Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

«Διάδος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρον ακολούθει μοι» Κήρυγμα επί του Ευαγγελίου της Κυριακής ΙΓ' Λουκά Υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λέρου Κω και Αστυπάλαιας κ.κ. Παισίου



«Διάδος πτωχοίς και  έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρον ακολούθει μοι»
Αγαπητοί  μου αδελφοί,
Στην σημερινή  ευαγγελική  περικοπή, η οποία αποτελεί τον χρυσούν κανόνα της μεγάλης διδασκαλίας του Θεανθρώπου Ιησού, καταγράφονται η αγάπη και η αγαθοεργία, μεγάλες  αρετές  που πρέπει ο κάθε χριστιανός να πράττει, χωρίς διάκριση σε κάθε άνθρωπο πού έχει την ανάγκη και χρήζει της  βοήθειας του.
Η αγάπη προς όλους τους ανθρώπους  χωρίς διάκριση, μάλιστα δε προς στους δυστυχείς και πτωχούς και πονεμένους, είναι η αληθινή αρετή και συνθήκη απαραίτητος δια την  απόκτηση  της κληρονομιάς των αιωνίων και αφθάρτων αγαθών· «διάδος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ».
Ο πλούσιος της  σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ενώ  τηρούσε κατά γράμμα τις δέκα  εντολές, έλλειπε  όμως από αυτόν η πρώτη και μεγάλη εντολή, η εντολή της αγάπης.
Στην ψυχή του η αγάπη προς τους πτωχούς και ταλαιπωρημένους ανθρώπους ήταν ξένη και ως εκ τούτου ήταν σκληρός  και απάνθρωπος, δεν αγαπούσε τους πτωχούς, δεν  ήταν φιλόπτωχος, φιλεύσπλαχνος, φιλάνθρωπος.
Αν και είχε  ακούσει  την διδασκαλία  του Σωτήρος Χριστού και ζητούσε επιμόνως από τον Κύριο να γνωρίσει το πως θα κερδίσει την βασιλεία των ουρανών, εν τούτοις δεν απαρνείται  τον πλούτο, αλλά δέσμιος αυτού κινείται ζητώντας τα  πρόσκαιρα  και μάταια αγαθά, αγνοώντας το «μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σής και βρώσις αφανίζει και όπου  κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι».
Η προσήλωσή του προς τα εφήμερα  και πρόσκαιρα αγαθά  του κόσμου τούτου  είχαν σκληρύνει την καρδιά του και δεν ήθελε να πιστέψει ότι όλα  εδώ στη γη μένουν και ότι «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
Διά τον νομομαθή και πλούσιο αυτό νέο δεν υπήρχε ούτε πτωχός, ούτε ταλαίπωρος, ούτε δυστυχής  άνθρωπος· μόνο τον εαυτό του σκέπτεται και  δεν πονά κανένα, μα κανένα συνάνθρωπό του, δεν πονά και δεν συμμερίζεται τον πόνο και την δυστυχία του πτωχού αδελφού του.
Ο πλούσιος αυτός αλλά και άρχοντας του λαού δεν ενεργεί και δεν πράττει εκείνα που λέγει ο νόμος του Θεού: «αγαπήσεις  τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δεν γνωρίζει την αρετή της  φιλοπτωχίας, δεν πράττει, όπως οφείλει κατά τον νόμο, την αρετή της φιλανθρωπίας, της ελεημοσύνης.
Η φιλανθρωπία, η μεγάλη αυτή αρετή με  την οποία ο άνθρωπος κερδίζει την ουράνιο βασιλεία, είναι δι΄αυτόν ξένη. Στην προτροπή από τον φιλάνθρωπο Κύριο ότι, «ένα ακόμη σου λείπει, πώλησε όλα όσα έχεις και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς και έλα να με ακολουθήσεις», αυτός κλαίει και λυπάται, διότι ήταν «πλούσιος σφόδρα».
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, που αποτελεί τον χρυσούν κανόνα της  μεγάλης διδασκαλίας του Κυρίου μας, καλεί τον άνθρωπο της κάθε  εποχής,  και  ιδιαίτερα τον  χριστιανό που  γνωρίζει το άγιο ευαγγέλιο, να δείξει  την αγάπη προς  τους πτωχούς, εάν θέλει να κερδίσει την αιώνιο βασιλεία.
Η φιλοπτωχία είναι αρετή μεγάλη, την οποία οφείλει να εκτελεί ο χριστιανός χωρίς καμία διάκριση και  μάλιστα πρέπει η φιλοπτωχία  να γίνεται κατά το θέλημα  του πρώτου και μεγάλου Φιλανθρώπου  του Ιησού Χριστού, ο Οποίος πτώχευσε δια να  πλουτίσει τον παραπεσόντα στην αμαρτία  άνθρωπο και να τον ενώσει με τον  ουράνιο Πατέρα Του.
Δεν αρκεί όμως μόνο να προσφέρει κανείς υλική βοήθεια στον πτωχό και αδύναμο άνθρωπο, αλλά η προσφορά αυτή πρέπει να γίνεται μετά πολλής  προσοχής και διάκρισης και με μεγάλη μυστικότητα κατά το πρόσταγμα του Κυρίου Ιησού: «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η  δεξιά σου».
Δυστυχώς πολλοί πλούσιοι πολλές φορές ευεργετούν τους πτωχούς, όχι από αγάπη αλλά για επίδειξη και υπερηφάνεια, από ιδιοτέλεια, και με τελικό σκοπό το πώς να φανούν στον περίγυρό τους ότι  είναι ελεήμονες, είναι φιλάθρωποι, είναι φιλόπτωχοι και ενεργούν κατά το΄Αγιον Ευαγγέλιο.
Οι άνθρωποι αυτοί ομοιάζουν με τον άρχοντα πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, ο οποίος «περίλυπος εγένετο, ήν γάρ πλούσιος σφόδρα», καθώς και με τον τυπολάτρη και κομπορρήμονα Φαρισαίο, οποίος με ελαφρά την συνείδηση έλεγε: «εγώ δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ».
Ας γνωρίζουν οι άνθρωποι αυτοί ότι την βοήθεια την οποίαν προσφέρουν στους πτωχούς, δια να φανούν ότι κάμνουν έργο φιλανθρωπίας, δεν είναι αγνή, δεν είναι ταπεινή, δεν είναι ευάρεστη στον Θεό και δεν ωφελεί τελικά την ψυχή τους: «Αμήν γάρ λέγω  υμίν, ότι απέχουσι από τον μισθόν αυτών».
Ευτυχείς είναι οι άνθρωποι εκείνοι, που από ειλικρινή αγάπη συντρέχουν και βοηθούν τους πτωχούς και ανακουφίζουν τις δυστυχίες τους: «Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ».
Ο φιλόπτωχος και ο ευεργετικός άνθρωπος λαμβάνει πλούσια την αμοιβή και ανταπόδοση, ενώ αντίθετα ο άσπλαχνος και εδώ στη γη τιμωρείται αλλά και κατά την μέλλουσα κρίση θα  στερηθεί των αιωνίων αγαθών: «κρίσις», λέγει η αγία Γραφή, «τω μη ποιήσαντι έλεος».
Ο Πτωχεύσας δια τον άνθρωπο Κύριος δεν καταδικάζει τον πλούτο, αλλά καταδικάζει την κακή χρήση του πλούτου, καταδικάζει τον άνθρωπο εκείνο που δεν συμμερίζεται τον αδελφό του στην ανάγκη του, στην θλίψη του, στην στενοχώρια του.
Ο άνθρωπος αυτός δεν κάνει καλή χρήση των αγαθών που του έδωσε ο Δωροδότης Θεός και μάλιστα δεν τα  αξιοποιεί κατά το ευαγγέλιο και δεν κάμνει πράξη το «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων βρώματα ομοίως ποιήτω».
Εάν ο άνθρωπος, ο πλούσιος άνθρωπος, πράξει  κατά το ευαγγέλιο και βοηθήσει τον πτωχό συνάνθρωπό του, τότε  πραγματικά αισθάνεται χαρά και αγαλλίαση ότι έκαμε μία καλή και θεάρεστη πράξη.
Αντιθέτως, εκείνος ο άνθρωπος πού έχει και κατέχει και δεν ανταποκρίνεται στην εντολή της αγάπης, μένει ξένος και μακριά από την πραγματικότητα αυτής της ζωής, και μάλιστα εν γνώσει του, δεν ακολουθεί την προσταγή του Κυρίου το «δεύρο ακολούθει μοι.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Η φιλοπτωχία, την οποία μας καλεί να πράξουμε η σημερινή ευαγγελική περικοπή, είναι αρετή μεγάλη και εκδήλωση καθαρή της χριστιανικής αγάπης και μάλιστα κατά τους πατέρας της Εκκλησίας μας Μέγα Αντώνιο, Μέγα Βασίλειο, Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Ιωάννη τον Ελεήμονα…. είναι το κλειδί δια να ανοίξει κανείς την είσοδο του Παραδείσου.
Δια τούτο ας  μη περιφρονούμε τους  πτωχούς και αδυνάτους συνανθρώπους μας, εάν θέλουμε και επιζητούμε και εμείς να έχουμε θησαυρό στους ουρανούς. Αλλά χωρίς καμία διάκριση να ανοίγουμε την πόρτα μας σ΄εκείνους που την κτυπούν και ζητούν την βοήθεια μας, δια να ανοίξει και για εμάς διάπλατα η πύλη του παραδείσου την ημέρα εκείνη την μεγάλη και φωταυγή.
Το «διάδος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ», οι λόγοι αυτοί του Θεανθρώπου Ιησού ας πληρούν τις καρδίες μας όλες τις ημέρες της επί γης παρουσίας μας, εάν θέλουμε να έχουμε αναφαίρετο θησαυρό στους ουρανίους θαλάμους.
ΑΜΗΝ.
Ο.Λ.Κ.Α.Π.

Κυριακή ΙΓ' Λουκά: Λόγοι περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής (Μέγας Βασίλειος και Μέγας Αθανάσιος)



Α) Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας του Μεγάλου [4ος αιών - ΕΠΕ - τόμ. 8, σελ. 94 & 232, τόμ. 2, σελ. 66]

Β) Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του Μεγάλου [4ος αιών - ΕΠΕ - τόμ. 11, σελ. 278 (Βίος της Οσίας Συγκλητικής της οποίας είναι και η διδασκαλία) & σελ. 18 & 166 (Βίος του Μεγ. Αντωνίου)]


Λόγοι περί ακτημοσύνης και μοναχικής αποταγής [Το ίδιο γεγονός αναφέρει και η περικοπή της ΙΒ΄ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ]

«Έτι εν σοι λείπει. Πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς,
και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς, και δεύρο ακολούθει μοι»

Α. Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για την σωτηρία μας, όρισε για τους ανθρώπους δύο τρόπους ζωής, την συζυγία και την παρθενίαν. Ώστε όποιος δεν ημπορεί να υπομείνη το άθλημα της παρθενίας, να έρθη σε κοινωνία γάμου με γυναίκα, γνωρίζοντας ότι θα ζητηθή λόγος για την σωφροσύνη, τον αγιασμό και την ομοίωσή του με τους αγίους εκείνους που είχαν σύζυγο και ετεκνοτρόφησαν. Τοιούτος ήταν στην Παλαιά Διαθήκη ο Αβραάμ, το μέγα καύχημα του οποίου ήταν ότι προετίμησε τον Θεόν και εδέχθη να θυσιάση τον μονογενή υιόν του χωρίς οίκτον. Είχε δε και τις θύρες της σκηνής του ανοικτές, έτοιμος να δεχθή αυτούς που επρόκειτο να φιλοξενηθούν. Δεν ήκουσε το «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος τοις πτωχοίς». Ακόμη μεγαλυτέραν αρετήν επέδειξεν ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, όπως ο Δαυίδ και ο Σαμουήλ. Στην Καινή Διαθήκη τοιούτοι υπήρξαν ο Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι. Θα ζητηθούν λοιπόν από κάθε άνθρωπον οι καρποί της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης και θα τιμωρηθή όποιος παραβή αυτές ή κάποιες από τις άλλες εντολές. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος», και «oς ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και την γυναίκα και τα τέκνα, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής».

Άραγε το σκέπτεσαι, ότι και στους εγγάμους απευθύνονται τα Ευαγγέλια; Ιδού, σου έγινε σαφές ότι η υπακοή στο Ευαγγέλιον θα ζητηθή από όλους τους ανθρώπους, μοναχούς και εγγάμους. Διότι θα είναι αρκετή, γι’ αυτόν που ήλθε σε γάμου κοινωνίαν, η παραχώρησις της ακρατείας και της επιθυμίας και συνουσίας προς το θήλυ. Όλα τα άλλα που αναφέρουν οι εντολές, έχουν νομοθετηθή για όλους και δεν είναι ακίνδυνα για τους παραβάτες. Διότι όταν ο Χριστός ευηγγελίζετο τις εντολές του Πατρός, απηυθύνετο προς αυτούς που ζουν στον κόσμο. Και κάποτε που συνέβη να ερωτηθή ιδιαιτέρως από τους μαθητάς του, τους διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω (σε όλους)».

Μην επαναπαυθής λοιπόν εσύ, που προετίμησες τον γάμον, σαν να έχης δικαίωμα να ζήσης με τρόπον κοσμικόν. Οφείλεις να καταβάλης περισσοτέρους κόπους και προσοχήν για να επιτύχης την σωτηρίαν, αφού εξέλεξες να ζης μέσα στις παγίδες και στο βασίλειον των δυνάμεων της αποστασίας και έχεις εμπρός στα μάτια σου τους ερεθισμούς των αμαρτιών και διεγείρεις όλες σου τις αισθήσεις νύκτα και ημέρα προς την επιθυμίαν αυτών. Γνώριζε λοιπόν ότι δεν θα αποφύγης την πάλη προς τον αποστάτην, ούτε θα ημπορέσης να τον νικήσεις χωρίς να κοπιάσης πολύ για την τήρηση των ευαγγελικών εντολών. Διότι πώς θα αρνηθής την μάχη προς τον εχθρόν, ενώ ζης μέσα στο σκάμμα της μάχης; Και αυτό είναι ολόκληρος η γη, στην οποίαν ο εχθρός, όπως διδασκόμεθα από το βιβλίον του Ιώβ, περιφέρεται και περιπατεί ως λυσσασμένος σκύλος, αναζητώντας ποίον να καταπίη. Εάν λοιπόν αρνήσαι την μάχη προς τον ανταγωνιστήν, να μεταβής σε άλλον κόσμον, όπου αυτός δεν υπάρχει. Εάν όμως τούτο είναι αδύνατον, σπεύσε να μάθης πώς να αγωνίζεσαι εναντίον του, διδασκόμενος την τέχνη της πάλης από τις Γραφές, ώστε να μην ηττηθής από αυτόν εξ αγνοίας, και παραδοθής στο αιώνιον πυρ.

Και αυτά μεν ελέχθησαν προς τους εγγάμους, εκείνους που δεν έχουν αγωνιστικόν φρόνημα και αμελούν όσον αφορά στην τήρηση των εντολών του Χριστού. Συ όμως, ο εραστής του ουρανίου πολιτεύματος και πραγματευτής της αγγελικής διαγωγής, συ που επιθυμείς να γίνης συστρατιώτης των αγίων μαθητών του Χριστού, τόνωσε τον εαυτόν σου προς υπομονήν των θλίψεων και πρόσελθε ανδρείως στην σύγκλητο των μοναχών. Στην αρχή της αποταγής σου να φερθής με γενναιότητα ώστε να μην παρασυρθής από την σφοδρά συμπάθεια προς τους κατά σάρκα συγγενείς, ενισχυόμενος από το ότι θα ανταλλάξης τα θνητά με τα αθάνατα. Και όταν εγκαταλείπης τα πράγματα που σου ανήκαν, να είσαι άκαμπτος και βέβαιος ότι τα αποστέλλεις στους ουρανούς, αφού με το να τα αποκρύπτης στους κόλπους των πτωχών, τα ευρίσκεις πολύ επηυξημένα κοντά στον Θεόν. Όσον αφορά στην ιδική μου ζωήν, και εγώ εδαπάνησα πολύν χρόνον στην ματαιότητα και ηφάνισα όλην σχεδόν την νεότητά μου στην ματαιοπονία, στην αδιάκοπο δηλαδή μέριμνα με την πρόσληψη των μαθημάτων της «υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας». Όταν όμως κάποτε, σαν να εξύπνησα από βαθύν ύπνον, έστρεψα την προσοχή μου προς το θαυμαστόν φως της αληθείας του Ευαγγελίου και συγχρόνως κατενόησα το άχρηστον «της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», εθρήνησα πολύ για την ελεεινήν μου ζωή και παρακαλούσα να μου δοθή χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και μάλιστα πριν από όλα, εφρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον από την μακροχρόνιο συναναστροφή μου με τους φαύλους είχε διαστραφή. Διαβάζοντας λοιπόν το Ευαγγέλιον, είδα εκεί ότι το μεγαλύτερον εφόδιο προς τελείωσιν είναι η πώλησις των υπαρχόντων και η διάθεσίς των προς τους πτωχούς αδελφούς, και γενικώς η αμεριμνησία για την ζωήν αυτήν και το να μην επιστρέφη η ψυχή προς καμμίαν συμπάθεια προς τα παρόντα.

Πράγματι, αυτός που κατέχεται από την σφοδράν επιθυμία να ακολουθήση τον Χριστόν, δεν ημπορεί πλέον να επιστρέψη σε κανένα από τα εγκόσμια ούτε στην αγάπη των γονέων ή των οικείων. Όταν αυτή αντιτίθεται στα προστάγματα του Κυρίου - τότε έχει θέση και το «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα» και τα λοιπά. Ούτε να υποχωρήση στον ανθρώπινον φόβον, όταν πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, πράγμα που κατώρθωσαν οι άγιοι, ούτε να δειλιάση από τον χλευασμόν των καλών έργων εκ μέρους των εκτός της Εκκλησίας, ώστε να νικηθή από την περιφρόνησή των. Εάν όμως θέλη να γνωρίση ακριβέστερα και σαφέστερα το σθένος και τον πόθον αυτών που ακολουθούν τον Κύριον, ας ενθυμηθή τον Απόστολον, ο οποίος αναφερόμενος στον εαυτόν του και προς ιδικήν μας διδασκαλία λέγει: «Ει τις δοκεί πεποιθέναι εν σαρκί (να βασισθή δηλαδή στα νομικά, τα σωματικά), εγώ μάλλον. Περιτομή οκταήμερος, εκ γένους Ισραήλ, φυλής Βενιαμίν, Εβραίος εξ Εβραίων, κατά νόμον Φαρισαίος, κατά ζήλον διώκων την Εκκλησίαν, κατά δικαιοσύνην την εν νόμω γενόμενος άμεμπτος. Αλλά άτινα ην μοι κέρδη, ταύτα ήγημαι δια τον Χριστόν ζημίαν. Αλλά μεν ουν και θεωρώ πάντα ζημίαν είναι δια το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών δι’ ον τα πάντα εζημιώθην, και ηγούμαι σκύβαλα (ακαθαρσίες) είναι, ίνα Χριστόν κερδίσω». Και πράγματι, - για να ειπώ κάτι τολμηρόν μεν, όμως αληθινόν. Εάν ο Απόστολος παρομοίασε τα ίδια τα προνόμια του νόμου, τα οποία ο Θεός είχε δώσει για κάποιαν εποχήν, προς τα απόπτυστα περιττώματα του σώματος, τα οποία επειγόμεθα εξαιρετικώς να αποβάλωμε, επειδή ακριβώς τα έκρινεν ως εμπόδια για την γνώση του Χριστού και την δικαιοσύνην αυτού και για την συμμόρφωσή μας προς τον θάνατον αυτού, τί θα έλεγε κανείς για εκείνα που αποτελούν κανονισμούς ανθρωπίνους; Και γιατί χρειάζεται να επιβεβαιώσωμε τον λόγο με ιδικούς μας συλλογισμούς και με τα παραδείγματα των αγίων; Υπάρχει η δυνατότης να παραθέσωμε τα ίδια τα λόγια του Κυρίου και με αυτά να πείσωμε την φοβισμένην ψυχήν, αφού ο ίδιος διακηρύσσει σαφώς και αναντιρρήτως: «Ούτως ουν πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσι, ου δύναταί μου είναι μαθητής», και προς τον πλούσιο νέο, μετά το: «ει θέλεις τέλειος είναι», πρώτα είπε: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς» και έπειτα προσέθεσε το: «Δεύρο, ακολούθει μοι». Αλλά και στη παραβολή του εμπόρου είναι, για κάθε συνετόν άνθρωπο, σαφές ότι στο ίδιο μας οδηγεί: «Ομοία εστί», λέγει «η βασιλεία των ουρανών, ανθρώπω εμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας, ος ευρών ένα πολύτιμον μαργαρίτην, απελθών επώλησε πάντα όσα είχε και ηγόρασεν αυτόν». Είναι πράγματι φανερόν, ότι ο πολύτιμος μαργαρίτης έχει τεθή εδώ ως παρομοίωσις της επουρανίου βασιλείας, την οποίαν ο λόγος του Κυρίου μάς δεικνύει ότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε εάν δεν θυσιάσωμε ως αντάλλαγμα όλα τα υπάρχοντά μας, και πλούτον και δόξαν και οικογένειαν και ό,τι άλλο θεωρείται από τους πολλούς σπουδαίο. Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι αδύνατον να κατορθωθή το επιζητούμενον, όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες φροντίδες: «Ουδείς δύναται», είπε «δυσί κυρίοις δουλεύειν», και πάλιν, «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». Έναν θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξωμε, τον επουράνιον, ώστε σ’ αυτόν να έχωμε την καρδία μας. «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου έσται», λέγει ο Κύριος. Εάν λοιπόν αφήσωμε για τους εαυτούς μας κάποιο κτήμα γήινον και φθαρτήν περιουσίαν, επειδή ο νους θάπτεται σ’ αυτά ωσάν σε βόρβορον, η ψυχή κατ’ ανάγκη δεν θα ημπορή να ιδή τον Θεόν ούτε να κινηθή προς επιθυμίαν του επουρανίου κάλλους και των αγαθών που σύμφωνα με τις επαγγελίες έχουν ετοιμασθή για εμάς. Την απόκτησιν αυτών μας είναι αδύνατον να την επιτύχωμε, εάν ένας απερίσπαστος και σφοδρότερος πόθος δεν μας οδηγή να τα ζητούμε και δεν ανακουφίζη τον κόπο που τα συνοδεύει.

Η αποταγή λοιπόν, όπως απέδειξεν ο λόγος, είναι λύσις των δεσμών της υλικής αυτής και προσκαίρου ζωής, και ελευθερία από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις, η οποία μας καθιστά ικανωτέρους να πάρωμε τον δρόμο που οδηγεί προς τον Θεόν. Είναι αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων «υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν» και, με λίγα λόγια, μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε να λέγωμεν ότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Και το ακόμη μεγαλύτερον, είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον Χριστόν, ο οποίος «δι’ ημάς επτώχευσεν, πλούσιος ων». Εάν δεν κατορθώσωμε αυτή την ομοίωση, είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπον ζωής. Διότι πώς ημπορεί να κατορθωθή η συντριβή της καρδίας, ή η ταπείνωσις του φρονήματος, ή η απαλλαγή από τον θυμόν, από την λύπην, από τις φροντίδες, και με ένα λόγον, από τα ολέθρια πάθη της ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές μέριμνες και στην προσκόλληση και εξοικείωση με όλα αυτά; Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι’ αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και το ένδυμα, ποία λογική του επιτρέπει να συμπνίγεται, ως από ακάνθες, από τις πονηρές μέριμνες του πλούτου, οι οποίες εμποδίζουν την καρποφορία του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των ψυχών μας; Διότι αυτός ο Κύριός μας είπε: «Ούτοι εισίν οι εις τας ακάνθας σπαρέντες, οι υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου συμπνίγονται, και ου τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδή τον πλούτο με τις ηδονές.


Β. Πράγματι, τα χρήματα είναι το όργανον του απολαυστικού βίου. Κατάργησε λοιπόν πρώτα την εμπαθή σου τέχνην, δηλαδή την γαστριμαργία και την καλοπέραση, και έτσι θα ημπορέσης ευκόλως να περικόψης τον όγκο των χρημάτων σου. Είναι βαρύ, πιστεύω, ενώ υπάρχει αυτή η τέχνη, να μην υπάρχει το όργανο. Διότι όποιος δεν απέβαλε το πρώτο, πώς θα ημπορέση να εκδιώξη το δεύτερο; Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Σωτήρ, κατά την συζήτησή του με τον πλούσιο νεανία, δεν τον προστάσσει αμέσως να αποβάλη τα χρήματα, αλλά προηγουμένως τον ερωτά εάν έχη τηρήσει τις εντολές του νόμου. Και όπως θα έκαμε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τον ερωτά: Εάν έμαθες τα γράμματα του αλφαβήτου, εάν εδιδάχθης τις συλλαβές, εάν έχης μάθει τουλάχιστον τα ονόματα, προχώρησε λοιπόν και στην τελειοτάτην ανάγνωση. Δηλαδή «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι». Και νομίζω ότι εάν δεν έδιδε την διαβεβαίωσιν ότι έχει εκτελέσει αυτά τα οποία του εζητήθησαν, δεν θα τον προέτρεπε προς την ακτημοσύνη. Διότι ποίος θα ημπορούσε να προχωρήση στην ανάγνωσιν, αφού δεν εγνώριζε να συλλαβίζη;

Είναι τέλειον αγαθόν η ακτημοσύνη, για όσους έχουν την δυνατότητα. Αυτοί που την υπομένουν, αισθάνονται στην σάρκα μίαν στενοχωρία, στην ψυχήν όμως έχουν άνεση. Όπως ακριβώς τα στερεά ενδύματα, εάν πατηθούν και περιστραφούν βιαίως, πλένονται και καθαρίζονται, έτσι και η δυνατή ψυχή, με την εκούσια πτωχεία γίνεται πολύ σταθερά. Αυτοί όμως που έχουν ασθενέστερον λογισμό, παθαίνουν το αντίθετο. Διότι μόλις ολίγον πιεσθούν, καταστρέφονται σαν τα εσχισμένα ενδύματα, χωρίς να ημπορούν να υπομείνουν την πλύση που προξενεί η αρετή. Και ενώ ένας είναι ο τεχνίτης, το τέλος των ενδυμάτων είναι διαφορετικό. Διότι αυτά μεν σχίζονται και καταστρέφονται, ενώ εκείνο καθαρίζεται και ανανεώνεται. Θα ημπορούσε λοιπόν κανείς να ειπή ότι η ακτημοσύνη είναι κειμήλιον αγαθόν για όσους έχουν ανδρείον φρόνημα. Διότι αποτελεί χαλινόν των πρακτικών αμαρτημάτων.

Πρώτα όμως πρέπει κανείς να εξασκηθή με τους κόπους. Εννοώ την νηστεία, την χαμαικοιτία και την λοιπήν άσκηση και με τον τρόπον αυτό να αποκτήση αυτήν την αρετή. Διότι όσοι δεν ενήργησαν έτσι, αλλά έσπευσαν αιφνιδίως να απορρίψουν την περιουσία των, ως επί το πλείστον μετενόησαν. Καλή λοιπόν η ακτημοσύνη, γι’ αυτούς που είναι συνηθισμένοι στις αρετές. Διότι, αφού απέβαλαν όλα τα περιττά, στρέφουν το βλέμμα προς τον Κύριον, ψάλλοντας καθαρώς το Θείον εκείνο λόγιον το οποίο λέγει: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι. Και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία (στην κατάλληλη στιγμή δηλαδή)». Και με άλλον τρόπο πάλιν ωφελούνται από την αποβολήν του πλούτου. Επειδή δεν έχουν τον νου των στους θησαυρούς της γης, ενδύονται την βασιλεία των ουρανών και εφαρμόζουν με ακρίβεια αυτό που λέγει ο υμνωδός Δαυίδ. «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι (δηλαδή υπάκουος και χωρίς απαιτήσεις)». Διότι όπως ακριβώς τα υποζύγια ζώα, κάμνουν την εργασία τους και αρκούνται μόνο στις τροφές που έχουν ανάγκη για να ζήσουν, έτσι και οι εργάτες της ακτημοσύνης, θεωρούν τα χρήματα μηδαμινά, εργάζονται δε μόνον για την καθημερινήν τροφήν που χρειάζεται το σώμα. Αυτοί κρατούν το θεμέλιον της πίστεως. Προς αυτούς έχει λεχθή από τον Κύριο, να μη μεριμνούν για την αύριον, και ότι «τα πετεινά του ουρανού ου σπείρει, ουδέ θερίζει, και ο Πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά». Σε αυτά τα λόγια εβασίσθησαν, αφού είναι λόγια του Θεού και λέγουν με παρρησία το γραφικόν εκείνο λόγιον: «Επίστευσα, διό ελάλησα».

Αλλά και ο εχθρός, από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλυτέραν ήττα, διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψη. Επειδή οι περισσότερες από τις θλίψεις και τους πειρασμούς προέρχονται από τις χρηματικές ζημίες. Πράγματι, τι έχει να κάμη στους ακτήμονες; Τίποτε. Να κάψη χωράφια; Δεν έχουν. Να αφανίση τα ζώα τους; Ούτε από αυτά διαθέτουν. Να κάμη κακό στα φίλτατά των πρόσωπα; Αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ πολλού. Είναι μεγίστη λοιπόν μάστιγα κατά του εχθρού, και πολύτιμος θησαυρός για την ψυχήν η ακτημοσύνη.

Αυτά σας τα λέγω για να σας ασφαλίσω από τον εχθρόν. Δεν αρμόζουν όμως οι λόγοι μου σε όλους, αλλά μόνον σε αυτούς που επιθυμούν τον μοναχικόν βίον. Διότι όπως ακριβώς δεν είναι κατάλληλος μία και η αυτή τροφή για όλα τα ζώα, έτσι και σε όλους τους ανθρώπους δεν συμφέρει ο ίδιος λόγος. «Ου δει γαρ οίνον νέον», λέγει, «βαλείν εις ασκούς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικά διατρέφονται εκείνοι που εμφορούνται από την επιθυμία της θεωρίας και της γνώσεως, διαφορετικά εκείνοι που γεύονται την ασκητικήν και πρακτικήν ζωή, διαφορετικά δε, κατά την δύναμή τους, εκείνοι που ζουν στον κόσμο και επιδιώκουν τα έργα της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή από τα ζώα άλλα μεν ζουν στην ξηράν, άλλα στο ύδωρ και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι: άλλοι μεν κατέχουν τον μέσον τρόπον ζωής, όπως τα χερσαία, άλλοι δε ατενίζουν προς τα ύψη ωσάν τα πετεινά, άλλοι δε έχουν καλυφθή από τα ύδατα των αμαρτιών όπως οι ιχθύες. Διότι λέγει: «Ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και κατεπόντισέ με καταιγίς πολλών αμαρτημάτων». Και αυτή μεν είναι η φύσις των ζώων. Εμείς όμως, αναπτερωμένοι σαν τους αετούς, ας ανέλθωμε στα υψηλότερα και ας «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα». Ας γίνομε κύριοι εκείνου που κάποτε ήταν άρχοντας. Αυτό όμως θα το επιτύχωμε εάν όλην μας την διάνοια την προσφέρωμε στον Σωτήρα.

[Ο πόθος αυτής της ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεόν των όλων είναι που παρακινεί όσους θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογήν του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης. Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες και, ακολουθώντας το πατερικόν απόφθεγμα: «ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης», καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται αποκλειστικώς στον μεγαλειώδη αγώνα της ενώσεως με τον Θεόν. Αυτήν την οδόν ηκολούθησαν όλοι οι πατέρες του μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων ας αναφέρωμε τον ηγέτην και καθηγητήν της ερήμου Αντώνιον τον Μέγαν, ο οποίος από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτόν τον προβληματισμό]. Δεν ήταν ακόμη είκοσι ετών όταν, καθώς επήγαινε μίαν ημέρα προς τον ναό, συγκέντρωσε τον νου του και περιπατώντας εσυλλογίζετο πώς οι μεν Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και ηκολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε χριστιανοί των Πράξεων επωλούσαν τα υπάρχοντά των και τα έφερναν και τα άφηναν εμπρός στα πόδια των Αποστόλων για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους έχουν ανάγκη, ποία δε και πόση αμοιβή τους αναμένει στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν εσκέπτετο αυτά, εισήλθε στην Εκκλησία, και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμήν εκείνη το Ευαγγέλιον. Ήκουσε τότε τον Κύριο να λέγη προς τον πλούσιον: «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε, ως από θείον χάρισμα, ζωντανήν μέσα του την μνήμην των αγίων, σαν να έγινε μόνο γι’ αυτόν το ανάγνωσμα, εξήλθεν αμέσως από την Εκκλησία, και τα μεν κτήματα που είχεν από τους προγόνους του (ήσαν περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα εχάρισε στους συγχωριανούς του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτε αυτόν και την μικρή του αδελφή με την οποίαν έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο των γονέων του. Όσα δε άλλα είχαν κινητά τα επώλησεν όλα, και, αφού συγκέντρωσε αρκετά χρήματα, τα έδωσε στους πτωχούς, κρατώντας μόνον ολίγα για την αδελφή του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησίαν ήκουσε να λέγη ο Κύριος στο Ευαγγέλιον: «Μη μεριμνήσητε περί της αύριον». Δεν άντεξε τότε να περιμένη άλλο, και αφού εξήλθεν εμοίρασε και εκείνα στους πτωχούς. Ενεπιστεύθη την αδελφή του σε γνωστές και εμπείρους παρθένους, και αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να ανατρέφεται, ήρχισεν ο ίδιος την ζωήν της ασκήσεως πλησίον της οικίας του, προσέχοντας στον εαυτόν του και ζώντας με καρτερίαν και υπομονήν. Αργότερα, ο πόθος που είχε προς τον Θεόν, τον οδήγησε στην βαθυτέραν έρημον, όπου κατέστη φωστήρ της οικουμένης… Αλλά και το ότι η φήμη του είχε επεκταθή παντού και εθαυμάζετο μεν από όλους, τον αγαπούσαν δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν ιδεί, είναι γνώρισμα της αρετής του και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος, καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα ούτε από την ανθρωπίνην σοφίαν ούτε από κάποια τέχνην, αλλά μόνον από την θεοσέβειάν του. Και κανείς δεν ημπορεί να αρνηθή ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού. Διότι ποίος, ενώ ήταν κρυμμένος και διέμενε στο όρος, θα εγίνετο πασίγνωστος και στην Ισπανία και την Γαλλία και την Αφρικήν, εάν δεν είχε μέσα του τον Θεόν, ο οποίος κάνει γνωστούς παντού τους ιδικούς τον ανθρώπους και μάλιστα το είχε υποσχεθή αυτό και στον Αντώνιον από την αρχή; Και αν αυτοί αποκρύπτουν την ζωή και τις πράξεις των και αν επιδιώκουν να διαφεύγουν της προσοχής των ανθρώπων, ο Κύριος όμως τους προβάλλει ενώπιον όλων ωσάν φώτα, ώστε και με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζουν όσοι πληροφορούνται περί αυτών, ότι οι εντολές είναι δυνατόν να κατορθωθούν, και έτσι να αυξάνουν τον ζήλο τους για την οδό της αρετής.

Αυτά όλα ας τα ακούσουν και οι άλλοι αδελφοί, για να μάθουν ποίος πρέπει να είναι ο βίος των μοναχών και να πεισθούν ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν», και εκείνους που τον υπηρετούν μέχρι τέλους΄ όχι μόνον στην Βασιλεία των Ουρανών τους οδηγεί, αλλά και στην παρούσα ζωήν, μολονότι αυτοί κρύπτονται και προσπαθούν συνεχώς να αναχωρούν, τους καθιστά παντού φανερούς και περιβοήτους τόσον για την αρετή τους όσον και για την ωφέλεια που προξενούν στους άλλους.

Και εάν χρειασθή, ας αναγνωσθούν αυτά και στους εθνικούς. Ώστε να αντιληφθούν, έστω και με αυτόν τον τρόπον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όχι μόνον Θεός είναι και Υιός του Θεού, αλλά ότι και εκείνοι που τον λατρεύουν γνησίως και πιστεύουν σ’ αυτόν ευσεβώς, δηλαδή οι χριστιανοί, αποδεικνύουν εμπράκτως ότι οι δαίμονες, τους οποίους αυτοί οι ειδωλολάτρες θεωρούν ως Θεούς, όχι μόνο δεν είναι θεοί, αλλά και καταπατούνται και καταδιώκονται από αυτούς ως πλάνοι και φθορείς των ανθρώπων, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 421 και εξής. Επιμέλεια Δημήτρης Δημουλάς)


















(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΓ΄  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιη΄ 18-27)
 Ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶχε ἕναν πόθο, πού ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κι ἄς μήν τό ὁμολογοῦν οἱ περισσότεροι. Ποθοῦσε τήν αἰώνια ζωή. «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἴνα ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;», ρωτάει. Καί ὁ Χριστός τόν παραπέμπει στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. «Τίς ἐντολές τίς γνωρίζεις», τοῦ λέει. «Νά μήν πειράξεις ξένη γυναίκα, νά μή σκοτώσεις, νά μήν κλέψεις, νά μήν πάρεις ψεύτικο ὅρκο, νά τιμᾶς τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου». «Ὅλα αὐτά τά τήρησα ἀπό τά μικρά μου χρόνια», ἡ ἀπάντηση τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος περιμένει ἀπόλυτα σίγουρος, τή δικαίωση ἀπό τόν Κύριο, ἀφοῦ τόν διαβεβαιώνει ὅτι ἐφαρμόζει καλά τό νόμο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ δείχνει ἕναν ἄλλο δρόμο, τόν τέλειο νόμο τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Γιατί ἡ σωτηρία ἀπαιτεῖ ὁλοκληρωτικό δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό καί αὐτό περνᾶ ἀπαραίτητα μέσα ἀπό τό ὁλοκληρωτικό δόσιμο πρός τό συνάνθρωπο.
 «Ἕνα σου λείπει ἀκόμα» τοῦ λέει, «πούλησε τά ὑπάρχοντά σου, μοίρασε τά στούς φτωχούς καί ἀκολούθησε μέ». Αὐτό τό δρόμο τόν ἀκολούθησαν οἱ Ἀπόστολοι πού τ’ ἄφησαν ὅλα κι ἔγιναν μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀσκητές πού ἀφιέρωσαν ὅλη τή ζωή τούς σ’ αὐτόν, οἱ μάρτυρες πού θυσίασαν τά πάντα στό ὄνομά Του. Τώρα εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ πλούσιος νέος καλεῖται ἀπό τόν Κύριο νά τόν ἀκολουθήσει, ἀφοῦ γίνει πρῶτα εὐεργετικός στό συνάνθρωπο. Συγκρούεται μέσα του ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τά πλούτη. Προφανῶς ἡ ἀγάπη του γιά τόν πλοῦτο εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τό Θεό. Γι’ αὐτό φεύγει μακριά ἀπό τό Χριστό λυπημένος. Ὁ πλοῦτος τόν δεσμεύει στή γῆ καί δέν τόν ἀφήνει νά πετάξει στόν οὐρανό γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Δέ μπορεῖ νά καταλάβει ὅτι πρέπει νά ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά γιά νά εἶναι πλήρης ἡ χαρά του, ἡ χαρά τῆς αἰώνιας ἀγάπης πού προσφέρει ἡ κοινωνία μέ τό Θεό.
 Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅλα εὐλογημένα καί ὁ Θεός τά ἔχει δώσει ὅλα γιά ὅλους. Τονίζει ὡστόσο, ὅτι ἡ συσσώρευση τοῦ πλούτου στούς λίγους εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Μακριά ἀπό τό Θεό αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἔχει κάτι δικό του, τά χρήματα, τά κτήματα, τήν περιουσία του. Συσσωρεύει πλοῦτο, ἀλλά ὁ πλοῦτος δέ φέρνει τήν εὐτυχία, ἐνέχει πολλούς κινδύνους. Καλλιεργεῖ τά πάθη στόν ἄνθρωπο, τή φιλαργυρία, τόν ἐγωισμό, τήν πλεονεξία, «ἤτις ἐστίν εἰδωλολατρία», κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἡ καρδιά τοῦ πλούσιου εἶναι κλειστή, βουτηγμένη στήν ἀγωνία καί στήν ἐρημιά της. Ἴσως εἶναι καί ἄδεια, κολλημένη στά ὑλικά ἀγαθά, ἀδύναμη νά προσφέρει καί νά μοιράσει. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός στή συνέχεια μᾶς λέει πώς «δυσκόλως οἱ τά χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Γιά νά καταλήξει ἀπαντώντας στήν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του, «τίς δύναται σωθῆναι;», στή φράση «τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστι». Ἐκεῖνα πού εἶναι ἀδύνατο νά γίνουν μέ τήν ἀσθενική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, αὐτά εἶναι κατορθωτά μέ τή δύναμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
 Θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας ὅτι, στό δρόμο πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χρειαζόμαστε τή χάρη Του. Μόνο μέ τίς δικές μας δυνάμεις τίποτε δέν μποροῦμε νά πετύχουμε, δέ μποροῦμε νά ξεπεράσουμε τά πάθη μας. Εἶναι σαφής ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ἡ θεία χάρη μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τά πάθη, μᾶς κινεῖ σέ μετάνοια, μᾶς καθαρίζει, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς ζωογονεῖ, ἐνισχύει τήν ψυχή μας. Καί ἐκεῖνο πού φαίνεται ἀκατόρθωτο στήν ἀνθρώπινη προσπάθεια καί τά ἀνθρώπινα μέτρα ἐπιτυγχάνεται μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζητήσει τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά δείξει τήν ἀγαθή προαίρεσή του. Τότε ἔρχεται ὁ Κύριος, ἡ χάρη Του ὑπερνικᾶ ὅλα τά ἐμπόδια, νικᾶ τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται δυνατός. Ἀπαλλάσσεται σιγά σιγά ἀπό τά δεσμά, ἐξαγιάζεται, σκορπᾶ γύρω του τήν ἀγάπη καί τήν καλοσύνη, προχωρεῖ στό δρόμο τῆς ἀρετῆς.
 Ἔτσι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπελευθερώνεται ὁ πιστός πλούσιος ἀπό τή δουλεία τοῦ πλούτου καί τόν χρησιμοποιεῖ στήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καί τῶν πονεμένων. Τότε βρίσκει θησαυρό καλύτερο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη πού γεμίζει τήν καρδιά του. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πάλι, ὁ φτωχός πιστός ξέρει πῶς νά ἀντιμετωπίσει τή φτώχειά του. Γιατί δέ θά σωθεῖ ὁ φτωχός λόγω τῆς φτώχειάς του, οὔτε θά καταδικαστεῖ ὁ πλούσιος λόγω τοῦ πλούτου του. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος, πλούσιος ἤ φτωχός, ἀπό τά πάθη του καί ὁ δρόμος πρός τή σωτηρία εἶναι ἀνοιχτός. «Ἡ θεία χάρις, ἡ σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις εἴη μετά πάντων ὑμῶν» καί τότε «τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστι». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑΑιώνια κληρονομία «Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Εκ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου

ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ιη΄18-27)      (Γαλ. στ΄ 11-18)

Αιώνια κληρονομία

«Τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»

Στην υπερεκτίμηση και απολυτοποίηση των υλικών αγαθών σε βαθμό θεοποίησής τους, αλλά και στην ειδωλοποίηση του εγωισμού του ανθρώπου, αναφέρεται η περικοπή του Ευαγγελίου που ακούσαμε σήμερα. Για να ξεπεράσει τα εμπόδια αυτά που υψώνονται τόσο αμείλικτα μπροστά του, ο άνθρωπος καλείται να παραδώσει με εμπιστοσύνη τον εαυτό του στην αγάπη του Χριστού. Όπως ακριβώς προσφέρεται το υπόδειγμα του μικρού παιδιού που το βλέπουμε να παραδίδεται στην αγάπη των γονέων του και να τους εμπιστεύεται πλήρως. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το περιστατικό της ευλογίας των παιδιών από τον Κύριο, προηγείται της συνάντησης με τον πλούσιο νέο της περικοπής μας.

Ο πλούσιος νέος

Στην απορία του νέου τι έπρεπε να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, ο Κύριος τον παρέπεμψε στο μωσαϊκό νόμο. Σε καθήκοντα που ήδη είχε εφαρμόσει από την παιδική του ηλικία. Ο Νόμος λειτουργούσε ως «παιδαγωγός εις Χριστόν». Η εφαρμογή του οδηγούσε τον άνθρωπο της Παλαιάς Διαθήκης στην αγάπη, την αλήθεια και τη Χάρη του Χριστού.

Ωστόσο, ο πλούσιος νέος αδυνατούσε να αισθανθεί τον Θεό στην ύπαρξή του, παρόλο που είχε εφαρμόσει τις εντολές Του. Και αυτό γιατί το κίνητρό του δεν ήταν ασφαλώς η αγάπη του Θεού, αλλά η ανύψωση και η εγωιστική ανάδειξη του εαυτού του. Παραμέρισε το Θεό από τη ζωή του και έψαχνε εναγωνίως στηρίγματα για τον εαυτό του σε λάθος δρόμο και αντίστροφη για την αξία του ανθρώπου πορεία.

Γι’ αυτό και τον βλέπουμε να είναι ασφυκτικά εναγκαλισμένος με τα υλικά αγαθά, στην περιουσία και τα χρήματά του. Καλλιεργούσε επίσης μια επικίνδυνη αυταρέσκεια που εκφραζόταν με τη φήμη του ως καλού, ηθικού και θρησκευτικού ανθρώπου. Όλα όμως αυτά τον οδηγούσαν μόνο στην ειδωλοποίηση του εαυτού του και κατ’ επέκταση στην αφροσύνη. Αποκλειστικό του στήριγμα είχαν γίνει οι φυσικές και βιολογικές του δυνάμεις, παρόλο που γνώριζε ότι αυτά είναι εντελώς πρόσκαιρα και προσωρινά.

Ειδωλολατρία

Ο νέος της περικοπής είχε ταυτισθεί με την περιουσία του. Σε σημείο μάλιστα που τα χρήματα και τα υλικά αγαθά προσδιόριζαν την αξία της ύπαρξής του. Τοποθέτησε η δυστυχισμένη αυτή ύπαρξη, τα υλικά αγαθά στη θέση του θεού, δίνοντάς τους ανάλογη υπόσταση στη ζωή του.

Ο Χριστός με τα όσα υπέδειξε στο νέο εκείνο, θέλησε να το βοηθήσει να καταλάβει πώς μ’  αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος καταστρέφεται και οδηγείται στην απώλεια. Γι’ αυτό και του λέγει: «Ένα σου λείπει ακόμη. Όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό. Και ύστερα έλα να με ακολουθήσεις».

Ο Κύριος στέλλει σε όλους μας ξεκάθαρα μηνύματα. Μας βοηθά να καταλάβουμε ότι η φιλοχρηματία και η φιλαργυρία είναι ειδωλολατρία. Ειδωλολατρία σημαίνει υποταγή και υποδούλωση στη φθορά των υλικών αγαθών. Ειδωλοποίηση του εγωισμού σημαίνει απομόνωση, μοναξιά και επομένως καταδίκη. Ο Χριστός μέσω της Εκκλησίας Του και της αλήθειας της, προσκαλεί όλους μας να απελευθερωθούμε από το φορτίο της υλικής κυριαρχίας και ν’ απαγκιστρωθούμε από ψευδαισθήσεις για δήθεν υπεραξία του εγώ μας έναντι των άλλων ανθρώπων.

Πραγματικά, πόσο δυστυχισμένη ύπαρξη προβάλλει ο νέος της περικοπής μας, όταν τον βλέπουμε να είναι τόσο προσκολλημένος και προσαραγμένος στα υλικά αγαθά; «Περίλυπος εγένετο, ήν γαρ πλούσιος σφόδρα». Είναι γι’ αυτό άλλωστε που ο Κύριος διαπιστώνει ότι «εκείνοι που έχουν τα χρήματα δύσκολα θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Είναι πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά πλούσιος να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού».

Κοινωνία αγάπης

Ο λόγος του Χριστού αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ψυχής, προκειμένου αυτή ν’ αποδώσει πνευματικά μελωδήματα. Στη διαδικασία αυτού του αγγίγματος, ο άνθρωπος αφυπνίζεται και διερωτάται ποιος μπορεί να σωθεί τη στιγμή που βυθίζεται στις βιοτικές μέριμνες και τις υλικές φροντίδες. Βέβαια, η σωτηρία μας «παρά ανθρώποις αδύνατόν εστι». Η σωτηρία είναι ακριβώς η κοινωνία μας στην αγάπη του Θεού, που απελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε είδους δεσμεύσεις που έχουν σχέση με την προσκόλληση στα υλικά αγαθά. Για να δεχθεί ο άνθρωπος τη σωτηρία, θα πρέπει επειγόντως να εμπιστευτεί τον εαυτό του στον Θεό και να παραδοθεί χωρίς όρους και όρια στην αγάπη Του. Να προσκολληθεί σ’ αυτήν, για να μπορέσει ν’ απελευθερωθεί και να σπάσει τα δεσμά της κάθε μορφής δουλείας που τον κυκλώνει σήμερα και τον στραγγαλίζει πνευματικά. Αν αυτό γίνει, τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι «παρά τω Θεώ πάντα δυνατά εστι».

Αγαπητοί αδελφοί, ο άνθρωπος ιδιαίτερα της εποχής μας, γκρεμίζει καθημερινά την ύπαρξή του επειδή την εξαρτά μονομερώς με την περιουσία που εκφράζεται με τα υλικά αγαθά και ό,τι έχει σχέση με αυτά. Δεν την εξαρτά με την πραγματική ουσία του που φανερώνεται στην πιο αυθεντική της μορφής στην κοινωνία με το Θεό, στο Πρόσωπο του Χριστού. Σ΄ αυτή την κοινωνία μάς προσκαλεί καθημερινά η αγάπη του Χριστού, η οποία είναι η μόνη βάση  που μας εξυψώνει και μας καταξιώνει σε μια δυναμική που διανοίγει απεριόριστα τους ορίζοντες της ζωής μας στην προοπτική ενός βαθύτερου νοήματος που τόσο εναγωνίως αναζητούσε ο νέος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.

Κυριακή ΙΓ Λουκά«Διδάσκαλε αγαθέ...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός» (Λουκ. 18, 18-19) π.Γεώργιος Δορμπαράκης




«Διδάσκαλε αγαθέ...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός» (Λουκ. 18, 18-19)

α. Μία αξιολογική κρίση για τον Ίδιο και μία ερώτηση περί της αιώνιας ζωής δέχεται ο Κύριος από έναν άρχοντα, στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα του Λουκά, το οποίο είναι καθ’  όλα ίδιο – πλην της προσθήκης  ότι πρόκειται περί πλουσίου νεαρού – με το αντίστοιχο ευαγγέλιο του  Ματθαίου. Και προξενεί εντύπωση  το γεγονός ότι ο Κύριος δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό ερώτημα – ποιο ερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; - αλλά σχολιάζει και την κρίση γι’  Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε; Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τον προσελθόντα άρχοντα;

β. 1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητεί τον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στον κόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Του ιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωπος λειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». «Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και η διδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγε κανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι  «η δύναμις του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατών Του, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν, ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Του δεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση και μαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.

2. Η αντίδρασή Του είναι για τον χρωματισμό που δίδει σ’  Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι με λέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια του αγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτερος σκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριος προφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστη των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια η Παναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν και ως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τη δύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχής τους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρό προ των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θα γινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στο όρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν και άκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.

3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότι είναι  και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον – τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κι αλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία  και που δεν είχε τους ανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που η εξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα: στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που του έλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτου του, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότι είναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει την περίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου: είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουν τη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόπο φιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούς του προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.

4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριος προσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό.«Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτεί ότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνων το περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογα με το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο της ζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε και στην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της προηγουμένης Κυριακής – που σημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθό της ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: ο πλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναι ένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κι από την άλλη: Ο Ζακχαίος του γνωστού περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιος και αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριο αλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημά Του. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τις αδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.
Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεού ως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’  Εκείνον που (πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του. Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό που αποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.

γ. Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχο θέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τον όντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωή πλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ως χριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: αν δεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί, σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’  Εκείνον. Και αγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθός μ’  ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη, διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».

Κυριακή ΙΓ Λουκά «῞Οσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται» (Γαλ. 6, 12)π.ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



«῞Οσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μή τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται» (Γαλ. 6, 12)

α. Στούς Γαλάτες ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ ὁποῖοι δέχονταν ῾ἐπιθέσεις᾽ ἀπό τούς ἰουδαιοχριστιανούς, τούς ῾ψευδαδέλφους᾽ δηλαδή ἐκείνους πού εἶχαν εἰσχωρήσει ὡς κατάσκοποι ἀνάμεσά τους διακηρύσσοντας ὅτι ἡ χριστιανική πίστη ἀποτελεῖ μία βελτιωμένη ἁπλῶς ἔκδοση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καί συνεπῶς διέστρεφαν τήν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη. Μέ τά λεγόμενά του ὁ ἀπόστολος ἀποκαλύπτει τό ῾παιχνίδι᾽ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν: ὄχι μόνο ὁ χριστιανισμός τους ἀλλά ἀκόμη καί ὁ ἰουδαϊσμός τους δέν ἦταν γνήσιος. Τό μόνο πού τούς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ δική τους ἄνεση, ἡ κατοχύρωση τῶν ἀτομικῶν τους μόνο συμφερόντων. Πιό σαφής λόγος ἀπό τόν παραπάνω τοῦ ἀποστόλου δέν θά ὑπῆρχε: ῾Ὅσοι θέλουν νά ἀποκτήσουν καλή φήμη στούς ἀνθρώπους, αὐτοί σᾶς ὑποχρεώνουν νά περιτέμνεσθε, μέ μόνο στόχο νά μήν καταδιώκονται ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους ἐξαιτίας τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ᾽.

β. 1. ῾Ο ἀπόστολος λοιπόν εἶναι σαφής: διαπιστώνει τό ἔργο τῶν ἐχθρῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης, φανερώνει τή σκοπιμότητα τῶν ἐνεργειῶν τους καί προπάντων ἀποκαλύπτει τό βαθύτερο σκεπτικό τους.
Ποιό τό ἔργο κατά πρῶτον τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν ψευδαδέλφων καί προσωπικῶν τοῦ ἀποστόλου διωκτῶν; ῞Οπως τό λέει ὁ ἀπόστολος: νά κάνουν ἱεραποστολή ὑπέρ τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀσκώντας μάλιστα ἕνα εἶδος βίας πρός τοῦτο. ῾᾽Αναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι᾽. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν, καλύτερα: δέν ἤθελαν νά καταλάβουν ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά προβάλει τόν Μωϋσῆ ὡς σωτήρα, ἀλλά γιά νά δείξει ὅτι καί ὁ Μωϋσῆς λειτουργοῦσε μέσα στό σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου. ῾῞Ο,τι ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆτες γιά ᾽Εμένα τό ἔγραψαν᾽. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἐνῶ ἀναγνωρίζει τή συμβολή τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ᾽Ισραήλ  γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου - ᾽Εκεῖνος ἄλλωστε τούς κάλεσε -  τούς ξεπερνᾶ.
᾽Αλλά τί λέει ὁ ἀπόστολος; ῞Οτι κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἱεραποστολή τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν – τούς ὁποίους ἀντιμετώπισε ὁριστικά καί τούς κατεδίκασε ἡ ᾽Αποστολική Σύνοδος τό 48/49 μ.Χ. - ἦταν κίβδηλη, διότι δέν ἦταν καρπός τῆς πιστεύουσας καρδιᾶς τους. Στήν καρδιά τους αὐτό πού κυριαρχοῦσε ἦταν ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἄνεσής τους καί ἡ ἀπολαβή τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου: ῾μή καταδιωχθοῦμε ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους γιά τό κήρυγμα πού ἀναφέρεται στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ᾽. Εἶχαν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἐγείρει διωγμούς ὡς τό ῾ἀγκάθι᾽ στή σκέψη τῶν ᾽Ιουδαίων. ῾῾Ημεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, ᾽Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δέ μωρίαν᾽. Συνεπῶς ἀποκαλύπτονταν ὡς ἀρνησίχριστοι καί χριστομάχοι, ἀφοῦ τελικῶς δέν πίστευαν στόν ᾽Εσταυρωμένο Κύριο, ἔστω κι ἄν θεωρητικῶς σ᾽ ἕναν βαθμό προσποιοῦνταν ὅτι Τόν ἀποδέχονται. ῾῾Ο μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι᾽. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν᾽.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος ὡς ἰατρός χειρουργός προβαίνει στήν ἀνατομία τῆς πίστης τῶν ψευδαδέλφων: τούς ἐνδιαφέρει μόνον ἡ καλή φήμη τους, τό καλό ὄνομά τους στόν κόσμο, προκειμένου νά μήν ὑποστοῦν κανένα διωγμό. Πρόκειται λοιπόν γιά τούς βολεμένους πού ἡ βολή τους μετράει πάνω ἀπό ὅλα. Δέν πιστεύουν πουθενά τελικῶς, οὔτε στόν Χριστό οὔτε κἄν στόν ἰουδαϊσμό. Θεός τους φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός τους: ἡ καλοπέρασή τους, καί προκειμένου νά διακρατήσουν τήν καλοπέραση αὐτή δέν πρέπει νά προκαλοῦν ἐκείνους πού ἐνοχλοῦνται, δηλαδή τούς ᾽Ιουδαίους. ῾Νά τά ἔχουμε καλά μέ ὅλους γιά νά καλοπερνᾶμε᾽ εἶναι τό σύνθημα τῆς ζωῆς τους.

2. ᾽Αλλά αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος ἰσχύει ὄχι μόνο γιά τούς ῾ἀθέους᾽ ἰουδαιοχριστιανούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά καί γιά κάθε ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ἀκόμη καί γιά ἐμᾶς - ἤ ἴσως κυρίως γιά ἐμᾶς; - τούς λεγομένους χριστιανούς. Καί τοῦτο διότι δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ὅ,τι μετράει περισσότερο καί σέ ἐμᾶς εἶναι τό ῾τί θά ποῦν οἱ ἄλλοι, τί θά πεῖ ὁ κόσμος᾽, τό πῶς δηλαδή θά κτίσουμε μία καλή εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά μήν ὑποστοῦμε ὄχι ἴσως ἕναν διωγμό φανερό, ἀλλά ἕναν ἄλλου τύπου: τῆς εἰρωνείας, τῆς ἀπόρριψης, τῆς ῾φιλίας᾽ κάποιων ῾σπουδαίων᾽. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἀφενός τόν Χριστό Τόν διαγράφουμε ἔμπρακτα ἀπό τή ζωή μας - ἡ πρακτική ἀθεΐα εἶναι ἡ χειρότερη μορφή ἀθεΐας - ἀφετέρου φανερώνουμε ὅτι ἐν τέλει Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας.  Δέν χρειάζονται, ἔτσι, ἄλλοι ἐχθροί τῆς πίστης μας ἔξω ἀπό ἐμᾶς. ᾽Εμεῖς ῾ροκανίζουμε᾽ μέ τόν τρόπο αὐτό τήν πίστη κι ἄς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ.
῾Η ταύτισή μας μέ τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς - μέ τούς ὁποίους ἀνήκουμε στήν ἴδια ὁμάδα τῶν ῾καλοπερασάκηδων᾽ - ἀποκορυφώνεται, ὅταν κι ἐμεῖς  δέν διστάζουμε μπροστά στή βολή μας καί τή ῾φήμη᾽ μας νά γινόμαστε σκληροί πρός τούς ἄλλους, παίζοντας τό παιχνίδι ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπιζητοῦμε τήν καλή γνώμη. Δέν διστάζουμε γιά παράδειγμα οἱ γονεῖς πολλές φορές νά καταπιέζουμε τά ἔφηβα παιδιά μας γιά νά πηγαίνουν στήν ᾽Εκκλησία, ὄχι τόσο γιατί πράγματι πιστεύουμε στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἀλλά γιά τό καλό ὄνομα πού θέλουμε νά ἔχουμε στό χριστιανικό περιβάλλον μας. Τό διακύβευμα ἐν προκειμένῳ, ἀντίστοιχο μέ αὐτό τῶν ἰουδαιοχριστιανῶν, εἶναι ἡ εὐπροσώπησή μας ἐν σαρκί, ἡ καλή φήμη μας στόν κόσμο, κι ὄχι ἡ γνησιότητα τῆς πίστης μας, τό πῶς θά ἀρέσουμε στόν Θεό μας. ῎Αλλωστε ἄν ἦταν γνήσια ἡ πίστη αὐτή θά λειτουργοῦσε μέ ἀγάπη καί σεβασμό πρός τήν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν μας, σάν τοῦ Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου.
 Κι ἀκόμη: μπορεῖ ὡς κοινωνικοί ἐργάτες κι ἴσως καί κληρικοί νά ἀσκοῦμε πολλές φορές ἱεραποστολικό καί κοινωνικό ἔργο, ὄχι γιά νά ἀρέσουμε πρωτίστως στόν Κύριο, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης μας, ἀλλά στόν ἐπίσκοπό μας ἤ γιά νά εἰσπράττουμε τό ῾μπράβο᾽ ἀπό τούς ἐνορίτες μας. ῾Η καλή εἰκόνα μας ἀποτελεῖ στήν περίπτωση αὐτή τήν προτεραιότητά μας καί ὄχι, καθώς εἴπαμε, ἡ ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού κατοικεῖ στήν καρδιά μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς, ὅσο σκληρό κι ἄν ἀκούγεται τοῦτο, ὅτι ὅσο πιό θορυβῶδες εἶναι τό ἔργο μας, ὅσο πιό πολύ διαφημίζουμε τήν ὀρθοδοξία μας καί τήν κοινωνική προσφορά μας, μέ ἐπιθέσεις σκληρές κάποιες φορές πρός τούς ῾ἀντιπάλους᾽ τῆς πίστης μας, τόσο περισσότερο φανερώνουμε ὅτι ἔχουμε πέσει στήν παγίδα αὐτή τῆς κενοδοξίας τοῦ ἑαυτοῦ μας πού ζητᾶ τήν ἐπευφημία τῶν ἀνθρώπων.

3. ῾Ο λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅμως δέν ἀφήνει τέτοια περιθώρια. ῾Οὐαί ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι᾽ φωνάζει. Γιατί; Διότι σ᾽ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία καί κυριαρχούμενο στό μεγαλύτερο ποσοστό του ἀπό τόν ἄρχοντά του τόν διάβολο, ὁ χριστιανός θά συναντήσει τήν ἐχθρότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου – τό μαρτύριο ἀποτελεῖ ῾δομικό᾽ στοιχεῖο τῆς ὕπαρξης τοῦ πιστοῦ. Καί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀλλιῶς, ἀφοῦ ρυθμιστικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο μανιωδῶς πολεμάει ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του. ῎Ετσι φιλία μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἁμαρτωλό κόσμο δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. ῾῞Ος ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται᾽, βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. ῾Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν᾽. Τό πνευματικό ἀλλοιθώρισμα ὡς ταυτόχρονη προσπάθεια σύζευξης καί τῶν δύο συνιστᾶ γνώρισμα ἀνθρώπου πού δέν ἔχει σταθερή πίστη καί γι᾽ αὐτό εἶναι διαρκῶς ῾ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ᾽.
Μέ ἄλλα λόγια ὁ  χριστιανός κινεῖται πάντοτε μέ βάση τόν λόγο τῶν ἁγίων ἀποστόλων πού ἐπιτάσσει ῾πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις᾽. Τόν Θεό ἐν Χριστῷ ζητοῦμε νά εὐαρεστοῦμε καί νά εὐχαριστοῦμε, διότι Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός μας, ὁ συντηρητής τῆς ζωῆς μας, ἡ τελική ἀναφορά μας καί ὁ κριτής μας, αὐτονοήτως δέ ἡ εὐχαριστία Του αὐτή προϋποθέτει τή συμμετοχή στό κατεξοχήν γεγονός μέ τό ὁποῖο εὐχαριστεῖται, τή Θεία Εὐχαριστία, συνεπῶς τήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία. Τό ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ ἄλλωστε εἶναι ἡ ἐπωδός τῆς κάθε ἐνέργειας τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ.

γ. ῾Ο λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς θέτει ἐνώπιον τῆς αὐτοσυνειδησίας μας ὡς χριστιανῶν. Ποιόν τελικῶς ὑπηρετοῦμε, δηλαδή σέ ποιόν τελικῶς δίνουμε λογαριασμό; ῾Ο ἀγώνας μας εἶναι ὄντως ῾εὐπροσωπῆσαι᾽, νά ἀποκτήσουμε καλή φήμη, χωρίς ὅμως τό ῾ἐν σαρκί᾽, δηλαδή χωρίς τήν ἀναφορά μας στόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους. ῾Εὐπροσωπῆσαι ἐν Χριστῷ᾽: αὐτή εἶναι ἡ καθημερινή προοπτική. Νά ἀρέσουμε στόν Χριστό, ῾δοκιμάζοντες τί εὐάρεστόν ἐστιν Αὐτῷ᾽.

Ἡ ἐπίδραση τῶν παθῶν (Λουκ. ιη΄ 18-27) Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ



«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο»

Ὁ ἄρχοντας ποὺ πλησίασε τὸ Χριστό, δὲν ἦταν ἄνθρωπος κακῶν διαθέσεων. Ἀντίθετα ἦταν καλοπροαίρετος, αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν τοῦ Νόμου καὶ μάλιστα ἦταν καὶ τύπος ἀνθρώπου ποὺ εἶχε ἀνησυχίες γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἤθελε νὰ κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ Χριστοῦ, γι’αὐτὸ καὶ ἐξ’ ἀρχῆς τὸν προσφωνεῖ κολακευτικά: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ.18,18). Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος σημειώνει καὶ τὴ λεπτομέρεια πὼς τόλμησε μπροστὰ στὸ πλῆθος νὰ γονατίσει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ νὰ τοῦ κάνει τὴν ἐρώτηση (Μάρκ. 10,17). Ὁ Βίκτωρ, ὁ Πρεσβύτερος Ἀντιοχείας γράφει πὼς ὁ «νεανίσκος» (Ματθ. 19,20) δὲν ἦταν ὕπουλος, ἀλλὰ φιλάργυρος. Ἂς δοῦμε τὴν προσωπικότητά του. 



Τὰ καλὰ στοιχεῖα τοῦ νεανίσκου

Πρῶτα πρῶτα εἶχε τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία. Βέβαια οἱ περισσότερες ἐντολὲς ποὺ εἶχε φυλάξει, εἶχαν ἀρνητικὸ χαρακτήρα, δηλ. δὲν εἶχε μοιχεύσει, δὲν εἶχε σκοτώσει, δὲν εἶχε κλέψει κ.ἄ. Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ ὁμολογία του πὼς εἶχε, ἂν καὶ νεαρὸς στὴν ἡλικία, νικήσει τὰ σαρκικὰ πάθη, ποὺ εἶναι καταστάσεις δυσκαταγώνιστες. Θὰ μπορούσαμε ἄνετα νὰ ποῦμε πὼς εἶχε φόβο Θεοῦ. Δὲν ἦταν ἀναίσθητος πνευματικά. Ἀκόμη καὶ ἡ ἐρώτηση ποὺ ἔκανε: «Τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. 19,20) δείχνει τὴν ἀγωνία ποὺ εἶχε γιὰ τὴ σωτηρία του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «τί ἔτι ὑστερῶ;» ὅ καὶ αὐτὸ σημεῖον ἦν τῆς σφοδρᾶς ἐπιθυμίας αὐτοῦ», δηλ. ἡ ἐρώτηση ἦταν σημάδι τῆς πάρα πολὺ μεγάλης ἐπιθυμίας του, γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτὴ ἡ συναίσθησή του πὼς πιθανῶς κάπου νὰ ὑστερεῖ καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ γίνει καλύτερος, τὸν κάνει νὰ εἶναι συμπαθής. Ὁ Κύριος «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μάρκ. 10,21). Ὁ Κύριος τὸν ἀγάπησε, ἐπειδὴ εἶδε πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε, δὲν ἦταν ψεύτικα, ἀλλὰ ἀληθινά. Ὁ νεανίσκος εἶχε νικήσει τὴ σάρκα του, εἶχε νικήσει τὸν ἐγωισμό του, εἶχε καταβάλει τὶς ἰδιοτροπίες του καὶ τὰ διάφορα νεανικὰ πάθη. Ποὺ ὅμως εἶχε νικηθεῖ;



Τὸ μεγάλο πάθος τοῦ νεανίσκου

Μπορεῖ κάποιος νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως νὰ εἶναι δέσμιος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνθρώπου ἐπινοεῖ πολλὲς φορὲς ἁμαρτωλὲς καταστάσεις μέσα μας, οἱ ὁποῖες τὶς περισσότερες φορὲς ἑστιάζονται στὶς προσπάθειές μας νὰ κατανικήσουμε τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ νὰ σταθεροποιήσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὑλικῶν πραγμάτων. Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ μᾶς τὴν τελεία ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς κρατοῦν δέσμιους ἐντός τοῦ κόσμου, γράφει ἕνας καθηγητὴς θεολόγος. Ὁ νεανίσκος εἶχε νικήσει τὸν ἔρωτα τῶν σωμάτων, ἀλλ’εἶχε νικηθεῖ ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων. Ἦταν φιλάργυρος. Ἡ προσκόλληση στὸν ὑλικὸ πλοῦτο μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπαγκίστρωσή μας ἀπὸ τὰ χρήματα θεωρεῖται χάρισμα καὶ μάλιστα μεγάλο. Ὁ Κύριος ζήτησε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα νὰ διανείμει τὴν περιουσία του στοὺς πτωχούς. Αὐτὸ ἦταν κάτι ἀνήκουστο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τοῦ εἶπε νὰ κάνει κάτι μεγάλο, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ μεγάλα ἔπαθλα· «ἔξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ›› (Λουκ. 18,22). Ὁ Κύριος τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τὸν κάνει πιὸ πλούσιο. Τοῦ εἶπε νὰ δώσει τὰ φθειρόμενα, γιὰ νὰ κερδίσει τὰ μένοντα καὶ αἰώνια. Ὁ νεανίσκος δὲν ἄντεξε τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου καὶ «ἀπῆλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22). Τὰ κτήματα καὶ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀφήρεσαν τὸ ζῆλο γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ὁμιλία του λέγει πὼς πιὸ εὔκολα κάποιος δίνει τὸ αἷμα του παρὰ ἀρνεῖται τὰ χρήματα· «ὥστε τοῦ ρίψαι τὰ χρήματα πολλῷ μεῖζον τοῦτο τὸ ἐπιτάγμα, τὸ καὶ αὐτὸ τὸ αἷμα ἐκχεῖν». Ὁ λαλίστατος νεανίσκος κατάπιε τὴ γλώσσα του μπροστὰ στὴν προσταγὴ τοῦ Κυρίου. Σίγησε, ἔγινε κατηφὴς καὶ στυγνὸς καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ σπίτι του, χωρὶς νὰ παραδεχθεῖ τὸ σωτήριο λόγο τοῦ Χριστοῦ.



Ἡ ἐπίδραση τῶν παθῶν

Ἀντὶ ἄλλων σχολίων ἂς ἀναφέρουμε τὴ γνώμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴ φιλαργυρία ποὺ δείχνει τὴ φοβερὴ ἐπίδραση τοῦ πάθους πάνω μας. Γνωρίζω (γράφει ὁ ἅγιος) πολλοὺς νηστευτές, προσευχομένους, στενάζοντες, ποὺ δείχνουν ὅλη τὴν ἀδάπανη εὐλάβεια, ἐνῶ δὲν προτίθενται νὰ δώσουν ἐλεημοσύνη οὔτε ἕναν ὀβολό. «Τί τὸ ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς», δηλ. ποιὸ εἶναι σ’ αὐτοὺς τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἀρετή; Κανένα ὄφελος δὲν ἔχουμε, ἐὰν κυριαρχεῖ ἕνα πάθος καὶ μάλιστα θανάσιμο, ἐπάνω μας, ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἀρετή μας.



Ἀδελφοί μου,

Ἂν δὲν εἶναι στραμμένη ἡ καρδιά μας στὰ μὴ βλεπόμενα, ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τοποθετήσουμε στὴν πρέπουσα θέση τὴ γῆ ἀπέναντι στὸν οὐρανὸ κι ἂν δὲν καταλάβουμε ὅτι εἴμαστε στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ προορισμὸς μας εἶναι ὁ οὐρανός, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐννοήσουμε αὐτὰ ποὺ λέγει ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ τὸν πλοῦτο. «Ἄς προσπαθήσουμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ διάφορα πάθη μας».

Τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; (ΙΓ΄Λουκᾶ)- Ἀθανάσιος Γιέφτιτς




Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τόσους ποὺ μνημονεύονται καὶ ἀναφέρονται, κανεὶς δὲν ἔχει θέσει τέτοια ριζική, ὁριακή, θὰ ἔλεγα, ἐρώτηση στὸν Χριστό, ὅσον ἕνας νέος. Σημειώνουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι προσῆλθε στὸν Χριστὸ ἕνας νέος καὶ τοῦ ἔθεσε τὴν πιὸ μεγάλη, τὴν πιὸ ριζική, τὴν πιὸ ὁριακὴ ἐρώτηση:

«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Τί νὰ κάνω νὰ κερδίσω, νὰ ἔχω τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια; Βέβαια προσῆλθε πρὸς τὸν Χριστὸ ὡς ἕνα μεγάλο σοφὸ διδάσκαλο, γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε: «Γιατί μὲ λέγεις ἀγαθόν, μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός». Τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σὰν νὰ τοῦ λέει, «μήπως θέλεις νὰ πιστέψεις ὅτι εἶμαι καὶ πάρα πέρα ἀπὸ σοφὸς διδάσκαλος;». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ριζικὴ ἐρώτηση σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ ὁ νεαρὸς δὲν ρώτησε ἀπὸ ἐγωισμό, «Κύριε, τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ζήσω αἰώνια», ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα στὸ νέο ἄνθρωπο νὰ ζητήσει πλῆρες νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ζωῆς.

Ἡ ζωὴ αὐτὴ στὸν κόσμο καὶ κυρίως ὅπως τὴν ζεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος, σὰν νὰ ἀνοίγει μόνον τὶς ὀρέξεις γιὰ τὴ ζωή. Καὶ στὴν συνέχεια ἔρχεται ἡ ζοφερὴ πραγματικότητα καὶ σὰν νὰ δηλητηριάζει αὐτὲς τὶς ἁγνὲς ὀρέξεις, ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ἐλπίδες ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ τὸν ἐρεθίζουν, σὰν νὰ αὐξάνουν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα του, σὲ σημεῖο ποὺ ὅλος ὁ κόσμος δὲν φθάνει νὰ τὶς χορτάσει. Γι’ αὐτό, εἶναι φυσικὴ ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου, «τί νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;». Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνιο. Γι’ αὐτὸ ὁ θάνατος εἶναι τόσο τραγικὸς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Καὶ οἱ Χριστιανοί, ὅταν παραδέχονται τὸν βίαιο θάνατο γιὰ τὸν Χριστό, ὅπως οἱ Μάρτυρες, ἢ τὸν ἑκούσιο θάνατο, ὅπως οἱ Ὅσιοι, τὸν παραδέχονται ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχουν μεταβεῖ ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ στὴν αἰώνια ζωή. Ὁ θάνατος εἶναι μία μετάβαση, θλιβερὴ ὅμως καὶ αὐτή, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὴ δυνατότητα ὅτι μποροῦμε νὰ πεθάνουμε, ὅτι μποροῦμε νὰ χάσουμε καὶ τὸ Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας.

Ἴσως δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα κατάλληλη νὰ μιλήσω περισσότερο, ἀλλά, ἐν πάσει περιπτώσει, καὶ στὴν ψυχανάλυση τοῦ Φρόυντ καὶ στὴν κοινωνιολογία τοῦ Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα παράλογο, διότι κατ’ ἀρχὴν κόβει τὶς δημιουργημένες σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ κυρίως τὴν ἀγάπη. Κόβει καὶ ἀπονοηματοποιεῖ.

Ἡ ἀγάπη, ὡς ἡ πιὸ δυνατὴ σχέση στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ὕπαρξη, διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς ἀθανασία, αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ θλίβεται ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, ποὺ ἀπειλεῖ αὐτὴ τὴ σχέση, ἂν ὄχι καὶ τὴν κόβει, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἑπομένως, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καὶ δύναμη καὶ ἔφεση ἀγαπητική, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη διεκδικεῖ ἀπὸ τὴ φύση της αἰωνιότητα, τὴν μὴ διακοπή, τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία δηλαδή, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ αἰωνιότητα.

Ἀπ’ αὐτὸ προῆλθαν ὅλες τῶν ἀνθρώπων οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δόξες, οἱ θρησκεῖες, οἱ προσδοκίες γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς ἔχουν πάρει πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς διαφορετικὴ ἑρμηνεία, θὰ ἔλεγα λάθος ἑρμηνεία, ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμίες εἶναι ἁγνὲς καὶ γνήσιες. Ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸ Θεό, ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως, τῆς προοδευτικότητας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἐλπίδας, τῆς προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος καὶ πίστεως ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει καλύτερο μέλλον, εἶναι δεδομένο, δοσμένο ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ θυμᾶται ὅτι εἶναι φτιαγμένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ ἐρώτηση τοῦ νέου στὸ εὐαγγέλιο ἦταν ἡ πιὸ ριζική, ἡ ὁριακὴ ἐρώτηση: «τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος ἤδη μὲ τὴν ὕπαρξή του (μὲ τὴν εἴσοδό του στὸν κόσμον καὶ τὴ ζωὴ αὐτὴ) στὴν αἰώνια ζωή. Ἀλλὰ τί εἶναι αἰώνια ζωή, τί περιεχόμενο θὰ ἔχει; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἤ, μὲ τὰ λόγια τὰ σημερινά, μία προπαγάνδα γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι μία κλίση στὴν πιὸ βαθειὰ διαίσθηση ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ ζωή, ἄλλα ζωὴ «ἐν κοινωνίᾳ», ζωὴ προσώπων, ἀδελφῶν ἐν ἀγάπῃ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς ἡ θεία Λειτουργία ὡς μία πρόγευση, ὡς μία προετοιμασία, ὡς μία προειδοποίηση. Ἔτσι κάπως θὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ὅλοι μαζὶ μὲ ἀγάπη, ἀδελφοί, σὲ χαρά, σὲ πανηγύρι.

Ἀποτελεῖται ἡ κοινωνία καὶ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖται μόνον ἀπὸ πρόσωπα· καὶ ὅσο πιὸ ἀνεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιὸ καλὴ κοινωνία. Κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα ἀναπτύσσονται καὶ ζοῦν φυσικὰ μόνον «ἐν κοινωνίᾳ». Ἕνας ἀτομισμὸς (τὸ κάθε ἄτομο γιὰ τὸν ἑαυτό του), μία ἰδιοτέλεια, ἕνας ἐγωισμὸς δὲν δημιουργεῖ κοινωνία προσώπων. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη (καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγάπη) εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση, ἀλληλοπληροφορία (μὲ τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως πληροφορία, ὅτι κυκλοφορεῖ, φορεῖται μέσα μας πλήρως ἕνα περιεχόμενο, ποὺ λέγεται ἀγάπη), ἀλληλοδιείσδυση· εἶναι ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων «ἐν κοινωνίᾳ», καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἀγάπης «ἐν τοῖς προσώποις». Γι’ αὐτό, ὅταν λέμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἢ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα Του, εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος, κοινωνία ἀγάπης (γι’ αὐτὸ λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη), καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλεσμένος σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία.

Θυμᾶμαι ἕνα φίλο μου ποὺ εἶχε ἕναν ἀδελφὸ θὰ ἔλεγα λίγο ἄρρωστο, λίγο πολὺ ἀπασχολημένο μὲ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ἀγνόησε τὸ σπίτι του, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς φίλους καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴν ψυχική του ὑγεία. Πίστευε βέβαια στὸ Θεό, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι καὶ τὸν Θεὸ τὸν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ ἕνα σκοπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τοῦ εἶπε μία ἡμέρα ὁ φίλος μου (εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτός): « Ἀδελφέ μου, ξέχασες ὅτι εἴμαστε καλεσμένοι σὲ μία μεγάλη, αἰώνια σύναξη, σὲ μία σύνοδο, νὰ εἴμαστε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ ἀσχολούμεθα ὅλοι μὲ ὅλους μὲ ἀγάπη, καὶ ὄχι ὁ καθένας μὲ τὸν ἑαυτό του;» Εἴμαστε καλεσμένοι στὴν Ἐκκλησία. Μὴ ξεχνᾶμε τὴ μεγάλη σοφία τῶν σοφῶν Ἑλλήνων ποὺ αὐτὴ τὴ λέξη βρήκανε νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς καλεσμένους πολίτες μιᾶς πόλεως νὰ λάβουν μέρος σὲ μία κοινὴ ὑπόθεση. Ἡ ἑβραϊκὴ λέξη ποὺ μεταφράσθηκε στὰ ἑλληνικὰ ὡς συναγωγὴ εἶναι τὸ ἴδιο. Πάρθηκε λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ λέξη ὡς πιὸ κατανοητή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο περιεχόμενο ἔχει, μόνον ποὺ ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς καλεῖ, καὶ καλεῖ τοὺς πολίτες ποὺ ὅλοι εἶναι ἴσοι, ποὺ ὅλοι εἶναι ἀδέλφια· ὅλοι ἔχουμε καὶ δικαιώματα καὶ εὐθύνες, ὅλοι μετέχουν σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν σύνοδο αὐτή. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὅταν καλεῖ, καλεῖ πιὰ ὡς Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φανερώσει ἐδῶ, ἁπτά, προσιτὰ σέ μᾶς, τὸ Θεό. Ἔχει γίνει ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια πιὰ καὶ ἄφθαρτη κοινωνία, στὴν Ἐκκλησία, ἀλλιῶς, φθείρεται ὁ κόσμος, φθείρεται ἡ ὕπαρξή μας, φθείρεται τὸ σύμπαν. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ἀφθαρσία καὶ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστός, νὰ μᾶς ἀναγάγει στὴν αἰώνια σύναξη, στὴν αἰώνια σύνοδο, στὴν αἰώνια Ἐκκλησία, καὶ ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, ἡ χαρά, ἡ πανήγυρις, ἡ θεία Λειτουργία στὴν αἰωνιότητα, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους θὰ συναντηθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἐπικοινωνοῦμε καὶ ἀναδεικνύεται τὸ πρόσωπο τοῦ καθενός, διότι εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο· ὅλος ὁ κόσμος δὲν ἀξίζει ὅσο ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου· ταυτόχρονα ὅμως ἀναδεικνύεται σὲ κοινωνία μὲ ἄλλα πρόσωπα, μὲ ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη ἐξισώνει ὅλους, ὅπως ἐξίσωσε τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Κι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς μὲ πολὺ ἁπλὰ λόγια τὸ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ σὰν σῆμα, σὰν σημεῖο φανερώνεται ὁ Σταυρός. Εἶναι πολὺ ἁπλὰ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀληθινά. Ὁ Σταυρὸς ἔχει δύο ξύλα ποὺ τὸν δημιουργοῦν, ἕνα κάθετο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, καὶ ἕνα ὁριζόντιο, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε τὸ ὁριζόντιο δὲν ἔχουμε Σταυρό, ἔχουμε ἕνα δοκάρι. Ἐὰν ἀφαιρέσουμε πάλι τὸ κάθετο δὲν ἔχουμε Σταυρό. Μόνον οἱ δύο ἀγάπες ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Εἶναι πάρα πολὺ ἀνθρώπινα αὐτά, μία ἀνθρωπιὰ πρωταρχικὴ καὶ γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἔχουμε σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους· ἔτσι οἰκοδομούμεθα ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία.

Ἔτσι, τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Διότι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μία δέσμη πρωταρχικῶν ἀληθινῶν σχέσεων, προσωπικῶν σχέσεων. Γι’ αὐτὸ μιλάει γιὰ Πατέρα, γιὰ Υἱό, γιὰ φίλους, γιὰ οἰκογένεια, γιὰ σπίτι. Ἔτσι εἶναι κατανοητὸ καὶ σὲ ἁπλὰ παιδιά· καὶ δὲν εἶπε τυχαῖα ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ γίνουμε ὅλοι σὰν παιδιά. Ὁ μόνος στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὰ παιδιὰ εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἤξερε γιατί εἶναι δημιουργημένα, καὶ τί δυνάμεις ἔχει ἡ παιδικότητα καὶ ἡ νεότητα, τί γνησιότητα ἔχει γιὰ νὰ διψάει τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ προέρχομαι ἀπὸ μία γειτονική, ἀδελφικὴ χώρα, στὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, κυρίως δὲ τῶν νέων. Σήμερα, δόξα σοι ὁ Θεός, οἱ νέοι εἶναι οἱ περισσότεροι ποὺ γυρίζουν ἀκριβῶς πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι ἄφθαρτο, ἀθάνατο περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ ἀνοικτὰ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Αὐτὸ προσφέρει ἡ θεία Λειτουργία. Μᾶς μαζεύει ὅλους καὶ μᾶς δείχνει, μᾶς φανερώνει πὼς θὰ εἶναι ὅλη ἡ αἰωνιότητα: Χαρὰ ὅλων μὲ ὅλους, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ κοινωνία προσώπων. Τὸ κάθε ἕνα πρόσωπο, ἀντάξιο ὅλων τῶν ἄλλων ἀλλὰ μὴ χωρισμένο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους, βρίσκει τὴ χαρά του, τὸ πλήρωμά του στὴν ἀγάπη μὲ ὅλους.

Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ τὸ νοιώθουμε μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ ὅλες τὶς ἐλλείψεις μας, μὲ ὅλες τὶς ἀποτυχίες μας θὰ ἔλεγα. Παρὰ ταῦτα μένουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ νέου ἀνθρώπου τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ προχωροῦμε πέρα ἀπὸ τὸν νέο, διότι αὐτός, ναὶ μὲν ἤθελε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ δεσμεύτηκε μὲ πάρα πολλὰ ἄλλα, ποὺ αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δὲν ἤτανε κακὰ (π.χ. τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ κτήματα), ἀλλὰ δεσμεύτηκε περισσότερο μὲ αὐτὰ παρὰ μὲ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ τὸν Χριστό. Ὅλα τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι εὐλογημένα, εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος, καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔχει δώσει ὅλα γιά μᾶς. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι πρέπει νὰ ἀνυψωθεῖ πάνω ἀπ’ αὐτά, καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πλήρης ἡ χαρά μας, ἡ χαρὰ τῆς αἰώνιας ἀγάπης σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀπὸ τὸν Θεὸ προσφέρθηκε ὡς δυνατότητα, ὡς παροχὴ δυνατότητας, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πραγματοποιήσει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔχει καλέσει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλὰ εἶναι πράγματι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ χῶρος ὅπου χωρᾶμε ὅλοι, εἶναι ἡ Χώρα τῶν ζώντων (ὅπως λέγεται καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Μονὴ τῆς Χώρας), καὶ θὰ ζήσουμε ἐκεῖ ὡς πρόσωπα, ὡς ἀδελφοὶ μὲ ἀγάπη, μὲ κοινωνία, διότι γι’ αὐτὸ μᾶς ἔχει δημιουργήσει ὁ Θεός.

Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ Ἐκεῖνος καὶ ὅσοι τὸν ζητᾶνε, διότι ζητᾶνε τὴν πιὸ ἀληθινὴ ἀνθρωπιά, τὴν πιὸ ἀληθινὴ γνησιότητα, τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἀληθινῆς δίψας καὶ ἐλπίδας τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς.

(Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρ. Ἐπισκόπου Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέβτιτς)

Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 18-27)


28 Νοεμβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Συνήθεια τὸ 'χει ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς μιλάη συχνὰ πυκνὰ γιὰ τὰ ἴδια πράγματα. Εἶναι γιατί θέλει νὰ τὰ ἐντυπωθοῦμε καλὰ στὸ μυαλό μας καὶ νὰ τὰ προσέχουμε· ἤ νὰ τὰ φυλαγώμαστε, ὅταν εἶναι κακὰ ἤ νὰ τὰ ἐκτελοῦμε, ὅταν εἶναι καλά. Θέλοντας λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας νὰ μᾶς διδάξη πὼς πρέπει νὰ φυλαγώμαστε ἀπὸ τὴν φιλαργυρία καὶ τὴ φιλοχρηματία, μᾶς μιλάει καὶ σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν πλοῦτο. Ἂς ἀκούσουμε τὸ ἱερὸ κείμενο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦ, πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας· Ἅγιε διδάσκαλε, τί ἂν κάμω θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Γιατί μὲ λὲς ἅγιο; Κανένας δὲν εἶναι ἅγιος παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς ξερεις· μὴν πειράξης ξένη γυναίκα, μὴ σκοτώσης, μὴν κλέψης, μὴν πάρης ψεύτικο ὅρκο, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὅλα ἐτοῦτα τὰ ἐτήρησα πιστὰ ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Κι ὅταν ἄκουσε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε· ἒν' ἀκόμα σοῦ λείπει· ὅλα ὅσα ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ 'χης θησαυρὸ στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθᾶς. Μὰ ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε τοῦτα, ἔπεσε σὲ μεγάλη λύπη· γιατί ἦταν πάρα πολὺ πλούσιος. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ποὺ λυπήθηκε τόσο πολύ, εἶπε· πόσο δύσκολα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Γιατί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάση μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε εἶπαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουσαν· καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε· τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶπε πὼς εἶναι ἀδύνατο, μὰ εἶπε πὼς εἶναι δύσκολο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι μεγάλο ἐμπόδιο καὶ πειρασμός· εἶν' ἕνας θεὸς ὁ πλοῦτος γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἔχουν, ἕνας θεὸς ποὺ τὸν προσκυνοῦν καὶ τὸν λατρεύουν. Ὅλοι ποὺ ἀγαποῦν τὰ χρήματα, ὅλοι oἱ πλούσιοι λίγο πολὺ εἶναι εἰδωλολάτρες· λατρεύουνε τὸ εἴδωλό τους, τὸν ψεύτικο θεὸ ποὺ εἶναι ὁ πλοῦτος. Γιατί ἀληθινὰ εἴδωλο καὶ ψεύτικος Θεὸς εἶναι ὁ πλοῦτος· σήμερα εἶναι κι αὔριο δὲν εἶναι, σήμερα τὸν ἔχεις κι αὔριο φεύγει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἐδῶ δὲ χρειάζεται πολλὴ θεωρία γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, γιατί ἡ ζωὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοια παραδείγματα. Εἴδαμε πολλοὺς ποὺ εἶχαν πλοῦτο καὶ τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τὸν λάτρευαν κι ἄξαφνα τοὺς ἔφυγε ὁ θεός τους κι ἔμειναν στὸ δρόμο. Γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι καὶ ψεύτικος καὶ ἄπιστος θεός.

Μὰ τί νὰ ἐννοοῦσε ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν ἔλεγε πὼς εἶναι δύσκολο πράγμα πλούσιος ἄνθρωπος νὰ μπῆ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἐννοοῦσε βέβαια πὼς δύσκολα οἱ πλούσιοι θὰ μποῦνε στὸν παράδεισο, πὼς δύσκολα ὕστερ' ἀπὸ τὸ θάνατό τους θὰ βροῦνε ἀνάπαυση καὶ μακαριότητα. Ὅ,τι πόθησαν τὸ εἶχαν σὲ τούτη τὴ ζωή· ξώφλησαν λοιπὸν κι ἔφυγαν. Μὰ δὲν ἐννοοῦσε μόνο τοῦτο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἔλεγε πὼς δύσκολα θὰ μπῆ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο στὸν οὐρανό, εἶναι καὶ στὴ γῆ· μέσα μας καὶ ἀνάμεσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶπε κάποτε ὁ Χριστός. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας καὶ σὲ τούτη τὴν Ἐκκλησία οἱ πιὸ πολλοὶ καὶ οἱ πιὸ καλοὶ χριστιανοὶ δὲν εἶναι οἱ πλούσιοι. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὸν πλοῦτο ξεγελιοῦνται καὶ θαρροῦν πὼς δὲν τοὺς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ἔχουν τὴ δική τους βασιλεία, ἔχουν τὸ δικό τους θεό. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύουν πὼς εἶναι γιὰ παρηγοριὰ τῶν φτωχῶν.

Κι ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγάλη παρηγοριὰ καὶ τῶν πλουσίων, μιὰ ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτὸς μέσα στὴν ὁποία σώζονται ὅλοι oi ἄνθρωποι. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ πλοῦτος τῶν πλουσίων ἐξαγιάζεται καὶ βρίσκει σκοπό. Κάποτε ὁ Χριστὸς ἔφτασε νὰ πῆ πὼς κι ὁ ἄδικος ἀκόμα πλοῦτος μπορεῖ νὰ βρῆ κάποιο δίκαιο σκοπό. Κάμετε φίλους, εἶπε, ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας. Οἱ πλούσιοι, ποὺ κι ἂν ἔχετε τὸ χριστιανικὸ ὄνομα, εἴσαστε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιατί ὁ πλοῦτος σᾶς δυσκολεύει τὴν εἴσοδο, ἐλᾶτε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία. Ἐδῶ εἶναι ἡ δικαιοσύνη ἐδῶ ἡ φιλανθρωπία, ἐδῶ ἡ ἀγάπη, ἐδῶ ἡ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους· ἐδῶ ἡ φτώχεια βρίσκει ν' ἀκουμπήση κι ὁ πλοῦτος νὰ δικαιωθῆ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν πιστεύει στὸν πλοῦτο, πιστεύει στὸ Θεὸ· δὲν ἀγαπᾶ τὰ χρήματα, ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν καλεῖ καὶ τοὺς πλουσίους, νὰ πιστέψουν στὸ Θεὸ καὶ ν' ἀγαπήσουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἂς τὸ θελήσουνε κι ἂς εἶναι δύσκολο· ἂς ἔρθουνε στὴν Ἐκκλησία κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση. Ὅσα δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι, τὰ μπορεῖ ὁ Θεός.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί.

Εἴπαμε καὶ σήμερα ὅσα μπορέσαμε γιὰ τὸν πλοῦτο. Μὰ ἐτοῦτο τὸ θέμα εἶναι τόσο μεγάλο καὶ κατάντησε στὸν καιρὸ μας τόσο δύσκολο, ποὺ ὅσο νὰ μιλοῦμε δὲ σώνεται. Ἐμεῖς ἕνα πράγμα νὰ ξέρουμε, πὼς ἂν θέλουμε τὴ σωτηρία μας, ἡ σωτηρία μας δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος μὰ ὁ Θεός. Ἂν δὲν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε συμφορά· φτάνει νὰ 'χουμε τὸ καθημερινό μας. Κι ἂν εἴμαστε πλούσιοι, ἂς μὴν τὸ θαρροῦμε εὐτυχία, γιατί ὁ πλοῦτος εἶναι κίνδυνος. Ὅ,τι κι ἂν εἴμαστε, ἂς ἔχουμε πίστη καὶ ἀγάπη· πίστη στὸ Θεὸ κι ἀγάπη μεταξύ μας. Καὶ τότε θὰ ξέρουμε οἱ φτωχοὶ πῶς θὰ σηκώσουμε τὴ φτώχειά μας κι οἱ πλούσιοι πῶς θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν πλοῦτο μας, γιὰ νὰ μποῦμε ὅλοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Ὁλοκληρωμένοι ἢ μισοὶ χριστιανοί; (Λουκ. 18, 18-27)

Κυριακὴ ΙΓ’ Λουκᾶ 

Εἶναι συμπαθὴς ἡ περίπτωση τοῦ Ἰουδαίου ἄρχοντα ποὺ ἔχοντας τηρήσει ἀπὸ τὴ νεότητά του ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ρωτάει τὸν Ἰησοῦ, τί τοῦ μένει ἀκόμη νὰ κάνει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, γνωρίζοντας πολὺ καλὰ τί κρατᾶ συνήθως τὸν ἄνθρωπο γερὰ δεμένο στὴ γῆ, τοῦ ἀπαντᾶ: « Ἕνα σοῦ λείπει ἀκόμη, πούλησε τὴν περιουσία σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς· ἔτσι θὰ ἔχεις θησαυροὺς στὸν οὐρανό, κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις στὸ δύσκολο δρόμο τοῦ σταυροῦ».

Δὲν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτὸς ἄρχοντας ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον τηροῦσε τὸ Νόμο κι εἶχε μέσα του τὴν ἐπιθυμία τῆς τελειότητας. Ὁ Νόμος ὅμως τῆς Π. Διαθήκης καταλήγει, ὁλοκληρώνεται καὶ κορυφώνεται στὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Κι ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ δὲν συνίσταται μόνο στὴν τήρηση τῶν βασικῶν ἐντολῶν ἀλλὰ στὴν πλήρη ἀποδέσμευση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατᾶ κολλημένο στὸ χῶμα ἀφ’ ἑνὸς καὶ στὸ ὁλοκληρωτικὸ δέσιμό του στὸ Θεό, ἀφ’ ἑτέρου. Ἡ στάση τοῦ πλούσιου αὐτοῦ Ἰουδαίου ποὺ λυπήθηκε βαθύτατα γιὰ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔφυγε μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀκολουθήσει, δείχνει πόσο δύσκολο εἶναι νὰ δοθεῖ κανεὶς ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Κι ἀκόμη μαρτυρεῖ πόσο εὔκολο εἶναι νὰ δημιουργεῖ μιὰ ψεύτικη ἱκανοποίηση μέσα στὴν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἱκανοποίηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν τήρηση ὁρισμένων, ἔστω βασικῶν ἐντολῶν.

Πιστεύει κανεὶς πολὺ γρήγορα ὅτι ξόφλησε τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὸ νὰ τηρήσει μερικὲς τυπικὲς διατάξεις, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσει κανονικὰ ὅλες τὶς νηστεῖες, μὲ τὸ νὰ ἐκκλησιάζεται πυκνά, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι παραβάτης τῶν βασικῶν ἐντολῶν. Σὲ μιὰ κρίσιμη ὅμως στιγμὴ τῆς ζωῆς του ποὺ καλεῖται νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὰ χρήματά του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὴν κοινωνικὴ ἢ ἐπαγγελματικὴ θέση του, ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἐπίγειους δεσμούς του, δὲν θυσιάζει τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ Θεό, ἀποδείχνοντας ἔτσι ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του καλύπτει ἕνα μόνο μέρος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά, κι ὄχι τὸ σύνολό της, κι ὄχι ὅλο τὸ βάθος της· ὅτι συνίσταται στὴν ἀνώδυνη τήρηση ἐντολῶν κι ὄχι στὴν ὀδυνηρὴ ὑποταγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ἀπόλυτη ἀπαίτηση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς δὲν κατηγορεῖ τὸν εὐσεβῆ συνομιλητή του γιὰ ὅ,τι ἔκανε, ἀλλὰ γιὰ ὅ,τι παρέλειψε νὰ κάνει· δὲν τὸν κατακρίνει γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί βλέπει ὅτι αὐτὲς δὲν ἐντάσσονται στὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμό του στὸ Θεὸ κι εἶναι μεμονωμένες ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του, ἄν καὶ- κατὰ πάντα- σωστὲς καὶ ἀξιέπαινες. Βλέπει ἀκόμη ὅτι ἡ θρησκευτικότητά του δὲν συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ ζωὴ του μέσα στὴν κοινωνία· ὅτι ὁ δρόμος ποὺ τὸν φέρνει στὸ Θεὸ δὲν περνάει μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν καὶ δὲν διασταυρώνεται μὲ τοὺς δρόμους τῶν συνανθρώπων του. Εἶναι ἕνας μονόδρομος ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἱκανοποίηση μέσα στὴ συνείδησή του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος δὲν δέχεται συμβιβασμούς, ὑποκρισίες καὶ ψευτιές.

Στὴν περικοπὴ μᾶς ὑπογραμμίζονται τρεῖς κυρίως ἀλήθειες: 

1) Ὁ Θεός, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὴν ἀνθρωπότητα διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀπόλυτη ἀπαίτηση ἀπ’ ὅλους, χωρὶς συμβιβασμοὺς καὶ μονόπλευρες ἐκδηλώσεις· ζητάει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο μερικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις, μερικὲς ἀρετές του, μερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν του. 

2) Ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τὸ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσκόλληση στὸν ἐπίγειο θησαυρισμό. 

3) Αὐτὸ ποὺ φαίνεται δύσκολο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ εἶναι δηλ. ὄχι μερικὰ ἀλλὰ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένος στὸ Θεό, γίνεται εὔκολο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βίωση καὶ ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς χάρης μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν «τὰ ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸ Θεό», τότε ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεὸ εἶναι πράγμα ἀκατόρθωτο καὶ ἀπραγματοποίητο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...