Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016

Άγιος Βασίλειος ο Μακεδών ο αυτοκράτορας


Η μνήμη του Αγίου Βασιλείου δεν αναφέρεται στους Συναξαριστές παρά μόνο στο Βυζαντινό Εορτολόγιο του Γεδεών (σελ. 161).

Σαν κτήτορας και ανακαινιστής πολλών ναών και μονών, ο Βασίλειος (867 - 886 μ.Χ.) βρήκε θέση σε κάποια Μηνολόγια μεταξύ των Αγίων για την ευσέβεια του και για τον εμπλουτισμό της πρωτεύουσας με ιερά κτίσματα, προς δόξαν Θεού.

Tω αυτώ μηνί KΘ΄, η Aποτομή της τιμίας κεφαλής του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου.

Tω αυτώ μηνί KΘ΄, η Aποτομή της τιμίας κεφαλής του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου.
Tέμνει κεφαλήν χειρ μιαιφόνος ξίφει, Tου χείρα θέντος εις κεφαλήν Kυρίου.
Eικάδα αμφ’ ενάτην Προδρόμου τάμεν αυχένα χαλκός.
+ Oύτος ο μέγας Πρόδρομος του Kυρίου, εμαρτυρήθη υπό του Δεσπότου Xριστού, ότι είναι μεγαλίτερος από όλους τους εκ γυναικός γεννηθέντας ανθρώπους, και περισσότερος από τους Προφήτας. Oύτος είναι οπού εσκίρτησεν εκ κοιλίας μητρός του, και εκήρυξε τον Xριστόν εις τους ζωντανούς ανθρώπους οπού ευρίσκοντο εν τη γη, και εις τας ψυχάς των αποθανόντων, οπού ευρίσκοντο εν τω Άδη. Oύτος λοιπόν ήτον υιός Ζαχαρίου του Aρχιερέως και Eλισάβετ, γεννηθείς εξ επαγγελίας του Aρχαγγέλου Γαβριήλ. Aπεκεφαλίσθη δε σήμερον υπό του Hρώδου Aντίπα, επειδή και ήλεγχεν αυτόν διά την παράνομον μίξιν της Hρωδιάδος. Oύτος γαρ είναι ο μέγας Iωάννης εκείνος, οπού ήτον ενδεδυμένος την αγιότητα από αυτήν την κοιλίαν της μητρός του. Oύτος είναι οπού είχεν εις την ψυχήν του εγκάτοικον την παρθενίαν και καθαρότητα, και οπού ηγάπησεν εγκαρδίως την σωφροσύνην. Oύτος είναι οπού ήσκησε την νηστείαν και ατροφίαν, και εχώρισε τον εαυτόν του από κάθε συναναστροφήν ανθρώπων. Oύτος είναι οπού εκατοίκησεν εις την έρημον, και συναναστρέφετο με τα άγρια θηρία, και εσκεπάζετο από τας τρίχας της καμήλου, και έζωνε την μέσην του με ζώνην δερματίνην. Oύτος είναι, οπού είχε την τροφήν του ετοίμην και αυτοσχέδιον ωσάν τα πετεινά, και οπού ηξιώθη να υπερβή τους όρους της φύσεως, και να βαπτίση τον καθαρόν και αμόλυντον Xριστόν, τον πάσης επέκεινα φύσεως. Aυτός λέγω ο τοσούτος και τηλικούτος Άγιος, επειδή εμελέτα πάντοτε τον Nόμον του Θεού, διά τούτο και όλα του κόσμου τα πράγματα τα ενόμιζε δεύτερα και κατώτερα από την φύλαξιν του θεϊκού αυτού νόμου.

O Hρώδης λοιπόν τετράρχης ων της Iουδαίας, με το να ήτον πολλά ασελγής και ακόλαστος, επήρε γυναίκα Φιλίππου του αδελφού του, εις καιρόν οπού αυτός ο αδελφός του εζούσεν ακόμη, και εις καιρόν οπού εκείνος είχε θυγατέρα με την Hρωδιάδα. Tα οποία και τα δύω ήτον πράγματα εναντία του θείου Nόμου. Όθεν ο μέγας Πρόδρομος κινηθείς από ζήλον ένθεον, και αρματωθείς με τα άρματα της αληθείας, έλεγε προς τον ασελγή βασιλέα. Δεν είναι συγχωρημένον εις εσέ, να έχης την γυναίκα του αδελφού σου. Tούτον δε τον ελεγμόν μη υποφέρωντας ο Hρώδης, έδεσε τον χαριτώνυμον Iωάννην, και έβαλεν αυτόν εις φυλακήν1, παρακινούμενος εις ταύτα από την ακόλαστον μοιχαλίδα την Hρωδιάδα. Eις καιρόν δε οπού εωρτάζετο από τον Hρώδην και τους αυτού άρχοντας, η ημέρα κατά την οποίαν εγεννήθη, εσυγκροτήθη τράπεζα πλουσία, και συμπόσιον φιλήδονον, το οποίον εξεκύλισε τον Hρώδην εις μέθην και αφροσύνην. Tότε ήλθε και η θυγάτηρ της Hρωδιάδος, και εχόρευσεν έμπροσθεν του βασιλέως. Όθεν μισθός εδόθη εις αυτήν διά τον άσεμνόν της χορόν, ο φόνος, φευ! του μεγάλου Προφήτου. Παρευθύς λοιπόν εφέρθη εις το μέσον της τραπέζης επάνω εις τζανάκι, η Προδρομική κεφαλή του Δικαίου, στάζουσα ακόμη από τα αίματα, και σιωπηλώς ελέγχουσα τον Hρώδην, ήτις εδόθη εις την ακόλαστον και μοιχαλίδα γυναίκα. Eγίνοντο δε ταύτα εις την Σεβαστούπολιν, ήτις απέχει από την Iερουσαλήμ μιάς ημέρας διάστημα, όπου και ο μετά τον Hρώδην βασιλεύσας τετράρχης, έκτισε τα βασιλικά του παλάτια, και το ρηθέν προφητοκτόνον ετελέσθη συμπόσιον. Eκεί δε και το πάντιμον και άγιον Σώμα του μεγάλου Προδρόμου εκηδεύθη από τους ιδίους του μαθητάς, και εβάλθη εις τον τάφον ευλαβώς και εντίμως. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Προφητικόν του Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Φορακίου2. (Όρα εις τον Nέον Θησαυρόν, και εις την Σάλπιγγα.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημείωσαι, ότι κατά τον Iώσηπον, Aρχαιολογίας βιβλ. ιη΄, κεφ. ζ΄, ο τίμιος Πρόδρομος εφυλακώθη εις το φρούριον το καλούμενον Mαχαιρούς. Aγκαλά και άλλοι υπολαμβάνουσιν, ότι αλλαχού έγινεν η φυλάκωσις του Iωάννου. Eπειδή η εν τη Περαία Mαχαιρούς αύτη, τότε ήτον υποκειμένη εις τον Aρέταν βασιλέα της Aραβίας, όστις ήτον πενθερός του Hρώδου. Tούτου γαρ την θυγατέρα, νόμιμον έχων γυναίκα ο Hρώδης, απέβαλεν αυτήν, και επήρε την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού του. Mερικοί δε λέγουσιν, ότι κατά τας αρχάς του Iαννουαρίου μηνός παρεδόθη ο Iωάννης εις τον Hρώδην, εν τω τριακοστώ πρώτω έτει του Kυρίου.
Kαι τούτο δε προσημειούμεν ενταύθα, ότι κατά το τεσσαρακοστόν έτος από Xριστού, εξωρίσθη ο Hρώδης ούτος (όστις ήτον θείος του βασιλέως Aγρίππα του των Iουδαίων βασιλεύοντος) από τον αυτοκράτορα της Pώμης Kαλλιγούλαν, ομού με την μοιχαλίδα Hρωδιάδα, εις το Λούγδουνον της Γαλλίας, ήτοι εις το νυν λεγόμενον Λιόν, και από εκεί εις την Iσπανίαν. Eκεί δε όντες εξωρισμένοι, απωλέσθησαν και οι δύω, ως γράφει ο Iώσηπος, βιβλ. ιη΄ της Aρχαιολογίας, κεφ. ιη΄ και ιθ΄, και βιβλίω β΄, κεφ. ιϛ΄ περί αλώσεως, και ο Eυσέβιος, Eκκλησιαστική Iστορία, βιβλ. β΄, κεφ. δ΄.
O δε Γεώργιος Σύγγελος προσθέττει εν τη Xρονολογία, ότι και την θυγατέρα της Hρωδιάδος Σαλώμην καλουμένην, την χορεύσασαν άσεμνα, ταύτην λέγω κατέπιεν η γη ζωντανήν. Tον δε τρόπον με τον οποίον αύτη απώλετο, διηγείται Nικηφόρος ο Kάλλιστος, βιβλ. α΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας. Λέγει γαρ ούτος, ότι ταύτης διαβαινούσης από ένα ποταμόν παγωμένον, εσχίσθη ο πάγος υποκάτω εις τα ποδάριά της· και το μεν σώμα της κατεβυθίσθη, η δε κεφαλή της εκόπη από τον πάγον. Kαι καθώς αυτή έγινεν αιτία και απεκεφαλίσθη ο τίμιος Πρόδρομος, έτζι παρομοίως και η του Θεού δικαία κρίσις απεκεφάλισεν αυτήν. Aυτά τα ίδια διηγείται και ο Mεταφραστής. (Όρα εις την Eκατονταετηρίδα.)
2. Σημείωσαι πρώτον, ότι ο Iωήλ ιστορεί εις το Xρονικόν του, ότι Nικηφόρος ο Φωκάς έφερεν εις το Bυζάντιον μέρος τι του ιματίου του Bαπτιστού, όπερ εύρεν εν Bερροία της Συρίας, και βόστρυχον, ήτοι πλεξούδαν των τριχών αυτού πεπιλημένην αίματι, και προς τούτοις ολκόν του τιμίου σώματος και αίματος αυτού (σελ. 1152 της Δωδεκαβίβλου). Aγκαλά δε και το λείψανον του Bαπτιστού έκαυσεν εις την Σεβάστειαν Iουλιανός ο παραβάτης, εις πολλούς όμως τόπους φαίνονται των λειψάνων αυτού μέρη. Όθεν και ο Θεοφάνης ιστορεί, ότι επί Aρκαδίου έφερον τα λείψανα του Προδρόμου εις την Aλεξάνδρειαν, και ίσως εφύλαξαν ταύτα τινες Xριστιανοί. H σεβασμία όμως κάρα αυτού εφυλάχθη, και ευρέθη σώα, περί ης όρα εις την πρώτην εύρεσιν αυτής την εορταζομένην κατά την εικοστήν τετάρτην Φευρουαρίου.
Σημείωσαι δεύτερον, ότι Iωσήφ τις από της Γκιουρτζίας το γένος Παρατασφίλης, εν έτει ‚αχοε΄ [1675], ερχόμενος εις το Bυζάντιον, ίνα εκείθεν υπάγη εις Iερουσαλήμ, εμβήκεν εις καΐκιον λαζικόν, είχε δε εικόνα του Προδρόμου κεκοσμημένην ήτις ήτον εσκαμμένη όπισθεν, και είχεν εν αυτή τον λάρυγγα του Προδρόμου. Eπνίγη όμως εγγύς του Kυτώρου το καΐκιον μετά του Iωσήφ και των ανθρώπων και της εικόνος (σελ. 267 της Δωδεκαβίβλου).
Λόγους δε πανηγυρικούς έχουσιν εις την Aποτομήν, ο Xρυσόστομος, ου η αρχή· «Ώσπερ τις ανήρ φιλέρημος». Tου αυτού εις την αυτήν, ου η αρχή· «Πάλιν Hρωδιάς μαίνεται». Θεόδωρος Στουδίτης, ου η αρχή· «Φαεινή και θεοχαρής η ημέρα». Aνδρέας ο Kρήτης, ου η αρχή· «Πηδά και γήρας». Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Eι τίμιος ο θάνατος των Oσίων αυτού». (Σώζονται εν τη Iερά Λαύρα, εν τη Mονή του Bατοπαιδίου, εν τη των Iβήρων, και εν τη του Διονυσίου.) Eν δε τη Λαύρα και τη των Iβήρων σώζονται και άλλοι λόγοι εις την εορτήν ταύτην, πάντες το επαινετόν έχοντες· ων είς εστι και ο αρχόμενος ούτω· «Iωάννην το μέγα κλέος της οικουμένης», όστις διαλαμβάνει περί της συλλήψεως, γεννήσεως, και ανατροφής του Προδρόμου· περί ου προείπομεν και εις το Γενέσιον του Προδρόμου. Aλλά και Θεόδωρος ο καλούμενος πτωχός Πρόδρομος λόγον γλαφυρόν έχει εις την αυτήν εορτήν, ου η αρχή· «Kαλώς εφήρμοσεν η τάξις την του Προδρόμου τελείωσιν». (Σώζεται έν τινι Kελλίω Kουτλουμουσιανώ του Προδρόμου άνω των Kαρεών.)

Η κολασμένη πλανεύτρα της Καινής Διαθήκης, Σαλώμη

Η κολασμένη πλανεύτρα της Καινής Διαθήκης, Σαλώμη

Ο σαγηνευτικός χορός που κατέληξε στον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή


Τα ερωτικά σκάνδαλα απασχολούσαν ανέκαθεν την ανθρωπότητα και η ιστορία της Σαλώμης λειτουργεί ως τρανή απόδειξη του τι μπορεί να κάνει η γυναικεία σαγήνη σε έναν άντρα που υποκινείται από τα κατώτερα ένστικτά του.
Ήταν λοιπόν η σεξουαλική παρεκτροπή του βασιλιά Ηρώδη Αντύπα, ο οποίος χώρισε τη νόμιμη σύζυγό του για να νυμφευθεί τη γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, την Ηρωδιάδα, που μπήκε στο στόχαστρο του Ιωάννη του Προδρόμου, κάτι που θα του στοίχιζε όπως ξέρουμε τη ζωή.
Ποιος δεν έχει ακούσει για τη μοιχαλίδα και ραδιούργα Ηρωδιάδα και την πλανεύτρα κόρη της Σαλώμη, για τα πανέμορφα μάτια της οποίας και τα καπρίτσια της μάνας της φυσικά αποκεφάλισε ο Ηρώδη Αντύπας τον αυτόκλητο ελεγκτή της ανακτορικής φαυλότητας Ιωάννη Βαπτιστή;
Ήταν τόσο μαγευτικός ο χορός της Σαλώμης με τα επτά πέπλα μπροστά στον θείο της και τέτοιος ο πόθος εκείνου για την όμορφη θετή του κόρη που δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις επιθυμίες της, κι έτσι πήρε το κεφάλι του Ιωάννη για χάρη της Ηρωδιάδας, αν και δεν το ήθελε καθόλου.
Ο διοικητής της Γαλιλαίας παγιδεύτηκε από τα θέλγητρα του βιβλικού νυμφίδιου, τη θανάσιμα επικίνδυνη σαγήνη που ασκούσε η Σαλώμη στους άντρες, και σύρθηκε σε μια περιπέτεια που δεν θα είχε καλό τέλος για κανέναν τους.
Η Σαλώμη συνεχίζει ωστόσο να αποτελεί μυστήριο για τους ακαδημαϊκούς μελετητές. Κι αυτό γιατί μπορεί να είναι γνωστή σε όλους μας από τις σκοτεινές αναφορές της στην Καινή Διαθήκη, τόσο όμως ο Μάρκος όσο και ο Ματθαίος την υπαινίσσονται μεν στα ευαγγέλιά τους, δεν την κατονομάζουν ωστόσο. Είναι μόνο ο εβραίος ιστορικός της εποχής Φλάβιος Ιώσηπος που μνημονεύει το όνομά της στο σύγγραμμά του «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» και παρέχει λιγοστά στοιχεία για την οικογενειακή της καταγωγή, αν και αυτός δεν κάνει ποτέ λόγο για την εμπλοκή της στη ζωή του Ιωάννη του Προδρόμου.
Μυστηριώδης λοιπόν και απόκρυφη όσο πρέπει, η Σαλώμη παραμένει άλυτο ακαδημαϊκό μυστήριο, αν και μπόλιασε γόνιμα τις πλαστικές και παραστατικές τέχνες, αλλά και τη λογοτεχνία, στους αιώνες που θα έρχονταν…

Ποια ήταν η Σαλώμη
Όλες οι πληροφορίες για την οικογενειακή κατάσταση της Σαλώμης προέρχονται από το χρονογράφημα του Ιώσηπου «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (ολοκληρώθηκε περί τα 93-94 μ.Χ.) και παραμένουν αντικείμενο έρευνας από τους ιστορικούς. Αν αληθεύουν οι αναφορές, η Σαλώμη γεννιέται ως κόρη του Ηρώδη Φιλίππου Α’ (γνωστού και ως Ηρώδη Β’) και της Ηρωδιάδας, που ήταν κόρη του δολοφονημένου γιου του Ηρώδη του Μέγα, Αριστόβουλου. Η ρίζα του ονόματός της ήταν εβραϊκή και σήμαινε την «ευτυχισμένη», τη «μακάρια», «αυτή που έχει ειρήνη».
Η μοιχαλίδα Ηρωδιάδα πόθησε κάποια στιγμή (γύρω στο 27-28 μ.Χ.) τον ετεροθαλή αδελφό του Ηρώδη Φιλίππου, Ηρώδη Αντύπα, που ήταν ταυτοχρόνως και ετεροθαλής θείος της. Εκείνη χώρισε από τον σύζυγό της και εκείνος από τη δική του, τη Φασηιλίδα, κόρη του βασιλιά των Ναβαταίων Αρέτα Δ’, για να παντρευτούν, αν και η ένωση θεωρήθηκε ανίερη από την πρώτη στιγμή, καθώς παραβίαζε τον Μωσαϊκό Νόμο. Ο Ηρώδης Αντύπας ήταν γιος του βασιλιά της Ιουδαίας, Ηρώδη του Μέγα, και στα Ευαγγέλια αναφέρεται ως τετράρχης αλλά και ως βασιλεύς. Μετά τον θάνατο του πατέρα του είχε αναλάβει τις τετραρχίες της Γαλιλαίας και της Περαίας
Από τη γαμήλια αυτή ένωση θα ξεκινούσαν όλα τα προβλήματα του Ηρώδη Αντύπα: η κρίση στη σχέση του με τον πανίσχυρο Αρέτα Δ’ και η πρωτόγνωρη αποδοκιμασία του κόσμου, καθώς κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί τον παράνομο αυτό δεσμό ενώπιον θεών και ανθρώπων.
Αιχμή του δόρατος της γενικευμένης κατακραυγής δεν ήταν άλλος από τον Ιωάννη, όπως μας λέει ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του, ο οποίος θα έμενε γνωστός ως Βαπτιστής από το μυστήριο που ασκούσε στον Ιορδάνη ποταμό. Κι έτσι, πλάι στην επιφυλακτικότητα με την οποία αντιμετώπιζε ο Ηρώδης τον Ιωάννη, καθώς φοβόταν τον λαοφιλή προφήτη μήπως προκαλέσει με τα κηρύγματά του κοινωνική αναταραχή, τώρα ο Βαπτιστής είχε να τα βάλει και με το άσβεστο μίσος της Ηρωδιάδας. Κι αυτό γιατί ο Ιωάννης που δεν δίσταζε ποτέ να ελέγχει τον βασιλικό οίκο των ανήθικων τυραννίσκων, τώρα είχε τον ανίερο γάμο στο στόχαστρό του και δεν μασούσε τα λόγια του, εκτοξεύοντας φοβέρες στον Ηρώδη: «Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου» («ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου»), του έλεγε όπου τον έβρισκε.
Ας επιστρέψουμε όμως στη Σαλώμη. Μια περιγραφή της παρέχεται από την ξαδέλφη της και επίσης τερατωδώς ραδιούργα Βερενίκη, κόρη του βασιλιά της Συρίας, Ηρώδη Αγρίππα: «Η ξαδέρφη μου η Σαλώμη, έναν χρόνο μικρότερη από μένα, ήταν κόρη της Ηρωδιάδας και του εκθρονισμένου Φιλίππου. Συνηθίζαμε να περνάμε πολλά βράδια μαζί μετά το φαγητό, την πιο ζεστή ώρα της μέρας, συζητώντας γυμνές στο κρεβάτι, κάνοντας λάγνα σχέδια, χαλαρώνοντας ή απλώς ερευνώντας τα σώματά μας. Σε ηλικία μόλις δεκατριών χρόνων το σώμα της Σαλώμης είχε την τελειότητα μιας Νύμφης. Ήταν πολύ ψηλή, σχεδόν πλήρως σχηματισμένη, με στητό στήθος Χίμαιρας που δεν έμοιαζε να ανήκει σε έφηβη αλλά σε ολοκληρωμένη γυναίκα. Είχε μητρικούς γοφούς, μέση γαζέλας και πολύ μικρά αισθησιακά πέλματα, το πρότυπο του ερωτισμού. Το πρόσωπό της, ασχημάτιστο ακόμη, προσέδιδε σε εκείνο το σώμα μια άγουρη και εξωτική όψη. Το γαλακτερό και απαλό της δέρμα, αρωματισμένο με νάρδους, διάφανο σαν κεχριμπάρι, σε καλούσε σε έναν διακριτικό έρωτα»…
Σωστό νυμφίδιο λοιπόν η Σαλώμη, την ποθούσαν όλοι στη Γαλιλαία και ο θετός της πατέρας, ένας άνθρωπος ακόλαστος και έκλυτος, δεν αποτελούσε εξαίρεση. Εν τω μεταξύ, η μεγάλη γλώσσα του Ιωάννη και ο τρόπος με τον οποίο καταφερόταν κατά της ανίερης ένωσης Αντύπα και Ηρωδιάδας τον είχε φέρει ήδη πίσω από τα κάγκελα της φυλακής: ο Ηρώδης τον συνέλαβε και τον αιχμαλώτισε στο φρούριο του Μαχαιρούντα, στα ανατολικά του Ιορδάνη.
Τότε ήταν που η Ηρωδιάδα συνέλαβε το δόλιο σχέδιο για την εξόντωση του Βαπτιστή, ζητώντας από τη νεαρή της κόρη να ξετρελάνει τον Αντύπα χορεύοντάς του αισθησιακά. Είμαστε στα 32 μ.Χ., λίγο πριν από το εβραϊκό Πάσχα, όταν ο Ηρώδης Αντύπας παρέθεσε εορταστικό δείπνο στην Τιβεριάδα για τα γενέθλιά του. Η πριγκίπισσα Σαλώμη προσφέρθηκε να λικνίσει τα κάλλη της για τα μάτια του θετού της πατέρα και της υψηλόβαθμης ομήγυρης, αποσπώντας όμως πρώτα την υπόσχεση του τετράρχου της Γαλιλαίας ότι θα ικανοποιούσε την επιθυμία της.
Παγιδευμένος στα θέλγητρά της, ο Ηρώδης της υποσχέθηκε ό,τι του ζητούσε, ακόμα και το μισό του βασίλειο! Εκείνη όμως, δασκαλεμένη από τη ραδιούργα μητέρα της, ζήτησε αντιθέτως να της φέρουν «επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού». Ο τέτραρχος κατάλαβε την πλεκτάνη που είχαν εξυφάνει εναντίον του, αν και πλέον ήταν πολύ αργά. Όπως μας λένε οι Ματθαίος (14:1-12) και Μάρκος (6:14-29): «Λαβαίνοντας υπόψη τους όρκους του και εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι με αυτόν, διέταξε να της δοθεί· και έστειλε να αποκεφαλίσουν τον Ιωάννη στη φυλακή. Και έφεραν το κεφάλι του σε έναν δίσκο και το έδωσαν στο κορίτσι, και αυτή το έφερε στη μητέρα της». Ο Ιωάννης, όπως αναφέρει ο Ματθαίος (14:3-12), βαπτίστηκε στο αίμα του μαρτυρίου του…
Ας ακούσουμε πώς είδε η Βερενίκη, παρούσα στα γενέθλια του Ηρώδη, το τραγικό γεγονός: ‘‘Ένα βράδυ δειπνούσαμε αποκλειστικά τα μέλη της οικογένειας: η Ηρωδιάδα και ο Ηρώδης, ο Ηρώδης της Χαλκίδας και η γυναίκα του Ρεβέκκα, η Σαλώμη και εγώ. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο το δείπνο … Ήδη από το δεύτερο πιάτο ο Βαπτιστής δεν έπαψε να κάνει αισθητή την παρουσία του, φωνάζοντας απλοϊκές και ανόητες ηθικολογίες: «Ηρωδιάδα ζεις με κάποιον που δεν είναι σύζυγός σου!», «Βρωμερή πόρνη, θα καείς στην κόλαση!», «Ο Θεός βλέπει τα αμαρτήματά σου, σκληρέ Ηρώδη!», «Αμαρτωλή γυναίκα, έχεις ακόμη χρόνο να μετανοήσεις!». Στην πραγματικότητα οι αλήθειες αυτές ήταν γροθιά στο στομάχι, αλλά σε εκείνη την ξεδιάντροπη ομήγυρη ακούγονταν βαρετές και κουραστικές. Η καημένη η Ηρωδιάδα, κύρια αποδέκτρια των βελών του, ίδρωνε και ξεΐδρωνε. «Ζήτα μου ό,τι θες», της είπε ο Ηρώδης, «Δεν αντέχω άλλο», είπε στραβοκαταπίνοντας ένα κομμάτι αρνί, «Κάνε κάτι! Διέταξε να του βουλώσουν το στόμα!». «Με διασκεδάζει», απάντησε ο Ηρώδης, «Μέχρι τώρα δεν είπε κάτι που να μην το ξέρουμε». «Δεν τον αντέχω!», είπε η Ηρωδιάδα εξοργισμένη, με τα δύο υπέροχα στήθη της ορθωμένα από την οργή. «Αν δεν κάνεις κάτι, θα αποσυρθώ στα διαμερίσματά μου και δεν θα με ξαναδείς για τις επόμενες τέσσερις μέρες. Επιπλέον, το αρνί είναι απαράδεκτο». Οι υπόλοιποι, ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρά μας, παρακολουθούσαμε τη σκηνή με ευχαρίστηση και προσμονή. Ο Βαπτιστής επιδείνωνε τις προσβολές του. Τότε η Σαλώμη, με ένα νεύμα της μητέρας της, πλησίασε και της έτεινε το αφτί. Κανείς δεν μπόρεσε να ακούσει τι της ζήτησε η μητέρα. Η ξαδέρφη μου εξαφανίστηκε, επέστρεψε όμως έπειτα από λίγο ξυπόλυτη, φορώντας ένα ένδυμα που κάλυπτε τα μάτια της και έναν τούλινο χιτώνα, χωρίς τίποτε άλλο από κάτω. Ένα χρυσό βραχιόλι στον αστράγαλό της προσπαθούσε να καλύψει τη γύμνια της. Το φύλο της σκούραινε στο φως των δαυλών και στις θηλές της άστραφταν ταλαντευόμενες δύο ακουαμαρίνες. Η Ηρωδιάδα έκανε νεύμα στους μουσικούς και εκείνοι άρχισαν να παίζουν έναν χορό. Έπεσε σιωπή. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί να χορεύουν με τέτοια χάρη. Η Σαλώμη κουνιόταν σαν φίδι, επεδείκνυε σπάνια επιδεξιότητα στα τερτίπια της Τερψιχόρης, περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό της σαν ανεμοστρόβιλος, ανεμίζοντας τα τούλια που αποκάλυπταν προεξοχές και περιγράμματα. Αρκετές φορές πλησίασε πονηρά τον Ηρώδη και στάθηκε μπροστά του, λικνίζοντας τους γοφούς και τη λεκάνη της. Εκείνου του κόπηκε η ανάσα. «Ζήτησέ μου ό,τι θες και εγώ θα σου το δώσω», είπε ο τετράρχης. «Ό,τι θέλει;», ρώτησε η μητέρα της. «Ό,τι θέλει, εκτός από τον θρόνο μου». Η περιέργειά μου, όπως και όλων των άλλων, είχε φουντώσει. Την προηγούμενη μέρα είχα μιλήσει με τη Σαλώμη και ήξερα ότι λαχταρούσε ένα μεγάλο σμαράγδι, πράσινο σαν τα μάτια της, που είχε φτάσει πρόσφατα από τα ορυχεία του όρους Τζαμάλ Ζουμπάρα, δώρο ενός άραβα σεΐχη. Η ξαδέρφη μου πλησίασε τη μητέρα της και εκείνη της υπαγόρευσε στο αφτί το αίτημά της. Έπειτα η Σαλώμη με τεντωμένο σώμα και θεατρική φωνή αναφώνησε δείχνοντας με το δάχτυλό της τη φυλακή: «Θέλω το κεφάλι του Βαπτιστή!»’’.
Αυτός ήταν ο φαρμακερός χορός που καρατόμησε τον Ιωάννη. Η Βερενίκη συνεχίζει: «Νομίζω ότι ο θείος μου ο Ηρώδης της Χαλκίδας με ερωτεύτηκε εκείνη ακριβώς τη νύχτα. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έπειτα από ένα τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα θα ήταν δυνατόν να νιώσει κανείς κάτι άλλο πέρα από αποστροφή και αηδία. Όμως, έτσι έγινε. Εγώ αναγκάστηκα να συγκρατήσω τη ναυτία μου, αν και αργότερα, στο δωμάτιό μου, δεν σταμάτησα να κάνω εμετό. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Έχουν περάσει τριάντα εφτά χρόνια από τότε και ακόμη βλέπω στον ύπνο μου εκείνα τα γυάλινα μάτια να έχουν πεταχτεί από τις κόγχες τους, τα παλλόμενα μηνίγγια, τη γλώσσα να κρέμεται όπως στα αποκεφαλισμένα μοσχάρια, πηχτό μιαρό αίμα να αναβλύζει από τον λαιμό και χοντρούς θρόμβους μενεξελί αίματος να γεμίζουν τον ασημένιο δίσκο»…
Κατοπινά χρόνια
Σύμφωνα με τα συνοπτικά Ευαγγέλια, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέστη την οργή του Αντύπα γιατί κατάγγειλε τον δεύτερο γάμο του ως παράνομο. Ο Ιώσηπος (Αρχ. 18. 118) διηγείται ότι ο Αντύπας φοβήθηκε ότι το μεγάλο πλήθος που ακολουθούσε τον Ιωάννη θα στασίαζε. Ο πανίσχυρος βασιλιάς της Αραβίας, Αρέτας Δ’, δυσανασχέτησε όπως ήταν φυσικό για την προσβολή που υπέστη η κόρη του και άρπαξε την ευκαιρία να διεξάγει πόλεμο μερικά χρόνια αργότερα εναντίον του Αντύπα (36 μ.Χ.). Οι δυνάμεις του Αντύπα κατανικήθηκαν και πολλοί θεώρησαν την ήττα αυτή ως θεία τιμωρία για την εκτέλεση του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Αργότερα, όταν ο αδελφός της Ηρωδιάδας, Ηρώδης Αγρίππας, ονομάστηκε από τη Ρώμη βασιλιάς της Γαλιλαίας (39 μ.Χ), ο Ηρώδης Αντύπας εξαναγκάστηκε να πάει στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας για να ζητήσει τον λόγο. Ο τότε αυτοκράτορας Καλιγούλας διατύπωσε κατηγορητήριο εναντίον του Αντύπα, τον συνέλαβε και τον εξόρισε αρχικά στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λυών) της Νότιας Γαλατίας, όπου πήγε να τον συναντήσει και η Ηρωδιάδα. Αργότερα, τους έστειλε αμφότερους εξόριστους στην Ισπανία, όπου και πέθανε ο Ηρώδης. Η Ηρωδιάδα είχε τουλάχιστον τη λεπτότητα να ακολουθήσει το στεφάνι της στην εξορία.
Όσο για τη Σαλώμη, η Αγία Γραφή δεν αναφέρει τίποτα άλλο για τη μικρή πλανεύτρα της Ιουδαίας και η συνέχειά της διασώζεται μόνο στα συγγράμματα του Ιώσηπου, αν και αυτός δεν τη συσχετίζει όπως είπαμε με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη. Ο ιουδαίος ιστορικός μνημονεύει τον γάμο της με τον περιφερειακό διοικητή και θείο της Ηρώδη Φίλιππο (ετεροθαλή αδελφό του πατέρα της Ηρώδη Φιλίππου Α’ και επίσης γιου του Ηρώδη του Μεγάλου), κατόπιν τετράρχη της Ιτουραίας και της Τριχωνίδας, άλλον έναν ετεροθαλή αδελφό του Ηρώδη Αντύπα κοντολογίς, με τον οποίο δεν έκανε παιδιά.
Μετά τον θάνατο του Φιλίππου, σύμφωνα πάντα με την αφήγηση του Ιώσηπου, η Σαλώμη παντρεύτηκε το 54 μ.Χ. τον ξάδελφό της Αριστόβουλο (γιο του Ηρώδη της Χαλκίδας), βασιλιά της Μικράς Αρμενίας, στον οποίο χάρισε τρεις γιους. Τόσο ο Μάρκος όσο και ο Ματθαίος δεν αφιερώνουν γραμμή για το τι απέγινε η Σαλώμη.
Η ιστορία της Σαλώμης απαθανατίστηκε όμως στη θρησκευτική τέχνη ήδη από την πρωτοχριστιανική περίοδο, αν και ήταν στα χρόνια της Αναγέννησης που θα γνώριζε απαράμιλλη δόξα. Πολλοί αναγεννησιακοί ζωγράφοι αποκρυστάλλωσαν την καλλίγραμμη σιλουέτα της, μοτίβο που συνεχίστηκε μέχρι και τη ζωγραφική του 19ου αιώνα.
Η Σαλώμη λειτούργησε ως έμπνευση για το μονόπρακτο και ομώνυμο θεατρικό του Όσκαρ Ουάιλντ (1893), αλλά και για την ομώνυμη όπερα του Ρίχαρντ Στράους (1905). Η Σαλώμη ήταν πια ένα ερωτικό σύμβολο του κόσμου της τέχνης και πέρασε στα κατάστιχα της Ιστορίας από τον προκλητικό χορό της με τα εφτά πέπλα (αν και η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει πουθενά τέτοια πληροφορία)…

Εξαπτέρυγα του Φαναρίου ζητούν αφορισμό Ζήση, Τσελεγγίδη και λοιπών για το ταξείδι στη Γεωργία


1949791bbdda70fa531b1cf17a1f0503_M.jpg

Σε άρθρο που κυκλοφορεί σε φιλικά προσκείμενο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ιστολόγιο ζητείται -άκουσον άκουσον- ο αφορισμός τους!Μένει να δούμε την επίσημη αντίδραση του Φαναρίου και αν οι απόψεις αυτές και οι βαριές εκφράσεις και οι χαρακτηρισμοί από πλευράς συντάκτου απηχούν και την επίσημη θέση του Φαναρίου...Λύσσαξαν τα εξαπτέρυγα του Φαναρίου με το ταξείδι της αντιπροσωπείας που αποτελείτο από τον π. Θεόδωρο Ζήση, τον καθηγητή Τσελεγγίδη και άλλους ιερωμένους στην Εκκλησία της Γεωργίας όπου μεταξύ άλλων συζητήθηκαν και θέματα για την Σύνοδο της Κρήτης.
Διαβάστε το άρθρο:
ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΠΟΥ ΣΠΕΙΡΟΥΝ ΖΙΖΑΝΙΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ
 ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ιστολόγιο fanarion.blogspot.gr
Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Μία ομάδα ιερέων της Εκκλησίας της Ελλάδος και ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, μετέβησαν προ ημερών στην Γεωργία, με σκοπό να επηρεάσουν την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Γεωργίας εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας, με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη Εκκλησία δεν συμμετείχε στην Σύνοδο.
Η ομάδα – παρασυναγωγή από την Ελλάδα, απαρτιζόταν από τον κληρικό και ομότιμο καθηγητή Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Θεόδωρο Ζήση, τον καθηγητή Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τον εφημέριο της ενορίας αγίου Νικολάου της Μητροπόλεως Πατρών Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, τον εφημέριο της ενορίας Προφήτου Ηλιού, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης, Μητροπόλεως Ιερισσού και Αγίου Όρους Πέτρο Χίρς, τον εφημέριο της ενορίας Παναγίας Οδηγήτριας, Λόφου Βώκου, Μητροπόλεως Πειραιώς Ματθαίο Βουλκανέσκου και τον μοναχό Σεραφείμ Ζήση.
Η συγκεκριμένη ομάδα έχει προβεί και εξακολουθεί να προβαίνει σε αλλεπάλληλες ανάλογες, σφοδρές ενέργειες εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, εντός και εκτός Ελλάδος.
Με δεδομένο το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ομάδα δρα αντιεκκλησιολογικά και όλως αντιεκκλησιαστικά «επί σκανδαλισμώ των πιστών, επί προτροπή αυτών εις απείθειαν, επί καταφρονήσει της Κανονικής Εκκλησίας και της εν αυτή παραδεδομένης τάξεως» και με βάση το άρθρο 22 του εγκριθέντος από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» στο οποίο ρητά δηλώνεται ότι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)», στους ανωτέρω κληρικούς πρέπει να επιβληθεί πάραυτα η ποινή της καθαιρέσεως και στον λαϊκό θεολόγο το επιτίμιο του αφορισμού.

katanixis

ΣΧΟΛΙΟ: Μεγάλη χάρι μάς κάνει σήμερα η Θεοτόκος. Μάς δίνει τήν ευκαιρία νά ρίξουμε μιά αστραπιαία ματιά στήν σύγχρονη εικόνα τής εκκλησίας, δι' εσόπτρου  εν αινίγματι. Δύο αντίπαλα στρατόπεδα μάχονται σήμερα γιά τήν διεκδίκηση τής εκκλησίας. ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙ-ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ. Καθιστώντας τό Φανάρι τό σύγχρονο είδωλο, ανταποκρινόμενοι στό σύγχρονο πνεύμα τής προσωπολατρείας. Ανακηρύσσοντας τόν Βαρθολομαίο καί οι δύο παρατάξεις, τό κλειδί τής συγχρόνου αιρέσεως. Προσπαθώντας απελπισμένα νά προστατεύσουν από τήν κατάρα τού αιρετικού τόν Ζηζιούλα, τόν μεγάλο έρωτα τής νιότης τους. Τόν Ζηζιούλα, τόν σύγχρονο θεό τής θεοσοφίας πού πήρε μέ κόπο τήν θέση τού Τρεμπέλα, μέ τίς πλάτες τού Γιανναρά. Αποτειχισμένοι, παλαιοημερολογίτες, οικουμενιστές καί αντιοικουμενιστές  πολιορκούν μέ πάθος τό είδωλο, μέ τήν βοήθεια διαφόρων παραβάσεων νομοκανονικού δικαίου, αφήνοντας αδιάφορο τόν πιστό λαό ο οποίος δέν μπορεί νά συλλάβει τό νόημα αυτού τού συγχρόνου εκκλησιαστικού "Game of Thrones". Σάν αουτσάιντερ, ο Ιερόθεος Βλάχος, έπαιξε από άγνοια τό χαρτί τής οντολογίας τού προσώπου καί έχασε. Παραδίδοντας στόν αντίπαλο τό Πατερικό Πνεύμα τό οποίο μιλά γιά Θεολογία τού Προσώπου. ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ σημαίνει τήν ολοκληρωτική αφομοίωση τού ακτίστου στό κτιστό καί τήν μετάλλαξη τού ενσαρκωμένου Ιησού Χριστού σέ Idea Christi. Τήν οριστική εγκατάλειψη τής θεολογίας "καρπού προσευχής" υπέρ τής στοχαστικής θεολογίας. Αποτέλεσμα όλου αυτού τού ξοδέματος εναντίον τού Βαρθολομαίου είναι νά παραμένει αλώβητη η ρίζα τής αιρέσεως, η οποία αντιπροσωπεύεται από τήν Ρωσική θεολογία τής διασποράς καί τήν σύνθεσή της πού πραγματοποίησε ο Ζηζιούλας, όπως η ρίζα τού προπατορικού παραμένει ανέπαφη από τόν τρόπο μέ τόν οποίο χειρίζεται τήν αμαρτία ο κληρικαλισμός, ενώ τό ξερίζωμά της υπήρξε μέχρι σήμερα ο σκοπός τής οδού τών Αγίων μας, η οποία δαιμονικώς εγκατελείφθη.

Αμέθυστος 

Κυριακή, Αυγούστου 28, 2016

Λόγος εις την αποτομήν της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.

Προ της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ήτο ηγεμών της Ιουδαίας αλλόφυλος τις, Αντίπατρος ονόματι, αλλόφυλοι δε ελέγοντο όσοι δεν ήσαν εκ της θρησκείας των Εβραίων. Ούτος λαβών γυναίκα την θυγατέρα του βασιλέως της Αραβίας, Κύπρον λεγομένην, εγέννησεν εξ αυτής τέσσαρας υιούς, Φάσαιλον, Ηρώδην, Ιώσηπον και Φερώραν· και ο μεν Φάσαιλος εγένετο ηγεμών των Ιεροσολύμων, και ολίγον καιρόν ηγεμονεύσας εφονεύθη υπό των Πάρθων. Ο δε Ιώσηπος ετελευτησεν ιδιώτης. Ομοίως δε και ο Φερώρας, φθονηθείς υπό του αδελφού αυτού Ηρώδου, απέθανε φαρμάκω. Ο δε Ηρώδης ούτος, τέταρτος υιός του Αντιπάτρου, πρώτον μεν εγένετο ηγεμών της Γαλιλαίας· μετά δε τον θάνατον του αδελφού του Φασαίλου, επήγε και προσεκύνησε τον Καίσαρα της Ρώμης Αύγουστον, και παρέλαβε την ηγεμονίαν της Ιουδαίας. Επί του Ηρώδου τούτου εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εκ της Παρθένου Μαρίας, διότι έπρεπε να πληρωθή η προφητεία του πατριάρχου Ιακώβ η λέγουσα: «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έωςΑΝέλθη ω απόκειται». Ελθόντος δε του Χριστού αυτοδικαίως έλειψαν τότε εις τον καιρόν της γεννήσεώς Του οι βασιλείς των Ιουδαίων και εβασίλευσεν εις αυτούς ο αλλόφυλος Ηρώδης. Ούτος, καθό εθνικός, δεν ήτο ευπρόσδεκτος εις τους Εβραίους· δια τούτο πολλούς εξ αυτών εφόνευσε, κατέκαυσε δε και τας αναγραφάς των φυλών και των γενεών, όπου ήσαν συνηθροισμέναι από τον καιρόν του Έσδρα, ίνα μη γνωρίζη κανείς των Ιουδαίων από ποίαν φυλήν ή γενεάν κατήγετο. Όχι δε μόνον τούτο εποίησεν, αλλά και την ιερατικήν στολήν έβαλεν εις το θησαυροφυλάκιόν του, ίνα όστις θελήση να γίνη Αρχιερεύς να του δίδη πρώτον αργύρια, και ούτω να λαμβάνη ταύτην εξ αυτού. Ούτος εφόνευσε και τας δέκα τέσσαρας χιλιάδας βρέφη δια να φονεύση μεταξύ αυτών και τον Χριστόν.
Ηγεμονεύσας ο Ηρώδης επί 37 συναπτά έτη απέθανεν υπό μεγάλης και χαλεπούς ασθενείας. Αφήκε δε διαθήκην, ίνα οι τέσσαρες υιοί του μοιρασθώσιν εξ ίσου την βασιλείαν του, δια τούτο ωνομάζοντο τετράρχαι, ότι εκάτερος εκ των τεσσάρων είχε το τέταρτον μέρος της αρχής και εξουσίας του πατρός του. Και πρώτος ήτο ο Αρχέλαος, ο οποίος εξουσιάσας την Ιουδαίαν επί εννέα έτη απέθανεν άτεκνος. Δεύτερος ήτο ο Φίλιππος, όστις ήρχε της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας. Τρίτος ήτο ο Λυσανίας, ο οποίος εξουσίαζε την Αβιληνήν. Τέταρτος δε ήτο ο Αντύπας, ο οποίος εις μεν την ηλικίαν ήτο δεύτερος των άλλων αδελφών, ομοιάζων δε τον μιαρόν και φονέα πατέρα του εις την γνώμην, ωνομάζετο και αυτός Ηρώδης και ετετράρχει της Γαλιλαίας. Ο μιαρώτατος ούτος τετράρχης, κεκυριευμένος ων όλος υπό της αισχράς επιθυμίας, εξεδίωξε την γυναίκα του την νόμιμον, η οποία ήτο θυγάτηρ του Αρέτα, βασιλέως της Αραβίας, περί ου γράφει και ο Απόστολος Παύλος, ότι έλαβεν εις γυναίκα την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού αυτού Φιλίππου, τούτου έτι ζώντος, η οποία είχε με τον Φίλιππον μίαν θυγατέρα, λεγομένην Σαλώμην. Τούτον τον Ηρώδην ήλεγχε καθ΄ εκάστην ημέραν ο τίμιος Πρόδρομος ως παράνομον και ασεβή κατά δύο τρόπους. Πρώτον μεν, διότι εξεδίωξε την γυναίκα αυτού την νόμιμον και επήρε την Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου· δεύτερον δε ότι ο μωσαϊκός νόμος προστάσσει να λαμβάνη ο αδελφός την γυναίκα του αδελφού του, εάν ούτος αποθάνη και δεν αφήση παιδίον· εκείνη όμως είχε θυγατέρα εκ του Φιλίππου την Σαλώμην· αλλ΄ εκείνος, μη υπομένων τους ελέγχους και την κατηγορίαν του Προδρόμου, πρώτον μεν έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, μετά δε ταύτα αποστείλας στρατιώτας απεκεφάλισεν αυτόν. Αλλ΄ επειδή έως ώδε εφέραμεν την διήγησίν μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, πρέπει να φέρωμεν εις το μέσον τον θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, ίνα ακούσωμεν παρ΄ αυτού πλέον βεβαιότερον, ποία ήτο η αιτία της αποτομής της τιμίας κεφαλής του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. «Τω καιρώ εκείνω ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης την ακοήν του Ιησού (φανερόν γαρ εγένετο το όνομα Αυτού), και έλεγεν, ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη, και δια τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ. Άλλοι έλεγον· ότι Ηλίας εστίν· άλλοι δε έλεγον ότι Προφήτης εστιν, ή ως εις των Προφητών. Ακούσας δε ο Ηρώδης είπεν, ότι, ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτος εστιν· αυτός ηγέρθη εκ νεκρών». Ήτοι άλλοι έλεγον ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι, άλλοι έλεγον ότι Προφήτης είναι, ή ως ένας από τους παλαιούς Προφήτας. Ο δε Ηρώδης έλεγεν, ότι εκείνος ο Ιωάννης, τον οποίον απεκεφάλισα εγώ, είναι ο Χριστός και ανέστη εκ νεκρών. Επί της περικοπής ταύτης του Ιερού Ευαγγελίου έχομεν τας εξής πέντε απορίας. Πρώτην, εις ποίον καιρόν λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομα του Χριστού. Δευτέραν, διατί ονομάζει ο Ευαγγελιστής τον Ηρώδην βασιλέα, ενώ ήτο τετράρχης, καθώς ανωτέρω απεδείξαμεν. Τρίτην, πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι λεγόμενοι, τους οποίους αναφέρει η θεία Γραφή της Νέας Διαθήκης. Καλόν είναι να το μάθωμεν και αυτό, διότι εις μεν το δεύτερον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου ακούομεν ότι ο Ηρώδης ο βασιλεύς της Ιουδαίας εφόνευσε τα βρέφη της Βηθλεέμ, από δύο ετών και κατωτέρω, κατά τον καιρόν καθ΄ ον εγεννήθη ο Χριστός εκ της Παρθένου· πάλιν δε σήμερον ακούομεν, ότι ο Ηρώδης εφόνευσε τον Πρόδρομον, ενώ παρήλθον από Χριστού Γεννήσεως έτη τριάκοντα. Ομοίως δε και εις το κγ΄(23) Κεφάλαιον του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου ακούομεν ότι εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού ο Πιλάτος έστειλε τον Χριστόν εις τον βασιλέα της Γαλιλαίας Ηρώδην. Επίσης εις το ιβ΄ (12) Κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων ακούομεν, ότι ο βασιλεύς Ηρώδης εφόνευσε τον Απόστολον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Θεολόγου Ιωάννου, και ηβουλήθη να φονεύση και τον Απόστολον Πέτρον, αλλ΄ Άγγελος Κυρίου ηλευθέρωσεν αυτόν εκ της φυλακής. Ίνα μη σφάλωμεν λοιπόν νομίζοντες ότι εις και ο αυτός είναι ο Ηρώδης, δια τούτο πρέπει να μάθωμεν πόσοι Ηρώδαι είναι. Τετάρτην απορίαν έχομεν, διατί ο Ηρώδης ενόμιζεν, ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης ανέστη εκ των νεκρών. Πέμπτην δε, διατί ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των Προφητών. Αυτάς τας πέντε απορίας έχομεν. και δια την πρώτην απορίαν λέγομεν, ότι, ως φαίνεται, μετάκαιρόν πολύν, αφ΄ ότου ήρχισεν ο Ιησούς να διδάσκη και να θαυματουργή, ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομά του. και όχι μόνον παρήλθε καιρός έως τότε, αλλά και αφ΄ ότου απεκεφαλίσθη ο Τίμιος Πρόδρομος ημέραι πολλαί παρήλθον έως ότου έμαθεν ο Ηρώδης τα περί Χριστού. Διότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, πριν να έλθη εις την διήγησιν ταύτην, προλαβών έγραψεν ότι ο Ιωάννης, ακούσας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χριστού, έπεμψε δύο μαθητάς αυτού προς Αυτόν, ο δε Χριστός μετά ταύτα είπε μαρτυρίας αγαθάς περί του Ιωάννου, ιάτρευσε τον έχοντα την χείρα εξηραμμένην, εθεράπευσε τον δαιμονιζόμενον τυφλόν και κωφόν, ωνείδισε τους Φαρισαίους, και καθίσας περί τον αιγιαλόν εδίδασκε τους όχλους εν παραβολαίς· μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εις την πατρίδα του την Ναζαρέτ. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει, ότι η αμαρτωλός γυνή ήλειψε τον Χριστόν με το μύρον εις τον οίκον του Φαρισαίου Σίμωνος, ότι ο Χριστός ιάτρευσε τον δαιμονιζόμενον εις την χώραν των Γαδαρηνών, ανέστησε την θυγατέρα του Αρχισυναγώγου Ιαείρου και ότι απέστειλε τους δώδεκα Μαθητάς να διδάσκωσι και να θεραπεύωσι τους ασθενείς. Δια ταύτα και άλλα περισσότερα, άπερ λέγουσιν οι θείοι Ευαγγελισταί, απαιτούνται ημέραι πολλαί εις τελείωσιν· όθεν συμπεραίνομεν, ότι περίπου εξ μήνες παρήλθον, αφ΄ ότου εφόνευσε τον Ιωάννην ο Ηρώδης, έως ου ήκουσε τα περί του Χριστού. Ίδετε δε και την υπερηφανίαν του Ηρώδου άπασαι αι πόλεις της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, και οι άνθρωποι οι εγγύς και οι μακρόθεν, πάντες εγίνωσκον τα παρί Χριστού, βλέποντες τα θαύματά Του και ακούοντες την διδασκαλίαν Του και ο Ηρώδης, όστις ήτο αρχηγός εις αυτούς τους τόπους, μόλις και μετά βίας μετά τοσούτον καιρόν ήκουσε το όνομά Του. Τοιαύτην συνήθειαν έχουσιν οι άρχοντες οι υπερήφανοι και αδικηταί βραδύνουν να μάθουν τα καλά, τα οποία γίνονται εις την επαρχίαν των, πολύ δε περισσότερον, όταν έχουν και υπηρέτας κακούς. Εάν όμως γίνη καμμία παραμικρά σύγχυσις, παρευθύς ούτοι την φέρουν εις τας ακοάς του κυρίου των· εάν δε τύχη να ζη άνθρωπος ενάρετος ή αγαθός και άξιος τιμής, ή τον διαβάλλουσιν ως κακόν προς τον εξουσιαστήν των, ή ουδέ ενθύμησιν του δίδουν περί εκείνου· τοιούτοι ήσαν και οι αυλοκόλακες του Ηρώδου· δεν του ανέφερον επί τοσούτον καιρόν τα περί του Χριστού, και δια τούτο ουδέ αυτός ηδυνήθη τότε συντόμως να ακούση το όνομα του Χριστού. Αύτη είναι η λύσις της πρώτης απορίας. Δια την δευτέραν απορίαν λέγομεν, ότι αδιαφόρως γράφει τούτο ο Ευαγγελιστής, και δεν λεπτολογεί περί τας λέξεις, διότι ήξευρεν ο Ευαγγελιστής, ότι βασιλεύς λέγεται εκείνος, ο οποίος δεν έχει συνάρχοντα εις την βασιλείαν του· ο δε Ηρώδης ελέγετο τετράρχης, διότι είχε το τέταρτον μέρος της βασιλείας του πατρός του. Ότι δε αληθώς τετράρχης ήτο ο Ηρώδης και ουχί βασιλεύς, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το ιδ΄ κεφάλαιον και ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το θ΄ βεβαιώνουσι τούτο. Αρκούσι τοσαύτα και δια την δευτέραν απορίαν. Ερχόμεθα ήδη εις την λύσιν της τρίτης απορίας, ήτις είναι: πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι ονομαζόμενοι, οι οποίοι αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν; Και λέγομεν, ότι τρεις είναι: πρώτος ο υιός του αλλοφύλου Αντιπάτρου, όστις ήτο εις τον καιρόν της Γεννήσεως του Χριστού, και εφόνευσε τας δεκατέσσαρας χιλιάδας βρέφη, εξ ου ωνομάζετο βρεφοκτόνος. Δεύτερος, ο υιός τούτου, ο οποίος ελέγετο Αντύπας, περί ου αναφέρει και σήμερον ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι εφόνευσε τον Πρόδρομον. Τρίτος ο υιός του Αριστοβούλου, όστις ωνομάζετο Αγρίππας, ο οποίος παρέλαβε την ηγεμονίαν της Γαλιλαίας τότε νεωστί, εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού μας, και μετά ταύτα εφόνευσε και τον Ιάκωβον, τον υιόν του Ζεβεδαίου. Ότι δε τρεις είναι Ηρώδαι και ότι άλλος Ηρώδης ήτο εκείνος, όστις εφόνευσε τα βρέφη, και άλλος εκείνος όστις ήτο εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού, το γράφει ο Ευσέβιος Παμφίλου εν τω β΄ λόγω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και ο Φλάβιος Ιώσηπος εν τω ιη΄ λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας. Ταύτα περί της τρίτης απορίας. Προς δε την τετάρτην απορίαν, ότι διατί ο Ηρώδης ενόμιζεν ότι ανέστη εκ των νεκρών ο Πρόδρομος, λέγομεν, ότι ο Ηρώδης, ακούων τα θαύματα άτινα εποίει ο Χριστός, εσκέπτετο, ότι τα τοιαύτα θαύματα άλλος δεν θα ηδύνατο να κάμη, ειμή μόνον ο Πρόδρομος Ιωάννης, ως άγιος και δίκαιος και ασκητής, όστις επειδή αδίκως εφονεύθη ανέστη εκ νεκρών και απέκτησε την ενέργειαν των θαυμάτων. Ίδετε την αγνωσίαν του Ηρώδου· όταν τον είχε ζώντα, δεν τον ήθελε και τώρα νεκρόν τον φοβείται και ζητεί να τον ίδη, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το θ΄ κεφάλαιον: «Και εζήτει ιδείν αυτόν». Δια τούτο λέγει και τις σοφός των Ελλήνων, ότι οι άνθρωποι οι κακοί εις την γνώμην, όταν έχωσι τα αγαθά εις τας χείρας των δεν τα γνωρίζουσιν, όταν όμως τους τα αφαιρέση τις, τότε τα ενθυμούνται. Έχομεν εν συντόμω και την λύσιν της τετάρτης απορίας. Δια δε την πέμπτην, διατί τάχα ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των Προφητών, λέγομεν, ότι ως Ηλίαν μεν ενόμιζον τον Χριστόν, διότι έβλεπον, ότι όσα εποίησεν ο Ηλίας εις τους τότε καιρούς, τα κάμνει καο ο Χριστός. Ενήστευσεν εκείνος τεσσαράκοντα ημέρας, ενήστευσε και ο Χριστός τοσαύτας ημέρας· ανέστησεν εκείνος νεκρόν, τον υιόν της χήρας, ανέστησε και ο Χριστός εις την Ναϊν την πόλιν τον υιόν της χήρας, και μετά ταύτα την θυγατέρα του αρχισυναγώγου· επέρασεν εκείνος αβρόχοις ποσί τον Ιορδάνην ποταμόν, περιεπάτησε και ο Χριστός επάνω της θαλάσσης· προσηύξατο εκείνος και κατέβη βροχή εκ του ουρανού, επετίμησε και ο Χριστός τους ανέμους και την θάλασσαν, και επαύσαντο της ταραχής· ηυλόγησεν εκείνος της Σαραφθίας το καδδίον και δεν έλειψε το άλευρον, ηυλόγησε και ο Χριστός τους πέντε άρτους και εχορτάσθησαν πέντε χιλιάδες λαός· ήλεγχεν εκείνος τους ιερείς των ειδώλων και τον βασιλέα Αχαάβ, ήλεγχε και ο Χριστός τους Φαρισαίους και Γραμματείς λέγων: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη». Ακούσατε δε και άλλην αιτίαν δια την οποίαν έλεγον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Ηλίας· είναι δε αύτη ότι ο Προφήτης Μαλαχίας λέγει εις το δ΄ κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού: «ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεσβίτην». Επειδή δε ο Προφήτης Μαλαχίας, υστερώτερος ων του Προφήτου Ηλία, είπε, ότι μέλλει να έλθη πάλιν ο Προφήτης Ηλίας, δια τούτο οι άνθρωποι ανέμενον τον Ηλίαν. Δια ταύτας τας δύο αιτίας ενόμιζον οι άνθρωποι δια τον Χριστόν, ότι είναι ο Προφήτης Ηλίας. Προφήτην δε τον ενόμιζον, ή ως ένα των Προφητών, διότι ως οι Προφήται οι περισσότεροι δεν ήξευραν γράμματα, μόνον εκ Πνεύματος Αγίου ελάλουν, ομοίως και ο Χριστός, μη γνωρίζων γράμματα, εδίδασκε τους Εβραίους εν παραβολαίς· δια τούτο και άλλοτε θαυμάζοντες έλεγον: «Πως ούτος οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς;» Αλλ΄ επειδή ελύσαμεν τας πέντε απορίας, ας έλθωμεν και εις την άλλην ρήσιν του Ευαγγελιστού Μάρκου. «Αυτός γαρ ο Ηρώδης αποστείλας εκράτησε τον Ιωάννην και έδησεν αυτόν εν τη φυλακή δια Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού, ότι αυτήν εγάμησεν· έλεγε γαρ ο Ιωάννης τω Ηρώδη, ότι ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου. Η δε Ηρωδιάς ενείχεν αυτώ και ήθελεν αυτόν αποκτείναι, και ουκ ηδύνατο· ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον, και συνετήρει αυτόν· και ακούσας αυτού πολλά εποίει, και ηδέως αυτού ήκουεν». Έχομεν και ώδε εξ ζητήματα· πρώτον μεν, πως έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα του αδελφού του· δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, συζευχθείς την γυναίκα του αδελφού του· τρίτον, άραγε ο Ηρώδης ούτος Εβραίος ήτο κατά την θρησκείαν ή αλλόφυλος; Διότι τινές τον λέγουσιν αλλόφυλον. Τέταρτον, τίνος ένεκεν τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα· πέμπτον, πόθεν εγίνωσκεν ο Ηρώδης τον Ιωάννην, ως λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι ήτο άνθρωπος άγιος και δίκαιος· έκτον, αφ΄ ου τον ήξευρεν άγιον και δίκαιον και μετά πάσης προθυμίας ήκουε τους λόγους του, διατί τον εφόνευσε. Και δια μεν το πρώτον ζήτημα λέγομεν ιστορίαν τινά, δανεισθέντες παρά του Φλαβίου Ιωσήπου, όστις ήτο άνθρωπος σοφός, Εβραίος την θρησκείαν, τεσσαράκοντα έτη μετά από την σταύρωσιν του Χριστού, επί της βασιλείας του Καίσαρος Ουεσπασιανού· έγραψε δε εις πολλά βιβλία Ελληνιστί τας από κτίσεως κόσμου Ιστορίας, μέχρι και της τελευταίας αλώσεως των Ιεροσολύμων· ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάλιστα ονομάζει τον Φλάβιον φιλαλήθη και αψευδή ιστοριογράφον. Κατά το ζ΄ (7) όθεν κεφάλαιον του ιη΄ (18) λόγου της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας του Φλαβίου, ο Ηρώδης ούτος, ο και Αντύπας λεγόμενος, ακόμη όταν έζη ο πατήρ του, ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε λάβει εις γυναίκα την θυγατέρα του Αρέτα του βασιλέως της Πετραίας Αραβίας, διότι είναι και άλλη, Ευδαίμων Αραβία ονόματι. Εφ΄ όσον λοιπόν έζη ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε και ούτος ο Αντύπας Ηρώδης την γυναίκα του και συνεβίουν εν συμπνοία· μετά τον θάνατον όμως του πατρός του, ακούσατε εις ποίον κρημνόν τον ωδήγησε η μυσαρά αγάπη. Ο πατήρ του, όταν απέθνησκεν, είχεν αφήσει διαθήκην ότι ο μεγαλύτερος υιός του Αρχέλαος να λάβη μετά του θρόνου την Ιουδαίαν και την Σαμάρειαν, οι δε άλλοι τρεις, ήτοι ούτος ο Αντύπας, ο Φίλιππος και ο Λυσανίας να λάβωσι τας έξω επαρχίας, την Γαλιλαίαν, την Ιτουραίαν και την Αβιληνήν. Ώρισε δε τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριον εκτελεστήν και κηδεμόνα της διαθήκης του. Ο Ηρώδης όμως ούτος, εναντιούμενος προς τον αδελφόν του τον Αρχέλαον περί του θρόνου, και θέλων να γίνη αυτός εξουσιαστής της Ιουδαίας, επειδή είχε τα Ιεροσόλυμα και τον ναόν των Εβραίων, ηβουλήθη να υπάγη εις την Ρώμην προς τον Τιβέριον επί τω σκοπώ τούτω. Αναχωρών λοιπόν εις Ρώμην επεσκέφθη τον αδελφόν του Φίλιππον, αλλ΄ εκεί είδε και την γυναίκα αυτού την Ηρωδιάδα, η οποία ήτο θυγάτηρ μεν του Αριστοβούλου, αδελφή δε του Αγρίππα του μετονομασθέντος Ηρώδου, περί του οποίου προείπομεν, ότι ήτο εις τον καιρόν της σταυρώσεως του Χριστού. Και ως την είδε, παρευθύς εισήλθεν εις έρωτα σατανικόν, και κάμνει ορκωμοσίαν μετ΄ αυτής, ότι όταν επιστρέψη εκ Ρώμης, να διώξη μεν την θυγατέρα του Αρέτα, να λάβη δε αυτήν την Ηρωδιάδα εις γυναίκα του. Αφού λοιπόν επέστρεψεν εκ Ρώμης ήρχισε να μισή την πρώτην του γυναίκα, άνευ ουδεμιάς αιτίας· αύτη δε μαθούσα παρά τινος εμπίστου ευνούχου της την υπόθεσιν ότι ώμοσε να συζευχθή την Ηρωδιάδα και να εκδιώξη αυτήν, εσκέφθη τίνι τρόπω να ελευθερωθή από τας χείρας του χωρίς να εκτεθή προφασισθείσα όθεν ασθένειαν μετέβη εις τας θέρμας. Ήσαν δε τότε θερμά ύδατα πλησίον της Ιεριχούς εις εν φρούριον, όπερ ωνομάζετο Μαχαιρούς και έκειτο σύνορον εις το μέσον της Γαλιλαίας, την οποίαν ώριζεν ο Ηρώδης, και της Αραβίας, την οποίαν ώριζεν ο Αρέτας. Απ΄ εκεί έστειλεν επιστολάς κρυφίως εις τον πατέρα της, να στείλη ανθρώπους να την παραλάβωσι, διότι μέλλει να την φονεύση ο σύζυγός της δια τον έρωτα της Ηρωδιάδος· παρευθύς δε ο Αρέτας αποστείλας στρατιώτας την παρέλαβε και την διέσωσε. Τότε ο μιαρός Ηρώδης, ευρών εύλογον αιτίαν, εφανέρωσε την μιαράν του βουλήν, και συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα, κατά την συμφωνίαν των. Είχε δε η Ηρωδιάς εκ του Φιλίππου τότε μίαν θυγατέρα, ονομαζομένην Σαλώμην, ως το προείπομεν, την οποίαν, όταν ήλθεν εις τον Ηρώδην, την συμπαρέλαβε, κορασίδα ούσαν μικράν. Τοιουτοτρόπως, ευλογημένοι Χριστιανοί, έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα του αδελφού του. Έχομεν όθεν την λύσιν του πρώτου ζητήματος. Προς το δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, λαβών την γυναίκα του αδελφού του, λέγομεν, ότι πρώτον μεν νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης τον εξής, όστις λέγει εις το ιη΄ κεφάλαιον του Λευϊτικού «Ασχημοσύνην γυναικός αδελφού σου ουκ αποκαλύψεις· ασχημοσύνη αδελφού σου εστιν». Δεύτερον δε νόμον παρέβη τον λέγοντα, εις το κ΄ (20) κεφάλαιον του αυτού Λευϊτικού: «Ος εάν λάβη γυναίκα του αδελφού αυτού, ακαθαρσία εστίν· ασχημοσύνην του αδελφού αυτού απεκάλυψεν, άτεκνοι αποθανούνται». Τρίτον δε νόμον παρέβη, τον κελεύοντα εν τω κε΄ (25) κεφαλαίω του Δευτερονομίου: «Εάν δε κατοικώσιν αδελφοί επί το αυτό και αποθάνη εις εξ αυτών, σπέρμα δε μη η αυτώ, ουκ έσται η γυνή του τεθνηκότος έξω ανδρί μη εγγίζοντι· ο αδελφός του ανδρός αυτής εισελεύσεται προς αυτήν, και λήψεται αυτήν εαυτώ γυναίκα και συνοικήσει αυτή και έσται το παιδίον, ο εάν τέκη, κατασταθήσεται εκ του ονόματος του τετελευτηκότος, και ουκ εξαλειφθήσεται το όνομα αυτού εξ Ισραήλ». Ακούετε πότε λέγει ο μωσαϊκός νόμος, ότι είχεν εξουσίαν ο αδελφός να λαμβάνη του αδελφού του την γυναίκα; Όταν αποθάνη άτεκνος. Ώστε όταν έζη ή απέθνησκε και άφηνε παιδίον, τότε δεν είχεν εξουσίαν να την συζευγνύηται. Ο δε Ηρώδης και εις αμφότερα παρενόμησε, διότι συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου, και διότι, και εάν απέθνησκεν ο Φίλιππος, ουδέ τότε δεν ήτο νόμιμον να την λάβη σύζυγον, επειδή είχε παιδίον την Σαλώμην. Αρκούσι τοσαύτα και δια το δεύτερον ζήτημα. Ερχόμεθα ήδη εις την λύσιν του τρίτου ζητήματος, εάν ο Ηρώδης ούτος ήτο Εβραίος κατά την θρησκείαν ή αλλόφυλος, ως διϊσχυρίζονται τινες ιστοριογράφοι. Νομίζω δε ότι και τούτου του ζητήματος πάντες θα ομολογήσητε την λύσιν, ότι Εβραίος ήτο διότιΑΝ δεν ήτο Εβραίος, ποίαν παρανομίαν εποίησε δια την οποίαν τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος, αφού δεν θα είχε τοιούτον νόμον να μη λαμβάνη την γυναίκα του αδελφού του; ώστε δεν ήτο ανάγκη να τον ελέγχη ο Πρόδρομος, εάν δεν ήτο Εβραίος παραβάτης του μωσαϊκού νόμου· ότι δε Εβραίος ήτο ο Ηρώδης, και ο προρρηθείς χρονογράφος Ιώσηπος το αποδεικνύει δια πολλών ιστορικών τεκμηρίων εν τω ια΄ (11) λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας, και εν τω β΄ λόγω της ιουδαϊκής αλώσεως. Έχομεν λοιπόν και την λύσιν του τρίτου ζητήματος. Ερχόμεθα ήδη εις το τέταρτον ζήτημα, το οποίον ήτο δια τι τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα; Ιδού δε η απόκρισις. Ο Τίμιος Πρόδρομος απεστάλη εκ Θεού, και ήλθεν εκ της ερήμου εις την περίχωρον του Ιορδάνου, ίνα κηρύξη μετάνοιαν, καθώς το λέγει και ο θείος Λουκάς εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω, ότι ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών. Όθεν επειδή ήλθε δια να κηρύξη μετάνοιαν, δια τούτο δικαίως ήλεγχε τον Ηρώδην, όπως μετανοήση και αποδιώξη την παράνομον Ηρωδιάδα. Ήτο δε δίκαιος ο έλεγχος και επιβεβλημένος υπό του Νόμου, διότι ο Μωϋσής εν τω ιθ΄ (19) κεφαλαίω του Λευϊτικού προστάσσει: «Ελεγμώ ελέγξεις τον πλησίον σου, και ου λήψη δι΄ αυτόν αμαρτίαν»· και ο Προφήτης Αββακούμ εν τω β΄ (2) κεφαλαίω: «Εάν υποστείληται ο δίκαιος, ουκ ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ»,  ήτοι λέγει ο Θεός εάν φοβηθή ο δίκαιος και δεν ελέγξη τον παράνομον, δεν θα είναι η αγάπη μου μετ΄ αυτού. ομοίως και ο Προφήτης Ιερεμίας εν τω ιε΄ (15) κεφαλαίω: «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση». Ωσαύτως και ο Προφήτης Δαβίδ εν τω ριη΄(118) ψαλμώ: «Παρανόμους εμίσησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα». Όθεν και ο Πρόδρομος, θέλων να γίνη ως στόμα Θεού, καλώς ποιών προσεπάθει μετά καλού τρόπου να τον επιστρέψη εκ της παρανομίας. Ότι δε ο έλεγχος του Προδρόμου δεν ήτο προς έχθραν, αλλά προς ειρήνην, είναι ευνόητον, διότι δεν του έλεγεν, ασεβέστατε, μιαρέ και παράνομε, διατί έλαβες την γυναίκα του αδελφού σου; Αλλά, δεν είναι νόμιμον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου. Τούτον τον έλεγχον προβλέπων ο Προφήτης Μαλαχίας είπεν εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω: «Και έσομαι Μάρτυς ταχύς επί τους φαρμακούς και επί τας μοιχαλίδας». Παραπλησίως δε και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει: «Και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην». Ταύτα και δια το τέταρτον ζήτημα. Ως προς το πέμπτον ζήτημα περί του πόθεν εγνώριζεν ο Ηρώδης τον Ιωάννην, ότι ήτο άνθρωπος δίκαιος και άγιος, αποκρινόμεθα ότι πρώτον πρέπει να μάθωμεν, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος λέγεται άγιος, και τότε θα εννοήσωμεν εκ τίνων και ποίων σημείων εγνώριζεν ο Ηρώδης τον Πρόδρομον άγιον και δίκαιον. Δίκαιος μεν λέγεται εκείνος ο άνθρωπος, όστις ούτε την πλεονεξίαν αγαπά ούτε την μειονεξίαν. Και πλεονεξία μεν είναι, όταν επί παραδείγματι εις διανομήν κοινού πράγματος προσπαθής να λάβης εσύ περισσότερον από τους συντρόφους σου ή από άλλην συναλλαγήν, μειονεξία δε είναι όταν εις τους άλλους δίδης το περισσότερον, και εσύ λαμβάνης το ολιγώτερον. Ταύτα είναι έξω της δικαιοσύνης. Ομοίως εάν είσαι δικαστής, και βοηθής τους φίλους σου, έστω καιΑΝ δεν έχουν δίκαιον, και τότε έξω της δικαιοσύνης πράττεις· επειδή εκείνους τους αδικούντας φίλους σου, εις τους οποίους έπρεπε να δώσης το ολιγώτερον, τους δίδεις το περισσότερον, εις δε τους άλλους, οίτινες έχουν δίκαιον, αλλά δεν είναι φίλοι σου, τους δίδεις το ολιγώτερον. Ο δε δίκαιος δεν παρασύρεται από τας φιλίας ή τας έχθρας, αλλ΄ εις πάντας απονέμει το δίκαιον. Άγιος δε λέγεται εκείνος, όπου έχει την ψυχήν και το σώμα καθαρόν από φόνους, από πορνείας και από πάσαν άλλην αμαρτίαν. Τας δύο ταύτας αρετάς, ήτοι την αγιωσύνην και την δικαιοσύνην μόνος ο Χριστός τας είχε κυρίως και καθολικώς· δια τούτο και ο Απόστολος Πέτρος εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω των Πράξεων, δημηγορών προς τους Εβραίους λέγει: «Υμείς δε τον Άγιον και Δίκαιον ηρνήσασθε», ήτοι τον Χριστόν· οι δε άνθρωποι κατά χάριν έχουσι τας δύο ταύτας αρετάς. Όθεν και όσοι λέγονται δίκαιοι και άγιοι διαφέρουσι μεταξύ των, και άλλος μεν είναι ολίγον δίκαιος ή άγιος, άλλος δε περισσότερον, κατά την χρήσιν, την οποίαν κάμνει έκαστος της δικαιοσύνης ή της ψυχής και του σώματος. Όστις όθεν ευσεβής Χριστιανόε φυλάττει τας εντολάς του Θεού λέγεται εις την Γραφήν δίκαιος και άγιος. Και έχομεν τας περί τούτου μαρτυρίας του Προφήτου Αββακούμ και του Αποστόλου Παύλου, διότι ο μεν Αββακούμ λέγει εν τω β΄ κεφαλαίω: «Ο δε δίκαιος εκ πίστεώς μου ζήσεται» · ο δε Παύλος εν μεν τω πρώτω κεφαλαίω της προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής λέγει: «Δικαίω νόμος ου κείται». Εν δε τω έκτω της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής: «Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων;» ομοίως δε και εν τω πρώτω της προς Εφεσίους: «Παύλος Απόστολος Ιησού Χριστού, δια θελήματος Θεού, τοις αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω και πιστοίς εν Χριστώ Ιησού». Και πάλιν εν τω πρώτω της προς Φιλιππησίους: «Παύλος και Τιμόθεος δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι τοις Αγίοις τοις ούσιν εν Φιλίπποις» · και εν τω τετάρτω της αυτής: «Ασπάσασθε πάντα άγιον εν Χριστώ Ιησού, ασπάζονται ημάς πάντες οι Άγιοι». Ωσαύτως και εις το ε΄ κεφάλαιον της προς Θεσσαλονικείς πρώτης επιστολής γράφει: «Ορκίζω υμάς τον Κύριον, αναγνωσθήναι την επιστολήν πάσι τοις αγίοις αδελφοίς»· και σχεδόν ειπείν άπειροι είναι αι περί τούτων μαρτυρίαι της θείας Γραφής. Εφ΄ όσον όθεν απεδείξαμεν δια των μαρτυριών εκ της θείας Γραφής, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος λέγεται άγιος, ας έλθωμεν να ίδωμεν από ποία δεδομένα ο Ηρώδης εγίγνωσκεν, ότι ο θείος Πρόδρομος ήτο δίκαιος και άγιος. Δίκαιον μεν τον εγνώριζεν, διότι εδίδασκε τους τελώνας, ως λέγει ο θείος Λουκάς, εις το γ΄ κεφάλαιον: «Μηδέν πλέον παρά το διατεταγμένον υμίν πράσσετε» και διότι ενουθέτει τους στρατιώτας: «Μηδένα διασείσητε, μηδέ συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών». Ταύτα και τα τοιαύτα της δικαιοσύνης είναι τεκμήρια. Άγιον δε τον ήξευρεν, ότι ήτο σχεδόν ειπείν όλως δι΄ όλου ως άσαρκος, επειδή δεν έτρωγε παντελώς όσα έτρωγαν οι άλλοι άνθρωποι, καθώς το μαρτυρεί και ο Χριστός εις το ια΄ κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου: «Ήλθεν ο Ιωάννης, μήτε εσθίων, μήτε πίνων», αλλ΄ έτρωγεν ακρίδας και μέλι άγριον, ο δε τοιούτος εγρατής το σώμα φανερόν είναι ότι ήτο και τη ψυχή και τω πνεύματι καθαρός και άγιος. Έχομεν και την λύσιν του πέμπτου ζητήματος. Δια δε το έκτον ζήτημα, διατί, αφ΄ ου τον εγνώριζε δίκαιον και άγιον, και μετά καλής καρδίας ήκουσε τους λόγους του, διατί, λέγω, τον εφόνευσε; Τούτο μόνος ο Ευαγγελιστής Μάρκος θα το λύση, λέγων την αιτίαν δι΄ ην παρεκινήθη ο Ηρώδης και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ας ακούσωμεν τους λόγους του. «Και γενομένης ημέρας ευκαίρου, ότε Ηρώδης τοις γενεσίοις αυτού δείπνον εποίει τοις μεγιστάσιν αυτού και τοις χιλιάρχοις και τοις πρώτοις της Γαλιλαίας, και εισελθούσης της θυγατρός αυτής της Ηρωδιάδος και ορχησαμένης και αρεσάσης τω Ηρώδη και τοις συνανακειμένοις, είπεν ο βασιλεύς τω κορασίω· αίτησόν με ο εάν θέλης, και δώσω σοι, και ώμοσεν αυτή ότι ο εάν με αιτήσης δώσω σοι, έως ημίσους της βασιλείας μου».                                            Ως γνωστόν, συνήθειαν είχον οι παλαιοί βασιλείς οι μεν να εορτάζωσι την ημέραν, καθ΄ ην εγεννήθησαν, οι δε την ημέραν, καθ΄ ην εκάθησαν εις τον βασιλικόν θρόνον ως ευτυχισμένης ημέρας. Τούτο δε ήτο πλάνη και αφορμή προς ματαίαν δαπάνην. Κατ΄ αυτήν λοιπόν την ημέραν και ο Ηρώδης πανηγυρίζων τα γενέθλιά του εφίλευε τους άρχοντας και τους χιλιάρχους και τους πρώτους της Γαλιλαίας, ότι αυτής μόνης ετετράρχει τότε. Ω συμποσίου μισητού, παρανομίας και φόνου πεπληρωμένου! Ω θέατρον σατανικόν! Ω χόρευμα παράνομον, και δωρεά τούτου παρανομωτέρα! Ω τράπεζα πλήρης αιμάτων! Είθε να μη εγεννάσο, Ηρώδη, δια τον φόνον όπου έκαμες, διότι τον λύχνον του φωτός έσβεσας, τον δίκαιον ηδίκησας, τον Άγιον εθανάτωσας! Τα θηρία τον ηυλαβούντο εις την έρημον, και συ δεν τον ηυλαβήθης να μην τον φονεύσης, αλλά τον εφόνευσας δια μιας ασέμνου κόρης την όρχησιν! Ο κόσμος όλος δεν ήτο αντάξιος της τιμίας κεφαλής του, και συ την εχάρισες δι΄ εν χόρευμα! Δεν ακούεις τον Σολομώντα, λέγοντα εις το ε΄ κεφάλαιον των Παροιμιών: «Μη πρόσεχε φαύλη γυναικί· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, η προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονημένον μάλλον μαχαίρας διστόμου»· και πάλιν εις το ιη΄ κεφάλαιον: «Ο κατέχων μοιχαλίδα, άφρων και ασεβής». Δια μιας γυναικός μοιχαλίδος θέλημα, ειπέ μοι, εφόνευσας τον Ιωάννην, τον οποίον εγνώριζες δίκαιον και Άγιον; Ω πόσα κακά ποιεί η μέθη, ευλογημένοι Χριστιανοί! Τον βίον δαπανά, τον νουν σκοτίζει, το σώμα παραλύει, την τιμήν ελαττώνει, τέλος και εις την αιώνιον κόλασιν οδηγεί τον άνθρωπον ως και ο θείος Απόστολος Παύλος εν τω στ΄ κεφαλαίω της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής λέγει. Δια τούτο λέγει επίσης και ο σοφός Σολομών εις το κ΄ κεφάλαιον των Παροιμιών: «Ακόλαστον οίνος και υβριστικόν μέθη» και πάλιν εις το κγ΄ κεφάλαιον: «Πας μέθυσος και πορνοκόπος πτωχεύσει· εάν γαρ εις τας φιάλας και τα ποτήρια δως τους οφθαλμούς σου, ύστερον περιπατήσεις γυμνότερος υπέρου» · και ο Απόστολος Παύλος εν τω πέμπτω κεφαλαίω της προς Εφεσίους Επιστολής: «Μη μεθύσκεσθε οίνω εν ω εστιν ασωτία». Δια τούτο ας φύγωμεν, αδελφοί, την πολυποσίαν και μέθην, ως αιτίαν της κολάσεως. Ίδετε τον Ηρώδην· εν όσω ήτο νήστις, εφοβείτο και εντρέπετο τον Τίμιον Πρόδρομον, ότε δε εμέθυσεν, ετελείωσε και τον φόνον. Ω! πόσην κουφότητα φρενών είχεν ο ταλαίπωρος! Δια μίαν όρχησιν υπεσχέθη το ήμισυ της βασιλείας του· και όχι μόνον απλώς υπεσχέθη, αλλά και μεθ΄ όρκου επεβεβαίωσεν ότι, ει τι ζητήση, θα της το δώση. Αλλ΄ εάν εζήτει την κεφαλήν του, θα έμενεν εις τον όρκον του; Βλέπετε εις τι τον κατήντησεν η μέθη και ο έρως της μιαράς γυναικός; Δια τούτο λέγει και ο σοφός Σολομών εις το ιβ΄ κεφάλαιον των Παροιμιών: «Ώσπερ εν ξύλω σκώληξ, ούτω άνδρα απόλλυσι γυνή κακοποιός» · ήτοι, ως ο σκώληξ τρώγει το ξύλον, ομοίως και η κακότροπος γυνή ημέραν και νύκτα τρώγει τον άνδρα της. Τοιαύτη ήτο η Ηρωδιάς εκείνη, διότι καθ΄ εκάστην ώραν τοιαύτα προς τον Ηρώδην έλεγεν, άπερ και η Σοφία του Σολομώντος προλέγει εις το β΄ κεφάλαιον: «Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστι και εναντιούται τοις έργοις ημών και ονειδίζει ημίν αμαρτήματα νόμου και επιφημίζει ημίν αμαρτήματα παιδείας ημών. Επαγγέλλεται γνώσιν έχειν Θεού και παίδα Κυρίου εαυτόν ονμάζει. Εγένετο ημίν εις έλεγχον εννοιών ημών.  Βαρύς εστιν ημίν και βλεπόμενος, ότι ανόμοις τοις άλλοις ο βίος αυτού, και εξηλλαγμέναι αι τρίβοι αυτού. Εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ, και απέχεται των οδών ημών ως από ακαθαρσιών…θανάτω ασχήμονι καταδικάσωμεν αυτόν». Ταύτα και τοιαύτα λέγουσα καθ΄ εκάστην ημέραν και ώραν η Ηρωδιάς κατέπεισε τον φρενόληπτον Ηρώδην, και εγένετο προφητοκτόνος. Αλλ΄ ας επανέλθωμεν όμως εις τον θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, όστις συνεχίζει. «Η δε εξελθούσα είπε τη μητρί αυτής· τι αιτήσομαι; Η δε είπε· την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού· και εισελθούσα ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα ητήσατο λέγουσα· θέλω ίνα μοι δως εξ αυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού». Ω μιαράς μητρός μιαρώτατον γέννημα! Ω συμβουλής παρανόμου παρανομώτερον ζήτημα! Προτιμότερον είχε τον φόνον του Προφήτου, παρά το ήμισυ της βασιλείας. Εδίψα η μιαρά λέαινα να πίη το αίμα του δικαίου· δια τούτο και τότε όπου εύρε καιρόν επιτήδειον, ως κακή έχιδνα, έρριψε το πικρόν δηλητήριον με την απαλήν γλώσσαν της θυγατρός της εις τα ώτα του μεθύσου Ηρώδου. Και διατί λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι εισήλθεν ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα; Δια να δείξη, ότι η μήτηρ αυτής, μάλλον δε ο διάβολος την ηνάγκαζε να τελειώση τον φόνον· επειδή εκείνο το οποίον εμελέτα η μιαρά τοσούτον καιρόν, εύρε κατάλληλον ώραν να το κάμη, δια τούτο ηνάγκασε και την θυγατέρα. Τι είπε το ασελγές κοράσιον προς τον Ηρώδην; Θέλω ίνα μοι δως εξ αυτής, τουτέστι παρευθύς, ταύτην την ώραν. Εφοβείτο η μιαρά να μη παρέλθη ώρα, και ξεμεθύση ο Ηρώδης, και μετανοήσας δεν τον φονεύση, δια τούτο λέγει: θέλω πάραυτα, ταύτην την ώραν, ταύτην την στιγμήν να μου δώσης επί πίνακι την κεφαλήν του Βαπριστού Ιωάννου. Και διατί δεν είπεν, ότι θέλω να φέρης ώδε τον Ιωάννην, να τον αποκεφαλίσης; Διότι και κατά φαντασίαν έφριττε την παρουσίαν του, εφοβείτο τον έλεγχόν του, να μη ακούση πάλιν το «ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου». Και ώσπερ τα μικρά ζωϋφια, όπου πέτονται, όταν προσεγγίσωσιν εις μεγάλην πυράν, παρευθύς αφανίζονται, ούτω και εκείνη, παράνομος ούσα και μοιχαλίς, απέφευγε την φοβεράν όψιν του Προφήτου. Και πάλιν, δεν είπεν απλώς, θέλω να στείλης να τον φονεύσης εις την φυλακήν, αλλά να μου δώσης την κεφαλήν του εντός πινακίου, διότι υπωπτεύετο ότι δεν θα τον φονεύση, καθό δίκαιον και άγιον και υπό πάντων υποληπτόμενον· δια τούτο ζητεί και την κεφαλήν του να την ίδη οφθαλμοφανώς κεκομμένην, να εκδικηθή τον έλεγχον της μητρός της. Ω της ανοχής σου, βασιλεύς! Και πως δεν εσχίσθη η γη να την καταπίη, πως δεν εκόλλησεν η γλώσσα της εις τον λάρυγγά της, όταν ήνοιξε το μιαρόν της στόμα να ζητήση το τοιούτον παράνομον ζήτημα; Αλλ΄ όμως η άρρητος βουλή του Θεού έπρεπε να πληρωθή δια δύο αιτίας· πρώτην μεν, ίνα πορευθείς ο Ιωάννης εν τω Άδη κηρύξη τοις απ΄ αιώνος νεκροίς την έλευσιν του Χριστού, καθώς εκήρυξε και επί της γης λέγων: «Έρχεται ο ισχυρότερός μου»· δευτέραν δε, ίνα, όταν αδίκως πειράζωνται οι Άγιοι, έχωσι παρηγορίαν και παραμυθίαν ακούοντες όσα έπαθεν ο Τίμιος Πρόδρομος. «Και περίλυπος γενόμενος ο βασιλεύς δια τους όρκους και τους συνανακειμένους ουκ ηθέλησεν αυτήν αθετήσαι· και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτορα επέταξεν ενεχθήναι την κεφαλήν αυτού. Ο δε απελθών απεκεφάλισεν αυτόν εν τη φυλακή, και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω, και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής· και ακούσαντες οι μαθηταί αυτού ήλθον και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν τω μνημείω». Ιδέτε, ευλαβείς Χριστιανοί, την αγνωσίαν του Ηρώδου· τους φίλους εντρέπετο να μη φανή ψεύστης, και τον Θεόν τον Ποιητήν του ουρανού και της γης δεν εφοβείτο, αλλ΄ υπεκρίνετο ότι λυπείται επί τούτω και αγανακτεί· εάν όμως ούτως είχε το πράγμα, δεν θα τον εφυλάκιζεν εις την αρχήν. Καλύτερον μεν ήτο να μη ώμνυεν, αφ΄ ου δε πλέον ώμοσεν, έπρεπε να παραβή τον τοιούτον άλογον όρκον του, διότι και ο Προφήτης Δαβίδ ούτω λέγει: «Ώμοσα, και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου, ουχί του ποιήσαι παρανομίαν». Ότι δε φαινομενικώς ελυπήθη ο Ηρώδης και ουχί τη αληθεία, δύναται πας τις να το αντιληφθή· διότι εάν αληθώς ελυπείτο να φονεύση τον Πρόδρομον, έπρεπε να είπη προς τους συγκαθημένους. Ω φίλοι, εγώ έως το ήμισυ της βασιλείας μου υπεσχέθην να δώσω και το δίδω· εγώ βίον υπεσχέθην, ώμοσα, ει τι μου ζητήση να της το δώσω, και δεν παραβαίνω τον λόγον μου. Ας ζητήση ό,τι είναι εις την εξουσίαν μου, ανθρώπου δε φόνον, και ουχ απλώς ανθρώπου, αλλά δικαίου και αγίου και Προφήτου και Βαπτιστού, του οποίου ο κόσμος όλος δεν είναι αντάξιος, δεν εξουσιάζω εγώ να τον χαρίσω. Δεν είπε τοιαύτα ο Ηρώδης, διότι είχε και αυτός διάθεσιν να τον φονεύση, τον εμίσει και αυτός, ως και η Ηρωδιάς,ΑΝ και εφαίνετο κατά πρόσωπον, ότι τον αγαπά· αυτό το μίσος προβλέπων ο Προφήτης Αμώς έλεγεν εις το ε΄ κεφάλαιον της προφητείας του: «Εμίσησαν εν πύλαις ελέγχοντα, και λόγον όσιον εβδελύξαντο». Ας εξετάσωμεν ήδη να μάθωμεν, τι εννοεί ο ιερός ούτος Ευαγγελιστής λέγων: «Και ακούσαντες οι Μαθηταί αυτού ήλθον και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν μνημείω». Πρώτον μεν, τίνες ήσαν οι Μαθηταί αυτού· δεύτερον τι θα είπη πτώμα· τρίτον τι εγένετο η Τιμία Κεφαλή του Προδρόμου και πως ευρίσκεται το λείψανον αυτού. και ως προς το πρώτον λέγομεν, ότι οι μαθηταί του Προδρόμου ήσαν μεν και άλλοι πολλοί ανώνυμοι, ονομαστί δε ήσαν ο Απόστολος Ανδρέας και ο Θεολόγος Ιωάννης, καθώς αναφέρει ρητώς ο ίδιος ούτος Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης εν τω α΄ κεφαλαίω του κατ΄ αυτόν Αγίου Ευαγγελίου, οίτινες ηκολούθησαν κατόπιν τον Χριστόν. Προς δε το δεύτερον λέγομεν, ότι πρέπει να γνωρίζητε ότι οι αρχαίοι σοφοί των Ελλήνων με τέσσαρα ονόματα προσονομάζουν το σώμα του ανθρώπου, ήτοι δέμας, σκήνος, σώμα και πτώμα. Δέμας μεν το λέγουσιν, ότι είναι οιονεί δέμα και δεσμός της ψυχής· διότι η ψυχή ούτως εις το σώμα, ως εις μεγάλα δεσμά, είναι πεφυλακισμένη· δια τούτο παρακαλεί ο Προφήτης Δαβίδ, να ελευθερωθή από την φυλακήν του σώματος λέγων: «Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου, του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου». Επειδή, εάν δεν ελευθερωθή η ψυχή από το σκότος της φυλακής του σώματος, δεν δύναται να ίδη το φως του Θεού, ουδέ να ομιλήση καθαρώς και αμέσως μετά του Θεού. Σκήνος δε ονομάζουν το σώμα, διότι είναι ως σκηνή της ψυχής· και καθώς ο άνθρωπος, διαμείνας επ΄ αρκετόν κάτωθι σκηνής, εξέρχεται και υπάγει εις άλλον τόπον, και τίποτε απ΄ εκεί δεν λαμβάνει, ομοίως και η ψυχή κατοικεί μεν εις το σώμα όσον είναι το θέλημα του Θεού, μετά δε ταύτα, όταν εξέρχεται να υπάγη προς τον Θεόν, δεν λαμβάνει μηδέν από το σώμα. Σώμα δε το λέγουν, διότι είναι ως σήμα, ήτοι τάφος της ψυχής, επειδή είναι τεθαμμένη και κλειδωμένη εις αυτό, καθώς προείπον. Πτώμα δε το ονομάζουν, διότι, ως εξέλθη η ψυχή απ΄ αυτό, παρευθύς πλέον δεν δύναται να σταθή όρθιον, αλλά πίπτει κάτω. Προς αυτήν την έννοιαν φέρει και ο λόγος του Χριστού, λέγοντος εις το κδ΄ κεφάλαιον του κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου: «Όπου εάν η το πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί»· ήτοι, ως καθώς εις το νεκρόν σώμα συντόμως συνάζονται οι αετοί, ομοίως και όπου θα φανή ο Χριστός εν τη Δευτέρα παρουσία μέλλουσι να συναχθώσι πάντες οι Άγιοι πετόμενοι, ως αετοί εν νεφέλαις, εις απάντησιν αυτού. Αετοί μεν οι Άγιοι λέγονται δια το καθαρόν του οφθαλμού της ψυχής των, τουτέστι του νου. Πτώμα δε ονομάζεται ο Χριστός, διότι χωρισθείσης της αγίας αυτού ψυχής έπεσε το σώμα εις τον τάφον. Προς δε το τρίτον λέγομεν, ότι η παράνομος Ηρωδιάς τότε μεν κατέχωσε την Τιμίαν ταύτην Κεφαλήν εντός του κήπου του Ηρώδου, εις κεκρυμμένον τόπον, μεταγενεστέρως όμως, κατ΄ αποκάλυψιν του Τιμίου Προδρόμου, την εύρον δύο Μοναχοί, οι οποίοι μετέβησαν δια να προσκυνήσωσιν εις τα Ιεροσόλυμα· και κατά διαδοχήν ευρίσκοντο μέρη εκ ταύτης και έως του νυν εις διαφόρους τόπους. Το δε τίμιον αυτού σώμα ετάφη μεν υπό των μαθητών αυτού εν τη Σεβαστή Καισαρεία κειμένη εν τη Παλαιστίνη, την οποίαν περιετείχισεν ο βρεφοκτόνος Ηρώδης και επωνόμασεν ούτω εις το όνομα του Σεβαστού Καίσαρος της Ρώμης Τιβερίου, καθώς διηγείται ο φιλαλήθης και φιλίστωρ Φλάβιος Ιώσηπος εν τω ιε΄ Λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας του, εν ω πρώην ωνομάζετο Στράτωνος Πύργος, ύστερον όμως ο ασεβέστατος βασιλεύς Ιουλιανός ο Παραβάτης το έκαυσεν εν τη πόλει Αντιοχεία, καθώς το αναγράφει ο Μεταφραστής Συμεών εις το Μαρτύριον του Αγίου μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου. Τοιουτοτρόπως εγένετο η αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου, ευλογημένοι Χριστιανοί· και ο μεν Ηρώδης και η ασεβεστάτη γυνή αυτού Ηρωδιάς συν τη θυγατρί αυτής Σαλώμη εκληρονόμησαν την αιώνιον κόλασιν, ο δε δίκαιος Πρόδρομος, καθώς το λέγει και η Σοφία του Σολομώντος εις το ε΄ κεφάλαιον: «Στήσεται ο δίκαιος εν παρρησία πολλή κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν», του Ηρώδου δηλονότι και της Ηρωδιάδος επί της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Τότε θα τον ίδωσι και θα ταραχθώσιν από τον φόβον των, και θα θαυμάσωσι δια την τιμήν την οποίαν έλαβεν εκ Θεού. Ημείς δε, αδελφοί, ας φύγωμεν την μίμησιν του Ηρώδου, της Ηρωδιάδος και της θυγατρός αυτής. Μη γενώμεθα οι άνδρες ως ο Ηρώδης, μη γίνωνται αι γυναίκες ως η Ηρωδιάς και η θυγάτηρ αυτής. Μη μεθύωμεν εις τας εορτάς και πανηγύρεις των Αγίων· μη χορεύωσιν αύται, κατά την συνήθειαν των Εβραίων, διότι και εάν τον Πρόδρομον δεν φονεύωμεν πάλιν, αλλά φονεύομεν εαυτούς ποιούντες εαυτούς υποδίκους της αιωνίου κολάσεως. Ακούσατε όσοι έχετε γυναίκας· ακούσατε όσοι έχετε θυγατέρας· ακούσατε όσοι είσθε εκδεδομένοι εις την επιθυμίαν των γυναικών· ακούσατε όσοι ομνύετε δια παραμικράν αιτίαν ή και άνευ αιτίας· διότι και ο ταλαίπωρος Ηρώδης δεν εφαντάζετο ότι θα του ζητήση η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος τοιούτον ζήτημα· δια τούτο ώμνυεν, αλλ΄ όμως έγινε φονεύς, και ουχί απλώς φονεύς, αλλά και προφητοκτόνος. Τοιούτοι είναι και την σήμερον πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι κακώς ομνύουσι και εκπληρούσι τον όρκον των· τοιαύται είναι και γυναίκες πολλαί, αι οποίαι εκεί όπου πρέπει να ίστανται μετά ευλαβείας πολλής εις την Εκκλησίαν, ομιλούσι και κατακρίνουσιν η μία την άλλην· ενώ πρέπει να κάθηνται ευτάκτως και σωφρόνως εις τους γάμους, εγείρονται και ορχούνται· εκεί όπου πρέπει να ακροάζωνται μεθ΄ ησυχίας την ψαλμωδίαν και την ανάγνωσιν του Βίου του εορταζομένου Αγίου, συνάζονται και χορεύουσι, και το θαυμαστόν είναι ότι το έχουσι και δια έπαινον, ποία θα στολισθή και ποία θα χορεύση καλλίτερα. Βαβαί της απωλείας! Ημείς φονεύομεν καθ΄ εκάστην ημέραν την ψυχήν μας, και δεν το εννοούμεν, και τον Ηρώδην θαυμάζομεν, ότι εφόνευσε τον Πρόδρομον! Πόσοι είναι και σήμερον, όπου δια μιας γυναικός απόλαυσιν προαιρούνται τον θάνατον; Πόσαι γυναίκες είναι όπου καθυποδουλώνονται εις έρωτα σατανικόν, και φονεύουσι τους άνδρας αυτών; Και όμως ουδέν θηρίον ποιεί αυτό, να φονεύση τον σύζυγόν του· μόνον η έχιδνα! Ταύτα δε πάντα συμβαίνουσι, διότι δεν έχουν σωφροσύνην και παίδευσιν τα παιδία από μικρά, αλλά συνηθίζουσιν από τους πατέρας την μέθην και από τας μητέρας τους χορούς, γινόμενα της απωλείας όταν μεγαλώσωσι. Δια τούτο πρέπει να παιδεύωνται εκ νεαράς ηλικίας εις διδασκάλους σώφρονας και φρονίμους· μάλλον δε οι πατέρες να γίνωνται διδάσκαλοι των παίδων, να μη μεθύωσι, να μη προδίδωσι, να μη συκοφαντώσι, να μη πορνεύωσι, να μη κάμνωσιν όσα είναι της κολάσεως αίτια. Ομοίως και αι μητέρες να γίνωνται παιδαγωγοί των θυγατέρων των, να μη βλέπωσιν εκ των παραθύρων έξω εις τας οδούς, να μη ομιλώσιν αργολογίας, όσαι μολύνουσι την ψυχήν των παρθένων, να μη χορεύωσι, να μη καταλαλώσι, και σχεδόν ειπείν να μη κάμνωσιν όσα είναι σατανικά έργα. Διότι, όταν ανατραφώσι τα παιδία με τοιαύτας καλάς παιδαγωγίας, δυσκόλως μετατρέπονται εις το κακόν, όταν φθάσωσιν εις την νόμιμον ηλικίαν. Η ψυχή των παίδων είναι ως το καθαρόν και λευκόν πανίον, το οποίον εις ό,τι χρώμα βαφή εξ αρχής, εκείνο μένει έως τέλους· καν θελήση τις να το μεταβάψη εις έτερον χρώμα, πάντοτε φαίνεται η πρώτη βαφή. Ομοίως και τα μικρά παιδία, όταν συνηθίσωσιν εις την αρετήν, δυσκόλως μετατρέπονται εις την κακίαν· δια τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το ιε΄ κεφάλαιον της προς Κορινθίους πρώτης Επιστολής, λαβών την παροιμίαν εκ του ποιητού Μενάνδρου: «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Και μη θαυμάζωμεν, πως γίνονται τινες κλέπται ή πόρνοι ή αρνηταί της πίστεως των Χριστιανών, διότι δεν διδάσκονται μικρόθεν τα παιδία υπό των πατέρων των εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, αλλά συνηθίζουν από μικρά εις την αμαρτίαν, και όταν εύρωσιν ολίγην αιτίαν, παρευθύς εκτρέπονται της ευθείας οδού και περιπίπτουσιν εις την απώλειαν. Δια τούτο παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος εις το έκτον κεφάλαιον της προς Εφεσίους Επιστολής: «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσιν υμών εν Κυρίω· τούτο γαρ εστι δίκαιον· τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, ήτις εστίν εντολή πρώτη εν επαγγελία, ίνα ευ σοι γένηται, και έση μακροχρόνιος επί της γης· και οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ΄ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Και πάλιν εις το δωδέκατον κεφάλαιον της προς Εβραίους Επιστολής: «Τις γαρ εστιν υιός, ον ου παιδεύει πατήρ;» Και ο σοφός Σολομών εις το ι΄ κεφάλαιον των Παροιμιών ούτω λέγει: «Υιός πεπαιδευμένος,σοφός έσται». Και πάλιν εις το ιζ΄ : «Ουκ ευφραίνεται πατήρ επί υιώ απαιδεύτω, υιός δε φρόνιμος ευφραίνει μητέρα αυτού». Και πάλιν εις το ιγ΄ : «Ος φείδεται της βακτηρίας μισεί τον υιόν αυτού, ο δε αγαπών επιμελώς παιδεύει».  Ταύτα λέγων περί των αρρένων παιδίων, πολλώ μάλλον σας παραγγέλλω περισσότερον να παιδεύητε τα θήλεα, επειδή είναι ασθενέστερον γένος και εύκολον εις την αμαρτίαν. Ο σοφός Σειράχ εις το έβδομον κεφάλαιον παραγγέλλει: «Τέκνα σοι εστι; Παίδευσον αυτά, και κάμψον εκ νεότητος τον τράχηλον αυτών. Θυγατέρες σοι εισι; Πρόσεχε τω σώματι αυτών, και μη ιλαρώσης προς αυτάς το πρόσωπόν σου». Ακούετε όσαι είσθε μητέρες θυγατέρων, και μη γίνεσθε κακά παραδείγματα των κορασίων, διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οίτινες μολύνουσι τας ψυχάς απαλών ανθρώπων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγητε εις τους άνδρας, όταν προκύπτητε συχνάκις εκ των παραθυρίδων, όταν ατακτήτε και χορεύητε, πόθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την παίδευσιν, αίτινες δεν εξέρχονται έξω του οίκου; Δια τούτο, όπως ονομάζεται θυγάτηρ του δείνος και της δείνος, ομοίως πρέπει πάλιν και εκ του πατρός και εκ της μητρός να έχη την παίδευσιν. Διότι, εάν μεν η θυγάτηρ αυτών γίνη φρόνιμος, είναι τιμή και αγαλλίασις αμφοτέρων, εάν δε αποβή το εναντίον, αμφοτέρων πάλιν είναι δια παντός κατηγορία και ατιμία και όνειδος και εξουθένημα. Ταύτα δε, άπερ λέγω, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι αναγκαία και χρήσιμα εις πάντα Χριστιανόν όχι μόνον εις τους πατέρας, είτε αρσενικού είτε θηλυκού παιδίου, αλλά και προς τους ατέκνους, διότι είναι τινές όπου εκτρέφουσι παιδία ορφανά, υπέρ της ψυχικής αυτών σωτηρίας, εις τα οποία θέλουν να έχουν και περισσοτέραν επιμέλειαν. Δια τούτο μη καταφρονήσητε τους λόγους μου, μάλλον δε σπουδάσατε να γίνητε εκπληρωταί τούτων, ίνα ούτω θεαρέστως πολιτευόμενοι τύχητε της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας τόμος Η΄ σελ. 487. Eκ του «Νέου Θησαυρού» Γ. Σουγδουρή ελαφρώς διωρθωμένος. 

Ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος - Προσευχή τῶν δακρύων


Αποτέλεσμα εικόνας για ισαακ ο σύρος




Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὅστις ἔκλαυσας ἐπί Λαζάρῳ, καί ἔχυσας δάκρυα λύπης καί συμπαθείας ἐπάνω εἰς αὐτόν, δέξαι τά τῆς πικρίας μου δάκρυα· ἰάτρευσον διά τῶν ἁγίων σου παθημάτων τά πάθη μου· θεράπευσον διά τῶν πληγῶν σου τάς ψυχικάς μου πληγάς· διά τοῦ τιμίου σου αἵματος καθάρισόν μου τό αἷμα, καί ἕνωσον τήν εὐωδίαν τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος τῷ σώματί μου· ἡ χολή, τήν ὁποίαν παρά τῶν ἐχθρῶν ἐποτίσθης, ἂς γλυκάνῃ τήν ψυχήν μου ἀπό τήν πικρίαν, τήν ὁποίαν ὁ ἀντίδικός μου διάϐολος μ᾿ ἐπότισε· τὸ πανάγιόν σου σῶμα, τό ὁποῖον ἐτανύσθη ἐπί τοῦ σταυροῦ, ἂς ἀναπτερώσῃ πρός σέ τόν νοῦν μου, ὅστις ἐσύρθη κάτω ὑπό τῶν δαιμόνων· ἡ παναγία σου κεφαλή, τήν ὁποίαν ἔκλινας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς ὑψώση τήν κεφαλήν μου, τήν περιϋϐρισθεῖσαν ὑπό τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων· αἱ πανάγιαί σου χεῖρες, αἱ καθηλωθεῖσαι ὑπό τῶν παρανόμων ἐν τῷ σταυρῷ, ἂς μέ ἀναϐιϐάσωσι πρός σέ ἐκ τοῦ χάσματος τῆς ἀπωλείας, καθώς ὑπεσχέθη τὸ πανάγιόν σου στόμα· τό πρόσωπόν σου, τὸ δεξάμενον ραπίσματα καί ἐμπτύσματα ὑπό τῶν καταράτων Ἰουδαίων, ἂς μοῦ λαμπρύνῃ τό πρόσωπον,
τό ὁποῖον ἐμολύνθη ἀπό τάς ἁμαρτίας· ἡ ψυχή σου, τήν ὁποίαν ἐπί τοῦ σταυροῦ ὑπάρχον, παρέδωκας εἰς τόν πατέρα σου, ἂς μὲ ὁδηγήσῃ πρός σὲ διὰ τῆς χάριτός σου.Δέν ἔχω καρδίαν θλιϐομένην προς ἀναζήτησίν σου, δέν ἔχω μετάνοιαν, δέν ἔχω κατάνυξη, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δέν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δέν δύναται ν᾿ ἀτενίσῃ πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δέν δύναται νὰ θερμανθῇ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρός σὲ ἀγάπης.
Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου· διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῇ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ. Χάρισαί μοι λοιπόν, ὦ ἀγαθέ, τὴν χάριν σου· ὁ πατήρ, ὅστις σ᾿ ἐγέννησεν ἐκ τῶν κόλπων αὐτοῦ ἀχρόνως καὶ ἀϊδίως, ἂς ἀνανεώσῃ εἰς ἐμὲ τὰς μορφὰς τῆς εἰκόνος σου· σ᾿ ἐγκατέλιπον, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείπῃς· ἐχωρίσθην ἀπὸ σοῦ, ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου, καὶ εὐρὼν εἰσάγαγέ με εἰς τὰς νομάς σου, καὶ συναρίθμησόν με μετὰ τῶν προϐάτων τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης, καὶ διάθρεψόν με μετ᾿ αὐτῶν ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων ὑπάρχει κατοικητήριον ἡ καθαρὰ καρδία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔλλαμψις τῶν ἀποκαλύψεών σου, ἡ ὁποία ἔλλαμψις εἶναι παρηγορία καὶ ἀναψυχὴ τῶν κοπιώντων διὰ σὲ ἐν θλίψεσι καὶ διαφόροις μάστιξι· τῆς ὁποίας ἐλλάμψεως εἴθε ν᾿ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τῆς χάριτος καὶ φιλανθρωπίας σου, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸ φίλο Σου Λάζαρο καὶ τὰ μάτια Σου ἔσταξαν δάκρυα λύπης καὶ συμπάθειας, δέξου τὰ δάκρυα τῆς πικρίας μου. Μὲ τὰ πάθη Σου θεράπευσε τὰ πάθη μου. Μὲ τὰ τραύματά Σου γιάτρεψε τὰ τραύματά μου. Μὲ τὸ Ἅγιο αἷμα Σου ἄγνισε τὸ αἷμα μου καὶ ἡ εὐωδία τοῦ ζωοποιοῦ Σου σώματος ἂς μοσχομυρίσει καὶ τὸ δικό μου σῶμα. Ἡ χολή, ποὺ Σὲ πότισαν, ἂς γλυκάνει τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὶς πικρίες, ποὺ μὲ πότισε ὁ ἀντίδικος. Τὸ σῶμα Σου, ποὺ τὸ τάνυσαν πάνω στὸ Σταυρό, ἂς ἀνεβάσει σὲ Σένα τὸ νοῦ μου, ποὺ τὸν τράβηξαν κάτω οἱ δαίμονες. Τὸ κεφάλι Σου, ποὺ ἔγειρε πάνω στὸ Σταυρό, ἂς ὑψώσει τὸ δικό μου κεφάλι, ποὺ τὸ ταπείνωσε ὁ ἐχθρός. Τὰ Πανάγια χέρια Σου, ποὺ καρφώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους στὸ Σταυρό, ἂς μὲ τραβήξουν ἀπ᾿ τὸν γκρεμὸ τοῦ χαμοῦ, ὅπως ὑποσχέθηκε τὸ Πανάγιό Σου στόμα. Τὸ πρόσωπό Σου, ποὺ δέχθηκε χτυπήματα καὶ φτυσίματα ἀπὸ τοὺς καταραμένους, ἂς ὀμορφήνει τὸ πρόσωπό μου, ποὺ τὸ ἀσχήμιναν οἱ ἀνομίες μου. Ἡ ψυχή Σου, ποὺ ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τὴν παρέδωσες στὸν Πατέρα Σου, ἂς μὲ ὁδηγήσει στὴ Χάρη Σου.Δὲν ἔχω καρδιὰ ἔμπονη γιὰ ἀναζήτησή Σου. Δὲν ἔχω μετάνοια, οὔτε κατάνυξη, πράγματα ποὺ φέρνουν τὰ παιδιὰ στὴν κληρονομιά τους. Δὲν ἔχω, Κύριε, δάκρυ ἱκετευτικό. Σκοτίστηκε ὁ νοῦς μου μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ὑλικά, καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σὲ δεῖ μὲ πόνο καὶ συμπάθεια. Πάγωσε ἡ καρδιά μου ἀπ᾿ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζεσταθεῖ μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης γιὰ Σένα.
Ἀλλὰ Σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησέ μου ὁλοκληρωμένη μετάνοια καὶ καρδιὰ ἔμπονη γιὰ νὰ βγῶ καὶ νὰ Σ᾿ ἀναζητήσω μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχή, γιατί, χωρὶς Ἐσένα, εἶμαι ξένος κάθε καλοῦ. Χάρισέ μου, λοιπόν, Ἀγαθέ, τὴν Χάρη Σου. Ὁ Πατέρας Σου... ἂς ξανακαινουργώσει μέσα μου τὴν Εἰκόνα Σου. Σὲ ἐγκατέλειψα - μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψεις. Μακρύνθηκα ἀπὸ Σένα - βγὲς νὰ μ᾿ ἀναζητήσεις, νὰ μὲ βρεῖς καὶ νὰ μὲ ξαναβάλεις στὸ κοπάδι τῶν λογικῶν Σου προβάτων, καὶ νὰ μὲ θρέψεις, μαζὶ μ᾿ αὐτά, μὲ τὴ χλόη τῶν Θείων Σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων τόπος εἶναι ἡ καθαρὴ καρδιά, στὴν ὁποία παρουσιάζεται καὶ ἡ ἔλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών Σου, ποὺ εἶναι παρηγοριὰ κι ἀναψυχὴ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κοπίασαν γιὰ Σένα μὲ θλίψεις καὶ ποικίλα βάσανα. Μακάρι ν᾿ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη, μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία Σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...