Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 28, 2013

Ὅμιλία ἐγκωμιαστική στόν ἀπόστολο Παῦλο.Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος.


Ὅμιλία ἐγκωμιαστική στόν ἀπόστολο Παῦλο

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

1.-. Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καί πόσο ἱκανό στήν ἀρετή εἶναι αὐτό τό ὄν, μᾶς τό ἔδειξε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ Παῦλος. Καί τώρα σηκώνεται, ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει φθάσει, καί μέ καθαρή φωνή πρός ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τή φύση μας ἀπολογεῖται γιά χάρη τοῦ Κυρίου, προτρέπει γιά ἀρετή, κλείνει τά ἀναίσχυντα στόματα τῶν βλάσφημων καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἄν θέλουμε νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί χωρίς νά ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νά ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νά κατοίκησε σ᾿ ἄλλο κόσμο, ἀλλά ἄν καί ἀνατράφηκε στήν ἴδια γῆ καί τόπο καί μέ τούς ἴδιους νόμους καί συνήθειες, ξεπέρασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού λέγουν, ὅτι εἶναι δύσκολο πράγμα ἡ ἀρετή καί εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τούς ἀντικρούει λέγοντας· «Οἱ θλίψεις μας πού γρήγορα περνοῦν, προετοιμάζουν σ᾿ ἐμᾶς σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας» (Β´ Κορ. 4, 17). Ἐάν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολύ περισσότερο οἱ φυσικές ἡδονές. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό θαυμαστό του, ὅτι δηλαδή ἀπό πολλή προθυμία δέν αἰσθανόταν τούς κόπους του γιά τήν ἀρετή, ἀλλ᾿ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτήν χωρίς ἀμοιβή.



Ἐμεῖς βέβαια δέν ὑπομένουμε κόπους γι᾿ αὐτήν ἄν καί ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καί χωρίς τά ἔπαθλα τήν ἐπιζητοῦσε καί τήν ἀγαποῦσε, καί ἐκεῖνα πού θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τά ξεπερνοῦσε μέ κάθε εὐκολία. Καί δέν ἐπικαλέσθηκε οὔτε τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τήν τυραννίδα τῆς φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν καί εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπό τούς στρατηγούς καί ὅλους τούς βασιλεῖς τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὅμως κάθε ἡμέρα ἦταν ἀκμαῖος, καί ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Γιά νά δείξει αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, «Ξεχνώντας τά ὅσα ἔγιναν στό παρελθόν καί φροντίζοντας γιά ἐκεῖνα πού εἶναι μπροστά μου» (Φιλιπ. 3, 14). Καί ἐνῶ περίμενε τό θάνατο, καλοῦσε σέ συμμετοχή τῆς ἡδονῆς αὐτῆς λέγοντας, «Χαίρετε καί νά χαίρεστε μαζί μου» (Φιλιπ. 2, 18). Καί ἐνῶ τόν ἀπειλοῦσαν κίνδυνοι καί προσβολές καί κάθε ἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καί ὅταν ἔγραφε τήν ἐπιστολή στούς Κορινθίους ἔλεγε, «Γι᾿ αὐτό καί εὐφραίνομαι σέ ἀσθένειες, σέ προσβολές, σέ διωγμούς» (Β´ Κορ. 12, 10). Καί τά ὀνόμασε αὐτά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, ἀποδεικνύοντας ὅτι καί ἀπό αὐτά εἶχε πολύ μεγάλες ὠφέλειες καί ἀπό παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στούς ἐχθρούς του. Καί ἐνῶ παντοῦ τόν βασάνιζαν, τόν περιφρονοῦσαν, τόν κακολογοῦσαν, σάν νά βάδιζε σέ θριάμβους καί νά ἔστησε σταθερά τρόπαια σ᾿ ὅλα τά σημεῖα τῆς γῆς, ἔτσι ὑπερηφανευόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό λέγοντας· «Ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στό Θεό ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ σέ θρίαμβο» (Β´ Κορ. 2, 14).


2.-. Καί τήν κακοποίηση καί τήν προσβολή γιά τό κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τήν τιμή, καί τό θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τή ζωή, καί τή φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τόν πλοῦτο, καί τούς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τίς ἀνέσεις, καί ὄχι ἁπλά περισσότερο, ἀλλά πολύ περισσότερο, καί τή λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τή χαρά, καί τό νά εὔχεται γιά τούς ἐχθρούς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τό νά τούς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καί ἀνάτρεψε τήν τάξη τῶν πραγμάτων, ἤ καλύτερα ἐμεῖς τήν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως τή νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τή φύλασσε. Γιατί ὅλα αὐτά ἦταν σύμφωνα μέ τή φύση, ἐκεῖνα ὅμως ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τό ὅτι ὁ Παῦλος, ἄν καί ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτά παρά ἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερό γι᾿ αὐτόν καί ἀπόφευγε, τό νά ἀντιμάχεται τό Θεό, καί τίποτε ἄλλο. Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δέν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τό νά ἀρέσει στό Θεό. Καί δέ λέγω τίποτε ἀπό τά παρόντα, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά μέλλοντα. Καί μή μοῦ πεῖς τίς πόλεις καί τά ἔθνη καί τούς βασιλεῖς καί τά στρατόπεδα καί τά χρήματα καί τίς σατραπεῖες καί τίς δυναστεῖες, γιατί οὔτε ἱστό ἀράχνης τά θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλά σκέψου αὐτά πού ὑπάρχουν στούς οὐρανούς καί τότε θά καταλάβεις τή σφοδρή ἀγάπη πού εἶχε γιά τό Χριστό. Γιατί ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη δέ θαύμασε οὔτε τήν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.


Εἶχε μέσα του πιό μεγάλο ἀπ᾿ ὅλα, τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μέ τοῦτο θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τόν πιό εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλους. Καί χωρίς αὐτό, δέν ἐπιθυμοῦσε νά γίνει ἕνας ἀπό τίς κυριότητες, οὔτε ἀπό τίς ἀρχές καί ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλά μαζί μέ τήν ἀγάπη αὐτήν ἤθελε περισσότερο νά εἶναι ἀνάμεσα στούς τελευταίους καί τούς κολασμένους, παρά χωρίς αὐτήν ἀνάμεσα στούς πρώτους καί τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾿ αὐτόν ἦταν μία, τό νά χάσει τήν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτό ἦταν γιά τόν Παῦλο γέεννα, αὐτό τιμωρία, αὐτό ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπόλαυση, τό νά πετύχει τήν ἀγάπη. Αὐτό ἦταν ἡ ζωή του, αὐτό ὁ κόσμος του, αὐτό ὁ ἄγγελός του, αὐτό τά παρόντα, αὐτό τά μέλλοντα, αὐτό βασιλεία, αὐτό ὑπόσχεση, αὐτό τά ἄπειρα ἀγαθά. Καί κάθε ἄλλο πού δέν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δέν τό θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τά ὁρατά, ὅπως τό σάπιο χόρτο. Καί οἱ τύραννοι καί οἱ πόλεις πού ἄφριζαν ἀπό θυμό τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καί οἱ τιμωρίες καί τά πάρα πολλά βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Ἀλλά βέβαια τά ὑπόφερε γιά τό Χριστό.


3.-. Γιατί τότε τά δεχότανε μέ χαρά αὐτά καί στά δεσμά του ἔτσι ὑπερηφανευόταν, ὅπως δέ θά ὑπερηφανευόταν ὁ Νέρων ὅταν εἶχε στό κεφάλι του τό βασιλικό διάδημα. Καί ἔμεινε στή φυλακή, σάν νά ἦταν ὁ οὐρανός, καί δεχόταν τά κτυπήματα καί τίς μαστιγώσεις πιό εὐχάριστα άπό ἐκείνους πού ἁρπάζουν τά βραβεῖα. Καί τούς πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπό τά ἔπαθλα, θεωρώντας τούς πόνους ὅτι εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿ αὐτό καί τούς ὀνόμαζε χάρη. Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν, τό νά πεθάνει καί νά εἶναι μαζί μέ τό Χριστό, τό νά παραμείνει ὅμως στή ζωή, ἦταν αὐτός ὁ ἀγώνας. Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτό προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο καί λέγει ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαιότερο. Τό νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τό Χριστό, ἦταν ἀγώνας καί κόπος, ἤ καλύτερα περισσότερο ἀπό ἀγώνα καί κόπο· τό νά παραμένει μαζί του, ἦταν ἔπαθλο. Αὐτό ὅμως προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.


Ἀλλά θά μποροῦσε ἴσως νά πεῖ κανείς, ὅτι ὅλα αὐτά τοῦ ἦταν εὐχάριστα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό λοιπόν λέγω καί ἐγώ, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνα πού γιά μᾶς εἶναι αἰτία λύπης, αὐτά προκαλοῦσαν σ᾿ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καί γιατί λέγω τούς κινδύνους καί τίς ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικά ἦταν σέ διαρκή λύπη· γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε· «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ καί ἐγώ μαζί του; ποιός σκανδαλίζεται καί δέν δοκιμάζομαι καί ἐγώ; » (Β´ Κορ. 11, 19). Ἀλλ᾿ ὅμως καί τή λύπη θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι εἶχε σάν εὐχαρίστηση. Γιατί πολλοί καί ὅταν χάσουν τά παιδιά τους καί τούς ἐπιτρέπεται νά θρηνοῦν, παρηγοροῦνται· ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στενοχωροῦνται. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Παῦλος, κλαίοντας νύκτα καί ἡμέρα, παρηγοροῦνταν. Γιατί κανένας δέν πένθησε ἔτσι τά δικά του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τά ξένα. Πῶς λοιπόν θεωρεῖς ὅτι συμπεριφέρεται, ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δέ σώζονται, γιά νά σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νά ἐκπέσει αὐτός ἀπό τήν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερό ὅτι τό νά μή σωθοῦν αὐτοί ἦταν πολύ χειρότερο γι᾿ αὐτόν. Γιατί ἄν δέν ἦταν χειρότερο, δέν θά εὐχόταν ἐκεῖνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), ἀφοῦ τό προτίμησε σάν ἐλαφρότερο καί πού ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καί ὄχι ἁπλῶς ἤθελε, ἀλλά φώναζε λέγοντας, «Ὅτι ὑπάρχει μέσα μου λύπη καί ἀδιάκοπος πόνος στήν καρδιά μου» ( Ρωμ. 9, 2).


Αὐτό λοιπόν πού ὑπόφερε καθημερινά, σχεδόν, γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καί γιά ὅλους μαζί, καί γιά τά ἔθνη, καί γιά τίς πόλεις καί γιά τόν καθένα χωριστά, μέ ποιόν θά μπορέσει νά τόν συγκρίνει κανείς; μέ ποιό σίδηρο; μέ ποιό διαμάντι; Τί θά μποροῦσε νά ἀποκαλέσει κανείς τήν ψυχήν ἐκείνη; χρυσή ἤ ἀδαμάντινη; γιατί ἦταν σκληρότερη ἀπό κάθε διαμάντι καί πολυτιμότερη ἀπό τό χρυσάφι καί τίς πολύτιμες πέτρες. Θά ξεπεράσει λοιπόν τήν ἀντοχή τοῦ διαμαντιοῦ καί τήν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μέ ποιό λοιπόν στοιχεῖο θά μποροῦσε νά τήν συγκρίνει κανείς; Μέ κανένα ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἄν ὅμως ὁ Χριστός μποροῦσε νά γίνει διαμάντι καί τό διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θά μπορέσει νά τή συγκρίνει μέ τήν εἰκόνα τους.


4.-. Ἀλλά γιατί νά τήν συγκρίνω μέ διαμάντι καί χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τόν κόσμο, καί τότε θά δεῖς ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατί ἀφοῦ γι᾿ αὐτούς πού διακρίθηκαν φορώντας γιά ροῦχα δέρματα ζώων καί ζώντας σέ σπήλαια καί σέ τρύπες τῆς γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (Βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολύ περισσότερο θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά τό ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδή πραγματικά ἦταν πιό ἄξιος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐάν λοιπόν ὁ κόσμος δέν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν ἰσάξιός του; μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλά καί αὐτό εἶναι μικρό. Γιατί ἀφοῦ αὐτός ἀπό τόν οὐρανό καί τά εὑρισκόμενα στούς οὐρανούς προτίμησε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολύ περισσότερο ὁ Κύριος πού εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπό τήν πονηρία, θά τόν προτιμήσει αὐτόν ἀπό ἄπειρους οὐρανούς. Γιατί δέν μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὅμοιο τρόπο, πού ἐμεῖς τόν ἀγαποῦμε, ἀλλά τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μέ λόγια δέν εἶναι δυνατό νά τό παραστήσουμε.


Πρόσεχε λοιπόν γιά πόσα τόν θεώρησε ἄξιο καί πρίν ἀπό τή μέλλουσα ἀνάσταση. Στόν Παράδεισο τόν ἅρπαξε, στόν τρίτο οὐρανό τόν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται σέ κανένα ἄνθρωπο νά πεῖ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἐνῶ βάδιζε στή γῆ, σάν νά περιπολοῦσε μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἔτσι ἔκαμε τά πάντα, καί ἐνῶ εἶχε θνητό σῶμα, παρουσίαζε τήν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καί ἐνῶ ὑπέκειτο σέ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νά μή φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατί πραγματικά σάν ἀσώματος περιφρονοῦσε τούς πόνους καί τούς κινδύνους, καί σάν νά κέρδισε ἤδη τόν οὐρανό, περιφρονοῦσε τά γήινα, καί σάν νά συναναστρεφόταν μαζί μ᾿ αὐτές τίς ἀσώματες δυνάμεις ἔτσι ἦταν σέ διαρκή ἐγρήγορση.


Βέβαια πολλές φορές ἄγγελοι ἀνέλαβαν νά προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλά κανένας ἀπό αὐτούς τό ἔθνος, πού τοῦ παραδόθηκε, δέν τό φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Καί μή μοῦ πεῖς ὅτι ὁ Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού τά ἔκαμνε, καθόσον καί ἐγώ τό ὁμολογῶ. Γιατί καί ἄν δέν ἦταν αὐτός πού τά ἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλά οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαήλ ἀνάλαβε τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων (Βλ. Δαν. 12, 1 καί 10, 13.21), ὁ Παῦλος ὅμως τή γῆ καί τή θάλασσα καί τό κατοικούμενο μέρος καί τό ἀκατοίκητο. Καί αὐτά δέν τά λέγω μέ σκοπό νά προσβάλλω τούς ἀγγέλους, μακριά ἀπό μιά τέτοια σκέψη, ἀλλά γιά νά ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῶ εἶναι κανείς ἄνθρωπος, νά εἶναι μαζί μ᾿ ἐκείνους καί νά στέκεται κοντά τους. Καί γιά ποιό λόγο δέν ἀνέλαβαν αὐτά οἱ ἄγγελοι; Γιά νά μήν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νά καταφεύγεις στή διαφορά τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καί τό θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπόν δέν εἶναι θαυμαστό καί παράξενο, ὁ λόγος πού ἔβγαινε ἀπό ἀνθρώπινη γλώσσα νά διώχνει τό θάνατο, νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νά διορθώνει τήν ἀνάπηρη φύση καί νά κάνει οὐρανό τή γῆ;


5.-. Γι᾿ αὐτό ἐκπλήσσομαι μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτά θαυμάζω τήν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδή δέχτηκε τόση χάρη, ἐπειδή ἔκαμε τέτοιον τόν ἑαυτό του. Καί σᾶς παρακαλῶ νά μή θαυμάζετε μόνο, ἀλλά καί νά μιμεῖσθε τό παράδειγμα αὐτό τῆς ἀρετῆς, γιατί ἔτσι θά μπορέσουμε νά λάβουμε τά ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐάν ὅμως ἀπορεῖς ἀκούοντας ὅτι, ἄν κατορθώσεις τά ἴδια, θά πετύχεις τά ἴδια μέ τόν Παῦλο, ἄκουσε αὐτόν νά λέγει τά ἑξῆς· «Ἔχω ἀγωνισθεῖ τόν καλό ἀγώνα, ἔχω φθάσει στό τέλος τοῦ δρόμου, ἔχω διαφυλάξει τήν πίστη. Λοιπόν μοῦ ἐπιφυλάσσεται τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού θά μοῦ δώσει σάν ἀνταμοιβή ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη· καί ὄχι μόνο σ᾿ ἐμένα, ἀλλά καί σ᾿ ὅλους πού ἔχουν ἀγαπήσει τήν ἐμφάνισή του» (Β´ Τιμ. 4, 7-8).


Βλέπεις πῶς ὅλους τούς καλεῖ στήν ἴδια κοινωνία; Ἐπειδή λοιπόν ὑπάρχουν τά ἴδια γιά ὅλους, ἄς φροντίσουμε ὅλοι νά γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καί ἄς μή δοῦμε μόνο τό μέγεθος καί τήν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων, ἀλλά καί τό πάθος τῆς προθυμίας, μέ τήν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη, καί τή συγγένεια τῆς φύσης, γιατί εἶχε ὅλα αὐτά τά κοινά μ᾿ ἐμᾶς. Καί ἔτσι καί τά ὑπερβολικά δύσκολα θά μᾶς φανοῦν εὔκολα καί ἐλαφρά, καί ἀφοῦ κοπιάσουμε στό σύντομο αὐτό χρόνο, θά φορέσουμε τό ἄφθαρτο καί ἀθάνατο ἐκεῖνο στεφάνι, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τoῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε, καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




Πρωτότυπο κείμενο

Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον ἀπόστολον Παῦλον λόγος β

2.1 Τί ποτέ ἐστιν ἄνθρωπος͵ καὶ ὅση τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας ἡ εὐγένεια͵ καὶ ὅσης ἐστὶ δεκτικὸν ἀρετῆς τουτὶ τὸ ζῶον͵ ἔδειξε μάλιστα πάντων ἀνθρώπων Παῦλος· καὶ νῦν ἕστηκεν͵ ἐξ οὗ γέγονε͵ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐγκαλοῦντας ἡμῶν τῇ κατασκευῇ ἀπολογούμενος ὑπὲρ τοῦ Δεσπότου͵ καὶ προτρέπων ἐπ΄ ἀρετῇ͵ καὶ τὰ ἀναίσχυντα τῶν βλασφήμων ἐμφράττων στόματα͵ καὶ δεικνὺς ὅτι ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων οὐ πολὺ τὸ μέσον͵ ἐὰν ἐθέλωμεν προσέχειν ἑαυτοῖς. Οὐ γὰρ ἄλλην φύσιν λαχών͵ οὐδὲ ἑτέρας κοινωνήσας ψυχῆς͵ οὐδὲ ἄλλον οἰκήσας κόσμον͵ ἀλλ΄ ἐν τῇ αὐτῇ γῇ καὶ χώρᾳ καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι τραφείς͵ πάντας ἀνθρώπους ὑπερηκόντισε τοὺς ἐξ οὗ γεγόνασιν ἄνθρωποι γενομένους. Ποῦ τοίνυν οἱ λέγοντες ὅτι δύσκολον ἡ ἀρετή͵ καὶ εὔκολον ἡ κακία; Οὗτος γὰρ ἀντιφθέγγεται τούτοις͵ λέγων· Τὸ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως καθ΄ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται. Εἰ δὲ αἱ τοιαῦται θλίψεις ἐλαφραί͵ πολλῷ μᾶλλον αἱ οἴκοθεν ἡδοναί. 

2.2 Καὶ οὐ τοῦτο μόνον ἐστὶν αὐτοῦ τὸ θαυμαστόν͵ ὅτι περιουσίᾳ τῆς προθυμίας οὐδὲ ᾐσθάνετο τῶν πόνων τῶν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς͵ ἀλλ΄ ὅτι οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ ταύτην μετῄει. Ἡμεῖς μὲν γὰρ οὐδὲ μισθῶν προκειμένων ἀνεχόμεθα τῶν ὑπὲρ αὐτῆς ἱδρώτων· ἐκεῖνος δὲ καὶ χωρὶς τῶν ἐπάθλων αὐτὴν ἠσπάζετο καὶ ἐφίλει͵ καὶ τὰ δοκοῦντα αὐτῆς εἶναι κωλύματα μετὰ πάσης ὑπερήλατο τῆς εὐκολίας· καὶ οὔτε σώματος ἀσθένειαν͵ οὐ πραγμάτων περίστασιν͵ οὐ φύσεως τυραννίδα͵ οὐκ ἄλλο οὐδὲν ᾐτιάσατο. Καίτοι καὶ στρα τηγῶν καὶ βασιλέων ἁπάντων τῶν ὄντων ἐπὶ γῆς μείζονα φροντίδα ἐγχειρισθείς͵ ἀλλ΄ ὅμως καθ΄ ἑκάστην ἤκμαζε τὴν ἡμέραν. Καὶ τῶν κινδύνων ἐπιτεινομένων αὐτῷ͵ νεαρὰν ἐκέκτητο τὴν προθυμίαν͵ καὶ τοῦτο δηλῶν ἔλεγε· Τῶν μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος͵ τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινό μενος· καὶ θανάτου προσδοκωμένου͵ εἰς κοινωνίαν τῆς ἡδονῆς ταύτης ἐκάλει λέγων· Χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι· καὶ κινδύνων ἐπικειμένων καὶ ὕβρεων͵ καὶ ἀτιμίας ἁπάσης͵ ἐσκίρτα πάλιν͵ καὶ Κορινθίοις ἐπιστέλλων ἔλεγε· Διὸ καὶ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις͵ ἐν ὕβρεσιν͵ ἐν διωγμοῖς· 

2.3 Καὶ ὅπλα δὲ αὐτὰ δικαιοσύνης ἐκάλεσε͵ δεικνὺς ὅτι καὶ ἐντεῦθεν τὰ μέγιστα ἐκαρποῦτο͵ καὶ τοῖς ἐχθροῖς πάντοθεν ἀχείρωτος ἦν· καὶ πανταχοῦ μαστιζόμενος͵ ὑβρι ζόμενος͵ λοιδορούμενος͵ ὥσπερ ἐν θριάμβοις ἐμπομπεύων͵ καὶ τὰ τρόπαια συνεχῆ πανταχοῦ γῆς ἱστάς͵ οὕτως ἐκαλ λωπίζετο͵ καὶ χάριν ὡμολόγει τῷ Θεῷ λέγων· Χάρις δὲ τῷ Θεῷ τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς. Καὶ τὴν ἀσχη μοσύνην καὶ τὴν ὕβριν τὴν διὰ τὸ κήρυγμα μᾶλλον͵ ἢ ἡμεῖς τὴν τιμὴν ἐδίωκε͵ καὶ τὸν θάνατον͵ ἢ ἡμεῖς τὴν ζωήν͵ καὶ τὴν πενίαν͵ ἢ τὸν πλοῦτον ἡμεῖς͵ καὶ τοὺς πόνους μᾶλλον͵ ἢ τὰς ἀνέσεις ἕτεροι͵ καὶ οὐχ ἁπλῶς μᾶλλον͵ ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον͵ καὶ τὸ λυπεῖσθαι πλέον͵ ἢ μᾶλλον͵ ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον͵ καὶ τὸ λυπεῖσθαι πλέον͵ ἢ τὸ χαίρειν ἕτεροι͵ τὸ ὑπερεύχεσθαι τῶν ἐχθρῶν μᾶλλον͵ ἢ τὸ κατεύχεσθαι ἕτεροι. Καὶ ἀντέστρεψε τῶν πραγμάτων τὴν τάξιν͵ μᾶλλον δὲ ἡμεῖς ἀντεστρέψαμεν͵ ἐκεῖνος δέ͵ ὥσπερ ὁ Θεὸς ἐνομοθέτησεν͵ οὕτως αὐτὴν ἐφύλαττε. Ταῦτα μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἅπαντα͵ ἐκεῖνα δὲ τοὐναντίον. Τίς τούτων ἀπόδειξις; Παῦλος͵ ἄνθρωπος ὤν͵ καὶ τούτοις ἐπιτρέχων μᾶλλον ἢ ἐκείνοις. 

2.4 Ἓν τούτῳ φοβερὸν ἦν μόνον καὶ φευκτόν͵ τὸ προσ κροῦσαι Θεῷ͵ ἕτερον δὲ οὐδέν· ὥσπερ οὖν οὐδὲ ποθεινὸν ἄλλο τι͵ ὡς τὸ ἀρέσαι Θεῷ· καὶ οὐ λέγω τῶν παρόντων οὐδέν͵ ἀλλ΄ οὐδὲ τῶν μελλόντων. Μὴ γάρ μοι πόλεις εἴπῃς καὶ ἔθνη καὶ βασιλεῖς καὶ στρατόπεδα καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ σατραπείας καὶ δυναστείας· οὐδὲ γὰρ ἀράχνην ταῦτα εἶναι ἐνόμισεν· ἀλλ΄ αὐτὰ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τίθει͵ καὶ τότε αὐτοῦ ὄψει τὸν σφοδρὸν ἔρωτα τὸν πρὸς τὸν Χριστόν. Οὗτος γὰρ πρὸς ἐκεῖνο τὸ φίλτρον͵ οὐκ ἀγγέλων ἀξίαν ἐθαύμασεν͵ οὐκ ἀρχαγγέλων͵ οὐκ ἄλλο τοιοῦτον οὐδέν. Τὸ γὰρ ἁπάντων μεῖζον εἶχεν ἐν ἑαυτῷ͵ τὸν τοῦ Χριστοῦ ἔρωτα· μετὰ τούτου πάντων ἑαυτὸν μακαριώτερον εἶναι ἐνόμισε. Καὶ τούτου χωρίς͵ οὐδὲ τῶν κυριοτήτων καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐξουσιῶν γενέσθαι ηὔχετο͵ ἀλλὰ μετὰ τῆς ἀγάπης ταύτης ἐν ἐσχάτοις εἶναι ἐβούλετο μᾶλλον καὶ τῶν κολαζομένων͵ ἢ ταύτης χωρίς͵ τῶν ἄκρων καὶ τῶν τιμωμένων. 

2.5 Κόλασις γὰρ ἐκείνῳ μία͵ τὸ τῆς ἀγάπης ταύτης ἀπο τυχεῖν. Τοῦτο αὐτῷ γέεννα͵ τοῦτο τιμωρία͵ τοῦτο μυρία κακά͵ ὥσπερ καὶ ἀπόλαυσις͵ τὸ ταύτης ἐπιτυχεῖν· τοῦτο ζωή͵ τοῦτο κόσμος͵ τοῦτο ἄγγελος͵ τοῦτο παρόντα͵ τοῦτο μέλλοντα͵ τοῦτο βασιλεία͵ τοῦτο ἐπαγγελία͵ τοῦτο τὰ μυρία ἀγαθά. Ἕτερον δὲ οὐδὲν τῶν μὴ φερόντων ἐνταῦθα͵ οὔτε λυπηρόν͵ οὔτε ἡδὺ εἶναι ἐνόμιζεν· ἀλλ΄ οὕτω κατεφρόνει τῶν ὁρωμένων πάντων͵ ὡς τῆς κατασηπο μένης βοτάνης. Τύραννοι δὲ αὐτῷ͵ καὶ δῆμοι θυμοῦ πνέοντες͵ κώνωπες εἶναι ἐδόκουν· θάνατος δὲ αὐτῷ καὶ πνέοντες͵ κώνωπες εἶναι ἐδόκουν· θάνατος δὲ αὐτῷ καὶ τιμωρίαι καὶ μυρίαι κολάσεις͵ παίδων ἀθύρματα· πλὴν εἴ ποτε διὰ τὸν Χριστὸν ὑπέμενε. Τότε γὰρ καὶ ταῦτα ἠσπά ζετο͵ καὶ εἰς τὴν ἅλυσιν οὕτως ἐκαλλωπίζετο͵ ὡς οὐδὲ τὸ διάδημα Νέρων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχων· καὶ τὸ δεσμω τήριον δὲ ᾤκει͵ ὡς αὐτὸν τὸν οὐρανόν͵ καὶ τραύματα καὶ μάστιγας ἐδέχετο ἥδιον τούτων τῶν τὰ βραβεῖα ἁρπαζόν των· καὶ τοὺς πόνους ἐφίλει τῶν ἐπάθλων οὐχ ἧττον͵ ἔπαθλον τοὺς πόνους εἶναι νομίζων· διὰ τοῦτο καὶ χάριν αὐτοὺς ἐκάλει. 

2.6 Σκόπει δέ. Ἔπαθλον ἦν͵ τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι͵ τὸ δὲ ἐπιμεῖναι τῇ σαρκί͵ ὁ ἀγὼν οὗτος· ἀλλ΄ ὅμως τοῦτο μᾶλλον αἱρεῖται ἐκείνου͵ καὶ ἀναγκαιό τερον αὐτῷ εἶναί φησι· τὸ ἀνάθεμα ἀπὸ Χριστοῦ γενέσθαι͵ ἀγὼν ἦν καὶ πόνος͵ μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ ἀγῶνα καὶ πόνον· τὸ εἶναι μετ΄ αὐτοῦ͵ ἔπαθλον. Ἀλλὰ τοῦτο μᾶλλον αἱρεῖται ἐκείνου διὰ τὸν Χριστόν. Ἀλλ΄ ἴσως εἴποι τις ἂν ὅτι πάντα ταῦτα διὰ τὸν Χριστὸν ἡδέα αὐτῷ ἦν. Τοῦτο γὰρ καὶ ἐγώ φημι͵ ὅτι ἅπερ ἀθυμίας ἡμῖν αἴτια͵ ταῦτα ἐκείνῳ μεγάλην ἔτικτεν ἡδονήν. Καὶ τί λέγω κινδύνους καὶ τὰς ἄλλας ταλαιπωρίας; Καὶ γὰρ ἐν ἀθυμίᾳ διηνεκεῖ ἦν· διὸ καὶ ἔλεγε· Τίς ἀσθενεῖ͵ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται͵ καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; Πλὴν εἰ καὶ τὴν ἀθυμίαν ἡδονὴν ἔχειν εἴποι τις ἄν. Πολλοὶ γὰρ καὶ τῶν τέκνα ἀποβαλόντων͵ συγχωρούμενοι μὲν θρηνεῖν͵ παραμυθίαν λαμβάνουσι· κωλυόμενοι δέ͵ ἀλγοῦσι· καθάπερ οὖν καὶ ὁ Παῦλος͵ νυκτὸς καὶ ἡμέρας δακρύων͵ παραμυθίαν ἐλάμβανεν· οὐδεὶς γὰρ οὕτω τὰ οἰκεῖα ἐπέν θησε κακά͵ ὡς τὰ ἀλλότρια ἐκεῖνος. Πῶς γὰρ οἴει δια κεῖσθαι αὐτὸν Ἰουδαίων οὐ σωζομένων͵ ἵνα σωθῶσιν͵ εὐχόμενον ἐκπεσεῖν τῆς ἄνωθεν δόξης; Ὅθεν δῆλον ὅτι τὸ μὴ σώζεσθαι αὐτοὺς πολλῷ χαλεπώτερον ἦν. Εἰ γὰρ μὴ χαλεπώτερον͵ οὐκ ἂν ηὔξατο ἐκεῖνο· ὡς γὰρ κουφό τερον εἵλετο͵ καὶ μᾶλλον ἔχον παραμυθίαν· καὶ οὐχ ἁπλῶς ἐβούλετο͵ ἀλλὰ καὶ ἐβόα λέγων· Ὅτι λύπη μοί ἐστι͵ καὶ ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. 

2.7 Τὸν οὖν καθ΄ ἑκάστην͵ ὡς εἰπεῖν͵ ὑπὲρ τῶν τὴν οἰκουμένην οἰκούντων ἀλγοῦντα͵ καὶ ὑπὲρ ἁπάντων κοινῇ͵ καὶ ἐθνῶν͵ καὶ πόλεων͵ καὶ ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου͵ τίνι ἄν τις δυνηθείη παραβαλεῖν; ποίῳ σιδήρῳ; ποίῳ ἀδάμαντι; Τί ἄν τις ἐκείνην καλέσειε τὴν ψυχήν; χρυσῆν͵ ἢ ἀδα μαντίνην; καὶ γὰρ ἀδάμαντος ἦν παντὸς στερροτέρα͵ καὶ χρυσοῦ καὶ λίθων τιμίων τιμιωτέρα· κἀκείνης μὲν οὖν τῆς ὕλης τὴν εὐτονίαν παρελάσει͵ ταύτης δὲ τὴν πολυτέλειαν. Τίνι ἂν οὖν τις αὐτὴν παραβάλοι; Τῶν μὲν οὐσῶν οὐδε μιᾷ. Εἰ δὲ χρυσὸς ἀδάμας γένοιτο͵ καὶ ἀδάμας χρυσός͵ τότε ὁπωσοῦν αὐτῶν τεύξεται τῆς εἰκόνος. Ἀλλὰ τί μοι δεῖ παραβάλλειν ἀδάμαντι καὶ χρυσῷ; Τὸν κόσμον ἀντίθες ἅπαντα͵ καὶ τότε ὄψει καθέλκουσαν τοῦ Παύλου τὴν ψυχήν. Εἰ γὰρ περὶ τῶν ἐν μηλωταῖς καὶ σπηλαίοις καὶ ἐν μικρῷ μέρει τῆς οἰκουμένης διαπρεψάντων τοῦτό φησιν ἐκεῖνος͵ πολλῷ μᾶλλον περὶ αὐτοῦ ἂν εἴποιμεν ἡμεῖς͵ ὡς ὅτι πάντων ἀντάξιος ἦν. Εἰ τοίνυν ὁ κόσμος αὐτοῦ οὐκ ἄξιος͵ τίς ἄξιος; τάχα ὁ οὐρανός; Ἀλλὰ καὶ τοῦτο σμικρόν. Εἰ γὰρ αὐτὸς οὐρανοῦ μετὰ τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς προετίμησε τοῦ Δεσπότου τὴν ἀγάπην͵ πολλῷ μᾶλλον ὁ Δεσπότης ὁ τοσοῦτον αὐτοῦ ἀγαθώτερος͵ ὅσον πονηρίας ἀγαθότης͵ μυρίων αὐτὸν οὐρανῶν προτιμήσει. Οὐ γὰρ ὁμοίως ἡμᾶς φιλεῖ͵ καθάπερ ἡμεῖς αὐτόν͵ ἀλλὰ τοσούτῳ πλέον͵ ὅσον οὐδὲ λόγῳ παραστῆσαι ἔνι. 

2.8 Σκόπει γοῦν ἡλίκων αὐτὸν καὶ πρὸ τῆς μελλούσης ἠξίωσεν ἀναστάσεως. Εἰς παράδεισον ἥρπασεν͵ εἰς τρίτον ἀνήγαγεν οὐρανόν͵ ἀπορρήτων ἐποίησε κοινωνὸν τοιούτων͵ ἃ μηδενὶ τῶν τὴν ἀνθρωπίνην λαχόντων φύσιν θέμις εἰπεῖν. Καὶ μάλα εἰκότως· καὶ γὰρ ἐν γῇ βαδίζων͵ ὡς μετὰ ἀγγέλων περιπολῶν͵ οὕτως ἔπραττεν ἅπαντα· καὶ σώματι θνητῷ συνδεδεμένος͵ τὴν ἐκείνων καθαρότητα ἐπε δείκνυτο͵ καὶ ἀνάγκαις τοσαύταις ὑποκείμενος͵ ἐφιλονείκει τῶν ἄνω δυνάμεων μηδὲν ἔλαττον φανῆναι. Καὶ γὰρ ὡς πτηνὸς τὴν οἰκουμένην διέδραμε͵ καὶ ὡς ἀσώματος πόνων ὑπερεώρα καὶ κινδύνων͵ καὶ ὡς τὸν οὐρανὸν ἤδη λαχὼν͵ κατεφρόνει τῶν ἐπὶ γῆς͵ καὶ ὡς μετ΄ αὐτῶν ἀναστρεφό μενος τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων͵ οὕτω διηνεκῶς ἐγρη γορὼς ἦν. Καίτοι γε ἄγγελοι πολλάκις ἐνεχειρίσθησαν ἔθνη διάφορα· ἀλλ΄ οὐδὲ εἷς αὐτῶν τὸ ἔθνος͵ ὃ ἐνεπιστεύ θη͵ οὕτως ᾠκονόμησεν͵ ὡς Παῦλος τὴν οἰκουμένην ἅπασαν. Καὶ μή μοι λέγε ὅτι Παῦλος οὐκ ἦν ὁ ταῦτα οἰκονομῶν· καὶ γὰρ καὶ αὐτὸς ὁμολογῶ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ αὐτὸς ἦν ὁ ταῦτα ἀνύων͵ ἀλλ΄ οὐδὲ οὕτως ἐκτὸς ἦν τῶν ἐπὶ τούτοις ἐπαίνων͵ ἐπειδὴ ἑαυτὸν οὕτω κατεσκεύασεν ἄξιον τῆς τοσαύτης χάριτος. Ὁ Μιχαὴλ τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος ἐνεχειρίσθη. Παῦλος δὲ γῆν καὶ θάλατταν͵ καὶ τὴν οἰκουμένην͵ καὶ τὴν ἀοίκητον. 

2.9 Καὶ ταῦτα οὐκ ἀγγέλους ὑβρίζων λέγω͵ μὴ γένοιτο͵ ἀλλὰ δεικνὺς ὅτι δυνατὸν ἄνθρωπον ὄντα μετ΄ ἐκείνων εἶναι͵ καὶ ἐγγὺς αὐτῶν ἑστάναι. Καὶ τίνος ἕνεκεν οὐκ ἄγγελοι ταῦτα ἐνεχειρίσθησαν; Ἵνα μηδεμίαν ἀπολογίαν ἔχῃς ῥᾳθυμῶν͵ μηδὲ εἰς τὴν διαφορὰν τῆς φύσεως κατα φεύγῃς καθεύδων· ἄλλως δὲ καὶ τὸ θαῦμα μεῖζον ἐγίνετο. Πῶς γὰρ οὐ θαυμαστὸν καὶ παράδοξον͵ ἀπὸ γλώττης πηλίνης ἐκπηδῶντα λόγον͵ θάνατον φυγαδεύειν͵ ἁμαρτή ματα λύειν͵ πεπηρωμένην διορθοῦν φύσιν͵ καὶ τὴν γῆν ἐργάζεσθαι οὐρανόν; Διὰ τοῦτο ἐκπλήττομαι τοῦ Θεοῦ τὴν δύναμιν͵ διὰ ταῦτα θαυμάζω τοῦ Παύλου τὴν προθυ μίαν͵ ὅτι τοσαύτην ὑπεδέξατο χάριν͵ ὅτι τοιοῦτον παρε σκεύασεν ἑαυτόν. 

2.10 Καὶ ὑμᾶς παρακαλῶ μὴ θαυμάζειν μόνον͵ ἀλλὰ καὶ μιμεῖσθαι τὸ ἀρχέτυπον τοῦτο τῆς ἀρετῆς· οὕτω γὰρ δυνησόμεθα τῶν αὐτῶν στεφάνων κοινωνῆσαι ἐκείνῳ. Εἰ δὲ θαυμάζεις ἀκούων ὅτι͵ τὰ αὐτὰ κατορθώσας͵ τῶν αὐτῶν ἐπιτεύξῃ͵ ἄκουσον αὐτοῦ ταῦτα λέγοντος· Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι͵ τὸν δρόμον τετέλεκα͵ τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος͵ ὃν ἀποδώσει μοι Κύριος ὁ δίκαιος κριτὴς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· οὐ μόνον δὲ ἐμοί͵ ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ. Ὁρᾷς πῶς πάντας εἰς τὴν αὐτὴν κοινωνίαν καλεῖ; Ἐπεὶ οὖν ἅπασι πρόκειται τὰ αὐτά͵ πάντες σπουδά σωμεν ἄξιοι γενέσθαι τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν· καὶ μὴ μόνον τὸ μέγεθος καὶ τὸν ὄγκον τῶν κατορθωμάτων ἴδωμεν͵ ἀλλὰ καὶ τὸν τόνον τῆς προθυμίας͵ δι΄ ἧς τοσαύτην ἐπεσπάσατο χάριν͵ καὶ τὸ τῆς φύσεως συγγενές· τῶν γὰρ αὐτῶν ἡμῖν ἐκοινώνησεν ἁπάντων. Καὶ οὕτω καὶ τὰ σφόδρα δυσκατόρθωτα͵ ῥᾴδια ἡμῖν φανεῖται καὶ κοῦφα͵ καὶ τὸν βραχὺν τοῦτον καμόντες χρόνον͵ τὸν ἀγήρω καὶ ἀθάνατον ἐκεῖνον στέφανον φοροῦντες διατελέσομεν͵ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ͵ ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



ΠΗΓΗ  /  Αντιγραφή

ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΆΓΙΟΝ ΌΡΟΣ Α -ΣΤΟ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ Π. ΝΙΚΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗ(1874- 1964) - Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕ 14 ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ.





Σαν Πρόλογος


Ένας από τους εικονογραφικούς τύπους που εισήχθησαν επί τουρκοκρατίας στην ορθόδοξη αγιογραφία ήταν η σκηνή που παριστάνει τον αββά Σισώη  μπροστά στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου. Η σκηνή αυτή που αποτελεί την πιο εποπτική αποστομωτική έκφραση της ματαιότητος της εγκόσμιου δόξης, εκφρασμένης στο πιο απόλυτο ίσως σημείο της, έχει την εξής επιγραφή: «Ο μέγας εν ασκηταίς Σισώης έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου, του πάλαι διαλάμψαντος εν δόξη, φρίττει, και το άστατον του καιρού και της δόξης της πρόσκαιρου λυπηθείς, ιδού, κλαίει: Ορών σε τάφε, καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων. Πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Ε! Θάνατε! Τις δύναται φυγείν σε;». Δεν ξέρομε αν ο Νίκων ο Καρουλιώτης με τον οποίο ασχολείται το μικρό αυτό βιβλίο είχε εμπνευστεί από αυτή την σκηνή και είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια-πράγμα απίθανο-αυτό όμως που ξέρομε είναι ότι διαπνεόταν από την ίδια ακριβώς λογική του μέλλοντος αιώνος που δεν καταισχύνεται, όσο και αν στον παρόντα η ζωή που συνεπάγεται φαντάζει παραλογισμός.


 Δυστυχώς, βλέπουμε τα πράγματα εγκοσμιοκρατικά, ορθολογιστικά και υλιστικά και δουλεύουμε στην ειρκτή αυτών των καταστάσεων. Ωστόσο, κάποιες πλευρές και συνθήκες, όπως τα λυπηρά της ζωής, η τέχνη, ο έρωτας δίνουν πάντα δυνατότητες στον άνθρωπο να βρεθεί στην ανεστραμμένη λογική του αληθινού κόσμου. Ακόμα και η ίδια η φύση μας ανοίγει παράθυρα για να εισέλθει μια αναλαμπή της αιώνιας πραγματικότητας, ένα νόημα μυστικό που δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε, παραδομένοι στην υλιστική παχυλότητα και την αισθησιακή μακαριότητα μας, όπως, ας πούμε τα όνειρα, όταν αυτά δεν είναι τόσο ψυχοφυσιολογικά όσο μυστικά, όπου βλέπουμε τα πράγματα ανάποδα, γιατί σε αυτά ενώνονται οι όχθες του παρόντος και του υπερκείμενου κόσμου. Μια τέτοια πραγματικότητα μας δείχνει ο Φλωρένσκυ  μέσα από μια πραγματική ονειρική εικόνα, όπου θα μας πει ότι «ένας συγγενής μου, που θλιβόταν στη σκέψη των πεθαμένων γονιών και φίλων του, είδε κάποτε στον ύπνο του πως περπατούσε σε ένα νεκροταφείο.


 Ο άλλος κόσμος του παρουσιάστηκε σκοτεινός και ανατριχιαστικός, αλλά οι νεκροί του εξήγησαν ... πόσο λαθεμένη ήταν αυτή η ιδέα. Ακριβώς, κάτω από την επιφάνεια της γης φυτρώνει, αλλά αντεστραμμένο, με τις ρίζες στον αέρα και τα φύλλα προς τα κάτω, το ίδιο πράσινο και θαλερό χορτάρι, αυτό του νεκροταφείου, κι ακόμα πιο πράσινο και πιο όμορφο, τα ίδια δένδρα, με την κορφή κάτω και τις ρίζες στον αέρα κι αυτά, τα ίδια πουλιά τραγουδούν, ο γαλανός αιθέρας είναι το ίδιο καθαρός και ο ίδιος ήλιος λάμπει, κι όλα αυτά ακτινοβολούν και είναι πιο όμορφα απ' ότι στον επάνω κόσμο».


Ο τρόπος λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος έχει πολλά να μας μάθει για την ανατροπή στον αληθινό κόσμο των κατεστημένων λογικών του παρόντος αιώνος. Αν στον αμφιβληστροειδή του ματιού σχηματίζονται τα είδωλα αντεστραμμένα, αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο επιχείρημα ενάντια στον ανθρώπινο εγωισμό προέρχεται από τις ίδιες τις ανθρώπινες βιολογικές λειτουργίες. Όποιος ατενίζει τη γιγάντια λιθοδομή της πυραμίδας του Χέοπα έχει την ακλόνητη αίσθηση ότι θα μείνει αμετακίνητη για πάντα. 


Όμως η αυτόματη ανατροπή του ειδώλου της αποτελεί την πιο ειρωνική υπόμνηση για τη ματαιότητα της ανθρώπινης κενοδοξίας. Αν ο Φαραώ διέπραξε το σφάλμα αυτό ακριβώς μόλις την είδε, αυτό σημαίνει ότι έγινε σε ένα ελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, όσο ακριβώς χρειάστηκε μέχρι ο εγκέφαλος του να μεταφράσει τα μηνύματα που με τη μορφή ασθενικών ηλεκτρικών σημάτων αποτελούν τα εκατομμύρια φωτοευαίσθητων κυττάρων  που αναλύουν την εικόνα στα επιμέρους συστατικά της και να δημιουργήσει την αντίληψη του κτίσματος, όρθιου.

 Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η φυσική λειτουργία εμπαίζει τον εγωιστή, επιβεβαιώνει τον ταπεινό, καταφάσκοντας την ανάγκη μιας ψυχοσωματικής ενότητας και αρμονίας. Όταν ο νεαρός βλαστός της τσαρικής αριστοκρατίας έβλεπε τις τιμές και τις δόξες της Αυλής σαν σκύβαλα και σκουπίδια, εκείνη τη στιγμή επιβεβαιωνόταν χωρίς να το γνωρίζει μέσα στην ίδια τη λειτουργία της οράσεως και της διαδικασίας παραγωγής των οπτικών του αισθημάτων. 


Το ίδιο το μάτι που δημιουργεί την οπτική εντύπωση και παρέχει την οπτική πληροφορία, αυτό το ίδιο το μάτι ενέπαιξε από την πρώτη στιγμή με τρόπο αθέατο και μυστικό την ανθρώπινη ματαιοδοξία, ενώ συγχρόνως αποτελεί την πιο απτή απόδειξη ότι οι πάσης φύσεως πυραμίδες πρέπει εν ταπεινώσει να ανατρέπονται. Ας μη ξεχνάμε ότι στη γλώσσα μας ο ήλιος βασιλεύει όταν δύσει , όχι όταν είναι στο απόγειο της εκτυφλωτικής του λάμψης. Και η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί μόνο υπόμνηση για την «ανατολή νέου φωτός και άκτιστου φέγγους» γι 'αυτόν που διήνυσε με συνέπεια στις εντολές του Χριστού την πορεία της επίγειας ζωής, δεν αποτελεί δηλαδή ανατροπή μόνο των νόμων της φθοράς, αλλά και μια παραδοχή της ίδιας της φύσης ότι η όντως μεγαλοπρέπεια δεν ευρίσκεται στο ανώτερο, αλλά στο έσχατο σημείο της τροχιάς, όχι στη λάμψη του χρυσού στέμματος, αλλά στη μεγαλοπρέπεια της πορφύρας που ταπεινώνεται.


Οι παραπάνω αλήθειες επαληθεύονται και στο φυσικό φαινόμενο του αντικατοπτρισμού. Ας δούμε μια εντελώς φανταστική ιστορία, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αληθινή. Δυο νέοι βιολόγοι μελετούν το ζωικό κόσμο μιας μικρής λίμνης. Είναι από κείνους που έπεσαν στην παγίδα να εξισώσουν την επιστήμη με το Θεό και για τους οποίους οι Γραφές προειδοποιούν ότι η γνώση φυσιοί. Μόλις τελειώνουν τις μετρήσεις τους ο ένας ζητά από τον άλλο να τον αποθανατίσει πάνω σε ένα μικρό λόφο που υψώνεται πίσω ακριβώς από τη λίμνη. Δεν είναι τόσο γιατί η θέα από κει είναι πολύ υποσχετική, όσο γιατί θέλει να βλέπει τη φωτογραφία αυτή σαν προτύπωση των σίγουρων μελλοντικών επιστημονικών του ανακαλύψεων και την κυριαρχία του πνεύματος και των επιτευγμάτων του στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. 


Πραγματικά, το αποτέλεσμα της φωτογραφικής αποτύπωσης είναι καταπληκτικό. Ένα μοναδικής ομορφιάς τοπίο και ένας ολόκληρος λόφος που χώρεσε ανάποδα μέσα στο αρυτίδωτο γυαλένιο νερό κι αυτός να καθρεφτίζεται στην κορυφή με  πολύ   σαφήνεια   και   καθαρότητα.   Έτσι   που   την   κοιτούσε απορροφημένος ρεμβάζοντας, αναρωτήθηκε: τι είναι άραγε καλύτερο; να είσαι στην κορυφή ή στον πυθμένα; Τότε σκέφτηκε: αν είμαι εγωιστικά στην κορυφή, είμαι στην πραγματικότητα στον πάτο, όπως μου δείχνει η φωτογραφία, ενώ αν είμαι τελευταίος, είμαι αυτόματα πρώτος. Ο ίδιος ο σκοτεινός θάλαμος της φωτογραφικής μηχανής το επαληθεύει, καθώς σχηματίστηκαν το φυσικό πρόσωπο και ο αντικατοπτρισμός του αντεστραμμένα.


Οι παραπάνω αναφορές που, ίσως, θα φάνταζαν παράταιρες σε ένα τυπικό πρόλογο, δικαιολογούνται εδώ από την πρόθεση μας να εξηγήσομε το λόγο που μας ώθησε να ασχοληθούμε με το Νίκωνα-αν μπορούμε να ερμηνεύσομε κάτι το τόσο απροσδιόριστο-η οποία μας έκανε να αναζητάμε με ένα συνεχές ανανεούμενο ενδιαφέρον και μια ακόρεστη δίψα πληροφορίες σε ότι αφορούσε το πρόσωπο και τη ζωή του. Αυτή η κατά κάποιο τρόπο μυστική σχέση έχει ένα πολύ ορατό στοιχείο που αποτέλεσε ίσως και την αφετηρία της: ο θαυμασμός μας γι' αυτό το πνευματικό καλλιτέχνημα που δημιουργήθηκε από τον εγκεντρισμό της ανακτορικής κομψότητας στη Χάρη του Θεού για να δημιουργηθεί μια προσωπικότητα γεμάτη πνευματική αριστοκρατικότητα και ταπεινό μεγαλείο.



Δεν είχαμε σκοπό να γράψουμε μια βιογραφία του Νίκωνα. Άλλωστε ένα τέτοιο εγχείρημα θα προϋπέθετε μια εργώδη προσπάθεια, καθώς θα έπρεπε να αναζητηθούν οι πηγές όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε άλλες χώρες, αφού ο μακαριστός γέροντας υπήρξε πολίτης του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον χρειάζεται επίπονη και εμπεριστατωμένη έρευνα, ώστε να έρθει στο φως και να παρουσιαστεί πρισματικά αυτή η σπουδαία πνευματική φυσιογνωμία, πράγμα το οποίο οι ποικίλες υποχρεώσεις μας δεν θα το επέτρεπαν. Ο σκοπός ο δικός μας ήταν εξ αρχής άλλος: να αποτελέσει το βιβλίο αυτό, το πρώτο μιας σειράς, η οποία θα έχει σαν θέμα τις επισκέψεις περιηγητών και διανοουμένων στο Αγιον Όρος και η οποία θα τιτλοφορείται "Περιηγητές και Διανοούμενοι στο Αγιον Όρος". Μια τέτοια θεματική θα μπορούσε να αποτελέσει άλλη μια γέφυρα στο διάλογο ανάμεσα στη διανόηση και την ορθόδοξη πνευματικότητα όπως βιώνεται μέσα στη μακραίωνη ασκητική παράδοση του Αγίου Όρους. Εξυπακούεται ότι ένα τέτοιο θέμα δεν μπορεί να έχει περιεχόμενο ακραιφνώς πνευματικό, καθώς  η     γόνιμη  συνάντηση     διαφορετικών-πολλές     φορές κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων και η εύρεση κοινής συνισταμένης προϋποθέτει τη συγκαταβατική αντιμετώπιση των πατέρων και πιο επιφανειακές συζητήσεις.


Έχει πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς την εξέλιξη των κοσμοθεωρητικών ενδιαφερόντων των επισκεπτών που αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη των ποικίλλων κοσμοθεωρητικών ρευμάτων, τη μοναδικότητα της προσωπικότητας τους, η οποία αποτυπώνεται στις απορίες ή τις τοποθετήσεις τους, πράγμα το οποίο, τουλάχιστον στην περίπτωση του Νίκωνα δεν είναι εφικτό λόγω ελλείψεως στοιχείων.



Θα θέλαμε εδώ να ευχαριστήσομε από την καρδιά μας τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Νήφωνα Βασιλάκη, Δρ. Θεολογίας και τον δόκιμο φιλαθωνίτη συγγραφέα κ. Αντώνη Στιβακτάκη για το έμπρακτο ενδιαφέρον τους στην εκπόνηση αυτής της εργασίας, καθώς και τη δεσποινίδα Μαρία Χουστουλάκη, πτυχιούχο Αγγλικής Φιλολογίας για την αξιόπιστη μετάφραση του προλόγου του Νίκωνα στην αγγλική μετάφραση της Φιλοκαλίας από τα ρωσικά των EKADLOUBOVSKY καιG.E.HPALMER. Τέλος, ευχαριστούμε τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Ειρηναίο, το πρόσωπο του οποίου αποτελεί πάντα για μας πηγή δημιουργικής έμπνευσης και αφορμή ευχαριστίας στο Θεό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΆΓΙΟ  ΌΡΟΣ  Α
 ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Α ΠΕΤΡΑΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΣΤΟ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ Π. ΝΙΚΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗ(1874- 1964)

ΑΟΡΑΤΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: ΘΡΥΛΟΣ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ; (ΦΩΤΟ)

1Eμφανίζονται μόνο σ’ όποιον αυτοί θέλουν ως επί το πλείστον απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο.

Εδώ πρέπει να μεταφέρω κάποια υποσημείωση ενός σύγχρονου συγγραφέα μοναχού (Από το βιβλίο του μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου «Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης», 2002) περί των μυστηριωδών αυτών ασκητών που την βρήκα την πιο κατάλληλη σε περιεκτικότητα και περιγραφή και την πιο σύντομη για το θέμα αυτό : «Γυμνοί ασκητές : Κατά την μακραίωνη ιστορία του Αγίου Όρους υπάρχει η εξής παράδοσις.Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά (κατ’ άλλους δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί και να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων». 

Η φήμη των ασκητών αυτών, μάλλον η παράδοση αυτή διασώζεται τα τελευταία διακόσια χρόνια τουλάχιστον και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά στον αγιορείτικο μοναχισμό και ιδίως τον ασκητισμό, και όχι μόνο αλλά και σε ολόκληρη την ορθοδοξία … Συζήτησα με πολλούς αγιορείτες Γέροντες, Σκητιώτες, Κοινοβιότες, Κελλιώτες, Ερημίτες για το θέμα αυτό, δηλαδή την ύπαρξη και σήμερα των αοράτων γυμνών ασκητών και βρήκα πολλούς να πιστεύουν ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ερημίτες. Συνάντησα πράγματι απλούς και ενάρετους και αγωνιστές Μοναχούς και Γέροντες οι οποίο πιστεύουν τη παράδοση αυτή. Δηλαδή ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι αναχωρητές σε άβατα αθωνικά μέρη, που ζουν πρωτόγονα, απλά, λιτά και τρέφονται από το Θεό με θαυμαστό τρόπο. Μάλιστα ένας τέτοιος απλός Γέροντας μου διηγήθηκε ότι γνωρίζει μερικούς τέτοιους μυστικούς αναχωρητές οι οποίοι ζουν στη ψηλότερη και αγριότερη περιοχή από αυτόν και ότι τους οικονομεί η θεία Πρόνοια τα προς το ζωή αναγκαία με θαυμαστό και ιδιαίτερο τρόπο.

alt

Και ότι τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι. Και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω – μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν – στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και που κρέμονται από δοκάρια. Και δεν θέλησε να μου πει ούτε τον τόπο που μένουν, ούτε τα περαιτέρω της θαυμαστής ασκητικής των πολιτείας. Υπάρχουν πάλι άλλοι μοναχοί που πιστεύουν ότι υπάρχει μέχρι σήμερα η ομάδα αυτή των εφτά ασκητών και αναπληρώνεται όταν πεθάνει κάποιος απ’ αυτούς με άλλον ενάρετο από τους Αγιορείτες Μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά. Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατ’ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί οι οποίοι θεωρούν την παράδοση αυτή των «αοράτων Ερημιτών» σαν θρύλο.

alt

Επιβεβαίωση της ύπαρξης αοράτων ασκητών
Ιεροδιάκονος Σιλουανός, Λευκάδα


Σχετικώς με το γεγονός που ζήσαμε στο Κελλί του Προφήτου Δανιήλ, παραθέτουμε παρακάτω την καταγραφή αυτού του γεγονότος, πιστεύοντας πως αξίζει να γνωστοποιηθεί και σε άλλους.

‘Εξ αρχής θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι έχουμε την βεβαιότητα ότι δεν λέμε κάτι πρωτάκουστο η ότι τα παρακάτω αποτελούν μία αξεπέραστη πνευματική εμπειρία στο «Περιβόλι της Παναγίας». Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι είναι μία μαρτυρία από τις πολλές, η οποία αν ίσως και δεν έχει την ισχύ να επιβεβαιώσει ακράδαντα την παράδοση για τους ερημίτες και αόρατους ασκητές του Αγίου Όρους, είναι όμως μία επιπλέον επανάληψη αυτής της παραδόσεως, και το βασικότερο, ότι εξ άπαντος αποτελεί μία βέβαιη μαρτυρία της ζωής των Αγιορειτών πατέρων, που συνεχίζει την ασκητική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Προ δύο ετών περίπου, η Ιερά Μονή Οσίου Ξενοφώντος μας «παραχώρησε» το αρχαίο και εγκαταλελειμμένο Κελλί της – του Αγίου Προφήτου Δανιήλ και των τριών Παίδων. Αυτό το Κελλί βρίσκεται σε μία ερημική τοποθεσία πάνω στο βουνό, ανατολικά της Μονής Ξενοφώντος και βόρεια της Σκήτης Ξενοφώντος. Δεν γειτνιάζει με κανένα άλλο Κελλί, παρά μόνο με ένα ερειπωμένο, επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος, ούτε καν φαίνεται άλλο Κελλί η Σκήτη η οτιδήποτε άλλο οίκημα, στο οποίο να μαρτυρείται η να δικαιολογείται ανθρώπινη παρουσία. Το μόνο, που είναι ορατό, είναι το βόρειο άκρο και οι τρούλοι της Μονής Ξενοφώντος, που είναι κτισμένη στις εκβολές ενός χειμάρρου, ο οποίος βρίσκεται σε μακρινή απόσταση από το Κελλί. Όποιος βρίσκεται στην αυλή η τον εξώστη -απλωταριά του Προφήτη Δανιήλ έχει μία πανοραμική θέα όλου σχεδόν του φαραγγιού, από τα ανατολικά, που είναι τα Δοχειαρίτικα σύνορα, μέχρι τα δυτικά – την θάλασσα. Η ηρεμία δε και η ησυχία που έχει το Κελλί είναι χαρακτηριστική, και μόνο κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι διακόπτεται από τις ασταμάτητες λαλιές των αηδονιών και των άλλων ωδικών πτηνών.

Εκεί βρεθήκαμε, για μία ακόμη φορά, και εμείς, οι φιλοξενούμενοι της Μονής Ξενοφώντος και ένοικοι του Ιερού αυτού Κελλίου. Η παραμονή μας διήρκησε λίγες ημέρες, αλλά είχε μεγάλη ευλογία, μία εμπειρία που δεν υπολογίζαμε να αξιωθούμε ποτέ. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

alt

Στις 21 Απριλίου 2010 (παλ. ημ.), προπαραμονές της πανηγύρεως της Μονής Ξενοφώντος, που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου ΜεγαλομάρτυροςΓεωργίου, βρεθήκαμε στο Κελλί του Προφήτη Δανιήλ. Είχαμε φθάσει κατά το μεσημέρι, και μετά από σύντομη ανάπαυση και τακτοποίηση των πραγμάτων μας, ο Γέροντας πρότεινε να πάμε ένα μικρό περίπατο. Κατηφορίσαμε και κατόπιν ακολουθήσαμε τον αδιέξοδο δρόμο που αρχίζει στην πρώτη στροφή και ο οποίος οδηγεί προς τα Δοχειαρίτικα.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ, διότι ήδη είχε σουρουπώσει αρκετά. Σε ένα σημείο της διαδρομής μας, ένας από την ομάδα μας, θέλοντας να συμπεράνει το βάθος του φαραγγιού που βρισκόταν μπροστά μας έριξε τρεις πέτρες, αρκετά μεγάλες, προς το φαράγγι. Οι δύο λαϊκοί που βρίσκονταν στην παρέα, άδραξαν την ευκαιρία για να αστειευτούν με την επιπόλαιη αυτή πράξη λέγοντας πως ίσως κάποιος ερημίτης ασκητής να ήταν δέκτης αυτού του πετροβολητού. Ο Γέροντας, αποσιωπώντας την κωμική πλευρά τoύ θέματος, αναφέρθηκε στην ύπαρξη των ερημιτών και των αοράτων ασκητών, στις αναφορές γύρω από διάφορα σχετικά συμβάντα, και άφησε τον καθένα ελεύθερο να αποδεχθεί η όχι αυτή την παλιά αγιορείτικη παράδοση για τους γυμνούς και αόρατους ασκητές που ζουν στις ερημιές του Αγίου Όρους.

Όταν επιστρέψαμε στο Κελλί, είχε ήδη σκοτεινιάσει. Προσπαθήσαμε να βαλουμε μπρος την πετρελαιογεννήτρια, αλλά παρά τις επίμονες προσπάθειές μας επί μισή ώρα περίπου, το μηχάνημα δεν λειτούργησε, και έτσι μείναμε «αναγκαστικά» με τα κεριά και την λάμπα πετρελαίου (εκ των υστέρων σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν ένα γεγονός τυχαίο).

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, τα αστέρια ήταν ευδιάκριτα, παρά την ελαφριά συννεφιά που είχε ο ουρανός, και τα αηδόνια είχαν παραιτηθεί πλέον από το ολοήμερο κελάηδημά τους. Η σιωπή σε όλη την περιοχή ήταν πιο αισθητή τώρα, μετά την πρόσφατη παύση, παρά τα μεσάνυχτα. Ο Γέροντας είχε αποσυρθεί στο κελλί του, και τα άλλα τρία πρόσωπα κάθισαν μπροστά στην εξώπορτα του Κελλιού και μιλούσαν. Καθώς μιλούσαν, ένας από αυτούς διέκρινε και μία άλλη – δεύτερη φωνή, μακρινή και ακαθόριστη, και μη θέλοντας να διακόψει τον συνομιλητή του αρχικά δεν αντέδρασε. Εφ᾽ όσον όμως αυτή η φωνή συνεχιζόταν ήδη για πέμπτο λεπτό, παίρνοντας θάρρος διέκοψε αυτόν που μιλούσε ρωτώντας τον έναν: «ακούς κάτι;». Αφού συγκέντρωσαν και οι δύο την προσοχή τους, άκουσαν μια φωνή που προερχόταν από το βάθος του χειμάρρου. Ήταν μία ανδρική ενθουσιώδης φωνή, που φώναζε εκστατικά σχεδόν, μέσα στήνσιγαλιά της νύκτας και κάτω από το πανόραμα του ουρανίου στερεώματος: «Δόξα σοι ο Θεός», «Κύριε σώσον τον κόσμο σου».

alt

Τα επανελάμβανε συνεχώς και μεγαλόφωνα, καθώς και άλλα λόγια, τα οποία εξ αιτίας της αποστάσεως και του αντίλαλου ήταν ακαθόριστα.

Αλλά από το ύφος της φωνής ήταν κάτι σαν ευχαριστία και δοξολογία στον Θεό καθώς και ικεσία για το έλεός Του. Το άκουσε κατόπιν και ο άλλος λαϊκός, που ήταν στην παρέα. Και οι τρεις ακούγαμε ένα άνθρωπο, που βρισκόταν μέσα στο «πουθενά», να ευχαριστεί και να δοξολογεί τον Θεό. Γρήγορα ειδοποιήθηκε και ο Γέροντας, ο οποίος άκουσε αυτόν τον άγνωστο να δοξολογεί ακατάπαυστα, καθαρότατα τον Θεό. Στην συνέχεια και για ένα μικρό διάστημα ο άγνωστος έπαυσε την μεγαλόφωνη προσευχή του.

Όλοι αποσυρθήκαμε στα κελλιά μας. Ο καθένας κράτησε την δική του στάση απέναντι σε αυτή την αναπάντεχη εμπειρία, και κατάκοποι καθώς ήμασταν, γρήγορα αποκοιμηθήκαμε όλοι. Όλοι εκτός από τον Γέροντα, ο οποίος κάθισε στην απλωταριά αναμένοντας να ακροαστεί μία ακόμα φορά τον άγνωστο προσευχητή. Και όντως μετά από ένα διάστημα περίπου μισής ώρας τον άκουσε πάλι. Αυτή την φορά έψαλε μεγαλόφωνα αναστάσιμους ύμνους. Και αυτό που μπόρεσε ο Γέροντας να διακρίνει ήταν το τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνα του Πάσχα «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις…», καθώς και άλλες προσευχές, όπως «Κύριε σώσε τον κόσμο σου», και άλλα.

Την άλλη ημέρα όλοι κοιτάξαμε προς την πλευρά, απ’ όπου ερχόταν η χθεσινοβραδυνή φωνή, προσπαθώντας να καταλάβουμε το ακριβές σημείο που βρισκόταν αυτός ο άνθρωπος η κάποιο σημάδι της παρουσίας του. Γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι κοπιάζουμε μάταια και παραιτηθήκαμε από την προσπάθειά μας. Έμεινε όμως μέσα στην ψυχή μας η περιέργεια να μάθουμε αν τυχόν υπάρχει κάποιο Κελλί στην περιοχή αυτή, που να είναι αδιόρατο από την πλευρά του δικού μας Κελλίου.

alt

Κατεβήκαμε στην Μονή για την έναρξη της Αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και ο Γέροντάς μας συνάντησε τον π. Σεραφείμ, ο οποίος έχει γνώση του χώρου και πολύ αγάπη για τον Προφήτη Δανιήλ και είναι αλήθεια ότι χωρίς τον π. Σεραφείμ δεν θα γίνονταν και πολλά πράγματα. Τον ρώτησε σχετικά, αν υπάρχει εκεί κοντά κάποιο Κελλί και του ανέφερε το γεγονός. Μας διαβεβαίωσε πως όχι μόνο Κελλί δεν υπάρχει αλλά και η απλή παρουσία οποιουδήποτε ανθρώπου είναι αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον αδικαιολόγητη εξ αιτίας της πυκνής βλάστησης και του απροσπέλαστου της περιοχής.

Μετά από όλα αυτά ο καθένας κράτησε μέσα στην ψυχή του την ανάμνηση αυτού του γεγονότος, ενός ανθρώπου μέσα στην απόλυτη ερημιά, ανυποψίαστου για την δική μας παρουσία, που φώναζε ενθουσιασμένος και ευχαριστούσε τον Θεό. Και από τους αόρατους ασκητές να μην ήταν, μόνο και μόνο αυτή η εγκάρδια προσευχή του την νύκτα στην μέση του δάσους, μας έδωσε το μήνυμα που ο Θεός επέτρεψε.

Συμπληρωματικά να προσθέσουμε ότι η γεννήτρια, αν λειτουργούσε το βράδυ, θα ήταν σίγουρα ανασταλτική αιτία για την αυθόρμητη και εξωστρεφή εκδήλωση του αγνώστου, διότι εξ αιτίας του θορύβου και των φώτων θα γινόταν η παρουσία μας πέρα για πέρα αισθητή. Και αυτή η γνώμη γίνεται πιο ισχυρή, αν λάβουμε υπ᾽ όψη μας το παράδοξο, ότι την άλλη ημέρα το πρωί πήρε αμέσως μπροστά.

Αυτή είναι η ιδιαίτερη «εμπειρία μας» κατά την τελευταία επίσκεψή μας στο Άγιον Όρος. Σας την παραθέτουμε, όπως ακριβώς τη ζήσαμε. 
πηγή

Ἡ Ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ χωρίου «σύ εἶ ὁ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν». Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος



Ἡ Ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ χωρίου «σύ εἶ ὁ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν»
(ΜΑΤΘ. 16, 17)

Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

Εν Πειραιεί 28/6/2013
Όταν ο Κύριος και οι Μαθητές Του έφθαναν «εις τα μέρη της Καισαρείας της Φιλίππου»[1], ρώτησε, κατά τον Ευ. Ματθαίο, τους Αποστόλους, να Του αποκριθούν ποιά γνώμη είχαν οι άνθρωποι γι’ Αυτόν. Εκείνοι Του αποκρίθηκαν : «Οι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των προφητών»[2]«Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;»[3] τους ξαναρώτησε ο Κύριος. Στην ερώτηση αυτή αποκρίθηκε τότε ο Απ. Πέτρος και είπε: «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος»[4]. Από την απάντηση αυτή χάρηκε τότε ο Κύριος και, στρεφόμενος προς το μέρος του, είπε:«Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής»[5].

        Από τα πιο πάνω λόγια φαίνεται καθαρά ότι ο Απ. Πέτρος μίλησε εξ ονόματος όλων των Μαθητών και εξ αιτίας της πρωτοβουλίας του αυτής και άλλων παρομοίων χαρακτηρίσθηκε από τους αγίους Πατέρες ως «πρόκριτος των Αποστόλων», «έξαρχος», «κορυφαίος» κ.ο.κ.
       Το ότι με τη λέξη «πέτρα» ο Κύριος εννοούσε την ομολογία της θεότητός Του, γίνεται φανερό και από το θηλυκό γένος της λέξεως αυτής. Δεν είπε, δηλ., ο Κύριος «και σε σένα, τον Πέτρο, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου», αλλά «στην «πέτρα» αυτή, που προ ολίγου ομολόγησες για την θεότητά μου, θα οικοδομηθεί η Εκκλησία, που για τον λόγο αυτό θα είναι ασάλευτος στους αιώνες»[6]. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η «πέτρα», για την οποία έκανε λόγο ο Κύριος, ήταν η πίστη στα θεϊκά Του λόγια και γενικότερα στη θεία Του φύση.
       Οι άγιοι Πατέρες στη λέξη «πέτρα» είδαν την ομολογία της θεότητος του Κυρίου, επάνω στην οποία στηρίχθηκε η Εκκλησία, που για τον λόγο αυτό ακριβώς είναι ακατάλυτη και ακατανίκητη μέσα στους αιώνες[7].
       Ο άγιος Κύριλλος λέει: «Φρονώ ότι με την λέξη «πέτρα» πρέπει να εννοήσουμε την ακλόνητη πίστη των Αποστόλων»[8]. Ο άγιος Ιλάριος, επίσκοπος Πουατιέ, λέει: « ‘Πέτρα’ είναι ηευλογημένη και μοναδική πέτρα της πίστεως, που ομολογήθηκε από το στόμα του Αγίου Πέτρου˙ πάνω σ’ αυτή την πέτρα ομολογίας πίστεως θεμελιώθηκε η Εκκλησία»[9]. «Ο Θεός» , όπως λέει οάγιος Ιερώνυμος, «ίδρυσε την Εκκλησία Του πάνω σ’ αυτή την πέτρα, κι απ’ αυτή την πέτρα ο Απ. Πέτρος πήρε την ονομασία του»[10]. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: ««Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», δηλ. πάνω στην πίστη της ομολογίας». Ποιά ήταν η ομολογία του Αποστόλου; «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεου του ζώντος»[11].
Ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων[12], ο άγιος Βασίλειος Σελευκείας και οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικ. Συν. της Χαλκηδόνος τα ίδια ακριβώς διδάσκουν. Ο άγιος Αυγουστίνος, ο μεγαλύτερος λατίνος θεολόγος, γράφει: «Τί σημαίνουν οι λόγοι «επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»; Σημαίνουν ότι πάνω σ ’αυτή την πίστη, πάνω σ’ αυτά τα λόγια: «Συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος»[13]. «Πάνω σ’ αυτή την πέτρα της ομολογίας σου θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου. Η δε πέτρα ήταν ο Χριστός»[14]. Η γνώμη του αγίου Αυγουστίνου πάνω σ’ αυτό το περίφημο χωρίο ήταν και γνώμη ολόκληρης της Χριστιανοσύνης στην εποχή του[15].
         Γιατί τα αναφέραμε όλ’ αυτά; Επειδή, δυστυχώς, το χωρίο αυτό περί της πέτρας έχει υποστεί κατάφωρη παρερμηνεία εκ μέρους των αιρετικών παπικών και λατίνων.
        Μία από τις καινοτομίες, κακοδοξίες και αιρέσεις του Παπισμού είναι και το περιβόητοπρωτείο εξουσίας του πάπα. Κατά την επίσημη διδασκαλία του Παπισμού, ο επίσκοπος Ρώμης κατέχει την ύψιστη και καθολική εξουσία εφ’ όλης της Εκκλησίας, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, υπερέχει όλων των άλλων επισκόπων, τους οποίους εγκρίνει, εκλέγει, ελέγχει και διοικεί. Θεωρεί τον εαυτό του κεφαλή της Εκκλησίας, λίθο ακρογωνιαίο και άμεσο διάδοχο του Απ. Πέτρου, πρωτεύοντα μεταξύ των Αποστόλων, όχι ως προς την τιμή, αλλά ενδεδυμένο με υπέρτατες εξουσίες επί της Εκκλησίας. Αυτό αποτελεί δόγμα για τον Παπισμό, το οποίο έλαβε άκαμπτο περιεχόμενο κατά την Α΄ Βατικάνειο Σύνοδο το 1870.
        Για να στηρίξουν και να δικαιολογήσουν την ασυναρτησία, την κακοδοξία, την αίρεση του παπικού πρωτείου, ανάμεσα στα άλλα (ψευδοκωνσταντίνειες-ψευδοϊσιδώρειες δωρεές), επικαλούνται και το ανωτέρω χωρίο[16], που αναλύσαμε. Κατά τους παπικούς, ο Κύριος χαρακτήρισε ως «πέτρα» τον Απ. Πέτρο, κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομά του, ο οποίος είναι ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας, ο κλειδούχος των ουρανών και ο ταμιούχος της Χάριτος. Και αφού ο πάπας είναι διάδοχος του Απ. Πέτρου, κληρονομεί, θείω δικαίω, όλα τα του Πέτρου. Ο Απ. Πέτρος διαχειρίζεται ως μονάρχης τα πάντα στην Εκκλησία, επομένως μονάρχης και κυρίαρχος της Εκκλησίας είναι και ο διάδοχός του, ο πάπας.
        Πού, όμως, υπονοείται ότι ο Απ. Πέτρος είναι ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας, ο μόνος ταμιούχος της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος; Πουθενά. Όπως προαναφέραμε, τόσο ο Ίδιος ο Κύριος, όσο και η Κ.Δ., αλλά και η συμφωνία των αγίων πατέρων (consensus partum), λένε ότι πέτρα και λίθος ακρογωνιαίος είναι ο Χριστός[17].
        Το ανίσχυρο και ανυπόστατο της απόψεως περί πρωτείου εξουσίας του Απ. Πέτρου καταδεικνύεται και από τα εξής γεγονότα :
1.       Στην Αποστολική Σύνοδο, που συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα το 49 μ.Χ., πρόεδρος ήταν ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, η γνώμη του οποίου περί του θέματος της περιτομής των εθνικών έγινε αποδεκτή από όλους τους Αποστόλους. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε αυτός θα ήταν πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου και όχι ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, και αυτού (του Απ. Πέτρου) τη γνώμη θα ασπάζονταν οι Απόστολοι και όχι του αγίου Ιακώβου. Όμως, δεν έγινε έτσι.
2.       Στο επεισόδιο του διαπληκτισμού μεταξύ των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου περί του θέματος της περιτομής των εθνικών, επεκράτησε τελικά η θέση του Απ. Παύλου, υποχωρούντος του Απ. Πέτρου. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε θα επέβαλε μοναρχικά τη γνώμη του και δεν θα υποχωρούσε. Όμως, δεν έγινε έτσι.
3.       Κατά την Πεντηκοστή, βλέπουμε ότι το Άγιον Πνεύμα εκάθισε με τη μορφή πυρίνων γλωσσών σε καθένα από τα κεφάλια των Αποστόλων ισομερώς και ισόποσα. Όλοι οι Απόστολοι διαμοιράστηκαν την ίδια γλώσσα. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε θα έπρεπε ή το Άγιον Πνεύμα να καθίσει αποκλειστικά και μόνον στον Απ. Πέτρο χωρίς να φωτίσει τους υπολοίπους ένδεκα, ή κάποια γλώσσα μεγαλύτερη και ανισότερη από τις υπόλοιπες να καθίσει στο κεφάλι του Απ. Πέτρου. Όμως, δεν έγινε έτσι.
4.       Όταν ο Χριστός ομιλούσε στους Μαθητές Του για το Πάθος Του, τον Σταυρικό θάνατο, την ταφή και την Ανάσταση, τότε ο Απ. Πέτρος, ανθρωποπρεπώς και κοσμικώς σκεπτόμενος, άρχισε να Τον επιτιμά και προσπάθησε να μεταπείσει, να αποδιώξει και να αποτρέψει τον Κύριο από το πικρό ποτήριον του Σταυρού και του θανάτου. Τότε, όμως, εισέπραξε από τον Κύριό μας ένα πολύ αυστηρό και σκληρό χαρακτηρισμό : «Ύπαγε οπίσω μου Σατανά˙ σκάνδαλόν μου ει˙ ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων»[18]. Ο ίδιος ο Κύριος αποκαλεί τον Απ. Πέτρο σατανά και σκάνδαλο! Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε δεν θα τον χαρακτήριζε έτσι ο Κύριος, αλλά θα έπρεπε να ακούσει τον Απ. Πέτρο και να αποφύγει τον Σταυρικό θάνατο. Όμως, δεν έγινε έτσι.
5.       Είναι γνωστή η τριπλή άρνηση του Απ. Πέτρου, αλλά και η μετά δακρύων μετάνοιά του και η αποκατάστασή του στο Αποστολικό αξίωμα από τον ίδιο τον Κύριο. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε δεν θα χρειαζόταν να μετανοήσει και να επαναποκατασταθεί στο αξίωμά του. Θα παρέμενε αμετανόητος, όπως ο Ιούδας, και εκτός Χριστού. Όμως, δεν έγινε έτσι.
6.       Η παράδοση της Εκκλησίας μαρτυρεί ότι Μήτηρ των (Ορθοδόξων) Εκκλησιών είναι η Σιών, τα Ιεροσόλυμα και όχι η Ρώμη, λόγω της δράσεως του Ιησού Χριστού. «Χαίρε Σιών αγία, Μήτηρ των Εκκλησιών»[19]. Εάν ο Απ. Πέτρος είχε πρωτείο εξουσίας, τότε θα έπρεπε Μήτηρ των Εκκλησιών να είναι η Ρώμη. Όμως, δεν συμβαίνει έτσι.  
Η διαφορετική ερμηνεία των λόγων αυτών από τους παπικούς οφείλεται στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν εσκεμμένα την πτώση των παπών στο λάκκο της κενοδοξίας, της αλαζονίας, της δαιμονικής υπερηφανείας και του εωσφορικού εγωισμού, που είναι τόσο μεγάλη, ώστε να χαρακτηρίζεται από τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς ως τέταρτη μέσα στην ιστορία, ύστερα από τις πτώσεις του Σατανά, του Αδάμ και του Ιούδα[20]. 
Εν κατακλείδι, οι ορθόδοξες θέσεις, που αποδέχεται η Εκκλησία μας περί του θέματος, είναι οι εξής :
1. Ο Ιησούς Χριστός έδωσε στους Αποστόλους Του την ίδια ακριβώς εξουσία, που έδωσε και στον άγιο Πέτρο.
2. Οι Απόστολοι ουδέποτε αναγνώριζαν στο πρόσωπο του αγίου Πέτρου τον τοποτηρητή του Ιησού Χριστού και τον αλάθητο διδάσκαλο της Εκκλησίας.
3. Ο άγιος Πέτρος ουδέποτε θεωρούσε πως ήταν πάπας και ουδέποτε ενεργούσε κατά τον τρόπο, με τον οποίο ενεργούν οι πάπες.
4. Οι Σύνοδοι των πρώτων τεσσάρων αιώνων, αναγνωρίζοντας την υψηλή θέση, που οι επίσκοποι Ρώμης κατείχαν στην Εκκλησία, χάρη στη σπουδαιότητα της Ρώμης, απέδιδαν στον επίσκοπο Ρώμης μονάχα πρωτείο τιμής, αλλά ουδέποτε πρωτείο εξουσίας ή δικαιοδοσίας.
5. Οι άγιοι Πατέρες, στο περίφημο χωρίο «συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», ουδέποτε θεωρούσαν ότι εύρισκαν το νόημα ότι η Εκκλησία οικοδομήθηκε πάνω στον Απ. Πέτρο (super Petrum)˙ θεωρούσαν ωστόσο ότι εύρισκαν σ’ αυτό το χωρίο το νόημα ότι η Εκκλησία οικοδομήθηκε πάνω στην πέτρα (επί τη πέτρα – super petram), δηλ. πάνω στην ομολογία πίστεως του Αποστόλου[21].
  Παρ’ όλη την ξεκάθαρη και κρυστάλλινη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του θέματος του πρωτείου, ο μεν Πάπας παραμένει αμετανόητος, διεκδικώντας παγκόσμια εξουσία, προτείνει και επιβάλλει την «ένωση των Εκκλησιών» υπό το μοντέλο και τον τύπο της Ουνίας. Να γίνει δηλ. μια «ουνιτική ένωση των Εκκλησιών», όπου η κάθε «Εκκλησία» θα διατηρήσει μεν και δεν θα αλλάξει τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά της (ασχέτως αν αυτά είναι σύμφωνα με την Παράδοση, την Αγία Γραφή, το Ευαγγέλιο, τις Οικ. Συνόδους, τους Ιερούς Κανόνες, τους αγίους Πατέρες και τα συγγράμματά τους), αλλά θα αναγνωρίζει δε το πρωτείο εξουσίας του Πάπα εφ’ όλης της οικουμένης, θα τον μνημονεύει στις ακολουθίες και τα δίπτυχα και θα εξαρτάται απ’αυτόν. Ο Πάπας όλα μπορεί να τα αλλάξει και να τα αποποιηθεί. Μόνο δύο πράγματα δεν μπορεί να αποχωριστεί˙ το πρωτείο και το αλάθητο.
Οι δε Ορθόδοξοι Οικουμενιστές, μέσω του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Παπικών, προωθούν την αναγνώριση του παπικού πρωτείου εξουσίας, προσπαθούν να κάνουν μία άμικτη μίξη μεταξύ συνοδικού θεσμού και παπικού πρωτείου και ομιλούν για μετασυνοδικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο Σεβ. Μητρ. Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, συμπρόεδρος μαζί με τον KurtKoch της μικτής επιτροπής του θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, ο οποίος αυτές τις ημέρες βρίσκεται στο Βατικανό για την εορτή των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου μαζί με τον Σεβ. Επίσκοπο Σινώπης κ. Αθηναγόρα και τον πανοσιολογιώτατοΑρχιμανδρίτη π. Πρόδρομο Ξενάκη[22], κηρύσσει την αίρεση της ευχαριστιακὴς εκκλησιολογίας. 
Η «ευχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» χαρακτηρίζεται ως ο Δούρειος ίππος, μέσω του οποίου θα ενωθεί το μεγαλύτερο τμήμα των μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Βατικανό. (Η αίρεση της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας συνδέεται με το Πρωτείο του Πάπα). Ο Σεβ. Περγάμου αναπτύσσει την αιρετική θεωρία της ιερότητος του πρωτείου του Πάπα, το οποίο η εκκοσμικευμένη Ορθοδοξία δεν ηδύνατο να  κατανοήσει. Ο ίδιος ο Περγάμου έχει πει : «Κοσμικοί παράγοντες, οι οποίοι κυριαρχούσαν τότε στην εκκοσμικευμένη Ορθοδοξία δεν της επέτρεψαν να δει την Ιερότητα του πρωτείου» και «Η Εκκλησία έχει ανάγκη το παπικό πρωτείο»[23]Επίσης, ο Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ελπιδοφόρος Λαμπρινιάδης (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ηγούμενος της  Ιεράς Μονής της Χάλκης και Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ.) έχει αναπτύξει την αιρετικήλατινογενή «μετασυνοδική» εκκλησιολογία

Ο ίδιος ισχυρίζεται : «Η άρνηση αναγνωρίσεως πρωτείου τινός στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενός πρωτείου το οποίο δεν μπορεί να ενσαρκώσει παρά κάποιος Πρώτος - τουτέστι κάποιος Επίσκοπος, ο οποίος έχει το προνόμιο να είναι ο πρώτος μεταξύ των αδελφών του Επισκόπων - συνιστά αίρεση. Είναι απαράδεκτο αυτό που συνήθως λέγεται ότι η ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων διασφαλίζεται είτε υπό μιάς κοινής πίστεως και λατρείας είτε υπό του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο αυτοί παράγοντες είναι απρόσωποι, ενώ στην ορθόδοξη θεολογία μας η αρχή της ενότητάς μας είναι πάντοτε ένα πρόσωπο. Πράγματι, όπως στο επίπεδο της Αγίας Τριάδος η αρχή της ενότητας δεν είναι η θεία ουσία, αλλά το πρόσωπο του Πατρός (η «μοναρχία» του Πατρός), έτσι και στο εκκλησιολογικό επίπεδο, στην τοπική εκκλησία, το σημείο της ενότητας δεν είναι το πρεσβυτέριο ή η κοινή λατρεία των χριστιανών, αλλά το πρόσωπο του Επισκόπου. Επομένως, επί πανορθοδόξου επιπέδου η αρχή της ενότητας δεν μπορεί να στηρίζεται επί μίας ιδέας ή ενός θεσμού, αλλά πρέπει να είναι κάποιο πρόσωπο, αν βέβαια θέλουμε να παραμείνουμε συνεπείς στη θεολογία μας»[24]
Στόχος είναι η προβολή του αντιχρίστου Πάπα ως παγκοσμίου πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτου, ο οποίος με τη σειρά του θα παραδώσει την εξουσία του κόσμου στον Αντίχριστο. Ποιόν θα ακολουθήσουμε, λοιπόν, και με ποιόν θα πάμε; Με τον Πάπα, τους Οικουμενιστές και τον Αντίχριστο ή με τον Απ. Πέτρο και τον Χριστό; Με το θηρίον ή με το Αρνίον; Η τελική έκβαση της ιστορίας και η νίκη ανήκει στο Εσφαγμένο Αρνίο.    


[1] Ματθ. 16,13.
[2] Ματθ. 16,14.
[3] Ματθ. 16,15.
[4] Ματθ. 16,16.
[5] Ματθ. 16,17.
[6] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1979, σ. 304.
[7] ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΙΤΣΙΛΚΑΣ, Η αληθινή «πέτρα» της πίστεως και της ζωής˙ η πίστη στη θεία φύση του Κυρίου, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη,  σσ. 10-13.
[8] ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ, Περί  Αγίας Τριάδος, βιβλίο 4ο.
[9] ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΟΣ,  Περί  Αγίας Τριάδος, βιβλίο 2ο, 6ο.
[10] ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, βιβλίο 6ο.
[11] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία 53η.
[12] ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ, Εις την προς Εφεσίους επιστολή του  Απ. Παύλου, Β΄ κεφ.
[13] ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ,  Εις την Α΄ επιστολήν του Αγ. Ιωάννου, Β΄ πραγματεία.
[14] Του ιδίου,  Εις το κατά  Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία 124η.
[15] Γνωρίζετε το αληθινό πρόσωπο του παπισμού; Γνωρίζετε ότι ο παπισμός είναι αίρεση; εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη, σσ. 28-29.
[16] Ματθ. 16,18-19.
[17] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Παπικές πλάνες˙ σύντομος έλεγχος και ανασκευή, Αθήναι 1996, σσ. 29, 30, 35.
[18] Ματθ. 16,23.
[19] 3ο κεκραγάριο τροπάριο του πλ.δ’ ήχου του Μεγάλου Εσπερινού του Σαββάτου.
[20] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αθήναι 1970, σ. 152.
[21] Γνωρίζετε το αληθινό πρόσωπο του παπισμού; Γνωρίζετε ότι ο παπισμός είναι αίρεση;  εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη, σ. 30.
[22] http://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/oikoumeniko-patriarxeio/17699-2013-06-27-21-05-14, http://www.romfea.gr/epikairotita/17714-2013-06-28-13-54-40.
[23] «Βαρύταται κατηγορίαι επί αιρέσει εναντίον του φιλοπαπικού Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου»,Ορθόδοξος Τύπος  (13-4-2012) 1,7 και Bose Ιταλίας, Ορθόδοξος Τύπος (16-7-1999) και Ορθόδοξος Χριστιανικός Αγωνιστικός Σύλλογος «ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ» και Φιλορθόδοξος Ένωσις «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»,  «Οι βασικές κακοδοξίες του αιρετικού επισκόπου κ. Ζηζιούλα», Κοσμάς Φλαμιάτος 10 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011) 15.
[24] Επίσκεψις  698 [31-03-2009], Σύναξη Κληρικών και Μοναχών, ««Ουκ εσμέν των Πατέρων σοφώτεροι»˙ αναίρεση της επιχειρηματολογίας του Οικουμενισμού με αφορμή την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στη Μεγίστη Λαύρα», Φώτης Κόντογλου, έκδ. Σύναξη Ορθοδόξων Ρωμηών, Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σ. 82 και Ορθόδοξος Τύπος (2-12-2011) 6 καιΘεοδρομία ΙΓ΄ (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) 635-6.

Προυποθέσεις πνευματικής ωφέλειας



ΠΟΛΛΟΙ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ καυχῶνται, γιατὶ γνωρίζουν κάποιον ἐνάρετο κληρικὸ ἢ μοναχὸ καὶ ἐπικοινωνοῦν πνευματικὰ μαζί του. Ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτὸ θεωρεῖται θετικὸ καὶ μακάρι ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ ἐπικοινωνοῦσαν μὲ ἐνάρετους ἀνθρώπους καὶ νὰ παραδειγματίζονταν ἀνάλογα. Στὴν πραγματικότητα ὡστόσο τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία αὐτὴ δὲν ἔχουμε τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Καὶ διερωτᾶται κανείς, γιατὶ συμβαίνει αὐτό, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι μένουν ἀνεπηρέαστοι καὶ ἄρα ἀδιόρθωτοι; Ποῦ βρίσκεται τὸ ἀδύνατο σημεῖο; Τί πρέπει νὰ προσέξουν; Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παρομοιάσει τοὺς χριστιανοὺς αὐτοὺς μὲ χέρσο ἀγρό, ποὺ δὲν ἀποδίδει τίποτα, ὅσους σπόρους καὶ ἂν ρίξεις. Χρειάζεται προηγουμένως νὰ καθαριστεῖ, νὰ σκαφτεῖ βαθιά, νὰ κοποῦν οἱ ἄγριες ρίζες, νὰ λιπανθεῖ καὶ μετὰ νὰ σπείρει ὁ γεωργός, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια πρέπει νὰ ποτίζει καὶ νὰ βοτανίζει, γιὰ νὰ περιμένει τὴ σοδειά.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ στὰ πνευματικά. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀλλοιώσει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, χρειάζεται νὰ ὑπάρχει πνευματικὸς ἀγώνας καὶ ἱερὸς ζῆλος. Ὁ ράθυμος καὶ κοσμικὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὠφεληθεῖ, ὅσες νουθεσίες καὶ νὰ τοῦ δώσει ἕνας πολύπειρος κληρικὸς ἢ μοναχός. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει ἡ καλὴ προαίρεση, ἡ σταθερὴ ἀπόφαση γιὰ ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὁ διαρκὴς ἀγώνας κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν. Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης ἔλεγε γιὰ τὸ θέμα αὐτό: «Ὅσο ἔχεις, τόσο θὰ πάρεις». Δηλαδή, προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ὠφέλειας εἶναι νὰ ὑπάρχει ἀγώνας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, μετάνοια, ἐγρήγορση καὶ ταπείνωση.
Μερικοὶ χριστιανοὶ νομίζουν ὅτι πνευματικὴ ζωὴ σημαίνει παθητικὴ ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦν, εὐχαριστιοῦνται, χειροκροτοῦν τὸν ὁμιλητὴ καὶ μετὰ τίποτα ἄλλο. Καμία μεταβολή, καμία ἀναθεώρηση, καμία διόρθωση καὶ στὰ μικρὰ θέματα τῆς ζωῆς. Δὲν θέλουν νὰ διαταράξουν τὴν κοσμική τους μακαριότητα καὶ νὰ κόψουν «ἀθῶες συνήθειες», ποὺ μὲ βεβαιότητα τοὺς κρατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Μὲ τὴν ἴδια ραθυμία μελετοῦν καὶ τὰ διάφορα πνευματικὰ βιβλία. Συνήθως γιὰ τὸν ἑαυτό τους δὲν παίρνουν τίποτα, γιὰ τοὺς ἄλλους ὅμως βάζουν ἀρκετὰ βέλη στὴ φαρέτρα τους. Χρησιμοποιοῦν τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων ὡς ὅπλα κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους, ἐνῶ δὲν θέλουν νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν αὐτογνωσία. Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους πολλοὶ κληρικοὶ τοὺς χαρακτηρίζουν ρηχοὺς καὶ ἀδιάβροχους, ποὺ πρέπει νὰ δουλέψουν πολύ, γιὰ νὰ προκόψουν κατὰ Θεόν. Ὅμως ὑπάρχουν δίπλα τους καὶ κάποτε εἶναι ἀπαιτητικοὶ καὶ ἐπίμονοι, γεγονός, ποὺ δημιουργεῖ διάφορα προβλήματα στὴν ἐνορία. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους χρειάζεται ἀνοχή, ὑπομονὴ καὶ εἰλικρινὴς ἀγάπη, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι αὔριο ἴσως κάνουν τὴ μεγάλη στροφή.

Ορθόδοξος Τύπος,28/06/2013

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...