Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 20, 2011

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


undefined
Τοῦ Φω­τί­ου Κα­τσά­ρου, θε­ο­λό­γου

   Ἡ Ἁ­γί­α καὶ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να « πνευ­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι» ποὺ προ­ο­ρι­σμὸς του εἶ­ναι τὸ Πά­σχα. Ἡ λει­τουρ­γι­κὴ αὐ­τὴ πε­ρί­ο­δος ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν κο­ρύ­φω­ση καὶ τὴν ἔν­τα­ση τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας τῶν πι­στῶν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄ­σκη­σης  καὶ τὴν καλ­λι­έρ­γει­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.
   Στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὔ­τε κά­τι ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὴ λο­γι­κή, τὸ συ­ναί­σθη­μα, τὴν αἰ­σθη­τι­κή, ἀλ­λὰ ἡ ἑ­νό­τη­τα τοῦ Χρι­στια­νοῦ μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ ἡ κοι­νω­νί­α του μὲ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι συ­νώ­νυ­μη μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή. Ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι ποὺ πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξύ του Χρι­στια­νοῦ καὶ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση τῆς ἕ­νω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό, δὲν εἶ­ναι κά­τι ποὺ γί­νε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ἡ ζω­ὴ μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.
   Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ταυ­τί­ζε­ται καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση. Ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι κά­ποια πα­θη­τι­κὴ - ψυ­χο­λο­γι­κὴ κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ πρό­ο­δος πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν ἐρ­γα­σί­α ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν. Ἡ ἄ­σκη­ση συ­νι­στᾶ τὸ ἐμ­πει­ρι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὲ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἄ­σκη­ση καὶ τὴ χά­ρη τῶν Μυ­στη­ρί­ων ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ βρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὸν προ­ο­ρι­σμό του, νὰ γί­νει «εἰ­κό­να» τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ὡς ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος καὶ δόγ­μα εἶ­ναι ἡ κλή­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς, ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως μὲ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Μὲ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἄ­σκη­ση ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­στρέ­φει στὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς θε­αν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς καὶ χά­ρης, στὸ πλή­ρω­μα τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης, στὴν εὐ­αγ­γε­λι­κὴ κλή­ση, γε­γο­νὸς ποὺ ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πλευ­ρὰ αὐ­το­γνω­σί­α καὶ ἐ­πί­γνω­ση...
, ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ εὐ­θύ­νη.

   Ἡ ἄ­σκη­ση ὅ­πως ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δὲν εἶ­ναι ἕ­να σύ­στη­μα ἀ­πὸ ἀρ­χὲς ἢ ἠ­θι­κὴ φι­λο­σο­φί­α. Μὲ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ ὑ­πο­μο­νὴ ὁ ἄν­θρω­πος στρέ­φε­ται πρὸς τὸν Θε­ό, πα­ρὰ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νης φύ­σης του, γιὰ νὰ βι­ώ­σει τὴν ἀ­πό­λυ­τη με­τα­βο­λὴ τῆς ὕ­παρ­ξής του μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ θε­οῦ. 
   Αὐ­τὸ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ὄ­χι μὲ βί­α τῶν «ἠ­θι­κῶν ἀρ­χῶν», ποὺ μὲ ἀ­πρό­σω­πο καὶ δύ­σκαμ­πτο τρό­πο ὁ­δη­γοῦν πολ­λὲς φο­ρὲς στὴν ὑ­πο­κρι­σί­α, στὴ δου­λεία τοῦ κα­θή­κον­τος καὶ στὴν ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κή.
   Ὁ ἄν­θρω­πος προ­κει­μέ­νου νὰ ξα­να­βρεῖ μὲ τὴν ἄ­σκη­ση τὸν ἑ­αυ­τὸ του μέ­σα στὸν κό­σμο τοῦ Θε­οῦ, νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σχέ­ση του μὲ τὸν Θε­ὸ δὲν ἀρ­κεῖ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­νει ἁ­πλῶς ὁ­ρι­σμέ­να ἠ­θι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα καὶ νὰ συμ­μορ­φώ­νε­ται μὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς ἠ­θι­κοὺς κα­νό­νες. Ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τὴν με­τα­μορ­φω­τι­κὴ καὶ ζω­ο­ποι­ὸ δύ­να­μη τῆς θεί­ας χά­ρης, τὴν καρ­πο­φο­ρί­α τῶν χα­ρι­σμά­των τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δας. Μέ­τρο καὶ κρι­τή­ρι­ο τῆς ἄ­σκη­σης δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­το­μι­κὴ δι­ά­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ ἡ θέ­λη­ση καὶ ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως δι­α­σώ­ζε­ται καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται στὴν κα­θο­λι­κὴ ἀ­λή­θει­α καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ πράτ­τει ὡς κα­θο­λι­κὸς ἄν­θρω­πος, ὡς ἄν­θρω­πος ποὺ ἡ ἀ­το­μι­κή του συ­νεί­δη­ση ἔ­χει ἀ­φο­μοι­ω­θεῖ στὴν κα­θο­λι­κὴ συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.  Ἡ ἄ­σκη­ση δὲν ἀ­πο­σκο­πεῖ ἁ­πλὰ στὴν βελ­τί­ω­ση τοῦ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ στὴν προ­σω­πι­κὴ με­το­χὴ στὴ χά­ρη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ στὴν ἔμ­πρα­κτη κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
   Ἡ ἄ­σκη­ση εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἴ­δια τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἂν χω­ρί­σου­με τὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση, τό­τε ἡ ζω­ὴ ἐκ­πί­πτει σ’ ἕ­να κα­θα­ρὰ βι­ο­λο­γι­κὸ ἢ ἐν­στι­κτῶ­δες ἢ στα­τι­κὸ φαι­νό­με­νο. Ἀλ­λὰ κι ἂν χω­ρί­σου­με  τὴν ἄ­σκη­ση ἀ­πὸ τὴ ζω­ή, τό­τε ἡ ἄ­σκη­ση γί­νε­ται ἕ­νας κα­θα­ρὰ ἀν­τι­κει­με­νι­κὸς καὶ τυ­ραν­νι­κὸς κα­νό­νας. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στια­νι­κὴ ἄ­σκη­ση δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ τὴ με­τα­μορ­φώ­νει  καὶ τὴν ὁ­λο­κλη­ρώ­νει μέ­σα στὴ χά­ρη τῆς μυ­στη­ρι­α­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
   Στὴν σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χὴ τῶν τέ­λει­ων μέ­σων καὶ τῶν συγ­κε­χυ­μέ­νων σκο­πῶν, μέ­σα στοὺς θο­ρύ­βους, στὸν εὐ­δαι­μο­νι­σμὸ καὶ τὴν κρί­ση, ὅ­που ἀ­που­σι­ά­ζει ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πη, ἡ χρι­στια­νι­κὴ ἄ­σκη­ση μπο­ρεῖ νὰ ξα­να­δώ­σει νό­η­μα στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ στὴν ἀ­γά­πη. Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος μὲ τὸν ἐ­γω­ι­σμὸ ποὺ ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐ­πι­στή­μης καὶ τῆς τε­χνο­λο­γί­ας, ἐγ­κλω­βί­ζε­ται στὸν ἀ­το­μι­κι­σμὸ καὶ τὴ μα­ται­ο­δο­ξί­α του. Οἱ ἀ­νάγ­κες του καὶ τὰ προ­βλή­μα­τα πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται σὲ τέ­τοιο ση­μεῖ­ο, ὥ­στε νὰ ὑ­πάρ­χει ὁ­ρα­τὸς κίν­δυ­νος γιὰ τὰ ἀν­θρώ­πι­να ἐ­πι­τεύγ­μα­τα καὶ φό­βος γιὰ τὸ μέλ­λον τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ ἡ φρε­νί­τι­δα χα­ρα­κτη­ρί­ζουν κά­θε πτυ­χὴ καὶ κά­θε δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που σή­με­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ποιὸς εἶ­ναι καὶ ποῦ πη­γαί­νει. Ἡ σω­τη­ρί­α ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­έ­ξο­δό τοῦ σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμοῦ, μπο­ρεῖ νὰ ἔρ­θει ὑ­πὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση μὲ τὴν ὑ­πεύ­θυ­νη καὶ ὥ­ρι­μη στά­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πέ­ναν­τι στὸν πο­λι­τι­σμὸ τοῦ ὑ­πε­ραν­θρώ­που, τῆς ἐκ­με­τάλ­λευ­σης, τῆς ἀ­δι­κί­ας, ποὺ ὑ­πο­δου­λώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά του.
   Ἡ ἄ­σκη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ ἔκ­φρα­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἀ­πό­φα­σης καὶ ἐ­κλο­γῆς τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν ὁ­δὸ πρὸς τὴν τε­λει­ό­τη­τα. Μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὴν ἐν­σω­μά­τω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ μυ­στι­κὸ καὶ μυ­στη­ρι­α­κὸ σῶ­μα της, δί­νε­ται τὸ μέ­τρο καὶ τε­λει­ώ­νε­ται ὁ σκο­πὸς τῆς ἄ­σκη­σης, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀ­σκού­με­νου πι­στοῦ μὲ τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα ἐν Χρι­στῷ.
   Ἡ ἄ­σκη­ση εἶ­ναι ἀ­γώ­νας ποὺ γί­νε­ται συ­νει­δη­τὰ καὶ ἀ­δι­ά­λει­πτα. Ἂν ἡ ἐ­νέρ­γει­α τῆς χά­ρης δὲν ἔρ­θει μὲ τὰ μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ σφρα­γί­σει τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, νὰ τὸν ὑ­ψώ­σει στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νου σκο­ποῦ, δη­λα­δὴ στὴν κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ἁ­γι­α­σμό, τό­τε ὁ ἀ­γώ­νας αὐ­τὸς εἶ­ναι δί­χως ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α. Αὐ­τὸς ὁ ἀ­γώ­νας πα­ρα­μέ­νει στὸ χῶ­ρο τῶν ἀν­θρώ­πι­νων πε­ρι­ο­ρι­σμῶν καὶ δυ­να­το­τή­των, τῶν πό­νων καὶ τῶν κό­πων, γε­γο­νό­τα ποὺ μαρ­τυ­ροῦν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη πε­ρι­πέ­τει­α καὶ ἀ­πο­τυ­χί­α. Ἀ­κό­μα κι ἂν ὁ ἄν­θρω­πος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τορ­θώ­σει τὴ νη­στεί­α, τὴν ἐγ­κρά­τει­α, τὴν ἀ­γρυ­πνί­α καὶ ὅ­λη τὴν ἄ­σκη­ση καὶ κά­θε ἀ­ρε­τή, ἀλ­λὰ ἡ μυ­στι­κὴ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ πνεύ­μα­τος στὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο τῆς καρ­διᾶς του δὲν θὰ ἐ­πι­τε­λοῦ­σε αἰ­σθη­τὰ μὲ τὴ χά­ρη τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­νά­παυ­ση, τό­τε ὅ­λοι αὐ­τὴ ἡ συ­νο­δεί­α τῆς ἄ­σκη­σης  θὰ ἦ­ταν ἀ­τε­λὴς καὶ σχε­δὸν ἀρ­γή, για­τί δὲν ἔ­χει τὴν ἀ­γαλ­λί­α­ση τοῦ πνεύ­μα­τος, ποὺ ἐ­νερ­γεῖ­ται μυ­στι­κὰ στὴν καρ­διά. Εἶ­ναι κα­λὸ πράγ­μα ἡ νη­στεί­α, ἡ ἀ­γρυ­πνί­α, ἡ ἄ­σκη­ση καὶ ἡ ἀ­να­χώ­ρη­ση. Ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι κά­ποια ἀρ­χὴ καὶ τὸ προ­οί­μι­ο μί­ας πο­λι­τεί­ας ποὺ ἀ­γα­πᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὥ­στε νὰ μὴ θε­ω­ρεῖ­ται ἐμ­φυ­ὲς τὸ νὰ στη­ρι­ζό­μα­στε ἁ­πλῶς σ’ αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα. Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χὴ τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ εἶ­ναι ὅ­τι,  κι ἂν ἀ­κό­μη κά­ποιος ἐρ­γα­σθεῖ ὅ­λα τὰ ἔρ­γα τῆς δι­και­ο­σύ­νης, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀρκεῖται  σ’ αὐ­τά, οὔ­τε νὰ ἐλ­πί­ζει οὔ­τε νὰ θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἔ­κα­με κά­τι με­γά­λο. Ὁ δυ­να­μι­κὸς χα­ρα­κτή­ρας τῆς χρι­στια­νι­κῆς τε­λεί­ω­σης βρί­σκε­ται κυ­ρί­ως στὴν τε­λει­ω­τι­κὴ καὶ θε­ο­ποι­ὸ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὰ ἔρ­γα ἢ τὰ μέ­σα τῆς ἄ­σκη­σης. Τὸ τέ­λος τῆς ἄ­σκη­σης δὲν εἶ­ναι τὸ ἀν­θρώ­πι­νο ἐ­πί­τευγ­μα, ἀλ­λὰ ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ στὴ φυ­σι­κή, ὀρ­γα­νι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ καὶ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό. Ἡ πρό­σκλη­ση ποὺ ἀ­πευ­θύ­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στὴ θύ­ρα τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴν ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α καὶ τὸ σκο­πὸ τῆς ἄ­σκη­σης: «τὸν τῆς νη­στεί­ας και­ρόν, φαι­δρῶς ἀ­παρ­ξώ­με­θα, πρὸς ἀ­γώ­νας πνευ­μα­τι­κοὺς ἑ­αυ­τοὺς ὑ­πο­βάλ­λον­τες/ἁγνί­σω­μεν τὴν ψυ­χήν, τὴν σάρ­κα κα­θά­ρω­μεν/ νη­στεύ­σω­μεν ὥ­σπερ ἐν τοῖς βρώ­μα­σιν ἐκ παν­τὸς πά­θους, τὰς ἀ­ρε­τὰς τρυ­φῶν­τες  τοῦ πνεύ­μα­τος/ ἐν αἷς δι­α­τε­λοῦν­τες πό­θω, ἀ­ξι­ω­θεί­η­μεν πάν­τες, κα­τι­δεῖν τὸ πάν­σε­πτον  πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ, καὶ τὸ Ἅ­γι­ον Πά­σχα, πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­γαλ­λι­ώ­με­νοι». (Κα­τα­νυ­κτι­κὸ στι­χη­ρὸ ἑ­σπε­ρι­νοῦ Κυ­ρι­α­κῆς τῆς Τυ­ρινῆς ).
   Ἡ ἄ­σκη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν ἐ­πι­δι­ώ­κει τὴν τι­μω­ρί­α καὶ τὸν βα­σα­νι­σμό, δὲν ἀ­περ­γά­ζε­ται τὴν ἄρ­νη­ση καὶ τὴν κα­τά­λυ­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, ἀλ­λὰ τὴ θε­ρα­πεί­α καὶ τὴν κά­θαρ­σή της, τὴν ἀ­πο­δέ­σμευ­ση καὶ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της, ἀ­πὸ κά­θε πρᾶγ­μα ποὺ ἐμ­πο­δί­ζει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὰ πά­θη. Εἶ­ναι ὁ προ­σα­να­το­λι­σμὸς τῆς ζω­ῆς, ποὺ ἀ­παι­τεῖ δι­αρ­κῆ ἀ­πάρ­νη­ση καὶ συ­νε­χῆ ὑ­πέρ­βα­ση, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­κὸς δρό­μος τῆς με­τα­μόρ­φω­σης καὶ ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Εἶ­ναι ἡ πο­ρεί­α μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό, γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὶς ἀ­ρε­τές, νὰ οἰ­κει­ω­θεῖ τὶς με­γά­λες δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ, νὰ γί­νει τὸ ἄ­φθαρ­το δο­χεῖ­ο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν χα­ρι­σμά­των, νὰ πλη­ρω­θεῖ μὲ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα.
   Ἡ ἄ­σκη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι μαρ­τυ­ρι­κή, ἀλ­λὰ καὶ χα­ρο­ποι­ὸς πο­ρεί­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ πι­στοῦ μέ­σα στὴν ἐ­σχα­το­λο­γι­κὴ πλη­ρό­τη­τα τῆς χά­ρης, μὲ τὴν ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γεῖ πραγ­μα­τι­κὲς σχέ­σεις μὲ τὸν Θε­ό. Ἡ ἄ­σκη­ση κα­τα­ξι­ώ­νε­ται καὶ κο­ρυ­φώ­νε­ται στὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ό. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γα­πη­τι­κὴ ἕ­νω­ση μὲ τὸν Θε­ὸ ση­μαί­νε­ται μὲ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ὸ  καὶ ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ροῦν­ται  καὶ συ­νι­στοῦν ταυ­τό­χρο­να ἀ­νο­δι­κὴ καὶ κα­θο­δι­κὴ κί­νη­ση. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας συμ­φω­νοῦν ὅ­τι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἄ­σκη­ση δὲν ἀλ­λο­τρι­ώ­νει καὶ δὲν ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πο­μό­νω­ση, για­τί ἔρ­γο της δὲν εἶ­ναι μό­νο νὰ ἑ­νώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, ἀλ­λὰ καὶ νὰ κα­ταλ­λάσ­σει καὶ νὰ ἑ­νώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­ξύ τους. Σκο­πὸς τῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι νὰ ὑ­περ­βοῦ­με τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ καὶ τὰ ὅ­ρι­α τῆς μο­να­ξιᾶς, τὴν ἀ­το­μι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ αὐ­θαι­ρε­σί­α καὶ νὰ φθά­σου­με στὸ ἐ­πί­πε­δο, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος δὲν κά­νει θε­ω­ρί­ες, ἀλ­λὰ με­τα­βάλ­λε­ται καὶ γί­νε­ται ἡ πρά­ξη τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς ἀ­γά­πης. Αὐ­τὸς ὁ ὀ­ξυ­δερ­κὴς ρε­α­λι­σμὸς τῆς ἄ­σκη­σης μαρ­τυ­ρεῖ ὅ­τι κα­μί­α ἄ­σκη­ση χω­ρὶς τὴν ἀ­γά­πη δὲ φέρ­νει κον­τὰ στὸν Θε­ό. Θὰ κρι­θοῦ­με γιὰ τὸ κα­κὸ ποὺ κά­να­με, ἀλ­λὰ προ­παν­τὸς, για­τί ἀ­με­λή­σα­με τὸ κα­λὸ καὶ δὲν ἀ­γα­πή­σα­με τὸν πλη­σί­ον μας.
   Κά­θε ἄ­σκη­ση εἶ­ναι προ­ε­τοι­μα­σί­α τῆς κα­τὰ Θε­ὸν ἀ­γά­πης καὶ αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι τὸ κί­νη­τρο καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἄ­σκη­σης, ὅ­πως τὴ συ­ναν­τᾶ­με στοὺς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων καὶ τῶν με­γά­λων ἐ­ρη­μι­τῶν καὶ ἀ­να­χω­ρη­τῶν. Ο Μ. Βα­σί­λει­ος δι­δά­σκει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ ὅ­τι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα τη­ροῦν­ται τὰ προ­στάγ­μα­τα καὶ οἱ ἀ­παι­τή­σεις καὶ φυ­λάσ­σον­ται οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­νερ­γο­ποι­οῦν­ται τὰ με­γά­λα χα­ρί­σμα­τα, χω­ρὶς τὴν ἀ­γά­πη, ὅ­λα αὐ­τὰ λο­γί­ζον­ται ὡς ἔρ­γα ἀ­νο­μί­ας. Για­τί προ­σπα­θοῦ­με νὰ δι­α­στρέ­ψου­με τὸ νό­η­μα καὶ τὸ σκο­πό τους καὶ νὰ τὰ ταυ­τί­σου­με μὲ τὴν ἀ­το­μι­κή μας θέ­λη­ση καὶ τὴν ἰ­δι­ο­τέ­λει­α, ἀλ­λο­τρι­ώ­νον­τὰς τα ἀ­πὸ τὴν μο­να­δι­κό­τη­τα καὶ τὴ τε­λεί­ω­σή τους, ὅ­πως ἐκ­φρά­ζε­ται στὴν ἀ­γά­πη γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τους δι­ά­στα­ση καὶ προ­ο­πτι­κή. (PG. 31,1568B).
   Στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη δὲν κα­τα­πι­έ­ζε­ται τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶ­ναι «εἰς δό­ξαν καὶ εὐ­χα­ρι­στί­αν Θε­οῦ». Ὁ ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ ὄ­χι τὸ σῶ­μα, ἀλ­λὰ τὸ «ἐν σαρ­κὶ πε­ρι­πα­τεῖν καὶ ζῆν καὶ ἐρ­γά­ζε­σθαι τὰ ἔρ­γα τῆς σαρ­κός», ποὺ εἶ­ναι ση­μεῖ­α θα­νά­του, για­τί ἐκ­φρά­ζουν τὴν ἀλ­λο­τρί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση δὲν σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν πλα­τω­νι­κὴ  ἢ μα­νι­χα­ϊ­κὴ πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος. Ἡ ἄ­σκη­ση ἔ­χει ἄ­με­ση ἀ­να­φο­ρὰ στὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα, ἀ­πο­βλέ­πει στὴ συμ­με­το­χὴ τοῦ σώ­μα­τος, στὴν ἄ­σκη­ση τοῦ πνεύ­μα­τος, γιὰ νὰ γί­νει ἁ­γνὴ « ἁ­γνὴ ἡ γῆ τοῦ σώ­μα­τος». Ἡ σω­μα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση ὁ­ρί­ζει καὶ ἐκ­φρά­ζει τὴν ἄ­με­ση καὶ ἔμ­πρα­κτη ὑ­πο­τα­γὴ τοῦ σώ­μα­τος στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῆς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νης φυ­σι­κῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας, μί­α φά­ση τῆς κα­θο­λι­κῆς με­το­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν και­νὴ ζω­ὴ ἐν Χρι­στῷ. Σκο­πὸς τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι νὰ κα­τα­στεί­λει τὴν ἀν­ταρ­σί­α τοῦ σώ­μα­τος, νὰ ὑ­ψώ­σει ἀ­πὸ τὴν πτώ­ση καὶ τὴν ἀλ­λο­τρί­ω­σή του καὶ νὰ τὸ κά­νει συ­νερ­γὸ στὴν κα­τὰ χά­ρη με­τα­μόρ­φω­ση καὶ θέ­ω­σή του. Νὰ βο­η­θή­σει τὸ σῶ­μα νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στὴ θεί­α κλή­ση καὶ νὰ φα­νε­ρω­θεῖ οἶ­κος τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ καὶ να­ὸς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὸ ὀρ­θό­δο­ξο νό­η­μα τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης συ­νο­ψί­ζει ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς λό­γος: «ἡ­μεῖς οὐκ ἐ­δι­δά­χθη­μεν σω­μα­το­κτό­νοι, ἀλ­λὰ πα­θο­κτό­νοι» (Ἀβ­βὰς Ποι­μήν, Γε­ρον­τι­κόν).
   Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὶς κλα­σι­κὲς μορ­φὲς τῆς ἄ­σκη­σης καὶ ἡ κύ­ρι­α ἔκ­φρα­ση τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης. Σκο­πὸς τῆς νη­στεί­ας εἶ­ναι ἡ ἔμ­πρα­κτη ἄρ­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­το­σκο­πό, αὐ­τὸ καὶ οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες του, ἡ ἄ­με­ση σχέ­ση τοῦ σώ­μα­τος μὲ τὸν Θε­ό, ἡ με­το­χή του στὴν κα­θο­λι­κὴ ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἡ προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ τῆς προ­σπά­θει­ας τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν ἄ­με­ση ὑ­πο­τα­γή της στὸν Θε­ό.  Ἡ νη­στεί­α, ποὺ γί­νε­ται μὲ δι­ά­κρι­ση, εἶ­ναι θαυ­μά­σι­α οἰ­κο­δο­μὴ σὲ κά­θε ἀ­γα­θό. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γι’ αὐ­τὴν εἶ­ναι νω­θρὸς καὶ στὰ ἄλ­λα ἀ­γω­νί­σμα­τα καὶ ἀ­με­λής. Ἀν­τί­θε­τα, ἐ­κεῖ­νος, ποὺ ἀ­σκεῖ­ται δι­αρ­κῶς σ’ αὐ­τήν, ἀ­πο­κτᾶ ἀ­σά­λευ­τη δι­ά­νοι­α, ἕ­τοι­μη γιὰ ἀ­πάν­τη­ση καὶ ἱ­κα­νὴ γιὰ τὴν ἀ­πο­τρο­πὴ ὅ­λων τῶν δυ­σχε­ρῶν πα­θῶν.
   Σή­με­ρα ἡ νη­στεί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ἄρ­νη­ση τοῦ πε­ριτ­τοῦ, τῆς πλη­σμο­νῆς καὶ τῆς σπα­τά­λης τῶν κα­τα­να­λω­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­θε­το της γα­στρι­μαρ­γί­ας καὶ τῆς μέ­θης, ποὺ ἀ­πο­βλέ­πουν στὴν ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς φύ­σης καὶ στὴν ἀλ­λο­τρί­ω­σή της μέ­σα στὴν αἰ­σθη­σι­α­κὴ ἡ­δο­νὴ καὶ στὸ φρό­νη­μα τῆς σάρ­κας. Ἔ­τσι ἡ νη­στεί­α γί­νε­ται εὐ­ερ­γε­σί­α καὶ με­τά­δο­ση ἀ­γά­πης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...