Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2019

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΙΜΙΑΛΩΝ ΔΗΜΗΤΣΑΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΥΤΗΣ

Ανατολικά της Δημητσάνας στον δρόμο προς την Στεμνίτσα και μέσα στην χαράδρα που σχηματίζεται από του χείμαρρου που διέρχεται νοτιοανατολικά του χωριού Ζυγοβίτσι, βρίσκεται η Μονή Αιμιαλών. Ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα υπό του εκ Ζυγοβιτσίου καταγόμενου Γρηγορίου Κοντογιάννη, ιερομόναχου και της αδερφής αυτού Ευπραξίας μοναχής.
 
Η Μονή κτίσθηκε μέσα στο κοίλωμα του βράχου. Ολόκληρο το κοίλωμα αποτελεί χώρο της μονής τον οποίον καταλαμβάνουν τα κυριότερα οικοδομήματά της. Στο βάθος αυτού βρίσκεται ο ναός της Μονής έπ' ονόματι της Θεοτόκου, στενόμακρος, διατηρούμενος σε καλή κατάσταση. Διασώζονται ακόμη και σήμερα οι τοιχογραφίες του, όπου εκεί βλέπουμε την τεχνοτροπία των Βυζαντινών χρόνων, έργα των εκ Ναυπλίου Αγιογράφων, αδελφών Μόσχου.
ΜΟΝΗ ΑΙΜΙΑΛΩΝ
Πίσω από τον ναό υπάρχουν ερείπια παλαιοτέρων οικοδομημάτων της Μονής. Μεταξύ των πολλών ερειπίων του ανατολικά του ναού υπάρχουν παλαιότερα ερείπια άλλου ναού της Αγίας Τριάδος.
Η Μονή Αιμιαλών από των πρώτων χρόνων της ιδρύσεώς της φέρεται σταυροπηγιακή δια σιγγιλίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Τιμοθέου Α΄ (1614 – 1622) εξαρτιόταν κατευθείαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, του Αρχιερέα της Δημητσάνας, μη έχοντας το δικαίωμα της παρέμβασης στην διοίκηση της Μονής και τα αφορώντα αυτήν. Αυτή η εξάρτηση ανανεώθηκε το έτος 1720 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Γ΄ και πάλι το έτος 1798 επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος ως Δημητσανίτης εξεδήλωσε θερμό ενδιαφέρον προς την Μονή δια της διατηρήσεως και ανανεώσεως αυτού του προνομίου της Μονής, όπως καταδεικνύεται από το συγγιλιώδες γράμμα αυτού που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο της Βιβλιοθήκης της Δημητσάνας. Δια το προνόμιο τούτο η Μονή κατέβαλε ετησίως στο Πατριαρχείο το ποσόν των 53 γροσιών, επί Πατριάρχου δε Γρηγορίου Ε΄ και μάλιστα από τον Αύγουστο του έτους 1819 επέτυχε την απαλλαγή της από της υποχρεώσεως αυτής αφού κατάβαλε εφ' άπαξ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το ποσό των 625 γροσιών και τούτω για να παραμείνει μακριά από κάθε ενόχληση προς είσπραξη εκ μέρους του Πατριαρχείου του αρχικά καθορισθέντος δικαιώματος αυτού των 53 γροσιών ετησίως, συμβολικά εις ένδειξη της εξάρτησης της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η Μονή εξελίχθηκε ραγδαίως από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της και μάλιστα δια των ενεργειών του εν αυτής ανατραφέντα μοναχού Παρθενίου, μετέπειτα Επισκόπου Ανδρούσης, του οποίου οι σημειώσεις στον κώδικα της Μονής παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες περί της Μονής.
Η Μονή Αιμιαλών πανηγυρίζει την 8ην Σεπτεμβρίου, ημέρα της γεννήσεως της Θεοτόκου, φέρει δε την ονομασία «Αιμιαλών» απ' την ίδρυσή της. Φέρεται δε και με άλλες ονομασίες όπως «Μυαλών», «Αιμιαλός», «Ομιαλός», «Αιμιαλούς» κανένα άλλο όμως δια αυτών τον ονομάτων δηλώνεται παρά αυτή η Μονή με το αρχικό της όνομα κατά καιρούς παραφθαρμένο. Στην Μονή αποδίδεται και η ονομασία «Παναγία η Χρυσομαλλίτισσα».
Από το έτος 1925 η Μονή Αιμιαλών διαλύθηκε και υπήχθη στην κοντινή Ιστορική Μονή, Ιωάννου του Προδρόμου, πλησίον της Στεμνίτσας και το έτος 1934 ανακηρύχθηκε Εθνικό Μνημείο.
Η Μονή Αιμιαλών έχει συνδέσει την ιστορία της περισσότερο με την στο ληνό αυτής εκτυλιχθείσα τραγωδία κατά το έτος 1806 την περίοδο του μεγάλου κατατρεγμού της Κλεφτουριάς του Μοριά και ιδιαίτερα στον ξεκλήρισμα της γενεάς των Κολοκοτρωναίων.
Λήγοντος του έτους 1805 ο αριθμός των κλεφτών σ' όλο τον Μοριά έφθασε περίπου στις τρεις χιλιάδες. Εκ τούτου η Τουρκική εξουσία άλλους μεν δια δωροδοκίας συλλάμβανε και σκότωνε, άλλους δε διόριζε Κάπους αφού κατάβαλε σε αυτούς υπέρογκες αμοιβές. Η τελευταία αυτή περίπτωση, της παροχής δηλαδή στους κλέφτες υπό της Τουρκικής εξουσίας τιμητικών θέσεων, κατέστησε αυτούς λίαν απαιτητικούς και εξελίχθηκαν σε μεγάλη μάστιγα όχι μόνο δια τους Τούρκους αλλά και δια τους Έλληνες των οποίων δεν υπολόγιζαν διόλου τις περιουσίες των, διαρπάζοντας αυτές. Η κατάσταση αυτή οξύνθηκε όταν ο αδερφός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Γιάννης Κολοκοτρώνης ο επικαλούμενος «Ζορμπάς» δια το ατίθασο και το βίαιο του χαρακτήρα του, εφόσον είχε αφορμές και είχε δυσαρεστηθεί κατά του εκ Τριφυλίας Πρωτοσύγκελου και Μοραγιάννη του Μοριά επιτέθηκε κατά αυτού καθόσον μετέβαινε στην Τριπολιτσά και έχοντος μαζί του εξ όλων των επαρχιών εισπραχθέντα δικαιώματα των Πατριαρχείων. Το γεγονός αυτό συντάραξε τους Τούρκους, οι οποίοι δια του Μόρα Βαλεσή Οσμάν Πασά παρέστησαν στην Πύλη την ανάγκη λήψης ριζικών μέτρων κατά των κλεφτών που λυμαίνονταν τον Μοριά.
Τότε κλήθηκε από την διοίκηση ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην Τριπολιτσά δια την υπόθεση του Μοραγιάννη. Ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε να μεταβεί στην Τριπολιτσά και οι κληρικοί κατόπιν ισχυρής πίεσης από τον Οσμάν Πασά απηύθυναν έντονο αναφορά προς τον Σουλτάνο διαμαρτυρόμενοι και ζητούντες να λάβουν αυστηρά μέτρα κατά της κλεφτουριάς και ιδίως κατά των Κολοκοτρωναίων.
(ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ 'ΝΑΙ ΣΤΟ ΜΟΡΙΑ...)
Το Τούρκικο 'ναι στο Μοριά, το Φράγκικο στην Πόλη,
μα ήταν ο Γιάννης βοϊβόντας, κι' ο Θοδωράκης κλέφτης.
Κι ο Γιώργος από τον Αϊτό, είναι κατής και κρένει.
Πιάνει και γράφει μια γραφή, και στέλνει στο Γιαννάκη.
- Σε εσέ Γιαννάκη μ' αδερφέ και Θοδωράκη κλέφτη
ώρα να ιδείς το γράμμα μου, διαβάσεις την γραφή μου,
μάζω τα παλικάρια μας, δικά σου και δικά ου.
Κι' έβγα στο Σαπολείβαδο, στης Μαρμαριάς τον κάμπο
που έρχεται ο Πρωτοσύγκελος, από τους Γαργαλιάνους,
φέρνει φλωριά μεσ' τον ντορβά, τις ντούπιες στο δισάκι.
Μα πήγαν κι' εφυλάξανε στου γεφυριού το πόδι.
Πιάνουν τον Πρωτοσύγκελο, καβάλα στ' άλογό του
τον πιάνει ο Γιώργος, κι' ο Ζορμπάς, με τα σπαθιά στα χέρια.
Κι' ο Θοδωρής που τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
το Σύγγελο απόλυκε στον τόπο του να πάει.
Πεισμώνει ο Πρωτοσύγκελος, και στο Ντιβάνι γράφει:
Τους κλέφτες, τους αρματολούς, ούλους να τους ξεκάμει.
(«Η Λάστα και τα Μνημεία της», Νικόλαος Λάσκαρης, μέρος 4ον σελίδα 487, αρ. (11 α), εν Πύργω τύποις Κ. Δ. Βαρουξή 1908).
Αποτέλεσμα τούτου υπήρξε η έκδοση με διαταγή του Σουλτάνου, υπό του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, φρικτού επιτιμίου κατά της κλεφτουριάς και για όσους του υποθαλπόταν αυτούς, σταλμένο μαζί με το φιρμάνι της εξόντωσης της κλεφτουριάς, με άκρα μυστικότητα, προς τον Οσμάν Πασά στην Τριπολιτσά. Τον Νοέμβριο του έτους 1805, δια του επιτίμου αυτού υποχρεούνταν οι Χριστιανοί όχι μόνο να μην τροφοδοτούν και ενισχύουν τους κλέφτες, αλλά και να προδίδουν αυτούς στην Τουρκική εξουσία προς εξόντωση.
Έτσι από τις τοπικές αρχές άρχισε ένας ανελέητος άγριος και συστηματικός διωγμός της κλεφτουριάς υπό των Τούρκων συνεπικουρουμένων υπό των φοβισμένων Χριστιανών, οι οποίοι με προτροπή των προκρίτων υποδείκνυαν στους Τούρκους τα κρησφύγετα των καταδιωγμένων κλεφτών. Μετά την πάροδο τότε μικρού χρονικού διαστήματος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αφού προηγουμένως διέτρεξε τον Μοριά τέσσερις φορές ήλθε στην Γορτυνία μετά δέκα επτά συγγενών του και του πιστού παλικαριού του Γιώργου ή Γιώργα από τον Αϊτό της Τριφυλίας. Εκεί όμως διωκόμενος αποφασίζει να διασπάσει το μπουλούκι (ομάδα) του σε μικρότερα μπουλούκια. Επακολουθεί μεγάλη πανωλεθρία υπό των Τούρκων, φονεύεται ο πρώτος του εξάδελφος Γιωργακλής σε ενέδρα σε γεφύρι στον κάμπο της Μαρμαριάς. Καίγεται ζωντανός ο αδερφός του Γιωργακλή, Γιάννης ο λεγόμενος και «Κουντάνης», στα Καλύβια του Χρυσοβιτσίου μετά από ερωτικό επεισόδιο με την Θεοδώρα κόρη του Κοτζαμπάση Βελέντζα από την Νεμνίτσα της Βυτίνας. Ο Κουντάνης την απήγαγε την κόρη του Βελέντζα όμως η Θεοδώρα δεν θέλησε ν' ακολουθήσει και ο Κουντάνης της άφησε ελεύθερη χωρίς καν να την πειράξει. Ο Βελέντζας κάλεσε τους Τούρκους όπου τον κυνήγησαν και τον έκλεισαν στα Καλύβια του Χρυσοβιτσίου όπου τον έκαψαν ζωντανό μέσα στην καλύβα του. Επίσης φονεύεται ο Δημητράκης Κολοκοτρώνης.
Ο Γιάννης Ζορμπάς, μετά του ξαδέρφου του Γιώργα επίσης με τον Γιώργο από τον Αϊτό της Τριφυλίας και τεσσάρων άλλων Κολοκοτρωναίων μετέβησαν στο χωριό Ζάτουνα πλησίον της Δημητσάνας. Εκεί ο Ζορμπάς βρήκε κάποιο φίλο του ονομαζόμενο Θανόπουλο. Ο οποίος τους πρότεινε να φύγουν από την Ζάτουνα να κατέβουν στο χωριό «Παλιοχώρι», για να προμηθευτούν τροφές, εκεί πλησίασαν στο Μοναστήρι των Αιμιαλών που βρισκόταν δίπλα, όπου εκεί τους περίμενε το οικτρό τους τέλος.
Μόλις εμφανίσθηκαν στο Μοναστήρι βρήκαν το καλογεροπαίδι να κλαδεύει τ' αμπέλι. Τον πλησίασαν με προφυλάξεις και εφόσον βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν Τούρκοι, ζήτησαν να ιδούν τον καλόγερο για να τους φιλοξενήσει και να τους κρύψει σε ασφαλές σημείο. Το καλογεροπαίδι έτρεξε και φώναξε τον καλόγερο να βγει έξω. Μόλις ο καλόγερος βγήκε από το μοναστήρι, τον πλησίασε ο Ζορμπάς τον άρπαξε από τα μαλλιά που τα είχε κοτσίδα και του έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό λέγοντας: «Άκουσε καλά καλόγερε, είμαι ο Ζορμπάς ο Κολοκοτρώνης, κρύψε μας και φέρε μας να φάμε και να πιούμε. Τήρα καλά διαβολοπαρμένε, μην μας μαρτυρήσεις, γιατί σου κόβουμε το κεφάλι και το κρεμάμε να το φάνε τα κοράκια..»
Ο καλόγερος σοκαρίστηκε και έτρεμε από τον φόβο του και τους απάντησε θετικά με το νεύμα του χωρίς ν' αρθρώσει λέξη.
Τους έκρυψε στο ληνό όπου μέσα είχε κληματόβεργες από το κλάδεμα των αμπελιών τους τάγισε και τους έφερε αρκετό κρασί να πιουν και να πέσουν να ξεκουραστούν.
(ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΚΛΑΔΕΥΕ...)
Καλόγερος κλάδευε της Αιμυαλούς τ' αμπέλια.
Βλέπει από πέρα κι' έρχονται τον Γιώργο και τον Γιάννη,
από μακριά τον χαιρετούν κι' από κοντά του λένε;
«Για κρύψε μας, καλόγερε, κρύψε μας, μπουραζέρη
ψωμί κρασί για φέρε μας κ' είμαστε πεινασμένοι».
-«Που να σας κρύψω βρε παιδιά, που να σας λημεριάσω,
που 'χω κακό ηγούμενο κι' αγά διαβολεμένο»;
«-Ελάτε μπάστε στο ληνό και κάμετε λημέρι,
που είν' ο τόπος απόμερος κι' αλάργα από τη στράτα».
Επήγε και τους έκρυψε σ' ένα ληνό στ' αμπέλια,
που 'ταν γιομάτο κλήματα από τα κλαδεμένα.
Πετιέται ο Γιώργος και του λέει κι' ο Γιάννης του μιλάει
-«Καλόγερε φέρε ψωμί να φαν τα παλικάρια».
-«Καθίστε λίγο βρε παιδιά να πάγω να σας φέρω».
«Τήρα καλά, καλόγερε, να μην μας μαρτυρήσεις,
σου κόβει ο Γεώργος τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι».
-«Αστροπελέκι! Να μου 'ρθε, φωτιά και να με κάψει.
Να μαρτυρήσω 'γω την κλεφτουριά, τους Κολοκοτρωναίους».
.......................................................................
Δια αυτών των στίχων αναφέρονται παραστατικότατα τα διατρέξαντα γεγονότα από της στιγμής που κατέφυγαν οι Κολοκοτρωναίοι μέχρι της στιγμής κατά την οποία τους πρόδωσε ο καλόγερος ο οποίος φαίνεται να χολώθηκε από τα λόγια και της ιταμής συμπεριφοράς του Γιώργη και Γιάννη Κολοκοτρώνη και της συντροφιάς των.
.................................................................
Κι εκείνος πείσμα το 'βαλε πολύ του κακοφάνει
τους άφησε ξένοιαστους, και πάει να τους προδώσει,
στην Δημητσάνα έφθασε κι ευθύς τελάλη βγάζει,
έχω κρυμμένους στο ληνό τους Κολοκοτρωναίους.
Κι' εκείνος όταν έφτασε στου δήμαρχου πηγαίνει.
«Δήμαρχε, σέλωσ' τ' άλογο, φόρεσε τ' άρματά σου.
Τους κλέφτες αποτόπιασα, να πας να τους σκοτώσεις».
Κι' ευθύς ντελάλη έβαλε σ' όλη την Δημητσάνα.
«Παιδιά σελώστε τ' άλογα κι' ευθύς αρματωθείτε.
Για πάρτε τειάφιν αρκετό, να πάμετε στα ληνά μας,
που 'κει 'ν' οι κλέφτες οι πολλοί, ο Γιώργος με το Γιάννη,
να τους εβάλωμε φωτιά, προτού μας κάψουν 'κείνοι.
.............................................................................
Ο καλόγερος μετά την πρώτη επαφή με τους Κολοκοτρωναίους και την διένεξη που είχαν, στέλνει κρυφά το καλογεροπαίδι και ειδοποιεί στην Στεμνίτσα το εκεί ευρισκόμενο Τουρκικό απόσπασμα, ο ίδιος δε μεταβαίνει εσπευσμένα στην Δημητσάνα, προφανώς να μην βρίσκεται κατά την επιδρομή των Τούρκων εντός της Μονής. Τότε, εξ ακριτομυθίας πιθανότατα του καλόγερου, πληροφορείται ο πρόκριτος της Δημητσάνας Αθανάσιος Αντωνόπουλος τα της προδοσίας του καλόγερου και επιχειρεί να σώσει, τους εν τη Μονή ευρισκόμενους Κολοκοτρωναίους. Τους ειδοποιεί κρυφά αυτούς να φύγουν από το Μοναστήρι πριν επέλθουν κατά αυτών οι Τούρκοι, εν των μεταξύ πορεύθηκε βραδέως προς την Μονή με Ζυγοβιτσάνους και Δημητσανίτες, εφόσον έριχνε από μακριά πυροβολισμούς. Πάλι προσπαθεί να ειδοποιήσει τους Κολοκοτρωναίους, όμως οι προσπάθειές του Αθανασίου Αντωνόπουλου απέβησαν μάταιοι, διότι ήδη είχε φθάσει το Τουρκικό απόσπασμα από την Στεμνίτσα με τριπλάσιους στρατιώτες από ότι ήταν η κάθε περίπολος. Το πρώτο τμήμα του αποσπάσματος διήλθε της Μονής χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Κολοκοτρωναίους, κρύφθηκε στο γειτονικό ρέμα που βρίσκεται κάτω από το βουνό Κλινίτσα. Το δεύτερο τμήμα συνεπικουρούμενο από τους παρευρισκόμενους Στεμνιτσιώτες, Ζυγοβιτσάνους και Δημητσανίτες δέχθηκε τους πρώτους πυροβολισμούς των Κολοκοτρωναίων οι οποίοι πέτυχαν αρκετούς Τούρκους όπου και φόνευσαν μερικούς.
Μετά από αυτό οι Κολοκοτρωναίοι κλείστηκαν εντός του ληνού και άρχισαν να βάλουν δια μέσου των πολεμίστρων κατά των Τούρκων οι οποίοι είχαν περικυκλώσει το ληνό.
Τα κατά αυτή την φονική συμπλοκή διασώζονται οι στίχοι:
.........................................................................
Τρεις παγανιές βγήκανε και πάνε να τους πιάσουν.
Από μακριά τους έζωσαν κι από κοντά τους λένε:
«Έβγα, Ζορμπά, προσκύνησε, μ' όλη την συντροφιά σου,
να σου χαρίσω την ζωή με όλα τα παιδιά σου.
-Πως με περνάς, Μπουλούμπαση, για να σε προσκυνήσω;
Που 'γω είμ' ο Γιάννης ο Ζορμπάς, κι αν σου βαστάει ζύγω».
Δεν κόταγαν να παν κοντά, φωτιά από το ντουφεκίδι
κι όσοι κοντά εζύγωναν τους έτρωγε το μαύρο φίδι.
.................................................................................
Στην προσπάθεια των οι Τούρκοι να εξοντώσουν τους εν τω ληνό εγκλωβισμένους Κολοκοτρωναίους προς της επέλασης της νύκτας αποπειρώνται να πυρπολήσουν την Μονή.
...ρίξαν φωτιά μεσ' στο ληνό, κουβάρια θειαφοκέρι,
πιάσαν οι κληματόβεργες, κι' ο Γιάννης τραγουδάει:
«Τώρα θα ιδείς Μπουλούμπαση, να ιδείς πως προσκυνάνε.
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο που σ' έκαμα άνου κάτου,
που σ' έκαμα Μπουλούμπαση σαν τον λαγό να τρέμεις.
Χίλιες φορές τα γιόμισες, πάλι θα τα γιομίσεις».
Και το ντουφέκι τ' άδειασε, κι' έκαμε ένα γιουρούσι,
τρεις μπαταριές του ρίξανε και πέφτει λαβωμένος,
και η φωτιά τον έζωσε και τ' άρματα δεν πιάνουν,
του ρίχνουν άλλη μπαταριά και μούγκριζε σα λύκος.
«Αφήνω γεια, σύντροφοι μου, μ' έφαγαν οι μουρτάτες».
........................................................................
ΛΗΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΑΙΜΙΑΛΩΝ
Έτσι παραδίδεται ο ληνός στο πυρ, εφόσον γέμισε μέσα καπνό αναγκάζονται οι μέσα σ' αυτόν κλεισμένοι να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Πρώτος εξέρχεται ο αρχηγός τους, ο Γιάννης Ζορμπάς βλαστημώντας τους Τούρκους και τον καλόγερο, ο οποίος αψηφώντας τους πυροβολισμούς και την φωτιά που είχε περιζώσει τον ληνό εξέρχεται βάλλοντας κατά των Τούρκων και μαχόμενος ηρωικά πέφτει, εφόσον έπεφταν αρκετά βόλια στην πόρτα του ληνού.
....Μα όσα φτερά και πούπουλα έχει η μαύρη κότα
τόσα ντουφέκια πέφτανε μες του ληνού την πόρτα....
Μετά από αυτόν πέφτουν στο πυρ και οι υπόλοιποι έξη σύντροφοι του όπου και αυτοί είχαν την ίδια τύχη με τον Ζορμπά.
Οι Τούρκοι με αρχηγό τον Αλβανό Ισά Μπουλούκμπαση, τους έκοψαν τα κεφάλια και αφού τα παλούκωσαν τα διαπόμπευαν μέσα στην Δημητσάνα. Στη συνέχεια τα πήγαν στην Τρίπολη περνώντας από κάθε πόλη και χωριό επιδεικνύοντάς τα, αλλά και προς συμμόρφωση των κατοίκων για το τι θα επακολουθήσει με τους υπόλοιπους κλέφτες και με όποιον τους βοηθήσει. Όταν έφθασαν στην Τρίπολη έδωσε εντολή ο Πασάς να τα παλουκώσουνε στη μέση της πλατείας και δίπλα από τα δυο μεγάλα πλατάνια εκεί που κρέμαγαν τους ονομαστούς κλέφτες που έπιαναν αιχμάλωτους. Είναι η πλατεία που σήμερα έχει πάρει το όνομα του Στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κυνηγημένος από τους Τούρκους και προδομένος από τον Ζαχαριά παιδί του Παρασκευά από το χωριό Πυργάκι είχε καταφύγει στο βουνό Κλινίτσα δίπλα από το χωριό Ζυγοβίτσι πάνω και απέναντι από το Μοναστήρι των Αιμιαλών. Ακούγοντας τις μπαταριές έβαλε το κιάλι του και είδε όλο το δράμα των δικών του ανθρώπων αλλά ήταν αδύνατο να προλάβει να πλησιάσει και να τους βοηθήσει.
Μετά από αυτό αποφασίζει να φύγει από τον Μοριά όσο το πιο γρηγορότερο διότι όπως έλεγε: «Δεν μας χωράει άλλο εδώ ο τόπος».
...Ο Θοδωρής αγνάντευε ψηλ' από την Κλινίτσα:
«Σήκω φόρτο να φύγουμε, στη Ζάκυνθο να πάμε
τι μας έζωσαν τα σκυλιά, οι άπιστοι μουρτάτες».
Υπάρχουν τρεις εκδοχές για το πώς οι Κολοκοτρωναίοι έπεσαν στην παγίδα του καλόγερου. Είναι περίεργο πως δεν έλαβαν τα μέτρα τους έναντι αυτού του ανθρώπου, ώστε να μην τους προδώσει. Πώς εμπιστεύθηκαν άραγε με την πρώτη τον καλόγερο;
Πρώτη εκδοχή είναι να τους πότισε αφιόνι (υπνωτικό) είτε με το νερό, είτε με το φαγητό. Οι Τούρκοι όταν έβγαλαν το φιρμάνι, ταυτόχρονα μοίρασαν και αφιόνι σε χωριά, μοναστήρια, μύλους, χάνια, τσοπάνηδες και όπου αλλού μπορούσαν να ζητήσουν βοήθεια οι κλέφτες.
Δεύτερον, να ήταν πολύ κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες και αφού έφαγαν καλά να κάθισαν δίπλα στην φωτιά και να αποκοιμήθηκαν χωρίς να καταλάβουν τίποτα.
Και τρίτον, ο καλόγερος καθώς τους βρήκε νηστικούς να τους έδωσε φαγητό και κρασί πολλών ετών. Έτσι να μέθυσαν και να έγειραν να κοιμηθούν κοντά στη φωτιά.
Διίστανται ακόμη και σήμερα οι απόψεις για το ποιος σκότωσε τους Κολοκοτρωναίους, άλλοι υποστηρίζουν ότι τους σκότωσαν οι Έλληνες μιας και στην Δημητσάνα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν Τούρκοι.
Το δράμα των Κολοκοτρωναίων στο ληνό των Αιμιαλών έγινε γνωστό σ' όλο το Μοριά. Απέλπισε τους νοσταλγούς της πολυπόθητης ελευθερίας αλλά και αναπτέρωσε τις βλέψεις των Τούρκων να συνεχίσουν το ξεκλήρισμα.
Λίγο καιρό μετά τον χωρισμό των κλεφτών ο χαραγμένος με αίμα δρόμος για την κλεφτουριά έφθασε στο τέλος του. Όλοι όσοι χωρίσθηκαν σκοτώθηκαν, η εξόντωση των κλεφταρματολών του Μοριά υπήρξε ολοκληρωτική. Καθημερινώς στον πασά της Τρίπολης έφθαναν μαντάτα πως σκότωσαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και ο πασάς τους έδινε μπαξίσια διότι του πήγαιναν κεφάλια από άλλους κλέφτες αλλά και από φιλήσυχους ραγιάδες που έμοιαζαν του Κολοκοτρώνη.
Άλλο ένα επεισόδιο αξίζει να πούμε για την πορεία του Κολοκοτρώνη προς την Ζάκυνθο. Οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν να αναζητούν τον Κολοκοτρώνη σε κάθε άκρη του Μοριά. Ήξεραν ότι ο Θοδωρής είχε κεντήσει με στίγμα μπαρούτης την χρονολογία γέννησής του στο χέρι του. Κάθε τόσο πήγαιναν στον Πασά ένα χέρι επιδεικτικά κρεμασμένο, που να είχε στίγμα μπαρούτης, λέγοντας ότι είναι του Κολοκοτρώνη και εισέπρατταν ένα σεβαστό μπαξίσι. Έπειτα μάθαινε πάλι ο πασάς ότι ο Κολοκοτρώνης ζει.
Περί του προδότη καλόγερου, λέγετε, ότι αυτός μεταμέλησε δια την επαίσχυντο προδοσία του. Έθαψε τα ακέφαλα πτώματα των Κολοκοτρωναίων πλησίον του ληνού μοιρολογώντας: -«Εγώ Γιάννη σε πρόδωσα, εγώ και θα σε θάψω».
Εφόσον μισήθηκε υπό πάντων αναγκάσθηκε να φύγει από τον τόπο και να μεταβεί στο Άγιο Όρος, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σε πλήρη απομόνωση. Αυτό ήταν το τέλος των Κολοκοτρωναίων που θέλησαν στα μαύρα χρόνια του κατατρεγμού να μεταβούν στη Μονή των Αιμιαλών για να βρούνε κάποιο αποκούμπι για λίγο ξεκούραση και φαγητό.
Μοίρα σκληρή βάρυνε εξ αρχής την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων, που επί πέντε σχεδόν γενεές θυσιάζονταν στον ιερό βωμό του αγώνα δια την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού της πατρίδας μας. Ο δε λαός μας μετά από τα τόσα παθήματα της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων, παροιμιωδώς μετέφερε σε περιπτώσεις συνεχώς πασχόντων ανθρώπων και δεινά τυραννημένων, δια της φράσης: «Πληρώνει Αμαρτίες Κολοκοτρωνέϊκες».
Ο Γ. Καρβελάς στο βιβλίο του «Παρατηρήσεις περί του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», αποδίδει ότι οι Κολοκοτρωναίοι είχαν καταστεί μάστιγα για τον Χριστιανικό πληθυσμό, αναφέρων μάλιστα το εξής περιστατικό: Μερικές νεανίδες κατά τα γεγονότα της Μονής Αιμιαλών βρίσκονταν πέρα από το ποτάμι και έβλεπαν τα διαδραματιζόμενα και μετά χαράς έβλεπαν και χόρευαν και τραγουδούσαν, βλέποντας ότι απαλλάσσονταν από τον εφιάλτη της συμμορίας των Κολοκοτρωναίων, που λύμαινε την περιοχή. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αργότερα παραπλέων κοντά στο Άθως, έστειλε επιστολή στον εκεί Πατριάρχη Γρηγόριον τον Ε΄, εκεί που βρίσκονταν εξόριστος και του εξομολογήθηκε ότι «πνέει κατά των Δημητσανιτών εκδίκηση αίματος». Όμως ο Κολοκοτρώνης μετά από αυτό το γεγονός υπέστη σοβαρή μεταβολή στον χαρακτήρα του και στην σκέψη του. Διότι αναγκάσθηκε μετά το δράμα των Αιμιαλών να μεταβεί στην Ζάκυνθο, απαλλάχθηκε από τους κακούς συγγενείς. Ο παλαιός κλέφτης εξαφανίσθηκε από μέσα του και άρχισε να σκέπτεται σοβαρά και την θέση του κλέφτη την κατέλαβε ο θερμός πατριωτισμός για την Ελευθερία της Πατρίδος. Αφοσιώθηκε στο έργο της προετοιμασίας της απελευθέρωσης και της στρατηγικής του.
Περί του δράματος των Κολοκοτρωναίων στο ληνό της Ιεράς Μονής Αιμιαλών έχουν γράψει ο Τάκης Κανδηλώρος στο έργο του «Ιστορία της Γορτυνίας» και ο Τάσος Γριτσόπουλος στο έργο του «Η παρά την Δημητσάνα Μονή Αιμιαλούς». Εδώ υπάρχει και η περιγραφή της Μονής τεχνοκριτική και ιστορική. Πληθέστερη έκθεση της Ιστορίας της Μονής, μετά τεχνοκριτικής υπάρχει στο βιβλίο του ιστοριοδίφη Γεωργίου Καρβελά «Τα Μνημεία της Δημητσάνας».
Ο ληνός κτίσθηκε μεταξύ 20 Απριλίου και 1η Αυγούστου. Από τον κώδικα της Μονής Αιμιαλών πληροφορούμεθα τις ειδήσεις...
Το σχετικό σημείωμα έχει ως εξής «1781 Απριλίου 20 αρχίσαμε το ληνό στις Φακίστρες και ετελειώθη Αυγούστου 1. Ήταν ηγούμενος ο Παρθένιος Μπεγλόπουλος. Τα έξοδα τα έβαλε ο Άγιος π. Κορώνης κύρ Μακάριος Παπαγιαννόπουλος. Τα έβαλε, όμως τα πήρε πίσω και άλλα ακόμη του Μοναστηριού...».
Στο ληνό της Μονής, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα επί της οποίας αναγράφονται τα εξής:
«Ληνός Κολοκοτρωναίων, παρασκευάζοντες τον εθνικόν αγώνα, έπεσαν προ του ληνού τούτου την 1ην Φεβρουαρίου 1806 έξι κλέφται Κολοκοτρωναίοι υπό τον Γιάννην Ζορμπάν».

Σάββατο, Φεβρουαρίου 02, 2019

ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΗΡΥΓΜΑ


Αποτέλεσμα εικόνας για κηρυγμα εκκλησιας



Ένας μοναχός της αρχαίας Ανατολής πεζοπορούσε στην έρημο. Στο δρόμο, τον πιάνει μιά συμμορία ληστών. Του ζητούν να τους δώσει το πουγγί του.
- Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, του λένε άγρια. 
- Δεν έχω ούτε πεντάρα πάνω μου,τους απαντά. 
Η ματιά του ήταν γλυκειά, όλο καλωσύνη. Τους έκανε εντύπωση, κι ο αρχηγός τους τον λυπήθηκε.
- Θάπρεπε να σε σκοτώσουμε, του λέει, αφού δεν μας δίνεις τίποτε. Αλλά ίσως έχεις κάτι να μας δώσεις. Κάνε μας ένα κήρυγμα κι αν το πετύχεις, σ αφήνουμε να φύγεις.
Αλλοιώς......
Ο μοναχός δεν τους χάλασε το χατήρι. Σκέφθηκε λίγο κι ύστερα τους είπε:
- Αδελφοί μου, η ζωή σας μοιάζει με τη ζωή του Χριστού μας. Όπως Εκείνος, έτσι κι εσείς γεννηθήκατε σ ένα στάβλο ή κάπου αλλού χειροτερα.
Σαν Εκείνον, περάσατε τα νιάτα σας χωρίς να έχετε που να γείρετε το κεφάλι.
Σαν Εκείνον, όταν μεγαλώσετε, γίνατε ο φόβος κι ο τρόμος των ασπλάχνων πλούσιων.
Σαν Εκείνον θα πεθάνετε, καρφωμένοι σ ένα ξύλο, μέσα στους χλευασμούς του όχλου.
Και σαν Εκείνον θα κατεβείτε στον Αδη. Μόνο, που θα μείνετε εκεί, χωρίς ν αναστηθείτε όπως Αυτός. Είναι η μόνη διαφορά που βλέπω. Μετανοιώστε, αδελφοί μου, τώρα που ειναι καιρός. Αυτό σας εύχομαι, για να λείψει κι αυτή η διαφορά.
Τα λόγια του έπιασαν στις καρδιές τους. Φιλοτιμήθηκαν να μοιάσουν σε όλα με το Χριστό. Κι άλλαξαν, από εκείνη τη στιγμή ζωή. 

Καληνύχτα σας,φίλες και φίλοι μου, αγώνα να κάνουμε να μοιάσουμε το Χριστό. 
Καλη δύναμη καλη επιτυχία.
π Βασίλειος Σάββας Εξουζίδης
το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2019

Συναξαριστής της 25ης Ιανουαρίου

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 


Ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς λαμπρότερους ἀθλητὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Γεννήθηκε τὸ 329 στὴν Ἀριανζό, κωμόπολη τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ (1 Ἰανουαρίου) καὶ τὴν Νόννα (5 Αὐγούστου).

Στὴ Ναζιανζὸ διδάσκεται τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἐνῷ τὴν μέση στὴν Καισάρεια, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸ συμμαθητή του Μ. Βασίλειο. Ἔπειτα, πηγαίνει κοντὰ σὲ περίφημους διδασκάλους τῆς ῥητορικῆς καί, τέλος, στὰ πανεπιστήμια τῆς Ἀθήνας, ὅπου βρίσκει, συμφοιτητὴ τώρα, τὸ Μ. Βασίλειο.

Ὅταν ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του, ὁ πατέρας του, ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, τὸν χειροτονεῖ πρεσβύτερο. Ἀλλ᾿ αὐτὸς προτιμᾶ τὴν ἡσυχία τοῦ ἀναχωρητηρίου στὸν Πόντο, κοντὰ στὸ φίλο του Βασίλειο, γιὰ περισσότερη ἄσκηση στὴν πνευματικὴ ζωή. Μετά, ὅμως, ἀπὸ θερμὲς παρακλήσεις τῶν δικῶν του, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του καὶ μπαίνει στὴν ἐνεργὸ δράση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅμως, τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου ἔρχεται νὰ πληγώσει τὴν ψυχή του, μὲ ἀλλεπάλληλους θανάτους συγγενικῶν του προσώπων. Πρῶτα του ἀδελφοῦ του Καισαρείου, ἔπειτα τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, μετὰ τοῦ πατέρα του καί, τέλος, τῆς μητέρας του Νόννας.

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς θλίψεις, ἡ θεία Πρόνοια τὸν φέρνει στὴν Κωνσταντινούπολη (378), ὅπου ὑπερασπίζεται μὲ καταπληκτικὸ τρόπο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ χτυπᾷ καίρια τοὺς Ἀρειανούς, ποὺ εἶχαν πλημμυρίσει τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὸ σκληρὸ αὐτὸ ἀγῶνα, ὁ Μ. Θεοδόσιος τὸν ἀναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381).

Στὴ Β´ Οἰκουμ. Σύνοδο, μία μερίδα ἐπισκόπων τὸν ἀντιπολιτεύεται γιὰ εὐτελὴ λόγο. Τότε ὁ Γρηγόριος, ἀηδιασμένος, δηλώνει τὴν παραίτησή του, ἀναχωρεῖ στὴ γενέτειρά του Ἀριανζὸ καὶ τελειώνει μὲ εἰρήνη τὴν ζωή του, τὸ 390. Ἄφησε μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ φιλοσοφημένα ποιήματά του.

 


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν, ἐξυφανθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐστόλισας, ὅν καί φοροῦσα, σύν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.

 
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος

Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ ἦταν βουλευτῆς. Ὁ Πούπλιος, ψυχὴ ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὴν φιλάνθρωπη αὐταπάρνηση τῶν πρώτων χριστιανῶν, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ὅλα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα μικρὸ ἀναχωρητήριο.

Ἐκεῖ, δὲν ἄργησε νὰ σχηματισθεῖ γύρω τοῦ μικρὴ κοινωνία ἀδελφῶν ἐρημιτῶν, τῆς ὁποίας αὐτὸς ἦταν ὁ ὁδηγὸς καὶ ὁ διδάσκαλος. Τοὺς κατάρτιζε στὴν εὐσέβεια καὶ ἐγκράτεια, καὶ ἀνέδειξε ἀπ᾿ αὐτοὺς πνευματικοὺς ἄνδρες οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς χρησίμευσαν στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι καλὰ ἀγωνίστηκε ὁ ἀοίδιμος Πούπλιος, παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

 
Ὁ Ὅσιος Μαρής

Τὴ βιογραφία του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος. Ὁ Ὅσιος Μαρὴς ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ καλλίφωνος. Ἔψαλλε στοὺς ναοὺς καὶ ζοῦσε μὲ ἐγκράτεια καὶ σεμνότητα. Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια, ἦλθε σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Ὅμηρου ἡ Νήτις καὶ ἔκτισε σπίτι, ὅπου διέμεινε γιὰ τριάντα ἑπτὰ (37) ὁλόκληρα χρόνια, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔζησε συνολικὰ ἐνενήντα (90) χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώς

Ὁ ὅσιος Ἀπολλὼς βρέφος ἀκόμα ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ σὲ ἡλικία δέκα πέντε χρονῶν πῆγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀπόκτησε πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές. Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μεγάλων χαρισμάτων, ὅπως τὸ προορατικὸ καὶ τὸ θαυματουργικό. Ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε, πίστεψε σχεδὸν ὅλη ἡ Αἴγυπτος στὸν Χριστό. Ἔτσι, λοιπόν, καλὰ ἀγωνιζόμενος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.

 
Ἡ Ἁγία Μεδούλη μὲ τὴν συνοδεία της

Μαρτύρησαν ἀφοῦ τὶς ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά.

 
Ὁ Ὅσιος Καστῖνος ἐπίσκοπος Βυζαντίου

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη, εἶχε ἀξίωμα συγκλητικοῦ καὶ ἦταν στὴν ἀρχὴ εἰδωλολάτρης. Στὸν χριστιανισμὸ τὸν προσείλκυσε ὁ ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως Κυριλλιανός. Ἀμέσως τότε ὁ Καστῖνος μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἔκανε τὸ 230 μὲ 237. Μέχρι τῆς ἐποχῆς του ὁ καθεδρικὸς ναὸς ἦταν στὰ παραθαλάσσια τοῦ σημερινοῦ Γαλατᾶ. Πρῶτος δὲ αὐτὸς ἔκτισε ναὸ στὸ Βυζάντιο, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὸν γράφει: Κωνσταντῖνον.

 
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ὁ Σκευοφύλακας

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ Νεομάρτυρας

 


Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία Βελλᾶς τῶν Ἰωαννίνων τὸ 1600, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Νεαρὸς ἀκόμα, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δούλευε τὴν τέχνη τῶν γουναράδων στὸ χάνι, τὸ λεγόμενο Μαχμούτ-Πασᾶ. Ἀργότερα ὅμως, ἐπεθύμησε τέρψεις καὶ ἡδονές, ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη του καὶ προσλήφθηκε στὰ βασιλικὰ καράβια, ὅπου ξεφάντωνε μὲ τοὺς Τούρκους φίλους του.

Αὐτοὶ οἱ φίλοι του ὅμως, τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε τὴ θρησκεία τους. Φοβισμένος ὁ Αὐξέντιος ἐγκατέλειψε τὰ καράβια καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε μία βάρκα, ἔκανε τὸν βαρκάρη. Μετανιωμένος ὅμως γιὰ τὰ προηγούμενα σφάλματά του, θέλησε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Τυχαία τότε, συνάντησε τὸν Σύγκελλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταμηνὸ καὶ ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του.

Ἀργότερα, τὸν συνάντησαν στὸν δρόμο ναυτικοί του στόλου, τὸν ἀναγνώρισαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Στὸ κριτήριο ὁ Αὐξέντιος, παρὰ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησε πὼς εἶναι χριστιανός. Ἔτσι τὸν φυλάκισαν στὸ Πασά - Καπισί. Στὴ φυλακὴ αὐτή, ὁ Σύγκελλος Γρηγόριος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε νὰ σταθεῖ ἀνδρεῖος μπροστὰ στοὺς ἀπίστους.

Ἀνακρινόμενος καὶ πάλι ὁ Αὐξέντιος ἐπέμενε λέγοντας: «Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω ν᾿ ἀποθάνω». Τότε τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό. Τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 25 Ἰανουαρίου 1720 στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου.

 
Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος ἡγούμενος Μονῆς Πουπλίου

Τὸν ὅσιο αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ γραφόμενά του, ὁ Ὅσιος αὐτός, ἀφοῦ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πουπλίου (βλ. σχετικῶς γιὰ τὸν ὅσιο Πούπλιο, αὐτὴ τὴν μέρα, πιὸ πάνω), καὶ ἀφοῦ ἔζησε ὁσιακά, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

 
Ἡ Ἁγία Μαργαρίτα

 


Ἴσως πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια μ᾿ αὐτὴ τῆς 1ης Σεπτεμβρίου.
 

 
Ὁ Ἅγιος Μωυσής ὀ Θαυματουργός Ἐπισκοπος Νόβγκοροντ

 


Ὀ Ὄσιος Μωυσής, κατά κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τόν 14ο αἰώνα μ.×. καί γεννήθηκε στό Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπό τήν παιδική τοῦ ἠλικία ἀγάπησε τόν μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἐγκατέλειψε κρυφά τήν πατρική τοῦ οἰκία καί εἰσῆλθε στή μονή Ὀτρόχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὄπου ἔγινε μοναχός. Οἰ γονεῖς τοῦ τόν ἀναζητοῦσαν παντού. Ὄταν τόν βρῆκαν, τόν παρακάλεσαν νά ἔρθει κοντά τους καί νά μονάσει σέ κάποια μονή τοῦ Νόβγκοροντ. Ὀ Ἅγιος, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἐπραξε συμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καί συνέχισε τόν ἀσκητικό τοῦ βίο στή μονή Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί ἀργότερα ἀπεστάλη ὦς Ἀρχιμανδρίτης στή μονή Γιοῦρεφ.

Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυίδ (τιμᾶται 21 Δεκεμβρίου), ὀ Ἅγιος Μωυσής ἐξελέγη, τό ἔτος 1325 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετά τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τήν παρακλήση νά ἀποσυρθεῖ καί νά ζήσει ἀσκητικά, μέσα στή σιωπή καί τήν ἡσυχία. Τό 1330 μ.×. ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Κολμώφ, ἀλλά δέν ἔμεινε για πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στήν περιοχή Ντερεβγιανίτσα, ὄπου κατέφυγε καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στήν Ἀναστάση τοῦ Κυρίου.

Τό 1354 μ.Χ. ὀ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθεός (1354 - 1355 μ.Χ., 1364 -1376 μ.Χ.), ἀπό βαθύ σεβασμό πρός τό προσωπο τοῦ Ἁγίου Μωυσέως, τοῦ ἔδωσε τό προνόμιο νᾶ φορεῖ πολυσταύριο.

Ὀ Ἅγιος Μωυσής ἑξακολούθησε τό θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά, στό μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στό Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1362 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του διατηρήθηκε, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο

 
Ἅγιος Γαβριήλ ἐκ Γεωργίας

 


Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κατά κόσμο Γεράσιμος, γεννήθηκε στίς 15 Νοεμβρίου 1825 μ.Χ. στό χωριό Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καί στήν ἐκκλησιαστική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ψυχολογία, τή Θεολογία καί τή Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπισκοπος στήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1896 μ.Χ.

 
Ἅγιος Βλαδίμηρος ὀ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου

 


Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου 1848 μ.Χ. στό χωριό Μάλιε Μορόσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπώφ τῆς Ρωσίας. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Ἔμαθε τά πρώτα γράμματα στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο καί ἐπειτα σπούδασε στή θεολογική σχολή τοῦ Κιέβου. Ὄταν τό 1874 μ.Χ. ἀποπεράτωσε τίς σπουδές του, διορίσθηκε ὦς καθηγητῆς στήν ἐκκλησιαστική σχολή τοῦ Ταμπώφ, ὄπου καί νυμφεύθηκε.

Ἀπό μικρό παιδί εἶχε κλήση πρός τήν ἱεροσύνη. Ἔτσι, τό ἔτος 1882 μ.Χ., χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί τοποθετεῖται στό ναό τοῦ Κοζλώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Στήν ἀρχή τῆς ἱερατικῆς τοῦ διακονίας, μαζί μέ τόν σταυρό τῆς ἱεροσύνης, σηκώνει καί τόν σταυρό τῆς χηρείας. Τό 1886 μ.Χ. ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καί λίγο ἀργότερα τό μονάκριβο παιδί του.

Ἡ ὑπομονή τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μέ αὐτῆ τοῦ πολυπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπό τόν κόσμο καί ἀκολουθεῖ τή μοναχική ὀδό. Ἐγκαταβιώνει σέ μονή τοῦ Κοζλώφ καί στίς 6 Φεβρουαρίου 1886 μ.Χ. κείρεται μοναχός μέ τό ὄνομα Βλαδίμηρος. Τό ἔτος 1888 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἐπισκοπος τῆς πόλεως Σταρορούσκϊυ καί καλεῖται νά διακονήσει τό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώνεται ὁλοψυχα στό πολυπαθο καί ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀναγνώριζαν στό προσωπό τοῦ τόν ἀληθινό ποιμένα καί πατέρα καί τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τόν γνησιότατο μιμητή.

Στίς 19 Ἰανουαρίου 1891 μ.Χ. ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τό 1892 μ.Χ. Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καί Καχεζίας καί στίς 21 Φεβρουαρίου 1898 μ.Χ. Μητροπολίτης Μόσχας. Τό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό καί κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὄμως καί πάλι, ὄταν ἐκλέγεται, στίς 23 Νοεμβρίου 1912 μ.Χχ., Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τό 1915 μ.Χ. ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τά καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου.

Τά γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917 μ.Χ.) ἀποτέλεσαν, για τούς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τήν ἀφορμή για νά ἐπιχειρήσουν τήν ἀνεξαρτησία τους. Τό Οὐκρανικό συμβούλιο πίεσε τόν Ἅγιο νά προβεῖ σέ ἐκκλησιαστική αὐτονομία. Ἐκεῖνος δέν τό ἐπραξε καί τόν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στή μονή τῶν Σπηλαίων. Δέν θέλησε νά ὑποχωρήσει παρά τίς ἀπειλές.

Τά γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δέν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο τό Κίεβο, τό ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπό τόν ἐπαναστατικό στρατό. Στίς 23 Ἰανουαρίου 1918 μ.Χ. οἰ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στή μονή τῶν Σπηλαίων. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἐκτέλεσαν. Τό μόνο πού ζήτησε, πρίν τόν ἐκτελέσουν, ἦταν νά τοῦ χαρίσουν λίγη ὤρα, για νᾶ προσευχηθεῖ.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2019

Βγάλε πρῶτα.....γένεια


 


Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σέ ἕνα θαυμάσιο λόγο του ΕΙΣ ΤΑ ΑΓΙΑ ΦΩΤΑ λέει τά ἑξῆς:

«Σήμερα ὁ Χριστός φωτίζεται! Ἄς φωτισθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί Του!

Σήμερα ὁ Χριστός βαπτίζεται (κατεβαίνοντας μέσα στόν Ἰορδάνη). Ἄς κατεβοῦμε κι ἐμεῖς μαζί Του (καλλιεργώντας τήν ταπείνωση), ὥστε καί νά ἀνεβοῦμε μαζί Του!...

* * *

Γι’ αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά προσέξουμε πῶς ... καί πότε βαπτίσθηκε!


Βαπτίσθηκε σέ ὥριμη ἡλικία, γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς ὅτι, πρίν ἀρχίσουμε νά διδάσκουμε τούς ἄλλους καί νά κηρύττουμε, χρειάζεται πρῶτα νά ὡριμάσουμε. Καί σωματικά. Καί πνευματικά.


Ἄς τά ἀκοῦνε αὐτά ἐκεῖνοι, πού ξεθαρρεύοντας ἀπό τόν νεανικό ἐνθουσιασμό τους, νομίζουν ὅτι μποροῦν - ὅποτε νἆναι καί ὅπως καί νἆναι - νά διδάσκουν! 


Γιά στάσου λιγάκι! Ἑτοιμάστηκες πρῶτα; Καθαρίστηκες πρῶτα; 

Ὁ Χριστός ὑποβάλλεται σέ κάθαρση καί σύ τήν περιφρονεῖς; Ὁ Χριστός καταδέχεται νά βαπτισθῆ ἀπό ἕνα δοῦλο Του, τόν Ἰωάννη, καί σύ τά βάζεις μέ τόν πνευματικό σου πατέρα, ἐπαναστατεῖς δηλαδή ἐναντίον ἐκείνου, πού σοῦ κηρύττει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Χριστός ἔφτασε τριάντα ἐτῶν. Καί σέ τέτοια ἡλικία δέχεται τήν κάθαρση τοῦ βαπτίσματος! Καί σύ, ἀκόμη δέν ἔβγαλες γένεια, καί θέλεις νά κάνεις τόν δάσκαλο στούς γεροντότερους ἀπό σένα; Καί ὅλα αὐτά, τήν στιγμή πού, τόσο ἡ ἡλικία σου, ὅσο καί οἱ τρόποι σου, δέν ἐμπνέουν σέ κανένα τόν παραμικρό σεβασμό;...»

* * *

Θά ἦταν μεγάλη παρεξήγηση νά θεωρούσαμε ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μέ αὐτά πού λέει, ὑποστηρίζει ὅτι ... τά γένεια κάνουν τόν παπᾶ ἤ τόν ἱεροκήρυκα! Σίγουρα δέν θέλει νά εἰπεῖ αὐτό.

Προφανῶς θέλει νά ἐντοπίσει καί νά θεραπεύσει μιά – δυστυχῶς – συνηθισμένη ἀρρώστεια μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας: Τό σύνδρομο τοῦ αὐτόκλητου «σωτήρα καί διδασκάλου»! Πρόκειται γιά μιά νοσηρή κατάσταση, ὅπου κάποιος ΑΥΤΟ-χειροτονεῖται «μέγας διδάσκαλος» τῆς Ὀρθοδοξίας, «αὐθεντικός κριτής» τῶν πάντων, καί «μοναδικός σωτήρας καί διορθωτής» ὅλων τῶν κακῶς κειμένων! Ἔτσι δέν διστάζει, μέ πολλή ἄνεση νά κρίνει τούς πάντες, ἀπό ... πατριάρχες μέχρι καντηλανάφτες, καί μέ ... ὕφος καρδιναλίου νά ἐπαναφέρει στήν – κατά τήν γνώμη του - «ὀρθή» πίστη, ὅσους – πάλι κατά τήν γνώμη του – παρεκκλίνουν!

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, γιά νά μᾶς προστατεύσει ἀπό τέτοια ΠΑΝΟΥΚΛΑ, ... μᾶς ἐμβολιάζει μέ τίς ἀφυπνιστικές ἐρωτήσεις-ἀντισώματα, πού ἀκολουθοῦν:

Εἶσαι σίγουρος ὅτι καθαρίστηκες ἐσύ πρῶτα ἀρκετά, γιά νά μπορεῖς νά καθαρίσεις ἄλλους;

Εἶσαι σίγουρος ὅτι κάνεις ΣΩΣΤΗ ὑπακοή στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας;

Μήπως ὑπάρχουν κάποιοι «γεροντότεροι» (ὄχι μόνο στά χρόνια) ἀπό σένα, πού ἔχουν «βαπτισθῆ» ἀληθινά στήν «κολυμβήθρα» τῆς ὑγιοῦς ταπείνωσης;

Μήπως κάποιοι ἔχουν – περισσότερο ἀπό σένα - «ἀσπρίσει» ἀπό τήν ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ γιά τήν σωτηρία τῶν προβάτων πού περιπλανῶνται ἔξω ἀπό τήν Μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας;

Μήπως ἔχεις καβαλήσει καί σύ τό καλάμι καί φαντάζεσαι τόν ἑαυτό σου δῆθεν «σωτήρα καί διδάσκαλο»; 

Μήπως βιάζεσαι νά διδάξεις καί νά σώσεις ἄλλους;

Τά ἐρωτήματα αὐτά εἶναι καλύτερα νά τά κάνεις σύ στόν ἑαυτό σου· καί ὄχι σέ ἄλλους.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

 



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο. Μετὰ τὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, εἶναι ὁ δεύτερος στὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου· ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰδικώτερα εἶναι ὁ τριαδικὸς θεολόγος, γιατί σὲ κάθε του λόγο κεντρικὴ διδασκαλία του εἶναι πάντα τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὸν πέμπτο θεολογικὸ λόγο του γράφει· οἱ πιστοὶ «προσκυνοῦσι τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μίαν Θεότητα...».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννήθηκε στὰ 329 στὴν Ἀριανζό, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, κοντὰ στὴν κωμόπολη Ναζιανζό, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται Ναζιανζηνός. Ὁ πατέρας του λεγότανε κι αὐτὸς Γρηγόριος κι ἦταν ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἡ δὲ μητέρα του λεγόταν Νόννα. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν φιλομαθὴς καὶ ἐπιμελὴς κι ἔκαμε λαμπρὲς καὶ ἐξαίρετες σπουδὲς στὴ Ναζιανζό, στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τέλος στὰς Ἀθήνας. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸ συμπατριώτη του Μέγα Βασίλειο, συνδέθηκαν ἀδελφικὰ κι ἔμειναν μαζὶ σπουδάζοντας ἕξη ὁλόκληρα χρόνια τὴν ἔξω φιλοσοφία. Στὸ τέλος τοῦ προσφέρθηκε καθηγητικὴ θέση, μὰ ἐκεῖνος προτίμησε νὰ ξαναγυρίση στὴν πατρίδα του Ναζιανζό.

Στὴν Καππαδοκία συναντήθηκαν οἱ δυὸ συμμαθητὲς κι ἔζησαν πάλι μαζί, ἀποτραβηγμένοι στὴν ἔρημο, ἀσκούμενοι καὶ μελετώντας τώρα τὰ ἱερὰ γράμματα. Σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος πῆρε τὸ βάπτισμα καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του πρεσβύτερος. Ἔμεινε γιὰ καιρὸ βοηθώντας τὸ γέροντα πατέρα του ἐπίσκοπο Γρηγόριο καὶ τὸ 372 σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἦταν πιὰ ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας, τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Σασίμων. Αὐτὴ ἡ χειροτονία ἔγινε παρὰ τὴ θέλησή του, γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν δέχθηκε νὰ πάη στὰ Σάσιμα, ἀλλὰ ἔμεινε βοηθώντας τὸν πατέρα του στὴ Ναζιανζό. Γι’ αὐτὴ τὴ χειροτονία ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σὲ μία ἐπιστολή του ὅτι γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἄξιζε μία ἐπισκοπὴ ὅση ὅλος ὁ κόσμος.

Τὸ 375, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, οἱ ὀρθόδοξοί τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ οἱ ἀρειανοί τοὺς εἶχαν πάρει ὅλες σχεδὸν τὶς Ἐκκλησίες, πῆγαν στὴ Ναζιανζὸ καὶ κάλεσαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ἦταν ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε, μὲ τὴ θεολογική του σοφία καὶ τὴ ρητορική του δεινότητα νὰ ἀντιμετώπιση τοὺς αἱρετικούς. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ σὲ μία μικρὴ Ἐκκλησία τῆς ἁγίας Ἀναστασίας ἡ Ὀρθοδοξία ἔστησε τὸ στρατηγεῖο της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶπε τοὺς περίφημους πέντε θεολογικοὺς λόγους κατὰ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν μακεδονιανῶν. Ἀρειανοὶ ἦσαν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἀρνιοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μακεδονιανοὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Μακεδονίου, ποὺ ἀρνιοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὰ 381 ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ δεύτερη οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἐσύνταξε τὰ πέντε τελευταῖα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· τὸ ὄγδοο ἄρθρο, «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον...», εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ Σύνοδος, ὅταν τότε χήρεψε ὁ ἀρχιεπισκοπικὸς θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐξέλεξε ἀρχιεπίσκοπο τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ἔτσι, ὅταν ὓστερ’ ἀπέθανε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἅγιος Μελέτιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Ἐπειδὴ ὅμως ἀργότερα ἀκούστηκαν διαμαρτυρίες καὶ ἀμφισβητήσεις καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Μακεδονίας, ποὺ ἦλθαν καθυστερημένοι στὴ Σύνοδο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος παραιτήθηκε κι ἀπὸ ἀρχιεπίσκοπος κι ἀπὸ Πρόεδρος τῆς Συνόδου κι ἔφυγε στὴν Καππαδοκία.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀφῆκε στὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο βίο του καὶ σπουδαῖο συγγραφικὸ ἔργο. Περίφημος εἶναι ὁ Συντακτήριος λόγος, μὲ τὸν ὁποῖο, ὅταν παραιτήθηκε, ἀποχαιρέτησε τὴ Σύνοδο καὶ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ὅταν, μετὰ τὴν παραίτησή του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατέβηκε στὴν Καππαδοκία, ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε ἀποθάνει πρὶν δύο χρόνια. Τότε ἔγραψε καὶ εἶπε τὸν ἐπίσης περίφημο ἐπιτάφιο λόγο στὸ Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε ἀκόμα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἀπέθανε στὰ 389 σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Θεολόγος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· ἱερουργὸς τοῦ λόγου καὶ τῶν θείων Μυστηρίων, ποὺ ἀποχαιρέτιζε τὴ δεύτερη οἰκουμενικὴ Σύνοδο κι ἔλεγε· «Καθαρὰν καὶ ἀκίβδηλον τὴν ἱερωσύνην ἐφύλαξα». Ἀμήν.

Συναξαριστής της 24ης Ιανουαρίου

Ἡ Ὁσία Ξένη



Ὀνομαζόταν Εὐσεβία, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἦταν «φεμινίστρια» τῆς ἐποχῆς της, μὲ τὴν ὑγιή, βέβαια, ἔννοια τῆς λέξης. Πίστευε πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δικαίωμα καὶ καθῆκον νὰ μὴ δέχεται σύζυγο ποὺ θὰ τῆς ἦταν καθημερινὸ ἐμπόδιο στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή.

Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». Δηλαδή, μὴ μπαίνετε στὸν ἴδιο ζυγὸ (γάμο) μὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πίστη στὸ Θεό. Διότι «τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν», ποὺ σημαίνει, τὸ μυστήριο αὐτὸ τοῦ γάμου εἶναι μεγάλης σημασίας. Καὶ τὸ λέω αὐτό, ἀναφερόμενος στὴν πνευματικὴ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ γονεῖς, ὅμως, τῆς ὁσίας, εἶχαν διαφορετικὴ γνώμη καὶ ἤθελαν νὰ τὴν παντρέψουν στανικῶς, μὲ ὅποιον αὐτοὶ ἤθελαν. Τότε ἐκείνη κρυφὰ φεύγει γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετονομάζεται Ξένη καὶ γιὰ νὰ χαθοῦν τὰ ἴχνη της, πηγαίνει στὸ νησὶ Κῶς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, στὰ Μύλασσα τῆς Καριᾶς. Ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε μὲ τὶς δυὸ ὑπηρέτριες ποὺ τὴν εἶχαν συνοδεύσει σὲ ἡσυχαστικὰ κελιά. Κοντὰ ἐκεῖ, ἔκτισε μικρὸ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Ἀφοῦ ἦλθαν κοντά της καὶ μερικὲς ἄλλες μοναχές, ἔκαναν μία ἐξαίρετη χριστιανικὴ ἀδελφότητα.

Ἡ παιδεία της, ἡ εὐγένειά της καὶ ἡ θερμή της πίστη γρήγορα ἔφθασαν παντοῦ. Καθημερινὰ ἔτρεχαν κοντά της γυναῖκες, γιὰ νὰ πάρουν συμβουλὲς καὶ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές της. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ὁσία τὶς εἵλκυε στὸ Χριστὸ καὶ τὶς ὁδηγοῦσε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπεροράν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τό πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τὴ κλήσει τὸν τρόπον σου, σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τό σόν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστόν τόν ἐν ἅπασι, σοί παρέχοντα ἰσχύν τῶν ἰάσεων· ὅν πάντοτε δυσώπει, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος 
Ἵλεων Ξένη, τὸν ξενοτρόπως ἐκ Παρθένου τεχθέντα, ἐκδυσώπει Χριστὸν ἡμῖν γενέσθαι Ἀοίδιμε, τοῖς κατὰ χρέος σοι προσφοιτῶσιν ἐκ ψυχῆς καὶ καρδίας καθαρωτάτης, καὶ εὐσεβῶς τὴν σὴν μνήμην ὑμνῆσαι σπουδάζουσιν, ἣν πᾶσαι τῶν οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ἀξίως ἐτίμησαν, ὡς φωτοφόρον καὶ ἄμωμον καὶ ἁγίαν πανήγυριν, Ἔνδοξε, πρεσβεύουσα ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παύστριος καὶ Θεοδοτίων οἱ αὐτάδελφοι

Ἔζησαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κλεοπατρίδα τῆς Αἰγύπτου, τὸ τωρινὸ Σουέζ. Οἱ δυὸ πρῶτοι ἀκολούθησαν τὴν ἁγία ἐρημικὴ ζωή. Ὅταν ὅμως ἄναψε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀρειανὸ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο.

Ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ Θεοδοτίων, εἶχε πάρει ἄλλο δρόμο. Παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους καὶ ἔγινε λῃστής. Ὅταν ὅμως ἔμαθε τὴν τύχη τῶν δυὸ μεγαλύτερων ἀδελφῶν του, πῆγε νὰ δεῖ τὸ τέλος τους. Τότε ἡ καρδιὰ του μαλάκωσε, συγκινήθηκε, μετάνιωσε καὶ ὁμολόγησε τὸν ἑαυτό του χριστιανό, ἐπιπλήττοντας θαῤῥαλέα τὸν τύραννο. Ἐκεῖνος ἐξαγριωμένος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν. Τοὺς δυὸ μεγαλύτερους ἀδελφούς του, τοὺς ἔριξαν στὰ νερὰ καὶ τοὺς ἔπνιξαν. Ἔτσι καὶ τὰ τρία ἀδέλφια μαζί, πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.

Οἱ Ἅγιοι Βαβύλας ὁ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἀγάπιος καὶ Τιμόθεος οἱ μαθητές του

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεούπολη (τὴν Ἀντιόχεια πιθανῶς), καὶ πῆρε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ ἀνατροφή. Μετὰ τὸ θάνατό τους, διαμοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο μὲ δυὸ μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο. Ἐκεῖ, συμπλήρωσε τὶς μελέτες του, καὶ κατάρτησε καλά τους μαθητές του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη.

Μετὰ ἀπὸ ἔντονη παράκληση καὶ πίεση, χειροτονήθηκε Ἱερέας, μὲ πλήρη συναίσθηση τῶν μεγάλων καὶ Ἱερῶν ὑποχρεώσεών του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ταξίδεψε στὴ Ῥώμη καὶ κατόπιν στὴ Σικελία, ἐργαζόμενος πάντα ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ διοικητής, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὁμολογία, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ὅταν δὲ καὶ αὐτὰ ἀποδείχτηκαν ἀδύνατα νὰ κάμψουν τὴν σταθερότητα τῶν Ἁγίων, τοὺς κατέσφαξε μὲ μαχαίρια καὶ τὰ σώματά τους ἔριξε στὴ φωτιά. Τὰ λείψανά τους, ὅμως, διαφυλάχτηκαν ἀβλαβῆ, καὶ χριστιανοὶ εὐσεβεῖς τὰ παρέλαβαν καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ τιμή.

Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος

Πέρασε τὴν ζωή του στὰ ἐρημικὰ ἀναχωρητήρια της Φοινίκης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. Περίφημος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀρετή του, ἔβλεπε πολλὲς φορὲς νὰ ἔρχονται σ᾿ αὐτὸν ἄνδρες μεγάλων ἀξιωμάτων, ποὺ ὠφελοῦνταν πολὺ ἀπὸ τὴν συνομιλία του. Ἀλλὰ καὶ στὶς πόλεις κατέβαινε, ὅταν ἦταν ἀνάγκη νὰ πάρουν ἐνίσχυση οἱ χριστιανοὶ στὶς γενικὲς δοκιμασίες τους.

Εἶναι γνωστὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας συνέτριψαν τοὺς βασιλικοὺς ἀνδριάντες ἐπὶ Μεγάλου Θεοδοσίου καὶ ἡ πόλη περίμενε μὲ τρομερὴ ἀγωνία τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο πῆγε σὰν ἱκέτης ὁ ἐπίσκοπος Φλαβιανός. Ὁ Χρυσόστομος, ἱερέας τότε, ἔβγαζε τοὺς περίφημους παρηγορητικοὺς λόγους του, πλήθη δὲ ἐρημιτῶν κατέβηκαν γιὰ νὰ δώσουν καὶ αὐτοὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά.

Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μακεδόνιος, ποὺ πολὺ συνετέλεσε στὴν ἐνθάῤῥυνση τῶν φοβισμένων κατοίκων. Τὸν κόσμο αὐτὸ ἄφησε ὁ Μακεδόνιος 70 χρονῶν. Ὁ δὲ θάνατός του θρηνήθηκε ἀπὸ πολλούς.

Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου

Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὁσιομάρτυρα Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, ἔγινε δέκα χρόνια μετὰ τὸ μαρτυρικό του τέλος. Κατὰ τοὺς Συναξαριστές, κάποιος ἐπίσκοπος Ῥωμαῖος πῆγε στὴν Περσία καὶ μετακόμισε αὐτὰ στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν δὲ κάρα του μετέφερε στὴ Ῥώμη.

Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης καὶ Μᾶμας

Ποῦ καὶ πὼς μαρτύρησαν δὲν γνωρίζουμε. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιορτάζουν τὴν 10η Δεκεμβρίου, Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος καὶ Ἑρμογένης.

Ὁ Ὅσιος Φίλων ἐπίσκοπος Καλπασίου (Καρπασίας)

Τὸν Φίλωνα, ἁπλὸ ἀκόμα διάκονο, ἐκτίμησε πολὺ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Καλπασίου στὴν Κύπρο τὸ 401. Κατὰ δὲ τὸν Σουίδα, ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς ἔγραψε ὑπομνήματα στὴν Πεντάτευχο καὶ στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων.

Ὁ Ὅσιος Φιλιππικός ὁ πρεσβύτερος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Βάρσιμος καὶ τὰ Δύο του ἀδέρφια

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ποὺ βρῆκε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ γιορτάζει στὶς 4 Ἀπριλίου, διακρίθηκε γιὰ τὴν λαμπρὴ μέθοδο ποὺ εἶχε ἐφαρμόσει στὸν ἑαυτό του ἐναντίον τοῦ θυμοῦ καὶ δίδαξε κατόπιν καὶ στοὺς ἄλλους.

Ἡ μέθοδος αὐτὴ ἦταν νὰ μένει σὲ ἀπόλυτη σιωπή, ὅταν θύμωνε.

Ἔτσι ὁ θυμὸς ἔσβηνε ἀπὸ ἀτροφία, χωρὶς νὰ βγάλει φλόγες, καὶ ἡ ὀργὴ κόπαζε εὔκολα, ὅπως ἡσυχάζει ἀμέσως ἡ θάλασσα, ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ἄνεμος στιγμιαῖος.

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου πλησίον τοῦ Ταύρου

Ἴσως τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου κοντὰ στὸν Ταῦρο.

Ὁ Ἅγιος Φιλήμων ἐπίσκοπος Καρπάθου

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόμνημα.

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος



Αὐτὸς ἦταν Κύπριος καὶ γεννήθηκε στὴ Λευκάρα τῆς ἐπαρχίας Ἀμαθοῦντος τὸ 1134. Μὲ τὴν μεγάλη του ἀσκητικὴ ζωή, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε μάλιστα τὴν διάσημη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται μέχρι σήμερα, στὴν ὁποία μέσα πέρασε ὅλη σχεδὸν τὴν ζωή του μὲ προσευχὴ καὶ μελέτη. Ἐπίσης, ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ ἀσκητὴς ὅσιος. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 12η Ἀπριλίου).

Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Θεσσαλονίκη

Δημητριεύσκη, Τυπικὸν Α, 158. Δὲν βρίσκουμε ἄλλο στοιχεῖο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή.

Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος

Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ στὶς παλιὲς ἐκδόσεις τῶν Μηναίων. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 18ης Ἰανουαρίου.

Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη

Τὴν μάρτυρα αὐτὴ ἀγνοεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 μαζὶ μὲ αὐτὴ τῆς Θεοδούλης (βλ. 18 Ἰανουαρίου).

Ἀλλὰ στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα αὐτὴ δηλαδή, ἀναφέρεται στὸν Κώδικα αὐτὸν καὶ ἡ μνήμη Ἑρμογένους καὶ Φιλήμονος ἐπισκόπου Καρπάθου, γιὰ τοὺς ὁποίους καμιὰ ἀναφορὰ δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο στὸν Συναξαριστή του.

Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, ἱδρυτὴς Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους καὶ οἱ Ὅσιοι Θεοδόσιος, Διονύσιος, Συμεών, Δομέτιος, Δαμιανὸς καὶ Κοσμᾶς (ὁ Αἰτωλός)

Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Φιλόθεου στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα. Τὴ μνήμη του γιορτάζουν οἱ μοναχοὶ τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὁσίους ποὺ ἔλαμψαν πνευματικὰ σ᾿ αὐτή, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ χειρόγραφη Ἀκολουθία, ποὺ σῴζεται στὴ Μονή.

Καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἀκολουθία τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων Φιλόθεου πρωτίστου δομήτορος τῆς ἱερᾶς ταύτης ἐπωνύμου αὐτοῦ Μονῆς. Θεοδοσίου ἡγουμένου ταύτης καὶ μητροπολίτου Τραπεζοῦντος. Διονυσίου καὶ Συμεῶνος ἤγησαντων αὐτῆς. Δομετίου τοῦ ἡσυχαστοῦ καὶ σημειοφόρου. Διαμιανοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ καὶ ὁσιομάρτυρος. Καὶ Κοσμᾶ τοῦ Ἰσαποστόλου καὶ ἱερομάρτυρος, ἐφόρων, προστατῶν καὶ συνασκητῶν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μονῆς».
Ἡ μνήμη δὲ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.

Μνήμη ἐγκαινίων ναοῦ Ἁγ. Ζαχαρία στὴ Μονὴ τῆς ὁσίας Δομνίκης

Ὁ Ἅγιος Cadoc, ἡγούμενος (Οὐαλός)

Ὀ Ἅγιος Cadoc (Κάντοκ) καταγόταν ἀπό εὐγενική οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας. Οἰ γονεῖς τοῦ ἔγιναν μοναχοί. Ἴδρυσε τήν περιφημη μονή Λάνσαρφαν κοντά στό Κάρντιφ, ἀλλά ἡ ἱεραποστολική τοῦ δράση ἐπεκτάθηκε μέχρι τήν Κορνουάλη, τή Σκωτία καί τήν Ἰρλανδία. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Δαυίδ καί διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Φιννιανοῦ. Σώζονται καί μερικά ἀποφθέγματά του μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά ἀκόλουθα:

«Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πρωτοτόκος θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τό φῶς τίποτε δέν εἶναι καλό, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει εὐλάβεια, χωρίς τό φῶς δέν ὑπάρχει πίστη».

«Ὀ κάλλιστος τῶν τρόπων εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ καλλίστη τῶν ἀσχολιῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν. Τό κάλλιστο τῶν αἰσθημάτων εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ἡ κάλλιστη λύπη εἶναι ἡ μετανοια. Τό κάλλιστο ἰδίωμα ἡ μεγαλοψυχία. Ὄταν τόν ρώτησαν τί εἶναι ἀγάπη, ἀπάντησε: Ἡ ἀγάπη εἶναι ὀ παραδεισος. Καί τί μίσος: τό μίσος εἶναι ἡ κόλαση. Καί ἡ συνείδηση; Ἡ συνείδηση εἶναι ὀ ὀφθαλμός τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ψυχῆς».

Μαρτύρησε τό ἔτος 590 μ.×. φονευθεῖς ἀπό Ἀγγλοσάξονες εἰδωλολάτρες, ἐνῶ τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία. Οἰ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Ἀόρατε βασιλεῦ, Σῶτερ Ἰησού, Σέ ἰκετεύω, προστάτευσε τούς Χριστιανούς τῆς χώρας μου».

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Ἅγιος Ἰωάννης ὀ Μάρτυρας ἐκ Καζᾶν



Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, μαρτύρησε στό Καζᾶν τῆς Ρωσίας τό ἔτος 1529 μ.Χ. Δέν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τόν βίο τοῦ Ἁγίου.

Ἡ Ἁγ. Ξενία τῆς Πετρουπόλεως. Ἡ θαυματουργὸς (Ῥωσίδα)



Ἡ Ὀσία Ξένη γεννήθηκε στήν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τό ἔτος 1730 μ.Χ., καί ὦς νεαρή ὄμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τόν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ πού εἶχε τόν βαθμό τοῦ συνταγματάρχου καί ἦταν πρωτοψάλτης στήν βασιλική αὐλή. Ἡ θέση αὐτή ἦταν μια πολύ ὑψηλή κοινωνική θέση καί ἔδινε δόξα καί ὑλική ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἴχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καί οἰ δύο στήν βασιλική αὐλή, ἔκαναν τό γάμο τους. Ζοῦσαν πολύ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεοτητᾶς τους, τούς ἄρεσε πολύ νά πηγαίνουν σέ χοροεσπερίδες καί σέ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στό σπίτι τους καί αὐτοί οἰ ἴδιοι πήγαιναν ὦς φιλοξενούμενοι σέ ἄλλα σπίτια. Αὐτά οἰ ἀνθρωποι τά ὀνομάζουν «καλή τύχη» καί φαινόταν ὄτι τίποτε στό ἀνδρόγυνο αὐτό, τόν Ἀνδρέα καί τήν Ξένια, δέν θά ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τούς τή χαρά. Ἀλλά ξαφνικά ἕνα φοβερό χτύπημα, σᾶν κεραυνός ἕν αἰθρία, ὀ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τήν Ξένια Γκριγκόριεβνα. στά εἴκοσι ἔξι τῆς χρόνια, ἕνα βράδυ σέ ἕνα χορό ὀ ἀντρας τῆς ἐνῶ ἔπινε μέ τούς φίλους τους, ξαφνικά ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτό φυσικά ἦταν πολύ ὀδυνηρό για τήν Ξένια. Ὀ Ἀντρέας, δέν εἶχε ποτέ ἐξομολογηθεῖ καί λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρίν πεθάνει, καί ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερά για τήν ψυχή του.

Συντομα μετά τήν ταφή του, ἡ Ὀσία Ξένια ἑξαφανίστηκε ἀπό τήν Ἁγία Πετρούπολη για ὀκτῶ χρόνια. Πιστεύεται ὄτι αὐτό τό χρονικό διάστημα τό πέρασε σέ ἕνα ἐρημητήριο ἤ σέ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τό δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὀ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιοπιστη πληροφορία ὄτι ἡ μακαρία Ξένια για τήν πνευματική τῆς τελείωση δαπάνησε αὐτά τά χρόνια μεταξύ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τόν ἑαυτό της για τόν δύσκολο ἀγώνα τῶν διά Χριστόν σαλῶν καί ἦταν κάτω ἀπό τήν πνευματική τούς καθοδήγηση.

Πού ἦταν οἰ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στό Hermitage ἤ σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού αὐτόν τόν καιρό εἴχαν Στάρετς, μαθητές τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπό ὀχτῶ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στήν πατρίδα της, τήν ἁγία Πετρούπολη, καί δέν τήν ξαναφησε στά ἄλλα τριάντα ἑπτά χρόνια τῆς ζωῆς τῆς σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Ὄταν ἐπέστρεψε στήν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τά ὑπάρχοντά της - τό σπίτι της, τά χρήματά της, τά ὄμορφα ρούχα της. Κατά πρῶτον ἄρχισε νά βεβαιώνει σέ ὅλους ὄσους τήν περιτριγύριζαν ὄτι ὀ σύζυγός της δέν πέθανε, ἀλλά ὄτι πέθανε αὐτῆ. Φόρεσε τά ρούχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καί ἄρχισε νά ὀνομάζει τόν ἑαυτό τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἰ συγγενεῖς τῆς τήν θεώρησαν περισσότερο για παραφρονα, ὄταν αὐτή ἄρχισε νά μοιράζει τήν περιουσία τῆς πιο φτωχούς καί ὄταν ἔδωσε τό σπίτι της στήν Παρασκευή Ἀτόνοβα. Οἰ ἐνδιαφερόμενοι για τήν περιουσία τῆς συγγενεῖς τῆς στράφηκαν στίς ἀρχές καί ζήτησαν ἀπό αὐτές νά λάβουν μέτρα ἐναντίον μιας τέτοιας διαθέσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπό αὐτήν. Μετά ἀπό αὐτήν τήν ἀναφορά τῶν συγγενῶν οἰ ἀρχές τήν κάλεσαν καί ἀφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὄτι ἦταν πολύ καλά στά λογικά της καί εἶχε ἐπομένως κάθε δικαίωμα νά κάνει ὄτι ἤθελε τήν περιουσία της. (σημειώνεται τό συμβᾶν: οἰ συγγενεῖς τῆς Ξενιας τήν πήγαν στό δικαστήριο ἀλλά ὀ δικαστής βρῆκε ὄτι ἔχει καλό καί γερό νού ὄσο αὐτή συνέχιζε νά βοηθᾶ τούς φτωχούς.) Ἀλλά στήν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα για τούς ἁγίους ἀνθρώπους πού οἰ ἄλλοι πιθανόν νά νομίζουν ὄτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τούς ὀνομάζουμε «Διά Χριστού σαλούς». Αὐτοί συχνά δέν εἶναι τρελοί, ἀλλά προσποιοῦνται ὄτι εἶναι, για νά μποροῦν νά κρύψουν τά πνευματικά τούς χαρίσματα.

Τί συνέβηκε πράγματι μέ τήν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα τῆς μια πλήρης πνευματικῆ ἀντιστροφῆ, ποῦ, κατά τά ἴδια τῆς τά λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!... Βάζοντας τά ρούχα τοῦ συζύγου της καί παίρνοντας τό ὄνομά του ἦταν, κατά τή γνώμη της, σᾶν νᾶ παρατεινόταν ἡ δική του ζωή στό προσωπό της για νᾶ συγχωρηθοῦν οἰ ἁμαρτίες του μέ τή δική της ἀφιερωμένη στό Θεό ζωή. Τώρα αὐτή παρουσίαζε τόν ἑαυτό της στόν κόσμο μέ τήν δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὦς «κατά Χριστόν τρελή».

Ὀ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μια ἀληθινή, πραγματική ζωή καί μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. τό νά ζεῖς για νά τρῶς, νά πίνεις, νά ντύνεσαι, για νά ἀπολαμβάνεις καί νά γίνεσαι πλούσιος, τό νά ζεῖς γενικά για ἐγκόσμιες χαρές καί φροντίδες, αὐτό εἶναι μια φαντασία. τό νά ζεῖς ὄμως για νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό καί τούς ἄλλους, για νά προσεύχεσαι καί νά ἐργάζεσαι μέ κάθε τρόπο για τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτή εἶναι πραγματική ζωή! Ὀ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ὀ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωή τοῦ πνεύματος». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περί τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς).

Ἀπό αὐτό βλέπουμε ὄτι τό «χτύπημα» πού «χτύπησε» τήν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μια ὤθηση ἀπό τήν μή πραγματική ζωή στήν ζωή τοῦ Πνεύματος.



Ἡ μακαρία Ξένια, πού ἦταν πλούσια πρώτα ἔζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζοῦσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καί κακομεταχειριζόμενη ἀπό πολλούς. Ἡ μόνη τροφή τῆς ἐρχόταν ἀπό γεύματα ποῦ μερικές φορές δεχόταν ἀπό ἐκείνους πού γνώριζε. Τό βράδυ ἀποσυρόταν σέ ἕναν ἀγρό ἔξω ἀπό τήν πόλη καί ἐκεῖ γονατιστή προσευχόταν ὦς τό πρωί. Δέν εἶχε πραγματικά πού νά κλίνη τήν κεφαλή της. Για σκέπη τῆς εἶχε τόν μελαγχολικό βροχερό οὐρανό τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ για κρεβάτι τῆς εἶχε τό ὑγρό γυμνό ἔδαφος. Περνοῦσε τίς νύχτες τῆς προσευχόμενη γονατισμένη στό γυμνό ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτό τό μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καί οἰ κάτοικοι, πού τήν ἀνακάλυψαν, γιατί εἴχαν τήν περιέργεια νά μάθουν πού ἑξαφανιζόταν τίς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικός τήν παρακολούθησε καί τήν εἶδε νά κλίνη τά γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτό χωράφι καί νά προσεύχεται. Ἄρχισε νά προσεύχεται ἀπό τό βράδυ καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό πρωί. Κατά τή διάρκεια τῶν προσευχῶν τῆς ἔκανε μετανοιες σέ ὄλες τίς διευθύνσεις προσευχόμενη για ὅλους τούς ὀρθοδοξους χριστιανούς.

Κατά τήν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω πιο δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τά κουρελιασμένα ρούχα τῆς δύσκολα τήν σκέπαζαν - μια κόκκινη φούστα καί τό στρατιωτικό σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στά πόδια τῆς εἶχε χαλασμένα παπούτσια καί γύρω ἀπό τό κεφάλι τῆς εἶχε δεμένο ἕνα παλιό μαντήλι. Ἀκόμα καί κατά τόν βαρύ χειμώνα δέν φοροῦσε ζεστά ρούχα καί παπούτσια, ἆν καί ἡ καλοσύνη τοῦ λαοῦ τῆς προσφερε πολλᾶ ἄπ αὐτᾶ. Σέ ὄλες τίς περιόδους τοῦ ἔτους τήν ἔβλεπαν ντυμένη στά ἴδια κουρέλια. Τό κρύο στήν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατό καί διαπερνοῦσε τά κόκαλα. Ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποῦ χύνεται μέ ἀφθονία πιο ἁγίους του Θεοῦ, τούς ἔκανε νά νικοῦν τούς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιά καί δύναμη στή μακαρία Ξένη.

Πολλοί ἀγαποῦσαν αὐτήν τήν ἥσυχη, τήν ἤρεμη, τήν ταπεινή καί τήν εὐγενική δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοί τήν λυπόντουσαν καί τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλά αὐτή δέν τήν ἔπαιρνε. Ἐᾶν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, ἀμέσως τό ἔδινε σέ κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπό φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλά ἀμέσως τά χάριζε πιο φτωχούς, κάνοντας καλό πιο ἀνθρώπους στό ὄνομά του Ἀντρέα, ἔτσι ὦστε ἆν ἡ ψυχή τοῦ ὑπέφερε ἀπό τίς ἁμαρτίες τοῦ τίς ὁποῖες δέν εἶχε μετανοήσει, οἰ πράξεις της καί οἰ προσευχές της θά τόν βοηθοῦσαν. (Οἰ Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ἤ προσεύχονται για τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Αὐτό λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλά δέν εἶναι τόσο συνηθες νά ἐγκαταλείπει κάποιος ὄλη τοῦ τή ζωή για ἕνα ἀνθρωπο, ὄπως ἀκριβῶς ἐπραξε ἡ Ξένια). Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὄτι κάνοντας καλές πράξεις καί προσφέροντας προσευχές για τούς ἄλλους, πλησιάζεις πολύ τό Θεό, καί αὐτό συνέβηκε καί μέ τήν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τόν ἄντρα της καί αὐτό τήν ἔκανε Ἁγία!

Ὀ Κύριος εἶχε δώσει στήν Ξένια πολλά πνευματικά δῶρα καί αὐτή ἄρχισε νά κάνει περιέργα πράγματα ὄπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στό χιόνι καί φοροῦσε ἀσυνήθιστα ρούχα ἔτσι ὦστε οἰ ἀνθρωποι νά μήν νομίσουν ὄτι ἐκείνη εἶναι κάτι τό ἑξαιρετικό. Αὐτή μερικές φορές γνώριζε τί προκεῖται νά συμβεῖ πρίν αὐτό συμβεῖ, ἤ ἆν οἰ ἀνθρωποι εἴχαν ἕνα προβλῆμα καί δέν γνώριζαν τί θέλει ὀ Θεός νά κάνουν, αὐτή μποροῦσε νά τούς τό πεῖ. Συχνά κοιτάζοντας μέ μια ματιά τούς ἀνθρώπους, αὐτή ἤξερε ἆν αὐτοί ἔλεγαν τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι.

Σιγά σιγά, οἰ ἀνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τά σημάδια ἁγιότητας πού ἦταν τό ὑποστρωμα τῆς φαινομενικᾶ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τό χάρισμα τῆς προφητείας καί ἡ ὄλη παρουσία τῆς σχεδόν πάντα ἐπιβεβαίωνε τήν εὐλογία της. Τό Συναξάρι λέει:

«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νᾶ τή συνοδεύει ὀπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὄταν ἔμπαινε σέ ἕνα μαγαζί οἰ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἰ ἔμποροι τήν παρακαλοῦσαν νά πάρει κάτι ὦς δῶρο ἤ τουλάχιστον νά μπεῖ στό κατάστημά τους. Ἤξεραν ὄτι ἐκείνη τή μέρα οἰ δουλειές τους θά πήγαιναν πολύ καλά καί τά κέρδη τους θά ἦταν πολλά. Ὄταν περπατοῦσε στόν δρόμο, ἀπό ὄλες τίς μεριές, ἀπό ὄλα τά ἁμάξια πού περνοῦσαν ἄκουγε νά φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταματᾶ. Θέλω νά σέ πάρω στό ἁμάξι μου ἔστω καί για λίγα βήματα». Καί ὄταν ἔμπαινε σέ κάποιο αὐτοκίνητο, τό εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τήν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολύ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νά κάθεται σέ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων πού εἴχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐᾶν μιλοῦσε μέ κανέναν πού ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτός καταπραϋνόταν καί τοῦ ἐρχόταν μια θαυματουργική βοήθεια. Ὄταν ἀγκαλίαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτό γινόταν καλά. Ἡ πολύ καί μακροχρόνια συμπόνια της, ἀνοιξε τό δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς εὐλάβειας πρός τό προσωπό της καί οἰ ἀνθρωποι γενικά ἔφτασαν νά τήν θεωροῦν ὦς τό φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης».

Κάποτε, τό ἔτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ καί ξεσπαγε κάθε μέρα σέ δάκρυα. Οἰ ἀνθρωποι τήν ρωτοῦσαν τήν αἰτία πού κλαίει καί αὐτή ἀπαντοῦσε: «Αἵμα, αἵμα, αὐλάκι ἀπό αἵμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι για τό τί ἄραγε θά συνέβαινε. Ἀλλά τρεῖς ἐβδομάδες ἀργότερα οἰ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί σήμαιναν τά λόγια της. Ἀπό τήν ρωσική ἱστορία γνωρίζουμε ὄτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νᾶ ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς, πού ἦταν φυλακισμένος στό φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καί ὀ Ἰβᾶν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στίς 24 Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., τήν παραμονή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τούς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καί ἔλεγε στόν καθένα νά κάνη τηγανίτες. τήν ἐπομένη μέρα ἀκούστηκε τό φοβερό νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἰ τηγανίτες θά ἦταν για τήν ἀγρυπνία, πού ἡ προικισμένη μέ τό προορατικό χάρισμα ὀσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις πού ἐκδηλωνόταν τό προορατικό χάρισμά της καί περιπτώσεις βοηθειῶν ποῦ προσφερε στόν λαό μέ τό χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Μερικές φορές, ὄταν οἰ Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τίς κάνουν κρυφά ὦστε μόνο ὀ Θεός νά βλέπει. Αὐτό γιατί ὀ Κύριος εἶπε : «Μήν ἀφήνεις νά γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χείρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί, «Κᾶνε τίς καλές σου πράξεις μυστικᾶ ὦστε ὀ Πατέρας ποῦ σέ βλέπει μυστικᾶ νᾶ σέ ἀνταμείψει φανερᾶ». Αὐτό εἶναι πού ἀντιπροσωπεύει τήν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξενιας. Πρίν πολλά χρόνια, ὄταν οἰ ἀνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μια ἐκκλησία στό κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νά πηγαίνει κατευθείαν τό βράδυ καί νά κουβαλάει βαριούς πλίνθους οἰ ὁποῖοι χρειάζονταν τήν ἐπόμενη μέρα για τό χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὄταν οἰ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τό σκληρότερο μέρος τῆς δουλειᾶς τούς ἤδη τελειωμένο καί αὐτοί ἀναρωτιόνταν ποιός νά ἦταν πού ἔκανε αὐτή τήν εὐγενική πράξη. Τελικά, δύο ἄπ αὐτούς ἀποφάσισαν νά περάσουν τό βράδυ τους στό κοιμητήριο. Περιμεναν καί περιμεναν, καί ὄταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τό βράδυ, τήν παρακολουθοῦσαν νά ἀνεβαίνει καί νά κατεβαίνει μέ τά τοῦβλα της, τούς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας.



Ἡ ἐκκλησία πού ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στό χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στό κοιμητήριό του Smolensk καί δίπλα τῆς ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στό ὁποῖο ἔχει ταφή. Προσκυνητές ἀπό ὄλη τή Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νά προσευχηθοῦν καί νά ζητήσουν νά τούς βοηθήσει. Κατά τή διάρκεια τῶν φρικτά δύσκολων χρόνων στή Ρωσία, ὄταν οἰ ἐκκλησίες ἦταν κλειστές λόγω του ὄτι ὀ Κομουνισμός δέν ἤθελε οἰ ἀνθρωποι νᾶ λατρεύουν τό Θεό, προσκυνητές ἔρχονταν κρυφά στήν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καί δέν μποροῦσαν νά μποῦν μέσα, ἔγραφαν τίς προσευχές τους σέ μικρά χαρτάκια καί τά ἄφηναν μέσα στίς ρωγμές τῶν τοίχων. Στόν Κομουνισμό δέν ἄρεσε αὐτό καθόλου, ἀλλά συντομα κατάλαβαν ὄτι εἶναι ἀδύνατον νά σταματήσουν τούς Χριστιανούς νά ἀγαπᾶνε τούς Ἁγίους, ἤ νά σταματήσουν οἰ Ἅγιοι νά τούς βοηθοῦν!

Σαράντα πέντε χρόνια μετά τό θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἕν εἰρήνη, στήν ἠλικία τῶν ἐβδομήντα ἑνός ἐτῶν, κάπου στά 1800 μ.Χ Ὑποθέτουν ὄτι ἀναπαύθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1806 μ.Χ. καί 1814 μ.Χ. Δέν ὑπάρχει ἀκριβής πληροφορία σχετικά μέ αὐτόν τόν χρόνο καί εἶναι ἀδύνατο νά καθορίσουμε ἀκριβῶς τήν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό μέ τόν ὁποῖο τήν περιέβαλε ὀ κόσμος μποροῦμε νά ὑποθέσουμε μέ βεβαιότητα ὄτι ἡ κηδεία τῆς εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καί ὄτι πολύς κόσμος θά συγκεντρώθηκε, για νά τῆς δώσει τόν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ὀ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοί προσκυνητές ἔπαιρναν χώμα ἀπό τόν τάφο της ὦς εὐλογία καί νέο χώμα ἐπρεπε νά τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε ἐπάνω στόν τάφο τῆς μιᾶ πλάκα ἀπό γρανίτη μέ τήν ἐπιγραφή: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τό σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σέ ἠλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστή μέ τό ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς».

Αὐτά γράφονται στό λακωνικό ἐπιτύμβιο πάνω στόν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπό ἕνα ἄγνωστο προσωπο.

Ὄμως καί αὐτή ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καί φθείρονταν ἀπό τούς πιστούς. Ἐπειτα χτίστηκε στόν τάφο τῆς ἕνα ἐκκλησάκι μέ τίς προσφορές τῶν πιστῶν. Πολλοί πιστοί ἄρχισαν νά γράφουν πιο τοίχους τοῦ ναϋδρίου διαφορα αἰτήματα, ὦστε ἀναγκάστηκαν νᾶ τόν χρωματίσουν. Οἰ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στό ναό ἀπό νωρίς τό βράδυ μέχρι ἀργά τό πρωί.

Τά χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δέν σεβάστηκαν τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτό τά παραθυρα ἦταν κλειστά μέ σανίδες καί ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλά ὀ δρόμος πρός τό νεκροταφεῖο Σμόλενσκ ἦταν παντότε ἀνοιχτός. Νέοι καί γέροι πήγαιναν στό παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τά αἰτήματά τους για βοήθεια καί ἔσκυβαν στό ἔδαφος κοντά στόν τάφο.

Καί ἡ μακαρία Ξένη τούς βοηθοῦσε ὅλους.

Ἕνα εὐσεβή ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορά Τρισάγιου ὑπέρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου τῆς Ἀντρέα, για τόν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς της.

Ἡ Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπισῆμα πρώτα ἀπό τήν ὀρθοδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπό τήν Ρωσία, τό 1978 μ.Χ. καί μετέπειτα τό 1988 μ.Χ. ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’.
Σ’ ἐσένα, ὢ περιπλαμένη ξένη, Χριστὸς ὁ Κύριος μας ἔδωσε μιὰ διακαὴ μεσίτρια γιὰ ὅλους μας. Ἔχοντας λάβει στὴ ζωή σου βάσανα καὶ θλίψη , καὶ ὑπηρετώντας τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀγάπη, ἐσὺ ἀπέκτησες μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Δὶ’ αὐτό, σπεύδουμε θερμὰ σ’ ἐσένα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὴ θλίψη, κραυγάζοντας ἐκ βάθους ψυχῆς : Μὴν ἐγκαταλείψεις τὴν ἐλπίδα μας στὴν καταισχύνη, ὢ εὐλογημένη Ξένια.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’.
Περιπλανώμενη ξένη σὲ μιὰ ξένη γῆ, ἀναστενάζοντας πάντα γιὰ τὴ οὐράνια πατρίδα γνωστὴ ὡς σαλὴ καὶ ἄπιστη ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς πολὺ σοφὴ καὶ ἱερὴ , στεφανωμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ δόξα καὶ τιμή. Ὢ Ξένια, γενναία στὸ μυαλὸ καὶ θεϊκὰ σοφή. Δι’αυτό, κραυγάζουμε σὲ σένα «Χαῖρε ἐσὺ ποὺ μετὰ τὴ γήινη περιπλάνησή σου ἦρθες καὶ κατοικεῖς στὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ». 

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2019

Ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης

Νικόδημος Παυλόπουλος (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίου Ἰγνατίου - Λειμῶνος Λέσβου)
 



«Σήμερον φαιδρότερον τοῦ ἡλίου πάσαν τὴν κτίσιν φωτίζει ὁ θεῖος Ἀναστάσιος τῶν Μοναστῶν ἡ τερπνότης καὶ τῶν Μαρτύρων ἡ δόξα».


Σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἑορτάζει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο ἀπόστολο Τιμόθεο, τοῦ ἁγίου Παύλου τὸν Μαθητή, ὁ ἅγιος καὶ πανένδοξος ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης.

Πραγματικὰ λαμπρότερον καὶ φαιδρότερον ἡλίου πάσαν τὴν κτίσιν φωτίζει, γιατί τὸ παράδειγμά του εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ σπάνια μέσα στὴν ἱστόρια τῶν Περσῶν ὅπου οἱ πύλες τῶν ψυχῶν ἐστάθηκαν ἑρμητικὰ κλειστὲς καὶ δὲν ἄνοιξαν ἀκόμη νὰ δεχθοῦν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης. Ὁ πανένδοξος ὁσιομάρτυς Ἀναστάσιος ἀντικατέστησε τὴν λάμψη τοῦ ἥλιου καὶ τῶν ἄστρων τὴν ὁποία οἱ πατριῶτες του πυρολάτρες οἱ γνωστοὶ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς σὰν κόρην ὀφθαλμοῦ κρατοῦσαν.

Ἔζησε στὴ Περσία τότε ποὺ ἐβασίλευεν ἐκεῖ ὁ Χοσρόης ὁ κλέφτης τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ στὴν Κωνσταντινούπολι ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος. Ὁ πατέρας του ἦταν μάγος καὶ λεγόταν Βάβ, κοντά του δὲ ἔμαθε καὶ ἐκεῖνος τὴ μεγάλη τέχνη τῆς ἀστρολογίας.

Πάνω ὅμως ἀπὸ τὶς μαντεῖες καὶ τὶς ἀστρολογίες τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του διαπίστωσεν ὅτι ὑπῆρχεν ἡ δύναμις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου Χριστοῦ ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Χοσρόη εἶχε κλαπῆ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τόπους καὶ καθημερινὰ ἐθαυματουργοῦσε στὴν πατρίδα του.

Εὐρύτατα λεγόταν καὶ πιστευόταν «ὅτι τῶν Χριστιανῶν θεὸς ἦκεν ἐνθάδε».

«Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ... δύναμις Χριστοῦ ἐστι» καὶ ἔφθασεν εὔηχος στὰ αὐτιὰ τοῦ Ἀναστασίου ἀπὸ πιστὸ Χριστιανὸ καὶ ὁ πρώην μάγος καὶ ἀστρολάτρης ἐγκατέλειψε τὴ διδαχὴ τοῦ πατέρα του Βὰβ ἐσήκωσε «τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἠκολούθησε τὸν Κύριον».

Στὸ μεταξὺ εἶχε καταταγεῖ στὶς τάξεις τοῦ περσικοῦ Στρατοῦ καὶ βρισκόταν ἀντιμαχόμενος τὸ στρατὸ τοῦ Ἡρακλείου στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου καὶ πληροφορήθηκε τὴν κατὰ κράτος νίκη τοῦ Ἡρακλείου καὶ ὁ πανικὸς ποὺ σκορπίστηκε στὸ στρατὸ του τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὸ «μαῦρο κύκλο» καὶ νὰ καταφύγει στὴν Μεράπολι ὅπου οἱ Χριστιανοὶ κατοικοῦσαν.

Ἐλεύθερος τώρα ἠμποροῦσε περισσότερα νὰ μάθη γιὰ τὴ νέα του πίστι καὶ καλλίτερα νὰ ἐπιτέλεση τὸ πρὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸ Σταυρὸ καθῆκον του. Γιὰ νὰ προσπορίζεται δὲ καὶ τὰ ἀπαραίτητα προσκολλήθηκε σὲ ἕναν ἀργυροκόπο καὶ τὸν βοηθοῦσε στὴν τέχνη του.

Ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου καὶ βαπτίστηκε καὶ πῆρε τὸ λαμπρό τῆς Ἀναστάσεως ὄνομα καὶ μετὰ τὸν ἀρραβώνα τοῦ πνεύματος ἔλαβε τὸ χρίσμα τῆς χάριτος καὶ ντύθηκε τὸ ἀγγελικὸ τῶν Μοναχῶν σχῆμα στὴν περίφημη καὶ ἱστορικὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα.

Τόσος ἦταν ὁ ζῆλος του καὶ ἡ ἐπιμέλειά του στὴν ἄσκησι τὴ μεγάλη καὶ τὴ μάθησι, ὥστε τὸ ψαλτήριο τοῦ Δαβὶδ τὸ ἔμαθε ἀπὸ στήθους καὶ ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασι τοῦ Κυρίου.

Ὁλοένα δὲ καὶ σὲ ὑψηλότερες πνευματικὲς σφαῖρες ἀνέβαινε καὶ τὴν τελειότητα ἐπιποθοῦσεν ἡ ψυχὴ του στέργοντας νὰ δεχθῆ καὶ τὸ μαρτύριο γιὰ νὰ ἀναλύση καὶ ζήση μὲ τὸν Κύριο, τὸ νυμφίο τῆς ζωῆς του.

Ὅσον μάλιστα ἐμελετοῦσε τὰ παλαίσματα καὶ τοὺς ἄθλους καὶ τὰ φρικτὰ μαρτύρια τὰ ὁποῖα ἠρωικότατα ὑπέμειναν οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες «σφοδρῶς πρὸς τὴν τούτων ἐξεκαίετο μίμησιν» κατὰ τὸ ἱερὸ Συναξάριό του.

Καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ἡμέρας ἔγινε θεῖο καὶ ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρο τῆς νύχτας «ὅθεν, κατ' ὄναρ ἔδοξε ποτήριον χρυσοῦν, πλῆρες οἴνου λαβὼν ἐκπιεῖν. Σύμβουλον δὲ νομίσας τῆς ἐμφύτου ἐπιθυμίας τοῦ διὰ Χριστὸν μαρτυρίου τῶν θείων Μυστηρίων μεταλαβών, ἐξῆλθε τῆς Μονῆς».

Ἦλθε λοιπὸν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, βρῆκε συμπατριῶτες του μάγους καὶ ἀστρολάτρες μὲ θάρρος καὶ παρησία τοὺς ἐκαυτηρίασε καὶ τοὺς ἤλεγξε γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ μὲ καύχησι ὠμολόγησε καὶ ἀποκάλυψε τὴν ἁγία πρὸς τὸ Χριστὸ πίστι του. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ τρισκατάρατοι τὸν συνέλαβαν, στὸν ἄρχοντα τοῦ Μαρξαβανὰ τὸν παρέδωσαν καὶ μεγάλους λίθους νὰ μεταφέρη τὸν ὑποχρέωσαν κοροϊδεύοντάς τον συγχρόνως καὶ κτυπώντας τον καὶ τραβώντας τὶς τρίχες ἀπὸ τὰ γένια του.

Καὶ δὲν ἐσταμάτησαν μέχρις ἐδῶ τὸν μετέφεραν στὴν Περσία καὶ τὸν παρουσίασαν στὸ Βασιλέα, μπροστὰ στὸν ὁποῖον ἐξέθεσε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὴν ποταπότητα τῶν μαγικῶν παραληρυμάτων καὶ «τύπτεται ράβδοις ἀφειδῶς, καὶ τῆς μιᾶς ἀναρτᾶται χειρὸς κατωθεν αὐτοῦ λίθου ἐξηρτημένου».

Μετὰ δὲ τοῦτο τὸν ἐκρέμασαν μὲ σχοινὶ καὶ πρὶν ξεψυχίση μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ ἔκοψαν τὸ θεόσοφο κεφάλι.

Τίποτε δὲν μένει, ἀδελφοί, νὰ εἰποῦμε παρὰ ὅλοι μαζὶ νὰ ἐγκωμιάσωμε τὸν «περίδοξο» ὁσιομάρτυρα μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ ἱεροῦ Ὑμνογράφου ψάλλοντος. «Ὅσιε πάτερ, νικητὴς Μήδων καὶ Περσῶν γεγονώς τῶν νοητῶν, πάσαν Βαβυλώνας πλάνην καθελών, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ οὐ τῷ λόγω τῶν ἡδονῶν ἐθέλχθης οὐ τὸ πῦρ τῶν πειρασμῶν ἐδειλίασας διὸ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, βραβείοις νικητῶν ἐστεφάνωσε»

Ἀκόμη δὲ νὰ προσευχηθοῦμε στὸν Κύριο ὅπως «τοὺς πεπλανημένους ἐπισυναγάγῃ καὶ σύναψῃ τὴν λογικὴν αὐτοῦ ποίμνη» ἀνοίξη δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν, ἀθέων, ἀπίστων, οἰκουμενιστῶν, μοντερνιστῶν, ὀρθολογιστῶν, μασσώνων καὶ αἱρετικῶν γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλθουν «ἐκ σκότους πρὸς τὸ ἀληθινὸν αὐτοῦ φῶς» Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...