Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2012

Κυριακή Β Λουκά ΑΓΑΠΩ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΟΥΝΕ; π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός



Γιατί οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αγαπούμε μόνο αυτούς που μας αγαπούνε; Ο Χριστός αναφέρει στο ευαγγέλιο του Λουκά ότι «οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν» και ζητά από τους χριστιανούς «να αγαπούν τους εχθρούς τους», νικώντας την τάση που ο άνθρωπος έχει αναπτυγμένη μέσα του για την ωφέλεια και το συμφέρον του (Λουκ. 6, 32 και 35). Και αναφέρει ότι όσοι νικήσουν το συμφέρον και την ωφέλεια θα λάβουν χάρη, εύνοια, ευλογία από το Θεό.
Είναι σημείο της απομάκρυνσης, της πτώσης του ανθρώπου από τη σχέση με το Θεό, η αγάπη μόνο σ’ αυτούς που μας αγαπούν. Και δεν είναι εύκολη η ανατροπή αυτής της στάσης. Ο άνθρωπος δεν διδάσκεται εύκολα από παραδείγματα. Έχοντας απομακρυνθεί από το Θεό και τη σχέση μαζί Του, είναι συνήθως πρόθυμος να αγαπήσει και να αποδεχθεί αυτούς που τον αγαπούνε, αυτούς που ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του, αυτούς με τους οποίους τα συμφέροντά του ταυτίζονται. Όταν όμως διαπιστώνει ότι εκείνοι ή άλλοι άνθρωποι δεν βλέπουν τον κόσμο με τις δικές του προοπτικές, δεν βλέπουν τον ίδιο όπως εκείνος τον εαυτό του, τότε ο άνθρωπος δυσκολεύεται να τους αγαπήσει. Και το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο, όταν οι άλλοι αναπτύσσουν εχθρότητα έναντί του. Όταν χτίζουν διαφορές, όταν οι συμπεριφορές τους είναι προσβλητικές, όταν κοιτούν να τον εκμεταλλευτούν, όταν αντί του μάνα του ανταποδίδουν χολή, όταν του κάνουν ή θέλουν να του κάνουν κακό, τότε ο καθένας μας νιώθει ότι δυσκολεύεται να αγαπήσει, να συγχωρήσει, να παλέψει με τους λογισμούς του εναντίον των προσώπων που του δυσκολεύουν τη ζωή.
Το πνεύμα της εκκοσμίκευσης θεωρεί φυσική την αγάπη μόνο σε όσους μας αγαπούνε. Θεωρεί δικαίωμα του ανθρώπου την ανταπόδοση της κακής συμπεριφοράς, την εκδίκηση έναντι όλων όσων αδικούν. Ο πολιτισμός μας, μέσα από την τέχνη, αλλά και τη νοοτροπία που τον χαρακτηρίζει, προτείνει την βία εναντίον όλων όσων μας στερούν από τα προνόμιά μας ή την έκθρεψη κακών λογισμών εναντίον τους. Είναι ανθρώπινη η στάση, όταν μάλιστα η συμπεριφορά των άλλων συνοδεύεται από τον πόνο που προκαλείται από αυτήν. Και θεωρείται εκτός πραγματικότητας η μακροθυμία, η συγχώρεση και κυρίως η αγάπη για όσους μας αδικούν ή μας εχθρεύονται.
Αγάπη σημαίνει κατανόηση της αμαρτίας στην οποία βρίσκονται όσοι μας αδικούνε. Ταυτόχρονα, αγάπη σημαίνει κατανόηση ότι κι εμείς είμαστε υπαίτιοι για την εχθρότητα των άλλων. Όχι μόνο για το λόγο ότι ίσως με τη στάση μας τους δυσκολέψαμε ή οδηγήσαμε τη ζωή μας σε σύγκρουση μαζί τους, αλλά και γιατί η αδικία και η εχθρότητα μας δείχνει τα αληθινά μας μέτρα. Μας κρατά ταπεινούς. Μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι, όσο κι αν προσπαθήσουμε , δεν μπορούμε να έχουμε πάντοτε ευχαριστημένους τους άλλους. Ότι δεν είναι οι άλλοι, όπως τους θέλουμε εμείς. Ότι δεν είμαστε εμείς όπως μας θέλουν οι άλλοι. Κι αυτό είναι αφορμή ταπεινώσεως για τον εαυτό μας. Ενίοτε υπάρχει και ο φθόνος του διαβόλου και η κακία που οι ανθρώπινοι χαρακτήρες έχουν επιλέξει ως στάση ζωής, που δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Ενίοτε, τα συμφέροντα των άλλων είναι τόσο ισχυρά, που απαιτούν τη συντριβή μας, μόνο και μόνο γιατί τους ενοχλεί η παρουσία μας.
Η Εκκλησία στην ακολουθία του μεσονυκτικού και στην ακολουθία του αποδείπνου, δηλαδή στην πρώτη και τελευταία ακολουθία της κάθε ημέρας, αναπέμπει μία δέηση: "υπέρ των μισούντων και αγαπώντων ημάς". Ταυτόχρονα, έχει επικρατήσει στη Θεία Λειτουργία, λίγο πριν την Μεγάλη Είσοδο, ο ιερέας να βγαίνει στη ωραία πύλη και να στρέφεται προς τους πιστούς κάνοντας σχήμα και λέγοντας «τοις μισούσι και αδικούσιν ημάς ο Θεός συγχώρησον». Αλλά και πριν τη Θεία Κοινωνία, η Εκκλησία ζητά την ειρήνη για τον κάθε χριστιανό, όπως και να προσέλθει να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων, αφού καταλλαγεί μ’ αυτούς που τον λυπούνε, «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Όλες αυτές οι αναφορές δεν είναι τυχαίες. Αποτελούν μία πρόσκληση στον κάθε χριστιανό να θυμηθεί τα λόγια του Χριστού στο ευαγγέλιο και να στραφεί προς τον εαυτό του, όχι κάνοντάς του ηθικές παραινέσεις και κήρυγμα, αλλά υπενθυμίζοντάς του την ανάγκη για μία οντολογική αλλαγή, μεταμόρφωση της ύπαρξης και της πορείας του μέσω της κοινωνίας με το Χριστό.
Τύπος του χριστιανού είναι ο Θεάνθρωπος Κύριός μας. Αυτός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, για να μας δείξει ότι είναι εφικτή η κοινωνία με το Θεό, είναι εφικτή η αλλαγή της καρδιάς και της ζωής μας και η θέαση του κόσμου και των ανθρώπων, άρα και των σχέσεων με τους άλλους με διαφορετική προοπτική. Γιατί ο Χριστός συγχώρεσε τους σταυρωτές Του. Συγχώρεσε όλους όσους Τον απέρριψαν. Συγχώρησε όλους τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Και όχι μόνο τους πριν από τον ερχομό Του ή εκείνους που συνυπήρξαν μαζί Του. Ο Χριστός συγχώρεσε εκ των προτέρων όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Επειδή όμως ο κάθε άνθρωπος έχει την ελευθερία του ως χαρακτηριστικό και δωρεά από το Θεό, επαφίεται σ’ αυτόν αν θα καταστήσει ενεργή την συγχώρεση του Θεού. Η κίνηση που χρειάζεται ο άνθρωπος να κάνει περιλαμβάνεται στην Κυριακή προσευχή: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». «Λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει» (Α’ Πέτρ. 2, 23) ο Κύριός μας. Και όχι μόνο δεν ανταπέδιδε το κακό στους εχθρούς Του, αλλά τους συγχωρούσε και προσευχόταν γι’ αυτούς. Είναι μία στάση ουτοπίας για τους πολλούς. Όμως αποτελεί τελικά και την πρόταση αληθινής ζωής της Εκκλησίας στον κόσμο και τους ανθρώπους. Να παλέψουμε να αγαπήσουμε αυτούς που μας πολεμούν ποικιλοτρόπως. Και η χάρις του Θεού θα δώσει στην ψυχή μας δύναμη, όπως επίσης και η αίσθηση ότι αυτός ο δρόμος δεν είναι μάταιος. Μπορεί να είναι ακάνθινος, αλλά, τελικά, είναι αληθινά αναστάσιμος.
Στην εποχή μας χωρίζουμε τους ανθρώπους σε δικούς μας και ξένους. Δημιουργούμε εχθρούς, για να δικαιολογούμε την ύπαρξή μας, την προσωπικότητά μας, την ιδεολογική μας ένταξη. Η Εκκλησία, χωρίς να αρνείται την διαφορετικότητα των ανθρώπων, δεν θα πάψει να ζητά την εφαρμογή των λόγων του Χριστού, δηλαδή την αγάπη και προς τους εχθρούς, είτε αυτή εκφράζεται με τη συγχωρητικότητα, είτε με την προσευχή μας γι’ αυτούς, είτε με την κατανόηση των δυσκολιών τους και την ταπεινότητα του εαυτού μας. Όσο κι αν η οδός αυτή είναι δύσβατη, είναι αληθινά Χριστοκεντρική και Χριστομίμητη. Και ταυτόχρονα, οδός αιώνιας ζωής και κοινωνίας με το Θεό. Η οδός της γνήσιας ανθρωπιάς, που περνά μέσα από την πίστη.

Κέρκυρα, 30 Σεπτεμβρίου 2012 

Κυριακὴ Δεκατη Ἕκτη (Β΄ Κορινθ. στ΄1-10) + Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος




 
5 Φεβρουαρίου 1967


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα εἶναι, καθὼς καὶ τὸ ἀκούσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο, περικοπὴ ἀπὸ τὴ δεύτερη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅπως κι ἄλλη φορὰ τὸ εἴπαμε, ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου εἶναι πάντα πυκνὸς καὶ τὸ ὕφος του σ\' ἐτούτη τὴν ἐπιστολὴ παρὰ στὶς ἄλλες εἶναι περισσότερο προσωπικό, γι\' αὐτὸ καὶ δύσκολα μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴ συνέχεια τοῦ λόγου καὶ νὰ βαθύνουμε στὰ νοήματά του. Ἂς προσπαθήσουμε ὅμως καὶ τώρα νὰ ἀποδώσουμε ὅσο μᾶς εἶναι δυνατὸ πιὸ πιστὰ καὶ πιὸ ζωντανὰ στὴ γλώσσα μας τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ κείμενο.

Ἀδελφοί, ἐπειδὴ ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι συνεργοῦμε στὴ σωτηρία σας, γι\' αὐτὸ καὶ παρακαλοῦμε νὰ μὴν πάη ἄδικα σὲ σᾶς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δεχθήκατε. Λέγει δὲ ἡ Γραφὴ· «Στὸν καιρὸ τὸν κατάλληλο ἔσκυψα καὶ σὲ ἄκουσα καὶ στὴν ἡμέρα ποὺ ἦταν γιὰ νὰ σωθῆς σὲ βοήθησα». Νά, τώρα εἶναι αὐτὸς ὁ κατάλληλος καιρός· νά, τώρα εἶναι αὐτὴ ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Συνεργοῦμε λοιπὸν καὶ παρακαλοῦμε, καὶ νὰ πῶς. Δὲν δίνομε σὲ κανέναν τὴν παραμικρὴ ἀφορμή, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθῆ τὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ σὲ ὅλα παρουσιάζουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀποδείχνουμε πὼς εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, μὲ πολλὴ ὑπομονή, μὲ στερήσεις, μὲ στενοχώριες, μὲ ξύλο, μὲ φυλακές, μὲ μετακινήσεις ἐδῶ ἐκεῖ χωρὶς σταμάτημα, μὲ κόπους, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ πείνα, μὲ ἁγνότητα, μὲ φρόνηση, μὲ μακροθυμία, μὲ καλωσύνη, μὲ πνεῦμα ἅγιο, μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη, μὲ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερά, μὲ δόξα καὶ μὲ ἀτιμία, μὲ κακὴ καὶ μὲ καλὴ φήμη· σὰν ἀπατεῶνες καὶ σὰν εἰλικρινεῖς, σὰν τελείως ἄγνωστοι καὶ σὰν πολὺ γνωστοί, σὰν καὶ νὰ πεθαίνουμε κι ὅμως νὰ ποὺ ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ ζωὴ· σὰν καὶ νὰ πνιγώμαστε στὴ λύπη, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε πάντα γεμάτοι χαρά· σὰν φτωχοί, ἐνῶ ἀπὸ μᾶς πολλοὶ γίνονται πλούσιοι· σὰν καὶ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα, ἐνῶ ἐμεῖς κατέχουμε τὰ πάντα.

Μιλάει λοιπὸν σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ μακάριος Παῦλος γιὰ τὸ ἔργο καὶ γιὰ τὴ θέση τῶν Ἀποστόλων στὸν κόσμο. Γιὰ ἕνα ἔργο, ποὺ σὰν αὐτὸ μεγάλο δὲν εἶν\' ἄλλο. Τί παραπάνω ἀπὸ τὸ νὰ εἶσαι συνεργάτης τοῦ Θεοῦ στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Καὶ γιὰ μία θέση, ποὺ σὰν αὐτὴ πιὸ δύσκολη δὲν εἶν\' ἄλλη. Ποιὸς ἀντέχει σ\' ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ ποιὸς νικάει ὅλα τὰ ἐμπόδια, ὅπου γι\' αὐτὰ μιλάει σήμερα καὶ γράφει ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ; Δὲν πρόκειται βέβαια γιὰ σωματικὴ ἀντοχή, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ λιγώτερο καὶ τὸ τελευταῖο, ὅπου δὲν τὸ ἔχουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ὅπου περισσότερο ἀπ\' ὅλους δὲν τὸ εἶχε ὁ ἅγιος Παῦλος. Πρόκειται γιὰ εὐψυχία, γιὰ συνείδηση χρέους, γιὰ συναίσθηση εὐθύνης, γιὰ πνεῦμα αὐταπαρνήσεως καὶ θυσίας, γιὰ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Ἀνάσταση. Χωρὶς αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται. Κι ὅλες αὐτὲς πάλι δὲν εἶναι ἀνθρώπινες δυνάμεις, μὰ εἶναι καρποφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἀγρὸ τῆς ἀνθρώπινης προαιρέσεως. Οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅ,τι λέμε δυνατοὶ ἄνθρωποι, μὰ εἶναι πήλινα σκεύη τοῦ δυνατοῦ Θεοῦ. Μελετώντας τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ κείμενο, ξαναθυμώμαστε τὶς ἀφορμὲς ποὺ εἶχε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ γράφη ἔτσι στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, καθὼς τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστολὲς πρὸς Κορινθίους ποὺ ἔχουμε στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἐπειδὴ βέβαια ὁ Ἀπόστολος, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν ἔγραφε γιὰ νὰ γράψη, μὰ γιατί κάποια σπουδαῖα ζητήματα ἀπασχολοῦσαν τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ. Γιατί δὲν ἔφθαναν οἱ κόποι γιὰ νὰ ἱδρυθῆ μόνο μία Ἐκκλησία, ἦταν ἀνάγκη καὶ νὰ ὀργανωθῆ καὶ χρειαζότανε πολλὴ φροντίδα, γιὰ νὰ μποῦν σὲ σειρὰ καὶ τάξη ἐκκλησιαστικὴ ἄνθρωποι ποὺ ἔφερναν μαζί τους πολλὲς κακὲς συνήθειες ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή τους καὶ ποὺ πρὶν ἀπ\' ὅλα εἶχαν τὴν κακὴ παράδοση τοῦ κομματισμοῦ καὶ ἦσαν καὶ τώρα χωρισμένοι σὲ φατρίες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ φθάνουν μερικοὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζουνε τὸν Παῦλο γιὰ ἀληθινὸ Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ στηρίξη τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα, ἀναγκαζότανε νὰ παρακαλῆ καὶ νὰ ἀπολογῆται, καὶ πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς δώση νὰ καταλάβουν ποιὸ εἶναι τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα, ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τῶν ἀληθινῶν Ἀποστόλων καὶ ποιὰ εἶναι ἡ θέση τους στὸν κόσμο, καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν χριστιανῶν γενικά. Γιατί καὶ σὲ κεῖνο τὸν καιρὸ καὶ πάντα οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους προσέχουνε καὶ θαυμάζουν ὅ,τι βλέπουν στὴν ἐπιφάνεια, καὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη, γιατί τοὺς λείπει ἡ διάθεση, νὰ βαθύνουνε στὴν οὐσία καὶ στὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Ἔρχονται ὕστερα οἱ δημαγωγοί, εἴτε πολιτικοὶ εἴτε ἐκκλησιαστικοὶ εἶναι αὐτοί, καὶ τοὺς κερδίζουν μὲ φανταχτεροὺς τρόπους καὶ μὲ παχιὰ λόγια, κι αὐτοὶ τότε ἀφήνουνε τοὺς γνήσιους ἀποστόλους, παρατοῦνε τοὺς πραγματικοὺς ποιμένας, διώχνουνε τοὺς ἀληθινοὺς ἡγέτες καὶ τρέχουνε πίσω ἀπὸ κείνους ποὺ καπηλεύουνε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο· τὴν ἐλευθερία, τὴ δικαιοσύνη, τὴν εἰρήνη, τὴν πίστη κι ὅλα τὰ ἰδανικά.

Οἱ ἀληθινοὶ τότε ἀπόστολοι καὶ ποιμένες τοῦ λαοῦ βρίσκονται σὲ δύσκολη θέση, γιατί αὐτοὶ δὲν ξέρουν καὶ δὲν θέλουνε νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ μέσα τῶν δημαγωγῶν. Τότε λοιπὸν ὁπλίζονται μὲ πολλὴ πίστη καὶ μὲ μεγάλη ὑπομονὴ καὶ παρακαλοῦν. Αὐτὸ τὸ «παρακαλοῦμεν», ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι πιὸ ἀνδρεῖο καὶ πιὸ δυνατὸ ἀπ\' ὅλες τὶς διαταγὲς καὶ τοὺς δικτατορικοὺς ἐξαναγκασμούς, εἴτε τῶν καισάρων εἴτε τοῦ ὄχλου. Γιατί δὲν εἶναι μόνο οἱ καίσαρες ποὺ ἐξαναγκάζουν δικτατορικά τοὺς λαούς, εἶναι καὶ οἱ λαοί, ποὺ ὅταν μεταπέσουν σὲ ὄχλους, ἐπιβάλλουνε τοὺς δικτατορικοὺς των ἐξαναγκασμούς.

Μὰ δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ἱερώτερη ἀποστολὴ καὶ μεγαλύτερη ἐξουσία καὶ δύναμη παρὰ νὰ συνεργάζεσαι μὲ τὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, κι ὅταν πολλοὶ γύρω τοὺς ἐξαπατοῦν, ἐσὺ νὰ τοὺς παρακαλῆς γιὰ νὰ καταλάβουν τὸ ἀληθινό τους συμφέρον. Ἐδῶ πιὰ δὲν σοῦ χρειάζονται τὰ ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια μέσα, ὅπου μ\' αὐτὰ ἐπιβάλλονται τὰ ἐγκόσμια καθεστῶτα, γιατί ἔχεις βοηθὸ καὶ συνεργό σου τὸ Θεὸ καὶ γιατί δὲν πᾶς νὰ ἐπιβληθῆς, μὰ νὰ ἔχης τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῶν ἀνθρώπων.

Ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, oἱ ἀληθινοὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ γνήσιοι ποιμένες, ὄχι μόνο παρακαλοῦν μὰ καὶ ἀπολογοῦνται. Χαρὰ τους τὸ ἔχουν νὰ βρεθοῦνε στὴν ἀνάγκη ν\' ἀπολογηθοῦν, ἂν καὶ ὅ,τι ἔχουν γιὰ νὰ ποῦν τὸ λένε μὲ πολὺν κόπο. Μία ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου εἶναι καὶ ἡ σημερινὴ περικοπὴ στὴ συνέχεια της μετὰ ἀπὸ τὰ πρῶτα λόγια. Καὶ βλέπουμε σὲ τούτη τὴν ἀπολογία τί, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ἀληθινοὶ ἀπόστολοι καὶ πῶς φαίνονται στὰ μάτια τοῦ κόσμου. Αὐτὸς ὁ κόσμος, καὶ τότε ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος καὶ τώρα, δὲν εἶναι μόνο οἱ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἄνθρωποι, οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἀντίχριστοι. Εἶναι πολλὲς φορὲς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μπήκανε στὴν ἱερὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ καὶ κουβαλᾶνε μαζί τους πολλὲς κακίες τοῦ ἔξω κόσμου καὶ δὲν κατάλαβαν ἀκόμα τί πνεῦμα καὶ τί νοοτροπία πρέπει νὰ \'χουν οἱ χριστιανοί. Οἱ ἔξω στ\' ἀλήθεια ποτὲ δὲν βλάφτουν, γιατί ὅσο αὐτοὶ διώκουνε τόσο καὶ δοξάζεται ἡ Ἐκκλησία. Μὰ οἱ μέσα κάνουν πάντα μεγάλη ζημία καὶ καταστροφή, γιατί γίνονται αἰτία νὰ διχάζεται καὶ νὰ διαιρῆται ἡ Ἐκκλησία, ὅταν φθάνουν ν\' ἀρνιοῦνται τὴ θέση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τῶν ποιμένων. Τότε ὅλα γίνονται ἀνωκάτω, χάνεται ἡ τάξη, ἡ πειθαρχία καὶ ἡ ἑνότητα καὶ διαλύεται ἡ Ἐκκλησία. Τότε γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ποιμένας δὲν μένει ἄλλο παρὰ νὰ παρακαλοῦν καὶ νὰ ἀπολογοῦνται, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη γλώσσα ἀπὸ τούτη ποὺ μιλάει σήμερα ὁ Ἀπόστολος, καὶ ποὺ μακάρι νὰ ἦταν στὴν εὐχάριστη θέση νὰ τὴν μιλᾶνε πάντα ὅλοι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ἴδια παρρησία καὶ μὲ τὰ ἴσα δικαιώματα ποὺ τὴν μιλοῦσε ὁ μακάριος Παῦλος. Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας, ποὺ καὶ τὴν ἀποστολὴ του ξέρει καὶ τὸ ἔργο του ἀγαπᾶ, ποὺ καὶ τὶς εὐθύνες του αἰσθάνεται καὶ τὸ λαὸ πονάει, ποὺ καὶ γιὰ τὰ δικά του ἁμαρτήματα κλαίει καὶ γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ ἁγνοήματα λυπᾶται, ὁ ἀληθινὸς λοιπὸν ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἴδια γλώσσα ἔχει νὰ μιλήση καὶ σήμερα πρὸς τοὺς ἐσωτερικὰ ἀπειθάρχητους κι ἐξωτερικὰ σκαιοὺς ἀνθρώπους, παίρνοντας τὰ λόγια του ἀπὸ τὴ γραφὴ τοῦ Ἀποστόλου.

Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, ξέρω τί σοῦ λένε ἐκεῖνοι ποὺ σὲ ξεσηκώνουν, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοὶ κι ὅποια μέσα κι ἂν χρησιμοποιοῦν. Σὲ ὅσα σοῦ λένε ἐκεῖνοι ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ σοῦ πῶ, πὼς ἂν καὶ ἀνάξιος, εἶμαι συνεργάτης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία σου, καὶ στοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνοι, ἐγὼ ἕναν τρόπο ἔχω· νὰ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ μὲ βρίζεις καὶ μὲ λοιδορεῖς· ἐγὼ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ μὲ κατηγορεῖς καὶ μὲ δυσφημεῖς· ἐγὼ σὲ παρακαλῶ. Ἐσύ μοῦ ἀρνιέσαι πὼς εἶμαι πατέρας σου· ἐγὼ σὲ ξέρω γιὰ παιδί μου καὶ σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ ξυπάζεσαι ἀπὸ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνὲς ἐκείνων ποὺ γαυριοῦν καὶ λαλοῦν ὑπέρογκα, ἐγὼ φοβοῦμαι καὶ σὲ παρακαλῶ. Σὲ παρακαλῶ γιὰ τὴ σωτηρία σου, ποὺ εἶναι καὶ σωτηρία μου, γιατί ἐγὼ ἐλπίζω πὼς ὅταν ἐσὺ σωθῆς, μαζί σου σώζομαι κι ἐγώ, γιατί δὲν θ\' ἀρνηθῆ τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς καὶ σὲ μένα τὸν ταπεινὸ κι ἁμαρτωλὸ συνεργάτη του.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Σὰν ἀλλιώτικο ἀκούγεται τὸ σημερινό μας κήρυγμα. Ἀσυνήθιστα καὶ λίγο σκληρὰ εἶναι τὰ λόγια μου σήμερα. Σκληρὰ περισσότερο γιὰ μένα καὶ λιγώτερο γιὰ σᾶς. Μὰ ἐγὼ κρίνω πὼς καὶ τὸ ἀποστολικὸ κείμενο καὶ ἡ κρισιμότητα τῶν καιρῶν ἔτσι μοῦ ἐπιβάλλουν νὰ σᾶς μιλήσω. Ἐδῶ ποὺ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας ἔφθασαν τὰ πράγματα καὶ στὸν τόπο μας καὶ στὴν Ἐκκλησία μας, δὲν ξέρω τί ἐγὼ πρέπει νὰ σᾶς πῶ καὶ τί ἐσεῖς πρέπει νὰ περιμένετε ν\' ἀκούσετε ἀπὸ μένα. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μιὰ γλώσσα ξέρει, τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας· κι εἶναι ἀνάγκη πάντα, μὰ πιὸ πολὺ σήμερα, ν\' ἀκούγεται ἡ ἀλήθεια. Μὰ ὄχι βέβαια ὅπως τὸ κάνουν κάποιοι πού, ὅταν φωνάζουν καὶ γκρεμίζουν, θαρροῦνε πὼς λένε τὴν ἀλήθεια. Γιατί ὁ λόγος ποὺ γκρεμίζει δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι λόγος παρακλήσεως καὶ οἰκοδομῆς. Στὸν καιρὸ μας κάμποσοι ποὺ τὸ ἔκαμαν δουλειά τους νὰ φωνάζουν, θέλουνε νὰ περάσουν γιὰ ἄνθρωποι πνευματικοί, ὅμως λαλοῦνε ὑπέρογκα καὶ ἄμετρα καὶ ἀντίθετα ἀπ\' ὅ,τι μιλάει ὁ Ἀπόστολος σήμερα. Μὰ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, καθὼς τὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, εἶναι ἄνθρωπος διακρίσεως. Ὅποιος λοιπὸν φωνάζει χωρὶς διάκριση, δὲν μιλάει τὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σὰν γλώσσα τῆς ἀλήθειας, εἶναι γλώσσα διακρίσεως. Ἂν εἶναι νὰ φωνάξω καὶ νὰ ἐλέγξω τὰ βάζω πρῶτα μὲ τὸν ἑαυτό μου κι ἐλέγχω τὴ συνείδησή μου· κι ἂν εἶναι νὰ σᾶς πῶ δύο λόγια, φροντίζω αὐτὰ νὰ εἶναι λόγια οἰκοδομῆς.

Παρακαλῶ λοιπόν, χριστιανοί μου, παρακαλῶ κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ σήμερα· κρατῆστε καὶ θυμώσαστε ἐτοῦτα τὰ λόγιά μου καὶ ἔχετε τὴν εὐλογία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.z

Κυριακή Β Λουκά Ὁ Χρυσοῦς κανὼν (Ματθ. 7, 7—12. Λουκ. 6, 31) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακοπουλος






Ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν Του ἐδίδαξε διδάγματα ὑψηλά, τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς καὶ δύναμιν. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ φῶς, ἵνα ἐννοήσωμεν αὐτά. Ἔχουσιν ἀνάγκην ἀπὸ δύναμιν ψυχικήν, ἵνα ἐφαρμώσωμεν αὐτά. Διὰ μὲν τὴν δύναμιν τῆς ἐφαρμογῆς ὁ Κύριος συνιστᾶ τὴν ἐπίμονον προσευχήν, διὰ δὲ τὴν κατανόησιν αὐτῶν δίδει φράσιν ἀνακεφαλαιώνουσαν τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν του. Ἰδοὺ ὁ χρυσοῦς κανὼν ἐπὶ τῷ τέλει τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας.

Καὶ α) Ἡ προσευχή: «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Ὁ Κύριος χρησιμοποιῶν χρόνον ἐνεστῶτα εἰς τὸ «αἰτεῖτε καὶ ζητεῖτε» συνιστᾶ τὴν ἐπανειλημμένην αἴτησιν. Λέγων δὲ «κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται» δηλοῖ τὸ μετὰ ζήλου καὶ οὐχὶ τυπικῶς αἰτεῖσθαι. Καὶ συνεχίζει. «Πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐτόνισε τὴν κατ' ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου αἴτησιν, ἐνταῦθα διὰ τοῦ «πᾶς ὁ αἰτῶν» δηλοῖ, ὅτι ὄχι μόνον ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ πτωχός, ὄχι μόνον ὁ κληρικὸς ἀλλὰ καὶ ὁ λαϊκός, ὄχι μόνον ὁ μεγάλος ἀλλὰ καὶ ὁ μικρός, ὅταν ζητήσωσι κατ' ἐπανάληψιν καὶ μετὰ ζήλου, θὰ λάβωσιν.

Ὁ Κύριος ὅμως, ἵνα δηλώση τὸ πρόθυμον τῆς δωρεᾶς του καὶ ποῖον πρέπει νὰ εἶναι τὸ περιεχόμενον τῆς προσευχῆς μας, λέγει τὰ ἑξῆς: «Τὶς ἐστὶν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὅν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς του ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῶ; καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῶ; εἰ οὖν ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσα μᾶλλον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;».

Ποῖος δηλαδὴ πατέρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ υἱός του θὰ ζητήση ἄρτον ἢ ψάρι, θὰ ἀπατήση τοῦτον δίδων ἀντὶ ἄρτου τὸν ἐξωτερικῶς πρὸς αὐτὸν ὁμοιάζοντα ἀνωφελῆ λίθον ἢ ἐπιβλαβὲς φείδι τὸ ὁποῖον κατὰ τὸ σχῆμα ὁμοιάζει πρὸς τὸν ἰχθύν;

Ἀφοῦ λοιπὸν σεῖς οἱ πατέρες, λέγει ὁ Κύριος, ὡς ἄνθρωποι ἁμαρτωλοὶ μέτοχοι τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶσθε πονηροὶ καὶ ὅμως παρέχετε «ἀγαθὰ» τὰ συμφέροντα δηλαδὴ εἰς τοὺς υἱούς σας, κατὰ μείζονα λόγον ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος θὰ δώσῃ ὠφέλιμα πράγματα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὰ ζητοῦν. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιγραμματικώτατα λέγει: «ὃς γε τοῦ ἰδίου Υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, πῶς οὐχὶ σὺν αὐτῶ τὰ πάντα ὑμῖν χαρίσεται;».

Συμπέρασμα. Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ γίνεται κατ' ἐπανάληψιν, μετὰ ζήλου ὑπὸ οἱουδήποτε οὐχὶ διὰ πράγματα ἀνωφελῆ ἢ βλαβερὰ καὶ μὲ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν ὡς Πατέρα μας. Τότε εἰσακούεται. Ἐὰν δὲν εἰσακούεται, αἰτοῦμεν λίθους ἢ ὄφεις ἤτοι ἀνωφελῶς ἢ ἐπιβλαβῶς. Μετὰ ταῦτα ὁ Κύριος πρὶν τελειώση τὴν ἠθικὴν διδασκαλίαν προβαίνει εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ταύτης.

β) Ἡ ἀνακεφαλαίωσις. «Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γὰρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται». Ἡ φράσις αὕτη εἶναι σύντομος, σαφής, σοφή.

Εἶναι σύντομος διὰ νὰ εἶναι εὐμνημόνευτος καὶ ἵνα μὴ οἱ παραβᾶται προβάλλωσιν ἄγνοιαν νόμου.

Εἶναι σαφής, ὥστε δύναται νὰ ἐννοήση ταύτην ὄχι μόνον ὁ μορφωμένος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀμόρφωτος ἄνθρωπος. Καὶ πράγματι! Τὶς δὲν δύναται νὰ ἐννοήση τὸ «ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις ὁ ἄλλος νὰ κάμη εἰς σέ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάμης καὶ σὺ εἰς αὐτόν;» Ἡ συντομία δὲν εἶναι εἰς βάρος τῆς σαφήνειας.

Ἡ ἐντολὴ αὕτη δὲν εἶναι μόνον σύντομος καὶ σαφὴς ἀλλὰ καὶ σοφὴ διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ σήμερον ἀκόμη θέτουσι θεωρητικῶς ὡς ὕψιστον κανόνα διαγωγῆς τὸ «ὅ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μηδενὶ ποιήσεις» ἤτοι ὅ,τι δὲν θέλεις νὰ σοῦ κάμουν, μὴ κάμης. Πρακτικῶς δὲ ἐφαρμόζουσι τὸ «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ αἱ δύο αὐταὶ ἀρχαὶ τῆς ζωῆς, εἶναι πολὺ ἐλλειπεῖς ἔναντί τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου. Ἰδοὺ διατί. Ἐφαρμόζων τις τὸ «ὅ σὺ μισεῖς ἑτερῳ μὴ ποιήσῃς» ἐφαρμόζει ἐντολὰς ἀρνητικάς, αἱ ὁποῖαι μᾶς λέγουσι τί δὲν πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἡ ζωὴ ὅμως ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ θετικὰς ἐντολάς, πρέπει δηλαδὴ νὰ μάθωμεν τί πρέπει νὰ κάμωμεν. Ἐφαρμόζων δὲ ὁ ἄνθρωπος τὴν δευτέραν ἀρχὴν «ὅσα ἂν ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε καὶ ὑμεῖς αὐτοῖς ὁμοίως» θὰ ἀναγκασθῆ νὰ κλωτσήση τὸν ἄλλον, ὅταν ὁ ἄλλος τὸν κλωτςᾶ, νὰ ἀπαντᾶ εἰς τὸ μῖσος τοῦ ἄλλου μὲ τὸ μῖσος τὸ ἰδικόν του. Ἀλλὰ τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν μεταβάλλεται εἰς κτῆνος; Καὶ ὅταν ἀγαπᾶ τὸν ἄλλον, διότι ἐκεῖνος πρῶτος τὸν ἀγάπησε, δὲν εἶναι δοῦλος τῆς ἀγάπης τοῦ ἄλλου;

Ἡ πλήρης ἑπομένως ἐντολή, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄρνησις ἀλλὰ θέσις, δὲν εἶναι κτηνώδης ἀλλὰ θεία, δὲν ἔχει δουλικότητα, ἀλλὰ ἐλευθερίαν, εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου «ὅσα ἂν θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς». Ἡ σοφία τῆς ἐντολῆς ταύτης τοῦ Κυρίου δὲν φαίνεται μόνον, ὅταν συγκριθῆ πρὸς τὰς δύο ἀνωτέρω ἀναφερθείσας ἀρχὰς τῆς ζωῆς, θεωρητικὴν καὶ πρακτικήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πράγματα.

Καὶ συγκεκριμένως. Εἶσαι πλούσιος. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς τὸν πτωχόν, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέρετο ὁ πτωχὸς πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο πτωχὸς καὶ ἐκεῖνος ἦτο πλούσιος. Εἶσαι σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἔχεις ἀνόητους μαθητάς. Πρέπει νὰ φέρεσαι πρὸς αὐτούς, ὅπως θὰ ἤθελες νὰ ἐφέροντο αὐτοὶ πρὸς σέ, ἐὰν σὺ ἦσο μαθητὴς ἀνόητος καὶ ἐκεῖνοι σοφοὶ διδάσκαλοι. Κατακρίνεις; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ κατακρινομένου. Ψεύδεσαι; Σκέψου πόσον κακὸν εἶναι τὸ ψεῦδος, ὄχι ὅταν λέγης σὺ τὸ ψεῦδος πρὸς ἄλλους, ἀλλὰ ὅταν ἄλλοι ψεύδονται πρὸς σέ. Μισεῖς; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ μισουμένου. Εἶσαι προιστάμενος; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τοῦ ὑφισταμένου. Εἶσαι ἀρχιεργάτης; Ἔλα εἰς τὴν θέσιν τῶν ἐργατῶν. Εἶσαι μεγάλος; Δὲν πρέπει νὰ σκεφθῆς πῶς ἐφέροντο κατὰ τὸ παρελθὸν οἱ μεγαλύτεροί σου πρὸς σέ, ὥστε κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ φέρεσαι καὶ σὺ σήμερον, πρὸς τοὺς μικρότερούς σου. Θὰ φερθῆς πρὸς τοὺς μικρότερούς σου ὄχι ὅπως σοῦ ἐφέρθησαν οἱ μεγαλύτεροί σου ἄλλοτε, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἤθελες νὰ σοῦ ἐφέροντο.

Θέτων ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν συμπεριφορὰν του τὸν ἑαυτὸν του εἰς τὴν θέσιν τῶν ἄλλων κάμνει ἔργον δίκαιον καὶ σοφόν, διότι ὁ νόμος οὗτος εἶναι ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ γίνη παγκόσμιος, ὅπως λέγει ἕνας σοφὸς ὀνομαζόμενος Κάντιος. Ὁ νόμος οὗτος δὲν εἶναι μόνον δίκαιος καὶ σοφὸς ἀλλὰ καὶ ἐλεύθερος. Θὰ ἀγαπήσης τὸν ἄλλον ὄχι διότι σὲ ἀγαπᾶ, οὔτε διὰ νὰ σὲ ἀγαπήση ἀλλὰ διότι ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾶς.

Μία ἀπορία. Ἴσως εἴπῃ τις· ἐὰν δύο πρόσωπα διαφόρου φύλλου ἀγαπῶνται ἁμαρτωλῶς εἶναι νόμιμος ἡ ἀγάπη των, ἀφοῦ εἶναι ἀμοιβαία ἡ θέλησίς των;

Ἀπαντῶ. Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ πρὸς χριστιανούς. Ἑπομένως προϋποτίθεται, ὅτι οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ἔχωσιν ἁμαρτωλὰς σχέσεις. Πλὴν αὐτοῦ συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο. Θέλεις σύ, ὁ ὁποῖος εἶσαι ἄνδρας νὰ ἔχη ἡ γυναῖκα σου, ἢ ἡ κόρη σου, ἢ ἡ ἀδελφή σου ἁμαρτωλὰς σχέσεις, ἔστω καὶ ἂν εἶναι μὲ τὴν θέλησίν των, πρὸς ἄλλον ἄνδρα;

Τέλος μεταξὺ δύο προσώπων ἀγαπωμένων ἀμοιβαίως καὶ ἁμαρτωλῶς, συγχέονται δύο διάφορα συναισθήματα: εὐχαρίστησις καὶ θέλησις. Καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν συγχέονται μέχρι συνταυτίσεως, κατόπιν ὅμως, ὅταν παρουσιασθῆ ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως καὶ πολὺ περισσότερον, ὅταν διὰ τοῦ κορεσμοῦ ἐπέλθη ὁ τραγικὸς χωρισμὸς των, βλέπομεν, ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θέλησις καὶ ἄλλο ἡ εὐχαρίστησις.

Κυριακή Β Λουκά Ἀγάπη στοὺς ἐχθρούς, πρόκληση ζωῆς (Λουκ. 6,31-36) Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης




 
 


Μπροστὰ σ' ἕναν καθρέπτη μᾶς τοποθετεῖ σήμερα ὁ Χριστός, γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ νὰ ἐλέγχουμε τὸν ἑαυτὸ μας: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως», δηλ. αὐτὸ ποὺ θέλετε νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι γιὰ σᾶς, αὐτὸ νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς σ' ἐκείνους.

Μιὰ τέτοια στάση οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο ἀποφασιστικὸ βῆμα, γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴ χριστιανικὴ ζωή. Μιὰ τέτοια στάση δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας κανόνας καλῆς ἐξωτερικῆς καὶ τυπικῆς συμπεριφορᾶς, δὲν εἶναι ἀπλῶς ἕνα πλαίσιο, ὥστε νὰ οἰκοδομηθοῦν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας πάνω στὴν ἀμοιβαιότητα καὶ τὴ δικαιοσύνη. Ἡ ἀμοιβαιότητα τοῦ χρυσοῦ κανόνα (νὰ φέρεσθε πρὸς τοὺς ἀλλοὺς ὅπως θὰ θέλατε νὰ φερθοῦν σὲ ἐσᾶς ὑπαινίσσεται, ἀσφαλῶς, τὴ δικαιοσύνη, δὲν περιορίζεται, ὅμως, σὲ αὐτή. Καὶ ἐδῶ γεννιέται τὸ ἐρώτημα, πῶς συνυπάρχει στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία στὸ ἔσχατο ὅριό της φτάνει στὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς, μὲ τὴ δικαιοσύνη.

Ἡ περιχώρηση τῆς ἀγάπηs καὶ τῆs δικαιοσύνηs δὲν αἴρει τὴ μεταξὺ τουs ἔνταση. Χωρὶς δικαιοσύνη, οἱ ἀνθρώπινεs σχέσεις γίνονται σκληρὲs καὶ ἀδιάφορες καὶ χωρὶs ἀγάπη, γίνονται ἀποπνικτικὲς καὶ βάρβαρες. Ἡ ἀγάπη δὲν καταργεῖ τὴ δικαιοσύνη οὔτε τὴν ὑποκαθιστᾶ, ἀλλὰ τὴ διορθώνει καὶ ὑποδεικνύει τὴ σωστή της κατεύθυνση. Εἶναι ἡ ἀκατάλυτη δύναμη ποὺ ἔχει τὴ ρίζα της στὸν Θεό. Ὅταν ζητᾶμε, λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἄλλο καλωσύνη, κατανόηση καὶ ἀγάπη, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸν βλέπουμε στὸ βάθοs τῆς ὑπαρξήs του. Ἐδῶ ἀκpιβῶs φαίνεται ὅτι ὅ καθένας μαs εἶναι ζωντανὴ εἰκόνα θεοῦ, ποὺ, ὅσο ἀμαυρωμένη, ὅσο σπιλωμένη καὶ ἂν εἶναι, ἔχει ὑπέρτατη ἀξία. Ἔτσι ὁδηγούμαστε φυσικὰ καὶ ἀβίαστα στὴν ἀγάπη.


Ἡ ἀγάπη στοὺς ἐχθροὺς

Ἡ ἀγάπη εἶναι γιὰ μᾶs γιὰ τοὺς πιστοὺς τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου, ἡ πεμπτουσία τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ζωῆς, ὁ πυρήνας τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης. Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι τὸ ἀπόθεμα καὶ ἡ ποιότητα τῆς πίστης μας. Μία ἀγάπη ποὺ ἀπευθύνεται καὶ ἀγκαλιάζει ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ἀγαποῦμε μόνο ὅσους μᾶς ἀγαποῦν, ὅταν εὐεργετοῦμε μόνο ὅσους μᾶς εὐεργετοῦν, ὅταν βοηθᾶμε μόνο ὅσους μᾶς βοηθοῦν, τότε ἡ ἀγάπη μας γίνεται ψευδώνυμη, κίβδηλη καὶ ἰδιοτελής. Ὑποτάσεται στὸ καθημερινὸ παιχνίδι τῆς συναλλαγῆς- δίνω καὶ παίρνω-, ἐνῶ οἱ σχέσεις ποὺ διαμορφώνονται μέσα σ' αὐτὸ τὸ πλαίσιο στηρίζονατι πάνω στὸ πλέγμα τῆς ἀνταπόδωσης. Μία τέτοια συμπεριφορά, ὅμως, εἶναι ἐπιλήψιμη ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ γιατί ἔχει ὡς κίνητρό της τὸν ὑπολογισμὸ καὶ τὸ συμφέρον. Ἔτσι, μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο ζυγίζουμε καὶ κάνουμε τὰ πάντα γύρω μας γίνεται τὸ ἐγώ μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βυθιζόμαστε στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴ μοναξιά.

Ὁ ἄλλος εἶναι ἢ γίνεται ἐχθρός μας, τὸν ἀρνούμαστε, τὸν περιφρονοῦμε, τὸν ἀποφεύγουμε καί, κάποτε, στρεφόμαστε ἐναντίον του καὶ συγκρουόμαστε μαζί του μὲ μία ἀπίστευτη σκληρότητα. Κι ὅμως, ὁ ἀπέναντί μας δὲν εἶναι ἡ κόλασή μας, ἀλλὰ ὁ παράδεισός μας. Γίνεται ἡ κόλασή μας, ὅταν ἐμεῖς δὲν γινόμαστε γι' αὐτὸν ὁ παράδεισός του. Ἂν ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα μας, τότε ἡ στροφή μας πρὸς τὸν ἄλλον εἶναι αὐτὸ ποὺ συντρίβει τὸν ἐγωισμό μας καὶ μᾶς ἀποκαθιστᾶ ὑγιεῖς μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅσο πιὸ κακοὶ καὶ ἀπεχθεῖς μᾶς φαίνονται οἱ ἄλλοι, τόσο μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιὰ μας σ' αὐτοὺς θεραπεύεται ἡ ἀρρώστια μας.

Γράφει ἕνας λόγιος Μητροπολίτης: "Καμιὰ μορφὴ ἀγάπης δὲν εἶναι πιὸ ἐλεύθερη ἀπὸ αὐτήν, καὶ καμιὰ μορφὴ ἐλευθερίας δὲν ταυτίζεται πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (...) ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν περιμένει ἀνταπόδοση (...) εἶναι ἀληθινὰ χάρις, δηλαδὴ ἐλευθερία (...). Μόνο ὅταν συμπίπτει ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ἐλευθερία, ἔχουμε θεραπεία".

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ λέγοντας: "Οὐ γὰρ εἶπε, μὴ μισήσῃs, ἀλλά, ἀγάπησον"· καὶ συνεχίζει: «Πρόσεξε τώρα καὶ ἐσύ, καθὼς ἀνεβαίνεις πρὸs τὰ πάνω. Ὅταν σὲ ἀδικήσουν, νὰ μὴν ἀνταποδώσεις. Ἐπίσης, νὰ μὴν μισήσεις αὐτὸν ποὺ σὲ ἔβλαψε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσεις. Ἀκόμη περισσότερο, νὰ τὸν εὐεργετήσεις καὶ νὰ παρακαλεῖς γι' αὐτὸν τὸν Θεό». Σ' αὐτὴ τὴν πνευματικὴ σκάλα ἔχουμε μόχθο καὶ πολὺ ἀγώνα μπροστά μας, ἀλλὰ ἡ συνείδησή μας δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει νὰ ἡσυχάσουμε, ὥσπου νὰ βιώσουμε τὴν ἀγάπη ὡς δῶρο καὶ θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Κυριακή Β Λουκά Ἡ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν (Λουκ. 6,31-38) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος




(Ματθ. 5,43—48. Λουκᾶ 6,27—28. 31-40.)


Εἰς τὸ περὶ ἀνεξικακίας προηγούμενον θέμα ἀνέβημεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου. Ἤδη ὅμως διὰ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν θὰ ἀνέλθωμεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς κορυφῆς τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου. Ἂς ἴδωμεν.

Ὁ Κύριος συμπληρῶν τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον περὶ ἀγάπης λέγει: «Ἠκούσατε, ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις˙ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου». Τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου» ἀναφέρεται εἰς τὸ Λευϊτ. 19,18. Τὸ δὲ «μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» εἶναι ἐντολὴ τῶν Γραμματέων. Μὲ τὴν λέξιν πλησίον ὁ Ἑβραϊκὸς νόμος ἐννοεῖ τὸν Ἑβραῖον. Οἱ Γραμματεῖς ὅμως ἐζήτουν ἐξ αὐτοῦ τὸ «μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» παρὰ τὸν νόμον, διότι ὁ νόμος διέτασσε τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν Ἐξοδ, 23.4. Εἰς τὴν ἐθνικιστικὴν καὶ διεστραμμένην ἑρμηνείαν ταύτην τῶν Γραμματέων ὁ Κύριος προσφέρει τὴν γενικὴν πανανθρωπίνην ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν διὰ λόγων, ἔργων καὶ προσευχῆς θέτων ὡς παράδειγμα τὴν πανανθρώπινην ἀγάπην τοῦ Θεοῦ ὡς ἑξῆς:

«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς, προσεύχεσθε ὑπὲρ ἐπηρεαζόντων καὶ διωκόντων ὑμᾶς καὶ εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς». Ὁ Κύριος δικαιολογῶν τὴν ἀγάπην ταύτην λέγει χαρακτηριστικῶς: «Ἐὰν ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; ποία ὑμῖν χάρις;» ποία ἡ ὀμορφιά σας; «Οὐχὶ οἱ τελῶναι (οἱ ὁποῖοι πιέζοντες εἰς φορολογίας τὸν περιούσιον λαὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἑβραϊκόν, χάριν ξένων κατακτητῶν, ἦσαν μισητοὶ εἰς τοὺς Ἑβραίους) οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; Ἐὰν ἀσπάσησθε (χαιρετίσητε) τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε»; Τί περισσότερον ἀπὸ τοὺς τελώνας καὶ ἀμετανόητους κάμνετε; «Οὐχὶ οἱ ἐθνικοί,» οἱ εἰδωλολάτραι «τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; Ἐὰν δανείζητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν, ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα» — τὰ δανεισθέντα ἤ ἄλλα δάνεια καὶ αὐτοὶ ἐν ἀνάγκῃ— «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες»—ἤτοι οὐδόλως ἀπελπίζοντες τοὺς ἐχθρούς σας, ἀρνούμενοι τὸ δάνειον πρὸς αὐτούς, οὐδὲ σεῖς ἀπελπιζόμενοι ἂν τὸ δανεισθὲν χάσητε—«καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς καὶ ἔσεσθε υἱοὶ Ὑψίστου, τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» καὶ οὕτω ὁ Θεὸς «χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ ἀχαρίστους καὶ πονηρούς». Λέγων ὁ Κύριος, ὅτι ὁ Πατὴρ Του βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους δηλοῖ, ὅτι ὕψιστον ἀγαθὸν δὲν εἶναι μόνον τὸ θέλημά Του, ἀλλὰ φέρει καὶ παραστατικώτατον παράδειγμα τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος βρέχει καὶ φωτίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Σοφὸν τὸ σαφές.

Ὁ Κύριος ἐπιγραμματικῶς λέγει. «Καθὼς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ὄχι ὅπως σᾶς φέρονται, ἀλλὰ ὅπως θὰ ἠθέλατε νὰ σᾶς φέρωνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ φέρεσθε καὶ σεῖς εἰς αὐτούς. Ὁ Κύριος ἵνα δηλώσῃ, ὅτι ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν του ἀλλὰ κατακρίνων αὐτὸν παραβαίνει τὸν νόμον τῆς ἀγάπης καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁρμοδιότητα τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ τιμωρηθῇ, λέγει: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί. Μὴ κρίνετε καὶ οὐ μὴ κριθῆτε. Μὴ καταδικάζετε καὶ οὐ μὴ καταδικασθῆτε˙ ἀπολύετε καὶ ἀπολυθήσεσθε» Ὁ Κύριος συνιστῶν προσήνειαν καὶ εὐπροσηγορίαν πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας προσθέτει˙ «δίδοτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» Τί; «μέτρον καλὸν πεπιεσμένον καὶ σεσαλευμένον καὶ ὑπερεκχυνόμενον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον ὑμῶν˙ ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν». Μέτρον ἐνταῦθα εἶναι τὸ δοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἐμέτρων τὰ σιτηρά. Τοῦτο ἐγέμιζον, ἐστίβαζον, ἐκίνουν καὶ ἐπλήρουν μέχρι τοῦ νὰ χύνεται. Τόσον πλήρης πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ πρὸς πάντας εὐπροσηγορία μας, ἵνα τὴν αὐτὴν ἀμοιβὴν λάβωμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, διότι μὲ ὅποιον μέτρον ἐπιεικείας κρίνομεν τοὺς ἄλλους μὲ τὸ αὐτὸ θὰ κριθῶμεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.

Οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων ἰδίως εἰς τὴν ἀγάπην. Πρὸς τοῦτο δὲν πρέπει νὰ εἶναι τυφλοὶ πνευματικῶς, ἀλλὰ νὰ μιμῶνται τὸν Διδάσκαλόν των. Διά τοῦτο ὁ Κύριος λέγει: «Μὴ δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν; Οὐχὶ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται;» Ὅταν ὁδηγῇ ὁ ἕνας τυφλὸς τὸν ἄλλον, θὰ πέσωσι καὶ οἱ δύο εἰς τὸν λάκκον. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ὁδηγός, «Οὔκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ˙ κατηρτισμένος δὲ ἔσται πᾶς ὡς ὁ διδάσκαλος», ὁ Χριστὸς ὁ ὁποῖος ἠγάπησε τοὺς ἐχθρούς.

Τέλος θέτει τὴν τελικὴν σφραγῖδα : «γίνεσθε οὖν τέλειοι, ὡς ὁ Πατήρ μου τέλειός ἐστιν». Τὸ παράδειγμα τοῦ Θεοῦ προβάλλεται οὐχὶ ὡς βαθμὶς τελειότητας, ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα ταύτην νὰ ἐπιτύχωμεν, ἀλλὰ ὡς ἰδανικόν, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἐμπνέῃ καὶ ἀνυψοῖ ὅσον τὸ δυνατὸν ὑψηλότερον ἕκαστον ἀναλόγως τῶν φυσικῶν καὶ ὑπερφυσικῶν δυνάμεων, τὰς ὁποίας ἔχει. Γενικῶς ἡ ἐντολὴ αὕτη τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, ἡ ὁποία εἶναι θυσία, μᾶς προωθεῖ πέραν τοῦ ἰδανικοῦ τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, τῆς δικαιοσύνης.

Οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἵνα δικαιολογηθῶσι, διατὶ δὲν ἀκολουθοῦν τὸν Χριστόν, ἰσχυρίσθησαν, ὅτι, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν ὁ Χριστός, τὰ εἶπαν καὶ ἄλλοι πρὸ Αὐτοῦ καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει τίποτε τo καινούργιο. Εἶναι θέμα λοιπὸν ὑψίστης σπουδαιότητας νὰ ἐξετασθῇ ἡ ἀγάπη πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν, ἵνα φανῇ ἡ μεγάλη διαφορὰ Χριστιανικοῦ καὶ προχριστιανικοῦ κόσμου.



Θέμα: α) Ἡ προχριστιανικὴ ἀγάπη.

Ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὁ κόσμος ἐγνώρισε τὸν ἔρωτα, τὴν φιλίαν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν φιλοξενίαν, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν. Ἠγαπῶντο οἱ ἄνθρωποι τοῦ αὐτοῦ αἵματος. Ἐφροντίζετο νὰ δίδεται δικαιοσύνη καὶ ἀμοιβαία ἀνοχὴ εἰς τοὺς πολίτας τῆς αὐτῆς πόλεως. Ὁ ξένος, ἐὰν δὲν ἦτο φιλοξενούμενος, δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένῃ παρὰ μῖσος καὶ ξερρίζωμα. Ὁ Ζεὺς προστατεύει τοὺς ταξιδιώτας καὶ τοὺς ξένους, Ὁ ξένος, ὁ ὁποῖος κτυπᾷ εἰς τὴν θύραν τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνος, τυγχάνει φαγητοῦ, ποτοῦ καὶ ὕπνου. Ἐκτός τῆς οἰκογένειας ὑπῆρχε μερικὴ ἀγάπη, ἐντός τῆς πόλεως τὸ ἴνδαλμα ἦτο ἡ δικαιοσύνη. Ἐκτὸς τῶν τοιχῶν καὶ τῶν συνόρων ἦτο μίσος ἄσβεστον.

Ἐν τούτοις ὑψώθησαν μερικαί φωναὶ εἰς διαφόρους ἐποχάς καὶ τόπους τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, αἵτινες ἐζήτησαν ἀγάπην καὶ ἐκτός τῆς οἰκογενείας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ ἔθνους. Ἐζήτησαν ὀλίγην δικαιοσύνην διὰ τὸν ξένον καὶ διὰ τὸν ἐχθρόν, ἀλλ’ αἱ φωναὶ αὗται ἦσαν ἀσθενεῖς εἰς τόνον, ὀλίγαι εἰς ἀριθμόν, σκόρπιαι εἰς χώρας ἀπωτάτας καὶ εἰς μακρινοὺς χρόνους, ὥστε νὰ μὴ δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι αἱ φωναὶ αὗται ἐγέννησαν διὰ τῆς ἐξελίξεως τὴν περὶ ἀγάπης διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἂς ἴδωμεν τὰς ἀσθενεῖς, ὀλίγας, διεσπαρμένας καὶ μακρυνάς αὐτάς φωνάς τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου περὶ ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν.

1) Ἐν Κίνᾳ. 400 ἔτη πρὸ Χριστοῦ ἕνας σοφός τῆς Κίνας ὁ Me-ti εἰς τὸ βιβλίον του Kie-siang-ngai διακηρύττει τὴν ἀγάπην ὅλων τῶν ἀνθρώπων λέγων : «τί εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον γεννᾷ τὰς διχονοίας τῶν ἀνθρώπων; Εἶναι, ὅτι δὲν ἀγαπῶμεν οἱ μὲν τοὺς δέ. Οἱ ὑπήκοοι ἑνὸς κράτους καὶ υἱοὶ μιᾶς οἰκογενείας δὲν ἔχουσι τὸν σεβασμὸν πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς πατέρας˙ οἱ μικρότεροι ἀδελφοὶ ἀγαποῦν τὸν ἑαυτόν τους καὶ ὄχι τοὺς μεγαλυτέρους των ἀδελφούς. Ὁ πατὴρ δὲν εἶναι ἐπιεικὴς πρὸς τὸν υἱόν, οὔτε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς πρὸς τὸν μικρότερον. Ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὄχι τὸν υἱόν του, βλάπτει τὸν υἱόν του, ἐὰν εὕρῃ αὐτὸς συμφέρον. Οἱ λῃσταὶ ἀγαποῦν τὰ σώματα των καὶ ὄχι τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοῦτο λῃστεύουσι τοὺς ἄλλους πρὸς ἴδιον ὄφελος. Ἐὰν ἔβλεπον τὰ σώματα τῶν ἄλλων ὡς ἰδικά των, δὲν θὰ ἔκλεπτον, Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἔφθανον εἰς τὴν ἀμοιβαίαν γενικὴν ἀγάπην, τὰ κράτη δὲν θὰ ἐφιλονίκουν μεταξὺ των, αἱ οἰκογένειαι δὲν θὰ ἐταράσσοντο, οἱ κλέπται θὰ ἐξηφανίζοντο, οἱ δὲ ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι, γονεῖς καὶ τέκνα θὰ ἦσαν οἱ μὲν ἄξιοι σεβασμοῦ, οἱ δὲ ἄξιοι ἐπιεικείας, ὁ κόσμος θὰ ἐβελτιώνετο». Δία τὸν σοφὸν Me-ti ἡ ἀγάπη αὕτη, ἡ ὁποία εἶναι μᾶλλον σεβασμὸς τῶν μικροτέρων πρὸς τοὺς μεγαλυτέρους καὶ ἐπιείκεια τῶν μεγαλυτέρων πρὸς τοὺς μικροτέρους, ἀπέχει πολύ τοῦ νὰ ὀνομασθῇ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν. Εἶναι μᾶλλον ἕνα φάρμακον διὰ τὴν συντήρησιν πολιτῶν καὶ κράτους, εἶναι κοινωνικὴ πανάκεια.

Ὁ περίφημος Lao-Tse ζῶν ἐν Κίνᾳ προτείνει νὰ ἀπαντῶμεν εἰς τὴν προσβολὴν διὰ τῆς εὐγενείας, Ἄλλο ὅμως γλυκύτης, σύνεσις καὶ εὐγένεια καὶ ἄλλο ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν.

Κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχὴν καὶ εἰς τὴν αὐτὴν χώραν ὁ Κομφούκιος ἐκήρυττε διδασκαλίαν, ἡ ὁποία κατὰ τὸν μαθητὴν του Thseng-Tse διέτασσε νὰ ἀγαπῶμεν τὸν πλησίον μας, ὅπως τὸν ἑαυτόν μας. Ἐσημείωνεν ὅμως ῥητῶς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν «πλησίον» μας καὶ οὐχὶ τὸν «μακρυνόν», τὸν ξένον, τὸν ἐχθρόν. Ἑπομένως ὁ Κομφούκιος ἐδίδασκε τὴν φιλικὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐγένειαν, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν εὐημερίαν τῶν ἐθνῶν, ἀλλὰ δὲν ἐσκέφθη νὰ κτυπήσῃ τὸ μῖσος συνιστῶν τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν. Εἰς τὰ βιβλία Lun-Yu, ὅπου βλέπομεν τὰς παραβολάς τοῦ Thseng-Tse εὑρίσκομεν αὐτάς τὰς λέξεις, αἵτινες ἔχουσι παραληφθῆ ἐκ τοῦ ἀρχαίου κομφουκιανικοῦ κειμένου τοῦ Τα-hio «ὁ δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ ἀγαπᾷ καὶ νὰ μισῇ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως αὐτὸς νομίζει».

2) Ἐν Ἰνδίαις. Ὁ σύγχρονος τοῦ Κομφουκίου Βούδας ἔθετεν ὡς καθῆκον νὰ ἀγαπῶμεν ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀκόμη καὶ τοὺς πλέον ἀθλίους καὶ περιφρονημένους. Διά τῆς αὐτῆς ἀγάπης πρέπει νὰ περιβάλλωμεν καὶ τὰ ἐλάχιστα μεταξὺ τῶν ζῴων καὶ γενικῶς ὅλας τὰς ζώσας ὑπάρξεις. Ἀλλὰ εἰς τὸν Βουδισμὸν ἡ ἀγάπη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἔχει σκοπὸν τὴν πλήρη ἐκρίζωσιν τῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ μας, διότι ἡ ἀγάπη αὕτη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι τὸ πρῶτον στήριγμα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὁ Βούδας δηλ. θέλει νὰ καταργήσῃ τὸν πόνον καὶ διὰ νὰ καταργήσῃ τὸν πόνον δὲν βλέπει κανένα ἄλλο μέσον παρὰ νὰ πνιγῇ ἡ ἀτομικὴ ψυχὴ ἑκάστου εἰς τὴν γενικὴν παγκόσμιον ψυχήν, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Νιρβάνα, τὸ Μηδέν. Ἑπομένως ὁ Βουδιστὴς δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του ἐξ ἀγάπης πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν ἑαυτόν του, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν πόνον, διὰ νὰ κάμῃ ἕνα βῆμα πρὸς τὴν ἐξαφάνισιν. Ἡ παγκοσμία ἀγάπη τοῦ εἶναι παγερά, εἶναι μία μορφὴ στωϊκῆς ἀπαθείας εἰς τὸν πόνον καὶ εἰς τὴν χαράν.

3) Ἓν Αἰγύπτῳ. Κάθε νεκρὸς ἔφερεν εἰς τὸν τάφον ἕνα ἀντίγραφον τοῦ βιβλίου τῶν νεκρῶν, μίαν ἀπολογίαν τῆς ψυχῆς του ἔναντι τοῦ δικαστηρίου τοῦ Ὀσίριδος. Ὁ νεκρὸς αὐτοεπαινεῖται λέγων: «Δὲν ἔκαμα, ὥστε νὰ πεινάσῃ τις! Δὲν ἔκαμα κανένα νὰ κλάψῃ! Δὲν ἐφόνευσα! Δὲν διέταξα νὰ δολοφονηθῇ τις! Δὲν ἔκαμα καμμίαν ἀπάτην!... Ἔδωσα τὸν ἄρτον μου εἰς τὸν πεινασμένον, τὸ ὕδωρ εἰς τὸν διψασμένον, τὸ ἔνδυμα εἰς τὸν γυμνόν, θυσίας εἰς τοὺς θεούς, ἐπιμνημόσυνα δεῖπνα διὰ τοὺς νεκρούς». Ἐνταῦθα εὑρίσκομεν ὡς τελειότερα ἔργα τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης καὶ εὐσπλαγχνίας (τὰ ἔκαμαν ἆραγε καὶ αὐτά;), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκομεν καθόλου ἀγάπην καὶ μάλιστα ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν.

Διά νὰ ἴδωμεν πῶς οἱ Αἰγύπτιοι μετεχειρίζοντο τοὺς ἐχθροὺς των, ἂς μελετήσωμεν μίαν ἐπιγραφὴν τοῦ μεγάλου βασιλέως Pepi jer Miriri. «Ἡ στρατιὰ αὕτη ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ, εἰσῆλθεν, ὅπως ἤρεσεν εἰς αὐτήν, εἰς τὴν χώραν τοῦ Hirushaitu. Ἡ στρατιὰ αὕτη εἰσῆλθεν ἐν εἰρήνῃ, κατέκοψε τὰς συκᾶς καὶ τὰς ἀμπέλους. Ἔθεσε πῦρ εἰς ὅλας τὰς οἰκίας. Ἡ στρατιὰ αὕτη εἰσῆλθεν ἐν εἰρήνῃ. Ἔσφαζε τοὺς στρατιώτας των κατὰ μυριάδας. Ἡ στρατιὰ αὕτη ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ. Ἔφερεν αἰχμαλώτους, μέγαν ἀριθμὸν ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδίων. Ἐκ τούτου περισσότερον παντὸς ἄλλου ἀγάλλεται διὰ τὴν ἁγιότητά της». Πόσον διάφορος τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν!

4) Ἐν Περσίᾳ. Ὁ Ζαρατούστρα ἀφῆκεν ἕνα νόμον εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ Ἰρᾶν. Αὐτὸς ὁ νόμος διέτασσε τοὺς πιστούς τοῦ Ἀχούρα—Μάγδα νὰ εἶναι καλοὶ πρὸς τοὺς ὁμοθρήσκους των, νὰ δώσουν φόρεμα εἰς τοὺς γυμνοὺς καὶ νὰ μὴ ἀρνηθοῦν τὸν ἄρτον εἰς τὸν πεινασμένον ἐργάτην. Καὶ ἐνταῦθα πρόκειται περὶ ὑλικῆς ἀμοιβῆς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑπηρετοῦν, ἀνήκουν εἰς ἡμᾶς, διὰ τοὺς γείτονας μας κλπ. Περὶ ἀγάπης ὅμως τῶν ἐχθρῶν δὲν γίνεται λόγος.

5) Ἐν Ἑλλάδι. Εἰς τὸ τελευταῖον βιβλίον τῆς Ἰλιάδος βλέπομεν τὸν Πρίαμον, ὁ ὁποῖος φιλεῖ τὸ χέρι τοῦ σκληρότερου ἐχθροῦ του, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τὰ παιδιά του καὶ ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγου ἐφόνευσε τὸ περισσότερον ἀγαπητόν του παιδί. Ὁ Πρίαμος, ὁ ἀρχαῖος βασιλεὺς τῆς Τροίας, ὁ κύριος τῶν μεγάλων ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὁ πατὴρ 50 τέκνων, εἶναι γονατισμένος εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέως, τοῦ μεγαλυτέρου ἥρωος ἐκ τῶν Ἑλλήνων, τοῦ δυστυχεστέρου ἐκ τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἐκδικητοῦ τοῦ Πατρόκλου καὶ φονέως τοῦ Ἕκτορος. Ἡ λευκὴ κεφαλὴ τοῦ γέροντος κύπτει ἐνώπιον τῆς ἀκάμπτου νεότητος τοῦ νικητοῦ. Ὁ Πρίαμος κλαίει τὸν φονευθέντα υἱόν του, τὸν ἰσχυρότερον, τὸν ὡραιότερον, τὸν ἀγαπητότερον ἐκ τῶν 50 υἱῶν του, καὶ φιλεῖ τὸ χέρι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφόνευσε. Καὶ σύ, λέγει εἰς τὸν Ἀχιλλέα ὁ Πρίαμος, ἔχεις μακρὰν πατέρα πρεσβύτην, ἀδύνατον καὶ ἀνυπεράσπιστον. Ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης τοῦ πατρός σου, δόσε μου τοὐλάχιστον τὸ πτῶμα τοῦ υἱοῦ μου.

Ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ σφαγιαστής, ὁ ἄγριος, ἀπομακρύνει μαλακὰ τὸν ἱκέτην γέροντα καὶ ἀρχίζει νὰ κλαίῃ. Καὶ οἱ δύο ἐχθροί, νικητὴς καὶ νικημένος, ὁ πατήρ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πλέον παιδιά, καὶ ὁ υἱός, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἴδῃ πλέον τὸν πατέρα του, ὁ γέρων ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ νέος μὲ τὰ νεανικὰ μαλλιὰ κλαίουν καὶ οἱ δύο μαζί, ἀδελφοὶ διὰ πρώτην φορὰν μέσα εἰς τὸν πόνον. Οἱ παριστάμενοι παρατηροῦν ἔκπληκτοι καὶ σιωπηλοί!

Καὶ ἡμεῖς σήμερον ἔπειτα ἀπὸ 30 αἰῶνας, μᾶς εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ συγκινηθῶμεν ἐκ τῶν λυγμῶν των. Ἀλλὰ εἰς τὸ φίλημα τοῦ Πριάμου δὲν ὑπάρχει οὔτε συγγνώμη, οὔτε ἀγάπη. Ὁ Πρίαμος ταπεινώνεται εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέως διὰ νὰ ἐπιτύχῃ μίαν χάριν δύσκολον καὶ ἀσυνήθη. Καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς δὲν κλαίει τὸν Ἕκτορα, οὔτε τὸν Πρίαμον, ἀλλὰ τὸν νεκρὸν φίλον του, τὸν Πάτροκλον. Κλαίει τὸν Πηλέα, τὸν ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὴν Φθίαν, τὸν πατέρα του, ποὺ ποτὲ πλέον δὲν θὰ τὸν ξαναΐδῃ, διότι γνωρίζει, ὅτι οἱ ἡμέρες του εἶναι μετρημένες.

Ἑπομένως ἕκαστος ἐκ τῶν δύο κλαίει διὰ τὸν ἑαυτόν του. Τὸ φίλημα τοῦ Πριάμου δὲν εἶναι ἀγάπη, ἀλλὰ σκληρὰ ἀνάγκη. Ὁ Ἀχιλλεὺς ἀποδίδει τὸ πτῶμα τοῦ υἱοῦ εἰς τὸν πατέρα, ἀφοῦ τὸ ἔσυρεν εἰς τὸ χῶμα καὶ διότι ὁ Ζεὺς τὸ διέταξε καὶ ὄχι διότι ἐκόπασεν ὁ θυμός του. Εἰς τὸν εὐγενικώτερον, ἡρωϊκώτερον κόσμον τῆς ἀρχαιότητος δὲν ὑπάρχει θέσις διὰ τὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία καταστρέφει τὸ μῖσος, ἀλλὰ καὶ ἀντικαθιστᾷ αὐτό. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ἰσχυροτέρα τοῦ μίσους. Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη φλογερωτέρα, πιὸ ἀδάμαστη, πιὸ πιστὴ ἀπὸ τὸ μῖσος. Ὑπάρχει μόνον λήθη τοῦ κακοῦ, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη τοῦ ἐχθροῦ. Δία τὴν ἀγάπην τῶν ἐχθρῶν ἑπομένως μόνον ὁ Χριστὸς ὡμίλησεν εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν Του. Εἶναι ἡ ἀγάπη αὕτη τὸ μεγαλεῖον καὶ ὁ μεγαλύτερος νεωτερισμὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸ πάντοτε αἰώνιον καὶ νέον μεγαλεῖον Του. Εἶναι νέον καὶ γιὰ μᾶς ἀκόμη, διότι δὲν τὸ ἐφηρμώσαμεν, εἶναι ὅμως αἰώνιον σὰν τὴν Ἀλήθεια.

Εἶναι δυνατὸν εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγὴ πάσης μορφώσεως νὰ μὴ εὑρίσκεται ἐκεῖ ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν; Εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα, λέγουν οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν ὅλα. Ἂς ἴδωμεν.

Εἰς τὸν Αἴαντα τοῦ Σοφοκλέους ὁ περίφημος Ὀδυσσεὺς συγκινεῖται ἐνώπιόν τοῦ ἐχθροῦ του, διότι οὗτος κατήντησεν εἰς μεγάλην ἀθλιότητα. Ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ Ἑλληνικὴ δηλαδὴ φρόνησις, προσωποποιημένη εἰς τὴν ἱερὰν γλαῦκα (κουκουβάγια), ὑπενθυμίζει εἰς αὐτόν, ὅτι τὸ περισσότερον εὐχάριστον γέλοιο εἶναι νὰ γελᾷ τις διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἐχθροῦ του. Ὁ Ὀδυσσεὺς δὲν πείθεται καὶ λέγει: «ἐγὼ τὸν συμπονῶ, μολονότι ὑπῆρξεν ἐχθρός μου, διότι τὸν βλέπω δυστυχισμένον καὶ βλέπων αὐτὸν συλλογίζομαι τὴν ματαιότητα τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ὅλοι εἴμεθα φαντάσματα καὶ ἐλαφρὲς σκιές.... Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ κάνῃς κακὸ εἰς ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀποθνῄσκει, ἔστω καὶ ἀν σοῦ ἔχῃ κάνει κακό». Ὁ πονηρὸς ἐδῶ Ὀδυσσεὺς δὲν εἶναι τόσον πανοῦργος, ὥστε νὰ μὴ φαίνωνται τὰ αἴτια τῆς ὀλίγης φυσικῆς τρυφερότητός του. Συμπονεῖ τὸν ἐχθρόν του, διότι συλλογίζεται τὸν ἑαυτόν του καὶ τὸν συγχωρεῖ, διότι τὸν βλέπει ἐλεεινὸν καὶ ἑτοιμοθάνατον.

Ἕνας ἄλλος, σοφώτερος ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα, ὁ Σωκράτης, ὡμίλησε διὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν. Μὲ ἔκπληξιν ὅμως παρατηροῦμεν, ὅτι διακρίνομεν δύο Σωκράτας μὲ ἀντίθετον γνώμην. Ὁ Σωκράτης, κατὰ τὸν Ξενοφῶντα, δέχεται ῥητῶς τὴν κοινὴν γνώμην, ὅτι πρέπει νὰ κακομεταχειριζώμεθα τοὺς ἐχθρούς, καὶ νὰ καλομεταχειριζώμεθα τοὺς φίλους. «Φαίνεται ἄνθρωπος πολὺ ἀξιέπαινος—λέγει εἰς τὸν Χαιρεκράτην— ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προηγεῖται τῶν ἐχθρῶν, κακοποιῶν αὐτούς, καὶ τῶν φίλων εὐεργετῶν τούτους.» Καὶ ἐπι λέξει˙ «Καὶ μὴν πλείστου γὲ δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι, ὃς ἂν φθάνῃ τοὺς μὲν πολεμίους κακῶς ποιῶν, τοὺς δὲ φίλους εὐεργετῶν» Ξενοφ. Ἀπομνημονεύματα II, 3, § 14. Ἀλλὰ ὁ Σωκράτης τοῦ Πλάτωνος δὲν δέχεται τὴν γνώμην ταύτην. «Εἰς οὐδένα πρέπει,» λέγει εἰς τὸν Κρίτωνα, «νὰ ἀποδίδωμεν ἀδικίαν ἀντὶ ἀδικίας, κακὸν ἀντὶ κακοῦ ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ προσβολή, τὴν ὁποίαν ἐλάβομεν». Τὸ ἴδιο βεβαιώνει καὶ εἰς τὴν Πολιτείαν του ὁ Πλάτων προσθέτων, ὅτι «οἱ κακοὶ μὲ τὴν ἐκδίκησιν δὲν γίνονται καλύτεροι».

Ἐκεῖνο ἑπομένως, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Σωκράτους, εἶναι ἡ σκέψις τῆς δικαιοσύνης καὶ ὄχι τὸ αἴσθημα τῆς ἀγάπης. Εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ὁ δίκαιος ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάμνῃ τὸ κακόν, ὄχι ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἀλλὰ ἀπὸ σεβασμὸν πρὸς τὸν ἑαυτόν του. Ἕκαστος πρέπει νὰ τιμωρῆται μόνος του, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει θὰ τὸν τιμωρήσουν μετὰ τὸν θάνατον του οἱ Κριταὶ τοῦ ᾋδου. Ὁ μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος, ὁ Ἀριστοτέλης, θὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν παλαιὰν δημώδη ἰδέαν «ὅποιος δὲν ἀνταποδίδει τὰς προσβολάς—λέγει εἰς τὰ Ἠθικὰ Νικομᾶχια—εἶναι δειλὸς καὶ δοῦλος».

6) Ἐν Ῥώμῃ. Οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ εὗρον ἰσότιμον πρὸς τὸν Χριστὸν ἐντός τῆς Ῥώμης τὸν Σενέκαν. Ὁ Σενέκας οὗτος ἦτο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διηύθυνε τὰς συνειδήσεις τῶν ἀρχόντων τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς τὸν μετερρυθμισμένον κυνισμόν του. Ἦτο ὁ φιλόσοφος ἀριστοκράτης μὲ τὰς ἀφηρημένας ἐννοίας του χωρὶς καμμιὰ συγκίνησιν εἰς τὰ βάσανα τῶν ταπεινῶν. Ἦτο ὁ πλούσιος, ὁ ὁποῖος διὰ λόγου περιε-φρόνει τὰ πλούτη, ἀλλ’ εἰς τὴν πραγματικότητα ἦτο ζηλότυπος φύλαξ τούτων! Οὗτος ἐκήρυττε τὴν ἰσότητα μεταξὺ ἐλευθέρων καὶ δούλων καὶ ὅμως εἶχεν ἀρκετοὺς δούλους! Οὗτος εἶχε δαιμόνιον ἀνατομικὸν τῶν διαφόρων περιπτώσεων τοῦ κακοῦ, τῶν ἀνησυχιῶν, τῶν πραγματικῶν ἐλαττωμάτων, τῶν ἀβεβαίων ἀρετῶν, ἀλλὰ καὶ ηὐτοκτόνησε! Οὗτος ἔλεγεν, ὅτι ὁ σοφὸς δὲν πρέπει νὰ ἐκδικῆται, ἀλλὰ νὰ λησμονῇ τὴν προσβολήν. Πρέπει νὰ μιμῆται τοὺς θεοὺς κάμνων καλὸν εἰς τοὺς ἀχαρίστους, διότι ὁ ἥλιος φωτίζει τοὺς κακοὺς καὶ ἡ θάλασσα ἀνέχεται τοὺς κουρσάρους. Πρέπει νὰ βοηθῶμεν τὸν ἐχθρὸν μὲ χέρι φιλικό». Ὁ ἠθικὸς Σενέκας ἔγραψε τὰ περισσότερα ἔργα του, μετὰ Χριστόν, διότι ηὐτοκτόνησε κατὰ τὸ 65 μ. Χ. Ἑπομένως πολλὰ λόγια του εἶναι χριστιανικὰ καὶ ὄχι ἰδικά του.

7) Ἐν Παλαιστίνῃ. Ἄλλοι λέγουσιν, ὅτι ἀγάπην ἐχθρῶν εὑρίσκουσιν εἰς τὴν Παλαιὰν Γραφήν, ἡ ὁποία διατάσσει τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν συναντήσῃς τὸ βόδι τοῦ ἐχθροῦ σου ἤ τὸν ὄνον του, ὁδήγησέ τα πρὸς τὸν κύριόν των. Ἐὰν ἴδῃς, ὅτι ὁ ὄνος τοῦ ἐχθροῦ σου πίπτει ὑπὸ τὸ φορτίον του, μὴ ἀπομακρύνεσαι, ἀλλὰ δόσε χεῖρα βοηθείας». Ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν λέγεται ἀγάπη τῶν ἐχθρῶν, ἀλλὰ ἀμοιβαιότης, ἀλληλεγγύη διὰ τὸν ἑξῆς λόγον. Ὁ ὄνος ἦτο πολύτιμον ζῷον εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τοὺς χρόνους ἐκείνους. Φίλοι καὶ ἐχθροὶ εἶχον τὸν ὄνον των. Ὁ ὄνος τοῦ ἐχθροῦ σου ἔφυγε σήμερον; Αὔριον δύναται νὰ φύγῃ ὁ ἰδικός σου. Δὸς χεῖρα βοηθείας σὺ σήμερον, ἵνα λάβῃς τοιαύτην ἀπὸ τὸν ἐχθρόν σου αὔριον.

Οἱ ψαλμοὶ βρίθουσιν ἀπειλῶν καὶ κατάρων κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Εἰς ἕνα κόσμον οὕτω κατεσκευασμένον ἦτο δίκαιον νὰ ἀπορῶμεν, διατὶ ὁ Σαοὺλ ἐκπλήσσεται, διότι δὲν ἐφονεύθη ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ του Δαυΐδ. Μόνον εἰς τὰς παροιμίας, αἵτινες ἐγράφησαν βραδύτερον, συναντῶμεν ἀποφθέγματα ὅμοια πρὸς τὰ τοῦ Χριστοῦ: «Μὴ εἴπῃς, ἐκδικήσω τὸν ἐχθρόν μου. Ἀνάμεινον τὸν Κύριον καὶ σωθήσῃ». Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἐνταῦθα περιμένει ὁ ἐχθρὸς τὴν τιμωρίαν τοῦ ἐχθροῦ του δι’ ἰσχυροτέρων χειρῶν, τοῦ Θεοῦ. Μόνον εἰς τὸν ἀνώνυμον ἠθικολόγον ἐκεῖνον (τὴν Σοφίαν Σολομῶντος) ὑπάρχει τό: «ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν». Αὐτὴ εἶναι μία πρόοδος, διότι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ ὄνου τοῦ ἐχθροῦ φθάνει εἰς αὐτὸν τὸν ἐχθρόν. Ἀλλὰ ἐκ τοῦ δειλοῦ τούτου ἀποφθέγματος, κεκρυμμένου εἰς μίαν γωνίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν δύναταί τις βεβαίως νὰ ὁδηγηθῇ πρὸς τὰ θαύματα τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν τῆς ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου.

Ἄλλοι ἰσχυρίζονται, ὅτι ὁ ῥαββῖνος. ὁ μεγάλος Χιλέλ, ὁ διδάσκαλος τοῦ Γαμαλιήλ, αὐτὸς ὁ περίφημος Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος ἔζη ὀλίγον πρὸ τοῦ Χριστοῦ, ἐδίδασκε τὰ ἴδια πράγματα, ποὺ ἐδίδαξεν ἔπειτα ὁ Χριστός. Ἔλεγε: «Μὴ κάμῃς εἰς τοὺς ἄλλους ἐκεῖνο, ποὺ δὲν θέλεις νὰ κάμουν εἰς σὲ οἱ ἄλλοι. Αὐτὸς εἶναι ὅλος ὁ νόμος, τὰ ἄλλα δὲν εἶναι παρὰ σχόλια τοῦ νόμου». Πόσον μακρυὰ ὅμως εἶναι ἀπὸ τὰ λόγια του Χριστοῦ! Ὁ Χιλὲλ λέγει «μὴ κάμῃς», δὲν λέγει «κάμε» καλὸ εἰς ὅποιον σοῦ κάνει κακό, Τὸ «μὴ κάμῃς» εἶναι ἄρνησις, δὲν εἶναι θέσις,εἶναι μία χλιαρὴ ἀπαγόρευσις νὰ μὴ βλάψωμεν, ὄχι ὅμως καὶ μία ἀπόλυτη ἐντολὴ νὰ ἀγαπήσωμεν.

Πλὴν αὐτοῦ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Χιλὲλ εἶναι οἱ Ταλμουδισταί, οἱ ὁποῖοι ἔχωσαν τὸν νόμον εἰς τὸ πέλαγος τῶν περιπτωσιολογιῶν καὶ τῆς δικολαβίας. Οἱ ἀπόγονοι ὅμως τοῦ Χριστοῦ, οἱ μάρτυρες, ηὔχοντο ὑπὲρ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐφόνευον. Καὶ ὁ Φίλων, ὁ Ἀλεξανδρινὸς Ἑβραῖος, μεταφυσικὸς πλατωνικός, 20 χρόνια μεγαλύτερος τοῦ Χριστοῦ, ἄφισεν ἕνα μικρὸ σύγγραμμα περὶ ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ὁ Φίλων μὲ ὅλην τὴν ἐξυπνάδα του καὶ ὅλους τούς μυστικοὺς καὶ μεσσιανικοὺς ὑπολογισμοὺς του εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Χιλέλ, θεωρητικός, ἄνθρωπος τοῦ βιβλίου, τῶν συστημάτων, τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν, τῶν ταξινομήσεων. Ἡ στρατηγικὴ διαλεκτική του κινεῖ χιλιάδας λέξεων εἰς παράταξιν, δὲν δύναται ὅμως νὰ εὕρῃ τὴν λέξιν ἐκείνην, ἡ ὁποία ἐξαλείφει εἰς μίαν στιγμὴν τὸ παρελθόν, τὴν λέξιν ἡ ὁποία ἑνώνει τὰς καρδίας. Ὡμίλησε διὰ τὴν ἀγάπην περισσότερον ἀπὸ τὸν Χριστόν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ εἴπῃ, οὔτε ἠδυνήθη νὰ ἀντιληφθῇ περὶ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπεν ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀμαθεῖς μαθητάς του εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίαν.

Ἐὰν θελήσωμεν δι’ ὀλίγων λέξεων νὰ χαρακτηρίσωμεν τὸν προχριστιανικὸν κόσμον εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο θὰ ἴδωμεν, ὅτι οὗτος ἀρχίζων ἀπὸ τὴν ἀδικίαν εἶχε ἰδανικὸν τὴν δικαιοσύνην, ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἀρχίζων ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην ἔχει ἰδανικὸν τὴν θυσίαν.

Γενικὴ παρατήρησις: Ὁ στωϊκός, ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὑπερήφανος φιλόσοφος ἐκ τῆς σοφίας του, ὁ δίκαιος ἱκανοποιημένος ἐκ τῆς δικαιοσύνης του δύνανται νὰ περιφρονῶσι τὰς προσβολάς τῶν μικρῶν, τὰ δαγκώματα τῶν ἐχθρῶν δύνανται καὶ καταδέχονται, διὰ νὰ φαίνωνται μεγαλόκαρδοι καὶ διὰ νὰ κερδίσωσι τὸν θαυμασμὸν τῶν λαῶν, νὰ ρίπτωσιν ἕνα τεμάχιον ἄρτου εἰς τὸν πεινασμένον ἐχθρὸν των ταπεινώνοντες οὕτω αὐτὸν σκληρότερον ἐκ τοῦ ὕψους τῆς δῆθεν τελειότητός των, ἐν τῇ στωικῇ ἀπαθείᾳ, μὲ τὴν Φαρισαϊκὴν ὑποκρισίαν, μὲ τὸν φιλοσοφικὸν ἐγωϊσμὸν καὶ μὲ τὸ αὐτάρεσκον αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Ἀλλὰ ὁ ἄρτος οὗτος εἶναι ζυμωμένος καὶ ψημένος μὲ τὴν ζύμην τῆς ματαιότητος καὶ τὸ φιλικὸν αὐτὸ χέρι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δέσῃ μιά πληγή, νὰ σπογγίσῃ ἕνα δάκρυ.



Θέμα: β) Ἡ Χριστιανικὴ ἀγάπη.

Εἴδομεν τὴν προχριστιανικὴν ἀγάπην. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην. Ὁ νόμος οὗτος τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου δύναται νὰ διαιρεθῇ εἰς 3 μέρη. 1) Εἰς τὴν ἐντολήν, 2) Εἰς τὸν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς καὶ 3) εἰς τὴν ἀμοιβήν.

1) Ἡ ἐντολή. «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ἐν πρώτοις. Περὶ ποίων ἐχθρῶν πρόκειται; Συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ὁ Κύριος, ὅπως καταργῶν τὸν φόνον ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτου τὴν ὀργήν, ὅπως καταργῶν τὴν σαρκικὴν ἁμαρτίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν ταύτης, τὸν πονηρὸν ὀφθαλμόν, ὅπως καταργῶν τὴν ἐπιορκίαν καὶ τὴν ψευδορκίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτων τὸν ὅρκον, κατὰ παρόμοιον τρόπον κτυπᾷ καὶ ἐνταῦθα τὴν ῥίζαν πάσης ἐχθρότητος, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ προσωπικὴ ἔχθρα. Ἑπομένως ἐχθροὶ ἐνταῦθα εἶναι οἱ προσωπικοί μας ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔβλαψαν διὰ λόγου καὶ δι’ ἔργου οἱοιδήποτε καὶ ἂν εἶναι οὗτοι. Ἂς κανονίσωμεν ἡμεῖς τὴν προσωπικήν μας ἔχθραν συγχωροῦντες τοὺς ἐχθρούς μας καὶ ἂς ἀφίσωμεν τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης, τὸ ὁποῖον ἐξεγείρεται μέσα μας ἐναντίον των καὶ τὸ ὁποῖον πολλάκις συγχέεται μὲ τὸν ἐγωϊσμόν μας νὰ τὸ κανονίσῃ ὁ Θεὸς ἤ ἡ πολιτεία.

Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα. Διατὶ πρέπει νὰ συγχωρήσω τοὺς ἐχθρούς μου; Εἶναι τοῦτο λογικόν; Ἀπαντῶ: Ὁ μὴ συγχωρῶν τοὺς ἐχθρούς του ἔχει τρία μεγάλα κακά. Πρῶτον εἶναι παράλογος, δεύτερον εἶναι δυστυχὴς καὶ τρίτον εἶναι ὁ πλέον ἄσπλαγχνος. Μάλιστα !

Πρῶτον. Εἶναι παράλογος, διότι μὲ ποῖον δικαίωμα μισεῖ τὶς τὸν ἐχθρόν του, ἀφ’ οὗ πίπτει εἰς τὸ ἴδιον σφάλμα, διὰ τὸ ὁποῖον μισεῖ τὸν ἐχθρόν του δηλαδὴ εἰς τὸ μῖσος; Ἔπειτα μὲ ποῖον δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας διὰ τινα ἁμαρτίαν του, ἀφ’ οὗ καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἁμαρτωλοί; Μήπως μισοῦμεν, ἐπειδὴ δὲν εἴμεθα εἰς αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἐκεῖνος; Εἴμεθα ὅμως εἰς ἄλλην. Μήπως δύναται ὁ χωλὸς κατὰ τὸν δεξιὸν πόδα νὰ ὑβρίσῃ ὡς χωλὸν ἕτερον χωλὸν κατὰ τὸν ἀριστερὸν πόδα; Ἀσφαλῶς ὄχι! Μὲ ποῖον λοιπὸν δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας, ὅταν σχεδὸν πάντοτε εἴμεθα ὑπεύθυνοι τοῦ μίσους του μὲ τὴν τερατώδη ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας;

Δεύτερον. Ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής. Καὶ πράγματι! ὁ μισῶν εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει, διότι τὸ μῖσος εἶναι ἡ χειροτέρα πληγή. Ἐκτὸς τούτου ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής, διότι παραγνωρίζει τὴν ὠφέλειαν, τήν ὁποίαν τοῦ προσφέρει ὁ ἐχθρός του. Ὁ ἐχθρὸς εἶναι σωτήρ μας. Αὐτὸς μόνον βλέπει καὶ λέγει τὰς ἐλλείψεις μας χωρὶς προσποίησιν καὶ ὑποκρισίαν. Δυνατὸν νὰ βλέπῃ περισσοτέρας ἐλλείψεις, τῶν ὅσων ἔχομεν. Κακὸν ὅμως θὰ ἦτο, ἐὰν ἔβλεπε καὶ ἔλεγεν ὀλιγωτέρας. Ὁ φίλος οὔτε βλέπει πάντοτε οὔτε λέγει μετὰ τόσης ἐλευθεροστομίας τὰς ἐλλείψεις μας. Ἑπομένως ὁ ἐχθρός μας διὰ τῆς ὠμότητός του λέγει εἰς ἡμᾶς τὴν πραγματικήν μας κατάστασιν καὶ ξυπνᾷ τὴν συνείδησιν τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας. Μᾶς ὠφελεῖ οὗτος, διότι δὶ’ αὐτοῦ θὰ δοκιμασθῶσιν αἱ ἀρεταί τῆς ὑπομονῆς, ἀνεξικακίας, πραότητος ἀγάπης κλπ., τὸ δὲ ξύπνημα τῆς συνειδήσεως τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας, ὡς ἔχον ὑλικὸν τὴν ταπείνωσιν εἶναι ἡ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις τῆς καινούργιας μας ζωῆς. Ὅλων αὐτῶν αἰτία εἶναι ὁ ἐχθρός μας μὲ τὴν ὠμήν του γλῶσσαν.

Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας μᾶς δίδει ὁ ἐχθρός μας καὶ τοῦ παραλογισμοῦ τοῦ μίσους μας πρὸς αὐτόν, θὰ ὠφείλομεν νὰ ἐκφράσωμεν τὴν εὐγνωμοσυνην μας πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ διὰ τίνος τρόπου; Διά τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ μόνος τρόπος διὰ νὰ θεραπεύσῃς τὴν πληγὴν τοῦ μίσους του καὶ νὰ ἐκφράσῃς πρὸς τὸν ἐχθρόν σου τὴν εὐγνωμοσυνήν σου. Καὶ πράγματι! Ὁ ἐχθρός μας ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης καὶ μάλιστα τῆς ἰδικῆς μᾶς ἀγάπης. Ὁ φίλος μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾷ, δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης μας, διότι δὲν ἔχει οὐδεμίαν πληγὴν μίσους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μᾶς μισεῖ, ἀναδίδει ἐκ τῆς ψυχῆς του τὴν πικρίαν τοῦ πόνου του. Μισεῖ, διότι ὑποφέρει καὶ κατὰ τι εἴμεθα καὶ ἡμεῖς ὑπεύθυνοι τῆς συμφορᾶς του ταύτης. Ἀλλὰ καὶ ἂν μέσα εἰς τὴν ἀλαζονικήν σου πεποίθησιν, ὅτι εἶσαι ἀθῶος, τὸν ἀποστρέφεσαι, ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου, ὅτι καθῆκον σου εἶναι νὰ γλυκάνῃς τὸν πόνον τοῦ ἐχθροῦ σου μὲ τὴν ἀγάπην σου, νὰ τοῦ ἐλαφρύνῃς τὸ κακόν του, νὰ ἠρεμήσῃς τὸν ἴδιον, νὰ τὸν κάμῃς καλλίτερον, νὰ τὸν φέρῃς εἰς τὴν μακαριότητα τῆς ἀγάπης. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου θὰ τὸν γνωρίσῃς καλλίτερα καὶ γνωρίζων αὐτὸν καλλίτερα, θὰ τὸν ἀγαπήσῃς περισσότερον. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου καθαρίζεις τὸ πνεῦμα σου, ὑψώνεις καὶ τὸ πνεῦμα ἐκείνου. Ἑπομένως ἐκ τοῦ μίσους τοῦ ἐχθροῦ σου πρὸς σέ, τὸ ὁποῖον διαιρεῖ, δύναται νὰ γεννηθῇ μεγάλο φῶς !

2) Τρόπος ἐφαρμογῆς ἐντολῆς. Ὁ τρόπος οὗτος εἶναι τριπλοῦς, α΄ «Εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς» λέγει ὁ Κύριος ἤτοι πρέπει νὰ λέγωμεν λόγια καλὰ δὶ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑβρίζουν. Αὐτὸ δὲν θέλει νὰ εἴπῃ, ὅτι πρέπει νὰ δεχώμεθα ὡς ἀληθεῖς τὰς ψευδεῖς αὐτῶν ὕβρεις, ἀλλὰ νὰ εὑρίσκωμεν ἄλλας πλευράς τοῦ ὑβρίζοντος ἡμᾶς, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀξιέπαινοι. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῶμεν, ὅτι ἕνας, ἐπειδὴ εἶναι ἐχθρός μας, στερεῖται παντελῶς χαρισμάτων. Δυνάμεθα λοιπὸν νὰ ἐπαινέσωμεν τὴν εὐφυΐαν του, τὴν ἠθικήν του ἤ ἄλλην τινὰ ἀρετήν, τὴν ὁποίαν ἔχει. β΄) «Καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς». Ἤτοι δὲν πρέπει μόνον διὰ λόγων νὰ ἐπαινῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας, ἀλλὰ καὶ δι’ ἔργων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ῥητῶς τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ πότιζε αὐτόν˙ ταῦτα ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ». Οἱ ἄνθρακες πυρὸς εἶναι οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ ἐντροπή, τὰ ὁποῖα θὰ γεννηθῶσιν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀγαπωμένου ἐχθροῦ σου. Ἑπομένως, ὅταν ὁ ἐχθρός σου πέσῃ εἰς τὰ χέρια σου, φρόντισε νὰ τὸν περιποιηθῇς μὲ τὴν ἀγάπην σου.

Ἀλλὰ ἐὰν δὲν δύνασαι οὔτε διὰ λόγων, οὔτε δὶ’ ἔργων νὰ ἐκδήλωσῃς τὴν ἀγάπην σου πρὸς τὸν ἐχθρόν σου, δύνασαι νὰ καταφεύγῃς εἰς τὴν προσευχήν. Διά τοῦτο ὁ Κύριος προσθέτει˙ «Προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς, καὶ διωκόντων ὑμᾶς». Οἱ «ἐπηρεάζοντες» εἶναι οἱ ἐκ συμπτώσεως καὶ ἐκτάκτως ἐνεργοῦντες ἐχθρικῶς, ἐν ᾧ οἱ «διώκοντες» εἶναι οἱ τακτικῶς καὶ συστηματικῶς ἐχθρευόμενοι ἡμᾶς. Ἑπομένως ἰδοὺ ὁ τριπλοῦς τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν μας, διὰ λόγου, δι’ ἔργου, καὶ διὰ προσευχῆς.

3) Ἀμοιβή. Ποία ἡ ἀμοιβή; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀνακράζει. Ἀμοιβὴ εἶναι «ὁ πάντων φρικωδέστερον, τὸ γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ». Μάλιστα. Διά τοὺς ἐλεήμονας ὁ Κύριος ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «ἐλεηθήσονται», διὰ τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «τὸν Θεὸν ὄψονται», διὰ τοὺς πενθοῦντας ὅτι «παρακληθήσονται», διὰ τοὺς διωκόμενους ἀδίκως, ὅτι ὁ μισθὸς αὐτῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», διὰ τοὺς ἀγαπῶντας ὅμως τοὺς ἐχθροὺς των ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν τὸ «γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ» ! Ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευσεν ὡς δέλεαρ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, ὅτι θὰ γίνωσιν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν, ἐὰν παραβῶσι τὴν ἐντολήν του, δίδεται ἐνταῦθα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τοὺς ἀγαπῶντας τοὺς ἐχθροὺς των. Πρὸς περισσότερον τονισμὸν τῆς ἀμοιβῆς ταύτης ὁ Κύριος φέρει ὡς παράδειγμα τὸν Πατέρα Του, ὁ ὁποῖος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» ἤτοι ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Ἀλλὰ ἡμεῖς δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν τονίζοντες τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τὸ «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». (1) Καὶ τὸ «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». (2)

Θαυμάσια παραδείγματα ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν εἶναι αἱ προσευχαὶ μαρτύρων τῆς πίστεως ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἕν ἐκ τῶν πολλῶν ἀναφέρει ὁ Σατωμβριάν εἰς τοὺς μάρτυράς του, τὸ ἑξῆς: Κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν διωγμῶν εἰς Λακεδαίμονα συνελήφθησαν ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ ἀπίστου ἄρχοντος κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐφυλακίσθησαν, ἵνα τὴν ἑπομένην ἡμέραν φονευθῶσιν. Οἱ φυλακισμένοι μάρτυρες πρὶν ἐκτελεσθῶσιν ἐπιθυμοῦσι νὰ κοινωνήσωσι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ νὰ προσευχηθῶσιν ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἁγία Τράπεζα ὅμως δὲν ὑπῆρχεν. Ἐξαπλώνεται κατὰ γῆς ὁ γέρων φυλακισμένος Ἐπίσκοπος καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τελοῦσι τὴν λειτουργίαν οἱ παριστάμενοι ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Κατὰ τὴν στιγμήν, καθ’ ἥν ἐτελεῖτο ἡ κατανυκτικὴ ἐκείνη λειτουργία, πρὶν κοινωνήσουν, ὁ ἐν φυλακῇ κλῆρος καὶ λαὸς προσεύχονται ὑπὲρ τῶν ἀρχόντων καὶ διωκτῶν των. Κατόπιν ἐκοινώνησαν καὶ τὴν ἑπομένην ἐμαρτύρησαν. Πόσον συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη αὕτη τῶν ἐχθρῶν!


Συμπεράσματα. Ἰδοὺ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, τὸ βάθος τῆς ἐντολῆς ταύτης, ὁ τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς της καὶ ἡ ὑψίστη ἀμοιβή της. Ἀγαπῶμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐχθρούς μας; Ἀλλοίμονον! Ὄχι μόνον τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀγαπῶμεν, ἀλλ’ οὐδὲ τοὺς φίλους μας, οὐδὲ τοὺς γονεῖς μας. Μία παρατήρησις, μία σοβαρὰ στάσις ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μᾶς εὐηργέτησαν οὐδόλως εἶναι ἀνεκτή. Εἴμεθα ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει χειρότεροι τῶν τελωνῶν, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου, «ἀγαπῶσι τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς καὶ ἀσπάζονται» χαιρετίζουν «τοὺς ἀσπαζομένους» τοὺς χαιρετίζοντας «αὐτούς». Ἀλλὰ τότε ἡ ἀγάπη αὕτη δὲν εἶναι χριστιανικὴ καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει. Ἂς ἀγαπήσωμεν λοιπὸν τοὺς ἐχθρούς μας, ἵνα γίνωμεν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν μας. Γένοιτο!


1) Ἰωάν. Γ . 16.

2) Ρώμ. Ε . 8.

Κυριακή Β Λουκά Η Αληθινή Αγάπη π. Γεώργιος Παπαθεοδώρου


ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ Ευαγγέλιο: Λουκ. στ΄ 31 – 36

Η αληθινή αγάπη

Το ιδανικό της αληθινής αγάπης αναλύει στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή ο Κύριός μας. Τοποθετεί, μάλιστα, τα πράγματα στη σωστή τους θέση, προκειμένου να μην αυταπατώνται εκείνοι που δε μπορούν να διακρίνουν την όντως αγάπη, την προερχόμενη από την πίστη στο Θεό, από τη συμβατική αγάπη, που λειτουργεί κυρίως σαν ανταπόδοση μιας υποχρέωσης, παρά σαν κίνηση κένωσης για την αγάπη του αδελφού.Λέγει, μάλιστα χαρακτηριστικά ότι το ν’ αγαπά κανείς ή να κάνει το καλό σε εκείνον που ομοίως τον αγαπά και τον ευεργετεί δεν ελκύει την χάρη του Θεού, καθότι και οι αμαρτωλοί ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Και ο δανεισμός, επίσης, προς εκείνον από τον οποίο αναμένεται η επιστροφή των δανεικών, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία. Η όντως αγάπη απευθύνεται ακόμη και στους εχθρούς και το καλό πρέπει να γίνεται προς όλους, ανεξαρτήτως ανταποδόσεως ή όχι.Η ιδεατή αυτή εικόνα που παρουσιάζει ο Κύριος προέρχεται από την αγάπη που χαρακτηρίζει την σχέση του ιδίου προς τα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, μια σχέση που χαρακτηρίζεται από αγαπητική κοινωνία, αλληλοπεριχώρηση, δικαιοσύνη, έλλειψη της παραμικρής ιδιοτέλειας και του όποιου ευτελούς προσωπικού συμφέροντος. Χαρακτηρίζει δε και την σχέση του Κυρίου προς το αγαπημένο Του δημιούργημα, τον άνθρωπο, από αγάπη προς τον οποίο εκκένωσε εαυτόν, μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι αυτού γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος, εσταυρώθη και εκών ετάφη.Αυτή η κοινωνία της αγάπης, όπως την ευαγγελίσθηκε ο ίδιος ο Κύριος γίνεται πραγματικότητα ή μπορεί να πραγματωθεί, για να είμαστε ακριβέστεροι, εντός της Εκκλησίας, η οποία είναι Σώμα Χριστού, εντός του οποίου οφείλουμε τα βαπτισμένα μέλη Της να ζούμε και να συμπεριφερόμαστε κατά το θέλημά Του. Παρόλα αυτά η επίτευξη αυτού του ιδανικού, κυρίως στην εποχή μας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε παρεξηγήσει και παρερμηνεύσει την περί αγάπης εντολή του Χριστού, προβάλλοντας σχεδόν πάντα στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους το συμφέρον, την ιδιοτέλεια και τον εγωκεντρισμό. Το πνεύμα και το κλίμα που έχουμε διαμορφώσει γύρω μας ενισχύει τον ατομισμό, τον περιορισμό στα εντός και επί τα αυτά των προσωπικών ή έστω, των οικογενειακών μας αναγκών, καθώς και την αδιαφορία για τις ανάγκες και τα προβλήματα των άλλων. Έχοντας λησμονήσει το πρότυπο της αγάπης του Ιησού Χριστού, έχουμε σχηματίσει γύρω μας μια κοινωνία τσιμεντοποιημένης  μοναξιάς, από την οποία απουσιάζει το έλεος, η ευσπλαχνία, η ανθρωπιά Εμείς που δηλώνουμε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού και υπεραμυνόμαστε της αγάπης μας προς Εκείνον, οφείλουμε να έχουμε υπόψιν ότι ο αγαπών τον Θεόν ου δύναται μη και πάντα άνθρωπον ως εαυτόν αγαπήσαι  κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Ας μη λησμονούμε, επίσης και την διδαχή του Αγίου Διαδόχου, ο οποίος έλεγε: «Όταν κανείς αρχίζει να αισθάνεται την αγάπη του Θεού και να πλημμυρίζει η ψυχή του από αυτήν, τότε αρχίζει να αγαπά και τον πλησίον του με τρόπον πνευματικόν. Διότι μόνον αυτή είναι η πνευματική αγάπη περί της οποίας αναφέρουν όλες οι Ιερές Γραφές. Διότι η άλλη, η φιλία, που συνδέει μόνο εξωτερικώς τους ανθρώπους, πολύ εύκολα διαλύεται από ασήμαντη, συνήθως, αφορμή. Αυτό δε συμβαίνει, διότι ο σύνδεσμος της εξωτερικής φιλίας δεν είναι πνευματικός, αλλ’ υλικός, κοσμικός και, ως εκ τούτου, εύθραυστος» Τέλος, προς όλους εκείνους που περιορίζουν την θρησκευτικότητά τους στην τήρηση μεμονωμένων θρησκευτικών τύπων και συμβατικών υποχρεώσεων, διδακτικός ας ηχήσει ο λόγος ενός σύγχρονου Ορθοδόξου Ιεράρχου: «Στην έσχατη κρίση δεν θα ερωτηθώ πόσες θρησκευτικές διαλέξεις παρακολούθησα, πόσες μετάνοιες έκανα στην προσευχή μου, πόσο αυστηρά νήστεψα, μα θα ερωτηθώ: έδωσα τροφή στους πεινασμένους, ρούχα στους γυμνούς, φρόντισα τους αρρώστους, επισκέφθηκα τους φυλακισμένους; Αυτά είναι όλα που θα ερωτηθώ. Ο δρόμος για τον Θεό βρίσκεται μέσα από την αγάπη για τους άλλους ανθρώπους και δεν υπάρχει άλλος δρόμος» Αμήν 
Γράφει: π. Γεώργιος Παπαθεοδώρου

Κυριακή Β Λουκά Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη (Λουκ.6, 31-36) Anthony Metropolitan of Sourozh









23 Νοεμβρίου 1969


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πολλές φορὲς ὁ Χριστὸς μᾶς μιλάει στὸ Εὐαγγέλιο Του γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε. Τί καινούργιο ὑπάρχει σὲ τούτη τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Εἶναι ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σπουδαιότητα της. Δὲν εἶναι καινούργιο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἀγαποῦσαν κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ εἶναι καινούργιο σ’ αὐτή τὴν ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα μας, νὰ συμμετέχουμε στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀγαπᾶ κι’ Ἐκεῖνος, - ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἐκείνους ποὺ εἶναι εὐγνώμονες καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀχάριστοι, νὰ μὴν ἀναφέρω ἐκείνους ποὺ ἴσως γοητεύουν κάποιον. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθιὰ καὶ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα· αὐτὸ ποὺ διαφέρει σ’ αὐτή τὴν ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ποιότητα : ὁ Θεός μπορεῖ νὰ χαίρεται καὶ μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του ἐπάνω στὸν Σταυρό.

Καὶ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο· καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε χωρὶς διακριση – οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἔλεγαν ὅτι φερόμαστε ἀδιάκριτα, ἀνόητα, τρελά – καλούμαστε νὰ ἀγαπήσουμε ὁλόψυχα ἐκείνους ποὺ ἔχουν δίκιο καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἄδικο. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἴσως χαιρόμαστε μὲ τοὺς πρώτους καὶ πληγώνεται ἡ καρδιά μας μὲ τοὺς δεύτερους, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μας δὲν πρέπει νὰ παραπαίει. Ὅλοι γνωρίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ ἀγαπᾶμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε φυσικά, καὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε ἀπὸ τὴν μικρὴ ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς τοὺς λίγους, νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ ἀγάπη μεγαλύτερη, καὶ ἀγαπώντας ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀξιαγάπητοι, νὰ ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι.

Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα μ’ ἕνα καινούργιο τρόπο: νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε πάντα, καὶ ὄχι μόνο τὶς στιγμὲς ποὺ μᾶς εἶναι εὔκολο, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε δίχως νὰ περιμένουμε τίποτα ἄλλο παρὰ τὴν χαρὰ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὴν κάθε ἀγάπη σὲ ἀπάντηση τῆς δικῆς μας ἀγάπης σὰν ἕνα δῶρο τέλειο, ἅγιο, ποὺ εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι ἀνταμοιβή, δὲν εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ἔχουμε δικαίωμα, ἀλλὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐλεύθερα, τέλεια, κάτι ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά μας μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταμοιβή, ἁπλῶς νὰ χαιρόμαστε τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ χαιρόμαστε ὅταν συμβαίνει κάτι μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ χαροῦμε καὶ νὰ χαιρόμαστε ξανὰ ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾶμε θὰ ἔχουν χάσει τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας, ποὺ θὰ τοὺς ἔχει τουλάχιστον ἀπομείνει, τουλάχιστον κάτι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τοὺς τὸ στερήσουμε.

Καὶ πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου: ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε τὸ καλὸ σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ σκεφτόμαστε ποιὸ εἶναι ἀληθινὰ καλὸ γιὰ ἕνα πρόσωπο. Δὲν μιλάω γιὰ τὸν σκληρὸ τρόπο ποὺ συνεχῶς ὁρίζουμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ τὸ καλὸ τους, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πιέζουμε, ἤ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ πιέσουμε προκειμένου νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἶναι. Ὄχι· σκέφτομαι κάποιον ἄλλο τρόπο προσεκτικῆς ἀναζήτησης γιὰ τὸ καλό τους: ποτὲ νὰ μὴν στηρίζουμε τὴν ἀδυναμία τους ἀφήνοντας τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται ὡς ἔχουν, ποτὲ νὰ μὴν κλείνουμε τὰ μάτια μας σὲ ὅ,τι εἶναι γι’ αὐτοὺς καταστροφικό, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια μὲ ἔλεος, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ἔτσι ὥστε νὰ οἰκοδομοῦνται καὶ ὄχι νὰ καταστρέφονται.

Ἄν ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε καλύτερα ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα καὶ φυσικά, ἡ καρδιὰ μας θὰ γίνει πιὸ καθαρή, πιὸ ἁγνὴ καὶ πιὸ μεγάλη, καὶ θὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως μονάχα ἕνα πρόσωπο, καὶ μετὰ ἕνα ἄλλο, καὶ ξανὰ ἕνα ἄλλο, μὲ μεγαλύτερο τίμημα, μὲ μεγαλύτερη ἁγνότητα, μὲ λιγότερο ἐγωϊσμό, μὲ μιὰ μακρόθυμη καρδιά.

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ μοιραστοῦμε, μιὰ ἀγάπη ποὺ εἶναι προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ εἶναι φῶς, χαρά, πίστη, ποὺ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς αἰωνιότητας ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀμήν.


Ἀπόδοση κειμένου: www.agiazoni.gr




Πρωτότυπο κείμενο


Christ’s commandment of love

1969, 23 November


In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

Many a time does Christ in His Gospel tell us of the new commandment which He has given us. What is new in this commandment of love? It is the height and the purity of its standard. It is not new that people love one another; peoples have always loved certain other people. What is new in this commandment of Christ is that we are told to be of one heart with our Heavenly Father, to participate in His love. That is to love in the same way in which He does, - He Who does not distinguish between the good and the bad, Who does not distinguish between people who are grateful and those who are ungrateful, not to mention those to whom one may be attracted or not. The love of God is vast and deep and all-embracing; what varies in this love is some internal quality: God may rejoice, and God may pay the cost of His love upon the Cross.

And we are called to the same; we are called to love without discrimination - people who are not of Gospel would say without discernment, foolishly, madly - we are called to love as wholeheartedly those who are right and those who are wrong. The difference will lie in the fact that we may rejoice in the ones and be brokenhearted for the others, but our love must not falter. We all know how to love a little those whom we naturally love, and we ask ourselves how can we, from this simple love of the few, grow to a wider love, and from loving those who are lovable, begin to love those who are not.

The first step which we must take is to learn to love those whom we love spontaneously in a new way: to love them always and not only at such moments when it is easy, to love them without expecting anything except the joy of loving them, and to receive any love in response to ours as a perfect, free, holy, fragrant gift which is a miracle, but which is not a reward, not something we have a right to, something which is freely and perfectly given, something that fills our heart with amazement and with gratitude.

We must learn to love without waiting for a reward, simply rejoicing in the miracle of love that will allow us to rejoice when there is something about which we can rejoice and also brokenheartedly; to rejoice again when those whom we love have lost everything except our love, at least that is left to them, at least this we shall never take away from them. And we must learn to love each other in the spirit of the Gospel: not simply to do good to certain people, or to many, but to think what is the true good for a person. O, I do not mean the cruel way in which we continually define for others what we believe to be their happiness and their good, and in which we force, or try to force people into being happy the way we want them to be happy. No, I am thinking of another kind of thoughtful search for their good: never support their weakness by letting things go on, never close your eyes on what is destructive for them, speak the truth in charity, love them so that they should be built up and not destroyed.

If we begin to love in a better way those whom we love spontaneously and naturally, our heart will become clearer, purer and wider, and we will learn to love people, one more person perhaps, and then one more, and then another again, at a greater cost, with a greater purity, with less selfishness, with a more generous heart.

Let us begin at this simple level, and God will lead us into the kind of love He calls us to possess and to share, a love which is life-giving, which is a light, which is a joy, which is faith, which is a beginning of eternity here and now. Amen.

Κυριακὴ Β΄Λουκᾶ (Λουκ. 6, 31-36) π.Γεώργιος Δορμπαράκης



 



«Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως… Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».


α. Τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (Ματθ. 5-7) ἀποτελεῖ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Β΄ Λουκᾶ, ἡ ὁποία κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ ἔγινε ἐπὶ τόπου πεδινοῦ. Μᾶλλον πρόκειται, ὅπως σημειώνουν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, περὶ δύο ὁμιλιῶν ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, δηλαδὴ τὴν ἴδια ὁμιλία ποὺ ἔκανε ἀρχικὰ σὲ πιὸ ἐκτεταμένη μορφὴ πάνω σὲ βουνό, τὴν ἴδια πιὸ περιληπτικὰ ἔκανε γιὰ δεύτερη φορὰ ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ αὐτὴν κατέγραψε ὁ Λουκᾶς. Ἡ πρώτη φράση τοῦ ἀναγνώσματος μάλιστα «καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς», ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ αὐτὸν ρυθμίζονται ἔτσι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ φανερώνεται ὁ Θεὸς στὴ ζωή τους.


β. 1. Θὰ πρέπει καταρχὰς βεβαίως νὰ θυμίσουμε ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς στὴν ἀρνητική του διατύπωση ἦταν κάτι ποὺ πρότεινε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπαντώμενος γιὰ πρώτη φορὰ στὸ βιβλίο τοῦ Τωβὶτ μὲ τὴ φράση «ὅ σὺ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς», αὐτὸ ποὺ ἐσὺ μισεῖς, μὴν τὸ κάνεις σὲ κανέναν ἄλλον. Ἐννοιολογικὰ καὶ μορφολογικὰ συναντᾶμε τὸν ἀρνητικὸ κανόνα αὐτὸ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἰουδαιοχριστιανικὴ ἀποκάλυψη, σὲ διαφόρους φιλοσόφους καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Κλεόβουλο τὸν Ρόδιο ἢ καὶ τὸν Κομφούκιο. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἕναν κανόνα ποὺ ρυθμίζει θετικὰ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ποὺ βασίζεται στὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν παγκόσμια καὶ πανθρησκειακὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία δὲν ἐπέφερε τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴ ζόφωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα του, ὅπως βεβαίως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄσαρκος μέχρι τὴν ἐνανθρώπησή Του, φώτιζε τὸν ἄνθρωπο (π.χ. μὲ τὸν σπερματικὸ λόγο ποὺ εἶπαν ὁρισμένοι Πατέρες), μὲ σκοπὸ τὴ διαπαιδαγώγησή του πρὸς μελλοντικὴ ἀποδοχὴ Ἐκείνου.


2. Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται τὸν κανόνα αὐτό. Ἀντιθέτως. Τὸν ἀποδέχεται καὶ τὸν ἐπεκτείνει, ἀνάγοντάς τον ὅμως σὲ ἐπίπεδο χαρισματικό, δηλαδὴ ἀντανάκλασης στὸν ἄνθρωπο τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι σὲ πρώτη φάση ὁ Κύριος διατυπώνει τὸν ρυθμιστικὸ αὐτὸν κανόνα τῆς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων συμπεριφορᾶς κατὰ τρόπο θετικό: «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ θέλει προσοχή. Ὁ Κύριος δὲν λέει «ὅ,τι σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτὸ νὰ κάνετε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς», διότι τοῦτο ἴσχυε ὡς ὁ πυρήνας τῆς ἰουδαϊκῆς ἠθικῆς, μὲ τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Μπορεῖ γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ ἦταν κανόνας ὑπέρβασης τῆς ἄκρατης ἐκδίκησης, περιορίζοντάς την στὴν ἴση ἀνταπόδοση, γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔφερε ὅμως ὁ Ἴδιος λειτουργοῦσε ὡς ἁμαρτία.

Ὁ Κύριος λοιπὸν λέει «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν οἱ ἄνθρωποι», ὅ,τι θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅποια συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας θὰ θέλαμε, τὴν ἴδια συμπεριφορὰ πρὸς αὐτοὺς πρέπει καὶ νὰ ἐπιδεικνύουμε· μὲ ἄλλα λόγια: μὴν κοιτᾶμε, κατὰ τρόπο ἰουδαϊκό, ὅπως εἴπαμε, τὸ τί κάνει ὁ ἄλλος, ὥστε ἡ δράση μας νὰ εἶναι ἀντίδραση, δηλαδὴ μία ἀνώριμη συμπεριφορά, ἀλλὰ νὰ κοιτᾶμε τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας, ἄρα μέτρο τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἔτσι, ὁ κανόνας αὐτός, θὰ λέγαμε, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», κάτι ποὺ φανερώνει τελικῶς ἀφενὸς ὅτι ὁ ἐαυτὸς μας εἶναι «ἀξεπέραστος» ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους – ὁ ἄνθρωπος κρίνει τὰ πάντα μὲ βάση τὸν ἑαυτὸ του – ἀφετέρου ὅτι οἱ ἄνθρωποι μεταξὺ μας εἴμαστε ἴδιοι. Ὁ χρυσὸς αὐτὸς κανόνας ἀνάγλυφα μᾶς δείχνει τὴν κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὸ πόσο ἡ αὐτογνωσία λειτουργεῖ ταυτόχρονα σ’ ἕνα μεγάλο ποσοστὸ καὶ ὡς ἐτερογνωσία.


3. 
Τί συνήθως λοιπὸν θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὥστε αὐτὸ νὰ προσφέρουμε καὶ σ’ αὐτούς; Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ πιὸ καίριες ἐπιθυμίες μας ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου μας, ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας μας, τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου μας, ἡ ἀπονήρευτη καὶ ἄδολη συμπεριφορά τους, ἡ διακριτικότητά τους, μ’ ἕνα λόγο ἡ ἀγάπη τους. Αὐτὸ λοιπὸν συνιστᾶ, κατὰ τὸν κανόνα, καὶ τὸ μέτρο τῆς ἀντίστοιχης δικῆς μας συμπεριφορᾶς: κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἄλλον, νὰ τὸν σεβόμαστε, νὰ εἴμαστε διακριτικοὶ ἀπέναντί του, νὰ μὴν κάνουμε ὑπερβάσεις μὲ καταστρατήγηση κυρίως τῆς ἐλευθερίας τους. Πράγματι, χρυσὸς κανόνας, ποὺ στὴν ἐφαρμογή του ἡ κοινωνία μας θὰ λειτουργοῦσε ὡς παράδεισος. Ἀλλ’ εἴπαμε: πρόκειται γιὰ κανόνα, ποὺ ἐκφράζει ὅ,τι καλύτερο εἶχε νὰ πεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, στηριγμένο στὰ καλὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ὅμως εἶναι: μὲ ποιὰ δύναμη ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ τὸν πραγματοποιήσει; Πῶς αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ ὀρθὴ νοητικὴ σύλληψη, καλὴ κοινωνικὴ διδασκαλία, μπορεῖ νὰ γίνει πράξη; Μὲ ἄλλα λόγια πῶς θὰ ξεπεραστοῦν οἱ δεσμεύσεις τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη της, στὸν διάβολο καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου;


4. Ὁ Κύριος λοιπὸν δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ εἶναι σαφής: ἡ ὑπέρβαση τῶν δεσμεύσεων τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τοποθετεῖται ὀρθὰ ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό του εἶναι χαρισματικὴ κατάσταση. «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;» Δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῶν σχέσεών του, ἀπὸ ἕνα «δοῦναι καὶ λαβεῖν»: δίνω γιατί παίρνω - ὅ,τι συνιστᾶ, εἴπαμε, τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ τὴν κατὰ κόσμον γενικῶς ἠθικὴ – ἂν δὲν ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ τὸν ἄλλον, χωρὶς νὰ περιμένω ἀνταπόδοση, νὰ τοῦ συμπεριφέρομαι καλά, χωρὶς ἡ δράση μου αὐτὴ νὰ εἶναι ἀντίδραση, συνιστᾶ ὑπὲρ φύσιν κατάσταση, ποὺ προϋποθέτει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς χάρης Του στὸν κόσμο τοῦτο.

Συνεπῶς ὁ Κύριος τονίζει τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ κανόνα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἀλλὰ μᾶς προσανατολίζει στὴν ὀρθὴ καὶ πραγματικὴ ἐφαρμογή του: μόνον ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ὁ ἐνταγμένος στὸ Σῶμα Του, τὴν ἁγία Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει γίνει μέλος Του καὶ λειτουργεῖ σ’ αὐτὸν ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμή Του, αὐτὸς καὶ μόνον μπορεῖ νὰ στέκεται μὲ τρόπο ἀγαπητικὸ καὶ διακριτικὸ ἀπέναντι στὸν κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας ἔτσι τὴ στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ Πατέρα σὲ ὅλον τὸν κόσμο. «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Κι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο χωρὶς διακρίσεις – «Αὐτὸς (ὁ Θεὸς) χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηροὺς» - γι’ αὐτὸ καὶ ὁ χριστιανὸς ἀντιστοίχως μπορεῖ πιὰ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, χωρὶς νὰ προβληματίζεται γιὰ τὸ ἂν ἐκεῖνοι θὰ τοῦ ἀνταποδώσουν τὰ ἴσα. «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε, μηδὲν ἀπελπίζοντες». Ὁ χριστιανὸς δηλαδὴ ζεῖ καὶ κινεῖται σὲ ὑπὲρ τὰ κοσμικὰ καὶ πεσμένα στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινα ἐπίπεδα. Ἡ ἔγνοια καὶ ἡ μέριμνά του εἶναι νὰ ἀρέσει στὸν Θεό, Ἐκείνου τὸ ἅγιο θέλημα νὰ διακρατεῖ, προκειμένου νὰ Τὸν ἔχει ζωντανὸ μέσα στὴν ὕπαρξή του. Κι ἕνας τρόπος ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, γι’ αὐτό: νὰ ζεῖ σὰν τὸν Θεό, ἔχοντας καὶ αὐξάνοντας τὴ δύναμη Ἐκείνου.


γ. Τὸ πρόβλημα στὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη καλῶν λόγων, σπουδαίων κοινωνικῶν ἰδεῶν, «παραδείσιων» ὁραματισμῶν. Αὐτὰ πράγματι ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν στὸν κόσμο μας. Καὶ οἱ φιλοσοφίες καὶ οἱ θρησκεῖες, ὡραῖα πράγματα εἶπαν καὶ λένε. Μὲ πολλὴ πλάνη καὶ ψεῦδος ἀναμειγμένα τὰ ὡραῖα τους αὐτά, ὅμως καὶ πράγματι ὡραῖα. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι τὸ πῶς θὰ ἐφαρμοστοῦν τὰ ὡραῖα αὐτά. Γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη μας, ἡ λύση εἶναι μόνον ὁ Κύριος. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν Τὸν ἀποδεχτεῖ ὅπως ἀποκαλύφθηκε, ἂν δὲν γίνει μέλος Του μὲ ἄλλα λόγια, προκειμένου νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἁγία χάρη Του, πάντοτε θὰ πελαγοδρομεῖ στὴν ἀντίφαση μεταξὺ ἴσως καλῶν λόγων καὶ δαιμονικοῦ τρόπου ζωῆς. Διότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία».

Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο ἀφενὸς νὰ φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν, προκειμένου νὰ Τὸν γνωρίσουν, ἀφετέρου νὰ ἐνισχύει τὴ θέληση ἡμῶν τῶν θεωρουμένων χριστιανῶν, ὥστε νὰ κάνουμε πράξη αὐτὰ ποὺ ἤδη μᾶς ἔχει δώσει καὶ ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς τὰ ἀφήνουμε γιὰ ἀργότερα. Δηλαδὴ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν συνάνθρωπό μας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ στάση ἐκείνων. Ἀλλὰ τὸ ἀργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

Κυριακὴ Β΄Λουκᾶ + Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος




 
 


 
3 Ὀκτωβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Μεγάλο ἀγαθὸ στὴν ζωὴ μας εἶναι ἡ ὁμόνοια κι ἡ ἀγάπη. Μεγάλο πάλι κακὸ εἶναι ἡ διχόνοια κι ἡ ἔχθρα. Μὲ τὴν ὁμόνοια καὶ μὲ τὴν ἀγάπη χτίζουμε τὴ ζωή, μὲ τὴ διχόνοια καὶ τὴν ἔχθρα τὴ γκρεμίζουμε. Γιατί σὰν μία οἰκοδομὴ εἶναι ἡ ζωή μας κι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ τεχνίτες ποὺ χτίζουμε τὴν οἰκοδομή. Ἤ ποὺ τὴ χτίζουμε λοιπὸν ἤ ποὺ τὴ γκρεμίζουμε, κι αὐτὸ ἐξαρτᾶται πάντα ἀπὸ τὴ διαγωγὴ καὶ τὴ συμπεριφορὰ ποὺ ἔχουμε ἀνάμεσά μας. Γιὰ τούτη τὴ διαγωγὴ καὶ τὴ συμπεριφορὰ ποὺ χτίζει καὶ οἰκοδομεῖ μᾶς εἶπε σήμερα ὁ μεγάλος οἰκοδόμος τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κι ἂς ἀκούσουμε τὰ θεϊκά του λόγια στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Εἶπε ὁ Κύριος· κατὰ ποὺ θέλετε νὰ σᾶς φέρνωνται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι νὰ τοὺς φέρνεσθε καὶ σεῖς. Κι ἂν ἀγαπᾶτε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ ἁμαρτωλοὶ βέβαια γιὰ κείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν ἔχουν ἀγάπη. Κι ἂν κάνετε καλὸ σ' ἐκείνους ποὺ σᾶς κάνουν καλό, ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ ἁμαρτωλοὶ βέβαια τὸ ἴδιο κάνουν. Κι ἂν δανείζετε σ' ἐκείνους ἀπ' τοὺς ὁποίους ἐλπίζετε πὼς θὰ τὰ πάρετε πίσω, ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ ἁμαρτωλοὶ βέβαια δανείζουν τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ τοὺς δανείσουν κι ἐκεῖνοι. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν' ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς τίποτα νὰ ἐλπίζετε· καὶ θὰ 'ναι ἡ ἀμοιβὴ σας μεγάλη, καὶ θὰ εἴσαστε παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου· γιατί αὐτὸς εἶναι καλὸς στοὺς ἀχάριστους καὶ πονηρούς. Νὰ εἴσαστε λοιπὸν μεταξὺ σας πονετικοί, καθὼς κι ὁ πατέρας σας εἶναι πονετικός.

Θὰ ἦταν καλά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μέναμε σὲ τοῦτα τὰ θεϊκὰ λόγια καὶ νὰ μὴν προσθέταμε τίποτα δικό μας. Ὄχι μόνο γιατί εἶναι λόγια πολὺ ἁπλὰ καὶ τὰ καταλαβαίνουμε ὅλοι, μὰ καὶ γιατί εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σ' ἕνα ζήτημα, ποὺ ἐμεῖς δὲ θέλουμε νὰ τὸ ἀκούσουμε. Τὰ λόγια εἶναι ἁπλὰ γιὰ νὰ τὰ καταλάβη τὸ μυαλό μας, μὰ δὲν εἶν' εὐχάριστα γιὰ νὰ τ' ἀγαπήση ἡ καρδιά μας. Ὁλωσδιόλου τ' ἀντίθετα ἀπὸ κεῖνα ποὺ λέει ὁ Χριστὸς ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε· ἐκεῖνος μᾶς λέει γιὰ καλωσύνη κι ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τὴν κακία· ἐκεῖνος μᾶς λέει γι' ἀγάπη κι ἐμεῖς ἀκονίζουμε τὰ μαχαίρια μας γιὰ σκοτωμούς. Τὸ ξέρει αὐτὸ καλὰ ὁ Χριστός, γι' αὐτὸ ἀρχίζει νὰ μᾶς μιλάη μὲ τέτοια λόγια, ποὺ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ τοῦ ποῦμε πὼς δὲν ἔχει δίκηο. Μᾶς βάζει νὰ διαβάσουμε μέσα στὴν ψυχή μας, νὰ δοῦμε τί θέλουμε ἐμεῖς νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι γιὰ μᾶς· τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς γιὰ κείνους. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀλάθευτο μέτρο, ὁ χρυσὸς κανόνας, ὅπως λένε, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων· τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦνε μαζί, γιατί δὲ μποροῦν νὰ ζήσουν σὰν τ' ἀγρίμια στὸ βουνό· τῶν ἀνθρώπων ποὺ αἰσθάνονται πὼς κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ καθένας ἔχει τὴν ἀνάγκη τοῦ διπλανοῦ του.

Κι εἶναι ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ταιριάζουν καὶ μονοιάζουν οἱ ἄνθρωποι, μὰ ὄχι πάντα στὸ καλό. Εὐκολώτερα ταιριάζουν καὶ μονοιάζουν, ὅταν εἶναι γιὰ τὰ συμφέροντά τους κι ὅταν εἶναι γιὰ νὰ κάμουν τὸ κακό. Ἐσὺ ἀγαπᾶς ἐκείνους ποὺ σ' ἀγαποῦνε καὶ θαρρεῖς πὼς κάτι μεγάλο κάνεις. Αἴ, βέβαια· εἶναι καὶ κάποιοι ποὺ μισοῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀχάριστοι καὶ πονηροί. Ἐσὺ ὅμως βάζεις ὅρια στὴν καλωσύνη σου, γιατί σοῦ ἀρέσει, λές, ἡ δικαιοσύνη· κάνεις καλὸ σ' ἐκεῖνον πού σοῦ κάνει καλό, δανείζεις ἐκεῖνον ποὺ θὰ στὸ γυρίση καὶ μάλιστα μὲ τόκο, καὶ βοηθᾶς στὴν ἀνάγκη του ἐκεῖνον ποὺ περιμένεις πὼς θὰ σοῦ τὸ πληρώση. Τάχα ποιὰ εἶν' ἡ καλωσύνη σου καὶ τί περιμένεις ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐσὺ φροντίζεις νὰ ξοφλήσης καλά τοὺς λογαριασμούς σου ἐδῶ στὴ γῆ καὶ δὲ μένει νὰ σοῦ χρωστάη τίποτα ὁ Θεός. Κι ἂν εἶναι μόνο ἔτσι, πάει καλά. Μὰ εἶναι πολλοὶ ποὺ βρίσκονται χωμένοι στὸ χρέος ἀπέναντι στὸ Θεό, ἐξαιτίας τῆς διαγωγῆς τους ἀπέναντι στὸ συνάνθρωπό τους. Κάνουν τάχα τὸ καλὸ καὶ δανείζουν, ὄχι περιμένοντας τὸ ἴδιο, μὰ γιατί βρίσκουνε τὴν εὐκαιρία νὰ βγάλουνε τὸν ἀδελφό τους στὸ δρόμο, νὰ τοῦ πάρουνε τὸ σπίτι, νὰ τοῦ πιοῦνε τὸ αἷμα. Μὰ ἐδῶ δὲν εἶναι τρόπος μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴ γνώση νὰ μεταπείσουμε κανένα, γιατί οἱ φιλάργυροι κι οἱ τοκογλύφοι κι ὅλοι ποὺ κάνουν τὸ κακὸ εἶν' ἄρρωστοι βαρειὰ καὶ δὲν τοὺς πιάνει κανέν' ἀνθρώπινο φάρμακο. Θὰ τοὺς ξαναφωνάξουμε μόνο τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ πιστεύουμε πὼς θὰ τὸν ἀκούσουν, ἂν δὲν ἔγινε ἡ καρδιὰ τους πέτρα. «Κατὰ ποὺ θέλετε νὰ σᾶς φέρνωνται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι νὰ τοὺς φέρνεσθε καὶ σεῖς».

Ἂς ποῦμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ἔχουμε κι ἐχθρούς. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἔχουμε, ἀφοῦ κι ὁ Χριστὸς εἶχε ἐχθρούς· ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤθελαν μὲ κανέναν τρόπο νὰ τὸν ἀγαπήσουν. Κι ἂν ἐμεῖς εἴμαστε ἄμεμπτοι, ποὺ δὲ μποροῦμε, σὰν τὸ Χριστό, θὰ βρεθοῦν καὶ κάποιοι ποὺ νὰ μὴ θέλουν τὸ καλό μας. Δὲ μιλοῦμε τώρα στοὺς ἐχθρούς μας καὶ δὲ λέμε γιατί νὰ μᾶς μισοῦν, μιλοῦμε στὸν ἑαυτό μας καὶ λέμε πὼς ἐμεῖς πρέπει ν' ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λέει ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς τὸ καλὸ τὸ θέλει χωρὶς ὅρια καὶ τὴν ἀγάπη τὴν ἁπλώνει τόσο, ποὺ ν' ἀγκαλιάζη καὶ τοὺς ἐχθρούς. Σκληρός, θὰ πῆς, αὐτὸς ὁ λόγος, ὅπως τὸ εἶπαν κάποιοι στὰ χρόνια ἐκεῖνα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πρῶτο, νὰ κάνω στοὺς ἄλλους ὅ,τι θέλω νὰ μοῦ κάνουν, τὸ καταλαβαίνω· μὰ ἐτοῦτο δῶ, ν' ἀγαπῶ καὶ τοὺς ἐχθρούς μου, δὲν τὸ χωράει τὸ μυαλό μου, δὲν τὸ βαστᾶ ἡ καρδιά μου. Κι ὅμως δὲν εἶναι παρὰ ὁ ἴδιος λόγος, γιατί ν' ἀγαπᾶς τὸν ἐχθρό σου θὰ πῆ νὰ κάνης ὅ,τι θέλεις νὰ κάνη κι ἐκεῖνος γιὰ σένα ποὺ εἶσαι ἐχθρός του. Μὰ δὲ θὰ μπορέσω, χριστιανέ μου, νὰ σὲ πείσω, ἂν δὲν καταλάβης πρῶτα πὼς αὐτὸ τὸ λέει ὁ Χριστός. Ὅταν λοιπὸν μιλάη ὁ Θεός, ποιὸς μᾶς βάζει ἐμᾶς νὰ συζητοῦμε καὶ νὰ κρίνουμε τὸ λόγο του; Ἕνα μόνο νὰ σκεφθοῦμε πὼς ἐκεῖνος κι ἀπὸ τὸ Σταυρὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς του προσευχότανε καὶ μέχρι τώρα στὸν οὐρανὸ γιὰ μᾶς προσεύχεται κι ἂς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ κριματισμένοι.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸν κόσμο δὲν τὸν κρατᾶ ἡ ἁγιωσύνη μας, τὸν κρατᾶ ἡ καλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Χριστὸς μᾶς λέει νὰ μοιάζουμε τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στὴ δύναμη οὔτε στὴ σοφία νὰ τοῦ μοιάζουμε παρὰ μόνο στὴν καλωσύνη. Ἐκεῖνος εἶναι καλὸς καὶ πονετικὸς γιὰ ὅλους κι ἔτσι στέκει ὁ κόσμος. Καλοὶ καὶ πονετικοὶ νὰ 'μαστε κι ἐμεῖς μεταξὺ μας γιὰ νὰ στέκη καὶ νὰ οἰκοδομῆται ἡ ζωή μας. Ἡ καλωσύνη χτίζει, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. Ἂς ἔχουμε τὸ λοιπὸν καλωσύνη κι ἀγάπη γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακή Β΄ Λουκά (Β' Κορ. ΣΤ' 16-18 Ζ' 1) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος




Ο Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος, συγγράφει την Β΄ Προς Κορινθίους επιστολή το φθινόπωρο του 55 μ.Χ. Είναι μια μεγάλη επιστολή στην οποία διαπραγματεύεται αρκετά θέματα, τόσο θεολογικά και δογματικά, όσο και πρακτικά της χριστιανικής ζωής, σύμφωνα με τις κατηχητικές και ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίες της Κορίνθου.
Στην Αποστολική περικοπή που θα ακούσουμε την Κυριακή στους Ιερούς μας Ναούς, βλέπουμε τον φλογερό Απόστολο μέσα σε πνεύμα θερμής αγάπης και Ιερού ενθουσιασμού, να ξεκαθαρίζει το θέμα των σχέσεων των πιστών με τους ειδωλολάτρες. Και όπως είναι επόμενο, βλέπει κανείς τον τροπικό διαχωρισμό που οφείλουν και πρέπει να έχουν οι πιστοί, από όσους αρνούνται στον βίο τους τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού.
Μάλιστα, ο Απόστολος στηρίζει την μαρτυρία του στον μεγαλοφωνότατο προφήτη Ησαϊα, ο οποίος τονίζει ξεκάθαρα «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε». Δηλ. εσείς οι πιστοί, που έχετε ενδυθεί τον Χριστό, βγείτε έξω από τους απίστους ανθρώπους και ξεχωριστείτε από αυτούς και μη εγγίζετε τίποτε το ακάθαρτο.
Βεβαίως, και άλλη φορά έχουμε αναπτύξει ότι οι πιστοί δεν θα πρέπει να καταφύγουμε στα σπήλαια και σε τόπους έρημους, ώστε εκεί να ζήσουμε μακριά από την κοινωνία όπως κάνουν οι αναχωρητές μοναχοί και οι ησυχαστές. Όχι, η ζωή αυτή είναι για τα εκλεκτά πνεύματα που με τις προσευχές τους «συνέχουν τον κόσμο». Η ερημητική ζωή είναι για τις μοναδικές προσωπικότητες που αποτελούν τους γλυκύτερους καρπούς της ανθρώπινης κοινωνίας, και για τους οποίους το Πνεύμα το Άγιον αναφέρει ότι «ουκ ην (ουκ έστι και ουκ έσται) άξιος ο κόσμος» (Εβρ. ΙΑ' 38).
Και αυτάμεν για τους εκλεκτούς. Όμως, για τους πολλούς, για τους πιστούς Χριστιανούς, που ζούν μέσα σε οικογένειες και στην κοινωνία γενικώτερα, με οποιοδήποτε ευλογημένο τρόπο ζωής, το Πνεύμα του Θεού, διά του Αποστόλου μας καθοδηγεί προς μια ουσιαστική και τροπική απομάκρυνση.
Αλλ' ας δούμε το θέμα περισσότερο πρακτικά, διότι οι προεκτάσεις του φθάνουν έως και τα λεπτότερα σημεία της καθημερινής μας ζωής.
Τι θα πει, λοιπόν, απομακρύνομαι από τον κόσμο; Θα πεί κατ' αρχάς, να μη σκέπτομαι και να μη διαλογίζομαι όπως σκέπτονται και σχεδιάζουν οι υποδουλωμένοι άνθρωποι στο κακό και στα πάθη. Ο νους να μη γίνεται «σπήλαιο ληστών» κατά τον λόγο των Αγίων. Οι σκέψεις να παραμένουν άγιες, ήσυχες, καθαρές και αγνές, γνωρίζοντας όχι μόνο την μεγάλη αλήθεια, ότι από τον χώρο των σκέψεων ξεκινούν οι πράξεις, αλλά και ότι ο φύλακας Άγγελος, η Κυρία Θεοτόκος και φυσικά ο ίδιος ο Θεός, γνωρίζουν και κρίνουν τις σκέψεις μου, τη φαντασία μου και τους νοερούς συνδυασμούς!
Απομακρύνομαι από τον μακράν του Θεού κόσμο, σημαίνει ότι προσέχω τα λόγια μου. Αίτημα προσευχής μου γίνεται ο λόγος του ψαλμωδού «Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου»! Προσέχω, πρέπει να προσέχω τι ρωτώ, τι απαντώ, πως αποκρίνομαι και τι θέματα αναπτύσσω στις παρέες μου και στις συναναστροφές μου, έχοντας κατά νου τον λόγο του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου «ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα» (Ιακώβ. Γ' 2). Δηλ. Εάν κανείς δεν πταίει στα λόγια του, είναι τέλειος άνθρωπος και έχει την δύναμη να συγκατήσει και ολόκληρον τον εαυτόν του.
«Αφορίζομαι» και αποκόπτομαι από τον συνειδητά αμαρτωλό κόσμο, σημαίνει ότι προσέχω να διατηρώ το σώμα μου αγνό και καθαρό από «παντός μολυσμού σαρκός κα πνεύματος», έχοντας συνειδητοποιήσει το απόλυτον του λόγου του Αγίου Πνεύματος που αναφέρει ρητώς ότι «μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται... βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. ΣΤ΄ 9-10).
Επίσης, στο πλαίσιο αυτό, αποκόπτομαι από την θολοκουλτούρα που τελευταίως έχει εισχωρήσει ως «ο όφις εν τω παραδείσω» στον χώρο της Εκκλησίας, και που υποστηρίζει ότι τα σαρκικά αμαρτήματα αποτελούν «οδόν θεογνωσίας»,  και ότι για να φτάσει δήθεν κανείς στην αγάπη του Θεού, χρειάζεται να γνωρίσει... (αισχρόν εστί και λέγειν). Και όλα αυτά τα φαιδρά και στην κυριολεξία δαιμονικά, τα υποστηρίζουν οι λεγόμενοι «νεορθόδοξοι θεολόγοι», μάλλον σκοτολόγοι, οι οποίοι έγιναν αιτία, πολλοί νέοι άνθρωποι (κατά βάση αφελείς), να παρασυρθούν στο δρόμο της αμαρτίας. Αλλά και μόνο ότι υποστηρίζουν τέτοιες δαιμονικές, νεονικολαϊτικές δοξασίες, δείχνουν ξεκάθαρα την πλάνη τους, τον ξεπεσμό, την αίρεση, αλλά και τα φοβερά δαιμόνια που έχουν μπλοκάρει το νού τους και ταλαιπωρούν την ύπαρξή τους.
Βεβαίως, θα βρεθούν τώρα και κάποιοι φωστήρες που θα υποστηρίξουν ότι ηθικολογούμε.
Απάντησις: «Ηθικολογούμε» τόσο, όσο και ο λόγος του Θεού. «Ηθικολογούμε» τόσο όσο και ο μεγαλύτερος των Αποστόλων όταν έγραφε: «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε» (Β΄ Κορ. ΣΤ' 17).
Αλλά, αγαπητοί μου, οι ξεπερασμένεςκαι ξεπεσμένες πλέον θεωρίες των ψευτοθεολόγων και ψευτοφιλοσόφων, δεν μπορούν να σταθούν σε μια ζωντανή Εκκλησία. Και τούτο φαίνεται κυρίως από τις περιπτώσεις των ανθρώπων που έζησαν αυτή την αισχρή και εμετική ζωή της αμαρτίας, με τις ποικίλες της μορφές, αλλά τώρα λουσμένοι στα δάκρυα της μετανοίας και του αγώνος, με λευκό το χιτώνα της ψυχής και με ήρεμο και φωτεινό πρόσωπο, βιώνουν την ευλογημένη ζωή της ορθοδόξου πνευματικότητας. Την οδό δηλ. των μυστηρίων και της χριστιανικής ζωής!
Με αυτες λοιπόν τις προϋποθέσεις μπορεί να γίνει λόγος για τα όσα αναφέρει στη συνέχεια η αποστολική περικοπή: «καγώ εισδέξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ».(Β' Κορ. ΣΤ' 17-18). Δηλ. Αφού θα εξέλθετε και θα διαχωριστήτε από τους απίστους, εγώ θα σας δεχθώ με στοργή πατρική. Και θα γίνω πατέρας σας και σεις θα είστε παιδιά μου και θυγατέρες μου, λέγει ο Κύριος ο Παντοκράτωρ!
Αδελφοί μου, είμαστε δημιουργημένοι για την ευτυχία και την χαρά. Είμαστε πλασμένοι για κάτι ασύληπτο που και η τολμηρότερη φαντασία δεν θα μπορούσε ποτέ να το συλλάβει. Τι είναι αυτό; Να γίνουμε κατοικία Θεού!
Ναι, αυτή η ύπαρξή μας μπορεί να γίνει ναός του Θεού. Ο ίδιος ο Θεός μάς έχει δημιουργήσει γι αυτόν το σκοπό. Αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε, να αποκοπούμε από τις αιτίες και τις αφορμές της αμαρτίας και να ζούμε μέσα στο Σώμα του Κυρίου Ιησού, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία Του!
Αν συμβεί αυτό, τότε όντως θα ισχύει και σ΄ εμάς ο λόγος του Θεού: «ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός» (Β΄ Κορ. ΣΤ' 16). δηλ. θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω μαζί τους και θα είμαι Θεός ιδικός τους και αυτοί θα είναι λαός μου.
Είθε να δώσει ο Κύριος και Θεός μας.
Αμήν.

Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...