Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Εμμανουήλ Νιράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Εμμανουήλ Νιράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Χριστούγεννα ἀγάπης

 



 


Τοῦτες τὶς κρύες μέρες, ποὺ ὅλοι κλεινόμαστε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὸ σπίτι μας, ἀναζητώντας ζεστασιὰ καὶ θαλπωρή, ποὺ ἀκόμα καὶ ἡ φύση βρίσκεται σὲ λήθαργο, ἀναμένοντας τὸ ἁπαλὸ χάδι τῆς Ἄνοιξης νὰ τὴν ζωντανέψει, ἡ ἐκκλησία μας διάλεξε νὰ ἑορτάζουμε τὴν πιὸ «θερμὴ» γιορτὴ τῆς Χριστιανοσύνης, τὰ Χριστούγεννα. Ὅλοι αὐτὲς τὶς μέρες ἀναμοχλεύουμε εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἐνθυμούμενοι τὰ παιδικά μας χρόνια, στὸ χωριό, τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ λέμε τὰ κάλαντα σὲ φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ ἄνοιγαν τὰ σπίτια τους μὲ χαρά. Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων νωρὶς τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ψάλλομε ὅλοι μαζὶ «Χριστὸς γεννᾶτε δοξάσατε…», νὰ ἀνταλλάξουμε εὐχὲς ἀγάπης μὲ ὅλους καὶ νὰ εὐχηθοῦμε Χρόνια Πολλὰ καὶ Εὐλογημένα.

Σήμερα ἔχει κανεὶς τὴν αἴσθηση ὅτι αὐτὴ ἡ «θέρμη» τῶν Χριστουγέννων ἔχει χαθεῖ. Εἰδικὰ στὶς μεγαλουπόλεις βλέπει κανεὶς ἀνθρώπους, νὰ περπατοῦν βιαστικά, ἄλλοι νὰ μονολογοῦν, τὶς περισσότερες φορὲς μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, νὰ ἀντικρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ἀμίλητοι, ἀφοσιωμένοι σὲ καθημερινὲς βιοτικὲς μέριμνες καὶ φροντίδες, ποὺ ἀπορροφοῦν κάθε σκέψη γιὰ γιορτή, πανηγύρι, χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη, ὅ,τι δηλαδὴ ἔχει σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων.

Ἔτσι ὅμως χάνουμε τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἑορτῆς ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ γεγονὸς τὴν ἐνσάρκωσης – ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν θεοποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος Θεός. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος παρέσυρε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴ φθορά, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. Ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ἔγινε φορέας τῆς ἁμαρτίας ποὺ μᾶς ὁδήγησε σὲ ἀδιέξοδο. Ἡ ἀνάληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἕνωσή της μὲ τὴ θεία, ἐλευθέρωσε καὶ λύτρωσε τῶν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ γέννησή Του ἔγινε ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας σωτηρίας ἀφοῦ «πάνω του» ἀνάπλασε, ἀναμόρφωσε, ἁγίασε καὶ ἀπολύτρωσε τὴν ἀμαυρωμένη καὶ κατεστραμμένη ἀνθρώπινη φύση.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀναβιβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ καταστήσει τὸν μεγάλο μας ἐχθρό, τὸν διάβολο, ἀνίσχυρο καὶ νὰ καταργήσει τὸ κράτος ποὺ ἔχει ἐγκαταστήσει ἀνάμεσά μας. Ἔλαβε σάρκα καὶ αἷμα διότι ὅλοι ἐμεῖς δὲν διαφυλάξαμε ὅπως πρέπει (λόγω τῆς παράβασης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου) τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ντύθηκε τὸν ἀνθρώπινο σῶμα γιὰ νὰ τὸ θυσιάσει χάριν ὅλων. Ἔτσι διαλύθηκε τὸ σκοτάδι ποὺ μέχρι τότε περιέβαλε τὸν κόσμο. Ἀπαλλαχθήκαμε ἀπ’ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ τὴν κακία, καὶ λυτρωθήκαμε ἀπ’ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ταυτόχρονα ἁγιασθήκαμε, ἀποκτήσαμε υἱοθεσία, καὶ δικαιωθήκαμε, γιατί γίναμε ἀδελφοί, συγκληρονόμοι καὶ σύσσωμοι Χριστοῦ.

Νὰ γιατί ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς ψάλλει στὸν ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅλα σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἶναι παράδοξα καὶ ἀντιφατικά, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος. Ἕνα κορίτσι ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ ἄνδρα κυοφορεῖ στὰ σπλάχνα του τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Φεύγει ἀπ’ τὸν τόπο της γιὰ νὰ γεννήσει σ’ ἕνα μέρος ξένο καὶ μᾶλλον ἐχθρικό. Τὸ βρέφος ἀπ’ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Ἄλλοι σπεύδουν νὰ προσκυνήσουν καὶ ἄλλοι μηχανεύονται καὶ ἐξυφαίνουν συνωμοσίες γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Τίποτε ὅμως γιὰ τὸ Θεὸ δὲν εἶναι παράδοξο καὶ ἀντιφατικό. Τὰ πάντα ἔγιναν, γιατί ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ ἀγάπη του ποὺ δὲν δίστασε νὰ «προσφέρει» τὸν Υἱό Του ὡς λύτρο σωτηρίας.

Ἂν λοιπὸν ἐπιζητοῦμε τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, μᾶλλον στὴν ἀγάπη θὰ τὸ βροῦμε. Στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Ἂς ἀφήσουμε λοιπὸν τὰ περιττὰ ἔξοδα, τοὺς ξέφρενους χορούς, τὰ ἀνούσια στολίδια καὶ λαμπιόνια καὶ ἂς κοιτάξουμε γύρω μας. Φέτος τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἑορτὴ ἀγάπης, ἀλληλεγγύης καὶ ἀδελφοσύνης· γι’ αὐτὸ τοὺς γυμνοὺς ἂς ἐνδύσουμε, τοὺς πεινασμένους ἂς χορτάσουμε, τοὺς ἀσθενεῖς ἂς κοιτάξουμε, τοὺς φυλακισμένους ἂς ἐπισκεφθοῦμε, τοὺς ξένους ἂς φιλοξενήσουμε, τοὺς θλιβομένους ἂς παρηγορήσουμε καὶ τότε ναί, θὰ βροῦμε ξανὰ τὸ πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων. Τὸ «ξένο καὶ παράδοξο» ποὺ ζοῦμε καὶ βιώνουμε σήμερα θὰ γίνει τόσο ζεστό, ἀνθρώπινο καὶ οἰκεῖο.

Καλὰ Χριστούγεννα. Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.

 

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε…

 



 


Τὸ κοσµοϊστορικὸ γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ποὺ γιορτάζουµε τοῦτες τὶς µέρες, εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὴ ροὴ καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσµου. Ἔκοψε στὰ δύο τὴν ἱστορία, µὰ ταυτόχρονα ἔγινε ἡ γέφυρα γιὰ τὴν µετάβαση τοῦ κόσµου ἀπ’ αὐτὴν πρὸ Χριστοῦ στὴν µετὰ Χριστὸ ἐποχή.

Σηµεῖον ἀντιλεγόµενον ἡ γέννησή Του, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Θεότητά Του, τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὸ εὐαγγέλιό Του. Ὅµως ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, ἀποστοµώνει ὅλους ἐκείνους, ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ βλέπουν ἕναν ἀκόµη ἀπόγονο τοῦ ἀνθρώπινου γένους λέγοντας χαρακτηριστικά: «ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνοµα αὐτοῦ Ἐµαννουήλ». Καὶ ἂν κάποιοι τοῦτες τὶς µέρες µένουν παγεροὶ καὶ ἀδιάφοροι µπροστὰ στὸ νεογέννητο Χριστό, οἱ χριστιανοί ἀνὰ τὸν κόσµο ἀγάλλονται καὶ χαίρουν συµψάλλοντας µὲ τοὺς ἀγγέλους «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Μπορεῖ νὰ βρισκόµαστε στὴν καρδιὰ τοῦ χειµῶνα, ὁ χριστιανὸς ὅµως αἰσθάνεται µιὰ παράξενη ζέστη νὰ πληµµυρίζει τὴν καρδιά του. Ἴσως γιατί προετοιµάζεται κι αὐτὴ νὰ ὑποδεχτεῖ τὸν Θεάνθρωπο. Γιατί τώρα πλέον ὑπάρχει ἕνα σίγουρο λιµάνι, ἕνα στέρεο καὶ ἀκλόνητο σηµεῖο γιὰ νὰ µπορέσει νὰ ἀκουµπήσει τὸν πόνο του, τὴν θλίψη του, τὴν ἀγωνία του.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ντυµένος µὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, σήµερα γεννιέται γυµνὸς γιὰ νὰ ἐνδύσει ἐµᾶς µὲ τὴν δόξα Του. Αὐτὸς ποὺ ὑµνῆται ἀκατάπαυστα στὸν οὐρανό, σήµερα τὸν ἐγκαταλείπει γιὰ νὰ ἔρθει κοντά µας, µαζί µας, γιὰ νὰ καλύψει τὴν γύµνια µας καὶ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια µας. Ἀποχωρίζεται τὰ οὐράνια σκηνώµατα, γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴ λάσπη τῆς γῆς. Ἔρχεται ἀπρόσκλητος.

Δὲν τοῦ τὸ ζητήσαµε. Δὲν τὸν καλέσαµε. Βλέπει τὴν ἀδυναµία µας. Τὴν ἀνηµπόρια µας. Βλέπει τὸ ἀδιέξοδο ποὺ µᾶς ἔχει κυριεύσει. Ἡ «κένωσις» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ κάθοδός Του στὴ γῆ, εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γεννήθηκε, γιὰ νὰ µᾶς σώσει ἀπ’τὴν ἀνθρωποβόρα ἁµαρτία. Τὸ θριαµβευτικὸ σάλπισµα τῶν ἀγγέλων καὶ τὸ κλάµα τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ, εἶναι ὁ προάγγελος τῆς δικῆς µας «ἐν δυνάµει» λύτρωσης καὶ σωτηρίας.

Νὰ γιατί ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ αἰσιοδοξία τοῦτες τὶς µέρες πληµµυρίζει τὶς καρδιές µας. Δὲν εἶναι οὔτε τὰ χαρµόσυνα τραγούδια, οὔτε τὰ πολύχρωµα λαµπιόνια, οὔτε τὰ πλούσια ἐδέσµατα ποὺ µᾶς ζεσταίνουν. Εἶναι ἡ προσµονὴ καὶ ἡ ἀγωνία νὰ ὑποδεχτοῦµε Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀλλάξει τὴν ζωή µας. Νὰ καλοσωρίσουµε ἐκεῖνον ποὺ ἐνσαρκώθηκε γιὰ νὰ µᾶς χαρίσει ξανὰ ὅλα ὅσα µᾶς εἶχε δωρίσει ὅταν µᾶς δηµιούργησε. Νὰ τὸν ὑποδεχοῦµε γιατί µᾶς ἔδωσε τὸ ὕψιστο καὶ δὲν τὸ διαφυλάξαµε καὶ τώρα χρειάσθηκε νὰ κατέβει Αὐτός, στὸν δικό µας χωµατένιο κόσµο, νὰ λάβει τὴν δική µας πεπερασµένη ἀνθρώπινη φύση, ὥστε νὰ µᾶς ἐπαναφέρει στὸν πρότερο προορισµό µας. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε στὸν γεµάτο ἐγωισµούς, κακίες, µίση καὶ πάθη κόσµο µας, γιατί ἦρθε νὰ µᾶς µυήσει στὴν ταπείνωση, στὴν ἀγάπη, στὴν δικαιοσύνη, στὴν ἀλήθεια. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε γιατί µᾶς συνάντησε δεµένους χειροπόδαρα ἀπ’ τὸν διάβολο, καὶ µᾶς ἐλευθέρωσε ἀπ’ τὴν φθορὰ τῆς ἁµαρτίας καὶ τὸν θάνατο, ἀφοῦ µᾶς κατέστησε κοινωνοὺς τῆς δικῆς Του Ζωῆς, τῆς δικῆς Του Ἀνάστασις. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ χριστιανοῦ τοῦτες τὶς µέρες.

Εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔρχονται εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ ζήσουµε ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς. Ἡ γέννησή του εἶναι ἡ δική µας θέωση. Ἡ «κένωσίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «πλήρωσις». Ἡ «συγκατάβασίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «ἀνάστασις». Ὁ Θεὸς πάσχει γιὰ νὰ µὴν ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος. Τὸ πάθος Του εἶναι ἡ δική µας ἀπάθεια. Γεννήθηκε «πτωχὸς» γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν δική µας φτώχια. Τὸ πάθος Του καὶ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔγινε τὸ πάθος γιὰ τὰ δικά µας πάθη.

Γι’ αὐτὸ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἡ ἀφετηρία µιᾶς ἄλλης πορείας. Ἂς µὴν µείνουµε µόνο στὴν ἐξωτερικὴ προετοιµασία. Ἂς ὑποδεχτοῦµε τὸν Χριστὸ ἔτσι ὅπως ἁρµόζει στὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τῆς ζωῆς µας, γονατίζοντας µπροστὰ στὴ φάτνη µὲ ταπείνωση, γιὰ νὰ λάβουµε σύµφωνα µὲ τὸν Ἅγιο Συµεὼν «φῶς, εἰρήνη καὶ χαρά, ζωή, τροφὴ καὶ πόση, ἔνδυµα, ἥλιον οὕτως ἄδυτον καὶ ἄστρον ἀειλαµπὲς»

Σάββατο, Απριλίου 11, 2015

Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι..

«Ἑορτή τῶν ἑορτῶν» καὶ «πανήγυρις τῶν πανηγύρεων» εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ «μία τῶν Σαββάτων» δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ ἀφετηρία μιᾶς καινούριας ἑβδομάδας, ἀλλὰ τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας κτίσεως, ἡ ἀρχὴ ἑνὸς καινούριου κόσμου.

Ἡ Κυριακή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας εἶναι ὁ ἀργαλιὸς ποὺ πάνω του ὑφαίνει ἡ Ἐκκλησία μας ὁλόκληρη τὴ λατρεία της. Γι' αὐτὸ κάθε Κυριακὴ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γιορτάζει, τὴν Ἀνάστασή Του ψέλνει καὶ προσκυνᾶ. «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι...» ψάλλομε σὲ κάθε εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς, γινόμενοι ἔτσι μυστικὰ θεατὲς καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἀνάστασής Του.

Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου, ὑπάρχει ἕνας συγκλονιστικὸς διάλογος ἀνάμεσα στὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου τὴ Μάρθα. Εἶναι τέτοια ἡ θλίψη καὶ ἡ στεναχώρια της ποὺ λέει στὸν Κύριο «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει». Καὶ ὁ Κύριος τῆς ἀπαντᾶ: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα· πιστεύεις τοῦτο;». (Ἰωάν.39-44). Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας, ἐπαναλαμβάνεται διαχρονικὰ σὲ κάθε πιστό, σὲ κάθε χριστιανό ποὺ ἀναζητᾶ ἐναγωνίως λύση καὶ διέξοδο στὰ ποικιλόμορφα προβλήματά του. Ὁ ἴδιος βέβαια μᾶς ἀπέδειξε μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα ὅτι εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐμψυχώσει τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἔγινε ἁπλῶς οἰκεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀνυψώθηκε στὴ θεότητα. Καὶ ἀκριβῶς στὴν ἀνύψωση αὐτή, οἱ πατέρες μας διαβλέπουν τὴν οὐσία καὶ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. «Σώζεται ὅ,τι ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό· ὅ,τι δὲν ἑνωθεῖ μαζί Του δὲν σώζεται» λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Ἐνανθρώπησε λοιπὸν γιὰ νὰ πεθάνει καὶ ἔτσι νὰ μᾶς καταστήσει κληρονόμους τῆς αἰώνιας Ζωῆς. Ἡ σωτηρία καὶ ἡ ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἔπρεπε νὰ εἶναι νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνέλαβε τὸ σῶμα μας γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπ' τὴ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ Θεὸς σαρκώθηκε, γιὰ νὰ θεοποιήσει τὴ σάρκα. Ὑπέστη τὴ σάρκωση καὶ τὸ θάνατο γιὰ νὰ νικήσει τὴ θνητότητα καὶ τὴ φθορά. Ὁ θάνατός Του ἔγινε ἡ δική μας ἀνάσταση καὶ νίκη ποὺ κερδήθηκε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Καταθέτει τὴ Ζωή Του γιὰ νὰ ζωοποιήσει τὴ δική μας. Πεθαίνει, μὰ μὲ τὸ θάνατό Του σκορπᾶ ἀπλώχερα τὴ Ζωή. Ἐνταφιάζεται μὰ ἡ γῆ ἀδυνατεῖ νὰ τὸν κρατήσει μέσα της. Κατεβαίνει στὰ σκοτεινὰ ὑπόγεια τοῦ Ἅδη καὶ εὐθὺς αὐτὰ φωτίζονται καὶ καταυγάζονται ἀπ' τὸ δικό του ἄσβεστο φῶς. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί ὁ θάνατός Του δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα φυσικῆς-σωματικῆς ἀδυναμίας ἢ βιολογικῆς νομοτέλειας, ἀλλὰ ἡ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπαλλάξει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ βάρη τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἦταν ἡ ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Ἀγάπης. «Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος, γιατί ὑπάρχω ἀϊδίως, καὶ ὁ ἔσχατος, γιατί θὰ εἶμαι πάντοτε. Εἶμαι αὐτὸς ποὺ ζεῖ διαρκῶς, γιατί ἡ ζωή μοῦ ἀνήκει. Ἔγινα νεκρὸς καὶ πέθανα γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἐγὼ κρατῶ στὰ χέρια μου τὰ κλειδιὰ τοῦ Ἅδη, γιατί μὲ τὸ θάνατό μου κατέλυσα τὴν ἐξουσία του» (Ἀποκ. α' 17-18).


 



Τὴν ἀπάντηση στὴν ἐρώτηση πρὸς τὴ Μάρθα «πιστεύεις τοῦτο;» τὴν ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λίγες μέρες ἀργότερα. Ἡ Ἀνάστασή του δὲν εἶναι ἕνα ὑπερβατικὸ ὅραμα ἢ ψευδαίσθηση, οὔτε βέβαια ἀποτέλεσμα κάποιου μαγικοῦ γιὰ νὰ καταπλήξει τοὺς ἀδαεῖς καὶ ἀφελεῖς. Εἶναι ἡ εἴσοδος τῆς αἰώνιας ζωῆς στὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα. Εἶναι ἡ εἰσόρμηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὰ ὄνειρα καὶ τοὺς ὁραματισμοὺς τῆς ἀνθρωπότητας. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του εἶναι ἡ δική μας φύση ἐλεύθερη καὶ ἀποδεσμευμένη πλέον ἀπὸ κάθε περιορισμὸ καὶ καταναγκασμό. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἀλλὰ δὲν παίρνει ζωὴ ἀπ' τὶς βιολογικὲς λειτουργίες, γιατί ζεῖ καὶ ὑπάρχει χάρη στὴν προσωπικὴ σχέση καὶ ἐπαφὴ μὲ τὸ Θεό, ποὺ μόνη αὐτὴ τὸ συγκροτεῖ καὶ τὸ ζωοποιεῖ. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀντλεῖ τὴν ὕπαρξή του ἀπ' τὸ Θεό, δὲν πεθαίνει, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ζεῖ μαζί Του εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Τὸ ἀναστημένο Σῶμα Του εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἶναι πλέον ὁ μισητὸς ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, οὔτε ἡ «καταλλαγὴ» καὶ συμφιλίωσή του μὲ τὸ Θεό. Εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπ' τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέλαβε τὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ τὸ ἀφθαρτοποιήσει καὶ νὰ τὸ ζωοποιήσει μὲ τὴν Ἀνάστασή Του. Καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στὸν Περὶ Ἐνανθρωπήσεως λόγο του «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, γιὰ νὰ ἀπαλείψει τὴ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὁ θάνατος ὅμως δὲν καταργεῖται μὲ τὴν παρουσία τῆς ζωῆς στὸ θνητὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸν ἑκούσιο θάνατο τῆς Ἐνσάρκου Ζωής». Τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ψάλλομε στὸ νικητὴ τῆς Ζωῆς «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας...» καὶ ἔτσι ὁμολογοῦμε ὅτι εἶναι ὁ ἑκούσιος θάνατος τοῦ Ἑνός, ποὺ εἶναι ὁ Ἴδιος ἡ Αἰώνια Ζωή. Νίκησε τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο γιατί ποτὲ δὲν ὑπέστη τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἡ ἀπάντησή μας στὴν ἐρώτηση-πρόσκληση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ πρέπει νὰ εἶναι πειστικὴ καὶ ἀποτελεσματική. Αὐτὸς μᾶς ἀπάλλαξε ἐλεύθερα ἀπ' τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ἡ μακαρία θέα καὶ ἕνωση μὲ τὸν Χριστό, προϋποθέτουν τὴ δική μας θέληση καὶ ἄρα παρέχονται μόνο σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν. Ὁ Θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του προσφέρουν τὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἀφθαρσία σὲ ὅλους, ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἐπειδὴ ὅλοι ἔχουμε τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν Ἰησοῦ. Κανεὶς ὅμως δὲν ἐξαναγκάζεται νὰ τὴν ἐπιθυμήσει. Ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι κοινὸ δῶρο καὶ ἀγαθὸ γιὰ ὅλους, ἡ εὐλογία καὶ ἡ χάρη ὅμως θὰ δοθεῖ μόνο σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν τὴν συνανάσταση μαζί Του. Γιὰ ὅσους παραμένουν στὸ σκοτάδι καὶ ἔχουν ἀποκλείσει τὴ ζωὴ τους ἀπ' τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἀνάστασή Του μοιάζει ἀνωφελὴς καὶ ἀδικαιολόγητη. Ὅσοι ὅμως ἀποδέχονται ἐλεύθερα τὴν Ἀνάστασή Του ὡς πηγὴ ζωῆς καὶ ἐγγύηση τῆς δικῆς τους ἀνάστασης καὶ ὡς ἀρραβώνα μὲ τὴν αἰωνιότητα, αὐτοὶ ἤδη ἀπὸ σήμερα πολιτεύονται στὴν ἀνατολὴ τῆς νέας Ζωῆς ποὺ “νεοποιεῖ τοὺς γηγενεῖς». Τὸ πιστεύεις τοῦτο ἀδελφέ μου;
Πάσχα 2012

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2014

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε…


 


Τὸ κοσµοϊστορικὸ γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ποὺ γιορτάζουµε τοῦτες τὶς µέρες, εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἄλλαξε τὴ ροὴ καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσµου. Ἔκοψε στὰ δύο τὴν ἱστορία, µὰ ταυτόχρονα ἔγινε ἡ γέφυρα γιὰ τὴν µετάβαση τοῦ κόσµου ἀπ’ αὐτὴν πρὸ Χριστοῦ στὴν µετὰ Χριστὸ ἐποχή.

Σηµεῖον ἀντιλεγόµενον ἡ γέννησή Του, γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀρνοῦνται τὴν Θεότητά Του, τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὸ εὐαγγέλιό Του. Ὅµως ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, ἀποστοµώνει ὅλους ἐκείνους, ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ βλέπουν ἕναν ἀκόµη ἀπόγονο τοῦ ἀνθρώπινου γένους λέγοντας χαρακτηριστικά: «ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνοµα αὐτοῦ Ἐµαννουήλ». Καὶ ἂν κάποιοι τοῦτες τὶς µέρες µένουν παγεροὶ καὶ ἀδιάφοροι µπροστὰ στὸ νεογέννητο Χριστό, οἱ χριστιανοί ἀνὰ τὸν κόσµο ἀγάλλονται καὶ χαίρουν συµψάλλοντας µὲ τοὺς ἀγγέλους «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Μπορεῖ νὰ βρισκόµαστε στὴν καρδιὰ τοῦ χειµῶνα, ὁ χριστιανὸς ὅµως αἰσθάνεται µιὰ παράξενη ζέστη νὰ πληµµυρίζει τὴν καρδιά του. Ἴσως γιατί προετοιµάζεται κι αὐτὴ νὰ ὑποδεχτεῖ τὸν Θεάνθρωπο. Γιατί τώρα πλέον ὑπάρχει ἕνα σίγουρο λιµάνι, ἕνα στέρεο καὶ ἀκλόνητο σηµεῖο γιὰ νὰ µπορέσει νὰ ἀκουµπήσει τὸν πόνο του, τὴν θλίψη του, τὴν ἀγωνία του.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ντυµένος µὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, σήµερα γεννιέται γυµνὸς γιὰ νὰ ἐνδύσει ἐµᾶς µὲ τὴν δόξα Του. Αὐτὸς ποὺ ὑµνῆται ἀκατάπαυστα στὸν οὐρανό, σήµερα τὸν ἐγκαταλείπει γιὰ νὰ ἔρθει κοντά µας, µαζί µας, γιὰ νὰ καλύψει τὴν γύµνια µας καὶ νὰ φωτίσει τὰ σκοτάδια µας. Ἀποχωρίζεται τὰ οὐράνια σκηνώµατα, γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴ λάσπη τῆς γῆς. Ἔρχεται ἀπρόσκλητος.

Δὲν τοῦ τὸ ζητήσαµε. Δὲν τὸν καλέσαµε. Βλέπει τὴν ἀδυναµία µας. Τὴν ἀνηµπόρια µας. Βλέπει τὸ ἀδιέξοδο ποὺ µᾶς ἔχει κυριεύσει. Ἡ «κένωσις» τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ κάθοδός Του στὴ γῆ, εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γεννήθηκε, γιὰ νὰ µᾶς σώσει ἀπ’τὴν ἀνθρωποβόρα ἁµαρτία. Τὸ θριαµβευτικὸ σάλπισµα τῶν ἀγγέλων καὶ τὸ κλάµα τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ, εἶναι ὁ προάγγελος τῆς δικῆς µας «ἐν δυνάµει» λύτρωσης καὶ σωτηρίας.

Νὰ γιατί ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ αἰσιοδοξία τοῦτες τὶς µέρες πληµµυρίζει τὶς καρδιές µας. Δὲν εἶναι οὔτε τὰ χαρµόσυνα τραγούδια, οὔτε τὰ πολύχρωµα λαµπιόνια, οὔτε τὰ πλούσια ἐδέσµατα ποὺ µᾶς ζεσταίνουν. Εἶναι ἡ προσµονὴ καὶ ἡ ἀγωνία νὰ ὑποδεχτοῦµε Ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀλλάξει τὴν ζωή µας. Νὰ καλοσωρίσουµε ἐκεῖνον ποὺ ἐνσαρκώθηκε γιὰ νὰ µᾶς χαρίσει ξανὰ ὅλα ὅσα µᾶς εἶχε δωρίσει ὅταν µᾶς δηµιούργησε. Νὰ τὸν ὑποδεχοῦµε γιατί µᾶς ἔδωσε τὸ ὕψιστο καὶ δὲν τὸ διαφυλάξαµε καὶ τώρα χρειάσθηκε νὰ κατέβει Αὐτός, στὸν δικό µας χωµατένιο κόσµο, νὰ λάβει τὴν δική µας πεπερασµένη ἀνθρώπινη φύση, ὥστε νὰ µᾶς ἐπαναφέρει στὸν πρότερο προορισµό µας. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε στὸν γεµάτο ἐγωισµούς, κακίες, µίση καὶ πάθη κόσµο µας, γιατί ἦρθε νὰ µᾶς µυήσει στὴν ταπείνωση, στὴν ἀγάπη, στὴν δικαιοσύνη, στὴν ἀλήθεια. Νὰ τὸν ὑποδεχτοῦµε γιατί µᾶς συνάντησε δεµένους χειροπόδαρα ἀπ’ τὸν διάβολο, καὶ µᾶς ἐλευθέρωσε ἀπ’ τὴν φθορὰ τῆς ἁµαρτίας καὶ τὸν θάνατο, ἀφοῦ µᾶς κατέστησε κοινωνοὺς τῆς δικῆς Του Ζωῆς, τῆς δικῆς Του Ἀνάστασις. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ χριστιανοῦ τοῦτες τὶς µέρες.

Εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔρχονται εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ ζήσουµε ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς. Ἡ γέννησή του εἶναι ἡ δική µας θέωση. Ἡ «κένωσίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «πλήρωσις». Ἡ «συγκατάβασίς» Του ἔγινε ἡ δική µας «ἀνάστασις». Ὁ Θεὸς πάσχει γιὰ νὰ µὴν ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος. Τὸ πάθος Του εἶναι ἡ δική µας ἀπάθεια. Γεννήθηκε «πτωχὸς» γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν δική µας φτώχια. Τὸ πάθος Του καὶ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔγινε τὸ πάθος γιὰ τὰ δικά µας πάθη.

Γι’ αὐτὸ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἡ ἀφετηρία µιᾶς ἄλλης πορείας. Ἂς µὴν µείνουµε µόνο στὴν ἐξωτερικὴ προετοιµασία. Ἂς ὑποδεχτοῦµε τὸν Χριστὸ ἔτσι ὅπως ἁρµόζει στὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τῆς ζωῆς µας, γονατίζοντας µπροστὰ στὴ φάτνη µὲ ταπείνωση, γιὰ νὰ λάβουµε σύµφωνα µὲ τὸν Ἅγιο Συµεὼν «φῶς, εἰρήνη καὶ χαρά, ζωή, τροφὴ καὶ πόση, ἔνδυµα, ἥλιον οὕτως ἄδυτον καὶ ἄστρον ἀειλαµπὲς»

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2013

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε...! π. Ἐµµανουήλ Νιράκης



Μέγα καὶ παράδοξο θαῦμα ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεοτόκος Μαρία γεννάει, ἀλλὰ παραμένει ἀειπάρθενος. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκώνεται, ἀλλὰ δὲν ἀποχωρίζεται τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ χάνεται καὶ ταλανίζεται ξαφνικὰ βρίσκεται ἐνδεδυμένος τὴ θεία Χάρη. Ὁ οὐρανὸς ἀδειάζει καὶ ἡ γῆ πληρώνεται.

Πῶς νὰ χωρέσουν ὅλα αὐτὰ στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου; Σὲ μιὰ περίοδο μάλιστα ποὺ εἶναι ἔντονη ἡ ἀβεβαιότητα γιὰ τὸ αὔριο; Ποὺ ἡ ἀνασφάλεια, ἡ οἰκονομικὴ ἀνέχεια καὶ ἡ κρίση ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν ἀπομυζοῦν κάθε ἰκμάδα σκέψεως καὶ πνευματικῆς ἀνάτασης; Ὅμως, σήμερα «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε.» Ἡ ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ξεχάσουμε τὴ μιζέρια τῆς καθημερινότητας καὶ νὰ στρέψουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας στὴ φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ὅπου τὸ κλάμα τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ ἀναγγέλει τὴν ἔναρξη μιᾶς νέας ἐποχῆς. Γιατί τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Θείας Οἰκονομίας «Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γίγνεται» γιὰ νὰ φανερώσει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ στὴν ἀνθρωπότητα.

Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὸν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἄλλαξε τὴ ροὴ τῆς ἱστορίας. Γι’ αὐτὸ ἡ γέννησή Του βιώνεται μόνο σὰν νέα δημιουργία, σὰν ἀνακαίνηση καὶ θέωση ὅλης τῆς κτίσης, σὰν ζωοποίηση καὶ κατὰ Χριστὸν θεοποίηση ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἑνώνονται ἀδιάρρηκτα καὶ ἡ ἕνωση αὐτὴ ἀποτελεῖ πλέον τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας, τὴν ἴδια τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ κέντρο καὶ ἡ καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ σωτηριώδης ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, πραγματώθηκε στὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Του. Μὲ τὴν γέννησή Του λοιπόν, μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὡς ἕνας ἀληθινὸς Θεάνθρωπος. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὕπαρξη καὶ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας.

Σήμερα λοιπὸν Χριστὸς γεννᾶται καὶ γίνεται αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς ὅμως νὰ ἀφήνει τὴ Θεότητα. Ἐνανθρώπησε στὴ γῆ, ἀλλὰ παρέμεινε στὸν οὐρανό, καὶ ἐνῶ ὅλος εἶναι στὸν οὐρανό, ὑπάρχει ἐν τῇ ὁλότητί Του στὴ γῆ. Κατ’ αὐτὸ τὸ τρόπο ὁ Χριστὸς ἀνανεώνει καὶ ἀνακαινίζει πάνω Του, ὁλάκερη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ τὴν κάνει ἀδιάσπαστη καὶ ἀδιαχώρητη ἀπ’ Αὐτόν. Ἔτσι ὁ διεφθαρμένος καὶ ἀλλοτριωμένος ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται καὶ ἀναπλάθεται πάνω στὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου.

Ἡ ἐνσάρκωσή Του λοιπὸν εἶναι τὸ «πρῶτο» κύτταρο αὐτῆς τῆς νέας δημιουργίας, ἀφοῦ ἔγινε «εἷς ἐξ ἡμῶν», ὅμοιος κατὰ πάντα μέ μᾶς. Νὰ γιατί ἡ ἐκκλησία μᾶς ὀνομάζει «σύσσωμους Χριστοῦ» καὶ «μέλη τοῦ σώματος Αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ». Ἡ γέννησή Του εἶναι ἡ «ἀπαρχὴ» τῆς νέας ζωῆς ποὺ ἐγκαινίασε τὸ κλάμα ποὺ ἀκούστηκε στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Χάρη σ’ αὐτὴν Χριστὸς καὶ ἄνθρωπος γίνονται ἕνα, «ταυτίζονται», διότι ὁλόκληρος ὁ Θεὸς περιλαμβάνεται στὴν ἐκκλησία καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησία ἀναλαμβάνεται ἀπ’ τὸ Θεό.

Τὰ Χριστούγεννα λοιπὸν εἶναι ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ κοινὴ γιορτὴ ὁλόκληρης τῆς κτίσης. Ὁ Θεὸς κατεβαίνει στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Ἡ θεότητα ἀνθρωποποιεῖται καὶ ἡ ἀνθρωπότητα θεοποιεῖται. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἐπισκέφθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀνάμεσά μας, ἀδειάζοντας τὸν ἑαυτό του, μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ πληρωθεῖ καὶ νὰ ζήσει μὲ αὐτὴ τὴ θεία συγκατάβαση. Τὸ μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀπειροδύναμης ἀγαθότητας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ προκειμένου νὰ θεραπεύσει τὸν «πληγωμένο» ἀπ’ τὰ πάθη ἄνθρωπο παίρνοντας ὁ ἴδιος «δούλου μορφήν», κάνει τὰ πάντα νέα καὶ καινούργια χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ τὴ Θεότητά Του, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεὸ κατὰ χάρη. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος «Αὐτὸς φτωχαίνει τὴ σάρκα μου γιὰ νὰ πλουτήσω τὴ θεότητά Του, στερεῖται γιὰ λίγο τὴ δόξα του, γιὰ νὰ μεταλάβω ἐγὼ τὴν πληρότητά του, γίνεται μέτοχος τῆς σάρκας μου, γιὰ νὰ μετέχω στὴ θεότητά του».

Χριστούγεννα, λοιπόν, γιορτὴ τῆς ἀγάπης σημαίνει, ἀφοῦ τόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὥστε μᾶς ἀνοίγει διάπλατα τὴν θύρα τῆς βασιλείας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Χριστούγεννα λοιπόν, εἶναι ἡ ἐν τῇ γῇ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἐμεῖς νὰ γεννηθοῦμε ἄνωθεν καὶ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Εἶναι ἡ ἀέναη καὶ ἀτελεύτητη πορεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτεται πτωχός, ἀδύναμος, ἐπαίτης καὶ ἀσθενής, γιατί ἔτσι ὑπηρετεῖ καὶ διακονεῖ τὴν ἀνθρώπινη σωτηρία. Ἀπαρνεῖται ἑκούσια τὴν ἀκατάλυτη δύναμή Του, γιατί ἔτσι ταυτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, ἀσθενεῖ καὶ ὑποφέρει. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ τελικὰ εἶναι ἡ Χριστοποίηση καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, σ’ ὅλο τὸ πλάτος καὶ βάθος τῆς ὕπαρξής του. «Καὶ τὴν ψυχή, καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴ σκέψη καὶ τὶς αἰσθήσεις, τὰ πάντα, ὅλα ὅσα κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἄνθρωπο» σημειώνει ἕνας μεγάλος σύγχρονος θεολόγος.

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε! Λοιπὸν ἀδελφοί μου. Χαρεῖτε, γιορτάστε,ὑμνῆστε, γιατί ἐπὶ τῆς γῆς ὑψώθηκε. Ὁ Βασιλέας Χριστὸς ἦλθε μὲ ἀγάπη, ταπείνωση καὶ πραότητα, ὄχι γιὰ νὰ κρίνει ἢ νὰ ἐκβιάσει ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ θεραπεύσει. Ἦλθε γιὰ νὰ ζήσει μαζί μας τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ ἴδιος ἐγκαινίασε. Μὰ κυρίως ἦλθε γιὰ νὰ γίνει Αὐτὸς ἡ ζωή μας, μιὰ ζωὴ ἀνθρώπινη, ἀγάπης, ταπείνωσης, ἀλληλεγγύης, ἕνωσης καὶ κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μιὰ ζωὴ Θεανθρώπινη.
 
Χριστούγεννα 2011

Πέμπτη, Αυγούστου 15, 2013

Ὁ Μήνας τῆς Παναγίας


Μήνας τῆς Παναγίας μας, καὶ ὄχι ἄδικα, ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ Αὔγουστος, ἀφοῦ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος εἶναι ἀφιερωμένος στὸ γλυκύτατο πρόσωπό της. Ἐπὶ δεκαπέντε μέρες κάθε βράδυ σ’ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς χριστιανοσύνης ἀκούγεται ὁ ὑπέροχος παρακλητικὸς κανόνας, ἕνα μοναδικὸ σ’ ὀμορφιὰ ποίημα, ἀφιερωμένο ἐξ’ ὁλοκλήρου στὴν Παναγία μας. 

Τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ ὅπως ἔχει ὀνομασθεῖ ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, εἶναι μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑορτὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Χιλιάδες ἄνθρωποι, ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Ἑλλάδος συρρέουν στοὺς ναοὺς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στὴν μνήμη της, γιὰ νὰ ἀκουμπήσουν πάνω της τὴν ἀγωνία τους, τὸν καημό τους καὶ τὰ προβλήματά τους. Ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ τοὺς ἀκούσει, μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ δώσει ἀνακούφιση, μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ παρηγορήσει κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο. Ἔτσι ὅπως μόνο μία Μητέρα γνωρίζει. 

Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ μέρα τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας μας, εἶναι ἡμέρα χαρᾶς, ἐλπίδας καὶ αἰσιοδοξίας. Ὁ θάνατός της δὲν εἶναι ρήξη μὲ τὴ ζωὴ ἀλλὰ ἕνωση μὲ τὴ Ζωή. Δὲν εἶναι λύπη ἀλλὰ χαρά. Γιατί ἐν τέλει δὲν εἶναι θάνατος ἀλλὰ Ζωή. Ἡ Ἐκκλησίας μας ὑμνώντας τὸ θάνατό της ψάλλει: «Ἐν τῇ Κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος» ὑπενθυμίζοντας σὲ ὅλους μας ποὺ κοιτᾶμε μὲ ἀπορία τὸ νεκρό της σῶμα, ὅτι ὁ θάνατος δὲν ἰσχύει πλέον, ἔγινε πράξη ζωῆς γιατί αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ μέχρι τέλους γεύεται τὴν αἰώνια Ζωή, τὸν θρίαμβο τῆς Ζωῆς ποὺ μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει. Γι’ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ στεκόμαστε μὲ εὐλάβεια μπροστὰ στὴν εἰκόνα της ἀντλοῦμε δύναμη καὶ ἐλπίδα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. 

Ποτὲ δὲν ἀπαιτεῖ τίποτε, ἐνῶ δέχεται τὰ πάντα. Δὲν ἐπιδιώκει τίποτε καὶ κατέχει τὰ πάντα. Στὴν ἁγία της μορφὴ καὶ στὸ πανάχραντο πρόσωπό της βρίσκομε αὐτὰ ποὺ ἔχουν χαθεῖ ἀπ’ τὸ γεμάτο ἐγωισμὸ καὶ κενοδοξία κόσμο μας: τὴν ταπείνωση, τὴν τρυφερότητα, τὴν φροντίδα, τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. 

Ἐμεῖς τὴν ὀνομάζουμε Κυρία καὶ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν καὶ τῆς γῆς κι αὐτὴ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτὸ της «δούλη τοῦ Κυρίου». Δὲν ἦρθε στὸ κόσμο οὔτε νὰ διδάξει, οὔτε νὰ ἀποδείξει τίποτε. Ἔζησε μὲ τόσο ταπείνωση ὥστε λίγα πράγματα γνωρίζουμε γιὰ τὴ ζωή της. Μέσα ἀπὸ τὶς μεγάλες Θεομητορικὲς ἑορτὲς (ἡ γέννηση, τὰ εἰσόδια, ὁ εὐαγγελισμός, ἡ κοίμηση) ἀνακαλύπτομε τὸ ἀληθινὸ νόημα καὶ τὴ θέση ποὺ κατέχει ἡ Παναγία μας στὴν Ἐκκλησία. 

Στὴν οἰκονομία τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος ποὺ ὑπακούει τυφλὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεοτόκος ὡς «δούλη Κυρίου» βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν κόσμο, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ ζωή, ὡς ἔσχατος καρπὸς τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς, γιατί χωρὶς αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. 

Εἶναι ἡ Θεοτόκος, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ γέννησε τὸ Θεό. Εἶναι ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς Χριστολογίας, γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ κατάλληλη ἔκφραση τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως. Ὁ ρόλος της εἶναι καταλυτικὸς στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος. Βέβαια στὸ κέντρο τῆς πίστεώς μας στέκει ὁ Χριστός, ὅμως παραδίπλα ὅλοι ἀτενίζομε τὴν ἁγία της μορφὴ ὡς μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Διότι ἂν ἐμεῖς μὲ τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας εἴμαστε ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Ἰησοῦς ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος εἶναι «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς» τότε καὶ μεῖς εἴμαστε τέκνα τῆς Θεοτόκου. Ὡς μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔχει τόση χάρη ὅση πρέπει νὰ ἔχει ἡ μητέρα ἀπ’ τὸν Υἱό. Ἀλλὰ καὶ ὡς μητέρα δίδει τόση χάρη στοὺς χριστιανούς, ὅση πρέπει νὰ δίδει ἡ Μητέρα πρὸς τὰ παιδιά της. 

Λαμβάνει λοιπὸν ἄπειρη χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ – Υἱό της καὶ προσφέρει ἁπλόχερα στὰ τέκνα της ἄπειρη ἀγάπη. Νὰ λοιπὸν γιατί ἡ Παναγία μας εἶναι ἕνα πέλαγος χαρίτων. Νὰ γιατί ἡ ἀγάπη της, ἡ τρυφερότητά της, ἡ συμπάθεια καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη της δὲν στερεύουν ποτέ. 

Ἀδελφοί μου, τοῦτες τὶς μέρες ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει μία ἄλλη μεγάλη ἑορτὴ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία μας. Εἶναι ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνη της, τήν ὁποία πανηγυρίζει ὁ Ναός μας. Δὲν ἀρκεῖ νὰ προσέλθωμε στὸ ναὸ καὶ ν’ ἀνάψομε ἕνα κερί. Οὔτε βεβαίως νὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὴν εἰκόνα της καὶ νὰ ἀρχίσουμε νὰ ζητᾶμε νὰ ἱκανοποιήσει τὰ αἰτήματά μας. Χρέος μας εἶναι νὰ εὐαγγελιστοῦμε τὴν Παρθένο, ὅπως ὁ ἄγγελος τῆς ἡμέρας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Καὶ ἀφορᾶ τὸν καθένα μας καὶ ὅλους μαζί. 

Εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, γιατί εἶναι μοναδικὴ ἡ σχέση της μὲ τὸ Θεό. Καὶ ὅμως εἶναι μία ἀπὸ ἐμᾶς, εἶναι σὰν ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ της εἶναι ἀνθρώπινη, δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴ δική μας. Στὸ πανάχραντο πρόσωπό της βρίσκεται ἡ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπάνθρωπο. Μᾶς πρόσφερε τὸν Χριστό. Καὶ Αὐτὸς ποὺ παραμένει αἰώνια Υἱός της, μᾶς τὴν προσφέρει σὰν βεβαιότητα πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τῆς ἀνέκφραστης ὀμορφιᾶς Του, ἀντικείμενο μιᾶς αἰώνιας ἀγάπης σὲ ἕνα αἰώνιο βασίλειο ἀτελεύτητης χαρᾶς. 

Χρόνια Πολλὰ καὶ εὐλογημένα.

Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ π.Ἐµµανουήλ Νιράκης




 



Γιὰ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα μᾶς προετοιμάζει ἡ ἐκκλησία μας τοῦτες τὶς μέρες. Ἀπὸ τὴν Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου μέχρι καὶ τὴν Κυριακή τῆς Τυρινῆς ποὺ ὁλοκληρώνεται τὸ Τριώδιο εἶναι μία περίοδος προπαρασκευαστικὴ γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἡ πνευματική μας ἀδυναμία καὶ ἀνωριμότητα, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βρεθοῦμε ξαφνικὰ στὴν «παλαίστρα» τῆς μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι ἡ προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ταξίδι διάρκειας 48 ἡμερῶν. Καὶ ὅπως κάθε ταξιδιώτης ξέρει γιατί ταξιδεύει καὶ ποιὸς εἶναι ὁ προορισμός του, ἔτσι καὶ μεῖς, οἱ συμμετέχοντες σ' αὐτὸ τὸ ταξίδι ξέρουμε καὶ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι τὸ τέλος αὐτῆς τῆς μακρᾶς πορείας εἶναι τὸ Πάσχα, δηλ. ἡ διάβασή μας ἀπ' τὸ κράτος τοῦ θανάτου στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅπως λοιπὸν προετοιμάζουμε τὰ σπίτια μας, ὅταν περιμένουμε νὰ ὑποδεχθοῦμε κάποιον, ἔτσι πρέπει νὰ προετοιμασθοῦμε κατ' ἐξοχὴν πνευματικά, ὥστε κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ νὰ ἀποδειχθοῦμε ἄξιοι καὶ ἱκανοί τῆς Νέας Ζωῆς ποὺ «ἀνατέλει ἐκ τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου μας».

Τούτη ἡ περίοδος εἶναι περίοδος κατάνυξης καὶ πένθους. Καὶ αὐτὸ γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ τόσο ἀπ' τὰ τροπάρια καὶ τοὺς ὕμνους ποὺ ψάλλονται στὶς πολλὲς ἱερὲς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου, ὅσο καὶ ἀπ' τὰ ἄμφια τῶν ἱερέων μας. Ἡ μόνη μέρα ποὺ δὲν εἶναι πένθιμη τούτη τὴ περίοδο εἶναι ἡ Κυριακή, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας. Περίοδος πένθους λοιπόν, ἀλλὰ ἀλήθεια ξέρουμε γιατί πρέπει νὰ πενθοῦμε; Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ πένθους μας; Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ἡ ἁγία καὶ μεγάλη Σαρακοστὴ μᾶς ὑπενθυμίζει, μᾶς προετοιμάζει καὶ μᾶς κατευθύνει πρὸς τὰ Σεπτὰ Πάθη καὶ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου μας. Ὅλη αὐτὴ ἡ κατανυκτικὴ περίοδος κινεῖται καὶ περιστρέφεται γύρω ἀπ' αὐτὸ τὸ φρικτὸ καὶ συγκλονιστικὸ γεγονός. Καὶ ὅπως ὁ Χριστὸς προετοίμασε τοὺς μαθητές Του γι' αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν, ἔτσι καὶ ἡ ἐκκλησία μᾶς προϊδεάζει γιὰ τὰ μέλλοντα.

Ἡ δεύτερη αἰτία τοῦ πένθιμου χαρακτήρα αὐτῆς τῆς περιόδου εἴμαστε ἐμεῖς. Τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του εἶναι ἡ αἰτία γιὰ ὅσα ἔπαθε ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ «ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα» μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἀπ. Παῦλος. Ἐμεῖς λοιπὸν εἴμαστε οἱ αἴτιοι γιὰ τὰ πάθη Του, ἐμεῖς εἴμαστε ἔνοχοι γιὰ τὸ φρικτό Του θάνατο. Νὰ λοιπὸν γιατί πρέπει τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας νὰ τρέχουν ἀπ' τὰ μάτια μας καὶ μὲ πένθος καὶ κατάνυξη νὰ ἐπανορθώσουμε τοῦτες τὶς μέρες κάθε τι κακὸ καὶ ἄνομο ποὺ διαπράξαμε.

Αὐτὴ ἡ περίοδος εἶναι ὅμως καὶ περίοδος μετανοίας καὶ συντριβῆς. Βεβαίως ὅλη μας ἡ ζωὴ ὀφείλουμε νὰ εἶναι περίοδος μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεό, ὅμως τοῦτες οἱ μέρες, ὅπως λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι «καιρὸς εὐπρόσδεκτος» καιρὸς δηλ. κατάλληλος γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Εἶναι καιρὸς δηλ. νὰ ἀφήσουμε πίσω μας τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπ' τὸ Θεό, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπ' τὴν μακαριότητα καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του, ἀπ' τὴν ἀληθινὴ Ζωὴ ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς πρόσφερε μὲ τὴ θυσία Του.

Ἡ μετάνοια ὅμως δὲν εἶναι ἕνα στιγμιαῖο γεγονὸς ποὺ ἐξαντλεῖται τὴν ἡμέρα τῆς ἐξομολογήσεώς μας. Εἶναι μία διαρκὴς καὶ ἀέναος προσπάθεια ποὺ δὲν ἔχει τέλος, γιατί ὅσο πλησιάζει κανεὶς τὸ Θεό, διὰ τοῦ δρόμου τῆς μετανοίας, τόσο ἀντιλαμβάνεται ὅτι κοντὰ Του τίποτα δὲν τελειώνει καὶ δὲν ὁλοκληρώνεται. Ἂν ὁ προορισμὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ ζήσουμε κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, τότε ὅλος μας ὁ βίος πρέπει νὰ εἶναι μία συνεχής, ἀδιάκοπος καὶ διαρκὴς μετάνοια, ἡ ὁποία συνεχῶς καὶ ἀσταμάτητα, προάγεται, βελτιώνεται καὶ τελειοποιεῖται. Γιὰ νὰ ἔχει ὅμως ἐπιτυχία αὐτὸς ὁ ἀγώνας ἐπιβάλλεται νὰ κτυπηθεῖ ὁ ἐγωισμός μας, νὰ ἡττηθοῦν τὰ πάθη μας, νὰ συρρικνωθοῦν οἱ ματαιόδοξες φιλοδοξίες μας καὶ νὰ παραμερισθοῦν τὰ ἰδιοτελῆ συμφέροντά μας. Ἡ ἀπάρνηση ὅλων αὐτῶν εἶναι μία ἐπίπονη καὶ ἐργώδης προσπάθεια ποὺ προκαλεῖ πόνο καὶ θλίψη, ἀντιδράσεις καὶ ἐπαναστάσεις μέσα μας, ἀφοῦ τὸ ἐσωτερικό μας κατεστημένο λειτουργεῖ ἀντιδραστικὰ καὶ ἐνάντια καὶ οὐσιαστικὰ ἀντιτάσσεται σὲ κάθε προσπάθεια πνευματικῆς ἀνάτασης καὶ ἀναγέννησης, στὴ μετάνοιά μας δηλαδὴ καὶ στὴν ἐπιστροφή μας στὸ Θεό. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριός μας αὐτὸ τὸ δρόμο τὸν ὀνόμασε «στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ» ποὺ ὅμως εἶναι ἡ «ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν».

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ὅμως εἶναι καὶ περίοδος νηστείας. Ὅταν κανεὶς πενθεῖ καὶ θλίβεται, στερεῖ δηλαδὴ τὸν ἑαυτὸ του ἀπ' τὴ χαρὰ, τότε νηστεύει. Ἐνθυμούμενοι λοιπὸν τὰ σεπτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου μας καὶ ἀναλογιζόμενοι τὸ βάρος τῆς δικῆς μας ἁμαρτίας καὶ ἐνοχῆς, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ κάνει κανεὶς ἀπὸ νηστεία. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ κάποιες τροφὲς καὶ ἡ κατάλυση κάποιων ἄλλων τοῦτες τὶς μέρες δὲν εἶναι μία πράξη σαδιστικὴ ἐκ μέρους τῆς ἐκκλησίας μας. Ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐξαρτώμενος ἀπ' τὴν ὕλη καὶ ἄρα ἀπ’ τὴ τροφή. Ἡ νηστεία τῆς ἐκκλησίας μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἄλλου εἴδους πείνα, πείνα γιὰ τὸ Θεό. Νὰ τὸν γνωρίσω καὶ νὰ τὸν γευθῶ. Καὶ αὐτὴ ἡ πείνα, χορταίνει μόνο μὲ κάθε τι ποὺ εἶναι «ἐκ Θεοῦ». Γι' αὐτὸ χρειαζόμαστε πρωτίστως μία πνευματικὴ προετοιμασία, ὥστε ἡ νηστεία μας νὰ μὴν εἶναι μόνο μία ἁπλὴ καὶ ξερὴ ἀποχὴ τροφῶν, ἀλλὰ νὰ εἶναι Χριστοκεντρικὴ καὶ Θεοκεντρική. Πρέπει δηλαδὴ τὸ σῶμα μας νὰ γίνει ξανὰ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας, ναὸς καὶ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ.

Δὲν ἔχουν νόημα οἱ μακρὲς καὶ ἐξαντλητικὲς νηστεῖες, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ πνευματικότητα, ἡ μετάνοια, ἡ ἀγάπη, ἡ πραότητα, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ τόσες ἄλλες ἀρετὲς ποὺ ὀφείλουμε τούτη τὴ περίοδο νὰ καλλιεργήσουμε. Μιὰ μικρότερης διάρκειας νηστεία μπορεῖ νὰ εἶναι ἀρκετή, ἀρκεῖ νὰ γίνει μὲ ταπείνωση καὶ ὑπομονή. Πολλοὶ ξεκινοῦν μὲ ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ στὸ μέσο τοῦ δρόμου ἐγκαταλείπουν, ἐξαντλημένοι, κουρασμένοι καὶ ἀπογυμνωμένοι πνευματικά. Ἂς εἶναι περιορισμένη! Ἀρκεῖ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἀλήθεια, γνησιότητα, συνέχεια καὶ συνέπεια. Ἔτσι γίνεται μιὰ πραγματικὴ μάχη κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Γιατί τελικὰ αὐτὸ ἔχει σημασία καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμὸς τῆς νηστείας. Νὰ πολεμήσουμε! Νὰ ἀντιταχθοῦμε στὸ κακό, στὴν παραβατικὴ συμπεριφορά, στὴν ἁμαρτία, στὸ διάβολο καὶ ὅ,τι εἶναι ἐξ αὐτοῦ. Ἡ νηστεία εἶναι μία μάχη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κακὸ ἑαυτὸ του πρωτίστως ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ κακὸ γενικά. Δὲν εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ βγοῦμε κερδισμένοι ἀπ' ὅλες τὶς μάχες. Σὲ κάποιες θὰ ἡττηθοῦμε. Ὅμως ἀπ' τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι μία διαρκὴς μάχη ἐνάντια στὸ κακὸ καὶ ὅτι σπουδαῖο καὶ ἀναντικατάστατο ὅπλο μας εἶναι ἡ νηστεία, τότε ναί! ἡ νηστεία μας πέτυχε τὸ σκοπό της.

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ὅμως εἶναι καὶ περίοδος προσευχῆς· ἐντατικῆς καὶ ἀδιάλειπτης προσευχῆς. «Ἀγρυπνεῖτε ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι» μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, τονίζοντας καὶ ἐξαιρώντας τὴν ἀνάγκη καὶ τὴ σημασία τῆς προσευχῆς. Ἂν σὲ ὅλη μας τὴ ζωὴ πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ πνευματικὴ ἑτοιμότητα, πόσο μᾶλλον τώρα, πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε ἄγρυπνοι φύλακες, προσευχόμενοι ἡμέρα καὶ νύκτα, γιὰ τὴν πνευματική μας ἀσφάλεια καὶ προκοπή. Αὐτὴ τὴ περίοδο ζητᾶμε περισσότερο τὴν προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, αἰτούμενοι ἐνίσχυση καὶ πνευματικὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθουμε στοὺς πειρασμοὺς ποὺ καιροφυλακτοῦν. Ἂν κανεὶς ἀγωνίζεται γιὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ὅπως ἁγιότητα, ἀρετή, σοφία, σωφροσύνη καὶ σύνεση, πρέπει νὰ θέσει σὲ λειτουργία καὶ ἐνέργεια τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς, μὲ πιὸ ἐντατικοὺς ρυθμούς, ἀφοῦ ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ἀλλὰ καὶ τὸ πεδίο τῶν πειρασμῶν συνάμα. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες τούτη τὴν περίοδο πυκνώνουν καὶ πληθαίνουν, δίνοντας τὴ δυνατότητα σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἐπαφὴ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ νὰ τὸ ἐπιτύχει.
Προσευχὴ δοξολογίας, εὐγνωμοσύνης καὶ εὐχαριστίας, γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς ἔδωσε καὶ ὅλα ὅσα μᾶς προσφέρει. Προσευχὴ ποὺ ἀποπνέει γνησιότητα καὶ αὐθεντικότητα, γι’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ ὄχι γι' αὐτὸ ποὺ θὰ θέλαμε νὰ εἴμαστε. Προσευχὴ ἀδιάλειπτη καὶ ἐντατικὴ καὶ ὄχι κατὰ διαστήματα καὶ χλιαρή. Ἐν τέλει ὅλη μας ἡ ζωὴ νὰ εἶναι μία προσευχὴ· ὅ,τι πράττουμε, ὅ,τι λέμε, ὅ,τι σκεφτόμαστε νὰ εἶναι μία εὐκαιρία κοινωνίας καὶ ἐπαφῆς μὲ τὸ Θεό.

Ἂν λοιπὸν αὐτὴ ἡ περίοδος εἶναι μία περίοδος κατάνυξης καὶ πένθους, ἀληθινῆς καὶ πραγματικῆς μετάνοιας καὶ οὐσιαστικῆς νηστείας τότε ὅλος μας ὁ ἀγώνας θὰ εἶναι μία προσευχὴ στὸ Θεό. Ἂν ἀνακαλύψουμε τὴν χαμένη μας πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἂν ξαναβροῦμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ κοινωνίας μαζί Του, ἂν δώσουμε νόημα καὶ σκοπὸ στὴ νηστεία μας, μέσα ἀπ' τὴν παράλληλη ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, κι ἂν «πείσουμε» τὸν ἑαυτό μας νὰ πενθήσει μὲ κατάνυξη γιὰ τὰ λάθη του, τότε θὰ βροῦμε ξανὰ τὸ χαμένο μας ἑαυτό, θὰ ξαναβροῦμε δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸ Θεό.

Τότε ναί! Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ θὰ εἶναι ὁ δρόμος ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει κάτω ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, μπροστὰ στὸ κενὸ τάφο, ἐνώπιον τοῦ φωτὸς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ θὰ λαμπρύνει καὶ θὰ φωτίσει ὁλάκερο τὸ κόσμο.

Καλὴ, εὐλογημένη καὶ καρποφόρα Ἁγία Σαρακοστὴ

πηγή

Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2012

Τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία π.Ἐµµανουήλ Νιράκης




Ἡ ἐκκλησία μας γεννήθηκε ἀπό τό Θεό – Πατέρα, ὅμως ἀναγεννήθηκε, ἀναπλάσθηκε καί τελειοποιήθηκε ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα. Καί μάλιστα τό ἔργο τῆς ἀναγέννησης ὁλοκληρώθηκε μέ τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Αὐτό καταδεικνύει τήν θέση πού κατέχει τό Πανάγιο Πνεῦμα στό μυστήριο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος λίγο πρίν τήν ἀνάληψή του μᾶς εἶπε: «Εἶναι πρός τό συμφέρον σας νά φύγω, διότι ἄν δέν φύγω ὁ Παράκλητος δέν θά ἔλθει σέ ἐσᾶς» (Ἰωάν. 16,7). Καί οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς διαβεβαιώνουν: «Τότε θά λάβετε δύναμη, ὅταν θά ἔλθει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπάνω σας» (Πράξ. 8). Καί αὐτό ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκχύθηκε πάνω στήν ἐκκλησία καί ὅλοι ἐπληρώθησαν ὑπ’ Αὐτοῦ. Ἔκτοτε διαμένει στήν ἐκκλησία πάντοτε, ἐνεργεῖ τά πάντα, καθοδηγεῖ σέ ὅλα καί διδάσκει ἀλαθήτως. Εἶναι Αὐτό πού ἐνεργεῖ ἀδιαλείπτως στό σῶμα τῆς ἐκκλησίας, ἀφοῦ συνεχίζει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. 

Ἄν ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἱδρυτής τῆς ἐκκλησίας, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ ἀρχιτέκτονας καί ἡ ψυχή τοῦ οἰκοδομήματος. Γι’ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή ζωή καί τή δράση τῆς ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ ζωοποιός καί μορφοποιός δύναμη καί ἀρχή, μέ τήν ὁποία ζεῖ, δρᾶ καί ἐπιτελεῖ τό θεῖον ἔργο της στόν κόσμο. Εἶναι Αὐτό πού ὀργανώνει, διαπλάσσει καί διαμορφώνει τό σῶμα της σέ σῶμα Χριστοῦ, ἔτσι ὥστε ὅλοι νά συνδέονται σέ μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Αὐτό ἁγιάζει τά μέλη της, ἀλλά καί διαιρεῖ καί μοιράζει τά χαρίσματά του, πρός τό συμφέρον τοῦ καθενός, ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητά του.

Ἄν ὁ Κύριός μας μέ τή σάρκωσή του ἔγινε ὁ πρωτεργάτης ὅλης τῆς οἰκονομίας καί τῆς υἱοθεσίας γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἐκκλησία, τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγινε ἡ θεία ψυχή τοῦ θεανθρώπινου αὐτοῦ σώματός της, στό ὁποῖο ἀπό τότε παραμένει. Γι’ αὐτό ἡ ἐκκλησία μας εἶναι τόσο Χριστολογική ὅσο καί Πνευματολογική. Διότι ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή καί τό γενεσιουργό κύτταρο τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι «Πνεῦμα τῆς ἐκκλησίας» πού κατοικεῖ σέ αὐτήν, ὡς πνεῦμα ἀπολύτρωσης ζωῆς, ἁγιασμοῦ καί θέωσης. 

Αὐτή τήν πραγματική «ἑνότητα τοῦ πνεύματος» μέσα στήν Ἐκκλησία, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπ. Παῦλος νά τηροῦμε, ἔτσι ὥστε νά οἰκοδομεῖται ἡ ἐκκλησία πάνω στό Χριστό καί «ἐν τῷ Χριστῷ» καί νά γίνεται κατοικία τοῦ Θεοῦ «ἐν Πνεύματι». Ἔτσι ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, συγκροτοῦν ἕνα σῶμα – μία κοινωνία, ἀφοῦ ὅλοι οἱ πιστοί – μέλη γίνονται «κοινωνοί» καί «μέτοχοι» τοῦ Χριστοῦ καί «μέτοχοι» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα ἡ ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας, στηρίζεται πάνω στό Χριστό καί πάνω στό Ἅγιο Πνεῦμα τό Ὁποῖο δίνει ζωή καί ψυχή στό σῶμα της. 

Ὅμως δέν εἶναι μόνο ὁ θεματοφύλακας, τῆς ἑνότητας τῆς ἐκκλησίας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού μᾶς βαπτίζει στό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι αὐτό πού ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου, εἶναι αὐτό πού χειροτονεῖ ἐπισκόπους καί ἱερεῖς καί τούς ἀναθέτει «ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ» ὅπως λέγει ὁ ἀπ. Παῦλος εἶναι αὐτό πού μεταβάλει τό ψωμί καί τό κρασί σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ κατά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, εἶναι Αὐτό πού τό λάδι στό καντήλι τοῦ εὐχελαίου τό μετατρέπει σέ ἔλαιον ἰάσεως καί θεραπείας γιά κάθε ψυχική καί σωματική ἀσθένεια. 

Εἶναι ἡ πηγή κάθε χάρης, ἁγιότητας καί ἀρετῆς μέσα στήν ἐκκλησία καί τή ζωή τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτό ὀνομάζεται «Πνεῦμα χάριτος» οἱ δέ ἀρετές εἶναι «καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο πού ἔδωσε ὁ Θεός στήν ἐκκλησία μετά τήν Ἀνάληψή του. Εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἁγιότητας γιά κάθε χριστιανό, ἀφοῦ «δι’ Αὐτοῦ πάντας ἁγίους ἐποίει καί δι’ Αὐτοῦ ἔδωσεν ἁγιασμόν».

Σάββατο, Απριλίου 14, 2012

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου π. Εμμανουήλ Νιράκης

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πίστης μας. Ὅπως ἕνα οἰκοδόμημα χωρὶς θεμέλια εἶναι ἀσταθὲς καὶ σαθρό, ἔτσι καὶ ἡ πίστη ποὺ δὲν θεμελιώνεται καὶ δὲν ἑδράζεται στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι νωθρή, ὑποτονικὴ καὶ εὐμετάβλητη. 

Ἀκόμα καὶ οἱ μαθητές Του ποὺ τὸν γνώρισαν ὡς Μεσσία καὶ Λυτρωτή, μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο δειλίασαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν. Ὅταν ὅμως μαθαίνουν τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα τῆς Ἀνάστασης ἀναθαρροῦν, τὸν ὁμολογοῦν ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Αὐτὸς ἀφοῦ τοὺς συγχωρεῖ τοὺς ἀποστέλλει νὰ κηρύξουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀνάστασης «εἰς πάντα τὰ ἔθνη». 

Ὅταν ἕνας γεωργὸς βάλει στὸ χῶμα ἕνα σποράκι σιταριοῦ καὶ αὐτὸ γίνει στάχυ, ἀπὸ τὸ ἕνα ξέρει ὅτι ἔτσι θὰ γίνουν ὅλα. Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀνάστασης, ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ ἔργα. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἦταν ὄντως μεγάλο καὶ ἀπίστευτο. Μέχρι τότε παρόμοιο περιστατικὸ δὲν ὑπῆρχε στὴν ἱστορία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἄρχισε ἀπ’ τὰ κατώτερα πρὸς τὰ μεγαλύτερα καὶ ἀνώτερα, ὥστε νὰ συνηθίσει ἡ πίστη μας. Εἶναι σὰν αὐτὸ ποὺ κάνει ἡ μητέρα, ὅταν τρέφει τὸ βρέφος. Στὴν ἀρχὴ τοῦ δίνει γάλα ποὺ μπορεῖ εὔκολα νὰ τὸ καταπιεῖ, μετὰ τὸ ψωμὶ καὶ τέλος πιὸ στερεὰ τροφή. Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος τρέφει τὴν μικροψυχία μας μὲ θαύματα, σὰν νὰ εἴμαστε νήπια ἀτελῆ προχωρώντας βῆμα βῆμα. 

Πρῶτα θεραπεύει τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος, ποὺ τότε ἦταν μεγάλο κατόρθωμα, καὶ τέλος φθάνει στὰ μεγάλα καὶ συγκλονιστικά. Ἡ ἐπιτίμηση τοῦ πυρετοῦ ποὺ κατέκαιε τὴν πεθερὰ τοῦ Πέτρου εἶναι τὸ πρῶτο μεγάλο βῆμα, ποὺ προξένησε ἀπορία καὶ θαυμασμό, ἀφοῦ ὅλοι ἀνέμεναν νὰ πεθάνει. Ἐν τούτοις, αὐτὴ σηκώθηκε καὶ ὑπηρετοῦσε καὶ διακονοῦσε τοὺς πάντες. 

Ἔπειτα κάνει ἕνα ἀκόμα βῆμα. Ἡ ἐξ ἀποστάσεως θεραπεία τοῦ παιδιοῦ ποὺ κινδυνεύει μὲ θάνατο, εἶναι μήνυμα ἐλπίδας καὶ Ἀνάστασης γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Στὴ συνέχεια ἀνεβαίνει πρὸς ὑψηλότερα θαύματα. Συναντᾶ τὸν ἀρχισυνάγωγο ποὺ ἡ μονάκριβη κόρη του μόλις εἶχε πεθάνει. Φθάνει στὸ σπίτι, ὅπου οἱ πάντες κλαίουν καὶ θρηνοῦν. Ἕνας λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἀρκετὸς ὥστε τὸ κορίτσι νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ ξαναγυρίσει «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴ ζωήν».

Κάνει ἕνα ἀκόμα βῆμα ὥστε νὰ κατανοήσουμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης. Μᾶς ἑτοιμάζει τὸ δρόμο γιὰ τὴν πίστη τῆς Ἀνάστασης. Ξέρει, γνωρίζει τὴν ἀσθένειά μας, καὶ γι’ αὐτὸ βῆμα βῆμα μᾶς εἰσάγει ἀπ’ τὰ μικρότερα στὰ μεγαλύτερα. Ἡ ἑπόμενη συνάντησή Του εἶναι μὲ τὴν χήρα τῆς Ναΐν. Μία ταλαιπωρημένη καὶ βασανισμένη γυναίκα ποὺ πενθεῖ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ νεκρικὴ πομπὴ δὲν ἀφήνει ἀδιάφορο τὸν Κύριο. Ἕνα ἄγγιγμά Του, πάνω στὸ ἄψυχο σῶμα τοῦ παιδιοῦ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ σηκωθεῖ ἀπ’ τὸ νεκρικὸ κρεββάτι, καὶ νὰ δώσει πάλι χαρὰ στὴν πονεμένη μάνα. 

Ἕνα ἀκόμα βῆμα πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ὁ θάνατος τοῦ φίλου του τὸν βρίσκει μακριὰ ἀπ’ τὴν Βηθανία. Τέσσερις μέρες περπατᾶ γιὰ νὰ φθάσει στὸν τάφο τοῦ κεκοιμένου φίλου Του. Καὶ ὅταν φθάνει τὸ θέαμα εἶναι ἀποτρόπαιο. Ὁ ἀπὸ τετραημέρου θάνατος ἔχει ἀφήσει τὰ σημάδια του πάνω στὸ νεκρὸ σῶμα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Κύριος δὲν διστάζει νὰ μπεῖ στὸν τάφο καὶ νὰ προστάξει τὸν Λάζαρο νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μνῆμα. Καὶ αὐτὸς σὰν ἀπὸ ὕπνο, τινάζει τὴ σκόνη ἀπὸ πάνω του καὶ ἐμφανίζεται μπροστὰ σὲ ὅλους ἀκμαῖος καὶ ὑγιής. Ἐμβρόντητοι καὶ ἄφωνοι οἱ παριστάμενοι γίνονται μάρτυρες τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου, ποὺ γρήγορα ἀπὸ στόμα σὲ στόμα θὰ φθάσει σὲ ὅλη τὴ Γαλιλαία καὶ τὴν Παλαιστίνη. Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο βῆμα πρὶν τὴ δική Του Ἀνάσταση. 

Τὸ ἔργο τῆς καθολικῆς Ἀνάστασης ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσει ὁ Κύριος φαντάζει τώρα ὁλοένα καὶ πιὸ κοντά. Διότι τώρα δὲν θεραπεύει κάποιον ἀπὸ βαρειὰ νόσο, οὔτε ἐπαναφέρει στὴ ζωὴ κάποιον ποὺ βρίσκεται στὸ τέλος, οὔτε ζωογονεῖται κάποιος ποὺ πέθανε πρὸ ὀλίγου καὶ ὁδηγεῖται στὸ τάφο. Ἕνα νεκρό, σάπιο καὶ διαλυμένο σῶμα ζωοποιεῖται μόνο μὲ ἕνα πρόσταγμά Του. Ἄραγε εἶναι μικρὰ αὐτὰ γιὰ τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάστασή Του; Ὅμως δὲν σταμάτησε ἐδῶ. Θέλοντας νὰ στηρίξει καὶ νὰ ἐνισχύσει ἀκόμα περισσότερο τὴν ἀσθενοῦσα ἀνθρώπινη πίστη, μᾶς κατέστησε κοινωνοὺς καὶ τῆς δικῆς Του Ἀνάστασης. Γι’ αὐτὸ κάλεσε τὸν Θωμᾶ νὰ βάλει τὰ χέρια του πάνω στὶς πληγὲς ποὺ ἄφησαν τὰ καρφιὰ καὶ ἡ λόγχη. Γιὰ νὰ βροντοφωνάξει ἐκ μέρους ὁλάκερης τῆς ἀνθρωπότητας «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοι». 

Αὐτὸν εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Τὸν ψηλάφισαν, τὸν ἄγγιξαν, τὸν ἄκουσαν, τοῦ μίλησαν. Καὶ τὴν ἁγία Του Ἀνάσταση πιστοποίησαν. Αὐτὴν διεκήρυξαν καὶ διακηρύτουν. «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν». Μὴ πλανάσθε ἀδελφοί. Μὴν ἐπιτρέπεται νὰ σᾶς ἐξαπατοῦν. Μὴν ἀπιστῆτε. Ὁ Τάφος εἶναι κενὸς γιατί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Μᾶς τὸ βεβαιώνουν καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Μυροφόρες ποὺ τὸν εἶδαν. Σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, παρέμενε ἐδῶ στὸν κόσμο, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του γιὰ νὰ διαλύσει κάθε δυσπιστία καὶ ἀμφιβολία. 

Γι’ αὐτὸ ἡ πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του σκύλευσε τὸν ἅδη, ἐξαγόρασε τὶς ψυχές μας «ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου» καὶ ἔγινε ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός μας. Ἄνοιξε ἔτσι διάπλατα τὸ δρόμο πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ εἶναι «συνοδοιπόροι καὶ συνοδοὶ Του», στὴν σταυραναστάσιμη πορεία ποὺ ἑκουσίως ἐπορεύθη χάριν τοῦ ἀνθρώπου.



Χριστὸς Ἀνέστη ! 


Πάσχα 2011

Κυριακή, Φεβρουαρίου 26, 2012

Μὲ σκέψη καὶ γνώση μαζί Του - π. Ἐµµανουήλ Νιράκης



Φθάσαμε λοιπὸν καὶ πάλι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου. Καὶ ἡ ἐκκλησία μας, ὡς στοργικὴ μητέρα, ποὺ νοιάζεται γιὰ τὰ παιδιὰ της μᾶς καλεῖ σὲ νέους ἐντονότερους πνευματικοὺς ἀγῶνες, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸν κατ’ ἐξοχὴν στίβο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ποὺ εἶναι ἡ ἁγία καὶ μεγάλη τεσσαρακοστή. 

Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο, ἂν ἡ γνώση μας γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι ἡ μέγιστη δυνατὴ καὶ ἡ σκέψη μας δὲν εἶναι ἀφιερωμένη σ’ Αὐτόν, τότε ὁ ἀγώνας μας δὲ θὰ ἔχει ἐπιτυχῆ ἀποτελέσματα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ του (1,9) «τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν, ὅ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὅταν φρονεῖ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη ὅπως ἐσκέπτετο Ἰησοῦς, θεραπεύεται ἀπ’ ὅλα τὰ αἰσθήματα καὶ γίνεται ἀθάνατη.

Ἡ σκέψη εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ μεγαλύτερο μυστήριο. Ὅλα τὰ μετρᾶ καὶ ὅλα τὰ κρίνει μὲ τὴ σκέψη, ἐνῶ αὐτὴ δὲν μπορεῖ κανεὶς οὔτε νὰ τὴ μετρήσει οὔτε νὰ τὴν κρίνει. Εἶναι ἀσώματη γιατί δὲ ἔχει σῶμα, εἶναι ὑπερκόσμια μέσα στὸν κόσμο, εἶναι ὑπερφυσικὴ στὴ φύση, ὑπεράνθρωπη στὸν ἄνθρωπο. Ὅλα εἶναι ἔτσι ἕως ὅτου συνδεθεῖ μὲ τὸ Χριστό. Ἀμέσως βρίσκει τὸν ἑαυτό της, τὴν ἄναρχη ἀρχή της, τὸ τέλος τὸ ἀτελεύτητο, τὴν καταγωγή της, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀθανασία της στὸ Χριστό. Μόνο κοντά Του, μαζί Του βρίσκει τὸ νόημά της. Γιατί χωρὶς Χριστὸ ἡ σκέψη εἶναι τὸ μεγαλύτερο βάσανο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅσο αὐτὴ μεταμορφώνεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ γίνεται Χριστοσκέψη καὶ Θεοσκέψη. Ἀντίθετα ὅταν ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ ἐγωισμὸ ἀπορρίπτει τὸ Χριστό, τότε παραφρονεῖ, ἡ ζωὴ γίνεται ἄφρων, ὁ ἄνθρωπος σπεύδει στὸ κακό, ὁλοένα καὶ καταποντίζεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. 

Μόνο Αὐτὸς δίνει τὴν αἰώνια χαρὰ - εὐτυχία καὶ εὐλογία στὴν ἀνθρώπινη σκέψη. Ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ ἀπ’ τὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τεράστιο βάσανο. Ἡ γνώση ποὺ δὲν ἔχει πληρωθεῖ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σὲ τραγικὰ ἀδιέξοδα. Μόνο μὲ τὴν ἀγάπη Του θεραπεύονται ἀπ’ τὴ μωρία ἡ ἀνθρώπινη γνώση καὶ σκέψη. 

Ἂν κανεὶς ζεῖ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, τότε δὲν ἀναγνωρίζει οὔτε Θεό, οὔτε ἀλήθεια, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀξία. Τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα εἶναι ὁ ἑαυτός του. Αὐτὸς εἶναι ἡ βάση τῆς γνώσης καὶ τῆς σκέψης του. Ὅμως αὐτὴ ἡ φιλαυτία, ἡ αὐτοαπομόνωση καὶ αὐτοαποκλεισμός, εἶναι τελικὰ μιὰ σκοτεινὴ φυλακὴ μέσα στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ παραφρονεῖ. Καὶ μαζί του παραφρονεῖ καὶ ἡ σκέψη καὶ ἡ γνώση του. 

Λέει πάλι στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ του (3,8) ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Μόνο «ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ» δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου, τοῦ κακοῦ, τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. «Ὄχι μόνο σήμερα συνεχίζει, ποὺ ἐφωτίστηκα ἀλλὰ καὶ τώρα ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅτι ὅλα εἶναι ζημιὰ συγκρινόμενα μὲ τὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο στερήθηκα καὶ ἀπέρριψα τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίζω ὡς Σωτήρα καὶ Κύριό μου». Ἡ ἐπίγνωση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τί εἶναι, ποιὸς εἶναι καὶ τί ἔφερε στὸ ἀνθρώπινο γένος, εἶναι ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἄλλη γνώση. 

Ὅσα καὶ ἂν πασχίζουμε νὰ μάθουμε στὴ ζωή μας, εἶναι τελικὰ μηδαμινὰ καὶ ἐλάχιστα μπροστὰ στὴν ὑπεροχὴ τῆς γνώσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γνωρίζω τὸ Χριστὸ σημαίνει συμμετέχω στὰ παθήματά Του. Νὰ πιοῦμε κι ἐμεῖς τὸ ποτήριο ποὺ ἤπιε Ἐκεῖνος, νὰ σηκώσουμε τὸ Σταυρό μας καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσομε. Νὰ συμμορφωθοῦμε πρὸς τὸ θάνατό Του, νὰ συναποθνήσκομε πρὸς τὴν ἁμαρτία ὅπως καὶ Ἐκεῖνος ἀπέθανε γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Νὰ συσταυρωθοῦμε μαζί Του, νεκρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Ὅταν ὁ κόσμος νεκρωθεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἄνθρωπος νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο, τότε ἡ γνώση μας γι’ Αὐτὸν θὰ εἶναι ἡ πληρέστερη δυνατή. Ἂν δὲν «πάσχομε» μαζί Του δὲ μποροῦμε νὰ Τὸν γνωρίσομε. Πολλοὶ θέλουν νὰ «συμβασιλεύσουν» μὲ τὸ Χριστό, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ «συμπάθουν μετ’ Αὐτοῦ». Θέλουν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τους, ἀλλὰ ἀρνοῦνται νὰ φορέσουν πρῶτα τὸ ἀκάνθινο στεφάνι ποὺ φόρεσε Ἐκεῖνος. 

Τοῦτες τὶς μέρες ποὺ προετοιμαζόμαστε πνευματικὰ γιὰ τὶς μεγάλες στιγμὲς ποὺ θὰ ζήσουμε κάτω ἀπ’ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ δίπλα στὸ κενὸ μνημεῖο, ἕνα πράγμα ἀξιώνουμε ὅλοι. Νὰ γνωρίσουμε τὴ δύναμη τῆς Ἀνάστασής Του. Τὴν ἀπάντηση γιὰ τὸ πῶς θὰ φθάσουμε σ’ αὐτὴ τὴ γνώση, μᾶς τὴ δίνει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολ. 3,1). «Ἡ Χριστογνωσία προέρχεται ἀπ’ τὸ χριστὸ βίωμα». Θὰ γνωρίσομε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἂν τὴ βιώσομε. Θὰ γνωρίσομε τὴν ἀλήθειά Του, ἂν τὴ βιώσομε. Θὰ γνωρίσομε τὴ δικαιοσύνη καὶ ταπείνωσή Του, ἂν ζοῦμε ὅμοια μ’ Αὐτόν. Θὰ γνωρίσομε τὸ πάθος, τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, μόνο ἂν τὰ βιώσομε ὡς δικά μας. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε τι ποὺ εἶναι δικό Του, ἀπ’ τὸ πιὸ μικρὸ ἕως τὸ μεγαλύτερο ποὺ εἶναι ἡ δύναμη τῆς Ἀνάστασής Του. Μόνο μὲ τὴν πίστη μας ἀκλόνητη καὶ ἀδιασάλευτη σ’ Αὐτόν, τὴ σκέψη μας ἀφιερωμένη καὶ ἀποκλειστικὰ δοσμένη σ’ Ἐκεῖνον, καὶ τὴ γνώση Του ὡς ἀπαραίτητο ἐφόδιο στὸ στάδιο τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας, θὰ φθάσομε στὸ τέλος αὐτῆς τῆς μακρᾶς περιόδου ποὺ εἶναι τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, πορευόμενοι μαζί Του στὴ νέα ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Καλὴ καὶ καρποφόρος Σαρακοστή.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 26, 2011

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε...!

 
Νιράκης Ἐµµανουήλ (Πρεσβύτερος)



Μέγα καὶ παράδοξο θαῦμα ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεοτόκος Μαρία γεννάει, ἀλλὰ παραμένει ἀειπάρθενος. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκώνεται, ἀλλὰ δὲν ἀποχωρίζεται τὸν Οὐράνιο Πατέρα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ χάνεται καὶ ταλανίζεται ξαφνικὰ βρίσκεται ἐνδεδυμένος τὴ θεία Χάρη. Ὁ οὐρανὸς ἀδειάζει καὶ ἡ γῆ πληρώνεται.

Πῶς νὰ χωρέσουν ὅλα αὐτὰ στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου; Σὲ μιὰ περίοδο μάλιστα ποὺ εἶναι ἔντονη ἡ ἀβεβαιότητα γιὰ τὸ αὔριο; Ποὺ ἡ ἀνασφάλεια, ἡ οἰκονομικὴ ἀνέχεια καὶ ἡ κρίση ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν ἀπομυζοῦν κάθε ἰκμάδα σκέψεως καὶ πνευματικῆς ἀνάτασης; Ὅμως, σήμερα «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε.» Ἡ ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ξεχάσουμε τὴ μιζέρια τῆς καθημερινότητας καὶ νὰ στρέψουμε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας στὴ φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ὅπου τὸ κλάμα τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ ἀναγγέλει τὴν ἔναρξη μιᾶς νέας ἐποχῆς. Γιατί τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Θείας Οἰκονομίας «Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γίγνεται» γιὰ νὰ φανερώσει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ στὴν ἀνθρωπότητα.

Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὸν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἄλλαξε τὴ ροὴ τῆς ἱστορίας. Γι’ αὐτὸ ἡ γέννησή Του βιώνεται μόνο σὰν νέα δημιουργία, σὰν ἀνακαίνηση καὶ θέωση ὅλης τῆς κτίσης, σὰν ζωοποίηση καὶ κατὰ Χριστὸν θεοποίηση ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ἑνώνονται ἀδιάρρηκτα καὶ ἡ ἕνωση αὐτὴ ἀποτελεῖ πλέον τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας, τὴν ἴδια τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ κέντρο καὶ ἡ καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ σωτηριώδης ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, πραγματώθηκε στὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Του. Μὲ τὴν γέννησή Του λοιπόν, μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὡς ἕνας ἀληθινὸς Θεάνθρωπος. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὕπαρξη καὶ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας.

Σήμερα λοιπὸν Χριστὸς γεννᾶται καὶ γίνεται αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς ὅμως νὰ ἀφήνει τὴ Θεότητα. Ἐνανθρώπησε στὴ γῆ, ἀλλὰ παρέμεινε στὸν οὐρανό, καὶ ἐνῶ ὅλος εἶναι στὸν οὐρανό, ὑπάρχει ἐν τῇ ὁλότητί Του στὴ γῆ. Κατ’ αὐτὸ τὸ τρόπο ὁ Χριστὸς ἀνανεώνει καὶ ἀνακαινίζει πάνω Του, ὁλάκερη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀφοῦ τὴν κάνει ἀδιάσπαστη καὶ ἀδιαχώρητη ἀπ’ Αὐτόν. Ἔτσι ὁ διεφθαρμένος καὶ ἀλλοτριωμένος ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται καὶ ἀναπλάθεται πάνω στὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου.

Ἡ ἐνσάρκωσή Του λοιπὸν εἶναι τὸ «πρῶτο» κύτταρο αὐτῆς τῆς νέας δημιουργίας, ἀφοῦ ἔγινε «εἷς ἐξ ἡμῶν», ὅμοιος κατὰ πάντα μέ μᾶς. Νὰ γιατί ἡ ἐκκλησία μᾶς ὀνομάζει «σύσσωμους Χριστοῦ» καὶ «μέλη τοῦ σώματος Αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ». Ἡ γέννησή Του εἶναι ἡ «ἀπαρχὴ» τῆς νέας ζωῆς ποὺ ἐγκαινίασε τὸ κλάμα ποὺ ἀκούστηκε στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Χάρη σ’ αὐτὴν Χριστὸς καὶ ἄνθρωπος γίνονται ἕνα, «ταυτίζονται», διότι ὁλόκληρος ὁ Θεὸς περιλαμβάνεται στὴν ἐκκλησία καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησία ἀναλαμβάνεται ἀπ’ τὸ Θεό.

Τὰ Χριστούγεννα λοιπὸν εἶναι ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ κοινὴ γιορτὴ ὁλόκληρης τῆς κτίσης. Ὁ Θεὸς κατεβαίνει στὴ γῆ καὶ ταυτόχρονα ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό. Ἡ θεότητα ἀνθρωποποιεῖται καὶ ἡ ἀνθρωπότητα θεοποιεῖται. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἐπισκέφθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀνάμεσά μας, ἀδειάζοντας τὸν ἑαυτό του, μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ πληρωθεῖ καὶ νὰ ζήσει μὲ αὐτὴ τὴ θεία συγκατάβαση. Τὸ μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀπειροδύναμης ἀγαθότητας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ προκειμένου νὰ θεραπεύσει τὸν «πληγωμένο» ἀπ’ τὰ πάθη ἄνθρωπο παίρνοντας ὁ ἴδιος «δούλου μορφήν», κάνει τὰ πάντα νέα καὶ καινούργια χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ τὴ Θεότητά Του, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεὸ κατὰ χάρη. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος «Αὐτὸς φτωχαίνει τὴ σάρκα μου γιὰ νὰ πλουτήσω τὴ θεότητά Του, στερεῖται γιὰ λίγο τὴ δόξα του, γιὰ νὰ μεταλάβω ἐγὼ τὴν πληρότητά του, γίνεται μέτοχος τῆς σάρκας μου, γιὰ νὰ μετέχω στὴ θεότητά του».

Χριστούγεννα, λοιπόν, γιορτὴ τῆς ἀγάπης σημαίνει, ἀφοῦ τόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὥστε μᾶς ἀνοίγει διάπλατα τὴν θύρα τῆς βασιλείας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Χριστούγεννα λοιπόν, εἶναι ἡ ἐν τῇ γῇ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἐμεῖς νὰ γεννηθοῦμε ἄνωθεν καὶ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι. Εἶναι ἡ ἀέναη καὶ ἀτελεύτητη πορεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποκαλύπτεται πτωχός, ἀδύναμος, ἐπαίτης καὶ ἀσθενής, γιατί ἔτσι ὑπηρετεῖ καὶ διακονεῖ τὴν ἀνθρώπινη σωτηρία. Ἀπαρνεῖται ἑκούσια τὴν ἀκατάλυτη δύναμή Του, γιατί ἔτσι ταυτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πάσχει, ἀσθενεῖ καὶ ὑποφέρει. Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ τελικὰ εἶναι ἡ Χριστοποίηση καὶ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα, σ’ ὅλο τὸ πλάτος καὶ βάθος τῆς ὕπαρξής του. «Καὶ τὴν ψυχή, καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴ σκέψη καὶ τὶς αἰσθήσεις, τὰ πάντα, ὅλα ὅσα κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἄνθρωπο» σημειώνει ἕνας μεγάλος σύγχρονος θεολόγος.

Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε! Λοιπὸν ἀδελφοί μου. Χαρεῖτε, γιορτάστε,ὑμνῆστε, γιατί ἐπὶ τῆς γῆς ὑψώθηκε. Ὁ Βασιλέας Χριστὸς ἦλθε μὲ ἀγάπη, ταπείνωση καὶ πραότητα, ὄχι γιὰ νὰ κρίνει ἢ νὰ ἐκβιάσει ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει καὶ νὰ θεραπεύσει. Ἦλθε γιὰ νὰ ζήσει μαζί μας τὴ νέα ζωὴ ποὺ ὁ ἴδιος ἐγκαινίασε. Μὰ κυρίως ἦλθε γιὰ νὰ γίνει Αὐτὸς ἡ ζωή μας, μιὰ ζωὴ ἀνθρώπινη, ἀγάπης, ταπείνωσης, ἀλληλεγγύης, ἕνωσης καὶ κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μιὰ ζωὴ Θεανθρώπινη.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2011

Ὁ «σύγχρονος ἄνθρωπος»

Νιράκης Ἐµµανουήλ (Πρεσβύτερος)



Κάθε φορὰ ποὺ μιλᾶμε γιὰ τὸν «σύγχρονο ἄνθρωπο» ἀναφερόμαστε μὲ καμάρι στὴν πρόοδο καὶ στὰ ἐπιτεύγματά του. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἔγιναν ἅλματα προόδου σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς δημόσιας ζωῆς. Ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας μέχρι τὶς πιὸ σύνθετες δράσεις τῆς ζωῆς μας τὰ πράγματα ἔγιναν πιὸ εὔκολα καὶ πιὸ ἁπλὰ χάριν στὴν πρόοδο ποὺ ὁ «σύγχρονος ἄνθρωπος» πέτυχε μετὰ ἀπὸ πολυετεῖς προσπάθειες καὶ ἀγῶνες.

Βέβαια λησμονοῦμε –σκόπιμα θὰ ἔλεγα- ὅτι παράλληλα μὲ αὐτά, αὐτὸς ὁ ἴδιος «σύγχρονος ἄνθρωπος» ἔκανε τὶς τελευταῖες δεκαετίες δύο παγκόσμιους πολέμους μὲ ἀναρρίθμητα θύματα, δόμησε τὴν οἰκονομία μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε ὁ πλοῦτος καὶ τὰ ἀγαθὰ νὰ εἶναι στὰ χέρια τῶν λίγων καὶ ἰσχυρῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι νὰ ζοῦν στὴ φτώχεια καὶ τὴν ἐξαθλίωση, ὅπως ἡ Ἀφρικὴ καὶ ἄλλες περιοχὲς τοῦ πλανήτη καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν «σύγχρονη» παρέμβασή του στὰ δρώμενα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, φροντίζοντας νὰ καταστρέψει, νὰ μολύνει καὶ νὰ ἀλλοιώσει κάθε γωνιὰ τοῦ πλανήτη μὲ τὴν ἀλλόγιστη καὶ ἄπληστη συμπεριφορά του.

Τὸ ἀποτέλεσμα σήμερα, παρὰ τὴν πρόοδο, εἶναι ἕνας κόσμος ποὺ ἀγνοεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, παραδομένος κυριολεκτικὰ σὲ μιὰ ἀγωνιώδη μέριμνα νὰ διασώσει τὰ κεκτημένα του, δηλαδὴ τὸν πλοῦτο καὶ ὅλα ὅσα κέρδισε εἰς βάρος τῶν πολλῶν. Αὐτὴ «ἐν πολλοῖς» εἶναι καὶ ἡ εἰκόνα τῆς πατρίδας μας τὰ τελευταῖα χρόνια. Παραδομένη στὸ «σύγχρονο ρεῦμα» τῆς παγκοσμιοποίησης, ἀκολουθήσαμε τὸν ἴδιο καταστροφικὸ δρόμο, μὲ ἀποτέλεσμα σήμερα νὰ ζοῦμε τὸ δράμα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἠθικοῦ μαρασμοῦ στὸν ὁποῖο περιπέσαμε μὲ δική μας εὐθύνη καὶ ἀνοχή.

Ἡ ἀγωνιώδης μέριμνα ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ καὶ ἀπ’ τὸ βράδυ ὥς τὸ πρωί, γιὰ ἀνούσιες φροντίδες καὶ ἐνασχολήσεις, κέρδισαν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας. Φροντίζουμε γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Τρέχουμε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ νὰ προλάβουμε –ἄραγε τί; Αὐξήσαμε τὶς ὑποχρεώσεις μας σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Στρέψαμε καὶ κατευθύναμε τὴν καθημερινότητά μας μόνο στὰ εὔκολα καὶ συμβατικὰ καὶ ἀμελήσαμε κάθε πνευματικὴ διάσταση τῆς ζωῆς μας. Μέσα στὴν παραζάλη μας δὲν ἀκούσαμε οὔτε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε» (Ματθ. στ΄ 25) Βλέπετε ὁ «σύγχρονος ἄνθρωπος» δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς ἐντολὲς Του ἀφοῦ πνίγεται ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν ἐργασιῶν καὶ ὑποχρεώσεων ποὺ ἔχει ἀναλάβει.

Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ κατηγορήσω ἢ νὰ ὑποβαθμίσω οὔτε τὴ μέριμνα, οὔτε τὴ φροντίδα γιὰ τὰ ἀπαραίτητα καὶ ἀναγκαῖα πάνω στὴ γῆ. Μιὰ αἰτία ὅμως ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ σήμερα μαστίζουν τὸ τόπο μας εἶναι ὅτι ἀπολυτοποιήσαμε τὸ σῶμα καὶ τὶς ἀνάγκες του. Ἀγνοοῦμε ὅτι ἀπὸ μόνο του τὸ σῶμα δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν ὑφίσταται. Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι ὅπως τὸν δημιούργησε ὁ Θεὸς εἶναι ψυχοσωματικὴ ἑνότητα. Οὔτε ἡ ψυχὴ ἀπὸ μόνη της, οὔτε τὸ σῶμα ἀπὸ μόνο του συγκροτεῖ τὸν ἄνθρωπο. Ἂν ἡ φροντίδα καὶ ἡ μέριμνά μας ἐπικεντρωνόταν πρωτίστως στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ δευτερευόντως στὰ τοῦ σώματος, τότε θὰ ἦταν ἐπαινετὴ καὶ θαυμαστή. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀπομονώσαμε τὸ σῶμα ἀπ’ τὴ ψυχὴ καὶ ἡ μόνη μας ἔννοια καὶ φροντίδα ἦταν πῶς θὰ κάνουμε κάθε τι ποὺ θὰ τοῦ προσφέρει ἄνεση, ἀνάπαυση καὶ ὑλικὰ ἀγαθά. Ρίξαμε τὴν ψυχή μας στὴν στέρηση καὶ τὴν ἀσιτία. Θρέψαμε τὸ σῶμα ἀγνοώντας ὅτι ὑπάρχει κι αὐτὴ μὲ τὶς δικές της ἀνάγκες καὶ ἀπαιτήσεις. Τῆς στερήσαμε τὴ μόνη τροφὴ ποὺ συμβάλλει στὴν πρόοδο καὶ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομή. Τὴν ἀποκόψαμε ἀπ’ τὸ Θεό, τὴ μοναδικὴ πηγὴ ζωῆς ποὺ ἔχει ἀνάγκη γιὰ νὰ ζήσει, νὰ ἀνδρωθεῖ καὶ νὰ ὡριμάσει. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι τὸ σῶμα νὰ αὐξάνει καὶ νὰ μεγαλώνει, ἡ ψυχὴ ὅμως νὰ μαραζώνει, νὰ συρρικνώνεται καὶ νὰ ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα σὲ πνευματικὴ ἀσιτία καὶ μαρασμό.

Τὸ δεύτερο χαρακτηριστικό τῆς ἀγωνιώδους μέριμνας καὶ φροντίδας τοῦ «σύγχρονου ἀνθρώπου» εἶναι ὁ προσανατολισμός μας στὸ μέλλον, ἀγνοώντας τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν. Πόσες φορὲς ἔχουμε συλλάβει τὸν ἑαυτό μας νὰ κάνει ποικίλα σχέδια γιὰ τὸ μέλλον γεμάτος ἀγωνία γιὰ τὴν πραγματοποίησή τους; Πόσες φορὲς ταλαιπωροῦμε κὰ βασανίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ σκέψεις γιὰ τὸ αὔριο ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι ντυμένες μὲ τὸ γήινο καὶ φθαρτὸ μανδύα τοῦ μικρόκοσμου ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε φτιάξει σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν «κοινωνία τοῦ Θεοῦ;» Καὶ ὅταν ἔλθει ἡ μέρα νὰ πραγματοποιηθοῦν τὰ σχέδιά μας, μὲ λύπη διαπιστώνουμε ὅτι τίποτα ἀπ’ ὅσα σχεδιάσαμε δὲν ἔγιναν, γιατί τελικὰ τίποτα δὲν εἶναι στὸ χέρι μας. Ἄρα μάταια κουραστήκαμε, μάταια βασανιστήκαμε καὶ τώρα ζοῦμε καὶ βιώνουμε τὸ «δρᾶμα» τῆς προσωπικῆς μας ἀποτυχίας.

Ὅμως οἱ πατέρες μας, τὸ παρελθὸν δηλαδὴ ποὺ δὲν φαίνεται νὰ μᾶς πολυαπασχολεῖ, μᾶς ἔχουν δώσει πειστικὴ καὶ ὁριστικὴ ἀπάντηση στὸ θέμα αὐτό. Ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος λέγει: «ὑπάρχει μέριμνα ἄπρακτος καὶ πρᾶξις ἀμέριμνος». Μπορεῖ δηλαδὴ κανεὶς νὰ ἔχει ὑπερβολικὴ μέριμνα μὲ τὶς σκέψεις, χωρὶς ὅμως νὰ κάνει κάτι σπουδαῖο καὶ οὐσιῶδες ἐνῶ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται ὅλη μέρα στὰ σπουδαῖα καὶ σημαντικὰ χωρὶς νὰ διακατέχεται ἀπὸ μέριμνα καὶ φροντίδα. Ἡ λύση τοῦ προβλήματος λοιπὸν βρίσκεται μέσα μας. Ἐμεῖς θὰ δώσουμε τὴν ἀπάντηση καὶ ἄρα τὴν διέξοδο. Λιγότερη μέριμνα γιὰ τὰ ἀνούσια καὶ περισσότερη ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος πειστικὸς καὶ σίγουρος δρόμος γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ «σύγχρονου ἀνθρώπου».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...