Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2016

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ: «ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΤΑ ΠΑΛΛΙΚΑΡΙΑ!»

                    


 Η ιερά Καλύβη που για 63 ολόκληρα χρόνια (1923–1986) ασκήθηκε ο σύγχρονος αδάμαντας της νοεράς ευχής και της καρτερικής ησυχίας, ο μακαριστός Γέροντας Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης (1897–1986), τιμάται επ’ ονόματι της Συνάξεως όλων των αγίων και θαυματουργών Αναργύρων.
     Σ’ αυτή την ιερά εικόνα ο Γέροντας Θεοφύλακτος, στην αρχή της μοναχικής του αφιερώσεως, έβαλε την καθιερωμένη μετάνοια και υποτάχθηκε στον Γέροντα Ιωακείμ Σπετσιέρη (1858–1943).

     Έκτοτε, η επαφή με το ιερό σμήνος των αγίων Αναργύρων ήταν καθημερινή μέχρι το τέλος της ζωής του. Το πόσο μεγάλος ήταν ο σύνδεσμός του με τους αγαπημένους αγίους του, το φανερώνουν τα πολλά θαυμαστά περιστατικά που ο ίδιος εμπιστευόταν και αποκάλυπτε στους πλησίον του πατέρες, αλλά και από τις εκδηλώσεις θαυμασμού που του διέφευγαν πηγαία και αυθόρμητα. Αποσιωπούσε πολλά, λόγω ταπεινοφροσύνης. Και αρκετά πάλι, παρ’ όλο που τα ομολογούσε, δεν γίνονταν αντιληπτά από τους Πατέρες.

Όταν μιλούσε για τους αγίους Αναργύρους, μειδίαζε χαριτωμένα και έλαμπε το πρόσωπό του κι αυτό, αν μη τι άλλο, πρόδιδε την αγάπη του γι’ αυτούς. Αποκαλούσε τους αγίους Αναργύρους «τα χρυσά μου τα παλικάρια!»· τον δε προεξάρχοντά τους, άγιο Παντελεήμονα, «το χρυσό μου το παλικάρι!».
 
     Ο παπα–Αβράμιος, από τη συνοδεία των «Αβραμαίων», μας διηγείται: «Όταν φιλοξενούνταν ο παππούς προς το τέλος της ζωής του στην Καλύβη μας, στη Θεία Λειτουργία τού δίναμε να ψάλλει το απολυτίκιο των αγίων Αναργύρων. Άρχιζε με τη βαριά του φωνή να ψέλνει: “Τ
ν εκοσάριθμον νθεον φάλαγγα…” κλπ. Κι όταν έφτανε στο τέλος του απολυτικίου έλεγε: “Τα χρυσά μου τα παλικάρια!...”».

     Οι θαυματουργικές ιάσεις που δέχθηκε από τους Αγίους τού χάρισαν μια απόλυτη εμπιστοσύνη και μια χαριτωμένη φιλία μαζί τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρεί ο ίδιος μέσα του δεδομένο ότι θα λυθεί αυτό που ζητούσε από τους αγίους Αναργύρους, είτε για τον εαυτό του είτε για τους άλλους. Διαφορετικά, «
σκλήρυνε το ατεσθαι», μέχρι να λάβει το αίτημα που ζητούσε διά της προσευχής. Κι αυτό, όχι μόνο σε θέματα υγείας σωματικής ή πνευματικής, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, ήταν πάντα έτοιμος να καταφύγει στους αγίους του.


     Στην Καλύβη των αγίων Αναργύρων, εκτός της εφέστιας και μεγάλης εικόνας των Είκοσι αγίων Αναργύρων, η οποία βρίσκεται στο τέμπλο, δίπλα στην εικόνα του Χριστού, υπάρχει και μια άλλη θαυματουργή μικρή εικόνα των αγίων με τους τρεις προκρίτους των Αναργύρων, δηλαδή των αγίων Παντελεήμονος, Κοσμά και Δαμιανού, όλη επενδυμένη με ασημένιο κάλυμμα. Από την εικόνα αυτή ο Γέροντας Θεοφύλακτος με τρείς συγκεκριμένους τρόπους δέχονταν πληροφορία για κάτι επικείμενο, δυσάρεστο ή ευχάριστο: είτε με τριγμό είτε με άρρητη ευωδία είτε με κινήσεις της ακοίμητης κανδήλας τους. Και αυτά τα σημεία, συμβαίνουν ακόμη και σήμερα!

     Πολλές φορές μιλούσε με τους αγίους μόνος του. Κι όταν τον ρωτούσαν με ποιόν μιλάει, έλεγε με φυσικότητα και παιδική αθωότητα: «Δεν βλέπετε τα χρυσά μου τα παλικάρια;». Πόσες προσευχές και αιτήματα, πόσα δάκρυα κι αναστεναγμούς, δεν δέχονταν καθημερινά οι άγιοι Ανάργυροι από τον Γέροντα Θεοφύλακτο!...

     Έμενε ώρες πολλές στο στασίδι μέσα στον ναό των αγίων Αναργύρων και, ατενίζοντας προς την αγία εικόνα τους, συνομιλούσε πραγματικά μαζί τους! Το τι τελετουργούνταν μέσα στην καρδιά αυτού του «αναργυρόφιλου» Γέροντος, μόνο ο Θεός κι αυτός το γνώριζε! Ο σεβασμός του προς τους αγίους δεν περιγράφεται! Όταν έλεγε το απολυτίκιό τους στεκόταν σε ευλαβική στάση και ήταν γεμάτος δέος και χαρά για «τα χρυσά του παλικάρια»!

     Αρκετές φορές άκουγε ουράνιες και γλυκύτατες ψαλμωδίες που προέρχονταν μέσα από τον ναό τους και που δεν συγκρίνονταν ούτε ακόμη και με αυτές τις ψαλμωδίες που άκουγε από τους πιο καλλίφωνους αγιορείτες ψάλτες! 
Ήταν σίγουρος ότι οι άγιοι Ανάργυροι ήταν αυτοί που έψαλλαν τόσο θεσπέσια!...

[2]
«ΤΙ ’Ν’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ;»


     Κάποτε, στο ασκητικό σώμα του Γερο–Θεοφύλακτου εκδηλώθηκε και διαγνώστηκε καρκίνος. Για το λόγο αυτό, ετοιμάσθηκε από τους πατέρες ο παππούς και μετέβη κάτω στην Αθήνα. Εκεί, φιλοξενήθηκε από την ανιψιά του, την Θεώνη, η οποία ανέλαβε και όλα τα της ασθενείας του. Η ίδια, εκμυστηρεύθηκε στους πατέρες ότι οι γιατροί τού έδωσαν όλο κι όλο είκοσι μέρες ζωή. Κατόπιν, με τη συμφωνία των πατέρων, έμενε στην Καλύβη των «Αβραμαίων» για να του δοθεί η καλύτερη περιποίηση για όσο διάστημα ζήσει. Του άρχισαν τη θεραπεία με τα φάρμακα κατά του καρκίνου, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε με τίποτα να τα πάρει. «Πονάω», έλεγε, «δεν θέλω να τα πάρω! Αφήστε με!». Κι έτσι οι Πατέρες, κάνοντας υπακοή στην επιθυμία του, δεν του δίνανε καθόλου φάρμακα, γνωρίζοντας τα αποκαρδιωτικά προγνωστικά των γιατρών.
 
     Όταν πέρασε ο καιρός, ο παππούς ζήτησε να πάει και πάλι στους γιατρούς. Οι Γεροντάδες όμως, δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πάει για να μην καταταλαιπωρηθεί. Ο νεαρός, τότε, π. Ανδρέας των «Αβραμαίων», γυρίζει και του λέει:
     –Παππού, έχεις καρκίνο και σε λίγες μέρες θα πεθάνεις! Τι θες, πάλι, τους γιατρούς;...
     Τότε, χωρίς να δείξει την παραμικρή ανησυχία γι’ αυτό, γιατί προφανώς το ήξερε, λέει:
     –Παιδί μου, θαύμα!... Μεγάλο θαύμα!... 
     Και σταυροκοπήθηκε.
     Και με μεγάλη κατάνυξη άρχισε να διηγείται:
     –Όταν ήμουν στο νοσοκομείο μπήκαν μέσα στο θάλαμο τρεις νέοι άνδρες· και ο ένας απ’ αυτούς φαινόταν σαν «αρχηγός» τους, πιο ισχυρός.
     Με ρώτησε:
     –Τι έχεις; 
     Κι εγώ του είπα:
     –Παιδί μου, δεν μπορώ!...
     Τότε, μ’ έπιασε τον καρπό του χεριού, σαν να μου μέτραγε το σφυγμό, και μου είπε:
     –Καλά πάμε!
     Κι έφυγε, αφήνοντάς μου μια αγαλλίαση εσωτερική. Όταν ήλθα πίσω στη Σκήτη, ακούω μια «οχλαγωγία» και βλέπω όλους τους είκοσι αγίους Αναργύρους και τον προεξάρχοντα ηγέτη τους, «το χρυσό μου το παλικάρι» –έτσι αποκαλούσε τον άγιο Παντελεήμονα–, να έρχεται κοντά στο κρεβάτι μου και να μου λέει:
     –Τί ’ν’ όλ’ αυτά τα φάρμακα; Άφησέ τα, αυτά!...
     Και τά ’ριξε κάτω στο πάτωμα κι άφησε μόνο δύο απ’ αυτά, λέγοντάς μου:
     –Απ’ αυτά θα πάρεις μόνο!
     Κι από τότε, είμαι καλά!...
     Γι’ αυτό δεν ήθελε να πάρει πλέον τα φάρμακα! Γιατί «το χρυσό του το παλικάρι» τού τα πέταξε κάτω από το τραπέζι και τον είχε ήδη θεραπεύσει! Ο παππούς ο Γερο–Θεοφύλακτος, μετά απ’ αυτό το θαύμα, έζησε όχι για είκοσι μέρες, όπως διέγνωσαν αρχικά οι γιατροί, αλλά τουλάχιστον για έξι χρόνια ακόμη. Έπειτα, επέτρεψε ο Θεός τον καρκίνο που εμφανίστηκε και πάλι κι έφυγε πραγματικά σαν πουλάκι!...

[3]
«ΕΜΕΙΣ, ΓΕΡΟΝΤΑ,
ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΥΟΥΜΕ, ΕΑΝ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ!»


     Αυτό που χαρακτήριζε ιδιαίτερα τον όσιο Γέροντα Θεοφύλακτο τον Νεοσκητιώτη ήταν η πολύ του υπομονή. Γιατί, εκτός από τις ποικίλες περιπέτειες του μοναχικού του βίου, σήκωνε και τον σταυρό μιας ισόβιας ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε μόνιμα. Πολλές φορές ο πόνος δυνάμωνε πολύ. Απ’ ό,τι έλεγε και ο ίδιος ο Γέροντας Θεοφύλακτος πήγαινε συχνά στους φίλους του, τους Αγίους Αναργύρους, και τους παραπονιόταν γιατί δεν τον θεραπεύουν και μετά τους έβλεπε στον ύπνο τους να του λένε:
     –Εμείς, Γέροντα, σε θεραπεύουμε, εάν το θέλεις! Αλλά αυτό δεν σε συμφέρει!...
     Αυτή η «πληροφορία» που έπαιρνε, τον ανέπαυε και τον παρηγορούσε γι’ αρκετό καιρό. Και μετά πάλι συνέχιζε ο σταυρός του…

     Ο πόλεμος, τον οποίο είχε σχεδόν μόνιμα, ο ευλαβέστατος αυτός αγωνιστής του Πνεύματος, ήταν ένα είδος λύπης, περίπου κάτι σαν μελαγχολία, που συχνά τον τυραννούσε, ιδιαίτερα, μετά το θάνατο του αγαπημένου Γέροντός του, του πατρός Ιωακείμ Σπετσιέρη. Στις δύσκολες στιγμές, όταν πιεζόταν από αυτόν τον πόλεμο κι έχανε σαν άνθρωπος το θάρρος του, εισερχόταν μέσα στη μικρή του εκκλησία κι έλεγε το παράπονό του προς τους προστάτες του αγίους Αναργύρους, οι οποίοι, με κάποια δική τους θεωρία πάντα τον παρηγορούσαν ανάλογα.

[4]
«ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΩΣ ΤΟΝ ΔΕΣΑΜΕ;
ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ!»


     Διηγείται ο Γέροντας Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης: «Κάποτε, που ήμουν πολύ πνιγμένος απ’ αυτό τον πόλεμο, πήγα να κοιμηθώ σχεδόν απελπισμένος. Και στον ύπνο μου βλέπω ότι πήγαινα προς το Κυριακό της Νέας Σκήτης. Όταν βρέθηκα σε κάποιο στενό σημείο του δρόμου, με τείχη δεξιά κι αριστερά, αισθάνθηκα πολύ φόβο και βλέπω ξαφνικά μπροστά μου έναν τεράστιο σκύλο σε μέγεθος υπερφυσικό, σαν λιοντάρι, με άγριο βλέμμα και άγρια διάθεση εναντίον μου. Τότε, τα έχασα κυριολεκτικά κι άρχισα να παρακαλώ τους αγίους Αναργύρους μου για να με σώσουν. Δεν πρόλαβα σχεδόν να παρακαλέσω και στη στιγμή παρουσιάστηκαν δύο “παλικάρια” (=οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός), που ήταν όλο φως και δόξα. Άρπαξαν αυτό το «σκυλοθηρίο», τό ’δεσαν με μια χοντρή αλυσίδα, και μου είπανε: “Βλέπεις πώς τον δέσαμε και δεν μπορεί τώρα να σε βλάψει; Μη φοβάσαι, λοιπόν! Αλλά γύρισε πίσω στην Καλύβη σου και ησύχαζε!”. Ταυτόχρονα, μού ’δωσαν κι ένα όμορφο κάτασπρο ψωμάκι κι αμέσως ξύπνησα κι ήμουν όλος χαρά!...«

[5]
«ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΜΕ
ΚΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΓΩΓΙΟ ΜΑΣ;»


     «Άλλοτε, πάλι, είχα τον ίδιο πόλεμο και την ίδια απόγνωση που με μάστιζε φοβερά. Γνώριζα, βέβαια, ότι αυτό είναι πόλεμος, αλλά, δεν μπορούσα ν’ απαλλαγώ! Λόγω της απειρίας μου, δεν το πολέμησα εξ αρχής, όταν μου πρωτοεμφανίστηκε αυτό το πάθος, και μου έγινε μετά μόνιμος σταυρός. Αφού κάθισα να ξεκουραστώ, βλέπω μια ομάδα ανθρώπων, διαφορετικής ηλικίας ο καθένας τους, να ανεβαίνει από το δρόμο του Κυριακού της Σκήτης προς τα πάνω, που ήταν η δική μου Καλύβη, και μιλούσαν μεταξύ τους. Εγώ, πρόσεχα ποιοί ήταν και πού πήγαιναν.«

     »Όταν πέρασαν το σταυροδρόμι και πλησίασαν τη δική μου εξώπορτα, σταμάτησαν για λίγο και τους ακούω να λένε ευκρινώς:
     –Δεν περνάμε κι από το καταγώγιό μας;
     »Πράγματι, άνοιξαν την πόρτα μου και μπήκαν μέσα, ψάλλοντας το δικό τους απολυτίκιο:
     
“Τν εκοσάριθμον,
     νθεον φάλαγγα,
     τν ξαστράπτουσαν
     Χάριν οράνιον,
     τν ναργύρων τν λαμπρν,
     τ στφος νευφημομεν…”.«

     »Έβλεπα να προπορεύεται απ’ όλους πιο μπροστά ο άγιος Παντελεήμων: νεαρός, ξανθός, μεγαλοπρεπής, με παράσημο ιατρικής στο στήθος του, και ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι άγιοι Ανάργυροι ψάλλοντας μελωδικότατα όλο τους το τροπάριο. Ανέβηκαν τη σκάλα της Καλύβης στον επάνω όροφο που είναι η εκκλησία τους, μπήκαν μέσα, στάθηκαν με τη σειρά στους δύο χορούς κι άρχισαν να ψάλλουν τροπάρια από την ακολουθία τους. Όταν τελείωσαν τη ψαλμωδία, γύρισαν πίσω και έφυγαν προς το πάνω μέρος της Σκήτης, αφού μου άφησαν την ευλογία τους και πολλή παρηγοριά και για μέρες ήμουν γεμάτος χαρά και πνευματική ευτυχία…».


–Ἀπολυτίκιον–
Ἦχος πλ. δ΄.
Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, 
ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν·
δωρεὰν ἐλάβατε,
δωρεὰν δότε ἡμῖν.
Ἕτερον ἀπολυτίκιον– Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι θεράποντες,
καὶ ἰατῆρες βροτῶν,
ἀνάργυρον βλύζετε,
τὴν θεραπείαν ἡμῖν,
Ἀνάργυροι ἔνδοξοι·
ὅθεν τοὺς προσιόντας,
τῇ σεπτῇ ὑμῶν σκέπῃ,
ῥύσασθε νοσημάτων,
καὶ παθῶν ἀνιάτων,
Κοσμᾶ καὶ Δαμιανέ,
Ῥώμης βλαστήματα.
Κοντάκιον–
Ἦχος β΄.
Οἱ τὴν χάριν λαβόντες τῶν ἰαμάτων,
ἐφαπλοῦτε τὴν ῥῶσιν τοῖς ἐν ἀνάγκαις,
ἰατροὶ θαυματουργοὶ ἔνδοξοι·
ἀλλὰ τῇ ὑμῶν ἐπισκέψει,
καὶ τῶν πολεμίων τὰ θράση κατευνάσατε,
τὸν κόσμον ἰώμενοι ἐν τοῖς θαύμασι.
Μεγαλυνάριον–Ἴασιν σωμάτων ῥῶσιν ψυχῶν,
Κοσμᾶ θεοφόρε, σὺν τῷ θείῳ Δαμιανῷ,
νείματε ὑψόθεν,
ἀΰλῳ χειρουργίᾳ,
τοῖς κατατρυχομένης,
ποικίλοις πάθεσι.




[Ιερομονάχου Προδρόμου:
«Ο Γέρων Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης»
(Το ευωδέστατον άνθος της Χάριτος),
Κεφ. 3ο, σελ. 75–80, 81–93,
Έκδοσις Ιερά Καλύβη
«Σύναξις των Αγίων Αναργύρων»,
Νέα Σκήτη – Άγιον Όρος, 2007.
Α΄ Δημοσίευση:
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]









το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2016

Ὦ Θεία Ἀγάπη - Ἅγιος Νεκτάριος



Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἐλθέ, ἱκετεύω,

ἐξ ὅλης ψυχῆς μου καὶ μέσης καρδίας,

καὶ σκήνωμα θεῖον, Χριστέ, ποίησόν με

καὶ πάσης κηλῖδος, ὤ καθάρισόν με.



Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἀγάπης ἐνθέου

τὴν Σὲ ἐκζητοῦσαν ψυχὴν ἔμπλησόν μου

καὶ ἔρωτα θεῖον, Ὦ Θεία Ἀγάπη,

θερμῶς ἱκετεύω, τῷ δούλῳ Σου δός μοι.



Ὦ Θεία Ἀγάπη, τὴν Σὴν ἱκετεύω,

ἀγάπην παράσχου τοῖς Σὲ ἐκζητοῦσι·

Ἡ γὰρ Σὴ ἀγάπη τὸ πλήρωμά ἐστι

τοῦ Θείου Σου Νόμου, Ἀγάπη γλυκεῖα.



Ὦ Θεία Ἀγάπη, ἡ μόνη πληροῦσα

τὸν σύμπαντα κόσμον καὶ ἡ συντηροῦσα,

Σὺ πέλεις ὁ νόμος τῶν ἐπουρανίων,

Σὺ πέλεις ὁ νόμος καὶ τῶν ἐπιγείων.



Ἡ Σὴ Βασιλεία ἐστὶν ἡ ἀγάπη,

ἐν ᾗ βασιλεύει χαρὰ καὶ εἰρήνη,

ἐν ᾗ βασιλεύει ἡ μακαριότης,

ὁ ἔρως τοῦ Θείου καὶ ἡ εὐφροσύνη.

Τετάρτη, Ιουνίου 29, 2016

Ἡ Ὀρθόδοξος παράδοσις καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος





(Ἀπὸ τὴν ὁμιλία ποὺ εἶχε κάμει στὴ Λεμεσὸ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1981 ὁ πατὴρ Θεόκλητος Διονυσιάτης.)

Τώρα ποὺ εὑρισκόμεθα εἰς τὸν 20ον αἰώνα, εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν μὲ τὰς συγχρόνους ἀντιλήψεις του, μὲ τὰς ἰδιότυπους δομάς του, μὲ τὴν ἀλλοφροσύνην του, μὲ τὴν σύνεσίν του, μὲ τὴν ἀλογίαν του καὶ τὴν λογικήν του, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει νὰ πῆ τίποτε νεώτερον ἀπ' ὅ,τι εἶπε. Ἁπλῶς μπορεῖ νὰ χρησιμοποιῆ μεθόδους διαφόρους αἱ ὁποῖαι ἐπιβάλλονται λόγῳ τῶν συνθηκῶν τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ὅ,τι ὅμως εἶπε διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων, συνεχίζει νὰ τὸ λέγη καὶ σήμερα εἰς τὸν κόσμον. Ἐὰν ἀκολουθῶμεν τοὺς βίους τῶν Ἁγίων μας καὶ τὴν ἐν Ἁγίῶ Πνεύματι διδασκαλίαν των ἀγωνιζόμενοι νὰ οἰκειοθῶμεν αὐτὴν διὰ πείρας, τότε θὰ καταλάβωμεν τί θησαυροὺς ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.

Πράγματι, ἔρχονται εἰς τὸν νοῦν ὠρισμένα κείμενα τῶν «μυστικῶν» Πατέρων τὰ ὁποῖα δικαιώνουν τὸν ἀσκητικὸν βίον, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ ἀναφέρονται σ' αὐτὴν τὴν προσωπικὴν κοινωνίαν ποὺ εἶχε μὲ τὸν Θεόν, καὶ τὰς συνεπείας αὐτῆς τῆς κοινωνίας. Ἀφοῦ ἔζησεν εἰς Μοναστήριον ἀπὸ μικρὸ παιδί, μὲ τὴν ἄσκησιν, καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸν Γέροντά του, τὰς νηστείας του, τὰς ἀγρυπνίας του, τὰς προσευχάς του, τὴν βαθεῖαν ταπείνωσίν του, ἔφθασε νὰ γίνη σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τοιούτου σημείου ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸν ὀνομάση «Θεολόγον», μετὰ τὸν Ἰωάννην τὸν Θεολόγον καὶ τὸν Γρηγόριον τὸν Θεολόγον.

Λέγει λοιπὸν εἰς ἕνα σημεῖον ὁ ἅγιος Συμεών, εἰς τοὺς «Ὕμνους θείων ἐρώτων», τὸ ἑξῆς, τὸ ὁποῖον μεταφέρω ἐν μεταφράσει: «Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης Σου καὶ τῆς ὡραιότητός Σου, καὶ εἶμαι πλήρης θείας εὐδαιμονίας καὶ θείας γλυκύτητος. Τὸ πρόσωπόν μου λάμπει ὅπως τὸ πρόσωπον τοῦ ἀγαπημένου μου Ἰησοῦ. Ὅταν βυθίζωμαι μέσα εἰς τὸ φῶς Σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι γίνομαι ἕνα φῶς ὅμοιον μὲ τὸ ἰδικόν Σου. Καὶ τότε βλέπω τὸν ἑαυτόν μου ὡραιότερον ἀπ’ ὅλους τους ὡραίους, πλουσιώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορας. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέλθη εἰς τὸ φῶς Σου, γίνεται ἕνα φῶς ὅμοιον μὲ τὸ ἰδικόν Σου...»

Κοιτάξτε τί πληρότης καὶ τί αὐτάρκεια ἐν Θεῷ, τί ὀμορφιά, ὀμορφιὰ ὄχι μορφικὴ καὶ εἰκονιστικὴ ἀλλὰ ὀμορφιὰ πνευματική, εἰς τρόπον ὥστε, παρὰ τὸ βάθος τῆς ταπεινοφροσύνης του, νὰ βλέπη τὸν ἑαυτὸν του ὡραιότερον ἀπ’ ὅλους τοὺς ὡραίους, πλουσιώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερον ἀπ’ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορας, ἐπειδὴ ζῆ μέσα εἰς τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει μόνον εἰς τὸν ἅγιον Συμεών, ἀλλ’ εἰς ὅλα τὰ πλήθη τῶν ὁσίων Πατέρων, εἰς ὅσους ἐκαθάρισαν τὴν ψυχὴν τῶν ἀπὸ κάθε μολυσμόν, ἐταπεινώθησαν βαθέως καὶ ἐκοινώνησαν μὲ τὸν Θεόν.

Ὑπάρχουν ἐμπειρίαι, ὡς ἀλήθειαι καὶ ὡς ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι δὲν γίνονται γνωσταὶ καὶ προσιτοὶ εἰς τὸν ἀνθρώπινον λόγον. Οὔτε ὑπόκεινται εἰς μίαν ἀνάλυσιν συλλογιοτικὴν καὶ λογικὴν ἀπὸ ἀνθρώπους ἐστερημένους αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν. Πρέπει νὰ κοινωνήση κανεὶς μὲ τὰς ἐμπειρίας αὐτάς, νὰ γίνη ὁ ἴδιος φορεὺς αὐτῶν τῶν Ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν διὰ νὰ μπορῆ νὰ καταλάβη αὐτὰ τὰ μυστικὰ ὄργια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὰς καρδίας τῶν Ἁγίων.

Ἂς ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς τὴν ὑπακοὴν τὴν ὁποίαν κάμνομεν ἡμεῖς οἱ μοναχοί. Τί εἶναι ἡ ὑπακοὴ κατὰ βάθος; Μία ἠθελημένη ἄρσις τῆς ἐλευθερίας• θυσιάζω τὴν ἐλευθερίαν μου καὶ ὑποτάσσομαι, ἄρα εἶμαι ἀνελεύθερος• ὁ ἀνελεύθερος εἶναι δοῦλος. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ πράξις τῆς ἑκουσίου δουλείας, συμφώνως πρὸς τὴν καθολικὴν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἔναρξις τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς, διότι δουλεία εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων.

Ὅσοι, λοιπόν, ὑπέταξαν τὸν ἑαυτὸν των εἰς αὐτὴν τὴ διαδικασίαν τῆς ἑκουσίου ὑποταγῆς, ὅσοι ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ τὸ στάδιον τῆς ἀσκήσεως, συνιστάμενον εἰς νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχάς, ἡσυχίαν, ταπείνωσιν, ὀνειδισμούς, μέσα εἰς τὸν χῶρον τὸν μοναστηριακὸν ἤ τὸν σκητιωτικὸν ἤ τὴν ἔρημον, γνωρίζουν τί δίδουν εἰς τὴν ψυχὴν αὐτὰ ὅλα, ποιὸν εἶναι τὸ ἄνθος τὸ ὁποῖον ἀναφύεται μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴν ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν διαδικασίαν.
Ἔτσι διεμορφώθη τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλον ὁ Μοναχισμός. Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι ἀναπόσπαστος ἀπὸ τὴν καθολικὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας• διαφέρει μόνον εἰς τὴν ἰδιοτυπίαν ζωῆς καὶ ἁπλῶς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰς ἐγκοσμίους κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε τὸν ἐθεώρησε ὡς ὑπόδειγμα τῆς ἐν κόσμῳ ζωῆς, ὑπόδειγμα τὸ ὁποῖον κεῖται εἰς μίμησιν (ὄχι βεβαίως ὅλων τῶν τρόπων ζωῆς του) ἀλλὰ ὅσον εἶναι δυνατόν. Δι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέγει: «Φῶς μὲν μοναχοῖς, ἄγγελοι• φῶς δὲ κοσμικοῖς, μοναδικὴ πολιτεία».

Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νὰ ἰσχυρισθῶ ὅτι δὲν μποροῦμεν νὰ ἔχωμεν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, χωρὶς τὸν Μοναχισμόν. Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ εἴμεθα ἐντελῶς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν τούτοις νὰ μὴν εἴμεθα ὀρθόδοξοι• νὰ ζῶμεν δηλαδὴ μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας ἀγνοοῦντες τὰ μεγαλεῖα τὰ θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἱστορικά, θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ τεκμήρια βοοῦν ὅτι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διεμόρφωσαν τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καὶ διασώζουν τὴν Ἐκκλησίαν τὴν Ὀρθόδοξον εἰς τὰ ὑψηλὰ ἐπίπεδά της, εἶναι οἱ μοναχοὶ ἤ, ἂν θέλετε, ὄχι ὅλοι ἀλλὰ οἱ Πατέρες οἱ ἐκ μοναχῶν οἱ ὁποῖοι μέσα εἰς τὴν κάμινον τῆς ἀσκήσεώς των, μέσα εἰς τὸν θεῖον ἔρωτά των, ἐφήλκυσαν πλουσίως τὰς ἀκτῖνας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ὑμνολογίαν μας συνήθως λέγομεν: «Γέγονας, ὅσιε, ἔσοπτρον καθαρὸν τῶν ἀκτίνων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλλαμφθεὶς πλουσίως...»

Ἐπαναλαμβάνω: δὲν μποροῦμε νὰ ὀνομαζώμεθα ὀρθόδοξοι ἐὰν δὲν ἀποδεχθῶμεν τὴν ὁμόφωνον διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ δὲν μποροῦμεν νὰ παρεκκλίνωμεν ἀπὸ τὴν βασιλικὴν αὐτὴν πορείαν τῶν Ἁγίων Πατέρων χωρὶς νὰ διακινδυνεύσωμεν νὰ δημιουργήσωμεν ἀντινομικὰς καταστάστεις μέσα μας ἤ νὰ περιπέσωμεν εἰς μίαν πνευματικὴν σχιζοφρένειαν.

Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμεθα ὡραιότεροι ἀπ' ὅλους τοὺς ὡραίους, πλουσιώτεροι ἀπ’ ὅλους τοὺς πλουσίους, καὶ δυνατώτεροι ἀπ’ ὅλους τοὺς αὐτοκράτορας ἐὰν εἰσέλθωμεν μέσα εἰς τὸν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ δὲν ἀφήσωμεν τὰς ψυχάς μας νὰ ἀπατῶνται μὲ πτωχοδιδασκαλίας, ἑτεροδιδασκαλίας καὶ ἑτεροθρησκείας, μὲ ἐπινοήματα ἀνθρώπων μὲ λογισμοὺς «δειλούς», κατὰ τὸν προφήτην, ἀνθρώπων ἐστερημένων κύρους καὶ αὐθεντίας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι μεγάλον πράγμα: δὲν διακρίνεται δι’ αὐτάρκειαν ἐν τοῖς ἐλαχίστοις, καὶ εἶναι ξένη πρὸς τὴν ἔπαρσιν τὴν ὁποίαν προκαλοῦν μερικαὶ ἀγαθαὶ πράξεις φαρισσαϊκοῦ τύπου. Εἶναι πλούσια. Εἶναι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης τὸν ὁποῖον ὁ Κύριός μας ἐκάλεσε νὰ ἀγοράσωμεν ἀφοῦ πωλήσωμεν πάντα. Λέγει δὲ χαρκτηριστικῶς ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης εἰς ἕνα τροπάριόν του: «Γίνου, ψυχή μου, μεγαλέμπορος»• μεγαλέμπορος, λοιπόν• ὄχι ψιλικατζής. Γιὰ μεγάλα πράγματα μᾶς ἔχει ὁμιλήσει ὁ Θεός.

Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ μὴν ἔχωμεν αὐτὰ τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀληθινοῦ Ὀρθοδόξου, ἀπὸ τὴν ραθυμίαν μας ἤ ἄλλους λόγους. Τότε ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς ὁδήγει τουλάχιστον εἰς τὴν ταπείνωσιν: μᾶς δεικνύει τὰ μεγαλεῖα ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς δι’ ἡμᾶς, τὰ ὁποῖα καὶ καλούμεθα νὰ οἰκειωθῶμεν. Ὅταν δέ, διὰ ποικίλους λόγους, δὲν δυνάμεθα νὰ τὸ πράξωμεν, μᾶς ὑποδεικνύει μίαν ἄλλην λύσιν διὰ νὰ ἀντιμετωπίσωμεν τὴν δυστυχίαν μας: τὴν ταπείνωσιν. Μᾶς ἀπεκάλυψες, Κύριε, ἀρίστην ὁδὸν ὑψώσεως τὴν ταπείνωσιν, λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Ἀντιθέτως, ἐὰν θεωρήσωμεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἕνα θέμα δοσοληψίας μὲ τὸν Θεὸν (νὰ κάμωμεν δηλαδὴ μερικὰς καλὰς πράξεις κοινωνικοῦ χαρακτῆρος, νὰ προσευχώμεθα, νὰ κοινωνῶμεν, νὰ ἐξομολογούμεθα, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρκετόν), περιπίπτομεν εἰς τὴν αὐτάρκειαν, καὶ ἐνῶ εἴμεθα δυστυχεῖς, ἐλεεινοὶ καὶ γεμάτοι πάθη, αἰσθανόμεθα μίαν ἀνεσιν• αὐτὸς εἶναι ὁ φαρισσαϊσμὸς τὸν ὁποῖον ἐπισημαίνει ὁ Κύριος. Ἐνῶ ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία μας (δηλ. τὸ αὐθεντικῶς ἑρμηνευόμενον ἅγιον Εὐαγγέλιον) μᾶς λέγει: καθαρθεῖτε ἀπὸ τὰ πάθη διὰ νὰ οἰκήσω μέσα σας• μὴν ἐμπιστεύεσθε μερικὰς ἐνεργείας ἐξωτερικὰς αἱ ὁποῖαι δὲν ἀποτελοῦν αὐτοσκοπὸν ἀλλὰ μέσον• ἐλευθερωθεῖτε ἀπὸ τὰ πάθη διὰ νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν καρδίαν σας. Εἶναι αὐτὸ διὰ τὸ ὁποῖον προσευχόμεθα κάθε ἡμέραν: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας..., ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος...».

Μὴν ἐπαναπαυώμεθα λοιπόν, καὶ ἀπατῶμεν ἑαυτοὺς μὲ μικρὰ καὶ πτωχὰ καὶ εὐτελῆ πράγματα τὰ ὁποία ἄλλωστε κάμνουν καὶ οἱ «ἐθνικοί». Πρέπει νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς μίαν διαρκῆ ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «Οὐκ ἔστιν ἄλλο τὸ ζητεῖν τὸ Θεὸν καὶ ἄλλο τὸ εὑρίσκειν, ἀλλὰ τοῦτο ἐστὶ τὸ εὑρίσκειν, τὸ ἀεὶ ζητεῖν καὶ ἐκκκαίεσθαι εἰς τὸν πόθον Ἐκείνου». Λοιπόν, ὅρος εὑρέσεως εἶναι ὁ πόθος• ὅταν ἔχωμεν πόθον, εὑρήκαμεν τὸν Θεόν. Δὲν τελειώνει ὅμως ἐκεῖ ἡ διαδικασία εὑρέσεως τοῦ Θεοῦ διότι, ὁ Θεὸς εἶναι ἄπειρος καὶ ἀσύλληπτος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ τὴν φοράν του πρὸς τελειότητα ἀφοῦ ἡ τελειότης καὶ τῶν τελείων εἶναι ἀτέλεστος. Δι’ αὐτὸ ἡ ζωὴ τῶν ἀληθινῶν ὀρθοδόξων εἶναι ζωὴ πεινώντων καὶ διψώντων τὸν Κύριον. Καὶ ὅταν δὲν τὸν εὑρίσκουν καὶ στενάζουν καὶ πενθοῦν καὶ φωνάζουν μαζὶ μὲ τὸν Δαυΐδ, «Πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ», ἤ πάλιν « Ὡς ἡ ἔλαφος ἐπείγεται ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτω καὶ ἡ ψυχή μου σὲ διψᾶ, ὁ Θεός», ἤ ὅπως ἡ νύμφη εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων λέγει, «Τετρωμένη ἀγάπης εἰμὶ ἐγώ..., εἰς ὀσμὴν μύρων σου δραμοῦμαι...» (τρέχω ὀπίσω Σου Χριστέ μου)!...

Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος αὐτὸ λέγει: «Διώκω εἰ καὶ καταλάβω, ἐφ' ᾧ καὶ κατελήφθην ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ» (τρέχω διὰ νὰ κάμω ἰδικόν μου ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον καὶ ὁ Ἰ. Χριστὸς μὲ ἔκαμε ἰδικόν του). Καὶ ἀκόμη, «τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος, κατὰ σκοπόν, διώκω...» (Φιλιπ. 3:12-14). Ξεχνῶ ὅ,τι ἔχω κάμει, τὰ ἀθλήματα τὰ μεγάλα, καὶ κρατῶ μόνο ἕνα πράγμα: τὴν γνῶσιν τῆς ἀθλιότητός μου. Ἕνας γίγας, ὁ Παῦλος, ἐκράτει μόνον τὴν γνῶσιν τῆς ἀθλιότητός του. " Ὅταν εἶχεν ἀνεβεῖ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, ὅταν ἔγινε αὐτὸ ποὺ ἦτο, ὁ θεῖος Παῦλος, τότε ἔλεγεν, «οὐκ εἰμὶ ἄξιος καλεῖσθαι ἀπόστολος», καὶ «ἔσχατον πάντων, ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρωμάτι, ὤφθη ὁ Χριστὸς κάμοί» (Α' Κορ.15,9).

Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας.

Ενστήσονται καιροί χαλεποί.


Αλέξανδρος Καλόμοιρος. 
(από το βιβλίο του
"κατά ενωτικών") 

 Που είναι λοιπόν η αισιοδοξία για το τέλος των καιρών; Όταν ο Κύριος προλέγη ότι η πλάνη θα έχη καλύψει ολόκληρη την γή, ώστε και οι εκλεκτοί να κινδυνεύουν σε κάθε τους β`ημα να πλανηθούν από τους ψευτοχριστιανούς και τους ψευτοχριστούς που θα βρίσκωνται παντού, πώς εμείς μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον, όταν ο Κύριος προλέγη πολλαπλασιασμό της ανομίας και ψύξι της αγάπης των ανθρώπων;

Υπάρχουν βέβαια οι προοπτικές για την ένωσι των «Εκκλησιών», για την ένωσι όλων εκείνων που έρχονται στό όνομά Του και πλανούν πολλούς. Αλλά «βλέπετε μη τις υμάς πλανήση», «ιδού προείρηκα υμίν». Η ένωσις που επιδιώκουν οι ψευτοχριστιανοί των καιρών μας είναι μια από τις πιο τέλειες μηχανορραφίες του ψεύδους, η παγίδα της υποκριτικής ευσεβείας, από την οποία θέλει να μας γλυτώση ο Κύριος, κάνοντάς μας προσεκτικούς. Εάν η ένωσις και η παγκόσμιος εξάπλωσις του Χριστιανισμού είναι το τελικό πεπρωμένο της  ανθρωπότητος, όπως διδάσκουν αυτοί, τότε γιατί ο Χριστός προλέγει θλίψι για τους εκλεκτούς του τις ημέρες εκείνες; Εάν το Ευαγγέλιο το δεχθούν και το ζήσουν όλα τα έθνη της γής, γιατί τότε λέγει ο Χριστός ότι οι ημέρες του τέλους του κόσμου θα είναι όπως οι ημέρες του Νώε, που η αποστασία είχε σκεπάσει όλη τη γή και μόνο μια χούφτα άνθρωποι βρέθηκαν πιστοί στον Θεό και μπήκαν μέσα στην Κιβωτό που συμβολίζει την Εκκλησία;
Εάν τις τελευταίες μέρες της γής χαρακτηρίζη η ειδυλλιακή εικόνα που ονειρεύονται οι συναισθηματικοί, οι «ψυχικοί» Χριστιανοί, τότε πώς βρίσκει ο απ. Παύλος να γράψη αυτά τα λόγια στον Τιμόθεο; «Τούτο δε γίνωσκε», ότι εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί έσονται γάρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Β΄ Τιμ., γ΄ 1-5).
Που είναι η αισιοδοξία του απ. Παύλου, όταν γράφη πρός τους Θεσσαλονικείς που περιμένουν από στιγμή σε στιγμή την Παρουσία του Χριστού «μη τις υμάς εξαπατήση κατά μηδένα τρόπον (ότι έρχεται δηλαδή τώρα αμέσως ο Χριστός) ότι εάν μη έλθη η αποστασία πρώτον και αποκαλυφθή ο άνθρωπος της αμαρτίας, (ο Αντίχριστος), ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι, αποδεικνύοντα εαυτόν ότι εστί Θεός, (δεν θα έλθη ο Χριστός). Ου μνημονεύετε ότι έτι πρό υμάς ταύτα έλεγον υμίν;». Και ύστερα συνεχίζει για τον Αντίχριστο «και τότε αποκαλυφθήσεται ο άνομος, όν ο Κύριος αναλώσει τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού ού εστιν η παρουσία κατ’ ενέργειαν του σατανά εν πάση δυνάμει και σημείοις και τέρασι ψεύδους και εν πάση απάτη της αδικίας εν τοις απολλυμένοις, ανθ’ ών την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς και διά τούτο πέμψει ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία» (Β΄ Θεσσ., β΄ 3-5 και 8-12).
Το μέλλον λοιπόν δεν θα είναι όσο όμορφο το φαντάζονται «οι απολλύμενοι», οι οποίοι «την αγάπην της αληθείας ουκ εδέξαντο εις το σωθήναι αυτούς». Θα χαρακτηρίζεται από την αποστασία, την φρικτότερη αποστασία που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Γιατί δεν θα είναι καθαρή και τίμια άρνησις του Θεού αλλά υποκρισία, παραποίησις της πίστεως και της αληθείας.
Μήπως τα ίδια δεν προεφήτευσαν για το τέλος των καιρών και οι Πατέρες της ερήμου, και όλο το νέφος των Αγίων της Εκκλησίας μας; Να μια συζήτησις μαθητού με τον πνευματικό του πατέρα, παρμένη από τον Ευεργετινό (Τόμ. Β΄, σελ. 114, έκδ. 1958):
«Και είπεν αυτώ ο αδελφός τι ούν; αλλαγήσονται τα έθη και αι παραδόσεις των χριστιανών, και ουκ έσονται ιερείς εν τη Εκκλησία, ίνα ταύτα γένηται;Και είπεν ο γέρων εν τοις τοιούτοις καιροίς ψυγήσεται η αγάπη των πολλών, και έσται θλίψις ουκ ολίγη, εθνών επιδρομαί και λαών κινήσεις, βασιλέων αποστασία, ιερέων σπατάλη, μοναζόντων αμέλεια έσονται οι ηγούμενοι καταφρονούντες της εαυτών σωτηρίας και του ποιμνίου, πρόθυμοι πάντες και σπουδαίοι εις τάς τραπέζας και μαχημάριοι, οκνηροί εις τάς ευχάς, και εις τάς καταλαλιάς πρόθυμοι, πρόχειροι εις το κατακρίναι τους βίους των γερόντων και τους λόγους αυτών μήτε μιμούμενοι, μήτε ακούοντες, αλλά μάλλον λοιδορούντες και λέγοντες ότι, «ει ήμεν και ημείς εν ταίς ημέραις αυτών, ηγωνισάμεθα αν και ημείς». Οι δε Επίσκοποι εν ταίς ημέραις εκείναις έσονται αιδούμενοι πρόσωπα δυνατών, κρίνοντες κρίσεις εν δώροις, μη υπερασπίζοντες πτωχού εν κρίματι, θλίβοντες χήρας, ορφανούς καταπονούντες^ εισελεύσεται δε και εις τον λαόν απιστία, ασωτία, μίσος, έχθρα, ζήλος, ερίθεια, κλοπαί, μάθαι. Και είπεν ο αδελφός. Τι ούν ποιήσει τις εν τοις καιροίς και χρόνοις εκείνοις; και είπεν ο γέρων^ τέκνον, εν ταίς τοιαύταις ημέραις ο σώζων, σώζει την εαυτού ψυχήν, και μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών».
Από τις προφητείες αυτές, που κατά ένα μεγάλο μέρος έχουν ήδη πραγματοποιηθή, μπορεί να βγάλη κανείς ολοκάθαρα το συμπέρασμα για το που οδηγείται η ανθρωπότης. Το μέλλον της είναι μια πνευματική χρεωκοπία, όπου η αγάπη πρός τον Θεό και τον πλησίον θα έχη ψυχρανθή και οι άνθρωποι θα έχουν γίνει στό έπακρο εγωϊσταί, φιλάργυροι, αλαζόνες, βλάσφημοι, φιλήδονοι.
Η πνευματική όμως χρεωκοπία δεν θα εμφανίζεται γυμνή και τερατώδης, όπως είναι, αλλά θα καλύπτεται από ένα θαυμαστό πρόσχημα θρησκευτικότητος. Οι άνθρωποι αυτοί με τα τόσα πνευματικά έλκη, θα έχουν εν τούτοις «μόρφωσιν ευσεβείας». Πολλοί θα είναι εκείνοι που θα κηρύττουν στό όνομα του Χριστού, και θα ξεγελούν με την ψεύτικη ευσέβεια και θρησκευτικότητά τους «απολλυμένους», όσους δεν θα έχουν μέσα στην καρδιά τους την αγάπη της αλήθειας, για να μπορέσουν να διακρίνουν, κάτω από το σχήμα του προβάτου, τους λύκους. Εξ άλλου οι ψευδόχριστοι αυτοί και ψευδοπροφήτες, στό τέλος των καιρών, θα συνοδεύουν το κήρυγμά τους με σημεία και τέρατα μεγάλα, που θα αντλούν από την δύναμι του σατανά, (πνευματισμός, μαγεία, φακιρισμός κ.τ.λ.).
Όταν πιά θα έχη διαβρωθή η πίστις των μεγάλων μαζών της ανθρωπότητος από τους ψευδοπροφήτες αυτούς και θα έχουν προετοιμασθή οι ψυχές, τότε θα αποκαλυφθή αυτός τον οποίον περέμεναν και περιμένουν οι Εβραίοι, αυτός του οποίου τον δρόμο αιώνες τώρα ανοίγει η ανθρωπότης, αυτός που θα γίνη το σύμβολο και ο Θεός όλης της χαμένης γενιάς των τελευταίων ανθρώπων, «ο άνθρωπος της αμαρτίας», της μεγάλης και εωσφορικής αμαρτίας του πνεύματος, ο υιός της απωλείας, ο αντικείμενος και σαν τον εωσφόρο υπεραιρόμενος πάνω από κάθε τι που οι άνθρωποι σεβάσθηκαν μέχρι τότε. Θα καθήση στό ναό του Θεού σαν θεός, και με φοβερές δυνάμεις και σημεία και τέρατα που θα κάνη με την δύναμι του σατανά, θα αποδεικνύη στα σκοτισμένα και κοντόφθαλμα μυαλά των ανθρώπων ότι αυτός και όχι άλλος είναι ο θεός.
Αυτός θα πραγματοποιήση την ποθητή για τους αισθηματίες ένωσι. Μπροστά στον δικό του θρόνο θα σκύψουν να προσκυνήσουν αδελφωμένοι οι άνθρωποι όλων των θρησκειών και όλων των «πνευματικών» ρευμάτων. Αυτός θα ενώση κάτω από το σκήπτρο του όλα τα έθνη της γής, διότι «... εδόθη αυτώ εξουσία επί πάσαν φυλήν και λαόν και γλώσσαν και έθνος. Και προσκυνήσουσιν αυτόν πάντες οι κατοικούντες επί της γής, ών ου γέγραπται το όνομα εν τω βιβλίω της ζωής του αρνίου του εσφαγμένου...» (Αποκ. ΙΓ΄ 7-8). Για τους ανθρώπους του κόσμου, αυτή η προοπτική του παγκοσμίου κράτους και της παγκοσμίου θρησκείας είναι κάτι το πολύ ευχάριστο. Το ίδιο συμβαίνει και για όσους ποθούν σήμερα την ένωσι των «Εκκλησιών», και δεν δίδουν σημασία στην αλήθεια. Για τους τελευταίους αυτούς τα δογματικά θέματα είναι μισερές βυζαντινολογίες. Αλλά «διά τούτο πέμψει αυτοίς ο Θεός ενέργειαν πλάνης εις το πιστεύσαι αυτούς τω ψεύδει, ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ’ ευδοκήσαντες εν τη αδικία».

το είδαμε εδώ

Θεός ου μυκτηρίζεται.


Αλέξανδρος Καλόμοιρος.Από το βιβλίο του:
"Κατά ενωτικών"

Αλλά άς καταλάβουν όσοι με τόση ελαφρότητα μιλούν για Ένωσι των Εκκλησιών, πώς η ενότης της Εκκλησίας είναι δώρον μυστικόν της θείας παρουσίας. Δεν είναι κάτι που αποφασίζεται σε συνέδρια, αλλά κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει.Καμμία απόφασις των ανθρώπων δεν μπορεί να εξαναγκάση τον Θεό.

Ασφαλώς τύποις η ένωσις μπορεί να γίνη και να αρχίσουν όλοι να δηλώνουν, Προτεστάνται, Καθολικοί και Ορθόδοξοι, πώς τώρα πιά είμαστε μια Εκκλησία και να μνημονεύουμε εμείς τον Πάπα Ρώμης και ο Πάπας Ρώμης τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Εάν συμφωνήσουν όλοι επάνω σε ένα «ελάχιστο αληθείας», επάνω σε ένα «πιστεύω» απλουστευμένο, και κανονισθούν και μερικά άλλα ζητήματα, μπορεί να γίνη η ένωσις. Θα γίνη ένα σύστημα νομικώς και τυπικώς ισχύον, ένα σύστημα όμως που δεν θα έχη καμμία σχέσι με την Εκκλησία του Χριστού, έστω και αν όλα τα εξωτερικά φαινόμενα το κάνουν να μοιάζη με την Εκκλησία. Ο «Θεός ου μυκτηρίζεται». Όταν δεν υπάρχουν στους ανθρώπους οι προϋποθέσεις της Παρουσίας Του, ο Θεός δεν έρχεται στους ανθρώπους.
Η Εκκλησία του Χριστού δεν ήταν ποτέ ένα σύστημα ανθρώπινο. Η Εκκλησία γεννήθηκε, δεν κατασκευάσθηκε. Οι συζητήσεις των ανθρώπων μπορούν να κατασκευάσουν κάτι και να του δώσουν το όνομα «Εκκλησία». Αυτό όμως το κατασκεύασμα θα είναι κάτι χωρίς ζωή. Η ζωντανή Εκκλησία δεν θα έχη καμμία σχέσι μ’ αυτό. Θα υπάρχη κάπου μακριά απ’ όλα αυτά τα κατασκευάσματα, αναλλοίωτη, γεμάτη αλήθεια και φώς, ανόθευτη από το ψέμα των συμβιβασμών, με το Πνεύμα το Άγιον να φέγγη τα βήματά της και να την περιβάλλη σαν το φώς του ηλίου, οδηγώντας την «εις πάσαν την αλήθειαν».
Το πόσοι θα είναι οι πραγματικοί Χριστιανοί δεν έχει καμμία σημασία, ακόμη και αν μετρούνται στα δάκτυλα της μιας χειρός. Αυτοί θα είναι οι συνεχισταί της Παραδόσεως, την οποία δεν θα την έχουν μάθει απλώς, αλλά θα την έχουν ζήσει και θα τους έχη γίνει βίωμα. Οι Χριστιανοί ζούνε μέσα στην Παράδοσι σαν μέσα σ’ ένα στοιχείο, όπως τα ψάρια στό νερό.
Όσοι πραγματικά ποθούν τον Θεό άς πάψουν να μιλούν για ένωσι των «Εκκλησιών». Η Εκκλησία δεν επιδέχεται ένωσι, γιατί ποτέ δεν διεσπάσθη.Οι άνθρωποι φεύγουν απ’ αυτήν, έστω και αν διατηρούν πολλά από τα εξωτερικά γνωρίσματά της. Όσοι αγαπούν τον Θεό άς επιστρέψουν στην Εκκλησία και άς ταπεινωθούν για να μπορέσουν να μπούν, γιατί στενή είναι η πύλη της και για να την περάση κανείς πρέπει να σκύψη βαθειά. 

Σωτηρία εκ του κόσμου.


Αλέξανδρος Καλόμοιρος.Από το βιβλίο του: "Κατά ενωτικών"
Αλλά γιατί συγκινούνται τόσο εύκολα οι Χριστιανοί μας από τα κηρύγματα περί ενώσεως των Εκκλησιών και αντί να γεμίζουν με ζήλο για την μετάγγισι της αληθείας σ’ αυτόν τον κόσμο που τόσο πολύ την στερήθηκε, πιπιλίζουν συνεχώς την καραμέλα της ειρήνης, ζυγίζοντας να δούν αν είναι περισσότερα αυτά που χωρίζουν ή αυτά που ενώνουν τους Χριστιανούς; Γιατί στερήθηκαν οι ίδιοι την γνώσι της αλήθειας. Μέλη οι περισσότεροι κοινωνικο - χριστιανικών οργανώσεων και αδελφοτήτων, κατηχήθηκαν από τα μικρά τους χρόνια σε ένα ηθικο - φιλοσοφικό σύστημα με επίχρισμα χριστιανικό, που άφηνε να εννοηθή ότι σκοπός του Χριστιανισμού είναι να επιτύχη την ειρηνική και αγαπημένη συμβίωσι μεταξύ των ανθρώπων. 
Η αιωνιότης και η θεωρία του Θεού ήταν πράγματα τόσο μακρινά για τους Χριστιανούς αυτούς και συχνά τόσο αδιάφορα. Οι περισσότεροι, όντες εξωστρεφείς, άνθρωποι της δράσεως, ήλθαν στον Χριστιανισμό για να βρούν έναν ωργανωμένον και καθωδηγημένον modus vivendi, έναν τρόπο για να ζήσουν ως καλοί και τίμιοι πολίται επάνω σε τούτη τη γή. Ο Θεός είναι για τους τέτοιους ανθρώπους ο Μέγας Υπερέτης των προσωπικών συμφερόντων τους, η δε αιώνιος ζωή μια καλή αλλά ευτυχώς μακρινή ελπίς αποκαταστάσεως.
Σε Χριστιανούς σαν κι αυτούς τα κηρύγματα περί ενότητος πιάνουν πολύ εύκολα ρίζες. Πόσο καλό θα είναι, αληθινά, να επεκταθή σε παγκόσμιο κλίμακα ο κύκλος των δικών μας ανθρώπων, των τίμιων και ενάρετων με τους οποίους να έρχεται κανείς σε συναλλαγές, χωρίς τον φόβο μήπως τον γελάσουν, με τους οποίους θα έχουμε αγαθές και ειρηνικές σχέσεις, χωρίς ποτέ να κινδυνεύσουμε να διωχθούμε ή να χρειασθή να αγωνισθούμε; Όσο για την αλήθεια, «τι εστιν αλήθεια;» Πιστεύουμε όλοι στον Χριστό, αυτό αρκεί. Εξ άλλου ο κόσμος σήμερα αντιμετωπίζει δύσκολους καιρούς. Πρέπει το γρηγορώτερο να ενωθούν οι Χριστιανοί για να αντιμετωπίσουν τον κομμουνισμό π.χ. «Ποιος θα καθοδηγήσει και ποιος θα σώση τον σύγχρονο αυτόν κόσμο;» ερωτούν. «Μόνον μία ενωμένη Χριστιανική Εκκλησία» απαντούν.
Αλλά ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος για να σώση τον εν τω πονηρώ κείμενον κόσμο, αλλά για να σώση τους δικούς του από τον κόσμο, για να τους τραβήξη από την παράταξη του πονηρού, να τους ενώση μαζί του και να τους θεώση κατά χάριν, και μαζί μ’ αυτούς να σώση ολόκληρο την στενάζουσα κτίσι. Ο κόσμος βαδίζει τον δρόμο του θανάτου. Αυτός είναι η παράταξις του άρχοντος του κόσμου τούτου, η παράταξις του εχθρού του Θεού. «Ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά δι’ ούς δέδωκάς μοι». Αυτοί όμως ερωτούν περί του κόσμου, και θυσιάζουν, για το χατήρι της διαβολικής αυτής παρατάξεως που ποτέ δεν πρόκειται να σωθή, τα διαμάντια της χριστιανικής πίστεως και βιοτής. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Δεν την ζητάει ο Χριστός την λεγόμενη «ένωσι των Εκκλησιών», αλλά ο κόσμος. Δεν ζητάει ο Χριστός την ένωσι της ψευτιάς με την αλήθεια, αλλά ο κόσμος, που ζητάει να νοθεύση την αλήθεια, να την κάνη σχετική και μερική. Γι’ αυτό όταν η συζήτησις έλθη για την ένωσι «των Εκκλησιών», βλέπει κανείς να την υποστηρίζουν με ενθουσιασμό άνθρωποι που ποτέ άλλοτε δεν ενδιαφέρθηκαν για τα της θρησκείας. Η ένωσις είναι ο καλύτερος τρόπος εξουδετερώσεως του Χριστιανισμού, που ανεκάλυψε η παράταξις του διαβόλου, η αρχή του ξεφτίσματός του και η υποταγή του στα θελήματα τη πολιτικής, η μετατροπή του σε υπηρέτη των συμφερόντων του κόσμου. Με την ένωσι ο Χριστιανισμός ίσως να αποκτήση μεγαλύτερη κοσμική ισχύ, θα χάση όμως όλη την πνευματική του δύναμι, αυτήν ακριβώς που ενοχλεί τον κόσμο. Μήπως δεν έγινε ήδη αυτό μέσα στην Καθολική «Εκκλησία»; Η δίψα των Παπικών για κοσμική ισχύ τους έκανε να κατεβούν στον στίβο των πολιτικών ελιγμών, απ’ όπου βγήκαν υπηρέται των μεγάλων πολιτικών ρευμάτων. Όσοι μιλούν για την ένωσι δεν έχουν καταλάβει γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο. Νομίζουν ότι ήρθε να κηρύξη ένα ηθικοπλαστικό κήρυγμα σαν τα δικά τους. Ότι ήλθε για να μας μάθη πώς να ζούμε επάνω σ’ αυτήν την γή σαν καλοί πολίτες. Τον έχουνε για μεγάλο νομοθέτη, τον μεγαλύτερο ίσως των αιώνων. Λένε και ξαναλένε ότι οι άνθρωποι πρέπει να ακολουθήσουν τον νόμο του Χριστού για να έλθη, επί τέλους, η Βασιλεία του Θεού επάνω στη γή. Άλλοι μιλούνε «για μια Χριστιανική Ελλάδα» άλλοι για «Χριστιανικές Δημοκρατίες», άλλοι για Χριστιανικά Βασίλεια, και δεν καταλαβαίνουν όλοι αυτοί πόσο μοιάζουν οι προσδοκίες τους με τις προσδοκίες των Εβραίων, που ήθελαν τον Μεσσία επίγειο Βασιλέα.
Δεν θέλουν τον Χριστό όπως είναι, δεν θέλουν τον Χριστό που αρνήθηκε να υποκύψη στους πειρασμούς που του έβαλε ο διάβολος στην έρημο. Θέλουν ένα Χριστό που να έχη υποκύψει σ’ αυτούς. Θέλουν έναν Χριστό ορεγόμενο τα βασίλεια της γής. Ένα Χριστό που να κάνη τις πέτρες ψωμιά για να χορτάσουν όλοι οι άνθρωποι. Έναν Χριστό που να καταπλήξη τον κόσμο με θαύματα που εμπνέουν το δέος και να αναγκάση τους ανθρώπους να υποταχθούν. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί δεν προσμένουν τον Χριστό αλλά τον αντίχριστο.Ο Χριστός θα μείνη μέχρι την Δευτέρα Παρουσία ταπεινός και κρυμμένος, μακριά από τις γήϊνες εξουσίες, μακριά από τις γήϊνες ανέσεις, χωρίς να αναγκάζη κανέναν να τον ακολουθήση, και ζητώντας απ’ αυτούς που θά’ρθούνε κοντά του να του μοιάζουν στην ταπείνωση και στην αφάνεια και να μη περιμένουν τίποτε το γήϊνο.
Οι «Χριστιανοί» που μιλούν για «κράτος του Θεού», «Χριστιανικές Ελλάδες», «Παγκόσμιο Χριστιανισμό» και «Ένωσι Εκκλησιών», τέτοιον Χριστό δεν τον θέλουν. Αυτοί είναι σαν τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ, έτοιμοι ν’ ανεβάσουν στην πυρά τον Χριστό γιατί ανατρέπει τα σχέδιά τους, που τόσους αιώνες με επιμονή καλλιέργησαν. «Ήρθες και μας δίδαξες έναν Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό», λέγει ο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκυ, έτοιμοι ν’ ανεβάσουν στην πυρά τον Χριστό γιατί ανατρέπει τα σχέδιά τους, που τόσους αιώνες με επιμονή καλλιέργησαν. «Ήρθες και μας δίδαξες έναν Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό», λέγει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστιανισμό απάνθρωπο και σκληρό», λέγει ο Ιεροεξεταστής στον Χριστό «κ’ εμείς τόσους αιώνες τώρα πασχίσαμε να τον κάνουμε θρησκεία ανθρώπινη, και τώρα που το πετύχαμε, ήρθες να χαλάσης τους κόπους τόσων αιώνων; Αλλά δεν θα το κατορθώσης. Αύριο θα διατάξω να σε κάψουν σαν αιρετικό».
Ναί, οι άνθρωποι θέλουν ένα Χριστό που να μιλά για τούτη τη ζωή και όχι για την άλλη, θέλουν ένα Χριστό που να προσφέρη τα αγαθά ετούτης της ζωής και όχι τα αγαθά της άλλης. Δεν θέλουν πλούτο που δεν πιάνεται και δεν ζυγίζεται, αλλά πλούτο χειροπιαστό. Δεν τον θέλουν αρχηγό του Μέλλοντος Αιώνος αλλά αρχηγό του νύν αιώνος.
Να γιατί δεν νοιάζονται για το τι θα γίνη η αλήθεια όταν ενωθούν όλες οι αλλοπρόσαλλες και δήθεν «Χριστιανικές» Εκκλησίες, ύστερα από χίλιες δυό υποχωρήσεις και χίλιους δυό συμβιβασμούς. Να γιατί δεν ενδιαφέρονται για το τι θα γίνη η εν Χριστώ ζωή ύστερα από την εισβολή στον κατακάθαρο χώρο της Ορθοδοξίας τόσων και τόσων θρησκευτικών βαρβάρων και πνευματικών παλίμπαιδων. Η αλήθεια δεν τους ενδιαφέρει, ο Χριστός δεν τους ενδιαφέρει, ούτε η εν Πνεύματι και Χάριτι ζωή. Τους ενδιαφέρει μόνον η επίγεια δύναμις που δίνει η ενότης και η κοσμοκρατορία κάτω από μια ενιαία κοσμοθεωρία.
Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να λέγωνται Χριστιανοί χωρίς να είναι. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πιστεύουν ότι είναι γνήσιοι Χριστιανοί, γιατί τον Χριστιανισμό τον αγνοούν και τον συγχέουν με φιλοσοφικές θεωρίες, με «κοσμοθεωρίες», όπως τους αρέσει να λένε. Στην πραγματικότητα είναι οπαδοί του αντιχρίστου, σαν τους Εβραίους της εποχής του Χριστού, σαν τους Εβραίους κάθε εποχής.
Οι Εβραίοι περίμεναν τον Μεσσία επί αιώνες, και όταν ήλθε, δεν τον δέχτηκαν, αλλά τον κρέμασαν επάνω στον σταυρό. Γιατί άρα γε; Γιατί ο Χριστός δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Γι’ αυτό και στό πρόσωπό του δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τον Μεσσία. Αυτοί περίμεναν έναν επίγειο βασιλιά, κατακτητή του κόσμου. Περίμεναν αυτόν που θα υπότασσε κάτω από τα πόδια του λαού του Ισραήλ τις φυλές όλου του κόσμου, που θα ανάγκαζε τους κοσμοκράτορες Ρωμαίους να πέσουν να τον προσκυνήσουν, που θα έδινε στους οπαδούς του δύναμι και δόξα.
Όταν είδαν αυτόν τον φτωχό και ταπεινό, τον πράο και ειρηνόχυτο, που δεν προσέφερε επίγεια αγαθά, αλλά μιλούσε για τα ουράνια, και όχι μόνον αυτό, αλλά που τους ζητούσε ακόμη να στερηθούν τα επίγεια και χειροπιαστά για να μπορέσουν ελεύθεροι να φθάσουν στα επουράνια και άπιαστα, κατάλαβαν ότι δεν ήταν γι’ αυτούς. Αυτός δεν ήταν ο Μεσσίας που περίμεναν, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αυτός που αρνήθηκε να κάνη τις πέτρες ψωμιά για να χορτάσουν όλοι, αυτός που αρνήθηκε να υποτάξη τα βασίλεια της γής, δεν ήταν κατάλληλος για αρχηγός τους. Γι’ αυτό τον σταύρωσαν και άρχισαν να περιμένουν κάποιον άλλον. Και τον περιμένουν ακόμη. Και μαζί με τους Εβραίους, περιμένουν τον Μεσσία των Εβραίων εκατομμύρια λαός, που οι περισσότεροι λέγονται Χριστιανοί. Και δεν έχουν ιδέα ότι περιμένουν τον ίδιο Μεσσία που περιμένουν και οι Εβραίοι. 

πηγή

Ο γογγυσμός.


a9Η αγωνία όλων μας είναι 
η Εκκλησία να μην υποταχθεί 
στο θεσμοποιημένο πρόγραμμα 
διακονίας των αναγκών της επιβίωσης, 
ούτε να νικηθεί από το αίσθημα 
ότι κάποιοι είναι πιο οικείοι, 
πιο άγιοι, πιο ξεχωριστοί 
από κάποιους άλλους.



π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Οι άνθρωποι ζητούμε από χώρους όπως η Εκκλησία την τελειότητα. Να ακολουθούν τα δικά μας θέλω, τα δικά μας πρότυπα, να μην υπάρχει ψεγάδι στον τρόπο που λειτουργούν. Κι αν μάλιστα βλέπουμε ότι κάτι δεν πάει καλά, κουνούμε περιφρονητικά το κεφάλι και λέμε ότι αν στον χώρο της υποτιθέμενης τελειότητος, καθώς η Εκκλησία για τους πολλούς είναι ο εκφραστής της τελειότητας του Θεού και επομένως και αυτή πρέπει να είναι τέλεια, υπάρχουν προβλήματα και δυσκολίες, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να ακολουθούν οι υπόλοιποι άνθρωποι έναν θεσμό που δεν μπορεί να μεταμορφώσει τους οικείους του.

Όμως η Εκκλησία δεν είναι χώρος τελείων, αλλά σώμα που αποτελείται από μέλη που θέλουν να αγιαστούνε. Ανθρώπους που έχουν τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, που αγωνίζονται, που πέφτουν, που σηκώνονται, που έχουν το εγώ τους και τον πειρασμό να τους ταλαιπωρεί. Κάποτε ηττώνται. Όμως δεν μένουν στην ήττα τους. Παλεύουν να βρούνε λύσεις σύμφωνα με τα κριτήρια της αγάπης. Δεν μένουν στο γογγυσμό, στην γκρίνια δηλαδή και την μεμψιμοιρία που ταλαιπωρεί πολλούς. Διότι ο γογγυσμός έχει να κάνει με την επιθυμία του ανθρώπου να διαμαρτύρεται διότι δε βρίσκει τα πράγματα όπως τα θέλει. Όποιος εμμένει στον γογγυσμό μάλιστα στην ουσία δείχνει ότι αναπαύεται στην μη επίλυση των προβλημάτων διότι δε θέλει να παλέψει γι’ αυτήν αλλά ούτε και είναι πρόθυμος να υπομείνει, να συγχωρήσει, να ανεχτεί. Η Εκκλησία όμως ζητά από τους ανθρώπους να πορεύονται με ειλικρίνεια, αλλά και διάθεση να συνυπάρξουν και όχι να τονίζουν τις διαφορές τους.

Η πρώτη εκκλησιαστική κοινότητα των Ιεροσολύμων, μολονότι είχε τα χαρακτηριστικά της αγάπης, της κοινοκτημοσύνης, του ενθουσιασμού για την πίστη, της απόλυτης ενότητας, γρήγορα άρχισε να αντιμετωπίζει τις πρώτες δυσκολίες. Τον γογγυσμό. Οι ελληνόφωνοι παραπονιούνταν για τους εβραιόφωνους, διότι οι τελευταίοι, που είχαν την ευθύνη για την διανομή των τροφίμων, αδικούσαν στην μοιρασιά τις χήρες που προέρχονταν από τις ελληνόφωνες οικογένειες. «Εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών» (Πράξ. 6,1). Το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου. Η τροφή. Ακόμη και το θαύμα της πίστης κινδυνεύει από την ανάγκη του ανθρώπου να φάει. Και όχι μόνο. Από την ανάγκη του ανθρώπου να βρει δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά στην τροφή. Η επιβίωση μπαίνει πιο πάνω από την αγάπη. Κάποτε και η απληστία. Στην περίπτωση των πρώτων χριστιανών μπαίνει ο εθνικισμός. Η διαφορετικότητα. Η αίσθηση ότι οι ελληνόφωνοι δεν είναι τόσο δικοί μας όσο οι εβραιόφωνοι. Και γίνονται διακρίσεις, οι οποίες απειλούν την ενότητα. Απειλούν και το έργο των αποστόλων, οι οποίοι πιέζονται να εγκαταλείψουν το έργο του Θεού και να διακονούν τις διανομές των τροφίμων. Αυτό που πηγάζει από την αγάπη και την ενότητα και είναι σημείο της, απειλεί να υποσκάψει και να διαλύσει την κοινότητα. Από σημείο γίνεται σημαία.

Γιατί όμως αυτή η παραθεώρηση;
Προφανώς και δεν φταίει η πίστη. Eίναι όμως δεδομένο ότι η πίστη στην πρώτη Εκκλησία δεν ήταν εκ φύσεως στους ανθρώπους, αλλά εξ επιλογής. Δεν είχαν μεγαλώσει μ’ αυτήν, αλλά την βρήκαν στην πορεία της ζωής τους. Ήταν διαμορφωμένες οι προσωπικότητες, οι ανάγκες τους, ο τρόπος τους. Η πίστη έρχεται να δώσει μία νέα αφετηρία στη ζωή τους. Έχοντας συναντήσει τον Χριστό καλούνται να ξαναχτίσουν τον εαυτό τους. Και δεν αρκεί ο ενθουσιασμός. Χρειάζεται πνευματική εργασία, για να φύγει ο παλαιός άνθρωπος. Διότι σημάδι του παλαιού ανθρώπου είναι τόσο η έγνοια για επιβίωση όσο και ο χωρισμός των ανθρώπων σε οικείους και ξένους. Σημάδι της πίστης είναι η κοινωνία με τον Χριστό ως Άρτο της Ζωής και η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, όπως επίσης και η ενότητα που καταργεί κάθε διαχωρισμό. Αν ο Χριστός είναι η προτεραιότητα, τότε η πίστη νικά και τον πειρασμό. Στην περίπτωση της πρώτης Εκκλησίας αυτό δεν κατέστη τελικά εφικτό και γι’ αυτό οι απόστολοι προχωρούν στην πρακτική επίλυση των προβλημάτων, δίδοντας στην Εκκλησία θεσμούς, όπως αυτός των επτά διακόνων, οι οποίοι θα μεριμνούν για την δικαιοσύνη στο ζήτημα της επιβίωσης και δια της αυθεντίας που προήλθε από την δημοκρατική εκλογή θα διασφαλίσουν την ενότητα.

Η κίνηση αυτή δείχνει τη συγκατάβαση της πίστης στην ανθρώπινη αδυναμία. Δεν προσποιούνται οι απόστολοι ότι δεν είναι σημαντικό το πρόβλημα, ούτε ζούνε σε έναν ιδανικό κόσμο. Ξέρουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να αγωνιστούν πολύ για να νικήσουν τον παλαιό εαυτό τους.   Γι’ αυτό και δείχνουν τι είναι σημαντικό και τι όχι, αλλά και λύνουν το πρόβλημα. Ο αγώνας όμως η πίστη να είναι πιο πάνω από την ανάγκη  δεν σταματά. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ήξερε ότι απευθύνεται στον άνθρωπο. Αυτόν που νικιέται από τους πειρασμούς. Αυτόν που έχει οριοθετήσει την ύπαρξή του με τέτοιον τρόπο ώστε να προηγείται ο εαυτός του και μετά να ακολουθεί η σχέση με τον Θεό. Και ο Χριστός δια της Εκκλησίας συγκαταβαίνει, αλλά και  δείχνει την αλήθεια.

Τι γίνεται με μας, οι οποίοι αποκτήσαμε την πίστη από την αρχή της ζωής μας και όχι από μεταστροφή; Πόσο έχουμε απελευθερωθεί από τον παλαιό εαυτό μας; Η απάντηση δεν είναι καθόλου ευχάριστη. Οι περισσότεροι από εμάς πάλι τις δικές μας ανάγκες και τη διαφορετικότητα, τα δικαιώματά μας τονίζουμε. Κι ενώ η πίστη μας δείχνει τον δρόμο της συνάντησης με τον Αναστημένο Χριστό, τον δρόμο της αγάπης και της αιωνιότητας, εμείς ασχολούμαστε πρωτίστως με την απολλυμένη βρώση και την εξουσία του εγώ μας και των όσων είναι με μας. Γι’ αυτό χρειάζεται να εμπιστευόμαστε την Εκκλησία, ακόμη κι ως θεσμό. Την Εκκλησία η οποία αγιάζεται και αγιάζει. Να μην χρησιμοποιούμε ως πρόφαση την απουσία τελειότητας των άλλων, αλλά με ταπείνωση να παραμένουμε ενταγμένοι σ’ Αυτήν και με εμπιστοσύνη στους θεσμούς της, αλλά και με υπομονή να βρίσκουμε την προτεραιότητά μας.

Η αγωνία όλων μας είναι η Εκκλησία να μην υποταχθεί στο θεσμοποιημένο πρόγραμμα διακονίας  των αναγκών της επιβίωσης, ούτε να νικηθεί από το αίσθημα ότι κάποιοι είναι πιο οικείοι, πιο άγιοι, πιο ξεχωριστοί από κάποιους άλλους. Από το πνεύμα   της υπεροχής, της εξουσίας, της διάσπασης, το οποίο προκαλεί γογγυσμό και παγιδεύει τους ανθρώπους. Η αγωνία και η προσευχή όλων είναι η Εκκλησία να συνεχίσει τον αποστολικό δρόμο. Ρεαλισμός, αγάπη και την ίδια στιγμή κατάδειξη της προτεραιότητας. Της μοναδικότητας της κοινωνίας με το πρόσωπο του Αναστημένου Χριστού στην πνευματική ζωή της πίστης, της υπέρβασης του παλαιού ανθρώπου και της υπομονής και της συγχωρητικότητας έναντι αυτών που δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Κατανόησης στον γογγυσμό τους, αλλά και ειλικρίνεια και απόφαση να μη χάσουμε τον δρόμο προς την Αλήθεια.  Για να μη νικά ο γογγυσμός, αλλά η διάθεση για ενότητα και ζωή με την όντως Ζωή.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...