Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 09, 2014

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς - Η ολιγοπιστία του Πέτρου

Ο Θεός μας είναι ο Νικητής. Όλες οι καλές νίκες, μόνιμες ή πρόσκαιρες, από την αρχή του χρόνου ως το τέλος της ιστορίας, ανήκουν σ’ Εκείνον. Είναι νικητής όταν αποκαθιστά την τάξη, μέσα στην αταξία που προκαλούν αμαρτωλοί άνθρωποι. Όταν οι χειρότεροι των ανθρώπων ανέρχονται στην πρώτη θέση και οι καλλίτεροι πέφτουν στην τελευταία, Εκείνος αναποδογυρίζει την αταξία και βάζει τον τελευταίο πρώτο και τον πρώτο τελευταίο. Νικά την κακία και τα τεχνάσματα των πονηρών πνευμάτων που μαίνονται εναντίον των ανθρώπων και τα διαλύει, όπως σκορπίζει ο ισχυρός άνεμος μια άσχημη δυσοσμία. Είναι νικητής σε κάθε έλλειψη: όπου υπάρχει λίγο, το αυξάνει· όπου δεν υπάρχει τίποτα, δίνει με αφθονία. Είναι νικητής στην αρρώστια και στα βάσανα. Λέει ένα μόνο λόγο κι η αρρώστια μαζί με τα βάσανα εξαφανίζονται. Οι τυφλοί βλέπουν, οι κουφοί ακούνε, οι άλαλοι μιλάνε, οι παράλυτοι σηκώνονται και περπατάνε, οι λεπροί καθαρίζονται. Είναι νικητής του θανάτου: διατάζει κι ο θάνατος ελευθερώνει το θύμα από τα σαγόνια του. Βασιλεύει στο βασίλειο των ουρανίων δυνάμεων - των αγγέλων και των αγίων - που δεν έχει τέλος. Ένα βα­σίλειο που αν συγκριθούν μαζί του τα βασίλεια αυτού του κόσμου είναι τόσο σκοτεινά και περιορισμένα, όσο ένας τάφος. Διατάζει τα στοιχεία και τα όντα αυτού του κόσμου και τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στις εντολές Του, χωρίς τον κίνδυνο να διαλυθεί και ν’ αποσυντεθεί.

Η μια μέρα διαδέχεται την άλλη. Η μια νίκη ακο­λουθεί την άλλη. Η ιστορία αυτού του κόσμου είναι μια σειρά από νίκες του Θεού, είναι η αποκάλυψη της ακαταμάχητης θεϊκής δύναμης. Ο Θεός είναι ταπεινός σαν αρνί. Μπροστά Του όμως τρέμουν ο ουρανός και η γη. Όταν ο ίδιος το επιτρέπει να ταπεινώνεται, τότε αποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικά και εμφατικά η μεγαλοσύνη Του. Όταν επιτρέπει να τον φτύνουν, τότε φανερώνει τη χυδαιότητα και την ιταμότητα των άλλων. Όταν παραδίδεται στη σφαγή, τότε η ζωή Του ακτινοβολεί.

Ο Θεός φανέρωσε το φως Του με το φως του ήλι­ου. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια αμυδρή σκιά του Εαυτού Του. Φανέρωσε τη δύναμή Του μέσα από τ’ αμέτρητα πύρινα σώματα στο σύμπαν, τη σοφία Του με την ευταξία της δημιουργίας και τη δημιουργία των όντων από τη μια άκρη του σύμπαντος ως την άλλη, το κάλλος Του από το κάλλος της φύσης, το έλεός Του από την επιμελή συντήρηση όλων όσα έφτιαξε, τη ζωή Του με τη ζωή όλων των όντων. Όλ’ αυτά δεν είναι παρά μια χλωμή κι εφήμερη εικόνα που παραπέμπει σ’ Εκείνον. Είναι απλά λέξεις πύρινες, χαραγμένες με πυκνό καπνό.

Όλ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του Θεού αποκαλύφτηκαν με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα που άντεχε ο άνθρωπος. Κι αποκαλύφτηκαν μέσα από έναν άνθρωπο. Όχι με τον οποιονδήποτε άνθρωπο, όχι με το συνηθισμένο, τον πλασμένο άνθρωπο, αλλά με τον άκτιστο, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Όλα έγιναν μ’ Εκείνον. Μαζί Του έλαμψε στη σάρκα το φως και η δύναμη, η σοφία και το κάλλος, η ευσπλαχνία και η ζωή.

Τί σημαίνει ζωή, αν όχι νίκη στο σκοτάδι; Τί σημαί­νει δύναμη, αν όχι νίκη στην αδυναμία; Τί άλλο είναι η σοφία, παρά νίκη στην αφροσύνη και την παράνοια; Τί είναι το κάλλος, αν όχι νίκη στην ασχήμια και την κτηνωδία; Δεν είναι νίκη κατά της κακίας, της πονηριάς και του φθόνου το έλεος; Ζωή δεν είναι η θεία νίκη κατά του θανάτου;

Τί νομίζετε εσείς που ακολουθείτε το Χριστό, πού βαφτιστήκατε στο όνομά Του; Δε φανέρωσε ο Χρι­στός όλες τις νίκες αυτές, που κανένας άλλος στον κόσμο δεν είχε κατορθώσει να κάνει; Δεν αισθάνεστε καθημερινά πως ακολουθείτε το μέγιστο Νικητή από τη δημιουργία του χρόνου και του κόσμου; Δε νιώ­θετε πως είστε βαφτισμένοι στο όνομα Εκείνου που γνωρίζει και μπορεί να κάνει τα πάντα, που στολίζει με το κάλλος Του όλα τα πλάσματα, που τα θωπεύει με το έλεός Του και τα ζωογονεί με τη ζωή Του; Αν δεν τα νιώθετε και δεν τα ζείτε όλ’ αυτά, τότε το ότι τον ακολουθείτε και καλείστε με τ’ όνομά Του, πολύ λίγο θα σας βοηθήσει. Μόνο με τον Κύριο Ιησού θα μπορέσετε, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ή τον ελά­χιστο δισταγμό, να πιστέψετε στη νικηφόρα δύναμη του Θεού πάνω σε κάθε πλάσμα, σε κάθε στοιχείο της φύσης και σε κάθε κακία του κόσμου. Μόνο ο Κύριος Ιησούς μπορεί να σου δώσει το θάρρος να ζήσεις, το θάρρος ν’ αντιμετωπίσεις το θάνατο. Μόνο Εκείνος μπορεί να σου δώσει ελπίδα σε μια ζωή καλλίτερη από την πρόσκαιρη, που υπόκειται στη φθορά. Μόνο Εκείνος μπορεί να εμπνεύσει μέσα σου την αγάπη για κάθε καλό. Γιατί Εκείνος είναι η σαρκωμένη νίκη κατά του κόσμου. «Θαρσείτε· εγώ νενίκηκα τον κό­σμον» (Ιωάν. ιστ 33), είπε ο Χριστός στους μαθητές Του και μέσω των μαθητών Του σ’ όλους εμάς. Δεν πρέπει νά φοβόμαστε. Ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός νίκησε τον κόσμο. Το ευαγγέλιο είναι το βιβλίο που περιέχει τη νίκη Του, η μαρτυρία της παντοδυναμίας Του. Η ιστορία της Εκκλησίας ως τις μέρες μας κι ως τη συντέλεια του κόσμου, είναι ένα ακόμα βιβλίο με λεπτομέρειες από τις νίκες Του. Όποιος το αμφισβητεί αυτό, θα στερηθεί τους καρπούς των νικών Του. Ας προσεγγίσουμε την ερμηνεία του σημερινού ευαγγελίου λοιπόν χωρίς αμφιβολία, χωρίς σκιές, γιατί περιγράφει μια καταπληκτική νίκη του Χριστού κατά της φύσης.

***

«Και ευθέως ηνάγκασεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν αυτόν εις το πέραν, εως ου απολύση τους όχλους» (Ματθ. ιδ' 22). Αυτό έγινε αμέσως μετά το μεγάλο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, τότε που ο Κύριος τάισε πέντε χιλιάδες άντρες, χώρια από τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δυο ψάρια, και περίσσεψαν ακόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί. Ο Κύριος προγνώρισε τότε και προετοίμασε ένα άλλο μεγάλο θαύμα, που ούτε καν το φαντάζονταν οι μαθητές Του. Το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας ήταν να βάλει τους μαθητές Του να πάρουν ένα πλοίο και να περάσουν στην αντίπερα όχθη. Το δεύτερο στάδιο ήταν ν’ απολύσει τους όχλους και το τρίτο, ήταν ν’ ανεβεί ψη­λότερα στο βουνό για να προσευχηθεί κατά μόνας.

«Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι. οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ' 23). Η μόνωσή Του επαναλαμβάνεται με τις λέξεις «μόνος» και «κατ’ ιδίαν», για να δώσει έμφαση στο ότι ο Κύριος επιδίωκε την ερημιά, όπου και παρέμεινε αφού πρώτα έδιωξε τους όχλους. Όρος, μόνωση, σκοτάδι. Σε τέτοιες συνθήκες ο άνθρω­πος νιώθει να βρίσκεται πιο κοντά στο Θεό. Και τότε η προσευχή είναι γλυκύτατη. Όλα όσα έκανε ο Κύριος Ιησούς, ήταν για δική μας διδαχή, για τη σωτηρία μας. Δεν ήρθε στη γη για να μας διδάξει μόνο με τα λόγια Του, αλλά με πράξεις, με γεγονότα και με κάθε έργο και κίνηση που έκανε. Ανέβηκε ψηλότερα στο βουνό επειδή εκεί είχε περισσότερη ησυχία. Έμεινε μόνος Του, επειδή η μόνωση υποδηλώνει χωρισμό από τον κόσμο αυτόν. Προσευχήθηκε μέσα στη νύχτα, γιατί το σκοτάδι είναι κάτι σαν πέπλο στα μάτια. Και τα μάτια είναι που εμποδίζουν το νου να συγκεντρωθεί, καθώς τρέχουν από το ένα αντικείμενο στο άλλο.

Η προσευχή του Χριστού στο όρος έχει κι ένα άλλο, βαθύτερο νόημα. «Απόλυση» των όχλων, άνοδος στο όρος, μόνωση, σκοτάδι. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Η απόλυση των όχλων σημαίνει ότι άφησε κατά μέρος όλα εκείνα που μας παρουσιάζει ο κόσμος, όλες τις μνήμες που μας δένουν με τον κόσμο και μας ενοχλούν. Έτσι, άδειοι κι ελεύθεροι από τον κόσμο, μπορούμε να σταθούμε στην προσευχή ενώπιον του Θεού.

Τί σημαίνει η άνοδος στο όρος; Την ανύψωση της καρδιάς και του νου στα ύψη του Θεού, στην παρουσία Του, στη συντροφιά Του. Εκείνος που συμφύρεται με τον κόσμο και τις πολλές του μέριμνες, δεν μπορεί ν’ ανεβεί ταυτόχρονα στα ύψη εκείνα, όπου ο άνθρωπος νιώθει μόνος με το Δημιουργό Του.

Τί σημαίνει η μόνωση; Τη γύμνωση της ψυχής. Όταν ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον κόσμο, νιώθει μια απέραντη και φοβερή μοναξιά. Εκείνοι που η απογοήτευση για τον κόσμο τους φέρνει σ’ αυτήν την τρομερή ερημία, αν δεν κατορθώσουν να φτάσουν στα ύψη, εκεί όπου ο άνθρωπος συναντά το Θεό, τότε αυτοκτονούν.

Τί σημαίνει σκοτάδι; Την ολική απουσία του φω­τός σ’ αυτόν τον κόσμο. Στον προσευχόμενο ερημίτη ο κόσμος αυτός είναι καλυμμένος με πυκνό σκοτάδι, όπου το ουράνιο φως ανατέλλει σταδιακά και φωτίζει ένα νέο κόσμο, αέναα λαμπερό και καλλίτερο.

Αυτά είναι τα τέσσερα στάδια της προσευχής και το βαθύτερο νόημά τους. Στην περίπτωση του Χρι­στού τα τέσσερα αυτά στάδια απεικονίστηκαν με την απόλυση των όχλων, την άνοδο στο όρος, τη μόνωση και το σκοτάδι.

Η προσευχή του Κυρίου Ιησού στην ησυχία της ερήμου είναι διδακτική για μας και για τη συνάφειά της: με ό,τι έγινε πριν απ’ αυτήν και με το ό,τι θα γινόταν στη συνέχεια. Προτού αποσυρθεί για να προ­σευχηθεί, ο Κύριος είχε κάνει το ανήκουστο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Μετά περπάτησε στη μέση της λίμνης, όπως περπατάει κανείς στη στεριά. Μ’ όλο που και τα δύο αυτά θαύματα τα έκανε με τη θεϊκή δύναμη που είχε προαιώνια και που δεν τον εγκατέλειψε ούτε κατά την ένσαρκη διαδρομή Του στη γη, προσευχόταν με το λαό στη συναγωγή, αλλά και μόνος Του στην έρημο. Σε μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη μυστική, προσω­πική και ενστικτώδη κίνηση για προσευχή του Κυρίου Ιησού. Με τις προσευχές αυτές ο Μονογενής Υιός του προαιώνιου Θεού σίγουρα συνέχιζε και μαρτυρούσε εδώ στη γη την αδιάρρηκτη ενότητά Του με τον Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα.

Η προσευχή που έκανε ο Χριστός κατά μόνας στο όρος μας παρέχει κι άλλη καθαρή διδαχή. Τα καλά έργα πρέπει να προηγούνται της προσευχής. Και τότε η προσευχή βοηθά τα καλά έργα. Πρέπει πρώτα να δοκιμάζουμε την πίστη μας με καλά έργα κι έπειτα να την ομολογήσουμε με λόγια. Η προσευχή όμως αξίζει μόνο όταν προσευχόμαστε στο Θεό και τον ικετεύουμε να μας βοηθήσει, προκειμένου να κάνουμε ένα καλό έργο. Να κάνουμε προσευχή στο Θεό για να μας βοηθήσει να κάνουμε ένα πονηρό έργο δεν είναι μόνο ανόητο, αλλά στην ουσία είναι βλασφημία. Το να κάνεις το κακό με προσευχή, είναι σα να σπέρνεις καλαμπόκι και να ζητάς από το Θεό να φυτρώσει σιτάρι. Μετά από κάθε καλή πράξη πρέπει να κα­ταφύγουμε στην προσευχή και να ευχαριστήσουμε το Θεό που μας αξίωσε να κάνουμε ένα καλό έργο. Και πριν από το καλό έργο όμως πρέπει να προσευ­χόμαστε και να ζητάμε τη χάρη του Θεού, τη βοήθεια και τη συγκατάθεσή Του, ώστε το καλό έργο που βρίσκεται μπροστά μας να γίνει με θεάρεστο τρόπο, τέλειο. Κοντολογίς, κάθε καλό που έχουμε ή κάνουμε, που ακούμε ή διαβάζουμε - ακόμα και το παραμικρό, χωρίς εξαίρεση - πρέπει ν’ αποδίδεται στο Θεό, όχι σε μας. Του Θεού είναι η δύναμή μας, η ευφυΐα μας, η δικαιοσύνη μας. Μπροστά στον Κύριο εμείς είμαστε τίποτα. Όταν μετά από τόσο μεγάλα θαύματα ο Κύ­ριος Ιησούς δείχνει στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα την ταπείνωση, την πραότητα και την υπακοή Του, ενώ είναι ίσος μαζί Τους στην ουσία και στην αιωνιότητα, τότε πώς εμείς δεν πρέπει να δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα και υπακοή στο Δημιουργό μας, που μας έπλασε «εκ του μηδενός», που χωρίς τη βοήθειά Του όχι μόνο δε θα κάναμε καλά έργα, μα δε θα υπήρχαμε ούτε για μία στιγμή;

«Το δε πλοίο μέσον της θαλάσσης ην, βασανιζό­μενον υπό των κυμάτων· ην γαρ ενάντιος ο άνεμος· τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επί της θαλάσσης» (Ματθ. ιδ' 24, 25). Όταν οι μαθητές ξεκίνησαν με το πλοίο το βράδυ, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όταν άλλαξε η φορά των ανέμων όμως, τα κύματα έγιναν τεράστια, όπως συνήθως γίνεται στη λίμνη αυτή, το πλοίο άρχισε να κλυδωνίζεται κι οι μαθητές φοβήθηκαν. Ο Κύριος τα προγνώριζε όλ’ αυτά. Άφησε σκόπιμα όμως τους μα­θητές Του να εκτεθούν στον κίνδυνο, ώστε να νιώσουν πόσο αβοήθητοι κι αδύναμοι ήταν χωρίς Εκείνον και να στερεωθούν στην πίστη τους, να θυμηθούν μια προηγούμενη καταιγίδα στη θάλασσα, όταν ο Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι εκείνοι τον ξύπνησαν έντρο­μοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα» (Ματθ. η' 25). Θα εύχονταν και τώρα να ήταν μαζί τους. Τό ‘κανε αυτό για να νιώσουν και να γνωρίσουν προκαταβολικά την αλήθεια των αγίων Του λόγων, που τους είπε λίγο προτού χωριστεί απ’ αυτούς: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. ιε' 5).

Τότε που είχε γίνει η προηγούμενη καταιγίδα οι μαθητές είχαν εκτεθεί σε μικρότερο κίνδυνο, η πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ο Χριστός ήταν μαζί τους στο πλοίο, αν και κοιμόταν. Τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη καταιγίδα, η κατάσταση ήταν χειρότερη κι η πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ο ίδιος έλειπε μακριά τους πάνω στο βουνό, στην έρημο. Πώς να τον φωνάξουν, να τον επικαλεστούν για να τους ακούσει; Πώς μπορούσαν να τον πληροφορήσουν για τη συμφο­ρά τους; Πώς μπορούσαν να του στείλουν ένα μήνυμα, να του πουν, «Κύριε, σώσον ημάς, απολλύμεθα»; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος. Οι μαθητές το βλέπουν πια, πως τους απειλεί ναυάγιο. Λες κι ήταν δυνατό να καταστραφεί κάποιος άνθρωπος, όταν τηρεί την εντολή του Θεού! Αλήθεια, τι υπέροχη διδαχή είναι αυτή για τους πιστούς, ώστε να μην απελπίζονται όταν βαδίζουν στο δρόμο όπου τους έταξε ο Θεός· να πιστέψουν πως Εκείνος που τους έστειλε στο δρόμο τους φροντίζει γι’ αυτούς, γνωρίζει τους κινδύνους που θα συναντήσουν. Ο Θεός όμως δε σπεύδει στη βοήθειά Του. Δοκιμάζει την πίστη του δίκαιου ανθρώπου, όπως δοκιμάζεται κι ο χρυσός στο χωνευτήρι.

Όταν οι μαθητές έφτασαν στο έσχατο σημείο της απόγνωσης, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο Χριστός, περπατώντας πάνω στα νερά. Αυτό έγινε «τετάρτη φυλακή της νυκτός». Οι Ιουδαίοι, όπως κι οι κυβερνήτες τους, οι Ρωμαίοι, είχαν χωρίσει τη νύχτα σε τέσσερις φυλακές, που η καθεμιά τους διαρκούσε τρεις ώρες. Ο Κύριος εμφανίστηκε στους μαθητές Του την τέταρτη φυλακή της νύχτας, δηλαδή λίγο προτού χαράξει.

«Και ιδόντες αυτόν οι μαθηταί επί την θάλασσαν περιπατούντα εταράχθησαν λέγοντες ότι φάντασμά εστι, και από του φόβου έκραξαν» (Ματθ. ιδ' 26). Θα πρέπει ή νά ‘χε αρχίσει να ψιλοχαράζει ή να είχε φεγγάρι ή ο Κύριος να έλαμπε με το Θαβώρειο φως Του, δε γνωρίζουμε. Αυτό που είναι γνωστό είναι πως οι μαθητές Του τον είδαν, ήταν ορατός. Όταν τον είδαν στη θάλασσα, ένιωσαν απερίγραπτο φόβο. Κι ο νέος αυτός φόβος ήταν μεγαλύτερος από το φόβο της καταιγίδας και του ναυαγίου που τους απειλούσε. Δεν ήξεραν πως ο Κύριός τους είχε τέτοια δύναμη, τέτοια εξουσία στη φύση. Ως τότε δεν την είχε φανερώσει. Τον είχαν δει μόνο να διατάζει τη θάλασσα και τους άνέμους. Δεν ήξεραν όμως πως μπορούσε να περπατά­ει πάνω στο νερό, όπως περπατάμε σε στέρεο έδαφος. Θα έπρεπε βέβαια να το είχαν συμπεράνει αυτό από τα προηγούμενα θαύματά Του. Εκείνος που μπορεί να διατάζει τη θάλασσα να γαληνεύει και τους ανέμους να ηρεμούν, σίγουρα θα μπορούσε να περπατήσει και πάνω στο νερό. Οι μαθητές όμως δεν είχαν φτάσει ακόμα σε τέτοια πνευματική ωριμότητα. Η πίστη τους ήταν ακόμα αδύναμη. Κι ο Χριστός έκανε το θαύμα αυτό για να τη δυναμώσει.

Φάντασμά εστι, κραύγασαν οι μαθητές Του και από του φόβου έκραξαν. Σκέφτηκαν πως θα ήταν φάντασμα ή κι ο ίδιος ο σατανάς στη μορφή του Δι­δασκάλου τους. Ήξεραν, είχαν δει το Δάσκαλό τους να παλεύει με το σατανά και τις ορδές του στον κό­σμο. Και τώρα ο σατανάς είχε αρπάξει την ευκαιρία να τους εξολοθρεύσει. Οι φίλοι Του τη στιγμή εκείνη είχαν εκτεθεί στον έσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θα μπορούσε να τους συμβεί; Σίγουρα όλα όσα συμβαίνουν και σήμερα στους λιπόψυχους που βρίσκονται σε κίνδυνο, ενώ βαδίζουν το δρόμο του Θεού.

Έτσι ενεργεί ο Θεός σ’ εκείνους που αγαπά. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Εβρ. ιβ' 6). Και σαν τελευταίο από τα βάσανα, στέλνει το μεγαλύτερο, όπως λέει ο σοφός ιερός Χρυσόστομος. Ο Χριστός υπόφερε σ’ όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του κι όταν έφτασε στο τέλος, στην ώρα της νίκης, υπόφερε το μεγαλύτερο βάσανο. Σταυρώθηκε κι ενταφιάστηκε στη γη. Το με­γαλύτερο αυτό μαρτύριο όμως σύντομα ξεπεράστηκε και μετά απ’ αυτό χάραξε η καινούργια μέρα, η μέρα της νίκης με την Ανάστασή Του.

Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοί από τους μάρ­τυρες αργότερα για την πίστη τους. Στην αρχή τα μαρτύριά τους ήταν μικρά μα σιγά σιγά γίνονταν με­γαλύτερα, γιγάντωναν, ώσπου μπροστά στον ίδιο το θάνατο, αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα μαρτύρια, τους χειρότερους πειρασμούς. Παραθέτουμε ένα περιστα­τικό από τα χιλιάδες που έγιναν:

Οι ειδωλολάτρες βασάνιζαν την άγια Μαρίνα με φοβερούς και τρομερούς τρόπους, με όλο και σκληρό­τερα βασανιστήρια. Στο τέλος την έδεσαν γυμνή σ’ ένα δέντρο κι άρχισαν να την γδέρνουν. Οι πληγές της ήταν φοβερές. Το αίμα της έτρεχε κι άρχισαν να φαίνονται τα κόκκαλά της. Δεν ήταν αυτό το χειρότερο μαρτύριο; Όχι, έπρεπε να υποστεί κι άλλο, μεγαλύτερο, η αγία του Θεού. Το βράδυ την έρριξαν έτσι, πληγωμένη όπως ήταν, στη φυλακή. Στο σκοτάδι της νύχτας μέσα στη φυλακή την επισκέφτηκε ένα φοβερό φάντασμα: ένα πονηρό πνεύμα με τη μορφή ενός τεράστιου φιδιού. Στην αρχή το φίδι άρχισε να στριφογυρίζει γύρω από την αγία, μετά κουλουριάστηκε γύρω της και άρπαξε το κεφάλι της μέσα στα φοβερά σαγόνια του. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Θεός δεν αφήνει ποτέ τους πιστούς δούλους Του να υποστούν πειρασμούς μεγαλύτερους απ’ όσο μπορούν ν’ αντέξουν. Αμέσως μετά απ’ αυτό η Μαρίνα φώναξε δυνατά στο Θεό μ’ όλη της την καρδιά κι έκανε το σημείο του σταυρού μέσα της. Και τότε το φίδι εξαφανίστηκε και μπροστά της άνοιξε ο ουρανός. Η Μαρίνα είδε μέσα σ’ ένα εξαίσιο φως το σταυρό, που στην κορυφή του έστεκε ένα λευκό περιστέρι, κι άκουσε τα λόγια: «Χαίρε, Μαρίνα, λογικό περιστέρι του Χριστού, γιατί νίκησες τον παγκάκιστο εχθρό».

Κάτι παρόμοιο έγινε με τους μαθητές του Χριστού. Μετά το μεγάλο φόβο της θαλάσσιας καταιγίδας, αντιμετώπισαν ένα μεγαλύτερο φόβο: μπροστά τους νόμισαν πως είδαν ένα φάντασμα. Βέβαια δεν ήταν φάντασμα, αλλά μια σωτήρια και υπέροχη πραγμα­τικότητα. Δεν ήταν όνειρο, αλλά ένα όραμα. Δεν ήταν κάποιος άλλος με τη μορφή του Χριστού, αλλά ο ίδιος ο Χριστός.

«Ευθέως δε ελάλησεν αυτοίς ο Ιησούς λέγων· θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε» (Ματθ. ιδ' 27). Ο Κύριος ποτέ δεν αφήνει για πολύ μόνους τους δικούς Του στους μεγάλους πειρασμούς. Ήξερε πως τους διέτρεχε φόβος, πως ήταν έντρομοι, επειδή νόμιζαν πως έβλεπαν φάντασμα. Έτσι έσπευσε να τους λυτρώσει από το φόβο. Ευθέως τους είπε: θαρσείτε! Τους έδωσε αμέσως θάρρος, κατά κάποιο τρόπο τους ξανά ‘δωσε την ανάσα της ζωής, που τους είχε κόψει ο φόβος. Θαρσείτε, εγώ ειμι· μη φοβείσθε. Τι υπέροχη φωνή! Τι ζωηφόρα λόγια! Στη φωνή αυτή οι δαίμονες φεύ­γουν, οι αρρώστιες υποχωρούν, οι νεκροί εγείρονται. Από τη φωνή αυτή απόκτησαν ύπαρξη ο ουρανός και η γη, ο ήλιος και τα άστρα, άγγελοι και άνθρωποι. Η φωνή αυτή είναι πηγή κάθε αγαθού, ζωής, υγείας, σοφίας κι ευφροσύνης.

Θαρσείτε, εγώ ειμι! Δεν μπορεί ο καθένας ν’ ακούσει τη φωνή αυτή. Την ακούνε μόνο οι όσιοι κι οι δίκαιοι, που υπομένουν για το Χριστό. Δεν ακούει τη φωνή του Χριστού όποιος γενικά υποφέρει. Πώς να τον ακούσουν όλοι εκείνοι που υποφέρουν για τις αμαρτίες και τις αδικίες τους; Θα τον ακούσουν εκείνοι μόνο που υποφέρουν για την πίστη τους σ’ Αυτόν (βλ. Πέτρ. δ' 13-16).

Τώρα μέσα στη θάλασσα οι μαθητές υπόφεραν για την πίστη τους στο Χριστό. Ή μάλλον θα λέγαμε πως υπόφεραν για να επιβεβαιωθεί περισσότερο η πίστη τους στο Χριστό.

«Αποκριθείς δε αυτώ ο Πέτρος είπε· Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα» (Ματθ. ιδ' 28). Τα λόγια αυτά του Πέτρου εκφράζουν τόσο χαρά όσο και αμφιβολία. Κύριε, αναφωνεί η χαρούμενη καρδιά του· ει συ ει, λέει τώρα η αμφιβολία. Αργότερα που ο Πέτρος είχε στερεωθεί πια στην πίστη του, δε θα μιλούσε έτσι. Όταν ο αναστημένος Κύριος εμφα­νίστηκε στην ακτή της ίδιας λίμνης της Γεννησαρέτ κι ο Πέτρος άκουσε τη φωνή του Ιωάννη να λέει πως ο Κύριός εστι, ο Πέτρος τον επενδύτην διεζώσατο... και έβαλεν εαυτόν εις την θάλασσαν (Ιωάν. κα' 7). Τότε δεν αμφέβαλε καθόλου πως ήταν ο Κύριος, ούτε και φοβήθηκε να πέσει στη θάλασσα. Τώρα όμως ήταν ακόμα πνευματικά δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αυτό και είπε: Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα.

«Ο δε είπεν, ελθέ. και καταβάς από του πλοίου ο Πέτρος περιεπάτησεν επί τα ύδατα ελθείν προς τον Ιησούν» (Ματθ. ιδ' 29). Όση ώρα η πίστη του ήταν μέσα του, σταθερή, ο Πέτρος περπατούσε πάνω στο νερό. Από τη στιγμή όμως που γλίστρησε μέσα του η αμφιβολία, ο Πέτρος άρχισε να βυθίζεται, γιατί η αμφιβολία προκαλεί το φόβο.

Το ότι ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο και περ­πάτησε πάνω στα κύματα προς τον Κύριο Ιησού, έχει ένα βαθύτερο νόημα. Σημαίνει την προφύλαξη της ψυχής από τις σωματικές φροντίδες και τη φιλαυτία στο ξεκίνημά της για το δύσκολο δρόμο της πνευματικής ζωής, το δρόμο που οδηγεί στο Σωτήρα. Τέτοιες στιγμές προκύπτουν στους συνηθισμένους πιστούς, εκείνους που είναι λιπόψυχοι και που η χαρά τους για το Χριστό ανακατεύεται με την αμφιβολία. Συχνά θέλουν να νικήσουν τη σάρκα και ν’ ακολουθήσουν το Χριστό, το βασιλιά του πνευματικού κόσμου. Σύ­ντομα όμως νιώθουν να πέφτουν, να ξαναγυρίζουν στις σαρκικές μέριμνές τους, να ξαναγίνονται σαν το πλοίο που κλυδωνίζεται από τα κύματα. Μόνο εκείνοι που έχουν υψηλό πνευματικό ανάστημα, οι μέγιστοι ήρωες των ανθρώπων, κατόρθωσαν με μεγάλη άσκηση να σταθεροποιηθούν στην πίστη και να πέσουν από το σωματικό πλοίο στην πνευματική θάλασσα, για να συναντήσουν το βασιλιά Χριστό. Εκείνοι μόνο έχουν ζήσει τόσο το φόβο της εγκατάλειψης του πλοίου όσο και του τρόμου μπροστά στην καταιγίδα και τους σφοδρούς ανέμους. Οι ίδιοι όμως ένιωσαν και την ανέκφραστη χαρά της συνάντησής τους με το Χριστό. Το χωρισμό της ψυχής από το πλοίο του σώματος είχε ζήσει κι ο απόστολος Παύλος στη διάρκεια της επίγειας ζωής του, καθώς και πολλοί άλλοι άγιοι μετά απ’ αυτόν. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά κι η αγαλλίαση στο τέλος αυτού του επικίνδυνου ταξιδιού, φαίνεται από τη χαρούμενη κραυγή: «υπέρ του τοιούτου καυχήσομαι» (Β' Κορ. ιβ' 5).

Ας δούμε τώρα τι έγινε με τον Πέτρο, που ήταν ακόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη, και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων· Κύριε, σώσον με» (Ματθ. ιδ' 30). Γιατί φοβή­θηκε τον άνεμο και όχι τη θάλασσα; Ο Πέτρος έκανε τα πρώτα του βήματα σαν μικρό παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος όμως γελάει και το μωρό πέφτει στο έδαφος. Το ίδιο γίνεται και με τον πνευματικό μας ενθουσιασμό: Το παραμικρό να γίνει, μας αναστατώνει και μας γυρίζει πίσω.

«Ευθέως δε ο Ιησούς εκτείνας την χείρα επελάβετο αυτού και λέγει αυτώ· ολιγόπιστε· εις τί εδίστα­σας;» (Ματθ. ιδ' 22). Δεν πνιγόμαστε πολλές φορές στους κινδύνους της θάλασσας του βίου, ωσότου μας αρπάξει κάποιο αόρατο χέρι και μας λυτρώσει από τον κίνδυνο; Ποιός από μας δεν έχει να παρουσιάσει αρκετά τέτοια παραδείγματα; Όλοι μας το γνωρίζουμε εμπειρικά αυτό. Μιλάμε κάθε τόσο γι’ αυτά τα πράγ­ματα κι ομολογούμε την παρουσία του αόρατου χεριού που μας γλιτώνει από τον κίνδυνο. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και λίγοι ανάμεσά μας, ακόμα και η ίδια η συνείδησή μας, που ακούνε την επιτιμητική φωνή από τ’ αόρατα χείλη: ολιγόπιστε· εις τί εδίστασας;

Γιατί αμφιβάλλετε, φίλοι μου, πως το χέρι του Θεού είναι κοντά; Γιατί δεν δοξολογείτε το Θεό ακόμα και τη στιγμή που αντιμετωπίζετε το μεγαλύτερο κίνδυνο; Ο Αβραάμ δεν ήταν απαλλαγμένος από την αμφιβολία όταν οδηγούσε το μονογενή του υιό στη θυσία (βλ. Γέν. κβ' 1-18) και μετά τον έσωσε ο Θεός; Ο Ιωνάς δε δοξολογούσε το Θεό από την κοιλιά του κήτους και σώθηκε (βλ. Ιων. β' 7); Γιατί οι Τρεις Παίδες δεν ολιγοπίστησαν μέσα στην «κάμινο του πυρός» και τελικά τους έσωσε η πίστη τους (βλ. Δαν. γ' 19-26); Το ίδιο δεν έκανε κι ο προφήτης Δανιήλ μέσα στο λάκκο των λεόντων (στ 16-23), αλλά κι ο μακάριος Ιώβ που ήταν πληγωμένος και γεμάτος σπυριά (Ιώβ β' 7-10); Αλλά και χιλιάδες άλλοι που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες δοκιμασίες για την πίστη τους στο Χρι­στό, πώς γλίτωσαν από την αμφιβολία; Εμείς γιατί αμφιβάλλουμε; Ο Θεός μας σώζει αμέτρητες φορές με το αόρατο χέρι Του, εκεί που δεν το περιμένουμε καθόλου, και μ’ όλο που αμφιβάλλουμε πολλές φορές για τη βοήθειά Του.

Πρέπει λοιπόν να έχουμε στο νου μας όλες τις ευεργεσίες του Θεού και να μετανοούμε για την ολιγοπιστία και τη λιποψυχία μας. Πρέπει να γίνουμε ώριμοι στην πίστη μας. Έτσι, όσο μεγάλο κίνδυνο κι αν αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, πρέπει να δοξολο­γούμε το Θεό και να επικαλούμαστε το όνομά Του. Και τότε ο Θεός θα μας βοηθήσει, θα μας σώσει. Ας δοξολογούμε το Θεό όταν βρισκόμαστε στον κίνδυνο, όχι όταν αυτός περάσει.

Αλλά κι όταν φανούμε λιπόψυχοι κι ολιγόπιστοι, ας μη μας καταλάβει η απόγνωση. Ο Πέτρος λιποψύχισε, ο Κύριος όμως ενίσχυσε την πίστη του. Πολλοί από τους αγιότερους ανάμεσα στους αγίους, αρχικά είχαν λιποψυχίσει, αργότερα όμως έγιναν σταθεροί στην πίστη τους στο Χριστό. Προσέξτε τι λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ: «Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. εν εμοί, ο Θεός, ευχαί, ας αποδώσω αινέσεώς σου, ότι ερρύσω την ψυχή μου εκ θανάτου και τους πόδας μου εξ ολισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14).

Έτσι μιλάει εκείνος που πιστεύει αληθινά, που έχει γνωρίσει εμπειρικά ότι ο Θεός έχει μετρήσει κάθε τρίχα του κεφαλιού μας, πως ούτε ένα σπουργίτι (πολύ περισσότερο άνθρωπος) δεν μπορεί να πέσει στη γη χωρίς τη θέληση του Θεού.

«Και εμβάντων αυτών εις το πλοίον εκόπασεν ο άνεμος» (Ματθ. ιδ' 32). Με το που ανέβηκε ο Ιησούς στο πλοίο, ο άνεμος σταμάτησε. Δε σταμάτησε από μόνος του να φυσά, αλλά μετά από εντολή του Κυρίου Ιησού. Αν και δεν αναφέρεται εδώ, όπως στη προη­γούμενη περίπτωση, όταν ο Χριστός είχε επιτιμήσει τον άνεμο και τη θάλασσα, φαίνεται καθαρά πως το έκανε και τώρα. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σκέφτεται σίγουρα πως ο άνεμος έπαυσε, υπακούοντας σε εσω­τερική και ανέκφραστη εντολή του Χριστού. Χάρη στη δική Του δύναμη κι επιθυμία κόπασε ο άνεμος.

Υπάρχει κι ένα βαθύτερο και καθαρό νόημα στο γεγονός ότι ο Χριστός μπήκε στο πλοίο και ηρέμησε τον άνεμο και τη θάλασσα. Όταν ο Κύριος μπαίνει στο πλοίο του σώματός μας, είτε με τη θεία κοινωνία είτε με την προσευχή είτε με οποιονδήποτε άλλον ευλογημένο τρόπο, οι άνεμοι των παθών ηρεμούν μέσα μας και το πλοίο ταξιδεύει με ασφάλεια στην ακτή.

«Οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες· αληθώς Θεού υιός ει» (Ματθ. ιδ' 33). Όταν ο Κύριος ηρέμησε την καταιγίδα της θάλασσας και σταμάτησε τους ανέμους στην πρώτη περίπτωση, οι μαθητές ρώτησαν, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι συνη­θισμένοι και λιπόψυχοι άνθρωποι: «Ποταπός εστιν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ;» (Ματθ. η' 27). Από τότε όμως είχαν δει τόσα σημεία και θαύματα από το Διδάσκαλό τους, είχαν ακούσει τόσες διδαχές. Η πίστη τους είχε πια ενισχυθεί, είχε εδραιωθεί. Έτσι τώρα, που έβλεπαν το μεγάλο αυτό θαύμα, δε ρώτησαν πια, ποταπός εστιν ούτος. Εκείνο που έκαναν τώρα, ήταν να γο­νατίσουν μπροστά Του και να ομολογήσουν: αληθώς Θεού υιός ει!

Ήταν η πρώτη φορά που ομολόγησαν όλοι μαζί οι μαθητές πως ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Ανάμεσά τους ήταν βέβαια κι ο Ιούδας, που τον ομολόγησε κι αυτός. Αργότερα όμως η φιλαργυρία τον έκανε ν’ αρνηθεί κυριολεκτικά τον Κύριο και Διδάσκαλό Του. Είναι αλήθεια πως τον αρνήθηκε κι ο Πέτρος και μάλιστα τρεις φορές. Η άρνηση του Πέτρου όμως δεν ήταν προμελετημένη. Έγινε ξαφνικά από φόβο κι αμέσως μετά μετανόησε πικρά κι έκλαψε για την άρνησή του.

Το βαθύτερο νόημα που έχουν τα λόγια οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ και τον ομολόγησαν Υιό του Θεού, είναι πολύ διδακτικό σε κάθε χριστιανό. Αφού ο Θεός ενανθρώπησε κι ήρθε να ζήσει μαζί μας, πρέπει κι εμείς με όλη την ύπαρξή μας να τον προσκυνήσουμε και να ομολογήσουμε το όνομά Του. Με όλη την ύπαρξή μας εννοούμε με το νου και τη σκέψη μας, με την καρδιά και τα αισθήματά μας, με την ψυχή και όλες τις επιθυμίες μας. Έτσι το σώμα μας ολόκληρο θα γεμίσει φως, σκότος δε θα υπάρχει μέσα του.

Αλίμονό μας αν δεχόμαστε το Χριστό μέσα μας κι έπειτα τον εξορίζουμε με την αμαρτία μας ή τον αρνιόμαστε, όπως ο Ιούδας. Η δεύτερη κατάσταση θα είναι χειρότερη από την πρώτη. Όταν ο Χριστός απέλυσε τον Ιούδα, «εισήλθεν εις εκείνον ο σατανάς» (Ιωάν. ιγ' 27). Ας μην ξεχνάμε ούτε στιγμή πως δεν μπορούμε να παίζουμε με το Θεό, γιατί αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ' 29).

«Και διαπεράσαντες ήλθον εις την γην Γεννησαρέτ» (Ματθ. ιδ' 34). Έφτασαν κοντά στην Καπερνα­ούμ, που ήταν ο προορισμός τους (βλ. Ιωάν. στ' 17). Όποιος έχει πάει στη Γαλιλαία, μπορεί να καταλάβει πόσο μακριά οδήγησε η καταιγίδα τους αποστόλους. Η Βηθσαϊδά κι η Καπερναούμ βρίσκονται στις βόρειες ακτές της λίμνης. Όταν οι μαθητές μπήκαν στο πλοίο κάτω από τη Βηθσαϊδά, εκείνο που έπρεπε να κάνουν, ήταν να πλεύσουν κατά μήκος της ακτής. Ο ευαγγελιστής όμως γράφει πως η καταιγίδα τους παρέσυρε μέσον της θαλάσσης. 

Εκεί, στη μέση της λίμνης θεάθηκε ο Ιησούς να περπατάει πάνω στα κύματα. Όταν κόπασε η καταιγίδα, το πλοίο έπρεπε να ταξιδέψει πάλι πίσω, στην ακτή της Καπερναούμ.

Σύμφωνα με το Ματθαίο και το Λουκά, φαίνεται πως αυτή τη φορά το πλοίο ακολούθησε το συνηθι­σμένο δρόμο, με τη βοήθεια του ανέμου και τα κου­πιά. Από τη διήγηση του Ιωάννη όμως μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο Κύριος Ιησούς έφερε το πλοίο στην ακτή, με την ακατανίκητη δύναμή Του. Γράφει ο Ιωάννης: «και ευθέως το πλοίον εγένετο επί της γης εις ην υπήγον» (Ιωάν. στ' 17).

Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στις διηγήσεις των ευαγγελιστών εδώ. Εκείνος που μπορούσε να περπα­τάει πάνω στα νερά και να γαληνέψει τους ανέμους και την καταιγίδα με τα λόγια και τις σκέψεις Του, μπορούσε αν το ήθελε, με τη σκέψη Του μόνο να μεταφέρει σε μία στιγμή το πλοίο στο λιμάνι. Το βαθύ­τερο νόημα που έχουν εδώ τα λόγια του Ιωάννη, είναι πως όταν ο Κύριος έρχεται να κατοικήσει μέσα μας, εμείς νιώθουμε σα να βρισκόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών, όπως σε ασφαλές λιμάνι, εκεί που το πλοίο της ζωής μας δεν κλυδωνίζεται ούτε από καταιγίδες ούτε από ανέμους. Αν έπειτα πρέπει να εξακολου­θήσουμε να περπατάμε στη γη δεν το νιώθουμε αυτό, γιατί τώρα η ψυχή κι η καρδιά μας ζουν σ’ έναν άλλο καλλίτερο κόσμο, εκεί που βασιλεύει ο Βασιλιάς Χρι­στός. Στη δική Του νίκη βλέπουμε με ευφροσύνη τη δική μας νίκη.

***

Νικητής ενάντια σε κάθε κακό είναι ο Χριστός. Δεν επιτρέπει ο ίδιος να τον νικήσει κάποιο κακό. Εμείς λοιπόν πρέπει να καταφεύγουμε κάτω από τις σωστικές φτερούγες Του, εκεί που δε θα συναντήσουμε ούτε καταιγίδες ούτε ανέμους ούτε φαντάσματα, «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στε­ναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Εκεί θα βρούμε όλα τ’ αγαθά πλούσια, αιώνια, που δεν τα καταστρέφει ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά. Εκεί θα δοξολογούμε μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους τα νικηφόρα έργα του Χριστού, που τη μεγαλοσύνη τους δεν μπο­ρούμε να κατανοήσουμε στην περιορισμένη προοπτική της πρόσκαιρης ζωής μας. Εκεί θα μας αποκαλυφτούν όλα και τότε θα ευφρανθούμε. Κι η χαρά μας αυτή δε θα έχει τέλος. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χριστό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώ­νων. Αμήν.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά - Ομιλία εις την Κυριακή Θ΄ Ματθαίου

Ο Ιησούς Χρι­στός ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να μεταβούν στην απέναντι όχθη πριν από αυτόν. Αφού έθρεψε προηγουμέ­νως σωματικά τις πέντε χιλιάδες, αποστέλλει τώρα τους μαθητές στην τρικυμιώδη θάλασσα των Εθνικών, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, αντιμετωπίζοντας παντός είδους πειρασμούς. Η γνη­σιότητα της πίστεως στον Θεό χαρίζει υπομονή στους πειρα­σμούς, και αυτή πάλι τελειοποιεί την πίστη.

 Οι άνθρωποι βέβαια λυπούνται για τους πειρασμούς, που έπρεπε να χαίρονται, και «παρ’ εμού», λέγει ο ομιλητής, «ταύτην μάλιστα ζητείτε την άνεσιν των σωματικών πειρασμών, ης εγώ μάλλον καταφρονήσας προς ύμας ήλθον συμπάσχειν υμίν αιρούμενος». Ήταν περίο­δος θλίψεως των Θεσσαλονικέων, πιθανώς λόγω πολιορκίας.

1. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει, «να το θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη χαρά εάν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς». Δεν είπε απλώς να "χαίρεσθε", αλλά «να το θεωρήσετε μεγάλη χαρά», πα­ραινώντας όχι να είναι κανείς αναίσθη­τος προς τα οδυνηρά πράγματα, γιατί αυτό είναι αδύνατο, αλλά εισηγείται να θεωρεί επικρατέστερο τον θεάρεστο λογισμό. Είπε, «κάθε χαρά», δηλαδή τέλεια, μέγιστη, ανελλιπή, και μάλιστα όταν οι πειρασμοί είναι ποικίλοι.

Γιατί; Επειδή με την υπομονή των πειρασμών γυμναζόμαστε και γινόμαστε και δοκιμώτεροι στα σχετικά με τον Θεό. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αναγνωριζόμαστε ως ευδόκιμοι. Γιατί αυτό λέγει και η Σοφία Σολομώντος για τους αγίους· «ότι υπέβαλε ο Θεός αυτούς σε δοκιμασίες και τους βρήκε άξιους του εαυτού του».

Αρα λοιπόν δεν είναι γι' αυτούς ο πειρασμός αυτός άξιος κάθε χαράς; Αυτό αφού είπε και ο Θεός προς τον Ιώβ, τον απάλλαξε από τη λύπη για τον πειρασμό, λέγοντας· «νομίζεις ότι για άλλο λόγο σε μεταχειρίσθηκα έτσι, και όχι για να αποδειχθείς δίκαιος;».

Τί ήθελε να του πει με αυτό; Σε μεταχειρίσθηκα έτσι, για να δοκιμά­σω την πίστη σου προς εμένα, σε ευεξία, σε καλή φήμη και ευπορία, και φάνηκες δίκαιος, συμπεριφερόμενος ως προς αυτά σύμ­φωνα με το θέλημά μου, προς εμένα που σου τα πρόσφερα, δια­χειριζόμενος και διοικώντας αυτά όπως εγώ ήθελα· σε μεταχειρί­σθηκα έτσι, για να δοκιμάσω την πίστη σου σε μένα, σε καχεξία, σε αδοξία, σε απορία, και φάνηκες δίκαιος, λέγοντας· «αν δεχθή­καμε τα αγαθά από τα χέρια τού Κυρίου, τα κακά δεν θα τα υπο­μείναμε;».

2. Από πού λοιπόν προέρχεται η υπομονή στους πειρασμούς; Από τη γνησιότητα της πίστεως στον Θεό. Ώστε οι πειρασμοί είναι μέσα δοκιμασίας των πιστών. Γι' αυτό ο αδελφός τού Κυ­ρίου Ιάκωβος, αφού μας παρήγγειλε να χαιρόμαστε όταν περιπέσομε σε πειρασμούς, πρόσθεσε· «η δοκιμασία της πίστεώς σας επεξεργάζεται υπομονή, και η υπομονή», λέγει, «ας έχει έργο τέλειο».

Κανένα, λέγει, από τα έργα της αρετής να μη κολοβώ­σεις, περιερχόμενος σε μαλθακότητα από την επίθεση των πειρα­σμών, αλλά μαζί με την υπομονή ας υπάρχει σε σένα και η τελειό­τητα της αρετής. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν πετυχαίνει την τελείωσή του μόνο με τα ακούσια, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα εκούσια, που είναι η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη προς τον Θεό και αναμεταξύ μας, και τα όσα ακολουθούν αυτήν, γιατί και αυτά μας χρειάζονται για την τελείωση, γι' αυτό ο θείος αυτός απόστολος γράφοντας προς εμάς προσθέτει· «και η υπο­μονή ας έχει τέλειο έργο, για να είσθε τέλειοι και ολόκληροι, χω­ρίς να υστερείτε σε τίποτε», εννοώντας αυτό ακριβώς, ότι, αν θέλετε να δείχνετε τέλεια την προς τον Θεό πίστη σας, όχι μόνο να υποφέρετε γενναία πάσχοντας εξωτερικά, αλλά και οι ίδιοι από μόνοι σας να πράττετε τα θεάρεστα, έστω και αν είναι επίπονα· γιατί η πράξη και το πάθος, όταν συνεργάζονται μεταξύ τους για το αγαθό, παρέχουν στον άνθρωπο την κατά Θεόν τελείωση.

3. Πώς όμως δεν είπε, "να χαίρεσθε όταν πράττετε την αρετή", αλλά «όταν είσθε σε πειρασμούς»; Γιατί το να ασκούμε την αρετή εξαρτάται από μας και βρίσκεται στην εξουσία μας, το να περιπέσομε όμως στους πειρασμούς δεν εξαρτάται από μας.

Επειδή όμως χωρίς αυτούς δεν υπάρχει τελείωση ή φανέρωση τής προς τον Θεό πίστεως, εκείνος που τρέχει προς την τελείωση τής πίστεως, όταν περιπέσει σε πειρασμούς, θα χαρεί που βρήκε το μέσο με το οποίο θα επιπετύχει την τελείωση.

Γιατί στους τέλειους ως προς την πίστη για τη φανέρωση της τελειότητάς τους συμβάλλουν ωφέλιμα οι πειρασμοί, το πλέον θαυμαστό όμως είναι ότι όταν συμβεί να ρθουν τελειοποιούν και τους ατελείς, πράγμα που γίνεται φανερό και από τα λόγια τού ευαγ­γελίου που αναγνώσθηκε σήμερα.

4. Ας τα παρουσιάσομε όμως αυτά από την αρχή στην αγάπη σας. «Τον καιρό εκείνο ανάγκαζε ο Ιησούς τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να τον μεταφέρουν στην απέναντι όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη, και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί ιδιαιτέρως». Και ερω­τούμε· ποιόν «εκείνον τον καιρό»;

Όταν έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δύο ψάρια, και χόρτασαν τόσο πολύ, ώστε να γεμίσουν και δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των κλασμάτων, όπως ακούσαμε στις εκκλησίες την περασμένη Κυριακή (Την ογδόη Κυριακή Ματθαίου 14, 14-22).

5. Θα μπορούσε ίσως να απορήσει κανείς, για ποιο λόγο ανά­γκαζε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο. Μπορούμε βέβαια να πούμε, ότι προγραμμάτιζε και τα στη συνέχεια, σπεύδοντας προς τα έργα τα οποία ήρθε να τελέσει πάνω στη γη. Εγώ όμως, γι' αυτό θα απορούσα, αν δεν τους ανάγκαζε.

 Επειδή δηλαδή εκεί­νος ήθελε να προβάλει σε όλους τον εαυτό του με τα έργα υπό­δειγμα κάθε καλού, έδειξε βέβαια πως πρέπει κανείς να συνανα­στρέφεται τα πλήθη προς ωφέλεια των ψυχών και των σωμάτων, υπολειπόταν όμως να δείξει και πως πρέπει συνευρίσκεται με τον Θεό, το να προσηλώνει δηλαδή το νου του σ’ αυτόν απαλ­λαγμένο από όλα τα επίγεια· πολύ βέβαια συμβάλλει σ’ αυτό η μόνωση και ερημία και η κατ’ αυτήν ησυχία.

Επειδή λοιπόν ήταν καιρός να διδάξει και αυτό, ότι είναι καλό η ερημία και ηρεμία, η προσευχή και η μόνωση, και γι' αυτό έπρεπε να ανεβεί στο όρος, ώστε να προσευχηθεί μόνος, και οι μαθητές επιθυ­μούσαν να είναι μαζί τους αδιάκοπα, και δύσκολα δέχονταν ν’ αποσπασθούν από εκείνον, πώς θα ανέβαινε μόνος στο όρος αν δεν τους ανάγκαζε να μπουν στο πλοίο και να το οδηγήσουν στην απέναντι όχθη;

6. Πρέπει όμως να προσέξομε εδώ και κάτι άλλο· όπως δηλαδή τώρα, αφού θεράπευσε και δίδαξε και έθρεψε το πλήθος με θαυ­μαστό τρόπο, απολύοντάς τους και ανεβαίνοντας στο όρος, ανά­γκασε τους μαθητές να παραδώσουν τους εαυτούς τους στη θά­λασσα και στα κύματα, έτσι ύστερα, αφού με την ενανθρώπησή του θεράπευσε τη φύση μας, τη δίδαξε και την έθρεψε με τον εαυ­τό του, αφήνοντάς μας σωματικά και ανεβαίνοντας στον ουρανό, έστειλε τους μαθητές σ’ όλο τον κόσμο, με άλλα λόγια στην αλμυ­ρή, επειδή είναι γεμάτη από πειρασμούς, θάλασσα των εθνικών, σαν με σκάφος, με το ευαγγέλιο και την κατ’ αυτό Εκκλησία, με το οποίο παραδόθηκαν στους πειρασμούς. Και όχι μόνο τους έστειλε, αλλά και τους ανάγκασε.

Εάν κάποιος γνωρίζει τα σχετικά με τον Ιωάννη τον αγαπημένο από τον Χριστό θεολόγο, εάν κάποιος γνωρίζει γιατί επιτράπηκε η σχετικά με τον θάνατο του Στεφάνου θλίψη και ο διωγμός που ακολούθησε εκείνην, θα καταλάβει τί εννοώ· πράγματι δεν ήθελαν οι Απόστολοι να βγουν από τα Ιε­ροσόλυμα, αλλ' επειδή αναγκάσθηκαν από τον διωγμό, διασπάρθηκαν στον κόσμο, και έτσι εκπλήρωσαν την αποστολή.

7. Και δεν αναγκάσθηκαν απλώς να διαπλεύσουν την κοσμική θάλασσα, μέσα στην οποία υπάρχει κάθε θλίψη και κάθε είδος πειρασμού, αλλά και να προχωρήσουν πέρα από αυτήν, δηλαδή να νικήσουν και να βρεθούν πέρα από τους πειρασμούς με τη νίκη.

Όμως δεν το κατόρθωσαν χωρίς τον Ιησού· γιατί λέγει· «το πλοίο ήδη βρισκόταν στο μέσο της θάλασσας βασανιζόμενο από τα κύματα· γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος». Δεν ήταν τότε περισ­σότερο αντίθετος σ’ αυτούς ο άψυχος άνεμος, όσο ήταν ο Δομετιανός και ο Τραϊανός και ο Νέρων αργότερα· ή καλύτερα αυτοί βέβαια και οι παρόμοιοι είναι άγρια κύματα εγειρόμενα φοβερά εναντίον τής Εκκλησίας, ενώ ο αντίθετος άνεμος που τους τα­ρακουνά και τους αναστατώνει είναι το πνεύμα της πονηρίας, ο αντικείμενος για πάντα στην Εκκλησία του Χριστού διάβολος.

 «Κατά την τέταρτη όμως», λέγει «φυλακή της νύχτας πήγε προς αυτούς ο Ιησούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα», δηλαδή μετά την ένατη ώρα της νύχτας· γιατί οι νυχτοφύλακες συνήθιζαν να διαιρούν το διάστημα της νύχτας σε τέσσερα διαδοχικά τμή­ματα, ώστε, σύμφωνα με τις ισημερίες, η αρχή της τέταρτης φυ­λακής να είναι αρχή της δέκατης ώρας της νύχτας.

Τους αφήνει βέβαια τόση ώρα να βασανίζονται από την τρικυμία, για να τους ασκήσει στην υπομονή και να τους κατα­στήσει καρτερικούς. Αλλά και μετά από αυτό αφού εμφανίσθη­κε σ’ αυτούς, τους επιτρέπει να τον νομίσουν φάντασμα και να φοβηθούν τόσο, ώστε από φόβο να κραυγάσουν, αν και πήγε για να τους σώσει.

 Αυτό βέβαια θα μπορούσες να δεις και στην περίπτωση του παλαιού εκείνου λαού· όταν δηλαδή επρόκειτο να σχισθεί κατά τρόπο παράδοξο η θάλασσα στη μέση και να τους προσφέρει δρόμο σωτηρίας, τότε νόμιζαν ότι διατρέχουν τον έσχατο κίνδυνο, γιατί με την κατοπινή κύκλωση των εχθρών περισφίχθηκαν από άφευκτα κακά.

Και τώρα κατά την παρουσία του πριν από την απαλλαγή από τα δαιμόνια που τους κατείχαν έκανε την εμφάνιση ο σφοδρός συνταραγμός των ελευθερουμένων· γιατί έτσι οι ευεργεσίες γίνονται όχι μόνο αγα­πητές, αλλά και μόνιμες στη μνήμη εκείνων που ευεργετήθη­καν.

Και εμφανίζεται σ’ αυτούς τη στιγμή βέβαια που στην τρι­κυμία εκείνη επικαλούνταν τον Θεό των όλων, για να δείξει ότι αυτός είναι ο υπεράνω όλων Θεός που δίνει χέρι βοήθειας σ’ αυτούς που τον επικαλούνται. Περπατά επίσης πάνω στα κύμα­τα, ενώ η θάλασσα ήταν αγριεμένη, για να δείξει ολοκάθαρα, ότι αυτός είναι σύμφωνα με την προφητεία που βαδίζει πάνω στη θάλασσα σαν πάνω στο έδαφος, προς τον οποίο λέγει και ο Δαβίδ προφητικά· «οι δρόμοι σου είναι στη θάλασσα και τα μονοπάτια σου στα άφθονα ύδατα», και, «συ εξουσιάζεις τη δύναμη της θάλασσας, και συ καταπραΰνεις τον σάλο των κυ­μάτων της», πράγμα βέβαια που έκαμε αργότερα· γιατί μόλις τότε τους είδε φοβισμένους, επειδή δεν τον γνώρισαν, άλλωστε ήταν και νύχτα, μίλησε αμέσως προς αυτούς, γνωστοποιώντας τον εαυτό του από τη φωνή και λέγοντας· «εγώ είμαι, μη φο­βάσθε».

 Εγώ είμαι, εγώ που είμαι Θεός πάντοτε και τελευταία έγινα άνθρωπος για χάρη σας, βλεπόμενος και ακουόμενος και έχοντας τη δύναμη να κάνω τα πάντα· γι’ αυτό και βαδίζω με το σώμα πάνω στα κύματα και μπορώ να δώσω και στους άλλους τη δυνατότητα αυτή. Πράγματι όταν ο Πέτρος είπε προς αυτόν, «Κύριε, αν είσαι συ, δώσε εντολή να ρθω προς εσένα περπατώ­ντας πάνω στα ύδατα», πρόσταξε και έγινε.

9. Αλλά ας επαναφέρομε τον λόγο στην προηγούμενη σειρά του, σύμφωνα με την οποία λέγαμε μεταφορικά, ότι οι μαθητές στάλθηκαν στην κοσμική θάλασσα των εθνών, καθώς ο Κύριος ανέβαινε στο ουράνιο ύψος σαν σε όρος και εκεί πρόσφερνε ασφαλώς τις ευχές για χάρη μας, σαν αρχιερέας που έγινε και εισήλθε στα ενδότερα του παραπετάσματος, «για να εξιλεώνει», σύμφωνα με τον απόστολο, «τις αμαρτίες του λαού».

Οι μαθητές λοιπόν που στάλθηκαν στην απέναντι όχθη, δηλαδή να νι­κήσουν και να ξεπεράσουν τους πειρατές, δεν νίκησαν ολο­κληρωτικά· γιατί ο αντικείμενος είναι ενεργής ακόμη και τα έθνη επιτίθενται με μανία εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά την τέταρτη όμως φυλακή της νύχτας, δηλαδή μετά τον φυσικό νόμο, μετά τον γραπτό νόμο, μετά την πρώτη παρουσία του Κυρίου και τον νόμο της χάριτος που δόθηκε κατ’ αυτήν, θα έρθει οπωσδήποτε ο καιρός τής δευτέρας παρουσίας του Χριστού, που αναλογεί ακριβώς στην τέταρτη φυλακή της νύχτας.

Τότε θα έρθει ο Κύριος καταπατώντας και καταργώντας και υποδουλώνοντας κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη· γιατί πρό­κειται να καταργήσει περίλαμπρα και να καταπατήσει τα κύμα­τα που ξεσηκώνονται άγρια εναντίον της Εκκλησίας του.

10. Γιατί θυμόσαστε, ότι ο λόγος υποδήλωνε μεταφορικά με τα κύματα που κινούνται και ξεσηκώνονται από το αντικείμενο πνεύμα, τους άρχοντες του κόσμου· και για να παραλείψω την εξέταση των ενδιάμεσων λεπτομερειών, όταν ανέβηκαν αυτοί στο πλοίο και ο Ιησούς και ο Πέτρος που είχε μεταβεί προς αυτόν από το πλοίο, κόπασε ο άνεμος και αφού πέρασαν απέναντι, έφτασαν στην ξηρά.

 Και πράγματι, όταν ο Κύριος και όλοι οι άγιοι που θα φύγουν από κοντά μας, τους οποίους υποδήλωσε ο Πέτρος, παραβρεθούν μαζί με μας κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, τότε το νοητό αντικείμενο πνεύμα θα καταργηθεί τελείως και εμείς, αφού περάσομε την πολυκύμαντη θάλασσα του βίου, θα εισέλθομε στη γη των πράων, απ’ όπου έχει δραπετεύσει κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός. «Οι ευρισκόμενοι τότε στο πλοίο», λέγει, πήγαν και προσκύνησαν τον Ιησού, λέγοντας·

Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και τότε βέβαια «κάθε γόνατο θα λυγίσει των επουρανίων και των επιγείων και καταχθονίων και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει, ότι είναι Κύριος ο Ιησούς Χρι­στός προς δόξα τού Θεού Πατέρα».

11. Αλλά αφήνοντας την αλληγορική ερμηνεία, ας θυμηθούμε την αρχή των λόγων μας. Και αυτή ήταν, ότι οι πειρασμοί όταν έρχονται δεν ωφελούν μόνο τους τέλειους στην πίστη, όπως τον Ιώβ και τον Πέτρο και τον Παύλο και τους ομοίους, αλλά και τελειοποιούν τους ατελείς.

Γιατί εδώ όχι μόνο ο Πέτρος, ούτε μόνο οι άλλοι μαθητές, που ήταν και αυτοί ατελείς ακόμη, αλλά και όλοι που ήταν πάνω στο πλοίο, τόσο πολύ ωφελήθηκαν στην πίστη από εκείνον τον πειρασμό, ώστε προσήλθαν και προσκύνη­σαν τον Ιησού και είπαν προς αυτόν· «αληθινά είσαι Υιός τού Θεού». Αρα λοιπόν καλώς λέγει ο απόστολος που αναφέραμε στην αρχή· «μακάριος είναι ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί, αφού αποδειχθεί άξιος, θα λάβει το στεφάνι της ζωής».

12. Δεν θέλω όμως, αδελφοί, να αγνοείτε ότι το είδος των πειρασμών είναι διπλό. Αλλά δεν εννοώ τώρα αυτό, ότι οι πειρασμοί δίνονται στους ανθρώπους λόγω ηδονής και οδύνης λόγω υγείας και νόσου, λόγω δόξας και αδοξίας, λόγω ευπορίας και απορίας, από τους οποίους πολύ χειρότεροι είναι οι διδόμενοι λόγω ηδονής και υγείας λόγω δόξας και ευπορίας· συμβαίνει βέβαια και αυτό, αλλά τώρα δεν σας ομιλώ γι’ αυτό το είδος των πειρασμών. Αλλά ποιά θέλω τώρα να γνωρίσετε; Προσέξτε και θα μάθετε.

 Αυτός ο μέγας Ιάκωβος, ο κατά σάρκα καλούμενος αδελφός του Κυρίου, εξαιτίας τής κατά θεία οικονομία μνηστείας του Ιωσήφ με την Παρθενομήτορα Μαρία, αφού είπε, «να χαίρεσθε όταν περιπέσετε σε ποικίλους πειρασμούς», και ότι «είναι μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί θα λάβει το στεφάνι της ζωής», έπει­τα, όπως αν έλεγε κάποιος σ’ αυτόν, και όμως υπάρχουν κάποιοι που βλασφημούν στους πειρασμούς, άλλοι που απελπίζονται τε­λείως, άλλοι που περνούν και θηλειά στον εαυτό τους, και αν ο πειρασμός είναι από τους έμφυτους και σαρκικούς, από θυμό ίσως ή επιθυμία, άλλοι πολλές φορές περιέπεσαν σε φόνους, και άλλοι παρέδοσαν τους εαυτούς τους στην ακολασία· πώς λοιπόν ο πει­ρασμός προέρχεται από τον Θεό και είναι πρόξενος στεφάνων; Σα να απολογείται προς αυτούς που τα λέγουν αυτά ο Ιάκωβος προσθέτει· «κανένας που δέχεται πειρασμό να μη λέγει, πειράζο­μαι από τον Θεό· γιατί αυτός δεν πειράζει κανένα· γιατί ο Θεός είναι απείραστος από τα κακά».

 Πειρασμό εδώ λέγει το κακό, δηλαδή την αμαρτία, και το να περιπέσει κανείς σ’ αυτήν, από την οποία έμεινε απείραστος και ο Χριστός, αν και βέβαια πειράσθηκε αλλιώς· γιατί λέγει· «από όσα έπαθε με τον πειρασμό που υπέμεινε, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται»· αλλά και μετά τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ανέβηκε στο όρος για να πειρασθεί σύμφωνα με τούς λόγους του ευαγγελίου.

13. Ώστε πειρασμοί λέγονται και τα λυπηρά που επέρχονται στους ανθρώπους απ’ έξω και προσβάλλουν το σώμα, και η ίδια η προσβολή του εχθρού, αν και είναι ανεύθυνος, αφού και τον Κύριο τον πρόσβαλε πειράζοντάς τον. Πειρασμοί λέγονται και οι αμαρτίες, κατά τις οποίες, όπως λέγει ο ίδιος ο Ιάκωβος, «καθέ­νας μας πειράζεται παρασυρόμενος και δελεαζόμενος από τη δική του επιθυμία· γιατί η επιθυμία», λέγει, «όταν συλλάβει το θύμα γεννά την αμαρτία, και η αμαρτία όταν πραγματοποιηθεί γεννά τον θάνατο».

Ποιόν θάνατο; Τον αιώνιο, που είναι ο εξαι­τίας της αμαρτίας χωρισμός του Θεού από την ψυχή. Αυτόν βέ­βαια τώρα από τον Αδάμ μέχρι τη συντέλεια τον ακολούθησε και ο θάνατος του σώματος, τότε όμως, στον μέλλοντα αιώνα, για εκείνους που δεν μετανόησαν εδώ θα ακολουθήσει η αφόρητη και χωρίς τέλος κόλαση της ψυχής και του σώματος, αφού κατα­δικασθούν δίκαια από εκείνον που μπορεί να καταστρέψει στη γέεννα του πυρός και ψυχή και σώμα.

14. Αυτόν τον πειρασμό ας τον αποφύγομε με όση δύναμη έχομε, αδελφοί· γιατί το να τον αποφύγομαι βρίσκεται στη δική μας εξουσία. Γι’ αυτό να λυπηθούμε, όταν δούμε τους εαυτούς μας να έχουν περιπέσει σ’ αυτόν. Εάν λυπηθούμε γι’ αυτό όσο χρειάζεται, θα προετοιμάσομε τον εαυτό μας για μετάνοια αμεταμέλητη προς σωτηρία.

Αυτόν τον πειρασμό έρχομαι και εγώ τώρα να αφαιρέσω από σάς, όχι αυτόν που πρόσκαιρα μόνο ζημιώνει και βλάπτει, αλλά εκείνον που βλάπτει αιώνια.

Γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, του οποίου εμείς είμαστε διάκονοι με τη χάρη του, είναι αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών, όχι των πρόσκαιρων, και εισήλθε με το αίμα του στα αληθινά άγια, αφού πέτυχε για μας λύτρωση όχι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια· αυτήν ερχόμαστε και εμείς να σας προσφέρομε, αν πείθεσθε, την αιώνια απολύτρωση, των ψυχικών πειρασμών, και όχι των σω­ματικών γιατί σύμφωνα με τον απόστολο, τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με τη χάρη του Θεού προς καθαίρεση οχυρωμάτων, όχι των αισθητών, αλλά των κατασκευασμένων ενα­ντίον μας από τον νοητό εχθρό.

15. Σεις όμως μου φαίνεσθε ότι ούτε αντιλαμβάνεσθε ούτε ζη­τείτε την απολύτρωση των ψυχικών πειρασμών γιατί λυπείσθε για εκείνους τους πειρασμούς κυρίως, για τους οποίους έπρεπε να χαίρεσθε, καθόσον, αν θέλομε, μας προξενούν την αιώνια απολύτρωση, και από μένα αυτήν κυρίως ζητείτε, την εξάλειψη των σωματικών πειρασμών την οποία καταφρονώντας εγώ οπωσδή­ποτε, ήρθα προς εσάς, προτιμώντας να πάσχω μαζί με σας.

Και βέβαια, αν λυπούμαστε περισσότερο για τις αμαρτίες μας, παρά για τα βλαβερά που μας συμβαίνουν, όχι μόνο η σωτηρία της ψυχής και η αιώνια απολύτρωση θα είναι μαζί μας, αλλά και η απολύτρωση των πρόσκαιρων πειρασμών.

Γιατί από πού άραγε έγινε οδυνηρός και γεμάτος από στεναγμούς, φιλοπόλεμος και γεμάτος από συμφορές για μας ο βίος; Δεν έγινε από το ότι με την παράβαση της εντολής ρίξαμε τον εαυτό μας στον απαγορευμένο πειρασμό, δηλαδή την αμαρτία; Αν λοιπόν καθαρίσομε τώρα τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία με τη μετάνοια, και εδώ θα υποστούμε μετριώτερους πειρασμούς, και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψομε στον απαλλαγμένο από τη λύπη και τους πειρα­σμούς βίο.

16. Αφού λοιπόν επαναφέρομε τον εαυτό μας προς τον σωτήριο αυτό λογισμό, να μη λυπούμαστε και στενοχωρούμαστε για τις σωματικές μάλλον προσβολές, αλλά για τις ψυχικές ζημίες, που είναι πραγματικά πειρασμοί και άξιοι αληθινά λύπης, ώστε να λέμε και προς τον Θεό όπως ακριβώς μας δίδαξε, «μη μας βάλεις σε πειρασμό», τον απαγορευμένο και υπεύθυνο οπωσδήποτε πει­ρασμό, «αλλά απάλλαξέ μας από τον πονηρό, γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες των αιώνων». Γένοιτο.

(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

ΘΑΡΡΟΣ, ΑΠΟΘΑΡΡΥΝΣΙΣ, ΘΡΑΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ΙΔ' 22-34) x


Δεν έχουμε ίσως μελετήσει το πόση αξία έχει και πόσο αναγκαίο είναι το θάρρος για την ζωή γενικώτερα και ιδίως για την Ορθόδοξη Χριστιανική μας ζωή.
Αυτό το βλέπουμε από την ίδια την πραγματικότητα, αλλά το δεχόμαστε και ως εντολή τού ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού. “Θαρσείτε, εγώ ειμί· μη φοβείσθε” (Ματθ. ΙΔ' 27). Έχετε θάρρος. Εγώ είμαι. Μη φοβείσθε, απάντησε στους περίτρομους μαθητές όταν εκείνοι δεν τον κατάλαβαν και νόμισαν ότι μέσα στην νύκτα και επάνω στα κύματα της θαλάσσης έβλεπαν φάντασμα. Αλλά και  στην συνέχεια, όταν ο Πέτρος είδε τον άνεμο πως ήταν δυνατός και εκλονίσθη η πίστις του, όταν φοβήθηκε καθώς εβάδιζε επάνω στα κύματα και άρχισε “καταποντίζεσθαι και έκραξε λέγων, Κύριε, σώσον με”.
Ο Ιησούς, αφού άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε: “ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;”. Ολιγόπιστε, γιατί εδειλίασες;
Χρειάζεται άραγε να τονίσουμε ότι έρχονται στιγμές που και εμείς οι ίδιοι αισθανόμαστε ωσάν τον Απόστολο Πέτρο, να ανοίγει δηλ. η θάλασσα κάτω από τα πόδια μας και να είναι έτοιμη να μας καταπιεί; Και υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιες στιγμές έχουμε την ανάγκη ενός αδελφικού λόγου για να αναθαρρήσουμε και ενός στιβαρού χεριού για να μας συγκρατήσει;
Ναι, θάλασσα και μάλιστα αρκετές φορές θάλασσα μανιασμένη είναι η ζωή μας. Την γαλήνη διαδέχεται η τρικυμία των περιστάσεων του βίου και την τρικυμία η γαλήνη της χάριτος και της αδελφικής συμπαραστάσεως.
Ν' αναφερθούμε σε περιστατικά; Εδώ μεν βρίσκεται ένας εγκαταλελειμμένος ασθενής, εκεί ένας πτωχός αγωνίζεται (δίχως να έχει πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα) και έτσι να υποφέρει ψυχοσωματικώς, συνάμα δε να παραμένει αξιοπρεπής. Πιο κάτω ένας αθώος συκοφαντείται από τους επιτήδειους και γενικώς υπάρχουν τόσα και τόσα περιστατικά που κάνουν τον άνθρωπο να κλονίζεται το θάρρος του. Καταστάσεις οδυνηρές, απρόοπτες και μακροχρόνιες που δεν έχουν τέλος...
Πολύ προσφυώς έλεγε κάποιος “ευκολότερα  θα μετρήσεις τα πλατανόφυλλα, παρά θα απαριθμήσεις τους πειρασμούς, τους κινδύνους, τις ταλαιπωρίες και τις ταπεινώσεις της ζωής”.
Φυσικά, ούτε λόγος για το ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το μόνο που δεν πρέπει να χαθεί είναι το θάρρος. Το θάρρος που τελικώς αποδεικνύεται πως αποτελεί μια εκ των μεγαλυτέρων αρετών. Αρετής αναγκαίας, τόσο για το πέλαγος της ζωής γενικώτερα, όσο και γι΄ αυτή την ορθόδοξη πνευματική ζωή ειδικώτερα.
Έτσι λοιπόν, ανακύπτει ενώπιόν μας το ερώτημα: “έχουμε το θάρρος που απαιτείται για την πίστη μας;”. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε αποκαλύπτει αποστασία και μάλιστα μεγάλη. Ακούγονται αντιρρήσεις, ειρωνίες, σχόλια και παροτρύνσεις ώστε να εφαρμόσει ο πιστός, πράγματα εντελώς αντίθετα απ΄ όσα ο Χριστός ορίζει δια του Νόμου του.
Καταστάσεις δηλ. εντελώς αντίθετες με αυτά που εβίωσαν και ζουν οι άγιοι της κάθε εποχής. Και χωρίς αντίρρηση, βλέπει κανείς αυτή η αποστασία να στοχεύει στους νέους κυρίως ανθρώπους. Στις υπάρξεις εκείνες που θα έπρεπε ακριβώς λόγω του νεανικού τους σφρίγους και του δυναμισμού της ηλικίας να αγωνίζονται και με θάρρος να ζουν αλλά και να ομολογούν την Χριστιανική πίστη και ζωή.
Και ενώ ο Χριστός καλεί την ψυχή να βαδίσει επάνω στα κύματα, ενώ η Ορθοδοξία μάς παρέχει αυτήν ακριβώς την δυνατότητα του θάρρους, από την άλλη ο άνθρωπος κλονίζεται και αποθαρρύνεται. Βλέπει τις φουρτούνες και τις τρικυμίες της ζωής να θέλουν να τον καταποντίσουν. Πώς άραγε τα αντιμετωπίζει ο Χριστιανός όλα αυτά; Μήπως σκύβει το κεφάλι με ντροπή μπροστά στο προκλητικό ρεύμα της ζωής χωρίς Θεό; Μήπως πάλι τα χάνει και δεν γνωρίζει τι να απαντήσει; Μήπως στο στόμα τίθεται φραγή; Μήπως, αλλοίμονον, παρασύρεται και χάνει την σιγουριά του για την μοναδικότητα της πίστεώς μας και για την ορθότητα της ζωής των αγίων; Αλλοίμονο εάν κανείς παλεύει μέσα του με τα κύματα τέτοιων συμπεριφορών και καταστάσεων. Όλα αυτά ούτε καν θα πρέπει να αγγίζουν τις καρδιές που δια του αγίου βαπτίσματος ενεδύθησαν τον Χριστό. Αντιθέτως μάλιστα, όσο περισσότερο δέχεται κανείς τις προκλήσεις και τον ζοφερό πειρασμό της αποθαρρύνσεως, το ύπουλο αυτό όπλο του εχθρού, τόσο και περισσότερο ο πιστός θα πρέπει να μένει σταθερός και ολοένα και περισσότερο να βελτιώνει το θάρρος του.
Ο συνειδητός Ορθόδοξος πιστός γνωρίζει καλά (οφείλει να γνωρίζει καλά) ότι ακολουθεί τον σωστό δρόμο. Ζει την πραγματικότητα ότι  “ο Χριστός είναι η οδός, η αλήθεια και η ζωή”. Ότι ο τρόπος της εκκλησιαστικής βιοτής, δια των Ιερών μυστηρίων, της προσευχής, της ασκήσεως, και γενικώς όλα όσα περιέχει η ζωή της πίστεως, αποτελούν την μοναδική οδό προς ευλογία, ευτυχία, εξαγιασμό και σωτηρία.
Αυτός δε είναι και ο λόγος που όταν ο πιστός, το μέλος της Εκκλησίας δέχεται τις ποικίλες προκλήσεις, όχι μόνον δεν χάνει το θάρρος του και την ψυχραιμία του, αλλά λαμβάνει τον λόγο και απαντά. Απαντά με τρόπο δυναμικό ως προς την ουσία των επιχειρημάτων. Θέλοντας και μη, εκφράζει τον αυθεντικό, τον φωτεινό τρόπο της γνησίας ζωής του Χριστού, αλλά ταυτοχρόνως με το θάρρος φανερώνει τρόπους αγαθούς και κυρίως λεπτότητα και ευγένεια ψυχής.
Ανατρέπει τα ψευδοεπιχειρήματα των αντιθέτων, αλλά δεν παρασύρεται σε προσωπικές αντιπαραθέσεις, όταν μάλιστα οι άλλοι, στο όνομα δήθεν της αλήθειας, χάνουν (εάν ποτέ είχαν) την ευπρεπή συμπεριφορά και προσπαθούν να καλύψουν την εμπάθεια και πολλά άλλα προσωπικά τους και όχι μόνο προβλήματα, με ένα ύφος που τελικώς αποκαλύπτει τα πάντα.
Και στο σημείο αυτό καθίσταται ανάγκη να αναφέρουμε ότι ναι μεν το θάρρος αποτελεί μεγάλη πηγή ψυχικής δυνάμεως, αλλά στην νεανική ηλικία ιδίως, οι άνθρωποι δεν το έχουν πάντοτε και φυσικά δεν το γνωρίζουν όσο πρέπει. Χρειάζεται λοιπόν ο νέος άνθρωπος και βεβαίως ο Χριστιανός να το μελετήσει, να το αναγνωρίσει και να το καλλιεργήσει καταλλήλως και όσο χρειάζεται. Χρειάζεται προσοχή μεγάλη διότι καθώς ωριμάζει η ψυχοσωματική του ύπαρξις, κινδυνεύει από το ένα άκρο που ονομάζεται δειλία και συμβιβασμός να μετατεθεί στο άλλο άκρο που αποκρυπτογραφεί θράσος και πνευματική αναίδεια. Καυχησιολογίες δηλ. και συμπεριφορές που οδηγούν όχι μόνο σε προσωπικό κατάντημα, αλλά και σε πνευματικά ατυχήματα που ταράσσουν την κοινωνία και την Εκκλησία και επιφέρουν αποστασίες και ακόμα σχίσματα κι αιρέσεις. Φυσικά μόνο θάρρος χριστιανικό δεν αποκαλύπτουν όλα αυτά.
Γενικώς, όταν ο άνθρωπος συγχέει την αρετή του θάρρους με την αδυναμία και τον πειρασμό του θράσους, φέρεται προς τους όλους με αυθάδεια, δίχως ίχνος σεβασμού και εξοστρακίζοντας από την ύπαρξη την δική του και των άλλων την αξιοπρέπεια.
Το κατάντημα τώρα της όλης πορείας με το απαράδεκτο αυτό πνεύμα του θράσους, είναι να κάνει κανείς τον δάσκαλο και τον ομολογητή της πίστεως. Και χτυπά μεν, ευκαίρως ακαίρως τον πάπα, ο ίδιος όμως έχει αναδείξει τον εαυτόν του σε “ορθόδοξο πάπα” ή μάλλον σε “οικουμενική σύνοδο” ο οποίος εκ καθέδρας αποφαίνεται ποιοί είναι οι σωστοί και ποιοί όχι. Ποιοί ανήκουν στην “κιβωτόν της σωτηρίας” που ο ίδιος πηδαλιουχεί και ποιοί είναι ήδη χαμένοι, αφού δεν τον παραδέχονται και δεν υποτάσσονται στο “θαρροθράσος” της δικής του επιλογής και δεν φλέγονται από την δική του “υψικάμινον” του ζήλου και της μοναδικότητας της “εκκλησίας” του.
Ας αφήσουμε όμως τα ανερμάτιστα σκάφη αφού επιμένουν να πελαγοδρομούν στον “ειρηνικό τους ωκεανό” που κατασκεύασαν και ας στρέψουμε την προσοχή στην ευγενική δύναμη της ψυχής η οποία κινεί την θέληση να εργαστεί για έναν ορισμένο και ανώτερο σκοπό που ονομάζεται αγιασμός.
Το θάρρος του Χριστιανού, όπως μας το διδάσκουν οι Απόστολοι και το σύνολο των Αγίων, δεν έχει, δεν μπορεί να έχει καμμία σχέση με την απρέπεια, την ταραχή και τις συκοφαντίες των
“αντιπάλων”. Ένας σωστά θαρραλέος άνθρωπος διαθέτει μέσα του την δύναμη να κάνει το καλό και τούτο βεβαίως προϋποθέτει Χριστιανική ανατροφή και ισορροπημένη συμπεριφορά. Πράγματα δηλ. που καλλιεργούνται μέσα στο περιβάλλον την ορθοδόξου χριστιανικής οικογένειας, περνώντας κατόπιν είτε στον χώρο της Ιερωσύνης, είτε του αυθεντικού μας Μοναχισμού.
Ομολογουμένως, το θάρρος είναι εσωτερική υπόθεσις και όχι ψυχολογικά τρικ και τέχνασματα που αποσκοπούν στο να φανατίσουν τους οπαδούς. Αποτελεί πεποίθηση της ψυχής στον αγώνα του Χριστού και στη νίκη της Εκκλησίας μας.
Ναι, είναι μεγάλο πράγμα ο πιστός να ακούει μέσα στην καρδιά του την φωνή του Ιησού: “Θαρσείτε, εγώ ειμί· μη φοβείσθε”.
Θαρσείτε”! Έχετε θάρρος, θα έρθει μια μέρα...
Μόνο ας μάθουμε να υπομένουμε τον μόχθο. Να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες ηρωικά. Να σηκώνουμε την θλίψη με καρτερία. Και πώς όχι, αφού κοντά μας, δίπλα μας, μέσα μας βρίσκεται ο ίδιος ο Κύριος;
Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τον Αρχηγό της σωτηρίας μας, να μας χαρίσει την δωρεά τού θάρρους και εμείς να την καλλιεργήσουμε εντός της Εκκλησίας, δια της διακρίσεως στην ορθή της διάσταση.
Το θάρρος, είναι κυρίως η πεποίθηση και η εμπιστοσύνη της ψυχής. Είναι η Ελπίδα και το φως. Το φως του Χριστού που ποθούμε, λαχταρούμε και που μας χαριτώνει.
Αμήν.



Αρχιμ.  Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Δευτέρα, Αυγούστου 04, 2014

"Κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη".

.

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
 
Διεκδικούμε το δικαίωμα της γνώμης μας στην ζωή σήμερα. Έχουμε απαίτηση αυτό το δικαίωμα να γίνεται σεβαστό. Ενίοτε το δικαίωμα γίνεται απαίτηση καθαυτό. Δεν θέλουμε απλώς να εκφράσουμε τη γνώμη μας, την άποψή μας, να διαλεχθούμε πάνω σ’ αυτήν, αλλά απαιτούμε να γίνει αποδεκτή, συνήθως ως η μία και μοναδική αλήθεια. Και θεωρούμε ότι έχουμε δικαίωμα να έχουμε και να διατυπώνουμε άποψη επί παντός του επιστητού. Μας χαρακτηρίζει μάλιστα μία ισχυρογνωμοσύνη, η οποία δεν μας επιτρέπει να δούμε το αληθινό νόημα των γεγονότων τα οποία κρίνουμε, μας κάνει έτοιμους να βγάλουμε εσφαλμένα συμπεράσματα και μάλιστα πρόθυμους να τα υπερασπιστούμε με φανατισμό και ανήμπορους να συζητήσουμε καλοπροαίρετα. Συζήτηση σημαίνει για εμάς την επιβολή της γνώμης μας.

Η ισχυρογνωμοσύνη μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί σε όλους τους τομείς της ζωής. Στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικογένεια, στην πολιτική, στην τηλεόραση και το Διαδίκτυο, συχνά και στην Εκκλησία. Κι εδώ αρκετοί πιστοί, κληρικοί και μη, διεκδικούν για τον εαυτό τους όχι απλώς το δικαίωμα της άποψης, κάτι που ουδείς έχει το δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά την απαίτηση η άποψή τους να θεωρείται η αυθεντική. Έτσι διαπιστώνουμε μία ισχυρογνωμοσύνη, η οποία φτάνει στα όρια του προσωπικού «αλάθητου» και έναν συνεχή και αδιόρατο φόβο ότι οποιαδήποτε άποψη διαφορετική από τη δική μας υπονομεύει την αλήθειά της. Ταυτιζόμαστε με τη γνώμη μας και δεν αρκούμαστε στην υπεράσπισή της. Ζητούμε και την επιβολή της. Όταν μάλιστα στην Εκκλησία βρίσκονται «εν υπεροχή» δίδουν στον εαυτό τους την προνομία η γνώμη τους να μην μπαίνει καν σε διάλογο. «Τάδε έφη». Τα υπόλοιπα περικλείονται στην έννοια της υπακοής. Μόνο που η υπακοή δεν έχει να κάνει με την γνώμη, αλλά με την αλήθεια του Ευαγγελίου. Και δεν μπορεί ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής ή και της καθημερινής ζωής που δεν έχουν να κάνουν με την πίστη ή τους κανόνες της Εκκλησίας, αλλά με την οργάνωση του βίου, την διαχείριση της ενοριακής ζωής και των ανθρώπων, αλλά και τις προτεραιότητες που χρειάζεται να προταχθούν, να μπαίνουν στην λογική του «αλάθητου». Χρειάζεται ταπείνωση και το χάρισμα της ακρόασης των άλλων απόψεων, προκειμένου να διαφανεί το τι μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του λαού του Θεού, δηλαδή προς όφελος της ενότητας των πιστών και της αξιοποίησης των χαρισμάτων τους, με γνώμονα την καλλιέργεια και την προαγωγή της εν Χριστώ σωτηρίας.

Ο απόστολος Παύλος θέτει μία προϋπόθεση για να γίνει αυτό, γράφοντας στους Κορινθίους, οι οποίοι ταλανίζονταν από σχίσματα, έχοντας χωριστεί σε μερίδες με γνώμονα το πρόσωπο που συμπαθούσαν, διεκδικώντας την ίδια στιγμή το τεκμήριο του αλάθητου και της επικράτησης εντός του σώματος του Χριστού όχι γιατί πορεύονταν σύμφωνα με το νόμο του Ευαγγελίου, αλλά γιατί ήταν μαθητές του Παύλου, του Απολλώ, του Κηφά ή του Χριστού. «Το αυτό λέγητε πάντοτε, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοί και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. 1, 10). Να είστε σύμφωνοι όλοι μεταξύ σας και να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε καλλιεργημένοι και ενωμένοι στον ίδιο νου και στο ίδιο φρόνημα. Ο λόγος του Παύλου προϋποθέτει την κατάρτιση, την ίδια νοοτροπία και την ίδια γνώμη και αποτελεί υπόδειγμα για το πώς η Εκκλησία ζητά από τα μέλη της, είτε τους εν υπεροχή όντας είτε τους πιστούς της, να λειτουργούν έχοντας άποψη στην καθημερινότητα της ζωής της, αλλά και στον τρόπο αποδοχής της διδασκαλίας της πίστης.

Η κατάρτιση είναι σπουδαίο γεγονός στην εκκλησιαστική ζωή. Προϋποθέτει διδασκάλους, οι οποίοι θα έχουν γνώση και την ίδια στιγμή βίωση της αλήθειας της πίστης και διάθεση να την μεταδώσουν σε όσους πορεύονται με πνεύμα μαθητείας και αναζητούν να καταρτισθούν. Δεν υπάρχει αυτοαναγόρευση σε διδάσκαλο κάποιου, αλλά ανάθεση από την ίδια την Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, του έργου αυτού σε κάποιους που έχουν αυτό το χάρισμα. Αλλά και οι ίδιοι δεν λειτουργούν ανεξέλεγκτα, ως αλάθητοι, από την στιγμή που ανέλαβαν το έργο της κατάρτισης. Ανά πάσα στιγμή το έργο τους αξιολογείται από το ίδιο το σώμα του Χριστού και οφείλουν και οι ίδιοι να ζητούν αυτή την αξιολόγηση. Γι’ αυτό και στην Εκκλησία υπάρχει Σύνοδος των Επισκόπων, όπως επίσης και κάθε τοπική Εκκλησία καλείται να λειτουργεί συνοδικά. Να καλλιεργεί στους κόλπους της τον διάλογο, να ελέγχει την κατάρτιση και το αξιόπιστον του λόγου των όσων έχουν αναλάβει το έργο της διδαχής, όπως επίσης και να μην τελματώνει στο παρελθόν, αλλά να λαμβάνει υπόψιν τις συνθήκες της κάθε εποχής. Γι’ αυτό και οι διδάσκαλοι εντός της Εκκλησίας καλούνται να καταρτίζονται συνεχώς. Να μην επαναπαύονται. Να διαλέγονται με κάθε τι το οποίο ανακύπτει όχι μόνο στην ίδια την εκκλησιαστική ζωή αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος προσεγγίζει, αναζητεί, βάζει εμπόδια ή απορρίπτει την αλήθεια του Χριστού.

Από την άλλη το περιεχόμενο της κατάρτισης δεν μπορεί να στοχεύει σε μία ηθικολογική θεώρηση της ζωής, αλλά στην καλλιέργεια του νου Χριστού. Εδώ έχουμε δύο διαστάσεις, τις οποίες οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν. Από την μία την ανάγκη για ζωή εντός ημών, εντός της καρδίας μας, ζωή αγώνα για απαλλαγή από τα πάθη και κυρίως από αυτό της φιλαυτίας, και από την άλλη την ανάγκη για εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού για τον καθέναν μας, η οποία συχνά περνά από μικρότερους ή μεγαλύτερους σταυρούς. Και οι σταυροί συνήθως δίδονται όχι μόνο από δοκιμασίες του σώματος και της ψυχής, αλλά από την ακρισία των ανθρώπων, από την ανικανότητά τους να λειτουργήσουν με αυθεντική αγάπη, η οποία δεν αδικεί. Κανείς σταυρός όμως δεν μένει χωρίς ανάσταση, γιατί όλα παραχωρούνται από τον Θεό για να μπορεί ο άνθρωπος εν ταπεινώσει να κατεργάζεται την σωτηρία του.

Τέλος, η ίδια γνώμη έρχεται ως απότοκος της επίγνωσης της αλήθειας του Ευαγγελίου, της αγάπης και της αναγνώρισης των καλών προθέσεων των άλλων. Αν ο χριστιανός διαβλέπει υγιή πρόθεση στον λόγο εκείνου που καταρτίζει, εκείνου που λειτουργεί εν υπεροχή, αλλά και εκείνου που θέλει να έχει άποψη, γνώμη, τότε θα διακρίνει το αληθές. Και εκεί ακόμη που δεν θα συμφωνεί, θα βάζει στην άκρη την ισχυρογνωμοσύνη και θα λειτουργεί εν υπακοή, για να μην διασπασθεί το σώμα του Χριστού, ενώ θα αγωνίζεται όχι για να επιβάλει την δική του γνώμη, αλλά για να πρυτανεύσει το όφελος του σώματος του Χριστού. Η ίδια γνώμη όμως δεν προϋποθέτει φίμωση της οποιασδήποτε άλλης. Όλα λειτουργούν στην προοπτική του διαλόγου και της συμπόρευσης. Και βεβαίως κάποιος ή κάποιοι έχουν στο τέλος την ευθύνη για το πώς θα πορεύεται το σκάφος της Εκκλησίας. Αρκεί να είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν, αν χρειαστεί, ότι ουδείς άσφαλτος.

Αυτό το ήθος δεν το βλέπουμε στον κόσμο. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να αξιολογείται το έργο τους, η γνώμη και η κατάρτισή τους. Αρνούνται να λειτουργήσουν εν ταπεινώσει γιατί προσπαθούν να δούνε πάντοτε νοοτροπίες εξουσίας και κακές προθέσεις, ιδιοτέλειας και εμπάθειας εις βάρος τους, από όσους τους κρίνουν. Την ίδια στιγμή απουσιάζει ο εσωτερικός αγώνας, η σχέση με το Χριστό που φέρνει φώτιση στην καρδιά και τον νου του ανθρώπου, όπως επίσης και η πίστη στην πρόνοια του Θεού που επιτρέπει και θεραπεύει αδικίες, όπως είναι πασίδηλο στη ζωή των Αγίων. Ενίοτε και η εκκλησιαστική ζωή λειτουργεί στα πρότυπα της κοσμικής. Κι αυτό διότι μας λείπει το πνεύμα της μαθητείας, η διάθεση να ακούσουμε τους άλλους, αλλά και η απόφαση για υπακοή ώστε να μην διασπασθεί το σώμα του Χριστού. Λειτουργούμε με περιορισμένη και ξεπερασμένη γνώση ή με προσκόλληση στο παρελθόν, χωρίς να τολμούμε να διαλεχθούμε με το σήμερα, χωρίς να μας νοιάζει κάτι περισσότερο από την ηθική και την ηθικολογία. Και ελκυόμαστε από πρόσωπα, τα οποία γίνονται για μας «αλάθητα» ή αυτοαναγορευόμαστε σε «αλάθητους» καθιστώντας τους ασκούς της πίστης παλαιούς, ενώ ο οίνος παραμένει νέος και ανανεούμενος.

Ο αποστολικός λόγος πάντως μας θέτει όλους προ των ευθυνών μας.
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...