Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2012

Ἅγ. Νικόλ. Βελιμίροβιτς: «H EΥΡΩΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΖΩΗ. ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΤΗΝ ΖΩΗ». Εὐρώπη εἶναι ὁ πάπας καὶ ὁ Λούθηρος, ἡ κορεσμένη δηλαδὴ ἀνθρώπινη ἀπληστία καὶ ὁ ἱκανοποιημένος μέχρι ἐσχάτου βαθμοῦ ἀνθρώπινος νοῦς.



Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

«H EΥΡΩΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΖΩΗ.
ΕΠΙΛΕΞΤΕ ΤΗΝ ΖΩΗ»

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
«ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ»
Ἐκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»,
Θεσσαλονίκη 2012
σελ. 109-112

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.           Ποῦ τὸ σκοτάδι εἶναι πιὸ βαθύ; Ἐκεῖ ποὺ λάμπει τὸ πιὸ μεγάλο φῶς, καὶ ὕστερα σβήνει.
.           Σὲ μία πλατεία, ποὺ φωτίζεται μὲ ἑκατοντάδς χιλιάδες λάμπες, τὴν στιγμὴ ποὺ σβήνουν ὅλες οἱ λάμπες, τότε τὸ σκοτάδι εἶναι πιὸ βαθύ.
.           Πότε τὸ σκοτάδι εἶναι βαθύ; Τὴν νύχτα λίγο πρὶν ξημερώσει.
.           Ἀδελφοί μου, στὴν ἐποχή μας ἀντικρίσαμε μία πλατεία ποὺ φωτιζόταν μὲ ἑκατοντάδες χιλιάδες λάμπες, τόσο φωτεινὴ ποὺ συναγωνιζόταν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ὅταν ὅμως οἱ λάμπες ἔσβησαν, ἀντικρίσαμε μία πλατεία χωρὶς φῶς, τόσο σκοτεινὴ σὰν τὴν φωλιὰ τοῦ τυφλοπόντικα κάτω ἀπὸ τὴν γῆ. Αὐτὴ ἡ πλατεία στὸν χάρτη τοῦ κόσμου ἔχει τὸ ὄνομα Εὐρώπη.
.           Ποιά εἶναι ἡ Εὐρώπη; Εὐρώπη εἶναι ἡ ἀπληστία καὶ ἡ εὐφυΐα. Καὶ τὰ δύο εἶναι ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά. Καὶ ἡ ἀπληστία καὶ ἡ ἐξυπνάδα. Καὶ τὰ δύο εἶναι προσωποποιημένα στὰ πρόσωπα τοῦ πάπα καὶ τοῦ Λούθηρου. Ποιά λοιπὸν εἶναι ἡ Εὐρώπη;
.           Εὐρώπη εἶναι ὁ πάπας καὶ ὁ Λούθηρος, ἡ κορεσμένη δηλαδὴ ἀνθρώπινη ἀπληστία καὶ ὁ ἱκανοποιημένος μέχρι ἐσχάτου βαθμοῦ ἀνθρώπινος νοῦς. Ὁ πάπας εἶναι τὸ συνώνυμο τῆς ἀνθρώπινης ἀπληστίας γιὰ ἐξουσία. Ὁ Λούθηρος εἶναι τὸ συνώνυμο τῆς ἀνθρώπινης θέλησης νὰ ἑρμηνεύσει, ἐξηγήσει τὰ πάντα μὲ τὴν λογική. Ὁ πάπας παρουσιάζεται σὰν κυβερνήτης αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ὁ Λούθηρος παρουσιάζεται σὰν ὁ ἐπιστήμονας αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ οἱ δύο εἶναι ἡ Εὐρώπη μὲ δύο λόγια, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορία ἕως τώρα.
.           Ὁ ἕνας ἔριξε τὴν ἀνθρωπότητα στὴν φωτιὰ καὶ ὁ ἄλλος στὸ νερό. Καὶ οἱ δύο μαζὶ σημαίνουν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Σημαίνουν ἄρνηση τῆς πίστης καὶ ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ..           Διὰ μέσου αὐτῶν τῶν δύο ἐπιδρᾶ ἀρνητικὰ ἐδῶ καὶ αἰῶνες τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ στὸ σῶμα τῆς Εὐρώπης.
.           Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ διώξει αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη; Κανείς, ἐκτὸς ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸ ὄνομα τοῦ Ὁποίου γράφεται μὲ κεφαλαῖο γράμμα. Αὐτὸς ὁ Ὁποῖος στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς ἐξορκιστὴς δαιμόνων. Ὑποψιάζετστε ποιόν ἐννοῶ; Ἐννοῶ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Μεσσία καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου, τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου, τὸν Σταυρωθέντα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ Ἀναστηθέντα ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Δοξασμένο ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, Αὐτὸν ποὺ οἱ πρόγονοί μας πίστεψαν καὶ προσκύνησαν.
.           Μέχρι τότε ποὺ ἡ Εὐρώπη προσκυνοῦσε τὸν Χριστό, σὰν τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, καὶ μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρώπη σεβόταν τοὺς δικούς Του ἀποστόλους, μάρτυρες, ἁγίους, καὶ ἀμέτρητους χριστιανούς, ὁμοίαζε μὲ πλατεία φωτισμένη μὲ ἑκατοντάδες χιλιάδες φῶτα. Ὅταν ὅμως ἡ ἀνθρώπινη ἀπληστία καὶ εὐφυΐα κυρίεψαν τὴν Εὐρώπη, τότε ἐκείνη ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό. Τότε τὰ φῶτα τῆς πλατείας ἔσβησαν μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔπεσε βαθὺ σκοτάδι. Ἐπικράτησε τὸ σκοτάδι ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν φωλιὰ τοῦ τυφολοπόντικα…
.           Ἐξ αἰτίας τῆς ἀπληστίας κάθε λαὸς καὶ κάθε ἄνθρωπος, μιμούμενος τὸν πάπα, ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ τὴν ἐξουσία, τὴν ἀπόλαυση, τὴν δόξα. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀνθρώπινης εὐφυΐας κάθε λαὸς καὶ κάθε ἄνθρωπος θεώρησε πὼς αὐτὸς εἶναι πιὸ ἔξυπνος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πὼς ἔχει πετύχει πολὺ περισσότερα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους λαούς.
.           Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν ἀρχίσουν πόλεμοι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους; Πῶς νὰ μὴν ἐπικρατήσει ἡ τρέλα καὶ ἡ λύσσα; Πῶς νὰ μὴν ὑπάρξουν ἀρρώστιες, ξηρασίες, νὰ μὴν ξεσπάσουν πλημμῦρες;
.           Ὅλα αὐτὰ ἔπρεπε νὰ γίνουν, γιὰ νὰ βγεῖ τὸ πύον ἀπὸ τὴν μολυσμένη πληγή.
.           Ὁ παπισμὸς χρησιμοποίησε τὴν πολιτική, ἐπειδὴ μόνον μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ἐξουσία. Ὁ λουθηρανισμὸς χρησιμοποίησε τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἐπειδὴ νόμισε πὼς μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ κερδίσει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Ἔτσι ὅμως ξεκίνησε ἡ ἀπληστία νὰ πολεμᾶ μὲ τὸ νοῦ καὶ ὁ νοῦς ξεκίνησε νὰ πολεμᾶ μὲ τὴν ἀπληστία.
.           Ἡ νέα Βαβυλώνα, αὐτὴ εἶναι ἡ Εὐρώπη.

.           Στὴν ἐποχή μας ξεσηκώθηκαν οἱ νέες γενιὲς τῆς Εὐρώπης καὶ πάντρεψαν τὴν ἀπληστία μὲ τὴν εὐφυΐα. Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ γάμου αὐτοῦ ἦταν ἡ ἀθεΐα. Ἔτσι ἐν συνεχείᾳ ἀρνήθηκαν τὸν πάπα καὶ τὸν Λούθηρο. Τώρα κανεὶς δὲν κρύβει τὴν ἀπληστία του καὶ ὅλοι κολακεύουν τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ἡ ἀνθρώπινη ἀπληστία καὶ ἡ ἀνθρώπινη εὐφυΐα εἶναι συζευγμένα στὴν ἐποχή μας.Ἀπὸ τὴν μεταξύ τους σύζευξη δημιουργήθηκε ἕνας γάμος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι οὔτε καθολικὸς οὔτε λουθηρανικός, ἀλλὰ εἶναι ὁλοφάνερα, δημόσια σατανικός..       Ἡ σημερινὴ Εὐρώπη δὲν εἶναι πιὰ οὔτε παπική, οὔτε λουθηρανική. Εἶναι πιὰ κάτι μακριὰ ἀπὸ τὰ παραπάνω… Ἡ Εὐρώπη εἶναι πλέον κοσμικὴ καὶ δὲν ἔχει πλέον τὴ βούληση νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό. Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνυψωθεῖ οὔτε μὲ τὸ διαβατήριο τοῦ ἀλάνθαστου πάπα οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνυψωθεῖ μέ τὴν κλίμακα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς τῶν Προτεσταντῶν. Γενικότερα ἀρνεῖται νὰ ταξιδέψει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἐπιθυμεῖ νὰ παραμείνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Θέλει ὁ τάφος της νὰ εἶναι ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὸ λίκνο της. Δὲν γνωρίζει τίποτε γιὰ τὸν κόσμο. Δὲν αἰσθάνεται τὴν οὐράνια ὀσμή. Δὲν βλέπει στὰ ὄνειρά της ἀγγέλους καὶ ἁγίους. Δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν Παναγία. Ἡ ἀκολασία της δυναμώνει τὸ μῖσος της γιὰ τὴν παρθενία.

.          Ὅλες οἱ λάμπες στὴν πλατεία ἔσβησαν. Τί φοβερὸ σκοτάδι! Ὁ ἀδελφὸς βάζει τὸ μαχαίρι στὸ στῆθος τοῦ ἀδελφοῦ θεωρώντας τον ἐχθρό του. Ἀρνιέται ὁ πατέρας τὸν γιό του καὶ ὁ γιὸς ἀρνιέται τὸν πατέρα. Ὁ λύκος στὸν λύκο εἶναι πιὸ πιστὸς φίλος ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ὁ ἄνθρωπος στὸν ἄνθρωπο.

.        Ἀδελφοί μου, δὲν τὸ βλέπετε ὅλοι; Δὲν αἰσθανόσαστε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ ἔγκλημα τῆς ἀντιχριστιανικῆς Εὐρώπης; Τί λοιπὸν ἐπιθυμεῖτε; Νὰ εἶστε μὲ τὸ μέρος τῆς Εὐρώπης ἤ μὲ τὸ μέρος τοῦ Χριστοῦ; Ἐπιθυμεῖτε νὰ εἶστε μὲ τὸν θάνατο ἤ μὲ τὴν ζωή; Ἀναρωτιέστε; Ἀποφασίστε. Ἤ θάνατος ἤ ζωή. Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ἔθεσε ὁ Μωϋσῆς στὸν λαό του. Ἐμεῖς τὴν θέτουμε σὲ σᾶς. Καλὸ εἶναι νὰ θυμόσαστε πὼς ἡ Εὐρώπη εἶναι ὁ θάνατος καὶ ὁ Χριστὸς ἡ ζωή. Ἐπιλέξτε τὴν ζωή, γιὰ νὰ ζήσετε καὶ γιὰ νὰ κερδίσετε τὴν αἰώνια βασιλεία. Ἀμήν.

Ἕνα πανέμορφο βίντεο γιά τήν Ὀρθοδοξία μας!



Μέ μία ὑπέροχη μουσική καί εἰκόνες ἀπό τή μοναστική ζωή στό ὀρθόδοξο
 μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Σαγκάης καί τοῦ Σάν Φρανσίσκο,
 τό βίντεο αὐτό μας δείχνει τήν κατάνυξη πού ὑπάρχει στή ζωή 
τῶν μοναχῶν. Εὐχαριστοῦμε τον δημιουργό του γι'αὐτά τά 4:52
 λεπτά ὀμορφιᾶς!

Εξήγηση της Δ΄ωδής του κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου. (+Α. Θεοδώρου, Καθηγ. Παν/μίου)


 «Ο καθήμενος εν δόξη, επί θρόνου θεότητος, εν νεφέλη κούφη, ήλθεν Ιησούς ο υπέρθεος, τη ακηράτω παλάμη και διέσωσε, τους κραυγάζοντας· Δόξα, Χρι­στέ, τη δυνάμει σου».

(Αυτός που κάθεται στην Τριαδική δόξα της θεότητος, ήλθε μέσα σε κούφη (ελαφριά) νεφέλη, ο Ιησούς ο υπέρθεος, ο οποίος με τη δύναμη της ακήρατης (αμόλυντης) παλάμης του έσωσε (από την αμαρτία) αυτούς που κραυγάζουν· δόξα, Χριστέ, στην θεία σου δύναμη.)

Η δόξα που απορρέει από τη θεία ουσία είναι κοινή και στα τρία πρόσωπα της  Αγίας Τριάδος. Κάθε θεία υπόσταση είναι σε ίσο μέτρο φορέας ολόκληρης της θείας δόξας, όπως και οι άλλες δύο υποστάσεις του τριαδικού Θεού. Ο Πατέρας δοξάζεται απαράλλακτα όπως ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον. Η όποια μείωση της θείας δόξας συνεπιφέρει μείωση και του τριαδικού των προσώπων αξιώματος, υποβάθμιση και κατάργηση της τάξεως και της ισοτιμίας στην Τριάδα.
Ο Χριστός ήλθε στη γη χωρίς να χάσει τίποτε από το τριαδικό του αξίωμα. Ήλθε ντυμένος ολόκληρη τη δόξα του, αν και αυτή κρυβόταν πίσω από το παραπέτασμα της σάρκας, την οποίαν αυτοβούλως προσέλαβε. Αυτή την έννοια είχε η κένωση του Λόγου στο πεδίο της θείας ενανθρωπήσεως: απόκρυψη της τριαδικής δόξας και παράλληλα αμφίεση της ταπεινώσεως της φτωχής και πρόσκαιρης ζωής. Σ’ αυτό το θεοδύναμο πλέγμα ανυψώνεται η ταπείνωση της γης, εγκεντρίζεται στην αιώνια δόξα του Θεού, ο φτωχός άνθρωπος γίνεται ομόθεος, εξυψώνεται και λαμπρύνεται η κτίση, ανακεφαλαιώνεται η πλάση ολόκληρη.
Ο Χριστός, ο ένδοξος Λόγος του Πατρός, ήλθε στη γη επιβαίνων στην κούφη (ελαφριά) νεφέλη της Παρθένου. Το όχημά του ήταν η ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, την οποία δεν βάρυνε κανένα στοιχείο της φθοράς. Με αυτήν έκανε την είσοδό του στον κόσμο ο άϋλος και αναφής Θεός, ο πληρών και συνεχών “παλάμη” τα σύμπαντα. Και ήλθε μεν κατά τα φαινόμενα ως ένας ταπεινός και άσημος άνθρωπος, ντυμένος τη στέρηση και την κακοπάθεια του ανθρωπίνου πλάσματος· όμως παράλληλα ήταν και ο κραταιός δυνάστης και Κύριος, ο οποίος με τη ζωαρχική παλάμη του συνέτριψε τα κλείθρα της φθοράς, χαρίζοντας στον άνθρωπο, που αναγνωρίζει και ανυμνεί την άπειρη δόξα του, λύτρωση αψευδή, σώζοντάς τον από το θανατερό της αμαρτίας αγκάλιασμα.

«Εν φωναίς ασμάτων πίστει, σοι βοώμεν Πανύμνητε· Χαίρε πίον όρος, και τετυρωμένον εν Πνεύματι· χαίρε λυχνία και στάμνε, μάννα φέρουσα, το γλυκαίνον τα των ευσεβών αισθητήρια».

(Με άσματα δυνατά που βγαίνουν από την πιστεύουσα καρδία μας, σου φωνάζουμε Πανύμνητε· χαίρε συ που είσαι όρος εύφορο, το οποίον γέμισε με τη χάρη του αγίου Πνεύματος· χαίρε συ, που είσαι η επτάφωτη λυ­χνία και η στάμνα που έχει μέσα της το μάννα της ζωής, η γεύση του οποίου γλυκαίνει τα πνευματικά αισθητήρια των ευσεβών, που πιστεύουν στη δόξα σου.)

     Με άσματα πολλά που δονούν τους θαλάμους της ψυχής τους, όσοι αποδέχονται το θεομητορικό θαύμα, όσοι πιστεύουν στο απερινόητο θεανδρικό μυστήριο, ξεσπούν σε ανύμνηση της Θεοτόκου. Την προσφωνούν σαν «όρος πίον και τετυρωμένον εν Πνεύματι». Σαν βουνό, το οποίον γέμιζε η χάρη του αγίου Πνεύματος. Και όπως το φυσικό γάλα μετά από κατάλληλη διεργασία πήζει και γίνεται τυρί, έτσι και στο θαύμα της Παρθένου, η υπόσταση της περίσεμνης Κύρης, αφού δέχτηκε το γάλα της Θεότητος μέσα της με την επίσκεψη του Παναγίου Πνεύματος, μετατράπηκε σε τυρί χάριτος και χαράς, που τρέφει και αυξάνει όσους με πίστη και ευλάβεια το γεύονται.
Την προσφωνούν επίσης σαν λυχνία, σαν την επτάφωτη χρυσή εκείνη που βρισκόταν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, και σαν στάμνα που φέρει μέσα της το Μάννα της ζωής. Όπως δηλαδή στην παλαιά εποχή οι Ισραηλίτες κατ’ εντολή του Θεού διατηρούσαν σε ειδική στάμνα που λεγόταν «μανναδόχος», μέρος από το μάννα με το οποίον έτρεφε ο Θεός το λαό κατά την περιπλάνησή του στην έρημο, έτσι και η Θεοτόκος παρομοιάζεται με στάμνα που έχει μέσα της το μάννα του Θεού, τον προαιώνιο του Πατρός Λόγο, ο οποίος ήλθε και κρατήθηκε στο λαμπρό δοχείο της Παρθένου. Και όπως οι Ισραηλίτες δέχονταν από τον ουρανό το παλαιό μάννα που ήταν τροφή πολύ ευχάριστη και γευστική, ώστε να απορούν και να δοξάζουν το Θεό, έτσι και ο νέος της χάριτος Λαός, οι Ισραηλίτες της Νέας Διαθήκης γευόμενοι το νέο μάννα της ζωής, τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό και γεωργήθηκε στη μήτρα της Απειρογάμου, αισθάνονται γλυκύτητα στα πνευματικά τους αισθητήρια, δοξάζουν το άπειρο θαύμα της ζωής, εκπλησσόμενοι για την ύψιστη και μεγάλη δωρεά!


«Ιλαστήριον του κόσμου, χαίρε, άχραντε Δέσποινα· χαίρε κλίμαξ γήθεν, πάντας ανυψώσασα χάριτι· χαίρε η γέφυρα όντως η μετάγουσα, εκ θανάτου πάντας προς ζωήν τους υμνούντάς σε».

(Χαίρε, άχραντε Δέσποινα, που είσαι το ιλαστήριο του κόσμου· χαίρε κλίμακα που με τη χάρη σου ανύψωσες όλους από τη γη στον ουρανό· χαίρε η γέφυρα που πραγματικά μεταφέρεις από το θάνατο στη ζωή όλους που με κατάνυξη και ευλάβεια σε ανυμνούν.)

Και πάλι εδώ η ιδέα του διά της Θεοτόκου εξιλα­σμού των ανθρώπων. Οι ιδέες αυτές είναι φυσικό να συνωθούνται στον κάλαμο του ποιητή και να επιζητούν την έκφρασή τους. Η Θεοτόκος είναι πραγματικά, ως Μητέρα του Θεού, εξιλαστήριο του κόσμου. Ο Υιός της εξιλέωσετον άγιο Θεό για τα πολλά του κόσμου παραπτώματα, για τα αμαρτήματα και τις ενοχές των ανθρώπων. Αυτό πέτυχε με το λυτρωτικό έργο του, το σεπτό πάθος και το θάνατό του, ανοίγοντας το δρόμο που οδηγεί πίσω στο Θεό.
Στη συνέχεια ο ποιητής παρομοιάζει την Παρθένο με κλίμακα και γέφυρα. Όπως η κλίμακα εκείνη που είδε στον ύπνο του ο Ιακώβ, το ένα της σκέλος είχε στη γη και το άλλο στον ουρανό, ενώνοντας με τον τρόπο αυτό τα δύο μέρη, και από την οποίαν ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι, υμνολογώντας τον Θεό, έτσι και η Παρθένος Μαρία, σαν άλλη νοητή κλίμακα, ανυψώνει με τη χάρη της από τη γη και μεταφέρει στον ουρανό όλο το γένος των ανθρώπων. Όμοια η περίσεμνη Κόρη είναι η νοητή γέφυρα που απλώθηκε στην άβυσσο που άνοιξε η αποξένωση της αμαρτίας και έστρωσε το χάσμα, από την οποία μπορούν οι αμαρτωλοί άνθρωποι να μεταφερθούν από τη σκοτεινή χώρα του θανάτου, που δημιούργησε το αλόγιστο πταίσμα του Αδάμ, στη φωτεινή χώρα της ζωής. Στην ολόφωτη χώρα του Θεού θα φθάσουν φυσικά όλοι εκείνοι που υμνολογούν τη Μητέρα της ζωής. Τη γεφύρωση, βέβαια, αυτή πέτυχε ο Χριστός στο θεανδρικό του πρόσωπο, ο οποίος άπλωσε τις παλάμες στο σταυρό και «ήνωσε τα το πριν διεστώτα», δηλαδή Θεό και άνθρωπο, τους οποίους αποξένωσε η αποστασία του Γενάρχη. Στο πρόσωπο του Χριστού συνήλθαν η θεότητα με την ανθρωπότητα σε μια ασύγχυτη και αδιάσπαστη ένωση, καταργήθηκε το φράγμα της εχθρότητας και ο άνθρωπος, παιδί πάλι του Θεού αγαπητό, γύρισε πίσω στον Πατέρα, που τον δέχτηκε με στοργή και αγάπη στο πατρικό σπίτι του.

«Ουρανών υψηλότερα, χαίρε γης το θεμέλιον, εν τη ση νηδύϊ, Άχραντε, ακόπως βαστάσασα· χαίρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βαψασα, εξ αιμάτων σου τω βασιλεί των δυνάμεων».

(Συ που είσαι υψηλότερη από τους ουρανούς, χαίρε Άχραντε, που στη γαστέρα σου βάσταξες χωρίς κόπο αυτόν που είναι το θεμέλιο του κόσμου. Χαίρε, κογχύλη που με το αίμα σου έβαψες τη θεία πορφύρα, που φόρεσε ο βασιλιάς των δυνάμεων.)

Το μεγαλείο της Παρθένου είναι ασύγκριτο. Η δόξα της υπερβάλλουσα. Είναι η άνασσα των ουρανών, η βασίλισσα ολόκληρης της κτίσεως. Ο λόγος του άφθιτου αυτού μεγαλείου, της μεγάλης αυτής και αξεπέραστης δόξας, είναι το θεομητορικό θαύμα της. Ο υμνωδός τη χαιρετίζει ως οικοδομή, στην οποία χωρίς κόπο κατατέθηκε και χώρεσε το θεμέλιο του κόσμου, ο ποιητής του παντός. Ο Λόγος «δι’ ού τα πάντα εγένετο», στον οποίον υπάρχουν οι “λόγοι” όλοι του κτιστού σύμπαντος, ήλθε και χώρεσε μέσα σε μια μικρή μήτρα, σ’ ένα χωρίο ταπεινό και ολοκάθαρο. Και ήταν φυσικό η δόξα του Θεού, η τριαδική αίγλη και λαμπρότητα που ήταν αΐδιο και αναφαίρετο κτήμα του Υιού του Πατρός, να μεταφερθεί και να χωρέσει στην ευλογημένη Μητέρα, την οποίαν αυτόματα ανέδειξε κέντρο φωτοβόλο της μακάριας και άφθιτης τριαδικής δόξας. Το θαύμα δεν είναι μικρό, αλλά παμμέγιστο, παρ’ όλον ότι με τα φτωχικά μέτρα της πρόσκαιρης  φύσεώς μας αδυνατούμε να το συλλάβουμε και να το κατανοήσουμε. Το δεχόμαστε απλά με πίστη και το προσκυνάμε με ιερή φρικίαση και ευλάβεια.
Την χαιρετίζει επίσης σαν κογχύλη που με το χρώμα της – τα αγνά της παρθενικά αίματα – έβαψε την πορφύρα, το βασιλικό φόρεμα του Υιού του Θεού, που φόρεσε φανείς άνθρωπος επί της γης. Η βασιλική αυτή αμφίεση ήταν η θεοϋπόστατη ανθρώπινη φύση που κυοφορήθηκε μέσα της με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος, η φύση η οποία, με τη σειρά της, έμελλε να βάψει με τα αίματά της το ζωοποιό ξύλο του σταυρού, για να το καταστήσει φοβερό στους δαίμονες, συντριπτικό των αντίθεων δυνάμεων της αποστασίας της φθοράς και του θανάτου. Στο αίμα του Υιού και του ανθρώπου υφαίνεται η σωτηρία και η δόξα του ανθρώπου. Το αγνό αίμα της Παρθένου, ως δυνατότητα καταβολής της φύσεως, και το άσπιλο αίμα του Υιού του Θεού στον άνθρωπο που ανέλαβε, ως δυνατότητα του μυστηρίου της λυτρώσεως, αποτελούν τα δύο ναι της άπειρης ευδοκίας του Θεού για τη σωτηρία του πεσμένου του πλάσματος. Ω θεοχώρητο και άχραντο μυστήριο! Ποιά γλώσσα ανθρώπινη μπορεί, Παρθένε, να ανυμνήσει τα μεγαλεία σου, να πλέξει το εγκώμιό σου που αγγίζει και υπερβαίνει τους ουρανούς και αναλύεται στον άϋλο αιώνα του Υιού και Θεού σου;

«Νομοθέτην η τεκούσα, αληθώς, χαίρε Δέσποινα, τον τας ανομίας, πάντων δωρεάν εξαλείφοντα· ακατανόητον βάθος, ύψος άρρητον, απειρόγαμε, δι’ ης ημείς εθεώθημεν».

(Χαίρε Δέσποινα, συ που γέννησες αληθινά τον Νομοθέτη Κύριο, ο οποίος εξαλείφει χωρίς κανένα αντάλλαγμα τις ανομίες όλων των ανθρώπων· σε υμνούμε, απειρόγαμε, που είσαι βάθος ακατανόητο και ύψος ανέκφραστο και που έγινες η αιτία της δικής μας θεώσεως.)

        Η παράβαση της εντολής του Θεού μάς κατέστησε όλους ένοχους ενώπιον της αγιότητας και της δικαιοσύνης του. Μας κατέστησε παραβάτες του νόμου του, υπεύθυνους τιμωρίας και κυρώσεων. Διότι ο Θεός είναι αληθινός και ακριβοδίκαιος νομοθέτης. Ο νόμος του εκφράζει το άγιο θέλημά του, τη θεία του ενέργεια, που ρυθμίζει, διέπει, κυβερνά και συνέχει όλα τα όντα και ιδιαίτερα τις λογικές φύσεις. Σ’ αυτές συγκαταλέγεται και ο άνθρωπος, ο οποίος πλάστηκε νοερός και ελεύθερος και στη λογική του συνείδηση ακούγεται η φωνή του Θεού. Σκοπός δε της ζωής του είναι να θέλει και να τελεί αβίαστα το θέλημα του Πλάστη του, που παίρνει τη μορφή νόμων που πρέπει αυτός με αγάπη και με ευλάβεια ν’ ακολουθεί. Αν δεν κάνει αυτό ο άνθρωπος, αν αντίθετα καταπατεί αναιδώς τη θεία νομοθεσία, παραβαίνοντας τις εντολές και τα προστάγματα του πλαστουργού του, καθίσταται ένοχος απέναντι στο θείο Νομοθέτη και φυσικά υπόλογος και τιμωρίας άξιος. Δεν υπάρχει άλλη διαφυγή. Όσοι «ανόμως ήμαρτον και ανόμως απολούνται». Η αλήθεια αυτή είναι το αλφαβητάρι της ηθικής της ζωής των ανθρώπων. Ο Θεός όμως δεν αντιμέτρησε το μέγεθος της αγάπης του με τη φύση και την έκταση των αμαρτημάτων των ανθρώπων. Γνωρίζοντας την ασθένεια του πλάσματος και ότι οι πολλές παραβάσεις του, αν μετριούνταν κατά λόγο δικαιοσύνης, θα το αφάνιζαν, ήλθε ο ίδιος και σήκωσε το προσωπικό βάρος της ενοχής όλων των ανθρώπων, έσχισε το χρεοφειλέσιο που υπέγραψε η Εύα στην Εδέμ, και έδωσε δωρεάν άφεση σε όλα τα πλάσματά του, που τα βάρυνε τόση κακοπραγία και αθλιότητα. Τιμωρήθηκε αυτός για κείνα, για να ζήσουν ελεύθερα πια στο φωτεινό χώρο της μεγάλης του θυσίας.
Αυτό φυσικά συνιστά ενέργεια του Θεού που δεν μπορεί να μετρηθεί και να εκτιμηθεί με τα κοινά μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας. Συνιστά μυστήριο βαθύ και υψηλό που δεν μπορεί να εκφρασθεί με λόγια ανθρώπινα, μυστήριο ανεξιχνίαστο και ανερμήνευτο. Πίσω δε στο μυστήριο αυτό βρίσκεται η περίσεμνη Κόρη, προσφέροντας στην ανθρωπότητα τον άφθαρτο Τόκο της, ως δωρεάν του απύθ­μενου κλέους και της άφθαρτης δόξας της. Έτσι η Μάννα που αγάπησε τον Υιό της, αγαπά εξίσου και τα παιδιά Εκείνου που γέννησε στη μήτρα της χάριτός του, προστατεύοντάς τα με τον πλούτο  των ευλογιών του θεομητορι­κού της θαύματος. Η απειρόγαμος, τέλος, Μητέρα του Θεού δεν συνέργησε απλά στη συγχώρηση των αμαρτημάτων των ανθρώπων, αλλ’ έγινε συνάμα αίτια θεώσεως των ανθρώπων. Στο θαύμα της Παρθένου οι πιστοί, συνενούμενοι στενά και ζυμωνόμενοι με την άφθαρτη χάρη, γίνονται και αυτοί ζύμη θεότητας, ενέργεια Θεία και φως και αϊδιότητα ζωής στον άφθαρτο αιώνα του Θεού!

«Σε την πλέξασαν τω κόσμω, αχειρόπλοκον στέφανον, ανυμνολογούμεν· χαίρε σοι Παρθένε κραυγάζοντες, το φυλακτήριον πάντων, και χαράκωμα, και κραταίωμα και ιερόν καταφύγιον».

(Ανυμνολογούμε σε που έπλεξες για τον κόσμο στεφάνι που δεν το έφτιαξαν χέρια ανθρώπινα. Σου απευθύνουμε το χαίρε, Παρθένε, που είσαι το φυλακτήριο όλων, το χαράκωμα και το κραταίωμα και το ιερό (των ανθρώπων) καταφύγιο.)

       Ο ποιητής επανέρχεται και πάλι στην ιδέα του παρθενικού Τόκου της Μαρίας. Τον παρομοιάζει με στεφάνι που δεν έπλεξαν χέρια ανθρώπινα, αλλ’ η δημιουργική ενέργεια του Πνεύματος του Θεού. Με το στεφάνι αυτό η Παναγία στεφάνωσε τον κόσμο, για να τον στολίζει, να τον ομορφαίνει και να μυρίζει τη ζωή του με τα λουλούδια της χάριτος και της χρηστότητας του Θεού. Γιατί ο Χριστός είναι η ομορφιά και η δόξα του κόσμου. Από αυτόν προήρθε και σ’ αυτόν καταλήγει η πλάση ολόκληρη. Είναι το άλφα και το ωμέγα της κτίσεως. Έξω από αυτόν ο κόσμος δεν έχει νόημα και σκοπό. Είναι μια μάζα σκοτεινή, άμορφη και αδιάγνωστη. Από τότε που άλλαξε στην Εδέμ η αρχέγονη θεομορφία του, έγινε σκοτεινός και αγνώριστος. Άλλαξε το στεφάνι του Θεού με το πυκνό στεφάνι του θανάτου, τα λουλούδια της αρχέγονης χάριτος με τα πικρά αγκάθια της φθοράς, την πρώτη του ομορφιά με την ασχήμια του διαβόλου. Η Μαρία όμως κατέβασε από την κεφαλή του κόσμου το παλαιό στεφάνι της παρακοής, που έπλεξε για τον κόσμο η προμήτωρ Εύα στην Εδέμ, και το αντικατέστησε με το νέο στεφάνι της χάριτος και της χαράς, το οποίον έπλεξε με τη δική της χάρη και υπακοή στη φωταύγεια του Πνεύματος του Θεού, με τον αΐδιο βλαστό του Θεού Πατέρα, συνταιριασμένο με τα άνθη του νέου κήπου της Εδέμ, που τόσο όμορφα βλάστησαν στη θεοχώρητη και θεοϋπόστατη μήτρα της.
Με αυτά τα αισθήματα οι πιστοί, θαρρούντες στις μεγάλες χάρες της Υπερευλογημένης, εξωτερικεύουν τα αισθήματα χαράς που πλημμυρίζουν την καρδιά τους, κραυγάζοντας προς την Θεοτόκο. Χαίρε Παναγία μας, που είσαι το φυλακτήριο των ανθρώπων, δηλαδή φυλάσσεις τους πιστούς από κάθε κίνδυνο και κακό, κυρίως από τις ασταμάτητες επιβουλές του νοητού δράκοντα· είσαι το χαράκωμα, μπροστά στο οποίο ξεσπά και διαλύεται η κακουργία των πνευμάτων της ακαθαρσίας, που με λύσσα πολεμούν τη χαρά και την ευτυχία των τέκνων σου· είσαι το κραταίωμα, η ενίσχυση όσων παλεύουν κατά της αμαρτίας και των δυνάμεων του σκότους και της ανομίας· είσαι τέλος το καταφύγιο, το υπήνεμο λιμάνι όπου καταφεύγουν οι πιστοί, που ανελέητα δέρνονται από τα μανιασμένα κύματα, τις θύελλες και τους άγριους άνεμους της ταραγμένης επίγειας ζωής.

(+Ανδρέα Θεοδώρου,Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Χαιρε Νύμφη, Ανύμφευτε», εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 26-35.)

Από τη σοφία της Κυριακής Προσευχής- Πάτερ ημών. (+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών.)



 
Προσευχή είναι η νοερή επικοινωνία του ανθρώπου με το Θεό. Είναι έργο σαφώς πνευματικό. Ο Θεός είναι πνεύμα καθαρό και αμιγές, με το οποίο μπορεί να έλθει σε επικοινωνία μόνο ένα άλλο πνεύμα μικρό έστω και πεπερασμένο. Τα φυσικά κτίσματα δεν προσεύχονται στο Θεό, γιατί δεν νοιώθουν καμιά ανάγκη να το κάνουν. Ο άνθρωπος είναι μεν και αυτός ον αισθητό, όμως στη φύση του υπάρχει και το νοερό στοιχείο, η άϋλη ψυχή, η οποία είναι κτισμένη κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού. Έτσι είναι το μόνο ον που μοιάζει με το Θεό (έχει λογικότητα και ελευθερία) και προσεύχεται στο Θεό, εκφράζοντας τα πολλά προς αυτόν συναισθήματα που κάθε φορά κατακλύζουν τη ψυχή του.
Η προσευχή δεν είναι έργο εύκολο. Όπως δε είναι δύσκολο – μάλλον αδύνατο – να εισχωρήσει κανείς στην απειρία του μυστηρίου της θείας ουσίας, έτσι είναι δύσκολο να βρει τον τρόπο επίτευξης μιας σωστής προσευχής. Στην προσευχή συνομιλείς νοερά με τον Θεό. Το εγχείρημα είναι άνισο. Ζώντας οι μαθητές στους μυστικούς κυματισμούς του μυστηρίου του Χρίστου και συναισθανόμενοι το συντριπτικό βάρος της προσευχής, ζήτησαν κάποτε από το Διδάσκαλο να τους μάθει να προσεύχονται. Κι εκείνος τους παρέδωσε τήν Κυριακή προσευχή (Λουκ. ια’ 1-4).
Ο Κύριος είχε και πολλές άλλες αφορμές να διδάξει περί προσευχής. Έτσι:
α) Η προσευχή πρέπει να γίνεται στην ησυχία και τη μόνωση. Πρέπει να γίνεται στο ταμιείον της ψυχής με αυτοσυγκέντρωση και περισυλλογή (Ματθ. ς’ 6), αγγίζοντας τον εσώτερο πυρήνα της ψυχής, ώστε αυτή, ελεύθερη από ό,τι εξωτερικό, από τις βιοτικές μέριμνες και τους περισπασμούς της καθημερινής ζωής, άσαρκη και άϋλη, ν’ ανυψωθεί στο θρόνο της θείας μεγαλοσύνης. Γιατί, όταν την ώρα της προσευχής τα νοήματα σου συμπλέκονται με τις παραστάσεις και το φόρτο των εντυπώσεων του εξωτερικού κόσμου, τότε η προσευχή σου δύσκολα μπορεί να πετύχει το στόχο των προσπαθειών της. Την ησυχία, σαν το κατάλληλο πλαίσιο μιας καρποφόρας προσευχής, ένοιωθε συχνά και ο Κύριος. Μετά το θόρυβο του χορτασμού των πεντακισχιλίων, αφού απέλυσε τους όχλους, ανέβη μόνος στο όρος «κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι» (Ματθ. ιδ’ 23).
β) Η προσευχή πρέπει να είναι ολιγόλογη και περιεκτική. Ο Κύριος επέκρινε έντονα τη βαττολογία, δηλαδή τα πολλά και φλύαρα λόγια με την οποίαν προσεύχονταν οι εθνικοί (ειδωλολάτρες), που αγνοούσαν την αληθινή φύση του Θεού (Ματθ. ς’ 7). Νόμιζαν ότι με την πολυλογία τους θα έκαμπταν τον Θεό να εκπληρώσει τα αιτήματα τους. Η αντίληψη αυτή είναι αφελής και παιδαριώδης. Ο Θεός δεν είναι σαν τον άνθρωπο, που κολακεύεται από τα πολλά και επιδεικτικά λόγια. Δεν έχει καν ανάγκη ν’ ακούσει τα λόγια των ανθρώπων. Ως παντογνώστης γνωρίζει εκ των προτέρων τα αιτήματα μας. Ζητά λίγα λόγια μόνο μεστά και περιεκτικά. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις πολύ μακρών και παρατεταμένων προσευχών. Σ’ αυτές όμως δεν προφέρονται λόγια, αλ­λά το πνεύμα χάνεται εκστατικά στην απειρία του μυστηρίου της Τρια­δικής θεότητας.
γ) Η προσευχή πρέπει να είναι ταπεινή και όχι επιδεικτική. Ο Χρι­στός εμακάρισε τους «πτωχούς τω πνεύματι» (Ματθ. ε’ 3), δηλαδή τους ταπεινούς, οι οποίοι αισθανόμενοι τη δική τους ασημαντότητα, πτύσ­σουν μπροστά στην απειρία της θεότητας. Μετανοιωμένοι δε για τα πολλά τους αμαρτήματα, ζητούν απεγνωσμένα το έλεος και τη χάρη του Θεού. Αυτό ακριβώς έκανε ο τελώνης της παραβολής (Λουκ. ιη’ 14). Αντίθετα η επιδεικτικότητα στην προσευχή είναι σατανική σπορά στις ψυχές. Έτσι έκαναν οι φαρισαίοι της εποχής του Κυρίου (Ματθ. ς’ 5). Δεν προσεύχονταν αληθινά στον Θεό. Αυτό λίγο τους ένοιαζε. Όντας ανθρωπάρεσκοι, ήθελαν να φαίνονται προς τα έξω ότι προσεύχονται για ν’ αποσπούν τον έπαινο των ανθρώπων, να κερδίζουν το σεβασμό τους και να κάνουν καλύτερα τη δουλίτσα τους. Τον τελειότερο τύπο μιας τέτοιας επιδεικτικής και εωσφορικής προσευχής μάς περιέγραψε ο Σωτήρας στο πρόσωπο του φαρισαίου της ομώνυμης παραβολής (Λουκ. ιη’ 11-13).
δ) Η προσευχή έχει μεγάλη δύναμη όταν ζωογονείται από θερμή πίστη και αγάπη. Ό,τι ζητάει ο άνθρωπος στο πνεύμα μιας τέτοιας προ­σευχής, είναι βέβαιο ότι θα το πάρει από το Θεό. Από την άλλη η αληθινή προσευχή είναι θαυματουργική. Ο Χριστός είπε ότι και με λίγη αληθινή πίστη (σαν ένα κόκκο σινάπεως) μπορεί ο άνθρωπος να μετα­κινήσει τα βουνά και να τα ρίψει στις θάλασσες. Όσο ο Πέτρος πίστευε στη δύναμη του Διδασκάλου, περπατούσε στην αφρισμένη θάλασσα. Όταν όμως τον κυρίεψε ο φόβος, άρχισε να καταποντίζεται. Η αληθινή προσευχή είναι όπλο δυνατό και ακαταμάχητο στον πνευματικό αγώνα των πιστών. Το γένος των δαιμόνων δεν φεύγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία (Μαθτ. ιζ’ 21). Τους πειρασμούς, τα βά­σανα και τα πολλά προβλήματα της ζωής και γενικά τη δύναμη της α­μαρτίας ο άνθρωπος καταγωνίζεται με τη δύναμη της προσευχής. Ο προσευχόμενος έχει στήριγμα και σύμμαχο το Θεό. Από τί έχει να φοβηθεί;
Στο Πάτερ ημών ο Κύριος αποτύπωσε την ουσία και το αληθινό νόημα της προσευχής. Πρόκειται για μια λιτή και πολύ πυκνή προσευχή. Είναι η προσευχή που μας δίδαξε ο ίδιος ο Θεός, το πρότυπο της ατομικής και συλλογικής προσευχής της Εκκλησίας. Η Κυριακή Προσευχή περιλαμβάνει έξι βασικά αιτήματα.
Το πρώτο, που είναι και το εναρκτήριο, είναι:
«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου ελθέτω η βασιλεία σου γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης».
Εδώ γίνεται αναφορά στο Θεό, που είναι ο ουράνιος Πατέρας των ανθρώπων και στη βασιλεία του, που πρέπει ν’ απλωθεί σ’ ολόκληρη τη γη.
Ο χριστιανικός Θεός, όπως μας τον φανέρωσε ο σαρκωθείς Λόγος Του, δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα όπως τη φαντάζονται πολλοί, ψυχρή και αδιάφορη για τα συμβαίνοντα στον κόσμο και κυρίως στον άν­θρωπο. Ένας τέτοιος Θεός δεν υπάρχει. Κι αν υπήρχε, θα ήταν άχρη­στος. Ο δικός μας Θεός είναι Πατέρας, γεμάτος στοργή και αγάπη για τα πλάσματα του, τα όποια προστατεύει και φροντίζει. Είναι Θεός τρισυπόστατος και πολυδύναμος. Όταν δε εμείς απομακρυνθήκαμε από κοντά του με την αποστασία του Αδάμ, αυτός ήλθε κοντά μας, ντύθηκε τη σάρκα μας και μας έσωσε από τη δυνάστευση της αμαρτίας με το λυτρωτικό και σωτήριο έργο του.
Στην προσευχή λέμε ότι ο Θεός είναι Πατέρας που κατοικεί στους ουρανούς. Ο λόγος φυσικά είναι μεταφορικός. Ο Θεός, ως το άπειρο πνεύμα δεν μπορεί να έχει την κατοίκηση του στον ουρανό, που δεν υπάρχει πραγματικά, άλλ’ είναι «πανταχού παρών» και πληροί κάθε τόπο και κάθε χρόνο. Λέμε δε ότι κατοικεί στον ουρανό, για να τον απομακρύνουμε από την κακότητα της γης και να τονίσουμε την άπειρη δόξα και το μεγαλείο της θεότητας.
Η βασιλεία του δε είναι ο πνευματικός χώρος στον οποίο αγιάζεται το όνομά του και τελείται το θείο του θέλημα. Είναι βασιλεία καθαρά πνευματική, από την οποία απουσιάζει κάθε αισθητό και ένυλο και απλώνεται στις καρδιές και τα αμόλυντα πνεύματα των ανθρώπων (Ματθ. ε’ 8). Είναι βασιλεία καθαρή και αγία, η οποία αντίκειται στην σκοτεινή βασιλεία του διαβόλου, που είναι μιαρή και άναγνη. Ζώντας στη βασι­λεία του Θεού ο άνθρωπος καταξιώνει τη ζωή και την ύπαρξη του στα μέτρα της θεότητας, πετυχαίνοντας τη σωτηρία του. Με την προσευχή μας ζητάμε από το Θεό την εγκατάσταση της βασιλείας του στη γη, ό­που δυστυχώς βασιλεύουν το θέλημα του Σατανά, η φθορά και ο θάνα­τος. Προσευχόμαστε η βασιλεία του Θεού, που το πλήρωμα της βρί­σκεται στον ουρανό, να μεταφερθεί και εγκατασταθεί στον αμαρτωλό πλανήτη μας. Σαν να λέμε, οι αμαρτωλοί άνθρωποι να γίνουν άγγελοι. Όσοι πιστεύουν αληθινά στο Θεό αγαπούν αυτό που είναι δικό τους, τη θεία βασιλεία. Θλίβονται για την κακότητα που επικρατεί στη γη, για την ανομία των ανθρώπων που βλαστημάνε το Θεό και καταπατούν το νόμο και τα θεία του προστάγματα. Και αγωνίζονται με τα όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12,Εφεσ. ς’ 11) ενάντια στην ποικιλόμορφη αμαρτία, για να γίνει πραγματικότητα στη γη η βασιλεία του Θεού. Αγωνίζονται με όλες τις δυνάμεις τους υπέρ του αγαθού του Θεού, την εξάπλωση του μυστηρίου του Χριστού στη γη.
Το δεύτερο αίτημα της προσευχής περιορίζεται στα επίγεια και τα εγκόσμια: «Τον αρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο πνεύμα, ώστε ν’ αρκείται αποκλειστικά στα πνευματικά και επουράνια, αλλά και σώμα το οποίο έχει ανάγκες υλικές. Και αυτό ο άνθρωπος έχει υποχρέωση να το φροντίζει και να το περιποιείται. Το σώμα είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος οφείλει να αγαπά και φροντίζει το δώρο του Θεού (Εφεσ. ε’ 29). Το σώμα για να ζήσει έχει ανάγκη υλικής διατροφής. Αν δεν την έχει, μαραίνεται και πεθαίνει. Τη διατροφή αυτή η προσευχή χαρακτηρίζει «άρτον επιούσιον». Ο άρτος, που συντηρεί την ανθρώπινη ζωή, εδώ έχει έννοια περιληπτική. Δεν είναι μονάχα το ψωμί, αλλά και ό,τι άλλο έχει σχέση με τη σωματική μας συντήρηση. Το αίτημα αυτό δεν σημαί­νει φυσικά ότι εμείς, από την πλευρά μας, πρέπει να είμαστε απαθείς, περιμένοντας μοιρολατρικά από το Θεό την υλική μας διατροφή. Πρέπει κι εμείς να δουλέψουμε. Αλλιώτικα δεν υπάρχει ψωμί καθημερινό. Το δικό μας μόχθο ευλογεί ο Θεός με τη χρηστότητα και τη χάρη του.
Περιεχόμενο του τρίτου αιτήματος είναι η άφεση των αμαρτιών μας από το Θεό, με την υπόσχεση ότι κι εμείς συγχωρούμε όσους μας φταίνε: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Η εχθρότητα και η μνησικακία είναι σατανική σπορά στη ψυχή. Τη σκοτώ­νουν κυριολεκτικά και την αφανίζουν, παρεμποδίζοντας την ενέργεια της λυτρωτικής χάριτος του Θεού. Οφείλημα είναι κάθε παράβαση του νόμου του Θεού. Οφειλέτης δε είναι εκείνος που τον παρα­βαίνει και τον καταπατεί. Στην περίπτωση αυτή ο παραβάτης καθίσταται ένοχος και πρέπει να τιμωρηθεί από το Θεό για την ανάρμοστη συμπε­ριφορά του. Ηθικά δε οφειλήματα και χρέη δεν υπάρχουν μόνο απέ­ναντι στο Θεό, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ο ένας φταίει στον άλλο. Στο σώμα όμως της Εκκλησίας τα πταίσματα αυτά κάνουν μεγάλο κακό. Η εμπάθεια και το μίσος σκοτώνουν την αγάπη, που είναι ο συνεκτικός δεσμός του σώματος του Χριστού. Ατομικά η κατάσταση αυτή, αν παραμείνει και γιγαντωθεί, μπορεί να οδηγήσει τη ψυχή στον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Το μόνο φάρμακο είναι η συγγνώμη, η παροχή συγχώρησης στους αδελφούς μας που μας φταί­νε. Τη συγγνώμη τη δίδαξε ο άγιος Θεός, ο όποιος πέθανε για τ’ αμαρ­τήματα όλων των ανθρώπων. Τα συγχωρεί, κάτω όμως από μια προϋπό­θεση, να συγχωρούν και αυτοί τα προς αυτούς αμαρτήματα των άλλων. Αν δεν το κάνουν, δεν πρέπει να περιμένουν από το Θεό άφεση των δικών τους αμαρτημάτων, που σημαίνει κόλαση αιώνια. Τη μεγάλη αυτή αλήθεια διατύπωσε άριστα ο Σωτήρας στην παραβολή του κακού δού­λου. Και αυτός μεν ζήτησε με συντριβή παράταση αποπληρωμής του δι­κού του μεγάλου χρέους. Και ο γενναιόδωρος Δεσπότης του χάρισε ολόκληρο το χρέος, βλέποντας τον να κλαίει απεγνωσμένα και να συν­τρίβεται κάτω από τη μεγάλη συμφορά. Κι όμως· δεν πρόλαβε να λάβει τη μεγάλη δωρεά, και απέπνιγε ένα φτωχό σύνδουλό του, που του χρω­στούσε ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό, απειλώντας να τον ρίψει στη φυλακή. Το αποτέλεσμα; Ρίχτηκε αυτός στη φυλακή μέχρις ότου απο­δώσει και τον έσχατον κοδράντην (Ματθ. ε’ 26), δηλαδή στα δεσμωτήρια της αιώνιας κόλασης. Αλλά και σε άλλα σημεία της λυτρωτικής διδαχής του ο Σωτήρας μας τόνισε τη μεγάλη σημασία να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των αδελφών μας (Ματθ. ς’ 14-15). Η μοχθηρία, η κακότητα και η μνησικακία εμποδίζουν την είσοδο στη βασιλεία των ου­ρανών.
Στο τέταρτο αίτημα θίγεται το ζήτημα των πειρασμών, που είναι τόσο βασικό για την πνευματική εξέλιξη των πιστών. Είναι το ζήτημα των δοκιμασιών, με τις οποίες είναι στενότατα συνυφασμένη η ζωή των ανθρώπων. Είναι δύσκολες και γεμάτες οδύνη περιπτώσεις του βίου, που δοκιμάζουν τη δύναμη της πίστης και τις πνευματικές αντοχές των αν­θρώπων και κυρίως την ηθική ολοκλήρωσή τους. Ορισμένο είδος πειρασμών προέρχεται από την απειράγαθη πρόνοια του Θεού. Φυσικά ο Θεός δεν δοκιμάζει τον άνθρωπο για να μάθει τις όποιες ηθικές αντοχές και την πίστη του. Αυτό μόνον οι ατελείς άνθρωποι το κάνουν, των οποίων το γνωστικό πεδίο είναι μικρό και περιορισμένο. Ο Θεός είναι παντογνώστης και προγνωρίζει την έκβαση όλων των πραγμάτων και των καταστάσεων του ανθρώπινου βίου. Οι πειρασμοί έχουν άλλη σημασία. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που πρέπει να δοκιμαστεί, για να έχει επίγνωση της φύσης και των αντοχών του και με προοπτική να γίνει καλύτερος και τελειότερος. Αύτη την έννοια δεν είχε η απαγόρευση βρώσης του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού, που έδωσε ο Θεός στους πρωτοπλάστους στην Εδέμ; Ο Θεός προγνώριζε την έκβαση της δοθείσης εντολής. Ο Αδάμ όμως ήταν εκείνος που έπρεπε να λάβει αίσθηση της ηθικής φύση του, κατά πόσον αγαπούσε αληθινά το Θεό και ήταν αφοσιωμένος στο θέλημά του. Στην περίπτωση του δυστυχώς η δοκιμασία λειτούργησε αρνητικά. Η πτώση έκτοτε είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην αντιμετώπιση των ποικίλων του βίου πειρασμών. Ο Θεός φυσικά δεν επιτρέπει τους πειρασμούς πέρα από τις φυσικές και ηθικές δυνατότητες του άνθρωπου, δίνοντας του τη δύναμη να υπερκεράσει τη δυσκολία του (Α’ Κορ. Γ 13).
Κλασσικά παραδείγματα πειρασμών του είδους αυτού έχουμε στην Π. Διαθήκη τη δοκιμασία του Αβραάμ και του δικαίου Ιώβ. Ο Αβραάμ ήταν πιστός άνθρωπος, αφοσιωμένος στον Θεό και τα άγια προ­στάγματά του. Όλα αυτά βέβαια τα γνώριζε ο Θεός. Έπρεπε όμως να δημοσιευτούν για να γίνουν παράδειγμα εποικοδομητικό και σε άλλους ανθρώπους. Ο δρόμος δεν ήταν άλλος από την ηθική δοκιμασία Μια μέρα ο Θεός ζήτησε από τον Αβραάμ να του προσφέρει θυσία το μοναχογιό του Ισαάκ. Ο Ισαάκ ήταν υιός επαγγελίας (υπόσχεσης). Από το σπέρμα του θα προερχόταν ο Σωτήρας του κόσμου. Ξαφνιάστηκε ο Αβραάμ από την απαίτηση του Θεού. Ράγισε η καρδιά του. Το μυαλό του μπήκε σε ένα άγριο στροβιλισμό. Πώς μπόρεσε να του ζητήσει κάτι τέτοιο ο Θεός; Πώς μπορούσε ο ίδιος να γίνει παιδοκτόνος; Ο άλλος όμως Αβραάμ, ο άνθρωπος της θερμής πίστης και της αγάπης, δεν μπορούσε να προσπεράσει την εντολή του Θεού, έστω κι αν δεν την κατανοούσε. Πάλεψε με τον εαυτό του φοβερά. Η πίστη στο Θεό νίκησε τελικά. Ο Θεός εμπόδισε το φιλόστοργο πατέρα να σκοτώσει το παιδί του. Με τη συμπεριφορά του αύτη ο Αβραάμ έγινε πατέρας των πιστών!
Το άλλο παράδειγμα είναι ο πολύαθλος Ιώβ. Κι αυτός ήταν δίκαιος, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που τον ζήλεψε ο διάβολος και ζήτησε να τον ανατρέψει. Υπό το πρόσχημα ότι ο Ιώβ ήταν δίκαιος, γιατί όλα του ήσαν ευνοϊκά στη ζωή και καλά, ζήτησε την άδεια από το Θεό να τον δοκιμάσει. Κι αφού την πήρε, βάλθηκε με όλη την κακουργία της σκοτεινής φύσης του να τον εξοντώσει. Σκότωσε τα παιδιά του, φόνευσε τα ζώα του και πλήγωσε ελεεινά το σώμα του. Τη ψυχή του μόνο δεν έβλαψε. Ο δίκαιος κατέστη θέαμα αλγεινό και σπαραξικάρδιο. Όλοι τον αποστρέφονταν και τον περιφρονούσαν. Κι όμως εκείνος δεν παραπονέθηκε. Δέχτηκε με καρτερία και υπομονή την επίσκεψη του Θεού, αφοσιωμένος στην αγάπη του ουρανίου Πατέρα. Ο Θεός αντάμειψε πλουσιοπάροχα την πίστη του δούλου του, του οποίου η υπομονή έμει­νε παροιμιώδης στην πνευματική ιστορία του κόσμου.
Στους πειρασμούς είναι ανοικτοί όλοι οι άνθρωποι. Αφού και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος δεν τους απέφυγε. Πειράσθηκε από το πνεύμα της πονηρίας στην έρημο (Ματθ. δ’ 1-11) με επίκεντρο το φαγητό, τη μάταιη δόξα και την κατάκτηση όλων εκείνων που συγκροτούν το μαμωνά και την κοσμική κατάκτηση και κατίσχυση. Επίσης δοκιμάσθηκε στις δύσκολες ώρες της ζωής του (Εβρ. β’ 18), κυρίως δε κατά το μαρτυρικό πάθος του (Ματθ. κς’ 39· κζ’ 46). Πρέπει όμως να σημειωθεί, ότι οι πειρασμοί αυτοί του Σωτήρα ήσαν πειρασμοί εξωτερικοί, μη έχοντας το παραμικρό έρεισμα στην καθαρή και πανάσπιλη φύση του Κυρίου, ο οποίος ευχερώς τους απέκρουε. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με τον αμαρτωλό άνθρωπο. Εδώ οι πειρασμοί αναβλύζουν εσωτερικά από τη φθαρμένη και αμαρτωλή φύση του (Ιακ. α’ 14-15). Στους πειρασμούς αυτούς καμιά αναφορά δεν έχει ο Θεός, ο οποίος είναι «απείραστος κακών» (Ιακ. α’ 13). Ο άνθρωπος αυτοπειράζεται, παρωθούμενος από τις πολλές επιθυμίες και τα πάθη του. Επομένως πρέπει να είμεθα πολύ προσεκτικοί, να μην ανάγουμε στο Θεό τις δικές μας αδυναμίες και τα δικά μας ολισθήματα. Κάνοντας αυτό αμαρτάνουμε.
Οι πειρασμοί γενικά αποβλέπουν στη δική μας ηθική διόρθωση και εποικοδομή. Στον Παύλο δόθηκε από το Θεό «σκόλοψ τη σαρκί» (Β’ Κορ. ιβ’ 7). Οι δοκιμασίες, σωστά αντιμετωπιζόμενες, κρατύνουν την αγωνιστικότητα και το μαχητικό τόνο της ψυχής, καταδεικνύοντας συγχρόνως (περίπτωση ασθενειών και θανάτου) τη ματαιότητα των εγκόσμιων και κρατύνοντας το αίσθημα εξάρτησης από το Θεό και προσήλωσης στο θείο λυτρωτικό αγαθό. Φυσικά η επενέργεια των πειρασμών δεν είναι μονόδρομα θετική και εποικοδομητική, αλλά πολλές φορές είναι αμφίδρομη, σκληρύνοντας τον άνθρωπο στο κακό και απομακρύνοντάς τον από την αγαθή πρόνοια του Θεού.
Την αμφίδρομη αυτήν έννοια των πειρασμών βλέπουμε διατυπούμενη και σε ένα ερώτημα που διατυπώνουν οι άνθρωποι. Αφού οι πειρασμοί έχουν κατά βάθος χαρακτήρα εποικοδομητικό, γιατί προσευχόμαστε στο Θεό: «και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν;» Δεν έπρεπε να λέμε το αντίθετο, αποβλέποντας στο ψυχικό όφελος και την ηθική μας εποικοδόμηση; Το ερώτημα έχει κάποια βάση. Όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι, όπως γενικότερα στα ζητήματα της ηθικής τελείωσης και της σωτηρίας, παράλληλα με τη θεία δύναμη πρέπει να συμβάλει και ο ανθρώπινος παράγοντας, σε περίπτωση δε που η συμβολή του είναι ανύπαρκτη το πνευματικό έργο και η σωτηρία μένουν ανεπίτευκτα, έτσι και στην περίπτωση των πειρασμών η όποια επενέργεια τους δεν παραμένει άσχετη με τον ανθρώπινο παράγοντα. Πρέπει να υπάρχει η αίσθηση στον άνθρωπο του νοήματος των δοκιμασιών, να ξέρει που βαδίζει και πως να συμπεριφερθεί στην αγαθή πρόνοια του Θεού. Αλλιώτικα ο πειρασμός μπορεί να σκληρύνει τη ψυχή και να τη στρέψει ενάντια στο Θεό. Άσχετα όμως με αυτό και στις θετικές ακόμη περιπτώσεις αν­τιμετώπισης των πειρασμών, υπάρχει πάντοτε ο ανθρώπινος παράγον­τας, ελλοχεύει η ασθενής φύση, που, σε συνδυασμό με την κακότητα του πνεύματος της ακαθαρσίας, μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε πτώση από το αγαθό και κίνδυνο απώλειας της ψυχής. Από την άποψη αυτή το αίτημα της προσευχής είναι απόλυτα δικαιολογημένο και οι πιστοί πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στις όποιες εκτιμήσεις τους.
Η Κυριακή Προσευχή τελειώνει με ένα άλλο αίτημα εξίσου σημαν­τικό με το τελευταίο. Παρακαλούμε το Θεό, τον σπλαγχνικό Πατέρα μας, να μας λυτρώσει από τον πονηρό, το πνεύμα της αποστασίας και της πλάνης και κύριο συντελεστή της απώλειας της ψυχής μας. «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Σ’ οποίο σημείο κι αν βρισκόμαστε κατά την προσβολή των πειρασμών και γενικότερα της θέσης μας στο λυ­τρωτικό μυστήριο του Χριστού. Εσύ, Πατέρα μας αγαθέ, άπλωσε το χέ­ρι σου και κράτησε μας στη σωτήρια χάρη σου, σώζοντας μας από την κακότητα και το φονικό μένος του εχθρού.
Ο πονηρός βέβαια δεν είναι άλλος από το διάβολο, το πνεύμα της αποστασίας και της πλάνης. Είναι ο εχθρός του Θεού (Ματθ. ιγ’ 28) και παντός ό,τι βγήκε από τη δημιουργική του ενέργεια. Αυτός μηχανεύεται ανύστακτα την καταστροφή του ανθρώπου, φθονώντας το ιδιαίτερο προνόμιο του να είναι το σημαντικότερο πλάσμα της δημιουργίας, τη φύση του οποίου έλαβε ο Χριστός και σ’ αυτή απέθανε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Το θεωτικό μεγαλείο του ανθρώπου καίει αφόρητα τη φύση του δαίμονα και, όσο του επιτρέπεται, προσπαθεί να παραπλανήσει τον άνθρωπο, να τον οδηγήσει μακριά από τον Θεό στην άβυσσο της πνευματικής απώλειας και καταστροφής. Βρυχάται σαν μανιασμένο λιοντάρι θέλοντας να κατασπαράξει τον άνθρωπο (Α’ Πέτρ. ε’ 8). Η κακότητα του εμφωλεύει στην πεσμένη φύση των ανθρώπων, υποδαυ­λίζοντας τα πάθη της, την ηδονική φθορά της σάρκας και τις πολλές α­σθένειες της ψυχής. Αυτός στήνει έντεχνα τις δελεαστικές παγίδες του, για να συλλάβει σ’ αυτές τις απρόσεκτες και αστήρικτες φύσεις και να τις οδηγήσει στον όλεθρο. Αυτός σπέρνει τα σκάνδαλα τους διχα­σμούς και τις εχθρότητες, προκαλώντας μάχες και πολέμους αιματη­ρούς. Αναστατώνει τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κράτη, τους λαούς και κυρίως την Εκκλησία του Χριστού, στην οποία σπέρνει τα ζιζάνια των σκανδάλων και του ατάσθαλου βίου (Ματθ. ιγ’ 39). Είναι ο πειραστής, ο αρχαίος πτερνιστής, που μετά την πτώση του σήκωσε πόδι ενάντια στο δημιουργό του. Αυτός βρίσκεται πίσω από όλα σχεδόν τα ατομικά δράματα των ανθρώπων, που όλα ένα μόνο σκοπό έχουν, τον πνευμα­τικό θάνατο των λογικών όντων, των «εικόνων» του Θεού. Από την άλλη, αν αποβλέψουμε στο γεγονός ότι η φύση μας, παρ’ όλον ότι έχει αναγεννηθεί διά του ιερού βαπτίσματος, εξακολουθεί να είναι επιρρε­πής και ευόλισθη στην αμαρτία, κατανοούμε το αίτημα της προσευχής να μας λυτρώσει ο Θεός από τον πονηρό. Παρ όλο που οι πειρασμοί μπορούν θετικά να μας βοηθήσουν, να ενισχύσουν την υπομονή και την πίστη μας και να τονώσουν τις αντοχές μας στις δυσκολίες της ζωής, εν τούτοις, αποβλέποντας στην αδυναμία της φύσης μας, η οποία εύκολα οδηγείται στην αμαρτία και από φόβο ότι στη διάρκεια του πειρασμού μπορεί να κλονιστεί και να χάσει την πνευματική ισορροπία της, παρα­καλούμε τον ουράνιο Πατέρα μας να μας λυτρώσει από την κακή επή­ρεια του διαβόλου. Τον παρακαλούμε γιατί αυτός μόνο είναι σε θέση ν’ απλώσει το πατρικό χέρι του και να μας προστατεύσει. Είναι ο μόνος αγαθός και παντοδύναμος Θεός.
Επιστέγασμα της Κυριακής Προσευχής είναι υμνητική αναφορά της προσευχόμενης ψυχής προς τον τριαδικό Θεό, που είναι ο αποδέκτης της προσευχής της Εκκλησίας του και το πνευματικό θεμέλιο του κόσμου: «Ότι σου έστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Ο Θεός, στον όποιο προσευχόμαστε, δεν είναι κάποιος ισχυρός και δοξασμένος βασιλιάς σαν αυτούς του κόσμου τούτου, που είναι εφήμεροι και η δύναμη τους είναι αμφίβολη και ασταθής, αλλ’ είναι ο κύριος των δυνάμεων, ο δημιουργός και συντηρητής του κόσμου. Είναι ο πατέ­ρας που αγαπά τα πλάσματά του, τα οποία έσωσε με τη θεία του ενανθρώπιση από τη δυνάστευση του Σατανά, εγκαθιδρύοντας τη μεγαλοδύναμη και μεγαλόπρεπη βασιλεία του στη γη. Είναι ο πραγματικός βα­σιλιάς των ψυχών, ο βασιλιάς του ουρανού και της γης, των ανθρώπων και των αγγέλων. Αυτός θα ακούσει την προσευχή μας, γιατί ενδιαφέ­ρεται για μας και μας αγαπά. Θα μας χορηγήσει την υλική διατροφή μας και ό,τι άλλο έχουμε ανάγκη στον προσωρινό αυτό τόπο της εξορίας μας. Θα μας παράσχει άφεση αμαρτιών και στους πολλούς πειρασμούς, τις συμφορές και τις θλίψεις του βίου, θα μας σκεπάζει με την αγαθόδωρη χάρη του, θα μας λυτρώνει από τις επιβουλές των αντιθέτων δυνά­μεων και θα μας οδηγεί στο γαλήνιο λιμάνι της βασιλείας του, που απο­τελεί την αλήθεια και τον υπέρτατο στόχο της ύπαρξής μας.

Ὁμιλία στοὺς Ἁγίους Σαράντα Μάρτυρες Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας



 


Καὶ γνωρίζετε βέβαια ὅλοι ὅσοι ἔχετε πείρα τοῦ χειμώνα, πόσο ἀνυπόφορο εἶναι αὐτὸ τὸ εἶδος βασάνου. Κι οὔτε εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ παραστήσει κανεὶς σὲ ἄλλους, ἐξὸν ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ὑπ’ ὄψη σχετικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴν πείρα. Τὸ σῶμα λοιπὸν ποὺ βρέθηκε μέσα στὸ μεγάλο ψύχος, πρῶτα ὁλάκερο γίνεται πελιδνό, καθὼς πήζει τὸ αἷμα. Ἔπειτα κλονίζεται κι ἀναταράζεται, τὰ δόντια χτυποῦν δυνατά, οἱ ἴνες σπάζουν καὶ χάνεται ὁ ἔλεγχος ὅλων τῶν κινήσεων. Κι ἕνας κοφτερὸς πόνος, ποὺ δὲν περιγράφεται καὶ ποὺ φθάνει ὡς τὸ μεδούλι τῶν ὀστῶν, κάνει ὅσους παγώνουν νὰ αἰσθάνονται ἀπεριόριστη δυσφορία. Ὕστερα τὸ σῶμα ἀκρωτηριάζεται, σὰν νὰ καίει καὶ ν’ ἀποκόπτει τὰ ἄκρα ἡ φωτιά. Γιατί ἡ ζέστη διώχνεται ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ σώματος καὶ φεύγει ὅλη μαζὶ στὸ βάθος κι ἔτσι ἀφήνει νεκρὰ τὰ μέρη ἀπ’ ὅπου ἀπομακρύνθηκε, τὰ δὲ ἄλλα, ὅπου συμμαζεύεται, τὰ κάνει νὰ πονοῦν κι ὁ θάνατος, μὲ τὸ πάγωμα, ἐπέρχεται λίγο-λίγο.



Συναξαριστής 9 Μαρτίου


Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια

 


Καὶ οἱ 40 αὐτοὶ Ἅγιοι ἦταν στρατιῶτες στὸ πιὸ ἐπίλεκτο τάγμα τοῦ στρατοῦ τοῦ Λικινίου. Ὅταν αὐτὸς ἐξαπέλυσε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ Ἅγιοι 40 συλλαμβάνονται ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα (στὴ Σεβάστεια).

Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἐπαινεῖ καὶ τοὺς ὑπόσχεται ἀμοιβὲς καὶ ἀξιώματα, γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς 40, ὁ Κάνδιδος, ἀπαντᾷ: «Εὐχαριστοῦμε γιὰ τοὺς ἐπαίνους τῆς ἀνδρείας μας. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, στὸν ὁποῖο πιστεύουμε, μᾶς διδάσκει ὅτι στὸν καθένα ἄρχοντα πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸ βασιλέα προσφέρουμε τὴν στρατιωτικὴ ὑπακοή. Ἄν, ὅμως, ἐνῷ ἀκολουθοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ζημιώνουμε τὸ κράτος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ὠφελοῦμε μὲ τὴν ὑπηρεσία μας, γιατὶ μᾶς ἀνακρίνεις γιὰ τὴν πίστη ποὺ μορφώνει τέτοιους χαρακτῆρες καὶ ὁδηγεῖ σὲ τέτοια ἔργα;».

Ὁ Ἀγρικόλας κατάλαβε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ μὲ ἤρεμο τρόπο καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν. Ὁπότε, μία παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τοὺς ρίχνουν στὰ κρύα νερὰ μίας λίμνης. Τὸ μαρτύριο ἦταν φρικτό. Τὰ σώματα ἄρχισαν νὰ μελανιάζουν.

Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἐνθάῤῥυναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, λέγοντας: «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Λίγο ἂς ὑπομείνουμε καὶ σὲ μία νύχτα θὰ κερδίσουμε ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα». Ἐνῷ προχωροῦσε τὸ μαρτύριο, ἕνας μόνο λιποψύχησε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν λίμνη. Τὸν ἀντικατέστησε ὅμως ὁ φρουρὸς (Ἀγλάιος), ποὺ εἶδε τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους. Ὁμολόγησε τὸ Χριστό, μπῆκε στὴ λίμνη καὶ μαζί με τοὺς 39 παίρνει καὶ αὐτὸς τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ μισοπεθαμένους τους ἔβγαλαν τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ τοὺς συνέτριψαν τὰ σκέλη.

Κατὰ τοὺς Παρισινοὺς Κώδικες 1575 καὶ 1476 τὰ ὀνόματά τους ἦταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόμνας, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἡσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης (ἢ Ἠλίας), Ἀλέξανδρος, Σακεδὼν (ἢ Σακερδών), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος, (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ἢ Ξανθίας), Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δομετιανὸς (ἢ Δομέτιος), 2 Γοργόνιοι, Ἰουλιανός, (ἢ Ἐλιανὸς ἢ Ἠλιανός), καὶ Ἀγλάιος ὁ καπικλάριος.
(Ὁρισμένοι Κώδικες ἀναφέρουν καὶ ἐπιπλέον τῶν 40 ὀνόματα, ὅπως αὐτὰ τῶν Ἁγίων Ἀειθαλᾶ, ἄλλου Γοργονίου κ.λπ.).

 


Ἀπολυτίκιο. 
Ἦχος γ’. θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα· διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς γενναίους ὁπλίτας τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, τοὺς συγκροτηθέντας ἐν πίστει, ὁμοφώνος τιμήσωμεν· Χριστῷ γὰρ στρατευθέντες εὐσεβῶς, δι’ ὕδατος διῆλθον καὶ πυρός, καὶ πρὸς θείαν εἰσέλθοντες ἀναψυχήν, προΐστανται τῶν βοώντων· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.

Κοντάκιον. 

Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Πᾶσαν στρατιὰν, τοῦ κόσμου καταλιπόντες, τῷ ἐν οὐρανοῖς Δεσπότῃ προσεκολλήθητε, Ἀθλοφόροι Κυρίου Τεσσαράκοντα· διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος, διελθόντες μακάριοι, ἐπαξίως ἐκομίσασθε, δόξαν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ στεφάνων πληθύν.

Ἕτερον Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Συντεταγμένοι εὐσεβείᾳ καὶ στερρότητι Μαρτυρικῶς τὸν δυσμενῆ ἐθριαμβεύσατε, Τεσσαράκοντα γενναῖοι Χριστοῦ ὁπλῖται· Ἀλλ’ ὡς σύμμορφοι ἐν ἄθλοις καὶ ἐν χάριτι, Ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰρήνῃ συντηρήσατε Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ἅγιον σύνταγμα.

Μεγαλυνάριον.
Τὸ τετραδεκάριθμον καὶ λαμπρόν, σύνταγμα τοῦ Λόγου, εὐφημήσωμεν ἐν ᾠδαῖς· κρύει καὶ πυρὶ γάρ, στερρῶς δοκιμασθέντες, ἐστέφθησαν ἀξίως, οἱ Τεσσαράκοντα.

 
Ὁ Ἅγιος Οὐρπασιανός

Ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν συγκλητικῶν, καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα στὸ σφοδρὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διάταγμά του κατὰ τῶν χριστιανῶν, προσκάλεσε πρῶτα τοὺς συγκλητικοὺς καὶ δήλωσε ὅτι, ἂν κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν χριστιανός, θὰ τὸν συγχωροῦσε, ἀφοῦ τὸ δηλώσει ἀμέσως καὶ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό.

Ὁ Οὐρπασιανὸς ἄκουσε τὴν δήλωση τοῦ βασιλιᾶ, στὸ τέλος δέ, ἀντὶ ἄλλης ἀπάντησης, ἀφαίρεσε μόνος του τὰ σήματα τοῦ ἀξιώματός του καὶ τὰ παρέδωσε σ᾿ αὐτόν.

Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Στὴν ἀρχὴ τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα ἀπὸ βόδι καὶ μισοπεθαμένο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ κρατήσει τὸ ἀξίωμά του. Ἀλλ᾿ ὁ Οὐρπασιανὸς ἔμεινε πιστὸς στὴν ἀπόφασή του. Τότε ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Τοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὶς πλευρὲς μὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ ὕστερα ἔβαλαν στὶς πληγές του ἀναμμένες λαμπάδες. Τόσο δὲ τὰ ἐγκαύματα ὅσο καὶ ὁ καπνὸς ἐπέφεραν τὸ μαρτυρικό του τέλος.

 
Ὁ Ἅγιος Καισάριος ἀδελφὸς Γρηγορίου Θεολόγου

Ἦταν ὁ μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ γεννήθηκε στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας τὸ ἔτος 330. Γονεῖς του ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος καὶ ἡ εὐσεβέστατη Νόννα. Μεγαλύτερη ἀδελφή του ἦταν ἡ ἁγία Γοργονία.

Μετὰ τὴν βασική του ἐκπαίδευση, ὁ Καισάριος ἀκολούθησε τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου σπούδασε μαθηματικά, ἀστρονομία, φιλοσοφία, ῥητορικὴ καὶ ἰδιαίτερα ἰατρική, ποὺ ἀγάπησε καὶ περισσότερο.

Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ βασιλιὰς Κωνστάντιος καὶ ὁ λαὸς τὸν δέχτηκαν μὲ τιμές, καὶ διορίστηκε γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων. Οἱ εὐεργεσίες ποὺ πρόσφερε σ᾿ ὅλους ἦταν μεγάλες. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ Καισάριος δὲν συμβιβάστηκε μαζί του καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τὶς τιμὲς καὶ τὶς ἐξουσίες ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰουλιανός, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του Ναζιανζό, ὅπου ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ, εὐεργετώντας πλῆθος συνανθρώπων του.

Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Οὐάλης (364), ὁ Καισάριος ἐπέστρεψε πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀναδείχθηκε «ἐπιμελητὴς θησαυρῶν καὶ ταμίας τῶν δημοσίων χρημάτων» στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ νέες εὐεργεσίες πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες.

Ἡ ἀσκητική του ἐγκράτεια ὅμως, καθὼς καὶ οἱ πολλὲς μέριμνες καὶ δοκιμασίες, προσέβαλαν τὴν ὑγεία του. Ἀῤῥώστησε βαριὰ καὶ στὶς 10 Μαρτίου 368 πέθανε. Τὸ ἱερό του λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἀριανζὸ καὶ ἐναποτέθηκε σὲ τάφο, ποὺ εἶχε λατομηθεῖ γιὰ τοὺς γονεῖς του.

 
Οἱ Ἅγιοι παππούς, γιαγιά, πατέρας, μητέρα καὶ τὰ Δύο παιδιά τους

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Στρατὴς Μυριβήλης - Τὸ «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ὡς Ἐθνικὸς Ὕμνος



Κοντάκιον τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, 
Ἦχος πλ. δ´. Αὐτόμελον.

Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ 
τὰ νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν
 εὐχαριστήρια,
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις
 σου Θεοτόκε.
Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος 
ἀπροσμάχητον,
Ἐκ παντοίων με κινδύνων
 ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι· 
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πρὸς τὴν Παναγία, 
πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο
 Στρατηγό, ἀποτείνεται 
τὸ θαυμάσιο 
βυζαντινὸ τροπάρι 
«Τὴ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ»,
 ποὺ στὴν πραγματικότητα 
εἶναι ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ 
ἀγωνιστικοῦ Βυζαντίου.
 Καὶ σὰν ἐθνικό μας 
ὕμνο ἔπρεπε νὰ τὸ κρατήσει
 καὶ ἢ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα
 τοῦ 21, ἂν οἱ λόγιοι καὶ οἱ
 πολιτικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τὴν ὀξυδέρκεια νὰ
 καταλάβουν τὴ σημασία ποὺ παίρνει ἡ Παράδοση στὴ
 ζωὴ τῶν ἐθνῶν καὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα 
νὰ ἑνώνεται ἠθικὰ καὶ ἱστορικὰ μὲ τὸ ἀπελευθερωμένο 
Ἔθνος, δίχως τὴν ἔνδοξη καὶ μεγαλόπρεπη περίοδο τῆς
 Βυζαντινῆς χιλιετίας ποὺ μεσολάβησε καὶ σφυρηλάτησε τὴ
 νέα μας Ἑλληνοχριστιανικὴ συνείδηση. Δῆτε ὅμως.
 Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ μεταεπαναστατικὸ κράτος τὸ ἔκαμε 
μόνος του ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Ἔτσι κάθε φορὰ ποὺ....

 ἕνα μεγάλο γεγονὸς τρικυμίζει τὴν ψυχή μας, τὸ βυζαντινὸ 
τροπάρι αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στὰ χείλη μας καὶ σμίγει μὲ
 τοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ πάλι αὐθόρμητα κάθε
 φορὰ ποὺ ἕνα ὑπόδουλο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἑνώνεται
 μὲ τὴν ἑνιαία ἐλεύθερη πατρίδα, ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς 
ἀλληλοχαιρετᾶται μὲ τὴ θρησκευτικὴ φράση «Χριστὸς Ἀνέστη».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...