Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός
Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός
Σε μια υπέροχη ομιλία του «Εις την προδοσίαν του Ιούδα, και εις το Πάσχα, και εις την παράδοσιν των μυστηρίων, …» (PG 49, 374- 378), ο Χρυσόστομος αναφέρεται στα γεγονότα που εορτάζει η Εκκλησία μας την Μεγάλη Πέμπτη.
Στην αρχή μάλιστα της ομιλίας του αυτής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σήμερον, αγαπητοί, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρεδόθη (…) κλαύσον δε πικρώς, αλλά μη υπέρ του παραδοθέντος Ιησού αλλ’ υπέρ του προδότου Ιούδα», διότι «ο μεν παραδοθείς την οικουμένην έσωσεν, ο δε προδούς την εαυτού ψυχήν απώλεσε».
Έτσι ο ιερός Πατήρ στρέφει το μεγαλύτερο μέρος του λόγου του στο πρόσωπο του Ιούδα και στις συνθήκες της προδοσίας. Όσον αφορά τον χρόνο επισημαίνει: «Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς είπε· Τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν;» (Ματθ. κστ’ 14-15). Τι προηγείται του «τότε;» Η μύρωση του Ιησού υπό της πόρνης γυναικός! «Και ότε η πόρνη μετενόησεν, τότε ο μαθητής τον διδάσκαλον προέδωκεν», λέει ο Χρυσόστομος.
Και δεν μπορούσε Εκείνος, λέει ο Χρυσόστομος, που είλκυσε την πόρνη από την αμαρτία να αποτρέψη και τον μαθητή από την προδοσία; Ασφαλώς, με την διαφορά ότι ο μαθητής από μόνος του πορεύθηκε προς τους ανόμους κριτές του Ιησού, «αυτός αφ’ εαυτού έτεκε τον δόλον, ουκ αναγκασθείς ουδέ βιασθείς», ερμηνεύει και πάλι ο θεόπνευστος Πατήρ. Αντιθέτως η πόρνη επεζήτησε και κέρδισε την σωτηρία της.
Εξ άλλου ο Ιούδας δεν ήταν ένας απλός μαθητής, αλλ’ «εις των δώδεκα». Ανήκε στην «δοκιμωτάτη τάξη» των μαθητών, καθ’ ότι οι δώδεκα απολάμβαναν μεγαλύτερη τιμή από τους εβδομήκοντα που είχαν «τα δευτερεία», υπογραμμίζει και πάλι ο Ιωάννης.
«Οράς από ποίου χορού εξέπεσεν (ο Ιούδας); οράς ποίας διδασκαλίας κατεφρόνησεν; οράς όσον κακόν έστιν η ραθυμία και η ολιγωρία;» αναρωτιέται με νόημα ο Χρυσόστομος. Δεν αρκεί μόνον να είσαι «εκλεκτός», αλλά χρειάζεται να μεριμνάς παράλληλα και να αγωνίζεσαι να διατηρηθής στο ύψος της αποστολής σου, κάτι που ασφαλώς δεν έπραξε ο Ιούδας.
Αντιθέτως, αντί να συμπορεύεται με τους υπολοίπους στην μέριμνα για την προετοιμασία του Πάσχα [«που θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα» (Ματθ. κστ’ 17)], αυτός έσπευδε να κάνη δόλιες συμφωνίες, με αντικείμενο συναλλαγής τον ίδιο του τον Διδάσκαλο: «τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω Αυτόν;»
«Ω της μιαράς φωνής! (…) Ταύτά σε επαίδευσεν ο Χριστός, ειπέ μοι!» αναφωνεί ο Χρυσορρήμων και συνεχίζει: «αντί τίνος παραδίδως τον διδάσκαλον; ότι σοι παρέδωκεν την εξουσίαν των δαιμόνων; ότι νοσήματα λύειν εποίησεν; ότι λέπρας καθαίρειν; ότι νεκρούς ανιστάν; αντί τούτων των ευεργεσιών ταύτας δίδως τας αμοιβάς;»
«Ω της απονοίας (της απογνώσεως)! μάλλον δε, ω της φιλαργυρίας! Όρα πόσα εξέβαλεν εκ της ψυχής του Ιούδα: τα θαύματα, την διδασκαλίαν, την νουθεσίαν, την κοινωνίαν την εν τη τραπέζη, πάντα εις λήθην ενέβαλεν η φιλαργυρία».
Βεβαίως, κατά τον Χρυσόστομο, δεν είναι μόνον η φιλαργυρία, το «παλαιόν» πάθος του Ιούδα, η αιτία για την επαίσχυντη πράξη της προδοσίας του Χριστού, αλλά προ πάντων η προαίρεση: «αύτη πάντων αιτία και των αγαθών και των κακών».
Ο Ιούδας, όπως είδαμε, δεν πιέστηκε να απεμπολήση τον διδάσκαλό Του. Ο Σατανάς «εισήλθε εις εκείνον», διότι βρήκε πρόσφορο έδαφος μέσα στην μιαρή του ψυχή, και ενήργησε σταδιακά μέχρι την τελική προδοσία και την αυτοχειρία του. Εξ άλλου ο ίδιος ο Κύριος προέβλεψε τις τραγικές συνέπειες της αυτονομήσεως του Ιούδα: «ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται» (Ματθ. κστ’ 24).
Παρά το γεγονός, βεβαίως, ότι ο Χριστός ως Θεός γνώριζε ποιόν «έτρεφε» στον κύκλο Του, εν τούτοις του έδειξε αγάπη και έλεος και του έδωσε ευκαιρίες να αποφύγη την βδελυρή προδοσία, έστω και την ύστατη στιγμή.
Πρώτον, κατά τον Μυστικό Δείπνο, «εσθιόντων αυτών είπεν: αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με» (ο.π. 22). Αυτό δεν το είπε, ασφαλώς, για τους άλλους μαθητές αλλά για τον «προδότη» Ιούδα («υμείς καθαροί εστέ, αλλ’ ουχί πάντες», Ιωάν. ιγ’ 11), που, σημειωτέον, ουδέποτε αναφέρεται στους Ευαγγελιστές μ’ αυτήν την προσωνυμία (μόνον στην υμνολογία), χάρη στο ύψος της αγαθότητος του Κυρίου!
Η στάση αυτή του Χριστού είναι άκρως παιδαγωγική αλλά και βαθιά αγαπητική. Ο Κύριος λέγοντας «εις εξ υμών παραδώσει με» (ο.π.), «εταράχθη» και πόνεσε. Γιατί εταράχθη; «ιδών την υπερβάλλουσαν αγνωμοσύνην και την μανίαν του μαθητού και επελεών αυτόν»! Και μάλιστα, συνεχίζει ο Χρυσόστομος, ο Κύριος «και μέχρι της αυτού προδοσίας ουκ επαύετο της του μαθητού διορθώσεως προνοούμενος». Εκείνος, όμως, ο δύσμοιρος «ουκ ησθάνετο εις οίον κρημνόν εαυτόν ωθών».
Και αυτό είναι το μεγάλο δράμα του Ιούδα. Είχε τόσο πολύ καταληφθή από το πάθος του, που τόλμησε να ρωτήση υποκριτικά: «μήτι εγώ ειμί, ραββί;» Έτσι έχασε την ευκαιρία για διόρθωση. Γι’ αυτό, αμέσως μετά από τον Μυστικό Δείπνο, και πάλι «εισήλθεν εις αυτόν ο Σατανάς», για να τον οδηγήση στην επιτέλεση του τελευταίου μέρους του σχεδίου του.
Πολλές «θεωρίες» έχουν διατυπωθή για το ποιόν του Ιούδα, μεταξύ των οποίων ότι ήταν σκληρόκαρδος, καθ’ ότι Ιουδαίος -ο μοναδικός Ιουδαίος μαθητής του Κυρίου-, ότι απογοητεύτηκε, επειδή δεν βρήκε επίγειο Μεσσία, όπως περίμενε, ότι γι’ αυτό φθόνησε στην συνέχεια τον Κύριο. Όλες αυτές έχουν την βασιμότητά των, καμμία ωστόσο δεν είναι τόσο επαρκής, όσο η θεωρία του Χρυσοστόμου περί προαιρέσεως.
Η διαφορά του από τους υπολοίπους οφείλεται, κατά τον Χρυσόστομο, στην «επιλογή». Οι υπόλοιποι, οι ένδεκα, επιλέγουν να μείνουν με τον Κύριο κατά τις δύσκολες αυτές ώρες, να τον συντροφεύσουν, να του συμπαρασταθούν, ως αληθινοί «φίλοι», όπως τους θεωρεί ο Χριστός. Ο Ιούδας, «ο εις των δώδεκα» επιλέγει να φύγη «μέσα στην νύχτα» και να δράση μέσα στο σκοτάδι.
Γι’ αυτό λοιπόν ο Χρυσόστομος αναρωτάται: «Είδες μαθητήν; Είδες μαθητάς;» Και συνεχίζει: «Των αυτών απέλαυσαν κακείνος και ούτοι θαυμάτων, των αυτών διδαγμάτων, της αυτής εξουσίας».
Εκείνοι, «οι ένδοξοι μαθηταί», «εν τω νιπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο», την ίδια στιγμή που αυτός, «ο δυσσεβής», «εσκοτίζετο» από το πάθος της φιλαργυρίας. Και οι έντεκα και ο ένας με το ίδιο πρόσωπο κοινωνούσαν, με τον Χριστό. Όμως οι έντεκα γίνονται δεκτικοί του φωτός, του Χριστού, ενώ ο ένας δεν αφήνει το φως να τον καταυγάση αλλά προτιμάει να πνιγή μέσα στο σκοτάδι. Και παραμένει μέχρι τέλους δούλος του σκότους, δόλιος και αμετανόητος.
Επομένως, για να μην βυθιστούμε και εμείς στα σύγχρονα πηκτά σκοτάδια γύρω μας, δεν έχομε παρά να καθαρίζωμε διαρκώς το έσοπτρο της ψυχής μας, ώστε να δέχεται τις ακτίνες του φωτός-Χριστού. Αντλώντας συνεχώς και πάντοτε από την πηγή του φωτός και παραμένοντας ενωμένοι μαζί Του και μεταξύ μας, ως δέσμες φωτός, όχι μόνον θα λάμπωμε και θα ακτινοβολούμε φως από το φως Του, αλλά θα παραμένωμε και άνω στημένοι, όπως το φως!
Έτσι και μόνον έτσι δεν θα χάσωμε ούτε εφέτος την ευκαιρία να απολαύσωμε την πλούσια πνευματική τράπεζα που προσφέρει ο Κύριος σε όλους τους πιστούς και ειλικρινώς μετανοούντες φίλους Του, νυν και αεί και εις τον άπαντα αιώνα. Αμήν. Γένοιτο!
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ [:Ματθ.2,13-23]
«Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων(:Τότε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι μάγοι τον εξαπάτησαν και τον ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Έστειλε λοιπόν στρατιώτες, οι οποίοι σκότωσαν όλα τα παιδιά που ήσαν στη Βηθλεέμ και σε όλα τα περίχωρα και τα σύνορά της, από ηλικία δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με το χρονικό διάστημα που εξακρίβωσε από τους μάγους)»[Ματθ.2,13].
Δεν έπρεπε βέβαια ο Ηρώδης να οργιστεί αλλά να φοβηθεί και να μαζευτεί και να εννοήσει ότι επιχειρεί ακατόρθωτα πράγματα. Δεν συγκρατείται όμως. Όταν η ψυχή είναι αχάριστη και ανεπίδεκτη δεν υποχωρεί σε κανένα από τα φάρμακα, που δίνει ο Θεός. Ιδού, παρατήρησε και τούτον πώς συναγωνίζεται τους προηγούμενούς του σε κακία· προσθέτει φόνο στους φόνους και παντού τρέχει κατά κρημνού. Σαν να ήταν κυριευμένος από κάποιον δαίμονα της οργής αυτής και του μίσους. Δεν υπολογίζει κανένα, μανιάζει και εναντίον των μάγων που τον γέλασαν, αφήνει την οργή του να ξεσπάσει κατά των παιδιών, που δεν τον είχαν σε τίποτε βλάψει και αποτολμά στην Παλαιστίνη ένα δράμα συγγενικό με όσα είχαν τότε συμβεί στην Αίγυπτο[:Αναφέρεται εδώ ο Ιερός Χρυσόστομος στην διαταγή του Φαραώ να θανατώνονται όλα τα αρσενικά παιδιά που γεννούσαν οι Ισραηλίτες: βλ. Εξοδ.1,15 κ.ε.]. Διότι λέγει: «Καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων(:Έστειλε λοιπόν στρατιώτες, οι οποίοι σκότωσαν όλα τα παιδιά που ήσαν στη Βηθλεέμ και σε όλα τα περίχωρα και τα σύνορά της, από ηλικία δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με το χρονικό διάστημα που εξακρίβωσε από τους μάγους)»[Ματθ.2,16].
Στο σημείο αυτό δείξτε παρακαλώ πολλή προσοχή. Πολλοί λένε πολλές φλυαρίες για τα παιδιά αυτά, και χαρακτηρίζουν ως αδικία αυτά που συνέβησαν. Και άλλοι από αυτούς διατυπώνουν μετριοπαθέστερα την απορία τους, άλλοι πάλι με μεγαλύτερο θράσος και πείσμα. Για να απαλλάξουμε λοιπόν τους μεν από το πείσμα τους και τους δε από την απορία, ζητώ να έχω την ανοχή σας, για να σας ομιλήσω για το ζήτημα αυτό.
Αν η κατηγορία τους είναι αυτή, ότι δηλαδή επιδείχτηκε αδιαφορία για τη θανάτωση των παιδιών, ας κατηγορήσουν και τη σφαγή των στρατιωτών που φύλασσαν τον Πέτρο. Εδώ όταν έφυγε το Παιδί, σφάζονται άλλα παιδιά στη θέση αυτού που ζητούσαν. Και τότε πάλι, όταν ο άγγελος ελευθέρωσε τον Πέτρο από τη φυλακή και τις αλυσίδες, ένας ομώνυμος και ομότροπος του τυράννου αυτού[:πρόκειται για τον Ηρώδη τον Αγρίπα, υιό του Αριστόβουλου και εγγονό του Μεγάλου Ηρώδου που είχε διατάξει τη σφαγή των νηπίων. Κατά τους αποστολικούς χρόνους ήταν βασιλιάς και καταδίωξε την Εκκλησία θανατώνοντας, μάλιστα, και τον αδελφό του Ιωάννου, τον Ιάκωβο(Πράξ.19,2). Το τέλος του, το 44 μ. Χ., υπήρξε οικτρότατο, καθώς πέθανε ξαφνικά γενόμενος σκωληκόβροτος(Πράξ.12,20-23)], όταν τον ζήτησε και δεν τον βρήκε, εξόντωσε στη θέση του τους στρατιώτες που τον φύλασσαν(βλ. Πράξ. κεφ.12 από την αρχή και ειδικότερα Πράξ.12,19: «Ἡρῴδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, καὶ κατελθὼν ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Καισάρειαν διέτριβεν(:Στο μεταξύ ο Ηρώδης διέταξε να ψάξουν τον Πέτρο και επειδή φυσικά δεν τον βρήκε, υπέβαλε σε ανάκριση τους φρουρούς που είχαν αναλάβει τη φύλαξή του. Και επειδή τους θεώρησε υπευθύνους για την αποφυλάκιση του Πέτρου, διέταξε και τους οδήγησαν στον τόπο της θανατικής τους εκτελέσεως, (όπου και τους εκτέλεσαν)[Οι στρατιώτες θεωρούνταν τότε απόλυτα υπεύθυνοι για τη φύλαξη των κρατουμένων και έπρεπε, σε περίπτωση δραπετεύσεώς τους, να υποστούν οι ίδιοι, κατά τον ρωμαϊκό νόμο, την ποινή, που είχε οριστεί να υποστούν οι κρατούμενοι που τους είχαν ξεφύγει]».
«Τι σχέση έχει αυτό με τη σφαγή των νηπίων;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. «Αυτό δεν αποτελεί λύση, αλλά περιπλοκή του ζητήματος».
Το γνωρίζω και εγώ και για τον λόγο αυτόν φέρω στη μέση όλα τα παρόμοια γεγονότα, για να δώσω σε όλα την ίδια λύση. Ποια είναι λοιπόν η λύση και ποια πειστική απάντηση έχουμε να δώσουμε; Ότι δεν είναι ο Χριστός αίτιος της σφαγής εκείνης των νηπίων, αλλά υπεύθυνη είναι η σκληρότητα του βασιλιά· όπως και της σφαγής των φρουρών του Πέτρου υπεύθυνος δεν είναι ο Πέτρος, αλλά η ανοησία του Ηρώδη: αν έβλεπε έναν τοίχο τρυπημένο ή πύλες να έχουν ανατραπεί, θα μπορούσε να κατηγορήσει για αμέλεια τους στρατιώτες, που φύλασσαν τον Απόστολο· τώρα όμως όλα βρίσκονταν στη θέση τους· και οι θύρες ήσαν κλεισμένες και οι αλυσίδες κλειδωμένες στα χέρια των φρουρών, διότι ήσαν δεμένοι όλοι με αυτόν[οι φύλακες τότε δένονταν μαζί με τους υποδίκους για μεγαλύτερη ασφάλεια]. Μπορούσε λοιπόν να συμπεράνει από αυτά, αν έκρινε ορθά για όσα είχαν συμβεί, ότι αυτό που είχε γίνει δεν ήταν έργο ανθρώπου ούτε πράξη κάποιου εχθρού του, αλλά ενέργεια μίας θείας και θαυματουργικής δυνάμεως. Έτσι, έπρεπε να προσκυνήσει τον αίτιο του γεγονότος και όχι να στραφεί κατά των φρουρών. Με αυτό το νόημα ο Θεός έπραξε όλα όσα έπραξε. Όχι μόνο δεν ήθελε να θυσιάσει τους φρουρούς, αλλά και τον βασιλέα να οδηγήσει με αυτά στην αλήθεια. Αν εκείνος φάνηκε αγνώμονας, τι σχέση μπορεί να έχει με τον σοφό Ιατρό των ψυχών η αταξία του ασθενούς;
Μπορούμε να πούμε και εδώ το ίδιο. Γιατί οργίστηκες, Ηρώδη, όταν σε περιγέλασαν οι μάγοι και δεν επέστρεψαν να σου πουν πού είναι το παιδί; Δεν αντιλήφτηκες ότι το παιδί αυτό που γεννήθηκε ήταν εκ Θεού; Εσύ δεν κάλεσες σε σύσκεψη τους αρχιερείς; Εσύ δε συγκέντρωσες τους γραμματείς; Μήπως εκείνοι όταν προσκλήθηκαν, δεν έφεραν μαζί τους ως μάρτυρα στο δικό σου δικαστήριο και τον προφήτη, που από παλαιά προανήγγειλε όλα αυτά με τον φωτισμό του ουρανού; Δεν είδες ότι τα παλαιά ήσαν σύμφωνα με τα νέα και ότι επρόκειτο για την εκπλήρωση μιας προφητείας που πριν από τόσους αιώνες είχε πει ο Μιχαίας; Δεν άκουσες ότι ακόμη και το άστρο υπηρέτησε το γεγονός; Δεν σεβάστηκες τον ζήλο των βαρβάρων, των ειδωλολατρών αυτών μάγων; Δεν θαύμασες το θάρρος τους; Δεν ρίγησες από την επαλήθευση του προφήτη; Δεν αντιλήφθηκες τα πρόσφατα επί τη βάσει των προηγούμενων; Για ποιο λόγο δεν έκανες από όλα αυτά τη σκέψη ότι το γεγονός δεν ήταν μία πλεκτάνη των μάγων, αλλά ότι η θεία δύναμη οικονομούσε τα πάντα προς την ορθή κατεύθυνση; Αλλά και αν εξαπατήθηκες από τους μάγους, σε τι σου είχαν φταίξει τα παιδιά, που δεν είχαν διαπράξει καμία αδικία;
«Μάλιστα», μας λέει κάποιος. «Ωραία άφησες αναπολόγητο τον Ηρώδη και τον παρουσίασες μιαρό και αιμοχαρή φονιά. Δεν ανασκεύασες όμως ακόμη την ένσταση της αδικίας για όσα είχαν συμβεί. Αν εκείνος έπραττε άδικα, γιατί συγκατατέθηκε ο Θεός;»
Τι θα απαντήσουμε σε αυτό; Εκείνο το οποίο πάντοτε και στην εκκλησία και στην αγορά και παντού δε θα πάψω να επαναλαμβάνω. Αυτό θέλω να διατηρείτε και εσείς με ακρίβεια στη μνήμη σας· είναι ένας κανόνας που αρμόζει προς απάντηση σε κάθε τέτοια απορία σας. Ποιος είναι αυτός ο κανόνας και ποιος ο λόγος; Είναι πολλοί όσοι αδικούν, αλλά κανένας ποτέ δεν αδικείται. Και για να μην σας ταράσσει περισσότερο το αίνιγμά μου, δίνω αμέσως τη λύση. Ό,τι άδικο και αν πάθουμε από κάποιον, υπολογίζει ο Θεός την αδικία αυτή ή προς διαγραφή αμαρτημάτων μας ή για να μας δώσει ανταμοιβή.
Και για να αποσαφηνιστεί καλύτερα αυτό που σας λέω και να γίνει περισσότερο κατανοητό, ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι ένας υπηρέτης οφείλει πολλά χρήματα στον κύριό του. Έπειτα, ότι ο υπηρέτης αυτός δέχεται τη βία αδίκων ανθρώπων, που του αφαιρούν μέρος από τα δικά του. Αν λοιπόν ο κύριος, ο οποίος μπορούσε να εμποδίσει τους άρπαγες και τους πλεονέκτες αυτούς ανθρώπους, δεν βάλει στη θέση τους τα χρήματα, αλλά υπολογίσει τα χρήματα αυτά που κλάπηκαν σε εκείνα που του οφείλει ο δούλος, μήπως στην περίπτωση αυτή ο δούλος έχει τάχα αδικηθεί; Καθόλου, βέβαια. Και ο κύριός του τού αποδώσει και ακόμη περισσότερα; Δεν θα έχει έτσι και μεγαλύτερο κέρδος ο δούλος αυτός; Είναι, νομίζω, φανερό σε όλους. Το ίδιο, κατά συνέπεια, ας σκεπτόμαστε και εμείς, για όσες αδικίες μάς γίνονται, ότι δηλαδή ή διαγράφονται αμαρτήματά μας ή κερδίζουμε λαμπρότερους στεφάνους αν δεν έχουμε ανάλογα αμαρτήματα.
Άκουσε λοιπόν για το αντιστάθμισμα αυτό των όποιων αδικιών γίνονται σε βάρος μας τον Παύλο να λέγει σχετικά με εκείνον τον Κορίνθιο που είχε πορνεύσει: «Παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(:Ας παραδώσουμε αυτόν τον άνθρωπο στο σατανά, αποκόπτοντάς τον από την Εκκλησία, για να τιμωρηθεί και να ταλαιπωρηθεί σκληρά το σώμα του και να συνετιστεί και να συνέλθει με την παιδαγωγική αυτή τιμωρία, ώστε να σωθεί έτσι η ψυχή του κατά τη μεγάλη εκείνη ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού)» [Α΄Κορ.5,5]. «Και ποια σχέση έχει αυτό;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Ο λόγος μας είναι για όσους αδικούνται από άλλους, όχι για όσους διορθώνουν οι διδάσκαλοι. Μάλιστα δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ αυτών των δύο περιπτώσεων· διότι το ζήτημά μας ήταν το αν η αδικία δεν αποτελεί πραγματική ζημία για εκείνον που αδικήθηκε.
Αλλά για να φέρω τον λόγο μου πλησιέστερα στο θέμα, θυμηθείτε τον Δαβίδ. Όταν είδε τον Σεμεΐ[:μέλος της ευρύτερης οικογένειας του Σαούλ] να ορμά εναντίον του, να του επιτίθεται στη συμφορά του και τον περιλούει με αμέτρητους εξευτελισμούς, ενώ κάποιος από τους στρατηγούς του, ο Αβεσσά, ήθελε να τον φονεύσει, τον εμπόδισε[Β΄Βασ. 16,11-12: «Καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσὰ καὶ πρὸς πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἰδοὺ ὁ υἱός μου ὁ ἐξελθὼν ἐκ τῆς κοιλίας μου ζητεῖ τὴν ψυχήν μου, καὶ προσέτι νῦν ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεμινί· ἄφετε αὐτὸν καταρᾶσθαι, ὅτι εἶπεν αὐτῷ Κύριος·εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ(:Ο Δαβίδ είπε προς τον Αβεσσά και προς όλους τους γύρω αυλικούς του και στρατιώτες του:’’ αφού ο υιός μου, ο Αβεσσαλώμ, ο οποίος είναι δικός μου γόνος, ζητεί να πάρει τη ζωή μου, πόσο μάλλον ο Σεμεΐ, αυτός ο Βενιαμίτης; Αφήστε τον να με καταριέται, διότι είπε αυτό σε αυτόν ο Κύριος. Υπομένω τις κατάρες του, μήπως δει ο Θεός τον εξευτελισμό μου αυτόν και με ανταμείψει με αγαθά, αντί της κατάρας η οποία κατά την ημέρα αυτήν εκσφενδονίστηκε εναντίον μου)»].Και στους Ψαλμούς του επίσης ο Δαβίδ ψάλλει: «Ἲδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου. ἴδε τοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι ἐπληθύνθησαν καὶ μῖσος ἄδικον ἐμίσησάν με(:Δες πόσο ταπεινώθηκα, δες τον μόχθο και τους στεναγμούς μου· και για την ταπείνωση και τον κόπο μου αυτόν συγχώρησέ μου, σε παρακαλώ, όλες μου τις αμαρτίες για τις οποίες βασανίζομαι. Δες πόσο πολύ αυξήθηκαν οι εχθροί μου και πόσο άδικα με μισούν, χωρίς εγώ να τους έχω βλάψει σε κάτι)»[Ψαλμ.24,18-19]. Για τον λόγο αυτόν έλαβε και ο φτωχός Λάζαρος την αμοιβή του, επειδή υπέστη στη ζωή του αμέτρητα δεινά[βλ. Λουκά, κεφ.16, παραβολή του ανοικτίρμονος πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου]. Δεν αδικούνται λοιπόν όσοι αδικήθηκαν, αν υποφέρουν με γενναιότητα, όλα όσα υφίστανται, αλλά και μεγαλύτερο κέρδος έχουν, είτε από τον Θεό παιδεύονται είτε από τον διάβολο βασανίζονται.
«Και ποια αμαρτία είχαν τα παιδιά αυτά, για να διαγραφεί;», θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος. «Έναν τέτοιον ισχυρισμό μπορεί να προβάλει κανείς για όσους είναι σε προχωρημένη ηλικία και έχουν διαπράξει πολλά σφάλματα. Όποιοι όμως είχαν ένα τέτοιο πρόωρο τέλος, ποια αμαρτήματά τους εξόφλησαν με τα δεινοπαθήματά τους;».
Δεν άκουσες να λέω ότι και αν ακόμη δεν υπάρχουν αμαρτήματα, στη μέλλουσα ζωή δίνονται αμοιβές σε αυτούς που εδώ στη γη αδικούνται και υποφέρουν; Με μία τέτοια προϋπόθεση, ποια ζημία έπαθαν τα παιδιά που φονεύτηκαν και μεταφέρθηκαν αμέσως στο ακύμαντο λιμάνι; Ίσως αν ζούσαν, θα ήσαν σε θέση να κατορθώσουν πολλά και μεγάλα πράγματα. Αλλά για τον λόγο αυτόν τους επιφυλάσσει όχι ασήμαντο μισθό, για το ότι τελείωσαν τη ζωή τους, ενώ υπήρχε μία τέτοια προοπτική. Αν ήταν αλλιώς, ούτε που θα άφηνε καθόλου ο Θεός να πεθάνουν πρόωρα αυτά τα παιδιά, αν επρόκειτο να αποβούν σπουδαίες προσωπικότητες. Αν με τόση μακροθυμία ανέχεται αυτούς που πρόκειται να ζουν αδιάκοπα μέσα στην κακία, πολύ περισσότερο δε θα επέτρεπε να πεθάνουν τα παιδιά με αυτόν τον τρόπο, αν πρόβλεπε ότι θα επιτελούσαν μεγάλα έργα.
Αυτές είναι οι δικές μας εξηγήσεις. Και δεν είναι βεβαίως μόνο αυτοί οι λόγοι που ο Κύριος επέτρεψε την σφαγή των αθώων αυτών νηπίων· υπάρχουν και άλλοι πιο απόρρητοι, που τους γνωρίζει με ακρίβεια Εκείνος που οικονομεί όλα αυτά. Ας αφήσουμε λοιπόν σε Εκείνον την ενέργεια για την ακριβέστερη κατανόηση του θέματος αυτού και εμείς ας προχωρήσουμε στη συνέχεια και από τις συμφορές στις οποίες οι άλλοι μας υποβάλλουν ας διδασκόμαστε να υποφέρουμε τα πάντα με γενναιότητα.
Πραγματικά δεν έπεσε στη Βηθλεέμ τότε μικρή τραγωδία, να αρπάζονται τα παιδιά από την αγκάλη των μητέρων και να οδηγούνται στην άδικη αυτή σφαγή. Αν όμως διατηρείς ακόμη την μικροψυχία και δεν εννοείς τη σκοπιμότητα του γεγονότος, πληροφορήσου το τέλος εκείνου που το τόλμησε και πάρε μικρή αναπνοή· διότι τον βρήκε ταχύτατη η δίκη γι' αυτά και έλαβε την προσήκουσα και την αντάξια τιμωρία στο αποτρόπαιο έγκλημά του. Τέλειωσε τη ζωή του με σκληρό θάνατο, αθλιότερο από εκείνον που είχε τολμήσει σε βάρος των αθώων αυτών νηπίων[:πέθανε στην Ιεριχώ έπειτα από μια μακρόχρονη και εξαιρετικά επώδυνη ασθένεια]. Έπαθε και άλλα άπειρα δεινά που θα μάθετε, εάν διαβάσετε τη σχετική διήγηση του Ιώσηπου[:ο Φλάβιος Ιώσηπος ήταν ιστορικός και στρατηγός του ιουδαϊκού επαναστατικού στρατού στη Γαλιλαία κατά τον πόλεμο εναντίον της Ρώμης το 66-70μ.Χ. Έγραψε τα συγγράμματά του στα ελληνικά· πιο συγκεκριμένα, έγραψε τον ιουδαϊκό πόλεμο σε 7 βιβλία, την ιουδαϊκή Αρχαιολογία σε 20 βιβλία, τον δικό του Βίο, και τέλος τον Κατ’Απίωνος, λόγο στον οποίο απολογείται για τις όσες κατηγορίες διατυπώνονται σε βάρος των Ιουδαίων] και την οποία δεν θεωρήσαμε απαραίτητο να παρεμβάλουμε εδώ, για να μην κάνουμε τον λόγο μας μακρό και διακοπεί η συνέχειά του.
«Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν(:Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως εκείνο που προφήτευσε ο προφήτης Ιερεμίας: ‘’Φωνή σπαρακτική ακούστηκε στο χωριό Ραμά της φυλής Βενιαμίν, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύ. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, κλαίει τα παιδιά της(με το στόμα των απογόνων της μητέρων που στερήθηκαν τα μικρά του) και δεν θέλει με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή’’)»[:στα συμφραζόμενα του παραπάνω χωρίου ο προφήτης Ιερεμίας περιγράφει τη σύζυγο του Ιακώβ Ραχήλ, τη μητέρα του Ιωσήφ και του Βενιαμίν,να κλαίει από τον τάφο της την εξορία των παιδιών της, όταν αυτά έρχονταν κοντά της οδηγούμενα στην αιχμαλωσία της Βαβυλώνας. Όμως το κεφάλαιο αυτό είναι προφητικό των χρόνων της Καινής Διαθήκης, γι' αυτό το χωρίο αυτό αναφέρεται και στο γεγονός αυτό της ιστορίας της Καινής Διαθήκης, έστω και αν ο Ιερεμίας είχε κατά νουν τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για απλή προσαρμογή των λόγων του Ιερεμία σε ένα εντελώς διαφορετικό γεγονός. Εάν ο Ιερεμίας μπόρεσε να παραστήσει απαρηγόρητη τη Ραχήλ για την αναχώρηση των υιών της στην εξορία, η εικόνα αυτή βρίσκει πραγματική και ζωηρότερη εφαρμογή προκειμένου να περιγραφεί η λύπη των Ισραηλιτισσών μητέρων, των οποίων τα τέκνα παρέδωσε ο Ηρώδης σε σφαγή].
Επειδή πλημμύρισε με φρίκη την ψυχή του ακροατή, αφού διηγήθηκε όλα αυτά, την άγρια σφαγή, την άδικη, τη σκληρότατη, την παράνομη, τον παρηγορεί πάλι ο ευαγγελιστής· του λέγει ότι δεν έγιναν αυτά, επειδή δεν είχε τη δύναμη ο Θεός να τα εμποδίσει και επειδή δεν τα γνώριζε, αφού και από προηγουμένως τα γνώριζε και τα είχε προαναγγείλει με το στόμα του προφήτη[Ιερ.31,15]. Μην ταραχθείς λοιπόν και μην απογοητευθείς αποβλέποντας στην απερίγραπτη και ανεξερεύνητη πρόνοιά Του, που είναι δυνατόν άριστα να τη διαπιστώσουμε και από όσα ενεργεί και από όσα παραχωρεί να συμβούν.
Αυτό και σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου ο Κύριος, συνομιλώντας με τους μαθητές Του άφησε να εννοηθεί. Όταν προανήγγειλε σε αυτούς τα δικαστήρια που θα αντιμετώπιζαν, τις συλλήψεις, τους πολέμους από όλη την οικουμένη, τη χωρίς ανακωχή μάχη, τότε πρόσθεσε για να ανακουφίσει την ψυχή τους και να τους παρηγορήσει: «Οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς(:Κι αν ακόμη σας θανατώνουν, μη νομίσετε ότι ο Θεός σας εγκατέλειψε και γι’ αυτό θανατώνεστε. Όχι. Δύο σπουργίτια δεν πωλούνται στην τιμή των δέκα λεπτών; Κι όμως, ένα από αυτά δεν θα πέσει νεκρό στη γη χωρίς να το επιτρέψει ο Πατέρας σας)»[Ματθ.10.29]. Τα έλεγε αυτά, για να δείξει σε αυτούς ότι δε γίνεται τίποτε, που Εκείνος αγνοεί· τα γνωρίζει όλα, μολονότι δεν επεμβαίνει σε όλα. Μην ταράττεστε λοιπόν και μην ανησυχείτε· διότι Αυτός που γνωρίζει όσα υποφέρετε και είναι σε θέση να τα εμποδίσει, είναι φανερό ότι δεν τα εμποδίζει, επειδή προνοεί και ενδιαφέρεται για εσάς. Τη σκέψη αυτήν να κάνουμε και για τους δικούς μας πειρασμούς και από αυτή θα αντλήσουμε την απαραίτητη παρηγορία.
«Και τι κοινό υπάρχει μεταξύ Ραχήλ και Βηθλεέμ;», θα ρωτούσε κάποιος. Διότι λέγει: «Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς». «Και τι κοινό πάλι μεταξύ Ραμά και Ραχήλ;». Η Ραχήλ ήταν μητέρα του Βενιαμίν και μετά τον θάνατό της την έθαψαν στον ιππόδρομο, που βρίσκεται εκεί κοντά[Γέν.35,19: «Ἀπέθανε δὲ Ῥαχὴλ καὶ ἐτάφη ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἱπποδρόμου Ἐφραθᾶ (αὕτη ἐστὶ Βηθλεέμ)(:Πέθανε η Ραχήλ και ενταφιάστηκε κοντά στην ευρεία οδό, όπου ανεμπόδιστα μπορούσαν να τρέχουν οι ίπποι. Η Εφραθά είναι αυτή που σήμερα λέγεται Βηθλεέμ)»]. Επειδή λοιπόν και ο τάφος ήταν κοντά, και η περιοχή ανήκε στον κλήρο του παιδιού της Βενιαμίν(διότι η Ραμά ανήκε στη φυλή του Βενιαμίν), γι' αυτό και δίκαια αποκαλεί δικά της τα παιδιά και εξαιτίας του αρχηγού της φυλής, του γιου της δηλαδή του Βενιαμίν, και από τον τόπο της ταφής, την Βηθλεέμ, και παρουσιάζοντας στη συνέχεια το γεγονός ως πληγή αθεράπευτη και οδυνηρή, λέγει: «Οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν(:Δεν θέλει με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή)». Από εδώ πάλι διδασκόμαστε αυτό που έλεγα προηγουμένως· να μην ταρασσόμαστε ποτέ, όταν όσα γίνονται, φαίνονται προσκαίρως αντίθετα προς την υπόσχεση του Θεού.
Ιδού λοιπόν ποια ήσαν τα προοίμια της ελεύσεώς Του για τη σωτηρία του λαού ή μάλλον για τη σωτηρία ολόκληρης της οικουμένης. Η μητέρα Του υποχρεώνεται σε φυγή, περιπίπτει η ιδιαίτερη πατρίδα Του σε αθεράπευτα δεινά και αποτολμάται έγκλημα σκληρότερο από κάθε άλλο, θρήνος πολύς και οδυρμός και παντού κραυγές. Αλλά να μην ταραχθείς. Συνηθίζει να πραγματοποιεί τα σχέδιά Του και με τα αντίθετα και μας παρέχει έτσι μέγιστη απόδειξη της δυνάμεώς Του. Έτσι οδηγούσε και τους μαθητές Του και τους προετοίμαζε να επιτυγχάνουν τα πάντα, επιτελώντας την πραγματοποίηση των αντιθέτων με τα αντίθετα για να γίνει το θαύμα μεγαλύτερο. Και εκείνοι αν και μαστιγώνονταν και εκδιώκονταν και υπέμεναν άπειρα δεινά, νίκησαν εκείνους οι οποίοι τους μαστίγωναν και τους κατεδίωκαν.
«Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ. λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου(:Όταν πέθανε λοιπόν ο Ηρώδης, ιδού ένας άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο και του είπε: ‘’Σήκω και πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στη χώρα των Ισραηλιτών· διότι έχουν πεθάνει πλέον εκείνοι που ζητούσαν να πάρουν τη ζωή του παιδιού’’)»[Ματθ.2,19]. Δεν λέγει: «Φεύγε», αλλά «πορεύου».
Είδες πάλι μετά τον πειρασμό την άνεση και μετά την άνεση τον κίνδυνο πάλι; Διότι ελευθερώθηκε μεν από την ανάγκη του εκπατρισμού, και επέστρεψε πάλι στην πατρική του γη και είδε να έχει πεθάνει ο φονιάς των παιδιών, όταν όμως επανήλθε στην πατρίδα του, βρίσκει εκεί υπόλοιπα των παλαιών κινδύνων· βρήκε να ζει δηλαδή εκεί και να έχει το βασιλικό αξίωμα ο υιός του τυράννου. Και γιατί τώρα βασίλευε στην Ιουδαία ο Αρχέλαος[:ο Αρχέλαος, αποδείχτηκε σκληρότερος από τον πατέρα του, από τον οποίο και ο φόβος του Ιωσήφ να εγκατασταθεί στην περιοχή του. Καταγγέλθηκε στη Ρώμη για τη σκληρότητά του, εξορίστηκε έπειτα από εννέα ετών ηγεμονία και πέθανε στη Βιέννη], ενώ ηγεμόνας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος; Ήταν πρόσφατος ο θάνατος του Ηρώδη και δεν είχε ακόμη διαμοιραστεί και διαιρεθεί σε πολλά μέρη η βασιλεία. Επειδή πριν λίγο μόλις καιρό είχε πεθάνει ο Ηρώδης ο Μέγας, είχε τώρα την εξουσία ο υιός στη θέση του πατρός του. Είχε βέβαια και αδελφό ο Ηρώδης ο Μέγας με το ίδιο όνομα, γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής προς διάκρισή τους πρόσθεσε: «ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ(:βασίλευε ο Αρχέλαος στη θέση του πατέρα του του Ηρώδη)». Αν όμως ο Ιωσήφ φοβόταν να έλθει στην Ιουδαία εξαιτίας του Αρχέλαου, έπρεπε να φοβηθεί και στη Γαλιλαία εξαιτίας του νέου Ηρώδη[:πρόκειται για τον Ηρώδη τον Αντίπα, υιό του Μεγάλου Ηρώδη, τετράρχη της Γαλιλαίας και της Περσίας]. Αφού όμως άλλαξε το μέρος της εγκατάστασής τους και πήγε στη Ναζαρέτ, δημιουργούνταν κάποια σύγχυση και συσκότιση· διότι η μανία όλη και η προσοχή είχε στραφεί κατά της Βηθλεέμ και των περιχώρων της. Αφού είχε λοιπόν εκτελεστεί η σφαγή όλων των παιδιών που είχαν την επίφοβη ηλικία, νόμιζε ο νεαρός Αρχέλαος ότι είχε συντελεστεί το παν και ότι ανάμεσα στα πολλά παιδιά είχε φονευθεί και το παιδί που ζητούσαν. Αφού εξάλλου είχε δει και το κακό τέλος του πατέρα του, έγινε διστακτικότερος στο να προχωρήσει περισσότερο και να τον συναγωνιστεί στην παρανομία.
Έρχεται λοιπόν ο Ιωσήφ στη Ναζαρέτ και αποφεύγει έτσι τον κίνδυνο, ενώ συγχρόνως εγκαθίσταται στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Για περισσότερη ενθάρρυνσή του λαμβάνει και τη σχετική με αυτό πληροφορία του αγγέλου. Ο Λουκάς βέβαια δεν αναφέρει ότι ήλθε εκεί έπειτα από υπόδειξη του αγγέλου αλλά ότι αφού εκπλήρωσαν όλοι τον απαιτούμενο καθαρισμό, επέστρεψαν στη Ναζαρέτ[Λουκ.2,39: «Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ(:Και όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία τελείωσαν όλα όσα ο νόμος του Κυρίου όριζε για τον καθαρισμό και την αφιέρωση του παιδιού, γύρισαν πίσω στη Γαλιλαία, στην πατρίδα τους τη Ναζαρέτ)». Τι μπορούμε να πούμε; Ότι ο Λουκάς αναφέρεται στο χρόνο προ της καθόδου στην Αίγυπτο. Δεν ήταν δυνατό να τους οδηγήσει ο Ιωσήφ εκεί προ του καθαρμού, για να μην διαπραχθεί παράβαση του μωσαϊκού νόμου. Περίμενε να γίνει ο καθαρμός για να έλθει στη Ναζαρέτ και τότε μόνο να μεταβούν στην Αίγυπτο. Και αφού επανήλθαν από την Αίγυπτο, τους δίνει εντολή να έλθουν στη Ναζαρέτ. Πριν από το γεγονός αυτό δεν είχαν λάβει τον χρηματισμό στο όνειρό τους να μεταβούν εκεί, αλλά με την εγκατάστασή τους στην πατρίδα τους το πραγματοποιούσαν τούτο από μόνοι τους. Επειδή δηλαδή δεν είχαν μεταβεί στη Βηθλεέμ παρά για την απογραφή μόνο, και επειδή δεν είχαν πού να μείνουν, αφού ολοκλήρωσαν τον σκοπό για τον οποίο είχαν ανέλθει, επέστρεψαν στη Ναζαρέτ. Για τον λόγο αυτόν και ο άγγελος προς καθησυχασμό, τούς αποδίδει στην πατρίδα τους. Και δεν το εκτελεί και τούτο απλώς και τυχαία, αλλά το συνοδεύει με την προφητεία· διότι λέγει ο ευαγγελιστής: «ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται(:για να πραγματοποιηθεί έτσι εκείνο που είπαν οι προφήτες, ότι ο Ιησούς θα ονομαστεί περιφρονητικά από τους εχθρούς του Ναζωραίος)»[Ματθ.2,23].
Ποιος προφήτης είπε την προφητεία αυτήν; Μην είσαι περίεργος και μη λεπτολογείς, διότι πολλά προφητικά βιβλία έχουν εξαφανιστεί. Και αυτό δύναται να το συμπεράνει κανείς από τη διήγηση των ιστορικών βιβλίων των «Παραλειπομένων». Πραγματικά, καθώς οι Ιουδαίοι ήσαν αδιάφοροι και διαρκώς περιέπιπταν στην ασέβεια, άλλα από τα βιβλία τα άφηναν να χάνονται και άλλα τα έκαιγαν και τα έσχιζαν οι ίδιοι. Και την καύση των βιβλίων τη διηγείται ο Ιερεμίας[Ιερ.43,23-24: «Καὶ ἐγενήθη ἀναγινώσκοντος Ἰουδὶν τρεῖς σελίδας καὶ τέσσαρας, ἀπέτεμεν αὐτὰς τῷ ξυρῷ τοῦ γραμματέως καὶ ἔῤῥιπτεν εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας, ἕως ἐξέλιπε πᾶς ὁ χάρτης εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας. καὶ οὐκ ἐζήτησαν καὶ οὐ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ οἱ ἀκούοντες πάντας τοὺς λόγους τούτους(:Κατά τον χρόνο όμως που ο Ιουδίν διάβαζε τρεις και τέσσερις σελίδες, ο βασιλιάς με το μαχαιράκι του γραμματέα τις έκοβε και τις έριχνε στη φωτιά, που βρισκόταν στη σχάρα, στο πύραυνο. Έτσι λοιπόν παρέδωσε στο πυρ όλη την περγαμηνή. Ο βασιλιάς και οι αυλικοί που βρίσκονταν γύρω του δεν συγκλονίστηκαν από όσα ήταν γραμμένα στην περγαμηνή, δεν διέρρηξαν ως ένδειξη λύπης και μετανοίας τα ενδύματά τους, ακούγοντας τα λόγια αυτά)»], ενώ την καταστροφή ο συγγραφέας του τετάρτου βιβλίου των Βασιλειών, που μας λέγει ότι έπειτα από πολύ χρόνο κατά τύχη βρέθηκε το Δευτερονόμιο θαμμένο κάπου και εξαφανισμένο[Δ΄Βασ.21 κ.ε.]. Και αν είχαν έτσι εγκαταλείψει τα βιβλία χωρίς να υπάρχουν βάρβαροι, πολύ περισσότερο θα το έκαναν, όταν έκαναν επιδρομές βαρβάρων. Ειπώθηκαν αυτά, διότι όπως Τον προανήγγειλαν οι προφήτες, έτσι, «Ναζωραίο», Τον αποκαλούν και οι Απόστολοι σε πολλά σημεία.
«Αυτό λοιπόν μήπως έριχνε κάποια σκιά στην προφητεία για τη Βηθλεέμ;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Καθόλου. Απεναντίας αυτό ακριβώς κινεί και διεγείρει το ενδιαφέρον προς έρευνα όσων λέγονται γι΄Αυτόν. Έτσι και ο Ναθαναήλ συμμετέχει στην αναζήτηση και όταν ο Φίλιππος του λέγει: «Ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ(:Βρίσκει στο μεταξύ ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: ’’Εκείνον για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και προανήγγειλαν οι προφήτες, τον βρήκαμε. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, και κατάγεται από τη Ναζαρέτ)»[Ιω.1,46], εκείνος απαντά: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;(:Από τη Ναζαρέτ, το κακό και άσημο αυτό χωριό, μπορεί να βγει τίποτε καλό;)»[Ιω.1,47]. Και η απάντηση του Φιλίππου: «Ἔρχου καὶ ἴδε(:Έλα και όταν Τον δεις με τα μάτια σου, θα πειστείς)»[Ιω.1,48]. Ήταν χωριό χωρίς σημασία και μάλιστα όχι ο οικισμός αυτός μόνο αλλά και ολόκληρη η περιοχή της Γαλιλαίας.
Για τον λόγο αυτόν οι Φαρισαίοι έλεγαν: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(:Μήπως και εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Ερεύνησε και εύκολα θα δεις και θα πειστείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης δεν έχει ως τώρα βγει από τη Γαλιλαία)» [Ιω.7,52]. Αυτός όμως δεν ντρέπεται να ονομάζεται Ναζωραίος, δε θεωρεί υποτιμητικό να ομολογεί ότι κατάγεται από εκεί, αποδεικνύοντας ότι δεν έχει ανάγκη από κανένα πιστοποιητικό και ότι δε χρειάζεται κανένα από τα ανθρώπινα. Ακόμη και τους μαθητές Του, από τη Γαλιλαία τούς εκλέγει. Έτσι αφαιρεί παντού τις δικαιολογίες εκείνων που επιθυμούν την ησυχία και αποδεικνύει ότι κανένα εξωτερικό γνώρισμα δε μας χρειάζεται, αν ασκήσουμε την αρετή.
Για τούτο δεν φροντίζει ούτε για το σπίτι. Λέγει: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:Οι αλεπούδες έχουν φωλιές και τα πουλιά του ουρανού έχουν μέρη που κουρνιάζουν, ενώ ο υιός του ανθρώπου[δηλαδή Εγώ που γεννήθηκα χωρίς πατέρα, αλλά μόνο από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν Άνθρωπος, γνωστός από την υπόσχεση του Θεού προς τον Αδάμ] δεν έχει πού να ακουμπήσει το κεφάλι Του)» [Λουκ.9,58]. Όταν Τον επιβουλεύεται ο Ηρώδης, φεύγει, και όταν γεννήθηκε, Τον ανακλίνουν στη φάτνη, μένει στο στάβλο, εκλέγει μητέρα αφανή. Μας διδάσκει έτσι κανένα από αυτά να μη θεωρούμε εξευτελιστικό, ποδοπατεί εκ προοιμίου κάθε ανθρώπινο εγωισμό, διατάζει να είμαστε διάκονοι της αρετής.
«Γιατί μεγαλοφρονείς για την πατρίδα σου, όταν σου δίνω εντολή να θεωρείς τον εαυτό σου ξένο για ολόκληρη την οικουμένη;», μας λέγει. Όταν έχεις την εξουσία να γίνεις τέτοιος, ώστε ο κόσμος ολόκληρος να μην είναι άξιός σου; Όλα αυτά είναι τόσο μηδαμινά, ώστε μήτε από τους Έλληνες φιλοσόφους να μην αποδίδεται σε αυτά καμία σημασία και να αποκαλούνται τα εκτός, και να κατέχουν την τελευταία θέση.
Αλλά βέβαια ο Παύλος τα αναγνωρίζει και ομιλεί ως εξής: «Κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας(:Όσο δηλαδή αφορά το Ευαγγέλιο, οι άπιστοι Εβραίοι είναι εχθροί του Θεού και εξαιτίας του γεγονότος ότι κάλεσε εσάς τους εθνικούς σε σωτηρία ο Θεός· όσον αφορά όμως την από αιώνων εκλογή τους, είναι αγαπητοί στο Θεό και για τους προγόνους, από τους οποίους κατάγονται)»[Ρωμ.11,28],αντιτείνει. Αλλά πες μου, πότε το είπε και σε ποιους αναφερόμενος και προς ποιους ομιλώντας; Βέβαια προς τους προερχόμενους από ειδωλολάτρες υπερηφανευόμενους υπερβολικά για την πίστη τους και που με το να επιτίθενται σφοδρά κατά των Ιουδαίων, τους απομάκρυναν ακόμη περισσότερο κατά αυτόν τον τρόπο.
Με τον λόγο του ο Παύλος περιόριζε την υπερηφάνεια εκείνων, ενώ προσείλκυε τους Ιουδαίους και τους προέτρεπε στον ίδιο ζήλο·διότι όταν αναφέρεται στους σπουδαίους και μεγάλους εκείνους άντρες που με πίστη δέχονταν τις επαγγελίες του Θεού, άκουσε πώς ομιλεί· «Οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. καὶ εἰ μὲν ἐκείνης ἐμνημόνευον, ἀφ᾿ ἧς ἐξῆλθον, εἶχον ἂν καιρὸν ἀνακάμψαι· νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐπουρανίου. διὸ οὐκ ἐπαισχύνεται αὐτοὺς ὁ Θεὸς Θεὸς ἐπικαλεῖσθαι αὐτῶν· ἡτοίμασε γὰρ αὐτοῖς πόλιν(:Διότι αυτοί που έλεγαν τέτοια λόγια, φανέρωναν καθαρά, ότι δεν επαναπαύονταν στην επίγεια πατρίδα, αλλά ζητούσαν τη μόνιμη και χαρμόσυνη πατρίδα, δηλαδή τον ουρανό. Και εάν θυμούνταν εκείνη, την επίγεια πατρίδα, από την οποία είχαν εξέλθει, είχαν και τον χρόνο και την ευκαιρία να επανέλθουν σε αυτήν. Τώρα όμως επιθυμούν σφοδρά καλύτερη και τελειότερη πατρίδα, δηλαδή την επουράνια. Για τον λόγο αυτόν και ο Θεός δεν αισθάνεται εξαιτίας τους καμία ντροπή, να ονομάζεται Θεός τους. Αντιθέτως, ευαρεστείται σε αυτούς, όπως μαρτυρείται από το γεγονός ότι τους έχει ετοιμάσει επουράνια και μακάρια πατρίδα)» [Εβρ.11,14-16]. Και άλλη φορά: «Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόῤῥωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς(:Όλοι αυτοί πέθαναν στερεωμένοι στην πίστη και στην ελπίδα, που γεννά η πίστη, χωρίς εντούτοις να λάβουν τις επαγγελίες. Αλλά τις είδαν από μακριά και τις δέχτηκαν με όλη τους την ψυχή και ομολόγησαν με τα έργα τους και με τα λόγια τους, ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επάνω στη γη)» [Εβρ.11,13].
Αλλά και ο Ιωάννης έλεγε σε όσους έρχονταν προς αυτόν: «Ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ (:Μόνο το βάπτισμα δεν ωφελεί. Αν θέλετε να σωθείτε από την οργή που πρόκειται σε λίγο να ξεσπάσει, κάνετε καλά έργα, τα οποία είναι άξιοι καρποί της αληθινής μετάνοιας, και δείξτε με ενάρετες πράξεις την ειλικρινή μετάνοιά σας. Και μην αρχίσετε να λέτε μέσα σας: ’’Πατέρα μας έχουμε τον Αβραάμ· διότι σας λέω ότι ο Θεός έχει τη δύναμη και από το πλέον ακατάλληλο υλικό, ακόμη και από αυτές εδώ τις πέτρες, να αναστήσει απογόνους του Αβραάμ’’)»[Λουκά, 3,8].
Και ο Παύλος λέγει πάλι: «Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ (:Το ότι όμως χωρίστηκαν οι Ισραηλίτες από τον Μεσσία και ξέπεσαν από τις ευλογίες που μας έφερε, δεν έχει τη σημασία που με μια πρώτη ματιά θα φανταζόταν κανείς. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι έχασε τη δύναμή του και διαψεύσθηκε ο λόγος με τον οποίο ο Θεός βεβαίωσε τη διαθήκη Του· διότι αληθινός ισραηλιτικός λαός δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται σαρκικά από τον Ισραήλ)»[Ρωμ.9,6].
Τι ωφελήθηκαν λόγου χάρη τα παιδιά του Σαμουήλ από το γένος το πατρικό, αφού δεν έγιναν κληρονόμοι της πατρικής αρετής; Τι κέρδισαν επίσης τα παιδιά του Μωυσή, που δεν μιμήθηκαν την αυστηρή ευσέβεια του πατέρα τους; Δεν τον διαδέχτηκαν ούτε στην εξουσία αλλά ενώ εκείνοι την έγραφαν στο όνομά τους ως πατέρα τους, η αρχηγία του λαού μεταβιβαζόταν σε άλλον, σε εκείνον που έγινε υιός του κατά την αρετή. Τι ζημιώθηκε ο Τιμόθεος αν και καταγόταν από Έλληνα πατέρα; Και πάλι, τι κέρδισε ο γιος του Νώε[πρόκειται για τον γιο του Νώε Χαμ, ο οποίος προσέβαλε τον πατέρα του και για τον λόγο αυτόν ο Νώε τον καταράστηκε να γίνει δούλος των αδελφών του Σημ και Ιάφεθ: Γεν.9,18-27], από την αρετή του πατέρα του, αφού έγινε από ελεύθερος που ήταν, δούλος; Βλέπεις ότι δεν επαρκεί η ευγένεια του πατέρα για να προστατεύσει τα παιδιά; Η κακία της προαιρέσεώς τους νίκησε τους νόμους της φύσεως και δεν τον αποξένωσε μόνο από την αρετή του πατέρα του, αλλά του στέρησε και την ελευθερία. Και ο Ησαύ δεν ήταν υιός του Ισαάκ και δεν είχε προστάτη τον πατέρα του; Και ο πατέρας του φρόντιζε και επιθυμούσε να τον κάνει μέτοχο των ευλογιών του και εκείνος πάλι για τον λόγο αυτόν έπραττε όλα τα θελήματά του. Επειδή όμως ήταν κακός, τίποτε από αυτά δεν κέρδισε και ενώ ήταν μεγαλύτερος και είχε τον πατέρα με το μέρος του βοηθό σε όλα, επειδή δεν είχε με το μέρος του τον Θεό, εξέπεσε σε όλα.
Και γιατί ασχολούμαι με τους ανθρώπους; Οι Εβραίοι έγιναν υιοί του Θεού και δεν κέρδισαν τίποτε από τη μοναδική αυτήν ευγένεια. Και αν κάποιος, ο οποίος έγινε υιός του Θεού, τιμωρείται βαρύτερα, αν δεν παρουσιάσει αρετή άξια της ευγένειας αυτής, πώς μου προβάλλεις την ευγένεια των προγόνων και των παππούδων; Και δεν θα βρεις στην Παλαιά μόνο αλλά και στην Καινή Διαθήκη να επικρατεί ο κανόνας αυτός; «Καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(:Και στη συνέχεια λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθητές: ‘’Σας διαβεβαιώνω ότι από τώρα θα δείτε ανοικτό τον ουρανό και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιό του ανθρώπου, ο Οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων’’)»[Ιω.1,52],λέγει.
Αλλά όμως από τα παιδιά αυτά, πολλά, είπε ο Παύλος, δεν ωφελούνται τίποτε από τον πατέρα: «῎Ιδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει(:Να, εγώ ο Παύλος σας λέω ότι, αν περιτέμνεστε, ο Χριστός δεν θα σας ωφελήσει τίποτα)» [Γαλ. 5,2].Και αν δεν ωφελεί ο Χριστός σε τίποτε εκείνους που δεν θέλουν να προσέξουν τη ζωή τους, πώς θα τους προστατέψει ο άνθρωπος;
Ας μη μεγαλοφρονούμε λοιπόν μήτε για την ευγενή καταγωγή, μήτε για τον πλούτο μας, αλλά ας περιφρονούμε και αυτούς που μεγαλοφρονούν γι' αυτά. Μήτε να αποθαρρυνόμαστε για την πτωχεία μας. Ας επιδιώκουμε τον πλούτο των αγαθών έργων και ας αποφεύγουμε την πτωχεία εκείνη που οδηγεί στην κακία. Εξαιτίας αυτής και ο πλούσιος εκείνος ήταν φτωχός. Για τον λόγο αυτό και δεν πέτυχε ούτε μία σταγόνα δρόσου παρά την όλη ικεσία του[βλ. Λουκά, κεφ.16]. Μολονότι ποιος από εμάς θα ήταν δυνατόν να γίνει τόσο πτωχός, ώστε να μην έχει να απολαύσει και λίγο νερό; Κανείς βέβαια. Και αυτοί που βασανίζονται από τη μεγαλύτερη πείνα, μπορούν ωστόσο να απολαύσουν λίγο νερό. Και όχι βέβαια μία σταγόνα ύδατος μόνο, αλλά να επιτύχουν και περισσότερη ανακούφιση. Δεν συνέβαινε αυτό όμως σε εκείνον τον πλούσιο, αλλά ήταν πτωχός μέχρι του σημείου αυτού· και το βαρύτερο ότι δεν υπήρχε τρόπος να ανακουφίσει την πενία του.
Γιατί λοιπόν χάσκουμε μπροστά στα χρήματα, όταν δεν μας οδηγούν στον ουρανό; Πες μου· αν κάποιος από τους βασιλείς της γης έλεγε ότι είναι αδύνατο να διακριθεί ο πλούσιος στο βασίλειό του και να τιμηθεί κατά κάποιον τρόπο, δεν θα πετούσατε όλοι με περιφρόνηση τα χρήματά σας; Στην περίπτωση αυτή αν σας στερήσουν της τιμής στα γήινα αυτά βασίλεια, τα χρήματα θα είναι ευκαταφρόνητα. Όταν όμως ο βασιλέας των ουρανών καθημερινά βοά και λέγει, ότι είναι δύσκολο φορτωμένος με αυτά να φθάσεις στα ιερά εκείνα προπύλαια, δεν θα τα εγκαταλείψουμε όλα, δεν θα αποξενωθούμε από τα υπάρχοντά μας, για να εισέλθουμε με θάρρος στην Βασιλεία;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/John%20Chrysostom_PG%2047-64/In%20Mathaeum.pdf
· Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», ΕΠΕ, εκδ.οίκος «Το Βυζάντιον», ομιλία Θ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα) τομ. 9, σελ. 282-308 ,Θεσσαλονίκη 1978
· Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 63, σελ. 187-202.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Παναγιώτου Τρεμπέλα,Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), αδελφότης θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση Τρίτη, Αθήνα 2016
· http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
Π
Π
Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ’ αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οι χριστιανοί της Νικομήδειας ήταν αρκετά πολυπληθείς. Ο επίσκοπος Άνθιμος, άνδρας άξιος και με αυταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα μέρα για τις ψυχές των πιστών.
Η πρόοδος αυτή των χριστιανών κέντρισε το φθόνο των ειδωλολατρών αρχόντων και θέλησαν να εξοντώσουν τη χριστιανική Εκκλησία, προπάντων στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ανήμερα Χριστούγεννα να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομήδειας.
Οι χριστιανοί είχαν μαζευτεί και πανηγύριζαν το κοσμοσωτήριο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Ο επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε ότι τους είχαν περικυκλώσει στρατός και όχλος ειδωλολατρών με όπλα και ρόπαλα, διέταξε να γίνει γρήγορα η κοινωνία των αχράντων Μυστηρίων.
Έπειτα, βάπτισε τους κατηχουμένους, για να έχουν ασφαλή εφόδια στην αιώνια σωτηρία. Τότε οι ειδωλολάτρες έβαλαν φωτιά στο ναό, με αποτέλεσμα να καούν χιλιάδες πιστοί.
Το τραγικό αυτό γεγονός, αντί να μειώσει τον αριθμό των μελών της Εκκλησίας, αντίθετα τον πολλαπλασίασε και χαλύβδωσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των πιστών.
Έτσι και στην περίπτωση αυτή αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που είπε η κεφαλή της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός: «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθαίου, ιστ’ 18).
Ο θάνατος δηλαδή και οι οργανωμένες δυνάμεις του κακού, δε θα υπερισχύσουν, ούτε θα κατανικήσουν την Εκκλησία, που είναι αιώνια και αθάνατη.
(Συναξαριακή πηγή, μαζί με τη μνήμη των πιο πάνω Μαρτύρων, αναφέρει και τη μνήμη των Αγίων Δημοσθένους, Δημοκλέους και Δημοκρίτου.
Η ύπαρξη όμως των Αγίων αυτών είναι αμφίβολη, διότι τα ονόματά τους καθώς και βιογραφικά στοιχεία γι’ αυτούς δεν αναφέρονται από καμία Αγιολογική πηγή. Ίσως είναι οι ίδιοι και συγχέονται με τους ομώνυμους τους Μάρτυρες της 10ης Απριλίου).
πηγή: elromio.gr
Στις 20 Δεκεμβρίου σήμερα και η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός μεγάλου και "ιδιαίτερου" αγίου. Ο προσδιορισμός "μεγάλος" δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο άγιος Ιγνάτιος υπήρξε πιστός μαθητής των Αποστόλων, γεμάτος από άσβεστο πόθο για το πρόσωπο του Χριστού και ενθουσιώδη ζήλο για την οικοδομή και στερέωση της Εκκλησίας στα δύσκολα χρόνια των διωγμών του 107-118 μ.Χ. όταν και ο ίδιος μαρτύρησε θηριομαχώντας.
Ο προσδιορισμός "ιδιαίτερος" έχει να κάνει με την πρωτοφανή περίπτωση να συνεχίζεται το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου μέχρι τις μέρες μας, λόγω της κατάφωρης διαστρέβλωσης της θείας διδασκαλίας του προς όφελος μιας στυγνής αντιεκκλησιαστικής εξουσιολαγνείας θλιβερών αρχομανών και θλιβερότερων οσφυοκαμπτών. Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του απλή: το κραυγαλέο κενό που δημιουργείται από την ασυνέπεια στην πίστη του Χριστού πρέπει να επικαλυφθεί άμεσα και αποτελεσματικά. Έτσι η θυσιαστική διακονία γίνεται αυταρχική εξουσία, η υπακοή, που εμπνέει ελεύθερα το πρωτείο της αγάπης και της ταπείνωσης, μεταβάλλεται σε πειθαρχία που επιβάλλει αναγκαστικά η φιλοπρωτία και η έπαρση.
Συνέπεια αυτής της οδυνηρής απόκλισης από το εκκλησιαστικό ήθος είναι να θεμελιώνεται το επισκοπικό λειτούργημα στην εξαναγκαστική επιβολή αντί του μαρτυρίου. Αντί να πρωτεύει ο επίσκοπος στην αγάπη και τη νέκρωση του πεπτωκότος εαυτού του, πρωτεύει στην απαίτηση της προς αυτόν υποταγής. Η τραγική αυτή διαπίστωση γίνεται τραγικότερη όταν προβάλλεται ο άγιος Ιγνάτιος ως ο "θεωρητικός" αυτής της αχρείας, αθεολόγητης, αντιεπιστημονικής και αντορθόδοξης παρέκκλισης.
Η μέθοδος γνωστή και πετυχημένη στα ώτα επιπόλαιων, δουλοφρόνων και ημιμαθών. Αποκόπτονται συγκεκριμένες φράσεις από το έργο του αγίου Ιγνατίου και προσαρμόζονται στο οικοδόμημα της μεγαλομανίας. Μια σοβαρή ανάγνωση όμως των επιστολών του αγίου Ιγνατίου φανερώνει πως το οικοδόμημα είναι σαθρό, αθεμελίωτο και ακαλαίσθητο. Για να γίνει πιο κατανοητό το παράδειγμα αναφέρουμε ότι στο Ψαλτήρι υπάρχει η εξής τρομακτική φράση: "ουκ έστι Θεός" (13,1)! Φυσικά ο πλήρης στίχος αναφέρει: "είπεν άφρων εν καρδία αυτού . ουκ έστι Θεός." Όση αφροσύνη λοιπόν διακρίνει εκείνον που θα αποκτήσει επιχείρημα εναντίον της ύπαρξης του Θεού από το παραπάνω κολοβωμένο χωρίο, άλλη τόση δυστυχώς χαρακτηρίζει και όσους κατακρεουργούν με τον ίδιο τρόπο τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου με τη μάχαιρα της αποκρουστικής υπεροψίας τους προς στήριξη ξένων και φίλαυτων ιδεολογημάτων.
Η υπακοή που αξιώνει ο άγιος Ιγνάτιος στον επίσκοπο όταν προβάλλεται αποκομμένη από το ήθος που πρέπει να διακρίνει τον επίσκοπο, σύμφωνα πάντα με τον άγιο Ιγνάτιο, καταντά μια διαταγή πειθαναγκασμού όμοια με αυτή των πιο δεσποτικών και απάνθρωπων καθεστώτων, με τη διαφορά ότι αυτή απαιτείται μάλιστα στο όνομα του Θεού! Κατά τούτο υπήρξαν λιγότερο αμαρτωλά τα άθεα καθεστώτα του εικοστού αιώνα, αφού τουλάχιστον δεν ενέπλεκαν τον ίδιο τον Θεό στην εκμετάλλευση και καταδυνάστευση του ανθρώπου.
Ποιο είναι όμως το ήθος του επισκόπου, κατά τον άγιο Ιγνάτιο, που τόσα έντεχνα αποσιωπάται από τους μεγαλοσχήμονες "μελετητές" του και στο οποίο και μόνο θεμελιώνεται η υπακοή προς αυτόν; Θα αποτελούσε ολόκληρη επιστημονική διατριβή η αναφορά και ο σχολιασμός των σχετικών χωρίων από τις επιστολές του αγίου επισκόπου Αντιοχείας. αλλά ας δούμε απλώς κάποια χαρακτηριστικά. Στην προς Εφεσίους επιστολή του αναφέρει ότι οι επίσκοποι "εν Ιησού Χριστού γνώμη εισίν"(1). Θεωρεί δεδομένο ο Θεοφόρος Ιγνάτιος ότι οι επίσκοποι δεν διαθέτουν δική τους γνώμη, ατομικό θέλημα αλλά ότι έχουν το θέλημα του Χριστού. Και το θέλημα του Χριστού είναι ένα: η παράδοση του εαυτού Του στον θάνατο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Είναι απολύτως λογική η υπακοή στον επίσκοπο που έχει γίνει ένα με τον Χριστό. Κι έτσι η υπακοή αυτή ουσιαστικά χαρίζεται όχι σε ανθρώπινες επιδιώξεις αλλά στον ίδιο τον Κύριο. Σε διαφορετική περίπτωση η ειδωλολατρία είναι προ των πυλών.
Αυτό που καταξιώνει τον επίσκοπο στη θέση του περιγράφει ο άγιος συγγραφέας με μια μοναδική φράση για τον εαυτό του. Στην ίδια επιστολή, αναφερόμενος στους χριστιανούς της Εφέσου, λέει κλείνοντας: "αντίψυχον υμών εγώ"(2). Ο ίδιος δηλαδή προσφέρει τον εαυτό του θυσία για χάρη του πληρώματος. Κι αυτό δεν είναι μια ποιητική συναισθηματική έξαρση αλλά φρικτή πραγματικότητα, αφού μετά από λίγο παρέδωσε με χαρά το κορμί του στα θηρία. "Σίτος ειμι Θεού και δι’ οδόντων θηρίων αλήθομαι, ίνα καθαρός άρτος ευρεθώ του Χριστού,"(3) θα γράψει σε μια άλλη επιστολή του.
Ποιος θα παρακούσει αυτόν τον επίσκοπο που μιμείται στο ακέραιο το μαρτυρικό παράδειγμα του Χριστού; Αυτόν για τον οποίο το επισκοπικό αξίωμα είναι άλεσμα στα δόντια των θηρίων και όχι απαίτηση γλοιώδους λιβανίσματος της ανεπάρκειάς του; Και μόνο το γεγονός ότι κάποιος δεχόταν την κλήση της επισκοπικής ευθύνης στην περίοδο των διωγμών, με βέβαιη δηλαδή κατάληξη τον φρικτό θάνατο, ήδη αποκτά ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα ήθους σε σχέση με τους διαδόχους των μεταγενέστερων εποχών. Τότε παραπλεύρως του επισκοπικού θρόνου βρισκόταν η θυσία, αργότερα οι αυλικοί, η ακόρεστη εξουσία και η τρυφηλή ζωή.
Το πραγματικό ήθος της ταπείνωσης, του αυτοελέγχου και της ανάληψης της προσωπικής ευθύνης εκφράζεται από τον άγιο Ιγνάτιο στην επιστολή του προς Μαγνησιείς στην οποία αναφέρει το παλαιοδιαθηκικό "δίκαιος ο εαυτού κατήγορος"(4). Δικαιώνεται αληθινά αυτός που μέμφεται τον εαυτό του, εφόσον ελέγχει τα πάντα με βάση το πρόσωπο του Χριστού, την κένωση δηλαδή και την αυτοπαράδοση στο θέλημα του Θεού. Τα λόγια αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σπουδαιότητα καθώς βρίσκονται στο σημείο όπου σε τέσσερις παραγράφους υποδεικνύει τον διαρκή έλεγχο της πνευματικής ανεπάρκειας με κριτήριο μοναδικό φυσικά τον τρόπο ζωής του Χριστού.
Πουθενά δεν εξαιρεί ο άγιος τον εαυτό του από τον έλεγχο αυτό. Γι’ αυτό στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους τους παρακαλεί να προσεύχονται γι’ αυτόν ώστε: "μη μόνον λέγω, αλλά και θέλω, ίνα μη μόνον λέγωμαι Χριστιανός, αλλά και ευρεθώ"(5). Αυτή η αγωνία και ο διαρκής φόβος είναι που καθιστά τον επίσκοπο πραγματικό ποιμένα. Καμία επανάπαυση στην τιμή του αξιώματος, την εξουσία και τα συναφή ά-Χριστα θεωρήματα περί υπακοής. Καμιά υπακοή δεν αξιώνει για τον εαυτό του ο άγιος επίσκοπος Αντιοχείας, για τον απλούστατο λόγο ότι την έχει ήδη κερδίσει αβίαστα από το ποίμνιο λόγω του λαμπρού εν Χριστώ μαρτυρικού του ήθους. Στεριώνεται ασάλευτη η υπακοή στον επίσκοπο όταν αυτός έχει προσανατολίσει όλη του την ύπαρξη στην ομοίωση του Χριστού. Πηγάζει η υπακοή ελεύθερα και αφειδώλευτα από τον λαό όταν βλέπει τον επίσκοπό του να καίγεται από αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία του. Αν ο άγιος Ιγνάτιος την απαιτούσε ή πολύ περισσότερο την επέβαλε όντας χρυσοφόρος και όχι Χριστοφόρος, σήμερα θα τιμούσαμε κάποιον άλλο όντως άγιο στη θέση του, καθώς ο ίδιος θα είχε πεθάνει και θα είχε γίνει απλώς τροφή σκωλήκων.
Ο Θεοφόρος επίσκοπος Αντιοχείας δεν περιέβαλε τον εαυτό του ποτέ με την υπερηφάνεια ότι, ως εις τύπον και τόπον Χριστού, είναι αδιαμφισβήτητος, παντογνώστης, υπεράνω κάθε καλόπιστης κριτικής ακόμη και συμβουλής. Δεν καταλόγισε ποτέ στον ποιμενόμενο λαό ως μοναδική μέριμνα της πνευματικής ζωής την αναγνώριση ότι ο επίσκοπος είναι η κεφαλή και ο πρώτος στην Εκκλησία. Ώδευε προς το μαρτύριο, την κατά Θεόν τελείωσή του, και σκορπούσε ευωδία αληθινής ταπείνωσης και μίμησης Χριστού λέγοντας: "νυν άρχομαι μαθητής είναι!"(6). Τότε άρχιζε ο άγιος Ιγνάτιος να μαθητεύει στον Χριστό, όταν βάδιζε προς τη θυσία! Αλλά για να φτάσει στο σημείο να γράψει και να βιώσει αυτά, είχε ήδη θυσιαστεί για το ποίμνιό του. Το ρίξιμο στα λιοντάρια αποτελούσε τον τυπικό επίλογο. Μια ζωή συνεχούς μαρτυρίου για τους ποιμενομένους του, μια ζωή αφιερωμένη στην υπέρμετρη και απροϋπόθετη αγάπη κατά το παράδειγμα του Κυρίου, μια ζωή ανάληψης της αμαρτίας και της ευθύνης για τα πνευματικά του παιδιά, μόνο αυτός ο τρόπος ύπαρξης μπορεί να εξασφαλίσει τέτοια στάση απέναντι στον φοβερότερο θάνατο.
Θα μπορούσαν να παρατεθούν πολλά περισσότερα από τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου για το ποιός είναι πραγματικά ο επίσκοπος και το νόημα της υπακοής σε αυτόν• ουσιαστικά στον ίδιο τον Χριστό, εφόσον ο επίσκοπος ως εις τύπον και τόπον Χριστού, έχει γίνει ή αγωνίζεται να γίνει όμοιος με τον Χριστό, εξαφανίζοντας κάθε ατομική του ιδιοτροπία. Τα παρατεθέντα όμως είναι αρκούντως κατατοπιστικά για να συνειδητοποιηθεί η "καθαρά υπαρξιακή σύλληψη της επισκοπικής διακονίας. Η οποία αποσκοπεί στην υπενθύμιση της αγαπητικής «υποταγής αλλήλοις» […] με πρώτο κενούμενο και υποτασσόμενο ακριβώς τον επίσκοπο"(7).
Στη μικρή αυτή αναφορά καταδείχτηκε η καταστροφική πλάνη της συμφεροντολογικής απομόνωσης χωρίων από τη συνάφειά τους• από τα προηγηθέντα λόγια, δηλαδή, αλλά και από αυτά που ακολουθούν το χωρίο που παρατίθεται (συνήθης πρακτική της αίρεσης).
Στο αλφαβητάρι της επιστημονικής ακρίβειας και συνέπειας ανήκει και ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κανένα χωρίο δεν αποδίδει το πραγματικό νόημά του αποκομμένο και από τον ιστορικό του περίγυρο. Δηλαδή, επί του προκειμένου, κάθε αναφορά στον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας δεν θα πρέπει να παραμελεί τον σκοπό του έργου του γενικότερα, τις συνθήκες συγγραφής, τα δεδομένα της εποχής, τους παραλήπτες κ.λ.π.
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα ήταν γόνιμο και εξαιρετικά διαφωτιστικό να προβληματίζονται όσοι κακοποιούν με τόση ευκολία και προς ίδιον συμφέρον τα χωρία του αγίου Ιγνατίου που "βολεύουν," σχετικά με το ιστορικό υπόβαθρο του έργου του. Παράδειγμα, ποιός "αλάθητος" χρυσοστόλιστος "ερμηνευτής" (κατά το δοκούν) του αγίου Ιγνατίου εξήγησε ποτέ στους ταλαίπωρους αναγνώστες και ακροατές του ότι η επιμονή του Θεοφόρου πατρός στην περί τον επίσκοπο ενότητα ήταν κατά την εποχή του αναγκαία λόγω εσωτερικών (αιρέσεις) και εξωτερικών (Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες διώκτες) εχθρών;(8).
Ποιος από τους παραπάνω θα εξηγήσει ότι στην εποχή του ιερού συγγραφέα υπήρχε διάσταση στις κατά τόπους Εκκλησίες μεταξύ προφήτη-επισκόπου, άμεσων δηλαδή μαθητών των Αγίων Αποστόλων, και ήδη εγκατεστημένου παλιού ιερατείου πρεσβυτέρων-διακόνων; Ότι προς αποφυγή ενδεχόμενων διαιρέσεων θεωρεί αναγκαία ο άγιος Ιγνάτιος την υπακοή στον επίσκοπο-προφήτη,(9) που φυσικά επέλεξε και χειροτόνησε το Άγιο Πνεύμα και όχι η άνθρωπινη ματαιοδοξία; Φυσικά και κάτι τέτοιο δεν σημαίνει τη μη αναγκαιότητα της υπακοής σήμερα αλλά καλό θα είναι να αναφέρεται πλήρης η αλήθεια, χωρίς ιδιοτελείς παραλείψεις ή υπερτονισμούς της μερικότητας που μυρίζουν αίρεση-προτίμηση.
Άλλο στοιχείο, που φωτίζει περισσότερο τη διδασκαλία του αγίου επισκόπου και αποκαλύπτει συνεπώς τον αποπροσανατολισμό των συνθηματολογικών τεμαχισμών του από κάθε λογής "πεφωτισμένους" ερμηνευτές των πατέρων, είναι το ζήτημα της ενότητας του ιερατείου. Επιγραμματικά θα λέγαμε πως ο άγιος Ιγνάτιος όταν αξιώνει υπακοή στον επίσκοπο ποτέ δεν την αναφέρει αποκλειστικά και μεμονωμένα στον επίσκοπο ως φορέα ατομικής εξουσίας. Πάντοτε η υπακοή αναφέρεται συνολικά σε επίσκοπο-πρεσβυτέρους-
Πολλά ειπώθηκαν και περισσότερα παραλείφθηκαν για λόγους οικονομίας του χώρου. Έγινε όμως πιστεύουμε φανερό ότι η χρησιμοποίηση όρων της εκκλησιαστικής μας ζωής όπως "επίσκοπος", "υπακοή" κ.τ.λ όταν απλώς προφέρεται στερούμενη υπαρξιακού υπόβαθρου εκθέτουν τον πομπό και παραπλανούν τον δέκτη. Αν μη τι άλλο πάντως ο ανελέητος βομβαρδισμός μας για τη θέση του επισκόπου και την υπακοή σε αυτόν μάλλον υπαρξιακό πρόβλημα υποκρύπτουν, που ζητά τη θεραπεία του όχι στο στίβο της ζωής αλλά στην ιδεολογία, όχι στην κεχαριτωμένη έμπνευση της προσωπικής ελευθερίας αλλά στην εμπαθή επιβολή της ατομικής εγωλατρίας.
Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο και Θεοφόρος επίσκοπος, να εμπνεύσει σε όλους μας το πνεύμα της εις τύπον και τόπον Χριστού θυσίας και όχι της εξουσίας!
------------------------------
1. Ε.Π.Ε. Αποστολικοί Πατέρες 4, Ιγνατίου Αντιοχείας Προς Εφεσίους 3, 19-20, σ.78.
2. στο ίδιο, 21, 1, σελ. 90.
3. στο ίδιο, Προς Ρωμαίους, 4, 27-28, σ. 114
4. στο ίδιο, Προς Μαγνησιείς 12, 3, σ. 100.
5. στο ίδιο, Προς Ρωμαίους 3, 17-19, σελ. 114.
6. στο ίδιο, 5, 19, σελ. 116.
7. π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου, Αθήνα 2002, σελ. 35.
8. αρχιμ. [Βασιλείου] Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1959, σελ. 97 και Βλάσιου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 2002, σελ. 179.
9. Βλάσιου Φειδά, Εκκλησιαστική…, ό.π., 105.
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...