Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 18, 2014

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν Ἁγία Φιλοθέη

Τὴν περασμένη Τρίτη ἤτανε ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη καὶ τὸν ἅγιο Ἰερόθεο.
Ἡ ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχῆ τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες. Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη.
Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναῖκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.
Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της, ἔχτισε ἕνα μοναστήρι μὲ ἐκκλησία στὄνομά του. Εἶναι ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σῴζεται ἀκόμα πλάγι στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης. Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μοναστήρι, ἡ Ρεβούλα χειροθετήθηκε μοναχὴ μὲ τὄνομα Φιλοθέη. Οἱ πρῶτες ἀδελφὲς ποὺ ζήσανε μαζί της ἤτανε οἱ δουλεύτρες ποὺ εἶχε στὸ πατρικὸ σπίτι της. Μὲ τὸν καιρὸ ἔδραμαν πλῆθος ἄλλες παρθένες κι᾿ ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες καὶ ντυθήκανε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ζήσανε ἀγωνιζόμενες τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ ὑποταγὴ στὴν ἄξια ἡγουμένισσα ποὺ τὶς διοικοῦσε στὸν πνευματικὸ δρόμο σὰν κάποια ἁγία Συγκλητική.
Τὰ ἁγιασμένα λόγια της ἔμπαιναν στὴν καρδιά τους σὰν δροσιὰ καὶ ἄνθιζαν μέσα τοὺς τὰ εὔοσμα ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Καὶ τὰ ἔργα της βεβαιώνανε τὰ λόγια της κατὰ τὰ λόγια του Χριστοῦ ποὺ λέγει: «Ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´, 19). Ὅπου μάθαινε πὼς βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, ἄρρωστος, χαροκαμένος, ἔτρεχε σὲ βοήθειά του μὲ περισσότερη προθυμία παρὰ ἂν ἔπαιρνε ἡ ἴδια τὴ βοήθεια ἀπ᾿ ἄλλον. Ἔχτισε νοσοκομεῖα καὶ γηροκομεῖα κοντὰ στὸ μοναστήρι της κι᾿ ἡ ἁγία Φιλοθέη δὲν φρόντιζε μοναχὰ γιὰ τὴ γιατρειά τους καὶ γιὰ τὴ σωματικὴ τροφὴ τοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική. Μὲ τὸν καιρό, πληθύνανε τόσο πολὺ οἱ ἀδελφὲς ποὺ μπήκανε στὸ μοναστήρι της, ποὺ δυστυχούσανε ἀπὸ κάθε πρᾶγμα ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ἡ ἡγουμένη νὰ ἀπαντήσει τὰ μεγάλα ἔξοδα, κ᾿ οἱ καλογρηὲς γογγύζανε. Μὰ ἡ ἁγία τὶς καταπράϋνε μὲ λόγια ὑπομονετικά, κι᾿ ὁ Θεὸς ἔστελνε τὴ βοήθειά του πότε μ᾿ ἕναν τρόπο καὶ πότε μὲ ἄλλον ὡς ποὺ περνοῦσε ἡ στενοχώρια.
Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ντόπια κορίτσια ποὺ συμμάζευε στὸ μοναστήρι της, ἔδινε προστασία καὶ σὲ ξένες γυναῖκες ποὺ ἐρχόντανε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ διάφορα μέρη σκλαβωμένες ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μὲ τί κινδύνους καὶ μὲ τί βάσανα τὶς προστάτευε δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ γράψουμε καταλεπτῶς σὲ τοῦτο τὸ σύντομο σημείωμα. Τέσσερες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς σκλάβες εἴχανε ἀκουστὰ τὴν ἁγία Φιλοθέη κι᾿ ἐπειδὴ τὶς βασανίζανε οἱ ἀφεντάδες τους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, φύγανε κρυφὰ καὶ καταφύγανε στὸ μοναστήρι. Ἡ ἁγία τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς στερέωσε στὴν πίστη τους καὶ περίμενε εὔκαιρη περίσταση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὶς στείλει στὸν τόπο τους. Μὰ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἴχανε τὶς σκλάβες, μάθανε πὼς τὶς εἶχε περιμαζέψει ἡ Φιλοθέη καὶ μπήκανε σὰν θηρία στὸ κελλί της ποὺ κειτότανε ἄρρωστη καὶ τὴν τραβήξανε καὶ τὴν πήγανε στὸν πασά. Καὶ κεῖνος πρόσταξε νὰ τὴ ρίξουνε στὴ φυλακή. Ἡ ἁγία δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἑτοιμάσθηκε νὰ χύσει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ φωνάζανε νὰ σκοτώσουνε τὴν ἁγία. Κι᾿ ὁ πασᾶς πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν παρουσιάσουνε μπροστά του, καὶ τῆς εἶπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὰ δυό, ἢ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της ἢ νὰ κοπεῖ τὸ κεφάλι της. Μὰ ἡ ἁγία ἀπάντησε μὲ ἀφοβία πὼς εἶναι ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ πασᾶς θἄβγαζε τὴν ἀπόφαση νὰ κόψουνε τὸ κεφάλι της, ἀλλὰ προφθάσανε κάποιοι ἐπίσημοι χριστιανοὶ καὶ μὲ τὰ παρακάλια τοὺς ἀλλάξανε τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ καὶ πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακή.
Γυρίζοντας στὸ μοναστήρι της ἡ ὁσία, δὲν ἔπαψε νὰ πορεύεται ὅπως καὶ πρὶν στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. K᾿ ἐπειδὴ πληθαίνανε ὁλοένα οἱ μαθήτριές της, ἔχτισε κι᾿ ἄλλο μοναστήρι στὴν τοποθεσία Πατήσια, κι᾿ αὐτὸ στὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἀλλὰ ἔχτισε μετόχια καὶ στὴ Τζια καὶ στὴν Αἴγινα, κι᾿ ἐκεῖ ἔστελνε τὶς ἀδελφὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ μακρύνουνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ κάποια αἰτία.
Σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκητήρια οἱ καλογρηὲς δουλεύανε στοὺς ἀργαλειοὺς καὶ σὲ ἄλλα ἐργόχειρα, σὰν τὶς προκομμένες μέλισσες μέσα στὸ κουβέλι. Φτωχὰ κι᾿ ὀρφανὰ κορίτσια βρήκανε προστασία κ᾿ ἐργασία μέσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ καταφύγια. Σὲ ὅ,τι κτήματα εἶχε ἡ ἁγία ἀπὸ τοὺς γονιούς της, ἔχτισε μοναστήρια καὶ φτωχοκομεῖα. K᾿ εἶχε πολλὴ περιουσία. Ἕνας προπάππος τῆς εἶχε πάρει τὴ «δεχατέρα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀθήνας καὶ πῆρε προίκα ὅλη τὴν Κηβισιὰ καὶ τὸν Ἀχλαδόκαμπο ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ Χαλιάντρι». Στὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸν Περισὸ ἔχτισε ἄλλο μοναστήρι στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε τώρα Καλογρέζα. Ὅλη ἡ φτωχολογιὰ τὴν εἶχε σὰν πονετικιὰ μάνα. Μὲ κάθε τρόπο πάσχιζε νὰ ἀνακουφίσει τοὺς δυστυχισμένους, τοὺς τάιζε, τοὺς ἄνοιγε πηγάδια γιὰ νάχουνε νερό, τοὺς γιάτρευε, τοὺς ἔβρισκε δουλειά. Ὁ κόσμος τὴν ἔλεγε «κυρὰ δασκάλα».
Τὴν παραμονὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὰ 1589 ἡ ἁγία Φιλοθέη βρισκότανε στὸ μοναστηράκι ποῦχε χτισμένο στὰ Πατήσια. Τὸ βράδυ συναχθήκανε οἱ ἀδελφὲς γιὰ νὰ κάνουνε ἀγρυπνία. Κάποιοι Ἀγαρηνοί, ποὺ τὴν ἐχθρευόντανε ἀπὸ καιρό, πηδήσανε ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ πιάνοντας τὴν ἁγία ἀρχίσανε νὰ τὴ χτυπᾶνε ὡς ποὺ τὴν ἀφήσανε μισοπεθαμένη. Τὴν ἄλλη μέρα τὴ σηκώσανε οἱ ἀδελφὲς καὶ τὴν πήγανε στὸ μετόχι ποῦχε στὸν Περισό. Σὰν συνέφερε λίγο, ἔπιασε τὴν προσευχή, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ πληρωθεῖ μὲ κακία γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκανε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μοιάσει σ᾿ αὐτὸ μὲ τὸν Χριστό, κατὰ τὰ λόγια του ἀποστόλου Πέτρου ποὺ λέγει: «καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α´ Πέτρ. δ´ 13). Στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589 παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή της στὸν Κύριο, ποὺ ὑπόμεινε τόσα βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη του.
Τὸ ἅγιο σκήνωμά της θάφτηκε στὸ μοναστηράκι τῆς Καλογρέζας κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρίσκεται στὴ σημερινὴ Ἀρχιεπισκοπή. Μετὰ πολλὰ χρόνια, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ κόντευε νὰ γκρεμνισθεῖ, τὸ πήγανε στὸν ἅγιο Ἐλευθέριο κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὴ σημερινὴ μητρόπολη, μέσα στ᾿ ἅγιο βῆμα. Στὸ μνῆμα της ἀπάνω βρεθήκανε γραμμένα τοῦτα τὰ λόγια:
«Φιλοθέης ὑπὸ σῆμα τόδ᾿ ἁγνῆς κεύθει σῶμα,
ψυχὴν δ᾿ ἐν μακάρων θήκετο Ὑψιμέδων».
Ἡ Φιλοθέη ἀνακηρύχθηκε ἁγία ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου B´ (1595-1600). Νεόφυτος ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἐξήτασε καὶ ἐρεύνησε τὰ κατὰ τὸν βίον καὶ τὸ μαρτύριον τῆς ὁσίας, σύνταξε ἀναφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους Κορίνθου καὶ Θηβῶν καὶ μὲ τοὺς προκρίτους τῆς Ἀθήνας γιὰ νὰ τάξει τὴν ὁσία Φιλοθέη στοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων. Σ᾿ αὐτὸ τὸ συνοδικὸ ἔγγραφο εἶναι γραμμένα καὶ τοῦτα: «Ἐπειδὴ ἐδηλώθη ἀσφαλῶς ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσί τε ἀσθενέσι τε καὶ θεραπείας δεομένοις τὴν ἴασιν δίδωσι... τούτου χάριν ἔδοξε ἡμῖν τε καὶ πάσῃ τῇ ἱερᾷ Συνόδῳ τῶν καθευρεθέντων ἐνταῦθα ἀρχιερέων συγγραφῆναι καὶ ταύτην ἐν τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν, ὥστε κατ᾿ ἔτος τιμᾶσθαι καὶ πανηγυρίζεσθαι».
Αὐτὸς εἶναι μὲ ὀλιγολογία ὁ βίος τῆς Ἀθηναίας ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ γένους μας στὸν τυραννισμένον καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς. Δὲν στάθηκε αὐστηρὴ μονάχα στὸ νὰ κάνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, μὰ ἀγωνίσθηκε καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας σὰν κάστρο ποὺ θὰ ἀποσκέπαζε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἐκφυλισμὸ καὶ τὴν ἀποβαρβάρωση. Ὅλα τὰ θυσίασε, πλούτη, ἀνάπαυση, ζωή, γιὰ τὴν πίστη τῶν πατέρων της. «Θλίψις συνέχει τὴν ψυχήν της» βλέποντας οἱ χριστιανοὶ νὰ μὴν ἔχουνε στὰ «πάτρια» τὴν ἀγάπη ποὺ ἔπρεπε, ἀλλὰ νὰ ζοῦνε μουδιασμένοι, ἀδιάφοροι, μὲ ψυχὴ γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.
Τὴν Ἀκολουθία της τὴν ἔγραψε κάποιος σοφὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος Ἱέραξ λεγόμενος. Ἀνάμεσα στὰ ὡραῖα ἐγκώμια εἶναι καὶ τοῦτο: «Δαυῒδ γὰρ τὸ πρᾶον ἔσχες καὶ Σολομῶντος, σεμνή, τὴν σοφίαν, Σαμψῶν τὴν ἀνδρείαν, καὶ Ἀβραὰμ τὸ φιλόξενον, ὑπομονήν τε Ἰώβ, τοῦ Προδρόμου δὲ θείαν ἄσκησιν...».
Τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρισκότανε στὸ σημερινὸ δρόμο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τὴν ἐγκρέμνισε ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγᾶς, παρ᾿ ὅτι εἶχε μεγάλο σέβας στὴν ἁγία, ἐπειδὴ ἤτανε ραγισμένοι οἱ τοῖχοι, κ᾿ ἔχτισε στὰ ἴδια θεμέλια τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει τώρα, ἐνῷ μποροῦσε νὰ στερεώσει τὴν παλιὰ ἐκκλησία ποὺ εἶχε ὡραῖες τοιχογραφίες. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ (ὁ Γερμανὸς στάθηκε μητροπολίτης ἀπὸ τὰ 1889 ἕως τὰ 1896) δὲν γνωρίζανε οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἡ καινούρια ἐκκλησιὰ ποὺ χτίσθηκε εἶναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Ὅποιος μπαίνει μέσα, δὲν αἰσθάνεται κατάνυξη. Ἀλλ᾿ ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μετοχιοῦ ποὺ εἶχε χτίσει ἡ ὁσία στὰ Πατήσια γκρεμνίσθηκε καὶ κείνη ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ γιατὶ δὲν μπορούσανε οἱ χριστιανοὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦνε ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων πρὶν νὰ σηκωθεῖ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὡς πρὸ ὀλίγα χρόνια κειτόντανε οἱ κολόνες μέσα στὰ ἀγριάγκαθα, στεκότανε ὄρθια μοναχὰ ἡ χυβάδα (κόγχη) τοῦ ἱεροῦ κ᾿ ἡ πόρτα μὲ τὸ δυτικὸ τοῖχο. Κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τὴν ἀναστηλώσανε μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ κ. Ὀρλάνδου καὶ τώρα βρίσκεται πάλι ἀπαράλλαχτη ὅπως ἤτανε στὰ χρόνια της ἁγίας Φιλοθέης, ἕνα ταπεινὸ μὰ ἀτίμητο στόλισμα ἀνάμεσα στὰ ἀκαλαίσθητα καὶ ξενόμορφα σπίτια ποὺ χτισθήκανε γύρω στὸ γηραλέο αὐτὸ ἐκκλησάκι. Ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ τὸ στόλισα μὲ ἁγιογραφίες, ὅπως ἤτανε ὁ πόθος μου. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ζωγράφισα καὶ τὸ μοναστήρι, ὅπως ἤτανε τότε, μὲ τὴν ἡγουμένη ἁγία Φιλοθέη καὶ τὶς ἀδελφὲς ποὺ πηγαίνουνε στὴν ἐκκλησία.
Φαίνεται πῶς ὅλη ἡ οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων ἤτανε ἄνθρωποι φιλόθρησκοι. Στὸ νάρθηκα τῆς Καισαριανῆς εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ ζωγράφο ποὺ τὸν ἁγιογράφησε τούτη ἡ ἐπιγραφή:
«Ἰστόρηται ὁ πρόναος οὗτος ἤτοι νάρθηξ διὰ δαπάνης τῶν προσδραμόντων τῇ μονῇ φόβῳ λοιμοῦ τῇ κραταιᾷ χειρὶ τῆς πανυμνήτου Τριάδος καὶ σκέπῃ τῆς μακαρίας Παρθένου, οἵτινες εἰσὶν ὁ εὐγενὴς καὶ λογιώτατος Μπενιζέλος υἱὸς Ἰωάννου, ἅμα ταῖς εὐγενέσιν ἀδελφαῖς καὶ τῇ τεκούσῃ καὶ τῇ λοιπῇ αὐτοῦ συνοδείᾳ. Ἐπὶ ἡγουμένου Ἰεροθέου τοῦ σοφωτάτου ἱερομονάχου. Διὰ χειρὸς δὲ Ἰωάννου Ὑπάτου του ἐκ Πελοποννήσου. Ἔτει αϠχβ´ (1682) μηνὶ Αὐγούστω κ´ (20)».
Ἕνας Μπενιζέλος, ὁ Νικόλας, γίνηκε κι᾿ ἁγιογράφος, μαθητὴς τοῦ Γεωργίου Μάρκου τοῦ Ἀργείου ποὺ ζωγράφισε πολλὲς ἐκκλησιὲς στὰ μέρη τῆς Ἀττικῆς, ἀπὸ τὰ 1727 ὡς τὰ 1740 ἀπάνω-κάτω. Στὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας στὸ Κορωπὶ εἶναι γραμμένο: «Ἱστορήθη δὲ κατὰ τὸ αψλβ´ (1732) διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου». Μαζὶ μὲ τὸ μάστορά του δούλεψε ὁ Μπενιζέλος καὶ στὸ τελευταῖο ἔργο του, τὴν ἁγιογράφηση τῆς Μονῆς τῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμίνα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ σῴζεται καὶ ποὺ λέγει: «ΑΨΛE (1635). Ἱστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος Ναὸς οὗτος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν διὰ συνδρομῆς κόπου τὲ καὶ δαπάνης... Ἱστορήθη δὲ διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου ἐκ πόλεως Ἄργους καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου, Γεωργάκης καὶ Ἀντώνιος».

Ἐξήγηση Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας



 


Ὁ Ἄμωμος (ψαλμὸς 118).

Στάση πρώτη.
Ὅσοι εἶναι ἄμωμοι στὸ δρόμο τῆς ζωῆς τους, ἂς ὑμνοῦν τὸν Κύριον. Εὐλογητὸς εἶσαι Κύριε, δίδαξε μὲ τὶς ἐντολές σου. Μεγάλο πόθο ἔχει ἡ ψυχή μου νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ θέλει τὰ κρίματά σου σὲ κάθε καιρό. Καταλήφθηκε ἀπὸ νυσταγμὸ ἡ ψυχή μου λόγω χαλάρωσης, στερέωσέ με στὰ λόγια σου. Κάνε τὴν καρδιά μου νὰ στραφεῖ στὰ μαρτύριά Σου καὶ ὄχι στὴν πλεονεξία. Ἡ ψυχή μου γέμισε ἀπὸ ἀθυμία ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ ἐγκαταλείπουν τὸν νόμο Σου. Ἐπικοινωνῶ μὲ ἐκείνους ποὺ σὲ σέβονται καὶ φυλάσσουν τὸν νόμο Σου.


Στάση δεύτερη. 
Τὰ χέρια Σου μὲ δημιούργησαν καὶ μὲ ἔπλασαν, δῶσε μου σύνεση καὶ θὰ μάθω τὶς ἐντολές σου. Γιατί γεννήθηκα σὰν ἀσκὶ στὴν παγωνιά, ἀλλὰ τὰ δικαιώματά Σου δὲν λησμόνησα. Δικός σου εἶμαι Κύριε σῶσε με, τὰ δικαιώματά σου ζήτησα. Ἀπὸ τὰ κρίματά σου δὲν παρεξέκλινα, γιατί Σὺ ἔκαμες νόμο γιὰ μένα, ἐλέησέ με Κύριε. Στράφηκα μὲ τὴν καρδιά μου στὸ νὰ πράττω τὶς ἐντολές Σου μὲ σκοπὸ νὰ πάρω τὴν ἀνταμοιβή. Εἶναι καιρὸς Κύριε νὰ σώσεις τοὺς δούλους Σου ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς παραβίασαν τὸν νόμο Σου.


Στάση τρίτη. 
Ἐλέησέ με, ἀλληλούια. Κοίτα με καὶ ἐλέησέ με μὲ τὴν κρίση Σου νὰ προστατεύεις αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸ ὄνομά Σου. Γιατί εἶμαι νέος καὶ περιφρονημένος, ἀλλὰ δὲν ξέχασα τὰ δικαιώματά Σου. Ἄκουσε τὴ φωνή μου σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεός Σου καὶ μὲ τὴν κρίση Σου δῶσε μου ζωή. Ἄρχοντες μὲ ἐκδίωξαν ἄδικα καὶ ἐγὼ δειλίασα ἐξαιτίας τῶν λόγων Σου. Θὰ ζήσει ἡ ψυχή μου καὶ θὰ σὲ ὑμνήσει καὶ οἱ κρίσεις Σου θὰ μὲ βοηθήσουν. Πλανήθηκα σὰν τὸ χαμένο πρόβατο, ζήτησε νὰ μὲ βρεῖς γιατί τὶς ἐντολές Σου δὲν λησμόνησα.




Εὐλογητάρια
Εἶσαι εὐλογητὸς Κύριε διδαξὲ με τὰ δικαιώματά σου. Ὁ χορὸς τῶν Ἁγίων βρῆκε τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου, θὰ βρῶ καὶ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὁδὸ μὲ τὴν μετάνοια, γιατί εἶμαι τὸ χαμένο πρόβατο, ξανακάλεσέ με καὶ σῶσε με.

Ἐσὺ ποὺ μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μὲ τίμησες μὲ τὴν θεία σου εἰκόνα, ἀφοῦ παρέβηκα τὴν ἐντολή Σου μὲ γύρισες πάλι στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχομαι, ἐπανάφερέ με στὸ καθ’ ὁμοίωσιν γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὴν παλαιὰ ὀμορφιά.

Εἶμαι εἰκόνα τῆς δόξας Σου ἂν καὶ φέρω σημάδια τῆς ἁμαρτίας. Λυπήσου τὸ πλάσμα Σου Δέσποτα καὶ καθάρισέ το μὲ τὴν εὐσπλαχνία Σου. Δῶσε μου τὴν πατρίδα ποὺ ποθῶ κάνοντάς με ξανὰ πολίτη τοῦ Παραδείσου.

Ἀνάπαυσε ὁ Θεὸς τὸν δοῦλο Σου καὶ τοποθέτησέ τον στὸν Παράδεισο ὅπου βρίσκονται χοροὶ τῶν Ἁγίων καὶ οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὡς φωστῆρες.
Ἀνάπαυσε τὸν δοῦλον Σου παραβλέποντας ὅλα τὰ ἁμαρτήματα.

Τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς Θεότητας ἂς ὑμνήσουμε μὲ εὐσέβεια λέγοντες. Ἅγιος εἶσαι ὁ Πατέρας ὁ ἄναρχος, ὁ συνάναρχος Υἱὸς καὶ τὸ Θεῖο Πνεῦμα. Φώτισέ μας ποὺ σὲ λατρεύουμε μὲ πίστη καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸ αἰώνιο πῦρ τῆς κόλασης.

Χαῖρε σεμνὴ Σὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ὁποίας τὸ γένος μας βρῆκε τὴν σωτηρία, μὲ Σένα θὰ βροῦμε τὸν Παράδεισο, Θεοτόκε, ἁγνή, εὐλογημένη.



Κοντάκιο
Μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους ἀνάπαυσε Χριστὲ τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Σου. ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει πόνος ἢ λύπη ἢ στεναγμός, ἀλλὰ μόνο ζωὴ ἀτελείωτη.



Νεκρώσιμα ἰδιόμελα
Ποιὰ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς βρίσκεται ἀμέτοχη λύπης; Ποιὰ δόξα γήινη μένει σταθερὴ καὶ ἀμετάθετη; Ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ ἀπατηλότερα ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μία στιγμὴ καὶ ὅλα τὰ διαδέχεται ὁ θάνατος. Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Χριστὲ στὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου καὶ στὴ γλυκύτητα τῆς ὀμορφιᾶς Σου αὐτὸν ποὺ ἐξέλεξες σήμερα ὡς φιλάνθρωπος.

Σὰν τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ σὰν ὄνειρο φεύγει καὶ διαλύεται κάθε ἄνθρωπος. Ὅταν (στὴν δευτέρα Παρουσία) ἠχήσει ἡ σάλπιγγα ὅλοι οἱ νεκροὶ σὰν νὰ γίνεται σεισμός, θὰ ἀναστηθοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα γιὰ νὰ Σὲ συναντήσουν Χριστέ. Τότε Δέσποτα αὐτὸν ποὺ πῆρες ἀπὸ ἐμᾶς νὰ κατατάξεις στὶς σκηνὲς τῶν Ἁγίων Σου, ἀναπαύων ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ δούλου Σου.

Ἀλίμονο πόσο ἀγώνα ἔχει ἡ ψυχὴ ὅταν παλεύει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὴν ἐλεήσει. Βλέπει πρὸς τοὺς Ἀγγέλους, χωρὶς ὅμως ἀνταπόκριση. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τείνει τὰ χέρια χωρὶς νὰ τὴν βοηθήσει κάποιος. Γι’ αὐτὸ ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὸ μικρὸ διάστημα τῆς ζωῆς μας, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ χαρίσει ἀνάπαυση στὴν ψυχὴ τοῦ μεταστάντος καὶ στὶς ψυχές μας τὸ μεγάλο Του ἔλεος.

Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα εἶναι παροδικὰ καὶ δὲν ὑπάρχουν μετὰ τὸν θάνατο, οὔτε τὰ πλούτη παραμένουν, οὔτε ἡ δόξα μᾶς συνοδεύει. Γιατί ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος ὅλα αὐτὰ θὰ ἐξαφανιστοῦν. Γι’ αὐτὸ ἂς φωνάξουμε στὸν ἀθάνατο βασιλιὰ καὶ Χριστό μας, αὐτὸν ποὺ πῆρε ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἀναπαύσει ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ κατοικία ὅλων αὐτῶν ποὺ γεύονται τὴν εὐφροσύνη τῆς βασιλείας Του.

Εἶναι πράγματι φοβερὸ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὸ πῶς ἡ ψυχὴ βίαια χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἁρμονική της σχέση μὲ τὸ σῶμα καὶ κόβεται ὁ φυσικός της δεσμὸς μὲ αὐτὸ μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ Σὲ παρακαλοῦμε τὸν δοτήρα τῆς ζωῆς καὶ φιλάνθρωπο ,τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσε στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων Σου.

Θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ Προφήτη ποὺ ἔλεγε ὅτι ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη καὶ εἶδα μὲ τὸ νοῦ μου τὰ μνήματα καὶ εἶδα τὰ ἄσαρκα ὀστᾶ καὶ εἶπα. Ἄρα ποιὸς εἶναι ( ὁ νεκρὸς ) βασιλιὰς ἢ στρατιώτης; πλούσιος ἢ πτωχός; δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσε Κύριε μὲ τοὺς δικαίους τὸν δοῦλο Σου, ὡς φιλάνθρωπος.

Ἀρχὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μου ἔγινε τὸ δημιουργικό Σου πρόσταγμα, γιατί νὰ μὲ πλάσεις ζῶο ἀναμικτο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, τὸ μὲν σῶμα μου τὸ πῆρες ἀπὸ τὴν γῆ, μοῦ ἔδωσες δὲ ψυχὴ μὲ τὴν θεία καὶ ζωαρχική Σου ἔμπνευση. Γι’ αὐτὸ Χριστὲ ἀνάπαυσε τὸν δοῦλο Σου στὴ χώρα τῶν ζώντων καὶ στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων.

Ἀνάπαυσε Σωτήρα μας ποὺ δίνεις τὴν ζωή, τὸν ἀδελφό μας ποὺ μετέστησες ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ὁ ὁποῖος βοᾶ δόξα σὲ Σένα.

Θρηνῶ καὶ κλαίω ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατο καὶ δῶ στοὺς τάφους τὴν δική μας ὡραιότητα ποὺ πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, χωρὶς μορφή, χωρὶς δόξα, χωρὶς εἶδος. Πόσο μεγάλο θαῦμα. Γιατί ἔγινε γιὰ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ μυστήριο; Πῶς παραδοθήκαμε στὴν φθορὰ καὶ συζευχθήκαμε μὲ τὸν θάνατο. Ἀλήθεια αὐτὸ ἔγινε μὲ πρόσταγμα Θεοῦ, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ὁ ὁποῖος παρέχει στοὺς μεταστάντας τὴν ἀνάπαυση.

Ὁ θάνατός Σου Κύριε ἔγινε πρόξενος ἀθανασίας, διότι ἂν δὲν ἐνταφιαζόσουν στὸ μνῆμα, ὁ παράδεισος δὲν θὰ ἀνοιγόταν. Ἔτσι τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσε ὡς φιλάνθρωπος.

Ἁγνὴ Παρθένε, ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ Θεὸς Λόγος στὸν κόσμο, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἱκέτευε νὰ ἐλεηθεῖ ἡ ψυχή του.



Οἱ Μακαρισμοί
Θυμήσου μας Κύριε στὴ βασιλεία Σου.
Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν φτωχὸ πνεῦμα, γιατί σὲ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πενθοῦν, γιατί θὰ παρηγορηθοῦν, οἱ ἤρεμοι καὶ πρᾶοι γιατί θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ, αὐτοὶ ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν τὴν δικαιοσύνη γιατί θὰ χορτάσουν.

Εὐτυχισμένοι οἱ ἐλεήμονες γιατί θὰ ἐλεηθοῦν.
Τὸν ληστὴ πάνω στὸ Σταυρὸ πού σοῦ φώναξε τὸ θυμήσου με, τὸν ἔκαμες πρῶτο πολίτη τοῦ Παραδείσου, τὴν μετάνοιά του αὐτὴ ἀξίωσε καὶ μένα νὰ τὴν βρῶ.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό.
Σὺ Θεὲ ποὺ κυριεύεις τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο, ἀνάπαυσε στὶς αὐλὲς τῶν Ἁγίων Σου, αὐτὸν ποὺ διάλεξες ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, ὁ ὁποῖος βοᾶ θυμήσου με στὴν βασιλεία Σου.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ κάνουν εἰρήνη, γιατί θὰ ὀνομαστοῦν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Σὺ Κύριε, ποὺ δεσπόζεις στὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα καὶ ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια Σου τὴν πνοή μας καὶ εἶσαι ἡ παρηγοριὰ τῶν θλιβομένων, ἀνάπαυσε στὴν χώρα τῶν δικαίων τὸν μεταστάντα δοῦλο Σου.

Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διώκονται ἐξαιτίας τῆς δικαιοσύνης, διότι σὲ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὁ Χριστὸς ἂς σὲ ἀναπαύσει στὴν χώρα τῶν δικαίων καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξει τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ σὲ ἀναδείξει πολίτη τῆς βασιλείας Του καὶ νὰ σοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν ποὺ ἔπραξες στὴ ζωή σου, φιλοχρίστε.

Εὐτυχισμένοι εἶστε ὅταν σᾶς κατηγορήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ σᾶς διώξουν καὶ σᾶς συκοφαντήσουν μὲ ψεύδη ἐξαιτίας Μου.
Ἂς βγοῦμε καὶ νὰ δοῦμε στοὺς τάφους ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γυμνὰ ὀστᾶ, τροφὴ γιὰ τὰ σκουλήκια καὶ δυσοσμία καὶ νὰ σκεφτοῦμε ποιὰ ἀξία ἔχει ὁ πλοῦτος, ἡ ὀμορφιά, ἡ δύναμη καὶ ἡ εὐπρέπεια.

Νὰ εἶστε χαρούμενοι, γιατί ὁ μισθὸς σας εἶναι μεγάλος στὸν οὐρανό.
Ἂς ἀκούσουμε τί λέγει ὁ Παντοκράτορας Θεός, ἀλίμονο σὲ σᾶς ποὺ ζητᾶτε νὰ δεῖτε τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Αὐτὴ εἶναι σκοτάδι καὶ ἡ φωτιὰ θὰ δοκιμάσει τὰ σύμπαντα.

Στὴν ἄναρχη γέννηση τῆς Τριάδας, Πατέρα προσκυνῶ ποὺ γέννησε τὸν Υἱό, τὸν Υἱὸ δοξάζω ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀνυμνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ συνεκλάμπει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό.

Πῶς ἀπὸ τοὺς μαστούς Σου πηγάζεις γάλα Παρθένε; Πῶς τρέφεις Αὐτὸν ποὺ τρέφει τὴν κτίση; Ἀσφαλῶς ὅπως γνωρίζει αὐτὸς ποὺ πήγασε νερὸ ἀπὸ τὴν πέτρα καὶ ἄνοιξε τὶς φλέβες τῶν νερῶν γιὰ νὰ ξεδιψάσει τὸν λαό, ὅπως λέει ἡ Γραφή.



Ἀπόστολος ( Α΄ Θεσ., Δ,13-17)
Ἀδέλφια μου δὲν θέλω νὰ ἀγνοεῖται σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους, γιὰ νὰ μὴ λυπάσθε ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα (ἀναστάσεως).Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντες μὲ πίστη θὰ τοὺς φέρει στὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Γιατί σᾶς λέμε τὰ λόγια του Κυρίου, ὅτι ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ δὲν θὰ προφθάσουμε τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς προλάβουν στὴν προϋπάντηση τοῦ Κυρίου. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ πρόσταγμα, μὲ φωνὴ ἀρχαγγέλου καὶ μὲ σάλπισμα Θεοῦ θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ οἱ νεκροὶ ποὺ κοιμήθηκαν μὲ πίστη στὸν Χριστὸ θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτοι. Ἔπειτα ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, μαζὶ μὲ αὐτοὺς θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες γιὰ νὰ συναντήσουμε στὸν ἀέρα τὸν Κύριο καὶ ἔτσι θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζί Του.



Εὐαγγέλιο ( Κατά Ἰωάννην ε΄ 24-30 ) 
Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦλθαν νὰ Τὸν συναντήσουν. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο μου καὶ πιστεύει σὲ αὐτὸν ποὺ μὲ ἔστειλε, ἔχει αἰώνια ζωὴ καὶ δὲν κρίνεται, ἀλλὰ μετέβη ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἔρχεται ὥρα, κοντά, στὴν ὁποία οἱ νεκροὶ θὰ ἀκούσουν τὴν φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτοὶ ποὺ τὴν ἄκουσαν θὰ ζήσουν. Γιατί, ὅπως ὁ Πατέρας ἔχει στὴν φύση Του ζωή, ἔτσι ἔδωσε καὶ στὸν Υἱὸ ζωὴ καὶ ἐξουσία νὰ κάνει κρίση, ἀφοῦ εἶναι Υἱὸς ἀνθρώπου. Μὴν ἀπορεῖτε γι’ αὐτό, γιατί πλησιάζει ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ νεκροὶ στὰ μνημεῖα θὰ ἀκούσουν τὴν φωνή Του καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὰ ἀγαθὰ θὰ ἀναστηθοῦν στὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν φαῦλα πράγματα θὰ ἀναστηθοῦν σὲ αἰώνια κρίση. Δὲν μπορῶ ἀπὸ μόνος Μου νὰ κάνω τίποτα. Ὅπως ἀκούω, κρίνω καὶ ἡ κρίση Μου εἶναι δίκαιη, γιατί δὲν ἐπιζητῶ τὸ θέλημά Μου, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Μου ποὺ Μὲ ἔστειλε.



Εὐχές συγχωρητικές 
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ κάθε σαρκικῆς φύσεως, ποὺ καταπάτησες τὸν θάνατο καὶ κατάργησες τὸν διάβολο καὶ χάρισες ζωὴ στὸν κόσμο, Ἐσὺ Κύριε ἀνάπαυσε τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Σου σὲ τόπο φωτεινό, σὲ τόπο χλοερό, σὲ τόπο ἀναψύξεως, ὅπου δὲν ὑπάρχει, ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Κάθε ἁμάρτημα ποὺ ἔκαμε μὲ λόγια ἢ ἔργα ἢ μὲ τὴν σκέψη, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρεσέ το. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσει στὴν γῆ καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσει, Ἐσὺ μόνο εἶσαι ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, ἡ δικαιοσύνη Σου εἶναι αἰώνια καὶ ὁ λόγος Σου ἀλήθεια.



Εὐχή σὲ περίπτωση κατάρας
Κύριε καὶ Θεέ μας, Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴν ἄρρητή Σου σοφία δημιούργησες τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τοῦ ἔδωσες ὡραία μορφὴ καὶ ὀμορφιά, τὸν στόλισες μὲ τὰ χαρίσματά Σου σὰν τίμιο καὶ οὐράνιο κτῆμα Σου γιὰ νὰ σὲ δοξάζει, ἐπειδὴ τὸν ἔπλασες κατὰ τὴν εἰκόνα καὶ τὸ ὁμοίωμά Σου.

Αὐτὸς ὅμως παρέβη τὴν ἐντολὴ καὶ τὸ πρόσταγμά Σου καὶ τὴν εἰκόνα Σου ποὺ δέχτηκε δὲν τήρησε ὅπως τὴν παρέλαβε. Ἔτσι γιὰ νὰ μὴ μείνει ἀθάνατο τὸ κακὸ ποὺ μπῆκε στὸν κόσμο, ἀπὸ φιλανθρωπία διέταξες νὰ διαλύεται ἡ κράση καὶ ἡ μίξη αὐτὴ καὶ νὰ κόβεται ὁ ἄρρηκτος δεσμὸς σώματος καὶ ψυχῆς, ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ πηγαίνει ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου προῆλθε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀνάστασης (τῶν σωμάτων),τὸ δὲ σῶμα νὰ διαλύεται ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου δημιουργήθηκε (χῶμα).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς σὲ παρακαλοῦμε τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸν μονογενῆ σου Υἱὸ καὶ τὸ πανάγιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα Σου, νὰ μὴ παραβλέψεις τὸ πλάσμα Σου, ὥστε νὰ ἀπολεσθεῖ, ἀλλὰ τὸ μὲν σῶμα του νὰ διαλυθεῖ, ἡ δὲ ψυχὴ νὰ καταταχθεῖ στὸν χορὸ τῶν δικαίων.

Ναὶ, Κύριε, ἂς νικήσει τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Σου καὶ ἡ φιλανθρωπία Σου. Καὶ εἴτε ὁ δοῦλος Σου αὐτὸς ὑπέπεσε σὲ κατάρα τοῦ πατέρα ἢ τῆς μητέρας του ἢ σὲ δικό του ἀνάθεμα, ἢ μὲ τὴν συμπεριφορὰ του λύπησε κάποιον Ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔβαλε ἄλυτο δεσμὸ ἢ ἔπεσε σὲ βαρὺ ἀφορισμὸ ἀπὸ Ἀρχιερέα καὶ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ραθυμία του δὲν συγχωρήθηκε ὅσο ζοῦσε, συγχώρησέ τον ἀπὸ ἐμένα, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλός. Καὶ τὸ μὲν σῶμα του διάλυσε, τὴν δὲ ψυχὴ του κατάταξε στὶς σκηνὲς τῶν Ἁγίων Σου. Ναὶ, Κύριε ὁ Θεός, σὺ ποὺ ἔδωσες τὴν ἐξουσία αὐτὴ στοὺς Ἁγίους Σου Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους, ὥστε νὰ δίνουν ἄφεση, λέγοντάς τους: Ὅσα ἂν δέσετε καὶ λύσετε, νὰ εἶναι δεμένα καὶ λυμένα, δι’ αὐτῶν καὶ σέ μᾶς, ἂν καὶ ἀνάξιους, τὴν ἴδια ἐξουσία ἔδωσες, λύσε τὸν κοιμηθέντα δοῦλο Σου ἀπὸ τὸ ψυχικὸ καὶ σωματικὸ ἁμάρτημα καὶ ἂς εἶναι συγχωρημένος καὶ σὲ αὐτὸν τὸν αἰώνα καὶ στὸν μελλοντικό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων Σου.


Ἄλλη Εὐχή
Δέσποτα τοῦ ἐλέους, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, Σὺ ποὺ ἔδωσες τὰ κλειδιὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας στοὺς Ἁγίους μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους καὶ μὲ τὴν χάρη Σου τοὺς ἔδωσες τὴν ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ εἶναι δεμένα στὸν οὐρανὸ ὅσα ἔχουν δεθεῖ στὴν γῆ καὶ λυμένα στὸν οὐρανὸ ὅσα ἔχουν λυθεῖ στὴ γῆ. Ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς καὶ ἀνάξιους δούλους Σου ἀξίωσες νὰ γίνουμε διάδοχοι τῆς ὑπεραγίας δωρεᾶς καὶ χάριτος μὲ τὴν φιλανθρωπία Σου, ὥστε παρόμοια νὰ δένουμε καὶ νὰ λύνουμε ὅσα συμβαίνουν στὸ λαό Σου. Αὐτὸς ἀγαθὲ βασιλιὰ, συγχώρησε δι’ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἀνάξιου δούλου Σου τὸν δοῦλο σου (κοιμηθέντα) ἂν κάτι ὡς ἄνθρωπος ἔκανε στὴν ζωή του. Καὶ δῶσε ἄφεση σὲ ὅσα ἢ μὲ λόγια ἢ μὲ ἔργα ἢ μὲ τὸ μυαλὸ του ἁμάρτησε, λύνοντας τὸν δεσμὸ μὲ τὸν ὁποῖο ἢ ὁ ἴδιος σὲ στιγμὴ ἀπροσεξίας ἢ ἀπὸ ἄλλη αἰτία ἔδεσε τὸν ἑαυτό του ἢ δέθηκε ἀπὸ Ἀρχιερέα ἢ ἀπὸ κάποιον ἄλλο ἔπεσε σὲ αὐτὸ τὸ ὀλίσθημα ἀπὸ φθόνο καὶ συνεργασία τοῦ διαβόλου. Εὐδόκησε ἡ ψυχή του νὰ καταταχθεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εὐαρέστησαν ἐνώπιόν Σου, τὸ δὲ σῶμα του νὰ δοθεῖ στὴν φύση ποὺ Σὺ δημιούργησες.


Εὐχὴ σὲ ἱερέα
Σὲ εὐχαριστοῦμε Κύριε καὶ Θεέ μας γιατί σὲ ἐσένα ἀνήκει ἡ ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἡ δόξα καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ βασιλεία ποὺ δὲν ἔχει διαδοχὴ καὶ δὲν ὑπάρχει προσωποληψία ἐνώπιόν Σου. Γιατί σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅρισες τὸ κοινὸ χρέος τοῦ βίου (τὸ θάνατο) ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα. Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλοῦμε Κύριε καὶ Θεέ μας τὸν δοῦλο Σου Ἱερέα, ἀδελφὸ καὶ συλλειτουργό μας καὶ ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως στὴν αἰώνια ζωή, ἀνάπαυσε στοὺς κόλπους Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ ὅπως στὴν γῆ τὸν ἀξίωσες νὰ γίνει λειτουργός Σου, ἔτσι ἀνάδειξε τὸν λειτουργὸ καὶ στὸ οὐράνιο θυσιαστήριό Σου. Καὶ ὅπως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τὸν ἐκόσμησες μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερατικῆς Σου χάριτος, ἔτσι καὶ μεταξὺ τῶν ἀγγέλων παράλαβέ τον ἀκατάκριτον στὴν Τριαδικὴ δόξα Σου. Ἐσὺ ποὺ ἔκανες ἔνδοξη τὴν ζωή του στὴ γῆ, κάνε μὲ τὸν θάνατό του νὰ μπεῖ στὸν τόπο τῶν Ἁγίων Σου καὶ τοποθέτησε τὸ πνεῦμα του μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ Σὲ εὐαρέστησαν.


Ὁ τελευταῖος ἀσπασμός 
Ἐλᾶτε νὰ δώσουμε τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸν νεκρὸ εὐχαριστοῦντες τὸ Θεό. Αὐτὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν συγγένειά του καὶ πρὸς τὸν τάφο πηγαίνει, μὴ φροντίζοντας πλέον τὰ μάταια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ σώματος. Ποῦ θὰ εἶναι τώρα συγγενεῖς καὶ φίλοι; Τώρα χωριζόμαστε καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀναπαύσει.



Πρωτότυπο Κείμενο 
Ἱερεύς: Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἀπὸ Ψαλμὸν 118 Ἦχος πλ. β'

Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, ἀλληλούϊα.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Ἀλληλούϊα.

Ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ. Ἀλληλούϊα.

Ἐνύσταξεν ἡ ψυχὴ μου ἀπὸ ἀκηδίας, βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου. Ἀλληλούϊα.

Κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου, καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν. Ἀλληλούϊα.

Ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον σου. Ἀλληλούϊα.

Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε, καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου. Ἀλληλούϊα.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἷς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἀλληλούϊα.



Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν), καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.

Ὅπως Κύριος ὁ Θεός, τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.

Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.



ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἦχος πλ. α'

Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με, συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα, ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Ἔκλινα τὴν καρδίαν μου, τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα δι' ἀντάμειψιν. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ, διεσκέδασαν τὸν νόμον σου. Ἐλέησόν με, Κύριε.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἐλέησόν με, Κύριε, Κύριε.



ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ

Ἦχος πλ. δ'

Καὶ ἐλέησόν με. Ἀλληλούϊα.

Ἐπίβλεψον ἐπ' ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, κατὰ τὸ κρῖμα τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά σου. Ἀλληλούϊα.

Νεώτερος ἐγώ εἰμι, καὶ ἐξουδενωμένος, τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. Ἀλληλούϊα.

Τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμα σου ζῆσόν με. Ἀλληλούϊα.

Ἄρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου. Ἀλληλούϊα.

Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι.

Ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός, ζήτησον τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην.



ΕΥΛΟΓΗΤΑΡΙΑ

Ἦχος πλ. α'

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Τῶν Ἁγίων ὁ χορός, εὗρε πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν Παραδείσου, εὕρω κἀγώ, τὴν ὁδὸν διὰ τῆς μετανοίας, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον ἐγώ εἰμι· ἀνακάλεσαί με, Σωτήρ, καὶ σῶσόν με.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Ὁ πάλαι μέν, ἐκ μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θείᾳ τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν με ἐπιστρέψας εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην, εἰς τὸ καθ' ὁμοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Εἰκών εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων, οἰκτείρησον τὸ σὸν πλάσμα, Δέσποτα, καὶ καθάρισον σῇ εὐσπλαγχνίᾳ, καὶ τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.

Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, καὶ κατάταξον αὐτόν (αὐτήν) ἐν Παραδείσῳ, ὅπου χοροὶ τῶν Ἁγίων, Κύριε, καὶ οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες, τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν (τὴν κεκοιμημένην δούλην) σου ἀνάπαυσον, παρορῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) πάντα τὰ ἐγκλήματα.

Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.

Τριαδικὸν

Τὸ τριλαμπὲς τῆς μιᾶς Θεότητος, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν βοῶντες· Ἅγιος εἶ, ὁ Πατὴρ ὁ ἄναρχος, ὁ συνάναρχος Υἱὸς καὶ θεῖον Πνεῦμα· φώτισον ἡμᾶς πίστει σοι λατρεύοντας, καὶ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἐξάρπασον.

Καὶ νῦν...

Χαῖρε σεμνή, ἡ Θεὸν σαρκὶ τεκοῦσα, εἰς πάντων σωτηρίαν, δι' ἧς γένος τῶν ἀνθρώπων εὕρατο τὴν σωτηρίαν, διὰ σοῦ εὕροιμεν Παράδεισον, Θεοτόκε, ἁγνὴ εὐλογημένη.



Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. Δόξα σοι ὁ Θεός. (3)



Ἦχος πλ. δ'

Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστε, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου (τῆς δούλης) σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.

Ἦχος α'

Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἕστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ' ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος, ὅν (ἥν) ἐξελέξω ἀνάπαυσον ὡς φιλανθρωπος.

Ἦχος β'

Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος, πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος, νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, πάντες ἀναστήσονται πρός τὴν σὴν ὑπάντησιν, Χριστὲ ὁ Θεός· τότε, Δέσποτα, ὅν (ἥν) μετέστησας ἐξ ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν Ἁγίων σου κατάταξον σκηναῖς, τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου (τῆς σῆς δούλης) Χριστέ.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος β'

Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τούς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς, τῷ μεταστάντι (τῇ μεταστάσῃ) τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἦχος γ'

Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον, οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα·ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διό, Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.

Ἦχος δ'

Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται. Διό σε ἱκετεύομεν· Τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον, ἐν σκηναῖς τῶν δικαίων σου, ζωοδότα φιλάνθρωπε.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος δ'

Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ των προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν ἱκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά. Ἀλλὰ δεῦτε βοήσωμεν τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ· Κύριε, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν ἀξίωσον τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἐξ ἡμῶν, ἀναπαύων αὐτόν (αὐτήν) ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι.

Ἦχος πλ. α'

Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός, καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον: Ἄρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσον, Κύριε, μετὰ δικαίων τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου ὡς φιλάνθρωπος.

Ἦχος πλ. β'

Ἀρχὴ μοι καὶ ὑπόστασις, τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα· βουληθεὶς γὰρ ἐξ ἀοράτου τε, καὶ ὁρατῆς με ζῷον συμπῆξαι φύσεως, γῆθεν μου τὸ σῶμα διέπλασας, δέδωκας δὲ μοι ψυχήν, τῇ θείᾳ σου καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει. Διό, Χριστέ, τὸν δοῦλόν (τὴν δούλην) σου, ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς δικαίων ἀνάπαυσον.

Ἦχος βαρὺς

Ἀνάπαυσον, Σωτὴρ ἡμῶν ζωοδότα, ὃν μετέστησας ἀδελφόν (ἣν μετέστησας ἀδελφήν) ἡμῶν, ἐκ τῶν προσκαίρων, κράζοντα (κράζουσαν) δόξα σοι.

Ἄλλο ἐκτὸς τοῦ Τυπικοῦ. Ἦχος βαρὺς

Κατ' εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν, πλαστουργήσας κατ’ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας κατάρχειν σου τῶν κτισμάτων, φθόνῳ δὲ διαβόλου ἀπατηθείς, τῆς βρώσεως μετέσχε, τῶν ἐντολῶν σου παραβάτης γεγονώς· διὸ πάλιν εἰς γῆν ἑξ ἧς ἐλήφθη, κατεδίκασας ἐπιστρέφειν, Κύριε, καὶ αἰτεῖσθαι τὴν ἀνάπαυσιν.

Ἦχος πλ. δ'

Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον , καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος. Ὢ τοῦ θαύματος! Τὶ τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ , καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρέχοντος τοῖς μεταστᾶσι τὴν ἀνάπαυσιν.

Δόξα...

Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος· εἰ μὴ γὰρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἂν ὁ Παράδεισος ἠνέῳκτο, διὸ τὸν μεταστάντα (τὴν μεταστᾶσαν) ἀνάπαυσον ὡς φιλάνθρωπος.

Καὶ νῦν...

Ἁγνὴ Παρθένε τοῦ Λόγου Πύλη, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μήτηρ, ἱκέτευε ἐλεηθῆναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς).



ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ

Ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε.

Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.

Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται.

Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.

Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.

Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.

Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.

Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.

Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία των οὐρανῶν.

Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα, καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι, ἕνεκεν ἐμοῦ.

Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς.



Προκείμενον Ἦχος γ'

Ἀναγνώστης: Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως.

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Ἀναγνώστης: Πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, ὁ Θεός μου.

Ἱερεύς: Σοφία.

Ἀναγνώστης: Πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α' Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 4, 13-17)

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Ἀναγνώστης: Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὀς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας, ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος, ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ, καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι, ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα.

Ἱερεύς: Εἰρήνη σοι.

Λαός: Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα.

Ἱερεύς: Σοφία· ὀρθοί. Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Εἰρήνη πᾶσι.

Λαός: Καὶ τῷ Πνεύματί σου,

Ἱερεύς: Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τὸ ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 5, 24-30)

Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Ἱερεύς: Πρόσχωμεν.

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται· ὥσπερ γὰρ ὁ Πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ Υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστι. Μὴ θαυμάζετε τοῦτο, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ἐν ᾖ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται, οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως, οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐδέν. Καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν, ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός.

Λαός: Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι.

Ἱερεύς: Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.

Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) τοῦ Θεοῦ (Ν) καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτῷ (αὐτῇ) πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον.

Ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς τάξῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἔνθα οἱ δίκαιοι ἀναπαύονται, τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ ἄφεσιν τῶν αὐτοῦ (αὐτῆς) ἁμαρτιῶν, παρὰ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν αἰτησώμεθα.

Ἱερεύς: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Λαός: Κύριε, ἐλέησον.

Ἱερεύς: ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας τὸν δὲ διάβολον καταργήσας καὶ ζωὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος, αὐτός, Κύριε, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Πᾶν ἁμάρτημα τὸ παρ’ αὐτοῦ (αὐτῆς) πραχθὲν ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει· σὺ γὰρ μόνος, Κύριε, ἐκτὸς ἁμαρτίας ὑπάρχεις, ἡ δικαιοσύνη σου, δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ λόγος σου ἀλήθεια.

Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ μακαρία ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καί, ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Λαός: Ἀμήν.



Ἱερεύς: Δόξα σοι ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι.

Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων ὡς ἀθάνατος Βασιλεύς, καὶ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς παναχράντου ἁγίας αὐτοῦ Μητρός, τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τῶν ἁγίων ἐνδόξων Προπατόρων Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, τοῦ ὁσίου καὶ δικαίου φίλου αὐτοῦ Λαζάρου τοῦ τετραημέρου, καὶ πάντων των Ἁγίων, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐξ ἡμῶν μεταστάντος δούλου (τῆς ἐξ ἡμῶν μεταστάσης δούλης) αὐτοῦ (Ν), ἐν σκηναῖς δικαίων τάξαι, ἐν κόλποις , Ἀβραὰμ ἀναπαύσαι, καὶ μετὰ δικαίων συναριθμήσαι ἡμᾶς δ' ἐλεήσαι καὶ σώσαι ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός.



Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε ἀδελφὲ ἡμῶν. (3)

Γιὰ γυναίκα: Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστος καὶ ἀείμνηστος ἀδελφὴ ἡμῶν. (3)

Λαός: Αἰωνία ἡ μνήμη. (3)



Ἦχος β'

Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρὸν

Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν, δῶμεν ἀδελφοὶ τῷ θανόντι (τῇ θανούσῃ), εὐχαριστοῦντες Θεῷ· οὗτος (αὗτη) γὰρ ἐξέλιπε τῆς συγγενείας αὐτοῦ (αὐτῆς), καὶ πρὸς τάφον ἐπεὶγεται, οὐκ ἔτι φροντίζων (φροντίζουσα), τὰ τῆς ματαιότητος καὶ πολυμόχθου σαρκός. Ποῦ νῦν συγγενεῖς τε καὶ φίλοι; Ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.



Ποῖος χωρισμός, ὦ ἀδελφοί, ποῖος κοπετός, ποῖος θρῆνος, ἐν τῇ παρούσῃ ῥοπῇ ! Δεῦτε οὖν ἀσπάσασθε τόν (τήν) πρὸ μικροῦ μεθ' ἡμῶν· παραδίδοται τάφῳ γάρ, καλύπτεται λίθῳ, σκότει κατοικίζεται, νεκροῖς συνθάπτεται· πάντες συγγενεῖς τε καὶ φίλοι, ἄρτι χωριζόμεθα ὅνπερ (ἥνπερ), ἀναπαῦσαι Κύριος εὐξώμεθα.

Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον

Σῷζε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς σέ, Μήτηρ τοῦ ἀδύτου Ἡλίου, Θεογεννήτρια, αἴτησαι πρεσβείαις σου τὸν Ὑπεράγαθον, ἀναπαῦσαι δεόμεθα, τὸν νῦν μεταστάντα (τὴν νῦν μεταστᾶσαν), ἔνθα ἀναπαύονται αἱ τῶν δικαίων ψυχαί, θείων ἀγαθῶν κληρονόμον, δεῖξον ἐν αὐλαῖς τῶν δικαίων εἰς μνημόσυνον, Πανάμωμε, αἰώνιον.



Ἱερεύς: Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου (τῆς κεκοιμημένης δούλης) σου (Ν), Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί, καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰωνων. Ἀμήν.



Δι' εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τὰ Μυστήρια




«Ὁ Λυτρωτής μας, ποὺ τὸν βλέπαμε κάποτε σωματικά, τώρα εἶναι παρὼν στὰ μυστήρια»
Ἅγ. Λέων ὁ Μέγας
 

Τὰ μυστήρια κατέχουν κεντρικὴ θέση στὴ Χριστιανικὴ λατρεία. «Καὶ ἄλλως δὲ μυστήριον καλεῖται», γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν Εὐχαριστία, «ὅτι οὒχ ἅπερ ὁρῶμεν πιστεύομεν, ἀλλ’ ἕτερα ὁρῶμεν, καὶ ἕτερα πιστεύομεν... Ἀκούω σῶμα Χριστοῦ, ἑτέρως ἐγὼ νοῶ τὸ εἰρημένον, ἑτέρως ὁ ἄπιστος». Αὐτὸς ὁ διπλὸς χαρακτῆρας, ὁ ταυτόχρονα ἐξωτερικὸς καὶ ἐσωτερικός, εἶναι τὸ διακριτικὸ χαρακτηριστικό τοῦ μυστηρίου: τὰ μυστήρια, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὰ καὶ ἀόρατα. Σὲ κάθε μυστήριο ὑπάρχει ὁ συνδυασμὸς ἑνὸς ἐξωτερικοῦ, ὁρατοῦ σημείου μὲ μία ἐσωτερική, πνευματικὴ χάρη. Στὸ βάπτισμα ὁ χριστιανὸς ὑφίσταται μία ὁρατὴ κατάδυση στὸ νερό, ἐνῷ ταυτόχρονα καθαρίζεται ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Στὴν Εὐχαριστία λαμβάνει αὐτό, ποὺ ἀπὸ ὁρατὴ ἄποψη εἶναι ἄρτος καὶ οἶνος, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα μεταλαμβάνει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Στὰ περισσότερα μυστήρια ἡ Ἐκκλησία παίρνει ὑλικὰ πράγματα –νερό, ψωμί, κρασί, λάδι- καὶ τὰ μετατρέπει σὲ ὀχήματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ μυστήρια μᾶς μεταφέρουν στὸ γεγονὸς τῆς Σάρκωσης, ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε ὑλικὴ σάρκα καὶ τὴν κατέστησε ὄχημα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀφετέρου δὲ προεικάζουν τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν τελικὴ λύτρωση τῆς ὕλης κατὰ τὴν Ἐσχάτη Ἡμέρα. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτει κάθε προσπάθεια ποὺ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ καταστήσει τὰ μυστήρια λιγότερο ὑλικά. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὑπὸ ὁλιστικοὺς ὅρους, ὡς μία ἀδιάλυτη ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος ἔτσι, ὥστε τὰ μυστήρια, στὰ ὁποῖα συμμετέχουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ περιλαμβάνουν τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τους. Τὸ βάπτισμα τελεῖται διὰ καταδύσεως. Στὴν Εὐχαριστία χρησιμοποιεῖται ἔνζυμος ἄρτος κι ὄχι μπισκότα. Κατὰ τὴν ἐξομολόγηση ὁ ἱερέας δὲν μεταδίδει τὴν ἄφεση ἐξ ἀποστάσεως, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν στὴν κεφαλὴ τοῦ μετανοοῦντα. Στὴν κηδεία συνηθίζεται τὸ φέρετρο νὰ παραμένει ἀνοικτό, καὶ ὅλοι προσέρχονται νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸν κεκοιμημένο – τὸ νεκρὸ σῶμα εἶναι ἀντικείμενο ἀγάπης, κι ὄχι ἀποστροφῆς.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνήθως ἀναφέρεται σ’ ἑπτὰ μυστήρια, τὰ ἴδια ἀκριβῶς ποὺ ἀναφέρει καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία: Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία, Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση, Ἱερωσύνη, Γάμος, Εὐχέλαιο

Ὁ κατάλογος αὐτὸς δημιουργήθηκε καὶ σταθεροποιήθηκε μόλις τὸν δέκατο ἕβδομο αἰῶνα, ὅταν ἡ Λατινικὴ ἐπιρροὴ βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Πρὶν ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτή, οἱ Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς διέφεραν σημαντικὰ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν μυστηρίων ποὺ ἀνέφεραν: ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς μιλᾷ γιὰ δύο, ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης γιὰ ἕξι, ὁ Ἰωάσαφ, Μητροπολίτης Ἐφέσου (δέκατος πέμπτος αἰῶνας) γιὰ δέκα. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρουν ἑπτὰ μυστήρια, συνήθως διαφέρουν ὡς πρὸς τὰ μυστήρια ποὺ περιλαμβάνουν στὸν κατάλογό τους. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ δὲν παρουσιάζει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται κυρίως γιὰ λόγους εὐκολίας στὴ διδασκαλία.

Ὅσων ἡ σκέψη κινεῖται στὰ τυπικὰ πλαίσια ποὺ θέτει ὁ ὅρος «ἑπτὰ μυστήρια», πρέπει νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ δύο παρανοήσεις. Κατ’ ἀρχάς, ἂν καὶ τὰ ἑπτὰ μυστήρια εἶναι ὅλα γνήσια, δὲν διαθέτουν ὅμως τὴν ἴδια σπουδαιότητα, ἀλλ’ ὑπάρχει μία κάποια «ἱεράρχηση» μεταξύ τους. Ἡ Εὐχαριστία, παραδείγματος χάριν, βρίσκεται στὴν καρδιὰ ὅλης της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἐμπειρίας, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει, π.χ. μὲ τὸ Εὐχέλαιο. Τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία κατέχουν μία εἰδικὴ θέση μεταξὺ τῶν ἑπτὰ μυστηρίων: σύμφωνα μὲ μία φράση ποὺ υἱοθετήθηκε στὴ Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ Ρουμάνων καὶ Ἀγγλικανῶν θεολόγων στὸ Βουκουρέστι τὸ 1935, αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια «προεξάρχουν τῶν ἄλλων θείων μυστηρίων».

Δεύτερον, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὰ «ἑπτὰ μυστήρια», δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀπομονώνουμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες πράξεις τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα, καὶ οἱ ὁποῖες συμβατικὰ ὀνομάζονται μυστηριακὲς πράξεις ἢ Ἁγιαστικὲς τελετές. Στὶς πράξεις αὐτὲς ἀνήκει ἡ τελετὴ τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ μεγάλος Ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανείων, ἡ τελετὴ τῆς ταφῆς, καὶ τὸ χρῖσμα τοῦ Μονάρχη. Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς πράξεις ὑπάρχει ὁ συνδυασμὸς τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὁρατοῦ σημείου μὲ τὴν ἐσωτερική, πνευματικὴ χάρη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ ἐπίσης πάρα πολλὲς εὐχές, ποὺ καὶ αὐτὲς διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα: εὐχὲς γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ σιταριοῦ, τοῦ κρασιοῦ καὶ τοῦ λαδιοῦ. Γιὰ τὰ φροῦτα, τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ σπίτια. Γιὰ κάθε ἀντικείμενο καὶ στοιχεῖο. Αὐτὲς οἱ βραχύτερες εὐχὲς καὶ ἀκολουθίες εἶναι συχνὰ πολὺ πρακτικὲς καὶ πεζές: ὑπάρχουν εὐχὲς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ ἑνὸς αὐτοκινήτου, ἢ μίας μηχανῆς τρένου, ἢ γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν βλαβερῶν ζῳυφίων. Δὲν ὑπάρχει κανένας ἄκαμπτος διαχωρισμὸς μεταξὺ μίας εὐρύτερης καὶ μίας στενότερης ἔννοιας τοῦ ὅρου «μυστήριο»: ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ ζωὴ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς μία ἑνότητα, ὡς ἕνα μοναδικὸ καὶ μεγάλο μυστήριο, ποὺ οἱ διάφορες πτυχὲς του ἐκφράζονται μὲ μία μεγάλη ποικιλία πράξεων, ποὺ μερικὲς τελοῦνται μόνο μία φορὰ στὴ ζωή μας, ἐνῷ ἄλλες ἴσως καθημερινά.

Τὰ μυστήρια εἶναι προσωπικά: εἶναι τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται στὸν κάθε χριστιανὸ κατὰ προσωπικὸ τρόπο. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο στὰ περισσότερα μυστήρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ ἱερέας ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν παρόντων, καθὼς τελεῖ τὸ μυστήριο. Ὅταν, παραδείγματος χάριν, προσφέρει τὴ θεία Κοινωνία, λέει: «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... (δείνα) τὸ τίμιον Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Κυρίου...» Ἡ κατὰ τὸ Εὐχέλαιο λέει: «Θεράπευσον, Πάτερ, τὸν δοῦλον σου...(δείνα) ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος καὶ ψυχῆς». Καὶ κατὰ τὴ χειροτονία ὁ ἐπίσκοπος λέει: «Ἡ θεία χάρις, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται τὸν ... (δείνα)». Ἀξίζει νὰ προσέξουμε πὼς σὲ κάθε περίπτωση ὁ λειτουργὸς δὲν μιλᾷ στὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν λέει. «Βαπτίζω...», «Χρίω...», «Προχειρίζομαι...». Τὰ «μυστήρια» δὲν εἶναι δικές μας πράξεις, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», καὶ πραγματικὸς τελετουργὸς εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη Χρυσόστομο, «Ὁ ἱερέας ἁπλῶς δανείζει τὴ γλῶσσα του καὶ προσφέρει τὰ χέρια του».
πηγή

ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΜΙΑ «ΑΛΛΗ» ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ


15Όταν κάποτε ο μεγάλος λογοτέχνης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης επισκέφτηκε το Άγιον Όρος προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον γνωστό τότε οσιότατο μοναχό αλλά και λόγιο άνδρα  Δανιήλ το Σμυρναίο που ασκήτευε στα δύσβατα αλλά πανέμορφα και φιλόξενα για τις ψυχές που αναζητούν τον Νυμφίο Κατουνάκια. Ο Γέρων Δανιήλ την εποχή εκείνη ήταν αρκετά γνωστός όχι μόνο μέσα στο Όρος αλλά και στον κόσμο – από τους προσκυνητές- για την λογιότητα του, αλλά κυρίως και πρωτίστως για την αγιότητα του βίου του.

Ο Μωραϊτίδης ο οποίος πρέπει να σημειώσουμε ότι έγινε μοναχός σε προχωρημένη ηλικία και εκοιμήθει με το αγγελικό σχήμα, έχοντας ακούσει για την μεγάλη αυτή Αθωνική μορφή, δεν έχασε την ευκαιρία να αναζητήσει τον Γέρων ασκητή. Έτσι και έγινε.

Όταν τελικά ευδόκησε ο Θεός και τον συνάντησε και αφού για πολλές ώρες μίλησαν και αντάλλαξαν απόψεις γύρω από την πνευματική ζωή και τον αγώνα της ψυχής να αγαπήσει ευχαριστιακά τον Χριστό εξήλθε από το κελί του Γέροντα και προχωρώντας προς τους φίλους και συνοδοιπόρους του στο αθωνίτικο προσκύνημα, μονολόγησε, "μέχρι σήμερα πίστευα ότι κάτι έχω καταφέρει με τον Χριστό. Οτι κάπως τον πλησίασα. Αλλά από την στιγμή που είδα αυτό τον άγιο άνθρωπο και αντίκρισα ζωντανή την αγιότητα μπροστά στα μάτια μου, κατάλαβα οτι τίποτε δεν έκανα ακόμη, τίποτε δε κατάλαβα… είμαι πάρα πολύ μακριά".

Τα λόγια αυτά του Μωραϊτίδη πιστεύω ότι εκφράζουν κάθε άνθρωπο ο οποίος στην ζωή του ήρθε έστω και μια φορά σε επαφή με την αγιότητα. Με αυτό το Αλλιώς του βίου. Την ετέρα μορφή του υπάρχειν. Την γλυκύτητα, ειρήνη, ησυχία, καταλαγή, κατάπαυση, ομορφιά και άνοιξη που κρύβεται μέσα στις ψυχές όλων εκείνων που ζουν το βαθύτερο λόγο των Όντων.

Την πληρότητα της εσωτερικής πληροφορίας που υπάρχει πίσω από το παραπέτασμα, από την κουρτίνα των αισθήσεων, του χώρου και του χρόνου, της συμπαντικής αντιληπτικότητας. Αυτό που στην εποχή μας σιγά σιγά με αιδώ και φόβο ψιθυρίζει η σύγχρονη επιστήμη- δηλαδή την ύπαρξη πολλαπλών και ποικίλων χώρων, χρόνων και μορφών υπάρξεων-  οι Άγιοι το ομολογούσαν αιώνες τώρα. Το «Αλλιώς» αυτού του κόσμου, του σύμπαντος που μας περιβάλει. 

Απλά οι άγιοι όπως και κάθε κτίσμα δεσμεύονται μέσα στα εκφραστικά και επικοινωνιακά όρια που μας περιβάλουν. Μέσα στην ιστορία που δεσμεύει τον λόγο και την έκφραση. Που τειχίζει την εμπειρία σε σκλαβωμένες λέξεις, στην φυλάκιση των νοημάτων. Η αγιότητα δεν είναι ηθική. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουν πρωτίστως οι Χριστιανοί. Η αγιότητα δεν είναι νόμος, πολλές φορές ούτε δόγμα. Δεν είναι ερμηνεία. Είναι αποκάλυψη. Χάρισμα. Που δεν μετριέται και δεν παζαρεύεται. 

Κυρίως δε, δεν εξαγοράζεται μέσω καμίας αξιομισθίας. Δεν λογικοποιείτε και δεν ερμηνεύεται. Βιώνεται ως παρουσία διαφορετικής ποιότητας από ΄κείνες του κόσμου και της κοινωνίας. Ως αποκάλυψη του επέκεινα, που είναι πάντα παρόν αλλά όχι ακόμη φανερό. Άλλωστε μεταφυσική δεν υπάρχει. Υπάρχει αυτό που βλέπουμε αλλά και πολλά περισσότερα που ακόμη δεν μπορούμε να αντικρύσουμε και να ζήσουμε.

Αλλά ζουν ως διαρκές παρόν, αλλά ακόμη όχι για όλους. Οι άγιοι είναι εκείνοι που μυστικά και κατά χάριν αντιλαμβάνονται, επιδέχονται ,επεξεργάζονται και μεταφράζουν όσο μπορούν με την γλώσσα και τα νοήματα της εποχής τους εκείνα που ο Θεός ακόμη δεν θέλησε μέσα στην πρόνοια και σοφία του σχεδίου του  ν’ αποκαλυφθούν. Εμείς απλά βιώνουμε δίπλα τους, τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν αυτή την άλλη πραγματικότητα που υπάρχει πέρα των αντιληπτικών λειτουργικών μας ορίων. 

Δηλαδή ποιότητες βιώνουμε και αντιλαμβανόμαστε καθώς προσεγγίζουμε και συναναστρεφόμαστε ένα άγιο άνθρωπο. Όχι λογική αλλά βίωμα έντονο. Αγάπη, ειρήνη, ενότητα, συμφιλίωση, άνοιγμα της καρδιάς, του νου, των συναισθημάτων και νοημάτων του εσώτερου κόσμου. Πλάτυνση της αντίληψης απέναντι στο άνθρωπο και την κτίση. Ανυπόκριτη αγάπη, ταπείνωση που δεν έχει κανένα ίχνος μειονεκτικότητας αλλά μονάχα βαθειάς συναίσθησης της ανθρωπινότητας. Ταπείνωση που γίνεται προσφορά, διακονία και θυσία, δηλαδή παίρνει την μορφή της δυναμικής παρουσίας μέσα στην ζωή. Δεν είναι ταπείνωση μοιρολατρική ή κακόμοιρης διαδικασίας, αλλά όπως έλεγε και ο Γέροντας Παϊσιος πνευματική λεβεντιά. Στην συνάντηση με την αγιότητα δεν υπάρχει ψυχολογισμός. 

Δεν διακρίνεται καταπίεση, διάσπαση, αντινομία, κατακερματισμός, αλλά ενότητα, ηρεμία και εσωτερική τακτοποίηση. Γι’ αυτό και η ύπαρξη των αγίων είναι ειρηνική. Όχι με ψυχολογικά κριτήρια και ηθικιστικές κατανοήσεις, αλλά ως γεγονός εσωτερικής ενότητας. Στην αγιότητα απουσιάζει το υπαρξιακό ψεύδος. Ο τεμαχισμός και κατακερματισμός του Είναι σε προσωπεία, σε κρυφά, σκοτεινά ή ετερόκλητα σημεία. Στη ύπαρξη του αγίου υπάρχει σύνθεση. Συμφιλίωση. Αποδοχή. Εμπειρία το όλου ανθρώπου και όχι μερισμός του. Η αγιότητα δεν επιβάλλεται. Δεν εξουσιάζει, δεν διατάζει, δεν διεκδικεί και δεν προσηλυτίζει. Είναι ελευθερία που σου δίνει χώρο να υπάρχεις και να αναπτύσσεσαι χωρίς πατροναρισμούς και επιβολές μεταφυσικής αυθεντίας ή απειλής.

Στην συνάντηση με έναν άγιο άνθρωπο ζεις έντονα και από κοντά την πνευματική πληρότητα, την καθαρότητα του νου, την παιδικότητα της ψυχής, το φως εκείνο που υπέρλαμπρο καθρεπτίζεται στα μάτια και λούζει την ύπαρξη στους ήχους και τα χρώματα του Θεού. Βιώνεις την χαριτωμένη αύρα που δεσμεύει ερωτικά την ύπαρξη στον αιώνιο εραστή της. Την κοιμίζει στον νυμφώνα της αέναης συνουσίας που δεν λαμβάνει και δεν θα λάβει τέλος ποτέ. Διότι στον νυμφώνα του Θεού τέλος δεν υπάρχει. Μήτε αρχή υπήρξε ποτέ. Στο πρόσωπο, την ψυχή και στο σώμα του αγίου συναντάς τον «Όλο» άνθρωπο εν ετέρα μορφή. Το «νέο» άνθρωπο, τον «νέο» κόσμο, την «νέα» πραγματικότητα, την κρυμμένη σε τούτο τον αιώνα αλλά εν δυνάμει φανερούμενη. Εκεί που όντως ζείς, όντως υπάρχεις. 

Αντικρίζεις και συναισθάνεσαι ότι η μουρμούρα, η γκρίνια, το άγχος η μελαγχολία, η φοβία, ο ηθικισμός, ο νομικισμός, η πλήξη και η ανία της ύπαρξης, αυτό το μεγάλο αυτοκαταστροφικό χασμουρητό από το οποίο κατά τον Ντοστογέφσκυ θα καταστραφεί ο κόσμος, δεν υπάρχει. Αντιθέτως την άχαρη ζοφώδη θέση τους έχουν λάβει άλλες ποιότητες της ζωής, του βίου. Η χαρά της ύπαρξης, της ζωής, του υπάρχειν, είναι στοιχεία που αντιπροσωπεύουν την αγιότητα.

Ένα ατέρμονο πανηγύρι μπροστά στο θαύμα της ζωής είναι η αγιότητα. Μια άλλη πραγματικότητα πέρα από την σύμβαση μέσα στην οποία εκούσια και ακούσια φυλακιζόμαστε καθημερινά. Η δίψα για την λευτεριά είναι δυνατότερη από όλα τα κελιά. Και κυρίως από τα κελιά που δεσμεύσαμε τις υπάρξεις μας, τον χρόνο και τις μέρες της ζωής μας. Την μοναδικότητα της ετερότητας μας ύπαρξη, ζωή.
πηγή

Συνοπτικὴ ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας




Τὴν χαρήκαμε, ἀγαπητά μου παιδιά, πραγματικὰ τὴν λειτουργία μας σήμερα. Ἀκόμη δὲν ἔχει φέξει καὶ τελειώσαμε. Εἶναι εὐκαιρία τώρα νὰ ποῦμε δύο σκέψεις, διότι πολλὲς φορὲς παραπονεῖσθε ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ χαρῆτε τὴν λειτουργία, δὲν τὴν εὐχαριστιέστε, δὲν τὴν καταλαβαίνετε, δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθῆτε. Ἄλλες ὅμως φορὲς χαρούμενες μοῦ λέτε: Σήμερα λειτουργήθηκα πολὺ καλά• τὴν ἔζησα τὴν λειτουργία.

Ἄραγε πότε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὴν ζήσαμε καὶ πότε τὸ λέμε χωρὶς νὰ εἶναι ἀλήθεια; Προσευχόμεθα εἰς τὴν λειτουργίαν, ἀλλὰ τί πρέπει νὰ ζητοῦμε; Ἢ μᾶλλον τί μᾶς παρέχει ἡ θεία λειτουργία, γιὰ νὰ τὸ ζητήσωμε καί, ὅταν τὸ λάβωμε, νὰ ἔχωμε τὴν βεβαιότητα ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή μας;

Ἀναμφιβόλως ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ἡ συμμετοχή μας εἰς τὴν θείαν ζωήν, εἶναι ἡ δόσις καὶ ἡ ἀντίδοσις, νὰ δώσωμε καὶ νὰ πάρωμε. Τί νὰ δώσωμε; Τὰ δῶρα, «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν». Εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δίνομε εἰς αὐτόν. Εἶναι δικά του καὶ τοῦ τὰ προσφέρομε. Τοῦ προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον.

Γιατί ἄραγε; Μὲ τὰς θυσίας ποὺ προσέφερον οἱ «παλαιοί», οἱ Ἰουδαῖοι, προσέφερον πάντοτε καὶ δῶρα, ὅπως χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη, ἀπαρχάς, δηλαδὴ τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς γῆς, ἢ «ζῶα τῶν ἐδωδίμων», ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τρώει ὁ ἄνθρωπος.

Ἐμεῖς δὲν κάνομε τοιαύτας προσφοράς• προσφέρομε ἄρτον καὶ οἶνον, τὰ ὁποῖα ἔχει εἰς τὴν διάθεσίν του ἀποκλειστικῶς ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶναι κύρια διατροφή του. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τὴν ἐπίγειον ζωή. Προσφέροντας λοιπὸν ἄρτον καὶ οἶνον, αὐτὰ ποὺ κατ' ἐξοχὴν ἁρμόζουν εἰς τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι σὰν νὰ προσφέρωμε τὴν ἴδια μας τὴν ζωή, τὴν ἐπικηρόν, τὴν ἐπίγειον, τὴν προσωρινήν. Προσφέρομε κάτι τὸ πρόσκαιρο, γιὰ νὰ πάρωμε κάτι τὸ αἰώνιο, τὴν αἰώνιον ζωήν. Εἰς τὴν δόσιν τὴν ἰδικὴν μας ἔρχεται ἡ ἀντίδοσις τοῦ Χριστοῦ• μᾶς παρέχει τὴν ἰδικὴν του ζωήν, τὸ σῶμα τουκαὶ τὸ αἷμα του.

Τί ὡραῖα τὸ λέγει ὁ Καβάσιλας• «προῖκα δίδωσιν ἡμῖν ὁ Θεὸς πάντα τὰ ἅγια, καὶ οὐδὲν αὐτῶν προεισφέρομεν, ἀλλ' ἀτεχνῶς εἰσι χάριτες». Ὁ,τιδήποτε μᾶς χαρίζει ὁ Θεός, καὶ οἱ ἐπιτυχίες εἰς τὸν ἀγῶνα μας καὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ εὐσεβεῖς σκέψεις καὶ τὰ πάντα, ὅλα τὰ ἅγια, «πᾶν δώρημα τέλειον», εἶναι «προῖκα», δωρεά, καὶ «ἀτεχνῶς χάριτες τοῦ Θεοῦ», ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον δῶρα χαρισμένα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐμεῖς δὲν ἔχομε τίποτε νὰ προσφέρωμε, τίποτε ἐνώπιον αὐτοῦ νὰ συνεισφέρωμεν• τὰ πάντα προέρχονται ἐξ αὐτοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέση ὅμως νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀντίδοσις ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας, γιὰ νὰ γίνη καὶ σὲ μᾶς αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ ὁποῖον διὰ μιᾶς τοιαύτης περιχωρήσεως καὶ ἀντιδόσεως ἡνώθη ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, πρέπει νὰ προπαρασκευασθῶμεν. Χωρὶς προπαρασκευήν, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ματαίως γίνεται ἡ λειτουργία. «Ἀλλὰ τὸ γε ἐπιτηδείους γενέσθαι πρὸς τὸ δέξασθαι αὐτὰ καὶ φυλάξαι ἐξ ἀνάγκης ἀπαιτεῖ παρ' ἡμῶν καὶ οὐκ ἂν μεταδοίη τοῦ ἁγιασμοῦ μὴ οὕτω διατεθεῖσιν», λέγει πάλι ὁ Καβάσιλας• ναί, ὅλα μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνωμε ἱκανοί, ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἁγιασμόν του καὶ τὰ δῶρα του, καὶ ἄξιοι νὰ τὰ φυλάξωμε. Ἀναγκαστικῶς λοιπόν, γιὰ νὰ μᾶς τὰ μεταδώση, πρέπει νὰ διατεθοῦμε καὶ ἡμεῖς καταλλήλως. Ἐπειδὴ «οὕτως ἀναγκαῖον ἦν πρὸς τὴν τεῦξιν τῶν μυστηρίων τὸ εὖ ἔχοντας ἀπαντῆσαι καὶ παρεσκευασμένους», διὰ τοῦτο ὁ ἱερὸς συγγραφεύς, ὁ ἑρμηνευτὴς τῆς θείας λειτουργίας, μᾶς λέγει ὅτι ἡ προετοιμασία οὐσιαστικῶς καὶ μυστικῶς γίνεται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν. Πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτό; Μὲ τὶς εὐχές, μὲ τοὺς ψαλμούς, μὲ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, μὲ ὅλα τὰ λεγόμενα καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῇ.

Εἰς τί συνίσταται ἡ προπαρασκευή; Εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς καρδίας μας, ὥστε νὰ γίνη χωρητικὴ τῆς θεότητος. Πῶς μᾶς προετοιμάζει, τί προσφέρει ἡ λειτουργία; Τί πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸν καί, ὅταν τὸ λάβωμε, τότε εἴμεθα παρεσκευασμένοι, ἕτοιμοι, νὰ δεχθοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ;

Αὐτὸ τὸ θέμα θὰ μᾶς ἀπασχολήση σήμερα, παιδιά μου. Καὶ γιὰ νὰ ἐκφράσωμε μερικὲς σκέψεις, θὰ μᾶς βοηθήσουν ὁ συγγραφεὺς τὸν ὁποῖον ἀναφέραμε προηγουμένως, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, τὸ ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ ἡ σημερινὴ ἀκολουθία.

Τὸ πρῶτον, τὸ ὁποῖο ἐπιτυγχάνομεν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, εἶναι ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν μας. Πραγματικὰ τὴν κερδίζομε. Πῶς; Κατ' ἀρχάς, μὲ τὶς εὐχὲς οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται πρὸς τὸν Θεὸν ἐκ μέρους μας διὰ τῶν χειλέων τοῦ ἱερέως καὶ ἔχουν μίαν δύναμι. Τὰ ὡραιότατα νοήματά τους συντρίβουν τὴν καρδιά μας, καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι πέτρινη. Μᾶς κάνουν νὰ νοιώσωμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Ἀναπεμπόμενες δὲ καὶ ἀνερχόμενες οἱ εὐχὲς εἰς τὸν Θεὸντὸν καθιστοῦν ἵλεων. Δέχεται τὴν παράκλησή μας, διότι ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ ἀκούη τὴν προσευχή μας. Εἰς ὅλες τὶς εὐχὲς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς συγχωρήση ὁ Θεός. Ἑπομένως, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ μᾶς ἀκούση, τὴν ὥρα μάλιστα ἐκείνην τὴν φρικτήν τοῦ μυστηρίου; Μᾶς ἀκούει καὶ δι' αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέχει τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν. Νὰ σκεπτώμεθα λοιπὸν τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ νὰ ἀγωνιζώμεθα νὰ συντριβῆ ἡ σκληρότης τῆς καρδίας μας, οὕτως ὥστε νὰ ἐπέλθη ἡ ἄφεσις.

Τὸ δεύτερον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε, εἶναι μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας εἰς τὸν οὐρανόν• δὲν ζοῦμε πλέον εἰς τὴν γῆν τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας. Προσέξατε τί ἔλεγε ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων, ποὺ ψάλαμε; «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, καὶ μία Ἐκκλησία• οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ἀγάλλεται• Κύριε δόξα σοι». «Διὰ τοῦ σταυροῦ σου Χριστὲ» — ὁ σταυρὸς ὑψώνεται χωρὶς χύσιμο αἵματος εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀναπαράστασις ἀκριβῶς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου — «διὰ τοῦ σταυροῦ σου» καὶ διὰ τῆς λειτουργίας σου ἑπομένως, ὅλα γίνονται «μία ποίμνη καὶ μία Ἐκκλησία». Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι καὶ ἄνθρωποι, οὐρανὸς καὶ γῆ συμμετέχουν. Ὅλα γίνονται ἕνας οὐρανός. Οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα συγχωνεύονται καὶ ὅλοι καὶ ὅλα μαζὶ δοξάζουν τὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου του καθήμενον Χριστόν.


 



Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι μία σύναξις τῶν ποιημάτων, τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα τοῦ ἀγγελικοῦ, τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου κόσμου. Εἶναι δημιουργία ἑνὸς πνευματικοῦ οὐρανοῦ, μπροστὰ στὴν ὀμορφιὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἐπίγειος κόσμος, οἱ ὁρατοὶ οὐρανοὶ ὠχριοῦν.

Ὅταν ζῆ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἀλήθεια εἰς τὴν λειτουργίαν, αὐτὸν τὸν πνευματικὸν οὐρανόν, αὐτὴν τὴν παράστασι τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε πλέον δὲν νοιώθει ἄνετα εἰς τὸν κόσμο αὐτόν. Ὅποιος μπορεῖ νὰ χωρέσει καὶ εἰς τὴν ζωὴ αὐτὴν καὶ εἰς τὸν κόσμο αὐτόν, ὅποιος μπορεῖ νὰ βολευτεῖ, αὐτὸς δὲν εἶναι «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὅταν εἶσαι εἰς τὴν λειτουργίαν, νοιώθεις ὅτι εἶσαι ξένος πλέον γιὰ τὸν κόσμο. Χαίρεσαι, διότι εἶσαι γεγραμμένος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἀνάβει ἡ ἐπιθυμία στὴν καρδιά σου νὰ γίνης καὶ σὺ πολίτης τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύσκολο; Εἶναι ὑπόθεσις τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἔτρεξαν, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, χαρούμενοι εἰς τὸν Κύριον διότι ἔκαναν θαύματα, εὐηγγελίζοντο, ἐκέρδιζαν ψυχές, ἔβγαζαν δαιμόνια καὶ τοῦ εἶπαν «καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν, Κύριε», τί ἀπήντησεν ἐκεῖνος; Μὴ χαίρετε δι' ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ χαίρετε διότι τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν ἐν οὐρανοῖς• «ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὸ εἶναι τὸ δύσκολο νὰ ἐπιτύχη κανείς• εἶναι τὸ πραγματικὸ κέρδος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχη.

Ἡ λειτουργία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγη: Γίνε καὶ σὺ ἐκλεκτός, ποὺ θὰ συγκαταριθμηθῆς εἰς αὐτὴν τὴν πολιτείαν τοῦ Θεοῦ. Νὰ νοσταλγῆς πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, τὴν κοινωνίαν τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐκεῖ ὅπου ὅλα ἀγάλλονται, ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν.

Τὸ τρίτον, τὸ ὁποῖο κερδίζομε ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ προηγουμένου, εἶναι ὁ ἁγιασμός μας. Μόνον σὲ ἁγίους μπορεῖ νὰ ἐπαναπαυθῆ ὁ Θεὸς καὶ μόνον μὲ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῆ• «Ὅτι ἅγιος εἶ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἐν ἁγίοις ἐπαναπαύῃ». Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ζητοῦμε συνεχῶς νὰ μᾶς ἁγιάση. Τί εἶναι λοιπὸν ὁ ἁγιασμὸς καὶ πῶς ἐπιτυγχάνεται; Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Ἅγιος εἶναι ὁ ξεχωρισμένος, ὁ ἀφωρισμένος, ὁ δοσμένος εἰς τὸν Θεόν. Ἑπομένως, γινόμεθα ξένοι διὰ τὸν κόσμο καὶ ἐπιθυμοῦμεν πλέον νὰ ἀνήκωμεν ὁλοκληρωτικὰ εἰς τὸν Θεόν. Αὐτή μας ἡ ἐπιθυμία μᾶς ἁγιάζει. Γίνεται μία προϋπόθεσις, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀποκτήσωμε καὶ κάθε ἄλλην ἀρετή, ἀπαραίτητη γιὰ τὸν ἁγιασμόν μας.

Ἡ λειτουργία μας λοιπὸν εἶναι ἕνα δόσιμο, μία προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας εἰς τὸν Κύριον ἢ καλύτερα μία ἐπανάληψις τῆς προσφορᾶς μας, μία ἀνανέωσις τῆς συνθήκης ποὺ ἔχομε ὑπογράψει μαζί του, τότε ποὺ ἐβαπτιζόμεθα καὶ ἐχριόμεθα. Κάθε φορὰ ποὺ πηγαίνομε εἰς τὴν λειτουργίαν ὑποσχόμεθα καὶ πάλι: Κύριε, σοῦ ξαναδίνω τὸν ἑαυτόν μου.

Ὁ ἁγιασμὸς μας αὐτὸς ὅμως γίνεται καὶ μὲ τὴν συμμετοχήν μας εἰς τὸ σῶμα του καὶ εἰς τὴν ζωήν του. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνεται ἡ σύναξις τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Συμμετέχομεν καὶ ἡμεῖς. Ἑπομένως, ἐπικοινωνοῦμεν ἄμεσα μὲ τὸν Θεόν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ χυμοὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγιότης του ρέουν μέσα μας, γινόμεθα μέλη Χριστοῦ, γινόμεθα Χριστός. Ἐκεῖνος ἡ κεφαλὴ καὶ ἐμεῖς τὰ μέλη. Ἀφοῦ ἡ κεφαλὴ εἶναι ἁγία καὶ ἐμεῖς γινόμεθα ἅγιοι ὡς «μέλη ἐκ μέρους», ὡς «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του καὶ ὀστᾶ ἐκ τῶν ὀστέων του».

Συμμετέχομεν εἰς τὴν ζωήν του. Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ λειτουργία οὐσιαστικῶς δὲν εἶναι προσευχή• εἶναι δόσις καὶ ἀντίδοσις. Εἶναι ὅμως καὶ μία ἀνάμνησις καὶ μία ἐπανάληψις, μία ὅρασις. Ὁ Χριστὸς ζῆῖ τώρα μπροστά μας. Δι' ὅλων «ὁρῶμεν τὸν Χριστὸν τυπούμενον καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμῶν αὐτοῦ ἔργα καὶ πάθη• καὶ γὰρ ἐν τοῖς ψαλμοῖς καὶ ταῖς ἀναγνώσεσι καὶ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τοῦ ἱερέως διὰ πάσης τῆς τελετῆς πραττομένοις, ἡ οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος σημαίνεται».

Ἑπομένως, ὁλόκληρη ἡ θεία μυσταγωγία εἶναι εἰκόνα τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρη ἡ θεία λειτουργία εἶναι μία ἐν χρόνῳ καὶ ἐν χώρῳ ἐπανάληψις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ• σὰν νὰ ζεῖ τώρα μπροστὰ μας ὁ Χριστός. Διότι αὐτὰ ποὺ γίνονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, «εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος οἰκονομίαν ἀναφέρεται πάντα, ἵνα ἡμῖν ἡ αὐτῆς θεωρία πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν οὖσα τὰς ψυχὰς ἁγιάζῃ καὶ οὕτως ἐπιτήδειοι γινώμεθα πρὸς τὴν ὑποδοχὴν τῶν ἱερῶν δώρων». Κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωὴ του ὁ Χριστὸς ἐχάρισε τὴν ἀνάστασίν του εἰς ὅλον τὸν κόσμο. Τώρα «φιλοπόνως θεωρουμένη» ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ καὶ ἡμᾶς ἱκανοὺς νὰ ἀνιστάμεθα εἰς τὴν ἰδικὴν του ζωή.

Ὅλα, ὅσα λέγονται καὶ πράττονται εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἀρχικῶς εἶχον ἕνα πρακτικὸν σκοπὸν ἄλλα καὶ ἕνα δεύτερον: νὰ τυποῦν τὸν Χριστόν• δύο ἔργα δηλαδὴ μποροῦν νὰ ἐπιτελοῦν. Ἡ περιφορά, παραδείγματος χάριν, τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε ἕνα πρακτικὸν σκοπόν. Ταυτοχρόνως ὅμως εἶναι καὶ μία τύπωσις καὶ μία δήλωσις καὶ μία φανέρωσις τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ὅπως τὰ ἐνδύματά μας καλύπτουν μίαν πρακτικὴν ἀνάγκην, καλύπτουν τὴν γυμνότητά μας καὶ προφυλασσόμεθα ἀπὸ τὴν θερμότητα ἢ ἀπὸ τὸ κρύο, ἀλλὰ συγχρόνως ἀποκαλύπτουν τὴν ἡλικίαν μας, τὸ ἀξίωμά μας, τὸν χαρακτῆρα μας, ὑποδηλώνουν τὸν ἄνθρωπον, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄμφια τῆς θείας λειτουργίας. Ὑπάρχουν τέλος πράξεις καὶ λόγοι, ποὺ ἔχουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον συμβολικὸν χαρακτῆρα, δηλωτικόν τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.

Δι' αὐτὸ εἰς τὴν λειτουργίαν πρέπει οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας μας νὰ εἶναι συνεχῶς εἰς τὰ νοούμενα καὶ εἰς τὰ τελούμενα, οὕτως ὥστε, συμμετέχοντες μυστικῶς εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Κυρίου, νὰ γινώμεθα ἱκανοὶ νὰ συμμετέχωμεν καὶ μυστηριακῶς εἰς αὐτήν. Δι' ὅλων λοιπὸν τῶν μέσων «καλλίω... καὶ θειοτέραν ἐργάζεται τὴν ψυχὴν» ἡ θεία λειτουργία καὶ μᾶς καθιστᾶ ἀξίους πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνα τέταρτον, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ θεία λειτουργία, εἶναι ἡ ἄνευ ὁρίων ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἔλεγε• «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἀγάπης». Ἕνα τέτοιο φίλημα ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι χριστιανοί. Σὲ μᾶς κατηργήθη. Μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι ἐσωτερικό• μὲ ἕνα βλέμμα τῆς καρδιᾶς νὰ ἀγκαλιάζη τρόπον τινὰ ὁ ἕνας ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἐν πάσῃ ἀγάπῃ καὶ ἐν πλήρει ἑνότητι μετὰ τῶν ἄλλων πρέπει κανεὶς νὰ ἔρχεται εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸ ζητεῖ, γιὰ νὰ γίνη μία αὔξησις. Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστόν, ἐὰν δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ κάθε μέλος τοῦ σώματος αὐτοῦ;

Τέλος, ἡ θεία λειτουργία μὲ τὴν προετοιμασία ποὺ κάνει μέσα μας δημιουργεῖ πίστιν καὶ ἐναπόθεσιν τῶν ἐλπίδων, τῶν δυσκολιῶν, τῶν προβλημάτων μας εἰς Ἐκεῖνον. Εἰς τὴν λειτουργίαν δὲν πηγαίνομε γιὰ νὰ ζητήσωμε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὶς ἀνάγκες μας. Πηγαίνομε νὰ ζητήσωμε ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον Ἐκεῖνον. Ἀφήνομε εἰς τὸν Θεὸν τὰ ὑπόλοιπα, «πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ' αὐτόν», κατὰ τὸ σημερινὸν ἀποστολικὸν ἀνάγνωσμα, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ρίχνεται στὴν θάλασσα καὶ ἀφήνεται νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται ἀπὸ τὰ κύματά της. Ἀποκτοῦμε τότε θάρρος, δικαιώματα• κατακτοῦμε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν νὰ μποροῦμε νὰ ἀφηνώμεθα εἰς τὸν Θεόν. Διότι, ἐφ' ὅσον ἀφηνόμεθα εἰς αὐτὸν καὶ ἔχομε τὸ δικαίωμα νὰ γίνωμε κάτι τὸ θεϊκό, εἶναι φυσικό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἔχει ἀρχίσει τὴν ζωὴ μέσα μας, Αὐτὸς νὰ τὴν φέρη καὶ εἰς πέρας, νὰ τακτοποιήσει κάθε πρόβλημα ἐξωτερικὸ ἀλλὰ καὶ πνευματικό. «Ὁ δὲ Θεὸς πάσης χάριτος, ὁ καλέσας ὑμᾶς εἰς τὴν αἰώνιον αὐτοῦ δόξαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὀλίγον παθόντας, αὐτὸς καταρτίσει ὑμᾶς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει». Ὁ Χριστὸς ἀναλαμβάνει πλέον αὐτὸς ὁ ἴδιος τὴν ζωή μας, νὰ μᾶς δώση σθένος, νὰ μᾶς στηρίξη, νὰ μᾶς καταρτίση καὶ νὰ μᾶς τελειοποιήση. Τὰ πάντα ἀναλαμβάνει Ἐκεῖνος.

Εἴδαμε λοιπὸν ὅτι εἰς τὴν λειτουργίαν κερδίζομε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, γίνεται μία μετάθεσις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπιτυγχάνομεν τὸν ἁγιασμόν, ἑνούμεθα ἐν ἀπολύτῳ, ἐν πλήρει ἀγάπῃ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἡ πίστις ἐνισχύεται καὶ τὰ πάντα ἐναποτίθενται εἰς τὸν Θεόν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτυγχάνομεν μὲ τὶς εὐχές, ὅπως λέγαμε στὴν ἀρχή. Δὲν βοηθοῦν ὅμως μόνον οἱ εὐχές. Βοηθοῦν καὶ οἱ ψαλμοὶ — ἰδίως οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀντιφώνων, τῶν ὁποίων ὅμως σήμερα δὲν διαβάζονται παρὰ μόνον ὡρισμένοι στίχοι — καὶ οἱ ψαλμωδίες, διότι καὶ αὐτὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μακαρισμοὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔργο του, μᾶς ἀνάβουν τὸν πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του.

Τοιουτοτρόπως, δι' ὅλων τῶν δρωμένων καὶ τῶν τελουμένων ἐν τῇ λειτουργίᾳ, ἐπιτυγχάνομεν νὰ κάνωμε τὴν ψυχὴν μας καλυτέραν, ὡραιοτέραν. Δι' αὐτὸν τὸν λόγον ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῆς ἑρμηνείας τῆς λειτουργίας μᾶς προτρέπει- «Οὕτω... αἰδεσθῶμεν τὸν οὕτως ἐλεήσαντα, τὸν οὕτω σώσαντα καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ τὰς ψυχάς», ἂς τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὶς ψυχές μας, «καὶ παραθώμεθα τὴν ζωήν, καὶ φλέξωμεν τὰς καρδίας τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ• καὶ τοιοῦτοι γενόμενοι, τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ὁμιλήσωμεν ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως». Ὅταν τοῦ ἐμπιστευθῶμεν τὰς ψυχάς μας, ὅταν τοῦ παραθέσωμεν τὴν ζωήν μας, ὅταν φλέξωμεν τὰς καρδίας μας μὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης του, τότε πλέον εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ μποροῦμε νὰ «ὁμιλήσωμεν τῷ πυρὶ τῶν μυστηρίων ἀσφαλῶς καὶ οἰκείως», νὰ ἔλθωμεν εἰς ἐπαφήν, νὰ ἀποκτήσωμεν πλέον ἐμπειρικὴν συνάφειαν μὲ τὸ πῦρ τῶν μυστηρίων του. Τότε μόνον ἡ ἐν τῆ πράξει, ἡ ἐμπειρικὴ αὐτὴ αἴσθησις, ἡ πραγματικὴ αὐτὴ ἐκζήτησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται βίωμά μας. Καὶ ἡ μετάληψις τῶν τιμίων δώρων, ἡ μετάληψις τῆς θεότητος καὶ ἡ θέωσίς μας, ἔρχεται ὡς ἀπόρροια ὅσων μᾶς χαρίζει ἡ θεία λειτουργία.

Τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ γίνει σῶμα Χριστοῦ, τὸ βγάζομε ἀπὸ τὸ πρόσφορο. Δὲν προσφέρομε ὁλόκληρο τὸ πρόσφορο εἰς τὸν Κύριον, ἀλλὰ ἕνα τεμάχιό του. Τὸ πρόσφορο εἰκονίζει τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, τὸ ἡμέτερον φύραμα, τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἐξῆλθε ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ ἡμετέρου φυράματος διὰ νὰ θεώση αὐτό. Ἂς ἐξέλθωμεν καὶ ἡμεῖς ἐκ μέσου τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ θεωθῶμεν, διὰ νὰ προσφερθῶμεν εἰς τὸν Θεόν. Διότι, προσφέροντας αὐτὸ τὸ ἀντίτυπον, προσφέρομεν τὸν ἑαυτόν μας. Τὰ ἀντίτυπα τοῦ τιμίου σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ πρῶτα τὰ ἐναποθέτομεν ὡς δῶρα εἰς τὸν Κύριον ἐπὶ τῆς ἁγίας Προσκομιδῆς καὶ ἐν συνέχειᾳ τὰ προσφέρομεν ὡς θυσίαν ἐπὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου.

Ἂς καταστήσωμεν τὸν ἑαυτὸν μας δῶρο διαλεγμένο, δῶρο ξεχωρισμένο, δῶρο ποὺ θὰ τὸ ἀφήσωμε μιὰ γιὰ πάντα στὰ χέρια Ἐκείνου καὶ δὲν θὰ θελήσωμε ποτὲ νὰ τὸ πάρωμε πίσω. Ὅταν προσφερθοῦμε εἰς Αὐτὸν ὡς δῶρο, τότε μόνον θὰ μποροῦμε, πλησιάζοντες καὶ κυκλοῦντες καθ' ἑκάστην τὸ θυσιαστήριόν του καὶ προσεδρεύοντες εἰς αὐτό, νὰ προσενέγκωμεν ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, τὸν ἑαυτὸν μας — νοῦν, ψυχὴν καὶ καρδίαν— θυσίαν ζῶσαν καὶ εὐάρεστον. Τὸ εἶναι μας μᾶς τὸ ἐχάρισε Ἐκεῖνος• τὸ ὀφείλομεν εἰς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παύση νὰ εἶναι τὸ κέντρο καὶ τὸ τέλος, ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.

Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος: «Μᾶς βλέπουν καί δέν μᾶς θέλουν» Αὐτοκριτική ἤ τραγική ὁμολογία ἀποτυχίας;

 Τοῦ Διονύση Μακρῆ
«Μᾶς βλέπουνε καὶ δὲν μᾶς θέλουνε» εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἀναφερόμενος στὸ πῶς ἀντιμετωπίζει μέρος τῆς κοινωνίας τὸν Κλῆρο κατὰ τὴν καθιερωμένη συνάντηση τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μὲ τοὺς καθηγητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν. Καὶ ἐν συνέχεια ἀναρωτήθηκε «Γιατί πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ψηλά, θρησκεύουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο καὶ δὲν ἔχουν σχέση μαζί μας, γιατί δὲν θέλουν; Δὲν μποροῦμε; Δὲν ξέρω τί γίνεται».
Στὴν εὔλογη αὐτὴ ἐρώτηση τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε σὲ μία προσπάθεια νὰ συμβάλουμε οὕτως ὥστε νὰ μὴν συνεχίζει νά ζεῖ στὴν ἄγνοια καὶ νὰ τοῦ λυθεῖ ἡ ἀπορία. Ἂν καὶ κατὰ βάθος πιστεύουμε πὼς ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ ἡ πλειονότητα τῆς Ἱεραρχίας γνωρίζουν καλὰ τὸ γιατί ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τοὺς γυρίζει τὴν πλάτη καὶ ἐμμένει νὰ θρησκεύει μὲ ἕνα ξεχωριστὸ ἰδιότυπο τρόπο...
 Δὲν σᾶς θέλει ἡ κοινωνία καλέ μου Ἀρχιεπίσκοπε γιατί ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ τόπου-ἐκτός ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων- εἶναι παντελῶς ἀδιάφορη στὰ προβλήματα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Γιατί χαριεντίζεται μὲ ἕνα βδελυρό πολιτικὸ σύστημα διαφθορᾶς καὶ σήψης προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει κοσμικὲς ἀνούσιες ἐξουσίες. Γιατί ἀκόμη ἀπεχθάνεται τὸν φαρισαϊσμὸ καὶ τὸν ξύλινο λόγο. Γιατί ἡ ὑποκρισία τῆς πλειονότητας τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας ἀποδεικνύεται στὴν πράξη ὅτι ἀποτελεῖ ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο στὸ καρδιακὸ σωτήριο ἀντάμωμα πού ἔχει ἀνάγκη σήμερα ὁ ἄνθρωπος. Γιατί συνειδητὰ ἔχετε ἐπιλέξει ἂν καὶ θρησκευτικοὶ ταγοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νὰ λειτουργεῖτε ὡς κοινοί πολιτικοὶ ἄρχοντες ἀφήνοντας στοὺς πολιτικοὺς τῶν τεκτονικῶν στοῶν καί τῶν μιαρῶν λεσχῶν νὰ διαμορφώνουν τὸ ἦθος στὴν ἑλληνική κοινωνία! Γιατί ἐπίσης ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία δὲν ἀποτελεῖ ὅπως θά ἔπρεπε βάσει τῆς παρακαταθήκης πού παραλάβατε προτεραιότητα οὔτε γιὰ σᾶς τοὺς ἴδιους, ἀφοῦ ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια μίας τιποτένιας φρικτῆς σχεδόν στό σύνολό της ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης... Γιατί ἀγωνιᾶτε σὰν τοὺς πολιτικοὺς νὰ προωθήσετε τὰ δικά σας παιδιὰ στὶς τάξεις τῆς Ἱεραρχίας, μέσα ἀπὸ μία ἀναξιοκρατικὴ καὶ ὑποχθόνια διαδικασία ἐκλογῆς προκειμένου νὰ ὑλοποιήσετε ὑποσχέσεις ποὺ πιθανόν νά δώσατε προεκλογικὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσετε τὴν ἐκλογή σας. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι τὴ διαδικασία αὐτὴ ἐσεῖς ὡς Μητροπολίτης Θηβῶν τὴν καταγγείλατε ἀλλὰ ὡς Ἀρχιεπίσκοπος τὴν υἱοθετήσατε καὶ τυφλὰ τὴν ἀκολουθεῖτε... Γιατί ἀποτελεῖ μεγάλη ὑποκρισία ἐκ μέρους σας καλέ μου Ἀρχιεπίσκοπε, νὰ ἐνεργοποιεῖτε τὴ διάταξη περὶ ἀποστολῆς ἐπιτροπῆς σὲ συγκεκριμένους ἀνήμπορους Ἱεράρχες γιὰ νὰ βολέψετε τὰ δικά σας παιδιά... Ἡ ἐπιλογὴ καὶ μόνο τῶν δύο συγκεκριμένων Μητροπολιτῶν Θεσσαλιώτιδος Κυρίλλου καὶ Φωκίδος Ἀθηναγόρα καὶ τὸ παρασκήνιο ποὺ ἐδῶ καί καιρό προηγήθηκε δεικνύει τὴν ἀπὸ μέρους σας ἀσέβεια πρὸς τοὺς δύο αὐτοὺς φιλήσυχους Ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι ἐκτός τῶν ἄλλων σᾶς τίμησαν χωρὶς ...ἀνταλλάγματα μὲ τὴν ψῆφο τους. Ξέρω εἶστε ἕτοιμος νὰ μοῦ ἀραδιάσετε μία ντουζίνα δικαιολογίες γιὰ νὰ καλύψετε τὸν ἰδιοτελῆ στόχο τῆς προώθησης καὶ τακτοποίησης τῶν ὑμετέρων «πνευματικῶν τέκνων»! Ἂν οἱ συγκεκριμένοι ὅμως Ἱεράρχες εἶχαν φροντίσει νὰ μαζέψουν ὅπλα στὴν φαρέτρα τους, σὰν κι αὐτὰ ποὺ μάζεψαν ἀπὸ τὶς παρασκηνιακὲς κατὰ καιροὺς συναλλαγὲς ἄλλοι πάσχοντες καὶ σὲ χειρότερο βαθμὸ Μητροπολίτες τότε δὲν θὰ δείχνατε τέτοια ἐμμονὴ οὔτε θὰ παρουσιαζόσασταν τόσο ἀποφασιστικός. Τὸ χτύπημα ὅμως στὸν ἀδύνατο κρίκο καλέ μου Ἀρχιεπίσκοπε, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὴν ἱστορία δὲν σᾶς καθιστᾶ αὐτομάτως δυνατό, ὅπως νομίζετε. Ἀντιθέτως θὰ ἔλεγα φανερώνει τὴ δική σας ἀδυναμία καὶ θυμίζει τὴν γνωστὴ ρήση τοῦ προφητάναξ Δαυίδ, «ὤρυξαν πρὸ προσώπου μου βόθρον καὶ ἐνέπεσιν εἰς αὐτὸν»(ψλμ. 56)! Σᾶς παραπέμπω δέ νά μαθητεύσετε ἀπό τὴν ἐξαναγκαστικὴ παραίτηση τοῦ μακαριστοῦ Ζιχνῶν Σπυρίδωνα καὶ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν ἀπὸ τὸν ἐπίσης μακαριστὸ Σερρῶν Μάξιμο μὴ τυχὸν καὶ φωτιστεῖτε...
Γιατί ἐπιπλέον ἀγκαλιάζετε ὡς ἡ ἐρωμένη τόν ἐραστή της τὸ ἐκκλησιαστικό παρασκήνιο καὶ ἀρέσκεστε νὰ ζεῖτε στὸ σκοτάδι ποὺ αὐτὸ ἐκπέμπει. Γιατί μέσω τοῦ γνωστοῦ Συνοδικοῦ μηχανισμοῦ ἐπιλέξατε λ. χ. ὅλως τυχαίως καί ἀξιοκρατικῶς νὰ σᾶς συνοδεύσουν δύο οἰκουμενιστὲς Ἱεράρχες στὸ Φανάρι (Δημητριάδος Ἰγνάτιος καὶ Μεσσηνίας Χρυσόστομος) τὸν ἑπόμενο μήνα στὴν προγραμματισθεῖσα Σύναξη τῶν Προκαθημένων! Δύο δηλαδὴ Μητροπολίτες ποὺ ἀπὸ τὶς πράξεις τους παρουσιάζονται ἐπιρρεπεῖς στὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια καί ἀνοικτοί σέ ἀπαράδεκτους δῆθεν θεολογικούς διαλόγους. Γιατί σᾶς τυφλώνει τὸ φῶς καὶ σᾶς πονᾶ ἡ ἀλήθεια τῆς καθημερινότητας. Γιατί ἐγκαταλείψατε τὸ θυσιαστικὸ φρόνημα καὶ ἐμμένετε στὶς μύχιες πολιτικὲς ἢ ἐκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες! Γιατί ἡ κατήχηση καὶ τὸ ξεκάθαρο εὐαγγελικὸ κήρυγμα ἔχει ἐδῶ καὶ δεκαετίες συνειδητά ἐγκαταλειφθεῖ. Γιατί...γιατί... γιατί! 
Καλέ μου Ἀρχιεπίσκοπε ὅλοι μας ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ ἀπολογητικὸ βῆμα, θὰ βρεθοῦμε ἐνώπιον τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνο ἡ σκέψη αὐτὴ ὀφείλει νὰ καθορίζει τὴν ὅλη πορεία μας σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ λαὸς ὀνομάζει καθημερινότητα. Ἄλλωστε κανεὶς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ὁρίσει τὸν χρόνο αὐτῆς τῆς στιγμῆς. Νὰ λοιπὸν ἡ διαφορὰ μεταξύ της θρησκευτικῆς ἡγεσίας τοῦ τόπου κι αὐτῶν τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἐπισημάνατε, ποὺ θρησκεύουν μὲ τὸ δικό τους ξεχωριστὸ τρόπο. Ἐκεῖνοι εἶναι προσηλωμένοι στὸ ἀξιοκρατικὸ σύστημα τῶν ἀρετῶν ποὺ πηγάζει ἐκ τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ἐνῶ ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία στὴν πλειονότητά της ἔχει πλήρως ταυτισθεῖ μὲ τὸ ἀναξιοκρατικὸ σύστημα ποὺ διαχρονικὰ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν θεομίσητο φαρισαϊσμό. Ἐκεῖνοι νιώθουν ἀσφαλεῖς στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καὶ δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ σεισμούς, λιμοὺς καὶ κρίσεις. Ἀντιθέτως μεγάλο μέρος τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας προβαίνει, ὅπως κατὰ καιροὺς διαπιστώνεται, σὲ συνειδητὲς ἐκπτώσεις ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη προκειμένου νὰ λάβει τὴν παρεχόμενη ἀπὸ τὸ νοσηρὸ πολιτικὸ σύστημα ὑποκειμενικὴ ἀσφάλεια συνέχισης τῆς ἀπαράδεκτης καὶ νοσηρῆς ἐξουσίας τους. Ὡς ἐκ τούτου γιά τήν κατάντια αὐτοῦ τοῦ τόπου σήμερα θά ὑποστήριζα πώς ὡς ἱερωμἐνοι φέρετε περισσότερο εὐθύνη ἀκόμη κι ἀπ’ αὐτούς τούς πολιτικούς...
Τὰ ἀποδεικτικὰ καὶ ἀναμφισβήτητα παραδείγματα εἶναι πολλὰ καὶ σᾶς προκαλοῦμε ἀλλὰ καὶ σᾶς προσκαλοῦμε ἂν θέλετε νὰ τὰ παρουσιάσουμε ἀπὸ κοινοῦ δημοσίως σὲ ἕναν ἀνοικτὸ διάλογο καὶ ὄχι ὑπὸ τὸν μόδιον...  
Ἄρα, ὅπως κατανοεῖτε ἐκ τῶν ἀνωτέρω, εἶναι φυσικὸ νὰ ὑπάρχει μέγα χάσμα, τὸ ὁποῖο μόνο μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ. Καὶ ὡς θαῦμα θὰ λογίζεται ἡ στροφὴ τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητας, ἡ ὁποία ἄρδην θὰ μεταβάλει αὐτομάτως τὸ ὅλο σκηνικό! 
Νὰ γιατί καλέ μου Ἀρχιεπίσκοπε ἡ κοινωνία σᾶς ἀπεχθάνεται καὶ δὲν σᾶς θέλει. Μπούχτισε καλέ μου Ἀρχιεπίσκοπε ἀπὸ τὴν ὑποκρισία τῆς θρησκευτικῆς ἡγεσίας, ἡ ὁποία τὴν καθιστᾶ, ἐκτὸς εὐτυχῶς ἐλαχίστων περιπτώσεων, δειλή, ἀνασφαλή, ἄτολμη καὶ φοβισμένη. Τέτοια δυστυχῶς συναισθήματα διακατέχουν σήμερα τὴ θρησκευτικὴ βουβή σχεδόν στό σύνολό της ἡγεσία μας ἡ ὁποία ἐμμένει νὰ ἐθελοτυφλεῖ μπροστὰ στὴ μεθοδικὴ διάλυση τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ τόπου, στηρίζοντας ἐμμέσως ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἔναντι πινακίου φακῆς ξεπουλοῦν τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς φυλῆς μας. Αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦν διὰ νόμου νὰ ἐπιβάλλουν νέα ἤθη καὶ νὰ ξεριζώσουν χριστιανικὲς ἀξίες αἰώνων. Αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἐξαγοράζουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ μὲ τήν παροχή  μερικῶν εὐρωπαϊκῶν κονδυλίων τῆς ντροπῆς γιὰ νὰ φανεῖ πὼς καί ἡ Ἐκκλησία ταϊζει πεινασμένους, ὄχι ὅπως θὰ ἔπρεπε μὲ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο, ἀλλὰ μόνο μὲ ὑλικὴ τροφή...
Ἐλπίζω ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς μας νὰ μὲ συγχωρήσει γιὰ τὴ σκληρότητα τοῦ λόγου μου. Ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦτος εἶναι ἀληθὴς καὶ θέλω νά πιστεύω ὅτι ἐκφράζει τὴν ἀγωνία ἑνὸς ὁλόκληρου προδομένου σήμερα λαοῦ.
Ἄλλωστε γνωρίζετε καλὰ ὅτι ἡ ἀλήθεια ὅσο σκληρὴ κι ἂν εἶναι ἐπιβάλλεται νὰ λέγεται ὡς ἔχει καὶ χωρὶς τίς γνωστές φαναριώτικες διπλωματικὲς συγκαλύψεις. Γιατί ἡ ἀλήθεια θὰ φέρει τὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη τὴ ζωὴ ποὺ ὁλοκληρώνεται μόνο στὸ πρόσωπο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας. Θὰ φέρει τὸ θαῦμα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ τόπου στὰ χωράφια τῆς ἐν Χριστῷ προκοπῆς καὶ ἀξιοκρατίας, στὰ χωράφια τῆς ἁγιότητας.
«Νὰ γιατί σᾶς βλέπουνε καὶ δὲν σᾶς θέλουνε» καλέ μου Ἀρχιεπίσκοπε. Γιατί λειτουργεῖτε ἀκριβῶς ὅπως τὸ σαθρὸ πολιτικὸ σύστημα ἐφαρμόζοντας στὴν πράξη ὅτι ἐξ αὐτοῦ ἐκπορεύεται ὡς σαπίλα καὶ ὀσμὴ θανάτου. Και τὸ πολιτικὸ σύστημα ἤδη πνέει τὰ λοίσθια καὶ ἐκπέμπει τὸ κύκνειο ἄσμα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ στηρίζει ὅλο τὸ σκοτεινὸ αὐτὸ σύστημα τῶν ἐκφραστῶν τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνομίας. Μὲ ὅλο λοιπὸν τὸ σεβασμὸ στὸ θεσμὸ ποὺ ἐκπροσωπεῖτε σᾶς προτρέπω νὰ μὴν τὸ ἀκολουθήσετε στὴν βόρβορη τελευταῖα διαδρομή του...  
 WWW.orthodoxia.gr


Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014


ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ

15Γιορτάζουμε σήμερα 18 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Λέοντος του Πάπα Ρώμης.

O Άγιος Λέων υπήρξε από τούς μεγαλύτερους υπερασπιστές και προμάχους της ορθόδοξης πίστης. Έζησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Μαρκιανού και Πουλχερίας. Διακρινόταν για την μεγάλη θεολογική του κατάρτιση, το ήθος του χαρακτήρα του, την αγνότητα του βίου του. Διετέλεσε επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης.

Σημαντικότατη ήταν η συμβολή του στις εργασίες της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, όταν απέστειλε τέσσερις αντιπροσώπους, ως και επιστολή στην οποία με πλήρη ακρίβεια και βάσεις της αποστολικής παραδόσεως, καθόριζε τις δύο φύσεις του Χριστού... η οποία βοήθησε στη διεξαγωγή των συζητήσεων ως και στη συγγραφή των τελικών όρων της Συνόδου (για την ακρίβεια η επιστολή του Αγίου Λέοντος είχε σταλεί τρία χρόνια πριν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό και ανεγνώσθη στη Σύνοδο. Είναι δε γνωστή ως «Τόμος του Λέοντος»).

Παράλληλα υπήρξε και συγγραφεύς πολυγραφότατος. Σήμερα, σώζονται αρκετές επιστολές, γραμμένες με πλήρη γλαφυρότητα αλλά και δύναμη λόγου.

Εκοιμήθη οσιακά σε βαθύτατο γήρας στις 10 Νοεμβρίου 460 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.

Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή της βιογραφίας του, αυτή του Σ. Ευστρατιάδη. Σύμφωνα με αυτήν, ο Άγιος Λέων γεννήθηκε στην Ρώμη στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Διετέλεσε διάκονος των Πάπων Καλλίστου και Σήξτου πριν ανεβεί στον θρόνο την 29η Σεπτεμβρίου του 440 μ.Χ.

Υπήρξε από τους απολυταρχικότερους Πάπες και υποστήριξε με πείσμα το παπικό πρωτείο. Την αγιοκατάταξη του την οφείλει στην επιστολή που έστειλε στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο εναντίον των Μονοθελητών και Μονοφυσιτών και η οποία έχει δεκτή με ενθουσιασμό από τους παρευρεθέντες πατέρες. Κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 460 μ.Χ.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ορθοδοξία, υπεστήριξας, την Εκκλησίαν, ως πολύφωνον του πνεύματος όργανον εκ γαρ Δυσμών αναλάμψας ως ήλιος, αιρετικών την απάτην εμείωσας, Λέων Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...