Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 28, 2016

Λόγος εις την αποτομήν της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.

Προ της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ήτο ηγεμών της Ιουδαίας αλλόφυλος τις, Αντίπατρος ονόματι, αλλόφυλοι δε ελέγοντο όσοι δεν ήσαν εκ της θρησκείας των Εβραίων. Ούτος λαβών γυναίκα την θυγατέρα του βασιλέως της Αραβίας, Κύπρον λεγομένην, εγέννησεν εξ αυτής τέσσαρας υιούς, Φάσαιλον, Ηρώδην, Ιώσηπον και Φερώραν· και ο μεν Φάσαιλος εγένετο ηγεμών των Ιεροσολύμων, και ολίγον καιρόν ηγεμονεύσας εφονεύθη υπό των Πάρθων. Ο δε Ιώσηπος ετελευτησεν ιδιώτης. Ομοίως δε και ο Φερώρας, φθονηθείς υπό του αδελφού αυτού Ηρώδου, απέθανε φαρμάκω. Ο δε Ηρώδης ούτος, τέταρτος υιός του Αντιπάτρου, πρώτον μεν εγένετο ηγεμών της Γαλιλαίας· μετά δε τον θάνατον του αδελφού του Φασαίλου, επήγε και προσεκύνησε τον Καίσαρα της Ρώμης Αύγουστον, και παρέλαβε την ηγεμονίαν της Ιουδαίας. Επί του Ηρώδου τούτου εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εκ της Παρθένου Μαρίας, διότι έπρεπε να πληρωθή η προφητεία του πατριάρχου Ιακώβ η λέγουσα: «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έωςΑΝέλθη ω απόκειται». Ελθόντος δε του Χριστού αυτοδικαίως έλειψαν τότε εις τον καιρόν της γεννήσεώς Του οι βασιλείς των Ιουδαίων και εβασίλευσεν εις αυτούς ο αλλόφυλος Ηρώδης. Ούτος, καθό εθνικός, δεν ήτο ευπρόσδεκτος εις τους Εβραίους· δια τούτο πολλούς εξ αυτών εφόνευσε, κατέκαυσε δε και τας αναγραφάς των φυλών και των γενεών, όπου ήσαν συνηθροισμέναι από τον καιρόν του Έσδρα, ίνα μη γνωρίζη κανείς των Ιουδαίων από ποίαν φυλήν ή γενεάν κατήγετο. Όχι δε μόνον τούτο εποίησεν, αλλά και την ιερατικήν στολήν έβαλεν εις το θησαυροφυλάκιόν του, ίνα όστις θελήση να γίνη Αρχιερεύς να του δίδη πρώτον αργύρια, και ούτω να λαμβάνη ταύτην εξ αυτού. Ούτος εφόνευσε και τας δέκα τέσσαρας χιλιάδας βρέφη δια να φονεύση μεταξύ αυτών και τον Χριστόν.
Ηγεμονεύσας ο Ηρώδης επί 37 συναπτά έτη απέθανεν υπό μεγάλης και χαλεπούς ασθενείας. Αφήκε δε διαθήκην, ίνα οι τέσσαρες υιοί του μοιρασθώσιν εξ ίσου την βασιλείαν του, δια τούτο ωνομάζοντο τετράρχαι, ότι εκάτερος εκ των τεσσάρων είχε το τέταρτον μέρος της αρχής και εξουσίας του πατρός του. Και πρώτος ήτο ο Αρχέλαος, ο οποίος εξουσιάσας την Ιουδαίαν επί εννέα έτη απέθανεν άτεκνος. Δεύτερος ήτο ο Φίλιππος, όστις ήρχε της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας. Τρίτος ήτο ο Λυσανίας, ο οποίος εξουσίαζε την Αβιληνήν. Τέταρτος δε ήτο ο Αντύπας, ο οποίος εις μεν την ηλικίαν ήτο δεύτερος των άλλων αδελφών, ομοιάζων δε τον μιαρόν και φονέα πατέρα του εις την γνώμην, ωνομάζετο και αυτός Ηρώδης και ετετράρχει της Γαλιλαίας. Ο μιαρώτατος ούτος τετράρχης, κεκυριευμένος ων όλος υπό της αισχράς επιθυμίας, εξεδίωξε την γυναίκα του την νόμιμον, η οποία ήτο θυγάτηρ του Αρέτα, βασιλέως της Αραβίας, περί ου γράφει και ο Απόστολος Παύλος, ότι έλαβεν εις γυναίκα την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού αυτού Φιλίππου, τούτου έτι ζώντος, η οποία είχε με τον Φίλιππον μίαν θυγατέρα, λεγομένην Σαλώμην. Τούτον τον Ηρώδην ήλεγχε καθ΄ εκάστην ημέραν ο τίμιος Πρόδρομος ως παράνομον και ασεβή κατά δύο τρόπους. Πρώτον μεν, διότι εξεδίωξε την γυναίκα αυτού την νόμιμον και επήρε την Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου· δεύτερον δε ότι ο μωσαϊκός νόμος προστάσσει να λαμβάνη ο αδελφός την γυναίκα του αδελφού του, εάν ούτος αποθάνη και δεν αφήση παιδίον· εκείνη όμως είχε θυγατέρα εκ του Φιλίππου την Σαλώμην· αλλ΄ εκείνος, μη υπομένων τους ελέγχους και την κατηγορίαν του Προδρόμου, πρώτον μεν έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, μετά δε ταύτα αποστείλας στρατιώτας απεκεφάλισεν αυτόν. Αλλ΄ επειδή έως ώδε εφέραμεν την διήγησίν μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, πρέπει να φέρωμεν εις το μέσον τον θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, ίνα ακούσωμεν παρ΄ αυτού πλέον βεβαιότερον, ποία ήτο η αιτία της αποτομής της τιμίας κεφαλής του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. «Τω καιρώ εκείνω ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης την ακοήν του Ιησού (φανερόν γαρ εγένετο το όνομα Αυτού), και έλεγεν, ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη, και δια τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ. Άλλοι έλεγον· ότι Ηλίας εστίν· άλλοι δε έλεγον ότι Προφήτης εστιν, ή ως εις των Προφητών. Ακούσας δε ο Ηρώδης είπεν, ότι, ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτος εστιν· αυτός ηγέρθη εκ νεκρών». Ήτοι άλλοι έλεγον ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι, άλλοι έλεγον ότι Προφήτης είναι, ή ως ένας από τους παλαιούς Προφήτας. Ο δε Ηρώδης έλεγεν, ότι εκείνος ο Ιωάννης, τον οποίον απεκεφάλισα εγώ, είναι ο Χριστός και ανέστη εκ νεκρών. Επί της περικοπής ταύτης του Ιερού Ευαγγελίου έχομεν τας εξής πέντε απορίας. Πρώτην, εις ποίον καιρόν λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομα του Χριστού. Δευτέραν, διατί ονομάζει ο Ευαγγελιστής τον Ηρώδην βασιλέα, ενώ ήτο τετράρχης, καθώς ανωτέρω απεδείξαμεν. Τρίτην, πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι λεγόμενοι, τους οποίους αναφέρει η θεία Γραφή της Νέας Διαθήκης. Καλόν είναι να το μάθωμεν και αυτό, διότι εις μεν το δεύτερον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου ακούομεν ότι ο Ηρώδης ο βασιλεύς της Ιουδαίας εφόνευσε τα βρέφη της Βηθλεέμ, από δύο ετών και κατωτέρω, κατά τον καιρόν καθ΄ ον εγεννήθη ο Χριστός εκ της Παρθένου· πάλιν δε σήμερον ακούομεν, ότι ο Ηρώδης εφόνευσε τον Πρόδρομον, ενώ παρήλθον από Χριστού Γεννήσεως έτη τριάκοντα. Ομοίως δε και εις το κγ΄(23) Κεφάλαιον του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου ακούομεν ότι εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού ο Πιλάτος έστειλε τον Χριστόν εις τον βασιλέα της Γαλιλαίας Ηρώδην. Επίσης εις το ιβ΄ (12) Κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων ακούομεν, ότι ο βασιλεύς Ηρώδης εφόνευσε τον Απόστολον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Θεολόγου Ιωάννου, και ηβουλήθη να φονεύση και τον Απόστολον Πέτρον, αλλ΄ Άγγελος Κυρίου ηλευθέρωσεν αυτόν εκ της φυλακής. Ίνα μη σφάλωμεν λοιπόν νομίζοντες ότι εις και ο αυτός είναι ο Ηρώδης, δια τούτο πρέπει να μάθωμεν πόσοι Ηρώδαι είναι. Τετάρτην απορίαν έχομεν, διατί ο Ηρώδης ενόμιζεν, ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης ανέστη εκ των νεκρών. Πέμπτην δε, διατί ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των Προφητών. Αυτάς τας πέντε απορίας έχομεν. και δια την πρώτην απορίαν λέγομεν, ότι, ως φαίνεται, μετάκαιρόν πολύν, αφ΄ ότου ήρχισεν ο Ιησούς να διδάσκη και να θαυματουργή, ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομά του. και όχι μόνον παρήλθε καιρός έως τότε, αλλά και αφ΄ ότου απεκεφαλίσθη ο Τίμιος Πρόδρομος ημέραι πολλαί παρήλθον έως ότου έμαθεν ο Ηρώδης τα περί Χριστού. Διότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, πριν να έλθη εις την διήγησιν ταύτην, προλαβών έγραψεν ότι ο Ιωάννης, ακούσας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χριστού, έπεμψε δύο μαθητάς αυτού προς Αυτόν, ο δε Χριστός μετά ταύτα είπε μαρτυρίας αγαθάς περί του Ιωάννου, ιάτρευσε τον έχοντα την χείρα εξηραμμένην, εθεράπευσε τον δαιμονιζόμενον τυφλόν και κωφόν, ωνείδισε τους Φαρισαίους, και καθίσας περί τον αιγιαλόν εδίδασκε τους όχλους εν παραβολαίς· μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εις την πατρίδα του την Ναζαρέτ. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει, ότι η αμαρτωλός γυνή ήλειψε τον Χριστόν με το μύρον εις τον οίκον του Φαρισαίου Σίμωνος, ότι ο Χριστός ιάτρευσε τον δαιμονιζόμενον εις την χώραν των Γαδαρηνών, ανέστησε την θυγατέρα του Αρχισυναγώγου Ιαείρου και ότι απέστειλε τους δώδεκα Μαθητάς να διδάσκωσι και να θεραπεύωσι τους ασθενείς. Δια ταύτα και άλλα περισσότερα, άπερ λέγουσιν οι θείοι Ευαγγελισταί, απαιτούνται ημέραι πολλαί εις τελείωσιν· όθεν συμπεραίνομεν, ότι περίπου εξ μήνες παρήλθον, αφ΄ ότου εφόνευσε τον Ιωάννην ο Ηρώδης, έως ου ήκουσε τα περί του Χριστού. Ίδετε δε και την υπερηφανίαν του Ηρώδου άπασαι αι πόλεις της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, και οι άνθρωποι οι εγγύς και οι μακρόθεν, πάντες εγίνωσκον τα παρί Χριστού, βλέποντες τα θαύματά Του και ακούοντες την διδασκαλίαν Του και ο Ηρώδης, όστις ήτο αρχηγός εις αυτούς τους τόπους, μόλις και μετά βίας μετά τοσούτον καιρόν ήκουσε το όνομά Του. Τοιαύτην συνήθειαν έχουσιν οι άρχοντες οι υπερήφανοι και αδικηταί βραδύνουν να μάθουν τα καλά, τα οποία γίνονται εις την επαρχίαν των, πολύ δε περισσότερον, όταν έχουν και υπηρέτας κακούς. Εάν όμως γίνη καμμία παραμικρά σύγχυσις, παρευθύς ούτοι την φέρουν εις τας ακοάς του κυρίου των· εάν δε τύχη να ζη άνθρωπος ενάρετος ή αγαθός και άξιος τιμής, ή τον διαβάλλουσιν ως κακόν προς τον εξουσιαστήν των, ή ουδέ ενθύμησιν του δίδουν περί εκείνου· τοιούτοι ήσαν και οι αυλοκόλακες του Ηρώδου· δεν του ανέφερον επί τοσούτον καιρόν τα περί του Χριστού, και δια τούτο ουδέ αυτός ηδυνήθη τότε συντόμως να ακούση το όνομα του Χριστού. Αύτη είναι η λύσις της πρώτης απορίας. Δια την δευτέραν απορίαν λέγομεν, ότι αδιαφόρως γράφει τούτο ο Ευαγγελιστής, και δεν λεπτολογεί περί τας λέξεις, διότι ήξευρεν ο Ευαγγελιστής, ότι βασιλεύς λέγεται εκείνος, ο οποίος δεν έχει συνάρχοντα εις την βασιλείαν του· ο δε Ηρώδης ελέγετο τετράρχης, διότι είχε το τέταρτον μέρος της βασιλείας του πατρός του. Ότι δε αληθώς τετράρχης ήτο ο Ηρώδης και ουχί βασιλεύς, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το ιδ΄ κεφάλαιον και ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το θ΄ βεβαιώνουσι τούτο. Αρκούσι τοσαύτα και δια την δευτέραν απορίαν. Ερχόμεθα ήδη εις την λύσιν της τρίτης απορίας, ήτις είναι: πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι ονομαζόμενοι, οι οποίοι αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν; Και λέγομεν, ότι τρεις είναι: πρώτος ο υιός του αλλοφύλου Αντιπάτρου, όστις ήτο εις τον καιρόν της Γεννήσεως του Χριστού, και εφόνευσε τας δεκατέσσαρας χιλιάδας βρέφη, εξ ου ωνομάζετο βρεφοκτόνος. Δεύτερος, ο υιός τούτου, ο οποίος ελέγετο Αντύπας, περί ου αναφέρει και σήμερον ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι εφόνευσε τον Πρόδρομον. Τρίτος ο υιός του Αριστοβούλου, όστις ωνομάζετο Αγρίππας, ο οποίος παρέλαβε την ηγεμονίαν της Γαλιλαίας τότε νεωστί, εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού μας, και μετά ταύτα εφόνευσε και τον Ιάκωβον, τον υιόν του Ζεβεδαίου. Ότι δε τρεις είναι Ηρώδαι και ότι άλλος Ηρώδης ήτο εκείνος, όστις εφόνευσε τα βρέφη, και άλλος εκείνος όστις ήτο εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού, το γράφει ο Ευσέβιος Παμφίλου εν τω β΄ λόγω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και ο Φλάβιος Ιώσηπος εν τω ιη΄ λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας. Ταύτα περί της τρίτης απορίας. Προς δε την τετάρτην απορίαν, ότι διατί ο Ηρώδης ενόμιζεν ότι ανέστη εκ των νεκρών ο Πρόδρομος, λέγομεν, ότι ο Ηρώδης, ακούων τα θαύματα άτινα εποίει ο Χριστός, εσκέπτετο, ότι τα τοιαύτα θαύματα άλλος δεν θα ηδύνατο να κάμη, ειμή μόνον ο Πρόδρομος Ιωάννης, ως άγιος και δίκαιος και ασκητής, όστις επειδή αδίκως εφονεύθη ανέστη εκ νεκρών και απέκτησε την ενέργειαν των θαυμάτων. Ίδετε την αγνωσίαν του Ηρώδου· όταν τον είχε ζώντα, δεν τον ήθελε και τώρα νεκρόν τον φοβείται και ζητεί να τον ίδη, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το θ΄ κεφάλαιον: «Και εζήτει ιδείν αυτόν». Δια τούτο λέγει και τις σοφός των Ελλήνων, ότι οι άνθρωποι οι κακοί εις την γνώμην, όταν έχωσι τα αγαθά εις τας χείρας των δεν τα γνωρίζουσιν, όταν όμως τους τα αφαιρέση τις, τότε τα ενθυμούνται. Έχομεν εν συντόμω και την λύσιν της τετάρτης απορίας. Δια δε την πέμπτην, διατί τάχα ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των Προφητών, λέγομεν, ότι ως Ηλίαν μεν ενόμιζον τον Χριστόν, διότι έβλεπον, ότι όσα εποίησεν ο Ηλίας εις τους τότε καιρούς, τα κάμνει καο ο Χριστός. Ενήστευσεν εκείνος τεσσαράκοντα ημέρας, ενήστευσε και ο Χριστός τοσαύτας ημέρας· ανέστησεν εκείνος νεκρόν, τον υιόν της χήρας, ανέστησε και ο Χριστός εις την Ναϊν την πόλιν τον υιόν της χήρας, και μετά ταύτα την θυγατέρα του αρχισυναγώγου· επέρασεν εκείνος αβρόχοις ποσί τον Ιορδάνην ποταμόν, περιεπάτησε και ο Χριστός επάνω της θαλάσσης· προσηύξατο εκείνος και κατέβη βροχή εκ του ουρανού, επετίμησε και ο Χριστός τους ανέμους και την θάλασσαν, και επαύσαντο της ταραχής· ηυλόγησεν εκείνος της Σαραφθίας το καδδίον και δεν έλειψε το άλευρον, ηυλόγησε και ο Χριστός τους πέντε άρτους και εχορτάσθησαν πέντε χιλιάδες λαός· ήλεγχεν εκείνος τους ιερείς των ειδώλων και τον βασιλέα Αχαάβ, ήλεγχε και ο Χριστός τους Φαρισαίους και Γραμματείς λέγων: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη». Ακούσατε δε και άλλην αιτίαν δια την οποίαν έλεγον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Ηλίας· είναι δε αύτη ότι ο Προφήτης Μαλαχίας λέγει εις το δ΄ κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού: «ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεσβίτην». Επειδή δε ο Προφήτης Μαλαχίας, υστερώτερος ων του Προφήτου Ηλία, είπε, ότι μέλλει να έλθη πάλιν ο Προφήτης Ηλίας, δια τούτο οι άνθρωποι ανέμενον τον Ηλίαν. Δια ταύτας τας δύο αιτίας ενόμιζον οι άνθρωποι δια τον Χριστόν, ότι είναι ο Προφήτης Ηλίας. Προφήτην δε τον ενόμιζον, ή ως ένα των Προφητών, διότι ως οι Προφήται οι περισσότεροι δεν ήξευραν γράμματα, μόνον εκ Πνεύματος Αγίου ελάλουν, ομοίως και ο Χριστός, μη γνωρίζων γράμματα, εδίδασκε τους Εβραίους εν παραβολαίς· δια τούτο και άλλοτε θαυμάζοντες έλεγον: «Πως ούτος οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς;» Αλλ΄ επειδή ελύσαμεν τας πέντε απορίας, ας έλθωμεν και εις την άλλην ρήσιν του Ευαγγελιστού Μάρκου. «Αυτός γαρ ο Ηρώδης αποστείλας εκράτησε τον Ιωάννην και έδησεν αυτόν εν τη φυλακή δια Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού, ότι αυτήν εγάμησεν· έλεγε γαρ ο Ιωάννης τω Ηρώδη, ότι ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου. Η δε Ηρωδιάς ενείχεν αυτώ και ήθελεν αυτόν αποκτείναι, και ουκ ηδύνατο· ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον, και συνετήρει αυτόν· και ακούσας αυτού πολλά εποίει, και ηδέως αυτού ήκουεν». Έχομεν και ώδε εξ ζητήματα· πρώτον μεν, πως έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα του αδελφού του· δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, συζευχθείς την γυναίκα του αδελφού του· τρίτον, άραγε ο Ηρώδης ούτος Εβραίος ήτο κατά την θρησκείαν ή αλλόφυλος; Διότι τινές τον λέγουσιν αλλόφυλον. Τέταρτον, τίνος ένεκεν τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα· πέμπτον, πόθεν εγίνωσκεν ο Ηρώδης τον Ιωάννην, ως λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι ήτο άνθρωπος άγιος και δίκαιος· έκτον, αφ΄ ου τον ήξευρεν άγιον και δίκαιον και μετά πάσης προθυμίας ήκουε τους λόγους του, διατί τον εφόνευσε. Και δια μεν το πρώτον ζήτημα λέγομεν ιστορίαν τινά, δανεισθέντες παρά του Φλαβίου Ιωσήπου, όστις ήτο άνθρωπος σοφός, Εβραίος την θρησκείαν, τεσσαράκοντα έτη μετά από την σταύρωσιν του Χριστού, επί της βασιλείας του Καίσαρος Ουεσπασιανού· έγραψε δε εις πολλά βιβλία Ελληνιστί τας από κτίσεως κόσμου Ιστορίας, μέχρι και της τελευταίας αλώσεως των Ιεροσολύμων· ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάλιστα ονομάζει τον Φλάβιον φιλαλήθη και αψευδή ιστοριογράφον. Κατά το ζ΄ (7) όθεν κεφάλαιον του ιη΄ (18) λόγου της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας του Φλαβίου, ο Ηρώδης ούτος, ο και Αντύπας λεγόμενος, ακόμη όταν έζη ο πατήρ του, ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε λάβει εις γυναίκα την θυγατέρα του Αρέτα του βασιλέως της Πετραίας Αραβίας, διότι είναι και άλλη, Ευδαίμων Αραβία ονόματι. Εφ΄ όσον λοιπόν έζη ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε και ούτος ο Αντύπας Ηρώδης την γυναίκα του και συνεβίουν εν συμπνοία· μετά τον θάνατον όμως του πατρός του, ακούσατε εις ποίον κρημνόν τον ωδήγησε η μυσαρά αγάπη. Ο πατήρ του, όταν απέθνησκεν, είχεν αφήσει διαθήκην ότι ο μεγαλύτερος υιός του Αρχέλαος να λάβη μετά του θρόνου την Ιουδαίαν και την Σαμάρειαν, οι δε άλλοι τρεις, ήτοι ούτος ο Αντύπας, ο Φίλιππος και ο Λυσανίας να λάβωσι τας έξω επαρχίας, την Γαλιλαίαν, την Ιτουραίαν και την Αβιληνήν. Ώρισε δε τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριον εκτελεστήν και κηδεμόνα της διαθήκης του. Ο Ηρώδης όμως ούτος, εναντιούμενος προς τον αδελφόν του τον Αρχέλαον περί του θρόνου, και θέλων να γίνη αυτός εξουσιαστής της Ιουδαίας, επειδή είχε τα Ιεροσόλυμα και τον ναόν των Εβραίων, ηβουλήθη να υπάγη εις την Ρώμην προς τον Τιβέριον επί τω σκοπώ τούτω. Αναχωρών λοιπόν εις Ρώμην επεσκέφθη τον αδελφόν του Φίλιππον, αλλ΄ εκεί είδε και την γυναίκα αυτού την Ηρωδιάδα, η οποία ήτο θυγάτηρ μεν του Αριστοβούλου, αδελφή δε του Αγρίππα του μετονομασθέντος Ηρώδου, περί του οποίου προείπομεν, ότι ήτο εις τον καιρόν της σταυρώσεως του Χριστού. Και ως την είδε, παρευθύς εισήλθεν εις έρωτα σατανικόν, και κάμνει ορκωμοσίαν μετ΄ αυτής, ότι όταν επιστρέψη εκ Ρώμης, να διώξη μεν την θυγατέρα του Αρέτα, να λάβη δε αυτήν την Ηρωδιάδα εις γυναίκα του. Αφού λοιπόν επέστρεψεν εκ Ρώμης ήρχισε να μισή την πρώτην του γυναίκα, άνευ ουδεμιάς αιτίας· αύτη δε μαθούσα παρά τινος εμπίστου ευνούχου της την υπόθεσιν ότι ώμοσε να συζευχθή την Ηρωδιάδα και να εκδιώξη αυτήν, εσκέφθη τίνι τρόπω να ελευθερωθή από τας χείρας του χωρίς να εκτεθή προφασισθείσα όθεν ασθένειαν μετέβη εις τας θέρμας. Ήσαν δε τότε θερμά ύδατα πλησίον της Ιεριχούς εις εν φρούριον, όπερ ωνομάζετο Μαχαιρούς και έκειτο σύνορον εις το μέσον της Γαλιλαίας, την οποίαν ώριζεν ο Ηρώδης, και της Αραβίας, την οποίαν ώριζεν ο Αρέτας. Απ΄ εκεί έστειλεν επιστολάς κρυφίως εις τον πατέρα της, να στείλη ανθρώπους να την παραλάβωσι, διότι μέλλει να την φονεύση ο σύζυγός της δια τον έρωτα της Ηρωδιάδος· παρευθύς δε ο Αρέτας αποστείλας στρατιώτας την παρέλαβε και την διέσωσε. Τότε ο μιαρός Ηρώδης, ευρών εύλογον αιτίαν, εφανέρωσε την μιαράν του βουλήν, και συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα, κατά την συμφωνίαν των. Είχε δε η Ηρωδιάς εκ του Φιλίππου τότε μίαν θυγατέρα, ονομαζομένην Σαλώμην, ως το προείπομεν, την οποίαν, όταν ήλθεν εις τον Ηρώδην, την συμπαρέλαβε, κορασίδα ούσαν μικράν. Τοιουτοτρόπως, ευλογημένοι Χριστιανοί, έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα του αδελφού του. Έχομεν όθεν την λύσιν του πρώτου ζητήματος. Προς το δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, λαβών την γυναίκα του αδελφού του, λέγομεν, ότι πρώτον μεν νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης τον εξής, όστις λέγει εις το ιη΄ κεφάλαιον του Λευϊτικού «Ασχημοσύνην γυναικός αδελφού σου ουκ αποκαλύψεις· ασχημοσύνη αδελφού σου εστιν». Δεύτερον δε νόμον παρέβη τον λέγοντα, εις το κ΄ (20) κεφάλαιον του αυτού Λευϊτικού: «Ος εάν λάβη γυναίκα του αδελφού αυτού, ακαθαρσία εστίν· ασχημοσύνην του αδελφού αυτού απεκάλυψεν, άτεκνοι αποθανούνται». Τρίτον δε νόμον παρέβη, τον κελεύοντα εν τω κε΄ (25) κεφαλαίω του Δευτερονομίου: «Εάν δε κατοικώσιν αδελφοί επί το αυτό και αποθάνη εις εξ αυτών, σπέρμα δε μη η αυτώ, ουκ έσται η γυνή του τεθνηκότος έξω ανδρί μη εγγίζοντι· ο αδελφός του ανδρός αυτής εισελεύσεται προς αυτήν, και λήψεται αυτήν εαυτώ γυναίκα και συνοικήσει αυτή και έσται το παιδίον, ο εάν τέκη, κατασταθήσεται εκ του ονόματος του τετελευτηκότος, και ουκ εξαλειφθήσεται το όνομα αυτού εξ Ισραήλ». Ακούετε πότε λέγει ο μωσαϊκός νόμος, ότι είχεν εξουσίαν ο αδελφός να λαμβάνη του αδελφού του την γυναίκα; Όταν αποθάνη άτεκνος. Ώστε όταν έζη ή απέθνησκε και άφηνε παιδίον, τότε δεν είχεν εξουσίαν να την συζευγνύηται. Ο δε Ηρώδης και εις αμφότερα παρενόμησε, διότι συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου, και διότι, και εάν απέθνησκεν ο Φίλιππος, ουδέ τότε δεν ήτο νόμιμον να την λάβη σύζυγον, επειδή είχε παιδίον την Σαλώμην. Αρκούσι τοσαύτα και δια το δεύτερον ζήτημα. Ερχόμεθα ήδη εις την λύσιν του τρίτου ζητήματος, εάν ο Ηρώδης ούτος ήτο Εβραίος κατά την θρησκείαν ή αλλόφυλος, ως διϊσχυρίζονται τινες ιστοριογράφοι. Νομίζω δε ότι και τούτου του ζητήματος πάντες θα ομολογήσητε την λύσιν, ότι Εβραίος ήτο διότιΑΝ δεν ήτο Εβραίος, ποίαν παρανομίαν εποίησε δια την οποίαν τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος, αφού δεν θα είχε τοιούτον νόμον να μη λαμβάνη την γυναίκα του αδελφού του; ώστε δεν ήτο ανάγκη να τον ελέγχη ο Πρόδρομος, εάν δεν ήτο Εβραίος παραβάτης του μωσαϊκού νόμου· ότι δε Εβραίος ήτο ο Ηρώδης, και ο προρρηθείς χρονογράφος Ιώσηπος το αποδεικνύει δια πολλών ιστορικών τεκμηρίων εν τω ια΄ (11) λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας, και εν τω β΄ λόγω της ιουδαϊκής αλώσεως. Έχομεν λοιπόν και την λύσιν του τρίτου ζητήματος. Ερχόμεθα ήδη εις το τέταρτον ζήτημα, το οποίον ήτο δια τι τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα; Ιδού δε η απόκρισις. Ο Τίμιος Πρόδρομος απεστάλη εκ Θεού, και ήλθεν εκ της ερήμου εις την περίχωρον του Ιορδάνου, ίνα κηρύξη μετάνοιαν, καθώς το λέγει και ο θείος Λουκάς εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω, ότι ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών. Όθεν επειδή ήλθε δια να κηρύξη μετάνοιαν, δια τούτο δικαίως ήλεγχε τον Ηρώδην, όπως μετανοήση και αποδιώξη την παράνομον Ηρωδιάδα. Ήτο δε δίκαιος ο έλεγχος και επιβεβλημένος υπό του Νόμου, διότι ο Μωϋσής εν τω ιθ΄ (19) κεφαλαίω του Λευϊτικού προστάσσει: «Ελεγμώ ελέγξεις τον πλησίον σου, και ου λήψη δι΄ αυτόν αμαρτίαν»· και ο Προφήτης Αββακούμ εν τω β΄ (2) κεφαλαίω: «Εάν υποστείληται ο δίκαιος, ουκ ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ»,  ήτοι λέγει ο Θεός εάν φοβηθή ο δίκαιος και δεν ελέγξη τον παράνομον, δεν θα είναι η αγάπη μου μετ΄ αυτού. ομοίως και ο Προφήτης Ιερεμίας εν τω ιε΄ (15) κεφαλαίω: «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση». Ωσαύτως και ο Προφήτης Δαβίδ εν τω ριη΄(118) ψαλμώ: «Παρανόμους εμίσησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα». Όθεν και ο Πρόδρομος, θέλων να γίνη ως στόμα Θεού, καλώς ποιών προσεπάθει μετά καλού τρόπου να τον επιστρέψη εκ της παρανομίας. Ότι δε ο έλεγχος του Προδρόμου δεν ήτο προς έχθραν, αλλά προς ειρήνην, είναι ευνόητον, διότι δεν του έλεγεν, ασεβέστατε, μιαρέ και παράνομε, διατί έλαβες την γυναίκα του αδελφού σου; Αλλά, δεν είναι νόμιμον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου. Τούτον τον έλεγχον προβλέπων ο Προφήτης Μαλαχίας είπεν εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω: «Και έσομαι Μάρτυς ταχύς επί τους φαρμακούς και επί τας μοιχαλίδας». Παραπλησίως δε και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει: «Και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην». Ταύτα και δια το τέταρτον ζήτημα. Ως προς το πέμπτον ζήτημα περί του πόθεν εγνώριζεν ο Ηρώδης τον Ιωάννην, ότι ήτο άνθρωπος δίκαιος και άγιος, αποκρινόμεθα ότι πρώτον πρέπει να μάθωμεν, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος λέγεται άγιος, και τότε θα εννοήσωμεν εκ τίνων και ποίων σημείων εγνώριζεν ο Ηρώδης τον Πρόδρομον άγιον και δίκαιον. Δίκαιος μεν λέγεται εκείνος ο άνθρωπος, όστις ούτε την πλεονεξίαν αγαπά ούτε την μειονεξίαν. Και πλεονεξία μεν είναι, όταν επί παραδείγματι εις διανομήν κοινού πράγματος προσπαθής να λάβης εσύ περισσότερον από τους συντρόφους σου ή από άλλην συναλλαγήν, μειονεξία δε είναι όταν εις τους άλλους δίδης το περισσότερον, και εσύ λαμβάνης το ολιγώτερον. Ταύτα είναι έξω της δικαιοσύνης. Ομοίως εάν είσαι δικαστής, και βοηθής τους φίλους σου, έστω καιΑΝ δεν έχουν δίκαιον, και τότε έξω της δικαιοσύνης πράττεις· επειδή εκείνους τους αδικούντας φίλους σου, εις τους οποίους έπρεπε να δώσης το ολιγώτερον, τους δίδεις το περισσότερον, εις δε τους άλλους, οίτινες έχουν δίκαιον, αλλά δεν είναι φίλοι σου, τους δίδεις το ολιγώτερον. Ο δε δίκαιος δεν παρασύρεται από τας φιλίας ή τας έχθρας, αλλ΄ εις πάντας απονέμει το δίκαιον. Άγιος δε λέγεται εκείνος, όπου έχει την ψυχήν και το σώμα καθαρόν από φόνους, από πορνείας και από πάσαν άλλην αμαρτίαν. Τας δύο ταύτας αρετάς, ήτοι την αγιωσύνην και την δικαιοσύνην μόνος ο Χριστός τας είχε κυρίως και καθολικώς· δια τούτο και ο Απόστολος Πέτρος εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω των Πράξεων, δημηγορών προς τους Εβραίους λέγει: «Υμείς δε τον Άγιον και Δίκαιον ηρνήσασθε», ήτοι τον Χριστόν· οι δε άνθρωποι κατά χάριν έχουσι τας δύο ταύτας αρετάς. Όθεν και όσοι λέγονται δίκαιοι και άγιοι διαφέρουσι μεταξύ των, και άλλος μεν είναι ολίγον δίκαιος ή άγιος, άλλος δε περισσότερον, κατά την χρήσιν, την οποίαν κάμνει έκαστος της δικαιοσύνης ή της ψυχής και του σώματος. Όστις όθεν ευσεβής Χριστιανόε φυλάττει τας εντολάς του Θεού λέγεται εις την Γραφήν δίκαιος και άγιος. Και έχομεν τας περί τούτου μαρτυρίας του Προφήτου Αββακούμ και του Αποστόλου Παύλου, διότι ο μεν Αββακούμ λέγει εν τω β΄ κεφαλαίω: «Ο δε δίκαιος εκ πίστεώς μου ζήσεται» · ο δε Παύλος εν μεν τω πρώτω κεφαλαίω της προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής λέγει: «Δικαίω νόμος ου κείται». Εν δε τω έκτω της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής: «Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων;» ομοίως δε και εν τω πρώτω της προς Εφεσίους: «Παύλος Απόστολος Ιησού Χριστού, δια θελήματος Θεού, τοις αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω και πιστοίς εν Χριστώ Ιησού». Και πάλιν εν τω πρώτω της προς Φιλιππησίους: «Παύλος και Τιμόθεος δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι τοις Αγίοις τοις ούσιν εν Φιλίπποις» · και εν τω τετάρτω της αυτής: «Ασπάσασθε πάντα άγιον εν Χριστώ Ιησού, ασπάζονται ημάς πάντες οι Άγιοι». Ωσαύτως και εις το ε΄ κεφάλαιον της προς Θεσσαλονικείς πρώτης επιστολής γράφει: «Ορκίζω υμάς τον Κύριον, αναγνωσθήναι την επιστολήν πάσι τοις αγίοις αδελφοίς»· και σχεδόν ειπείν άπειροι είναι αι περί τούτων μαρτυρίαι της θείας Γραφής. Εφ΄ όσον όθεν απεδείξαμεν δια των μαρτυριών εκ της θείας Γραφής, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος λέγεται άγιος, ας έλθωμεν να ίδωμεν από ποία δεδομένα ο Ηρώδης εγίγνωσκεν, ότι ο θείος Πρόδρομος ήτο δίκαιος και άγιος. Δίκαιον μεν τον εγνώριζεν, διότι εδίδασκε τους τελώνας, ως λέγει ο θείος Λουκάς, εις το γ΄ κεφάλαιον: «Μηδέν πλέον παρά το διατεταγμένον υμίν πράσσετε» και διότι ενουθέτει τους στρατιώτας: «Μηδένα διασείσητε, μηδέ συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών». Ταύτα και τα τοιαύτα της δικαιοσύνης είναι τεκμήρια. Άγιον δε τον ήξευρεν, ότι ήτο σχεδόν ειπείν όλως δι΄ όλου ως άσαρκος, επειδή δεν έτρωγε παντελώς όσα έτρωγαν οι άλλοι άνθρωποι, καθώς το μαρτυρεί και ο Χριστός εις το ια΄ κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου: «Ήλθεν ο Ιωάννης, μήτε εσθίων, μήτε πίνων», αλλ΄ έτρωγεν ακρίδας και μέλι άγριον, ο δε τοιούτος εγρατής το σώμα φανερόν είναι ότι ήτο και τη ψυχή και τω πνεύματι καθαρός και άγιος. Έχομεν και την λύσιν του πέμπτου ζητήματος. Δια δε το έκτον ζήτημα, διατί, αφ΄ ου τον εγνώριζε δίκαιον και άγιον, και μετά καλής καρδίας ήκουσε τους λόγους του, διατί, λέγω, τον εφόνευσε; Τούτο μόνος ο Ευαγγελιστής Μάρκος θα το λύση, λέγων την αιτίαν δι΄ ην παρεκινήθη ο Ηρώδης και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ας ακούσωμεν τους λόγους του. «Και γενομένης ημέρας ευκαίρου, ότε Ηρώδης τοις γενεσίοις αυτού δείπνον εποίει τοις μεγιστάσιν αυτού και τοις χιλιάρχοις και τοις πρώτοις της Γαλιλαίας, και εισελθούσης της θυγατρός αυτής της Ηρωδιάδος και ορχησαμένης και αρεσάσης τω Ηρώδη και τοις συνανακειμένοις, είπεν ο βασιλεύς τω κορασίω· αίτησόν με ο εάν θέλης, και δώσω σοι, και ώμοσεν αυτή ότι ο εάν με αιτήσης δώσω σοι, έως ημίσους της βασιλείας μου».                                            Ως γνωστόν, συνήθειαν είχον οι παλαιοί βασιλείς οι μεν να εορτάζωσι την ημέραν, καθ΄ ην εγεννήθησαν, οι δε την ημέραν, καθ΄ ην εκάθησαν εις τον βασιλικόν θρόνον ως ευτυχισμένης ημέρας. Τούτο δε ήτο πλάνη και αφορμή προς ματαίαν δαπάνην. Κατ΄ αυτήν λοιπόν την ημέραν και ο Ηρώδης πανηγυρίζων τα γενέθλιά του εφίλευε τους άρχοντας και τους χιλιάρχους και τους πρώτους της Γαλιλαίας, ότι αυτής μόνης ετετράρχει τότε. Ω συμποσίου μισητού, παρανομίας και φόνου πεπληρωμένου! Ω θέατρον σατανικόν! Ω χόρευμα παράνομον, και δωρεά τούτου παρανομωτέρα! Ω τράπεζα πλήρης αιμάτων! Είθε να μη εγεννάσο, Ηρώδη, δια τον φόνον όπου έκαμες, διότι τον λύχνον του φωτός έσβεσας, τον δίκαιον ηδίκησας, τον Άγιον εθανάτωσας! Τα θηρία τον ηυλαβούντο εις την έρημον, και συ δεν τον ηυλαβήθης να μην τον φονεύσης, αλλά τον εφόνευσας δια μιας ασέμνου κόρης την όρχησιν! Ο κόσμος όλος δεν ήτο αντάξιος της τιμίας κεφαλής του, και συ την εχάρισες δι΄ εν χόρευμα! Δεν ακούεις τον Σολομώντα, λέγοντα εις το ε΄ κεφάλαιον των Παροιμιών: «Μη πρόσεχε φαύλη γυναικί· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, η προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονημένον μάλλον μαχαίρας διστόμου»· και πάλιν εις το ιη΄ κεφάλαιον: «Ο κατέχων μοιχαλίδα, άφρων και ασεβής». Δια μιας γυναικός μοιχαλίδος θέλημα, ειπέ μοι, εφόνευσας τον Ιωάννην, τον οποίον εγνώριζες δίκαιον και Άγιον; Ω πόσα κακά ποιεί η μέθη, ευλογημένοι Χριστιανοί! Τον βίον δαπανά, τον νουν σκοτίζει, το σώμα παραλύει, την τιμήν ελαττώνει, τέλος και εις την αιώνιον κόλασιν οδηγεί τον άνθρωπον ως και ο θείος Απόστολος Παύλος εν τω στ΄ κεφαλαίω της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής λέγει. Δια τούτο λέγει επίσης και ο σοφός Σολομών εις το κ΄ κεφάλαιον των Παροιμιών: «Ακόλαστον οίνος και υβριστικόν μέθη» και πάλιν εις το κγ΄ κεφάλαιον: «Πας μέθυσος και πορνοκόπος πτωχεύσει· εάν γαρ εις τας φιάλας και τα ποτήρια δως τους οφθαλμούς σου, ύστερον περιπατήσεις γυμνότερος υπέρου» · και ο Απόστολος Παύλος εν τω πέμπτω κεφαλαίω της προς Εφεσίους Επιστολής: «Μη μεθύσκεσθε οίνω εν ω εστιν ασωτία». Δια τούτο ας φύγωμεν, αδελφοί, την πολυποσίαν και μέθην, ως αιτίαν της κολάσεως. Ίδετε τον Ηρώδην· εν όσω ήτο νήστις, εφοβείτο και εντρέπετο τον Τίμιον Πρόδρομον, ότε δε εμέθυσεν, ετελείωσε και τον φόνον. Ω! πόσην κουφότητα φρενών είχεν ο ταλαίπωρος! Δια μίαν όρχησιν υπεσχέθη το ήμισυ της βασιλείας του· και όχι μόνον απλώς υπεσχέθη, αλλά και μεθ΄ όρκου επεβεβαίωσεν ότι, ει τι ζητήση, θα της το δώση. Αλλ΄ εάν εζήτει την κεφαλήν του, θα έμενεν εις τον όρκον του; Βλέπετε εις τι τον κατήντησεν η μέθη και ο έρως της μιαράς γυναικός; Δια τούτο λέγει και ο σοφός Σολομών εις το ιβ΄ κεφάλαιον των Παροιμιών: «Ώσπερ εν ξύλω σκώληξ, ούτω άνδρα απόλλυσι γυνή κακοποιός» · ήτοι, ως ο σκώληξ τρώγει το ξύλον, ομοίως και η κακότροπος γυνή ημέραν και νύκτα τρώγει τον άνδρα της. Τοιαύτη ήτο η Ηρωδιάς εκείνη, διότι καθ΄ εκάστην ώραν τοιαύτα προς τον Ηρώδην έλεγεν, άπερ και η Σοφία του Σολομώντος προλέγει εις το β΄ κεφάλαιον: «Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστι και εναντιούται τοις έργοις ημών και ονειδίζει ημίν αμαρτήματα νόμου και επιφημίζει ημίν αμαρτήματα παιδείας ημών. Επαγγέλλεται γνώσιν έχειν Θεού και παίδα Κυρίου εαυτόν ονμάζει. Εγένετο ημίν εις έλεγχον εννοιών ημών.  Βαρύς εστιν ημίν και βλεπόμενος, ότι ανόμοις τοις άλλοις ο βίος αυτού, και εξηλλαγμέναι αι τρίβοι αυτού. Εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ, και απέχεται των οδών ημών ως από ακαθαρσιών…θανάτω ασχήμονι καταδικάσωμεν αυτόν». Ταύτα και τοιαύτα λέγουσα καθ΄ εκάστην ημέραν και ώραν η Ηρωδιάς κατέπεισε τον φρενόληπτον Ηρώδην, και εγένετο προφητοκτόνος. Αλλ΄ ας επανέλθωμεν όμως εις τον θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, όστις συνεχίζει. «Η δε εξελθούσα είπε τη μητρί αυτής· τι αιτήσομαι; Η δε είπε· την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού· και εισελθούσα ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα ητήσατο λέγουσα· θέλω ίνα μοι δως εξ αυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού». Ω μιαράς μητρός μιαρώτατον γέννημα! Ω συμβουλής παρανόμου παρανομώτερον ζήτημα! Προτιμότερον είχε τον φόνον του Προφήτου, παρά το ήμισυ της βασιλείας. Εδίψα η μιαρά λέαινα να πίη το αίμα του δικαίου· δια τούτο και τότε όπου εύρε καιρόν επιτήδειον, ως κακή έχιδνα, έρριψε το πικρόν δηλητήριον με την απαλήν γλώσσαν της θυγατρός της εις τα ώτα του μεθύσου Ηρώδου. Και διατί λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι εισήλθεν ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα; Δια να δείξη, ότι η μήτηρ αυτής, μάλλον δε ο διάβολος την ηνάγκαζε να τελειώση τον φόνον· επειδή εκείνο το οποίον εμελέτα η μιαρά τοσούτον καιρόν, εύρε κατάλληλον ώραν να το κάμη, δια τούτο ηνάγκασε και την θυγατέρα. Τι είπε το ασελγές κοράσιον προς τον Ηρώδην; Θέλω ίνα μοι δως εξ αυτής, τουτέστι παρευθύς, ταύτην την ώραν. Εφοβείτο η μιαρά να μη παρέλθη ώρα, και ξεμεθύση ο Ηρώδης, και μετανοήσας δεν τον φονεύση, δια τούτο λέγει: θέλω πάραυτα, ταύτην την ώραν, ταύτην την στιγμήν να μου δώσης επί πίνακι την κεφαλήν του Βαπριστού Ιωάννου. Και διατί δεν είπεν, ότι θέλω να φέρης ώδε τον Ιωάννην, να τον αποκεφαλίσης; Διότι και κατά φαντασίαν έφριττε την παρουσίαν του, εφοβείτο τον έλεγχόν του, να μη ακούση πάλιν το «ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου». Και ώσπερ τα μικρά ζωϋφια, όπου πέτονται, όταν προσεγγίσωσιν εις μεγάλην πυράν, παρευθύς αφανίζονται, ούτω και εκείνη, παράνομος ούσα και μοιχαλίς, απέφευγε την φοβεράν όψιν του Προφήτου. Και πάλιν, δεν είπεν απλώς, θέλω να στείλης να τον φονεύσης εις την φυλακήν, αλλά να μου δώσης την κεφαλήν του εντός πινακίου, διότι υπωπτεύετο ότι δεν θα τον φονεύση, καθό δίκαιον και άγιον και υπό πάντων υποληπτόμενον· δια τούτο ζητεί και την κεφαλήν του να την ίδη οφθαλμοφανώς κεκομμένην, να εκδικηθή τον έλεγχον της μητρός της. Ω της ανοχής σου, βασιλεύς! Και πως δεν εσχίσθη η γη να την καταπίη, πως δεν εκόλλησεν η γλώσσα της εις τον λάρυγγά της, όταν ήνοιξε το μιαρόν της στόμα να ζητήση το τοιούτον παράνομον ζήτημα; Αλλ΄ όμως η άρρητος βουλή του Θεού έπρεπε να πληρωθή δια δύο αιτίας· πρώτην μεν, ίνα πορευθείς ο Ιωάννης εν τω Άδη κηρύξη τοις απ΄ αιώνος νεκροίς την έλευσιν του Χριστού, καθώς εκήρυξε και επί της γης λέγων: «Έρχεται ο ισχυρότερός μου»· δευτέραν δε, ίνα, όταν αδίκως πειράζωνται οι Άγιοι, έχωσι παρηγορίαν και παραμυθίαν ακούοντες όσα έπαθεν ο Τίμιος Πρόδρομος. «Και περίλυπος γενόμενος ο βασιλεύς δια τους όρκους και τους συνανακειμένους ουκ ηθέλησεν αυτήν αθετήσαι· και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτορα επέταξεν ενεχθήναι την κεφαλήν αυτού. Ο δε απελθών απεκεφάλισεν αυτόν εν τη φυλακή, και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω, και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής· και ακούσαντες οι μαθηταί αυτού ήλθον και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν τω μνημείω». Ιδέτε, ευλαβείς Χριστιανοί, την αγνωσίαν του Ηρώδου· τους φίλους εντρέπετο να μη φανή ψεύστης, και τον Θεόν τον Ποιητήν του ουρανού και της γης δεν εφοβείτο, αλλ΄ υπεκρίνετο ότι λυπείται επί τούτω και αγανακτεί· εάν όμως ούτως είχε το πράγμα, δεν θα τον εφυλάκιζεν εις την αρχήν. Καλύτερον μεν ήτο να μη ώμνυεν, αφ΄ ου δε πλέον ώμοσεν, έπρεπε να παραβή τον τοιούτον άλογον όρκον του, διότι και ο Προφήτης Δαβίδ ούτω λέγει: «Ώμοσα, και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου, ουχί του ποιήσαι παρανομίαν». Ότι δε φαινομενικώς ελυπήθη ο Ηρώδης και ουχί τη αληθεία, δύναται πας τις να το αντιληφθή· διότι εάν αληθώς ελυπείτο να φονεύση τον Πρόδρομον, έπρεπε να είπη προς τους συγκαθημένους. Ω φίλοι, εγώ έως το ήμισυ της βασιλείας μου υπεσχέθην να δώσω και το δίδω· εγώ βίον υπεσχέθην, ώμοσα, ει τι μου ζητήση να της το δώσω, και δεν παραβαίνω τον λόγον μου. Ας ζητήση ό,τι είναι εις την εξουσίαν μου, ανθρώπου δε φόνον, και ουχ απλώς ανθρώπου, αλλά δικαίου και αγίου και Προφήτου και Βαπτιστού, του οποίου ο κόσμος όλος δεν είναι αντάξιος, δεν εξουσιάζω εγώ να τον χαρίσω. Δεν είπε τοιαύτα ο Ηρώδης, διότι είχε και αυτός διάθεσιν να τον φονεύση, τον εμίσει και αυτός, ως και η Ηρωδιάς,ΑΝ και εφαίνετο κατά πρόσωπον, ότι τον αγαπά· αυτό το μίσος προβλέπων ο Προφήτης Αμώς έλεγεν εις το ε΄ κεφάλαιον της προφητείας του: «Εμίσησαν εν πύλαις ελέγχοντα, και λόγον όσιον εβδελύξαντο». Ας εξετάσωμεν ήδη να μάθωμεν, τι εννοεί ο ιερός ούτος Ευαγγελιστής λέγων: «Και ακούσαντες οι Μαθηταί αυτού ήλθον και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν μνημείω». Πρώτον μεν, τίνες ήσαν οι Μαθηταί αυτού· δεύτερον τι θα είπη πτώμα· τρίτον τι εγένετο η Τιμία Κεφαλή του Προδρόμου και πως ευρίσκεται το λείψανον αυτού. και ως προς το πρώτον λέγομεν, ότι οι μαθηταί του Προδρόμου ήσαν μεν και άλλοι πολλοί ανώνυμοι, ονομαστί δε ήσαν ο Απόστολος Ανδρέας και ο Θεολόγος Ιωάννης, καθώς αναφέρει ρητώς ο ίδιος ούτος Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης εν τω α΄ κεφαλαίω του κατ΄ αυτόν Αγίου Ευαγγελίου, οίτινες ηκολούθησαν κατόπιν τον Χριστόν. Προς δε το δεύτερον λέγομεν, ότι πρέπει να γνωρίζητε ότι οι αρχαίοι σοφοί των Ελλήνων με τέσσαρα ονόματα προσονομάζουν το σώμα του ανθρώπου, ήτοι δέμας, σκήνος, σώμα και πτώμα. Δέμας μεν το λέγουσιν, ότι είναι οιονεί δέμα και δεσμός της ψυχής· διότι η ψυχή ούτως εις το σώμα, ως εις μεγάλα δεσμά, είναι πεφυλακισμένη· δια τούτο παρακαλεί ο Προφήτης Δαβίδ, να ελευθερωθή από την φυλακήν του σώματος λέγων: «Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου, του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου». Επειδή, εάν δεν ελευθερωθή η ψυχή από το σκότος της φυλακής του σώματος, δεν δύναται να ίδη το φως του Θεού, ουδέ να ομιλήση καθαρώς και αμέσως μετά του Θεού. Σκήνος δε ονομάζουν το σώμα, διότι είναι ως σκηνή της ψυχής· και καθώς ο άνθρωπος, διαμείνας επ΄ αρκετόν κάτωθι σκηνής, εξέρχεται και υπάγει εις άλλον τόπον, και τίποτε απ΄ εκεί δεν λαμβάνει, ομοίως και η ψυχή κατοικεί μεν εις το σώμα όσον είναι το θέλημα του Θεού, μετά δε ταύτα, όταν εξέρχεται να υπάγη προς τον Θεόν, δεν λαμβάνει μηδέν από το σώμα. Σώμα δε το λέγουν, διότι είναι ως σήμα, ήτοι τάφος της ψυχής, επειδή είναι τεθαμμένη και κλειδωμένη εις αυτό, καθώς προείπον. Πτώμα δε το ονομάζουν, διότι, ως εξέλθη η ψυχή απ΄ αυτό, παρευθύς πλέον δεν δύναται να σταθή όρθιον, αλλά πίπτει κάτω. Προς αυτήν την έννοιαν φέρει και ο λόγος του Χριστού, λέγοντος εις το κδ΄ κεφάλαιον του κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου: «Όπου εάν η το πτώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί»· ήτοι, ως καθώς εις το νεκρόν σώμα συντόμως συνάζονται οι αετοί, ομοίως και όπου θα φανή ο Χριστός εν τη Δευτέρα παρουσία μέλλουσι να συναχθώσι πάντες οι Άγιοι πετόμενοι, ως αετοί εν νεφέλαις, εις απάντησιν αυτού. Αετοί μεν οι Άγιοι λέγονται δια το καθαρόν του οφθαλμού της ψυχής των, τουτέστι του νου. Πτώμα δε ονομάζεται ο Χριστός, διότι χωρισθείσης της αγίας αυτού ψυχής έπεσε το σώμα εις τον τάφον. Προς δε το τρίτον λέγομεν, ότι η παράνομος Ηρωδιάς τότε μεν κατέχωσε την Τιμίαν ταύτην Κεφαλήν εντός του κήπου του Ηρώδου, εις κεκρυμμένον τόπον, μεταγενεστέρως όμως, κατ΄ αποκάλυψιν του Τιμίου Προδρόμου, την εύρον δύο Μοναχοί, οι οποίοι μετέβησαν δια να προσκυνήσωσιν εις τα Ιεροσόλυμα· και κατά διαδοχήν ευρίσκοντο μέρη εκ ταύτης και έως του νυν εις διαφόρους τόπους. Το δε τίμιον αυτού σώμα ετάφη μεν υπό των μαθητών αυτού εν τη Σεβαστή Καισαρεία κειμένη εν τη Παλαιστίνη, την οποίαν περιετείχισεν ο βρεφοκτόνος Ηρώδης και επωνόμασεν ούτω εις το όνομα του Σεβαστού Καίσαρος της Ρώμης Τιβερίου, καθώς διηγείται ο φιλαλήθης και φιλίστωρ Φλάβιος Ιώσηπος εν τω ιε΄ Λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας του, εν ω πρώην ωνομάζετο Στράτωνος Πύργος, ύστερον όμως ο ασεβέστατος βασιλεύς Ιουλιανός ο Παραβάτης το έκαυσεν εν τη πόλει Αντιοχεία, καθώς το αναγράφει ο Μεταφραστής Συμεών εις το Μαρτύριον του Αγίου μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου. Τοιουτοτρόπως εγένετο η αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου, ευλογημένοι Χριστιανοί· και ο μεν Ηρώδης και η ασεβεστάτη γυνή αυτού Ηρωδιάς συν τη θυγατρί αυτής Σαλώμη εκληρονόμησαν την αιώνιον κόλασιν, ο δε δίκαιος Πρόδρομος, καθώς το λέγει και η Σοφία του Σολομώντος εις το ε΄ κεφάλαιον: «Στήσεται ο δίκαιος εν παρρησία πολλή κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν», του Ηρώδου δηλονότι και της Ηρωδιάδος επί της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Τότε θα τον ίδωσι και θα ταραχθώσιν από τον φόβον των, και θα θαυμάσωσι δια την τιμήν την οποίαν έλαβεν εκ Θεού. Ημείς δε, αδελφοί, ας φύγωμεν την μίμησιν του Ηρώδου, της Ηρωδιάδος και της θυγατρός αυτής. Μη γενώμεθα οι άνδρες ως ο Ηρώδης, μη γίνωνται αι γυναίκες ως η Ηρωδιάς και η θυγάτηρ αυτής. Μη μεθύωμεν εις τας εορτάς και πανηγύρεις των Αγίων· μη χορεύωσιν αύται, κατά την συνήθειαν των Εβραίων, διότι και εάν τον Πρόδρομον δεν φονεύωμεν πάλιν, αλλά φονεύομεν εαυτούς ποιούντες εαυτούς υποδίκους της αιωνίου κολάσεως. Ακούσατε όσοι έχετε γυναίκας· ακούσατε όσοι έχετε θυγατέρας· ακούσατε όσοι είσθε εκδεδομένοι εις την επιθυμίαν των γυναικών· ακούσατε όσοι ομνύετε δια παραμικράν αιτίαν ή και άνευ αιτίας· διότι και ο ταλαίπωρος Ηρώδης δεν εφαντάζετο ότι θα του ζητήση η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος τοιούτον ζήτημα· δια τούτο ώμνυεν, αλλ΄ όμως έγινε φονεύς, και ουχί απλώς φονεύς, αλλά και προφητοκτόνος. Τοιούτοι είναι και την σήμερον πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι κακώς ομνύουσι και εκπληρούσι τον όρκον των· τοιαύται είναι και γυναίκες πολλαί, αι οποίαι εκεί όπου πρέπει να ίστανται μετά ευλαβείας πολλής εις την Εκκλησίαν, ομιλούσι και κατακρίνουσιν η μία την άλλην· ενώ πρέπει να κάθηνται ευτάκτως και σωφρόνως εις τους γάμους, εγείρονται και ορχούνται· εκεί όπου πρέπει να ακροάζωνται μεθ΄ ησυχίας την ψαλμωδίαν και την ανάγνωσιν του Βίου του εορταζομένου Αγίου, συνάζονται και χορεύουσι, και το θαυμαστόν είναι ότι το έχουσι και δια έπαινον, ποία θα στολισθή και ποία θα χορεύση καλλίτερα. Βαβαί της απωλείας! Ημείς φονεύομεν καθ΄ εκάστην ημέραν την ψυχήν μας, και δεν το εννοούμεν, και τον Ηρώδην θαυμάζομεν, ότι εφόνευσε τον Πρόδρομον! Πόσοι είναι και σήμερον, όπου δια μιας γυναικός απόλαυσιν προαιρούνται τον θάνατον; Πόσαι γυναίκες είναι όπου καθυποδουλώνονται εις έρωτα σατανικόν, και φονεύουσι τους άνδρας αυτών; Και όμως ουδέν θηρίον ποιεί αυτό, να φονεύση τον σύζυγόν του· μόνον η έχιδνα! Ταύτα δε πάντα συμβαίνουσι, διότι δεν έχουν σωφροσύνην και παίδευσιν τα παιδία από μικρά, αλλά συνηθίζουσιν από τους πατέρας την μέθην και από τας μητέρας τους χορούς, γινόμενα της απωλείας όταν μεγαλώσωσι. Δια τούτο πρέπει να παιδεύωνται εκ νεαράς ηλικίας εις διδασκάλους σώφρονας και φρονίμους· μάλλον δε οι πατέρες να γίνωνται διδάσκαλοι των παίδων, να μη μεθύωσι, να μη προδίδωσι, να μη συκοφαντώσι, να μη πορνεύωσι, να μη κάμνωσιν όσα είναι της κολάσεως αίτια. Ομοίως και αι μητέρες να γίνωνται παιδαγωγοί των θυγατέρων των, να μη βλέπωσιν εκ των παραθύρων έξω εις τας οδούς, να μη ομιλώσιν αργολογίας, όσαι μολύνουσι την ψυχήν των παρθένων, να μη χορεύωσι, να μη καταλαλώσι, και σχεδόν ειπείν να μη κάμνωσιν όσα είναι σατανικά έργα. Διότι, όταν ανατραφώσι τα παιδία με τοιαύτας καλάς παιδαγωγίας, δυσκόλως μετατρέπονται εις το κακόν, όταν φθάσωσιν εις την νόμιμον ηλικίαν. Η ψυχή των παίδων είναι ως το καθαρόν και λευκόν πανίον, το οποίον εις ό,τι χρώμα βαφή εξ αρχής, εκείνο μένει έως τέλους· καν θελήση τις να το μεταβάψη εις έτερον χρώμα, πάντοτε φαίνεται η πρώτη βαφή. Ομοίως και τα μικρά παιδία, όταν συνηθίσωσιν εις την αρετήν, δυσκόλως μετατρέπονται εις την κακίαν· δια τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το ιε΄ κεφάλαιον της προς Κορινθίους πρώτης Επιστολής, λαβών την παροιμίαν εκ του ποιητού Μενάνδρου: «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Και μη θαυμάζωμεν, πως γίνονται τινες κλέπται ή πόρνοι ή αρνηταί της πίστεως των Χριστιανών, διότι δεν διδάσκονται μικρόθεν τα παιδία υπό των πατέρων των εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, αλλά συνηθίζουν από μικρά εις την αμαρτίαν, και όταν εύρωσιν ολίγην αιτίαν, παρευθύς εκτρέπονται της ευθείας οδού και περιπίπτουσιν εις την απώλειαν. Δια τούτο παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος εις το έκτον κεφάλαιον της προς Εφεσίους Επιστολής: «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσιν υμών εν Κυρίω· τούτο γαρ εστι δίκαιον· τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, ήτις εστίν εντολή πρώτη εν επαγγελία, ίνα ευ σοι γένηται, και έση μακροχρόνιος επί της γης· και οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ΄ εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Και πάλιν εις το δωδέκατον κεφάλαιον της προς Εβραίους Επιστολής: «Τις γαρ εστιν υιός, ον ου παιδεύει πατήρ;» Και ο σοφός Σολομών εις το ι΄ κεφάλαιον των Παροιμιών ούτω λέγει: «Υιός πεπαιδευμένος,σοφός έσται». Και πάλιν εις το ιζ΄ : «Ουκ ευφραίνεται πατήρ επί υιώ απαιδεύτω, υιός δε φρόνιμος ευφραίνει μητέρα αυτού». Και πάλιν εις το ιγ΄ : «Ος φείδεται της βακτηρίας μισεί τον υιόν αυτού, ο δε αγαπών επιμελώς παιδεύει».  Ταύτα λέγων περί των αρρένων παιδίων, πολλώ μάλλον σας παραγγέλλω περισσότερον να παιδεύητε τα θήλεα, επειδή είναι ασθενέστερον γένος και εύκολον εις την αμαρτίαν. Ο σοφός Σειράχ εις το έβδομον κεφάλαιον παραγγέλλει: «Τέκνα σοι εστι; Παίδευσον αυτά, και κάμψον εκ νεότητος τον τράχηλον αυτών. Θυγατέρες σοι εισι; Πρόσεχε τω σώματι αυτών, και μη ιλαρώσης προς αυτάς το πρόσωπόν σου». Ακούετε όσαι είσθε μητέρες θυγατέρων, και μη γίνεσθε κακά παραδείγματα των κορασίων, διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οίτινες μολύνουσι τας ψυχάς απαλών ανθρώπων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγητε εις τους άνδρας, όταν προκύπτητε συχνάκις εκ των παραθυρίδων, όταν ατακτήτε και χορεύητε, πόθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την παίδευσιν, αίτινες δεν εξέρχονται έξω του οίκου; Δια τούτο, όπως ονομάζεται θυγάτηρ του δείνος και της δείνος, ομοίως πρέπει πάλιν και εκ του πατρός και εκ της μητρός να έχη την παίδευσιν. Διότι, εάν μεν η θυγάτηρ αυτών γίνη φρόνιμος, είναι τιμή και αγαλλίασις αμφοτέρων, εάν δε αποβή το εναντίον, αμφοτέρων πάλιν είναι δια παντός κατηγορία και ατιμία και όνειδος και εξουθένημα. Ταύτα δε, άπερ λέγω, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι αναγκαία και χρήσιμα εις πάντα Χριστιανόν όχι μόνον εις τους πατέρας, είτε αρσενικού είτε θηλυκού παιδίου, αλλά και προς τους ατέκνους, διότι είναι τινές όπου εκτρέφουσι παιδία ορφανά, υπέρ της ψυχικής αυτών σωτηρίας, εις τα οποία θέλουν να έχουν και περισσοτέραν επιμέλειαν. Δια τούτο μη καταφρονήσητε τους λόγους μου, μάλλον δε σπουδάσατε να γίνητε εκπληρωταί τούτων, ίνα ούτω θεαρέστως πολιτευόμενοι τύχητε της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας τόμος Η΄ σελ. 487. Eκ του «Νέου Θησαυρού» Γ. Σουγδουρή ελαφρώς διωρθωμένος. 

Ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος - Προσευχή τῶν δακρύων


Αποτέλεσμα εικόνας για ισαακ ο σύρος




Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὅστις ἔκλαυσας ἐπί Λαζάρῳ, καί ἔχυσας δάκρυα λύπης καί συμπαθείας ἐπάνω εἰς αὐτόν, δέξαι τά τῆς πικρίας μου δάκρυα· ἰάτρευσον διά τῶν ἁγίων σου παθημάτων τά πάθη μου· θεράπευσον διά τῶν πληγῶν σου τάς ψυχικάς μου πληγάς· διά τοῦ τιμίου σου αἵματος καθάρισόν μου τό αἷμα, καί ἕνωσον τήν εὐωδίαν τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος τῷ σώματί μου· ἡ χολή, τήν ὁποίαν παρά τῶν ἐχθρῶν ἐποτίσθης, ἂς γλυκάνῃ τήν ψυχήν μου ἀπό τήν πικρίαν, τήν ὁποίαν ὁ ἀντίδικός μου διάϐολος μ᾿ ἐπότισε· τὸ πανάγιόν σου σῶμα, τό ὁποῖον ἐτανύσθη ἐπί τοῦ σταυροῦ, ἂς ἀναπτερώσῃ πρός σέ τόν νοῦν μου, ὅστις ἐσύρθη κάτω ὑπό τῶν δαιμόνων· ἡ παναγία σου κεφαλή, τήν ὁποίαν ἔκλινας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς ὑψώση τήν κεφαλήν μου, τήν περιϋϐρισθεῖσαν ὑπό τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων· αἱ πανάγιαί σου χεῖρες, αἱ καθηλωθεῖσαι ὑπό τῶν παρανόμων ἐν τῷ σταυρῷ, ἂς μέ ἀναϐιϐάσωσι πρός σέ ἐκ τοῦ χάσματος τῆς ἀπωλείας, καθώς ὑπεσχέθη τὸ πανάγιόν σου στόμα· τό πρόσωπόν σου, τὸ δεξάμενον ραπίσματα καί ἐμπτύσματα ὑπό τῶν καταράτων Ἰουδαίων, ἂς μοῦ λαμπρύνῃ τό πρόσωπον,
τό ὁποῖον ἐμολύνθη ἀπό τάς ἁμαρτίας· ἡ ψυχή σου, τήν ὁποίαν ἐπί τοῦ σταυροῦ ὑπάρχον, παρέδωκας εἰς τόν πατέρα σου, ἂς μὲ ὁδηγήσῃ πρός σὲ διὰ τῆς χάριτός σου.Δέν ἔχω καρδίαν θλιϐομένην προς ἀναζήτησίν σου, δέν ἔχω μετάνοιαν, δέν ἔχω κατάνυξη, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δέν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δέν δύναται ν᾿ ἀτενίσῃ πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δέν δύναται νὰ θερμανθῇ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρός σὲ ἀγάπης.
Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου· διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῇ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ. Χάρισαί μοι λοιπόν, ὦ ἀγαθέ, τὴν χάριν σου· ὁ πατήρ, ὅστις σ᾿ ἐγέννησεν ἐκ τῶν κόλπων αὐτοῦ ἀχρόνως καὶ ἀϊδίως, ἂς ἀνανεώσῃ εἰς ἐμὲ τὰς μορφὰς τῆς εἰκόνος σου· σ᾿ ἐγκατέλιπον, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείπῃς· ἐχωρίσθην ἀπὸ σοῦ, ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου, καὶ εὐρὼν εἰσάγαγέ με εἰς τὰς νομάς σου, καὶ συναρίθμησόν με μετὰ τῶν προϐάτων τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης, καὶ διάθρεψόν με μετ᾿ αὐτῶν ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων ὑπάρχει κατοικητήριον ἡ καθαρὰ καρδία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔλλαμψις τῶν ἀποκαλύψεών σου, ἡ ὁποία ἔλλαμψις εἶναι παρηγορία καὶ ἀναψυχὴ τῶν κοπιώντων διὰ σὲ ἐν θλίψεσι καὶ διαφόροις μάστιξι· τῆς ὁποίας ἐλλάμψεως εἴθε ν᾿ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τῆς χάριτος καὶ φιλανθρωπίας σου, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸ φίλο Σου Λάζαρο καὶ τὰ μάτια Σου ἔσταξαν δάκρυα λύπης καὶ συμπάθειας, δέξου τὰ δάκρυα τῆς πικρίας μου. Μὲ τὰ πάθη Σου θεράπευσε τὰ πάθη μου. Μὲ τὰ τραύματά Σου γιάτρεψε τὰ τραύματά μου. Μὲ τὸ Ἅγιο αἷμα Σου ἄγνισε τὸ αἷμα μου καὶ ἡ εὐωδία τοῦ ζωοποιοῦ Σου σώματος ἂς μοσχομυρίσει καὶ τὸ δικό μου σῶμα. Ἡ χολή, ποὺ Σὲ πότισαν, ἂς γλυκάνει τὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὶς πικρίες, ποὺ μὲ πότισε ὁ ἀντίδικος. Τὸ σῶμα Σου, ποὺ τὸ τάνυσαν πάνω στὸ Σταυρό, ἂς ἀνεβάσει σὲ Σένα τὸ νοῦ μου, ποὺ τὸν τράβηξαν κάτω οἱ δαίμονες. Τὸ κεφάλι Σου, ποὺ ἔγειρε πάνω στὸ Σταυρό, ἂς ὑψώσει τὸ δικό μου κεφάλι, ποὺ τὸ ταπείνωσε ὁ ἐχθρός. Τὰ Πανάγια χέρια Σου, ποὺ καρφώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀπίστους στὸ Σταυρό, ἂς μὲ τραβήξουν ἀπ᾿ τὸν γκρεμὸ τοῦ χαμοῦ, ὅπως ὑποσχέθηκε τὸ Πανάγιό Σου στόμα. Τὸ πρόσωπό Σου, ποὺ δέχθηκε χτυπήματα καὶ φτυσίματα ἀπὸ τοὺς καταραμένους, ἂς ὀμορφήνει τὸ πρόσωπό μου, ποὺ τὸ ἀσχήμιναν οἱ ἀνομίες μου. Ἡ ψυχή Σου, ποὺ ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ τὴν παρέδωσες στὸν Πατέρα Σου, ἂς μὲ ὁδηγήσει στὴ Χάρη Σου.Δὲν ἔχω καρδιὰ ἔμπονη γιὰ ἀναζήτησή Σου. Δὲν ἔχω μετάνοια, οὔτε κατάνυξη, πράγματα ποὺ φέρνουν τὰ παιδιὰ στὴν κληρονομιά τους. Δὲν ἔχω, Κύριε, δάκρυ ἱκετευτικό. Σκοτίστηκε ὁ νοῦς μου μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ὑλικά, καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σὲ δεῖ μὲ πόνο καὶ συμπάθεια. Πάγωσε ἡ καρδιά μου ἀπ᾿ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζεσταθεῖ μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης γιὰ Σένα.
Ἀλλὰ Σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησέ μου ὁλοκληρωμένη μετάνοια καὶ καρδιὰ ἔμπονη γιὰ νὰ βγῶ καὶ νὰ Σ᾿ ἀναζητήσω μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχή, γιατί, χωρὶς Ἐσένα, εἶμαι ξένος κάθε καλοῦ. Χάρισέ μου, λοιπόν, Ἀγαθέ, τὴν Χάρη Σου. Ὁ Πατέρας Σου... ἂς ξανακαινουργώσει μέσα μου τὴν Εἰκόνα Σου. Σὲ ἐγκατέλειψα - μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψεις. Μακρύνθηκα ἀπὸ Σένα - βγὲς νὰ μ᾿ ἀναζητήσεις, νὰ μὲ βρεῖς καὶ νὰ μὲ ξαναβάλεις στὸ κοπάδι τῶν λογικῶν Σου προβάτων, καὶ νὰ μὲ θρέψεις, μαζὶ μ᾿ αὐτά, μὲ τὴ χλόη τῶν Θείων Σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων τόπος εἶναι ἡ καθαρὴ καρδιά, στὴν ὁποία παρουσιάζεται καὶ ἡ ἔλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών Σου, ποὺ εἶναι παρηγοριὰ κι ἀναψυχὴ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κοπίασαν γιὰ Σένα μὲ θλίψεις καὶ ποικίλα βάσανα. Μακάρι ν᾿ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ δοῦμε αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη, μὲ τὴ Χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία Σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


το είδαμε εδώ

Ἀνακαλύπτοντας τοὺς θησαυροὺς ποὺ κρύβει ἡ καρδιὰ τοῦ πατέρα

10. Ανακαλύπτοντας τους θησαυρούς που κρύβει η καρδιά του πατέρα

τοῦ  π. Stephen Muse

Ὅταν οἱ γονεῖς μου χώρισαν, ὁ πατέρας μου μὲ ἐγκατέλειψε. Ἡ ἀρρώστια του, σχιζοφρένεια, πρῶτα τὸν ἔστειλε στὸ κελὶ τῆς φυλακῆς καὶ μετὰ σὲ ψυχιατρεῖο.  Ἡ συμπεριφορὰ του τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν ψυχωτικός τοῦ προκαλοῦσε ντροπὴ κι ἔτσι, μετὰ τὸ διαζύγιο τῶν γονιῶν μου, δὲν τὸν ξαναεῖδα παρὰ μόνον ὅταν εἶχα πιὰ ἐνηλικιωθεῖ. Ἐξαίρεση ἀποτέλεσαν δύο σύντομες ἐπισκέψεις του μία στὰ γενέθλιά μου καὶ μία κάποια Χριστούγεννα. Ὅταν, μεγάλος πιά, τὸν συνάντησα πάλι, μοῦ εἶπε: «Τότε ποὺ ἦρθα νὰ σὲ δῶ, στὸ σπίτι τοῦ παπποῦ, ἀγκάλιασες τὰ πόδια μου, ἔκλαιγες καὶ παρακαλοῦσες:  ‘Μπαμπὰ μὴ φεύγεις’.  Ἐγώ, πάλι, σ’ ἀγαποῦσα καὶ ὁ κάθε ἀποχαιρετισμὸς μὲ πονοῦσε πολύ.  Ἔτσι δὲν ξαναῆρθα». Εἶχε ζήσει μ’ αὐτὴ τὴν ἀνάμνηση καὶ μ’ αὐτὴ τὴν ἀπόφαση ἐπὶ εἴκοσι χρόνια, ἐνῶ ὅμως πλήρωνε τακτικὰ τὴ μηνιαία διατροφή μου καὶ μάθαινε τὰ νέα μου ἀπὸ δεύτερο χέρι.

Ὁ φόβος τοῦ πατέρα μου γιὰ τὴν συναισθηματικὴ εὐαλωτότητα, καὶ ἡ ντροπὴ ποὺ τὸν περιέσφιγγε σὰν τὴ φασκιὰ τοῦ Λάζαρου δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἀντέξει τὸν πόνο ποὺ κλείνουν οἱ λέξεις: «Θὰ ξανάρθω σύντομα. Σ’ ἀγαπῶ». Ἀντίθετα, στὴν πραγματικότητα, ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε: «Προτιμῶ νὰ ἀποφύγω τὴ συναισθηματικὴ εὐαλωτότητα παρὰ νὰ σὲ βλέπω».

Στὴ γλῶσσα τῶν γηγενῶν, «πολεμιστὴς» εἶναι «αὐτὸς ποὺ προστατεύει καὶ ὑπηρετεῖ τὶς Ἱερὲς Ρίζες» κατὰ τὴ μετάφραση ἑνὸς φίλου Ἰνδιάνου. Οἱ ἄντρες εἶναι οἱ πνευματικοὶ πολεμιστὲς καὶ ἡ μάχη ποὺ δίνουν εἶναι ἡ μάχη τῆς ἀγάπης. Δὲν μιλῶ γιὰ τὴ συναισθηματικότητα ἢ τὴ σεξουαλικὴ ἐπιθυμία ἢ τὰ ρομαντικὰ αἰσθήματα – ποὺ ὅλα πιὰ τὰ ἀποδίδουμε μὲ τὴν τετριμμένη λέξη «ἀγάπη». Ἡ μάχη αὐτὴ εἶναι κάτι πολὺ πιὸ σημαντικὸ καὶ ζωτικό, κι ἀπ’  αὐτὴν ἐξαρτᾶται ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινότητα, ὁ πολιτισμός. Ἀπαιτεῖ ἐπιμονή, θάρρος, διάκριση, ταπείνωση καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ «πάντα ὑπομένει» γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ ἀγαπᾶ.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὁμαδικὲς θεραπεῖες μὲ στελέχη τοῦ στρατιωτικοῦ, ἐπιχειρηματικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ κόσμου, καθὼς καὶ χιλιάδες ὧρες συμβουλευτικῆς μὲ οἰκογένειες καὶ πατεράδες, τὰ τελευταῖα εἴκοσι πέντε χρόνια, ἔχω παρατηρήσει ὅτι μπορεῖ οἱ καιροὶ νὰ ἀλλάζουν, ἀλλὰ κάποια σχήματα ἐπιμένουν. Πληγωμένοι καὶ ἐγκαταλειμμένοι ἀπὸ τὸν πατέρα τους, οἱ ἄντρες ζοῦν συχνὰ «χωρὶς τὴν εὐλογία» τῆς ἀγάπης ποὺ περνᾶ ἀπὸ ἄντρα σὲ ἄντρα, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Γιὰ νὰ ἀντισταθμίσουν τὴ συναισθηματικὴ ἀπουσία τοῦ πατέρα, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς εἶναι σωματικὰ παρὼν στὸ σπίτι, οἱ ἄντρες εὔκολα στρέφονται πρὸς καρικατοῦρες τοῦ ἀνδρισμοῦ καὶ φθάνουν στὰ ἄκρα: αὐταρχικοί, ἄκαμπτοι, ἐμφορούμενοι ἀπὸ νομικιστικὸ καταναγκασμό, φοβοῦνται λὲς τὴ ντροπὴ «μὴ τυχὸν καὶ δὲν εἶναι σωστοί»∙ τὸ παίζουν «φίλοι τῶν παιδιῶν» ὑποθάλποντας τὶς ἀδυναμίες τους καὶ ἀποφεύγοντας τὶς θυσίες πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀληθινὴ ἐνηλικίωση, γίνονται περισσότερο παιδιὰ οἱ ἴδιοι, φοβοῦνται νὰ γευτοῦν τὸν πόνο πού συνεπάγεται ἡ σταθερὴ στάση∙ ἄλλοτε πάλι, ἀποδεσμευμένοι ἐργασιομανεῖς, ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ ‘παρέχουν’ στὴν οἰκογένεια, ἀναρωτιοῦνται «ποῦ νὰ βρεθεῖ χρόνος γιὰ ἐπικοινωνία, πότε νὰ δουλευτοῦν οἱ σχέσεις;» Μέχρι ποὺ καταφθάνει ἡ παροιμιώδης «κρίση τῆς μέσης ἡλικίας», γιὰ νὰ  ἀνοίξει τὴ σκουριασμένη θύρα τῶν πολυκαιρισμένης καταπιεσμένης συναισθηματικῆς πείνας καὶ τότε,  στὴν προσπάθεια νὰ γεμίσουμε τὴ συσσωρευμένη κενότητα χρόνων παραμέλησης, λιποτακτοῦμε μὲ τρόπους ποὺ συντρίβουν τὶς οἰκογένειές μας.

Ὅταν ὁ πατέρας μου πέθαινε ἀπὸ καρκίνο στὸ νοσοκομεῖο –μανιώδης καπνιστὴς– τηλεφώνησα καὶ τὸν ρώτησα ἂν φοβόταν.

-  Ναὶ.

-  Προσεύχεσαι;

-  Ναί.

Θυμᾶμαι πολὺ καθαρὰ πόσο πάλεψα μέσα μου ἐκείνη τὴ στιγμή, ἂν ἔπρεπε, πρὶν κλείσω, νὰ προσθέσω ἕνα «σ’ ἀγαπῶ»∙ ἤξερα ὅτι πιθανὸν δὲ θὰ τοῦ ξαναμιλοῦσα ποτὲ πιὰ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν τὸ εἶπα. Συναισθηματικά, δὲν μοῦ φαινόταν τίμιο. Δὲν ἦταν παρὼν ὅταν μεγάλωνα. Τὸ ρόλο αὐτὸ τὸν εἶχε ἀναλάβει ὁ παππούς μου. Συνέχιζα νὰ αὐτοπροστατεύομαι∙ ὑποσυνείδητα εἶχα μάθει ὡς παιδὶ νὰ ἀποφεύγω κάθε τι ποὺ θὰ μὲ ἔκανε νὰ πονέσω ξανά:  «Μούδιασε. Μὴν νιώθεις. Μὴ ἐπιτρέψεις στὸν ἑαυτό σου νὰ εἶναι εὐάλωτος».

Ὁ πατέρας μου δὲν ἄντεχε τὸν συναισθηματικὸ πόνο νὰ πρέπει νὰ λέει «ἀντίο» στὸ γιὸ του κάθε φορά ποὺ τὸν ἐπισκεπτόταν… Κι ἀποφάσισε νὰ φύγει καὶ νὰ μὴν ξαναφανεῖ. Γιατί;  Ἐπειδή μὲ ἀγαποῦσε! Παράξενη λογικὴ στ’ ἀλήθεια. Καὶ τώρα, τριάντα χρόνια μετά, εἶναι ὁ γιὸς του αὐτὸς ποὺ … κρατιέται, γιατί πονάει πολὺ νὰ πεῖ «ἀντίο» γιὰ ἄλλη μιὰ φορά.

Τοῦτος ὁ δισταγμὸς νὰ εἶσαι ἀπόλυτα διαθέσιμος καὶ διάφανος στὴν ἀγάπη εἶναι πάντα ἡ αἰτία ποὺ ἕνας ἄντρας καταπνίγει τὴν ἱκανότητά του νὰ μοιράζεται τὸ χρυσάφι τῆς ἀνθρωπιᾶς του μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τὴ γυναίκα του.  Ὅπως ἀκριβῶς οἱ στρατιῶτες μας ἔχουν διπλὴ ἀποστολή, νὰ εἶναι κατάλληλα προετοιμασμένοι καὶ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὸν πόλεμο, ἔτσι καὶ ὁ πατέρας καλεῖται νὰ ἰσορροπεῖ τὸν ἔλεγχο καὶ τὴ σταθερότητα μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν συναισθηματικὴ διαθεσιμότητα, διακονώντας, διδάσκοντας, προστατεύοντας καὶ ψυχαγωγώντας τὰ παιδιά του.

Τὴν ὥρα ποὺ ἀρνήθηκα νὰ πῶ στὸν πατέρα μου «σ’ ἀγαπῶ», ἐνῶ πέθαινε, ἀναδυόταν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ συντριπτικὴ ἀπώλεια ποὺ εἶχα βιώσει στὰ τρία μου χρόνια. Τὸ μικρὸ παιδὶ δὲν καταλαβαίνει καὶ πάντα κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του γιὰ μιὰ τέτοια ἀπώλεια. Ἡ ντροπὴ ὀρθώνεται σὰν λίθος ποὺ φράσσει τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς καὶ μετατρέπει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ τάφο, τὴν ἀδειάζει ἀπὸ τὴν τρυφερότητα καὶ τὴ χαρὰ ποὺ βρίσκεται στὸν πυρήνα τῶν Ἱερῶν μας Ριζῶν. Τὰ χρόνια περνοῦν κι ἐμεῖς μυστικὰ λαχταροῦμε νὰ βρεθεῖ ἕνας τρόπος νὰ ἀποκυλισθεῖ ὁ λίθος, ἡ καρδιὰ νὰ ἀναστηθεῖ καὶ νὰ προσφέρει τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι πλασμένη νὰ δίνει καὶ νὰ παίρνει.

Τί χρειάζεται, λοιπόν, ἕνας πατέρας γιὰ νὰ βάλει τὴ σάρκινη στὴ θέση τῆς λίθινης καρδιᾶς, γιὰ νὰ βοηθήσει τὰ παιδιά του νὰ γίνουν ἄντρες καὶ γυναῖκες ἱκανοὶ καὶ ἱκανὲς νὰ ἀγαπήσουν καὶ νὰ ἀγαπηθοῦν;

 Έχει ἀνάγκη ἀπὸ Χάρη, θάρρος καὶ ἀπαντοχὴ νὰ ἀντικρίζει τὴ ντροπή, τὴν ἀπώλεια καὶ τὴ συντριβὴ ποὺ ἀναπόφευκτα συνοδεύουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴ συχώρεση.

 Ὁ πατέρας πρέπει νὰ βάλει τὴ διακονία τῆς γυναίκας του καὶ τῶν παιδιῶν του, καὶ τὸ καλό τῆς κοινότητας πάνω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ ἐγώ του.

 Χρειάζεται νὰ μπορεῖ νὰ δεῖ τὴ μοναδικότητα τῶν παιδιῶν του καὶ νὰ εἶναι πρόθυμος νὰ δείξει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο στὸ καθένα πόση χαρὰ καὶ εὐτυχία ἀντλεῖ ἀπὸ αὐτό.

 Ὁ πατέρας πρέπει νὰ ἔχει τὴν ταπείνωση νὰ δέχεται τὰ μηνύματα ποὺ ἐκπέμπει ἡ καρδιὰ τῆς μάνας, γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ θυσιάζει καὶ τὴ ζωή της γιὰ τὰ παιδιά της. Οἱ μητέρες σέβονται τοὺς ἀληθινοὺς πολεμιστὲς καὶ τοὺς στηρίζουν, δὲν συμπολεμοῦν ὅμως μὲ ἄντρες ποὺ φθάνουν στὰ ἄκρα: στήν  ἀκαμψία, στὴν ἀνευθυνότητα ἢ στὴν ἀποσύνδεση, γιατί σ΄ αὐτὰ ἐντοπίζουν ἀπειλὲς κατὰ τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ γάμου.

Πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ πατέρας πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγαπᾶς ὅταν ἀγαπιέσαι. Κι ἔτσι τὸ δυσκολότερο πράγμα γιὰ τοὺς ἄντρες (καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες ποὺ τοὺς ἀγαποῦν) δὲν εἶναι νὰ δίνουν, ἀλλὰ νὰ μποροῦν νὰ δέχονται, δὲν εἶναι νὰ διατηροῦν τὸν ἔλεγχο, ἀλλὰ νὰ ἐπιτρέπουν τὴν κλήση καὶ ἀνταπόκριση τῆς πρόθυμης εὐαλωτότητας ποὺ ὑπερβαίνει τὴ ντροπή. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὁ ἄντρας εἶναι πολὺ πιθανότερο νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ἀγάπη τῆς γυναίκας του, τοῦ γιοῦ καὶ τῆς κόρης του, ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔχουν ἀπ’ τὸν ἴδιον κι ἀπ’ τὸ ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτοὺς εἶναι τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ κάλεσμα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα νὰ ρισκάρει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τοὺς θησαυροὺς ποὺ εἶναι θαμμένοι στὴν καρδιὰ του κάτω ἀπὸ τὰ προστατευτικὰ στρώματα τῆς ντροπῆς. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ φρέαρ ὕδατος ζῶντος, θὰ ἀντλήσει καὶ θὰ προσφέρει δῶρα ἀνθρωπιᾶς πού, μὲ τρόπο μυστηριώδη, θὰ ἀρχίσουν νὰ γεμίζουν τὸ κενὸ καὶ νὰ γιατρεύουν τὶς πληγὲς ποὺ ἴσως δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίγειο πατέρα του. Ὅταν παρὰ τὶς πληγὲς μας ἀγαποῦμε, τότε ἀκριβῶς γιατρευόμαστε, μόνο ποὺ πρέπει πρῶτα ἡ ἀγάπη νὰ ἀποκυλίσει τὸν λίθο ποὺ σκοπὸ εἶχε νὰ σφραγίσει τὸν μέσα μας κόσμο ἀπὸ ἐνδεχόμενο κίνδυνο κι ἄλλης ἀπώλειας.

Καὶ πῶς μπορεῖ ἡ μητέρα νὰ βοηθήσει;

 Στάσου δίπλα στόν ἄντρα σου, κι ὂχι ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ στὰ παιδιά.

 Γίνε σύντροφος, ὄχι ἀφεντικό, κριτὴς ἢ ὑπάλληλος.

 Μήν παίρνεις προσωπικὰ τὴ σιωπή του ἢ τὶς ἀνησυχίες του. Κι ἐσὺ κι αὐτὸς εἶστε ἀρκετὰ καλοί.

 Μήν περιμένεις τὰ σημάδια τῆς ἀγάπης του, δῶσε πρώτη ἐσὺ τὰ σημάδια τῆς δικῆς σου ἀγάπης.

 Νά λὲς πάντα πὼς ὅ,τι κάνει εἶναι ἀπὸ ἀγάπη, ἀκόμη κι ἂν κάτι τέτοιο δὲν εἶναι φανερό. Ἂν διαφωνεῖς, ὅταν εἶσαι μόνη μαζί του, ρώτα τον τί προσπαθεῖ νὰ πετύχει.

 Ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ ἐκτίμηση, ἡ ζεστασιά, ἡ ἀγάπη κι ὁ σεβασμὸς μετακινοῦν τὸν λίθο ἀπὸ τὶς μοναχικὲς καὶ πονεμένες καρδιές.  Ἡ ἀπόρριψη, ἡ ἐγκατάλειψη, ἡ κριτική, οἱ ἀπαιτήσεις καὶ ἡ κάθε μορφῆς ἰσχὺς ἁπλῶς κάνουν τὸν λίθο ἀσήκωτο.

π. Stephen Muse

Μετάφραση: Πολυξένη Τσαλίκη

 Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Σικελιώτη.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

το είδαμε εδώ

Η δογματική διαστροφή του Παπικού «αλαθήτου»

Αποτέλεσμα εικόνας για pope francis ex Cathedra
Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ‘’ΑΛΑΘΗΤΟΥ’’
Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
Η δογματική διαστροφή του «αλαθήτου», μαζί με το Παπικό πρωτείο, καθίστανται οι κατ’ εξοχήν εμμονές, για τη μη επιστροφή των Παπικών στην Μία Αγία Εκκλησία. Tο αλάθητο ενισχύει το εξουσιαστικό Παπικό Πρωτείο. Αυτές οι δύο Παπικές πλάνες πρέπει να συζητούνται μαζί, καθότι η μία φανερώνει της άλλης το άτοπον. Ο παραλογισμός του «αλαθήτου» στη Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, βρήκε τη μεγαλύτερη εδραίωσή του.

Το Παπικό δόγμα του «αλαθήτου», θεσπίστηκε κατά την Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, με τη σημείωση «εκ καθέδρας». Όμως «το αλάθητο επεκτάθηκε σε κάθε απόφαση του Πάπα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης, δηλαδή όχι μόνο όταν αποφαίνεται ο Πάπας, αλλά όποτε αποφαίνεται. Ο Ομολογητής Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μιλώντας γι’ αυτούς που προσπαθούν «να αντικαταστήσουν την πίστη στον Θεάνθρωπο με την πίστη στον άνθρωπο, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιο κατ’ άνθρωπο, τη φιλοσοφία κατά Θεάνθρωπο με την φιλοσοφία κατ’ άνθρωπο, την κουλτούρα κατά Θεάνθρωπο με την κουλτούρα κατ’ άνθρωπο. Με μια λέξη να αντικαταστήσουν τη ζωή κατά Θεάνθρωπο με τη ζωή κατ’ άνθρωπο», σημειώνει ότι «το 1870 στην Α΄ Σύνοδο του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν στο δόγμα του αλάθητου Πάπα» (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς – Άνθρωπος και Θεάνθρωπος).
Kατά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, υποδείχθηκε ότι όποιος «αντείπει, ανάθεμα έστω», με αποτέλεσμα κάποιοι παπικοί θεολόγοι να λέγουν ότι και λάθος να πεί ο Πάπας, ως ορθό πρέπει τούτο να εκληφθεί. Και όπως είναι φυσικό το «αλάθητον», καθίσταται σοβαρός λόγος για την εμμονή, σε ότι πλάνο παρεισέφρησεν στον Παπισμό, καθότι δεν είναι εύκολο ο «αλάθητος πρώτος», να παραδεχθεί ότι λαθεύει.
Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς σημείωνει τα εξής για το παπικό ‘’αλάθητο’’ : «Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρώπινη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα εις την πραγματικότητα ο πάπας ανεκηρύχθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας-άνθρωπος, κατέλαβε τη θέση του Θεανθρώπου. Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και ‘’ο δεύτερος θάνατος’’ (Αποκ. 20,14. 21,8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον ως θεανθρώπινον σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνο αίρεσις, αλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα – ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία· το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού. Το δόγμα αυτό είναι φευ! Η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην»
«Αλάθητος εις την Ορθοδοξία δεν είναι εις άνθρωπος, αλλά η Εκκλησία. Αντιθέτως εις την Δύσιν η Τριαδική συνοδική αρχή αντικατεστάθη δια της αντιτριαδικής ολοκληρωτικής παπικής συγκεντρωτικής αρχής. Ο ρωμαίος ποντίφιξ εκηρύχθη με μια εωσφορικήν υπερηφάνειαν ‘’αλάθητος’’ και υπέρτατος αρχή της Εκκλησίας», αναφέρει ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης.

Ο ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Εὐάγγελου Π. Παπανούτσου
Καὶ στοὺς ἄλλους τομεῖς τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ, ἰδιαίτερα ὅμως στὴ σφαίρα τῆς Φιλοσοφίας, ἡ Παιδεία μας -πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσομε- πάσχει ἀπὸ ἕνα εἶδος πρεσβυωπίας: στέκεται προσηλωμένη στὰ πολὺ μακρινά, στοὺς κλασσικοὺς χρόνους τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, καὶ τὰ κοντινὰ δὲν τὰ βλέπει, οὔτε τὰ λογαριάζει.
vivliothikiΣπουδάζομε τὰ πρῶτα σκιρτήματα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ στὸν ἀρχαῖο κόσμο, τὰ χρόνια ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς μὲ τὴν ἀποικιακὴ διάπλωση ἐκτείνεται ἀπὸ τὴ μίαν ἄκρη τῆς Μεσογείου ἕως τὴν ἄλλη μὲ ὑπερηφάνεια (ἀφοῦ ἀπ᾿ ὅλους ἡ Φιλοσοφία ἀναγνωρίζεται γέννημα τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος) παρακολουθοῦμε τὴν ἄνδρωσή της στὴ γῆ τῆς Ἀττικῆς, μὲ τοὺς τρεῖς κορυφαίους στοχαστές: τὸ Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη στὸ τέλος φυλλομετροῦμε βιαστικὰ τὶς σελίδες τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς ἀρχαίας ἱστορίας της (κ᾿ ἐδῶ ξεχωρίζουν τρία πάλι ὀνόματα σχολῶν Στωϊκοί, Ἐπικούρειοι, Νεοπλατωνικοὶ) – καὶ κλείνομε τὴ βίβλο τῶν ἐθνικῶν τίτλων.
Πέρ᾿ ἀπὸ τὸ ὅριο τοῦτο, τὸ τόσο μακρινό, πιστεύομε ὅτι δὲν εἶπε τίποτα πιὰ σημαντικὸ ὁ Ἑλληνικὸς λόγος. Τὴ βυζαντινὴ σκέψη τὴν προσγράφομε στὰ «θεολογούμενα», στὴ χριστιανικὴ Δογματική, καὶ γιὰ Φιλοσοφία στοὺς χρόνους ποὺ πλάθεται ὁ νέος Ἑλληνισμός, στοὺς μαύρους χρόνους τῆς δουλείας, νομίζομε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει συζήτηση σοβαρή. Τότε -λέμε- ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση δηλαδὴ κ᾿ ἐδῶθε, ἡ σκέψη ἡ φιλοσοφικὴ σβήνει στὶς χῶρες τὶς Ἑλληνικὲς- ἡ ἄλλη Εὐρώπη παίρνει στὰ χέρια της τὴν ἀρχαία κληρονομιά, τὴν ἀξιοποιεῖ καὶ μὲ τὸ δημιουργικὸ ἔργο της γράφει τὴ νέα περίοδο τῆς Ἱστορίας τῆς Φιλοσοφίας.
Πραγματικὰ ἔχει δημιουργηθεῖ καὶ πλατιὰ διαδοθεῖ (καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνάμεσά μας) ὁ ἱστορικὰ ἀνεδαφικὸς καὶ γιὰ τὴ ἐθνική μας Παιδεία ἐπικίνδυνος μύθος, ὅτι σ᾿ ὁλόκληρη τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, ἰδίως ὅμως ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀρχίζει οἰκονομικὰ καὶ πολιτικὰ νὰ ἀποσυντίθεται, καθὼς καὶ στοὺς μαύρους γιὰ τὸ δύστυχο Ἔθνος μας αἰῶνες τῆς δουλείας, ὁ Ἑλληνισμὸς χάνει τὴν πνευματική του δημιουργικότητα, πέφτει σιγὰ-σιγὰ στὴν ἀμάθεια καὶ στὴ βαρβαρότητα καὶ τίποτα πιὰ ἀξιόλογο, στὴν περιοχὴ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Φιλοσοφίας, δὲν παράγει, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ κοντὰ στὰ ἐκπληκτικὰ προϊόντα τῶν χρόνων τοῦ ἀρχαίου κλέους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀνασταίνεται πάλι ἀπὸ τὴ στάχτη του μὲ τὴν ἡρωϊκὴ πράξη τοῦ Εἰκοσιένα, πνευματικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἡγέτες στρέφονται πρὸς τοὺς κλασσικοὺς αἰῶνες τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας καὶ ἐκεῖ ἀναζητοῦν τὶς βάσεις γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν Παιδεία της ἐλευθερωμένη· οἱ «Ἀρχαῖοι» καὶ οἱ «Ξένοι», οἱ Εὐρωπαῖοι ποὺ τοὺς τέσσερις-πέντε τελευταίους αἰῶνες θαυματούργησαν καὶ δοξάστηκαν στὶς πνευματικὲς κατακτήσεις, γίνονται οἱ δάσκαλοί μας.
Τὸ ἄμεσο ἐθνικὸ παρελθὸν στὴν πνευματική μας ἱστορία διαγράφεται μὲ μία φοβερὴ γιὰ τὶς συνέπειές της μονοκοντυλιά. Ἀφήνοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα διασκελίζομε βιαστικὰ καὶ μὲ συγκατάβαση δέκα αἰῶνες Βυζαντινῆς ἱστορίας καί, ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο μὲ συναίσθημα πικρίας ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας, προσπαθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν μετὰ τὸ Εἰκοσιένα ἐλεύθερο ἑαυτὸ μας μέσα ἀπὸ τὴν ἰταλική, τὴν ἀγγλική, τὴ γαλλικὴ Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία τῶν τετρακοσίων τελευταίων ἐτῶν. Νὰ ξανακολλήσομε στὴν Εὐρώπη γίνεται ἡ ἔγνοια μας καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνακουφίσομε τὸν πληγωμένο ἐθνικό μας ἐγωϊσμὸ μὲ τὴν προσπάθεια ν᾿ ἀποδείξομε, ὅτι οἱ προχωρημένοι στὸν πολιτισμὸ Εὐρωπαῖοι ὀφείλουν τὰ φῶτα τους στοὺς Ἀρχαίους μας προγόνους.
vivlia-monastiriaΠῶς δημιουργήθηκε, καὶ ἰδίως πῶς διαθόθηκε καὶ ἔπιασε αὐτὸς ὁ μῦθος· πῶς ἡ ἐλεύθερη μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση Πατρίδα ἔπεσε σ᾿ αὐτὴ τὴ θανάσιμη πλάνη καὶ ἔκανε τὴν ἀσύγγνωστη ἀδικία νὰ σκίσει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια τόσες ἑκατοντάδες λαμπρῶν σελίδων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκρωτηριάσει τὴν πνευματική της ἱστορία – αὐτὸ εἶναι θέμα χωριστὸ ποὺ ἡ ἀνάπτυξή του δὲν ἔχει θέση μέσα στὸ πλαίσιο αὐτῆς ἐδῶ τῆς μελέτης. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο: ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε, ὅτι ἡ πλάνη ἐξακολουθεῖ σὲ πολλοὺς νὰ ὑπάρχει. Ἀπὸ τὴ μόρφωση μᾶς ἀπουσιάζει σχεδὸν ὁλόκληρος ὁ βυζαντινός, ὁ μεσαιωνικὸς κόσμος μὲ τὴν Ἑλληνικὴ γραμματεία του καὶ -τὸ χειρότερο ἀκόμη- ἀπουσιάζει καὶ ὁ νέος Ἑλληνισμός, ἀπὸ τὸ 13ο αἰῶνα καὶ ἐδῶ. Ἔχομε ἀνοίξει μία μεγάλη πληγὴ ἀπάνω στὸ ἐθνικὸ σῶμα τῆς πνευματικῆς μας ἱστορίας· τὴ σταματοῦμε στοὺς πρώτους μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἀκρωτηριασμός, ἀπότομη, χάσμα μέγα ἕως τὸ 1821. Τότε μόνο νομίζομε, ὅτι ἀρχίζει πάλι νὰ κελαηδάει ἡ βουβαμένη ἐπὶ τόσους αἰῶνες πηγὴ μὲ τοὺς πρώτους ψάλτες τῆς Ἐλευθερίας…
Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς πλάνης εἶναι πολλές. Πρῶτα-πρῶτα ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος ἄξονάς της καὶ ποὺ δικαιολογημένα πρέπει νὰ εἶναι τὸ καμάρι μας: τὴν ἰδέα τῆς ἀκατάλυτης διάρκειας, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας ποὺ παρουσιάζει αὐτὸς ἐδῶ ὁ μικρὸς καὶ βασανισμένος λαὸς στὴ μακρὰ καὶ γεμάτη ἀπὸ ὡραῖες σελίδες πνευματική του ἱστορία.
Καὶ ἀλήθεια ἀναμφισβήτητη καὶ χρέος μας ἐθνικὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι νὰ τονίζομε στὶς γενεὲς ποὺ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τους μέσα στὸν ἐθνικὸ στίβο, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπαψε αὐτὴ ἡ φυλὴ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐκδηλώνεται πνευματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ ἔργα ἀξιόλογα. Ὅτι σὲ ὅλες τὶς φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου της τραγούδησε, ἐρεύνησε καὶ στοχάστηκε, ἔγραψε καὶ φιλοσόφησε, ζωγράφισε, ἔπλασε καὶ ἔχτισε, δηλαδὴ ἔζησε καὶ πνευματικὰ καταξίωσε τὴ ζωή της, ὅπως ζοῦν καὶ πνευματικὰ καταξιώνουν τὴ ζωὴ τους οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν καὶ δημιουργοῦν παράδοση. Μπορεῖ, σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς μακραίωνης ἱστορίας της, τὰ πνευματικὰ κατορθώματά της νὰ μὴ βρίσκονται πάντα στὴν ἴδια γραμμή· ἄλλοτε νὰ λάμπουν περισσότερο, καὶ ἄλλοτε λιγότερο.
Ὅμως ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ ἱστορικό της παρελθόν, καὶ ἀπὸ τὸ μακρινὸ καὶ ἀπὸ τὸ πρόσφατο, ἡ Παιδεία μας ἔχει ν᾿ ἀντλήσει θησαυροὺς καὶ μορφωτικὰ ἀγαθὰ περιωπῆς, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὸ ἔργο της. Καὶ βαθιὰ μέσα στὴν ψυχὴ τῶν νέων μας νὰ φυτέψει τὴν πεποίθηση, ὅτι γιὰ ἕνα τοὐλάχιστο πρᾶγμα μποροῦν νὰ ὑπερηφανεύονται: γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ στὶς καλὲς καὶ στὶς μαῦρες μέρες τῆς μακρόχρονης ζωῆς του ὁ λαὸς μας ἀγάπησε τὸ πνεῦμα, δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο μέσα στὸν ἄνθρωπο, καὶ πρόθυμα τὸ ὑπηρέτησε.
Ἡ δεύτερη συνέπεια τῆς πλάνης εἶναι ὅτι, ἐνῷ οἱ ἐπιστήμονες καὶ γενικὰ οἱ μορφωμένοι μας ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστορία τῶν πέντε τελευταίων αἰώνων γνωρίζουν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς σημαντικούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἢ καὶ περισσότερους ἀσήμαντους Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, Ἄγγλους καὶ Γερμανοὺς καλλιτέχνες, λογίους, φιλοσόφους καὶ γενικὰ πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἀγνοοῦν πολλοὺς ἀσήμαντους, ἀλλὰ καὶ περισ­σότερους σημαντικούς, δικούς μας.
Δὲν κηρύττω τὸν πνευματικὸ σωβινισμό. Καὶ ἀνόητο εἶναι νὰ περιορίζει κανεὶς τὸ πνεῦμα καὶ τὶς κατακτήσεις του μέσα σὲ ὁρισμένα ἐθνικὰ ἢ γεωγραφικὰ σύνορα, καὶ ἐπικίνδυνο γι᾿ αὐτὸν ποὺ θὰ τὸ κάνει. Ὀρθὸ καὶ συμφέρον ὑπῆρξε καὶ εἶναι γιὰ τὸ Ἔθνος μας νὰ μαθαίνει ξένες γλῶσσες καὶ νὰ μελετᾶ τοὺς ξένους ταξιδεύοντας στὸν τόπο τους ἢ ἀγοράζοντας τὰ βιβλία τους. Πρέπει, καὶ καλὰ πράττομε, ν᾿ ἀναζητοῦμε καὶ νὰ παίρνομε τὸ καλύτερο ὁπουδήποτε μᾶς προσφέρεται. Γιατί ὅμως, πρὶν ἀπευθυνθοῦμε στοὺς ξένους, ἢ τοὐλάχιστον παράλληλα μ᾿ αὐτούς, νὰ μὴ γνωρίσομε καὶ νὰ συμβουλευτοῦμε τοὺς δικούς μας λογίους καὶ σοφοὺς – ὄχι φυσικά τούς ἀσήμαντους, ἐπειδὴ καὶ μόνο εἶναι Ἕλληνες καὶ γράφουν ἑλληνικά, ἀλλὰ τοὺς πολὺ σημαντικούς, ποὺ βρίσκονται ψυχικὰ καὶ γλωσσικὰ κοντά μας καὶ μποροῦν νὰ γίνουν λαμπροὶ δάσκαλοί μας σὲ πλῆθος πράγματα;
Μὲ ποιά δικαιολογία θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ μελετοῦμε ἢ νὰ μεταφράζομε καὶ νὰ ἐκδίδομε ἄπειρα ξένα βιβλία (λογοτεχνικά, ἐπιστημονικά, φιλοσοφικὰ) τρίτης καὶ τέταρτης γραμμῆς, νὰ καμαρώνομε μάλιστα ποὺ ξέρομε τὰ ὀνόματα τῶν συγγραφέων καὶ τὸ περιεχόμενό τους, ἐνῷ ἀδιαφοροῦμε γιὰ συγγραφεῖς καὶ ἔργα πρώτης ποιότητας τῶν τελευταίων αἰώνων τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μας, ποὺ ἀξίζουν καὶ πρέπει νὰ γίνουν βάση τῆς Παιδείας μας;
Ἡ ξενηλασία στὴν περιοχὴ τοῦ πνεύματος εἶναι πάντοτε ἀπόδειξη κουφότητας καὶ μικρόνοιας, ἀλλὰ καὶ ἡ παραμέληση τῶν ἐθνικῶν θησαυρῶν, ἀπὸ ἄγνοια ἢ κακὴν ἐκτίμηση τῆς ἀξίας τους καὶ ἀπὸ ὑπερτίμηση τῶν ξένων, εἶναι ἴδιο τῶν λαῶν ποὺ δὲν σέβονται ἢ ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸν ἑαυτό τους.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ τοῦ ἔργου του, Νεοελληνικὴ Φιλοσοφία, Ἐκδόσεις Ζαχαρόπουλος.

Στον Τίμιο Πρόδρομο

«Φωνή βοώντος εν τη ερήµω, ετοιµάσατε την οδόν του Κυρίου, ευθείας ποιείται τας τρίβους αυτού».
Με αυτά τα λόγια περιγράφεται η µεγάλη προσωπικότητα του Προφήτη και Βαπτιστή Ιωάννη, από τους θεόπνευστους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης. Προφήτης και Πρόδροµος της παρουσίας του Χριστού παρουσιάστηκε στη ξηρή και άγονη έρηµο της Ιουδαίας, για να προαναγγείλει, και να προπαρασκευάσει τις έρηµες από τη Χάρη του Θεού και διψασµένες για λύτρωση ψυχές των ανθρώπων, ώστε να υποδεχτούν το Χριστό.
Ασκητής αληθινός, απλός, λιτός στη διατροφή, κατοίκησε στα σπήλαια της Νεκρής Θάλασσας, νηστεύοντας και προσευχόµενος στο Θεό. Γεµάτος από αυταπάρνηση και αφοσίωση στο Θεό καλλιέργησε τις αρετές, που µόνον όσοι εξ ολοκλήρου ενώνονται µε το Θεό αξιώνονται να αποκτήσουν. Η παρουσία του στις ξηρές και άγονες περιοχές συµβόλιζε την παρουσία του αγίου ανάµεσα στην ηθική ξηρασία της ανθρωπότητας.
Έρηµη και χωρίς Χάρη Θεού ήταν η ανθρωπότητα τότε. Έρηµη από τα ευγενή αισθήµατα και αγαθές διαθέσεις, από καλές πράξεις και άγια παραδείγµατα. Ο κόσµος ζούσε µέσα σε µια έρηµο από την έλλειψη της αλήθειας του Θεού.
Μέσα σ’ αυτή την έρηµο της ανθρωπότητας στάλθηκε ο Πρόδροµος για να βροντοφωνάξει τα περήφηµα εκείνα λόγια: «Μετανοείτε, ήγγικε γάρ η Βασιλεία των Ουρανών».
Ένα µήνυµα που θα ακούγεται µέχρι το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας. Μετανοείτε λαοί, µετανοείτε χριστιανοί, γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού ανάµεσά σας. Η προδροµική φωνή ακούγεται για να επιστρέψει τους αµαρτωλούς στο Θεό, να συγκινήσει τις σκληρές καρδιές, να φωτίσει εκείνους που ζουν µέσα στο σκοτάδι της αµαρτίας και να οδηγήσει τους καλοπροαίρετους στο δρόµο της ειρήνης.
Τα συγκλονιστικά κηρύγµατά του, αντηχούσαν στην έρηµο λίγους µήνες πριν εµφανιστεί δηµόσια ο Χριστός κηρύγµατα µετάνοιας και προπαρασκευής των ανθρώπων για να υποδεχτούν το Χριστό.
Μετανοείτε, έλεγε, αποµακρυνθείτε από τα έργα της αµαρτίας φερθείτε µε τιµιότητα και δικαιοσύνη µεταξύ σας.
Και όταν ερωτήθηκε τι πρέπει να κάνει κανείς, απάντησε: «Αυτός που έχει δύο χιτώνες, ας δώσει τον ένα σ’ εκείνον που είναι γυµνός. Αυτός, που έχει τρόφιµα πολλά, ας δώσει και στον πεινασµένο. Από το περίσσευµά σας, βοηθείτε εκείνους που στερούνται».
Το κύριο µέρος του κηρύγµατός του ήταν η χαρµόσυνη αγγελία του ερχοµού του Μεσσία. Έφτασε ο καιρός για να πραγµατοποιηθούν οι προφητείες σχετικά µε τον Μεσσία. Ο Βασιλιάς των Ουρανών, ο αναµενόµενος Λυτρωτής, έρχεται, βρίσκεται µεταξύ µας. Εκείνος, που είναι η πηγή του φωτός, θα φωτίσει την ανθρωπότητα για την αληθινή θεογνωσία. Εκείνος θα βαπτίσει όσους τον ακολουθούν µε το Πνεύµα το Άγιο και φωτιά.
Κι έχουν περάσει αιώνες από την εποχή, που κήρυξε στις διψασµένες ψυχές. Η φωνή, που κραυγάζει και σήµερα σ’ όλους το «µετανοείτε» καλεί όλους σε µετάνοια. Ο Πρόδροµος καλεί όλους όσοι διψούν νά έρθουν να δροσιστούν στη Χάρη του Θεού.
Καλεί όλους οσοι είναι σκληρόκαρδοι να συγκινηθούν• καλεί όλους όσοι ζούνε µέσα στο σκοτάδι της αµαρτίας, να ελευθερωθούν• καλεί όλους όσοι ζούσαν µέσα στην έρηµο της πνευµατικής απουσίας του Θεού, να έρθουν στη δροσερή παιδιάδα της παρουσίας του Θεού, να συµµετάσχουν στη Χάρη και τη δόξα της Ουράνιας Βασιλείας.
Η φωνή του Προδρόµου έχει ακουστεί σ’ όλη την οικουµένη και σ’ όλους τους λαούς. Ακούστηκε στις ερήµους και στα βουνά, στις πολυάνθρωπες πόλεις, και στις ακρότατες και µεµονωµένες συνοικίες, σ’ όλες τις ηπείρους και σ’ όλα τα νησιά. Και συνεχίζεται να ακούγεται το κάλεσµα «µετανοείτε» λαοί, γιατί έφτασε η Βασιλεία των Ουρανών.
Στη Χώρα µας, αγαπητοί µου εν Χριστώ αδελφοί, όπου αγαπάµε και τιµά µε τον Τίµιο Πρόδροµο, τα λόγια του Προφήτη και Βαπτιστή πρέπει ιδιαιτέρως να µας αγγίξουν την καρδιά µας, γιατί πόσο θα τιµήσουµε πραγµατικά τον Βαπτιστή, εάν, έστω και αυτή τη στιγµή µετανοήσουµε για τα πολλά αµαρτήµατά µας;
Πόση χαρά θα προξενήσουµε σ’ αυτόν, που κήρυξε τη µετάνοια, εάν εξετάσουµε τον εαυτό µας και χύσουµε µερικά δάκρυα µετάνοιας; Πόση χαρά θα αισθανθούν οι άγιοι άγγελοι στους ουρανούς, εάν πάρουµε την απόφαση να αφήσουµε το δρόµο της ακολασίας και στραφούµε στο δρόµο της ηθικής;
Ταυτόχρονα η φωνή του Προδρόµου φωνάζει µε αυστηρότητα στους αµετανόητους ανθρώπους: Μετανοήσατε, εσείς που αδικήσατε τους συνανθρώπους σας.
Μετανοήσατε, εσείς που καταπατήσατε τα στεφάνια του γάµου σας. Μετανοήσατε, εσείς που εµπορεύεστε τα ναρκωτικά και πλουτίζετε από την ηθική καταστροφή των νέων.
Μετανοήσατε εσείς που γίνεστε σωµατέµποροι και κρύβεστε πίσω από µια ψευτοκοινωνικήαξιοπρέπεια. Μετανοήσατε, εσείς που καταπατείτε τα δίκαια των εργαζοµένων σας. Μετανοήσατε, εσείς που κατατρώτε τις σάρκες των αδελφών σας µε τις συκοφαντίες, τις κατηγορίες και τις ρουφιανιές.
Σήµερα, η Προδροµική φωνή καλεί όλους σε µετάνοια, γιατί όλοι µας ξεφύγαµε από το δρόµο του Θεού. Για όλους, που βρισκόµαστε εδώ και για όσους απουσιάζουν, ο Πρόδροµος φωνάζει στις έρηµες ψυχές µας, να µετανοήσουµε. Ας µη µένει η καρδιά µας ξερή και ασυγκίνητη.
Δεν πρέπει ο λόγος του Θεού να παραµείνει «φωνή βοώντος» σε άνυδρη και άγωνη έρηµο, αλλά ας καρποφορήσει και ας αποδώσει καρπό µετάνοιας. Δεν αρκεί να λέµε, ότι είµαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αλλά να ζούµε ταυτόχρονα την ζωή του σωστού Χριστιανού.
Δεν αρκεί να κάνουµε παρακλήσεις και µετάνοιες στα σπίτια µας, ή να µη βλάπτουµε κάποιο συνάνθρωπό µας ταυτόχρονα πρέπει να πράττουµε το θέληµα του Θεού στο σύνολό του. Γιατί δεν θα εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού εκείνος που φωνάζει: «Κύριε, Κύριε, άνοιξέ µας», αλλά εκείνος που πράττει το θέληµα του Θεού. Και θέληµα του Θεού είναι η µετάνοια και η µεταστροφή του ανθρώπου από τα πονηρά έργα της αµαρτίας.
Αδελφοί µου, από τα βάθη της καρδιάς µας ας µετανοήσουµε, όσο έχουµε καιρό, γιατί ο καιρός µας σ’ αυτό τον κόσµον είναι πολύ µικρός. Διά της µετάνοιας η σωτηρία εν Χριστώ Ιησού. Αµήν.
Μητροπολίτου Αντινόης Παντελεήμονος

Αποτομή Κεφαλής Προδρόμου

Η 29η Αυγούστου είναι αφιερωμένη στη φυσιογνωμία του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη. Ο Ιωάννης είναι εκείνος για τον οποίο ο Κύριος είπε ότι άλλος σαν αυτόν δε γεννήθηκε από γυναίκα επάνω στη γη.
Και πράγματι η ζωή του Ιωάννη υπήρξε κάτι το μοναδικό στην ιστορία. Κατά πρώτον η γέννηση του υπήρξε τόσο απίθανη ώστε και αυτός ο πατέρας του Ζαχαρίας δεν πίστεψε. Αποτέλεσμα ήταν να μείνει βουβός μέχρι τη στιγμή που κλήθηκε να αναγράψει το όνομα του παιδιού σε πινακίδιο.
Το όνομα Ιωάννης σημαίνει δώρο του Θεού, και πράγματι ο Ιωάννης ήταν θεοδώρητος. Η ενδυμασία του όσο και η τροφή του ήταν απλή και λιτή. Φορούσε χιτώνα από τρίχες καμήλας και ζώνη στη μέση του. Τρεφόταν δε με ακρίδες, δηλαδή με βλαστάρια από διάφορα αγριόχορτα και μέλι άγριο που εύρισκε μέσα στα σπλάχνα των κορμών των δένδρων. Ο Ιωάννης όλως ιδιαιτέρως ήταν πολύ ταπεινός ώστε, ενώ ζούσε σαν επίγειος άγγελος, εν τούτοις είπε για το Χριστό ότι δεν είμαι άξιος να λύσω τον ιμάντα των υποδημάτων Του. Έτυχε δε της μεγάλης τιμής να βαπτίσει το Λόγο του Θεού, τον Οποίον όλοι οι άλλοι προφήτες τον αντίκρισαν μόνο μέσω των συμβόλων και οραμάτων. Ο Ιωάννης αντίθετα, αξιώθηκε να θέσει το χέρι του στην κεφαλή του Δεσπότου, και να ζήσει τη Θεοφάνεια του Τριαδικού Θεού στον Ιορδάνη ποταμό, στη βάπτιση του Κυρίου. Ο Ιωάννης είναι ο συνδετικός κρίκος της προ Χριστού και μετά Χριστό εποχής, και ο τελευταίος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης.
Όμως αυτός ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είχε μαρτυρικό τέλος εξ αιτίας του μίσους μιας γυναίκας εναντίον του, επειδή έκανε έλεγχο στα ηθικά της παραπτώματα. Αυτή ήταν η Ηρωδιάδα που ζούσε παράνομα με τον Ηρώδη, η οποία συμβούλεψε την κόρη της να ζητήσει την κεφαλή του Προδρόμου σε πινάκιο. Αυτό έγινε όταν ο Ηρώδης υποσχέθηκε να της χαρίσει ό, τι του ζητήσει μέχρι το μισό βασίλειο του. Έτσι ο Ηρώδης, αν και λυπήθηκε πάρα πολύ, όμως για τους όρκους που είχε δώσει και για να μη εκτεθεί στους συνδαιτυμόνας του ως επίορκος, δεν θέλησε να αθετήσει την υπόσχεση του. Αμέσως έστειλε δήμιο και διέταξε να φέρει την κεφαλή του Ιωάννη. Εκείνος πήγε, τον αποκεφάλισε στη φυλακή, έφερε την κεφαλή του σε πινάκιο και την έδωσε στην κόρη και η κόρη στη μητέρα της. Όταν άκουσαν οι μαθητές του Ιωάννη το θλιβερό γεγονός, ήλθαν και πήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν στο μνημείο.
Επειδή το απαίσιο αυτό έγκλημα ήταν καρπός μέθης, η Εκκλησία όρισε νηστεία κατά την ημέρα αυτή, την οποία σέβονται όλοι οι Χριστιανοί. Αλλά δεν είναι μόνο η νηστεία, γιατί η Εκκλησία τίμησε τον Πρόδρομο και με πολλούς άλλους τρόπους. Χαρακτηριστικό είναι το ότι στο τέμπλο των ναών ευρίσκεται πάντοτε ο Πρόδρομος Ιωάννης παραπλεύρως του Κυρίου τον Οποίον υποδεικνύει στους ανθρώπους να πιστέψουν για να σωθούν. Και κάτι που, αν δεν το έλεγε ο Ίδιος ο Κύριος, δεν θα το πίστευε κανείς. Όλοι εκείνοι που θα αξιωθούν να κληρονομήσουν τη Βασιλεία του Θεού στον ουρανό, θα αποδειχθούν μεγαλύτεροι από τον Ιωάννη το βαπτιστή. Αυτοί θα βλέπουν το Πρόσωπο του Σωτήρα πολύ πιο ένδοξο από ότι το αντίκρισε ο Ιωάννης στον Ιορδάνη ποταμό. Αυτό είθε να αξιωθούμε όλοι μας με τις προσευχές του Τιμίου Προδρόμου. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...