Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 26, 2014

«ΕΙΡΗΝΗ! ΟΝΟΜΑ ΓΛΥΚΥ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟΝ» Κυριακή του Θωμά (Ιωάννου Κ' 19-31)


«ΕΙΡΗΝΗ! ΟΝΟΜΑ ΓΛΥΚΥ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟΝ»

Κυριακή του Θωμά

(Ιωάννου Κ' 19-31)

Λίγες ψυχές έχουν προσεγγίσει τη λύπη των μαθητών και λίγες υπάρξεις έζησαν το δράμα των αποστόλων, όταν αυτοί είδανν τον Κύριο νεκρό και όταν η ειρήνη φτερούγησε μέσα από την καρδιά τους.

Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να χάνει κανείς την ελπίδα του και μέσα στην καρδιά του το καρκίνωμα της συγχύσεως και της ταραχής να κατατρώγει τα κύτταρα της ειρήνης.

Αυτή ακριβώς την κατάσταση βίωναν οι μαθητές κλεισμένοι μέσα στο υπερώον όταν ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν. Ο Κύριος και Διδάσκαλος, ο Ένδοξος Νικητής του Θανάτου, ο Θεάνθρωπος Αναστημένος, εμφανίζεται μπροστά τους.

«Ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν». Μέσα στην ομάδα των μαθητών, που η θλίψις τους είχε μεταβάλει σε ανθρώπινα ράκη, προσφέρει την δική Του Ειρήνη; «Ειρήνη υμίν» είπε και ξαναείπε, δίνοντάς τους την εξουσία του δεσμείν και λύειν τις αμαρτίες των ανθρώπων: «Καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται».

Ειρήνη” λοιπόν. Το γλυκύ όνομα και η πνοή του ουρανού μέσα στην όλη ψυχοσωματική ύπαρξη. Αυτό είναι το πρώτο και μεγάλο δώρο που χαρίζει ο Ιησούς αμέσως μετά την ένδοξή Του Ανάσταση στους μαθητές Του.

Και όταν λέμε για μαθητές, δεν εννοούμε μόνο αυτούς που ευρίσκονταν φοβισμένοι στο υπερώον. Πρωτίστως βεβαίως σε αυτούς. Αλλά η ευλογία της ειρήνης επεκτείνεται, καλύπτει και επισφραγίζει τις καρδιές όλων των μαθητών, δηλ. των πιστών, των μελών της Εκκλησίας Του, του Σώματός του, έως το τέλος των αιώνων.

Υπήρξε, άραγε άνθρωπος, υπάρχει αλλά και θα βρεθεί ποτέ ψυχή που να μη διψά στα τρίσβαθα της πνευματικής καρδιάς το ουρανόσταλτο αυτό δώρο που χαρίζει ο Πατήρ δι' Υιού εν Αγίω Πνεύματι; Είτε το έχει συνειδητοποιήσει η ύπαρξις, είτε όχι, στο βάθος της συνειδήσεώς μας και του είναι μας, αυτό κυρίως λαχταρούμε και γι' αυτό αγωνιζόμαστε .

Ρώτησε κάποτε, ένας άνθρωπος του Θεού που ευρισκόταν έτη και ενιαυτούς στον ευλογημένο χώρο της ασκήσεως, μια ομάδα φοιτητών: Τι έστι άνθρωπος; Για να δώσει ο ίδιος την απάντηση στους νέους εανθρώπους που εκρέμοντο από τα χείλη του. «Άνθρωπος εστί το ομορφότερο δημιούργημα του Θεού, το οποίο δεν είναι πλασμένο παρά για την χαρά και την ευλογία που φέρει η Ειρήνη του Αγίου Πνεύματος «η πάντα νουν υπερέχουσα»».

Ναι, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και στην φράση αυτή του Γέροντος περικλείεται όλο το κεφάλαιο του Χριστιανικού μας αγώνα και ο Προσανατολισμός της Ορθοδόξου πορείας μας, της όμορφης και τρισευλογημένης Ορθοπραξίας μας.

Μέσα δε στο πλαίσιο αυτό που αποτυπώνει την πραγματικότητα, τού γιατί υπάρχουμε και για ποιον λόγο ζούμε, ατενίζουμε τους μαθητές, την ώρα που είχαν στο μέσον αυτών, τον Αναστημένο διδάσκαλο, ως εκπροσώπους όλης της οικουμένης, από των περάτων έως των περάτων της γης, ως εκπροσώπους του γένους των ανθρώπων που εντός της Εκκλησίας, δια των Αποστόλων και των διαδόχων αυτών, λαμβάνουν και θα λάβουν την ευλογία της «Ειρήνης»!

Αλλά στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να προσθέσουμε τούτο το σημαντικό. Το «Ειρήνη πάσι» που απευθύνει ο Κύριος, δεν εξαντλείται απλά σε μία κατάσταση ειρηνική και που όπως είπαμε διψά ο άνθρωπος, αλλά είναι κάτι το πολύ βαθύτερο που ξεπερνά τις διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου. Η “Ειρήνη” αυτή του Ιησού είναι μία ευλογία, που συμπεριλαμβάνει και πλήθος άλλων δωρεών που είναι αναγκαίες για να ανθίσει και να ευωδιάσει το λουλούδι αυτό της χάριτος.

Και ομολογουμένως, το κατάλληλο έδαφος είναι η άφεσις των αμαρτιών, που ο ίδιος ο άνθρωπος χρειάζεται εν ταπεινώσει να ζητήσει από τον Ιησού δια του μυστηρίου της Ιεράς εξομολογήσεως. Ο επίγειος άγγελος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε τόνο θριαμβευτικό και μέσα σε ριπές Αναστάσιμης χαράς και ευωδίας, διασαλπίζει: «μηδείς οδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλεν»!

Και όσοι γεύθηκαν αυτή την αλήθεια, αισθάνθηκαν την απαλοιφή της ενοχής από την συνείδηση, το σκόρπισμα της ταραχής και την ενθρόνιση, στο κέντρο της καρδιάς, της γαλήνης και επιτέλους τη χαράς.

Τώρα καταλαβαίνει κανείς την εναλλαγή των συναισθημάτων των μαθητών, που από φοβισμένοι και απογοητευμένοι μεταβάλλονται σε πρόσωπα που αναδύουν την χαρά του Χριστού από τα απύθμενα βάθη της καρδιάς.

Ο μαθητής της αγάπης που θεοκίνητος καταγράφει και την τελευταία του λέξη σε ό,τι υψηλότερο θα μπορούσαν να κρατούν στα χέρια τους τα μέλη της Εκκλησίας, στο Ιερό του Ευαγγέλιο, σημειώνει την λέξη «εχάρησαν». Και πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει διαφορετικά, αφού η Ειρήνη είναι η θυγατέρα που γεννά την χαρά! Όπου είναι η μία, αδύνατον να απουσιάζει και η δεύτερη.

«Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον»!

Με την ζωντανή παρουσία του αναστάντος Χριστού, ο φόβος και ο τρόμος που είχαν φωλιάσει, έφυγαν από τις καρδιές τους, και η χαρά πλημμύρισε τις υπάρξεις τους. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση της λύπης που θα την διαδεχόταν η χαρά, την είχε προείπει ο Κύριος: «Μικρόν και ου θεωρείτε με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με». Και επιπλέον τους διευκρινίζει: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς... αλλά η λύπη υμών εις χαράν γενήσετε» (Ιωάν. ΙΣΤ' 16,20).

Βεβαίως η χαρά αυτή στηρίζεται στην πίστη της Αναστάσεως. Όχι μόνο στην Ανάσταση του Χριστού, αλλά και στη δική μας, την προσωπική ανάσταση, όταν θα έρθει η ορισμένη ώρα. Όποιος όμως δεν πιστεύει στην ανάσταση του Χριστού, και δεν ελπίζει και στη δική του ανάσταση, αυτός δεν έχει λόγο να χαίρεται. Κι αν φαίνεται στον κόσμο ότι χαίρεται, για όσους μπορούν να διακρίνουν κάτω από τα φαινόμενα, η καρδιά είναι γεμάτη θλίψη, άγχος και στενοχώρια. Αυτός δε είναι και ο ουσιαστικός λόγος που στα μάτια των αθέων και των απίστων, έχει αποτυπωθεί η μόνιμη θλίψη και το παγερό βλέμμα της αποστασίας.

Εχάρησαν λοιπόν οι μαθητές και διότι είδαν τον Κύριο και διότι έλαβαν την ευλογία της ειρήνης, αλλά και την ιδιαίτερη εξουσία να συγχωρούν τα αμαρτήματα.

Και ναι μεν ο Θωμάς δεν πίστευσε στην ομολογία των άλλων μαθητών, εκφράζοντας μαζί με την ολιγοπιστία και ένα παράπονο, για το ότι δεν έζησε και αυτός το συγκλονιστικό γεγονός. Όμως, «μεθ' ημέρας οκτώ», λαμβάνει το μεγάλο μάθημα από τον ίδιο τον Κύριο και γεμάτος ιερό δέος και ειρήνη στην καρδιά, ομολογεί «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!

Της ειρήνης που κατοικεί αναφαίρετα στην ψυχή αλλά και στο σώμα μας. Και αυτή η κατάσταση είναι όχι κάτι το στατικό, αλλά μια δυναμική πραγματικότητα που εμπνέει τον πιστό να αναπτερώνει το ζήλο του και να προκόπτει στην αρετή και στην αγιότητα. Άλλωστε η ειρήνη αυτή δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες και από ανθρώπινες συμφωνίες. Είναι η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μάς το ετόνισε ξεκάθαρα, μάς το υποσχέθηκε και μάς την εχάρισε. «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ού καθώς ο κόσμος» (Ιωαν. ΙΔ' 27).

Και αυτό συμβαίνει διότι ο Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ο Αναστάς Κύριος, δεν χαρίζει απλώς και για λίγες στιγμές την ειρήνη, αλλά την δωρίζει αναφαίρετα. Είναι αποκλειστικώς δική του αυτή η δωρεά, και τούτο, διότι είναι ο Θεός που δύναται να παρέχει ισοβίως το μοναδικό αυτό δώρο Του στους πιστούς. Σύμφωνα δε με τον λόγο του Απ. Παύλου, ο Χριστός, «Αυτός εστίν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. Β' 14). Επομένως η ειρήνη δεν είναι απλώς ένα πολύτιμο αγαθό, που έχει και προσφέρει ο Χριστός, αλλά είναι πρόσωπο. Το Πρόσωπο του Νικητού του Θανάτου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Αυτή η πραγματικότητα είναι ανάγκη να βιώνεται στην ζωή μας. Ο αγώνας δηλ. και η ευλογία της Χριστοποιήσεώς μας, που ξεκινά ειρηνικώς από την απλή καθημερινότητα και τις αναγκαίες υποχωρήσεις στα επουσιώδη και που φθάνει έως αυτή την κορυφαία ομολογία προς την κάθε κατεύθυνση «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!

Και επειδή όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε παρασυρθεί από το ταραχώδες πνεύμα της εποχής, ας επικεντρώσουμε λίγο την προσοχή μας στον Βιβλικό λόγο του Θεόπνευστου Παροιμιαστή: «Κρείσσον ψώμος μεθ' ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πλήρης πολλών αγαθών» (Παρ. ΙΖ' 1).



Αμήν.




Αρχιμ. Ιωήλ. Κωνστάνταρος

Παρασκευή, Απριλίου 25, 2014

Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

agios_nektarios224Ἁγίου Νεκταρίου



Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε ὅπως σήμερα δὲν παίρνουν τόσο δραματικὴ ἐ-πικαιρότητα τὰ λόγια του ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴν κλήση καὶ ἀ-ποστολὴ τοῦ Ἕλληνα. Ἐπικαιρότητα, γιατί ἐδῶ καὶ λίγο καιρὸ οἱ τύχες τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους διακυβεύονται στὴν παγκόσμια πο-λιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ σκακιέρα· καὶ δραματική, γιατί μᾶλλον οἱ Νεοέλληνες λησμονήσαμε τὴν ταυτότητά μας, τὴν ἰδιαίτερη ἱστο-ρική, θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστικὴ φυσιογνωμία μας, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, καὶ θελήσαμε ν᾿ ἀκολουθήσουμε πρότυπα ξενικά, ἦ-θος ἀλλότριο πρὸς τὴ δική μας Παράδοση καὶ ἐθνικὴ φυσιογνωμί-α.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὄντας ὁ ἴδιος Οἰκουμενικὸς μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ συγγράμματά του, δὲν παύει νὰ διδάσκει ἐμᾶς τοὺς συμπα-τριῶτες ἐπιγόνους του γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ χρέος ποὺ ἔχουμε νὰ ἐ-πιτελέσουμε μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ παραπαίει ζητώντας πνευ-ματικὰ ἐρείσματα προκειμένου νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ. Ἡ φωνὴ τοῦ Ἁγίου εἶναι διαυγής, κρυστάλλινη, καθὼς τὰ λόγια του συνιστοῦν τὸ ἀπαύγασμα τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας του καὶ τῆς καθαρῆς ἀπὸ κάθε ἰδιοτελῆ προσκόλληση καρδιᾶς του. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἰκουμε-νικοὶ ἄνθρωποι, πέρα ἀπὸ ἀρρωστημένους ἐθνικισμοὺς καὶ σωβι-νισμούς. Τὰ ὅσα παρατίθενται στὶς παρακάτω γραμμὲς προέρ-χονται ἀπὸ δύο μικρὲς μελέτες τοῦ Ἁγίου: «Περὶ τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὡς προπαιδείας εἰς τὸν Χριστιανισμὸν» καὶ «Περὶ τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τοῦ Ἕλληνος».

Ἀπερίφραστα διακηρύττει ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ Ἕλληνας, μὲ τὴν ἀνέκα-θεν ροπὴ καὶ ἀγάπη του πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σοφία, ἔχει ὡς σκοπὸ καὶ ἀποστολή του νὰ εἶναι διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος. Λέγει χαρακτηριστικά, μὲ τόνο διαχρονικό:

«Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀληθῶς ἀναφαίρετο κτῆμα τοῦ Ἕλληνος· δια-διδομένη ἀνὰ τὰ Ἔθνη προσηλυτίζει αὐτὰ καὶ καθιστᾶ αὐτὰ Ἑλ-ληνικά, οὐδέποτε δὲ παύεται οὖσα Ἑλληνική… Ἡ Ἑλληνικὴ φιλο-σοφία προώρισται ἵνα καταστήσῃ τοὺς πάντας Ἕλληνας· ἐγεννή-θη ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ συνεταυτίσθη μετ᾿ αὐτοῦ, ὅπως ἐργασθῇ πρὸς σωτηρίαν τῆς ἀνθρωπότητος…

Ὁ Ἕλλην ἀληθῶς ἐγεννήθη, ἵνα φιλοσοφῇ· διότι ἐγεννήθη διδά-σκαλος τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἡ φιλοσοφία ἐγένετο παιδα-γωγὸς εἰς Χριστόν, ἕπεται ὅτι ὁ Ἕλλην, πλασθείς φιλόσοφος, ἐ-πλάσθη Χριστιανός, ἐπλάσθη ἵνα γνωρίσῃ τὴν ἀλήθειαν καὶ δια-δῶ (=νὰ τὴν διαδώσει) τοῖς ἔθνεσιν. Ναὶ· ὁ Ἕλλην ἐγεννήθη κατὰ θείαν πρόνοιαν διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητος· τοῦτο τὸ ἔργον ἐ-κληρώθη αὐτῷ· αὕτη ἦν ἡ ἀποστολὴ αὐτοῦ· αὕτη ἡ κλῆσις αὐτοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν».

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνα καὶ προτοῦ ἀκόμη γνωρίσει τὸ Χριστιανισμό. Πολὺ περισσότερο ἀφότου τὸν γνώρισε, ὅποτε ὁ Ἕλληνας, παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος, βρῆκε σ᾿ αὐτὸν τὸ τέλειο, τὸ ἰδανι-κό, βρῆκε στὸ Χριστιανισμὸ ὅ,τι ὁ ἴδιος ποθοῦσε νὰ μάθει καὶ ἀνα-ζητοῦσε νὰ βρεῖ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ὁ διερμηνέας τῶν αἰσθη-μάτων τοῦ Ἕλληνα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἕλληνας τὸν ἐγκολπώθηκε καὶ τὸν περιέθαλψε μέσα του. «Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς πρῶτον δῶρον αὐτοῦ ἐδωρήσατο αὐτῷ νέαν ζωὴν· ὁ δὲ Ἕλλην ὑπεστήριξεν αὐ-τὸν διὰ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν αἱμάτων του». Τόσο στενὰ μάλιστα συνδέθηκε ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν Χριστιανισμό, ὥστε «αἱ ἔννοιαι τῶν λέξεων Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμὸς ἐγένοντο συνώνυμοι. Ἕλλην σημαίνει Χριστιανός, καὶ Χριστιανὸς σημαίνει Ἕλλην», δι-ότι ὅποιος ἐνστερνίσθηκε τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο μὲ νεύση καὶ δύναμη Θεοῦ διαδόθηκε στὸν κόσμο κυρίως ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, αὐτὸς «φρονεῖ Ἑλληνικά».

Καὶ ἐξηγεῖ ποιά εἶναι ἡ οὐσία τοῦ «φρονεῖν Ἑλληνικά»: «…ἡ τελεί-ωσις, ἡ ἀνύψωσις ἀπὸ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου πρὸς τὸν πνευματικὸν· ὅτι ὁ πνευματικὸς κόσμος δέον ἐστί νὰ ζωογονῇ τὸν ὑλικὸν κό-σμον, ὅτι τὸ πνεῦμα ἀνάγκη νὰ ἐπικρατήσῃ τῆς ὕλης, ὅτι οἱ πνευ-ματικοὶ νόμοι δέον ἐστί νὰ ὦσιν ἰσχυρότεροι τῶν φυσικῶν νό-μων»…

Ἐδῶ τώρα ἂς καθρεφτίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Ἄραγε σήμερα τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος ἔχει ὡς ὕψιστη ἀρχὴ του «τὸ πνεῦμα νὰ ἐπικρα-τήση τῆς ὕλης;». Αὐτὴ τὴ διάβρωση νὰ φοβηθοῦμε. Αὐτὴ ποὺ γίνε-ται διὰ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὅταν ὅλη ἡ σκέψη καὶ οἱ προσπάθει-ές μας ὡς ἀτόμων καὶ ὡς ἔθνους κατατείνουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴ διασφάλιση ὑψηλῶν χρηματοοικονομικῶν δεικτῶν, καὶ τὴν ἐθνική μας εὐημερία τὴν ταυτίζουμε στὴ συνείδησή μας μὲ τὴν ἐξασφάλιση καταναλωτικῶν ἀγαθῶν καὶ ὑλικῆς καὶ μόνο πε-

ριουσίας, τότε κατὰ πόσο, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, φρονοῦμε ἑλληνικά; Ἐδῶ ἀκριβῶς διαγράφεται τὸ χρέος μας. Χρέος νὰ ἀναζητήσουμε ἄλλους δεῖκτες στὴν πορεία μας, ἂν θέλουμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν πολυειδῆ κρίση ποὺ μᾶς μαστίζει ὡς ἔθνος καὶ ποὺ μᾶς τὴν πα-ρουσιάζουν ὡς οἰκονομικὴ καὶ μόνο. Δεῖκτες πνευματικοὺς καὶ ὄ-χι ὑλικούς. Νὰ ἐπενδύσουμε στὴν τράπεζα τοῦ πνεύματος, νὰ δια-τηρήσουμε τὴν ἠθική μας ἐλευθερία ἀπὸ κάθε πνευματικὸ ἐξαν-δραποδισμό, ἀπὸ κάθε ὑποδούλωση τοῦ ἐσωτερικοῦ φρονήματος, τῆς ἀρετῆς μας.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ἀπόλυτος στὸ σημεῖο αὐτό:

Τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, τονίζει, ὀφείλει, ἔχοντας συναίσθηση τῆς κλήσεως καὶ τῆς ἀποστολῆς του, νὰ ἐργασθεῖ «πρῶτον ὅπως τε-λειωθῇ αὐτὸ ἐν τῇ σοφίᾳ καὶ ἀρετή… καὶ δεύτερον… ὑπὲρ τῶν ἀ-δελφῶν καὶ τῶν πλησίον αὐτοῦ», συνεχίζοντας ἔτσι τὸ ἔργο τῶν προγόνων του τῶν ἀναγνωρισμένων εὐεργετῶν τῆς ἀνθρωπότη-τος. «Ἡ κλῆσις καὶ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους ὑποχρεοὶ πάντα Ἕλληνα ἔχοντα συναίσθησιν τῶν ἑαυτοῦ ἠθικῶν καθηκόν-των νὰ ἐργασθῇ ἐκθύμως εἰς πλήρωσιν αὐτῶν».

Καὶ ἐπιλέγει ὁ Ἅγιος: «Ἡ πατρὶς καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει σήμερον ὑ-πὲρ ποτέ ἀνάγκην ἀνδρῶν ἀφωσιωμένων εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ σταυ-ροῦ, ἀνδρῶν ἀκαταπονήτων, ἀνδρῶν ζώντων οὐχὶ δι᾿ ἑαυτοὺς, ἀλλὰ διὰ τὸ Γένος καὶ τὴν Ἐκκλησίαν».

«Ζώντων οὐχὶ δι᾿ ἑαυτοὺς, ἀλλὰ διὰ τὸ Γένος καὶ τὴν Ἐκκλησί-αν!». Εὐτυχῶς ὑπάρχουν ἀκόμα Ἕλληνες ποὺ καταλαβαίνουν καὶ σήμερα τὴν ἔννοια τῶν λέξεων αὐτῶν…



Ἀνάρτηση ἀπό τὴν ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ, στὶς 7-12-13

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ : "...όταν αρχίσει το κακό από την Συρία..."

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg9o_vB6XnU7rl3YuuuBN4UFcQMrSN-YsHvbGzORH4qBSdFx1RWk6qjFy2d01VCE1U82UTMrRxHpkncap0tJhz1JdcpJxBbRASOmRz3OOl0Oj2wag5DEU8bMqllxYMRV-I-R2D_X4wiuhs/s640/%CF%83%CE%AC%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B70001.jpg
Δεξιά ο μακαριστός Επίσκοπος Σισανίου & Σιατίστης και αριστερά ο επίσης μακαριστός Παπά-Γιάννης Καλαΐδης

Επέστρεψα πριν λίγο από τον πνευματικό μου, πνευματικό τέκνο του μακαριστού Αντώνιου Σισανίου & Σιατίστης, τον οποίο τιμούν οι περισσότεροι ως σύγχρονο Άγιο. Ο πάτερ είναι προσηλωμένος στην σωτηρία της ψυχής και μόνο, αποφεύγοντας τις αναφορές για το μέλλει γεννέσθαι αλλά συζητώντας για τον μακαριστό Επίσκοπο, απεκάλυψε μερικά πράγματα των οποίων ήταν μάρτυρας ο ίδιος και δείχνουν ότι ο μακαριστός πέραν όλων των χαρισμάτων που είχε, έγινε δέκτης μεγάλων αποκαλύψεων από τον Θεό.
«Μας έλεγε, συνέχεια και πολλές φορές με στενοχώρια, τον καιρό της ευδαιμονίας "μεγάλη πείνα θα πέσει στην Ελλάδα, παιδί μου, μεγάλη πείνα..." κι εμείς δυσκολευόμασταν να τον πιστέψουμε...
Τον καιρό δε που ήταν στο νοσοκομείο στα τελευταία του, μετά την τελευταία εγχείρηση (το 2005) που έκανε μόλις τον φέρανε στο δωμάτιο κοιτούσε απέναντι την εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού και έκλαιγε σαν μικρό παιδί λέγοντας με την γνωστή ταπεινότητά του "πώς με αξίωσες Χριστέ μου, εμένα και μου απεκάλυψες αυτά τα πράγματα!", προφανώς κάτι σοβαρό είχε δει πιο μπροστά...
Όταν τον ρωτήσαμε "τι είδες Δέσποτα;" με δυσκολία μας απάντησε γιατί είχε πρόβλημα με την φωνή του, "όταν αρχίσει το κακό από την Συρία να αρχίσετε να προσεύχεστε!" και το επανέλαβε πολλές φορές "εκεί, από την Συρία όταν ξεκινήσει..." εννοώντας ότι μετά θα πιάσει η μπόρα και εμάς... Τον ξαναρωτήσαμε "τι άλλο είδες Δέσποτα;" και μας είπε "θα σας πω μετά..." αλλά μετά εκοιμήθη...»
Αυτό ήταν προφανώς το θέλημα του Κυρίου...
Σημείωση : για την ενδεχόμενη μη πιστή μεταφορά των λεγομένων υπεύθυνος είναι ο υποφαινόμενος και μόνο .
πηγή

Μιά νύχτα κι' ένα ξημέρωμα στο Άγιον Όρος....


Βρισκόμουν στο Άγιον Όρος για ν’ αγοράσω αγιορείτικο εργόχειρο. 

Το αγιορείτικο εργόχειρο είναι τα πράγματα που κατασκευάζουν οι μοναχοί όπως θυμίαμα, κομποσχοίνι και άλλα, τα οποία πωλούν και προσπορίζονται έτσι τα προς το ζην. Μου είπαν στις Καρυές, στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, ότι θα έβρισκα δάκρυα της Παναγίας και μικρές φορητές εικόνες από μελισσοκέρι στην Καψάλα. Μου υπέδειξαν επίσης και σε έναν τοπικό χάρτη και το κελλί που τα πουλούσε. 

Τα δάκρυα της Παναγίας είναι κομποσχοίνια ή κατ’ άλλους κομπολόγια φτιαγμένα από καρπούς ενός φυτού που λέγεται δάκρυ της Παναγίας.
 Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης στο βιβλίο του Άγιον Όρος που εκδόθηκε το 1903 γράφει: 
«Ενταύθα καλλιεργείται και το καλαμώδες φυτόν, εκ των ασταχύων του οποίου εξάγονται από του μηνός Ιουλίου μέχρις Οκτωβρίου κόκκοι σκληροί και φαιόχροοι, καλούμενοι εν τω Αγίω Όρει Δάκρυα της Παναγίας, και του οποίου η καλλιέργεια, αναπτυσσομένου και μέχρι μέτρου, απαιτεί μάλλον τελματώδη μέρη ήτοι αφθονούντα υδάτων. 


Εκάστης δε οκάδος των ανωτέρω κόκκων η αξία ανέρχεται εις γρόσια 10-25. Τούτους οι διάφοροι μοναχοί αγοράζοντες, κατασκευάζουσι κομβολόγια, συνδέοντες δια σύρματος, όπερ διαπερώσι δια των φύσει υπαρχουσών διατρήσεων αυτών. 
Απεκλήθησαν δε Δάκρυα της Παναγίας, ως λέγεται, υπό των ησυχαστών, διότι αύτη εμφανισθείσα εις τον εν τη καλύβη του Αγίου Παντελεήμονος διαμένοντα Γέροντα υπέδειξεν αυτώ την καλλιέργειαν του φυτού τούτου προς πόρον ζωής, καθ’ ον χρόνον ηδημόνει δακρύων, μη δυνάμενος ένεκα του γήρως να προσπορίζηται τα προς ζωάρκειαν αυτού.». 

Πώς κάνουν εμπόριο οι Αγιορείτες


Η Καψάλα είναι περιοχή των Καρυών με αρκετά κελλιά. Η διαμονή εκεί για τους μοναχούς θεωρείται δύσκολη επειδή το μέρος έχει πολύ υγρασία και κρύο, ιδιαίτερα το χειμώνα. Φανταστείτε δύο ορεινούς βραχίονες να πέφτουν κάθετα στη θάλασσα ψηλά από τις Καρυές και ο ένας απ’ αυτούς να κάνει μία δίπλα γύρω από τον άλλον. Στο εσωτερικό βάθος αυτής της κλειστής δίπλας βρίσκεται η Καψάλα. Η περιοχή μαζεύει το νερό από τις γύρω περιοχές και δεν θερμαίνεται αρκετά από τον ήλιο, αφού οι ακτίνες του ηλίου εμποδίζονται από τους ψηλούς ορεινούς κάθετους όγκους. Ερημικώτατη και άκρως ασκητική την ονομάζουν γι’ αυτό το λόγο οι πατέρες.
Μετά από κατηφορική και δύσκολη πορεία μιάμισης ώρας, μέσα σε μια σκοτεινή και άγρια φύση, έφτασα τελικά στο κελλί του οσίου Νικοδήμου, όπου, όπως μου είχαν πει, ο μοναχός που έμενε εκεί κατασκεύαζε και πουλούσε τα δάκρυα της Παναγίας.
Το κελλί του οσίου Νικοδήμου ήταν μικρό σε μέγεθος. Χτισμένο με την παραδοσιακή πέτρινη αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους είχε ισόγειο και ανώγειο. Στο ισόγειο, όπως ανακάλυψα αργότερα, είχε ένα χώρο που χρησιμοποιούνταν ως καθιστικό και άλλον έναν μεταμορφωμένο σε μικρή εκκλησία. Η μικρή αυτή μονόχωρη εκκλησία ετιμάτο επ’ ονόματι του οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, προεξάρχουσα μορφή του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων, κινήματος που αναζωογόνησε την Ορθοδοξία τον 18ο αιώνα.
Χτύπησα την πόρτα. Δεν πήρα απάντηση. Παρατήρησα ότι η πόρτα ήταν σάπια και στηριζόταν σε δύο ξεχαρβαλωμένους σκουριασμένους μεντεσέδες. Ξαναχτύπησα προσεκτικά για να μην διαλυθεί στα χέρια μου. Άκουσα κάτι σαν θόρυβο από μέσα. Ευλόγησον πάτερ, είπα. Ο Θεός μου απάντησε κάποιος από μέσα και ταυτόχρονα η ξύλινη πόρτα άνοιξε.

Στην πόρτα εμφανίστηκε ένας νέος σχετικά μοναχός. Ψηλός, ξερακιανός που φαινόταν ιδιαίτερα καταβεβλημένος από τη σκληρή ζωή σ’ εκείνο τον τόπο και κάπως άρρωστος. Έσκυψα να του φιλήσω τα χέρι ως ένδειξη σεβασμού, αλλά αρνήθηκε. Με ρώτησε τι ήθελα. Του εξήγησα ότι αγοράζω αγιορείτικο εργόχειρο, το οποίο μεταπουλώ σε κοσμικούς και βγάζω τα προς το ζην. Μου σύστησαν το όνομά του ως κάποιου που κατασκευάζει κομπολόγια με δάκρυα της Παναγίας. Κομποσχοίνια είναι, όχι κομπολόγια, μου απάντησε στεγνά κι απότομα. Τον είδα έτοιμο να σταματήσει τη συζήτηση και να κλείσει την πόρτα. Τότε άρχισα να του μιλώ γι’ άλλους πατέρες που μου πουλούσαν εργόχειρο αναφέροντας πολλά ονόματα πατέρων, ενώ ταυτόχρονα του ζητούσα συγγνώμη για το λάθος μου. 

Ηρέμησε κάπως. Ίσως κάποιο όνομα απ’ αυτά που του είπα να του ήταν γνωστό. Πόσο τ’ αγοράζεις με ρώτησε. Πόσο τα πουλάς αντέτεινα. Τον είδα διστακτικό και απόμακρο. Η ερώτησή μου ήταν λάθος. Με χαμηλή φωνή του είπα ότι το να φτιάχνει κάποιος κομποσχοίνια από δάκρυα της Παναγίας ήταν σπάνιο, αφού απαιτούσε πολύ κόπο να τρυπήσεις τους σκληρούς καρπούς. Ήμουν διατεθειμένος να του πληρώσω εκείνη τη στιγμή όσο ήθελε, σε όποια τιμή μου έλεγε. Του εξήγησα ότι το κέρδος μου ήταν ένα μικρό ποσοστό της αξίας αγοράς και ότι ταυτόχρονα αναλάμβανα όλο το ρίσκο. Το εργόχειρο μπορεί να μην πουλιόταν, εγώ όμως δεν θα το επέστρεφα πίσω. Συνέχιζε όμως αυτός να παραμένει διστακτικός. Άλλαξα τότε τη συζήτηση και τον ρώτησα αν πράγματι το κελλί του ετιμάτο επ’ ονόματι του οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου. Απάντησε ναι, ο όσιος ασκήτεψε μάλιστα στο ίδιο το κελλί για κάμποσο χρόνο μου είπε. Με έκδηλη χαρά τότε του απάντησα ότι το βιβλίο του οσίου “Αόρατος πόλεμος” που πρωτοεκδόθηκε το 1796 ήταν ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία κι άρχιζα να του μιλώ με ενθουσιασμό για το βιβλίο. Θα μπορούσε άραγε να μ’ αφήσει να προσκυνήσω στην εκκλησία, στο κελλί που ασκήτεψε ο άγιος; Αυτό ήταν, χαμογέλασε δειλά και με προσκάλεσε μέσα. 

Με πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσω. Η εκκλησίτσα ήταν σκοτεινή και υγρή. Αφού προσκυνήσαμε τον Δεσπότη Χριστό και τη Θεοτόκο, αυτός με βαθιές μετάνοιες κι εγώ με σταυρούς, μ’ οδήγησε μπροστά σε μία παλαιά εικόνα του οσίου Νικοδήμου. Προσκυνήσαμε την εικόνα και σταθήκαμε λίγο εκεί κοιτώντας την σιωπηλά. 
Μετά επιστρέψαμε στο καθιστικό. Μ’ άφησε εκεί χωρίς να μου πει να καθίσω και πήγε να μου φέρει το εργόχειρο. Περιεργαζόμουν το καθιστικό όρθιος. Ένα ξύλινο τραπέζι με δύο καρέκλες κι έναν πάγκο. Το μέρος δεν θερμαινόταν και μύριζε έντονα μούχλα. Μερικές ξεθωριασμένες χάρτινες εικόνες στους τοίχους και μερικά βιβλία ψηλά στα ράφια. Πρόσεξα ότι κάποια ήταν ρωσικά. 


Ο μοναχός επέστρεψε και έφερε μαζί του κάμποσα κομποσχοίνια με δάκρυα της Παναγίας. Μου τα έδειξε και μου είπε ότι δεν ήξερε πόσο κάνουν. Ας του έδινα ότι ήθελα. Ήρθα σε δύσκολη θέση. Τι θα μπορούσα να του δώσω; Τον ρώτησα πόσο τα πουλούσε σε άλλους. Μου απάντησε ότι τα έδινε σε άλλους μοναχούς από σκήτες ή μονές κι αυτοί σε αντάλλαγμα του έδιναν τρόφιμα ή αναγκαία πράγματα για την μικρή του εκκλησία. Ήταν η πρώτη φορά που θα πουλούσε κάτι σ’ έναν κοσμικό. Συνέχιζα να είμαι σε δύσκολη θέση, γιατί ήταν και για μένα η πρώτη φορά που αγόραζα τέτοια κομποσχοίνια. Δεν είχα μέτρο σύγκρισης. Τότε έβγαλα όσα χρήματα είχα στο περτοφόλι μου και του είπα να πάρει όσα θέλει. Ήρθε σε δύσκολη θέση. Κοιταζόμασταν αμήχανα. Ένιωθα ότι ήταν έτοιμος να μου τα χαρίσει, αλλά καταλάβαινα ότι είχε απόλυτη ανάγκη μερικά χρήματα. 

Δυο άνθρωποι, ένα γράμμα, ο Θεός, κάτι κουτσά ρώσικα

  
Τότε τον ρώτησα αν ήξερε ρωσικά, επειδή έβλεπα να έχει κάποια ρωσικά βιβλία. Μου είπε ότι ήταν αυτοδίδακτος και ότι μάθαινε απ’ αυτά τα βιβλία. Του ζήτησα να τα δω. Με ρώτησε έκπληκτος αυτός αυτή τη φορά, αν ήξερα ρωσικά. Του είπα ναι, τελειώνω τώρα ρωσικά στη σχολή βαλκανικών γλωσσών του ΙΜΧΑ. Άστραψαν με χαρά τα μάτια του και μου είπε κάτι σε σπασμένα ρωσικά. Ανταπάντησα γρήγορα σε ωραία ρωσικά που μου’ μαθε η δασκάλα μου, φιλόλογος Τ. Μ. Τρέμοντας από έξαψη μου έφερε ένα γράμμα γραμμένο στα ρωσικά να το διαβάσω, μου πρότεινε να καθήσω, ζητώντας μου συγγνώμη που με είχε τόσην ώρα όρθιο, και ταυτόχρονα έβαζε μπροστά μας ένα πλαστικό κουτί γεμάτο με φουντούκια κι αμύγδαλα που ξετρύπωσε από κάπου. Ως φαίνεται αυτό θα ήταν το δείπνο μας. 
Ξέρεις το ρωσικό περιοδικό "Ορθόδοξος προσκυνητής" (Православный паломник) με ρώτησε; Κάποιος ρώσος μοναχός από την ιερά μονή του Αγίου Παντελεήμονος μας έκανε συνδρομητές, εμένα και κάποιους άλλους μοναχούς, και αποφάσισα να μάθω ρωσικά για να το διαβάζω. Συγγενείς μού έστειλαν τα απαραίτητα, λεξικό, γραμματική, μέθοδο άνευ διδασκάλου και ξεκίνησα. Όταν προχώρησα λίγο στην γλώσσα, άρχιζα να διαβάζω κάποια εύκολα κείμενα από το περιοδικό, ξεκινώντας από τη στήλη της αλληλογραφίας, στην οποία δημοσιεύονταν γράμματα των αναγνωστών με ερωτήσεις, απορίες και σχόλια. 

  Μια μέρα διάβασα το γράμμα μιας αναγνώστριας του περιοδικού από κάποια μακρινή πόλη της Σιβηρίας. Στο γράμμα παραπονιόταν ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αφού, όντας μόνη στη ζωή, ανύπαντρη μητέρα με ένα παιδί 18 χρονών, ήρθε η στιγμή και το παιδί της πέθανε σε ατύχημα. Το σκότωσε αυτοκίνητο που οδηγούσε μεθυσμένος οδηγός, καθώς περνούσε τη διάβαση ενός δρόμου.
 Ο Θεός, αν υπήρχε, ήταν κακός. Της στέρησε το μονάκριβό της παιδί, αυτό που τόσο δύσκολα και με ανέχεια μεγάλωσε, υπομένοντας αγγόγυστα όλες τις ταπεινώσεις. Τον μεγάλωσε χριστιανικά, έκανε τα πάντα για να τον προφυλάξει από κακοτοπιές, και να πως ο θεός την αντάμειβε. Τον πήρε τόσο νέο στο θάνατο. Γιατί; Την άφησε μόνη στη ζωή, χωρίς στήριγμα, χωρίς αποκούμπι. Τι νόημα είχε πια η ζωή της; Θα έδινε ένα τέλος σ’ αυτήν.
Με σπάραξε η κραυγή αυτής της μάνας, όταν τελείωσα την μετάφραση, μου είπε. Προσευχόμουν όλη μέρα στο Θεό γι’ αυτήν. Παναγιά μου, έλεγα, παρηγόρησε αυτή την καρδιά, κάνε το θαύμα σου! 

Έγραψα αμέσως ένα γράμμα στη ρωσίδα μάνα με άτεχνα και λανθασμένα ρωσικά. Είχε στη στήλη αλληλογραφίας του περιοδικού μόνο το ονοματεπώνυμό της και την πόλη, αλλά σκεφτόμουν ότι μπορεί η πόλη να ήταν μικρή και να την βρουν. Της έγραφα πως ήμουν ένας μοναχός στον Άγιο Όρος που ζούσε στην ερημιά. Η επιστολή που έστειλες στο περιοδικό μ’ άγγιξε βαθύτατα και προσεύχομαι νύχτα μέρα για σένα. Της έγραφα λόγια παρηγορητικά. Ο Θεός, της έλεγα, υπάρχει, κι αυτός ξέρει καλύτερα. Η ζωή δεν σταματάει σ’ αυτή τη ζωή, ίσα ίσα αρχίζει μετά θάνατον και άλλα τέτοια.
Σε λίγο καιρό πήρα ένα γράμμα. Ήταν απ’ αυτήν, αυτό είναι που διαβάζεις τώρα. Ήταν έτοιμη ν’ αυτοκτονήσει, να πέσει από το παράθυρο από το ψηλό κτίριο που ζούσε, όταν χτύπησε εκείνη τη στιγμή το κουδούνι της κάτω εισόδου. Ασυναίσθητα κατέβηκε κάτω από το παράθυρο και πήγε να ρωτήσει ποιος ήταν. Ήταν ο ταχυδρόμος και της έφερνε εκείνη τη στιγμή ένα γράμμα. Το γράμμα που έγραψε ένας άγνωστος της μοναχός του Αγίου Όρους χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και της μιλούσε για το γιο της. Από το Άγιον Όρος! 

Ένα γράμμα χωρίς την πλήρη διεύθυνσή της, αλλά ο ταχυδρόμος έκανε τον κόπο, έψαξε και την βρήκε. Έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν ο Θεός που της έστελνε αυτό το γράμμα.
Διάβαζα και μετέφραζα το γράμμα της. “…Ο Θεός δεν με ξέχασε. Μου έδειξε ότι υπάρχει και ο δρόμος του σταυρού…”. Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου, υπέψαλλε ο μοναχός. Ας είναι δοξασμένο το όνομά του! Από τότε έχουμε συχνή αλληλογραφία και φυσικά ούτε σκέψη πια γι’ αυτοκτονία. Κρατούσα ατα χέρια μου και κοιτούσα το γράμμα της ρωσίδας συγκινημένος. Έπαιξε ο Θεός μπιλιάρδο. Χτύπησε εσένα εδώ για νά ’βρει εκείνην εκεί, του είπα χαμογελώντας. Δεν του άρεσε η παρομοίωση. 


Η αγρυπνία - και ένας πειρασμός μέσα στη νύχτα

Έξω είχε πέσει η νύχτα. Πίσσα σκοτάδι. Ήταν αδύνατο να φύγω. Ο μοναχός είδε που κοιτούσα ανήσυχος το σκοτάδι και μου πρότεινε να μείνω. Είχε στο ανώγειο δύο δωμάτια, στο ένα έμενε αυτός, στο άλλο θα έμενα εγώ. Μου είπε ότι εκείνη τη νύχτα θα ερχόνταν μετά τα μεσάνυχτα τέσσερεις πέντε μοναχοί για να κάνουν αγρυπνία. Θα ήθελα να συμμετάσχω κι εγώ; Ναι, βέβαια, απάντησα. Με οδήγησε στο δωμάτιό μου. Το δωμάτιο μικρό, χτισμένο με μπαγδατί, τα ξύλα σάπια και σκοροφαγωμένα. Υπήρχε μία λάμπα πετρελαίου που την άναψα. Ο μοναχός μου είπε ότι η τουαλέτα ήταν έξω στην ύπαιθρο, αλλά όταν άνοιξα την εξώπορτα, κάποια στιγμή αργότερα, είδα απέναντί μου ένα σκοτάδι πίσσα, μαύρο, κατάμαυρο σκοτάδι να τυλίγει τα πάντα κι αποφάσισα να κρατηθώ και να μην πάω. 
Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Ο μοναχός μου έφερε τέσσερεις ψιλές, άπλυτες και φαγωμένες από τη πολυχρησία κουβέρτες. Την άλλη μέρα ανακάλυψα ότι αυτές ήταν όλες κι όλες οι κουβέρτες που είχε. Ξάπλωσα ντυμένος, φορώντας το μπουφάν, τυλιγμένος στις τέσσερεις κουβέρτες, και πάλι κρύωνα, κρύο του θανάτου. Ήταν αδύνατον να κοιμηθώ από το κρύο. Υγρασία που προερχόταν από το έδαφος ανερχόταν έρποντας σταδιακά στους τοίχους του δωματίου όσο κυλούσε η ώρα. Το δωμάτιο είχε επίσης ένα ξύλινο παράθυρο, μ’ ένα ψιλό τζαμλίκι, χωρίς κουρτίνα, χωρίς παντζούρι, χωρίς τίποτα. Κοίταξα στο παράθυρο από το κρεββάτι. Θεούλη μου, το κρύο σκοτάδι ήταν σα ζωντανό, κακό πλάσμα, που με περιεργαζόταν κι αυτό μέσα από το σκοτάδι. Ασυναίσθητα έλεγε μέσα μου Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με για να παίρνω κουράγιο. 

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Το αφόρητο κρύο δωνάμωνε όλο και περισσότερο. Άκουσα ένα χτύπημα στη πόρτα και τη φωνή του μοναχού να με καλεί στην αγρυπνία. Κατέβηκα αμέσως. Είχαν έρθει και οι άλλοι μοναχοί, ανάμεσα σ΄ αυτούς και ένας γέροντας που όλοι τον ευλαβούνταν και του φιλούσαν το χέρι. Πήγα κι εγώ. Με κοίταξε καλοκάγαθα και μ’ ευλόγησε. 

Η αγρυπνία άρχισε. Η εκκλησίτσα φωτιζόταν με μερικά κεριά. 

Οι μοναχοί έψελναν σιγανά. Οι εικόνες μόλις που διακρίνονταν. Υπήρχε μια θαλπωρή και μια ζεστασιά, ίσως από τα σώματα τόσων ανθρώπων. Η ώρα περνούσε κι εγώ νύσταζα. Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην εξώπορτα. Δυνατός αέρας φύσηξε σφυρίζοντας δυνατά μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας. Οι μοναχοί κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους ερωτηματικά. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα στην ερημιά, σ’ αυτό το σκοτάδι; Τα χτυπήματα ξαναντήχησαν επίμονα και δυνατά. Αν ήταν κάποιος άνθρωπος έπρεπε να του ανοίξουν, ίσως είχε κάποια ανάγκη. Ευλόγησον φώναξε ο μοναχός. Σιωπή. Σε λίγο ξανά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα που ’ταν έτοιμη πια να διαλυθεί. Όλοι κοίταξαν τον γέροντα. Ο γέροντας κατέβηκε από το στασίδι του και πλησίασε τη σαθρή πόρτα. Στάθηκε μπροστά της. Πες, φώναξε μπροστά στην κλειστή πόρτα, Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, αμήν, και θα σ’ ανοίξω. Σιωπή για λίγο. Μετά ακούστηκε καθαρά κάποιος να λέει απέξω Δι’ ευχών των μμμμμ και να συνεχίζει με ακατανόητους ήχους. 
Οι μοναχοί πισωπλάτισαν προς το εσωτερικό της μικρής εκκλησίας. Ο γέροντας έμεινε μόνος μπροστά στην πόρτα. Είπε πάλι, αν είσαι άνθρωπος, πες Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, αμήν και θα σ’ ανοίξω. Απέξω ξανά το ίδιο Δι’ ευχών των μμμμ και ξανά μπερδεμένοι κι ακατανόητοι ήχοι, που ’μοιζαν με οξείς γρυλλισμούς ζώων. Την τρίτη φορά ο γέροντας είπε σιγανά μερικές εξορκιστικές ευχές. Τότε κάτι ξένο, μη ανθρώπινο, έτσι μας φάνηκε, χτύπησε με ορμή και θυμό την πόρτα μουγκρίζοντας. Μετά ησυχία. Ο άνεμος κόπασε. Δεν ξανακούσαμε χτυπήματα στην πόρτα. Ο γέροντας επέστρεψε στο στασίδι του και ζήτησε να συνεχίσουμε. Είμασταν ανήσυχοι, αλλά σιγά σιγά οι φόβοι μας καταλάγιασαν.
Νομίζω ότι οι πάντες προσευχήθηκαν εκείνη τη νύχτα με τόση θέρμη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή τους. Η αγρυπνία τελείωσε δοξαστικά με τη θεία λειτουργία. Ξημέρωσε.

 Ένας λαμπρός ήλιος έκανε την παρουσία του κι έδιωξε τα σκοτάδια της νύχτας. Το πρωί άκουσα από απόσταση τον γέροντα να μιλάει με τους άλλους μοναχούς. Έπιασα να λέει “…ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπιεί, αλλά ως υπερήφανος που είναι δεν μπορεί να ζητήσει το έλεος του Θεού, ούτε να προφέρει το όνομα του Ιησού, γιατί μαστιγώνεται..”. 
Αργότερα ο γέροντας και οι άλλοι μοναχοί έφυγαν. Συμφωνήσαμε με το μοναχό σε μια τιμή για τα κομποσχοίνια και επέστρεψα στις Καρυές.
 Με τον μοναχό είχαμε μια καλή συνεργασία για χρόνια, αν και ποτέ ξανά δεν επισκέφθηκα το κελλί του, ούτε την Καψάλα. Μου έστελνε το εργόχειρο με το ταχυδρομείο των Καρυών.  
"Νεκρός για τον κόσμο"
πηγή

Μιά νύχτα κι' ένα ξημέρωμα στο Άγιον Όρος....


Βρισκόμουν στο Άγιον Όρος για ν’ αγοράσω αγιορείτικο εργόχειρο. 

Το αγιορείτικο εργόχειρο είναι τα πράγματα που κατασκευάζουν οι μοναχοί όπως θυμίαμα, κομποσχοίνι και άλλα, τα οποία πωλούν και προσπορίζονται έτσι τα προς το ζην. Μου είπαν στις Καρυές, στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, ότι θα έβρισκα δάκρυα της Παναγίας και μικρές φορητές εικόνες από μελισσοκέρι στην Καψάλα. Μου υπέδειξαν επίσης και σε έναν τοπικό χάρτη και το κελλί που τα πουλούσε. 

Τα δάκρυα της Παναγίας είναι κομποσχοίνια ή κατ’ άλλους κομπολόγια φτιαγμένα από καρπούς ενός φυτού που λέγεται δάκρυ της Παναγίας.
 Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης στο βιβλίο του Άγιον Όρος που εκδόθηκε το 1903 γράφει: 
«Ενταύθα καλλιεργείται και το καλαμώδες φυτόν, εκ των ασταχύων του οποίου εξάγονται από του μηνός Ιουλίου μέχρις Οκτωβρίου κόκκοι σκληροί και φαιόχροοι, καλούμενοι εν τω Αγίω Όρει Δάκρυα της Παναγίας, και του οποίου η καλλιέργεια, αναπτυσσομένου και μέχρι μέτρου, απαιτεί μάλλον τελματώδη μέρη ήτοι αφθονούντα υδάτων. 


Εκάστης δε οκάδος των ανωτέρω κόκκων η αξία ανέρχεται εις γρόσια 10-25. Τούτους οι διάφοροι μοναχοί αγοράζοντες, κατασκευάζουσι κομβολόγια, συνδέοντες δια σύρματος, όπερ διαπερώσι δια των φύσει υπαρχουσών διατρήσεων αυτών. 
Απεκλήθησαν δε Δάκρυα της Παναγίας, ως λέγεται, υπό των ησυχαστών, διότι αύτη εμφανισθείσα εις τον εν τη καλύβη του Αγίου Παντελεήμονος διαμένοντα Γέροντα υπέδειξεν αυτώ την καλλιέργειαν του φυτού τούτου προς πόρον ζωής, καθ’ ον χρόνον ηδημόνει δακρύων, μη δυνάμενος ένεκα του γήρως να προσπορίζηται τα προς ζωάρκειαν αυτού.». 

Πώς κάνουν εμπόριο οι Αγιορείτες


Η Καψάλα είναι περιοχή των Καρυών με αρκετά κελλιά. Η διαμονή εκεί για τους μοναχούς θεωρείται δύσκολη επειδή το μέρος έχει πολύ υγρασία και κρύο, ιδιαίτερα το χειμώνα. Φανταστείτε δύο ορεινούς βραχίονες να πέφτουν κάθετα στη θάλασσα ψηλά από τις Καρυές και ο ένας απ’ αυτούς να κάνει μία δίπλα γύρω από τον άλλον. Στο εσωτερικό βάθος αυτής της κλειστής δίπλας βρίσκεται η Καψάλα. Η περιοχή μαζεύει το νερό από τις γύρω περιοχές και δεν θερμαίνεται αρκετά από τον ήλιο, αφού οι ακτίνες του ηλίου εμποδίζονται από τους ψηλούς ορεινούς κάθετους όγκους. Ερημικώτατη και άκρως ασκητική την ονομάζουν γι’ αυτό το λόγο οι πατέρες.
Μετά από κατηφορική και δύσκολη πορεία μιάμισης ώρας, μέσα σε μια σκοτεινή και άγρια φύση, έφτασα τελικά στο κελλί του οσίου Νικοδήμου, όπου, όπως μου είχαν πει, ο μοναχός που έμενε εκεί κατασκεύαζε και πουλούσε τα δάκρυα της Παναγίας.
Το κελλί του οσίου Νικοδήμου ήταν μικρό σε μέγεθος. Χτισμένο με την παραδοσιακή πέτρινη αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους είχε ισόγειο και ανώγειο. Στο ισόγειο, όπως ανακάλυψα αργότερα, είχε ένα χώρο που χρησιμοποιούνταν ως καθιστικό και άλλον έναν μεταμορφωμένο σε μικρή εκκλησία. Η μικρή αυτή μονόχωρη εκκλησία ετιμάτο επ’ ονόματι του οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, προεξάρχουσα μορφή του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων, κινήματος που αναζωογόνησε την Ορθοδοξία τον 18ο αιώνα.
Χτύπησα την πόρτα. Δεν πήρα απάντηση. Παρατήρησα ότι η πόρτα ήταν σάπια και στηριζόταν σε δύο ξεχαρβαλωμένους σκουριασμένους μεντεσέδες. Ξαναχτύπησα προσεκτικά για να μην διαλυθεί στα χέρια μου. Άκουσα κάτι σαν θόρυβο από μέσα. Ευλόγησον πάτερ, είπα. Ο Θεός μου απάντησε κάποιος από μέσα και ταυτόχρονα η ξύλινη πόρτα άνοιξε.

Στην πόρτα εμφανίστηκε ένας νέος σχετικά μοναχός. Ψηλός, ξερακιανός που φαινόταν ιδιαίτερα καταβεβλημένος από τη σκληρή ζωή σ’ εκείνο τον τόπο και κάπως άρρωστος. Έσκυψα να του φιλήσω τα χέρι ως ένδειξη σεβασμού, αλλά αρνήθηκε. Με ρώτησε τι ήθελα. Του εξήγησα ότι αγοράζω αγιορείτικο εργόχειρο, το οποίο μεταπουλώ σε κοσμικούς και βγάζω τα προς το ζην. Μου σύστησαν το όνομά του ως κάποιου που κατασκευάζει κομπολόγια με δάκρυα της Παναγίας. Κομποσχοίνια είναι, όχι κομπολόγια, μου απάντησε στεγνά κι απότομα. Τον είδα έτοιμο να σταματήσει τη συζήτηση και να κλείσει την πόρτα. Τότε άρχισα να του μιλώ γι’ άλλους πατέρες που μου πουλούσαν εργόχειρο αναφέροντας πολλά ονόματα πατέρων, ενώ ταυτόχρονα του ζητούσα συγγνώμη για το λάθος μου. 

Ηρέμησε κάπως. Ίσως κάποιο όνομα απ’ αυτά που του είπα να του ήταν γνωστό. Πόσο τ’ αγοράζεις με ρώτησε. Πόσο τα πουλάς αντέτεινα. Τον είδα διστακτικό και απόμακρο. Η ερώτησή μου ήταν λάθος. Με χαμηλή φωνή του είπα ότι το να φτιάχνει κάποιος κομποσχοίνια από δάκρυα της Παναγίας ήταν σπάνιο, αφού απαιτούσε πολύ κόπο να τρυπήσεις τους σκληρούς καρπούς. Ήμουν διατεθειμένος να του πληρώσω εκείνη τη στιγμή όσο ήθελε, σε όποια τιμή μου έλεγε. Του εξήγησα ότι το κέρδος μου ήταν ένα μικρό ποσοστό της αξίας αγοράς και ότι ταυτόχρονα αναλάμβανα όλο το ρίσκο. Το εργόχειρο μπορεί να μην πουλιόταν, εγώ όμως δεν θα το επέστρεφα πίσω. Συνέχιζε όμως αυτός να παραμένει διστακτικός. Άλλαξα τότε τη συζήτηση και τον ρώτησα αν πράγματι το κελλί του ετιμάτο επ’ ονόματι του οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου. Απάντησε ναι, ο όσιος ασκήτεψε μάλιστα στο ίδιο το κελλί για κάμποσο χρόνο μου είπε. Με έκδηλη χαρά τότε του απάντησα ότι το βιβλίο του οσίου “Αόρατος πόλεμος” που πρωτοεκδόθηκε το 1796 ήταν ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία κι άρχιζα να του μιλώ με ενθουσιασμό για το βιβλίο. Θα μπορούσε άραγε να μ’ αφήσει να προσκυνήσω στην εκκλησία, στο κελλί που ασκήτεψε ο άγιος; Αυτό ήταν, χαμογέλασε δειλά και με προσκάλεσε μέσα. 

Με πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσω. Η εκκλησίτσα ήταν σκοτεινή και υγρή. Αφού προσκυνήσαμε τον Δεσπότη Χριστό και τη Θεοτόκο, αυτός με βαθιές μετάνοιες κι εγώ με σταυρούς, μ’ οδήγησε μπροστά σε μία παλαιά εικόνα του οσίου Νικοδήμου. Προσκυνήσαμε την εικόνα και σταθήκαμε λίγο εκεί κοιτώντας την σιωπηλά. 
Μετά επιστρέψαμε στο καθιστικό. Μ’ άφησε εκεί χωρίς να μου πει να καθίσω και πήγε να μου φέρει το εργόχειρο. Περιεργαζόμουν το καθιστικό όρθιος. Ένα ξύλινο τραπέζι με δύο καρέκλες κι έναν πάγκο. Το μέρος δεν θερμαινόταν και μύριζε έντονα μούχλα. Μερικές ξεθωριασμένες χάρτινες εικόνες στους τοίχους και μερικά βιβλία ψηλά στα ράφια. Πρόσεξα ότι κάποια ήταν ρωσικά. 


Ο μοναχός επέστρεψε και έφερε μαζί του κάμποσα κομποσχοίνια με δάκρυα της Παναγίας. Μου τα έδειξε και μου είπε ότι δεν ήξερε πόσο κάνουν. Ας του έδινα ότι ήθελα. Ήρθα σε δύσκολη θέση. Τι θα μπορούσα να του δώσω; Τον ρώτησα πόσο τα πουλούσε σε άλλους. Μου απάντησε ότι τα έδινε σε άλλους μοναχούς από σκήτες ή μονές κι αυτοί σε αντάλλαγμα του έδιναν τρόφιμα ή αναγκαία πράγματα για την μικρή του εκκλησία. Ήταν η πρώτη φορά που θα πουλούσε κάτι σ’ έναν κοσμικό. Συνέχιζα να είμαι σε δύσκολη θέση, γιατί ήταν και για μένα η πρώτη φορά που αγόραζα τέτοια κομποσχοίνια. Δεν είχα μέτρο σύγκρισης. Τότε έβγαλα όσα χρήματα είχα στο περτοφόλι μου και του είπα να πάρει όσα θέλει. Ήρθε σε δύσκολη θέση. Κοιταζόμασταν αμήχανα. Ένιωθα ότι ήταν έτοιμος να μου τα χαρίσει, αλλά καταλάβαινα ότι είχε απόλυτη ανάγκη μερικά χρήματα. 

Δυο άνθρωποι, ένα γράμμα, ο Θεός, κάτι κουτσά ρώσικα

  
Τότε τον ρώτησα αν ήξερε ρωσικά, επειδή έβλεπα να έχει κάποια ρωσικά βιβλία. Μου είπε ότι ήταν αυτοδίδακτος και ότι μάθαινε απ’ αυτά τα βιβλία. Του ζήτησα να τα δω. Με ρώτησε έκπληκτος αυτός αυτή τη φορά, αν ήξερα ρωσικά. Του είπα ναι, τελειώνω τώρα ρωσικά στη σχολή βαλκανικών γλωσσών του ΙΜΧΑ. Άστραψαν με χαρά τα μάτια του και μου είπε κάτι σε σπασμένα ρωσικά. Ανταπάντησα γρήγορα σε ωραία ρωσικά που μου’ μαθε η δασκάλα μου, φιλόλογος Τ. Μ. Τρέμοντας από έξαψη μου έφερε ένα γράμμα γραμμένο στα ρωσικά να το διαβάσω, μου πρότεινε να καθήσω, ζητώντας μου συγγνώμη που με είχε τόσην ώρα όρθιο, και ταυτόχρονα έβαζε μπροστά μας ένα πλαστικό κουτί γεμάτο με φουντούκια κι αμύγδαλα που ξετρύπωσε από κάπου. Ως φαίνεται αυτό θα ήταν το δείπνο μας. 
Ξέρεις το ρωσικό περιοδικό "Ορθόδοξος προσκυνητής" (Православный паломник) με ρώτησε; Κάποιος ρώσος μοναχός από την ιερά μονή του Αγίου Παντελεήμονος μας έκανε συνδρομητές, εμένα και κάποιους άλλους μοναχούς, και αποφάσισα να μάθω ρωσικά για να το διαβάζω. Συγγενείς μού έστειλαν τα απαραίτητα, λεξικό, γραμματική, μέθοδο άνευ διδασκάλου και ξεκίνησα. Όταν προχώρησα λίγο στην γλώσσα, άρχιζα να διαβάζω κάποια εύκολα κείμενα από το περιοδικό, ξεκινώντας από τη στήλη της αλληλογραφίας, στην οποία δημοσιεύονταν γράμματα των αναγνωστών με ερωτήσεις, απορίες και σχόλια. 

  Μια μέρα διάβασα το γράμμα μιας αναγνώστριας του περιοδικού από κάποια μακρινή πόλη της Σιβηρίας. Στο γράμμα παραπονιόταν ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αφού, όντας μόνη στη ζωή, ανύπαντρη μητέρα με ένα παιδί 18 χρονών, ήρθε η στιγμή και το παιδί της πέθανε σε ατύχημα. Το σκότωσε αυτοκίνητο που οδηγούσε μεθυσμένος οδηγός, καθώς περνούσε τη διάβαση ενός δρόμου.
 Ο Θεός, αν υπήρχε, ήταν κακός. Της στέρησε το μονάκριβό της παιδί, αυτό που τόσο δύσκολα και με ανέχεια μεγάλωσε, υπομένοντας αγγόγυστα όλες τις ταπεινώσεις. Τον μεγάλωσε χριστιανικά, έκανε τα πάντα για να τον προφυλάξει από κακοτοπιές, και να πως ο θεός την αντάμειβε. Τον πήρε τόσο νέο στο θάνατο. Γιατί; Την άφησε μόνη στη ζωή, χωρίς στήριγμα, χωρίς αποκούμπι. Τι νόημα είχε πια η ζωή της; Θα έδινε ένα τέλος σ’ αυτήν.
Με σπάραξε η κραυγή αυτής της μάνας, όταν τελείωσα την μετάφραση, μου είπε. Προσευχόμουν όλη μέρα στο Θεό γι’ αυτήν. Παναγιά μου, έλεγα, παρηγόρησε αυτή την καρδιά, κάνε το θαύμα σου! 

Έγραψα αμέσως ένα γράμμα στη ρωσίδα μάνα με άτεχνα και λανθασμένα ρωσικά. Είχε στη στήλη αλληλογραφίας του περιοδικού μόνο το ονοματεπώνυμό της και την πόλη, αλλά σκεφτόμουν ότι μπορεί η πόλη να ήταν μικρή και να την βρουν. Της έγραφα πως ήμουν ένας μοναχός στον Άγιο Όρος που ζούσε στην ερημιά. Η επιστολή που έστειλες στο περιοδικό μ’ άγγιξε βαθύτατα και προσεύχομαι νύχτα μέρα για σένα. Της έγραφα λόγια παρηγορητικά. Ο Θεός, της έλεγα, υπάρχει, κι αυτός ξέρει καλύτερα. Η ζωή δεν σταματάει σ’ αυτή τη ζωή, ίσα ίσα αρχίζει μετά θάνατον και άλλα τέτοια.
Σε λίγο καιρό πήρα ένα γράμμα. Ήταν απ’ αυτήν, αυτό είναι που διαβάζεις τώρα. Ήταν έτοιμη ν’ αυτοκτονήσει, να πέσει από το παράθυρο από το ψηλό κτίριο που ζούσε, όταν χτύπησε εκείνη τη στιγμή το κουδούνι της κάτω εισόδου. Ασυναίσθητα κατέβηκε κάτω από το παράθυρο και πήγε να ρωτήσει ποιος ήταν. Ήταν ο ταχυδρόμος και της έφερνε εκείνη τη στιγμή ένα γράμμα. Το γράμμα που έγραψε ένας άγνωστος της μοναχός του Αγίου Όρους χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και της μιλούσε για το γιο της. Από το Άγιον Όρος! 

Ένα γράμμα χωρίς την πλήρη διεύθυνσή της, αλλά ο ταχυδρόμος έκανε τον κόπο, έψαξε και την βρήκε. Έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν ο Θεός που της έστελνε αυτό το γράμμα.
Διάβαζα και μετέφραζα το γράμμα της. “…Ο Θεός δεν με ξέχασε. Μου έδειξε ότι υπάρχει και ο δρόμος του σταυρού…”. Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου, υπέψαλλε ο μοναχός. Ας είναι δοξασμένο το όνομά του! Από τότε έχουμε συχνή αλληλογραφία και φυσικά ούτε σκέψη πια γι’ αυτοκτονία. Κρατούσα ατα χέρια μου και κοιτούσα το γράμμα της ρωσίδας συγκινημένος. Έπαιξε ο Θεός μπιλιάρδο. Χτύπησε εσένα εδώ για νά ’βρει εκείνην εκεί, του είπα χαμογελώντας. Δεν του άρεσε η παρομοίωση. 


Η αγρυπνία - και ένας πειρασμός μέσα στη νύχτα

Έξω είχε πέσει η νύχτα. Πίσσα σκοτάδι. Ήταν αδύνατο να φύγω. Ο μοναχός είδε που κοιτούσα ανήσυχος το σκοτάδι και μου πρότεινε να μείνω. Είχε στο ανώγειο δύο δωμάτια, στο ένα έμενε αυτός, στο άλλο θα έμενα εγώ. Μου είπε ότι εκείνη τη νύχτα θα ερχόνταν μετά τα μεσάνυχτα τέσσερεις πέντε μοναχοί για να κάνουν αγρυπνία. Θα ήθελα να συμμετάσχω κι εγώ; Ναι, βέβαια, απάντησα. Με οδήγησε στο δωμάτιό μου. Το δωμάτιο μικρό, χτισμένο με μπαγδατί, τα ξύλα σάπια και σκοροφαγωμένα. Υπήρχε μία λάμπα πετρελαίου που την άναψα. Ο μοναχός μου είπε ότι η τουαλέτα ήταν έξω στην ύπαιθρο, αλλά όταν άνοιξα την εξώπορτα, κάποια στιγμή αργότερα, είδα απέναντί μου ένα σκοτάδι πίσσα, μαύρο, κατάμαυρο σκοτάδι να τυλίγει τα πάντα κι αποφάσισα να κρατηθώ και να μην πάω. 
Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Ο μοναχός μου έφερε τέσσερεις ψιλές, άπλυτες και φαγωμένες από τη πολυχρησία κουβέρτες. Την άλλη μέρα ανακάλυψα ότι αυτές ήταν όλες κι όλες οι κουβέρτες που είχε. Ξάπλωσα ντυμένος, φορώντας το μπουφάν, τυλιγμένος στις τέσσερεις κουβέρτες, και πάλι κρύωνα, κρύο του θανάτου. Ήταν αδύνατον να κοιμηθώ από το κρύο. Υγρασία που προερχόταν από το έδαφος ανερχόταν έρποντας σταδιακά στους τοίχους του δωματίου όσο κυλούσε η ώρα. Το δωμάτιο είχε επίσης ένα ξύλινο παράθυρο, μ’ ένα ψιλό τζαμλίκι, χωρίς κουρτίνα, χωρίς παντζούρι, χωρίς τίποτα. Κοίταξα στο παράθυρο από το κρεββάτι. Θεούλη μου, το κρύο σκοτάδι ήταν σα ζωντανό, κακό πλάσμα, που με περιεργαζόταν κι αυτό μέσα από το σκοτάδι. Ασυναίσθητα έλεγε μέσα μου Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με για να παίρνω κουράγιο. 

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Το αφόρητο κρύο δωνάμωνε όλο και περισσότερο. Άκουσα ένα χτύπημα στη πόρτα και τη φωνή του μοναχού να με καλεί στην αγρυπνία. Κατέβηκα αμέσως. Είχαν έρθει και οι άλλοι μοναχοί, ανάμεσα σ΄ αυτούς και ένας γέροντας που όλοι τον ευλαβούνταν και του φιλούσαν το χέρι. Πήγα κι εγώ. Με κοίταξε καλοκάγαθα και μ’ ευλόγησε. 

Η αγρυπνία άρχισε. Η εκκλησίτσα φωτιζόταν με μερικά κεριά. 

Οι μοναχοί έψελναν σιγανά. Οι εικόνες μόλις που διακρίνονταν. Υπήρχε μια θαλπωρή και μια ζεστασιά, ίσως από τα σώματα τόσων ανθρώπων. Η ώρα περνούσε κι εγώ νύσταζα. Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην εξώπορτα. Δυνατός αέρας φύσηξε σφυρίζοντας δυνατά μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας. Οι μοναχοί κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους ερωτηματικά. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα στην ερημιά, σ’ αυτό το σκοτάδι; Τα χτυπήματα ξαναντήχησαν επίμονα και δυνατά. Αν ήταν κάποιος άνθρωπος έπρεπε να του ανοίξουν, ίσως είχε κάποια ανάγκη. Ευλόγησον φώναξε ο μοναχός. Σιωπή. Σε λίγο ξανά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα που ’ταν έτοιμη πια να διαλυθεί. Όλοι κοίταξαν τον γέροντα. Ο γέροντας κατέβηκε από το στασίδι του και πλησίασε τη σαθρή πόρτα. Στάθηκε μπροστά της. Πες, φώναξε μπροστά στην κλειστή πόρτα, Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, αμήν, και θα σ’ ανοίξω. Σιωπή για λίγο. Μετά ακούστηκε καθαρά κάποιος να λέει απέξω Δι’ ευχών των μμμμμ και να συνεχίζει με ακατανόητους ήχους. 
Οι μοναχοί πισωπλάτισαν προς το εσωτερικό της μικρής εκκλησίας. Ο γέροντας έμεινε μόνος μπροστά στην πόρτα. Είπε πάλι, αν είσαι άνθρωπος, πες Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, αμήν και θα σ’ ανοίξω. Απέξω ξανά το ίδιο Δι’ ευχών των μμμμ και ξανά μπερδεμένοι κι ακατανόητοι ήχοι, που ’μοιζαν με οξείς γρυλλισμούς ζώων. Την τρίτη φορά ο γέροντας είπε σιγανά μερικές εξορκιστικές ευχές. Τότε κάτι ξένο, μη ανθρώπινο, έτσι μας φάνηκε, χτύπησε με ορμή και θυμό την πόρτα μουγκρίζοντας. Μετά ησυχία. Ο άνεμος κόπασε. Δεν ξανακούσαμε χτυπήματα στην πόρτα. Ο γέροντας επέστρεψε στο στασίδι του και ζήτησε να συνεχίσουμε. Είμασταν ανήσυχοι, αλλά σιγά σιγά οι φόβοι μας καταλάγιασαν.
Νομίζω ότι οι πάντες προσευχήθηκαν εκείνη τη νύχτα με τόση θέρμη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή τους. Η αγρυπνία τελείωσε δοξαστικά με τη θεία λειτουργία. Ξημέρωσε.

 Ένας λαμπρός ήλιος έκανε την παρουσία του κι έδιωξε τα σκοτάδια της νύχτας. Το πρωί άκουσα από απόσταση τον γέροντα να μιλάει με τους άλλους μοναχούς. Έπιασα να λέει “…ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπιεί, αλλά ως υπερήφανος που είναι δεν μπορεί να ζητήσει το έλεος του Θεού, ούτε να προφέρει το όνομα του Ιησού, γιατί μαστιγώνεται..”. 
Αργότερα ο γέροντας και οι άλλοι μοναχοί έφυγαν. Συμφωνήσαμε με το μοναχό σε μια τιμή για τα κομποσχοίνια και επέστρεψα στις Καρυές.
 Με τον μοναχό είχαμε μια καλή συνεργασία για χρόνια, αν και ποτέ ξανά δεν επισκέφθηκα το κελλί του, ούτε την Καψάλα. Μου έστελνε το εργόχειρο με το ταχυδρομείο των Καρυών.  
"Νεκρός για τον κόσμο"
πηγή

Πέμπτη, Απριλίου 24, 2014

Η φωτιά του Οικουμενισμού κατακαίει τα πάντα. Οι πρόσφατες ενέργειες αποδόμησης της Εκκλησίας του Χριστού.

σο ἐπιταχύνονται καὶ ἐντείνονται οἱ ρυθμοὶ ἐμπεδώσεως τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ λοιμοῦ, τόσο οἱ Ἐπίσκοποι βυθίζονται στὸ τέλμα τῆς ἀπραξίας, τῆς δειλίας, τῆς ὀλιγωρίας. Οἰκουμενιστὲς Πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι ἀποδομοῦν συστηματικὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν προδίδουν, οἱ δὲ λοιποὶ ποιμένες καθεύδουν! Ἔχουν ἀφήσει τὴν φωτιὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀνεξέλεγκτη νὰ κατακαίει τὰ πάντα.
Ρώμη, 21/4/2014, Προσευχή γιὰ τὴν Εἰρήνη!
 Τὰ πρόσφατα βλάσφημα κατορθώματα τῶν Οἰκουμενιστῶν  ἀποδεικνύουν καὶ πιστοποιοῦν τὴν ἀδράνεια τῶν ποιμένων, ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ, ποὺ κατάφεραν μὲ ὅπλο τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἐπισκόπους νὰ τὸν εὐνουχήσουν. Ἔτσι ἀποδέχεται ἀπαθὴς καταστάσεις, ποὺ ἄλλοτε θὰ προκαλοῦσαν κύματα ὀργῆς καὶ σεισμὸ ἀντιδράσεων Ποιμένων καὶ πιστῶν.
Ρώμη, Προσευχή γιὰ τὴν Εἰρήνη
Πρωτοστατοῦν δὲ στὴν ἐμπέδωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τὰ ἱστολόγια ποὺ (καὶ τὶς τελευταῖες μέρες) δημοσιεύουν αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς ἀθλιότητες, ἀφοῦ, παρουσιάζοντας ἐπιμελῶς τὶς φωτογραφίες τῶν ποικίλων συμπροσευχῶν, συντελοῦν στὸν ἐθισμὸ κλήρου καὶ λαοῦ στὰ γεγονότα αὐτά, χαρακτηρίζοντας μάλιστα δόλια καὶ παραπλανητικὰ τὴν αἱρετικὴ γραμμὴ τῶν συμπροσευχῶν ὡς «ἀσχήμιες»! Ὁ ἐθισμὸς θὰ ἀποφευγόταν, μόνο ἂν ὑπῆρχε ἡ –ἐξ ἱερᾶς ἀγανακτήσεως– ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικὰ ἀσχημονοῦντας, ὅπως ἔκαναν πάντα οἱ Ἅγιοι Πατέρες σὲ παρόμοιες περιπτώσεις, κάτι ποὺ τώρα δὲν γίνεται. Ἀντίθετα τὰ καταγγέλλοντα ἱστολόγια καὶ οἱ ὄπισθεν αὐτῶν ποιμένες, ἐνῶ τοὺς καταγγέλλουν, ταυτόχρονα παραμένουν στὴν ἀγκαλιὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ  (ἐφαρμόζοντας μια σχιζοφρενικὴ τακτική) τοὺς μνημονεύουν καὶ «κοινωνοῦν» μὲ αὐτούς, ποὺ κατὰ τὸν μητροπολίτη Πειραιῶς «ποδηγετοῦνται ἀπὸ τὸ διάβολο»!
Γράφει συγκεκριμένα ὁ κ. Σεραφεὶμ τὸ 2011: «Πῶς εἶναι δυνατόν νὰ ἀποδέχονται χριστιανοὶ ἐπίσκοποι συμπροσευχὰς» μὲ τοὺς μύστες τῆς «δαιμονικῆς παναιρέσεως» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, «μὲ τοὺς δαιμονιῶντας ὀπαδοὺς τῶν ἀνθρωποκατασκευασμένων ψευδοθρησκειῶν τῶν ὁποίων  μέντωρ, ἐμπνευστὴς καὶ ποδηγέτης εἶναι ὁ διάβολος; ...Ἡ ἀπροκάλυπτος ...καταπάτησις τῶν Θείων καὶ Ἱ. Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ διά τούς ἀνωτέρω ὄνειδος καί πτῶσιν» (Βέβαια, ὁ κ. Σεραφεὶμ διαζωγραφίζει διὰ τῶν ἀνωτέρω τὴν δική του καὶ τῶν ὁμοίων του πτώση, ἀφοῦ, παρότι ἔχει διαπιστώσει τὴν πτώση του, δὲν παραλείπει νὰ ὑποδέχεται καὶ νὰ μνημονεύει τὸν πεπτωκότα Πατριάρχη, τόν ἄξιο «ὀνειδισμῶν», τὸν συμπροσευχόμενο μὲ τοὺς «ποδηγετούμενους ὑπὸ τοῦ Διαβόλου»!).
Ἂς θυμηθοῦν οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ποιμένες, ποὺ πολλάκις ἀναφέρονται στὸν ἀγωνιστὴ Καντιώτη, τὸν θεωροῦν δάσκαλό τους καὶ καπηλεύονται τὸ ὄνομά του, τί ἔκανε ὁ π. Αὐγουστῖνος γιὰ θέματα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως πολὺ μικρότερης σημασίας. Σήμερα τὰ πάντα προδίδονται καθημερινῶς καὶ ἡ ἀντίδραση τῶν ποιμένων εἶναι μηδενική. Οὔτε τὸ ἓν δέκατο, ὅσων ἔκανε ὁ Καντιώτης κάνουν, ἐναντίον τῆς ἐσχάτης στὴν ἱστορία παναιρέσεως, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα τὸν ἐξυμνοῦν!

Ἀπὸ τὸ 2009, μετὰ τὴν ἐλπιδοφόρα «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἔπαθαν καθίζηση. Προανήγγειλαν τὴν ἐκτύπωση τῶν «Λεχθέντων καὶ Πραχθέντων», διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀποδεικνυόταν μὲ λόγο καὶ εἰκόνα «τὸ βδέλυγμα» τῆς προδοσίας τῆς περὶ τὸ Φανάρι συμμορίας τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἀλλὰ εἶναι τόσος ὁ ζῆλος τους καὶ τὸ θάρρος τους, ὥστε μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια νὰ μὴ ἔχουν καταφέρει ἀκόμα, ὄχι μόνο νὰ τὰ κυκλοφορήσουν, ἀλλ’ οὔτε κἂν νὰ τὰ συντάξουν! Ποιός τοὺς σταμάτησε, ἂν ὄχι ὁ φόβος ἀπὸ τὰ ἐναντίον τους μέτρα τῶν ἡγετῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Καὶ κατόπιν ὁμιλοῦν περὶ δυνητικῆς διακοπῆς μνημοσύνου!
Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ νέα Οἰκουμενιστικὰ κατορθώματα καὶ τὶς νίκες, τὶς ὁποῖες ἐπιτυγχάνουν οἱ Οἰκουμενιστές, ἀγωνιζόμενοι οὐσιαστικὰ χωρὶς ἀντίπαλο. Καὶ βέβαια «ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτοὺς καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς», ἀλλὰ φοβούμαστε μήπως, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς συμβιβασμένους οἰκτρά πλέον κληρικούς,  μαζί τους «ἐκγελάσεται» καὶ τὸν ἄσφαιρο ἀγῶνα τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν.

1. Βοστώνη, 19 και 20 Απριλίου 2014. – Συνηθισμένα νοσηρά οικουμενιστικά φαινόμενα στη Μητρόπολη Βοστώνης. Φέτος στον Ορθόδοξο Καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου τελέσθηκε από τον Μητροπολίτη Βοστώνης Μεθόδιο οικουμενι(στι)κή  Αναστάσιμη Λειτουργία παρουσία του Καρδινάλιου Seán P. O'Malley. (Σ.σ.: Προσέξτε, οἱ "Ἀκτίνες" συμβάλλουν στὸν Οἰκουμενιστικὸ Μιθριδατισμό, βαπτίζοντας "συνηθισμένα" τὰ φαινόμενα τῶν συμπροσευχῶν!) http://aktines.blogspot.gr/2012/04/blog-post_7566.html

(Στὴ Βοστώνη) διάβασε ο Καρδινάλιος το Ευαγγέλιο, σαν να ήταν αληθινός Κληρικός της Εκκλησίας, έδωσαν κατόπιν και Λειτουργικό ασπασμό αγάπης, σαν να είναι πνευματικοί αδελφοί, που μάλλον έτσι νοιώθουν ο ένας για τον άλλο.
http://apotixisi.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6814.html
Μετέδωσαν οἱ μὲν στοὺς δὲ τὸ φῶς (ἢ τὸ σκότος;) τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ἐν συνεχείᾳ μοίρασαν αὐγὰ καὶ τὰ τσούγκρισαν ὡς κατέχοντες καὶ ὁμολογοῦντες τὴν ἴδια Ἀλήθεια  ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοί, ὡς ἀδελφοὶ ἐν Χριστῶ!
 2. Ρώμη- Τρίτη 15/04/2014. Στις 15 Απριλίου στη Βασιλική της Santa Maria in Trastevere τελέσθηκε Εσπερινός στη μνήμη των μαρτύρων που θυσίασαν τη ζωή τους για το Χριστό σε όλο τον κόσμο τον τελευταίο αιώνα.

(σ.σ. Ἄρα ἀποδίδουν ἴση τιμὴ στοὺς μάρτυρες τῆς ἀληθείας Ὀρθόδοξους καὶ στοὺς αἱρετικούς παρὰ τοὺς Ἱ. Κανόνες! Καὶ ἐφευρίσκουν συνεχῶς νέες εὐκαιρίες καὶ ἑορτὲς γιὰ νὰ συνεορτάσουν!).  Η συμπροσευχή  οργανώνεται κάθε χρόνο την Μεγάλη Εβδομάδα από την Παπική  Κοινότητα  του Αγίου Αιγιδίου.

3. Μητρόπολη Ἀθηνῶν, 20/04/2014. Μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, υπήρχαν και δυο Αρμένιοι κληρικοί και όλοι μαζί έψαλλαν το "Χριστός Ανέστη".
4. Ρώμη, 21 Απριλίου 2014, Οἰκουμενιστικὴ συμπροσευχὴ γιὰ τὴν Εἰρήνη.
Η Παπική οικουμενιστική Κοινότητα Αγίου Αιγιδίου, μαζί με Ορθόδοξους και Προτεστάντες, εκπροσώπους των χριστιανικών κοινοτήτων που υπάρχουν στη Ρώμη συγκεντρώθηκαν στη βασιλική της Santa Maria in Trastevere, με την ευκαιρία του κοινού Πάσχα, για να συμπροσευχηθούν για την ειρήνη.


5. Μετά την «μεταπατερική» έρχεται και η «μετακανονική» θεολογία!
 Ἡ «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος ποὺ «γέννησε» καὶ ἀνέθρεψε τὴν «μεταπατερικὴ θεολογία» ἐγκυμονεῖ καὶ ἑτοιμάζεται νὰ κυοφορήσει τὴν «μετακανονικὴ θεολογία».
6. Στὴν Κύπρο, στὸν ἅγιο Γεώργιο Ἀμμοχώστου, στὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, δίπλα στὸν Κωνσταντίας Βασίλειο ἦταν ὁ Μουσουλμάνος Μουφτής (ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴ θρησκεία του δὲν πιστεύει, ὅτι ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη, ἀλλὰ ὅτι κάποιον ἄλλον ἔβαλαν στὴ θέση του...)!
7. «Ο Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος τέλεσε την Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Βελιγραδίου.  Στη Θεία Λειτουργία παρέστησαν ο Επίσκοπος Ρεμεζιάνας Ανδρέας και Παπική αντιπροσωπεία  με επικεφαλής τον Αποστολικό Νούντσιο Orlando Antonini. Μετά τη λειτουργική σύναξη ο Πατριάρχης παρέθεσε δεξίωση και αντάλλαξε ευχές στο κτίριο του Πατριαρχείου».
http://aktines.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6112.html

Γιὰ νὰ μὴ ἔχει λοιπόν, καμία ἀμφιβολία καὶ ὁ πλέον καχύποπτος ἢ ἀδαὴς πιστός, ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι προδότες τῆς Πίστεως καὶ προχωροῦν κατόπιν συγκεκριμένου σχεδίου καὶ χρονοδιαγραμμάτων (ἐλαστικῶν καὶ προσαρμοζομένων ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων), παραθέτουμε ἄλλη μιὰ φορά δύο, ξεχασμένα ἀπὸ πολλούς, πειστήρια τοῦ ἐγκλήματος:
Ὁ μητροπολίτης Ἀχαΐας Ἀθανάσιος, ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ἀπολογούμενος μάλιστα στὸ Βατικανό, ἐπειδή καθυστεροῦμε νὰ δηλώσουμε ὑποταγή(!)– εἶπε τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά:

«Στην Ελλάδα βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ λεπτή κατάσταση, γιατί, ενώ ο αρχιεπίσκοπος (σ.σ. Χριστόδουλος) και οι μητροπολίτες επιθυμούν να έχουν μια σημαντική συνεργασία με την Καθολική Εκκλησία, (σ.σ. ουδεμία αναφορά για επιστροφής τους στην Ευαγγελική Αλήθεια και αποκήρυξη την αιρέσεων) αυτοί έχουν και ευθύνες προς τον κόσμο, τους πιστούς, πολλοί από τους οποίους δεν είναι προετοιμασμένοι στην προοπτική του διαλόγου, ενώ άλλοι έχουν μια άποψη πιο φονταμενταλιστική για την Εκκλησία. Αυτό για μας είναι η μεγάλη πρόκληση να προετοιμάσουμε τον κόσμο, να τον διαπαιδαγωγήσουμε, για να μη αντιδράσει επηρεασμένος από τις προκαταλήψεις και πληροφορίες, που δεν ανταποκρίνονται στα γεγονότα... Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι έχουμε ανάγκη χρόνου, ελπίζω όχι υπερβολικού,  για να  σχηματίσουμε τη συνείδηση  του  κόσμου»!!!  ρθόδοξος Τύπος», 1444, 1/2/2002).
Αυτές οι δηλώσεις του Αχαΐας Αθανασίου έχουν ιστορία, και η πρόσφατη αφετηρία τους βρίσκεται στις αποφάσεις της Β΄ Συνόδου του Βατικανού(!!!), οι οποίες έγιναν αποδεκτές από τον οικουμενιστή πατριάρχη Αθηναγόρα και όσους τον ακολουθούν. Την αποκάλυψη, όσων προαποφασίστηκαν από τα οικουμενιστικά κέντρα και προοδευτικά πραγματοποιοῦνται ἐρήμην τοῦ λαοῦ καὶ μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν «ὀρθοδοξούντων» ἐπισκόπων, μᾶς δίνει ἤδη ἀπὸ τὸ 1967 ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης καὶ κατόπιν Μητροπολίτης Τυρολόης Παντελεήμων Ροδόπουλος, παρατηρητὴς τῆς Β΄ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ. Έγραφε: «Διετυπώθη ὑπό τινων ΡΚαθολικῶν συνέδρων μία παράδοξος θεωρία περὶ ἐπιτεύξεως τῆς ἑνώσεως μεταξὺ τῆς ΡΚαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου». Ἡ Ἕνωση θὰ «ἐπιτευχθῆ σταδιακῶς καὶ οὐχὶ διὰ διαπραγματεύσεων ἐκκλησιαστικο-θεολογικῶν» σὲ  τρία στάδια:
«α) Φιλία καὶ ψυχολογικὴ προπαρασκευή,
  β) μερικὴ  μυστηριακὴ  κοινωνία καὶ
  γ) πλήρης μυστηριακὴ κοινωνία».
(Μπιλλη Σπυρ., ἀρχιμ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Β΄, σ. 413).
Π.Σ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...