Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

Τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (ΙΓ΄Λουκᾶ)- Ἀθανάσιος Γιέφτιτς




Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:

«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.

Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.

Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.

Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.

Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.

Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.

Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.

Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.

Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.

Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.

(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)

Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 18-27)


28 Νοεμβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Συνήθεια τὸ 'χει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς μιλάη συχνὰ πυκνὰ γιὰ τὰ ἴδια πράγματα. Εἶναι γιατί θέλει νὰ τὰ ἐντυπωθοῦμε καλὰ στὸ μυαλό μας καὶ νὰ τὰ προσέχουμε· ἤ νὰ τὰ φυλαγώμαστε, ὅταν εἶναι κακὰ ἤ νὰ τὰ ἐκτελοῦμε, ὅταν εἶναι καλά. Θέλοντας λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς διδάξη πὼς πρέπει νὰ φυλαγώμαστε ἀπὸ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴ φιλοχρηματία, μᾶς μιλάει καὶ σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν πλοῦτο. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ἱερὸ κείμενο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦ, πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας· Ἅγιε διδάσκαλε, τί ἂν κάμω θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Γιατί μὲ λὲς ἅγιο; Κανένας δὲν εἶναι ἅγιος παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς ξερεις· μὴν πειράξης ξένη γυναίκα, μὴ σκοτώσης, μὴν κλέψης, μὴν πάρης ψεύτικο ὅρκο, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὅλα ἐτοῦτα τὰ ἐτήρησα πιστὰ ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Κι ὅταν ἄκουσε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε· ἒν' ἀκόμα σοῦ λείπει· ὅλα ὅσα ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ 'χης θησαυρὸ στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθᾶς. Μὰ ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε τοῦτα, ἔπεσε σὲ μεγάλη λύπη· γιατί ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ποὺ λυπήθηκε τόσο πολύ, εἶπε· πόσο δύσκολα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Γιατί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάση μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε εἶπαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουσαν· καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε· τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶπε πὼς εἶναι ἀδύνατο, μὰ εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο καὶ πειρασμός· εἶν' ἕνας θεὸς ὁ πλοῦτος γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἔχουν, ἕνας θεὸς ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν λατρεύουν. Ὅλοι ποὺ ἀγαποῦν τὰ χρήματα, ὅλοι oἱ πλούσιοι λίγο πολὺ εἶναι εἰδωλολάτρες· λατρεύουνε τὸ εἴδωλό τους, τὸν ψεύτικο θεὸ ποὺ εἶναι ὁ πλοῦτος. Γιατί ἀληθινὰ εἴδωλο καὶ ψεύτικος Θεὸς εἶναι ὁ πλοῦτος· σήμερα εἶναι κι αὔριο δὲν εἶναι, σήμερα τὸν ἔχεις κι αὔριο φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἐδῶ δὲ χρειάζεται πολλὴ θεωρία γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, γιατί ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοια παραδείγματα. Εἴδαμε πολλοὺς ποὺ εἶχαν πλοῦτο καὶ τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τὸν λάτρευαν κι ἄξαφνα τοὺς ἔφυγε ὁ θεός τους κι ἔμειναν στὸ δρόμο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι καὶ ψεύτικος καὶ ἄπιστος θεός.

Μὰ τί νὰ ἐννοοῦσε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν ἔλεγε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἐννοοῦσε βέβαια πὼς δύσκολα οἱ πλούσιοι θὰ μποῦνε στὸν παράδεισο, πὼς δύσκολα ὕστερ' ἀπὸ τὸ θάνατό τους θὰ βροῦνε ἀνάπαυση καὶ μακαριότητα. Ὅ,τι πόθησαν τὸ εἶχαν σὲ τούτη τὴ ζωή· ξώφλησαν λοιπὸν κι ἔφυγαν. Μὰ δὲν ἐννοοῦσε μόνο τοῦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔλεγε πὼς δύσκολα θὰ μπῆ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο στὸν οὐρανό, εἶναι καὶ στὴ γῆ· μέσα μας καὶ ἀνάμεσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶπε κάποτε ὁ Χριστός. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας καὶ σὲ τούτη τὴν Ἐκκλησία οἱ πιὸ πολλοὶ καὶ οἱ πιὸ καλοὶ χριστιανοὶ δὲν εἶναι οἱ πλούσιοι. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὸν πλοῦτο ξεγελιοῦνται καὶ θαρροῦν πὼς δὲν τοὺς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ἔχουν τὴ δική τους βασιλεία, ἔχουν τὸ δικό τους θεό. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύουν πὼς εἶναι γιὰ παρηγοριὰ τῶν φτωχῶν.

Κι ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγάλη παρηγοριὰ καὶ τῶν πλουσίων, μιὰ ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς μέσα στὴν ὁποία σώζονται ὅλοι oi ἄνθρωποι. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πλοῦτος τῶν πλουσίων ἐξαγιάζεται καὶ βρίσκει σκοπό. Κάποτε ὁ Χριστὸς ἔφτασε νὰ πῆ πὼς κι ὁ ἄδικος ἀκόμα πλοῦτος μπορεῖ νὰ βρῆ κάποιο δίκαιο σκοπό. Κάμετε φίλους, εἶπε, ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας. Οἱ πλούσιοι, ποὺ κι ἂν ἔχετε τὸ χριστιανικὸ ὄνομα, εἴσαστε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιατί ὁ πλοῦτος σᾶς δυσκολεύει τὴν εἴσοδο, ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἡ δικαιοσύνη ἐδῶ ἡ φιλανθρωπία, ἐδῶ ἡ ἀγάπη, ἐδῶ ἡ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους· ἐδῶ ἡ φτώχεια βρίσκει ν' ἀκουμπήση κι ὁ πλοῦτος νὰ δικαιωθῆ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν πιστεύει στὸν πλοῦτο, πιστεύει στὸ Θεὸ· δὲν ἀγαπᾶ τὰ χρήματα, ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν καλεῖ καὶ τοὺς πλουσίους, νὰ πιστέψουν στὸ Θεὸ καὶ ν' ἀγαπήσουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἂς τὸ θελήσουνε κι ἂς εἶναι δύσκολο· ἂς ἔρθουνε στὴν Ἐκκλησία κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Ὅσα δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, τὰ μπορεῖ ὁ Θεός.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί.

Εἴπαμε καὶ σήμερα ὅσα μπορέσαμε γιὰ τὸν πλοῦτο. Μὰ ἐτοῦτο τὸ θέμα εἶναι τόσο μεγάλο καὶ κατάντησε στὸν καιρὸ μας τόσο δύσκολο, ποὺ ὅσο νὰ μιλοῦμε δὲ σώνεται. Ἐμεῖς ἕνα πράγμα νὰ ξέρουμε, πὼς ἂν θέλουμε τὴ σωτηρία μας, ἡ σωτηρία μας δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος μὰ ὁ Θεός. Ἂν δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε συμφορά· φτάνει νὰ 'χουμε τὸ καθημερινό μας. Κι ἂν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε εὐτυχία, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι κίνδυνος. Ὅ,τι κι ἂν εἴμαστε, ἂς ἔχουμε πίστη καὶ ἀγάπη· πίστη στὸ Θεὸ κι ἀγάπη μεταξύ μας. Καὶ τότε θὰ ξέρουμε οἱ φτωχοὶ πῶς θὰ σηκώσουμε τὴ φτώχειά μας κι οἱ πλούσιοι πῶς θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πλοῦτο μας, γιὰ νὰ μποῦμε ὅλοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Ὁλοκληρωμένοι ἢ μισοὶ χριστιανοί; (Λουκ. 18, 18-27)

Κυριακὴ ΙΓ’ Λουκᾶ 

Εἶναι συμπαθὴς ἡ περίπτωση τοῦ Ἰουδαίου ἄρχοντα ποὺ ἔχοντας τηρήσει ἀπὸ τὴ νεότητά του ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ρωτάει τὸν Ἰησοῦ, τί τοῦ μένει ἀκόμη νὰ κάνει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τί κρατᾶ συνήθως τὸν ἄνθρωπο γερὰ δεμένο στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ: « Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη, πούλησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς· ἔτσι θὰ ἔχεις θησαυροὺς στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις στὸ δύσκολο δρόμο τοῦ σταυροῦ».

Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτὸς ἄρχοντας ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον τηροῦσε τὸ Νόμο κι εἶχε μέσα του τὴν ἐπιθυμία τῆς τελειότητας. Ὁ Νόμος ὅμως τῆς Π. Διαθήκης καταλήγει, ὁλοκληρώνεται καὶ κορυφώνεται στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Κι ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ δὲν συνίσταται μόνο στὴν τήρηση τῶν βασικῶν ἐντολῶν ἀλλὰ στὴν πλήρη ἀποδέσμευση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατᾶ κολλημένο στὸ χῶμα ἀφ’ ἑνὸς καὶ στὸ ὁλοκληρωτικὸ δέσιμό του στὸ Θεό, ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ στάση τοῦ πλούσιου αὐτοῦ Ἰουδαίου ποὺ λυπήθηκε βαθύτατα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔφυγε μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀκολουθήσει, δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νὰ δοθεῖ κανεὶς ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Κι ἀκόμη μαρτυρεῖ πόσο εὔκολο εἶναι νὰ δημιουργεῖ μιὰ ψεύτικη ἱκανοποίηση μέσα στὴν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἱκανοποίηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν τήρηση ὁρισμένων, ἔστω βασικῶν ἐντολῶν.

Πιστεύει κανεὶς πολὺ γρήγορα ὅτι ξόφλησε τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ νὰ τηρήσει μερικὲς τυπικὲς διατάξεις, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσει κανονικὰ ὅλες τὶς νηστεῖες, μὲ τὸ νὰ ἐκκλησιάζεται πυκνά, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι παραβάτης τῶν βασικῶν ἐντολῶν. Σὲ μιὰ κρίσιμη ὅμως στιγμὴ τῆς ζωῆς του ποὺ καλεῖται νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ χρήματά του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὴν κοινωνικὴ ἢ ἐπαγγελματικὴ θέση του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἐπίγειους δεσμούς του, δὲν θυσιάζει τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ Θεό, ἀποδείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του καλύπτει ἕνα μόνο μέρος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά, κι ὄχι τὸ σύνολό της, κι ὄχι ὅλο τὸ βάθος της· ὅτι συνίσταται στὴν ἀνώδυνη τήρηση ἐντολῶν κι ὄχι στὴν ὀδυνηρὴ ὑποταγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς δὲν κατηγορεῖ τὸν εὐσεβῆ συνομιλητή του γιὰ ὅ,τι ἔκανε, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι παρέλειψε νὰ κάνει· δὲν τὸν κατακρίνει γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί βλέπει ὅτι αὐτὲς δὲν ἐντάσσονται στὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του στὸ Θεὸ κι εἶναι μεμονωμένες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ἄν καὶ- κατὰ πάντα- σωστὲς καὶ ἀξιέπαινες. Βλέπει ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ ζωὴ του μέσα στὴν κοινωνία· ὅτι ὁ δρόμος ποὺ τὸν φέρνει στὸ Θεὸ δὲν περνάει μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν καὶ δὲν διασταυρώνεται μὲ τοὺς δρόμους τῶν συνανθρώπων του. Εἶναι ἕνας μονόδρομος ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὴ συνείδησή του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται συμβιβασμούς, ὑποκρισίες καὶ ψευτιές.

Στὴν περικοπὴ μᾶς ὑπογραμμίζονται τρεῖς κυρίως ἀλήθειες: 

1) Ὁ Θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀπόλυτη ἀπαίτηση ἀπ’ ὅλους, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ μονόπλευρες ἐκδηλώσεις· ζητάει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο μερικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, μερικὲς ἀρετές του, μερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν του. 

2) Ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσκόλληση στὸν ἐπίγειο θησαυρισμό. 

3) Αὐτὸ ποὺ φαίνεται δύσκολο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι δηλ. ὄχι μερικὰ ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένος στὸ Θεό, γίνεται εὔκολο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βίωση καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς χάρης μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν «τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό», τότε ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ εἶναι πράγμα ἀκατόρθωτο καὶ ἀπραγματοποίητο.

Ὁ πλούσιος νεανίας (Λουκ. ιη΄18-27) Anthony Bloom



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ σήμερα πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἕναν ἄνθρωπο πλούσιο νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ μόνο στοὺς ἀναγκεμένους, σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι φτωχοί, ποὺ στεροῦνται τὰ πάντα στὴ γῆ; Ὄχι. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους ποὺ δὲν εἶναι σκλαβωμένοι στὰ πράγματα ποὺ κατέχουν. 

Ὅταν διαβάζουμε τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ, «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ φτωχοὶ στο πνεῦμα, διότι σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν», μᾶς δίνεται ἕνα κλειδὶ νὰ κατανοήσουμε τοῦτον τὸν λόγο : πτωχοὶ στὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατανόησαν ὅτι δὲν ἔχουν τὴν κυριότητα σὲ τίποτα ἀπ’ ὅσα κατέχουν. Εἴμαστε δημιούργημα τῆς Θεϊκῆς ἐνέργειας, ἔχουμε ἀγαπηθεῖ σὰν ὑπάρξεις· ἔχουμε προσφερθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία μαζί Του στὴν ὁποία δὲν ἔχουμε καθόλου δικαιώματα. Ὅ,τι εἴμαστε, ὅ,τι κατέχουμε δὲν μᾶς ἀνήκει μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔχουμε φτιάξει τοὺς ἑαυτούς μας, δὲν δημιουργήσαμε ὅ,τι φαίνεται, ὅ,τι μᾶς ἀνήκει – κάθε τι ποὺ εἴμαστε καὶ ποὺ ἔχουμε εἶναι ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, καὶ τίποτα δὲν κατέχουμε ἐπειδὴ τὰ πάντα εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ τὸ χάνουμε τὴ στιγμὴ ποὺ θέλουμε νὰ τὸ κάνουμε κτῆμα μας και λέμε, «Εἶναι δικό μου».

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινὰ ἡ βασιλεία ἐκείνων ποὺ γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἀπέραντα πλούσιοι ἐπειδὴ μποροῦμε νὰ περιμένουμε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ δὲν κατέχουμε τίποτα, εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ τὰ πάντα μᾶς ἔχουν δοθεῖ· καὶ ἔτσι εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον ποὺ φαντάζεται ὅτι εἶναι πλούσιος δικαιωματικὰ νὰ ἀνήκει σὲ τοῦτο τὸ βασίλειο ὅπου τὸ κάθε τι εἶναι δεῖγμα ἀγάπης, καὶ ποὺ τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ κατέχουμε, ποὺ ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ ἄλλους· ἐπειδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ λέμε ὅτι κατέχουμε κάτι ποὺ δὲν μᾶς ἔχει δοθεῖ εἴτε ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπινη φροντίδα, τὸ ἀποκόβουμε ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγκιστρωνόμαστε σὲ ὁτιδήποτε, γινόμαστε σκλάβοι του. 

Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν νέος, ἕναν ἄνδρα νὰ μοῦ λέει: Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνεις στὰ χέρια σου ἕνα νόμισμα και δεν εἶσαι προετοιμασμένος νὰ ἀνοίξεις τὸ χέρι σου γιὰ νὰ τὸ ἀφήσεις, δὲν χρησιμοποιεῖς σωστὰ τὸ χέρι σου, τὸ σῶμα σου, ἐπειδὴ ὅλη ἡ προσοχὴ σου θὰ ἐπικεντρώνεται στὸ νὰ μὴν χάσεις αὐτὸ τὸ νόμισμα, - τὰ ὑπόλοιπα θὰ ξεχαστοῦν. 

Εἴτε κρατᾶμε ἕνα χάλκινο νόμισμα, εἴτε νοιώθουμε πλούσιοι – διανοητικὰ, συναισθηματικὰ, ὑλικὰ, - εἴμαστε φυλακισμένοι, ἔχουμε χάσει τὴ χρήση ἑνὸς μέρους τοῦ σώματος μας, τοῦ μυαλοῦ μας, τῆς καρδιᾶς μας· δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε πιὰ ἐλεύθεροι, καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἐλευθερίας.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλερὰ ἐπίσης, πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ κάποιον ποὺ ποτὲ δὲν τοῦ ἔχει λείψει τίποτα, ποὺ πάντοτε εἶχε περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειαζόταν, νὰ συνειδητοποιήσει τὴν φτώχεια ἤ τὴν ἀνάγκη κάποιου ἄλλου: φτώχεια ὑλικὴ, συναισθηματικὴ, διανοητικὴ ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνάγκη. Ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἐμᾶς νὰ εἴμαστε προσεχτικοὶ στὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς ἄλλων ἀνθρώπων καὶ στὶς ἀνάγκες τους ὥστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὲς. 

Κάποιος εἶπε στὰ Ρωσικὰ: «Ἕνας ἱκανοποιημένος δὲν κατανοεῖ πλέον ἕναν πεινασμένο»· ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄποψη; Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λὸγος ποὺ δὲν κατανοοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων – τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, ἤ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν πέρα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας ἐκκλησίας. 

Λοιπὸν, ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· φτώχεια δὲν σημαίνει ἔνδεια· σημαίνει ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σὲ μιὰν αὐταπάτη ὅτι εἴμαστε αὐτάρκεις, δημιουργοὶ σ’ ὅ,τι εἴμαστε καὶ σὲ ὅ,τι κατέχουμε. Καὶ ἐπίσης ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνεται γιὰ νὰ γίνουμε γεωργοὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἄς τὸ λάβουμε αὐτὸ ὑπόψιν μας· ἐπειδὴ ἄν τὸ μάθουμε, ἄν μάθουμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι εἴτε εἶναι πλούσιος, εἴτε πτωχὸς, εἶναι ἐξίσου πλούσιος ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος του βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη, τότε θὰ μποροῦμε, εἴτε ἔχουμε ὑλικὰ πράγματα εἴτε ὄχι, νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπὸ αὐτὰ, καὶ νὰ ἀνήκουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, ἤ τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς συμπόνοιας τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς προσφορᾶς τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον σὲ ὅ,τι μᾶς δόθηκε δωρεάν. Ἀμήν.

Κήρυγμα Κυριακή ΙΓ΄Λουκά

«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»
Ἀνιχνευτὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ νοσταλγὸς τῆς χαρᾶς τοῦ παραδείσου ἐμφανίζεται, ἀδελφοί μου, ὁ πλούσιος νέος του εὐαγγελίου. Πλησιάζει τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ζητήση τὴν συμβουλὴ Τοῦ «ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσῃ». Καὶ ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ θύμισε τὶς ἐντολὲς τοῦ δεκαλόγου ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὸ σεβασμὸ τῆς τιμῆς, τῆς ζωῆς, τῆς περιουσίας, τὰ καθήκοντα γιὰ τοὺς γονεῖς. Τοῦ ἔδειξε τὸ σωστὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα. Ἀλλά, σὰν ὁ πλούσιος εἶπε πὼς «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου», ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε «ἔτι ἕν σοι λείπει». Ὅσο καὶ ἂν νόμιζε πὼς κατέχει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἦταν ἔτσι. Ὑστεροῦσε στὴν πνευματική του ζωή, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλάβαινε.
Εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαντήση κανεὶς στὸ ἐρώτημα «πόσες εἶναι ὁ στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου καταφέρνει νὰ ζῆ μὲ πλήρη αὐτοσυνειδησία», ὅταν τὶς περισσότερες ὧρες του τὶς περνᾶ χωρὶς καλά- καλὰ νὰ τὶς νοιώση, νὰ τὶς ζῆ. Βέβαια αὐτὸ συνέβαινε πάντα μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σήμερα μὲ τὸ κυνηγητὸ τῆς βιοπάλης καὶ τοῦ ἄγχους, μὲ τὴν πραγματικὴ ἢ ψεύτικη αὔξηση τῶν ἀναγκῶν, ἐλάχιστος ἀπομένει χρόνος γιὰ τὰ μεγάλα ἐρωτήματα τοῦ τύπου «τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Σήμερα οἱ κοινωνικὲς ὑποχρεώσεις, αὔριο οἱ ἐπαγγελματικές, κατόπιν τὸ κυνήγι γιὰ τὴν αὔξηση τοῦ εἰσοδήματος, ὅλα αὐτὰ ἔρχονται νὰ ὑποτάξουν καὶ νὰ στραγγαλίσουν καὶ τελικὰ νὰ ἀφανίσουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. 

Κάποτε αὐτὴ ἡ σκλαβωμένη ψυχή, ποὺ γιὰ νὰ προφθάση ὅλα τὰ καθημερινὰ πράγματα καὶ νὰ ἱκανοποιήση ὅλα τὰ ἐνδιαφέροντα πρέπει νὰ ὑποδουλωθῆ, βρίσκει τὸ θάρρος νὰ τοποθετηθῆ μπρὸς στὸ μεγάλο τῆς ζωῆς ἐρώτημα· «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἀσφαλῶς ὁ νέος της περικοπῆς θὰ εἶχε πολλὰ πράγματα καταφέρει μέχρι τότε στὴ ζωή του, γιατί εἶχε συνεπίκουρες πολλὲς δυνάμεις: τὴν νεότητά του, τὸν πλοῦτο του, τὴν διάθεσή του γιὰ ἐργασία, στόχους ἐπιτυχίες καὶ φιλοδοξίες. Φαίνεται ὅμως πὼς ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσαν, δὲν τοῦ γέμιζαν τὴν ψυχή, δὲν τοῦ ἔδιναν τὴν πληροφορία ὅτι ὅλα πήγαιναν καλά. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀνησυχία εἶναι ἡ ἀσίγαστη τῆς ψυχῆς ἐπιθυμία, ποὺ θέλει νὰ βάλη τὸν ἄνθρωπο στὸν δρόμο τῆς αἰωνιότητος. Γιατί μόνον αὐτὴ ξέρει πὼς ὅλες οἱ ἀνθρώπινες δραστηριότητες δὲν ἔχουν καμμία ἀξία, ἂν δὲν συντονίζονται στὴ συχνότητα τῆς αἰωνιότητος. Γιατί μόνον αὐτὴ ἀξιοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἐπιτεύγματά του. Θὰ ἄντεχε ἆραγέ ὁ ἄνθρωπος τὴ ζωὴ στὴν γῆ χωρὶς νὰ τὴν νοηματίζη μὲ τὴν αἰωνιότητα ποὺ τοῦ προφέρει ὁ κόσμος τῆς ψυχῆς του;
Τοῦτο τὸ ἐρώτημα πρέπει πολὺ συχνὰ νὰ τὸ θέτει ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του. Νὰ ρωτάη μὲ εἰλικρίνεια «τί ἔκανα, γιὰ νὰ κερδίσω τὴν ἀθανασία;». Ὄχι ἀσφαλῶς, γιατί μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ δείξη πὼς βλέπει πέρα ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ παρόντος, ἀλλὰ γιατί αὐτὸ θὰ βοηθήση νὰ ἀξιολογήση τὰ ἔργα του μέχρι σήμερα. Θὰ μετρήση τὶς σκέψεις του μὲ τὴν αἰώνια λογική, θὰ ζυγίση τὰ ἔργα του στὴ ζυγαριὰ τῶν αἰωνίων ἀξιῶν καὶ θὰ βάλη μέσα του τὴν ἀγωνία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἐπανορθώση τὰ λάθη τῆς ζωῆς του σβήνοντάς τα μὲ τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ ἐξομολόγησης. «Πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 3-23).
Μὲ βαρειὰ καρδιὰ εἶδαν οἱ μαθητὲς τὸν πλούσιο νέο νὰ φεύγη μέσα στὸ σύννεφο τῆς λύπης ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν δυσκολία τῆς σωτηρίας, καθὼς ὁ Θεάνθρωπος τὴν ἀνέπτυξε καὶ στὴν στήριξε πάνω στὴ θυσία. Θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς καὶ οἱ μαθητὲς ποὺ τόσο κοντὰ ζοῦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦ ἔχουν ἀπελπιστῆ. Γι ̓ αὐτὸ ρωτοῦν τὸν διδάσκαλο «τὶς δύναται σωθῆναι;». Καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ὑπόσχεση· «τὰ ἀδύνατα παρ ̓ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν», ἀναπτερώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν γοητεύει, τὸν παροτρύνει νὰ ἐξασφαλίση ἕνα πνευματικὸ κεφάλαιο, τοῦ προσφέρει τὴν βεβαιότητα γιὰ τὴν νίκη καὶ τὴν κατάκτηση τῆς σωτηρίας. Ὅ,τι γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀφάνταστα δύσκολο ἢ ἀκατόρθωτο γιὰ τὸν Κύριο εἶναι μηδαμινό, γιατί Ἐκεῖνος θέλει τὴ σωτηρίας μας περισσότερο ἴσως ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς, ἀφοῦ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11-12) καὶ μένει σὲ μᾶς νὰ ἀσκήσουμε βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀναγνωρίζουμε τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς ἀστοχίες μας, γίνεται τὸ ξεκίνημα τῆς νίκης. Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὑστεροῦμε ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἁγιότης δὲν εἶναι μακριά. Ὅταν θέλουμε, μποροῦμε νὰ γίνουμε «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι ἐν μηδενὶ λειπόμενοι» (Ἰακ. 1-4), γιὰ αὐτὸ «δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ἂν τὴν ὑπόδειξη αὐτὴ τοῦ Κυρίου μας δὲν τὴν δεχθοῦμε, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος νέος του εὐαγγελίου, τότε δὲν θὰ εἶναι εὔκολο σὲ μᾶς νὰ λέμε «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4-13). Καὶ ὅταν κανεὶς ἀκολουθῆ Ἐκεῖνον, ἐγκαταλείπη τὸν ἑαυτό του σὲ Ἐκεῖνον, δὲν ρωτάει πλέον πῶς θὰ κερδίση τὴν αἰώνιον ζωήν, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν καὶ εὐλογεῖ.
Ὁ πλούσιος νέος τῆς παραβολῆς ἦταν ἐλεύθερος ἀπὸ μεγάλες ἁμαρτίες. Τὸν πλούσιον αὐτὸ νέο τὸν ἐμπόδιζαν στὴν πνευματική του ἄνοδο καὶ τελειότητα τὰ πλούτη του καὶ ἡ προσκόλλησή του σὲ αὐτά. Ἔδινε μεγαλύτερη ἀξία στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὰ πρόσκαιρα, παρὰ στὸν αἰώνιο Θεό. Ἡ ὑπέρμετρη ἀγάπη του πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κτήματα, τοῦ στέρησε τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὸν Θεό. «Δυσκόλως γὰρ οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες» νὰ εἰσέλθουν «εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία δὲν δικαιώνει οὔτε τὸν πλοῦτο οὔτε τὴν φτώχεια, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι οὔτε φτωχὸς θὰ κληρονομήση τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶναι μόνο φτωχός, οὔτε θὰ τὴν χάση ὁ πλούσιος μόνο καὶ μόνο, γιατί εἶναι πλούσιος. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπαλάσσει τὸν πρῶτο ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση καὶ τὸν δεύτερο ἀπὸ τὴν φυλαργυρία, ὁπότε βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀνοίγεται ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφὸ καὶ τότε ἀπολαμβάνουν τὰ πάντα καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί.

Κυριακή ΚΒ΄ Ἐπιστολῶν «Ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός 42
Κυριακή ΚΒ΄ Ἐπιστολῶν
24 Νοεμβρίου 2013
(Γαλ. στ΄ 11 - 18)

«Ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω»

Στίς ἡμέρες μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μετρᾶνε πολύ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Τά δικαιώματα τοῦ πολίτη, τά δικαιώματα τῆς γυναίκας, τά δικαιώματα τῶν μειονοτήτων, τά δικαιώματα τοῦ παιδιοῦ κ.λ.π. Ἐν τούτοις θά ἔχετε παρατηρήσει πώς περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἔχει ἐξαπολυθεῖ ἕνα κύμα βίας.

Σήμερα θά μιλήσουμε γιά τή βία ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ κακοῦ καί ράθυμου ἑαυτοῦ μας καί γιά τήν ἐπίμονη προσπάθεια νά ξεριζώσουμε τίς ἀδυναμίες μας καί νά ἐξαγνίσουμε τόν ψυχικό μας κόσμο.

Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής γράφει˙ Ὁ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος συνήθως στρέφεται πάντοτε σ’αὐτά πού τόν βλάπτουν. Ἐμεῖς ὅμως ἄς καταπολεμήσουμε τή βία μέ τή βία. Γιατί αὐτός πού ἀγωνίζεται πρέπει νά διορθώνει κάθε βρώμικη σκέψη, νά ὀργίζεται πρός τόν ἑαυτό του καί νά ἐπικαλεῖται τόν Θεό, πρίν ὁ λογισμός του πέσει σέ ἀποχαύνωση καί μαλθακότητα. Ὁ ἴδιος ἅγιος κάνει λόγο γιά βία εὐλαβικοῦ ζήλου πού νικάει τή βία τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἀπερίγραπτης μαλθακότητας.

Πῶς ἐκδηλώνεται ἡ βία αὐτή κατά τόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο; Νά συμμορφώσουμε τόν ἑαυτό μας στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά μποῦμε, λέγει ὁ ἅγιος, μέσα στήν καρδιά μας καί νά κάνουμε πόλεμο ἐναντίον τοῦ Σατανᾶ. Νά μισήσουμε τόν κακό ἑαυτό μας καί τήν ψυχή μας (δηλ. τά πά-θη στά ὁποῖα ταυτίζεται ἡ ψυχή μας). Ἡ ἁμαρτία μπῆκε μέσα στά κατάβα-θα τῆς ψυχῆς μας καί μᾶς ἔχει ἀλλοιώσει τό χαρακτῆρα πού μᾶς χάραξε ὁ Θεός.

Νά βάλουμε καί τό θέλημά μας. Δέν ἀρκεῖ ἡ χάρη, χρειάζεται καί ἡ δική μας θέληση. Νά κάνουμε καλή χρήση τῆς ἐλευθερίας μας (ἀγρυπνία, ἀνδρεία, σπουδή καί ἐλευθερία). Ἡ δυναστεία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐγώ δέν φεύγει εὔκολα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀνενεργός χωρίς τή δική μας προσπάθεια καί βία. Ἐάν ἐνεργήσει χωρίς τό δικό μας ἀγώνα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε μπορεῖ νά ὑψηλοφρονήσουμε καί νά πάθουμε ζημιές πνευματικές. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει πώς ὁ μοναχός εἶναι «βία φύσεως διηνεκής».

Εἶπε ἕνας γέροντας˙ «Ἐάν ἕνας Μοναχός κοπιάζῃ δι’ ὀλίγας ἡμέρας, ἀμελεῖ δέ κατόπιν καί ἐκ νέου κοπιάζει καί πάλιν ἀδιαφορεῖ, ὁ Μοναχός αὐτός ποτέ του δέν κατορθώνει τίποτε, οὔτε καί ἀποκτᾶ ὑπομονήν». Τά ἴδια ἰσχύουν καί γιά τούς ὑπόλοιπους χριστιανούς.

Κανένας δέ νίκησε ἀκόμη καί τό παραμικρό πάθος ζώντας μέσα στή ραθυμία καί στή ραστώνη. Κανείς ποτέ δέν μπῆκε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέ ἄνεση. Ὅλοι βαστάζουμε τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐπάνω μας, ἐάν ἀγωνιζόμαστε τόν καλό ἀγώνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μπορεῖ νά φαίνεται πώς ὁ ἀγώνας αὐτός ἔχει μιά σκληρότητα καί μιά τραχύτητα, καί σήμερα μάλιστα πού ὅλοι εἴμαστε μαλθακοί καί μικρόψυχοι γιά ἀγῶνες, φαίνεται καί λίγο ἄχαρις. Παρ’ ὅλα αὐτά εἶναι ἀπαραίτητη αὐτή ἡ εὐλογημένη βία, γιά νά κυριαρχήσουμε πάνω στά πάθη μας καί στίς ἁμαρτίες μας καί νά γίνουμε πνευματικοί ἄνθρωποι. Ἄς εὐχηθοῦμε νά τό καταλάβουμε ὅλοι μας καί νά ἀρχίσουμε νά ἀγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία μας. ΑΜΗΝ!

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Κυριακή ΙΓ Λουκά Ἡ κλῆσις τοῦ νεανίσκου (Λουκ. ιη΄18-27)




 Ὁ Κύριος κατὰ τὴν εὐλογίαν τῶν παιδιῶν εὑρίσκετο εἴς τινα οἰκίαν ἐν Περαίᾳ. «Ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν» ἐξελθόντος δηλαδὴ Αὐτοῦ ἐκ τῆς οἰκίας ταύτης καὶ βαδίζοντος πρὸς Ἱεροσόλυμα (1) «προσδραμὼν» τρέξας πρὸς Αὐτὸν «προσελθὼν» καὶ πλησιάσας «εἷς νεανίσκος καὶ γονυπετήσας αὐτῷ ἠρώτα λέγων˙ Διδάσκαλε ἀγαθὲ τί ποιήσω» τί νὰ κάμω «ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» ἵνα ἀποκτήσω τὴν αἰώνιον ζωήν; Ὁ προσελθὼν οὗτος νεανίσκος ἦτο «ἄρχων» ἐπίσημός τις λόγῳ κοινωνικῆς θέσεως, τὴν ὁποίαν κατεῖχεν ἢ λόγῳ τοῦ πλούτου του. Προσέρχεται μετὰ ζήλου ὡς φαίνεται ἐκ τῶν λέξεων «προσδραμὼν» καὶ «γονυπετήσας».

Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ˙ «Tί μὲ ἐρωτᾷς περὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τί λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰμὴ εἷς ὁ Θεός». Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται, ὅτι εἶναι Θεός, διότι δὲν λέγει «δὲν εἶμαι ἀγαθός», ἀλλὰ διορθώνει ἐσφαλμένην ἀντίληψιν τοῦ νεανίσκου, τὴν ἑξῆς: Ὁ νεανίσκος βλέπων τὸν Χριστὸν ὡς ἁπλοῦν ἄνθρωπον καὶ διδάσκαλον ὀνομάζει αὐτὸν «ἀγαθὸν» καὶ ταυτοχρόνως ζητεῖ ἀπὸ Αὐτὸν τί «ἀγαθὸν» πρέπει νὰ πράξῃ, ἵνα εὕρη τὴν «αἰώνιον ζωὴν» τὴν εὐτυχίαν του. Ὁ νεανίσκος δηλαδὴ ὀνομάζων διὰ τῆς αὐτῆς λέξεως «ἀγαθὸς» τὸν ὡς ἄνθρωπον νομιζόμενον ὑπ' αὐτοῦ Ἰησοῦν καὶ τὴν ὑψίστην ἐντολήν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐπιτύχῃ τὴν αἰώνιον ζωήν, συγχέει ἄνθρωπον καὶ Θεὸν καὶ νομίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ δώσῃ τὴν εὐτυχίαν εἰς ἄλλον ἄνθρωπον. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: Ἡ εὐτυχία δὲν πηγάζει ἀπὸ ἄνθρωπον, ὅπως μὲ νομίζεις. Ἡ «αἰώνιος ζωὴ» εἶναι ἡ ἐν τῷ Θεῷ εὐτυχία. Αὕτη ὡς τοιαύτη ἔχει πηγὴν τὸν Θεόν.

Ὁ Κύριος οὕτω κατευθύνας τὸν νεανίσκον λέγει: «εἰ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν» ἂν θέλῃς νὰ ἀποκτήσῃς τὴν μακαριότητα «τήρει τὰς ἐντολάς». Αἱ θεῖαι ἐντολαὶ εἶναι ἔκφρασις τοῦ θείου θελήματος, ἑπομένως εἶναι ἀγαθαί, εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν, τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου θὰ εὕρῃς τὴν «αἰώνιον ζωὴν» τὴν εὐτυχίαν σου. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἑβραϊκὸς Νόμος εἶχε διατυπωθῆ ὑπὸ τῶν Γραμματέων καὶ Ραββίνων εἰς 613 ἐντολάς, ὁ νεανίσκος ἀπαντᾷ˙ «ποίας» ἐντολὰς ἀπὸ ὅλας αὐτὰς πρέπει νὰ τηρῶ κατὰ προτίμησιν; Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου. Ὁ νεανίσκος νομίσας, ὅτι τοῦ ὑπελείπετο ἔργον τι, τὸ ὁποῖον θὰ ἔκαμε διὰ τῶν πολλῶν χρημάτων τοῦ ἀπαντᾶ. «Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου» αὐτὰ τὰ ἔκαμα ἀπὸ μικρὸ παιδί˙ «τί ἔτι ὑστερῶ;» τί ὑπολείπεται, ἵνα τέλειος γίνω; Πράγματι ὁ νεανίσκος ἦτο εἰλικρινὴς καὶ εἶχε φυλάξει αὐτὰ ἔστω κατὰ τὸν πρὸ Χριστοῦ βαθμὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ, διότι κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ» παρατηρήσας αὐτὸν συμπαθῶς «ἠγάπησεν αὐτὸν» τὸν ἐξετίμησεν.

Ὁ Κύριος «εἶπεν αὐτῷ˙ ἕν σοι ὑστερεῖ» ἓν πρᾶγμα σοῦ λείπει˙ «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι» ἐὰν θέλῃς, νὰ γίνῃς τέλειος «ὕπαγε, πώλησον τὰ ὑπάρχοντα, δὸς πτωχοῖς» δῶσε αὐτὰ ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς «καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν Οὐρανῷ» καὶ θὰ ἀποκτήσῃς Οὐράνιον θησαυρόν, ἀμοιβὴν πλουσίαν δηλαδὴ μετὰ θάνατον. Δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ πλήρης πτωχεία, διότι τοιαύτην εἶχον καὶ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοί τινες. Πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν Χριστόν. Διὰ τοῦτο λέγει ὁ Κύριος: «δεῦρο, ἀκολούθει μοι» ἔλα κοντά μου. Ἡ κλῆσις αὕτη εἶναι οὐχὶ γενικὴ δι' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰδικὴ διὰ τὸν νεανίσκον. Ὁ Κύριος συνιστᾷ τοιαύτην αὐταπάρνησιν εἰς τὸν νεανίσκον, διότι οὗτος ἦτο πλεονέκτης καὶ ἤθελε νὰ γίνῃ ἄνθρωπος τέλειος. Ἡ πλεονεξία του ἀλλὰ καὶ ἡ κατὰ βάθος ἀγαθότης του φαίνεται ἐκ τῶν ἑξῆς: «ἀκούσας ὁ νεανίσκος τὸν λόγον» τοῦτον τοῦ Κυρίου δὲν ὠργίσθη, ἀλλὰ «στυγνάσας, σκυθρωπάσας ἀπῆλθε περίλυπος λυπούμενος» ἔφυγε λυπημένος «ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα» ἦτο πολὺ πλούσιος «ἔχων κτήματα πολλὰ» λέγουν οἱ Εὐαγγελισταί. Μεγάλος πειρασμὸς εἶναι ὁ πλοῦτος, διότι ἐνέκρωσε τὴν ἀγαθὴν διάθεσιν τοῦ ζηλωτοῦ νεανίσκου!

«Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον» λυπηθεὶς ἐκ τούτου καὶ «περιβλεψάμενος» ἰδὼν γύρω Του, ἵνα διεγείρῃ τὴν προσοχὴν τῶν παρισταμένων, λέγει εἰς τοὺς μαθητάς Του: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν» σᾶς δηλῶ, «ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται» δυσκόλως πλούσιος θὰ εἰσέλθῃ «εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» καὶ κατὰ τὸν Μᾶρκον ἀκριβέστερον «πὼς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν!» Πόσον δύσκολον εἶναι ἡ εἴσοδος τῶν πλουσίων εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν! Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὰ χρήματα, δὲν εἶναι πολῖται τοῦ Οὐρανοῦ! Ὁ Κύριος προσθέτει πόσον δύσκολον εἶναι αὐτὸ καὶ λέγει: «εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν». Κάμηλος ἐνταῦθα εἶναι τὸ ζῷον ἡ κάμηλος ἢ ἡ κάμιλος τὸ καραβόσχοινον. Κάμηλος εἶναι ὁ πλούσιος μὲ τὰ πολλά του λεπτὰ διὰ τὸν ὄγκον καὶ τὸ ξένον φορτίον του, ὅμοια πρὸς τὸ τῆς καμήλου. «Τρυμαλιὰ ραφίδος» τρύπα βελόνης εἶναι ὁ στενὸς δρόμος τοῦ πλουσίου διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον ἡ φορτωμένη κάμηλος νὰ διέλθῃ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης, κατὰ παρόμοιον τρόπον εἶναι ἀδύνατον οἱ πλεονέκται πλούσιοι ἄνευ μετανοίας διὰ τῆς θείας βοηθείας νὰ εἰσέλθωσι διὰ τῆς στενῆς ὁδοῦ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, διότι τὰ καθήκοντα τῶν πλουσίων εἶναι περισσότερα καὶ δυσκολώτερον ἐκτελοῦνται.

Οἱ παρευρισκόμενοι ἐκεῖ ἄνθρωποι καὶ «μαθηταὶ ἀκούσαντες ἐθαμβοῦντο» ἐξεπλήσσοντο, διότι ἐνόμιζον τὸν πολὺν πλοῦτον ὡς δεῖγμα θείας εὐνοίας καὶ ὄχι ὡς πειρασμόν. Οὗτοι «περισσῶς ἐξεπλήσσοντο» ὑπερβολικὰ ἠπόρουν «λέγοντες πρὸς ἑαυτοὺς» μεταξύ των «καὶ τίς δύναται σωθῆναι;» τίς δύναται νὰ σωθῇ, ἀφοῦ ἄλλοι εἶναι πλούσιοι, ἄλλοι ἀγαποῦν τὸν πλοῦτον. Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας» μὲ προσοχὴν δηλαδὴ παρατηρήσας «εἶπεν αὐτοῖς» ἀπήντησεν εἰς αὐτούς: «Παρ' ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ τῷ Θεῷ πάντα δυνατά». Τόση εἶναι ἡ δύναμις τοῦ πλούτου, ὥστε μόνον ὁ Θεὸς δύναται νὰ μᾶς ἀποσπάσῃ ἀπὸ αὐτόν, ἂν θελήσωμεν καὶ ἡμεῖς.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπαντᾷ: «Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθησαμέν σοι• τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» ποία ἡ ἀμοιβή μας; Ποῖα πάντα ἀφῆκεν ὁ Πέτρος; Δίκτυα, πλοῖον, κάλαμον! Ζητεῖ μισθόν! Ὁ Κύριος ἀμείβει καὶ τὴν ὀλίγην αὐταπάρνησιν. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς˙ ἀμὴν λέγω ὑμῖν» σᾶς δηλῶ «ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκαλουθήσαντές μοι» ὅτι σεῖς οἱ ἀκόλουθοί Μου « ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθήσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ». «Παλιγγενεσία» εἶναι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου. Δώδεκα φυλαί, τὰς ὁποίας θὰ κρίνωσιν οἱ Ἀπόστολοι καθήμενοι ὡς δικασταί, εἶναι ὄχι μόνον οἱ κατὰ σάρκα, ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ πνεῦμα ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, Ἰουδαῖοι καὶ Χριστιανοί, θὰ δικάσωσι δὲ οἱ Ἀπόστολοι διὰ τοῦ βίου των σιωπηρῶς, διότι ἐφήρμοσαν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἄλλοι ἠμέλησαν.

Κατόπιν ὁ Κύριος ὁμιλεῖ γενικώτερον καὶ λέγει: «Οὐδείς ἐστιν, ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς» οὐχὶ δι' ἄλλον λόγον, ἀλλὰ «ἕνεκεν ἐμοῦ» πρὸς χάριν Μου «καὶ ἕνεκεν τοῦ Εὐαγγελίου, ἐὰν μὴ λάβῃ» ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς θὰ λάβῃ «ἑκατονταπλασίονα» ἑκατὸν φορὰς περισσότερα «νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ» εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον «οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγρούς», θὰ λάβῃ δὲ ταῦτα καὶ ἐδῶ «μετὰ διωγμῶν» ἐν μέσῳ διωγμῶν «καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ» εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν θὰ λάβῃ «ζωὴν αἰώνιον» αἰώνιον μακαριότητα. Ἡ ἀμοιβὴ θὰ εἶναι ἐδῶ καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, διότι ὁ πιστὸς θὰ εὕρῃ 100 φορὰς περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀφῆκεν. Ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς πνευματικοὺς θὰ εὕρῃ ὁ πιστὸς πολλοὺς τόσον ἐδῶ ὅσον καὶ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Παρ’ ὅλους τοὺς διωγμοὺς θὰ ὑπάρξῃ μεγάλη ἀμοιβὴ ὄχι μόνον εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Καὶ οἱ διωγμοὶ μνημονεύονται ὡς δωρεά, διότι «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον εἰς Αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ Αὐτοῦ πάσχειν» κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον. Φιλιπ. 1,29.

Ὁ Κύριος θέλων νὰ τονίσῃ, ὅτι ὁ κληθεὶς πιστὸς πρέπει νὰ παραμείνῃ μέχρι τέλους εἰς τὴν πίστιν του, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναί τις μεγαλύτερος εἰς τὴν θέσιν ἢ τὰ χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα ἐγνώρισε τὸν Χριστόν, μικρότερος ὅμως εἰς τὴν πίστιν λέγει: « Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι». Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι μεγαλύτερος, δὲν ἕπεται, ὅτι εἶναι καὶ καλλίτερος. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κληρονομική. Ὁ Νεανίσκος ἦτο πρῶτος ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Φιλάργυρος ὅμως ὢν καὶ μὴ ὑπακούσας εἰς τὴν κλῆσιν ἔγινε τελευταῖος. Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν τελευταῖοι ἀπὸ κοινωνικῆς ἀπόψεως. Ὑπακούσαντες ὅμως καὶ τὰ πάντα ἀφήσαντες, ἔγιναν πρῶτοι.


Θέμα : Τὸ ψεῦδος — Ἀλήθεια.

Μία ἐκ τῶν ἄλλων ἐντολῶν, τὰς ὁποίας συνέστησεν ὁ Κύριος εἰς τὸν νεανίσκον, εἶναι καὶ τὸ «μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν ψέμματα. Δὲν ὑπάρχει χειροτέρα καὶ περισσότερον διαδεδομένη ἀσθένεια ἀπὸ τὸ ψεῦδος. Δὲν ὑπάρχει ἑπομένως ἀναγκαιότερον φάρμακον ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν. Ἂς ἴδωμεν καὶ τὰ δύο.

Α.' Ψ ε ῦ δ ο ς . Τοῦτο ἔχει ποικίλας μορφάς. Εἶναι ἁπλοῦν, διπλοῦν, πολλαπλοῦν. Ἁπλοῦν εἶναι ὅταν ἄλλα λέγουν τὰ χείλη καὶ ἄλλα ἡ καρδία. Διπλοῦν εἶναι ἡ διπλοπροσωπία ἤτοι ἄλλα λέγομεν ἐμπρὸς ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἄλλα ὄπισθέν του. Πολλαπλοῦν εἶναι, ὅταν διὰ τὸ ἴδιον πρόσωπον ἄλλο λέγεις εἰς τὸν Α καὶ ἄλλο εἰς τὸν Β. Ἂς ἀρχίσωμεν ἀπὸ τὸ πρῶτον.

Ἁπλοῦν ψεῦδος. Ἄλλα ἤκουσες καὶ ἄλλα λέγεις. Ἄλλα εἶδες καὶ ἄλλα μαρτυρεῖς. Ἄλλα πράττεις καὶ ἄλλα περισσότερα καλὰ καὶ ὀλιγώτερα κακὰ ὁμολογεῖς. Ἄλλα πιστεύεις μέσα σου καὶ ἄλλα ὑπάρχουν εἰς τὰ χείλη σου. Ἐπάνω εἰς τὸν θυμόν σου ἢ εἰς τὸν ἐνθουσιασμόν σου ποσάκις δὲν εἶπες ψέμματα; Κατὰ τὴν ἀκατάσχετη φλυαρίαν σου διηγούμενος διάφορα γεγονότα πόσες φορὲς δὲν προέβης εἰς διαφόρους ἐκδόσεις ἐπηυξημένας, διὰ νὰ ἀπόδειξῃς, ὅτι ἔχεις πνεῦμα καὶ νὰ προκαλέσῃς τὰ γέλια; Ἐπάνω εἰς τὸ ὑλικόν σου συμφέρον ποσάκις δὲν ἐψεύσθης, διὰ νὰ μὴ χάσῃς τὸν πελάτην σου; Ἐπάνω εἰς τὸν ἐγωισμόν σου ποσάκις δὲν ἐψεύσθης, διὰ νὰ μὴ εἴπῃς κάτι σωστὸν τὸ ὁποῖον θὰ σοῦ ἔδιδε ταπεινὸν φρόνημα, συντριβήν; Χειρότερον ὅμως εἶναι τὸ ψεῦδος εἰς τὴν διπλοπροσωπίαν.

Ἡ διπλοπροσωπία. Εἶσθε μία παρέα καὶ ὡς θέμα συζητήσεως ἔχετε πρόσωπόν τι ἀπόν. Λέγονται κατ' αὐτοῦ τὰ ἐξ ἁμάξης. Ἐμφανίζεται τὸ πρόσωπον αὐτό; Ἀρχίζουν οἱ λιβανισμοί του! Εἶσθε μία παρέα ἀπὸ φίλους ἢ φίλες. Τὰ λόγια σας εἶναι ἀμοιβαῖα θυμιάματα. Φεύγει ἓν μέλος τῆς παρέας. Ἀρχίζουν τὰ ξομπλιάσματα. Πόθεν τοῦτο; Τὸ πρόσωπον τοῦ κρινομένου εἶναι σπαθὶ μαγικό, χειρότερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου γλῶσσαν. Σοῦ μεταμορφώνει τὰ πάντα. Σὲ κάμνει μικρὸ παιδί, ὥστε νὰ τὸν θυμιᾷς, ὅταν εἶναι ἐμπρός σου, ἐνῷ λέγεις ὅσα παίρνει ἡ σκοῦπα, ὅταν εἶναι ἀπόν. Γίνεσαι γουστέρα ὅταν εἶναι ἐνώπιόν σου καὶ λεοντάρι, ὅταν εἶναι μακράν σου. Ἡ διπλοπροσωπία σὲ μεταβάλλει εὐκολώτατα διὰ τῶν ψευδολογιῶν σου ἀπὸ γουστέρα εἰς λεοντάρι καὶ ἀπὸ λεοντάρι εἰς γουστέρα. Τὸ ψεῦδος σὲ κάμνει κατὰ τὴν διπλοπροσωπίαν σου δειλὸν καὶ φλύαρον. Ἀλλὰ καὶ ἡ δειλία σου καὶ ἡ φλυαρία σου σὲ σπρώχνουν εἰς τὴν διπλοπροσωπίαν αὐτήν. Σὲ ὁδηγεῖ ἡ δειλία σου εἰς τὸ ψεῦδος, διότι δὲν τολμᾷς νὰ εἴπῃς ἐνώπιόν του τὴν ἀλήθειαν. Σὲ ὠθεῖ ἡ φλυαρία σου νὰ ψεύδεσαι, διότι δὲν μπορεῖς νὰ συγκράτησῃς τὴν γλῶσσαν σου. Καλά! δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ κρινομένου, δὲν σέβεσαι τὴν παρουσίαν του, ἀναλογιζόμενος τί εἶπες, ὅταν ἦτο ἀπὼν καὶ τί λέγεις τώρα; Δὲν σέβεσαι τουλάχιστον τὸν ἑαυτόν σου ; Χειροτέρα ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν διπλοπροσωπίαν εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ ψεύδους τῆς πολυπροσωπίας.

Ἡ Π ο λ υ π ρ ο σ ω π ί α. Διὰ τὸ ἴδιον πρόσωπον ἄλλα λέγομεν ἐνώπιόν του, ἄλλα εἰς ἄλλον τινὰ καὶ διαφορετικὰ εἰς τρίτον. Εἶσαι ὑφιστάμενος καὶ ἔχεις τὸν προϊστάμενόν σου. Ἄλλα λέγεις ἐνώπιόν του, ἄλλα λέγεις εἰς συνάδελφόν σου φιλικῶς διακείμενον πρὸς αὐτὸν καὶ ἄλλα εἰς ἄλλον, ὁ ὁποῖος διάκειται ἐχθρικῶς πρὸς αὐτόν. Σοῦ ἀρέσει νὰ συμφωνῇς μὲ ὅλους πλὴν τοῦ ἑαυτοῦ σου. Οἱ τοιοῦτοι λέγονται πολιτικάντες. Κοροϊδεύουν ὅλους. Ὁμοιάζουν σὰν τοὺς ἀράπηδες τῶν καπνοδόχων, οἱ ὁποῖοι στρέφονται πρὸς τὴν ἑκάστοτε διεύθυνσιν τῶν ἀνέμων. Καπνὸν ἔχουν μέσα τους, παφιλένιοι εἶναι ἀπ' ἔξω, ἀράπηδες εἶναι μέσα καὶ ἔξω!

Κάποτε εἴς τι χωρίον δύο ἀντίδικοι μετέβησαν εἰς τὸν οἰκεῖον εἰρηνοδίκην πρὸς ἐκδίκασιν τῆς διαφορᾶς των. Καὶ οἱ δύο ἀντίδικοι, ἀλλὰ χωριστὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον ἀνέφερον τὰς ἀπόψεις των καὶ κατέθετε ἕκαστος εἰς τὸν Εἰρηνοδίκην τὸ σχετικὸν φιλοδώρημα. Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀκούσας τὸν πρῶτον καὶ ἰδὼν τὸ γενναῖον φιλοδώρημά του εἶπεν εἰς αὐτόν: Ἔχεις δίκαιον. Μετ' ὀλίγον ἔρχεται ὁ δεύτερος ἀντίδικος κομίζων καὶ αὐτὸς γενναῖον φιλοδώρημα. Ἐκθέτει τὴν ἄποψίν του. Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀπαντᾷ καὶ εἰς αὐτόν: Ἔχεις δίκαιον. Ἡ παροῦσα τότε γυναῖκα του ἐρωτᾷ τὸν Εἰρηνοδίκην, ποιός ἐκ τῶν δύο ἔχει δίκαιον; Ὁ Εἰρηνοδίκης ἀπαντᾷ : Καὶ σὺ ἔχεις δίκαιον! Κωμικὸν εἶναι τὸ παράδειγμα; Τέτοια εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολυπρόσωποι. Πόσοι ἐκ τῶν μειδιασάντων δὲν θὰ εἶναι ἔνοχοι; Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, τὸ μειδίαμα ἂν ἦτο δάκρυ, θὰ ἦτο καταλληλότερον διὰ τὸν λυτρωμόν μας. Ποῖον τὸ φάρμακον; Ἡ ἀλήθεια!

Β'. Ἡ Ἀ λ ή θ ε ι α. Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι διὰ νὰ εἴπουν τὴν ἀλήθειαν πρέπει νὰ ὑβρίσουν. Ὄχι. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρά, ὄχι ὅμως καὶ ὕβρις. Διὰ τοῦτο ἔχει ἀνάγκην ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀλήθειαν βοηθήματός τινος καὶ τοῦτο εἶναι ἡ εὐγένεια, ἵνα γίνῃ δεκτή. Ἡ ἀλήθεια λοιπὸν πρέπει νὰ ἔχῃ δύο πράγματα: θάρρος καὶ εὐγένειαν. Θάρρος διὰ νὰ λεχθῇ καὶ φανῇ, εὐγένειαν διὰ νὰ εἰσακουσθῇ.

Θάρρος! Μεγάλο θάρρος μέχρι ἀγῶνος χρειάζεται ἐπάνω εἰς τὸν θυμόν σου καὶ εἰς τὸν ἐνθουσιασμόν σου, νὰ εἶσαι ἀκριβὴς εἰς τὰ λόγια σου καὶ εἰλικρινὴς εἰς τὸν ἄλλον, νὰ εὕρῃς καὶ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Μεγάλο θάρρος μέχρι ἀγῶνος χρειάζεσαι, ὅταν ἀπὸ τὴν παρέαν ἀνάβῃ ἡ φλυαρία καὶ πρόκειται νὰ θέσῃς χαλινόν τινα ἀληθείας εἰς τὴν γλῶσσαν σου. Μεγάλον θάρρος μέχρι αὐτοθυσίας χρειάζεσαι νὰ εἴπῃς εἰς τὸν πελάτην σου, πότε θὰ εἶναι ἕτοιμον τὸ παραγγελθὲν φόρεμα ἢ ἔπιπλον. Μέγα θάρρος χρειάζεται νὰ λέγῃς εἰς τὸν φίλον σου τὴν ἀλήθειαν. Μεγαλύτερον ὅμως θάρρος χρειάζεσαι, ὄχι μόνον ὅταν δὲν λέγῃς ψέμματα, ἀλλὰ καὶ ὅταν διευκολύνῃς τοὺς ἄλλους νὰ μὴ σοῦ λέγουν ψέμματα. Τοῦτο θὰ γίνῃ, ὅταν δὲν σοῦ κακοφαίνεται, διότι σοῦ λέγουν τὴν ἀλήθειαν, ὅταν δὲν σοῦ ἀρέσουν αἱ κολακεῖαι. Τὸ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν, εἶναι θάρρος, ἀλλὰ πολλάκις καὶ ἐγωισμός. Τὸ νὰ σοῦ εἴπουν τὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ τὴν δεχθῇς καὶ μάλιστα, ὅταν διευκολύνῃς τοὺς ἄλλους πρὸς τοῦτο, εἶναι μεγαλύτερον θάρρος, διότι εἶναι καὶ ταπείνωσις.

Εὐγένεια! Ἀλλὰ τὸ γλύκασμα τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ εὐγένεια. Πόσην ἀλήθειαν καὶ εὐγένειαν πραγματικὴν ἔχεις, ὅταν λέγῃς εἰς τὸν πελάτην σου πότε ἀκριβῶς θὰ εἶναι ἕτοιμη ἡ παραγγελία του! Πόσην εὐγένειαν ἔχεις, ὅταν δὲν ἔχῃς φλυαρίαν, ἀλλὰ ὀλίγα καὶ σωστὰ λόγια! Πόση εὐγένεια εἶναι, ὅταν ἤρεμος ἀπὸ θυμὸν καὶ ὑπερβολικὸν ἐνθουσιασμόν, λέγῃς τὴν ἀλήθειαν! Πόσην εὐγένειαν καὶ θάρρος ἔχει ἡ σιωπή σου, ἵνα μὴ εἴπῃς ψευδῆ πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν πιστεύεις. Ὅταν σιωπᾷς, διὰ νὰ μὴ εἴπῃς ψέμματα, πόσον θάρρος, ἀλλὰ καὶ εὐγένειαν ἔχεις! Ὅταν ἐρωτώμενος διὰ ἕνα πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον δὲν γνωρίζεις, ἀπαντᾷς δὲν ξέρω, πόσον θάρρος καὶ εὐγένειαν δεικνύεις! Πόσον θάρρος καὶ εὐγένειαν δεικνύεις, ὅταν δὲν φαίνεσαι διπρόσωπος, ἀλλὰ σιωπᾷς ἢ μὲ τρόπον εὐγενῆ λέγεις εἰς τὸν φίλον σου τὴν πραγματικήν σου γνώμην! Πόσην εὐγένειαν ἔχεις, ὅταν δὲν εἶσαι πολυπρόσωπος, ὅταν δὲν θέλῃς νὰ κοροϊδεύῃς τοὺς ἄλλους συμφωνῶν δῆθεν μὲ ὅλους! Εὐγένεια καὶ θάρρος δεικνύεις, ὅταν φροντίζῃς νὰ εὑρίσκῃς τρόπους γλυκεῖς διὰ νὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Οὔτε θράσος, ὥστε νὰ ὑβρίζῃς, οὔτε δειλία, ὥστε νὰ μὴ λέγῃς τὴν ἀλήθειαν. Ἀλλὰ θάρρος καὶ εὐγένειαν.

Κλασσικὸν παράδειγμα θάρρους καὶ εὐγενείας πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶναι τὸ κάτωθι. Ὁ Διόνυσος, ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν, ἐπεδεικνύετο ὡς ποιητής. Ἡμέραν τινὰ ἐκάλεσε τὸν ποιητὴν Φιλόξενον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπαγγέλλει τὸ ποίημά του καὶ ζητεῖ τὴν γνώμην του. Ὁ ποιητὴς ὁμολογεῖ ὅτι τὸ ποίημα δὲν ἀξίζει. Ὁ ποιητὴς φυλακίζεται εἰς τὰς «Λατομίας», ὑγρὰς φυλακὰς ἐντὸς βράχου τινός. Μετὰ καιρὸν καλεῖται ὑπὸ τοῦ ἰδίου Τυράννου ὁ εἰς τὰς φυλακὰς εὑρισκόμενος. Φιλόξενος καὶ εἰς ἔνδειξιν δῆθεν ἐκτιμήσεως παραθέτει εἰς αὐτὸν πλουσίαν τράπεζαν. Κατὰ ταύτην ὁ Τύραννος πάλιν ἀπαγγέλλει ποίημά του καὶ ζητεῖ τὴν γνώμην τοῦ ποιητοῦ Φιλοξένου. Ὁ Φιλόξενος ἐγείρεται διὰ νὰ φύγῃ. Ὁ Τύραννος τὸν ἐρωτᾷ, ποὺ πηγαίνει. Ἐκεῖνος ἀπαντᾷ. Εἰς τὰς Λατομίας. Οἱ παριστάμενοι ἐγέλασαν. Πόσην εὐγένειαν καὶ ἀλήθειαν ἔδειξεν ὁ Φιλόξενος! Ἐπροτίμησε νὰ φυλακισθῇ παρὰ νὰ μὴ εἴπῃ τὴν ἀλήθειαν. Πόσον θάρρος! Πηγαίνει μόνος του εἰς φυλακὴν σιωπῶν. Πόση εὐγένεια! Ἂς ἔχωμεν θάρρος μέχρι αὐτοθυσίας, εὐγένειαν μέχρι σιωπῆς. Ἰδοὺ ἡ ποικιλία καὶ εὐκολία τοῦ ψεύδους, ἡ δυσκολία καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀληθείας. Ἂς λέγωμεν τὴν ἀλήθειαν.

Κυριακή ΙΓ Λουκά Πλοῦτος: Πρόκληση Ζωῆς (Λουκ. ιη΄18-27)



 



Μπροστὰ σὲ μία βασικὴ πρόκληση τῆς ζωῆς μᾶς τοποθετεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νέου. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνατρεπτικὸς γι’ αὐτὸ καὶ ἀκούγεται ἰδιαίτερα σκληρός, καθὼς ζητᾶ τὴν ὑπέρβαση μιᾶς ἰσχυρῆς γήινης ἐξάρτησης: «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς (...) καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι»

Ἡ ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου εἶναι κοινὸς σκοπὸς πολλῶν ἀνθρώπων, γιατί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι τὸ θεμέλιό τῆς εὐημερίαs τους. Ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ εἶναι σχετικό, σίγουρα δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τὴ ζωὴ μαs χωρὶς τὸ χρῆμα, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἱκανοποιοῦμε βασισικὲς ἀνθρώπινεs ἀνάγκες. Ὅμως τὸ χρῆμα, ὅπωs καὶ τόσα ἄλλα πράγματα καὶ μεγέθη τῆς καθημερινότητάs μαs, εἶναι διφορούμενο, ἀμφιλεγόμενο καὶ δισήμαντο. Ἔχει θετικὴ ἀλλὰ καὶ ἀρνητικὴ σημασία. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς στεκόμαστε ἀπέναντί του. Τὸ ἴδιο πράγμα γιὰ κάποιον μπορεῖ νὰ γίνει ἑστία κατάραs καὶ γιὰ ἄλλον πηγὴ ἁγιασμοῦ, γιὰ τὸ ἕναν αἴτια σωτηρίαs καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ἀφορμὴ καταστροφῆς. Τὸ χρῆμα εἶναι ἀγαθό, ὅταν βελτιώνει τὴ ζωὴ μαs καὶ γίνεται μέσο ἀνακούφισης γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ γίνει ὀλέθριο πάθοs, ὅταν προσκολληθοῦμε σὲ αὐτὸ καὶ τὸ εἰδωλοποιήσουμε. Τότε τὸ χρῆμα γίνεται σκοπός, ἄμετρη καὶ ἄσβεστη ἐπιθυμία ποὺ μᾶς καταδυναστεύει.

Ἡ στάση καὶ ἢ συμπεριφορὰ τοῦ πλούσιου νέου τὸ ἐπιβεβαιώνει. Τὸ χρῆμα τὸν κρατοῦσε γερὰ δεμένο στὴ γῆ, παρὰ τὶς ὅποιες καλὲs του διαθέσεις καὶ τὶς πνευματικές του εὐαισθησίεs. Στὴν κρίσιμη, ὡστόσο, στιγμὴ ἔπρεπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὴ γήινη ἐξάρτησή του. Ἡ ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. Ζητοῦσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ προβλεπόμενο τυπικὸ καθῆκον. Ἤθελε τὴν ὑπέρβαση, τὴν τελειότητα, τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσία, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴ γνησιότητα τῆς πίστης του. Μᾶλλον, γιὰ νὰ συναισθανθεῖ ὁ ἴδιος τὴν ἀδυναμία καὶ τὴν «ἐξάρτησή» του, γιατί ὁ Χριστὸς τὴ γνώριζε. Ὅμως ὁ νέος δὲν μπόρεσε νὰ ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπὸ τὸ ὀχυρό τοῦ πλούτου. «Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθει, ἐπλατύνθει καὶ ἐγκατέλειπε τὸν Θεὸν» (Δευτ. 32,15). Καὶ τότε οἱ αὐταπάτες καὶ οἱ ψευδαισθήσεις του κατέρρευσαν, καθὼς ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ πίστη του ἦταν ἐπιφανειακή. Καὶ αὐτό, γιατί δὲν κάλυπτε οὔτε τὸ σύνολο τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του. Τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ζωῆς του ἦταν τὸ ἐγώ του καὶ ὄχι ὁ Θεὸς ποὺ νόμιζε ὅτι πίστευε. Εἶχε τοποθετήσει στὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἕνα δημιουργημένο ἀγαθό, τὸν πλοῦτο, καὶ ἔτσι, λατρεύοντας τὸ «ἀγαθό» του, λάτρευε τὸ ἐγώ του. Νὰ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ δώσει τὸν πλοῦτο του, γιατί ἦταν σὰν νὰ ἔδινε τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.


Τὸ πάθος τοῦ πλουτισμοῦ

Ἡ παθιασμένη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν κατοχὴ ὅλο καὶ περισσότερων ἀγαθῶν δὲν γνωρίζει διαχωριστικὲς γραμμὲς καὶ σύνορα θρησκευόμενων ἢ ἀδιάφορων ἀνθρώπων. Εἶναι πάθος καί, ὅπως κάθε πάθος, ἀναφέρεται στὸν κάθε ἄνθρωπο, γιατί εἶναι σύμπτωμα τῆς πεσμένηs ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κοινῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Αὐτὴ ἡ τάση, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πλουτισμὸ ὑποδηλώνει ὄχι μόνο ὑπέρμετρο ἐγωισμό, ἀλλὰ καὶ αἰσθήματα ἀνασφάλειας, ἀβεβαιότητας καὶ φοβίας. Ὁ ἀνθρωποs ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο, ἡ ζωὴ ἀπρόβλεπτη καὶ ἡ ὕπαρξή του παροδικὴ καὶ εὔθραυστη. Ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τὰ ἐγκόσμια ἀγαθὰ μοιάζουν νὰ εἶναι τὰ μοναδικὰ στηρίγματα ποὺ τοῦ προσφέρουν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Εἶναι προτεραιότητεs ζωῆς, ποὺ ἀξίζουν, γιατί τὸν ἐξασφαλίζουν. Αὐτό, βέβαια, εἶναι μιὰ ἀπατηλὴ ἐντύπωση καὶ μιὰ ἐσφαλμένη κατεύθυνση τῆς ζωῆς μαs. Ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἐξάρτησή μαs ἀπὸ τὸ χρῆμα εἶναι εἰδωλολατρία ποὺ μᾶς κατευθύνει, μᾶς ὑποτάσσει καί, τελικά, μᾶς καταδυναστεύει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ λόγος καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνουν καὶ δὲν καταδικάζουν ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο. Ὅπου αὐτὸ τὸ λέμε καὶ τὸ καταλαβαίνουμε ἔτσι, εἶναι γιὰ νὰ βοηθήσουμε καὶ νὰ βοηθηθοῦμε. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς δείχνει τὴν τελειότητα, ποὺ ἔγκειται στὴν ὑπέρβαση τῶν ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, πραγμάτων καὶ σχημάτων. Αὐτὸ μοιάζει νὰ εἶναι ἕναs ἀνέφικτος ἰδεώδηs στόxοs. Καὶ τότε καλούμαστε νὰ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ζοῦμε ἰσορροπημένα καὶ νὰ δίνουμε στὰ ἀγαθά, στὰ πράγματα καὶ στὰ σχήματα τοῦ κόσμου τὴ σχετικὴ ἀξία ποὺ ἔχουν. Νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ζωῆς μας, τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ προέρχεται καὶ καταλήγει σὲ Αὐτόν. Ἀμήν.

Κυριακή ΙΓ Λουκᾶ (ΙΗ 18-27). Τί μαζεύομεν; (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ    (Λουκ. ιη΄18-27)                           

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας

Τί μαζεύομεν;
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας
ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;»

Νοσταλγὸς τῆς αἰωνιότητος ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, πλανᾶται στὰ μονοπάτια τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἀναπαύετε, παρὰ μόνον ὅταν εὑρεθῇ πλησίον Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ μακαριότης.  Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν πλούσιον νέον, ποὺ ἦλθε σήμερον εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἐνδιαφέρον τί πρέπει νὰ κάμῃ διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν.  Βλέπετε, τούς βαθύτερους πόθους τῆς ψυχῆς μας δὲν ἡμποροῦμεν νὰ τοὺς ἱκανοποιήσωμεν μὲ ὅ,τι μᾶς δίδει ἡ παροῦσα ζωή.  Δηλαδὴ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, δόξαν, ἀπολαύσεις..... Ὅλοι μας ἔχομεν μέσα μας τὸν πόθον καὶ τὴν βαθεῖαν νοσταλγίαν τοῦ χαμένου παραδείσου, ἀλλά, συχνά, δέν ξέρομεν πῶς νὰ τὰ ἱκανοποιήσωμεν.
Ἄς ἴδωμεν, λοιπὸν, τί ἀπαντα ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτῆν τοῦ πλουσίου νεανίσκου.

1.«Τ ὰ ς   ἐ ν τ ο λ ὰ ς   ο ἶ δ α ς....»
Ξέρεις, τοῦ λέγει, τίς δέκα ἐντολές ποὺ ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους.  Καὶ ὁ Κύριος, διὰ νὰ τὸν διευκολύνῃ, τοῦ ἀπαριθμεῖ μερικάς. «Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
Ὁ νέος περιχαρὴς ἀπήντησεν: «Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχω τηρήσει ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια.  Σὲ τί ἄλλο ἀκόμη ὑστερῶ;»
Νὰ σταματήσωμεν, ἀγαπητέ μου ὀλίγον εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ.
Πρώτη, λοιπόν, προϋπόθεσις εἶναι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, βέβαια, μία χονδροειδὴς καὶ ἐπιπόλαια ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος.  Δὲν φθάνει αὐτό.  Ὁ θεῖος νόμος ἔχει καὶ βάθος καὶ πλάτος ἀπέραντον.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀγκαλιάσῃ ὅλας τὰς ἐντολάς.  Εἰς ὅλη των τὴν ἔκτασιν.  Δὲν φθάνει, δηλ. νὰ μὴ σκοτώσῃ κανείς, ἤ νὰ μὴ κλέψῃ μεγάλα ποσά, ἤ νὰ μὴ διαπράξῃ ἀνηθικότητας, διὰ νὰ εἶναι ἐν τάξει μὲ τὸν Θεόν. 
Δὲν φθάνει.  Καὶ πολλοὶ, δυστυχῶς, κάμνομεν αὐτὸ τὸ λάθος.  Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ δικαιώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας, διότι δὲν ἐπέσαμε εἰς πολὺ σοβαρὰ παραπτώματα. «Τί ἔκαμα», σοῦ λέγει, «διὰ νὰ μετανοήσω; Εἶμαι καλὸς Χριστιανός, καλύτερος ἀπὸ τόσους ἄλλους».  Καὶ ὅμως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ εὐρήτερος ἀπὸ ὅ,τι νομίζομεν ἡμεῖς.
Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα ἁμαρτήματα, ἐπίσης σοβαρά, ποὺ λησμονοῦμεν. Ὅταν εἰς τὰς συναλλαγὰς μας δὲν εἴμεθα ἀπολύτως δίκαιοι·  ὅταν δὲν φροντίζωμεν νὰ ἐπιτελοῦμεν τὸ καθῆκον μας μετὰ τῆς ὀφειλομένης προθυμίας καὶ ἀκριβείας· ὅταν ὡς γονεῖς δὲν καταβάλλωμεν τὰς ἀναγκαίας φροντίδας διὰ τὴν χριστιανικὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν παιδιῶν μας· ὅταν οἱ διδάσκαλοι τῆς νεότητος ἀμελοῦν καὶ ἀδιαφοροῦν διὰ τὸν ἠθικὸν ἐξοπλισμὸν τῶν αὐριανῶν στελεχῶν τῆς κοινωνίας· ὅταν ὁ ἄλλος συκοφαντῇ καὶ διασύρῃ τὴν ὑπόληψιν τῶν ἀδελφῶν του· ὅταν δηλητηριάζεται ἔπειτα ἡ σενεργασία τῶν συνεργατῶν ἀπὸ τὴν πικρίαν καὶ τὴν χολὴν, ποὺ ξεχύνει ὁ Α ἤ ὁ Β, χωρὶς λόγον πολλὲς φορές· ὅταν τὰ παιδιὰ ἀδιαφοροῦν ἀδικαιολογήτως διὰ τὴν συντήρησιν τῶν γονέων, ὅταν.. ὅταν....., τί εἶναι αὐτά; Δὲν εἶναι παραβάσεις;

Πιθανὸν νὰ μὴ συνεπάγωνται δικαστικὴν δίωξιν· πιθανὸν νὰ μὴ φαίνεται, ὅτι ἔχουν ὡς συνέπειαν πληγὰς καὶ αἵματα.  Εἶναι ὅμως παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, βαρύταται συχνὰ, αἱ ὁποῖαι καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπον ἔνοχον καὶ ὑπόδικον ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ.
Παραβάσεις ἀκόμη εἶναι καὶ αἱ ἁπλαῖ παραλείψεις τῶν καθηκόντων. Ὁ Χριστιανικὸς νόμος εἶναι πολὺ εὐρύτερος ἀπὸ ὅσον νομίζουν πολλοί.
Ἠμπορεῖ νὰ μὴ ἔβλαψα ἀλλ’  ἄν δὲ σὲ ἀγαπῶ εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορεῖ νὰ μὴ σὲ κατηγορῶ· ἀλλὰ ἄν δὲν σὲ ὑπερασπίζωμαι, ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ κατηγοροῦν ἀδίκως, εἶμαι ἔνοχος. Ἠμπορῶ νὰ μὴ σοῦ βάζω φωτιὰ στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἄν δὲν πιάσω τὸ χέρι τοῦ ἐμπρηστοῦ, ἐνῷ μπορῶ, εἶμαι ἔνοχος καὶ συνένοχος.
Περιορίζομεν, λοιπόν, πολὺ τὸν κύκλον τῶν παραβάσεων καὶ στενεύομεν ὑπερβολικὰ τὴν ἔκτασιν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ὅμως, διὰ νὰ κατακτήσωμεν τὴν αἰωνιότητα, ἀπαιτεῖται πιστὴ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Πιστή.  Ναί. Ἀλλὰ καὶ ὡλοκληρωμένη. Εἴς ὅλα τὰ σημεῖα. Νὰ μὴ ὑπάρχῃ πουθενὰ ἀδυναμία.  Πουθενὰ ρωγμή. Ὁ Κύριος, αὐτὸ διέβλεψεν εἰς τὸν σημερινὸν νέον τοῦ Εὐαγγελίου.  Παρεδέχθη μέν, ὅτι εἶχε φυλάξει ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας τὰς ἐντολάς, ἀλλὰ ἤθελε νὰ τοῦ εἰπῇ, ὅτι δὲν ἦτο ὡλοκληρωμένη ἡ νίκη του.  Γι’ αὐτὸ συνέχισε:

2. «Ἔ τ ι  ἕ ν  σ ο ι  λ ε ί π ε ι...»
Ναί, συμφωνῶ, ὅτι ἐτήρησες αὐτὰς τὰς ἐντολάς, πού σοῦ ἀνέφερα. Ἀλλὰ, ξέρεις, κάτι σοῦ λείπει, πού δὲν σὲ ἀφήνει νὰ ὁλοκληρώσῃς τελείως τὴν ἐφαρμογήν.  Πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου, μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχούς καὶ ἔπειτα ἀκολούθησέ με. Ἄλλους θησαυροὺς θὰ σοῦ χαρίσω τότε. Αἰωνίους.
«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».  Κρῖμα!  Εἶχε τηρήση τὰς ἐντολάς.  Δὲν εἶχεν ὅμως νικήσει τελείως τὸ κακόν.  Δὲν εἶχεν ἄλλα ἐλαττώματα.  Μίαν μόνον ἀδυναμίαν εἶχε.  Τὴν φιλοχρηματίαν. Ἡ καρδιά του ἦτο δεμένη ἐκεῖ. Ἔφθασε τὸ πάθος αὐτὸ νὰ τὸν καταστρέψῃ. Ἔχασε τὴν αἰωνιότητα, τὴν ὁποίαν ἐζήτησεν. Ἀπὸ ἕνα μόνον ἐλάττωμα.

Ἀδελφέ μου. 
Ἴσως ἀγωνιζόμεθα καὶ ἡμεῖς νὰ ἐφαρμόσωμεν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ.  Καὶ ἀπαλλασσόμεθα ἀπὸ συνήθειες τοῦ παρελθόντος.  Καὶ κόβομεν ἐλαττώματα.  Πολλά.  Καί μεγάλα.  Καί, αἴφνης, κάποια ἀδυναμία, κάποιο σχοινί, μᾶς κρατεῖ δεμένους μὲ τὸ παρελθόν, δὲν μᾶς ἀφήνει τελείως ἐλευθέρους.  Γιὰ τὸν ἕνα εἶναι ἡ φιλοχρηματία· γιὰ τὸν ἄλλον εἶναι ἡ φιληδονία καὶ ἡ ἀνηθικότης· γιὰ τὸν τρίτον εἶναι ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ ἀρχομανία· γιὰ τὸν τέταρτον ὁ φθόνος καὶ ἡ ζηλοτυπία·  γιὰ τὸν πέμπτον ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή.  Γιὰ τὸν ἄλλον κάτι ἄλλο.... Ἕνα σχοινάκι εἶναι. Ἄν τὸ κόβαμε!
Πόσες φορὲς πικραθήκαμε διὰ τὴν ἀδυναμία μας αὐτὴν !  Πόσα δάκρυα ἐχύσαμε !  Πόσες φορὲς ἐπήραμε τὸ ψαλίδι, τὴν ἀπόφασιν, νὰ ἀπαλλαγοῦμε, νὰ κόψωμεν αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν ! Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν... -ἀλλοίμονον! – μᾶς ἔπεφτε τὸ ψαλιδι ἀπὸ τὰ χέρια.  Δὲν εἴχαμε τὴν δύναμι.  Μᾶς νικοῦσεν ἡ συνήθειαν.... Μᾶς νικοῦσε...
Θέλομεν νὰ εἴμεθα καὶ μὲ τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὴν ἀδυναμίαν.  Ὅπως ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν γίνεται ὅμως αὐτό.  Δὲν γίνεται. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6,24).  Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμεθα μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸν Χριστὸν καὶ μὲ τὸ ἄλλο στὴν ἁμαρτία. Ἄν δὲν κόψωμεν τὸ σχοινί, τὸ ἕνα, δὲν μᾶς ὠφελεῖ ὅτι ἐκόψαμε τὰ ἄλλα.
Διότι εἴτε μὲ ἕνα, εἴτε μὲ 100 σχοινιὰ εἶσαι δεμένος μὲ τὸ κακόν, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ ἴδιο· δεμένος πάντως εἶσαι, αἰχμάλωτος. «Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰάκ. β΄10), σημειώνει ὁ θεῖος Ἰάκωβος. Εἴς ἕνα νὰ πταίσῃς, εἶναι σὰν νὰ ἔπταισες εἰς ὅλα.  Εἶσαι παραβάτης εἰς ὅλα.  Καὶ ἡ ζημία εἶναι ἀφάνταστη.  Τρομερή !  Χάνει κανεὶς τὴν αἰωνιότητα.  Δηλαδὴ τὸ πᾶν. Ἔτσι συνέβη μὲ τὸν νεόν τοῦ Εὐαγγελίου.  Καὶ μὲ τόσους ἄλλους στὴ ζωή.  Δυστυχῶς, καὶ μὲ τόσους ἄλλους !
3. «Τ ὰ  ἀ δ ύ ν α τ α   π α ρ ὰ   ἀ ν θ ρ ώ π ο ι ς...»
Ὅταν ἔφυγεν ὁ νέος, λυπημένος διότι τοῦ ἐζητήθη μιὰ τέτοια θυσία, ὁ Κύριος εἶπε μὲ παράπονον: «Πόσον δύσκολον πρᾶγμα εἶναι νὰ κερδίσουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ χρήματος !  Εἶναι εὐκολώτερον πρᾶγμα νὰ περάσῃ μιὰ γκαμήλα ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπα, ποὺ ἀνοίγει μιὰ βελόνα, παρὰ νὰ εἰσέλθῆ ἕνας πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
Ἀλήθεια, δύσκολο πρᾶγμα νὰ νικήσῃ κανεὶς τὰ ἐλαττώματά του.  Νὰ κόψῃ τὸ σχοινί, εἴτε αὐτὸ λέγεται φιλοχρηματία εἴτε ἄλλη ἀδυναμία.  Βλέπετε, συνηθίζομεν ἔτσι. Χρόνια ὁλόκληρα. Ἔπειτα, μᾶς φαίνεται ἀκατόρθωτον. Αὑτὴν τὴν δυσκολίαν εἶδαν καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ νεανίσκου, καὶ εἶπαν: «Καὶ τίς δύναται σωθῆναι;»
Ποιός ἠμπορεῖ νὰ καυχηθῇ, ὅτι μὲ τὰς ἀσθενεῖς ἀνθρωπίνας δυνάμεις θὰ κατορθώσῃ νὰ σωθῇ; Χρειάζεται μεγάλη δύναμις, διὰ νὰ ὑπερπηδήσωμεν τὰ ἐμπόδια, νὰ νικήσωμεν τὰς ἀδυναμίας μας, νὰ κόψωμεν τὰ ἐλαττώματά μας ὅλα.
Δρόμος ἀνηφορικὸς καὶ δύσβατος καὶ γεμᾶτος ἐμπόδια καὶ χαράδρες καί κινδύνους εἶναι ἡ ζωή.  Καὶ τά χάνει ὁ ἄνθρωπος. «Τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».  Αὐτὴν τὴν ἀπάντησιν ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὴν ἀνήσυχον ἐρώτησιν τῶν μαθητῶν. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεῖ, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ φαίνεται ἀκατόρθωτον εἰς τὴν ἀνθρωπίνην προσπάθειαν, ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ζητήσῃ τὴ βοήθεια τοῦ «ἰσχυροῦ βραχίονος» ὁλοψύχως. Ἔρχεται τότε ὁ Κύριος.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται δυνατός. Ἀπαλλάσσεται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ δεσμά, κρύβει τὰ σχοινιά, ἐξαγιάζεται, σκορπᾷ γύρω του ἀγάπην καὶ καλωσύνην, παύει νὰ λατρεύῃ εἴδωλα, προχωρεῖ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς σταθερά, φθάνει εἰς τὴν κορυφὴν νικητής.
Ἔτσι ἐνίκησαν οἱ ἅγιοι, παλαιοὶ καὶ σύγχρονοι. Ἔτσι ἐκέρδισαν τὸν μεγαλύτερον ἀγῶνα εἰς τὴν ζωὴν οἱ μαχηταί.  Τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι κατέκτησαν τὴν αἰωνιότητα. Μὲ τὸν προσωπικόν των ἀγῶνα. Ἀλλά, κυρίως, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ (Φιλιπ. δ΄ 13), διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος.
Γεμάτη ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ νικητάς, Ἀπὸ στεφανωμένους ἀγωνιστάς. Ὅλοι, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπέτυχαν νὰ κατακτήσουν τὴν αἰωνιότητα.
Γιατί νὰ μὴ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς μεταξὺ αὐτῶν; Ἠμποροοῦμεν.  Καὶ πρέπει νὰ εἴμεθα.  Θὰ εἶναι τρομερὸν νὰ χάσωμεν τὸ στεφάνι τῆς αἰωνιότητος. Θὰ εἶναι· τρομερόν !

Ἀγαπητοί,
Ἦταν, κάποτε ἕνας, πού ἐμάζευε μὲ τὸ δίχτυ του (ἀπόχη) σ’ ἕνα δάσος πολύχρωμες πεταλοῦδες. Πολὺν καιρὸν ἔκαμεν τὸ πρᾶγμα αὐτό. Εἶχα μαζέψει ἑκατοντάδες.  Νεκρὲς πιὰ τὶς ἐτοποθετοῦσε μεταξὺ τῶν σελίδων ἑνὸς εἰδικοῦ βιβλίου. Ἦταν τὸ καμάρι του. Ἐπέρασαν χρόνια.... Οἱ πεταλοῦδες εἶχαν ξεραθῇ.  Μιὰ μέρα ὅμως τοῦ ἔπεσε τὸ βιβλίον αὐτὸ ἀπὸ τὰ χέρια στὸ πάτωμα.  Τὰ ξερὰ τότε φτερὰ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς πολύχρωμες πεταλοῦδες ἔγιναν σκόνη, ποὺ σκορπίσθηκε γύρω.  Καὶ τὸ βιβλίον μὲ τὸν πολύτιμον «θησαυρὸν» ἔμεινε.... ἀδειανό.
Τόσοι κόποι, τόσων ἐτῶν, χαμένοι ! ... Τόσοι κόποι !  Μήπως ἀληθεια, παθαίνωμεν καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο; Ὁ ἕνας ἠμπορεῖ νὰ μαζεύῃ χρήματα, ὁ ἄλλος δόξαν, ὁ τρίτος διασκεδάσεις.  Καμμία φροντὶς διὰ τὴν αἰωνιότητα! Ὅταν ὅμως θὰ ἔλθῃ κάποτε ἡ ὥρα καὶ θὰ πέσῃ μὲ τὸν θάνατον τὸ βιβλίον μας στὸ χῶμα, τὶ θὰ μᾶς μείνῃ τότε; Σκόνη καὶ μηδέν; !.... Ὀδυνηρόν !  Ἄδικα ἡ ψυχή μας θὰ περιμένῃ τοῦ Θεοῦ τὴν αἰωνίαν μακαριότητα;
Ἀδελφέ, κοίτα κάτω τὸ πεσμένο βιβλίο μὲ τὶς πεταλοῦδες.  Μήπως καὶ ἀπὸ ἡμᾶς μερικοὶ μαζεύουν στὴ ζωή τους νεκρές, ἄχρηστες πεταλοῦδες; Ἀληθεια, μήπως;  

Επιμέλεια κειμένου Αναβάσεις -http://anavaseis.blogspot.com

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 18:18-27 εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

Ξένια Παντελή, θεολόγος
Πρωτότυπο Κείμενο
Και επηρώτησέ τις αυτόν αρχων∙ διδάσκαλε αγαθέ τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; είπε δε αυτώ ο Ιησούς∙ τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη εις Θεός. Τας εντολάς οίδας∙ μη μοιχέυσεις, μη φονεύσης,μη κλέψεις, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. ο δε είπε ∙ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου. Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ∙ έτι εν σοι λείπει∙ πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο∙ ην γαρ πλούσιος σφόδρα. Ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε. Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού! Ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλίας ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Είπον δε οι ακούσαντες∙ και τις δύναται σωθήναι; ο δε είπε∙ τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί.
Νεοελληνική Απόδοση
Κάποιος άρχοντας τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς «αγαθό»; Κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας: ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχέυσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου» Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμα σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό∙ και έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στεναχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε πολύ στεναχωρημένο, είπε: «Πόσο δύσκολά αυτοί που έχουν χρήματα θα μπούν στη βασιλεία του Θεού! Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπεί ο πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί; Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για το Θεό είναι δυνατά».
Σχολιασμός
«Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών»
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο ευαγγελιστής Λουκάς, μέσα από το διάλογο του Χριστού και του πλούσιου νέου, προβάλλει  αφ’ ενός μεν τη σύγκριση μεταξύ παλαιού Νόμου και του Νόμου του Ευαγγελίου, αφ΄ ετέρου δε τη διδασκαλία του Χριστού για τον πλούτο.
Το χρήμα, ο πλούτος και γενικά η ιδιοκτησία είναι έννοιες που για την κατάκτηση τους γίνεται πολύς αγώνας. Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιθυμεί το χρήμα γιατί του εξασφαλίζει  τις ανέσεις και τις χαρές της ζωής. Ο Χριστός δεν στρέφεται αδιάκριτα εναντίον του πλούτου ή των υλικών αγαθών, αλλά καυτηριάζει την λανθασμένη σχέση του ανθρώπου με αυτά. Με λίγα λόγια ο Κύριος θέλει να τονίσει ότι άνθρωπος δεν πρέπει να είναι σκλάβος του χρήματος, όπως ο νέος του ευαγγελίου.
Ο νέος αυτός πλησίασε το Χριστό και τον ρώτησε πώς θα μπορέσει να κληρονομήσω την αιώνια ζωή. Ασφαλώς πρόκειται για ένα ερώτημα με πνευματικό περιεχόμενο και που αναφέρεται στον κεντρικό άξονα της διδασκαλίας του Χριστού, που είναι η αγγελία της βασιλείας του Θεού, η κληρονομία της αιώνιας ζωής. Εξάλλου ο Κύριος μας δίδαξε, στην Κυριακή Προσευχή («Πάτερ ημών»), να ζητούμε την έλευση της βασιλείας του Θεού («ελθέτω η βασιλεία σου»). Η αιώνιος ζωή, την οποία αναζητεί ο πλούσιος της ευαγγελικής περικοπής, είναι έννοια συνώνυμη με τη «βασιλεία του Θεού» Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι ο συνομιλητής του Χριστού ζητά να πληροφορηθεί πως θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή, εφ όσον ο Χριστός κατ’ επανάληψη μίλησε για το θέμα αυτό.
Ο Κύριος αρχικά του υπενθυμίζει τις δέκα εντολές, προβάλλοντας έτσι τον μωσαϊκό νόμο ως βάση. Στην απάντηση του νέου ότι «ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου», ο Χριστός του απαντά: «Έτι εν σοι λείπει∙ πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι», για να δώσει με τα λόγια αυτά τη διάσταση της βασιλείας του Θεού και του νέου νόμου του Ευαγγελίου. Ωστόσο ο νέος, ακούγοντας αυτή την προτροπή και κατανοώντας τις συνέπειες που θα είχε το να δώσει όλη την περιουσία του στους πτωχούς και το να ακολουθήσει το Χριστό, «περίλυπος γενόμενος» όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής, διότι είχε τεράστια περιουσία, έφυγε από το Χριστό και πήγε στα πλούτη του. Έτσι ο Χριστός είπε ότι είναι πολύ δύσκολο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Δεν είπε ότι είναι αδύνατο, τόνισε όμως πόσο δύσκολο είναι οι πλούσιοι αν αποκοπούν από τα πλούτη τους, πόσο δύσκολη είναι η απεξάρτηση από τις απολαύσεις των υλικών αγαθών.
Ίσως γεννάται το ερώτημα, μήπως το Ευαγγέλιο κι η Εκκλησία του Χριστού είναι αντίθετη στον πλούτο και την ιδιοκτησία του ανθρώπου; Όπως είπαμε και πιο πάνω, ο Χριστός δεν καταδικάζει αυτό καθ΄ εαυτό το χρήμα και για την ιδιοκτησία. Όμως για τους πλουσίους μιλά συχνά με σκληρά λόγια. «Ουαι υμίν τοις πλουσιοίς, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών» (Λουκ.6,24). Όχι γιατί ο πλούτος είναι από μόνος του κακός, αλλά γιατί οι πλούσιοι εύκολα γίνονται δούλοι του χρήματος και ξεχνούν το Θεό.
Από την αντίδραση του πλούσιου νέου διαπιστώνουμε ότι βρίσκεται σε σοβαρή εσωτερική σύγκρουση αρχών και αξιών. Από τη μια είναι ο πλούτος του και από την άλλη η επιθυμία του να σωθεί και να κατακτήσει την αιώνια ζωή. Ωστόσο αν εξετάσουμε τις υποδείξεις του Χριστού προς τον πλούσιο νέο βλέπουμε ότι θέλει να τον οδηγήσει στην αρετή και στην άσκηση. Επομένως η πρόταση της χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας απέναντι στον πλούτο είναι ο άνθρωπος μέσω της άσκησης και της επιδίωξης της αρετής να μπορέσει να απαλλαγεί από το πάθος της πλεονεξίας. Η ηθική του χριστιανισμού έναντι του πλούτου δεν έχει μόνο προσωπικές διαστάσεις, αλλά αποσκοπεί και στη φιλανθρωπική διάσταση της χρήσεως του πλούτου και των υλικών αγαθών. Ο Χριστός υπέδειξε στον πλούσιο νέο να πωλήσει τα υπάρχοντα του και να δώσει τα εισοδήματα του στους πτωχούς. Πτωχοί είναι όσοι  θέτουν τους εαυτούς τους και τη δύναμη τους στη διακονία του Θεού και των συνανθρώπων τους. Δεν σημαίνει ότι ο Χριστός θέλει να οδηγηθούν οι άνθρωποι στη μιζέρια, αλλά να τους προφυλάξει από την υποδούλωση του πλούτου. Από την άλλη η πτωχεία από μόνη της δεν σώζει τον άνθρωπο, παρ΄ όλο που ο Χριστός μακαρίζει τους πτωχούς με τα λόγια «μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Λουκ.6,20). Όμως αν οι πτωχοί δεν είναι ενωμένοι με την πίστη του Χριστού δεν μπορούν να σωθούν. Απλά έχει περισσότερες πιθανότητες σωτηρίας, γιατί δεν είναι δεσμευμένοι με βιοτικά αγαθά.
Ωστόσο ο πλούτος και η φτώχεια, αν χρησιμοποιηθούν σωστά από τον άνθρωπο μπορούν να τον οδηγήσουν στη βασιλεία των ουρανών. Άρα ο Κύριος δεν απορρίπτει την ιδιοκτησία, αλλά επισημαίνει τους κινδύνους που έχει ο πλούτος για την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο πλούτος κάνει τον άνθρωπο δούλο του χρήματος. Κι ενώ ο χριστιανός πλούσιος πρέπει να είναι δούλος του Χριστού, κινδυνεύει να γίνει δούλος του χρήματος. Μπορεί να τον ρίξει στην αμαρτία. Γιατί το χρήμα είναι σαν το νερό. Όταν είναι ήρεμο δροσίζει και ζωογονεί τον άνθρωπο, όταν όμως είναι ορμητικό πνίγει και καταστρέφει ότι βλέπει στο δρόμο του. Έτσι και το χρήμα όταν διαχειρίζεται σωστά από τον άνθρωπο τον δροσίζει πνευματικά, ενώ όταν ο άνθρωπος κατακυριεύεται απ΄ αυτό, τότε τον ρίχνει στην αδικία και στην αμαρτία. Όσοι κυνηγούν το χρήμα εύκολα αδικούν τον πλησίον τους, εύκολα πέφτουν σε παράνομες ενέργειες ή αμαρτάνουν ποικιλώνυμα τυφλωμένοι από τη λάμψη του χρυσού. Κι όμως ο Χριστός δεν αρνείται στους πλούσιους τη βασιλεία του αρκεί αυτοί να χρησιμοποιούν σωστά το χρήμα, διακονώντας τους συνανθρώπους τους.
Επομένως ο Κύριος μας βεβαίωσε πως είναι αρκετά δύσκολο να μπει στη βασιλεία του Θεού ένας άνθρωπος φιλοχρήματος και φιλάργυρος. Πολλοί πλούσιοι  λάτρευαν και προσκυνούσαν τον πλούτο τους σαν το Θεό. Ξαφνικά όμως έχασαν όλα τα πλούτη τους και έμειναν στο δρόμο. Αυτό το κατάντημα το θυμόμαστε στην Εκκλησία όταν ψάλλουμε «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες το Κύριον ουκ ελαττωθησονται παντός αγαθού» Έτσι κι εμείς από τώρα πρέπει να προσέξουμε να μην είμαστε φιλάργυροι και φιλοχρήματοι. Να συνηθίσουμε να προσφέρουμε με αγάπη στους άλλους από αυτά που κι εμείς έχουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να μοιάσουμε στο Θεό. Πρέπει να νοιώσουμε πραγματικά ότι γύρω μας υπάρχουν φτωχοί με πραγματικές ανάγκες. Διακονώντας τους πτωχούς αδελφούς μας, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το μεγάλο κίνδυνο του εγωισμού και της φιλαργυρίας. Τότε μπορούμε να ζητάμε τη βοήθεια και το έλεος του Θεού για να μας αξιώσει και εμάς να βρεθούμε στη βασιλεία των Ουρανών.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...