Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 25, 2012


Σχολιασμός
 Ο ευαγγελιστής Ματθαίος στη συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή μας μεταφέρει το διάλογο του  Ιησού Χριστού με ένα πλούσιο νεαρό ο οποίος ρωτά τον Ιησού Χριστό τι πρέπει να κάνει για να κερδίσει την αιώνια ζωή. Ο Κύριος λοιπόν απαντά στο νεαρό αυτό άντρα λέγοντάς του ότι για να κερδίσει στην αιώνια ζωή πρέπει να ακολουθεί κάποιες εντολές όπως το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Ο νεαρός χωρίς να χάσει χρόνο λέει στον Ιησού ότι αυτά τα τηρεί και τα τηρούσε από την παιδική του ηλικία. Τότε ο Κύριος δε μένει εκεί ζητά κάτι άλλο από τον πλούσιο άντρα. Του ζητά να πουλήσει όλη την περιουσία του και να τον ακολουθήσει, τότε ο νεαρός φεύγει γιατί αυτό που του ζητούσε ο Κύριος δεν μπορούσε να το κάνει πράξη γιατί η περιουσία του ήταν πολύ μεγάλη. Τότε ο Κύριος απευθύνεται στους μαθητές του και τους λεει ότι πολύ δύσκολα θα κερδίσει κάποιος πλούσιος τη βασιλεία των ουρανών και συγκεκριμένα λεει ότι πιο εύκολα περνά καμήλα από την βελονότρυπα παρά να κερδίσει πλούσιος τη βασιλεία του Θεού. Όταν αντέδρασαν οι μαθητές τους εξήγησε ο Ιησούς ότι μπορεί κάποια πράγματα να είναι αδύνατα για τους ανθρώπους για το Θεό όμως είναι όλα δυνατά. 
 
 Ο Ιησούς Χριστός στην ερώτηση του νεαρού τι να κάνει για να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών απάντησε αρχικά με κάποιες εντολές από το Δεκάλογο που δόθηκε από το Θεό στο Μωϋσή στο Όρος Σινά. Πρόκειται για το γραπτό νόμο του Θεού ο οποίος ρύθμιζε τη θρησκευτική, την κοινωνική, την οικογενειακή και την ηθική ζωή των ανθρώπων  ώστε να εκπληρώνεται η αρετή και να αποφεύγεται η αμαρτία. Οι Δέκα Εντολές, ήταν γραμμένες πάνω σε δύο λίθινες πλάκες, χαραγμένες από τον ίδιο το Θεό αλλά τις άκουσε και ο ίδιος ο Μωυσής ως αυτήκοος μάρτυρας πάνω στο όρος Σινά. Οι τέσσερις πρώτες εντολές αφορούν τα καθήκοντα των ανθρώπων απέναντι στο Θεό. «1.Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου. Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού, ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα. Ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς. 2.Ου λήψει το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω ου γαρ μη καθαρίση Κύριος ο Θεός σου τον λαμβάνοντα το όνομα αυτού επί ματαίω. 3.Μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν. Εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου. Τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου, ου ποιήσεις εν αυτή παν έργον». (Εξ. 20, 2-11). Οι τέσσερις αυτές εντολές αφορούν τη σχέση των ανθρώπων με το Θεό, είναι το θεολογικό μέρος του Δεκαλόγου. Οι υπόλοιπες έξι αφορούν στην κοινωνική και στη γενικότερη ηθική μας συμπεριφορά, τη συμπεριφορά μας απέναντι στους συνανθρώπους μας. «5.Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, ίνα εύ σοι γένηται, και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γής της αγαθής, ης Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι. 6.Ου μοιχεύσεις. 7.Ου κλέψεις. 8.Ου φονεύσεις. 9.Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή. 10.Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστί». (Εξ. 20:12-17) Οι δέκα εντολές μας δείχνουν τα όρια μέσα στα οποία μπορούν να αναπτυχθούν οι ορθές σχέσεις με το Θεό και τους συνανθρώπους μας. Ο Ιησούς Χριστός τόνισε το πόσο σημαντική είναι η αγάπη προς το Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον με μια διπλή κατεύθυνση που θυμίζει το Δεκάλογο όπου όπως αναφέραμε οι τέσσερις πρώτες εντολές αφορούν καθήκοντα απέναντι στο Θεό ενώ οι υπόλοιπες έξι αναφέρονται στη συμπεριφορά μας προς τους συνανθρώπους μας. « Διδάσκαλε, ποια εντολή μεγάλη εν τω νόμω; Ο δε Ιησούς έφη αυτώ∙ αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. Αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτή∙ αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται».(Μτθ. 22: 34-40).
 
 Ο Ιησούς Χριστός στην ερώτηση του νέου τι πρέπει να κάνει για να κερδίσει την αιώνια ζωή απαντά, «μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου», αυτές είναι κάποιες από τις εντολές του Δεκαλόγου και με αυτό τον τρόπο τονίζει τη σημαντικότητα της τηρήσεως του Νόμου, πολύ σημαντικό για να κερδίσει ο πλούσιος νέος τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η τήρηση των Νόμων, όμως ο Ιησούς δε μένει μόνο εκεί όταν ο νέος απάντά ότι αυτά που του ζήτησε ο Κύριος τα τηρεί από νεαρή ηλικία. Ζητά από το νέο και κάτι άλλο το οποίο δεν αποδέχεται, του ζητά να πωλήσει τα υπάρχοντά του και να ακολουθήσει τον Ιησού. Δε μένει μόνο στο λόγο του Νόμου ο Ιησούς Χριστός αλλά ζητά από το νέο να θυσιάσει τον πλούτο του το οποίο όμως δεν αποδέχεται. Γνώριζε ο Κύριος ότι ο νέος ήταν πολύ προσεχτικός στη ζωή του όσο αφορούσε τους Νόμους και αγωνιζόταν να τηρεί τις εντολές του Θεού, του πρόσθεσε λοιπόν την τελευταία αυτή εντολή, διότι ήθελε να τον οδηγήσει στο δρόμο της τέλειας αγάπης και να τον ελευθερώσει από την προσκόλληση που είχε στον πλούτο.
 
 Έχουμε εδώ, με την εντολή του Κυρίου προς το νέο, το πέρασμα από το Νόμο στη Χριστολογία, από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Με την εντολή του Κυρίου τα επιφανειακά και σκιώδη παραγγέλματα του Νόμου προσλαμβάνουν το βάθος της ευαγγελικής πνευματικής νομοθεσίας, είναι η διαδοχή του ατελούς Νόμου από το τέλειο Ευαγγέλιο. Με την έλευση του Κυρίου στον κόσμο πέρασε η περίοδος του νόμου και των νομικών διατάξεων και πλέον οι άνθρωποι καλούμαστε να ζήσουμε την καινή εν Χριστώ ζωή όπως και ο νέος της περικοπής. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει «ο νόμος δια Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο». (Ιω. 1:17). Δεν πρέπει να μένουμε στη νομολογία αλλά πρέπει να πετύχουμε την ένωσή μας με το Χριστό, αυτό εννοεί όταν καλεί το νέο να τον ακολουθήσει, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. 2: 20).    
 
 Ο νέος είχε την ψευδή ελπίδα ότι ο Κύριος θα του έλεγε ότι τηρώντας τους νόμους του Δεκαλόγου θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι έχουμε την αποχώρηση του νέου όταν ο Ιησούς του ζητά να πωλήσει όλη την περιουσία του για να τον ακολουθήσει. Χρειάζεται να θυσιάσει ο νέος κάτι που γι’ αυτόν είναι πολύ σημαντικό και δεν το κάνει.
 
 Νόμιζε ο νέος ότι τηρούσε όλες τις εντολές που του ανέφερε ο Ιησούς,  και μια εντολή που σίγουρα δεν τηρούσε ήταν η αγάπη προς τον πλησίον γιατί πως μπορούσε να αγαπάει τον πλησίον του, τον κάθε φτωχό και άρρωστο, όταν κρατούσε τα πλούτη του αποκλειστικά για τον εαυτό του; Γιατί δε μπορούσε να θυσιάσει από τα πολλά που είχε για αυτούς που δεν είχαν καθόλου; Ζητούσε θυσιαστική αγάπη ο Κύριος από το νέο, την ίδια θυσιαστική αγάπη που ο ίδιος έκανε πράξη με τη σταυρική του θυσία. Αγαπούσε τον πλησίον του μέχρι το σημείο εκείνο που η αγάπη αυτή δεν του ζητούσε θυσίες. Δε μένει στη νομολογία ο Κύριος αλλά τονίζει τη θυσία που πρέπει ο καθένας μας να κάνει.
 
 Ο Ιησούς απευθύνεται στους μαθητές του και τους λέει ότι πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα από τη βελονότρυπα παρά πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Στην αντίδραση των μαθητών για το ποιος τελικά θα μπορέσει να κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών ο Κύριος τους  ξεκαθαρίζει ότι τίποτα δεν αποκλείεται αφού όλα όσα δεν είναι δυνατά για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό. Δε σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να έχουν περιουσία πρέπει να την πωλήσουν για να ακολουθήσουν τον Ιησού. Δεν είναι ο πλούτος εμπόδιο για όλους τους ανθρώπους αλλά η εντολή για πώληση των υπαρχόντων του δόθηκε μόνο στο συγκεκριμένο πλούσιο γιατί ήθελε να τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί από τη φιλαργυρία. Το πάθος του συγκεκριμένου ανθρώπου ήταν η φιλαργυρία και ακριβώς αυτό το πάθος ζήτησε ο Ιησούς να αρνηθεί, κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικό πάθος που τον δένει στη γη και δεν τον αφήνει να αγαπήσει ελεύθερα και δυνατά το Θεό και τη Βασιλεία του, αυτά λοιπόν πρέπει να αρνηθούμε για να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών.
 Ας προσέξουμε λοιπόν μήπως κι εμείς σήμερα γινόμαστε πολλές φορές όπως τον πλούσιο νέο της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής. Τηρούμε το θέλημα του Θεού αλλά μέχρι εκεί που δεν έρχεται σε αντίθεση με το προσωπικό μας συμφέρον, τηρούμε το «Νόμο» όπως το νέο της  περικοπής φτάνει να μην μας ζητηθεί να αρνηθούμε τα πάθη και τις αδυναμίες μας για να ακολουθήσουμε τον Κύριο.

Κυριακή ΙΒ Ματθαίου «…Παρά δε Θεώ πάντα δυνατά εστί». εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου



Νεαρός πλούσιος έρχεται στον Ιησού Χριστό με σεβασμό, με ειλικρίνεια, με πνευματικά ενδιαφέροντα και τον ρωτά: Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να γίνω άξιος της Βασιλείας των Ουρανών; Και του λέγει ο Κύριος: Τι λέγει ο νόμος που έδωσε ο Θεός στον Μωϋσή για όλους τους Ιουδαίους; Και απαντά ο νεαρός: Ο νόμος, οι δέκα εντολές του Μωϋσέως λέγουν, μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου … και θα έλεγε ίσως και τις άλλε εντολές, αλλά τον σταματά ο Κύριος και του λέγει: Πολύ σωστά. Κάμε αυτά και θα αξιωθείς να απολαύσεις την αιώνιο ζωή.
Κύριε, λέγει τώρα ο νεαρός, αυτά τα σέβομαι και τα κάνω από τα παιδικά μου χρόνια, αλλά θέλω να μάθω αν μου λείπει και κάτι άλλο που πρέπει να προσέξω. Και ο Κύριος του λέγει: Αν θέλεις να είσαι τέλειος κατά πάντα, πώλησε την περιουσία σου και μοίρασε την στους φτωχούς. Μοιράζοντας εδώ στη γη τα υλικά αγαθά θα αποκτήσεις στην άλλη ζωή τα αιώνια. Θα κληρονομήσεις τη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό του έλειπε. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το κάνει και έφυγε σκεπτικός με σκυμμένο κεφάλι.
Η περίπτωση του νεαρού αποτελεί έναν καθρέφτη στον οποίο μπορούμε και πρέπει να καθρεφτίσουμε τον εαυτό μας.
Και πρώτα πρώτα η ερώτηση του, τι πρέπει να κάνω Κύριε, για να κληρονομήσω την αιώνιο ζωή, εμφανίζει ένα αξιομίμητο πνευματικό ενδιαφέρον. Άραγε εμείς οι βαφτισμένοι χριστιανοί, που τόσα μας δίδαξε ο Κύριος για την αιώνια ζωή, έχουμε αυτό το θερμό ενδιαφέρον; Εμείς που είδαμε τον Ιησού Χριστό να σταυρώνεται, για να μας χαρίσει την αιώνιο ζωή, ενδιαφερόμαστε, ρωτάμε τουλάχιστον τον εαυτό μας, «τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»; Μήπως εμείς ενδιαφερόμαστε μόνον για την ζωή αυτή και λησμονούμε την μέλλουσα; Μήπως μας πνίγει η θάλασσα των υλικών φροντίδων και μεριμνών ή και των ηδονών και ούτε καν θέλουμε να σκεφτούμε ότι με την τακτική αυτή θα χάσουμε και τούτα και εκείνα; Βλέπουμε άλλωστε τα αποτελέσματα της αμαρτίας. «Τα γαρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος».
Το δεύτερο σημείο το οποίο θα πρέπει να προσέξουμε είναι τούτο: Ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν σε θέση να βεβαιώσει τον Ιησού Χριστό ότι τηρούσε από τα παιδικά του χρόνια τις εντολές του Θεού. Προσπάθησε, ίσως αγωνίστηκε να το πετύχει, Εμείς είμαστε σε θέση να δηλώσουμε κάτι τέτοιο; Τηρούμε τις εντολές του Θεού; Ο καθένας μας ας σκεφτεί και ας δώσει την απάντηση στον εαυτό του.
Το τρίτο που πρέπει να προσέξουμε είναι το ερώτημα που έκαμε στον Ιησού Χριστό ο νεαρός: «Τι έτι υστερώ»;  δηλαδή τι άλλο μου λείπει; Τι δεν έκαμα που θα έπρεπε να κάνω; Καθίσαμε εμείς καμιά φορά να σκεφτούμε, να ανακρίνουμε εμείς οι ίδιο τον εαυτό μας, κάνοντας την ερώτηση, τι πρέπει να κάνω που δεν το έκαμα;
Συμβαίνει πολλές φορές να καθησυχάζουμε τον εαυτό μας με την σκέψη ότι δεν κλέψαμε, δεν σκοτώσαμε, δεν αδικήσαμε. Και μένουμε ήσυχοι, αφού δεν κάναμε κακό κατά την γνώμη μας. Δεν είναι όμως αρκετό αυτό. Να μην ρωτάμε τον εαυτό μας μόνον τι κακό κάναμε, αλλά και τι καλό θα έπρεπε να κάνουμε και δεν το κάναμε.
Να ρωτάμε τακτικά τον εαυτό μας, αυτό το απαραίτητο ερώτημα: τι μου λείπει, «τι ετι υστερώ»; Μήπως μου λείπει η πίστη; Η θερμή πίστη, όπως την θέλει ο Θεός; Μήπως μου λείπει η αγάπη μου προς τον Θεό και τον πλησίον μου; Μήπως παραλείπω τα θρησκευτικά μου καθήκοντα; Μήπως παραμελώ να έρχομαι τακτικά στην εκκλησία; Μήπως παραμελώ την εξομολόγηση, την Θεία Κοινωνία; Μήπως παραμελώ την προσευχή; Μήπως περιφρονώ την νηστεία που καθορίζει η Εκκλησία; Μήπως δεν έχω διάθεση να βοηθήσω με αγάπη κάποιους που έχουν ανάγκη βοηθείας; Μήπως παραμελώ την κατά Χριστόν αγωγή των παιδιών μου; Μήπως μου λείπει το ενδιαφέρον για μια πνευματική ψυχική καλλιέργεια και βελτίωση του εαυτού μου;
Ας κάνουμε ο καθένας μας αυτό το ψυχογράφημα και καρδιογράφημα του εαυτού μας.
Το τελευταίο που θα πρέπει προσέξουμε είναι να μην παραδώσουμε τα όπλα και παραμείνουμε αιχμάλωτοι των παθών και αδυναμιών μας, όπως ο νεαρός που δεν μπόρεσε να φτάσει στην τελειότητα που ζητούσε, μένοντας αιχμάλωτος στα πλούτη του, αλλά να νικήσουμε τις δυσκολίες, τα εμπόδια και να φτάσουμε στην απόλαυση της αιωνίου ζωής και βασιλείας.

Γιώργος Σαββίδης

Τυπικόν της 26ης Aὐγούστου 2012 Κυριακή ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ.



Κυριακή: ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. 
Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀδριανοῦ καί Ναταλίας 
καί τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάσαφ.
 
 Ἦχος γ΄ – Ἑωθινόν Α΄.
Τῷ Σαββάτῳ ἑσπέρας: Θ΄ ΩΡΑ
Ἀπολυτίκιον: 
«Ἀπόστολοι ἅγιοι...».
Κοντάκιον: 
«Ὤφθης μέγας ἥλιος...».
Ἀπόλυσις: Μικρά.
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Προοιμιακός – Ψαλτήριον.
Εἰς τό· «Κύριε, ἐκέκραξα...».
Ἑσπέρια: 
1.– Τά 3 Στιχηρά Ἀναστάσιμα· 
«Τῷ σῷ Σταυρῷ... 
– Πεφώτισται τά σύμπαντα...
 – Δοξάζω τοῦ Πατρός...».
 2.– Τά 3 Στιχηρά Ἀνατολικά·
 «Τόν Σταυρόν σου τόν τίμιον... 
– Ὑμνοῦμεν τόν Σωτῆρα... 
– Τοῖς ἐν  ᾅδῃ καταβάς...»καί 
3.– Τά 3 Στιχηρά Προσόμοια τῶν Ἁ­γίων· 
«Τήν ὑπέρτιμον ἄθλησιν... 
–Ταῖς εἱρκταῖς συγκλειόμενος...
 –Τόν Ἀδάμ ἡ ὁμόζυγος...» εἰς 4, τό πρῶτον δίς.
Δόξα: 
Τό Ἰδιόμελον τῶν Ἁγίων· «Ζῆλος ἀνδρός εὐσεβοῦς...».
Καί νῦν: 
Τό α΄ Θεοτοκίον τοῦ ἤχου· «Πῶς μή θαυμάσωμεν...».
Εἴσοδος: 
«Φῶς ἱλαρόν...». Τό Προκείμενον τῆς ἡμέρας.
Ἀπόστιχα: 
Τό Ἀναστάσιμον Στιχηρόν· «Ὁ τῷ πάθει σου, Χριστέ...» 
καί τά κατ’ Ἀλφάβητον τοῦ ἤχου· 
«Ἡ ζωοδόχος σου ἔγερσις... 
– Θεός ὑπάρχων ἀναλλοίωτος... 
– Ἵνα τό γένος ἡμῶν...».
Δόξα: 
Τό ἕτερον Ἰδιόμελον τῶν Ἁγίων· «Ὤ ζεῦγος ἄμωμον...».
Καί νῦν: 
Τό ὁμόηχον Θεοτοκίον αὐτοῦ· «Ὁ ποιητής καί λυτρωτής μου...».
Τρισάγιον.
Ἀπολυτίκια: 
1.– Τό Ἀναστάσιμον· «Εὐφραινέσθω τά οὐράνια...»
2.– Δόξα, τῶν Ἁγίων· «Ἀναφαίρετον, ὄλβον ἡγήσω...» καί 
3.– Καί νῦν, τό Θεοτοκίον αὐτοῦ·«Σέ τήν μεσιτεύσασαν...».
Ἀπόλυσις: 
«Ὁ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν...».
Τῇ Κυριακῇ πρωΐ: ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΟΝ
Μετά τόν Ν΄ Ψαλμόν, ὁ Τριαδικός Κανών·
 «Ἀκατάληπτε μόνη κυριαρχία...», τά Τριαδικά·
 «Ἄξιόν ἐστιν...». Τρισάγιον καί ἡ Ὑπακοή τοῦ ἦχου· 
«Ἐκπλήττων τῇ ὁράσει...».
ΟΡΘΡΟΣ
Ἑξάψαλμος.
Εἰς τό· «Θεός Κύριος...».
Ἀπολυτίκια: 
Τά τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Καθίσματα: 
Τά Ἀναστάσιμα τῆς α΄ καί β΄ Στιχολογίας, μετά 
τῶν Θεοτοκίων αὐτῶν.
Τά Εὐλογητάρια – ἡ Ὑπακοή – οἱ Ἀναβαθμοί 
καί τό Προκείμενον τοῦ ἤχου.
Κανόνες:
 1.– Ὁ Ἀναστάσιμος· «Ὁ τά ὕδατα πάλαι νεύματι θείῳ...», 
μετά τῶν Εἱρμῶν αὐτοῦ καί 
2.– Τῶν Ἁγίων· «Ἐν τῇ νυκτί με τοῦ βίου...», ἀμφότεροι εἰς 4.
Ἀπό γ΄ ᾨδῆς·
Μεσῴδιον Κάθισμα: 
Τῶν Ἁγίων· «Τῶν Μαρτύρων τοῖς πόνοις περιπλακείς...»,
μετά τοῦ Θεοτοκίου αὐτοῦ·«Παναγία Παρθένε Μῆτερ Θεοῦ...»,
Ἀφ’ ς΄ ᾨδῆς·
Κοντάκιον – Οἶκος: 
Τά Ἀναστάσιμα.
Συναξάριον: 
Τῆς ἡμέρας.
Καταβασίαι: 
«Σταυρόν χαράξας...».
Εὐαγγέλιον Ὄρθρου: 
Τό Α΄ Ἑωθινόν· «Οἱ ἕνδεκα μαθηταί ἐπορεύθησαν...», κτλ.
Ἡ Τιμιωτέρα.
Εἱρμός θ΄ ᾨδῆς: 
«Μυστικός εἶ, Θεοτόκε, παράδεισος...».
«Ἅγιος Κύριος...».
Ἐξαποστειλάρια:
 1.– Τό Α΄ Ἀναστάσιμον· «Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν...». 
2.– Τῶν Ἁγίων· «Ἀδριανός ὁ πάνσοφος...» καί 
3.– Τό Θεοτοκίον αὐτοῦ· «Σέ προστασίαν ἄμαχον...».
Αἶνοι: 
1.– Τά 4 Στιχηρά Ἀναστάσιμα· 
«Δεῦτε πάντα τά ἔθνη... 
– Διηγήσαντο πάντα τά θαυμάσια... 
– Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται... 
– Ἐν τῷ φωτί σου Δέσποτα...»καί
 2.– Τά 3 Στιχηρά Προσόμοια τῶν Ἁγίων·
 «Ἀδριανέ γενναιότατε... 
– Ἀδριανέ καρτερώτατε...
 – Μέχρι δεσμῶν καί στρεβλώσεων,...» εἰς 4, τό πρῶτον δίς, 
 μετά στίχων εἰς τά δύο τελευταῖα:
 α΄.– «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, ὁ Θεός Ἰσραήλ».
 β΄.– «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος
, πάντα τά θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς».
Δόξα:
 Τό Α΄ Ἑωθινόν· «Εἰς τό ὄρος τοῖς Μαθηταῖς...».
Καί νῦν: 
«Ὑπερευλογημένη...».
Δοξολογία:
 Μεγάλη.
«Σήμερον σωτηρία...».
ΕΙΣ ΤΗΝ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ
«Εὐφραινέσθω τά οὐράνια...».
Εἴσοδος.
Εἰσοδικόν:
 «Δεῦτε προσκυνήσωμεν... ὁ ἀναστάς ἐκ νεκρῶν...».
Μετά τήν Εἴσοδον.
Ἀπολυτίκια:
 1.– Τό Ἀναστάσιμον· «Εὐφραινέσθω τά οὐράνια...».
 2.– Τῶν Ἁγίων·«Ἀναφαίρετον, ὄλβον ἡγήσω,...» καί  
3.– Τοῦ Ναοῦ.
Κοντάκιον:
 «Ἰωακείμ καί Ἂννα...».
Τρισάγιον.
Ἀπόστολος:
 Κυριακῆς ιβ΄ ἑβδομάδος Ἐπιστολῶν·
«Γνωρίζω ὑμῖν τό εὐαγγέλιον...»(Α΄ Κορ. ιε΄ 1-11).
Εὐαγγέλιον: 
Κυριακῆς ιβ΄ ἑβδομάδος Ματθαίου·«Νεανίσκος τις
 προσῆλθε  τῷ Ἰησοῦ...» (Ματθ. ιθ΄ 16-24).
Εἰς τό Ἐξαιρέτως: 
« Ἄξιόν ἐστιν...».
Κοινωνικόν: 
«Αἰνεῖτε...».
«Εἴδομεν τό φῶς...», κτλ.
Ἀπόλυσις: 
Ἡ τοῦ Ἑσπερινοῦ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας



Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις δεν παύουν καθημερινά να προβληματίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Ενώ έχει βελτιωθεί το επίπεδο ζωής σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, το άγχος για καλύτερη ζωή και ο υπερκαταναλωτισμός είναι δυστυχώς οι βασικές έννοιες μας. Αυτά ωθούν τον εγωισμό μας στο να επιθυμούμε περισσότερα και έτσι να απομακρυνόμαστε από το Θεό, να μην σκεπτόμαστε και να μην καλλιεργούμε καμιάαξία εξαιτίας, της φιλαργυρίας μας. Όλα τα μετράμε με το χρήμα. Στέρεψε το χρήμα στέρεψε και η ζωή μας. Υπάρχει οικονομική κρίση , τότε όλα βρίσκονται σε κρίση. Γενικά όλοι μας – άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο – δεχόμαστε τη φθοροποιό επίδραση της υλιστικής νοοτροπίας που δεσπόζει μέσα στην εποχή μας.
Στην εποχή μας, λοιπόν, και σε εμάς τους σύγχρονους ανθρώπους απευθύνεται η σημερινή ευαγγελική περικοπή, που περιγράφει τη συνάντηση και τον διάλογο του Κυρίου μας με ένα πλούσιο νέο. «Δάσκαλε αγαθέ, τι καλό πρέπει να κάνω για να έχω την αιώνια ζωή;», είναι το ερώτημα που διατυπώνει προς το Χριστό ο νέος εκείνος. Ο Κύριος του απαντάει πως πρέπει να τηρεί τις εντολές του Θεού. Ο νέος θα τον διαβεβαιώσει ότι από τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του, τηρούσε τις εντολές του νόμου. Και τότε ο Κύριος θα τον καλέσει να βαδίσει τον δρόμο της τελειότητας. «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, για να έχεις θησαυρό στους ουρανούς, και τότε ακολούθησέ με». Τα λόγια αυτά του Κυρίου αναστάτωσαν και λύπησαν τον νέο. Έκανε μεταβολή και έφυγε λυπημένος. «Ην γαρ έχων κτήματα πολλά», σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Ήταν πολύ πλούσιος. Και η καρδιά του ήταν προσκολλημένη στον πλούτο και τα πολλά αγαθά του. Τότε ο Κύριος στράφηκε προς τους μαθητές του και είπε: «Σας διαβεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στην ουράνια βασιλεία». Είναι ευκολότερο να περάσει κάμηλος, δηλαδή ένα χονδρό σχοινί, από την τρύπα μιάς βελόνας, παρά πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού. Και οι μαθητές με μεγάλη έκπληξη ρωτούν: Μα τότε ποιος τάχα μπορεί να σωθεί; Και ο Χριστός τους απαντά: Στους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, στον Θεό όμως όλα είναι δυνατά.
Μέσα από τον διάλογο αυτό προκύπτει εύλογα και σε εμάς περίπου η ίδια απορία με αυτή των μαθητών: Όποιος δηλαδή θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό, πρέπει να πουλήσει όλη του την περιουσία; είναι εμπόδιο ο πλούτος; Φταίνε τα υλικά αγαθά; Η απάντηση είναι πως από μόνος του ο πλούτος δεν είναι κάτι κακό. Ούτε και τα υλικά αγαθά, τα οποία άλλωστε δημιούργησε ο Θεός. Αλλά σημασία έχει το ποια είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι στο πλούτο και ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιεί τα υλικά αγαθά. Άρα το πρόβλημα δεν είναι να είναι κανείς πλούσιος, αλλά να είναι πλεονέκτης και φιλάργυρος. Ότι έχει αποκτήσει ο καθένας μας και είναι από τον προσωπικό του κόπο και αγώνα, από τις δικές του στερήσεις και αγωνίες και από τον δικό του ιδρώτα και κάνει σωστή διαχείριση, είναι ευλογημένο. Μακάριος είναι εκείνος που με την εργασία του τίμια βγάζει το ψωμί του. Όταν ο Κύριος είπε πως είναι δύσκολο πλούσιος να μπει στη Βασιλεία των Ουρανών, εννοούσε τον φιλάργυρο άνθρωπο που επειδή είναι δεμένος με τα υπάρχοντά του θέτει αυτά αλλά και τον εαυτό του πάνω από το θέλημα του Θεού. Επίσης ήθελε να τονίσει τους κινδύνους για τον κάθε άνθρωπο, που κρύβει ο πλούτος και η προσπάθεια για την απόκτηση του.
Θα αναφέρω σύντομα στην αγάπη σας αυτούς τους κινδύνους ώστε να μπορέσουμε και εμείς συν Θεό να τους αποφύγουμε. Διότι μπορεί να μην είμαστε πλούσιοι, αλλά μπορεί να είμαστε υπερκαταναλωτές, η κυνηγοί αγαθών, η να αγωνιούμε και εμείς να γίνουμε πλούσιοι με τρόπο που δεν συνάδει με την χριστιανική μας ταυτότητα.
Ο πρώτος κίνδυνος που υπάρχει είναι ότι η καρδιά εκείνου που επιθυμεί τον πλούτο εύκολα αιχμαλωτίζεται από αυτόν και γίνεται δούλος των υλικών αγαθών, προσηλώνεται στα γήινα και στα φθαρτά, δεν υπάρχει για αυτόν ο Θεός, έχει πεθάνει, ο Θεός του είναι ο πλούτος. Διαστρεβλώνεται η συνειδητή του , θυσιάζει τις αρχές και τις αξίες του. Ένας δεύτερος κίνδυνος θανάσιμος που επιφέρει η προσήλωση του ανθρώπου στον πλούτο είναι ο σκοτισμός του νου. Η εμμονή και η αγωνιώδη μέριμνα της διατήρησης και της αύξησης του πλούτου κάνει το νου του ανθρώπου να ξεγελιέται και να μη σκέπτεται πόσο πρόσκαιρη είναι η παρούσα ζωή και πόσο ανασφαλή είναι τα πλούτη. Τέλος ένας τρίτος κίνδυνοςείναι ότι συχνά κλείνει την καρδιά του ανθρώπου και την αναισθητοποιεί στον πόνο και τις ανάγκες των άλλων συνανθρώπων, επίσης καταπιέζει και αδικεί όσους εξαρτώνται από τον ίδιο. Γίνεται ατομιστής, σκληρός, ακατάδεκτος, γυμνός από αγάπη και καλοσύνη. Τα αυτιά του πλουσίου ακούνε μόνο τους χτύπους των κερμάτων και όχι τα βογκητά των πονεμένων και των αρρώστων, τα μάτια του προσηλώνονται στη λάμψη του χρυσού και δεν βλέπουν τις ανάγκες τω άλλων, όλη η ύπαρξη του τελικά γίνεται σκοτεινή.
Αυτοί είναι αγαπητοί μου αδελφοί εν συντομία οι κίνδυνοι, της κακής διαχείρισης , της μανιώδους αναζητήσεις του πλούτου και της προσκόλλησης σε αυτόν. Οφείλουμε λοιπόν να δείξουμε πολλή προσοχή, να μη πέσουμε στην παγίδα του αθέμιτου πλουτισμού, της πλεονεξίας και της φιλαργυρίας. Ας αγωνισθούμε για τα ανώτερα, την προσευχή, τη λατρεία, την πνευματική μελέτη, την αιώνια ζωή τησωτηρία μας. Για τα αναγκαία υλικά αγαθά είναι σίγουρο ότι θα φροντίσει ο Φιλάνθρωπος Θεός.
                                                                                                                                              

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιθ΄ 16-26) «· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». (Ματθ. 19,24) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης


ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΒ΄  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιθ΄ 16-26)
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». (Ματθ. 19,24)

        Μεγάλο κακὸ ἡ φιλαργυρία! Τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος· «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», τὸ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του· «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ὁ δὲ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σώζει τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τοῦ νεανίσκου μὲ τὸν Ἰησοῦ μὲ τὰ λόγια: «Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη πλούσιος, ὁ δὲ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὴ λέξη χρήματα. Καὶ οἱ δύο λέξεις, πλούσιος καὶ χρήματα σημαίνουν τὸ ἴδιο· ὁ πλούσιος ἔχει χρήματα, καὶ ὅποιος ἔχει χρήματα εἶναι καὶ πλούσιος. Τὸ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος τόσα χρήματα ὅσα τοῦ χρειάζονται γιὰ νὰ ζήσει εἶναι εὐλογία θὰ λέγαμε Θεοῦ, καὶ ἀπαραίτητα γιὰ τη ζωή, ἀλλὰ νὰ ἀρκούμαστε σ’ αὐτά ποὺ ἔχουμε, καθὼς ὁ ἀπόστολος διδάσκει: «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα». Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος θέλει περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶναι ἀναγκαῖα καὶ πέφτει στὴν πλεονεξία τότε γίνεται εἰδωλολάτρης.
        Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ δοῦμε, ποιὰ εἶναι τὰ ἀπαραίτητα, καὶ ποιὰ εἶναι τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωή μας, καὶ ποιὰ εἶναι τὰ περισσότερα ποὺ μᾶς καθιστοῦν πλεονέκτες; Τὸ μέτρο εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ μετρᾶ τὰ ἀναγκαῖα καὶ τὰ περιττά.  Γιὰ τὴν ἀγάπη δὲν ὑπάρχουν δικό μου καὶ δικό σας, ἀλλὰ ὅλα εἶναι δικά μας, κοινὰ σὲ ὅλους· «πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά». Ἔτσι ζοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, τὰ εἶχαν ὅλα κοινά. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελεία ἀγάπη, τὸ γνώρισμα καὶ ἡ ταυτότητα τῶν χριστιανῶν σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου· «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».
        Ὁ πιστὸς χριστιανὸς καὶ ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ αὐτὰ ποὺ εἶναι καταδικά του τὰ δίνει στὸν συνάνθρωπό του ποὺ τὰ ἔχει ἀνάγκη· καὶ ὅταν πάλι τοῦ τὰ ἁρπάξει κάποιος δὲν τὸν μισεῖ, οὔτε τὸν καταπολεμάει, ἀλλὰ δέχεται τὴν ἀδικία ὡς ὕψιστο μισθό, καὶ μάλιστα τότε χαίρεται περισσότερο διότι ὁ Θεὸς τοῦ ἀξιώνει νὰ ἀδικηθεῖ, καθὼς ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίδαξε: «διατί οὐχὶ μᾶλλον ἀδικεῖσθε; διατί οὐχὶ μᾶλλον ἀποστερεῖσθε;». Ἄν αὐτὸ μᾶς φαίνεται βαρύ, ἄς πράξουμε τὸ ἐλάχιστον, ἄς μὴν δεχτοῦμε ποτὲ τὸ ξένο καὶ ἄς δώσουμε κάτι ἀπὸ τὸ περίσσευμά μας· ἤ μᾶλλον ἄς ξεκόψουμε κάτι ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας καὶ ἄς τὸ δώσουμε στοὺς φτωχούς.
        Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ὁμιλεῖ γιὰ δικαιοσύνη, δηλαδὴ γιὰ δίκαια μοιρασιὰ τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν, ἀλλὰ γιὰ ἀγάπη, καὶ χριστιανικὴ ἀγάπη θὰ πεῖ τὰ δίνω ὅλα στὸν συνάθρωπό μου καὶ δὲν κρατῶ τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἤ ὅπως ἔλεγε ἕνας ἀσκητής: «νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ παντάξενο στὸ δρόμο, νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου σῶμα, ποὺ εἶναι ὑγιὲς καὶ νὰ πάρω τὸ δικό του ποὺ εἶναι λεπρό». Ἡ λέξη δικαιοσύνη στὴ θεία Γραφὴ σημαίνει σωτηρία τῆς ψυχῆς· «Δικαιοσύνην τὸν εὐαγγελικὸν λόγον φησίν· ὅτι δὴ ἐπ’ ἴσης πᾶσιν ἀνθρώποις τὴν σωτηρίαν προὔθηκεν», λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καὶ ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης· «Δικαιοσύνη γὰρ τοῦτο ἐστι τό· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου», πάλι λέγει ὁ Μέγας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ τὴ δικαιοσύνη κήρυξε ὁ Χριστός, τὴ δικαιοσύνη τῆς ἀγάπης. Δὲν μπορεῖ, λοιπόν, κανεὶς νὰ ὁμιλεῖ γιὰ ἀγάπη καὶ νὰ ἔχει χρήματα, νὰ εἶναι πλούσιος, καὶ νὰ τὰ κρατάει ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Οὔτε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τὴ δίκαια μοιρασιὰ τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν·  νὰ μὴν  ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἀνεχθεῖ νὰ πάρει κάτι περισσότερο ὁ ἀδελφός του ἀπ᾽ αὐτόν, ἤ καὶ νὰ χάσει κάτι ἀπὸ τὰ δικά του. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ καὶ ἡ πράξη ὄχι μόνο δὲν δικαιώνει στὸ τέλος τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν καταδικάζει ἐδῶ στὸ ψυχοφθόρο μίσος καὶ μετὰ τὸ θάνατο στὴν αἰώναι κόλαση. Ἀντίθετα ὅποιος προτιμᾶ νὰ ἀδικηθεῖ παρὰ νὰ χάσει τὴν ἀγάπη του, καὶ ἐδῶ ἔχει τὸ μισθὸ τῆς ἀγάπης, μετὰ τὸ θάνατο γίνεται κληρονόμος τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά, λοιπὸν, γιατὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς ἐκκλησίας μας προτιμοῦσαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν δικαίωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
        Ὁ Θεὸς, λοιπόν,  νὰ μᾶς δικαιώσει καὶ ὄχι οἱ ἄνθρωποι. Μᾶς συμφέρει νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι», παρὰ νὰ φύγουμε λυπημένοι ὅπως ἐδῶ ὁ νεανίσκος· «ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά». Ὅσα καὶ νὰ εἶχε ἦταν πολὺ λίγα μπροστὰ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐκεῖνα φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα ἐνῶ τὰ οὐράνια αἰώνια, καὶ ὅμως ἡ φιλαργυρία δὲν τὸν ἄφησε νὰ δεῖ τὸ αἰώνιο συμφέρον του, ἀλλὰ παρήκουσε τὰ λόγια καὶ τὸ κάλεσμα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἀκολούθησε τὸ Χριστό, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ.ιθ΄16-26) Η λύπη ενός πλουσίου



"Εί θέλεις τέλειος
είναι,ύπαγε πώλησόν σου
τά υπάρχοντα καί δός
πτωχοίς...
Ακούσας δέ ό νεανίσκος
τόν λόγον απήλθε
λυπούμενος, ήν γάρ έχων
κτήματα πολλά"



Η λύπη ενός πλουσίου

      Ο πλούσιος νεαρός που συνάντησε το Χριστό για να λάβει επιδοκιμασία για τη ζωή του και να ακούσει πάνω στο τι υστερούσε, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, λυπάται με την απάντηση του Χριστού: «Αν θέλεις να γίνειςτέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό . κι έλα να με ακολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21). Είχε μεγάλη περιουσία και δεν μπορούσε να την αποχωριστεί.

      
Αξίζει να εξετάσουμε τους βαθύτερους λόγους της λύπης του πλούσιου νέου.Λυπήθηκε γιατί ήταν προσκολλημένος στα αγαθά του. Τα θεωρούσε δικά του και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Τα αγαθά είχαν γίνει στοιχείο της ταυτότητάς του. Δεν θεωρούσε ότι η ζωή του θα είχε νόημα εάν δεν είχε τα αγαθά αυτά. Του εξασφάλιζαν άνεση στη ζωή του, την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, την αναγνώριση από τους άλλους. Τα αγαθά ήταν το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της ταυτότητάς του.


       
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι ο Θεός δεν αναγνώριζε τον θρησκευτικό του κόπο. Δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε κλέψει, δεν είχε ψευδομαρτυρήσει, τιμούσε τον πατέρα του και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Τηρούσε δηλαδή τις βασικές εντολές του μωσαϊκού νόμου και θρησκευτικά ήταν άψογος. Είχε την αίσθηση ότι ο Θεός αναγνώριζε τον κόπο του και ότι ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Η θρησκευτικότητά του ήταν έντονη. Σκοπός της όμως ήταν η δικαίωσή του.


       
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι το προαίσθημά του πως κάτι μπορεί να του έλειπε, επιβεβαιώθηκε. Η ερώτηση που θέτει στο Χριστό μαρτυρεί μία υποσυνείδητη φοβία ότι δεν ήταν αρκετή η θρησκευτικότητά του, αλλά ο τέλειος Θεός ήθελε τη τελειότητα και από εκείνον. Και καθώς ακούει τον Χριστό να του απαντά ότι δεν πέτυχε την τελειότητα, όπως την επιθυμούσε, νιώθει ότι η φοβία του είχε ρίζες, με αποτέλεσμα να καταβάλλεται από την λύπη.


      
 Ποια είναι η στάση του απέναντι στη λύπη;
Ο πλούσιος νέος δεν συζητά με το Χριστό, δεν καταθέτει την αντίθεσή του, δεν εξομολογείται τους προβληματισμούς που γεννώνται σ’ αυτόν εξαιτίας της απάντησης του Θεανθρώπου, αλλά φεύγει λυπημένος. Η αντίδρασή του είναι η φυγή και όχι ο αγώνας. Ο Χριστός, με την απάντησή του, βρήκε το κέντρο της καρδιάς του νέου. Και εκείνος κατεβλήθη από την απάντηση, τόσο που φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την αλήθεια.  

  
      Φεύγει από το Πρόσωπο το οποίο του γνωστοποιεί τι αληθινά του λείπει. Σιωπά, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός ξεγύμνωσε την καρδιά του. Και η λύπη τον συνοδεύει, όπως διαφαίνεται από την μετοχή που ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί: «λυπούμενος» και όχι «λυπηθείς». Αποσύρεται με μία μόνιμη λύπη πλέον στην καρδιά του, ανίκανος να πολεμήσει, ανίκανος να πάρει την μεγάλη απόφαση να αποχωριστεί από ό,τι θεωρούσε ότι του έδινε νόημα, ανίκανος να συναντήσει έναν Θεό που ζητά αγάπη ολοκληρωτική και εμπιστοσύνη στη σχέση με τον άνθρωπο και όχι     ψευδαισθήσεις.

       
Τον πλούσιο νέο θυμίζουμε οι άνθρωποι σήμερα, ιδίως όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία. Θεωρούμε πως ο θρησκευτικός μας κόπος είναι αρκετός ενώπιον του Θεού. Όμως η καρδιά μας είναι αλλού προσκολλημένη. Είτε η αγάπη της λέγεται φιληδονία, είτε αγαθά, είτε μόρφωση, είτε εγωισμός, είτε παντογνωσία, είτε εκμετάλλευση, είτε δικαιώματα, η ταυτότητά μας είναι τελικά μακριά από το Θεό. Και όταν έρχεται ο λόγος του Θεού να ξεγυμνώσει την ύπαρξή μας, είτε δια μέσω του Ευαγγελίου είτε δια μέσω προσώπων που μας αγαπούνε και μας λένε αληθινά τι μας συμβαίνει, η συνήθης στάση μας είναι η φυγή, η αποδοκιμασία των προσώπων που μας αποκαλύπτουν το αληθές, η κατάθλιψη γιατί δεν ακούσαμε τον έπαινο, είτε γιατί η πνευματική πραγματικότητα μας δείχνει πόσο απέχουμε από την τελειότητα της σχέσης με το Θεό.


      
 Και κάτι που είναι σημαντικό για τους πνευματικούς πατέρες. Το περιεχόμενο της απάντησης του Χριστού στον πλούσιο νέο ήταν διττό: αρχικά του επεσήμανε τα βασικά που έπρεπε να κάνει, δηλαδή τον θρησκευτικό κόπο. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο νέος ήθελε την πληρότητα της τελειότητας στη ζωή του, απάντησε χωρίς υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις το τι έπρεπε να κάνει. Πόσο έτοιμοι είμαστε οι πνευματικοί πατέρες να δώσουμε αυτό το διττό περιεχόμενο στον λόγο και την διδαχή μας;

    
       Ξεκινώντας από τον εαυτό μας, πόσο τηρούμε τις εντολές του Ευαγγελίου, και, κυρίως, πόσο είμαστε έτοιμοι να αγγίξουμε την καρδιά μας και την καρδιά του άλλου, να δούμε τι είναι αυτό που τελικά μας χωρίζει από την πληρότητα της αγάπης του Θεού;  

       Συνήθως αρκούμαστε σε μία εξωτερική θεώρηση της ζωής και της αποστολής των άλλων, όπως και του εαυτού μας, και δεν τολμούμε να δούμε την αλήθεια, να αφήσουμε την ψυχή μας να φανερωθεί γυμνή ενώπιον του Θεού, ούτε και τολμούμε να είμαστε αληθινοί έναντι των άλλων ή να τους δείξουμε τι τους λείπει, ίσως γιατί κι εμείς δεν θέλουμε να το διαπιστώσουμε στον εαυτό μας. Όμως ο Χριστός μας δείχνει ότι η αλήθεια είναι αυτό που ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο και ότι καλούμαστε να επιλέξουμε την στάση μας έναντί της: αν θα νικηθούμε από την λύπη, την κατάθλιψη, το εγωκεντρικό φρόνημα ή αν θα παλέψουμε να την εφαρμόσουμε.


       
Σ’ έναν κόσμο που ζει μέσα στο ψέμα και προσφέρει υποκατάστατα που δήθεν θα εξαλείψουν κάθε μορφής λύπη, η αλήθεια της πίστης είναι αυτό που καλείται να προσφέρει η Εκκλησία με όλες της τις δυνάμεις. Και η αλήθεια είναι το πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο καθρεφτίζεται η καρδιά μας. 



      Ας μην λησμονούμε ότι η ζωή μας έχει όριο το θάνατο. Τότε τα πάντα μας θα φανούν γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιον του Κριτού και ό,τι αρνηθήκαμε να παραδεχθούμε, εκεί θα φανεί. 

Κυριακή ΙB' Ματθαίου - Η κατάκτηση του ουρανού εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου



(Ματθ. ιθ΄ 16-26)                                   (Α΄ Κορ. ιε 1-11) 
Η κατάκτηση του ουρανού
Απήλθε λυπούμενος
Tο ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού κήρυσσε ο Ιησούς Χριστός σε περιοδείες που έκανε και ερχόταν σε επικοινωνία με το λαό “διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και θεραπεύων πάσαν νόσον”.  Όπου μιλούσε όλοι τον άκουαν με θαυμασμό. Τον πλησίαζαν πονεμένοι άνθρωποι για να θεραπεύσει ασθενείς τους ή για να συζητήσουν μαζί Του. Εκείνος βέβαια άλλους ευεργετούσε, ενώ σε άλλους έλεγε: “ουκ οίδατε τι αιτείσθε”.  Ανάμεσα σ΄ εκείνους που πλησίασαν τον Χριστό ήταν και ένας νέος που πήγε κοντά Του για να πληροφορηθεί πώς θα μπορέσει να κληρονομήσει την αιώνια ζωή.  Τα πρώτα λόγια του έδειχναν ότι τον συνείχε ιερός πόθος.  Μάλλον όμως θα σκέφθηκε να δοκιμάσει τί απάντηση θα του έδινε ο Χριστός.  Αυτό μαρτυρεί ότι η διάθεση του δεν ήταν ειλικρινής, αγνή και άδολη. Την εκδοχή αυτή στηρίζει και η αντίδραση του νέου στην υπόδειξη του Χριστού.  Μόλις την άκουσε, “απήλθε λυπούμενος”, δηλαδή σταμάτησε την προσπάθεια του και απομακρύνθηκε οριστικά από τον Ιησού.

Η αυτογνωσία
Αν προσέξουμε αυτό που είπε ο νέος, ότι δηλαδή έχει τηρήσει σε όλη του τη ζωή το νόμο του Θεού, τότε θα αντιληφθούμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του.  Αυτό που είπε φανερώνει έλλειψη αυτοκριτικής και αυτογνωσίας, όπως και άγνοια της σωστής στάσης που θα έπρεπε να τηρεί.  Ανάλογες περιπτώσεις συναντούμε πολύ τακτικά. Όταν δηλαδή κάποιοι ισχυρίζονται ότι τηρούν όλα στην εντέλεια και καυχώνται ότι είναι πολύ καλοί χριστιανοί, χωρίς να βαρύνονται από αμαρτίες, τότε διερωτάται κάποιος κατά πόσον έχουν συναίσθηση για τα όσα λένε.  Τα βιώματα αυτών των ανθρώπων πρέπει να είναι εντελώς επιφανειακά και να μήν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο.  Πρέπει δηλαδή να έχουν λανθασμένη γνώση της πίστεως και έλλειψη στοιχειώδους αυτογνωσίας.  Ο Κύριος, ως παντογνώστης, γνώριζε πολύ καλά τον εσωτερικό κόσμο του συνομιλητή του.  Πρόσεξε όσα του ανέφερε και θέλησε να το βοηθήσει.  Του είπε πρώτα: “Σου λείπει ακόμη ένα”. Και πρόσθεσε τι έπρεπε να προσέξει: “Πήγαινε, πούλησε όλα όσα έχεις, μοίρασέ τα στους φτωχούς και τότε έλα κοντά μου”.  Αυτό το “ένα” ήταν πολύ δύσκολο στο νέο.  Ήταν μια σοβαρή αδυναμία που επισκίαζε ότι είχε επιτύχει.  Κάτι ανάλογο όμως μπορεί να συμβαίνει και με μας.  Σκαλώνουμε ίσως σε μια εντολή και φρονούμε ότι δεν μπορούμε να την τηρήσουμε.  Για το χριστιανό όμως δεν υπάρχει τίποτε που είναι αδύνατο.  Ο Κύριος διαβεβαιώνει: “πάντα δυνατά τω πιστεύοντι”.  Γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη, την οποία προσφέρει στον άνθρωπο αλλά και την απαιτεί από εκείνον.  Την αρετή ποτέ δεν την αντικαθιστά μια άλλη.  Όταν λείπει, μένει ένα μεγάλο κενό.  Είναι δυνατό ένα πλοίο να ξεκινήσει όταν και ένα μόνο παλαμάρι του είναι δεμένο στο μόλο;  Το ίδιο συμβαίνει στην πνευματική μας ζωή.  Ο συνομιλητής του Χριστού ήταν δεμένος στη γη με ένα “παλαμάρι”, με τον πλούτο.  Ξεκίνησε λοιπόν για την κατάκτηση του ουρανού, αλλά το “παλαμάρι” του δεν τον άφησε να προχωρήσει και να εκπληρώσει το στόχο του.
Αγαπητοί αδελφοί, ας προσέξουμε εμείς να μην αφήσουμε τον εαυτό μας να βρίσκεται προσδεδεμένος στις μέριμνες και τις φροντίδες της ζωής, αλλά ας τον αφήσουμε να ανοίξει τις φτερούγες του για να πετάξει σε ουράνιους προσανατολισμούς. Επιβάλλεται να εναποθέσουμε με πλήρη εμπιστοσύνη τον εαυτό μας στην αγάπη του Θεού και να ακολουθούμε πιστά το θέλημά Του. Ο προσανατολισμός της ένωσής μας με τον Θεό δεν θα πρέπει ποτέ να χάνεται μπροστά στις οποιεσδήποτε βιοτικές μέριμνες και τα υλικά αγαθά που πολλές φορές αποσπούν την προσοχή μας και μας εκτρέπουν από αυτόν. Η πορεία μας στην αγάπη του Θεού δίνει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν πραγματικά ευτυχισμένο τον άνθρωπο και τον αφήνουν να χαίρεται όλα εκείνα τα αγαθά που του προσφέρει ο Κύριός του. Ας προσέξουμε λοιπόν να ιεραρχούμε σωστά τις αξίες στη ζωή μας. Ύψιστη αξία είναι η ένωσή μας με τον Θεό.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ π. Γεώργιος Δορμπαράκης




«ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος∙ ην γαρ έχων κτήματα πολλά».

Μία πολύ αξιοσυμπάθητη περίπτωση ανθρώπου καταγράφει το σημερινό ευαγγέλιο. Έναν νεαρό, ο οποίος πλησιάζει τον Κύριο, προκειμένου Αυτός ως διδάσκαλος να τον καθοδηγήσει στην είσοδό του στη βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος τον παραπέμπει στις εντολές της Μωσαϊκής νομοθεσίας, και όταν αυτός επιμένει, λέγοντας ότι αυτές τις τηρεί εκ νεότητός του, ο Κύριος τον προσανατολίζει στην τελειότητα: να ακολουθεί Εκείνον, κάνοντας πέρα όλα τα υλικά αγαθά του. Η αντίδραση του νεαρού είναι απογοητευτική: «ακούσας τον λόγον απήλθε λυπούμενος». Γιατί είχε πολλά κτήματα, είχε πολλά υλικά αγαθά.

1. Ο νεαρός δεν φαινόταν να κοροϊδεύει τον Κύριο, όπως σε μία παρόμοια περίπτωση ενός νομοδιδασκάλου, ο οποίος Τον πλησίασε «πειράζων Αυτόν». Μολονότι το ερώτημα και των δύο είναι το ίδιο: η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού, εδώ έχουμε μία εκ πρώτης όψεως γνήσια αναζήτηση. Διότι ο νεανίσκος και πιστεύει στον Θεό και κάνει έναν «πνευματικό» αγώνα, με την τήρηση του Νόμου, πυρήνας του οποίου ήταν οι Δέκα Εντολές. «Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου». Παρ’ όλον όμως τον αγώνα του αυτόν, διεπίστωνε στο βάθος της ψυχής του ότι η καρδιά του δεν γέμιζε. Ένιωθε ότι υπολείπεται σε κάτι, το οποίο θα του έδινε την ώθηση να ζήσει σε πληρότητα τη χάρη του Θεού. Για τα δεδομένα βεβαίως της πίστεώς μας, η έλλειψη αυτή είναι δικαιολογημένη: η πλήρωση της καρδιάς, αυτό που ολοκληρώνει τον άνθρωπο έρχεται μόνον εν Χριστώ. Ο Χριστός είναι Εκείνος που επαναφέρει τον άνθρωπο στην κανονική πορεία του, αυτήν για την οποία είχε δημιουργηθεί από τον Θεό. Ο Μωσαϊκός Νόμος, οι Προφήτες, η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή, αποτελούσαν το προκαταρκτικό στάδιο ετοιμασίας προς αποδοχή του Χριστού. Η Παλαιά Διαθήκη, μέσα στην οποία βρισκόταν και ο νεαρός αυτός, είχε το νόημα της διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. «Ώστε ο Νόμος παιδαγωγός ημίν γέγονεν εις Χριστόν».

2. Η αναζήτηση όμως του νεαρού για τη Βασιλεία του Θεού, μετά την επισήμανση του Κυρίου, τελικώς φαίνεται ότι δεν ήταν και τόσο γνήσια. Και τούτο γιατί στον προσανατολισμό που του δίνει ο Κύριος, εκείνος αντιδρά: υπάρχει κάτι που τον δένει στη γη, υπάρχει ένα «βαρίδι» στη ζωή του. Κι αυτό, όπως φανερώνεται στη συνέχεια, ήταν τα πολλά υλικά αγαθά του, τα πλούτη του. Αν ο νεαρός είχε ως προτεραιότητα τη σχέση του με τον Θεό, την ένταξή του στη Βασιλεία Εκείνου, θα ανέτρεπε τα πάντα στη ζωή του, προκειμένου να το επιτύχει. Με άλλα λόγια, η διαπαιδαγώγηση του Νόμου σ’ αυτόν δεν κατέληξε στον σκοπό της: την εύρεση του Χριστού. Στην πρόσκληση του Ίδιου να Τον ακολουθήσει, εκεί που παρέπεμπε ο Νόμος,
τον οποίο φαινόταν ότι ο νεαρός τηρεί, αυτός έστρεψε τα νώτα και έφυγε. Ο λόγος του Χριστού λειτούργησε προκλητικά και αφυπνιστικά, για να φανερωθεί ο βαθύτερος και αληθινός εαυτός του. Μία αντίδραση εντελώς διαφορετική από εκείνην που συναντάμε στους γνήσιους αναζητητές, όπως το είδαμε στους μαθητές του Κυρίου: «αφέντες άπαντα ηκολούθησαν Αυτώ».


3. Έτσι με την περίπτωση του νεανίσκου σήμερα έρχεται ανάγλυφα ενώπιόν μας το φαινόμενο του ψευδούς και αληθινού εαυτού. Ο νεαρός πιστεύει ότι ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ίσως να έχει τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσει τη Βασιλεία του Θεού – τι άλλο να σημαίνει η ερώτησή του: «τι άλλο υστερώ;» - ζει επομένως σ’ ένα φαντασιακό επίπεδο, το οποίο συναντάμε στους Φαρισαίους της εποχής του Χριστού, όπως και στους Φαρισαίους της κάθε εποχής. Ο ψευδής εαυτός του έχει κατακλύσει τη συνείδησή του και αυτόν βιώνει ως πραγματικότητα. Η αλήθεια όμως τελικώς πόρρω απέχει από αυτόν. Όπως είπαμε, έρχεται ο λόγος του Χριστού, για να τον βγάλει από την πλάνη: Θεός του αληθινός ήταν τα πολλά κτήματά του, αυτά συνιστούσαν την προτεραιότητά του, μπροστά στα οποία όλα τα υπόλοιπα έρχονταν δεύτερα. Ο αληθινός του εαυτός δηλαδή δούλευε με συνέπεια στην ειδωλολατρία. Η επισήμανση του Κυρίου, «όπου ο θησαυρός ημών, εκεί και η καρδία ημών έσται», βρίσκει στον νεαρό την πλήρη εκπλήρωσή της.

4. Η κατάσταση αυτή συνιστά και τη μεγαλύτερη τραγικότητα του ανθρώπου: ο άνθρωπος «πετάει» κυριολεκτικά στα σύννεφα. Νιώθει ότι έχει τον Θεό, και ο Θεός απέχει εντελώς από αυτόν. Νιώθει βέβαιος και παραπαίει. Το ακόμη τραγικότερο όμως για τον νεαρό του Ευαγγελίου είναι το γεγονός ότι του δίνεται η ευκαιρία να «προσγειωθεί», να βρει τον εαυτό του και με τον τρόπο αυτό να βρει και τον Θεό, αλλά αυτός απορρίπτει την ευκαιρία. Ο λόγος του Χριστού ήταν η ώρα της χάρης γι’ αυτόν, δηλαδή η ώρα της μετανοίας του. Αν τον αποδεχόταν, θα γινόταν μέτοχος της βασιλείας του Θεού, θα γινόταν άγιος. Δεν το έκανε, γιατί όπως είπαμε, τελικώς δεν είχε γνήσια αναζήτηση: ζούσε στην επιφανειακότητα μίας απλής θρησκευτικής ζωής. Γι’ αυτό βεβαίως και το αδιέξοδο που ζούσε και που τον οδήγησε στην προσέγγιση, ανεπιτυχώς όμως, του Χριστού.

5. Ο νεανίσκος του Ευαγγελίου δυστυχώς αποτελεί τον τύπο και για πολλούς από εμάς τους θεωρούμενους χριστιανούς. Πόσοι από τους χριστιανούς δεν ζούμε στο επίπεδο ενός ψεύτικου εαυτού, δεν νομίζουμε δηλαδή ότι πορευόμαστε σωστά και έχουμε τον Θεό και τους αγίους μαζί μας, διότι προσευχόμαστε, διότι εκκλησιαζόμαστε, διότι κοινωνούμε ίσως, διότι κάνουμε κάποιες ελεημοσύνες, ενώ η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική; Κι αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε, αν ελέγξουμε τον εαυτό μας σ’ αυτά που αποτελούν κεντρικά πάθη της ανθρώπινης ύπαρξης: στη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, τους κλάδους του εφάμαρτου εγωισμού. Ο νεαρός του ευαγγελίου διακατεχόταν από το πάθος της φιλαργυρίας και της φιλοκτημοσύνης: τα υλικά αγαθά του ήταν το «βαρίδι» της ψυχής του. Σε άλλον το «βαρίδι» αυτό μπορεί να είναι η φιληδονία του, με όλες τις διακλαδώσεις της, της λαιμαργίας, της γαστριμαργίας, της λαγνείας, της πορνείας, της μοιχείας, της τεμπελιάς. Σε άλλον το «βαρίδι» μπορεί να είναι η φιλοδοξία του, ως κενοδοξία, ως υπερηφάνεια, ως τάση αγωνιώδους αποδοχής από τους άλλους, ως κατακτητικότητα, ως φιλαρχία και αρχομανία. Ο καθένας πρέπει να κοιτάξει μέσα του και να επισημάνει το δικό του πάθος, το δικό του βάρος που τον δένει εμπαθώς με τον κόσμο τούτο. Ο λόγος του Χριστού λειτουργεί για όλους και για όλες τις περιπτώσεις αφυπνιστικός, κοφτερός, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν», που αποκαλύπτει τον αληθινό εαυτό μας. Όσο θα βάζουμε τον εαυτό μας πάνω σ’ αυτόν τον λόγο, τόσο θα καθαρίζει το βλέμμα μας και το έδαφος μπροστά στα πόδια μας. Ο προσανατολισμός είναι σαφής: η τελειότητά μας ως ακολουθία του Χριστού. Αυτό ζει η Εκκλησία μας και αυτό είναι το έργο της. Πόσοι από εμάς είναι έτοιμοι να το ακολουθήσουν;

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...