Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2018

ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ. ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΣΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ


                                                                                                         



Αποτέλεσμα εικόνας για αντυπας μαρινος Κείμενο ομιλίας που εκφωνήθηκε στο Ομόλιο (πρώην Λασποχώρι) του Δήμου Ευρυμενών του Νομού Λάρισας
στις 23-3-2003, στο πλαίσιο κοινών για τον Μ. Αντύπα εκδηλώσεων των Δήμων Πυλαρέων και Ευρυμενών.
Εμπλουτισμένο με παραπομπές δημοσιεύτηκε στο έντυπο της Ζησιματείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πυλάρου
Η Βιβλιοθήκη μας, φ. 4, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003, σ. 1, και φ. 5, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, σσ.1-2.

Βρίσκομαι ανάμεσά σας καλεσμένος ευγενικά από το Δήμαρχό σας, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, για να σας μιλήσω για τον Κεφαλονίτη του Θεσσαλικού κάμπου Μαρίνο Αντύπα.
Είναι τιμή για σας, τους κατοίκους τούτης της περιοχής, των οποίων οι πατέρες και οι παππούδες ένιωσαν την έγνοια του Μ. Αντύπα για τα προβλήματά τους, άκουσαν το Λόγο του και δέχτηκαν την ευεργετική επίδραση της Πράξης του, είναι τιμή, λέω, για σας, που δε θέλετε να λησμονήσετε την υπέροχη εκείνη μορφή.
Αλλά είναι τιμή και για μας που ερχόμαστε από την Κεφαλονιά του Ιονίου, για το Δήμαρχο δηλαδή Πυλαρέων Κεφαλονιάς, στο Δήμο του οποίου υπάγεται το χωριό του Αντύπα, και για μένα, που τώρα σας μιλώ, είναι τιμή, επαναλαμβάνω, για μας, να βρισκόμαστε κοντά σας, για να σας μεταφέρουμε την εκτίμησή μας στη θαυμαστή προσφορά του συμπατριώτη μας αγωνιστή και ταυτόχρονα τις ευχαριστίες μας για τούτη τη συνάντησή μας προς τιμή του Κεφαλονίτη Μ. Αντύπα, που καθαγιάστηκε στα δικά σας τα χώματα. Σε αυτά τα χώματα, που σκεπάζουν τον συμπατριώτη μας μάρτυρα, σας έφερα, κ. Δήμαρχε των Ευρυμενών, να προσθέσετε λίγο χώμα από το πατρικό σπίτι του Μ. Αντύπα στα Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς.

Ο Μ. Αντύπας όρμησε στου Αγώνα το στίβο με ιδέες και οράματα εξαίσια, έτοιμος να παλέψει με θάρρος και πείσμα. Εμφανίστηκε τότε που η Ελλάδα πάσχιζε να βρει διεξόδους στα σύνθετα οικονομικά – πολιτικά και κοινωνικά της προβλήματα.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα γίνονται στη χώρα μας συντονισμένες προσπάθειες για οικονομική ανόρθωση, διαμορφώνονται νέοι πολιτικο-κοινωνικοί συσχετισμοί, διαδίδονται οι σοσιαλιστικές ιδέες, ενώ στα Βαλκάνια είναι σε έξαρση οι εθνικοί ανταγωνισμοί. Οι τελευταίοι έχουν ματαιώσει κάθε προσπάθεια για βαλκανική συνεννόηση και έτσι η χερσόνησος του Αίμου θα καταστεί πεδίο οξύτατων πολιτικών και διπλωματικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των Μ. Δυνάμεων με δυσμενείς επιπτώσεις για τους λαούς της ευρύτερης περιοχής.
Το ελληνικό κράτος βρίσκεται κάτω από το απεχθές καθεστώς του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μετά την πτώχευση του 1893 και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ανικανότητα της πολιτικής ηγεσίας και τα ανοικτά εθνικά θέματα (Κρήτη, Μακεδονία) καθιστούν το θρόνο και ειδικά το Γεώργιο Α’ παράγοντα των εσωτερικών εξελίξεων, ο οποίος ωστόσο έχει μετατραπεί σε όργανο των Άγγλων, εχθρό των συνταγματικών ελευθεριών και εστία μηχανορραφιών. Παράλληλα, το φεουδαλικό κατεστημένο εξακολουθεί να επιβιώνει και να παγιδεύει, λόγω της γενικότερης ιδεολογικής σύγχυσης και πνευματικής ανεπάρκειας, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού.
Εντωμεταξύ, οι ρυθμοί αστικοποίησης έχουν αυξηθεί. Το ελληνικό κεφάλαιο της διασποράς, που είχε στενούς δεσμούς με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, επενδύεται στη χώρα μας σε εμπορικές, τραπεζικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, σε επιχειρήσεις μεταλλείων, σε εταιρείες εκτέλεσης δημόσιων έργων, καθώς και σε μεγάλες εκτάσεις γης στη Θεσσαλία αμέσως μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος το 1881.
Η εκβιομηχάνιση, όμως, της Ελλάδας φέρνει στο προσκήνιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής τους εργαζόμενους. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα (1870-1885) η εργατική τάξη ωρίμαζε πολιτικοκοινωνικά κάτω από την επίδραση των νέων κοινωνικών – σοσιαλιστικών ιδεών, που από την Ευρώπη μεταφέρονταν στον ελληνικό χώρο και δραστήρια άρχιζε να διεκδικεί την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Αυτή η διαμόρφωση της συνείδησης των εργατών διαφάνηκε με τις απεργίες στην Αθήνα, τον Πειραιά, το Λαύριο (1896) και τη συγκρότηση των πρώτων εργατικών σωματείων.(1)
Οξύτατο, επίσης, παρέμενε το αγροτικό πρόβλημα, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881). Με την υποστήριξη του Χ. Τρικούπη οι πλούσιοι ομογενείς των ελληνικών παροικιών ήρθαν στη Θεσσαλία και κατόρθωσαν να τσιφλικοποιήσουν το θεσσαλικό κάμπο, πέτυχαν δηλαδή να αποκτήσουν την πλήρη και απόλυτη κυριαρχία και κυριότητα της θεσσαλικής γης. Αντίθετα, ο αγροτόκοσμος ήλπιζε ότι η απελευθέρωση της περιοχής θα συνεπαγόταν τη διανομή της γης στους κολλήγες, που χρόνια καλλιεργούσαν αυτή τη γη. Διαψεύσθηκαν όμως. κι έτσι, σε σύντομο διάστημα οι καλλιεργήσιμες γαίες της Θεσσαλίας πέρασαν από τους μουσουλμάνους μπέηδες σε Έλληνες κεφαλαιούχους του εξωτερικού. Κάτω από τους νέους τσιφλικάδες η ζωή των κολλήγων χειροτέρευσε. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με το ελληνικό αστικό δίκαιο, οι κολλήγες έχαναν τα προνόμια που τους παρείχαν τα φεουδαρχικά θέσμια της Τουρκοκρατίας, μένοντας ταυτόχρονα ακτήμονες. Τώρα, ο τσιφλικάς αποκτά το δικαίωμα να τους κατάσχει το σπόρο, τα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία λόγω χρεών. Τώρα, με βάση τρικουπικό νόμο, ο φόρος για την καλλιεργούμενη γη, που βάρυνε τους γαιοκτήμονες, αντικαταστάθηκε από το φόρο για τα «αροτριώντα ζώα», που τον πλήρωνε ο καλλιεργητής. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη χαρακτηριστική άποψη του Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, προοδευτικού δικηγόρου από το Βόλο: «Η Ελλάς ήλθεν εις την Θεσσαλίαν ως λυτρωτής και μετεβλήθη εις δεσμώτην του λαού της». Οι συνθήκες, λοιπόν, ζωής και εργασίας των κολλήγων του θεσσαλικού κάμπου έγιναν άθλιες. Γι’ αυτό και ο αναβρασμός ήταν αναμενόμενος: διεκδικούν και απαιτούν την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή τους στους ακτήμονες. Στον αγώνα αυτό ψυχή θα καταστεί ο Μ. Αντύπας.
Και όλο αυτό το κλίμα των προβληματισμών, των ζυμώσεων, της έντασης και των αναταραχών στον εργατικό και αγροτικό κόσμο σχετίζεται με τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην πατρίδα μας. Η σοσιαλιστική ιδεολογία, συνακόλουθη της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της εμφάνισης της εργατικής τάξης αλλά και των άλυτων αστικών αιτημάτων, όπως η διανομή της γης στους ακτήμονες αγρότες, είχε διάφορες εκφράσεις και τάσεις. Σημειώνουμε την αναρχική τάση με κέντρο την Πάτρα και τον Πύργο. την ουμανιστική με έντονα τα στοιχεία του χριστιανισμού, που ζητούσε τον κοινωνικό μετασχηματισμό όχι βίαια αλλά σταδιακά και με την παράλληλη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού, με κύριους εκπροσώπους τον Πλ. Δρακούλη από την Ιθάκη, τον Αρ. Οικονόμου από τα Καλάβρυτα και το Ρόκκο Χοϊδά από την Κεφαλονιά. και την επιστημονική σοσιαλιστική τάση, όχι βέβαια απαλλαγμένη από ουμανιστικά – χριστιανικά στοιχεία, που κήρυττε τη μαχητική δράση για τη διεκδίκηση των αιτημάτων των εργαζομένων της πόλης και της υπαίθρου αλλά και τη γενικότερη ανάπλαση της κοινωνίας, με κύριο εκπρόσωπο το Στ. Καλλέργη από την Κρήτη, με τον οποίο συνεργάστηκε ο Μ. Αντύπας.(2)

Και ενώ αυτή είναι η οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, μπαίνει ορμητικά στο προσκήνιο ο Μ. Αντύπας. Θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία των ιδεών του για το καλό του λαού, στην υπηρεσία των αδικημένων για την ανάταση και ανάπλασή τους, στην εγρήγορση των ναρκωμένων συνειδήσεων για την υπέρβασή τους.
Γίνεται ο Μ. Αντύπας ένα βουερό ποτάμι, που ασυγκράτητο θα ξεχυθεί στον κάμπο της Θεσσαλίας, για να παρασύρει αφέντες και υποκλίσεις, αγγαρείες και καταπιέσεις, μύθους και άγνοια – όλα αυτά δηλαδή που εμπόδιζαν το καθαρό νερό του να τρέξει και να δροσίσει τα στεγνά χείλη των ανθρώπων του κάμπου, που κρατούσαν διψασμένες τις καρδιές των κολλήγων της γόνιμης πεδιάδας της Θεσσαλίας. Για να στήσουν χορό τα νερά του Πηνειού, για να χαμογελάσει από ψηλά ο Όλυμπος…
Έρχεται από την Κεφαλονιά ο Μ. Αντύπας, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του τη σκυτάλη των Ριζοσπαστών του νησιού του. Και ενώ εκείνοι πάλεψαν και τραγούδησαν παλεύοντας «Πάρα πολύ υπέφερα τον Άγγλο στην πατρίδα, / θα λάβω τη φροντίδα, ο ξένος να διωχθεί», ο Αντύπας θα παλέψει και θα τραγουδήσει μαζί με τους φίλους και συντρόφους του «θα λάβουμε όλοι μαζί τη φροντίδα, ο εκμεταλλευτής, ο τσιφλικάς να διωχθεί».

Ο Μ. Αντύπας γεννήθηκε στο χωριό Φερεντινάτα της Πυλάρου Κεφαλονιάς το 1872. Ήταν ένα από τα 18 παιδιά που απέκτησαν οι γονείς του.(3) Ικανότατος στα γράμματα αλλά και βοηθός του επιπλοποιού – ξυλογλύπτη πατέρα του, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Αργοστόλι, έφυγε για την Αθήνα. Εκεί εγγράφηκε στη Νομική σχολή, χωρίς όμως ποτέ να πάρει το πτυχίο του, γιατί σύντομα ήρθε σε επαφή με τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του πρώιμου ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος και αφοσιώθηκε στον αγώνα.
Το 1896 είναι ήδη στέλεχος του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» του Στ. Καλλέργη και εμπνεύστηκε από τις αρχές της αδελφοποίησης των λαών, της ελευθερίας και της ισότητας, της αλληλεγγύης και της κοινοκτημοσύνης, που πρέσβευε ο Σύλλογος αυτός. Οι επαφές του Αντύπα με στελέχη άλλων σοσιαλιστικών ομάδων δεν έχουν απόλυτα διευκρινιστεί. Φαίνεται, όμως, ότι είχε γνωριστεί με τον Κεφαλονίτη Παναγή Δημητράτο, συνεργάτη του Πλ. Δρακούλη και πρόεδρο αργότερα της προσωρινής ομοσπονδίας των σοσιαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδας.(4) Τη χρονιά αυτή (1896, Φεβρουάριος) πραγματοποιεί την πρώτη δημόσια ομιλία του στο χωριό Βιτρινίτσα της Δωρίδας σε συγκέντρωση 200 περίπου χωρικών.
Το 1897 συμμετέχει ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση (του 1896), που τραυματίστηκε σοβαρά στον πνεύμονα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα κρητικά πεδία των μαχών και να επιστρέψει στην Αθήνα για θεραπεία. Την ίδια χρονιά (1897, 14 Σεπτεμβρίου) παίρνει δραστήριο μέρος στη διοργάνωση λαϊκού συλλαλητηρίου στην Αθήνα, και μιλάει ο ίδιος στην πλατεία Ομόνοιας, καταγγέλλοντας τα ανάκτορα για την ηττοπαθή στάση τους απέναντι στο κρητικό ζήτημα και για την πολιτική τους στον «ατυχή» πόλεμο του 1897. Γι’ αυτή του μάλιστα την ομιλία καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή ενός έτους στις φυλακές της Αίγινας και της Ακροναυπλίας.(5)
Το 1898, μετά την αποφυλάκισή του, επιστρέφει στην Κεφαλονιά, την οποία σκέφτεται να καταστήσει κέντρο των δραστηριοτήτων του. Εκεί με τη στήριξη ενός πυρήνα φίλων και ομοϊδεατών θα εκδώσει την εφημερίδα «Ανάστασις», με υπότιτλο «εφημερίς εβδομαδιαία ανθρωπιστική» (1900) και θα ιδρύσει το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης» (1904).
Το τελευταίο ήταν ουσιαστικά ένα λαϊκό μορφωτικό κέντρο στην πόλη του Αργοστολιού, το οποίο χαρακτηριζόταν από τον ίδιο «Λαϊκόν Σχολείον». Σκοπός της ίδρυσης ήταν η ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου του λαού, η πολιτική και κοινωνική αφύπνιση των συμπολιτών του. Στην αίθουσα διαλέξεων της «Ισότητας» η είσοδος ήταν ελεύθερη για άνδρες, γυναίκες και μαθητές. Από το βήμα της δίδαξαν και μίλησαν έγκριτα μέλη της κεφαλονίτικης κοινωνίας με ποικίλη θεματολογία: από εθνικά προβλήματα και κοινωνικά ζητήματα μέχρι οικονομικές αναλύσεις και επιστημονικές ανακοινώσεις. Οι δραστηριότητες μάλιστα αυτής της μορφωτικής εστίας έγιναν αντικείμενο θετικού σχολιασμού στον αθηναϊκό τύπο.(6)
Σύντομα το Λαϊκό Αναγνωστήριο του Αργοστολιού εξελίχθηκε σε κέντρο δημιουργίας και ανάπτυξης κόμματος αρχών, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των Ριζοσπαστών στα χρόνια της Αγγλοκρατίας με τις δικές τους τότε πολιτικές λέσχες. Γύρω από το κόμμα αυτό, που το ονόμασε ο Μ. Αντύπας «Κοινωνιστικό – Ριζοσπαστικό», συσπειρώθηκαν φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές της Κεφαλονιάς και κυρίως εργατικά και αγροτικά στοιχεία. Με τη σημαία τούτου του κόμματος ο Αντύπας κατέβηκε στις εκλογές του Μαρτίου 1906 ως υποψήφιος της επαρχίας Κραναίας του νησιού του. Αν και συγκέντρωσε σοβαρό αριθμό ψήφων (2.550 ψήφους) δεν κατόρθωσε να εκλεγεί λόγω της καλπονοθείας και των δολοπλοκιών των πολιτικών του αντιπάλων.(7)
Στις 29 Ιουλίου 1900 εκδίδει και κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της «Ανάστασης», το περιεχόμενο του οποίου όμως προκαλεί την εισαγωγή του σε δίκη με συνέπεια της διακοπή της έκδοσης, για να επανεκδοθεί το 1904 και να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια, χωρίς διακοπή, ακόμη και μετά τη δολοφονία του, μέχρι τις 27 Απρ. 1907. Πρόκειται για ένα έντυπο μαχητικό. Μέσα από τις γραμμές του ο Κεφαλονίτης αγωνιστής διατυπώνει τις ιδέες του με τόλμη και σαφήνεια. διαφωτίζει το λαό στα τρέχοντα εθνικά και κοινωνικά θέματα. καταγγέλλει το πολιτικό – οικονομικό κατεστημένο. αναδεικνύει τα αίτια των εθνικών και πολιτικών κρίσεων. παροτρύνει τους αναγνώστες του σε δράση για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Πάντως, αυτά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα (1903-1904), που το σοσιαλιστικό κίνημα βρισκόταν σε τέλμα, η Κεφαλονιά με τον Αντύπα και την «Ανάσταση» αποτελούσαν τη μόνη εστία «ζωντανότερης δράσης» κατά τον ιστορικό Κ. Μοσκώφ.(8)

Ωστόσο, η μελέτη των δημοσιευμένων άρθρων του Μ. Αντύπα στην «Ανάσταση» αλλά και στην «Πανθεσσαλική» του Βόλου, αποκαλύπτει τις βασικές ιδεολογικές αρχές του. Είναι βέβαια προφανές ότι στις κοινωνικές απόψεις του εμφανιζόταν με αντιφάσεις και σοβαρές ουτοπιστικές αποκλίσεις. Η κριτική που του ασκήθηκε συνίσταται κυρίως στην έλλειψη προτάσεων για την αγωνιστική συσπείρωση των εργατικών και αγροτικών πληθυσμών και τη συντονισμένη δράση τους. Θα ήταν, όμως, άδικο να κριθεί το όλο θέμα ανεξάρτητα από το πολιτικό τοπίο της εποχής του.
Επιζητούσε ο Μ. Αντύπας την κοινωνική αλλαγή, την οποία θεωρούσε σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Αντιμαχόταν τις κοινωνικές διακρίσεις και έκανε λόγο για το καθολικό δικαίωμα και καθήκον της εργασίας και για τη μία και μόνη αδιαίρετη κοινωνική τάξη των ευτυχισμένων και μορφωμένων εργατών.
Υποστήριζε με περηφάνεια πως ήταν κοινωνιστής ριζοσπάστης: «Είμαι επαναστάτης», θα γράψει στο τελευταίο άρθρο της ζωής του το Φεβρουάριο 1907, «υποσκάπτων το άγριο καθεστώς μεθ’ όλων μου των δυνάμεων, θεωρώ τους συντηρητικούς αξίους σεβασμού ως άτομα, αξίους θεραπείας ως μέλη του κοινωνικού σώματος, τους θεωρώ όχι ενόχους, αλλά ασθενείς, έχοντας ανάγκην της περιθάλψεως των σοσιαλιστών και όχι της βόμβας των αναρχικών, προτιμών τας ενέσεις από τας καυτηριάσεις, τας εγχειρήσεις και τας αφαιμάξεις, αίτινες είναι αναγκαίαι άτε υπό της επιστήμης επιβαλλόμεναι».(9)
Ήταν σφοδρός αντίπαλος της μοναρχίας, την οποία θεωρούσε θεσμό απαρχαιωμένο, και αντιπρότεινε το δημοκρατικό πολίτευμα, θεμελιωμένο στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αναγνώριζε το λαό ως το μοναδικό άρχοντα του κράτους, ο οποίος μπορεί να επιφέρει το θάνατο των τυράννων: «Ζήτω ο εις και μόνος Άρχων Λαός, η μία και μόνη προνομιούχος τάξις των εργατών».(10)
Χτυπούσε τη μικροπολιτική και τους κομματάρχες, ζητούσε την κατάργηση του ρουσφετιού και κατάγγελνε τα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις των κρατικών φορέων. Διεκδικούσε την ουσιαστική οικονομική βελτίωση των κατώτερων στρωμάτων και απαιτούσε την κατάργηση όλων των φόρων, αντιπροτείνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου και του συνολικού εισοδήματος. Ζητούσε η νομοθεσία να προστατεύει τους εργάτες και τους αγρότες. Απαιτούσε καθορισμό του εργατικού ημερομίσθιου και ίδρυση ταμείων σύνταξης για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Απαιτούσε, επίσης, διανομή των τσιφλικιών της Θεσσαλίας στους φυσικούς κατόχους τους με αποζημίωση καθώς και των μοναστηριακών περιουσιών.
Θεμελιώδης αρχή της ιδεολογίας του παρέμενε η απεριόριστη αγάπη του προς τον άνθρωπο και κυρίως τον άνθρωπο του μόχθου. Γι’ αυτό καταφερόταν κατά της αλληλοσφαγής των λαών, την οποία προκαλούν οι τύραννοι για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών και συμφερόντων τους.
Αλλά και η κοσμοπολιτική διάσταση της ιδεολογίας του Αντύπα είναι ενδιαφέρουσα. Βροντοφώναζε «υπέρ της Παγκοσμίου Ελευθερίας – Ισότητος και Αδελφότητος. Υπέρ της καταργήσεως των Φυλών και των Πατρίδων, των Αφέντων και των Δούλων».(11) Και για να επιτευχθούν αυτά, υποστήριζε, πρέπει ο άνθρωπος να πολεμήσει τον πόλεμο. Σοσιαλιστής και ανθρωπιστής ο ίδιος, ήταν απόλυτος εχθρός των πολεμικών εξοπλισμών και των αδελφοκτόνων πολέμων. Υπογράμμιζε ότι «ο σίδηρος και τα τηλεβόλα και αι ανθρωποκτόνοι μηχαναί και αι εκρηκτικαί ύλαι και όλα τα άλλα μέσα της σφαγής και του αίματος»μοναδικό σκοπό έχουν «την αλληλοκτονίαν των λαών, δια να ανέρχονται υψηλά οι τύραννοι» και να επεκτείνουν την τυραννία τους στους λαούς.(12)
Είναι χαρακτηριστικά όσα ο πρωτοπόρος αυτός αγωνιστής έγραφε στο τελευταίο άρθρο της ζωής του, το Φεβρουάριο 1907, αναρωτώμενος: «Διατί τα εις τον πόλεμον, την πολυτέλειαν, τας επιδείξεις, τας θρησκευτικάς προλήψεις, δαπανώμενα δεσεκατομμύρια να χρησιμεύωσιν ούτω διά την αλληλοσφαγήν, τας ματαιότητας των αργών βασιλέων και αρχόντων, γεννώντα τον πόνον, την δυστυχίαν, το έγκλημα τέλος, αντί να χρησιμεύωσι διά την κίνησιν και την ζωήν παράγοντα πρόοδον και ευτυχίαν; Διατί ο νους και το χέρι του πνευματικού εργάτου και του χειρώνακτος ν’ ασχολώνται, αυξάνοντα τον αριθμόν των λογχών, της δυναμίτιδος, των θωρηκτών, των στρατώνων, των φυλακών, των μονών, αντί τα εκατομμύρια ταύτα των χειρών και διανοιών, ο κολοσσός ούτος της δυνάμεως και της ζωής, ν’ ασχολήται ίνα αυξήση και τελειοποιή τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα μεταλλεία, την συγκοινωνίαν;».(13) Αλήθεια, πόσο επίκαιρα είναι όλα αυτά…
Ωστόσο, τόσο ο ανθρωπισμός όσο και ο κοσμοπολιτισμός του Μ. Αντύπα φαίνονται επηρεασμένα από τη χριστιανική ηθικολογία,  απαλλαγμένη όμως από μεταφυσικές αγωνίες. Τον έθελγε η χριστιανική διδασκαλία και την επαινούσε, μόνο στο βαθμό που συντελούσε στην καθιέρωση της πανανθρώπινης αγάπης. Επιζητούσε «την αντικατάστασιν του Θεού, ον κηρύσσουσι οι τύραννοι και δεσπόται διά του Αληθούς Θεού, ον εκήρυξεν ο Χριστός και όστις καλείται Θεός της Αγάπης, Ελευθερίας και Αλληλοβοηθείας, και όχι Θεός σκληρότητος, δακρύων και δουλείας».(14) Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η επωνυμία της εφημερίδας του. Ο τίτλος «Ανάστασις» συμβόλιζε προφανώς την ανάσταση του ανθρώπου, την πανανθρώπινη ανάσταση.
Επιπλέον, ο Αντύπας υπήρξε φλογερός πατριώτης. Είχε συνείδηση της καταγωγής του και της ιστορίας της πατρίδας του. Δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει το λαμπρό ελληνικό ιστορικό παρελθόν, που γέννησε Λυκούργους και Θεμιστοκλείς, Πλάτωνες και Σωκράτες αλλά και Φερραίους και Μιαούληδες. Γι’ αυτό καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί και να θυμηθεί πως σε αυτόν μόνο ανήκει η Ελλάδα, πως αυτός είναι ο κληρονόμος του Ρήγα και του Διάκου, οι οποίοι μας άφησαν τη γη τούτη «ιεράν παρακαταθήκην» και που μέρος της εμείς οι Νεοέλληνες «επωλήσαμε εις τους ημετέρους τιτλοφόρους και κηφήνας».(15) Ο ίδιος, μάλιστα, είχε κάνει πράξη την πατριωτική διάσταση της ιδεολογίας του, όταν πολεμούσε το 1897 στην Κρήτη, ή μιλούσε το 1905 σε λαϊκό συλλαλητήριο υπέρ της Επανάστασης του Θέρισσου και της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα ή όταν εργαζόταν για τον Μακεδονικό Αγώνα.
Γενικότερα, η ιδεολογία του Μ. Αντύπα διαπνεόταν από ένα ιδιαίτερο επαναστατικό πνεύμα, που μερικές φορές τον οδηγούσε σε απρόβλεπτες ενέργειες και απροσδόκητες εκδηλώσεις, τις οποίες ωστόσο αξιοποιούσαν οι αντίπαλοί του, για να πλήξουν τον ίδιο και το πρόγραμμά του. Υποστήριζε, πάντως, ότι με την επανάσταση θα καταρριφθεί το φαύλο καθεστώς και θα καταργηθεί η κοινωνική ανισότητα. Ηθική ήταν κυρίως η επανάστασή του. Να τι έγραφε το 1905: «Ζητούμεν Επανάστασιν ιδεών, Επανάστασιν αισθημάτων, Παγκόσμιον Επανάστασιν Διοικητικού και Πολιτικού και Θρησκευτικού Συστήματος. Θέλομεν δηλαδή να επαναστατήση ο Εργάτης κατά του Κηφήνος, ο Χωρικός κατά του Αφέντου, ο Δούλος κατά του Κυρίου. Ο Γενναίος Στρατιώτης κατά του διεφθαρμένου Αξιωματικού, ο αισθηματίας Αξιωματικός κατά του φαύλου Στρατηγού. Ο έντιμος Πολίτης κατά του δημοκόπου Βουλευτού, ο θαρραλέος Βουλευτής κατά του λαοπλάνου Κυβερνήτου, ο τολμηρός Κυβερνήτης κατά του δεισιδαίμονος Καθεστώτος και του κληρονομικού Άρχοντος. Ο καλός και απλούς Ιερεύς κατά του χρυσοφόρου και υλόφρονος Αρχιερέως, ο ιδεώδης και ευαγγελικός Αρχιερεύς κατά του δεισιδαίμονος και συμφεροντολογικού θρησκευτικού Καθεστώτος».(16)

Με αυτόν, λοιπόν, τον ιδεολογικό εξοπλισμό ο Μ. Αντύπας αγωνίστηκε σταθερά σε όλη του τη ζωή για τη διέγερση των συνειδήσεων και για την ενεργοποίηση των λαϊκών στρωμάτων στη διεκδίκηση και κατάκτηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων τους. Με αυτά τα οράματα ο Μ. Αντύπας  εγκατέλειψε στα μέσα του 1906 το νησί της Κεφαλονιάς για τη Θεσσαλία, όπου θα την καθαγιάσει με το αίμα του, όπου θα κλείσει την καρδιά του μες στο χώμα της.
Ερχόμενος εδώ, ανέλαβε τη διεύθυνση του τσιφλικιού του θείου του Γεώργιου Σκιαδαρέση, αφότου ο τελευταίος, μετά από συζήτηση και με τον ανεψιό του, ήρθε από τη Ρουμανία και επένδυσε τα κεφάλαιά του στη θεσσαλική γη. Ο Γ. Σκιαδαρέσης μαζί με τον επίσης Κεφαλονίτη Αριστείδη Μεταξά αγόρασαν από κοινού κοντά στα Τέμπη έκταση 300.000 στρεμμάτων. Από αυτά ο θείος του Αντύπα είχε στην ιδιοκτησία του το 1/4, στο οποίο ο Μαρίνος τοποθετήθηκε επιστάτης. Τα κτήματα εκτείνονταν στον Πυργετό και στο Λασποχώρι Τεμπών.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με έρευνα του ιστορικού Σπ. Λουκάτου, ο Γ. Σκιαδαρέσης όχι μόνο συμμεριζόταν τις ιδέες του ανεψιού του, αλλά και συμπαραστεκόταν στις προσπάθειές του για τη χειραφέτηση των Θεσσαλών κολλήγων. Γιατί ο Σκιαδαρέσης συμφώνησε να έρθει στην Ελλάδα και να αγοράσει τα κτήματα στη Θεσσαλία, για να συντείνει στη λύση του αγροτικού ζητήματος υπέρ των χωρικών.(17) Συμπαραστάτες, επίσης, στο πρωτόγνωρο έργο του Κεφαλονίτη αγωνιστή στη θεσσαλική πεδιάδα υπήρξαν ο ξάδελφός του Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, που ήταν παρών και στη δολοφονία του, και ο Κεφαλονίτης τηλεγραφητής στη Λάρισα Τζανάτος (που θα καταθέσει στεφάνι στη σορό του Αντύπα εκ μέρους των Κεφαλονιτών της Λάρισας).
Ο μαχητικός και ασυμβίβαστος επιστάτης αμέσως ασχολήθηκε με ένα και μοναδικό θέμα: το ξύπνημα του κολλήγα, το ξύπνημα του κάμπου. Βίωνε καθημερινά τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των αγροτών, γνώριζε καλά την κρατική πολιτική απέναντι στο αγροτικό ζήτημα, υποψιαζόταν με σιγουριά τις προθέσεις του κατεστημένου. Αυτός, όμως, ήθελε να σπείρει το σπόρο του. Περιόδευε στο θεσσαλικό κάμπο και ενημέρωνε τους δουλευτάδες της γης για τα δικαιώματά τους, ίδρυε σχολεία για τα αγροτόπαιδα, προπαγάνδιζε την απαλλοτρίωση, με αποζημίωση βέβαια, των τσιφλικιών και τη διανομή στους καλλιεργητές τους.(18) Και σε αυτό το δύσκολο και σύνθετο έργο είχε την αρωγή του προοδευτικού Βολιώτη δικηγόρου και εκδότη της εφημερίδας «Πανθεσσαλική» Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη.
Με τη μεσολάβηση του Αντύπα και τη σύμφωνη γνώμη του Σκιαδαρέση αποφασίστηκε να ισχύσει από το 1906 η παρακάτω ρύθμιση: Κάθε χρόνο οι κολλήγες θα παραδίνουν στον ιδιοκτήτη το 25% και όχι το 75% της σοδειάς, όπως γινόταν μέχρι τότε. Όσοι, επίσης, επιθυμούσαν θα μπορούσαν να αγοράσουν γη με κάποια λογική τιμή και έτσι θα μετατραπούν σε μικροϊδιοκτήτες.(19)
Όπως ήταν επόμενο, οι διαφωτιστικές αυτές ενέργειες προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των τσιφλικάδων της περιοχής, που τις χαρακτήριζαν προπαγανδιστικές και επαναστατικές. Φοβήθηκαν για τα κτήματά τους και θέλησαν να προφυλάξουν τα συμφέροντά τους από τον «κακούργον δημαγωγόν και λαοπλάνον» Αντύπα.(20) Την πρωτοβουλία της αντεπίθεσης ανέλαβε ο βουλευτής Αγυιάς και μεγαλοκτηματίας Αγαμέμνων Σλήμαν, ο οποίος απαίτησε από το Νομάρχη της Λάρισας να επιπλήξει τον επικίνδυνο επιστάτη. Ο Νομάρχης, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, με δημόσιες δηλώσεις του κατέκρινε τον Αντύπα για την «αντικοινωνικήν και αυταρχικήν δράσιν του παρά τοις χωρικοίς».
Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αντύπα να επιδιώξει συνάντηση με το Σλήμαν στην Αθήνα, για να του ζητήσει εξηγήσεις. Μετά από έντονη λογομαχία ο πρώτος χαστούκισε το βουλευτή στην πλατεία Συντάγματος μπροστά σε αρκετόν κόσμο. Αυτό, όμως, το επεισόδιο προκάλεσε την παραπομπή του Αντύπα σε δίκη και καταδίκη του σε εικοσαήμερη φυλάκιση για εξύβριση. Η απολογία, ωστόσο, του διωκόμενου αγωνιστή μετατράπηκε σε κατηγορητήριο κατά των εκμεταλλευτών και τυραννίσκων των Θεσσαλών χωρικών. «Εκεί, θα υπογραμμίσει απολογούμενος, η κατάστασις ήτο αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας γυμνοί και κάτισχνοι, εφ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως τα φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων, εν ω η ασπλαχνία παρεσκεύασε την γενικήν μετανάστευσιν των Ελλήνων συνεπεία της οποίας βεβαίως η αύριον θα ανατείλη πολύ συννεφώδης και παραπολύ τρομακτική». Ταυτόχρονα με θάρρος απαράμιλλο θα υποστηρίξει το έργο του και την αγροτική ιδέα: «Ήρχισα λοιπόν και έργω και λόγω να παρέχω εις τους χωρικούς πάσαν δυνατήν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγγαρείας, ας καθιέρωσεν η τετρακοσαετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλω η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία». Και θα καταλήξει λέγοντας: «Παρέβην τον ποινικόν νόμον, αλλ’ ο άνθρωπος υποκύπτει περισσότερον εις τον φυσικόν νόμον […] Μη λησμονήσητε όμως [κύριοι δικασταί] ότι είσθε και Έλληνες και οφείλετε επίσης να συνογορήσητε υπέρ του ιδρώτος των χωρικών και υπέρ του μέλλοντος της Ελλάδος. Υπεράνω του ποινικού νόμου ίσταται το εθνικόν συμφέρον και υπεράνω τούτου ο ανθρωπιστικός νόμος. Καταδικάσατε αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου».(21)

Επιστρέφοντας, μετά την αποφυλάκισή του, στη Θεσσαλία, συνεχίζει ο Μ. Αντύπας τη δράση του. Το όνομά του έχει καταστεί γνωστό και συγκλονίζει τον κάμπο. Οι αγρότες αναθαρρεύουν και κινούνται δραστήρια με την καθοδήγηση του αδιαμφισβήτητου ηγέτη τους. Αντίθετα, οι τσιφλικάδες και το θεσσαλικό κατεστημένο ετοιμάζεται να επιτεθεί. Για άλλη μια φορά ο Νομάρχης τον προσβάλλει δημόσια στην πλατεία της Λάρισας, κατηγορώντας τον για πλημμελή διαχείριση των κτημάτων του Γ. Σκιαδαρέση. Και ο Αντύπας απτόητος τον προκαλεί σε μονομαχία. Φυσικά δε δέχτηκε κάτι τέτοιο ο Νομάρχης και μηνύει τον Αντύπα. Η καθορισμένη για την 31η Ιανουαρίου 1907 δίκη αναβάλλεται για τις 7 Μαρτίου. Υπερασπιστές του διωκόμενου μαχητή ο δικηγόρος Βασ. Μουμούλης, ο ξάδελφός του Παν. Σκιαδαρέσης, ο αμαξάς Κ. Αγγελόπουλος, ο προεστός Δημ. Πατσιαβάς, οι Γ. Αμίλης, Ν. Χουλιάρας, Σπ. Τσιάρας, Β. Κορομηλάς και πολλοί άλλοι κάτοικοι του Λασποχωρίου. Επίσης ήρθαν να καταθέσουν ο προεστός του Πυργετού Βασ. Μούρος, οι αδελφοί Κολλάτου, οι Ν. Ρήγας, Λιάκος, Καρπούζας, κ.ά.
Ο Αντύπας δικαιώνεται και οι δραστηριότητές του συνεχίζονται. Οι γαιοκτήμονες, όμως, φοβούνται εξέγερση των χωρικών. Οι εντολές τώρα γίνονται σαφείς: Να δοθεί τέλος στην υπόθεση Αντύπα, διατάζει από τα ανάκτορα ο αυλάρχης Θων. Σε σύσκεψη σχεδιάζεται η δολοφονία του.(22) Εκτελεστικό όργανο επιλέγεται ο Ιωάννης Κυριακός, επιστάτης στο τσιφλίκι του Αριστείδη Μεταξά, συνεταίρου του Γ. Σκιαδαρέση.(23)
Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Μαρτίου 1907 ο Κυριακός πυροβολεί στον Πυργετό πισώπλατα τον Μαρίνο Αντύπα μετά από λογομαχία. Οι ισχυρισμοί του δράστη περί προσωπικής αντιδικίας και προσβολής της τιμής του από τον Αντύπα, δεν έπεισαν κανέναν και κυρίως τους Θεσσαλούς αγρότες, οι οποίοι είχαν υποψιαστεί το επικίνδυνο για τον Αντύπα κλίμα, που είχε τελευταία διαμορφωθεί. Άλλωστε, η δίκη παρωδία και η αθώωση του Ιω. Κυριακού επιβεβαίωσαν, λίγο αργότερα, τις υπόνοιες για προσχεδιασμένο έγκλημα.(24)
Έτσι, λοιπόν, ο Πυργετός της Θεσσαλίας, θα πει ο σύντροφός του δάσκαλος Χαρ. Αμούργης στο Αργοστόλι, κατά την τέλεση του μνημοσύνου «μετεβλήθη εις Γολγοθάν καθαγιασθείς διά του τιμίου αίματος του μεγάλου αλτρουιστού».(25) Οι χωρικοί συγκλονίστηκαν. Έχασαν τον ηγέτη τους. Ο νεκρός μεταφέρεται από το χωριό της δολοφονίας, τον Πυργετό, στη Λάρισα στις 10 Μαρτίου και εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Η κηδεία γίνεται μεγαλόπρεπη. Η νεκρική πομπή με πάνδημη συμμετοχή περνά από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Και στη συνέχεια, ύστερα από απαίτηση των χωρικών, ο ενταφιασμός γίνεται στις 12 Μαρτίου στο Λασποχώρι. Η γη των Τεμπών, η γη του Λασποχωρίου έκλεισε μέσα της «την μεγάλην καρδίαν, εις ην ενεκλείετο η αγάπη, η αλληλεγγύη ολοκλήρου της ανθρωπότητος».(26)
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μετά την κηδεία τα πνεύματα παρέμεναν οξυμμένα. Οι κάτοικοι του Λασποχωρίου, θεωρώντας συνυπεύθυνους για τη δολοφονία τους κατοίκους του Πυργετού επιτέθηκαν εναντίον τους. Δημιουργήθηκε έκρυθμη κατάσταση, αλλά η επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων αποκατέστησε την ηρεμία. Πάντως, αυτές οι λαϊκές αντιδράσεις αποτελούν σαφή απόδειξη της λαϊκής οργής για τη δολοφονία του πρωτοπόρου αγροτιστή.
Το θλιβερό αυτό γεγονός, βέβαια, συγκλόνισε το πανελλήνιο και ιδιαίτερα τους σοσιαλιστικούς και προοδευτικούς κύκλους. Οι Αθηναίοι σοσιαλιστές οργάνωσαν πολιτικό μνημόσυνο στους στύλους του Ολυμπίου Διός (18 Μαρτίου 1907), ενώ στον Πειραιά, με πρωτοβουλία των εργατικών σωματείων της πόλης τελέσθηκε θρησκευτικό μνημόσυνο. Ο λαός της γενέτειράς του συγκλονίστηκε σύσσωμος με την είδηση της δολοφονίας του. Διοργανώθηκαν ομιλίες και συγκεντρώσεις στη μνήμη του από το Λαϊκό Αναγνωστήριο. Μεγαλοπρεπές θρησκευτικό μνημόσυνο τελέσθηκε στο ναό της Παναγίας της Σισσιώτισσας στο Αργοστόλι στις 18 Μαρτίου 1907 με ομιλίες και καταθέσεις στεφανιών.(27)

Το έργο του Αντύπα σταμάτησε μαζί με τη ζωή του. Η διδασκαλία του όμως όχι, δεν τάφηκε. «Τα λόγια του, θα γράψει η εφημερίδα «Εργάτης» του Βόλου (25-3-1908), όπου ακούστηκαν, άφηκαν σπόρο, π’ άρχισε πια να φυτρώνη και να καρποφορή». Και ο σπόρος βλάσταινε στο νου και την καρδιά των απόκληρων της υπαίθρου. Η αγροτική ιδέα ρίζωσε για τα καλά, χάρη στο «λεοντόκαρδο παλικάρι» της Κεφαλονιάς, χάρη στο μάρτυρα του ηρωικού κάμπου της Θεσσαλίας. Ο ξεσηκωμός του Κιλελέρ στα ίδια χώματα, με τα ίδια πρόσωπα τρία χρόνια αργότερα, θα ξαναστήσει μπροστά μας τον πρωτοπόρο μαχητή της αγροτικής ιδέας.
Η προσφορά του Μ. Αντύπα στο αγροτικό κίνημα της πατρίδας μας, αν και δε μνημονεύεται επαρκώς στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η όλη περίοδος δράσης του Αντύπα στο θεσσαλικό κάμπο συνιστά την αρχή του τέλους του αγροτικού ζητήματος.
Στη μνήμη μας και την καρδιά μας θα διεκδικεί τη θέση του συνεπή, του μαχητικού, του ασυμβίβαστου αγωνιστή, του μάρτυρα της ιδέας, όπως εύστοχα έγραψε ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, που έκανε τον πόνο των αδικημένων δικό του πόνο, που έγινε πρωτοπόρος στον τραχύ αγροτικό αγώνα, που έδωσε τη ζωή του για να μπορέσουν οι αδύναμοι και αδικημένοι της κοινωνίας μας να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους για μόρφωση, ανθρώπινη διαβίωση και αξιοπρέπεια, που έγινε ολοκαύτωμα στην επανάσταση και το σύμβολο για τη συνέχιση και την επιτυχία της.
Και έπεσε ο Κεφαλονίτης αυτός αγωνιστής στον ηρωικό και μαρτυρικό κάμπο της Θεσσαλίας για το δίκιο και την ανθρωπιά, για πάντα σκεπασμένος στοργικά απ’ τα δικά σας χώματα, αγαπητοί φίλοι του Ομολίου. Γι’ αυτή τη στοργή και την αγάπη σας προς τον Κεφαλονίτη ήρωα και μάρτυρα του θεσσαλικού κάμπου σας είμαστε ευγνώμονες εμείς οι Κεφαλονίτες.

  
  

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Βλ. Γ. Κορδάτος, Ιστορία του Ελληνικού εργατικού κινήματος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1972, σσ. 21-22, 30-34.
  2. Βλ. Μιχάλης Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, τόμ. Α’, Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1985, σσ. 85-243. Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, εισαγωγή, επιλογή κειμένων, υπομνηματισμός Παν. Νούτσος, τόμ. Α’ 1875-1907, εκδ. Γνώση. Αθήνα 19952, σσ. 21-106.
  3. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Μαρίνος Σπ. Αντύπας. Η ζωή, η εποχή, η ιδεολογία, η δράση και η δολοφονία του, έκδοση Ομοσπονδίας Κεφαλληνιακών και Ιθακησιακών Σωματείων, Αθήνα 1980, σ. 11, σημ. 7.
  4. Βλ. Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 19883, σ. 388, σημ. 1. Μιχ. Δημητρίου, ό.π., σ. 301.
  5. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 15-16. Νικ. Τζουγανάτος, Ο Μαρίνος Αντύπας και οι σοσιαλιστικές εξελίξεις στην Κεφαλονιά, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιώς, 1978, σ. 26.
  6. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Το λαϊκό αναγνωστήριο «Η ισότης» του Μαρίνου Αντύπα. Κεφαλονιά 1904-1907, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά, Αθήνα 1984.
  7. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Μαρίνος Σπ. Αντύπας…, ό.π., σ. 19.
  8. Βλ. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σ. 197, σημ. 1.
  9. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907. αναδημοσίευση από την εφ. του Βόλου Πανθεσσαλική, 26-27 Φεβρουαρίου 1907. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 152.
  10. Εφ. Ανάστασις, φ. 12, 23-4-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 123.
  11. Εφ. Ανάστασις, φ. 49, 11-3-1906. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 130.
  12. Εφ. Ανάστασις, φ. 1, 29-7-1900. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 58-59.
  13. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907. αναδημοσίευση από την εφ. του Βόλου Πανθεσσαλική, 26-27 Φεβρουαρίου 1907πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 152.
  14. Εφ. Ανάστασις, φ. 25, 17-9-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 127.
  15. Εφ. Ανάστασις, φ. 4, 20-11-1904. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 58.
  16. Εφ. Ανάστασις, φ. 25, 17-9-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 126.
  17. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 74.
  18. Βλ. Γ. Κορδάτος, ό.π., σ. 103.
  19. Βλ. Γιάννης Καψάλης, Μαρίνος Αντύπας. Ο πρωτομάρτυρας σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ, εκδ. Γ. Ήβος, Αθήνα χ.χ., σ. 230.
  20. Βλ. Γεώργιος Καββαδίας, «Μαρ. Αντύπας. Οι αναμνήσεις του μαθητού του», περ. Ιόνιος Ηχώ, τεύχ. 234-235, Ιαν. – Φεβρ. 1966.
  21. Βλ. Ν. Τζουγανάτος, ό.π., σ. 83. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 136-137.
  22. Βλ. Γιάννης Καψάλης, ό.π., σσ. 263-265.
  23. Ο Γ. Καψάλης, ό.π., σσ. 142-185, υποστηρίζει ότι ο Ιωάννης Κυριακός υπήρξε ένας από τους δυο δράστες της σκηνοθετημένης απόπειρας δολοφονίας κατά του βασιλιά Γεωργίου Α’ στις 14 Φεβρουαρίου 1898 στην Αθήνα. Για εκείνη την απόπειρα κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός ο Μ. Αντύπας. Βλ. επίσης Μιχ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 212-219.
  24. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., 88-90. Βλ. επίσης Τα της δολοφονίας του Μαρίνου Αντύπα, εν Αθήναις 1908.
  25. Βλ. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907.
  26. Βλ. ό.π.
  27. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 94-98.

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2018

Ο λόγος που καθιέρωσε η Εκκλησία τα ψυχοσάββατα - Ο π. Παΐσιος και ο π. Σεραφείμ Ρόουζ για τα Μνημόσυνα

Ψυχοσάββατα Σοφία Ντρέκου

Ψυχοσάββατα
Σοφία Ντρέκου
  • Ο λόγος που καθιέρωσε η Εκκλησία τα ψυχοσάββατα
  • Ο π. Παΐσιος έλεγε για τα μνημόσυνα.
  • Βίντεο: Ο Άγιος Παΐσιος μιλάει για την μετά θάνατον ζωή, το πώς οι κατάρες επηρεάζουν τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου και πως πρέπει να μνημονεύουμε τούς νεκρούς.
  • π. Σεραφείμ Ρόουζ: Τί μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους;
Τα ψυχοσάββατα είναι ένα μνημόσυνο που κάνει η εκκλησία ώστε όλοι να έχουν την δυνατότητα να συγχωρεθούν και να κριθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία.

Τα ψυχοσάββατα για να συγχωρεθεί η ψυχή των αγαπημένων μας προσώπων συνηθίζεται να προσφέρουμε κόλλυβα, τα οποία μπορούμε είτε να τα φτιάξουμε μόνοι μας είτε να τα πάρουμε έτοιμα από κάποιο ζαχαροπλαστείο(το καλύτερο είναι μόνοι μας). Στη συνέχεια, τα πηγαίνουμε στην εκκλησία για να διαβαστούν είτε στον Εσπερινό της Παρασκευής είτε στη Θεία Λειτουργία του Σαββάτου.

Τα επίσημα ψυχοσάββατα σύμφωνα με την εκκλησία είναι δύο και μάλιστα οι ημερομηνίες τους είναι κινητές καθώς εξαρτώνται από το Πάσχα. Πιο συγκεκριμένα το πρώτο είναι το Σάββατο πριν την Κυριακή της Απόκρεω και το δεύτερο είναι το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή.
  • Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ' ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής:
Επειδή πολλοί κατά καιρούς πέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω φτώχειας, δεν μπόρεσαν να έχουν τα καθιερωμένα μνημόσυνα, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό και έχουν καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς.

Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα, έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τους οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό.Την ημέρα αυτή φτιάχνουμε κόλλυβα και φέρνουμε πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, που αναγράφονται τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύονται.

Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα: Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους κεκοιμημένους αδελφούς μας, και όλους μαζί να μας κατατάξει στη Βασιλεία Του.
  • Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησιά μας μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που πέθαναν σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα. 

* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.


* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.


* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακόλουθες και τα Μνημόσυνα.


Με αυτήν την πίστη αναθέτουμε στην αγάπη και στην αγαθότητα του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», τους ζωντανούς αλλά και τους κεκοιμημένους μας και τα μνημόσυνα θεωρούνται ΥΨΙΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΑΓΑΠΗΣ προς τους αδελφούς που δεν είναι πια μαζί μας.
  • Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής. Εορτάζει 48 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.
Ο μακαριστός π.Παΐσιος έλεγε για τα μνημόσυνα.

Ο μακαριστός π.Παΐσιος έλεγε για τα μνημόσυνα.

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί (πλην των Αγίων) μπορούν να προσεύχονται;

-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας,ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια! Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει και τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται ΘΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ

Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσοαλαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.

psyhosavvata«S.Drekou»aenai-epAnastasiΌπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ που κάνουμε για τη ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν….

Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για τη σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στο διάβολο να πει: Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε; Όταν εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.


Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρετε εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία δηλαδή συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου, λέει η Γραφή…

- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;

- Εμ, όταν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός, γιατί μπορεί να ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΣΚΛΗΡΟΣ, αλλά στη πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε ΠΟΛΛΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για τη ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «να αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμθεί ο Θεός και να τον ελεήσει.Έτσι ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλοσύνη ακόμα και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.


Έχω υπόψη μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιο γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις, με ξέχασες και υποφέρω! Πράγματι, μου λέει (ο προσκηνυτής) εδώ και 20 μέρες είχα ξεχαστεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν.


- Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;


Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. - Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει η αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνο επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ! Μερικοί, κάθε τόσο, κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτό το τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στο Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

-Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι’αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους; 

★ Βίντεο: Ο Άγιος Παΐσιος μιλάει για την μετά θάνατον ζωή, το πώς οι κατάρες επηρεάζουν τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου και πως πρέπει να μνημονεύουμε τούς νεκρούς.


- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους. Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στο πόλεμο, τον είδα μπροστά μου μετά τη Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονεύονταν στη Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνο ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι!


Ο άνθρωπος μετά το θάνατο συνεχίζει να διατηρεί τις δυνάμεις της συνειδητότητάς του, και μπορεί να συνεχίσει να επικοινωνεί με τον Θεό. Δεν εννοώ ότι η ψυχή θα προσεύχεται στον Θεό ζητώντας αυτό ή εκείνο το αντικείμενο, ή αυτή ή εκείνη τη χάρη. Όταν λέω προσευχή, εννοώ την ενέργεια που ενώνει τους ανθρώπους με τον Θεό. 

Με αυτό το είδος προσευχής, οι νεκροί μπορούν να επικοινωνούν με ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή, με τον ίδιο τρόπο που επικοινωνούμε και προσευχόμαστε για τις ψυχές των νεκρών. Γι’ αυτό έχουμε τα μνημόσυνα. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με εκείνους που έχουν φύγει ήδη για το μεγάλο ταξίδι». 
Ο θάνατος δεν μας χωρίζει!
π. Σεραφείμ Ρόουζ: Τί μπορούμε να κάνουμε 
για τους κεκοιμημένους;

φώτο: ο π. Σεραφείμ Ρόουζ (1931-1982) κεκοιμημένος

Το ακόλουθο περιστατικό μας δείχνει πόσο σημαντική είναι η τέλεση μνημόσυνου στη θεία λειτουργία πριν την αφαίρεση των λειψάνων του αγ. Θεοδοσίου του Τσερνίγκωφ (1896), ο φημισμένος Στάρετς Αλέξιος (1916), ιερομόναχος του Ερημητηρίου του Γκολοσεγιέφσκυ της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, ο οποίος διεξήγαγε την ανακομιδή των λειψάνων, αποκαμωμένος καθώς καθόταν δίπλα στα λείψανα, λαγοκοιμήθηκε και είδε μπροστά του τον άγιο, ο οποίος του είπε:

«Σ’ ευχαριστώ που κοπιάζεις για μένα και σε παρακαλώ θερμά, όταν τελέσεις τη θεία λειτουργία, να μνημονεύσεις τους γονείς μου» - και έδωσε τα ονόματά τους.
«Πώς μπορείς εσύ, ω Άγιε, να ζητάς τις δικές μου προσευχές, όταν εσύ ο ίδιος στέκεσαι στον ουράνιο Θρόνο και ικετεύεις το Θεό να δωρίσει στους ανθρώπους το έλεός Του»; ρώτησε ο ιερομόναχος.

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια», απάντησε ο άγιος Θεοδόσιος, «αλλά η προσφορά στη θεία λειτουργία έχει περισσότερη δύναμη από την προσευχή μου».

Έτσι λοιπόν, οι παννυχίδες και η κατ’ οίκον προσευχή για τους νεκρούς είναι ευεργετικές για την ψυχή τους, όπως εξάλλου είναι και οι εις μνήμην τους αγαθοεργίες, όπως ελεημοσύνες ή συνεισφορές στην εκκλησία. Όμως ιδιαιτέρως ευεργετική είναι η τέλεση μνημόσυνου στην Θεία Λειτουργία…πολλές εμφανίσεις νεκρών και άλλα περιστατικά τα οποία έχουν σημειωθεί επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο.

Πολλοί άνθρωποι που πέθαναν εν μετανοία, αλλά που δεν μπόρεσαν να εκφράσουν έμπρακτα τη μετάνοιά τους όσο ζούσαν, ελευθερώθηκαν από τα μαρτύρια και βρήκαν ανάπαυση. Στην Εκκλησία πάντοτε προσφέρονται προσευχές υπέρ αναπαύσεως των νεκρών, και μάλιστα την ημέρα της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος, στον εσπερινό της γονυκλισίας, υπάρχει μία ειδική ευχή «για τους ευρισκομένους στον άδη».

Οι προσευχές της Εκκλησίας δεν μπορούν να σώσουν τον οιονδήποτε δεν επιθυμεί τη σωτηρία του, ή αυτόν που ποτέ δεν αγωνίστηκε ο ίδιος να την κατακτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Κατά μία έννοια, θα μπορούσε να πούμε ότι οι προσευχές της Εκκλησίας ή του κάθε χριστιανού ξεχωριστά για κάποιο νεκρό δεν προκύπτουν παρά ως αποτέλεσμα του τρόπου ζωής του: κανείς δεν θα προσευχόταν γι’ αυτόν εάν δεν είχε κάνει κάτι όσο ζούσε που να εμπνέει μία τέτοια προσευχή μετά το θάνατό του.

Ο καθένας από εμάς που επιθυμεί να εκφράσει την αγάπη του για τους νεκρούς και να τους βοηθήσει ουσιαστικά, μπορεί να το επιτύχει προσευχόμενος υπέρ των ψυχών τους, και ειδικότερα μνημονεύοντας αυτούς στη Θεία Λειτουργία, όταν οι μερίδες που αποκόπτονται για ζώντες και νεκρούς αφήνονται να πέσουν μέσα στο Αίμα του Κυρίου με τις λέξεις: «Απόπλυνον Κύριε τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αίματί σου τω Αγίω….».

Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε καλύτερο ή σπουδαιότερο για τους κεκοιμημένους από το να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, προσφέροντάς τους μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία. Το έχουν πάντα ανάγκη, ειδικά κατά τη διάρκεια εκείνων των σαράντα ημερών όπου η ψυχή του απελθόντος πορεύεται προς τις αιώνιες κατοικίες…

Αξίζει λοιπόν να φροντίσουμε γι’ αυτούς που έφυγαν για τον άλλο κόσμο πριν από εμάς, προκειμένου να κάνουμε ότι μπορούμε για τις ψυχές τους, ενθυμούμενοι ότι: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί θα ελεηθούν».

από το βιβλίο: "Η ψυχή μετά τον Θάνατο"
π. Σεραφείμ Ρόουζ, Εκδ: Μυριόβιβλος ΕΔΩ 
www.sophia-ntrekou.gr / αέναη επΑνάσταση

  1. ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ



  1. 31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ/ 13 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015 ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ (ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ).

Όρθρος, Θ. Λειτουργία & Μνημόσυνο 
του Ψυχοσαββάτου 2016


Αρχιερατική Θεία Λειτουργία - Ι. Ναός Αγ. Λυδίας 9-3-13. Προεξάρχει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελασσώνος κ. Βασίλειος

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2018

Η τακτική της ψευδοσυνέσεως έβλαψε την Εκκλησίαν»

«Η τακτική της ψευδοσυνέσεως έβλαψε την Εκκλησίαν»
(Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης – Χριστιανική Σπίθα – φύλλο 354)
Νίκος Σακαλάκης,Μαθηματικός
Η θέση αυτή αναλύθηκε στο περιοδικό «Χριστιανική Σπίθα» του Ιανουαρίου 1973 και έδωσε διαχρονικές απαντήσεις σε αρκετά κρίσιμα Εκκλησιαστικά – Εκκλησιολογικά γεγονότα της εποχής εκείνης, που παρ’ όλους τους εποχιακούς διαφορισμούς, ως θεώρηση και μεθοδολογία, προκαλούν δυναμική προσαύξη προβλημάτων στην Ορθοδοξία μέχρι και σήμερα.

Το άρθρο αυτό, με τίτλο «ΣΥΝΕΣΙΣ», περιλαμβάνεται και στο βιβλίο του «Εκκλησιαστικός Στρουθοκαμηλισμός» (ΑΘΗΝΑ 1973). Γράφει σχετικά ο π. Αυγουστίνος: «στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναδημοσιεύομεν δύο άρθρα υπό τους τίτλους «Σύνεσις», «Ευγένεια», δια των οποίων ελέγχομεν την παραποίησιν, την διαστροφήν, την κιβδηλοποίησιν των υψηλών εννοιών, τας οποίας αι λέξεις αυταί περικλείουν».
Βαθειά και πάντα επίκαιρη η χαρισματική διείσδυση του επισκόπου Αυγουστίνου στον πυρήνα των Εκκλησιαστικών γεγονότων. Στο βιβλίο αυτό παραθέτει σειρά θεολογικών – Πατερικών επιχειρημάτων, Αγιογραφικών αναλύσεων και θέσεων διακεκριμένων Ορθοδόξων, που επιβεβαιώνουν την απομάκρυνση της θεσμικής Εκκλησίας από την γραμμή των Πατέρων ενώ, παράλληλα, δικαιώνουν την οπτική του ως Ορθοδόξου Επισκόπου.
Στην Εκκλησιαστική ζωή η συλλογική υποκειμενικότητα έχει τη βεβαιότητα ότι η πνευματική ζωή οριοθετείται μόνο στα όρια μιας εσωτερικής – προσωπικής καθάρσεως, ως εξατομίκευση της συνέσεως.
Αυτή τη συλλογική υποκειμενικότητα, την φιλοοικουμενιστική γραμμή, που παρουσιάζεται ως Ορθόδοξη δημιουργική έκφραση, ανέδειξε ο π. Αυγουστίνος ως κιβδηλοποίηση και διαστροφή της εννοίας της συνέσεως, όπως αυτή νοείται στο Ιερό Ευαγγέλιο. Η ψευδοσύνεση επιστράτευσε διαδικασίες ετεροδοξίας ενώ η σύνεση του Ευαγγελίου, όπως ορθά την αναλύει ο π. Αυγουστίνος, ποτέ δεν έβλαψε την Εκκλησία. Αναμφίβολα, οι θέσεις του περί αληθούς συνέσεως είναι συνέχεια της Πατερικής Θεολογίας.
Γράφει σχετικά: «είναι δια τούτο σατανικόν το ρήμα «δεν μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι παπάδες και οι δεσποτάδες· εγώ κοιτάζω την ψυχή μου μόνον και εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα». Χριστιανός, ο οποίος κοιτάζει την ψυχήν του μόνο και αδιαφορεί για το λοιπόν της Εκκλησίας σώμα, δεν είναι Χριστιανός» (Εκκλησιαστικός στρουθοκαμηλισμός, Σελ. 9).
Όσοι αγνόησαν, τότε, το θεολογικό – αγωνιστικό μήνυμα του Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου περί αληθούς συνέσεως ή προσπάθησαν να το συκοφαντήσουν, σήμερα, με τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας (ιστορικά και θεολογικά), αντιλαμβάνονται το ξετύλιγμα ή το ξεδίπλωμα των αντιεκκλησιαστικών – αιρετικών γίγνεσθαι, ως δαιμονική διεύρυνση του Οικουμενισμού και δικαιώνουν τον ταπεινό επίσκοπο της Φλώρινας. Αβίαστα συμπεραίνουν, οι καλοπροαίρετοι, ότι η ψευδοσύνεση έβλαψε την Εκκλησία.
Από τότε μέχρι σήμερα, τα «αγαπητικά» συνθήματα εξακολουθούν την διαβρωτική λειτουργία τους, όπως: «Σύνεση να μη σχίσουμε την Εκκλησία» ή «να συνεργασθούμε με αγάπη για το καλό της Εκκλησίας» ή «χάριν της γαλήνης της Εκκλησίας». Εν ολίγοις: τα υψηλά αυτά νοήματα – θέσεις ενεργοποιούνται αρνητικά από τους Οικουμενιστές Πατριάρχες και επισκόπους, για να εξουδετερώσουν την όποια αντι-οικουμενιστική αντίδραση – στράτευση. Γράφει ο επίσκοπος Φλωρίνης:
«Οι πνευματικοί οδηγοί, είτε επίσκοποι λέγονται, είτε ιεροκήρυκες, είτε κατηχηταί, είτε εξομολόγοι, είτε εφημέριοι, είτε θεολόγοι, κατά κανόνα καλλιεργούν θρησκευτικήν και ηθικήνζωήν, όχι όμως και το Εκκλησιαστικόν φρόνημα… Ούτω με την διδασκαλίαν των δημιουργούν εν πλέγμα ενοχής εις τας ψυχάς των Χριστιανών δι’ ενεργείας των εν τω εκκλησιαστικώχώρω. Πως υπό τοιούτους διδασκάλους είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν εκκλησιαστικόν φρόνημα και εκκλησιαστική συνείδησις; Δεν είναι λοιπόν παράδοξον, ότι οι συνειδητοί Χριστιανοί, οι ζηλωταί των ιερών παραδόσεων της Ορθοδοξίας με την αγωνιστικήνδιάθεσιν, είναι τόσον λίγοι» (Σελ. 9).
Ο π. Αυγουστίνος έδειχνε τι μας «περιμένει» και τι θα «συναντήσουμε». Είναι σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας, που μας παρέδωσε όλο σχεδόν το Εκκλησιολογικό – Πατερικό πεδίο της διαχρονικής Εκκλησίας. Ίσως θα μπορούσε κανείς να τον παρεξηγήσει, αν δεν τον κατανοούσε. Μέσα από μία πνευματικά έντιμη αποτίμηση του έργου του βλέπουμε, ότι έχει καταγραφεί ένας πρακτικός και θεωρητικός άξονας πανοραμικών κατοπτεύσεων της Εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Η Ερμηνευτική του στα Εκκλησιαστικά γεγονότα δικαιώθηκε σήμερα, ιστορικά και θεολογικά.
Η απομάκρυνση του Εκκλησιαστικού Σώματος από την Πατερική γραμμή (που ακολουθούσε ο π. Αυγουστίνος), ως έκφραση «σύνεσης» και «ευγένειας», άνοιξε το δρόμο, στις ποικιλόμορφες οικουμενιστικές διεισδύσεις που αδρανοποίησαν την εφαρμογή του 15ου Κανόνα της Α-Β Συνόδου και οδήγησαν στην «συνοδική» κατοχύρωση του οικουμενισμού.
Να θυμίσουμε κάποια σημεία που σημάδεψαν την νεώτερη συνοδική και εκκλησιολογική πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
- Μάρτιος 1969: η ιεραρχία αποδέχεται το νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, ο οποίος δεν αναγνωρίζει (σχεδόν) όλους τους Ι. Κανόνες.
- Τάσεις μοντερνισμού εμφανίζονται κυρίως στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
- Νοέμβριος 1972: η ιεραρχία συγκαταβαίνει (κατά πλειοψηφία) στον σκανδαλώδη τρόπο συγκροτήσεως της Διαρκούς Ι. Συνόδου. Επίσηςδεν ψηφίζει τον αφορισμό των Μασώνων (λόγω σύνεσης!). Μόνο 3 επίσκοποι δεν ήσαν… συνετοί.
- Το Θέρος του 1974 απομακρύνονται (χωρίς δίκη - απολογία) 12 αξιόλογοι Ιεράρχες, οι οποίοι είχανε έντονη αντι-μασωνική ποιμαντική.
- Μέχρι σήμερα η Εκκλησία παραμένει υποτελής στην Πολιτεία.
Είναι αδύνατο να αναφέρουμε όλες τις ουσιαστικές στρεβλώσεις – προδοσίες, όλες τις ποικιλόμορφες διαδρομές Επισκόπων – Γερόντων, που ενίσχυσαν την οικουμενιστική αποστασία.
Στον πνευματικό αυτό περίγυρο έγινε η ανάπτυξη της οικουμενιστικής θεολογίας, που δημιούργησε δυναμική απεδαφικοποιήσεως της Ορθοδοξίας. Μέγιστος συντελεστής απεδαφικοποίησης η «σύνοδος» της Κρήτης.
Όλες οι παρεμβάσεις του επισκόπου Αυγουστίνου ήταν πάντα επάνω στις αρραγείς βάσεις της Ορθοδοξίας. Αβίαστα συμπεραίνουμε, ότι ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης είναι μία σύγχρονη, Χριστοκεντρική, Πατερική σταθερά.
Ο άγιος Νεκτάριος, επίσκοπος Πενταπόλεως, στο βιβλίο του περί Ποιμαντικής γράφει: «Φρόνησις (σύνεσις) εστι το επιζητείν εν πάσι την αλήθειαν και εμμένειν εν αυτή. Αύτη οδηγεί προς τον Θεόν και την μακαριότητα· έπονται δε αυτή η ευβουλία, η ευλογιστία, η ευταξία, η κοσμιότης και η αιδημοσύνη. Ο Κύριος την αρετήνταύτην συνέστησε τοις εαυτούΑποστόλοις αποστέλλων αυτούς προς το κήρυγμα (Ματθ. 10, 16). Ο την αρετήνταύτην έχων εστι κατάλληλος προς το υψηλόν αξίωμα του επισκόπου». (Μάθημα Ποιμαντικής – Νεκταρίου Κεφαλά, Αθήναι 1898, σελ. 169).
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2018

Β’ ΝΗΣΤΕΙΩΝ-Η ευθύνη μας στην ζωή της Εκκλησίας


Αποτέλεσμα εικόνας για viata duhovniceasca si ascultare
   Συχνά στη ζωή μας, αγαπητοί μου αδελφοί, τίθεται το ερώτημα της ευθύνης. Ποιοι και πόσο υπεύθυνοι είναι για την πορεία του κόσμου και την δική μας;  Πόσο μπορούμε να αισθανόμαστε τον εαυτό μας υπεύθυνο για την πορεία του στη ζωή, για τα όσα του συμβαίνουν, θετικά και αρνητικά; 
 Πόσο επηρεάζεται η ζωή μας από τις ευθύνες των άλλων, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν θέσεις που προϋποθέτουν ευθύνη στην κοινωνία; 
 Πόσο μπορούμε να αποδίδουμε ευθύνες και να δικαιολογούμε τον εαυτό μας για την αμέλειά του ή την αδιαφορία του ή την αδυναμία του να λύσει τόσο προσωπικά, όσο και κοινωνικά προβλήματα; 

  Αν για την κοινωνική, την πολιτική, την προσωπική ζωή τα ερωτήματα αυτά συνδέονται αποφασιστικά μ’ αυτό που ονομάζουμε «ελευθερία», γιατί μόνο ο αληθινά ελεύθερος ή αυτός που επιθυμεί να ελευθερωθεί από οποιοδήποτε δεσμό, κυρίως της ανάγκης και της εξάρτησης, μπορεί να αναλάβει ευθύνες ή να συνειδητοποιήσει τι σημαίνουν αυτές σε ευρύτερο επίπεδο, στην πνευματική ζωή η έννοια της ευθύνης είναι αποφασιστικής σημασίας για τον χριστιανό. Μόνο που και εδώ συνδέεται άμεσα με την επιθυμία της ελευθερίας, με την δωρεά από το Θεό της ελευθερίας, αλλά και την αίσθηση ότι ευθύνη χωρίς αγάπη τόσο για το Θεό, όσο και για τον πλησίον, όπως και για τον εαυτό μας δε νοείται. 

Ποια είναι λοιπόν η στάση μας έναντι της ευθύνης στην πνευματική ζωή; Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι, καλοπροαίρετα, αισθάνονται ότι έχουν ευθύνη τόσο για την δική τους σωτηρία, δηλαδή την αποκατάσταση της σχέσης τους με το Θεό εντός της Εκκλησίας, τόσο στην παρούσα, όσο και στην αιώνια ζωή. Έχουν επιλέξει την σχέση με το Χριστό ως εκείνη που δίνει νόημα στη ζωή τους. Η έκφραση αυτής της ευθύνης έγκειται στον πνευματικό αγώνα εναντίον των παθών και της αμαρτίας, στην προσπάθεια για συμφιλίωση του θελήματός τους με το θέλημα του Θεού που επιτυγχάνεται με την υπακοή στις εντολές του Θεού, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Ευαγγέλιο και στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά και στην διαφώτιση και καθοδήγηση όσων αισθάνονται ότι μπορούν να συμπορευθούν μ’ εκείνους στον αγώνα της σωτηρίας. Η Εκκλησία αναθέτει σ’ 

αυτούς που αναλαμβάνουν την ευθύνη να αγωνιστούν τόσο για την σωτηρία του εαυτού τους όσο και για την σωτηρία των άλλων, τόσο το αξίωμα όσο και την τιμή, αλλά και την περαιτέρω ευθύνη να αποτελούν τους οδηγούς του λαού, τους ποιμένες του, τους πνευματικούς του πατέρες. Αυτοί είναι οι επίσκοποι και οι ιερείς συνήθως, αλλά και οι γέροντες στα μοναστήρια. 

  Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι οφείλουν να επιλέξουν κάποιον από τους προηγούμενους ως πνευματικό τους πατέρα και καθοδηγητή, να του εναποθέσουν όλες τις ευθύνες για την σωτηρία τους, να υπακούουν τυφλά στα όσα αυτός τους λέει, να τον ρωτούν για όλες τις λεπτομέρειες της ζωής τους, να μην αισθάνονται ότι έχουν δικαίωμα να αναλάβουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία και να μη θέλουν τελικά να το πράξουν. Η στάση αυτή έναντι της ευθύνης έχει μεταφερθεί και στην εκκλησιαστική ζωή εν τω κόσμω από τα μοναστήρια. Μόνο που εκεί ο μοναχός έχει αποφασίσει να αποταγεί εντελώς από το κοσμικό φρόνημα, αλλά και τον κόσμο εν γένει, να υποταχθεί στο γέροντα και την αδελφότητα και να ασκήσει το «εγώ» του ώστε να παραιτείται από κάθε θέλημα, αφοσιωνόμενος στο θέλημα του Θεού. Και βέβαια, η υπακοή συνοδεύεται από σκληρό πνευματικό αγώνα, σταυρική αυταπάρνηση, που αναδεικνύει την δίψα για σωτηρία του μοναχού.
  Η οποιαδήποτε αναλογία με τις ανάγκες τις εν τω κόσμω είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, τόσο για τους πνευματικούς πατέρες, όσο και για εκείνους που τους εμπιστεύονται. 
 Για τους πρώτους αποτελεί πειρασμό εξουσίας, απόκτησης οπαδών, άσκησης ελέγχου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, με ευρύτερες, εκκλησιολογικές συνέπειες (κίνδυνος άρνησης της δομής της ίδιας της Εκκλησίας και της ανάγκης για προσωπική υπακοή, κατάκριση οποιουδήποτε δεν συμφωνεί).
  Για τους δεύτερους αφορμή καθήλωσης σε στάδια νηπιακότητας. Γιατί είναι δύσκολη η πνευματική ζωή εν τω κόσμω όταν ο ίδιος ο ασκούμενος δεν μπορεί να διαχειριστεί πτυχές της ζωής του. Θα πρέπει ο γέροντας κάθε ώρα και στιγμή να ερωτάται, να απαντά και να δίνει συμβουλές για κάθε λογισμό, για κάθε σχέση, για κάθε πράξη, κάτι αδιανόητο για την ζωή εν τω κόσμω. Αδιανόητο γιατί είναι ανέφικτο. Αδιανόητο γιατί είναι και επικίνδυνο. Και όσοι δοκιμάζουν αυτόν τον πειρασμό να εξαρτώνται από «γέροντες», καθίστανται σταδιακά ανίκανοι να αναλάβουν την ευθύνη όχι μόνο για την εν χρόνω και κόσμω ζωή τους, αλλά και για την ίδια τη σωτηρία τους.

 Υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι εμπιστεύονται κάποιον πνευματικό πατέρα με αγάπη και ελευθερία.Ζητούν τη βοήθεια και την συμπαράστασή του στην πνευματική προσπάθεια, εξομολογούνται τις δυσκολίες τους, συνδιαμορφώνουν ένα πλαίσιο πορείας και από και πέρα, με γνώμονα τον προσωπικό τους κόπο, την προσευχή, την μελέτη του λόγου του Θεού και , κυρίως, τη ζωή της Εκκλησίας, παλεύουν «αντιστήναι τω πονηρώ», αλλά και να δώσουν λύσεις στην καθημερινότητά τους. Λύσεις που ταιριάζουν με το θέλημα του Θεού, με τον χαρακτήρα τους, την δυνατότητά τους να παλέψουν την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
  Κλειδί η εμπιστοσύνη στον πνευματικό πατέρα και η ανάληψη προσωπικής ευθύνης. Κλειδί από την πλευρά του πνευματικού η πατρότητα. Ο πατέρας δεν λειτουργεί αγχωτικά έναντι των παιδιών του. Δεν τα κλείνει στο σπίτι, αλλά σταδιακά τα ενθαρρύνει, καθώς μεγαλώνουν, να παλεύουν μόνα τους. Στέκεται βοηθός τους στα λάθη τους και δεν τα απορρίπτει γι’ αυτά, χαίρεται με τη χαρά και την πρόοδό τους και προσπαθεί να τα διδάξει με τον λόγο, την σιωπή, την προσευχή, την στήριξη, αλλά και την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι κάποτε, για την πορεία τους. Πρωτίστως όμως προτείνει και δεν επιβάλλει. Ακόμη κι αν αυτή η στάση έχει τίμημα για τον ίδιο την λύπη.

Υπάρχουν, τέλος, κι εκείνοι οι οποίοι δε νιώθουν την ανάγκη να έχουν πατέρα πνευματικό, όπως επίσης δε νιώθουν την ανάγκη να αγωνιστούν ιδιαίτερα για την σωτηρία τους. Ακολουθούν εθιμικές συμπεριφορές στη ζωή της Εκκλησίας, στην καλύτερη περίπτωση μοιράζονται κάποια από τα προβλήματά τους, σχέσεων ή οικονομικά, και πορεύονται τυπικά στην πίστη, αφήνοντας τους άλλους να έχουν άποψη για τη ζωή και μη νιώθοντας ότι η ευθύνη για τη σωτηρία είναι προσωπική. Αυτοί φαίνεται πως είναι και η μεγαλύτερη μερίδα. Είναι όσοι βλέπουν την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας ως κάτι που λειτουργεί αυτόματα, μαγικά, που δεν πονάνε τελικά για την πορεία του κόσμου και άγονται και φέρονται από προσωπικές παρορμήσεις και περιστάσεις. 

  Ο Απόστολος Παύλος θέτει ένα μεγάλο ερώτημα, το οποίο η Εκκλησία το υπενθυμίζει κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή: «Πώς είναι δυνατόν εμείς να ξεφύγουμε, αν δεν δώσουμε την προσοχή που ταιριάζει σε μια τόσο σπουδαία σωτηρία;» (Εβρ. 2, 3). 
Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την ευθύνη μας για την σωτηρία, αυτό που χρειάζεται είναι να διαλέξουμε πώς θα πορευθούμε στη ζωή μας, να δούμε πού ανήκουμε σε ό,τι αφορά στην ευθύνη της πνευματικής ζωής. Και θα διαπιστώσουμε τότε ότι είναι ανάλογη η στάση μας και σε ό,τι αφορά την ευθύνη μας στην κοινωνική, στην πολιτική, αλλά και στην προσωπική μας ζωή. Και παλεύοντας να αλλάξουμε πνευματικά, θα αλλάξουμε και ως προς τους άλλους πυλώνες. Η ευθύνη μας όμως δεν σταματά μόνο ως προς τους εαυτούς μας. Μας συνοδεύει και στις σχέσεις μας με τους άλλους, με τους οικείους μας, με τα παιδιά μας, με τους φίλους μας, με όσους αναστρεφόμαστε. Η ανάληψη της ευθύνης στην πνευματική ζωή θα βοηθήσει και άλλους να δούνε τη ζωή διαφορετικά. Και στον αγώνα αυτό δεν είμαστε μόνοι, όπως λέει ο Παύλος. Έχουμε την σχέση μας με τον Χριστό που συνεχώς κρούει την θύρα της καρδιάς μας, «τον παρ’ αγγέλων λαληθέντα λόγον», αλλά και την εν γένει συμπαράσταση του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας. Ας ακούσουμε. Αμήν!
Από το γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας

4 Μαρτίου 2018

Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2018

ΤΑ ΑΣΥΣΤΟΛΑ ΨΕΥΔΗ ΤΩΝ ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ


Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου 
Όπως η «παναίρεση του Οικουμενισμού» είναι ένα νοσηρό κατασκεύασμα, έτσι και ο θόρυβος για τα νέα προγράμματα σπουδών στα Θρησκευτικά είναι ένα ανύπαρκτο θέμα, το οποίο συντηρούν ανοήτως, αλλ’ επιμελώς, διάφοροι «ευσεβείς». 
Μέχρι και συλλαλητήριο θα κάνουν την Κυριακή 4 Μαρτίου 2018 στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών! 
Στο τηλεοπτικό σποτ που διαφημίζει το συλλαλητήριο, αναπαράγονται ασύστολα ψεύδη, τα οποία επισημαίνω στο συνέχεια, υπογραμμίζοντας την ευθύνη των διοργανωτών γι’ αυτά, ήτοι της Π.Ε.Θ. και των «Ορθόδοξων Χριστιανικών Σωματείων Αθηνών». 


Ας δούμε την «λογική» του σποτ και τις απαντήσεις μας: 
«Ήξερες ότι σύμφωνα με το νέο βιβλίο θρησκευτικών της Δ΄ Δημοτικού ο Μωάμεθ παρέλαβε το Κοράνιο από τον αρχάγγελο Γαβριήλ;» 
- Βεβαίως και το ήξερα! Αφού το έγραφε το επί σειρά ετών βιβλίο των Θρησκευτικών της Β’ Λυκείου, στο κεφάλαιο για το Ισλάμ (σ. 243). 
«Ήξερες ότι στα νέα βιβλία Θρησκευτικών Γυμνασίου ή Λυκείου δεν γίνεται λόγος για την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, την Ανάσταση και την Ανάληψή Του;» 
- Όχι, δεν το ήξερα, διότι αυτό που ξέρω είναι ότι οι αναφορές στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας είναι άπειρες σ’ αυτά! Ενδεικτικά: Β΄ γυμνασίου ΘΕ 2 Ποιος είναι ο θεός των χριστιανών, σελ. 39-55 [Γέννηση, σταύρωση, ανάσταση] από βιβλικά αποσπάσματα και ύμνους της εκκλησίας. Στην Α’ Λυκείου, στην ενότητα για την Ευχαριστία, ολόκληρο το κείμενο της Αγίας Αναφοράς! 
«Ήξερες ότι στα νέα Προγράμματα Θρησκευτικών πουθενά δεν αναλύεται το Σύμβολο της Πίστεως – Σε καμία τάξη Δημοτικού, Γυμνασίου ή Λυκείου τα παιδιά δεν μαθαίνουν τι σημαίνει το «Πιστεύω». 
- Το αγνοώ τελείως, διότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Εντελώς ενδεικτικά: Α΄ γυμνασίου: Θ.Ε. 4: Πώς παίρνονται οι αποφάσεις, σελ. 95-107 [12 ολόκληρες σελ. και με το Σύμβολο μέσα (σελ. 105)] για τις συνόδους κλπ. 
Δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Οι διοργανωτές του συλλαλητηρίου ζουν σε ένα δικό τους κόσμο. Δικαίωμά τους. Αλλά δεν θα τον επιβάλλουν και σε μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...