο Χριστός μας, διότι έχουν αληθινή μετάνοια, που τη βλέπουμε και με τα λόγια τους και με τα έργα τους. Όταν ο τελώνης λέει: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ΙΗ', 13), κι όταν λέει ο ληστής: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία Σου» (Λουκ. ΚΓ', 42), κι όταν η αμαρτωλή γυναίκα χύνει δάκρυα και πλένει με τα δάκρυά της τα πόδια τού Χριστού μας, κι όταν ο Πέτρος «κλαίει πικρώς» (Λουκ. ΚΒ', 62) στην αυλή τού Αρχιερέως, έχουν φτά­σει όλοι αυτοί και στα δύο σκέλη της μετανοίας. Βαδίζουν, δηλαδή, ακριβώς το δρόμο της μετανοίας, που είναι και η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και η επίρριψη του εαυτού μας στο έλεος του Θεού.
Αυτά ακριβώς τα δύο γνωρίσματα, αγαπητοί αδελφοί, τα εκφράζει ο τρίτος ύμνος, ο εισαγωγικός, που τον ακούμε από την πρώτη μέρα του Τριωδίου, απ' την Κυριακή τού Τελώνου και του Φαρισαίου. Λέει ο ύμνος: «Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών εννόων ο τάλας, τρέμω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως». Έχου­με το πρώτο σκέλος της μετανοίας, τη συναίσθηση των αμαρτιών, «τα πλήθη των δεινών». Και μάλιστα ξέρετε τις συνέπειες: «τρέμω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως». Έρχεται, τώρα, το δεύτερο σκέλος για να ολοκληρωθεί η μετάνοια: «Αλλά θαρρών εις το έλεος της ευσπλαχνίας σου ως ο Δαβίδ βοώ σοι· ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα σου έλεος» (Τριώδιον, Ιδιόμελον Όρθρου Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου).
Αγαπητοί αδελφοί, αυτό με λίγα λόγια είναι το πνεύμα κι αυτά είναι τα πλαίσια του καινούργιου τρόπου της ζωής, στην οποία μας καλεί η Εκκλησία μας. Καλούμεθα ιδιαίτερα, θα έλεγα εντατικότερα, φροντιστηριακά, την περίοδο του Τριωδίου να ασκηθούμε σ' αυτήν τη μετάνοια, ώστε παίρνοντας δύναμη και προπονούμενοι κατά τη διάρκεια του Τριωδίου να μας συνοδεύει το φαινόμενο αυτό της μετανοίας στην υπόλοιπη ζωή μας. Είναι πνεύμα αυτοεξετάσεως, αυτογνω­σίας, συναισθήσεως της αμαρτωλότητάς μας και επιρρίψεως του εαυτού μας στο έλεος του Θεού. Ακόμη, αν προστεθούν τα μηνύματα που μας έδωκε το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, «αποθώμεθα τα έργα τού σκό­τους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» (Ρωμ. ΙΓ', 12), και αν προσθέσουμε τα αγωνίσματα που ο Κύριός μας μάς υπέδειξε δια του σημερινού ευαγγελικού αναγνώσματος, που είναι η συγχωρητικότητα προς αυτούς που μας φταίνε, που είναι η γνησιότητα στην αρετή και η αποκόλληση από τα γήινα και η προσκόλληση στα ουράνια, τότε έχουμε όλο το πλαίσιο της καινούργιας αυτής ζωής, την οποίαν εντατι­κά, όπως είπαμε, καλούμεθα να ζήσουμε στην περίοδο αυτή της ζωής μας.
Αλλά, αδελφοί, ενώ αυτό είναι το πνεύμα της Εκκλη­σίας μας στη διάρκεια αυτή, δυστυχώς έξω από το χώρο τής Εκκλησίας, όπως προηγουμένως ο Σεβασμιώτατος τόνισε, μέσα στην κοινωνία επικρατεί κατ' αυτήν την περίοδο ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα. Είναι ένα πνεύμα εξωστρέφειας, ένα πνεύμα διαχύσεως, ένα πνεύμα επιπολαιότητας, ιδιαιτέρως δε στην πόλη μας είναι ένα πνεύμα ενός ηθικού εκτροχιασμού, λίγο ή πολύ, και μιας διαφθοράς, η οποία επιτελείται ιδιαιτέρως σε ένα μεγάλο μέρος της νεότητας.
Γι' αυτό ακριβώς η Εκκλησία μας αντιτίθεται και καταδικάζει όλη αυτή την κατάσταση και όλες αυτές τις εκδηλώσεις, οι οποίες αντιστρατεύονται τους στόχους, τους οποίους η Εκκλησία έχει δρομολογήσει για την περίοδο αυτή. Είναι δε το παράπονο τής Εκκλησίας έντο­νο, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που μετέχουν σ' αυτές τις εκδηλώσεις, δεν είναι άχρηστοι άνθρωποι· αύριο θά 'ρθουν και θα ζητήσουν τη χάρη τού Θεού, θα ζητήσουν την ευλογία και τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Αλλά είναι το παράπονο τής Εκκλησίας ότι με τη στάση τους αυτή αποπροσανατολίζουν το λαό, και ιδιαιτέρως τη νεό­τητα, και δεν τους προσφέρουν αυτό ακριβώς που τους υπόσχονται, δηλαδή την αληθινή χαρά. Διότι μετά το πέρας όλων αυτών των εκδηλώσεων συμβαίνει σε αυτούς που μετέχουν, εκείνο που συνέβη στους πρωτοπλάστους, που μετά την παρακοή είδαν ότι ήσαν γυμνοί. Και αυτή τη γύμνωση τη βλέπουν εκείνοι οι οποίοι μετέχουν, χωρίς να δουν εκείνο το οποίο ζητούσαν συμμετέχοντας σ' αυτές τις εκδηλώσεις.
Βέβαια, αυτά τα οποία συμβαίνουν είναι έργα «του άρχοντος του κόσμου τούτου» (Ιων. ΙΣΤ', 11) και θα υπάρχουν αυτά, εφ' όσον θα υπάρχει είτε με αυτή τη μορφή είτε διαφορετική το σχήμα τού παρόντος κόσμου. Αλλ' όμως, αδελφοί μου, η Εκκλησία έχει χρέος να καλέσει τα παιδιά της, τους πιστούς της, σε ένα πνευματικό συναγερμό. Έχει από τους πιστούς την απαίτηση να ζητήσει και ζητάει από αυτούς να εντείνουν σ' αυτή την περίοδο τον πνευματικό τους αγώνα. Και όχι μόνο να είναι αμέτοχοι σ' αυτά τα οποία γίνονται, αλλά και με τη συμπεριφορά τους και με τα λόγια τους και με τη διαφώτιση, την οποία θα κάνουν, να βοηθήσουν και τους συνανθρώπους μας να αποσπώνται από την κατάσταση αυτή.
Η Εκκλησία έχει χρέος να μας καλέσει να εντατικο­ποιήσουμε τον πνευματικό μας αγώνα και να αναδει­χθούμε δι' ευχών σας, Σεβασμιώτατε, όπως λέει ο θείος Παύλος γράφοντας στους Φιλιππησίους, «άμεμπτοι και ακέραιοι, τέκνα Θεού αμώμητα εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης, εν οις φαίνεσθε ως φωστήρες εν κόσμω» (Φιλιπ. Β', 15). Αμήν.

Ἡ πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς--π. Δημήτριος Τζέρπος


Τζέρπος Δημήτριος (Πρωτοπρεσβύτερος)


Ἡ πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ κύριος λόγος πού συνετέλεσε στή διαμόρφωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς τῆς τεσσαρακονθήμερης περιόδου νηστείας καί γενικῆς πνευματικῆς προπαρασκευῆς γιά τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυραναστάσιμου Πάσχα πού ἀκολουθεῖ, εἶναι τό παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του προετοιμάστηκε στήν ἔρημο "νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα" γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Ματθ. δ´ 11). Πρός μιά τέτοια πνευματική ἔρημο παρομοιάζεται ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ χριστιανός, μιμούμενος τόν Κύριο, ἀποδύεται σ' ἕναν ἀνάλογο πνευματικό ἀγώνα, ἀντιτάσσοντας στόν πρῶτο πειρασμό αὐτή καθαυτή τή νηστεία, στόν δεύτερο τήν ἀδιάλειπτο λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στόν τρίτο τήν ταπείνωση ὡς μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν.

Ὅμως, ἡ χριστοκεντρική αὐτή θεμελίωση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ σωτηριολογική θεώρησή της, ὡς μιᾶς ξεχωριστῆς εὐκαιρίας μίμησης τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἰδιαίτερα στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διοργανώνεται καί νοηματίζεται κατά τήν περίοδο αὐτή ἡ κοινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας. Καί δέν ἀναφερόμαστε ἐδῶ στήν πνευματική πανδαισία πού προσφέρουν στούς πιστούς οἱ δοξολογικές ἀκολουθίες τῶν πέντε Κυριακῶν τῶν Νηστειῶν ἤ ἡ τόσο λαοφιλής καί πανηγυρική ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, πού ψάλλεται κατά τίς ἑσπερινές λατρευτικές συνάξεις κάθε Παρασκευῆς, ὡς προεόρτιος ἤ μεθεόρτιος ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἐννοοῦμε κυρίως τόν κύκλο τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Νηχθημέρου (Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ὧρες, Ἑσπερινός, Μέγα Ἀπόδειπνο), στίς ὁποῖες καί ἐγκρύπτεται κυρίως τό ἐσώτερο νόημα τῆς πνευματικότητας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Διότι ἐμπλουτισμένες, κατά τήν περίοδο αὐτή, μ' ἕνα πλῆθος ἐκλεκτῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί κατανυκτικῶν ὕμνων, καί σέ συνδυασμό μέ τή νηστεία καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν μιά θαυμάσια ἔκφραση τοῦ ἰδανικοῦ καί τῆς ἀδιάλειπτης δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα τό πλαίσιο μιᾶς καθημερινῆς πνευματικῆς "ἀποδεκάτωσης" τῆς ζωῆς μας, ὅπως ὁρίζει τήν πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.

Ὅσο, ὅμως, κι ἄν οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν τά εὔοσμα ἐκεῖνα ἄνθη, πού φαιδρύνουν μέ τήν παρουσία τους τήν πνευματική ἔρημο τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας, εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι, ἐξ αἰτίας ἱστορικῶν συγκυριῶν καί τῆς προοδευτικῆς ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πρόσβαση σ' αὐτές ἀποτελεῖ σήμερα προνόμιο μόνο τῶν μοναχῶν καί ὁρισμένων ἄλλων φιλακόλουθων χριστιανῶν. Γι' αὐτό καί εἶναι εὔλογο τό ἀπό πολλές πλευρές διατυπούμενο αἴτημα τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν στά δεδομένα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Κάτω ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές ἡ περισσότερο ἀξιοποιήσιμη ποιμαντικά εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, πού ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς καθημερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν περίοδο αὐτή.

Πράγματι, ἡ ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων εἶναι μιά ἰδιαίτερη ἑσπερινή ἀκολουθία, πού ψάλλεται κατά τίς Τετάρτες καί Παρασκευές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τά ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς ὁποίας νοηματίζουν κατά ἕνα ξεχωριστό τρόπο τήν ἑσπερινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο αὐτή. Ἔτσι, Τά πρός Κύριον (Ψαλμ. 119-133) εἶναι οἱ λεγόμενες Ὠδές τῶν Ἀναβαθμῶν, πού ἔψαλλαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι, καθώς ἀνέβαιναν λιτανεύοντας τά σκαλιά τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καί διά μέσου τῶν ὁποίων ἐκφράζεται καί σήμερα κατά ἕνα μοναδικό τρόπο ὁ πόθος τοῦ λατρεύοντος χριστιανοῦ γι' αὐτή τήν ἑσπερινή του συνάντηση μέ τόν Κύριο. Ἡ εὐλογία τοῦ λαοῦ μέ τήν ἀναμμένη λαμπάδα καί ἡ ἱερατική ἀναφώνηση "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι" ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν ἀρχαία χριστιανική συνήθεια τῆς εὐλογίας τοῦ ἑσπερινοῦ φωτός καί ἀποτελοῦν μιά συμβολική ἀναγωγή στήν ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. η´ 12· Ματθ. ιδ´ 20), πού συνδέεται ἄμεσα καί πρός τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα πού ἀκολουθοῦν. Πρόκειται γιά τά ἴδια περίπου ἀναγνώσματα, πού διαβάζονταν στίς ἀντίστοιχες ἑσπερινές κατηχητικές συνάξεις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί μᾶς μεταφέρουν στήν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν πρός τό Ἅγιο Φώτισμα (Βάπτισμα) εὐτρεπιζομένων ἀδελφῶν, πού γινόταν κατά τήν περίοδο αὐτή, καί ὑπέρ τῶν ὁποίων ὥς σήμερα γίνονται εἰδικές δεήσεις στά πλαίσια τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς. Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς εἶναι ἀκόμη ἡ ἀσματική ψαλμώδηση τοῦ ἀναδιπλούμενου 140 ψαλμοῦ τοῦ λυχνικοῦ, μέ ἐφύμνιο τόν β´ στίχο τοῦ "Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου...", πού ἐπέχει θέση προκειμένου ἤ ἀλληλουαρίου τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί τή λειτουργικότητα τοῦ ὁποίου, ὡς ψαλμοῦ μετανοίας στά πλαίσια τῆς ἑσπερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαίρει ἰδιαίτερα ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

Ἐκεῖνο, ὅμως, τό ὁποῖο διαφοροποιεῖ οὐσιαστικά τήν ἀκολουθία αὐτή ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑσπερινή ἀκολουθία εἶναι κυρίως τό γεγονός ὅτι κατά τήν τέλεσή της δίδεται στούς πιστούς ἡ δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς συνάντησης καί κοινωνίας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἀφοῦ μποροῦν νά μεταλάβουν ἀπό τά Τίμια Δῶρα, πού καθαγιάστηκαν κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Καί αὐτό, διότι κατά τίς ἡμέρες αὐτές ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε νά μήν τελεῖται ἡ κανονική Θεία Λειτουργία, γιά νά μήν διαταράσσεται ἀπό τόν δοξολογικό της χαρακτήρα ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν. "Ὁμοῦ δέ χαίρειν καί πενθεῖν ἀσύμβατόν τε καί ἀνακόλουθον", ὅπως λέγει ἕνα ἀρχαῖο κείμενο.

Ὡστόσο αὐτό τό "συνεσκιασμένον καί πενθηρόν καί μυστικόν" τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς τελετῆς δέν ἔχει καμιά σχέση πρός τό κραυγαλέο πένθος τῆς δυτικῆς πνευματικότητας ἤ τά μελαμβαφῆ ἄμφια, πού κατέκλυσαν τά τελευταῖα χρόνια καί τούς δικούς μας ναούς. Ἀλλά ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τό χαροποιόν πένθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μ' αὐτό τό θρηναγάλλιασμα τῆς ψυχῆς, πού ἐκφράζεται κατά ξεχωριστό τρόπο στόν εἰδικό χερουβικό ὕμνο τῆς ἀκολουθίας, "Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν...". Πρόκειται γιά τόν ὕμνο πού ψάλλεται κατά τήν εἰσόδευση τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν πρόθεση στήν ἁγία τράπεζα καί προσδίδει στήν ὅλη στιγμή μιά μυστική καί ὑπερκόσμια μεγαλοπρέπεια, "γιατί ἐκφράζει λειτουργικά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τό τέλος μιᾶς μακρᾶς νηστείας, προσευχῆς καί ἀναμονῆς· τόν ἐρχομό τῆς βοήθειας, τῆς ἀνακούφισης καί τῆς χαρᾶς πού περιμένουμε".

Ὄντας, λοιπόν, ἀπό τή φύση της ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων μιά ἑσπερινή ἀκολουθία, συνδυασμένη μέ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, ἀποτελεῖ τό καλύτερο ἐφαλτήριο ἐκκίνησης σ' αὐτό τό μεῖζον ἀγώνισμα χρησιμοποίησης τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἰδιαίτερα κατ' αὐτή τήν ἱερή περίοδο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει τελικά δέν εἶναι οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ ψαλμωδία, οὔτε ἡ προσευχή ἀπό μόνα τους, ἀλλά "τό ἐκτελεῖσθαι ταῦτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ... ὅταν ἀτενῶς ἡ διάνοια ἐκείνῳ ἐνορᾶ, καί διά τό πρός αὐτόν ὁρᾶν καί νηστεύῃ καί ψάλλῃ καί προσεύχηται". Αὐτή δέ ἡ "ἀτενής ἐνόραση" τοῦ Θεοῦ καί ἡ καύση τῆς καρδίας (Λουκ. κβ´ 32) ἐν ὄψει τῆς βραδυνῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού δίνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό νόημα σέ κάθε στιγμή τῆς ἡμέρας πού πέρασε καί ἀποτελεῖ τήν σταυραναστάσιμη ἐκείνη γεύση πού αὐξάνει τόν πόθο τῶν χριστιανῶν γιά περισσότερη χριστοποίηση τῆς ζωῆς τους "ὅτι χρηστός ὁ Κύριος" (Ψαλ. λγ´ 9)

The Liturgical Structure of Lent π. Schmemann Alexander




To understand the various liturgical particularities of the Lenten period, we must remember that they express and convey to us the spiritual meaning of Lent and are related to the central idea of Lent, to its function in the liturgical life of the Church. It is the idea of repentance. In the teaching of the Orthodox Church however, repentance means much more than a mere enumeration of sins and transgressions to the priest. Confession and absolution are but the result, the fruit, the "climax" of true repentance. And, before this result can be reached, become truly valid and meaningful, one must make a spiritual effort, go through a long period of preparation and purification. Repentance, in the Orthodox acceptance of this word, means a deep, radical reevaluation of our whole life, of all our ideas, judgments, worries, mutual relations, etc. It applies not only to some "bad actions," but to the whole of life, and is a Christian judgment passed on it, on its basic presuppositions. At every moment of our life, but especially during Lent, the Church invites us to concentrate our attention on the ultimate values and goals, to measure ourselves by the criteria of Christian teaching, to contemplate our existence in its relation to God. This is repentance and it consists therefore, before everything else, in the acquisition of the Spirit of repentance, i.e., of a special state of mind, a special disposition of our conscience and spiritual vision.

The Lenten worship is thus a school of repentance. It teaches us what is repentance and how to acquire the spirit of repentance. It prepares us for and leads us to the spiritual regeneration, without which "absolution" remains meaningless. It is, in short, both teaching about repentance and the way of repentance. And, since there can be no real Christian life without repentance, without this constant "reevaluation" of life, the Lenten worship is an essential part of the liturgical tradition of the Church. The neglect of it, its reduction to a few purely formal obligations and customs, the deformation of its basic rules constitute one of the major deficiencies of our Church life today. The aim of this article is to outline at least the most important structures of Lenten worship, and thus to help Orthodox Christians to recover a more Orthodox idea of Lent.

(1) Sundays of Preparation
Three weeks before Lent proper begins we enter into a period of preparation. It is a constant feature of our tradition of worship that every major liturgical event – Christmas, Easter, Lent, etc., is announced and prepared long in advance. Knowing our lack of concentration, the "worldliness" of our life, the Church calls our attention to the seriousness of the approaching event, invites us to meditate on its various "dimensions"; thus, before we can practice Lent, we are given its basic theology.
Pre-lenten preparation includes four consecutive Sundays preceding Lent.

1. Sunday of the Publican and Pharisee
On the eve of this day, i.e., at the Saturday Vigil Service, the liturgical book of the Lenten season – the Triodion makes its first appearance and texts from it are added to the usual liturgical material of the Resurrection service. They develop the first major theme of the season: that of humility; the Gospel lesson of the day (Lk. 18, 10-14) teaches that humility is the condition of repentance. No one can acquire the spirit of repentance without rejecting the attitude of the Pharisee. Here is a man who is always pleased with himself and thinks that he complies with all the requirements of religion. Yet, he has reduced religion to purely formal rules and measures it by the amount of his financial contribution to the temple. Religion for him is a source of pride and self-satisfaction. The Publican is humble and humility justifies him before God.

(2) Sunday of the Prodigal Son
The Gospel reading of this day (Lk. 15, 11-32) gives the second theme of Lent: that of a return to God. It is not enough to acknowledge sins and to confess them. Repentance remains fruitless without the desire and the decision to change life, to go back to God. The true repentance has as its source the spiritual beauty and purity which man has lost. "…I shall return to the compassionate Father crying with tears, receive me as one of Thy servants." At Matins of this day to the usual psalms of the Polyeleos "Praise ye the name of the Lord" (Ps. 135), the Psalm 137 is added, "By the rivers of Babylon, there we sat down, yea we wept, when we remembered Zion... If I forget thee, O Jerusalem, let my right hand forget her cunning..." The Christian remembers and knows that what he lost: the communion with God, the peace and joy of His Kingdom. He was baptized, introduced into the Body of Christ. Repentance, therefore, is the renewal of baptism, a movement of love, which brings him back to God.

(3) Sunday of the Last Judgment
(Meat Fare)
On Saturday, preceding this Sunday (Meat Fare Saturday) the Typikon prescribes the universal commemoration of all the departed members of the Church. In the Church we all depend on each other, belong to each other, are united by the love of Christ. (Therefore no service in the Church can be "private".) Our repentance would not be complete without this act of love towards all those, who have preceded us in death, for what is repentance if not also the recovery of the spirit of love, which is the spirit of the Church. Liturgically this commemoration includes Friday Vespers, Matins and Divine Liturgy on Saturday.

The Sunday Gospel (Mt. 25, 31-46) reminds us of the third theme of repentance: preparation for the last judgment. A Christian lives under Christ’s judgment. He will judge us on how seriously we took His presence in the world, His identification with every man, His gift of love. "I was in prison, I was naked..." All our actions, attitudes, judgments and especially relations with other people must be referred to Christ, and to call ourselves "Christians" means that we accept life as service and ministry. The parable of the Last Judgment gives us "terms of reference" for our self-evaluation.

On the week following this Sunday a limited fasting is prescribed. We must prepare and train ourselves for the great effort of Lent. Wednesday and Friday are non-liturgical days with Lenten services (cf. infra). On Saturday of this week (Cheesefare Saturday) the Church commemorates all men and women who were "illumined through fasting" i.e., the Holy Ascetics or Fasters. They are the patterns we must follow, our guides in the difficult "art" of fasting and repentance.

(4) Sunday of Forgiveness
(Cheese Fare)
This is the last day before Lent. Its liturgy develops three themes: (a) the "expulsion of Adam from the Paradise of Bliss." Man was created for paradise, i.e., for communion with God, for life with Him. He has lost this life and his existence on earth is an exile. Christ has opened to every one the doors of Paradise and the Church guides us to our heavenly fatherland. (b) Our fast must not be hypocritical, a show off. We must "appear not unto men to fast, but unto our Father who is in secret" (cf. Sunday Gospel, Mt. 6, 14-21), and (c) its condition is that we forgive each other as God has forgiven us – "If ye forgive men their trespasses, your Heavenly Father will also forgive you."

The evening of that day, at Vespers, Lent is inaugurated by the Great Prokimenon: "Turn not away Thy face from Thy servant, for I am in trouble; hear me speedily. Attend to my soul and deliver it." After the service the rite of forgiveness takes place and the Church begins its pilgrimage towards the glorious day of Easter.

(1) The Canon of St. Andrew of Crete
The Great Canon of St. Andrew of Crete. On the first four days of Lent – Monday through Thursday – the Typikon prescribes the reading at Great Compline (i.e., after Vespers) of the Great Canon of St. Andrew of Crete, divided in four parts. This canon is entirely devoted to repentance and constitutes, so to say, the "inauguration of Lent." It is repeated in its complete form at Matins on Thursday of the fifth week of Lent.

(2) Weekdays of Lent – The Daily Cycle
Lent consists of six weeks or forty days. It begins on Monday after the Cheese Fare Sunday and ends on Friday evening before Psalm Sunday. The Saturday of Lazarus’ resurrection, the Palm Sunday and the Holy Week form a special liturgical cycle not analyzed in this article. The Lenten weekdays – Monday through Friday – have a liturgical structure very different from that of Saturdays and Sundays. We will deal with these two days in a special paragraph.

The Lenten weekday cycle, although it consists of the same services, as prescribed for the whole year (Vespers, Compline, Midnight, Matins, Hours) has nevertheless some important particularities:

(a) It has its own liturgical book – the Triodion. Throughout the year the changing elements of the daily services – troparia, stichira, canons – are taken from the Octoechos (the book of the week) and the Menaion (the book of the month, giving the office of the Saint of the day). The basic rule of Lent is that the Octoechos is not used on weekdays but replaced by the Triodion, which supplies each day with,
— at Vespers – a set of stichiras (3 for "Lord, I have cried" and 3 for the "Aposticha") and 2 readings or "parimias" from the Old Testament.
— at Matins – 2 groups of "cathismata" ("Sedalny," short hymns sung after the reading of the Psalter), a canon of three odes (or "Triodion" which gave its name to the whole book) and 3 stichiras at the "Praises," i.e., sung at the end of the regular morning psalms 148, 149, 150 – at the Sixth Hour – a "parimia" from the Book of Isaiah.

The commemoration of the Saint of the day ("Menaion") is not omitted, but combined with the texts of the Triodion. The latter are mainly, if not exclusively penitential in their content. Especially deep and beautiful are the "idiornela" ("Samoglasni") stichira of each day (1 at Vespers and 1 at Matins). And it is a sad fact that so little of the Triodion has been translated into English.

(b) The use of Psalter is doubled. Normally the Psalter, divided in 20 cathismata is read once every week: (1 cathisma. at Vespers, 2 at Matins). During Lent it is read twice (1 at Vespers, 3 at Matins, 1 at the Hours 3, 6 and 9). This is done of course mainly in monasteries, yet to know that the Church considers the psalms to be an essential "spiritual food" for the Lenten season is important.

(c) The Lenten rubrics put an emphasis on prostrations. They are prescribed at the end of each service with the Lenten prayer of St. Ephrem the Syrian, "O Lord and Master of my life," and also after each of the special Lenten troparia at Vespers. They express the spirit of repentance as "breaking down" our pride and selfsatisfaction. They also make our body partake of the effort of prayer.

(d) The Spirit of Lent is also expressed in the liturgical music. Special Lenten "tones" or melodies are used for the responses at litanies and the "Alleluias" which replace at Matins the solemn singing of the "God is the Lord and has revealed Himself unto us."

(e) A characteristic feature of Lenten services is the use of the Old Testament, normally absent from the daily cycle. Three books are read daily throughout Lent: Genesis with Parables at Vespers. Isaiah at the Sixth Hour. Genesis tells us the story of Creation, Fall and the beginnings of the history of salvation. Parables is the book of Wisdom, which leads us to God and to His precepts. Isaiah is the prophet of redemption, salvation and the Messianic Kingdom.

(f) The liturgical vestments to be used on weekdays of Lent are dark, theoretically purple.
The order for the weekday Lenten services is to be found in the Triodion ("Monday of the first week of Lent"). Of special importance are the regulations concerning the singing of the Canon. Lent is the only season of the liturgical year that has preserved the use of the nine biblical odes, which formed the original framework of the Canon.


(3) Non-Liturgical Days
The Liturgy of the Presanctified Gifts
On weekdays of Lent (Monday through Friday) the celebration of the Divine Liturgy is strictly forbidden. They are non-liturgical days, with one possible exception – the Feast of Annunciation (then the Liturgy of St. Chrysostom is prescribed after Vespers). The reason for this rule is that the Eucharist is by its very nature a festal celebration, the joyful commemoration of Christ’s Resurrection and presence among His disciples. (For further elaboration of this point cf. my note "Eucharist and Communion" in St. Vladimir’s Quarterly, Vol. 1, No. 2, April 1957, pp. 31-33.) But twice a week, on Wednesdays and Fridays, the Church prescribes the celebration after Vespers, i.e., in the evening of the Liturgy of the Presanctified Gifts (cf. the order of this service in I. Hapgood, The Service Book, pp. 127-146.) It consists of solemn Great Vespers and communion with the Holy Gifts consecrated on the previous Sunday. These days being days of strict fasting (theoretically: complete abstinence) are "crowned" with the partaking of the Bread of Life, the ultimate fulfillment of all our efforts.

One must acknowledge the tragical neglect of these rules in many American parishes. The celebration of the so called "requiem liturgies" on non-liturgical days constitutes a flagrant violation of the universal tradition of Orthodoxy and cannot be justified from either theological or pastoral points of view. They are remnants of "uniatism" in our Church and are in contradiction with both – the Orthodox doctrine of the commemoration of the dead and the Orthodox doctrine of Eucharist and its function in the Church. Everything must be done in order to restore the real liturgical principles of Lent.

(4) Saturdays of Lent
Lenten Saturdays, with the exception of the first – dedicated to the memory of the Holy Martyr Theodore Tyron, and the fifth – the Saturday of the Acathistos, are days of commemoration of the departed. And, instead of multiplying the "private requiem liturgies" on days when they are forbidden, it would be good to restore this practice of one weekly universal commemoration of all Orthodox Christians departed this life, of their integration in the Eucharist, which is always offered "on behalf of all and for all."
The Acathistos Saturday is the annual commemoration of the deliverance of Constantinople in 620. The "Acathist," a beautiful hymn to the Mother of God, is sung at Matins.

(5) Sundays of Lent
Each Sunday in Lent, although it keeps its character of the weekly feast of Resurrection, has its specific theme, Triodion is combined with Octoechos.

1st Sunday — "Triumph of Orthodoxy" — commemorates the victory of the Church over the last great heresy – Iconoclasm (842).

2nd Sunday — is dedicated to the memory of St. Gregory Palamas, a great Byzantine theologian, canonized in 1366.

3rd Sunday — "of the Veneration of the Holy Cross"– At Matins the Cross is brought in a solemn procession from the sanctuary and put in the center of the Church where it will remain for the whole week. This ceremony announces the approaching of the Holy Week and the commemoration of Christ’s passion. At the end of each service takes place a special veneration of the Cross.

4th Sunday —St. John the Ladder, one of the greatest Ascetics, who in his "Spiritual Ladder" described the basic principles of Christian spirituality.

5th Sunday — St. Mary of Egypt, the most wonderful example of repentance.

On Saturdays and Sundays – days of Eucharistic celebration – the dark vestments are replaced by light ones, the Lenten melodies are not used, and the prayer of St. Ephrem with prostrations omitted. The order of the services is not of the Lenten type, yet fasting remains a rule and cannot be broken (cf. my article "Fast and Liturgy," in St. Vladimir’s Quarterly, Vol. III, No. 1, Winter 1959). Each Sunday night, Great Vespers with a special Great Prokimenon is prescribed.

At the conclusion of this brief description of the liturgical structure of Lent, let me emphasize once more that Lenten worship constitutes one of the deepest, the most beautiful and the most essential elements of our Orthodox liturgical tradition. Its restoration in the life of the Church, its understanding by Orthodox Christions, constitute one of the urgent tasks of our time.
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...